Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - Καλλιεργώντας τον κήπο και θεραπεύοντας την ψυχή: Οδηγίες για μιαν ατάραχη επικούρεια ζωή

Από μικρός στα βάσανα και στη φιλοσοφία

Πρέπει, να ήταν δύσκολο να κατάγεσαι από αρχοντική γενιά που έβγαλε έναν Μιλτιάδη και έναν Κίμωνα, κι εσύ να έχεις πατέρα κάποιον Νεοκλή, ασήμαντο και μικρομεσαίο γραμματοδιδάσκαλο. Και μάλιστα να μη γεννιέσαι καν στην Αθήνα αλλά στη μακρινή Σάμο, όπου η ένδοξη ακόμη Αθήνα είχε στείλει πολλούς έμπιστους και φτωχούς πολίτες της ως κληρούχους, για να μην τους έχει στα πόδια της και για να στηρίξει την εξουσία της στο νησί.

Αρχές του 341 π.Χ., μέσα Φεβρουαρίου, γεννήθηκε ο Επίκουρος. Αθηναίος γνήσιος, ό,τι κι αν του καταμαρτύρησαν οι αντίπαλοί του. Αλλά τι νόημα είχε να είσαι αθηναίος πολίτης λίγα χρόνια μετά τη μάχη της Χαιρώνειας και υπό τη μακεδονική κυριαρχία; Και τι νόημα θα είχε να γίνεις φιλόσοφος λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, όταν δεν βρίσκεσαι στο κέντρο των φιλοσοφικών εξελίξεων και δεν έχεις σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία;

Αυτά όμως ήταν ακόμη πολύ μακρινά ερωτήματα για τον μικρό Επίκουρο. Η οικογένειά του ζούσε μετρημένα σε μια ξένη πόλη που ζούσε τη δική της παρακμή, με πολλούς Σαμίους διωγμένους από την πατρίδα τους και τους κληρούχους Αθηναίους να μοιράζονται τις περιουσίες των ντόπιων. Ο Επίκουρος με τα τρία του αδέλφια έπαιζε στα μισοχαλασμένα τείχη και πήγαινε στον μισοτελειωμένο ναό της Ήρας για να θαυμάσει τα παγόνια της θεάς. Όταν μεγάλωσε και έμαθε γράμματα, βοηθούσε όσο μπορούσε την οικογένειά του: με τη μητέρα του περιφερόταν στα χαμόσπιτα της Σάμου και διάβαζε ευχές και ξόρκια.

Δεκατεσσάρων χρόνων ο Επίκουρος άρχισε να φιλοσοφεί, όπως λέει ο ίδιος. Πώς όμως μπορείς να φιλοσοφείς από τόσο μικρός, στο σχολείο ακόμη; Ο Επίκουρος φαίνεται να το πέτυχε: δεν φλυαρούσε για να εντυπωσιάσει, ούτε έλεγε με σοβαροφάνεια σκέψεις που έμεναν ακατανόητες· απλώς ζητούσε από τον δάσκαλό του να του εξηγήσει περισσότερο αυτά που άκουγε στα μαθήματα. «Στην κοσμογονία του Ησιόδου όλα έγιναν από το Χάος: πρώτα η Γη και μετά οι Θεοί,» διάβαζε ως συνήθως μέσα από το σχολικό εγχειρίδιο ο δάσκαλος. «Και το Χάος πώς έγινε;», «και τι υπήρχε πριν από το Χάος;» πετάχτηκε και ρώτησε ο μικρός Επίκουρος. «Καλή ερώτηση,» απάντησε ο δάσκαλος, «αλλά πού να σου εξηγώ… Εμένα δουλειά μου είναι απλώς να διδάσκω. Για περισσότερα, ειδικοί είναι οι φιλόσοφοι. Άλλη ερώτηση;» Αυτές τις αναπάντητες ερωτήσεις μάζευε ο Επίκουρος και σαν να έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως όταν έρθει η δική του ώρα, θα έχει να δίνει τις δικές του απαντήσεις στους δικούς του μαθητές.



Κατάλαβε και κάτι άλλο. Ότι αυτοί που ξέρουν την αλήθεια για τα πράγματα, ή τουλάχιστον ψάχνουν να τη βρουν, είναι οι φιλόσοφοι, και ότι σε αυτούς πρέπει να απευθυνθεί. Ίσως και γι᾽ αυτό μετά από χρόνια έγραφε στον μαθητή του Μενοικέα: «όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει.» Ξεκινά να φιλοσοφεί από νέος, γι᾽ αυτό και όταν μεγαλώνει βλέπει τη ζωή σαν νέος. Όταν ο Επίκουρος έγινε ο ίδιος δάσκαλος, θυμόταν το δικό του ξεκίνημα στη φιλοσοφία και ήθελε και οι μαθητές του να αρχίσουν να φιλοσοφούν χωρίς το μυαλό τους να είναι κιόλας γεμάτο από όσες αδιάφορες ή και άχρηστες γνώσεις προσφέρει το σχολείο. «Τι τυχερός είσαι Απελλή,» έγραφε στον νεαρό μαθητή του «που πλησίασες τη φιλοσοφία αμόλυντος από κάθε μόρφωση» (Μακαρίζω σε, ὦ Ἀππελῆ, ὅτι καθαρὸς πάσης παιδείας ἐπὶ φιλοσοφίαν ὥρμησας· Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3, 588a).

Από τη σχολή του περιωνύμου φιλοσόφου στον στρατό και στη δουλειά

Ό,τι κι αν έλεγε όμως ο Επίκουρος, παιδί ζωηρό και φανατικό για γράμματα, τόσο πολύ ενδιαφέρθηκε να σπουδάσει φιλοσοφία, ώστε πριν από τα δεκαοκτώ του εγκατέλειψε τη Σάμο και πέρασε στην απέναντι ακτή της Ιωνίας, στην Τέω. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα του Ναυσιφάνη, ενός περίεργου ανθρώπου που δίδασκε μαθηματικά, ρητορική και φιλοσοφία. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς δίδασκε και πόσο καλά το δίδασκε - πάντως τις δύο πρώτες επιστήμες ο Επίκουρος αργότερα δεν τις εκτιμούσε ιδιαιτέρως.

Ο Ναυσιφάνης παρουσιαζόταν ως οπαδός του Δημόκριτου, και έτσι ο Επίκουρος από μικρός εξοικειώθηκε με την ατομική φιλοσοφία και την ιωνική φυσιοκρατική παράδοση και δεν ένιωσε αμέσως τη βαριά σκιά του Πλάτωνα. Αυτά, βέβαια, είχαν να κάνουν με τα μαθήματά του και τις φιλοσοφικές του γνώσεις. Όμως τον έφηβο Επίκουρο πιο πολύ φαίνεται να τον συνεπήραν οι αφηγήσεις του δασκάλου του για τον σκεπτικό Πύρρωνα. Θαύμαζε τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του και διαρκώς ρωτούσε να μάθει για αυτόν. Αυτό το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία όχι μόνο ως θεωρητική διδασκαλία αλλά και ως τρόπο ζωής πρέπει ο Επίκουρος να το οφείλει και στον δάσκαλό του.

Κατά τα άλλα, δεν τον θεωρούσε σπουδαίο φιλόσοφο - και ίσως είχε δίκιο. Εξάλλου, ο Ναυσιφάνης έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν δάσκαλος του Επίκουρου, ο μόνος σίγουρος. Πώς, λοιπόν, να τον παρουσίαζε αργότερα ως δάσκαλό του, όταν οι μορφωμένοι της εποχής είχαν να επικαλεστούν έναν Πλάτωνα ή έναν Αριστοτέλη, ή έστω κάποια αθηναϊκή σχολή; Το μόνο που έκανε ήταν να μιλήσει περιφρονητικά για τον Ναυσιφάνη και να απαρνηθεί τον δάσκαλό του. Αλλά αυτό δεν ήταν σπάνιο εκείνα τα χρόνια - αν έπαψε ποτέ να μην είναι.

Λίγο κράτησε η παραμονή του Επίκουρου στην Τέω, γιατί μόλις έγινε δεκαοκτώ (νομοταγής γιος αθηναίου κληρούχου) έφυγε στην Αθήνα για την ἐφηβεία του, τη διετή στρατιωτική του θητεία· δυο χρόνια που πέρασαν σαν να μην συνέβη τίποτε, σε έναν νέο που διψούσε για φιλοσοφία και βρέθηκε, επαρχιώτης αυτός, στο κέντρο της φιλοσοφικής σκηνής. Ήταν και οι καιροί ταραγμένοι: το κλίμα έντονα αντιμακεδονικό, ο Αριστοτέλης στη Χαλκίδα και το Λύκειο κλειστό, ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η επίθεση του Περδίκκα στην Αθήνα, η εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Έτσι ο Επίκουρος, είκοσι χρόνων πια, αναγκάστηκε να ταξιδέψει ως την Κολοφώνα για να συναντήσει την οικογένειά του, που ζούσε φτωχικά στην καινούργια της τρίτη πατρίδα. Δώδεκα χρόνια σχεδόν παρέμεινε εκεί, προφανώς κάνοντας το μόνο που μπορούσε, εκτός από το να διαβάζει: βοηθούσε τον πατέρα του και δίδασκε κολυβογράμματα για ένα κομμάτι ψωμί.

«Φτιάξε κι εσύ μια Σχολή. Μπορείς!»

Είχε φτάσει τα τριάντα δύο το 310 π.Χ., όταν έκανε το αποφασιστικό βήμα: άνοιξε σχολή πρώτα στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι άρχισε να διδάσκει και να φανταζόμαστε ότι θα δοκίμαζε σιγά σιγά αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τις βάσεις της φιλοσοφίας του. Γνωρίζουμε όμως το πιο βασικό για την ίδια του τη ζωή και ίσως για τον τρόπο που αντιλήφθηκε τη φιλοσοφία: στις δύο αυτές πόλεις απέκτησε φίλους και πιστούς μαθητές, έζησε μαζί τους και φιλοσόφησε μαζί τους - με τον Μητρόδωρο, τον Λεοντέα, τον Ιδομενέα, τον Κωλώτη, τον Πολύαινο, τη Θεμίστα και άλλους. Κι έτσι φαίνεται να πίστεψε από τότε ότι μια κοινότητα φίλων φιλοσόφων αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να ζήσει κάποιος δίκαια, ευχάριστα κι ευτυχισμένα.

Εκεί, μακριά από την Αθήνα, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα: η πολιτική κατάσταση δεν ήταν τόσο καταπιεστική, και στη φιλοσοφία οι παλιές μη πλατωνικές παραδόσεις άντεχαν ακόμη· οι μαθητές του Επίκουρου έγραφαν βιβλία εναντίον των Σωκρατικών και του Πλάτωνα. Όμως όλοι οι φιλοσοφικοί δρόμοι οδηγούσαν στην Αθήνα. Και μόλις οι πολιτικές συνθήκες άλλαξαν και ένιωσε ελευθερία δράσης, ο Επίκουρος τόλμησε και πραγματοποίησε το όνειρό του. Γύρω στο 306 π.Χ. αγόρασε ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, θέλοντας να φτιάξει και στην Αθήνα μια εναλλακτική φιλοσοφική κοινότητα μαζί με τους παλιούς φίλους του. Δεν έχτισε μεγάλα οικοδομήματα με αίθουσες για διδασκαλία και μελέτη, ούτε έβγαλε τους μαθητές του να περπατούν και να συζητούν στο κέντρο της πόλης. Προτίμησε να διαμορφώσει αλλιώς τον χώρο της σχολής: διδακτήριο και κατοικίες για τους μαθητές, αλλά κυρίως ένα κτήμα απομονωμένο από την πόλη και τη θορυβώδη ζωή της, κατάλληλο για περιδιάβαση μέσα στη φύση, ένας αληθινός «Κήπος» - όπως ονομάστηκε η σχολή.

Η ίδρυση όμως μιας νέας σχολής αποτελούσε διπλή πρόκληση: από τη μια πλευρά, να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στην πλατωνική Ακαδημία και το αριστοτελικό Λύκειο (η Στοά ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά), ενώ εισήγαγε δυναμικά απόψεις ριζικά αντίθετες προς τις κυρίαρχες· και από την άλλη, να προσελκύσει μαθητές που δεν θα ενδιαφέρονταν να εξαργυρώσουν τις γνώσεις τους με ακαδημαϊκή καριέρα ή να τις εκμεταλλευτούν στη δημόσια ζωή της πόλης.

