Η περιγραφή των ατόμων από τον Θουκυδίδη πρέπει να στάθηκε μια από τις όψεις του έργου του που έκαναν την πιο μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Η Ιστορία αρχίζει (1.1-21) με μια επανερμηνεία της παλαιότερης ιστορίας με κριτήριο τη ναυτική δύναμη και τη δημιουργία οικονομικών πόρων· στο τμήμα αυτό του έργου τα διάσημα άτομα του παρελθόντος απεικονίζονται ως στάδια στην εξέλιξη της οικονομικής ανάπτυξης - με τη συμβολή τους, ως ηρώων ή τυράννων, στον ρου των γεγονότων και στην εξέλιξη της ιστορίας να εξαρτάται από ευρύτερα ιστορικά σχήματα. Η περιγραφή των απαρχών του πολέμου αρχίζει όχι με άτομα αλλά με μια πόλη - την Επίδαμνο, και πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Αρχίδαμο (1.79), για να συναντήσουμε ένα συγκεκριμένο άτομο που να έχει κάποια σημασία. Τα λόγια και οι ενέργειες των μεμονωμένων πρωταγωνιστών στην αφήγηση της έκρηξης του πολέμου υποτάσσονται ρητά σε μια ευρύτερη αιτιώδη δομή, τον φόβο της Σπάρτης ενώπιον της αθηναϊκής δύναμης (1.23.6· 1.88), που με τη σειρά της συνδέεται με την οικονομική εξέλιξη η οποία σκιαγραφείται στην Αρχαιολογία, και με όψεις της ‘ανθρώπινης φύσης’ - την τιμή, τον φόβο και το όφελος. Ενόψει τέτοιων ευρύτερων ιστορικών σχημάτων τα άτομα φαντάζουν ανίσχυρα.
Στο σημείο αυτό είναι ευδιάκριτη η αντίθεση με τον Ηρόδοτο, που αρχίζει το έργο του εντοπίζοντας τα αίτια των Ελληνοπερσικών συγκρούσεων σε μια σειρά από ενέργειες ατόμων που εγγράφονται σε μια λογική αντεκδίκησης, με αποτέλεσμα οι απαρχές της δημόσιας διαμάχης να βρίσκονται σε ιδιωτικές, ατομικές ενέργειες. Γενικά, τα προσωπικά κίνητρα των ατόμων παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον Ηρόδοτο. Στον Θουκυδίδη η αποφυγή του ηροδότειου τρόπου πραγμάτευσης των ατόμων μοιάζει να αποτελεί μια όψη της αυστηρής παράλειψης στοιχείων που μπορεί να καταστήσουν την εμπειρία της ιστορίας πιο απολαυστική, αλλά και να την εκχυδαΐσουν - πρόκειται για το μυθώδες (1.22.4).
Όχι ότι υπάρχει έλλειψη ατόμων στον Θουκυδίδη - αυτό που ο Westlake αποκαλεί ‘το πλήθος των ασήμαντων ανθρώπων, τα ονόματα των οποίων, ως ηγετών ασήμαντων αποστολών, παραδίδει με τόση σχολαστικότητα ο Θουκυδίδης’. Πράγματι, μια τέτοια ‘καταλογική’ ακρίβεια φαίνεται να τονίζει από μόνη της την απόρριψη της ‘μυθικής’ πραγμάτευσης. Τι είναι λοιπόν τότε αυτό που προσδιορίζει αυτή τη χαρακτηριστικά θουκυδίδεια πραγμάτευση των ατόμων; Ίσως, τρία πράγματα.
Το πρώτο είναι η παράλειψη προσωπικών ή ιδιωτικών λεπτομερειών. Οι πληροφορίες που παρέχονται για τα άτομα περιορίζονται συνήθως αυστηρά στον δημόσιο ρόλο τους και δεν μαθαίνουμε τίποτα για τις οικογένειες τους, την προσωπική οικονομική τους κατάσταση ούτε (γενικά) για τις προσωπικές διαμάχες ή, έστω, για οτιδήποτε που να υπερβαίνει τον ρόλο τους ως ηγετών της στρατιωτικής δράσης ή των διαβουλεύσεων των πόλεών τους. Όχι ότι υπήρχε έλλειψη διαθέσιμου υλικού αυτού του είδους στον Θουκυδίδη, όπως είναι σαφές από την κωμωδία ή από τα αποσπάσματα συγγραφέων όπως ο Στησίμβροτος από τη Θάσο. Αν συγκρίνουμε την εικόνα του Περικλή που προσφέρει ο Πλούταρχος με εκείνην του Θουκυδίδη φαίνεται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια εσκεμμένη τακτική αποκλεισμού αυτού του είδους του υλικού.
Το δεύτερο είναι η άρνηση να παρουσιαστεί η πλήρης ιστορία των ατόμων. Κάθε άτομο εκπληρώνει τον ιστορικό ρόλο του και κατόπιν εξαφανίζεται· παρέχονται συντομότατες μόνον ενδείξεις, στην καλύτερη των περιπτώσεων, της ιστορίας του πριν κάνει την είσοδό του στην Ιστορία, ενώ συχνά δεν λέγεται τίποτα για την μεταγενέστερη μοίρα του. Γενικά, πληροφορούμαστε τον θάνατο των σημαντικών ατόμων, αλλά όταν αυτό συμβαίνει έξω από το πλαίσιο των κύριων γεγονότων της Ιστορίας, είναι πιθανό να μη μάθουμε ούτε καν αυτό - ο Αρχίδαμος είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα, το ίδιο και ο Περικλής, τον θάνατο του οποίου πληροφορούμαστε μόνον εμμέσως (2.65.6).
Το τρίτο και τελευταίο, η απουσία ηθικολογίας στην απεικόνιση των ατόμων είναι ασφαλώς άλλο ένα σύμπτωμα της άρνησης του Θουκυδίδη να αναπτύξει την περιγραφή των ατόμων. Δεν λείπουν βέβαια τα ηθικά στοιχεία στην περιγραφή των ατόμων και στα σχετικά σχόλια του αφηγητή - η ‘βία’ του Κλέωνα, για παράδειγμα (3-36.6) ή οι αρετές που ο Περικλής αποδίδει στον εαυτό του στον τελευταίο λόγο του (2.60.5) - , απλώς, για άλλη μια φορά, οι αρετές αυτές συνδέονται με την πολιτική ή στρατιωτική επίδοση των ατόμων. Δεν μας δίδεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε την ηθική αξία του βίου των ατόμων, να ασχοληθούμε μαζί τους επιδοκιμάζοντας ή αποδοκιμάζοντας τη συμπεριφορά τους παρά μόνο στον βαθμό που αυτή συνδέεται με την αποτελεσματικότητά τους ως ιστορικών παραγόντων. Για να δούμε πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, αρκεί να σκεφτούμε τον Θεόπομπο.
Ούτε βιώνουμε αυτή την έννοια της ‘ηθικής δομής’ στην ιστορία ενός ατόμου που απαντά στον Ηρόδοτο, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Κροίσου ή του Ξέρξη ή την έννοια της δομής που είναι αντιπροσωπευτική της τραγωδίας. Απλούστατα δεν υπάρχουν αρκετές ιστορίες ατόμων, για να αναπτυχθεί κάτι τέτοιο.
Αυτές οι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στον Θουκυδίδη και σε άλλους συγγραφείς, ιδιαίτερα τον Ηρόδοτο, όσον αφορά την πραγμάτευση ατόμων, φαίνεται να αποτελούν στοιχεία εσκεμμένου αποκλεισμού του προσωπικού, του ιδιωτικού, της ζωής του ατόμου έξω από την πόλη, μια ειδολογική απόφαση, που συνδέεται με την απόπειρα του Θουκυδίδη να δημιουργήσει μια στρατιωτικοπολιτική ιστοριογραφία που να βασίζεται σε μια μη προσωπική αιτιότητα - σε πόλεις και στρατούς και χρήματα, όχι σε ανθρώπους. Όπως ακριβώς ο αφηγητής ως φωνή που κατευθύνει, ως ένα άτομο με άποψη και χαρακτήρα, ‘εξαφανίζεται’ εσκεμμένα από την αφήγηση, έτσι γίνεται και με την ιδιωτική δραστηριότητα, τον ιδιωτικό χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία των ατομικών χαρακτήρων.
Η απομόνωση παρόμοιων ‘κανόνων’ βοηθά στη διευκρίνιση του καινοφανούς χαρακτήρα της προσέγγισης του Θουκυδίδη. Αλλά ίσως σκεφθεί κανείς ορισμένες εξαιρέσεις. Δεν αντιμετωπίζονται όλα τα άτομα με τον ίδιο τρόπο. Ούτε αυτοί οι κανόνες παρουσίασης υπονοούν απαραίτητα οτιδήποτε όσον αφορά τον αιτιώδη ρόλο των ατόμων: αφορούν περισσότερο τη σφαίρα της δράσης των ατόμων παρά τη σημασία τους. Ο σχετικά περιορισμένος ρόλος των ατόμων στην περιγραφή των αιτίων του πολέμου δεν είναι απαραιτήτως αντιπροσωπευτικός ολόκληρου του έργου. Ο Westlake, στο βιβλίο του με θέμα τα άτομα στον Θουκυδίδη, υποστήριξε ότι η πραγμάτευση των ατόμων στο ‘πρώτο μισό’ της Ιστορίας (περίπου έως την Ειρήνη του Νικία) διαφέρει από την πραγμάτευση των ατόμων στο ‘δεύτερο μισό’. Ασφαλώς, η πραγμάτευση των ατόμων δεν φαίνεται να είναι η ίδια σε κάθε σημείο του έργου και η ανάλυση των ατόμων στον Θουκυδίδη πρέπει να λάβει υπόψη της αυτό το γεγονός, οτιδήποτε και αν πιστεύει κάποιος για την εξήγηση που δίνει ο ίδιος ο Westlake γι’ αυτό.
Τα άτομα στα τέλη του 5ου αιώνα
Ένας από τους λόγους της διαφοράς ανάμεσα στα άτομα του Ηροδότου και του Θουκυδίδη είναι το διαφορετικό είδος ιστορίας που γράφουν. Για το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του ο Ηρόδοτος βασιζόταν σε διάφορες προφορικές παραδόσεις - κυρίως ιστορίες σχετικά με άτομα ή φημισμένες οικογένειες - που του άφηναν ελάχιστα περιθώρια πέρα από το να συγγράψει μια ατομοκεντρική ιστορία. Τέτοιου είδους παραδόσεις διέπονται επίσης συνήθως από μια αιτιώδη δομή που βλέπει το γεγονός από την άποψη της σχέσης ανάμεσα στα άτομα και τη μοίρα ή ανάμεσα στα άτομα και το θείο, μια δομή που διέπει και το έργο του Ηροδότου. Ο Θουκυδίδης, που συνέγραφε σύγχρονή του ιστορία και βασιζόταν είτε στην αυτοψία είτε σε περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δεν ήταν απορροφημένος από τα θέματα και τις δομές της προφορικής ιστορίας ούτε ενδιαφερόταν για μη ανθρώπινα αίτια. Όταν έρχεται η ώρα να περιγράψει την περίοδο πριν από το κύριο χρονικό πλαίσιο της Ιστορίας, ο Θουκυδίδης υιοθετεί ένα περισσότερο ‘ηροδότειο’, ατομοκεντρικό ύφος, όπως στις παρεκβάσεις για τον Παυσανία, τον Θεμιστοκλή και τον Κύλωνα (1.126-138) ή για τους αθηναίους τυράννους στο χωρίο 6.53-59 (το γεγονός ότι καθεμιά από αυτές τις ιστορίες είναι μια παρέκβαση βοηθά επίσης να εξηγήσουμε την παραβίαση των ειδολογικών κανόνων). Ασφαλώς, ένα από τα θέματα της παρέκβασης με θέμα τους τυράννους είναι ότι δεν ήταν τα άτομα Αρμόδιος και Αριστογείτονας που ανέτρεψαν τους τυράννους αλλά οι Σπαρτιάτες - για πολιτικούς και όχι προσωπικούς λόγους. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα θουκυδίδειας προσέγγισης του ηροδότειου υλικού, αλλά είναι σημαντικό το γεγονός ότι, για να συναγάγει αυτό το συμπέρασμα, ο Θουκυδίδης υποχρεώνεται να απορρίψει την προφορική παράδοση για χάρη λιγότερο συναρπαστικών αλλά ‘ακριβέστερων’ επιγραφικών δεδομένων (6.54-55).
Η περίοδος και τα γεγονότα για τα οποία έγραφε ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζονταν από έναν πιο περιορισμένο ή ‘παγιωμένο’ ρόλο των ατόμων από αυτόν που τα άτομα διαδραμάτιζαν στην αρχαϊκή Ελλάδα και τον ανατολικό κόσμο που περιγράφονται από τον Ηρόδοτο. Την εποχή του Θουκυδίδη οι ηγετικές πόλεις διέθεταν ισχυρά και σταθερά πολιτεύματα, που ήταν σε θέση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να περιορίσουν την εκτός του πλαισίου της πόλης επιρροή των ηγετικών ατόμων που είχαν κυριαρχήσει στην πολιτική κατά την αρχαϊκή περίοδο, μέσω του ανεξάρτητου ελέγχου που ασκούσαν στους πόρους τόσο εντός όσο και εκτός πόλης και στα δίκτυα φίλων και σχέσεων. Πολιτική σταθερότητα. σήμαινε ότι τα ισχυρά άτομα ήταν λιγότερο πιθανό να εκδιωχθούν από την πόλη λόγω στάσεως, να γίνουν οι εχθροί της πόλης επιχειρώντας να επανέλθουν στην εξουσία με τη βία. Ο κίνδυνος που υπήρχε για την πόλη από εξέχοντα άτομα και από την ικανότητά τους να καθορίσουν τις υποθέσεις της είχε υποχωρήσει στις μέρες του Θουκυδίδη - αυτός είναι ο λόγος που η παράνοια των Αθηναίων που υποψιάζονταν ότι ο Αλκιβιάδης σκόπευε να εγκαθιδρύσει τυραννίδα φαινόταν τόσο παράξενη που ο Θουκυδίδης ένιωσε υποχρεωμένος να την εξηγήσει μέσω μιας παρέκβασης σχετικά με το απώτερο παρελθόν (6.53).
