Για ψύλλου πήδημα
Είναι γνωστό πως ο ψύλλος πηδάει 400 φορές το ύψος του. Αν ο άνθρωπος είχε την ίδια δυνατότητα θα μπορούσε να κάνει άλματα 800 μέτρων. Μπορούμε ωστόσο, να κάνουμε έναν ψύλλο να πάει κόντρα στη φύση του και να μην κάνει καθόλου άλματα.
Ας πάρουμε ένα κουτί διαφανές που να έχει ύψος 20 εκατοστά. Όταν τοποθετήσουμε μέσα τον ψύλλο, θα αρχίσει να πηδάει και να χτυπάει στο καπάκι, διότι το άλμα του είναι μεγαλύτερο από το ύψος του κουτιού. Τα χτυπήματα του δημιουργούν πόνο και φυσικά ο πόνος τον ενοχλεί, έτσι ο ψύλλος, προσαρμόζει το άλμα του στο ύψος του κουτιού.
Μόλις συμβεί αυτό ας πάρουμε τον ψύλλο και να τον τοποθετήσουμε σε ένα άλλο κουτί 10 εκατοστών. Ο ψύλλος θα προσαρμόσει πάλι το ύψος του στα 10 εκατοστά, ενώ όσο μικραίνουμε το κουτί, μικραίνει και το άλμα του. Τέλος τοποθετούμε τον ψύλλο σε κουτί ίσο με το ύψος του και θα τον δούμε, μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, να σταματάει τελείως τα άλματα. Βγάζοντάς τον από το κουτί, διαπιστώνουμε πως ο ψύλλος, έχοντας συνδυάσει το άλμα με τον πόνο, δε θα ξαναπηδήξει ποτέ πια, για το υπόλοιπο της ζωής του.
Τι σας κρατά δέσμιους;
Ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούμε ένα μεγαλύτερο μέρος από τις εκπληκτικές τους δυνατότητες είναι η “εκπαίδευση του ψύλλου” από την οποία κανένας δεν έχει γλιτώσει.
Οι πρώτοι μεγάλοι εκπαιδευτές στη ζωή μας είναι οι γονείς μας. Δεν το κάνουν βέβαια από κακία αλλά από συνήθεια, σε συνδυασμό πάντοτε με την τεράστια άγνοια που έχουνε για απλά και βασικά πράγματα. Είναι βλέπετε και αυτοί άριστα εκπαιδευμένοι ψύλλοι. Με άλλα λόγια είμαστε αρχικά θύματα θυμάτων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Γιαννάκη, που είναι ένα τρισχαριτωμένο υγιέστατο παιδάκι ηλικίας 6 μηνών. Οι γονείς του τον έχουν στο πάτωμα κι αυτός μπουσουλάει με τα τέσσερα προσπαθώντας να ανακαλύψει τον κόσμο του. Από πάνω του βέβαια η μαμά, ο μπαμπάς και πιθανότατα η γιαγιά η κάποιοι άλλοι ενήλικες.
Η εκπαίδευση σου αρχίζει.
ΜΗ, Γιαννάκη, τζιζ αυτό. ΜΗ, Γιαννάκη, κακό αυτό. ΜΗ, Γιαννάκη, θα χτυπήσεις κ.τ.λ. Οι άνθρωποι – εκπαιδευτές δεν μπορούν να καταλάβουν ότι κάθε ΜΗ κατεβάζει και λίγο το ύψος του κουτιού του Γιαννάκη, σύμφωνα με το παράδειγμα του ψύλλου.
Και το παιδί μεγαλώνει και γίνεται δυο χρονών και το έχουνε βγάλει να παίξει στον κήπο. Γύρω του οι εκπαιδευτές του,μαμά, μπαμπάς και σια, ΜΗΝ ανεβαίνεις στο πεζούλι γιατί θα πέσεις. ΜΗΝ ακουμπάς τις τριανταφυλλιές. ΜΗΝ τρέχεις. ΜΗ-ΜΗ-ΜΗ γιατί δεν μπορείς. Και το ύψος του κουτιού όλο και μικραίνει.