Ο Επίκουρος φαίνεται ότι τα πέτυχε και τα δύο. Ακολούθησε και ενίσχυσε την ορθολογιστική και την υλιστική ατομική παράδοση και στα δεκάδες έργα του επιτέθηκε στις αντιλήψεις των δύο μεγάλων φιλοσόφων για τη φύση, για τον άνθρωπο και για την πολιτεία. Υποστήριξε ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, με τους θεωρητικούς ακροβατισμούς τους, απομακρύνθηκαν από τον αληθινό σκοπό της φιλοσοφίας. Ο Επίκουρος δεν έγραψε κείμενα εφάμιλλα των πλατωνικών διαλόγων και των αριστοτελικών αναλύσεων, απέφυγε τους πολλούς τεχνικούς όρους και τις περίτεχνες εκφράσεις, απαξίωσε τη λογική και τη ρητορική. Παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην ηθική φιλοσοφία και επί τριάντα πέντε χρόνια οργάνωσε μέσα στον Κήπο τη διδασκαλία και τη ζωή του έτσι, ώστε να φανεί πως η φιλοσοφία είναι η τέχνη που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη και ότι έχει αξία μόνον όταν μας βοηθά να το πετύχουμε.

Αλλά, πέρα από το αν οι απόψεις του ήταν έγκυρες, σημαντικό ήταν ότι βρήκε ανταπόκριση και στο ευρύτερο κοινό, όχι μόνο στους συνήθεις θαμώνες των σχολών. Ο Κήπος ήταν ανοιχτός στους αθηναίους πολίτες και σε άλλους Έλληνες (κυρίως από την Ιωνία), αλλά και σε γυναίκες, σε δούλους, σε φτωχούς, ακόμη και σε απαίδευτους. Όλοι γίνονταν δεκτοί, γιατί όλοι μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Επίκουρος, «και ο Πρωταγόρας στην αρχή ήταν χαμάλης και κουβαλούσε ξύλα, […] κι ο Αριστοτέλης έφαγε πρώτα τα λεφτά του μπαμπά του, μετά πήγε στρατό, μετά έγινε έμπορος φαρμάκων, ώσπου γνώρισε τον Πλάτωνα. Άκουσε τα μαθήματά του (δεν ήταν δα και ανεγκέφαλος) και έγινε αυτό που έγινε» (Προς τους εν Μυτιλήνη φιλοσόφους). Όλα αυτά ήταν ενοχλητικά έως σκανδαλώδη για τον πνευματικό κόσμο της τότε Αθήνας, που προτιμούσε να φαντάζεται ότι η φιλοσοφία είναι μια ασχολία για τους εκλεκτούς (που συνήθως είναι και λίγοι) και ασφαλώς όχι για τους κατώτερου μορφωτικού ή κοινωνικού επιπέδου.

Όπου επλεόνασεν ο φθόνος, υπερεπερίσσευσε η επιτυχία

Την επιτυχία δεν του τη συγχώρεσαν. Η αντίδραση των αντιπάλων του Επίκουρου ήταν έντονη και κράτησε αρκετούς αιώνες· τόσο μεγάλη και διαρκής ήταν η επιτυχία του. Ειδικά κατά την Ελληνιστική εποχή στη φιλοσοφία κυριάρχησαν ο Κήπος και η Στοά - όχι το αριστοτελικό Λύκειο και η πλατωνική Ακαδημία.

Με πρώτο κέντρο την Αθήνα η επικούρεια σκέψη διαδόθηκε παντού από ενθουσιώδεις «ιεραποστόλους» οπαδούς της. Καθώς δεν παρουσιαζόταν ως κάτι στενά ακαδημαϊκό αλλά ως τέχνη ζωής, ο επικουρισμός προσηλύτισε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς. Ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκαν και άνθισαν πολυάριθμες φιλοσοφικές κοινότητες, διασπαρμένες σ᾽ ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, στην Ασία, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία και, βέβαια, στην Ελλάδα. Ήταν καλά οργανωμένες, είχαν κοινό και απαρέγκλιτο σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του ιδρυτή της σχολής, του Επίκουρου, και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές.

Οι αντίπαλοι του Επίκουρου δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να τον βλάψουν. Ως συνήθως, η συκοφαντία ήταν το πιο αποτελεσματικό τους όπλο. Είπαν τόσα πολλά, που κάτι έμεινε μέχρι σήμερα: ότι η οικογένειά του ήταν παρακατιανή, ότι ήταν κοιλιόδουλος, κόλακας και ανήθικος, ότι η διδασκαλία του αντιγράφει άλλες. Το όνομα του Επίκουρου ταυτίστηκε με εκείνου που επιζητεί μόνο την ευχαρίστηση των αισθήσεων, του ηδονιστή.

Αλλά και ο ίδιος αντιδρούσε με πάθος, και απέναντι στους ομοτέχνους του δεν χαριζόταν. Εξάλλου, ας μην υπερβάλλουμε: οι ύβρεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους μπορεί να διασώθηκαν ως σήμερα ίσως επειδή η χαμηλού επιπέδου πολεμική πάντοτε τραβάει το ενδιαφέρον των πολλών. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από την εποχή του Επίκουρου οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και οι Σκεπτικοί συζητούσαν έντονα τις φιλοσοφικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους και με τους προγενέστερους φιλοσόφους.

Άκουσε πολλά ο Επίκουρος για τις ελλιπέστατες, όπως διέδιδαν ορισμένοι, σπουδές του. Εννοούσαν μάλλον ότι δεν σπούδασε στην Αθήνα και δεν εντάχθηκε στους κύκλους της πρωτεύουσας. Τον κατηγόρησαν άνθρωποι που είχαν την τύχη να σπουδάσουν εκεί, αλλά έμειναν γνωστοί μόνο για τις συκοφαντίες τους εναντίον του Επίκουρου. Γιατί ο Επίκουρος ίσως δεν είχε τα τυπικά προσόντα που ήταν αναγκαία για καριέρα σε κάποια σχολή, κατόρθωσε όμως να ιδρύσει μια νέα σχολή που άλλαξε τα φιλοσοφικά πράγματα για αιώνες.

Αντιδρώντας σε αυτό το κλίμα, ο Επίκουρος αναγνώριζε την οφειλή του στον Δημόκριτο (καταδικασμένο στη σιωπή από τον Πλάτωνα) και διατυμπάνιζε ότι είναι αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος στη φιλοσοφία. Μήπως και ο Σωκράτης το ίδιο δεν έκανε, μόνο που ανέφερε ως οδηγό του τον δελφικό Απόλλωνα; Ο Επίκουρος στη δική του σχολή παραμέρισε την εγκύκλιο παιδεία, την πολυμάθεια και κάθε είδους γνώση που πίστευε ότι δεν συμβάλλει στην επίτευξη της μακαριότητας, τον ύψιστο στόχο της φιλοσοφίας.

Και τι χρειάζονται οι φιλόσοφοι σε έναν μικρόψυχο καιρό;

Σαν να χρειαζόταν εκείνη την εποχή ένας τέτοιος τόπος για την άσκηση της φιλοσοφίας. Την ελληνιστική περίοδο η ελευθερία στις πόλεις περιορίστηκε, καθώς το καθεστώς έγινε μοναρχικό, αλλά η δημόσια ζωή δεν σταμάτησε. Απεναντίας, η πολιτική, η πολιτιστική, η θρησκευτική δραστηριότητα ήταν έντονες - το ίδιο και η φιλοσοφική.

Ποιο ρόλο ήθελε και μπορούσε να παίξει η φιλοσοφία στην καινούργια οικουμένη, στα βασίλεια των διαδόχων και στις μεγάλες πόλεις; Να παραιτηθεί από τα κοινά, νιώθοντας ότι είναι μια ειδική επιστήμη που απευθύνεται σε λίγους και ότι είναι ανίκανη να αλλάξει την κοινωνία; Ή να συνεχίσει να ενδιαφέρεται για τα κοινά και να ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ακόμη κι αν νιώθει την αδυναμία της;

Ο Επίκουρος ήταν, μαζί με τον Πλάτωνα, ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους του 4ου αιώνα που ήταν Αθηναίοι και έζησε, πρώτα μακριά από την Αθήνα και μετά πίσω από τον φράκτη του Κήπου, την παρακμή της πόλης και τις αλλαγές του πολιτεύματος. Δεν έκανε όμως αντικείμενο της σκέψης του τις μεταβολές ή τις αιτίες τους στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν κατασκεύασε κάποια θεωρία που να εξηγεί αυτή τη, θλιβερή για πολλούς, πραγματικότητα. Ούτε, από την άλλη, έτρεφε φανερές ή κρυφές φιλοδοξίες να την αλλάξει συνολικά, δίνοντας συμβουλές σε ηγεμόνες - κάτι που και τότε συνήθιζαν οι φιλόσοφοι (ακόμη και μερικοί οπαδοί του). Δεν άρχισε να φαντάζεται ιδανικές πολιτείες μαζικής ευτυχίας ή να στρέφεται αποκλειστικά στο απομονωμένο άτομο, ούτε να κλείνεται στον εαυτό του και να τον αναγορεύει ως τη μοναδική αλήθεια.

Όπως και άλλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Επίκουρος είχε πολιτικές ανησυχίες και πίστευε ότι ένας τρόπος λύτρωσης από την πολιτική διαφθορά είναι η φιλοσοφική ζωή. Και αυτό ήταν το περισσότερο που μπορούσε να προσφέρει: να ασκήσει τη φιλοσοφία μαζί με άλλους και να δείξει ότι ίσως μπορεί να αλλάξει κάτι στην κοινωνία με το ζωντανό του παράδειγμα. Δεν παρέβλεπε τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής, ούτε όμως τις δραματοποιούσε, ώστε να νομίσει αδύνατη την κατάκτηση της ευτυχίας. Απλώς εκτιμούσε ότι η απομάκρυνση από αυτό που λέγεται πολιτική ζωή του τόπου είναι προϋπόθεση για τον άνθρωπο που θέλει να ευτυχήσει.

Γιατί ο Επίκουρος αυτό θεώρησε και αυτό έζησε ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής: το «πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος,»δηλαδή ποια είναι η ιδανική μορφή ζωής που μπορώ να ζήσω. Και δεν ήταν ένα θεωρητικό ερώτημα. Την εποχή εκείνη οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι μπορεί να απαντηθεί όχι μόνο στα λόγια αλλά και από την ίδια τη ζωή. Και το πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις.

Κορεσμένος από φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν οδηγούσαν σε κάτι ωφέλιμο για την ανθρώπινη ζωή, ο Επίκουρος δεν δίστασε να διεκδικήσει για τη φιλοσοφία τον ανώτερο δυνατό στόχο: να καθοδηγήσει τον χαμένο άνθρωπο μέσα από τις αντιξοότητες της προσωπικής και της δημόσιας ζωής του, για να κατακτήσει την ευτυχία εδώ και τώρα. Η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια μέθοδος που τη χρησιμοποιείς για να πετύχεις τον σκοπό σου και μετά σου είναι άχρηστη· είναι ο δρόμος και το τέρμα μαζί. «Στις άλλες ασχολίες το αποτέλεσμα έρχεται αφού αυτές ολοκληρωθούν. Στη φιλοσοφία, αντίθετα, συνδυάζεται το τερπνό με τη γνώση. Η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση, αλλά πάνε μαζί» (Επικούρου προσφώνησις27).

Όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει, κι όταν γεράσει να μην καταπονείται φιλοσοφώντας. Γιατί κανένας δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για εκείνο που φέρνει την υγεία στην ψυχή. Όποιος, μάλιστα, λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να φιλοσοφήσει ή ότι πέρασε κιόλας μοιάζει με εκείνον που λέει ότι δεν έφτασε η ώρα για να ευτυχήσει ή ότι δεν έμεινε πια καιρός. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος: ο ένας καθώς γερνά να βλέπει σαν νέος τα αγαθά (χάρη στα όσα καλά έζησε), και ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, γιατί δεν θα φοβάται όσα είναι να γίνουν.