Η εξάλειψη των ατομικών, εκτός πόλης πηγών επιρροής και κύρους αποτελούσε μια συνειδητή πολιτική της πόλης, που απεικονιζόταν στην ιδεολογία της. Στην Αθήνα, η απειλή που προερχόταν από τα ισχυρά άτομα ή η αποσταθεροποιητική διαμάχη ανάμεσα στα άτομα αντιμετωπίστηκε με τον θεσμό του οστρακισμού. Στις δημόσιες εκδηλώσεις άτομα που το κύρος τους ήταν πιθανό να απειλήσει εκείνο της πόλης απαγορεύτηκε να κατονομάζονται σε θεσμούς της πόλης όπως ήταν οι Επιτάφιοι λόγοι και το ίδιο ίσχυε στην τέχνη και τη γλυπτική. Η πόλη προσπάθησε, όσο μπορούσε, να περιορίσει την ιδιωτική επιρροή των σημαντικών ατόμων, για παράδειγμα με τον αθηναϊκό νόμο που αρνούνταν το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη στα παιδιά που είχαν γεννηθεί από γάμους ανάμεσα σε Αθηναίους και αλλοδαπούς και με την αυξανόμενη εστίαση του ενδιαφέροντος στις λειτουργίες ως μέσο τιθάσευσης των επιδείξεων ατομικού πλούτου εντός της πόλης· οι λειτουργίες θεωρούνταν κάτι ξεχωριστό από την ιδιωτική γενναιοδωρία ή από τη σπατάλη χρημάτων για τις πανελλήνιες αθλητικές γιορτές. Στη Σπάρτη, επίσης, ένα επεισόδιο όπως η καταστροφή εκ μέρους της πόλης της επιγραφής που είχε χαράξει ο Παυσανίας στον τρίποδα μετά τη μάχη των Πλαταιών (1.132.2-3) διερμηνεύει την άσκηση ελέγχου από την πόλη σε ένα ισχυρό άτομο που είχε δοκιμάσει να εισαγάγει το δικό του όνομα εκεί όπου δικαιωματικά ανήκε αυτό της πόλης του (ή των Ελλήνων).
Ωστόσο, στα τέλη του 5ου αιώνα ο έλεγχος των ατόμων και της ατομικής επιρροής κλονίστηκε. Οι κομματικές διαμάχες στην Αθήνα οδήγησαν στην εξορία του ισχυρού Αλκιβιάδη, που έστρεψε την προσωπική του επινοητικότητα κατά της πόλης, και κατόπιν στην επανάσταση των 5000 και των 400. Η πόλις - η Σπάρτη και τώρα (μετά τη Σικελική καταστροφή) και η Αθήνα επίσης - δεν ήταν σε θέση να παράσχει τους οικονομικούς πόρους, προκειμένου να υποστηρίξει τους στρατηγούς της, τον Αλκιβιάδη ή τον Λύσανδρο, στο πεδίο της μάχης. Ήταν όλο και πιο δύσκολο για την πόλη να ελέγξει τα ισχυρά άτομά της, που δρούσαν μακριά και με διαρκώς ελαττούμενη επίβλεψη. Τα γεγονότα κατέληξαν να καθορίζονται όλο και περισσότερο από τις προσωπικές ραδιουργίες των ισχυρών ατόμων και, για πρώτη φορά, η διεξαγωγή του πολέμου έφτασε στο σημείο να επηρεάζεται αποφασιστικά από την στάσιν σε μια ηγετική πόλη. Αυτές οι εξελίξεις αντανακλώνται στον σαφώς σημαντικότερο ρόλο που διαδραματίζουν τα άτομα στο 8ο βιβλίο του Θουκυδίδη.
Αυτό το είδος του ρόλου που επιφυλάσσεται στα άτομα προοικονομείται στις παρεκβάσεις με θέμα τον Παυσανία και τον Θεμιστοκλή στο Ιο βιβλίο. Αυτές οι παρεκβάσεις αποτελούν αναδρομές στο παρελθόν - η συμπεριφορά του Παυσανία βοηθά να εξηγήσει γιατί η Σπάρτη εκχώρησε την ηγεσία της συμμαχίας των Ελλήνων στην Αθήνα. Δείχνει ότι το σπαρτιατικό σύστημα, και οι Σπαρτιάτες ατομικά, ήταν μάλλον ακατάλληλοι για τη διαχείριση ηγετικών θέσεων υψηλού γοήτρου εκτός πόλης. Αυτό είναι σημαντικό στο πλαίσιο του 1ου βιβλίου (ενισχύει τις υποδείξεις των Αθηναίων [1.77] και του Αρχίδαμου [1.80] ότι δεν θα είναι πιο εύκολο για τους Σπαρτιάτες να διεξαγάγουν το είδος του πολέμου που απαιτείται για να νικήσουν την Αθήνα από ό, τι κατά τη δεκαετία του 470) και επιτελεί μια προγραμματική λειτουργία για τη μεταγενέστερη αφήγηση, ιδιαίτερα, ίσως, για την αφήγηση των γεγονότων μετά το 411 που δεν γράφηκε ποτέ. Όσο για τον Θεμιστοκλή τα ασυνήθιστα προσωπικά χαρίσματά του και η αποφασιστική προσωπική παρέμβασή του απεικονίζονται ως υπεύθυνα σε μεγάλο βαθμό για την ήττα των Περσών και για την οχύρωση της Αθήνας μετά τους Περσικούς Πολέμους (1.74· 1.91), τα δύο γεγονότα που έθεσαν τα θεμέλια της αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Ένα πολύ διαφορετικό είδος ατόμου από τον Παυσανία, λοιπόν (με την ατομική, χαρακτηριστικά αθηναϊκή, ευφυΐα του να βοηθά στη δημιουργία και όχι στην υπονόμευση της ηγετικής θέσης της πόλης), αλλά επίσης παρόμοιο με τον Παυσανία ως προς τη μοίρα που του επιφυλάχθηκε, και υποδηλωτικό των δυνητικά ολέθριων συνεπειών της διαμάχης στην Αθήνα ανάμεσα στο άτομο και την πόλη που θα φανεί τόσο σημαντική στη συνέχεια. Όταν ο Θουκυδίδης ολοκληρώνει αυτή την παρέκβαση ως εξής: ‘Τέτοιο υπήρξε το τέλος των ιστοριών του Παυσανία του Λακεδαιμονίου και του Θεμιστοκλή του Αθηναίου, των επιφανέστερων ανδρών της εποχής τους στην Ελλάδα’, αυτή η διατύπωση υποδηλώνει την επιθυμία του να λειτουργήσει ως συνεχιστής του έργου του Ηροδότου, αφηγούμενος μέχρι τέλους την ιστορία ατόμων που είχαν ξεχωρίσει στην αφήγηση του τελευταίου, αλλά ίσως επίσης και να τονίσει τις τύχες των πιο φημισμένων ατόμων της προηγούμενης γενιάς, έχοντας κατά νου τα γεγονότα που θα εκτυλιχθούν στην Ιστορία.
Όσο και αν η Αθήνα του Περικλή ήλεγχε την ισχύ μεμονωμένων σπουδαίων ανδρών, αυτά τα επεισόδια μας θυμίζουν το δέος που το άτομο ήταν ικανό να εμπνεύσει σε προσωπικό επίπεδο στον αρχαίο κόσμο, τον έντονο φόβο και την εχθρότητα που ήταν ικανό να προκαλέσει σε πολιτικό επίπεδο.
Το ‘άτομο’
Πριν προχωρήσουμε, ίσως είναι χρήσιμο σε αυτό το στάδιο να πούμε μερικά λόγια ακόμα γι’ αυτό που εννοούμε με τη λέξη ‘άτομο’. Ο Παυσανίας, ο Θεμιστοκλής και ο Περικλής είναι όλοι τους ξεκάθαρα ‘εξέχουσες φυσιογνωμίες’ στην Ιστορία (η έννοια του όρου, όπως χρησιμοποιείται, π.χ., στο βιβλίο του Westlake Individuals in Thucydides). Αλλά είναι επίσης ‘άτομα’; Ο όρος φέρει μεγάλο πολιτισμικό φορτίο λόγω της μακρόχρονης χρήσης του στο πλαίσιο της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας. Υπαινίσσεται μια σφαίρα, εντός της κοινωνίας, ωστόσο χωριστή από αυτήν, στην οποία αναπτύσσεται η προσωπική ελευθερία ή αυτοέκφραση και στο πλαίσιο της οποίας το μέλος της κοινωνίας μπορεί επίσης να είναι, και να νιώθει τον εαυτό του διάφορο εκείνης της κοινωνίας.
Αξίζει να εξετάσουμε αν ένας τέτοιος όρος μπορεί να εφαρμοστεί με κάποια χρησιμότητα στην αρχαία ελληνική κοινωνία (και κατ’ επέκταση στην αρχαία ελληνική ιστοριογραφία) που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ένταξη του πολίτη στο πλαίσιο της πόλης και μάλλον αδιαφορεί για μια σφαίρα ανεξάρτητης αυτοέκφρασης και διαφοροποίησης. Αναγνώριζε ο Θουκυδίδης την έννοια του ατόμου - διέθετε μια λέξη για το ‘άτομο’;
Νομίζω ότι μπορούμε να μιλούμε για το ‘άτομο’ στον Θουκυδίδη με αυτή την έννοια. Ολόκληρη η ανάλυση μιας μορφής όπως ο Παυσανίας περιστρέφεται γύρω από τη σχέση του με την πόλη - η απροθυμία ή η ανικανότητά του να ελέγξει τη συμπεριφορά του και ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται για τον εαυτό του είναι σημάδια του κύρους του και της εικόνας του εαυτού του ως ατόμου. Για να κατανοήσουμε τον Παυσανία, ή αργότερα τον Αλκιβιάδη, πρέπει να σκεφτούμε το ζήτημα από την άποψη της (αποτυχημένης) σχέσης ανάμεσα στον πολίτη και την πόλη.
Η έννοια μιας σφαίρας, που προσιδιάζει σε έναν άνθρωπο πέρα από την ιδιότητά του ως πολίτη, τουλάχιστον με την έννοια μιας ιδιωτικής σφαίρας, είναι επίσης ανεπτυγμένη στον Θουκυδίδη. Γι’ αυτή την περιοχή χρησιμοποιείται η λέξη 'ίδιος με τη σημασία ‘προσωπικός, δικός του’ (π.χ. η προσωπική περιουσία ως διαφορετική από την περιουσία των άλλων ή από εκείνη της πόλης- κράτους) και, κατ’ επέκταση, ‘προσωπικός, ιδιωτικός’ (σε αντιδιαστολή, π.χ., προς έναν επαγγελματικό ή, πιο συγκεκριμένα, έναν πολιτικό ρόλο). Η λέξη ιδιώτης, επομένως, δηλώνει ένα πρόσωπο που ενεργεί με την ιδιότητά του ως ατόμου, ιδιότητα διαφορετική από τον ρόλο του ως πολίτη. Έτσι, για παράδειγμα, στην περιγραφή της στάσεως στις αρχαιοελληνικές πόλεις ο πόλεμος διδάσκει τη βία, αλλά ‘σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες (αἱ τε πόλεις καί οἱ ἰδιῶται) είναι ήρεμοι’ (3.82.2). Και πάλι, στη συζήτηση για τους Μυτιληναίους ο Διόδοτος υποστηρίζει (3-45-3) ότι ούτε καν η θανατική ποινή δεν είναι ικανή να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να δια- πράττουν αδικήματα, δεδομένου ότι ‘όλοι οι άνθρωποι και όλες οι πολιτείες έχουν έμφυτη την τάση προς την αδικία’ (ιδία και δημοσία - θα προτιμούσαμε να μεταφράσουμε ‘τόσο σε ιδιωτικό όσο και δημόσιο επίπεδο’). Και όταν ο Περικλής στο 2ο βιβλίο συνιστά στους Αθηναίους να μη στείλουν άλλες πρεσβείες στους Σπαρτιάτες (2.64.6), ισχυρίζεται ότι ‘άριστοι είναι εκείνοι - είτε πρόκειται για πολιτεία είτε πρόκειται για ανθρώπους—’ [και πόλεων και ιδιωτών) που δεν κλονίζεται το ηθικό τους από τις συμφορές, εκείνοι που δείχνουν την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη δράση.
Αν ‘άτομο’ είναι η καλύτερη μετάφραση σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια αρκετά στενή έννοια του όρου, που αναφέρεται σε μια στοιχειώδη διάκριση ανάμεσα στον πολιτικό και τον ιδιωτικό ρόλο ενός ανθρώπου. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχει, επίσης, μια υπόνοια αρνητικής συνδήλωσης με τη στενή και εγωιστική εστίαση στα ιδιωτικά αγαθά (ιδιαίτερα στον ιδιωτικό πλούτο) σε βάρος της πόλης. Αυτό το είδος ατόμου είναι περισσότερο ένας πολίτης που ενεργεί προσωρινά έξω από τον πολιτικό ρόλο του, ακόμα και με τη συνδήλωση ότι είναι επιλήσμων του πρέποντος πολιτικού ρόλου του. Δεν υπάρχει ‘χειραφέτηση’ από την πόλη εδώ (όπως υπαινίσσεται η χρήση του όρου ‘άτομο’ στη σύγχρονη δυτική παράδοση) ούτε και κάποιο σημάδι ότι αυτή είναι επιθυμητή.