Το κράτος με την σειρά του σου μαθαίνει τα πάντα εκτός από το πως να ζεις και όταν μεγαλώσεις συνειδητοποιείς ότι ζεις μεταξύ χιλιάδων απαγορεύσεων, τις οποίες έπρεπε να γνωρίζεις, συχνά παράλογες και αποπνικτικές, αλλά πάντα δικαιολογημένες από το πέπλο που γράφει επάνω “για το καλό σου” και “το καλό του συνόλου” και “το καλό του κράτους που κινδυνεύει έναντι των εχθρών του”
Στην ώρα του έρχεται κι ο μεγαλύτερος, ο πιο επικίνδυνος, ο εγκληματικότερος και γενικά ο χειρότερος εκπαιδευτής, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Προπαγάνδας, π.χ. τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες κ.τ.λ. αλλά και τα τραγούδια, το θέατρο ο κινηματογράφος κ.τ.λ. Όταν πηγαίνουμε σε μια ταβέρνα και τραγουδάμε μαζί με τον τραγουδιστή του κέντρου “σφάξε με, λιώσε με, πόνεσε με κι εγώ θα σ’ αγαπώ” και “κοινωνία άδικη που δε μ’ αφήνεις να ζήσω” ή “ο κόσμος με αδικεί, μανούλα μ’ γι’ αυτό θα φύγω στα ξένα” τι άλλο κάνουμε εκτός από το να διατηρούμε, να ενισχύουμε και να συνεχίζουμε την εκπαίδευση του ψύλλου;
«Δικαιολογητική» προσωπικότητα
Οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματα τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης.
Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της «δικαιολογητικής» προσωπικότητας είναι αδυναμία, ανωριμότητα και αυταπάτη μαζί με μια δυνατή επιθυμία να εξαπατούν άλλους ανθρώπους. Αυτό τους στερεί την δυνατότητα για μεταμόρφωση και σεβασμό. Η αδυναμία είναι σημαντικός παράγοντας γιατί φαίνεται να είναι η ρίζα της ανικανότητας για «υψηλότερη σκέψη» πέρα από την πραγματικότητα του matrix δηλ. των κατώτερων ενεργειακών κέντρων. Τέτοια σκέψη χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια συγκεκριμένου είδους, και πολλά άτομα απλώς δεν θέλουν να την εφαρμόσουν.
Μοιάζει πολύ με δουλειά. Ακόμη και άτομα ικανά να παράγουν τεράστιο φυσικό έργο, δε φαίνεται να έχουν την ικανότητα να καταλάβουν τι είδους εργασία είναι πραγματικά πολύτιμη. Μπορεί να ξοδέψουν μέρες, εβδομάδες, μήνες ψάχνοντας ατέλειωτες λέξεις και μεταθέσεις σε λεξικά, αλλά η ικανότητα να δουν μέσα στη βαθύτερη πραγματικότητα, που προέρχεται από ψυχικό σθένος, απλά δε βρίσκεται μέσα τους.
Τέτοια «δικαιολογητικά» όντα ως θύματα θυμάτων, έχουν εκπληκτικά ταλέντα αυτό-δικαιολόγησης και ανορθολογισμούαυτών που κάνουν. Είναι επίσης ειδικοί στο να επικαλούνται τη συμπόνια και τα συναισθηματικά εναύσματα άλλων ανθρώπων. Ακόμη, έχουν μια πολύ καλά ανεπτυγμένη ικανότητα να αποσυνδέουν αυτό που δε θέλουν να δουν ή να παραδεχτούν. Είναι γενικά δειλοί αλλά με μια στρέβλωση, ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι πως οι άλλοι θα τους δουν ως αδύναμους, έτσι δημιουργούν μια ψευδή προσωπικότητα μεγαλόστομου σθένους και δύναμης που απλώς δεν υπάρχει.
Οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, είναι επίσης υπερευαίσθητοι στο τι λέγεται γι’ αυτούς και θυμώνουν υπέρμετρα όταν νομίσουν πως ταπεινώνονται, αλλά είναι εντελώς αναίσθητοι στα συναισθήματα των άλλων στους οποίους μπορεί να φερθούν με την μεγάλη σκληρότητα. Φυσικά, όταν μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάποιον, κάνουν μεγάλες προσπάθειες να προσποιηθούν πως του συμπαραστέκονται.
Το «δικαιολογητικό» μυαλό υποφέρει του θύματος, από μια σειρά λανθασμένων μηχανισμών μπλοκαρίσματος κι ευσεβείς πόθους. Είναι τυφλοί και κουφοί σε οτιδήποτε αντικρούει τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Κυριολεκτικά ΒΛΕΠΟΥΝ τα πράγματα διαφορετικά.
Τώρα, είναι προφανές πως όλοι βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση σε κάποιο βαθμό και είναι αυτοί ακριβώς οι ευσεβείς πόθοι που μας κρατάνε στο matrix. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η μελέτη του «δικαιολογητικού» μυαλού έχει την ίδια επίδραση πάνω μας με αυτή που είχαν τα Φαντάσματα των Χριστουγέννων στον Ebenezer Scrooge και μας κάνει να έχουμε περισσότερη επίγνωση της πραγματικότητας που αγνοούμε.
Οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, που δεν έχουν ακόμη σχηματιστεί ολοκληρωτικά επιδιώκουν απεγνωσμένα να κρύψουν αυτό το σπόρο των δικαιολογιών, μέσα τους, κάνοντας «καλές» πράξεις. Αυτό δε γίνεται συνειδητά. Σ’ αυτό το σημείο η ναρκισσιστική γνώμη τους για τον εαυτό [το ΕΓΩ] είναι τόσο δυνατή, που είναι αδύνατον να κοιτάξουν στον καθρέφτη και να δουν την αληθινή κενότητα του εσωτερικού εαυτού. Ένα τέτοιο γεγονός θα είχε ως αποτέλεσμα την ολική κατάρρευση ολόκληρου του συγκροτήματος της προσωπικότητας και οι υποσυνείδητες άμυνες δεν το επιτρέπουν.
Αντί να αποδεχθούν και να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά ζητήματα, οι «δικαιολογητικοί» ως θύματα θυμάτων, να αναγνωρίσουν δηλ. το σκοτάδι μέσα τους, να αναγνωρίσουν τα ψέματα και τη χειραγώγηση τους προς άλλους, να κόψουν τις δικαιολογίες αληθινά και να ζητήσουν πραγματικά βοήθεια, τέτοιοι άνθρωποι προσπαθούν απελπισμένα να εξουδετερώσουν με όποιο τρόπο μπορούν αυτό που υποσυνείδητα υποψιάζονται για τον εαυτό τους.
Η κύρια μέθοδός τους είναι να κάνουν «καλές» πράξεις προβάλλοντας δικό τους το εσωτερικό κενό και την ανικανότητα τους, σε κάποιον άλλο.
Οι αρχετυπικές δυνάμεις θα χρησιμοποιήσουν αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς και θα κινητοποιήσουν τέτοιον τρόπο σκέψης, για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους. Το «δικαιολογητικό» όν, έχει πειστεί μέσα στο μυαλό του πως, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πορεία δράσεως μπορεί – σιγά σιγά – να εξαφανίσει την τρομακτική σκιά που στοιχειώνει το μυαλό του και την εκπληκτική ανικανότητα του να πετύχει στόχους και σκοπούς ή την παντελή ανυπαρξία τους.
Φυσικά, η ανικανότητα είναι «εκεί έξω, από τον εαυτό του».
Η λαϊκή παράδοση για τα βαμπίρ μας λέει πως το να κρατήσει κανείς έναν καθρέφτη μπροστά σ’ ένα βαμπίρ είναι μια επικίνδυνη δουλειά. Με επαγγελματικούς και ψυχολογικούς όρους, το να κρατήσει κανείς έναν καθρέφτη μπροστά σ’ ένα «δικαιολογητικό» όν, που έχει ενεργό το αρχέτυπο του βαμπίρ μέσα του, είναι τουλάχιστον προβληματικό. Εκείνη τη στιγμή το άτομο έχει τρεις επιλογές: άρνηση, ανάπτυξη ή απόγνωση.
Με όρους εγκληματικής ψυχολογίας, έχουν την επιλογή να συνεχίσουν την εγκληματική «δικαιολογητική» συμπεριφορά τους με μεγάλες πιθανότητες έσχατης καταστροφής, να αλλάξουν ριζικά, ή να αυτοκτονήσουν και να τελειώνουν. Το άτομο που επιλέγει να μην αλλάξει και να μην αναπτυχθεί, να μην αναγνωρίσει την «δικαιολογητική» συμπεριφορά, ουσιαστικά επιλέγει να γίνει ένα πλήρες ανίκανο όν.
Ένα τέτοιο θύμα, αντιμέτωπο με μια τέτοια αποκάλυψη για τον εαυτό του είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς ανίκανο να εγκαταλείψει την απατηλή τελειότητα και τη «διάσημη» υπόστασή του ΕΓΩ. Δε μπορεί να απαγκιστρωθεί από την προγραμματισμένη ψευδαίσθηση και αυταπάτη του ναρκισσιστικού εαυτού – δημιουργημένης από ένα ψεύτικο βιογραφικό και ψεύτικα διαπιστευτήρια.
Πρέπει να αντιληφθεί πως είναι ο ψεύτικος δικαιολογητικός εαυτός, γιατί στις βαθύτερες εσοχές του υποσυνείδητου νου του, νιώθει και ξέρει πως το ΕΓΩ, είναι ένα τίποτα. Με το να αφήνει αυτό το ψυχολογικό πρόγραμμα να τον ελέγχει, χρησιμοποιεί την ενέργειά του για να εκδηλώσει αυτό το αρχέτυπο των δικαιολογιών και της ανικανότητας.