Επιστολή στον Μενοικέα

Έγραφε απλά ο Επίκουρος και είχε τους λόγους του. Αν μπορείς και θέλεις να βοηθήσεις όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται, θα σκεφτόταν, πρέπει η θεραπεία που τους προτείνεις να είναι απλή για να την καταλάβουν, εύκολη για να την εφαρμόσουν και, ασφαλώς, αποτελεσματική. Πρώτα πρώτα, σαν γιατρός των ψυχών οφείλεις να διαβεβαιώσεις ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια ή ειδικές γνώσεις, τεχνικές και τελετουργίες: «το αγαθό είναι ευπόριστο και το κακό ευκαρτέρητο.» Αλλά οφείλεις και να αποδείξεις στους ασθενείς σου ότι έχει δοκιμαστεί με επιτυχία, φέρνοντας το δικό σου παράδειγμα και των άλλων συμφιλοσόφων σου.

Απλές σκέψεις για να διώξετε τους φόβους σας και να ελέγξετε τις επιθυμίες σας

Σκεπτόμενος τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ζωής, βασισμένος στην αμεσότητα των αισθήσεων και σε εμπειρικές παρατηρήσεις, ξεκίνησε ο Επίκουρος για να φτιάξει τη φιλοσοφική θεραπευτική του πρόταση.

Όσο κι αν δεν του άρεσε η λογική, οι σκέψεις του μπορούν να μπουν σε μια λογική σειρά, περίπου όπως θα τις δίδασκε σε μια φιλοσοφική σχολή, τότε ή τώρα:

1. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή και το θεωρούν αυτό υπέρτατο στόχο τους (αυτό το ονομάζουμε σήμερα ψυχολογικό ηδονισμό).

2. Για να επιτύχουν αυτό τον στόχο, όλοι οι άνθρωποι επιλέγουν πράγματα που πιστεύουν ότι οδηγούν σε μια ευτυχισμένη ζωή, δηλαδή είτε ενστικτωδώς είτε συνειδητά κάνουν ό,τι προξενεί ευχαρίστηση (που είναι το καλό) και αποφεύγουν ό,τι προκαλεί πόνο (που είναι το κακό).

3. Όμως, εφόσον οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο ευχαρίστηση αλλά και πόνο, υπάρχουν πράγματα που προξενούν πόνο.

4. Αυτά τα πράγματα είναι εμπόδια για την επίτευξη της ευτυχίας, και όσο μεγαλύτερο πόνο προξενούν, τόσο μεγαλύτερα εμπόδια είναι.

5. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια (και να φτάσουμε στην «αταραξία» της ψυχής και την «απονία» του σώματος), πρέπει είτε να εξαλειφθούν, οπότε δεν θα προξενούν πόνο, είτε να καταλάβουμε εμείς ότι δεν χρειάζεται να νιώθουμε πόνο από αυτά.

6. Νιώθουμε πόνο (α) όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες μας, και (β) όταν δεν απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση.

7. Άρα, για να μη νιώθουμε πόνο, πρέπει: (α) να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, να εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας, και (β) να μην επιτρέπουμε άλλους παράγοντες να μας ενοχλούν στην απόλαυση της ηδονής.

8. Όμως νιώθουμε πόνο κυρίως όταν προσπαθούμε να εκπληρώσουμε όλες τις επιθυμίες μας και δεν μπορούμε. Μήπως, λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο να εκπληρώνουμε όλες τις επιθυμίες μας;

9. Ποιοι είναι οι παράγοντες που δεν μας επιτρέπουν να απολαύσουμε μια ευχάριστη κατάσταση; Ποιες σκέψεις, ποιοι φόβοι δεν μας αφήνουν να χαρούμε; Μήπως, λοιπόν, είναι απαραίτητο να διώξουμε από μέσα μας όλους τους φόβους μας;

10. Αν, λοιπόν, βρούμε ποιες επιθυμίες χρειάζεται να ικανοποιούμε και ποιους φόβους πρέπει να απομακρύνουμε, και αν γνωρίζουμε τον τρόπο να το κάνουμε, τότε μπορούμε να πετύχουμε και τον τελικό στόχο μας, δηλαδή να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή.



Επιθυμίες και ηδονές: τι να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε

Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι σκέψεις αυτές είναι σωστές, γιατί επαληθεύονται από την εμπειρία κάθε ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, από μωρά, κάνουμε οτιδήποτε για να μην πονάμε: όταν πεινάμε, κλαίμε για να μας ταΐσουν· όταν κρυώνουμε, για να μας ντύσουν. Και μόλις μας δίνουν τις πρώτες μπουκιές, ο πόνος της πείνας αρχίζει να υποχωρεί και δίνει τη θέση του στην ευχαρίστηση του φαγητού. Αυτές οι επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες για την επιβίωσή μας και για την ευεξία του σώματος, και δεν μπορούμε παρά να τις εκπληρώνουμε. Λογικά, τότε θα έπρεπε να νιώθαμε ευτυχισμένοι και να μην ζητούσαμε τίποτε παραπάνω.

Εμείς όμως, όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο περίπλοκες πεποιθήσεις έχουμε για το τι μας προσφέρει χαρά. Δεν ικανοποιούμαστε με τα λίγα· έχουμε κι άλλες επιθυμίες. Τι γίνεται με εκείνες, που είναι και οι πιο πολλές; Νομίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε αν αποκτήσουμε πλούτη, φήμη και αξιώματα, αν απολαμβάνουμε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, και τρέχουμε όλη μας τη ζωή να τα καταφέρουμε, «πιέζοντας τον εαυτό μας πέρα από τις δυνάμεις του». Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι νιώθουμε πόνο, όχι επειδή μας λείπουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά επειδή είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να τα έχουμε. Αλλά όσα περισσότερα κι αν αποκτούμε, η ευχαρίστησή μας δεν μπορεί να αυξηθεί. Γιατί το μέγεθος της ευχαρίστησης εξαρτάται από τον βαθμό που εξαλείφεται ο πόνος και η ταραχή: όσο περισσότερο και να φάμε, ο πόνος της πείνας θα έχει φύγει ήδη με τις πρώτες μπουκιές - άρα η ίδια ευχαρίστηση μπορεί να προκληθεί και με ένα λιτό γεύμα.

Τέτοιες επιθυμίες έχουμε συνήθως τόσες πολλές, απεριόριστες, ώστε, όσο τις έχουμε, μας προκαλούν ταραχή και πόνο, γιατί είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μια και είναι αδύνατον αυτό, μήπως εκείνο που μένει είναι να τις ελαττώσουμε; «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή,» συνιστούσε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα, «μην του δίνεις περισσότερα πράγματα (μὴ χρημάτων προστίθει), αλλά ελάττωσε τις επιθυμίες του (τῆς δὲ ἐπιθυμίας ἀφαίρει),» δηλαδή ελάττωσε τις πιθανές αιτίες του πόνου και την αγωνία του για το μέλλον.

Πρέπει, επομένως, να βρούμε ένα κριτήριο να διακρίνουμε τις επιθυμίες μας. Να εκπληρώνουμε όσες δεν μας πονούν, όταν τις ικανοποιούμε: να τρώμε, να πίνουμε, να έχουμε μια στέγη, να είμαστε υγιείς και ασφαλείς. Οι υπόλοιπες επιθυμίες μας μπορεί να είναι φυσικές αλλά μη αναγκαίες, ή ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Από αυτές πρέπει να αποφεύγουμε όσες μας πονούν, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε· και να επιλέγουμε όσες όχι απλώς μας ευχαριστούν, αλλά και δεν μας φέρνουν πόνο και ταραχή, είτε αμέσως είτε αργότερα. Γιατί δεν αξίζει να πονούμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας σκοπό, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτά είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας.

Η επιθυμία να ντυνόμαστε με τα ρούχα της τελευταίας μόδας μοιάζει φυσική, αν και κατά κάποιον τρόπο καθορίζεται από τον περίγυρό μας· δεν είναι όμως αναγκαία. Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα ως ευπρόσδεκτο μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες επιθυμίες και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Είναι όμως αμφίβολο αν η ηδονή αυτή αξίζει την αγωνία μας να είμαστε πάντα σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις επιθυμίες και την ταραχή μας όσες φορές δεν το κατορθώνουμε.

Παρόμοια πρέπει να διακρίνουμε τις ηδονές. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, νιώθω μια ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη πόνου και ανάγκης, είναι μια σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Αυτές οι ηδονές είναι πολύ σημαντικές, υποστήριζε ο Επίκουρος. Ουσιαστικά, από τέτοιες φυσικές και σωματικές ηδονές, από την ικανοποίηση των αισθήσεων, ξεκινά η ανθρώπινη ευτυχία. Ο Επίκουρος δεν περιφρονούσε τη σωματική ευχαρίστηση, αλλά τη θεωρούσε κάτι απλό: «Στείλε μου μια φέτα τυρί για να φάω με πολυτέλεια,» έγραψε σε ένα φίλο του.

Σκεφτόταν όμως ότι οι φυσικές ηδονές αφορούν μόνο το παρόν και ότι, αν μείνουμε σε αυτές, θα πρέπει να επιζητούμε κάθε στιγμή την ηδονή. Έτσι θα ζούσαμε με αγωνία και αβεβαιότητα, ενώ σκοπός μας είναι η αδιατάρακτη γαλήνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητούμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν και το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας τη φύση, φτάνουμε στο μέγιστο αγαθό της αυτάρκειας και δεν περιμένουμε να ζήσουμε περισσότερο για να ευτυχήσουμε περισσότερο. Να πώς ο Επίκουρος συνδύαζε τον ηδονισμό του με μια μετρημένη ζωή:

Ὧ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γε οὐδέν ἱκανόν.

Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτε.

(στον Αιλιανό, Ποικίλαι ιστορίαι 4.13 )

Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής» (θέση που ονομάζεται ηθικός ηδονισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, πρόσθετε ότι δεν θα επιζητούμε μόνο τις χαρές. Η ηδονή είναι καλό και ο πόνος κακό. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος και η χαρά, η ηδονή και η οδύνη, είναι δυο αισθήματα, δυο καταστάσεις αντίθετες. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη (ηθικός εγωισμός). Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεφτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας - αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτή τη ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή γιατί αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν και τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατο, καθώς και για τα ανεξήγητα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης. Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι;

Εδώ, θα έλεγε ο Επίκουρος, η καθημερινή εμπειρία δεν μας βοηθά, γιατί χρειάζεται η ορθή θεώρηση (ἀπλανὴς θεωρία) όλων των δεδομένων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας. Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησις, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την εὐδαιμονία.

Θεμελιώνοντας την ηθική στη φυσική και την ευτυχία στη μελέτη της φύσης

Όλα όσα απασχολούσαν τον Επίκουρο στην ηθική φιλοσοφία του είχαν πρακτικό προσανατολισμό: την κατάκτηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Τον ίδιο προσανατολισμό, πίστευε ο φιλόσοφος, οφείλει να έχει κάθε θεωρητική ενασχόληση - και η επιστημονική ενασχόληση με τη φύση.

Στην ελληνιστική εποχή η επιστήμη βρέθηκε στο απόγειό της: τα μαθηματικά, η αστρονομία, η μηχανική, η ιατρική γνώρισαν πρωτόγνωρη άνθιση, με νέο κέντρο τους την Αλεξάνδρεια. Ο Επίκουρος δεν συμμεριζόταν την αρνητική στάση διάφορων Σωκρατικών που υποστήριζαν ότι είναι άχρηστο να ασχολείται κάποιος με τη φυσική επιστήμη. Υιοθέτησε σύγχρονές του αστρονομικές θεωρίες αλλά και παλαιότερες παρωχημένες. Για αυτόν η έρευνα της φύσης δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, αλλά τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς. Δεν χρειάζονται ειδικευμένες θεωρίες και λεπτομέρειες: «η έρευνα της ανατολής, της δύσης, των ηλιοστασίων και των εκλείψεων δεν συμβάλλει καθόλου στην ευτυχία.»

Δεν έχουμε ανάγκη από ματαιόσπουδες σοφίες, αλλά από μιαν αθόρυβη ζωή.

Τι χρειαζόταν ακόμη ο Επίκουρος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ευτυχήσει; Για τις επιθυμίες έδειξε ότι με το λογικό μας επιλέγουμε ορθά τις επιθυμίες που αξίζει να εκπληρώσουμε και ότι για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να καταλάβουμε τη φύση. Εναπόκειται, λοιπόν, στον άνθρωπο να ερευνήσει τη φύση, τη δική του και όλων των πραγμάτων. Επιπλέον, παρέμενε ένα σημαντικό εμπόδιο στην πορεία του ανθρώπου προς την ευτυχία: οι φόβοι του.