Ούτε και οι μορφές όπως ο Παυσανίας ή ο Αλκιβιάδης ενσαρκώνουν μια τέτοιου είδους ‘χειραφέτηση’. Δεν είναι ‘διαμορφωμένα’ άτομα, ελεύθερα να αναπτύξουν τις κλίσεις τους και να πλάσουν τους εαυτούς τους βάσει του δικού τους σχεδίου. Στην περίπτωσή τους έχουμε απλώς μια υπερβολή δύναμης, κύρους και αυτοεκτίμησης. Ούτε είναι άτομα με την έννοια της κατοχής ενός ιδιαίτερου μείγματος αρετών που τους διακρίνει από άλλους, καθιστώντας τους ‘μοναδικούς’. Είναι μάλλον ‘ιδιώτες’ παρά ‘άτομα’. Κι αυτοί επίσης ακολουθούν περισσότερο ‘ιδιωτικούς’, μη πολιτικούς (σε αυτή την περίπτωση αντιπολιτικούς) στόχους παρά προσφέρουν οποιαδήποτε εναλλακτική λύση στην πόλη. Αυτό υποδηλώνει ότι, μολονότι υπάρχει ένας τρόπος περιγραφής των ανταγωνιστικών πολιτικών και προσωπικών στόχων, δεν υπάρχει διαφυγή στο πλαίσιο αυτής της ορολογίας από την ιδεολογική δέσμευση στην πόλη. Η επικράτεια του ‘ατόμου’ περιορίζεται σε μια μορφή ανταγωνισμού με την πόλη.
Και τι συμβαίνει με την εξατομίκευση; Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερα εξατομικευμένο σε μια μορφή όπως ο Παυσανίας. Ξεχωρίζει από άλλους εξαιτίας μιας υπερβολής στη δύναμη και το κύρος, όχι εξαιτίας οποιουδήποτε μείγματος προσωπικών χαρακτηριστικών. Οι αρετές που αποδίδονται στον Περικλή επικεντρώνονται τόσο στενά στον πολιτικό ρόλο του, που δεν συναισθανόμαστε τι είδους πρόσωπο ήταν ως ‘άτομο’.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια ιστορία στην οποία ξεχωρίζουν μόνο τα ‘δυναμικά’ ‘δημόσια’ άτομα και για την οποία θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα άτομα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, για πολλούς το πραγματικό ενδιαφέρον για το άτομο αντιπροσωπεύει μια αντίληψη για το πώς τα άτομα διαφέρουν μεταξύ τους. Η παρουσία τέτοιων ‘εξατομικευμένων’ μορφών υπαινίσσεται την παρουσία αυτής της έννοιας του απρόοπτου στην ιστορία, αυτής της ουσιώδους ιδιαιτερότητας του γεγονότος, που (εκτός του ότι προσφέρει την ερμηνεία της ιστορίας μέσω μιας κατάλληλης περιγραφής της αιτιότητας) είναι κυρίως ο ρόλος της ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα της αφηγηματικής ιστοριογραφίας, να δημιουργήσει.
Αφηγηματική τεχνική
Έχουμε μιλήσει για μια σειρά τρόπων με τους οποίους τα άτομα μπορούν να είναι σημαντικά στην ιστοριογραφία (ως ‘δυναμικά’ άτομα, ως ‘εξατομικευμένα’ άτομα). Σε μια αφηγηματική ιστορία αποτελούν επίσης τμήμα της αφηγηματικής δομής και η εξέλιξή τους συνδέεται στενά με την αφηγηματική τεχνική. Μια συζήτηση με θέμα τα άτομα στον Θουκυδίδη δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την πλευρά.
Αυτό είναι ίσως ιδιαιτέρως προφανές, όταν η συζήτηση έρχεται στο ζήτημα της ‘φωνής’ (ποιος μιλά;). Η θουκυδίδεια ιστοριογραφία επικεντρώνεται στον λόγο, και ιδιαίτερα στη συνεχή, σύνθετη σύγκριση λόγου και πράξης, σχεδίου και πραγματικότητας. Αυτή η χρήση του λόγου είναι προφανώς μια όψη της αφηγηματικής τεχνικής και, μάλιστα, μια όψη που συνδέεται στενά τόσο με τον ρόλο του ατόμου στο τέλος του 5ου αιώνα (σε αυτό αντανακλώνται ο ρόλος που διαδραματίζει ο λόγος στο να εμπνέει πράξεις και η διαμόρφωση της ατομικής φήμης ανάλογα με την παροχή αποτελεσματικών συμβουλών) όσο και με τις λογοτεχνικές καταβολές της θουκυδίδειας ιστοριογραφίας. Ωστόσο, αυτό δεν υποδηλώνει απαραίτητα έναν σημαντικό ιστορικό ρόλο για τους ανθρώπους που εκφέρουν τους λόγους - ειδάλλως θα χρειαζόταν να αποδώσουμε έναν σημαντικό ρόλο στον Τευτίαπλο τον Ηλείο, ο μοναδικός ρόλος του οποίου στην Ιστορία είναι η εκφώνηση ενός σύντομου λόγου προς τον Αλκίδα, με τον οποίο αποκαλύπτει τη φτωχή φαντασία του τελευταίου στο 3ο βιβλίο (29.2), ή, εν προκειμένω, στον Διόδοτο, που διαφωνεί με τον Κλέωνα στη συζήτηση για τους Μυτιληναίους (3.41). Τέτοιες μορφές αποτελούν οχήματα ιδεών και απόψεων που ερμηνεύονται βάσει των συμφραζομένων τους. Ωστόσο, λόγοι σαν αυτούς, που εκφωνούνται από ανθρώπους οι οποίοι δεν κατέχουν κάποιο πραγματικό αξίωμα και δεν επανεμφανίζονται αλλού στην Ιστορία, είναι σπάνιοι. Πιο συχνά, η ταυτότητα του ομιλητή είναι επίσης σημαντική, με αποτέλεσμα, π.χ., ο λόγος που αποθαρρύνει την ανάληψη άμεσης δράσης στην πρώτη συζήτηση στη Σπάρτη στο Ιο βιβλίο να εκφωνείται σε κρίσιμο σημείο από τον Αρχίδαμο, έναν από τους βασιλείς, ‘τον οποίο θεωρούσαν συνετό και σώφρονα’ (1.79.2), και τον ηγέτη της μελλοντικής εισβολής στην Αττική, για τη μη πραγματοποίηση της οποίας προσπαθεί να πείσει τους Σπαρτιάτες με αυτόν ακριβώς τον λόγο του. Η ανάλυση που προσφέρει πρέπει να αντιπαραβληθεί με τους άλλους λόγους στο εν λόγω βιβλίο αλλά και με τα γεγονότα που θα εξιστορηθούν στη συνέχεια, αλλά επίσης συσχετίζεται με τον ρόλο του ως ατόμου και μας βοηθά να κατανοήσουμε σε εκείνα τα γεγονότα. Υπό αυτή την έννοια η λογοκεντρική αφηγηματική μέθοδος του Θουκυδίδη ενθαρρύνει σαφώς μια μορφή εστίασης του ενδιαφέροντος στο άτομο. Αν φανταζόμασταν τις ιδέες που απαντούν στον λόγο του Αρχίδαμου να παρουσιάζονται από τον αφηγητή, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Όπου οι λόγοι περιέχουν επιθέσεις εναντίον ενός ατόμου ή προσφέρουν την υπεράσπισή του (όπως γίνεται στη συζήτηση για τους Μυτιληναίους ή τη Σικελία), το ίδιο το άτομο γίνεται θέμα του ‘ρητορικού διαλόγου’ της Ιστορίας.
Τίθεται επίσης το ζήτημα της ‘εστίασης’ (ποιος βλέπει; μέσα από τίνος τα μάτια απεικονίζεται η δράση;). Η απεικόνιση της δράσης όπως διηθείται μέσα από τις σκέψεις και τις αντιλήψεις των πρωταγωνιστών είναι μια σημαντική και πολύ χαρακτηριστική τεχνική στον Θουκυδίδη· παίρνει τη μορφή της ‘απόδοσης κινήτρου’, συχνά μάλιστα τη μορφή του κινήτρου που εκφράζεται μέσω μιας μετοχής (νομίζοντας, ευχόμενος, βλέποντας). Οι εστιαστές είναι πολύ συχνά ομιλητές, και συχνά η εστίαση συσχετίζει ενέργειες με λόγους - παράδειγμα αποτελεί η εστίαση μέσα από τα μάτια του Αρχίδαμου κατά την εισβολή στην Αττική στην αρχή του 2ου βιβλίου (18-21), εστίαση που συνδέεται στενά με τη δημηγορία του εναντίον μιας τέτοιου είδους εισβολής στο 1ο βιβλίο, και με τον σύντομο παραινετικό λόγο του προς τους στρατιώτες, στον οποίο εκθέτει τη στρατηγική του για την εισβολή (2.11-12).
Στην ιστοριογραφία υπάρχει άλλο ένα σημαντικό ζήτημα ως προς τον ρόλο των ατόμων - τουτέστιν, η επιλογή, το ζήτημα του σε ποιον επιτρέπεται να εμφανιστεί, έτσι ώστε να μιλήσει ή να εστιάσει (ή ακόμα και να δράσει), ή ποια επεισόδια καταγράφονται. Η αυστηρή επιλογή των γεγονότων από τον Θουκυδίδη (ή, αν κοιτάξουμε το θέμα από μια άλλη πλευρά, οι ‘παραλείψεις’ του) είναι προφανέστατη, όταν πρόκειται για άτομα. Έτσι, για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία πραγματική περιγραφή της αντιπολίτευσης στον Περικλή ή του οστρακισμού του Υπέρβολου ή των αθηναίων ‘δημαγωγών’ εκτός από τον Κλέωνα ή της αντιπολίτευσης στον Αλκιβιάδη εκτός από εκείνη που εκφράζει ο Νικίας. Παρά τον αριθμό των ασήμαντων ανθρώπων που διοικούν επουσιώδεις εκστρατείες και παρά την απουσία ‘ολοκληρωμένων ιστοριών’ ατόμων, η αφήγηση έχει την τάση να επικεντρώνεται σε μερικά άτομα νευραλγικής σημασίας, γύρω από τα οποία συνωθούνται ο λόγος, η εστίαση και η περιγραφή της δράσης. Τέτοιες μορφές είναι πιθανό να λειτουργούν ως ‘φορείς εστίασης’, να χρησιμοποιούνται δηλαδή τα συγκεκριμένα άτομα, μέσω των λόγων που εκφέρουν και της εστίασης, για τη διάρθρωση των γεγονότων. Έτσι, για παράδειγμα, η λεπτομερής περιγραφή των ναυμαχιών στον Κορινθιακό Κόλπο στο δεύτερο μισό του 2ου βιβλίου αναπτύσσει το θέμα της ναυτικής υπεροχής των Αθηναίων και οι λόγοι, οι σκέψεις και οι ενέργειες του Φορμίωνα αποτελούν τη βασική αφηγηματική μέθοδο με την οποία εκπληρώνεται ο στόχος αυτός. Ας συγκρίνουμε επίσης τις εστιάσεις μέσα από τα μάτια του Κλέωνα πριν από τη μάχη της Αμφίπολης στο 5ο βιβλίο (10), που τονίζουν την έλλειψη ελέγχου και την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων από μέρους του Αθηναίου δημαγωγού, με τον Βρασίδα. Σε αυτή την περίπτωση ο ρόλος των ατόμων είναι πιο αποφασιστικός. Οι εστιάσεις μάς αποκαλύπτουν τους ίδιους τους φορείς (οι σχετικές ικανότητες των οποίων θα καθορίσουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα της μάχης) παρά τα ευρύτερα αίτια.
Μια ζωτικής σημασίας όψη της επιλογής είναι ο αριθμός των ατόμων που μιλούν, δρουν ή εστιάζουν. Στην περιγραφή των απαρχών του πολέμου στο Ιο βιβλίο έχουμε μόνον έναν Αθηναίο, τον Περικλή, αν και λέγεται ρητά ότι πολλοί άλλοι λόγοι εκφωνήθηκαν εκείνη την εποχή (1.139.4), και αυτή η μοναδικότητα συνεχίζεται έως τον θάνατο του Περικλή. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα υποδηλωτικό του ρόλου του Περικλή και της αθηναϊκής πολιτικής ή τουλάχιστον του τρόπου με τον οποίο ήθελε να τα παρουσιάσει ο Θουκυδίδης. Από τη σπαρτιατική πλευρά, στην περιγραφή της προϊστορίας του πολέμου έχουμε δύο λόγους, του Αρχίδαμου και του Σθενελαΐδα, όπως επίσης και των Κορινθίων και των Αθηναίων (1.67-87). Και όταν πρόκειται για την αποστολή της Σικελικής εκστρατείας (την αρχή δηλαδή της δεύτερης φάσης του πολέμου), και πάλι έχουμε δύο ομιλητές, τον Αλκιβιάδη και τον Νικία (6.6-24), μια διαίρεση ως προς τους λόγους και την εστίαση που θα συνεχίσει να είναι αντιπροσωπευτική ολόκληρης της αφήγησης της Σικελικής εκστρατείας. Εφόσον ένας μεμονωμένος φορέας εστίασης υποδηλώνει την επιρροή ενός ισχυρού ατόμου που κυριαρχεί, οι πολλαπλοί πρωταγωνιστές υπονοούν πολιτικές διχογνωμίες - έτσι ο ευθύς και ‘λακωνικός’ Σθενελαΐδας προτείνει άμεση δράση για την υποστήριξη των συμμάχων (1.86), ενώ ο πιο πεπειραμένος, επιφυλακτικός και ‘έξυπνος’ (ξυνετός) Αρχίδαμος επισημαίνει τις μακροπρόθεσμες δυσκολίες του πολέμου (1.80).