Το matrix -η κοινωνία- υποστηρίζει τέτοια «δικαιολογητική» συμπεριφορά. Άλλωστε, η κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους- μηχανές δηλ. υπαλλήλους υπάκουους κι ελεγχόμενους, όχι σκεπτόμενους υγιείς και ανεξάρτητους ανθρώπους ικανούς για επιχειρείν. Η ψευδαίσθηση, η πραγματικότητα των ευσεβών πόθων, των φαντασιώσεων, στην οποία ζει ένα τέτοιο ον, αποτελείται από την ισχυρή πεποίθηση πως είναι πραγματικά ικανό ον κι ένα «πνευματικά ανώτερο πλάσμα» και πως πρέπει να καταστρέψει αυτό που καθρέφτισε πίσω σ’ αυτόν τη φριχτή αλήθεια των ψευδών και των ατελειών του, μια αλήθεια που υποστηρίζεται από αποδείξεις και μάρτυρες ΜΕΤΡΗΣΙΜΑ δηλ. με αριθμούς, στατιστικές και αποδείξεις.
Δραστηριοποιεί όλη την ενέργειά του για να χτυπήσει και να καταστρέψει, να εξορκίσει την ανικανότητα, ώστε να μπορέσει να ζήσει στην αιώνια ψευδαίσθηση των δικαιολογιών, που του έχει «υποσχεθεί» για τις «υπηρεσίες» του.
Το καταστροφικό «δικαιολογητικό» θύμα θύματος, που έριξε μια φευγαλέα μάτια στον εαυτό του και την κενότητα του και πρόβαλλε αυτήν την κενότητα σε κάποιον άλλο, γνωρίζει ενστικτωδώς ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει τις «άλλες μορφές» του για να επιβιώσει και τελικά να καταστρέψει αυτό που απειλεί την ύπαρξή του. Αυτές οι άλλες μορφές αποτελούνται αρχικά από φαινομενικές αλλαγές στη συμπεριφορά του. Αυτό εκδηλώνεται ξανά με την ψυχολογική πεποίθηση του ατόμου πως κάνοντας καλές πράξεις μπορεί να κατατροπώσει τις «δικαιολογίες» και την ανικανότητα «εκεί έξω».
Θα κάνει «χάρες» σε άλλους, πιστεύοντας πως αυτό είναι μια καλή, ανταποδοτική πράξη που θα του φέρει τη εξέλιξη στην ιεραρχία. Αλλά κατά βάθος ξέρει πως το άτομο στο οποίο κάνει μια χάρη, είναι κάποιος που έχει αδικήσει. Στην πραγματικότητα πιστεύει πως το να κάνει κάτι για κάποιον που έχει αδικήσει χωρίς να ομολογεί το λάθος του, ή τουλάχιστον να το αναγνωρίζει, την κάνει μια ακόμα πιο καλή πράξη.
Το «δικαιολογητικό» θύμα θύματος, αφιερώνει το χρόνο και την ενέργειά του σε μια ομάδα ή ένα σκοπό που κατά βάθος περιφρονεί. Θα κάνει πράγματα για ανθρώπους που κρυφά απαξιώνει και θα το κάνει με ακόμη περισσότερη γλυκύτητα αν νομίζει πως θα αυξήσει τις πιθανότητές του να επιβιώσει και αν αναδειχθεί στο γραφείο, στην οικογένεια, στην κοινωνία. Ένα τέτοιο «δικαιολογητικό» θύμα θύματος, που έχει καταφέρει να κρυφτεί καλύτερα, πατρονάρει ανθρώπους τους οποίους στην πραγματικότητα εκμεταλλεύεται κρυφά. Σίγουρα διακηρύσσει πως είναι οπαδός πεποιθήσεων που μυστικά βεβηλώνει και οι πράξεις – στατιστικές του είναι αυτές, που τελικά επιδεικνύουν ότι δεν είναι αληθινά υπερασπιστής τέτοιων ιδεών στην ψυχή του.
Σε μερικές περιπτώσεις, όταν οι «δικαιολογίες» και η αποτυχία κάποιου, γίνονται πολύ έντονες για να τις αντέξει, θα τα προβάλλει σε μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων. Τότε θα ψάξει να βρει μια ομάδα γειτόνων και φίλων με παρόμοια ανικανότητα που θέλουν να την ξεφορτωθούν και θα συμφωνήσουν σε ποια ομάδα θέλουν να προβάλλουν την πολλαπλασιασμένη «διαλογικότητα» και ανικανότητα τους. Με αυτόν τον τρόπο δε χρειάζεται να κρύβουν την ανικανότητα τους γιατί μπορούν να συμμετέχουν σ’ ένα δημόσιο όργιο προβολής.