Αυτοί ήταν οι στόχοι της φυσικής του: (α) Να μελετήσει τα ουράνια και τα μετεωρολογικά φαινόμενα, να βρει τις φυσικές αιτίες τους και να αποδείξει ότι δεν είναι σημάδια θεϊκής εύνοιας ή οργής. Αυτή η γνώση είναι αναγκαία για να διαλύσει τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες των πολλών, που πίστευαν ότι οι θεοί στέλνουν τα καλά και τα κακά στη ζωή μας, σαν να ήταν ευεργέτες ή τιμωροί των ανθρώπων.

(β) Ο δεύτερος στόχος της φυσικής ήταν να μελετήσει τη σύσταση των όντων και να αποδείξει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθάνατη. Έτσι θα διαλυθεί και ο φόβος για τον θάνατο.

Για να αποδείξει αυτές τις απόψεις, ο Επίκουρος ακολούθησε την υλιστική ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου. Με δυο λόγια, υποστήριξε τα παρακάτω: Το σύμπαν είναι αμετάβλητο, άπειρο και χωρίς σκοπό. Ό,τι υπάρχει συνίσταται από «άτομα» και «κενό». Αυτά τα «άτομα» είναι αδιαίρετα και αμετάβλητα. Καθώς βρίσκονται σε συνεχή κίνηση στο κενό, όταν αποκλίνουν από την πορεία τους, συγκρούονται και σχηματίζουν σύνθετα σώματα. Σε ένα τέτοιο σύμπαν το κάθε τι είναι σωματικό, και δεν έχει θέση οτιδήποτε το υπερφυσικό.

Επομένως, (α) τα ουράνια σώματα δεν είναι υπερφυσικά όντα, και όλα τα φαινόμενα εξηγούνται με βάση τις κινήσεις των ατόμων, που δεν έχουν καμία σκοπιμότητα. Οι θεοί υπάρχουν ως σύνθετα σώματα, αλλά ούτε έφτιαξαν τον κόσμο ούτε ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους. Ζουν γαλήνια και αιώνια, μακριά από τα εγκόσμια, μακριά κι ευτυχισμένα. Δεν έχουν καμία διάθεση να χαλάσουν την ηρεμία τους και να ασχοληθούν με τις ανθρώπινες υποθέσεις.

(β) Η ανθρώπινη ψυχή είναι κι αυτή σωματική, αν και αποτελείται από πολύ λεπτά «άτομα». Επειδή όμως είναι σύνθετη, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, η ψυχή διαλύεται μαζί με το σώμα. Αυτή η άποψη του Επίκουρου έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την πλατωνική (και όχι μόνο) αντίληψη για την αθανασία της ψυχής. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε αθάνατο στον άνθρωπο, τίποτε που να επιζεί από τον προσωπικό μας θάνατο, άρα και τίποτε που να έχουμε να φοβόμαστε για μετά τον θάνατο.

Κόπιασε πολύ ο Επίκουρος να δείξει ότι θα ηρεμήσουμε στη ζωή μας, όταν καταλάβουμε ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποιους λόγους, ακόμη κι αν δεν μπορούμε πάντα να μαθαίνουμε τους συγκεκριμένους λόγους. Και επειδή πίστευε ότι η φυσική επιστήμη μάς οδηγεί στην «αταραξία», φρόντισε να αποδείξει ότι η γνώση που μας δίνει είναι αληθινή. Είναι αληθινή, υποστήριζε, γιατί βασίζεται στις αισθητηριακές μας εντυπώσεις· τις εντυπώσεις που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τον νου ή με τα αισθητήρια όργανα.

Η φιλοσοφία διδάσκεται ή ασκείται;

Ωραία και χαλά όλα αυτά. Μήπως όμως δεν είναι παρά λόγια, απλά και όμορφα, αλλά μακριά από την πραγματικότητα; Η προτεινόμενη θεραπεία της ψυχής φαινόταν απλή και χωρίς παρενέργειες - αλλά σε ποιον δοκιμάστηκε, ώστε να μη διστάζουν να την ακολουθήσουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι;

Το σκεφτόταν αυτό ο Επίκουρος όλα τα χρόνια που πέρασε στον Κήπο, και η απάντησή του ήταν το ίδιο απλή: «Ελάτε και θα δείτε.» Πολλοί ήρθαν και είδαν. Και έμειναν στον Κήπο. Γιατί ο Επίκουρος δεν περιορίστηκε στις δηλώσεις: θέλησε η ζωή του να σταθεί μαρτυρία για την αλήθεια της διδασκαλίας του. Την επιβεβαίωσε με τη ζωή του, με τις πράξεις του και με το ήθος του, κάτι που παραδέχθηκαν αργότερα ακόμη και αντίπαλοί του, όπως ο Κικέρων.

Ο Επίκουρος δίδασκε στους μαθητές του φυσική, αλλά μόνο επειδή «χωρίς την έρευνα της φύσης δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε ακέραιες τις ηδονές». Δεν τους υποσχόταν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ότι ασφαλώς μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους. Τους συνιστούσε να μελετούν «μέρα και νύχτα, μόνοι τους και με τους ομοίους τους, ώστε ποτέ να μην ταραχθούν ούτε στον ύπνο τους ούτε στον ξύπνο τους» (Επιστολή προς Μενοικέα).

Μέσα στον Κήπο η μελέτη μπορούσε να ήταν και μοναχική. Όμως η πνευματική καθοδήγηση βασιζόταν σε μια διαπροσωπική σχέση δασκάλου και μαθητή, που «είναι ο ένας για τον άλλο μεγάλο ακροατήριο». Οι μαθητές αναγνώριζαν και εμπιστεύονταν τον δάσκαλο, γίνονταν φίλοι, και όλοι μαζί απολάμβαναν τις χαρές της συντροφικότητας των ελεύθερων ανθρώπων. Έτσι ο Κήπος έγινε τόπος φιλοσοφικής παιδείας και αγωγής, μάθησης και άσκησης.

Δεν αποπήρε ποτέ τους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος. Ακόμη κι όταν τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Πολλές φορές ένιωθαν την ανάγκη να εκφράσουν με υπερβολικό τρόπο τον σεβασμό τους στον δάσκαλο, αλλά μόνο όσοι ήταν έξω από τον Κήπο (σεμνότυφοι ή κακόβουλοι) συσχέτιζαν κουτάκαι τους κορόιδευαν.

Όταν μια μέρα ο Κωλώτης έπεσε στα πόδια του δασκάλου για να του εκφράσει τον μέγιστο σεβασμό, ο Επίκουρος αναγκάστηκε να του ανταποδώσει την τιμή. Δεν παρέλειψε όμως, όπως συνήθιζαν και τότε οι δάσκαλοι, να του κάνει παρατήρηση, την οποία ο Κωλώτης αποδέχθηκε, όπως συνήθιζαν τότε οι μαθητές. «Έκανες σαν να μην έχεις καταλάβει τη διδασκαλία μου για τη φύση, ενώ γενικά σέβεσαι τα λόγια μου. Δεν ήταν λογική η επιθυμία που σου ήρθε.»

Σε όλα τα ανθρώπινα έμοιαζε να έδειχνε κατανόηση ο Επίκουρος, και όλα του έδιναν αφορμή να ασκήσει την πρακτική του φιλοσοφία. Η μητέρα του, όπως κάθε μητέρα, ανησυχούσε για τον γιο της, ακόμη κι όταν εκείνος μεγάλωσε κι έφυγε στην Αθήνα. Νοιαζόταν διαρκώς: του έστελνε χρήματα, και μάλιστα επιπλέον από εκείνα που του έστελνε ο πατέρας του - για συμπλήρωμα… Στα γράμματά της εκφράζει μέχρι και την ανησυχία της για κάποιο κακό όνειρο που είδε για τον γιο της. Και ο Επίκουρος, όπως κάθε γιος, δεν έπαυε να την καθησυχάζει: «Ναι, είμαι καλά, τρώω καλά, είμαι με καλές παρέες, όλα πάνε καλά. Μην στέλνεις άλλα χρήματα. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε άλλο για μένα. Κοιτάξτε τώρα ο ένας τον άλλο.» Και συνεχίζει, ως φιλόσοφος, το δικό του κήρυγμα: «Τα όνειρα δεν πρέπει να μας φοβίζουν ιδιαίτερα, γιατί αυτά που βλέπουμε στον ύπνο δεν είναι διαφορετικά από αυτά που βλέπουμε στον ξύπνο» (Επιστολή προς μητέρα).

Δεν ξεχνούσε ο Επίκουρος όσους ταξίδευαν ή έφευγαν από τον Κήπο για να ζήσουν σε άλλη πόλη. Σε όλους έστελνε γράμματα, για να μάθει νέα τους και να τους συμβουλεύσει ακόμη και για τις πιο καθημερινές καταστάσεις. Αγωνιούσε για τον Μιθρή που τον είχαν συλλάβει και ζητούσαν περισσότερα χρήματα για να τον ελευθερώσουν. Προέτρεπε τους μαθητές του να τηρούν τα πατροπαράδοτα της πόλης τους. Τους ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον που έδειχναν για τον ίδιο ή για την οικονομική συνεισφορά τους στη Σχολή. Βέβαια, δεν έχανε την ευκαιρία να πει και τις φιλοσοφικές του κουβέντες… Τους παρηγορούσε και προσπαθούσε να τους πείσει ότι τις ατυχίες, μικρές και μεγάλες, μπορούν να τις ελέγξουν. Έγραφε πολλά γράμματα, αλλά του άρεσε και να του στέλνουν. Καμιά φορά, όταν το έκρινε σωστό, τα διάβαζε μεγαλόφωνα σε κύκλο φίλων στον Κήπο και, αν κάτι τους ενθουσίαζε, ξεσπούσαν σε επευφημίες.

Ανθρώπινος και τρυφερός, πράος και αυτάρκης αποδείχθηκε στη ζωή του ο Επίκουρος, ταυτόχρονα ανυποχώρητος και συχνά επιθετικός προς τους αντιπάλους φιλοσόφους και τις ιδέες τους. Η επαφή μαζί του γοήτευε, και το προσωπικό του παράδειγμα φάνταζε για πολλούς πιο δυνατό από ένα ορθολογικό σύστημα ηθικής φιλοσοφίας με κανόνες και «πρέπει».

Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει καμιά εξουσία

Έζησε πολλά χρόνια ο Επίκουρος, πέρασε χαρές τριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους και μαθητές, αλλά πέρασε και στεναχώριες. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε άνθρωπος: φτώχεια, αρρώστιες, καθημερινά μικροπροβλήματα. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε δάσκαλος: ανταγωνισμό από τους ομότεχνους, αχαριστία και προδοσία από αγαπημένους μαθητές, όπως ο Τιμοκράτης. Κι αν στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες καταστάσεις, τόσα πρόσωπα που μας πονούνε, αυτός ο πόνος μοιάζει λίγος μπροστά σε εκείνον που νιώθουμε εξαιτίας του θανάτου.

Πώς τον αντιμετώπισε ο Επίκουρος; Ούτε ο θάνατος, που ταράζει και κάποτε αλλάζει τη ζωή του καθενός, δεν τάραξε τον φιλοσοφικό του βίο; Φτάνουν οι θεωρητικές διαβεβαιώσεις του ότι ο θάνατος δεν μας αφορά; Έστω, να μη φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει· έστω, να μη φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο· έστω, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω μας; Και τι γίνεται με μας, όταν μας αφήνουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα;

Ο Επίκουρος συγκλονίστηκε από τον θάνατο του φίλου του και νεότερου του Μητρόδωρου. Άφησε τον εαυτό του να νιώσει λύπη και να ξεσπάσει σε δάκρυα, γιατί η «απάθεια» μπορεί να οφείλεται σε ωμότητα. Δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε έμεινε στα λόγια. Απεναντίας, φρόντισε πρακτικά θέματα, για την ανατροφή των παιδιών του φίλου του, για τα έξοδά τους. Αλλά και στη δική του διαθήκη καθόρισε με λεπτομέρειες την τύχη της περιουσίας του. Μα πάνω από όλα ενδιαφέρθηκε για ένα πράγμα: πώς να έχουν τα μέσα και να συνεχίζουν να φιλοσοφούν οι φίλοι και οι μαθητές του, να φιλοσοφούν και να τον θυμούνται. Γιατί μόνο αυτό νικά τον θάνατο, έλεγε: η «γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.