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της χρήσης πολλαπλών φορέων εστίασης αποτελεί η σύσκεψη των στρατηγών, ένα σύνολο δημηγοριών σε πλάγιο λόγο, σε μια κλίμακα κατάλληλη για την αφήγηση μιας εκστρατείας. Ενώ είναι σπάνιες στα πρώτα βιβλία - το πρώτο πραγματικό παράδειγμα είναι η διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Δημοσθένη και στους άλλους Αθηναίους στρατηγούς στην Πύλο στην αρχή του 4ου βιβλίου (3-4)—, οι συσκέψεις αυτού του είδους συνδέονται με περιγραφές της αθηναϊκής δράσης και με καίριες στιγμές στην ίδια την αφήγηση των εκστρατειών - παραδείγματα αποτελούν η απόφαση να οχυρωθεί η Πύλος ή να αποσυρθεί η αθηναϊκή δύναμη από τη Μίλητο (8. 27· σε αυτό το σημείο μιλά μόνον ο Φρύνιχος). Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζουν ιδιαιτέρως την εκστρατεία στη Σικελία: η σύσκεψη των στρατηγών στο χωρίο 6.47-49 υπαινίσσεται την έλλειψη συγκεκριμένων στόχων και την προοπτική που προσφέρεται στους επικεφαλής να της προσδώσουν σκοπό και κατεύθυνση. Με την άφιξη του Δημοσθένη στο 7.42 δεν πραγματοποιείται καμία σύσκεψη με τον Νικία (ούτε βέβαια με τον Ευρυμέδοντα), αλλά απλώς προσφέρεται εστίαση μέσα από τα μάτια του Δημοσθένη με κριτική στη συμπεριφορά του Νικία - η πρωτοβουλία βρίσκεται στα χέρια του Δημοσθένη. Κατόπιν, στο 7.47 καταγράφεται η ολέθρια σύσκεψη που απορρίπτει την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος στην Αθήνα. Στο σύντομο συμβούλιο στο 7.72 οι στρατηγοί αυτή τη φορά συμφωνούν να επιχειρήσουν ακόμη μία φορά να βρουν διά της βίας διέξοδο από θαλάσσης, αλλά σε αυτό το σημείο πλέον η άρνηση των ανδρών να υπακούσουν αποκαλύπτει την έλλειψη κύρους των επικεφαλής.
Ο βαθμός ατομικής ανάμιξης στα γεγονότα (το αν πρέπει να κατονομαστεί ένα άτομο ως φορέας μιας πράξης ή ενός λόγου - ο ‘Νικίας’ και όχι οι ‘Αθηναίοι στρατηγοί’) αποτελεί από μόνος του μια πλευρά της αφηγηματικής τεχνικής. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτού του είδους ελέγχου του βαθμού ατομικής ανάμιξης είναι ο Διάλογος των Μηλίων (5.85-114), όπου η αφηρημένη γενικότητα των επιχειρημάτων ενισχύεται από την ανωνυμία των συμμετεχόντων στη συζήτηση, ανωνυμία η οποία υποδηλώνει ότι οι Μήλιοι τελούν υπό το κράτος απρόσωπών δυνάμεων που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό τους. Έχοντας στερηθεί τα ονόματα ή την ατομική ταυτότητά τους στην αφήγηση, στερούνται επίσης σε μεγάλο βαθμό και μια φωνή, επειδή οι Αθηναίοι περιορίζουν τη συζήτηση σε επιχειρήματα σκοπιμότητας. Η αίσθηση της ανωνυμίας, της έλλειψης ατομικότητας προοιωνίζεται την τελική μοίρα τους, τον ολοκληρωτικό δηλαδή αφανισμό τους από τους Αθηναίους (5.116).
Τεχνάσματα όπως διαδοχικές σειρές εστιάσεων και συσκέψεις ‘ανοίγουν’ τη δράση, για να αποκαλύψουν τον ρόλο των ατόμων στην καθοδήγηση ή στην απόπειρα ή αποτυχία καθοδήγησής της. Ένα τέχνασμα που αποκαλύπτει τον ρόλο των ατόμων με μεγαλύτερη ακόμα σαφήνεια είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ‘αποφασιστική παρέμβαση’ - η περιγραφή μιας σειράς γεγονότων με τέτοιον τρόπο που η προσδοκώμενη συνέπεια ανατρέπεται ξαφνικά από την παρέμβαση ενός ατόμου - παράδειγμα είναι η άφιξη του Γυλίππου στις Συρακούσες (7.2), που παρουσιάζεται ως η κρίσιμη καμπή στον Σικελικό Πόλεμο. Προηγουμένως ο αφηγητής είχε παρακολουθήσει λεπτομερώς τις κινήσεις του Γυλίππου από τη Λευκάδα μέχρι τη Σικελία, καθώς και την απόπειρά του να ανανεώσει τους δεσμούς φιλοξενίας του με τους Θουρίους, την τρικυμία και την επισκευή των πλοίων του (6.104), πριν φτάσει στις Συρακούσες, που βρίσκονταν σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αγώνας δρόμου κατά του χρόνου αυξάνει τον αντίκτυπο της τελικής άφιξής του. Ο Γύλιππος είναι ένας δραστήριος άνθρωπος, που θα οργανώσει την άμυνα των Συρακουσών, και η άφιξή του είναι αποφασιστικής σημασίας.
Ο Αλκιβιάδης ήταν εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Λακεδαιμονίους: ‘στείλτε Σπαρτιάτη στρατηγό’ (6.91.4) σαν τον Γύλιππο, και η δημηγορία που εκφωνεί στη Σπάρτη θεωρείται καίρια, επειδή παρακινεί τους Σπαρτιάτες σε δράση προτού είναι πολύ αργά· αποτέλεσμά της είναι να παρέμβουν οι Λακεδαιμόνιοι στις Συρακούσες και επίσης να οχυρώσουν τη Δεκέλεια, δύο ενέργειες που απεικονίζονται ως πολύ σημαντικές (7.2· 7.19). Επίσης, πριν από την καίρια συμβουλή του Αλκιβιάδη προηγείται μια παρόμοια ‘παρακολούθηση’ των κινήσεών του (6.61· 6.88). Αυτή η περιγραφή συνεχίζει να εστιάζει στον Αλκιβιάδη - η συμβουλή του πρόκειται να είναι κρίσιμη - και δημιουργεί μια άμεση σχέση ανάμεσα στην ανάκλησή του, τη συμβουλή του προς τους Σπαρτιάτες και, στη συνέχεια, την άφιξη του Γυλίππου στη Σικελία στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού. Τέτοιες περιγραφές είναι αντίθετες προς τη συνήθη πρακτική του Θουκυδίδη να εξιστορεί μόνον τις ενέργειες των ατόμων που σχετίζονται άμεσα με την κυρίως δράση και που επομένως ξεχωρίζουν. Ο Αλκιβιάδης διαδραματίζει παρόμοιο ρόλο στην καθοδήγηση των Σπαρτιατών στην αρχή του 8ου βιβλίου· και στο σημείο αυτό, επίσης, οι κινήσεις του παρακολουθούνται στενά (8.12· 8.14· 8.17· 8.26.3).
Η φήμη των ατόμων
Για τον Ηρόδοτο, όπως και για τους προδρόμους του, τους επικούς ποιητές, ένας από τους δεδηλωμένους σκοπούς του έργου του ήταν να διαφυλάξει τα ‘κλέα ανδρών’ από τη λήθη (Ηρόδ. 1.1). Για τον Θουκυδίδη, που έγραφε σύγχρονη με τον ίδιο ιστορία, αυτό δεν αποτελεί ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Η έμφαση δίνεται περισσότερο στην κατανόηση των πράξεων παρά στη διάσωσή τους από τη λήθη. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης επισημαίνει συχνά ότι τα επιτεύγματα ή τα πάθη που περιγράφει ήταν τα σημαντικότερα στην έως τότε ιστορία των Ελλήνων (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του πολέμου, που ήταν ἀξιολογώτατος, 1.1). Ο Tim Rood έχει επισημάνει πρόσφατα λεκτικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στη γλώσσα του Ηροδότου και του Θουκυδίδη και στη σύγχρονή τους ποίηση που μνημονεύει τα κατορθώματα πόλεων και ατόμων.
Ακόμα πιο συναφή, ίσως, είναι άλλα σύγχρονα λογοτεχνικά είδη που αφορούσαν τη φήμη ατόμων, όπως δημοσιευμένοι λόγοι, λίβελλοι και, επίσης, η κωμωδία. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά των πορτρέτων του Περικλή, του Κλέωνα και, προπάντων, του Νικία που προσφέρει ο Θουκυδίδης στην απεικόνισή τους στην κωμωδία. Παρόμοια, μπορούμε να εντοπίσουμε τη σχέση ανάμεσα στους δημοσιευμένους λόγους υπέρ ή κατά του Αλκιβιάδη και στην ηθογράφησή του από τον Θουκυδίδη. Ο ιστορικός είχε σίγουρα επίγνωση του γεγονότος ότι μπορούσε να μεταδώσει μια συγκεκριμένη εικόνα για ένα άτομο στις επόμενες γενιές (αλλά και επίγνωση της ικανότητάς του να καταδικάσει ένα άτομο στην αφάνεια παραλείποντάς το ολοκληρωτικά, όπως συμβαίνει με τον ‘άθλιο’ Υπέρβολο, 8.73.3) και, τέλος, και του κινδύνου να εμπλακεί σε μεροληπτικές συζητήσεις για συγκεκριμένα πρόσωπα.
Η φήμη των πρωταγωνιστών του Θουκυδίδη συχνά αμφισβητούνταν έντονα την εποχή που εκείνος έγραφε και τέτοιες αντιπαραθέσεις αποτελούν αναπόφευκτα το υπόβαθρο της ηχογράφησης των ατόμων. Ο Φρύνιχος, για παράδειγμα, μετά τη δολοφονία του κατηγορήθηκε ως ο ηγέτης της σκληροπυρηνικής παράταξης των 400. Ο Θουκυδίδης δεν παίρνει σαφή θέση στο ζήτημα αυτό —ωστόσο, υπερασπίζεται δημόσια την ενέργεια του Φρυνίχου να αποσυρθεί από τη Μίλητο πριν από την άφιξη του συμμαχικού στόλου υπό τον Θηραμένη στο 8ο βιβλίο. Αφού εκθέσει τους λόγους αυτής της απόφασης (δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια ναυτική ήττα της Αθήνας σε αυτό το κρίσιμο σημείο), ο αφηγητής σχολιάζει (8.27.5):
Και όχι μόνο στην περίσταση αυτήν, αλλά κυρίως αργότερα, ο Φρύνιχος φάνηκε συνετός σε όσες επιχειρήσεις έτυχε ν’ αναλάβει.
Η μετριαστική χρήση του δοκεῖν (‘φάνηκε’) που υποδηλώνει ότι η ανάλυση μπορεί να ανήκει σε άλλους (μαζί με την εισαγωγή του χαρίσματος της σύνεσης μέσω ενός σχήματος λιτότητας, οὐκ ἀξύνετος) είναι χαρακτηριστική, όπως είναι επίσης ίσως η ασάφεια των αναφορών (δεν δηλώνεται πότε αναγνωρίστηκε η σύνεσή του, από ποιον, και σε ποιες άλλες υποθέσεις επιδείχθηκε). Η επιδοκιμασία του αφηγητή εισάγεται προσεκτικά, με απολογητικό σχεδόν τόνο. Ακόμα και σε αυτό που συνιστά σαφώς μια παρέμβαση υπέρ της υστεροφημίας του Φρυνίχου (που προετοιμάστηκε από την προγενέστερη αφήγηση) καταβάλλεται προσπάθεια να διατηρηθεί ένα είδος αφηγηματικής ουδετερότητας.
Αυτό θα μπορούσε να ηχεί ως η τελευταία λέξη σχετικά με τον Φρύνιχο, ωστόσο οι μηχανορραφίες του με τον Αλκιβιάδη και η συμμετοχή του στη σκληροπυρηνική μερίδα των 400 επίκεινται και τα γεγονότα αυτά θα ρίξουν ένα σαφώς λιγότερο ευνοϊκό φως στη συνολική δράση του. Το σχόλιο προκύπτει από τα συμφραζόμενά του και, μολονότι καθοδηγεί τις αντιδράσεις του αναγνώστη, πρέπει να σταθμιστεί σε συνάρτηση με το υλικό που θα ακολουθήσει. Αφηγηματικές παρεμβάσεις όπως αυτή δεν προσφέρουν την τελική άποψη του Θουκυδίδη και (με την πιθανή εξαίρεση του Υπερβόλου) υπάρχουν ελάχιστα άτομα στην αφήγηση, των οποίων την ανάλυση θα μπορούσε κάποιος να περιορίσει σε μια λακωνική κρίση. Αυτό συμβαίνει εν μέρει, επειδή η Ιστορία είναι ένα μακροσκελές έργο, στο οποίο ο ρόλος των ατόμων εξελίσσεται διαρκώς, αλλά είναι επίσης και μια συνεχής σύγκριση της ηθογράφησης των ατόμων μεταξύ λόγου και λόγου, λόγου και πράξης, παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος, μιας σύγκρισης που είναι εγγενής στο έργο. Σε αυτόν τον κόσμο ελάχιστα είναι τα άτομα που έχουν το μονοπώλιο της αλήθειας.
Αθηναίοι ως άτομα
Στην Ιστορία οι Αθηναίοι είναι κυρίως εκείνοι που αποτελούν τα πλέον αμφιλεγόμενα άτομα και των οποίων η ηθογράφηση είναι εξαιρετικά περίπλοκη.