Πιστεύουν πως αν μπορέσουν να καταστρέψουν αυτό στο οποίο έχουν προβάλλει συλλήβδην την «θυματοποίηση» τους θα εξυγιανθούν συλλογικά και θα είναι όλοι φρέσκοι και καινούριοι και τέλειοι μαζί. Το μόνο πρόβλημα είναι, σε μια τέτοια δυναμική, ηπροσωπική και συλλογική «δικαιολογητική» του θύματος, αναπτύσσεται σ’ αυτήν την ανθυγιεινή επιρροή ανικανότητας – ξεφαντώματος και όπως αναπτύσσεται, πρέπει να προβάλλουν όλο και περισσότερο την θυματοποίηση και την ανικανότητα τους, για να καθαρίζουν και να αντέχουν τον εαυτό τους.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι πως, βήμα προς προσαυξανόμενο βήμα, σκοτώνουν την ίδια την ζωή τους. Γιατί τρέφοντας την θυματοποίηση και την ανικανότητα μέσα στον εαυτό, αυτό το αρχετυπικό γίνεται όλο και δυνατότερο και αυτή είναι η εκδήλωση της ανικανότητας και της αποτυχίας στην εργασία και στην ζωή τους. Φυσικά, όπως έχει ήδη σημειωθεί, αυτή είναι μια σταδιακή διαδικασία.
Όταν ένας «δικαιολογητικός» θύμα, θύματος απατεώνας εξαπατά κάποιον σκόπιμα, κρατάει τα ανθρώπινα συναισθήματά του χωριστά και στεγανοποιημένα. Μπορεί να είναι, ουσιαστικά, δυο όντα, ένα ανθρώπινο όν, για τη σύζυγο την οικογένεια και τους φίλους του κι ένας εγκληματίας για τα θύματά του. Όλες οι ψυχολογικές έρευνες δείχνουν πως αν συνεχίσει σ’ ένα τέτοιο μονοπάτι για αρκετό καιρό, τελικά γίνεται όλο και λιγότερο ανθρώπινος με όλους. Όταν υπάρχει το μικρόβιο-ξενιστής της «δικαιολογητικής» αυτό το μικρόβιο κατατρώει τον ξενιστή του.
Κάθε φορά που ενδίδει στην «δικαιολογητική» συμπεριφορά των ευσεβών πόθων, κάθε φορά που δεν αντιστέκεται και δεν την υπερνικά, αυτή γίνεται όλο και δυνατότερη. Ο απώτερος στόχος είναι να καταστραφεί αυτό το θύμα το οποίο, στην επιθανάτια αγωνιά της δικής του καταστροφής, απλώνει τα χέρια προσπαθώντας να σωθεί, καταστρέφοντας άλλους.
Για την πιο κοινότυπη φυσιο-λογική, αυτό εκδηλώνεται στον πραγματικό μας κόσμο ως άνθρωποι που δεν έχουν τρόπους, δεν έχουν φινέτσα, δεν έχουν ευγένεια ψυχής και που είναι ανίκανοι να τα αναγνωρίσουν αυτά, ενώ επίσης δεν κατανοούν πως δεν τα έχουν. Έτσι επιχειρούν να αντισταθμίσουν την έλλειψή τους δηλώνοντας πως αυτά δεν έχουν καμιά αξία, συνεπώς το ότι δεν τα έχουν δε μειώνει την προσωπική αξία τους μέσα στο οικοδόμημα των ευσεβών πόθων τους.
Επιπρόσθετα, επειδή είναι κάτι που αυτοί δεν έχουν, πρέπει να επιτεθούν σε αυτά και σε όσους τα κατέχουν. Το έχεις δει να γίνεται αυτό στο γραφείο, ειδικά όταν ασχολείσαι με δημιουργικές εργασίες-τέχνης, στις πωλήσεις και στην δικτύωση. Γίνεται πολύ έντονο σε εργασίες που οι άνθρωποι αξιολογούνται με στατιστικές και μετρήσιμες δραστηριότητες. Εκεί τα «δικαιολογητικά» θύματα θυμάτων δίνουν ρέστα.
Ανέλαβε την ΕΥΘΥΝΗ της ζωής σου και κόψε τις δικαιολογίες, όλοι οι επιτυχημένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως δικαιολογείς την ανικανότητα σου και σε αγνοούν στην καλύτερη περίπτωση ή σε λυπούνται αν σε ‘χουν στο περιβάλλον τους.