Την τελευταία μέρα της ζωής του, παρά τους πολυήμερους πόνους, έγραψε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα με ατάραχο νου: «Οι πόνοι της κύστης και του στομαχιού συνεχίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Αλλά τους καταπολεμά η χαρά της ψυχής μου από την ανάμνηση των συζητήσεων που κάναμε μαζί.»

Πού αποσύρθηκε, πού χάθηκε ο Σοφός; Μακριά από την πολιτική, ανάμεσα στους φίλους

Έστω ότι με τον θάνατο τα κατάφερε ο Επίκουρος. Με τους ανθρώπους όμως; Μπορεί να δίδασκε ότι τις συμφορές δεν τις στέλνουν οι θεοί, γνώριζε όμως ότι τις προκαλούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και αν σκοπός του ανθρώπου είναι να μείνει ατάραχος, δεν είναι πιο εύκολο να το πετύχει μόνος του, αποτραβηγμένος από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της, τις τόσες και τόσες αιτίες σωματικής ταλαιπωρίας και ψυχικής αναστάτωσης;

Ο Επίκουρος κατηγορήθηκε ότι η φιλοσοφία του ήταν εγωιστική, ότι έσπρωχνε κάθε άνθρωπο να νοιάζεται αποκλειστικά για τον εαυτό του και να αδιαφορεί για τους άλλους. Είναι αλήθεια ότι πολλές μορφές ζωής δεν άρεσαν στον Επίκουρο: η ζωή του οικογενειάρχη, του στρατιώτη, του ρήτορα, του πολιτικού. Μια ζωή να ανατρέφεις παιδιά, να διακινδυνεύεις τη ζωή σου, να πείθεις τους άλλους, να επιζητείς τη δημοσιότητα και τη δόξα. Και όλα αυτά για ποιο σκοπό; Αφού το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κρατήσουν δέσμιο στη «φυλακή των καθημερινών ασχολιών». Τα ψεύτικα λόγια και τα λογικά τεχνάσματα: τα σπούδασε και τα έμαθε από τους φιλοσόφους, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε· τα άκουσε από τους ρήτορες και τους πολιτικούς, αλλά δεν τα πίστεψε. Γιατί όλα τους στέκονται εμπόδια στην κατάκτηση της ευτυχίας.

Ο μόνος τρόπος ζωής που οδηγεί στην ευτυχία είναι ο φιλοσοφικός. Δεν είναι μια ζωή χαμένη στην ερημική γαλήνη των μελετών, αλλά μια άσκηση των αρετών στη χαρούμενη κοινότητα των φίλων. Αυτή είναι, για τον Επίκουρο, η μόνη βιωμένη πραγματικότητα: οι επικούρειες συντροφιές μέσα στα τεράστια ελληνιστικά βασίλεια και, αργότερα, στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ανάμεσα στους φίλους ο άνθρωπος λυτρώνεται από επίμονες και επίπονες επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα. Μέσα στις επικούρειες κοινότητες ο φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από νόμους, γιατί τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλία.

Από τον τρόπο που έζησε, εύκολα εξηγείται γιατί ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλία ύψιστη αρετή. Ακόμη κι αν μια φιλία ξεκίνησε για τη δική μας ευχαρίστηση (μια και αυτό είναι το κίνητρο και ο σκοπός των πράξεών μας), καταλήγει στη σταθερή κοινή απόλαυση της ασφάλειας και της αμοιβαίας αγάπης. Μια τέτοια ζωή είναι προτιμότερη από οποιαδήποτε άλλη και η επιλογή της οδηγεί στο ξεπέρασμα του εγωιστικού ηδονισμού: ο φίλος είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τον φίλο του.

Οὐχ οὕτως χρείαν ἔχομεν τῆς χρείας τῆς παρὰ τῶν φίλων, ὡς τῆς πίστεως τῆς περὶ τῆς χρείας.

Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα ότι θα μας βοηθήσουν.

Επικούρου προσφώνησις 34

Αυτό το παράδειγμα είχε να προσφέρει ο Επίκουρος, αυτή τη θεραπεία επαγγέλθηκε: ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι εφικτή σε αυτή τη ζωή, όσο σύντομη κι αν είναι. Απόδειξη αποτελεί ο ίδιος ο σοφός. Ο σοφός, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει τη φύση και έχει κατακτήσει τον πλούτο της αυτάρκειας, χρειάζεται ελάχιστα πράγματα. Και επειδή τα χρειάζεται ελάχιστα, μπορεί και να τα απολαύσει καλύτερα.

Χωρίς ηρωικές εξάρσεις αλλά και προσωπικές φιλοδοξίες, απόλυτοι στις θεωρητικές τους απόψεις αλλά επιεικείς στις πράξεις τους, λίγο απομακρυσμένοι από τα κοινά αλλά μαχητικοί στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις τους, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ήταν ίσως «οι καλύτεροι φίλοι που θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς στον εαυτό του».

Ένας φιλόσοφος παντός καιρού;

Αυτά που δίδαξε με τα έργα και τα λόγια ο Επίκουρος στον Κήπο τα διαφύλαξαν ευλαβικά οι διάδοχοί του για έξι σχεδόν αιώνες. Μνημόνευαν το όνομά του και γιόρταζαν τα γενέθλιά του. Κράτησαν αναλλοίωτες τις διδασκαλίες του, κάτι που δεν το θεωρούσαν συντηρητισμό: εφόσον δεν αλλάζει η ανθρώπινη φύση, γιατί να αλλάξουν τα δόγματα του ιδρυτή της Σχολής; Προσπαθούσαν να μιμηθούν το παράδειγμά του και να τον έχουν σαν τον «μεγάλο αδελφό»: «Κάνε κάθε τι σαν να σε έβλεπε ο Επίκουρος,» έλεγαν οι Επικούρειοι.

Η φιλοσοφία του Επίκουρου φτιάχτηκε για να τη μελετούν και να τη συζητούν οι ειδικοί ή για να τη μάθουν και να την εφαρμόζουν όλοι; Ο ίδιος ο Επίκουρος θα προτιμούσε το δεύτερο. Τίποτε δεν θα τον έκανε πιο ευτυχισμένο, αν είχε τη βεβαιότητα ότι οι διδασκαλίες του θα διαδίδονταν και θα παρέμεναν ζωντανές, ποιητικά διατυπωμένες σε ένα από τα γνωστότερα λατινικά ποιήματα, το Περί φύσεως των όντων του Λουκρήτιου· συστηματικά συγκεντρωμένες στα βιβλία των οπαδών του, που οι σελίδες τους ανασύρονται ακόμη απανθρακωμένες μέσα από τη λάβα του Βεζούβιου· χαραγμένες σε μια τεράστια πέτρινη επιγραφή στα Οινόανδα της Μικράς Ασίας· ή χάρη σε όσους έως σήμερα επέμεναν να τον διαβάζουν όχι μόνο για να γράψουν κάποιο βιβλίο για τη φιλοσοφία του αλλά και για να την ασκήσουν.

Όσο για τις παρεξηγήσεις της διδασκαλίας και του χαρακτήρα του, που τις είχε γνωρίσει και τις είχε αντιμετωπίσει όσο ζούσε, θα επαναλάμβανε με το μειλίχιο ύφος του: «Τα κακά που προκαλούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην καταφρόνια. Αλλά αυτά ο σοφός τα ξεπερνά χάρη στο λογικό του.»

Ο φιλάνθρωπος Επίκουρος ένα μόνο θα ζητούσε από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται, σε όσους έχουν «νου και κρίση»: «Μην δείτε αυτά που έγραψα με το βλέμμα ενός τυχαίου περαστικού, ούτε σαν κάτι αδιάφορο και πληκτικό.» Όπως είπε στους φίλους του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στον Κήπο το 270 π.Χ. (Φεβρουάριος ήταν;): «Να είστε καλά και να θυμάστε τις διδασκαλίες μου.

Ποιος είναι «δίκαιο» να πάρει τη φλογέρα; Η ιδέα της δικαιοσύνης στην πραγματική ζωή

flute-dolphinΟ Αμάρτυα Σεν, καθηγητής οικονομικών και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ Οικονομίας, διερευνά την έννοια της δικαιοσύνης υποστηρίζοντας ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη ιδέα σε έναν ιδεατό κόσμο. Στο βιβλίο του συνδέει την ιδέα της δικαιοσύνης με την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας και των ανισοτήτων στον σημερινό κόσμο. Ο Αμάρτυα Σεν ξεκινάει την αφήγησή του με μια απλή, λίγο παιδική ιστορία:

«Ας υποθέσουμε ότι τρία παιδιά, η Άνν, ο Μπομπ και η Κάρλα, μαλώνουν για μια φλογέρα κι εμείς πρέπει να επιλέξουμε ποιο από τα τρία παιδιά θα την πάρει. Η Άνν τη διεκδικεί με το σκεπτικό ότι είναι η μόνη από τα τρία παιδιά που ξέρει να παίζει φλογέρα και ότι θα ήταν πολύ άδικο να στερηθεί τη φλογέρα το μοναδικό παιδί που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει. Εάν δεν είχαμε άλλες πληροφορίες για την κατάσταση, το επιχείρημα να δοθεί φλογέρα στο πρώτο παιδί θα ήταν ισχυρό. Σε ένα εναλλακτικό σενάριο, ο Μπομπ είναι αυτός που υψώνει τη φωνή του και υπερασπίζεται το αίτημά του να πάρει εκείνος τη φλογέρα, επισημαίνοντας ότι είναι το μόνο από τα τρία παιδιά που είναι τόσο φτωχό ώστε δεν έχει κανένα παιχνίδι. Παίρνοντας τη φλογέρα θα έχει κι αυτός ένα παιχνίδι. Εάν είχατε ακούσει μόνο τον Μπομπ και κανένα από τα άλλα δύο παιδιά, θα θεωρούσατε ισχυρό το επιχείρημά του να πάρει εκείνος τη φλογέρα. Σε ένα τρίτο εναλλακτικό σενάριο, η Κάρλα είναι αυτή που υψώνει τη φωνή της για να δηλώσει ότι δούλεψε σκληρά επί πολλούς μήνες για να φτιάξει με την δική της εργασία τη φλογέρα. “Και τώρα πια” διαμαρτύρεται η Κάρλα, “που έφτιαξα τη φλογέρα, έρχονται αυτοί οι αρπάγες και προσπαθούν να μου την πάρουν”. Εάν είχατε ακούσει μόνο το επιχείρημα της Κάρλας, θα είχατε ίσως την προδιάθεση να δώσετε σε εκείνη την φλογέρα, αναγνωρίζοντας την εύλογη αξίωσή της να αποκτήσει κάτι που η ίδια δημιούργησε. Εάν όμως έχετε ακούσει και τα τρία παιδιά με το διαφορετικό σκεπτικό τους, η απόφασή σας θα ήταν πολύ δύσκολη».

Αλήθεια, ποιο από τα τρία παιδιά είναι «δίκαιο» να πάρει την φλογέρα; Θεωρητικοί διαφόρων πεποιθήσεων (ωφελιμιστές, οπαδοί του κοινωνικοί εξισωτισμού, οπαδοί του ελευθερισμού) θα υποστήριζαν ότι υπάρχει μία και μόνο δίκαιη απόφαση. Οι ωφελιμιστές θα υποστήριζαν την Άνν, με το ατράνταχτο επιχείρημα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Οι οπαδοί του κοινωνικού εξισωτισμού, αφοσιωμένοι στην μείωση της κοινωνικής ανισότητας και στην εξάλειψη της φτώχειας, θα ήθελαν να πάρει την φλογέρα ο Μπομπ που δεν έχει κανένα άλλο παιχνίδι. Οι οπαδοί του ελευθερισμού, από την πλευρά τους, θα ήθελαν να πάρει τη φλογέρα η Κάρλα καθώς εκείνη την κατασκεύασε και εκείνη δικαιούται να απολαύσει τον καρπό της προσωπικής της εργασίας.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι πολύ δύσκολα μπορούν να απορριφθούν όλα τα παραπάνω επιχειρήματα. Για τον λόγο αυτό ο Σεν απομακρύνεται από την φιλοσοφική παράδοση του Διαφωτισμού και από τις θεωρίες δικαιοσύνης οι οποίες προσπαθούν να προσδιορίσουν τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν τους δίκαιους θεσμούς σε έναν ιδανικό κόσμο. Για τον Σεν είναι δεδομένο ότι στον κόσμο που ζούμε υπάρχει αδικία, καμιά φορά πολύ βαθιά και πολύ οδυνηρή, γι’ αυτό και θέτει το ζήτημα της θεραπείας της. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη ιδέα για έναν ιδεατό κόσμο, αλλά θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την πραγματική ζωή των ανθρώπων, για όλα όσα μπορούν να τους κάνουν ευτυχισμένους. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις ιδέες και στις αρχές που θα μας βοηθήσουν να εξαλείψουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την αδικία και να βρούμε τρόπους για περισσότερη δικαιοσύνη.