Αθηναίοι αποτελούν το επίκεντρο των πρώτων ετών του πολέμου - όχι, ωστόσο, με την έννοια των κυρίαρχων μορφών αλλά των εξατομικευμένων Αθηναίων πολιτών. Η εστίαση στους Αθηναίους ως άτομα κατά τα πρώτα έτη του πολέμου είναι φυσιολογική, δεδομένου ότι το επίκεντρο σε αυτό το σημείο του έργου είναι η σπαρτιατική στρατηγική της εισβολής στην Αττική, σκοπός της οποίας είναι να καταστρέψουν την προσωπική περιουσία των Αθηναίων και έτσι είτε να τους αναγκάσουν να συμβιβαστούν με την κατάσταση ή αλλιώς να τους οδηγήσουν σε μια μάχη που οι Σπαρτιάτες προσδοκούν να κερδίσουν (2.20). Και τα δυο ενδεχόμενα θα ήταν προς ζημία της πόλης ως συνόλου και η πρόκληση για τους Αθηναίους ως ‘άτομα’ είναι να υπομείνουν την απώλεια της προσωπικής περιουσίας τους (τά ἴδια) ή να αντισταθούν, προς το γενικότερο συμφέρον της πόλης, στον πειρασμό να την υπερασπιστούν. Η περιγραφή επικεντρώνεται στα βάσανα και τις απώλειες κάθε Αθηναίου (2.14-17· 2.21).
Πρόκειται για ένα είδος ‘ατόμου’ που συνήθως δεν ξεχωρίζει σε ηθογραφήσεις ατόμων στον Θουκυδίδη, ωστόσο είναι ένα σημαντικό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο της Ιστορίας. Εννοώ την απόπειρα του Θουκυδίδη (που θυμίζει τη σύγχρονη δημοσιογραφία) να μεταδώσει το συναίσθημα του πώς βίωναν τα άτομα τα γεγονότα που περιγράφει: τα πάθη την περίοδο του λοιμού (2.50-53), την αντίδραση στον χαρισματικό Αλκιβιάδη (6.15.4· 6.24), την παρακολούθηση της μεγάλης μάχης στο λιμάνι των Συρακουσών (7.71) ή πριν από την υποχώρηση από τις Συρακούσες (7.75)· και επίσης μια αίσθηση τραγωδίας, προσωπικής μοίρας, των ατόμων που τα ίδια δεν έχουν ιστορική σημασία, όπως τα θύματα στη Μυκαλησσό (7.29.5). Αυτή η ‘ατομική οπτική γωνία’ των γεγονότων αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας στοιχείο αυτής της αλληλέγγυας ‘κατανόησης’ των ανθρώπινων γεγονότων που το έργο του Θουκυδίδη αποσκοπεί να προσφέρει.
Βάσει αυτών που έχουμε ακούσει για τους Αθηναίους στο 1ο βιβλίο αυτό αποτελεί μια πρόκληση στην οποία θα περιμέναμε να ανταποκριθούν. Το ίδιο το θεμέλιο της αθηναϊκής επιτυχίας κατά των Περσών και, επομένως, η πηγή της ασφάλειας τόσο των Ελλήνων όσο και της αθηναϊκής αυτοκρατορίας ήταν η προθυμία των Αθηναίων να εγκαταλείψουν τη γη τους στα χέρια των Περσών και να συνεχίσουν τη μάχη από τα πλοία τους, έχοντας στερηθεί τις προσωπικές περιουσίες τους και, μάλιστα, ακόμα και την ίδια την πόλη τους (1.73. 4- 5). Οι Κορίνθιοι θεωρούν τα ατομικά βάσανα για χάρη της πόλης χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αθηναίων (1.70.6):
Με όλα αυτά, ενώ δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλον αυταπάρνηση όταν υπηρετούν την πολιτεία τους, διατηρούν όμως όλη την ελευθερία της σκέψης τους για να βρουν τρόπους να την ωφελήσουν.
Στον Επιτάφιο αναπτύσσεται εκτενώς η έννοια του Αθηναίου ως ατόμου. Εκεί ο δημόσιος και ο ιδιωτικός είναι συμπληρωματικοί χώροι: η πολιτική ζωή ενός Αθηναίου είναι ελεύθερη και ανοιχτή, όπως ακριβώς είναι και η πολιτική του ζωή (2.37). Η πόλη είναι εξοπλισμένη όχι μόνο για πόλεμο αλλά και για μεγαλοπρεπείς δημόσιες γιορτές και για ιδιωτική αναψυχή - τόσο η πόλη όσο και οι ιδιωτικές κατοικίες είναι ωραία στολισμένες (2.38). Κάθε άτομο διαμορφώνει τις ατομικές ικανότητές του έτσι ώστε να είναι πιο χρήσιμος στην πόλη, και το ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές υποθέσεις συμβαδίζει με την άμεση ανάμειξη στις υποθέσεις της πόλης-κράτους (2.40). Και εδώ γίνεται σύγκριση με τους Σπαρτιάτες, η απαίτηση των οποίων για άτεγκτη υποταγή της ιδιωτικής ζωής στην πόλη παράγει ένα έθνος οπλιτών-αγροτών στερούμενων φαντασία (2.39). Στην Αθήνα του θουκυδίδειου Περικλή δεν υπάρχει καμία ανάγκη για καταπίεση του ατόμου από την πόλη κατά το σπαρτιατικό πρότυπο. Ένα από τα κεντρικά θέματα του λόγου είναι ότι όλη αυτή η ατομική δραστηριότητα - ατομικός πλούτος, ιδιωτικά ενδιαφέροντα, προσωπική ευφυΐα - μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς αρνητικές συνέπειες για το καλό της πόλης.
Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια συγκροτημένη έννοια του ατόμου, μόνο που το άτομο δεν διαμορφώνεται πρωτίστως στην υπηρεσία της πόλης (‘για λογαριασμό της’, όπως το θέτουν οι Κορίνθιοι). Για τον Περικλή
η Αθήνα είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας πολίτης [καθ’ έκαστον] θα μπορούσε, με την μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά και άξια έργα να κάνει σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής (2.41.1).
Ωστόσο, αυτό το άτομο διαμορφώνεται εντός και για χάρη της πόλης, έτσι ώστε όταν πρόκειται για την ύψιστη θυσία, να είναι έτοιμο να θυσιάσει τη ζωή του στη μάχη και να μην προτιμήσει ‘πλούσιος να σωθεί και να εξακολουθήσει να χαίρεται τον πλούτο του’ (2.42.4). Ο ευγενής θάνατος του Επιταφίου είναι η ύψιστη απόδειξη ότι ο Αθηναίος ως άτομο διαμορφώνεται υποτελής στην πόλη και προς όφελος της.
Οι Αθηναίοι υπομένουν την καταστροφή της προσωπικής περιουσίας τους, αλλά μόνο ύστερα από σημαντική προσπάθεια σε ατομικό επίπεδο (2.65.2), ιδιαίτερα κατά τον λοιμό που ακολουθεί αμέσως μετά τον Επιτάφιο, όπου η χρεία και η προσωπική ανάγκη ωθούν τα άτομα να επιστρέφουν στο πιο εγωιστικό και αντικοινωνικό είδος συμπεριφοράς (2.53). Και στο τέλος στέλνουν, πράγματι, πρεσβείες στη Σπάρτη, για να συζητήσουν το θέμα της ειρήνης (2.59).
Περικλής
Το γεγονός ότι οι Αθηναίοι είναι σε θέση να αντέξουν παρουσιάζεται ως οφειλόμενο σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή του Περικλή, που είναι ο εκφραστής του οράματος της Αθήνας και της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και στο άτομο. Είναι, επίσης, εκείνος που κάνει τους Αθηναίους να αντιληφθούν ότι δεν πρέπει να αφήσουν την πόλη να αποτελέσει όμηρο των περιουσιακών τους στοιχείων:
Αφού, λοιπόν, η πολιτεία μπορεί ν’ αντέξει στις δυστυχίες των πολιτών της, ενώ οι πολίτες [εις έκαστον] δεν μπορούν ν’ αντέξουν στην δυστυχία της πολιτείας, πώς είναι δυνατόν να μην την βοηθήσουμε, αλλά να κάνουμε ό, τι σεις τώρα κάνετε; Τσακισμένοι απ’ τις προσωπικές συμφορές, παραμελείτε το έργο της κοινής σωτηρίας (2.60.4).
Η χειρονομία του Περικλή να μετατρέψει τα ιδιωτικά κτήματά του σε ‘δημόσια’ (2.13.1) συνοψίζει αυτές τις αρχές αφού υπογραμμίζει τόσο την προθυμία του να θυσιάσει την προσωπική περιουσία του για το κοινό καλό (σκάφτεται, ή προσποιείται ότι σκέφτεται, ακόμα και να ενθαρρύνει τους Αθηναίους να καταστρέψουν οι ίδιοι την περιουσία τους —1.143.5) όσο και την υπαγωγή των ιδιωτικών συμφερόντων (τη φιλία του με τον Αρχίδαμο) στο δημόσιο συμφέρον. Ο Περικλής εκπίπτει του αξιώματος του και του επιβάλλεται πρόστιμο, και το γεγονός αυτό μνημονεύεται ρητά (2.65.3), αλλά με μια συστηματική αποσιώπηση όλων των λεπτομερειών αυτής της αντίδρασης και, προπάντων, με την άρνηση φωνής και εστίασης στους άλλους (εκτός από τους ίδιους τους Αθηναίους). Ο Θουκυδίδης δημιουργεί την εικόνα ενός ηγέτη που αίρεται όχι απλώς πάνω από τα προσωπικά συμφέροντα αλλά ακόμα και από τις προσωπικές φιλονικίες. Και πάνω από τις προσωπικές ή βιογραφικές λεπτομέρειες, επίσης - λίγα μαθαίνουμε για το πώς ήταν ο Περικλής ως άνθρωπος - ακόμα και ο θάνατός του δεν μνημονεύεται ευθέως. Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε, αυτός είναι ο λόγος.
Μετά τον θάνατό του τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι Αθηναίοι:
έκαναν ακριβώς τα αντίθετα. Και σε ζητήματα φαινομενικά άσχετα με την διεξαγωγή του πολέμου, πολιτεύτηκαν κατά τρόπο βλαβερό και για την πολιτεία και για τους συμμάχους τους και τούτο από προσωπικές φιλοδοξίες [ἰδίας φιλοτιμίας] ή ιδιοτέλεια [ἴδια κέρδη]. Τα όσα αναλάμβαναν, αν πετύχαιναν, προσπόριζαν όφελος και τιμές σε άτομα [ἰδιώταις], αν όμως αποτύχαιναν, έβλαπταν την Αθήνα και την διεξαγωγή του πολέμου (2.65.7).
Αξιοσημείωτη είναι η βαθμιαία μετατόπιση του υποκειμένου σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο, που αρχικά αναφέρεται στους Αθηναίους γενικά και στη συνέχεια στους Αθηναίους ηγέτες. Ηγέτες και πολίτες είναι συνεργοί σε μια καταστροφική πρόκριση του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου, του ατομικού έναντι του κοινού καλού, του αντίθετου από ό, τι είχε υποστηρίξει ο Περικλής και αντιπροσώπευε ο ίδιος στον πολιτικό βίο του. Αντίθετα από τον Περικλή, παρουσιάζεται να υπερβαίνει τις προσωπικές φιλονικίες, οι διάδοχοί του, λιγότερο ισχυροί πολιτικά, ήταν υποχρεωμένοι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον για τα πρωτεία κάνοντας έτσι πολλά σφάλματα, συμπεριλαμβανομένης της Σικελικής εκστρατείας. Ένας τέτοιου είδους πολιτικός ανταγωνισμός συνέβαλε τελικά στην αποτυχία της εκστρατείας:
καθένας τους έχοντας τη φιλοδοξία να επικρατήσει εκείνος, κολάκευε το πλήθος [ἡδονάς τῷ δήμῳ] ... Καταγίνονταν, κυρίως, στο να διαβάλλουν ο ένας τον άλλον [ἰδίας διαβολάς] για να επικρατήσουν εσωτερικά κι έτσι έγιναν αιτία να εξασθενήσει το εκστρατευτικό σώμα και να φανούν, για πρώτη φορά, εσωτερικές διχόνοιες (2.65.11).
Το χωρίο αυτό απομακρύνεται από τις γενικόλογες αιτιολογικές δομές του 1ου βιβλίου, αλλά αυτό είναι ίσως αναμενόμενο. Οι μεγαλύτερης κλίμακας αιτιώδεις δομές με τις οποίες αρχίζει η Ιστορία αντικαθίστανται από πιο συγκεκριμένα, ‘ατομικά’ νήματα, καθώς το έργο προχωρά και καθώς η προσοχή μετατοπίζεται στην κατάρρευση των συστημάτων με βάση ‘ατομικιστικές’ γραμμές (π.χ. ο λοιμός στην Αθήνα ή η κερκυραϊκή στάσις). Αυτά τα πιο συγκεκριμένα νήματα δεν αναιρούν τα ευρύτερα. Μάλιστα, ένα πειστικό σύστημα αιτιολόγησης στην ιστοριογραφία πρέπει να προσφέρει μια εξήγηση τόσο σε ευρύτερο όσο και σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο.
Ωστόσο, μια εξέλιξη αυτού του είδους φαίνεται να απαιτείται από τον τρόπο με τον οποίο έχει αναπτυχθεί η αναζήτηση των ιστορικών αιτίων μέχρι στιγμής. Αν τα χρήματα είναι η πηγή της ισχύος και οι Αθηναίοι ως άτομα είναι πολύ περισσότερο δραστήριοι, παράτολμοι και καλά εξοπλισμένοι από ό, τι οι Σπαρτιάτες, χρειαζόμαστε ένα αιτιώδες νήμα ικανό να εξηγήσει γιατί η Αθήνα έχασε τον πόλεμο και τώρα (τη στιγμή που οι Αθηναίοι, αντίθετα προς τις προσδοκίες που έτρεφαν κατά την έναρξη του πολέμου, εκλιπαρούν για ειρήνη εξαιτίας των προσωπικών συμφορών τους) είναι η κατάλληλη στιγμή, για να προστεθεί.
Λόγω της Σικελικής εκστρατείας, το γεγονός ότι αυτό το νήμα θεμελιώνεται στα ‘σφάλματα των Αθηναίων’ ίσως δεν εκπλήσσει. Πιο πολύ, ίσως, εκπλήσσει ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζουν εδώ οι Αθηναίοι ως άτομα, ο αθηναϊκός ατομικισμός (το ιδιαίτερο είδος ‘εγωιστικής ατομικότητας’ που σκιαγραφείται στο 2.65). Αλλά και αυτό επίσης προβάλλει με φυσιολογικό τρόπο στο πρώτο μισό του 2ου βιβλίου, όπου ο επιθετικός ‘ιδιωτικός’ ατομικισμός των Αθηναίων παραμένει απλώς υπό έλεγχο —διοχετευμένος προς μία πολιτική κατεύθυνση - από τις ενέργειες και τη ρητορική ενός ατόμου που είχε, κατ’ εξαίρεση, θέσει εαυτόν υπεράνω του προσωπικού και του ιδιωτικού. Υπάρχει μια συμμετρία εδώ - η αδυναμία των Αθηναίων αποδεικνύεται ότι ήταν μια όψη αυτού που έχει απεικονιστεί μέχρι τώρα ως η μεγαλύτερη δύναμή τους. Αργότερα, θα δούμε αυτά τα νήματα να εκτυλίσσονται, και συγκεκριμένα στην πολιτική ανευθυνότητα που επιδεικνύουν οι Αθηναίοι ηγέτες, όταν προτείνουν την εκστρατεία (ή ακόμα και όταν, στην περίπτωση του Νικία, αντιτίθενται σε αυτήν), και όταν οι Αθηναίοι σαν άτομα ακολουθούν την πρόταση αυτή - η εκστρατεία είναι μια αποτυχία που διευθύνεται από τους ηγέτες και που φτάνει στο αποκορύφωμά της με την ανάκληση του βασικού ηγέτη της εκστρατείας, με αποτέλεσμα η εξουσία να μείνει στα χέρια ενός ατόμου που εξαρχής δεν ήθελε να ηγηθεί αυτής της επιχείρησης.
Το γεγονός αυτό επιτρέπει, επίσης, να εξηγήσουμε γιατί οι Αθηναίοι μάλλον παρά οι Σπαρτιάτες ως άτομα, και οι αθηναϊκές μάλλον παρά οι σπαρτιατικές εσωτερικές διαμάχες, τονίζονται τόσο πολύ στο έργο και, επιπλέον (κάτι που ανάγεται στη θεωρία του Westlake), γιατί λέγονται τόσο πολλά σχετικά με τα άτομα και τις διαμάχες στο τελευταίο ‘μισό’ του έργου. Μολονότι η τάση μπορεί να αναχθεί στην περίοδο μετά τον θάνατο του Περικλή, στη συζήτηση για την Πύλο και τη Μυτιλήνη (και αυτές επίσης απεικονίζουν ‘εγωιστική’ συμπεριφορά στην αθηναϊκή πολιτική ζωή), είναι έκδηλη στον ύψιστο βαθμό στην περιγραφή της Σικελικής εκστρατείας.
5ο βιβλίο
Τρόποι ερμηνείας που επικεντρώνονται στα άτομα αποτελούν επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα και του 5ου βιβλίου, ιδίως στην εκτενή περιγραφή (5.16.1) του ρόλου που διαδραμάτισαν τα άτομα και τα προσωπικά τους κίνητρα στη σύναψη της ειρήνης - η απομάκρυνση του Βρασίδα και του Κλέωνα, που είχαν προσωπική εμπλοκή στον πόλεμο, και η επιρροή του Νικία και του Πλειστοάνακτα στην προώθηση της ειρήνης (που συζητείται παρακάτω). Ενώ στην εξιστόρηση των απαρχών του πολέμου τα γενικά αίτια προτιμήθηκαν ρητά έναντι αυτών που υποστήριζαν τα άτομα την εποχή εκείνη (ή μάλλον αυτά που έγι- ναν και λέχθηκαν αντανακλούσαν απλώς αυτά τα γενικά αίτια), το τέλος του πολέμου αποδίδεται, σε αυτό το χωρίο, σε άτομα. Ασφαλώς, όμως, η Ειρήνη του Νικία δεν αποτελεί το τέλος του πολέμου - αυτό είναι το επιχείρημα του Θουκυδίδη (5.26), και ακριβώς το βαθύτερο αίτιο - ο φόβος των Σπαρτιατών για την αθηναϊκή δύναμη (όπως οι φόβοι για αθηναϊκή κυριαρχία στη Σικελία και την Ιταλία, που προκαλεί ο Αλκιβιάδης με τον λόγο του στη Σπάρτη) - είναι αυτό που θα αναζωπυρώσει τον πόλεμο.
Ο σημαντικός ρόλος που αποδίδεται στα άτομα στο χωρίο 5.16 φαντάζει ασυνήθιστος, αλλά είναι χαρακτηριστικός της τάσης των ατόμων να καθορίζουν την αφήγηση σε ολόκληρο το 5ο βιβλίο μέσω προσωπικών μηχανορραφιών που πραγματοποιούσαν για προσωπικούς λόγους, συχνά χωρίς τη συγκατάθεση των πόλεών τους. Το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα, από την αθηναϊκή πλευρά, είναι ο Αλκιβιάδης- η περιγραφή (5.43) των προσωπικών κινήτρων του όταν προωθεί την ιδέα της συμμαχίας με τους Αργείους ανακαλεί στη μνήμη εκείνη των προσωπικών κινήτρων των ηγετών στο 5.16 αλλά επίσης, π.χ., τη συμπεριφορά των εφόρων Κλεόβουλου και Ξενάρη. Και εκείνοι, όπως ο Αλκιβιάδης, αλλάζουν την πολιτική της πόλης για ίδιους σκοπούς μέσω ιδιωτικών μηχανορραφιών (536). Και ο Άγης, επίσης, μαζί με τους Αργείους Θράσυλλο και Αλκίφρονα, συνομολόγησε ανακωχή χωρίς την έγκριση της πόλης κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Μαντίνεια (5.59.4-5.60.6). Αν ούτε αυτή η συμφωνία ούτε η ίδια η Ειρήνη του Νικία δεν άντεξαν, αυτό οφείλεται ίσως στο ότι η πολιτική μιας πόλης που βασίζεται στα προσωρινά ατομικά κίνητρα αυτών που διαθέτουν επιρροή είναι εγγενώς ασταθής —η ατομική αιτιότητα δεν αποτελεί τη βαθύτερη αιτιότητα.
Νικίας
Η αιτία που ο Νικίας επεδίωξε την ειρήνη που φέρει το όνομά του είναι ότι:
...επιθυμούσε την ειρήνη επειδή ήθελε να στερεώσει τη θέση του όσο δεν είχε ακόμα πάθει κανένα ατύχημα και είχε την γενική εκτίμηση. Για το άμεσο μέλλον επιθυμούσε κι ο ίδιος ν’ απαλλαγεί και ν’ απαλλάξει τους συμπολίτες του από τα δεινά του πολέμου και για το απώτερο μέλλον ήθελε ν’ αφήσει όνομα ανθρώπου που ποτέ στην δημόσια ζωή του δεν είχε γίνει αιτία να πάθει κάτι η πολιτεία. Θεωρούσε ότι ο καλύτερος τρόπος να το επιτύχει αυτό κανείς είναι ν’ αποφύγει τους κινδύνους και να εμπιστεύεται όσο μπορεί λιγότερο στη τύχη και ότι ο καλύτερος τρόπος να προφυλάγεται από τους κινδύνους είναι η ειρήνη (5.16.1).
Ελάχιστα ‘αθηναϊκό’ ήθος, αν λάβει κανείς υπόψη τους πόνους που οι Αθηναίοι επωμίστηκαν με τόση προθυμία, προκειμένου να οικοδομήσουν την αυτοκρατορία τους (1.70.8-9- 2.36.2· 2.63.1) και τη μη αθηναϊκή απέχθεια για τους κινδύνους. Επίσης, δεν είναι το είδος της νοοτροπίας που απαιτείται από τον δημόσιο άνδρα σύμφωνα με τα όσα δηλώνει ο Περικλής, δεδομένου ότι, μολονότι νοιάζεται για τους πολίτες, ο Νικίας αγωνιά πρωτίστως για τη δική του φήμη και καλή τύχη - πρόκειται λοιπόν για ‘ίδιους’ σκοπούς, από τους οποίους ασφαλώς λείπει η ευρύτητα του οράματος του Περικλή για την Αθήνα. Κυρίως όμως το χωρίο είναι γεμάτο ειρωνεία, αφού γνωρίζουμε την τελική μοίρα του Νικία.
Αυτό θα ήταν ήδη αρκετό, για να αποδειχθεί ότι ο Νικίας ήταν ο λάθος ηγέτης για τη Σικελική εκστρατεία, αυτή την υπερβολική επίδειξη της αθηναϊκής τόλμης. Στην ίδια τη συζήτηση για τη Σικελία η αντίθεση του Νικία στην εκστρατεία βασίζεται στην αντίληψη ότι είναι σωστό για ένα άτομο να φροντίζει τον εαυτό του και την περιουσία του (6.9.2). Μολονότι είναι λιγότερο επιδεικτικός από τον Αλκιβιάδη, ο ιδιωτικός βίος του Νικία (με την έννοια της ευτυχίας που καθορίζει την πολιτική συμπεριφορά του) παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Επίσης, είναι ανίκανος να μεταδώσει το επιφυλακτικό μήνυμά του στο διψασμένο για περιπέτεια αθηναϊκό ακροατήριό του και, επιπλέον, το αναγνωρίζει ρητά στον λόγο του (6.9.3). Αυτή η μοιρολατρική αποδοχή του αξιώματος του στρατηγού ενός δύσκολου να κυβερνηθεί λαού τον παρασύρει στο να αυξήσει τους κινδύνους για την πόλη επιμένοντας για ενίσχυση του εκστρατευτικού σώματος - μια ανεύθυνη πράξη παρόμοια με εκείνη που έχουμε ήδη διαπιστώσει με την παραχώρηση εκ μέρους του της αρχηγίας στον Κλέωνα κατά τη συζήτηση για την Πύλο. Η ικανότητα ενός ανθρώπου που είναι κατ’ αρχήν αντίθετος στον κίνδυνο να θέτει επανειλημμένα σε κίνδυνο την πόλη του, επειδή εκτιμά εσφαλμένα τη συμπεριφορά των συμπολιτών του και επίσης και λόγω της δικής του πολιτικής ανευθυνότητας, είναι ένα μοτίβο που θα δούμε να επαναλαμβάνεται· η πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι όταν αρνείται να αποχωρήσει από τη Σικελία με το εκστρατευτικό σώμα μετά την αποτυχία της επίθεσης στις Επιπολές, επειδή φοβάται τους Αθηναίους και αισθάνεται ανίκανος να τους πείσει (7.47.4· πρβλ. 7.14).
Ο πολιτικός χαρακτήρας του Νικία έχει ελαττώματα και τα ελαττώματα του εντοπίζονται με βάση τα κριτήρια του χωρίου 2.65, δεδομένου ότι, στην έσχατη ανάγκη, θέτει το προσωπικό υπεράνω του κοινού συμφέροντος – ακόμα και αν αυτό δεν είναι ακριβώς το είδος της αποτυχίας ως προς τις ηγετικές ικανότητες που θα περιμέναμε με βάση το εν λόγω χωρίο. Είναι επίσης ‘χαρακτηριστικά’ ελαττώματα - το πορτρέτο του Νικία είναι εξατομικευμένο. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ότι τα γνωρίσματα που επιδεικνύει είναι - αντίθετα με τα αντιπροσωπευτικά γνωρίσματα του Περικλή (πατριωτισμός, αδέκαστος χαρακτήρας) - προσωπικές αρετές. Αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί ο Νικίας αντιτάχθηκε στην εκστρατεία, γιατί η στρατηγία του ήταν (τουλάχιστον από μερικές απόψεις) ανεπαρκής και γιατί απέτυχε να οδηγήσει πίσω εγκαίρως το εκστρατευτικό σώμα (και εδώ έχουμε άλλο ένα προσωπικό γνώρισμα, τη δεισιδαιμονία του, που είναι επίσης αποφασιστικής σημασίας, 7.50.4) και, έτσι, γιατί η εκστρατεία απέτυχε συνολικά και οι Αθηναίοι έχασαν τον πόλεμο, πρέπει να γνωρίζουμε όλα αυτά. Ο Νικίας επιδεικνύει μια εξασθένιση του προικισμένου πολιτικά παραδείγματος του Περικλή. Η εξατομίκευση που μπορούμε να διακρίνουμε στην ηθογράφησή του αποτελεί από μόνη της ένα σημάδι της αθέμιτης εισβολής του προσωπικού στην πολιτική σφαίρα.
Ωστόσο, ο Νικίας (που δεν επικρίνεται ποτέ ρητά στην αφήγηση παρά μόνο στην ανάλυση της στρατηγικής του στο χωρίο 7.42) έχει κατά βάση δίκιο όσον αφορά την Σικελική εκστρατεία στο 6ο βιβλίο και παρουσιάζεται γενικά ως ένας ικανός στρατιωτικός ηγέτης (αν και ακατάλληλος γι’ αυτό το εγχείρημα). Μέχρι το τέλος του 7ου βιβλίου η κόπωση του Νικία από τη διοίκηση και το γεγονός ότι δεν κατανοεί τον χαρακτήρα αυτών που διοικεί (και τα δύο ενισχύονται από εκτενή εστίαση μέσα από τη ματιά του Αθηναίου πολιτικού - προπάντων μέσω της απόδοσης σε ευθύ λόγο της επιστολής του, 7.8-16) μεταβάλλονται ανεπαίσθητα από ανάλυση της αποτυχίας της εκστρατείας σε ανάλυση ενός είδους τραγικού ρόλου για τον Νικία. Από παθητικός αντίπαλος της εκστρατείας, το αγκάθι στο πλευρό της, γίνεται ο αληθινός ηγέτης της και το σύμβολο της τραγικής αποτυχίας της. Στο τέλος, η ανικανότητά του να βρει οποιαδήποτε πρωτότυπη ρητορική (7.69.2) ή οποιεσδήποτε ιδέες στρατηγικής δεν έχει πλέον σημασία. Καθώς προετοιμάζεται να υποχωρήσει με τους Αθηναίους από τις Συρακούσες, έχοντας χάσει την προηγούμενη εὐτυχίαν του (7.77.2), είναι σε θέση επιτέλους να κατανοήσει με τον λόγο του τους Αθηναίους και να συμπάσχει με αυτούς (η αφοσίωσή του σ’ αυτούς είναι στο τέλος εμφανής). Η ατομική τραγωδία του γίνεται εμβληματική της τραγωδίας των πολλών Αθηναίων της εκστρατείας, η ιστορία των οποίων δεν μπορεί να εξιστορηθεί. Η αναφορά στην εὐτυχίαν ασφαλώς παραπέμπει στο χωρίο 5.16 και το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η μεταμόρφωση του Νικία σε τραγική μορφή είχε προοικονομηθεί από την αρχή. Όσα δηλώνει, ο ίδιος σχετικά με την προσωπική επιδίωξη της αρετής (7.77.2) επιβεβαιώνονται από τον αφηγητή κατά τον θάνατό του (7.86.5). Αν η προσωπική αρετή αποτελεί χάρισμα του Νικία που δεν έχει μνημονευθεί μέχρι στιγμής, αυτό οφείλεται στο ότι δεν ήταν επίκαιρη έως τώρα. Ένα όχι ιδιαιτέρως χρήσιμο χάρισμα, όταν πρόκειται για την εκφώνηση πειστικών λόγων ή για την οργάνωση στρατιωτικών εκστρατειών, η ‘συμβατική’ προσωπική αρετή του Νικία γίνεται επίκαιρη στο πλαίσιο του δικού του τραγικού τέλους και του εξίσου τραγικού τέλους της εκστρατείας. Όπως οι λόγοι που περιέχουν μόνο κοινοτοπίες, έτσι και η προσωπική αρετή του Νικία είναι ίσως κάτι που μπορεί κάποιος να φανταστεί να μνημονεύεται στην Ιστορία μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας τραγικής περιγραφής. Από την άποψη της φήμης του, η τελική περιγραφή της αρετής του μπορεί επίσης να είναι σημαντική υπό το φως του πλήγματος που δέχθηκε, όπως φαίνεται, η φήμη του μετά την καταστροφή.
Ο Νικίας, λοιπόν, αποτελεί έως ένα σημείο εξαίρεση των κανόνων (αποφυγή προσωπικών λεπτομερειών, προσωπικής ιστορίας και ‘τραγικής’ ηθογράφησης) που πρότεινα στην αρχή όσον αφορά την απεικόνιση των ατόμων από τον Θουκυδίδη.
Αλκιβιάδης
Όπως συμβαίνει με τον Νικία, έτσι και η πολίτικη του Αλκιβιάδη σε σχέση με τη Νικίειο Ειρήνη προσδιορίζεται από προσωπικά κίνητρα (5.43) - από προσωπική δυσαρέσκεια, επειδή περιφρονήθηκε από τους Σπαρτιάτες (μολονότι ο αφηγητής φροντίζει να επισημάνει ότι όντως πίστευε πως η συμμαχία με το Άργος ήταν η καλύτερη πολιτική για την Αθήνα). Στη συζήτηση για τη Σικελία (6.15) το κίνητρό του για την υποστήριξη της εκστρατείας είναι (αντίθετα με τον Νικία) να ενισχύσει μάλλον παρά να διατηρήσει τη φήμη του, αλλά, ακόμα χειρότερα, απορρέει επίσης από την προσωπική του αντιπαλότητα με τον Νικία και από την επιθυμία να βελτιώσει τα οικονομικά του που βρίσκονται σε δεινή κατάσταση μετά τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 416. Αυτή είναι μια κατηγορία που διατυπώνει ο Νικίας (6.12.1), αλλά που επιβεβαιώνεται και από τον αφηγητή, ο οποίος προσθέτει:
Η διαγωγή του αυτή [οι υπερβολικές επιθυμίες και δαπάνες του Αλκιβιάδη] έγινε, αργότερα, αιτία μιας από τις κυριότερες καταστροφές της Αθήνας, γιατί το πλήθος του λαού φοβήθηκε την περιφρόνηση που έδειχνε για τους νόμους στην ιδιωτική του ζωή, καθώς και την παρατολμία που έδειχνε σε όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Νόμισαν ότι επιδίωξή του ήταν να γίνει τύραννος και έγιναν εχθροί του. Έτσι, αν και στο δημόσιο λειτούργημά του (δημοσία) ήταν άριστος για τα πολεμικά ζητήματα, όμως ο καθένας τον μισούσε για την ιδιωτική του ζωή κι έτσι δεν άργησαν να οδηγήσουν την πολιτεία στην καταστροφή, γιατί εμπιστεύτηκαν σε άλλους την εξουσία (6.15.3-5).
Αυτή η εντυπωσιακή κρίση για την οικονομική κατάσταση του Αλκιβιάδη, τον τρόπο ζωής και την προσωπική ηθική του ως ένα από τα αίτια της ήττας της Αθήνας (είτε πρόκειται για τη Σικελική καταστροφή ή για τους Αιγός Ποταμούς ή και για τα δύο - άλλωστε, οι Αθηναίοι πράγματι καθαίρεσαν τον Αλκιβιάδη δυο φορές από τη στρατηγία) μεταφέρει την ανάλυση της ήττας με τους όρους των ‘ιδιωτικών’ ελαττωμάτων του χωρίου 2.65 σε νέο επίπεδο. Η ιδιωτική σφαίρα, το άτομο, χρεώνεται μια άμεση αιτιώδη σημασία. Σε αυτό το χωρίο, όπως και στο 2.65, η γραμματική τονίζει τον επιμερισμό της ευθύνης για την καταστροφή ανάμεσα στον ηγέτη και στους πολίτες. Ασφαλώς, τα ελαττώματα στην ιδιωτική ζωή του Αλκιβιάδη είναι αυτά που αποτελούν το υποκείμενο του καθεῖλεν τήν πόλιν (‘προκάλεσαν την καταστροφή της πόλης’), αλλά στην επόμενη πρόταση η ευθύνη για την πρόκληση της καταστροφής επιρρίπτεται στην καθαίρεσή του από τους Αθηναίους (το υποκείμενο του ἔσφηλαν τήν πόλιν). Μάλιστα, στην αφήγηση που ακολουθεί ο υπερβολικός φόβος των Αθηναίων για την εγκαθίδρυση τυραννίδας παρουσιάζεται να οδηγεί στο κυνήγι των μαγισσών στην υπόθεση των αγαλμάτων του Ερμή και των Ελευσίνιων Μυστηρίων και στην ανάκληση του Αλκιβιάδη (6.53) - μια παρανοϊκή συμπεριφορά που χρειάζεται να εξηγηθεί με μια παρέκβαση (6.54-59) για την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών (στην οποία αποκαλύπτεται ότι η τυραννίδα ήταν μετριοπαθής και ότι η δολοφονία του Ιππία ήταν το αποτέλεσμα προσωπικής αντεκδίκησης). Η παρανοϊκή συμπεριφορά είχε ασφαλώς οξυνθεί από τους αντιπάλους του Αλκιβιάδη, που επεδίωκαν να αποσπάσουν βίαια την ηγεσία του δήμου από αυτόν, αλλά ο τρόπος ζωής του Αλκιβιάδη και η αντιδημοκρατική παρανομία του προσέδωσαν αξιοπιστία στις κατηγορίες (6.28-29· 6.61.1).
Επιπλέον, ο Αλκιβιάδης δικαιολογεί τις υπερβολές στον τρόπο ζωής του με μια περιγραφή του ρόλου του ατόμου εντός της πόλης (6.16) που αμφισβητεί το όραμα του Επιτάφιου Λόγου του Περικλή. Η δραστηριότητα του Αλκιβιάδη ως ατόμου είναι σαφές ότι υπηρετεί το προσωπικό του συμφέρον, με το πλεονέκτημα υπέρ της πόλης να θεωρείται ευπρόσδεκτη παρενέργεια (6.16.2). Στην περιγραφή του Αλκιβιάδη για τον εαυτό του, στην οποία παρουσιάζεται ως ‘σπουδαίο’ άτομο στην πόλη, η ενσωμάτωση της ατομικής προσπάθειας στην πόλη, που χαρακτήριζε το άτομο κατά τον Περικλή, έχει χαθεί και έχει αντικατασταθεί από τον ατομικισμό και τον εγωισμό. Ο τρόπος με τον οποίο η ατομικιστική συμπεριφορά των Αθηναίων μπορεί μάλλον να βλάψει παρά να ωφελήσει την πόλη και ο οποίος αποσιωπάται στον Επιτάφιο είναι προφανής εδώ.
Ο εγωιστικός ατομικισμός του Αλκιβιάδη και ο κυρίαρχος ρόλος που διαδραματίζουν οι ιδιωτικοί τρόποι συμπεριφοράς στη δημόσια σταδιοδρομία του ήταν επιβλαβείς για την αθηναϊκή δημόσια ζωή από δύο απόψεις. Από τη μία, η άμετρη προσωπική φιλοδοξία και οι υπερβολικές ιδιωτικές δαπάνες του ήταν εξαρχής αποφασιστικής σημασίας κίνητρα για την ανάληψη της ριψοκίνδυνης εκστρατείας. Από την άλλη, αυτές οι ιδιωτικές υπερβολές οδήγησαν σε φόβους για τα απώτερα σχέδιά του, που με τη σειρά τους οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από την ηγεσία της. Έχουμε ήδη δει πόσο αποφασιστικά υπονόμευσε αυτό το γεγονός την εκστρατεία, καθώς οδήγησε στην προδοσία του Αλκιβιάδη και στην παροχή εκ μέρους τους κρίσιμων συμβουλών προς τους Σπαρτιάτες, ενώ ταυτόχρονα άφησε τον ακατάλληλο και απρόθυμο Νικία μοναδικό επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Όπως στην περίπτωση του Νικία (αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο, καθώς ο Αλκιβιάδης είναι ιδιαίτερα επιδέξιος στο να προβάλλει το όραμα των Αθηναίων για τους εαυτούς τους), είναι σαφής ο κλονισμός της σχέσης ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες - μάλιστα, ένα είδος πολέμου ξεσπά ανάμεσα στον Αλκιβιάδη και τους Αθηναίους.
Οι ιδιωτικής φύσεως λεπτομέρειες που εισάγονται στην περίπτωση του Αλκιβιάδη αποτελούν εξαίρεση - όχι απλώς λεπτομέρειες σχετικά με τις προσωπικές δαπάνες του αλλά επίσης και για τη σεξουαλική ζωή του, και, όπως γίνεται και με τον Νικία, με τον τρόπο αυτόν αναδύεται μια αίσθηση του προσωπικού χαρακτήρα του - φιλόδοξος, ματαιόδοξος, εγωκεντρικός, απρόθυμος να δεσμευτεί για οποιονδήποτε σκοπό εκτός από τον δικό του. Αυτά τα εξατομικευμένα γνωρίσματα υπονομεύουν την πολιτική απόδοση - όπως το θέτει ο Pelling, η εξατομίκευση της εικόνας του Αλκιβιάδη είναι στενά συνδεδεμένη με τον ‘ατομικισμό’ του. Η εισβολή της ‘ιδιωτικής’ προσωπικότητας στις δημόσιες υποθέσεις εκλαμβάνεται ως ανεπιθύμητη ή ατυχής.
Με τη στενή έννοια ότι αναζητεί αιτίες για γεγονότα στην καλύτερη ή χειρότερη συμπεριφορά ανθρώπων, αυτό αποτελεί ένα ‘ηθικό’ κριτήριο αξιολόγησης (ηθικό με έναν τρόπο με τον οποίο ένα αιτιώδες σχήμα όπως η ἀληθεστάτη πρόφασις δεν είναι), αλλά αν απλώς λάβουμε υπόψη την επιφυλακτικότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η παρανομία του Αλκιβιάδη (ή, εν προκειμένω, η άρετή του Νικία), θα αντιληφθούμε πόσο στενή είναι αυτή η έννοια. Ο Αλκιβιάδης δεν αποτελεί αντικείμενο ηθικής καταδίκης. Η αποτυχία είναι πάνω από όλα πολιτική.
Η καθαίρεση, ή μάλλον οι καθαιρέσεις, του Αλκιβιάδη είναι ιδιαίτερα σημαντικές, διότι ο Αθηναίος πολιτικός παρουσιάζεται ως ένα άτομο με αληθινές δυνατότητες, ακόμα και αν στην υπόλοιπη αφήγηση της Ιστορίας έχει την ευκαιρία να επιδείξει τις ικανότητές του μόνο μέσω αυτοπαρουσίασης, δολοπλοκιών και ρητορικών τακτικών. Το θέμα (πιθανότατα - με την Ιστορία να τελειώνει το 411 είμαστε υποχρεωμένοι να καταφύγουμε σε εικασίες) του χωρίου 6.15 δεν είναι απλώς ότι η εκστρατεία ζημιώθηκε από την απομάκρυνση του εισηγητή της και από την αντικατάστασή του από τον απρόθυμο Νικία, αλλά επίσης (εν μέρει τουλάχιστον) ότι αποδυναμώθηκε λόγω της απουσίας των χαρισμάτων του Αλκιβιάδη.
Οι Σπαρτιάτες ως άτομα
Δεδομένου ότι, για τους λόγους που έχω εκθέσει παραπάνω, όταν πρόκειται για τις αιτίες για την έκβαση του πολέμου, ‘η πολιτική της Αθήνας αρκεί ως εξήγηση’, αφιερώνεται σαφώς λιγότερη προσοχή στους Σπαρτιάτες ή στη σπαρτιατική εσωτερική πολιτική στην Ιστορία.
Αν ελάχιστοι Σπαρτιάτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, αυτό οφείλεται εν μέρει στις πλευρές του σπαρτιατικού εθνικού χαρακτήρα που θίγονται λεπτομερώς στο 1ο βιβλίο και επιβεβαιώνονται στην αφήγηση: επιφυλακτική βραδύτητα, αντίδραση μάλλον παρά πρόληψη, μια πολιτική δηλαδή που διαρκώς βασίζεται στους άλλους. Στα άτομα η σπαρτιατική πολιτική καλλιεργεί τον κομφορμισμό και την υπακοή (πρβλ. 2.39.2). Βέβαια, παράγει επίσης την ἀνδρείαν που αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη του Σπαρτιάτη ως ατόμου και η σπαρτιατική έλλειψη ‘ατομικότητας’ είναι επίσης μια πηγή πολιτικής και τακτικής σταθερότητας που τόσο λείπει από τους Αθηναίους (πρβλ. 8.24.4).
Το απαρχαιωμένο σύστημα της Σπάρτης, όπως το παρουσιάζουν οι Αθηναίοι στο Ιο βιβλίο, είναι ασυμβίβαστο με τα ήθη των άλλων και οι Σπαρτιάτες που φεύγουν από την πόλη, όπως λ.χ. ο Παυσανίας, ‘δεν υπακούουν ούτε στους νόμους της Σπάρτης ούτε στους νόμους των άλλων’ (1.77.7). Η συμπεριφορά που αναμένεται από τους Σπαρτιάτες είναι είτε ένας αναποτελεσματικός κομφορμισμός είτε ένας καταστροφικός ατομικισμός που παραβιάζει τους νόμους· τουλάχιστον αυτό συνάγεται από το 1ο βιβλίο. Η πρόκληση που ορθώνεται ενώπιον των Σπαρτιατών - να επινοήσουν έναν τρόπο διεξαγωγής πολέμου εναντίον μιας πόλης που είναι εντελώς διαφορετική ως προς τον χαρακτήρα και πολύ πιο προηγμένη από τους ίδιους (1.71.1· 1.80-81) - είναι επίσης μια πρόκληση παραγωγής ηγετών ικανών να συγκριθούν με τους Αθηναίους σε τόλμη και, ειδικότερα, ικανών να επιδείξουν το χάρισμα και την πειστικότητα που απαιτούνται, προκειμένου να επισπευσθεί η ‘απελευθέρωση’ των συμμάχων της Αθήνας. Θα χρειαστεί ένα ‘αθηναϊκό’ είδος χαρακτήρα, για να ηττηθούν οι Αθηναίοι, και αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο, παραδόξως, ο Αλκιβιάδης είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς Σπαρτιάτες ηγέτες στην Ιστορία.
Καθώς η Ιστορία προχωρεί, έχουμε άφθονες αποδείξεις για το καθόλου ριψοκίνδυνο και στερούμενο φαντασίας σπαρτιατικό άτομο· παράδειγμα αποτελούν οι ναύαρχοι - ο Κνήμος και ο Αλκίδας και, αργότερα, ο Αστύοχος, με τις αποτυχίες όλων τους να προκαλούν τον διορισμό ‘συμβούλων’ για την υποστήριξή τους. Δεν αποτυγχάνουν απλώς στον τομέα της στρατηγικής αλλά επίσης και στον πόλεμο προπαγάνδας - ο Αλκίδας θανατώνει τους Αθηναίους συμμάχους που συλλαμβάνει (3.32.1-2). Αυτό το γεγονός καθιστά τον Βρασίδα μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή περίπτωση Σπαρτιάτη ηγέτη, μια μορφή που δεν είναι απλώς δραστήρια, ικανή για ανεξάρτητη δράση αποφασιστικής σημασίας (4.81.1), αλλά και ευαίσθητη με έναν μη σπαρτιατικό τρόπο, όταν πρόκειται για τη χρησιμοποίηση πειθούς αντί δύναμης (4.81.2· 4.84.2). Η σημασία του ως ατόμου υπογραμμίζεται από τον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση της δράσης του οργανώνεται ενσυνείδητα γύρω από έναν αριθμό ‘αποφασιστικών παρεμβάσεων’ και άλλων υποβλητικών χωρίων στα πρώτα βιβλία - οι γρήγορες ενέργειές του, προκειμένου να σώσει τη Μεθώνη (2.25.2), οι σύντονες απόπειρές του να σώσει την Πύλο (4,11-12), ο διορισμός του ως συμβούλου τόσο του Κνήμου όσο και του Αλκίδα και η δράση του για να σώσει τα Μέγαρα (4.70- 73).
Αυτή η οργάνωση της ιστορίας του Βρασίδα και η επικέντρωση του αφηγηματικού ενδιαφέροντος στο πρόσωπό του κατά την αφήγηση της ἀριστείας του είναι ασυνήθιστες. Ο Βρασίδας στις εκστρατείες του στη Θράκη δεν ήταν απλώς ένας πολύ επιτυχημένος στρατιωτικός ηγέτης: οι εξαιρετικές τιμές που του απονεμήθηκαν μετά τον θάνατό του και το χαρισματικό κύρος που απολάμβανε ως άτομο ακόμα και εν ζωή τον ξεχωρίζουν από άλλους στην Ιστορία. Ωστόσο, οι εκστρατείες του Βρασίδα αναπτύσσονται σταθερά μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας των εξεγέρσεων των συμμάχων της Αθήνας, συγκεκριμένα των εξεγέρσεων που βασίζονται στην υποτίμηση της αθηναϊκής δύναμης και αντοχής (4.108.2-3). Η επιρροή του περιορίζεται από τους φθονερούς Σπαρτιάτες στην πατρίδα, που θεωρούν τους συμμάχους της Αθήνας πιόνια στην ανταλλαγή πόλεων που θα γίνει προς το τέλος του πολέμου (4.81.2· 4.108.7), και από την ικανότητα της Αθήνας να ανακτήσει τις πόλεις που εκείνος είχε παροτρύνει με μια έξυπνη ρητορική και στομφώδεις υποσχέσεις (4.108.4). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Σκιώνη, οι πολίτες της οποίας είχαν δώσει στον Βρασίδα χρυσά στεφάνια και του είχαν επιφυλάξει υποδοχή ‘αθλητή’, αλλά που η κακοσχεδιασμένη εξέγερσή της είχε τρομερές συνέπειες (4.122.6).
Η εξαιρετική φύση του Βρασίδα τονίζει την αποτυχία άλλων Σπαρτιατών διοικητών (όπως είναι ο βοηθός του Βρασίδα, ο Πολυδαμίδας, η βίαιη συμπεριφορά του οποίου συμβάλλει στην απώλεια της Μένδης, 4.130.4). Ο Βρασίδας βοήθησε την μεταγενέστερη πολεμική προσπάθεια των Σπαρτιατών πείθοντας άλλους συμμάχους να εξεγερθούν με την πεποίθηση ότι ‘οι άλλοι Σπαρτιάτες’ ήταν σαν αυτόν (4.81: η σημασία που έχει ο Βρασίδας ως άτομο έγκειται εν μέρει στο ότι λειτουργεί ως πρότυπο του Σπαρτιάτη). Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, δεν ήταν.
Το προγραμματικό κύρος του Βρασίδα για τη μελλοντική πολεμική προσπάθεια των Σπαρτιατών υποδηλώνει ότι το θέμα των Σπαρτιατών ως ατόμων θα είχε αναπτυχθεί περαιτέρω στην αφήγηση μετά το 8ο βιβλίο, ιδίως ίσως μέσω της μορφής του Λυσάνδρου. Αν η μεταγενέστερη αφήγηση είχε εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο οι Σπαρτιάτες, συλλογικά και μέσω των επιμέρους ηγετών τους, είχαν αναπτύξει την ικανότητα να διεξάγουν ναυτικό πόλεμο σε απομακρυσμένες περιοχές (για τον οποίον παρουσιάζονται εγγενώς ακατάλληλοι από την εποχή του Παυσανία), αυτό θα μπορούσε να έχει αποδειχθεί ένα θεματικό νήμα ικανό να εξηγήσει πώς οι Σπαρτιάτες μπόρεσαν να κερδίσουν τον πόλεμο, όπως ακριβώς και πώς οι Αθηναίοι μπόρεσαν να τον χάσουν.
Συμπέρασμα
Ο Αλκιβιάδης και ο Βρασίδας είναι δύο μορφές που περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες στην Ιστορία (εκτός ίσως από τον Θεμιστοκλή) παρουσιάζονται ικανές, μέσω της προσωπικής δράσης, να επηρεάζουν τα γεγονότα. Ωστόσο, η επιρροή και των δύο εντάσσεται σε ευρύτερες θεματικές ενότητες: στην περίπτωση του Βρασίδα εγγράφεται στο πλαίσιο του θέματος της αντοχής της Αθήνας και των περιορισμένων δυνατοτήτων των Σπαρτιατών στον πόλεμο εναντίον της Αθήνας· στην περίπτωση του Αλκιβιάδη εντάσσεται στο πλαίσιο του θέματος της σχέσης ανάμεσα στον Αθηναίο ηγέτη και τους Αθηναίους πολίτες, σχέσης που ο ίδιος βοηθά να υπονομευθεί. (Ο Αλκιβιάδης αποτυγχάνει με χαρακτηριστικό τρόπο να φέρει τα αποτελέσματα που επιδιώκει και η κενότητα των ισχυρισμών του αποκαλύπτεται συχνά στην αφήγηση και στις δημηγορίες). Τέτοιου είδους περιορισμοί οφείλονται ίσως στην έλλειψη κατανόησης των ευρύτερων μοτίβων που αποτελούν τη βάση των γεγονότων και της υπομονής που χρειάζεται προκειμένου να ελεγχθούν, κατανόησης που ένας Περικλής ή ακόμα και ένας Αρχίδαμος επιδεικνύουν, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να επηρεάσουν τα γεγονότα αλλά όχι, τελικά, την ιστορία.
Στο μεγαλύτερο μέρος της αυτή η ανάλυση έχει επιβεβαιώσει τους κανόνες της θουκυδίδειας παρουσίασης των ατόμων που προτάθηκε στην αρχή. Το άτομο, με την έννοια μιας μορφής που χαρακτηρίζεται από προσωπικές λεπτομέρειες και από μια ηθική ζωή, που έχει τη δική του ‘ιστορία’, έχει αποκλεισθεί από την Ιστορία. Αντίθετα, απαντά ένα περισσότερο ‘εστιασμένο’ άτομο, το πεδίο δράσης του οποίου περιορίζεται από την άτεγκτη πολιτικοστρατιωτική εστίαση, από τη θεματική του Θουκυδίδη και από την άκρως επιλεκτική εκδοχή των γεγονότων που παρουσιάζονται στην Ιστορία. Υπάρχουν εξαιρέσεις, που μελετήσαμε, ειδικά ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης· αλλά ακόμα και εδώ τα ιδιωτικά ή ηθικά στοιχεία περιορίζονται αυστηρά στον βαθμό που (κατά την κρίση του ιστορικού) έχουν αντίκτυπο στα ιστορικά γεγονότα. Ακόμα και το τραγικό τέλος του Νικία, που, όπως έχω υποστηρίξει, δείχνει ένα ενδιαφέρον για την προσωπική μοίρα ενός ατόμου το οποίο δεν επιδεικνύεται αλλού στην Ιστορία, αλλά συνδέεται στενά με τον ‘εμβληματικό’ ρόλο του στο τραγικό τέλος της εκστρατείας. Αυτή η πραγμάτευση των ατόμων αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της χαρακτηριστικής τεχνικής του Θουκυδίδη και της εφεύρεσης από πλευράς του μιας ‘απρόσωπης’ πολιτικοστρατιωτικής ιστοριογραφίας.
Εντούτοις, έχω επίσης επιχειρήσει να δείξω ότι το ‘άτομο’ και μια συζήτηση σχετικά με τον ρόλο του ατόμου στην πόλη αποτελούν βασική μέριμνα της Ιστορίας. Η περίπλοκη και ελλειμματική σχέση ανάμεσα στους Αθηναίους ως άτομα και στους ηγέτες τους, και ανάμεσα στον Αθηναίο ως άτομο και στην πόλη, αποτελεί καίριο αιτιώδες νήμα στην ανάλυση της αποτυχίας των Αθηναίων στον πόλεμο. Πρόκειται για το ‘άτομο’ υπό τη στενή έννοια, δεδομένου ότι (όπως έχω υποστηρίξει) αυτό που διακυβεύεται είναι η σχέση ανάμεσα στα προσωπικά συμφέροντα και το προσωπικό όφελος και στο δημόσιο συμφέρον. Υπό αυτή τη στενή έννοια του ατόμου, η ατομική συμπεριφορά είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ατομικιστική ή εγωκεντρική συμπεριφορά, με μια χαρακτηριστική τάση να βλάψει την πόλη. Στο πλαίσιο της πόλης, η εξατομίκευση - ο ιδιωτικός χαρακτήρας - συνδέεται με την εισβολή της ιδιωτικής στη δημόσια σφαίρα.
Η ικανότητα της Ιστορίας να μας προσφέρει ικανοποιητικά πρότυπα γενικής ερμηνείας και την ίδια στιγμή μια αίσθηση της ιδιαιτερότητας των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας των ατόμων να επηρεάζουν τα γεγονότα, μέσω αποφασιστικής δράσης ή, εν προκειμένω, μέσω της αποτυχίας, βοηθά να την καταστήσει ικανοποιητική ως ιστοριογραφία. Μέρος αυτής της ικανότητας είναι η ιστορία ως γεγονότα που βιώνονται από άτομα που αισθάνονται και πάσχουν. Από την άποψη της λογοτεχνικής απόλαυσης του έργου είναι πιθανό να αισθανθούμε ότι τέτοιου είδους στοιχεία συντελούν αποφασιστικά στο να μας αποζημιώσουν για τον αποκλεισμό της προσωπικής ιστορίας από την Ιστορία.
------------------------