Το τρένο της Ζωής

Η ζωή είναι σαν ένα ταξίδι με το τρένο. Επιβιβάζεσαι συχνά και αποβιβάζεσαι, υπάρχουν ατυχήματα, σε μερικές στάσεις ευχάριστες εκπλήξεις και βαθιά λύπη σε άλλες.

Όταν γεννιόμαστε και επιβιβαζόμαστε στο τρένο, συναντάμε ανθρώπους, για τους οποίους πιστεύουμε οτι θα μας συνοδεύουν σε όλη την διάρκεια του ταξιδιού μας: τους Γονείς μας.

Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αποβιβάζονται σε κάποια στάση και μας αφήνουν χωρίς την αγάπη, την στοργή, την φιλία και την συντροφιά τους.

Ωστόσο επιβιβάζονται άλλα άτομα, που θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά για εμάς. Είναι τα αδέλφια μας, οι φίλοι μας κι΄αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι που αγαπάμε.

Μερικά απο τα άτομα που επιβιβάζονται, βλέπουν το ταξίδια σαν ένα μικρό περίπατο.

Άλλοι βρίσκουν μόνο λύπη στο ταξίδι τους. Υπάρχουν πάλι άλλοι στο τρένο, που είναι πάντα εκεί και έτοιμοι να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται.

Κάποιοι αφήνουν στην αποβίβαση μια αιώνια λαχτάρα.

Μερικοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ξανά, κι' εμείς δεν τους έχουμε καν αντιληφθεί.

Μας εκπλήσσει οτι μερικοί απο τους επιβάτες, που αγαπάμε περισσότερο κάθονται σε κάποιο άλλο βαγόνι και μας αφήνουν να κάνουμε μόνοι αυτό το κομμάτι του ταξιδιού.

Αυτονόητα απέχουμε και δεν μπαίνουμε στον κόπο να τους ψάξουμε και να έρθουμε σε επαφή με το δικό τους βαγόνι.

Δυστυχώς, μερικές φορές, δεν μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, γιατί η θέση στην πλευρά τους είναι κατειλημμένη.

Δεν πειράζει, έτσι είναι το ταξίδι : γεμάτο προκλήσεις, όνειρα, φαντασία, ελπίδες και αποχαιρετισμούς....αλλά χωρίς επιστροφή.

Λοιπόν, ας κάνουμε το ταξίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ας προσπαθήσουμε να βολευτούμε με τους συνταξιδιώτες μας και να ψάξουμε το καλύτερο στοιχείο στον καθένα απο αυτούς.

Ας θυμόμαστε οτι σε κάθε τμήμα της διαδρομής, ένας απο τους επιβαίνοντες μπορεί να έχει πρόβλημα και πιθανόν να χρειάζεται την κατανόηση μας.

Ακόμη κι εμείς, μπορεί να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και κάποιος να υπάρχει, που θα μας καταλάβει.

Το μεγαλύτερο μυστήριο του ταξιδιού, είναι οτι δεν ξέρουμε πότε θα αποβιβαστούμε οριστικά, όπως επίσης ελάχιστα ξέρουμε για το πότε θα αποβιβαστούν οι συνταξιδιώτες μας, ούτε καν για εκείνον που κάθεται ακριβώς δίπλα μας.

Πιστεύω οτι θα στενοχωρηθώ όταν κατέβω για πάντα απο το τρένο.....Ναι! αυτό πιστεύω.

Ο χωρισμός απο μερικούς φίλους, που συνάντησα κατά την διάρκεια του ταξιδιού θα είναι οδυνηρός, θα είναι πολύ λυπηρό. Θα είναι πολύ λυπηρό να αφήσω μόνους τους αγαπημένους μου. Αλλά έχω την ελπίδα, πως κάποτε θα φτάσουμε στον κεντρικό σταθμό, κι΄έχω την αίσθηση οτι θα τους ξαναδώ να έρχονται με αποσκευές, τις οποίες δεν είχαν ακόμα στην επιβίβαση.

Αυτό που με κάνει ευτυχισμένη, είναι η σκέψη οτι κι εγώ βοήθησα να πλουτίσουν οι αποσκευές τους και να γίνουν πολύτιμες.

Φίλοι μου, ας προσέξουμε να έχουμε ένα καλό ταξίδι και στο Τέλος να δούμε οτι άξιζε τον κόπο.

Ας προσπαθήσουμε να αφήσουμε κατά την αποβίβαση, μια κενή θέση πίσω μας, η οποία να αφήσει νοσταλγία και όμορφες αναμνήσεις σ' αυτούς που συνεχίζουν το ταξίδι.

Σ' αυτούς που είναι μέρος του δικού μου τρένου, εύχομαι ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ...!!!

Το τελευταίο φύλλο

Η Ιωάννα ήταν μια νεαρή γυναίκα που αρρώστησε από πνευμονία και βρισκόταν πολύ κοντά στο θάνατο. Έξω ακριβώς από το παράθυρο του δωματίου της υπήρχε ένα αμπέλι. Η Ιωάννα παρατηρούσε καθημερινά τα φύλλα του που έπεφταν. Πίστευε ότι όταν πέσει και το τελευταίο φύλλο, θα έχει φτάσει κι η ώρα να πεθάνει κι αυτή. Όμως η καλύτερη φίλη της, η Ελένη, η οποία έμενε μαζί της, προσπαθούσε να τη πείσει να σταματήσει να σκέφτεται τόσο απαισιόδοξα.

Στην ίδια πολυκατοικία ζούσε και ο Ζήσης, ένας ηλικιωμένος κύριος, αποτυχημένος καλλιτέχνης. Ισχυριζόταν συνεχώς ότι σύντομα θα ζωγραφίσει έναν πίνακα αριστούργημα, όμως ακόμα δεν τον είχε καν ξεκινήσει. Η Ελένη επισκέφτηκε τον Ζήση και τον ενημέρωσε πως η Ιωάννα είναι άρρωστη κι ότι χάνει σιγά σιγά την επιθυμία για ζωή. Του φανέρωσε κι ότι η Ιωάννα πιστεύει πως μόλις πέσει από το αμπέλι και το τελευταίο φύλλο θα πεθάνει. Ο Ζήσης χαρακτήρισε αυτό τον ισχυρισμό σαν ανοησία, όμως παρόλα αυτά πήγε να επισκεφθεί τη Ιωάννα και να δει το αμπέλι.

Την επόμενη νύχτα ξέσπασε μια μεγάλη καταιγίδα, ο άνεμος λυσσομανούσε και οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν ανελέητα το παράθυρο. Η Ελένη έκλεισε τις κουρτίνες κι είπε στην Ιωάννα να κοιμηθεί. Στο αμπέλι είχε πια μείνει μόνο ένα φύλλο... Αν κι η Ιωάννα επέμενε να τις αφήσει ανοιχτές, η Ελένη επέμενε να τις κλείσουν, αφού δεν ήθελε να δει η Ιωάννα την πτώση του τελευταίου φύλλου. Το πρωί αμέσως η Ιωάννα ξανάνοιξε τις κουρτίνες κι έψαχνε με το βλέμμα της το αμπέλι για να βεβαιωθεί ότι είχαν πέσει πια όλα τα φύλλα, όμως παρόλα αυτά αυτό ήταν ακόμη εκεί!

Παρόλο που η Ιωάννα εντυπωσιάστηκε από το γεγονός, συνέχισε να πιστεύει ότι θα πέσει το φύλλο μέσα στη μέρα. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Και δεν έπεσε ούτε τη νύχτα , αλλά ούτε και την επόμενη ημέρα. Η Ιωάννα άρχισε πια να πιστεύει ότι το φύλλο παρέμενε εκεί για να της δείξει πόσο λάθος έκανε να θέλει να πεθάνει. Άρχισε να ανακτά την επιθυμία της να ζήσει, κάτι που είχε άμεσα θετικό αντίκτυπο στην υγεία της.

"Έχω κάτι να σου ανακοινώσω», της είπε η Ελένη εκείνο το απόγευμα. "Ο κ. Ζήσης πέθανε σήμερα από πνευμονία στο νοσοκομείο. Ήταν πολύ άρρωστος τις τελευταίες δύο ημέρες. Ο επιστάτης του τον βρήκε χθες το πρωί στο δωμάτιό του πεσμένο κάτω, αβοήθητο, με δυνατούς πόνους. Τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν υγρά και παγωμένα.

Δεν μπορούσαν να φανταστούν τι είχε γίνει εκείνη τη φοβερή νύχτα που είχε ξεσπάσει η μεγάλη καταιγίδα. Στη συνέχεια όμως βρήκαν ένα φανάρι, που ήταν ακόμα αναμμένο, μια σκάλα, μερικές βούρτσες πεταμένες απο δω κι απο κει, και μια παλέτα ζωγραφικής με πράσινα και κίτρινα χρώματα.

Για κοίταξε, έξω από το παράθυρο αυτό το τελευταίο φύλλο του αμπελιού. Δεν αναρωτιέσαι γιατί δεν κουνιέται όταν φυσάει ο άνεμος; Αχ, καλή μου, αυτό είναι το αριστούργημα του κ. Ζήση. Το ζωγράφισε εκείνο το το βράδυ που έπεσε το τελευταίο φύλλο."

Άνθρωποι και θεοί και αγάλματα ένα

"Θέλεις να 'χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β' της Κύπρου. Και τα γένια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι και θεοί και αγάλματα ένα.

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα ‘χει να σου ειπεί: “άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι”. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα. Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:

– Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;

Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.

Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ότι: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι. Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα.

Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση.

Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα.

Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε Έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε Εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας.

Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.

Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει να ‘σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα.

Σημαίνει να ‘σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους Ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης.

Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα. Απώλεια της εθνικής ταυτότητας είναι να σε βλέπουν οι άλλοι αρκουδόρεμα, και συ να τους φωνάζεις πως ντε και καλά είσαι η Ολυμπία.

Και ύστερα να τους ζητάς Ολυμπιακούς αγώνες στην Καλογρέζα. Χλευαστικό του καλογριά.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ.
 
Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο."

Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

Πλεονεκτήματα και αδυναμίες της Δημοκρατίας μέσα από κείμενα των Ηροδότου – Ξενοφώντος – Αισχύλου

Την αρχαία ελληνική γραμματεία απασχόλησαν επανειλημμένως τα μεγάλα ερωτήματα της πολιτικής θεωρίας και πράξης. Ιδιαίτερα, τα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες της δημοκρατίας έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών αρχαίων συγγραφέων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικά είδη της.
Είναι γεγονός ότι, η δημοκρατία ήταν ένα πολίτευμα που στηρίχθηκε σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις και συνδέθηκε με τα ανεπανάληπτα επιτεύγματα της Αθήνας του 5ου π.Χ αιώνος. Από την άλλη όμως, δέχθηκε αρκετές επικρίσεις για τα κακώς κείμενα που εμφάνισε. Προκλήθηκαν έτσι αλλεπάλληλες συζητήσεις, που η αντανάκλασή τους είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στα κείμενα της εποχής. Στα πλαίσια αυτά κινείται η μελέτη των αποσπασμάτων από τις Ιστορίες του Ηροδότου, τα Ελληνικά του Ξενοφώντα και τις Ευμενίδες του Αισχύλου. Η προσέγγιση των παραπάνω αποσπασμάτων θα γίνει, αφού ληφθούν υπόψη το ιστορικό και ιδεολογικό τους περίγραμμα, το γραμματειακό τους είδος, καθώς και η οπτική γωνία κάθε συγγραφέα.

ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ 3, 80-82

Ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος ιστοριογράφος1. Υπήρξε θαυμαστής της Αθήνας και της δημοκρατίας της. Έζησε εξάλλου την περίοδο της μεγάλης της ακμής (μέσα του 5ου π.Χ). Είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον Περικλή και τον θεωρούσε ικανότατο πολιτικό. Θεωρεί το δημοκρατικό πολίτευμα ως τον καθοριστικό παράγοντα της Αθηναϊκής ανάπτυξης. Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Αθηνών αποδίδονται από τον ίδιο στο γεγονός ότι ο κάθε πολίτης αισθανόταν ελεύθερος, και επομένως περισσότερο υπεύθυνος ως μέλος της κοινότητας.

Παράλληλα, βέβαια, ο Ηρόδοτος μελέτησε τους θεσμούς και τον τρόπο ζωής διαφόρων λαών, έχοντας έτσι επίγνωση της ιδιαιτερότητας του κάθε πολιτισμού. Επιχειρεί λοιπόν, με βάση τις εμπειρίες που αποκόμισε από τα πολύχρονα ταξίδια του, να κάνει μια συγκριτική αποτίμηση των διαφόρων συστημάτων διακυβέρνησης. Η προσπάθειά του αυτή απηχεί τόσο τις εμπειρίες αυτές σε σχέση με τις διαφορετικές προσεγγίσεις των πολιτειακών ζητημάτων από τους διαφόρους λαούς, όσο και τις θεωρητικές συζητήσεις των Ελλήνων της εποχής του. Η τομή αυτών των δύο συνιστωσών γέννησε το διάλογο μεταξύ των τριών εξεχόντων Περσών για το άριστο πολίτευμα. Οι τρεις αυτοί Πέρσες είναι ο Οτάνης, ο Μεγάβυξος και ο Δαρείος. Στο υπό εξέταση απόσπασμα από το 3ο βιβλίο της Ιστορίας, η συζήτηση λαμβάνει χώρα μετά την ανατροπή του ψευτο-Σμέρδη και περιλαμβάνει τις προτάσεις των τριών για τον καταλληλότερο τρόπο διακυβέρνησης της αχανούς περσικής αυτοκρατορίας. Να σημειώσουμε επίσης ότι είναι δευτερεύον το ζήτημα της ιστορικότητας του διαλόγου, ο οποίος είναι οπωσδήποτε φανταστικός.

Πρώτος παίρνει το λόγο ο Οτάνης, ο οποίος τάσσεται υπέρ της ισονομίας2, (εδαφ.80). Έτσι αποκαλούσε τη δημοκρατία ο Ηρόδοτος. Ζητεί την ανάθεση των δημοσίων υποθέσεων σε όλους τους Πέρσες και την κατάργηση της μοναρχίας. Καθοριστικό επιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας είναι ο κίνδυνος της διαφθοράς και της αυθαιρεσίας του μονάρχη. Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση και οι αδυναμίες που τη χαρακτηρίζουν. Η απόλυτη εξουσία από έναν άνθρωπο έχει σαν αποτέλεσμα την αλαζονεία, το φθόνο, την έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους και την ανατροπή των πατροπαράδοτων νόμων.

Απεναντίας, παρουσιάζει ως κύριο χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος την ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Ένα αίτημα που έχει να κάνει κυρίως με την απονομή της δικαιοσύνης και που το βρίσκουμε σαφώς διατυπωμένο ήδη από τον Ησίοδο3. Τονίζει επίσης ότι οι άρχοντες λογοδοτούν. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον λαό από κοινού και τα αξιώματα απονέμονται με κλήρο. Αυτόν τον ορισμό για τη δημοκρατία δίνει και ο Αριστοτέλης στο έργο του Ρητορική Τέχνη4 κατά τον 4ο αιώνα.

Ο Μεγάβυξος από την πλευρά του, στο εδαφ.81, ασκεί έντονη κριτική στη δημοκρατική διακυβέρνηση. Αντιπαραβάλλει τη δημοκρατία με την ολιγαρχία, την ανάθεση της εξουσίας στους λίγους. Χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα. Συγκεκριμένα, αντιμετωπίζει το πλήθος, το οποίο το θεωρεί ως μάζα που χαρακτηρίζεται από άγνοια, αλαζονεία και απερισκεψία. Δηλώνει ότι η έλλειψη γνώσης που το χαρακτηρίζει ωθεί τις καταστάσεις στα άκρα με ασυλλόγιστη ορμή. Συνεπώς, μόνο όσοι θέλουν το κακό των Περσών θα προτιμήσουν την Δημοκρατία. Μέσα από την επικριτική αυτή διάθεση του Μεγαβύξου έναντι των δημοκρατικών θεσμών, απηχούνται οι απόψεις των επικριτών της και ιδιαιτέρως όσων θίγονται από αυτήν, όπως οι αριστοκράτες.

Ο Δαρείος, τέλος (εδαφ.82), στην πολεμική του έναντι της δημοκρατίας, εστιάζει στη φαυλότητα που παράγεται από πολλούς, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν ισχυρές φιλίες με αποτέλεσμα την αλληλοκάλυψη, ώστε να μη φαίνονται οι καταχρήσεις τους. Αυτή η κατάσταση θα συνεχίζεται έως ότου βρεθεί εκείνος που θα αναλάβει να υπερασπιστεί το λαϊκό δίκαιο και να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα με την απομάκρυνση των φαύλων. Πρόκειται σαφώς για ένα αντεπιχείρημα των φιλομοναρχικών ενάντια στις απόψεις του Οτάνη, για τη γνώμη που εξέφρασε ότι η ενός ανδρός αρχή διαφθείρει και οδηγεί σε αυθαίρετες πράξεις.

Ο Ηρόδοτος δεν κρύβει τη συμπάθειά του στη δημοκρατία. Ειδικότερα στο πέμπτο βιβλίο των Ιστοριών και στο εδάφιο 785 καταθέτει με έμφαση την άποψή του για τα αίτια του αθηναϊκού μεγαλείου. Χαρακτηριστική είναι η μονολιθικότητα της ερμηνείας του: η συνθήκη της ελευθερίας απελευθερώνει σε κάθε πολίτη ηθικές δυνάμεις. Ενώ αντίθετα στιγματίζει την τυραννίδα θεωρώντας την υπεύθυνη για την στασιμότητα των Αθηναίων, τόσο σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο, όσο και σε στρατιωτικό. Η ελευθερία, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, αποτελεί για εκείνον μια απόλυτη αξία. Αυτό, βέβαια, δεν τον εμποδίζει να αφουγκραστεί διαφορετικές απόψεις σε σχέση με το κατάλληλο πολίτευμα και να τις καταθέσει. Με αυτή τη συλλογιστική αποδίδει τον σκεπτικισμό πολλών Ελλήνων μέσα από διαλόγους, όπως αυτός μεταξύ των τριών Περσών.

ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 1,7, 4-16 & 34-35

Οι αδυναμίες της δημοκρατίας γίνονται έκδηλες στην αφήγηση ενός ιστορικού περιστατικού από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, στο δεύτερο απόσπασμα που εξετάζουμε. Ο ίδιος καταγόταν από την δεύτερη τη σειρά τάξη, αυτή των ιππέων, γεγονός που δικαιολογεί τα συντηρητικά του φρονήματα. Η προβληματική του εστιαζόνταν στην αποτελεσματικότητα και την ηθική νομιμοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η εποχή του, περί τα τέλη του 5ου και αρχές του 4ου π.Χ χαρακτηρίζεται από την κρίση6 του θεσμού της πόλης-κράτους. Οι επιφυλάξεις του τον οδηγούν στη μετριοπαθή ολιγαρχία ή τη δημοκρατία των αγροτών, όσων είχαν ιδιοκτησία και εισόδημα από τη γη. Κατά συνέπεια αποκλείει τους ακτήμονες που εμφανίζονται περισσότερο επιρρεπείς στην εξαγορά και τη συναλλαγή.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα την αδυναμία του πλήθους να κρίνει ώριμα και δίκαια, όταν πρόκειται να ασκήσει τα δικαστικά του καθήκοντα. Πρόκειται για τη δίκη των Αθηναίων στρατηγών, με την κατηγορία ότι δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς του Αθηναϊκού στόλου μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών το 406 π.Χ. Ο Θηραμένης, ένας από τους τριηράρχους, ήταν από αυτούς που πρωτοστάτησαν στις κατηγορίες (στ.4). Στη δίκη εντοπίζονται παραβιάσεις στη διαδικασία, αφού δεν δόθηκε ο προβλεπόμενος χρόνος στους κατηγορούμενους προκειμένου να απολογηθούν (στ.5). Αυτή η καταστρατήγηση της διαδικασίας οφείλεται σε παρεμβάσεις και χειρισμούς που έκρυβαν σκοπιμότητα. Βεβαίως, δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι ανάλογο.

Στη συνέχεια βλέπουμε τον Καλλίξενο να πείθεται από τον Θηραμένη να κατηγορήσει τους στρατηγούς στη Βουλή. Η Βουλή στη συνέχεια εισηγήθηκε, κατόπιν της πρότασής του, την ψηφοφορία κατά φυλές. Παράλληλα, ο Θηραμένης επιχείρησε την εκμετάλλευση της συλλογικής ψυχολογίας με την ακόλουθη απάτη: Εμφάνισε δικούς του ανθρώπους για να παραστήσουν τους συγγενείς των θυμάτων. Εδώ παρατηρούμε, εκτός των παρανομιών, μια έκδηλη κυριαρχία των σκοπιμοτήτων, με την έντεχνη καλλιέργεια των συναισθηματικών αντιδράσεων του πλήθους. Ο στόχος είναι η μεταστροφή του κλίματος, από τη συμπάθεια που είχε επιδειχθεί στους κατηγορουμένους στην απαξίωσή τους (στ.8/11).

Οι παραπάνω αυθαιρεσίες, όμως, εντοπίστηκαν από τον Πεισιάνακτα και ορισμένους άλλους, οι οποίοι μήνυσαν τον Καλλίξενο. Οι δημαγωγοί όμως είχαν το πάνω χέρι και πρότειναν να δικάσουν τους μηνυτές μαζί με τους στρατηγούς, με σκοπό να εκβιάσουν καταστάσεις. Την ίδια τύχη είχαν και κάποιοι πρυτάνεις, οι οποίοι εξέφρασαν με τη σειρά τους τις ανάλογες αντιρρήσεις. Αυτή η επιτυχία των δημαγωγών οφείλεται, κυρίως, στον έντεχνο προσεταιρισμό του λαϊκού αισθήματος, μέσω κολακειών και περίτεχνων λόγων. Η κατάφωρη παραβίαση της νομιμότητας, στηρίχθηκε στο όνομα ακριβώς της παντοδυναμίας του πλήθους και της αναγόρευσης της βούλησής του σε ύψιστη πηγή κάθε εξουσίας. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο Σωκράτης, ο οποίος καίτοι αντίθετος με το δημοκρατικό πολίτευμα, εντούτοις, θεώρησε χρέος του να μην παρανομήσει. Αυτή η αναφορά αποτελεί μία εξαιρετική μνεία στο δάσκαλό του, από τον ίδιο τον Ξενοφώντα που τον εκτιμούσε απεριόριστα. (στ.12/16).

Οι παρατυπίες όμως δεν σταμάτησαν. Συνεχίστηκαν με την απόφαση της Βουλής να δικαστούν συνολικά οι κατηγορούμενοι και όχι ξεχωριστά ο καθένας, όπως είχαν το δικαίωμα. Παρά τη γραπτή πρόταση του Ευρυπτόλεμου, εμφανίστηκε κάποιος άλλος τιμητής του κοινού περί δικαίου αισθήματος, ο Μενεκλής. Προχώρησε σε ένορκη ένσταση και κατάφερε να περάσει την παράνομη πρόταση της Βουλής. Αυτό σηματοδοτούσε τη θανατική καταδίκη των έξι στρατηγών (στ.34).

Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι Αθηναίοι μετάνιωσαν για την άστοχη και βεβιασμένη ενέργειά τους να θανατώσουν τους στρατηγούς (στ.35). Το ίδιο συνέβη με την εσπευσμένη ανάκληση του Αλκιβιάδη, προκειμένου να απολογηθεί για το σπάσιμο των ερμαϊκών7 στηλών. Το αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική ήττα του αθηναϊκού στόλου κατά τη Σικελική εκστρατεία. Κατά τον ίδιο τρόπο παρασύρθηκαν από τον Κλέωνα το δημαγωγό και απέρριψαν τις ευνοϊκές προτάσεις της Σπάρτης το 425 π.Χ για τη σύναψη ειρήνης.

Αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο Ξενοφώντας, έχει υπόψη του και τονίζει τις πραγματικές δυσλειτουργίες του συστήματος και τις έκρυθμες καταστάσεις που παρατηρούνται, ιδιαίτερα σε περιόδους γενικής κρίσης των θεσμών. Αυτό συνέβη τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα που συνθέτουν τόσο το προσκήνιο όσο και το παρασκήνιο της δίκης των στρατηγών που εξιστορήθηκε. Η υπόθεση όμως αυτή θα παραμείνει χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη των Αθηναίων. Αποτέλεσε το βασικό επιχείρημα στους επικριτές του δημοκρατικού πολιτεύματος, που ολοένα πλήθαιναν, να εντείνουν την αμφισβήτηση τους προς αυτό. Η δημοκρατία είχε υποστεί καίριο πλήγμα.

ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ στ.681-710

Ο προβληματισμός σε σχέση με τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας απασχόλησε εκτός από τον πεζό λόγο και την ποίηση. Πιο συγκεκριμένα η αττική τραγωδία κάνει συχνές αναφορές, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, σε επίκαιρα ζητήματα που άπτονται του δημοσίου βίου. Ο Αισχύλος, ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας, είναι εκφραστής της γενιάς που βίωσε την εντυπωσιακή άνοδο των Αθηνών στις πρώτες δεκαετίες του 5ου π.Χ αιώνος. Η άνοδος αυτή συνδυάστηκε με τις νίκες στα Μηδικά και τη μετέπειτα δημιουργία της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η πορεία αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός πιο ριζοσπαστικού δημοκρατικού πολιτεύματος.

Κατά συνέπεια, το απόσπασμα του λόγου της Αθηνάς από τις Ευμενίδες εντάσσεται στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων που συνέβαλαν στην περαιτέρω κατοχύρωση της λαϊκής εξουσίας. Καθοριστική στιγμή στην πορεία των μεταρρυθμίσεων υπήρξε εκείνη του Εφιάλτη8 το 462 π.Χ. Σύμφωνα με αυτήν αφαιρέθηκαν από τον Άρειο Πάγο οι πολιτικές αρμοδιότητες που είχε, και ιδιαίτερα το δικαίωμα ελέγχου των κρατικών αξιωματούχων. Η δικαιοδοσία του περιορίζονταν πλέον στην εκδίκαση υποθέσεων φόνου και θρησκευτικών ζητημάτων. Για το λόγο αυτό εμφανίζεται η θεά Αθηνά να θεσπίζει τον Άρειο πάγο, όπου θα δικαστεί ο Ορέστης που σκότωσε τη μητέρα του. Με αυτό τον τρόπο αποδυναμώθηκε το παλαιό αριστοκρατικό δικαστήριο. Ταυτόχρονα, μεταφέρθηκαν όλες οι σημαντικές πολιτικές αρμοδιότητες στην εκκλησία του δήμου.

Βεβαίως, η ομιλία της θεάς, προσφέρει και την κατάλληλη θεϊκή υπόσταση, υπό την έννοια της κατοχύρωσης του θεσμού. Απευθύνεται στο σύνολο του αθηναϊκού λαού και ουσιαστικά σκιαγραφεί το ήθος με το οποίο θα πρέπει να διέπονται οι πολίτες που καλούνται να διαχειριστούν την εξουσία στο όνομα της δημοκρατίας. Σε αυτούς τους στίχους ο Αισχύλος επιχειρεί να αναδείξει τους δύο άξονες, πάνω στους οποίους στηρίζεται το δημοκρατικό σύστημα: την πολιτική και δικαστική εξουσία. Αμφότερες αποτελούν τις δύο όψεις της λαϊκής κυριαρχίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα ορίζεται ως η μέση οδός ανάμεσα στην αναρχία και τον δεσποτισμό. Παράλληλα, θεωρείται απαραίτητο να στηριχτεί σε αμοιβαίες υποχωρήσεις των αντικρουόμενων συμφερόντων, με εγγύηση τη έννομη τάξη. Η τήρηση της νομιμότητας με την υπακοή στους νόμους, λογίζεται ως η ύψιστη αρχή που εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη. Μάλιστα ο νέος αυτός θεσμός, όπως τον παρουσιάζει η Αθηνά, θεωρείται ανώτερος από το σύστημα των Σκυθών και των Λακεδαιμονίων.

Θα λέγαμε λοιπόν ότι η οπτική του Αισχύλου, μέσα από το έργο του, προσφέρει την απαραίτητη ιδεολογική κατοχύρωση της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, επιζητεί την αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος συναίνεση. Σε συνδυασμό, ασφαλώς, με την προσήλωση στην τάξη που εγγυάται η θεά Αθηνά εκ μέρους και των άλλων θεών. Ο ίδιος δηλώνει αντίθετος στην άνευ ουσίας τυπολατρία και τη μηχανιστική προσέγγιση των θεσμών του δημοκρατικού συστήματος και επιθυμεί τη συνειδητή προσφορά όλων των πολιτών για την όσο το δυνατόν καλύτερη λειτουργία τους.
----------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Τσακμάκης κ.α, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2001
Μ.Β Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Εκδόσεις Π.Ε.Κ, Ηράκλειο 1999
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, Εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 1999
Αριστοτέλης, Ρητορική Τέχνη – Τόμος Α’, Εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2005
Ηρόδοτος Βιβλίο Ε’ Τερψιχώρη, Εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα 2006
Θουκυδίδης, Ιστοριών Στ’, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992
Μ. Χριστόπουλος κ.α, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα 2001

10 πράγματα που οι ιερόδουλες κάνουν στο σεξ

Στην Ισπανία, ο τοπικός σύνδεσμος ιεροδούλων πήρε μία πρωτοβουλία, εξεδίδοντας  ένα φυλλάδιο, με κάποια «υλικά», όπως τα ονόμασε, που θα κάνουν την συνταγή του κρεβατιού απόλυτα επιτυχημένη. Και αυτό γιατί παρατήρησε ότι οι πελάτες που καταφεύγουν στις υπηρεσίες των μελών του, είναι στην πλειοψηφία τους δεσμευμένοι, λόγω έλλειψης ικανοποίησης από τις γυναίκες τους.
     
     
  1. Κολακευτικός φωτισμός. Ούτε απόλυτο σκοτάδι, ούτε και όλα τα φώτα ανοιχτά. Μια μέση κατάσταση που θα κολακεύει και τους δύο παρτενέρ και θα τονίζει τα δυνατά σημεία της γυναίκας, ανεβάζοντας τη libido του άντρα!
  2. Όχι φαγητό ή ποτό πριν την πράξη. Δημιουργούν υπνηλία και μειώνουν την ερωτική ένταση.
  3. Δυνατά φιλιά, έντονα και με πάθος. Αποτελούν το καλύτερο προκαταρκτικό και στρώνουν το δρόμο προς τον στόχο.
  4. Αξιοποίηση κάθε σημείου του κορμιού και μετατροπή τυχόν ελαττωμάτων σε προτερήματα. Η ώρα του σεξ δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να επισημάνεις κάποιο ελάττωμα του συντρόφου σου.
  5. Βάλε απαγορεύσεις, ταμπού και όρια στην άκρη. Ο σεμνότυφος εαυτός σου πρέπει να μείνει εκτός της κρεβατοκάμαρας και η ίδια να παραμείνεις ανοιχτή σε κάθε προοπτική.
  6. Μην βγάλεις το χιούμορ έξω από τη σχετική πράξη. Ακόμη κι ως στιγμή αμηχανίας μπορεί να αποδειχτεί ενδιαφέρουσα αρκεί να μην καταλήξει κωμωδία!
  7. Αυτοπεποίθηση για τις ικανότητες σου και διατήρηση της καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης.
  8. Πνεύμα προσφοράς χωρίς άμεση προσδοκία ανταπόδοσης. Μην κάνεις κάτι με σκοπό να στο κάνουν!
  9. Μην το παρακάνεις με τα sex toys και τα προκαταρκτικά, μπορεί να περιορίσουν την όρεξη ή να κουράσουν και να μην υπάρχει όρεξη για το κυρίως πιάτο.
  10. Ύπαρξη αισθημάτων για το άτομο με το οποίο δίνετε από κοινού τη μάχη. Δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για βαθύ έρωτα, μπορεί να είναι και απλός πόθος ή δίψα για το κορμί του. Η παντελής αδιαφορία, και η καταφυγή στην πράξη απλά για την πράξη είναι που δεν λειτουργεί για κανένα λόγο!

Γηγενείς & Αυτόχθονες οι Έλληνες

Είμεθα πανάρχαιοι Πελασγοί!
Είναι δε μεγάλη τιμή για μας διότι οι προπάτορες μας υπήρξαν το δυναμικότερο γένος της ιστορίας. Παρόλο που φέρουμε διάφορες ονομασίες κατά το φύλο (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Αρκάδες, Μινωίτες, Μυκηναΐοι, Μακεδόνες κλπ ) τρία υπήρξαν τα κύρια γενικά ονόματα του γένους των Ελλήνων:
Πελασγοί ( εκ του Πελασγού) , Γραικοί ( εκ του Γραικού ) και Έλληνες ( εκ του Έλληνος ) Και θα ήτο περιττόν να τονίζουμε την καταγωγή μας αν οι «καλοθελητές»δεν προέβαιναν στον άγριο τεμμαχισμό και ακρωτηριασμό του ενδόξου Γένους μας, με σκοπό να το αφανισουν αριθμητικά και να το κάνουν νήπιο ηλικιακά.

ΠΕΛΑΣΓΟΙ ΕΣΜΕΝ

Ο Πελασγός

Ητο υιός του Διός και της Νιόβης, αυτόχθων πάππος του Θεσσαλού [Και όχι
Ινδοευρωπαίος εκ του πουθενά, ή εξ Ασίας και Αφρικής όπως ισχυρίζονται ορισμένοι αμαθείς ή κακόβουλοι κονδυλοφόροι] Η ετυμολογία του Πελασγός προέρχεται α/ εκ του πάλαι +γέγαα =γίνομαι παλιός β/ εκ του «Πέληον Αργος»=παλαιός γέρων(εξ ου και Αργος Πελασγικόν) γ/ εκ του πελαργός=ταξιδευτής δ/ εκ του περάω=περνώ θάλασσαν (μετανάστης, θαλασσοπόρος ) ε/ εκ του πλάζω=περιπλανώμαι δια θαλάσσης( λαός της θάλασσας) στ/ εκ του πέλας=πλησίον+άγω(οδηγώ, ηγούμαι μεταφέρω στους γειτονικούς λαούς) Όλα τα ετυμολογικά στοιχεία του ονόματος Πελασγός οδηγούν στον πανάρχαιο, ανήσυχο και τολμηρό λαό της θάλασσας που μεταναστεύει και ταξιδεύει (όπως ο πολύπλαγκτος Οδυσσεύς) Οι πρώτοι Πελασγοί ήσαν Αρκάδες που επέζησαν από τον Κατακλυσμό και από εκεί ορμώμενοι προσήγγισαν στις γειτονικές ακτές(Ιταλία, Μικρά Ασία, Μεσόγειο κλπ )

Ο Γραικός

Ητο προκατακλυσμιαίος ήρως, υιός του Θεσσαλού και δισέγγονος του Πελασγού που ήκμασε προ του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνος . Ετυμολογείται εκ του «γραίος =γεραιός ή γηραιός εκ της ΅γης + ρέωΆ ή ΅γη +έραΆ»[ Ο Κωνστ. Οικονόμου εξ Οικονόμων στο « Περί γνησίας Προφοράς» σελ.335 γράφει: «Γραικός είναι άνθρωπος τον μεν σώμα στερρός , κραταιός, το δε γένος γηραιός, ήτοι παλαιός, αρχαιόγονος, πρεσβυγενής και γεράσμιος» Για τον Έλληνα γράφει ότι είναι εκ του έλα, είλη, ήλιος, σέλας πάντα σημαίνονται το ταχυκίνητον και πολυέλικτον φως »(Αεροπορική Ιδέα , άρθρο Αννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου τ.40 2004)] Πάντως η κοιτίδα μας είναι η Θεσσαλία με επίκεντρο τον Όλυμπο.

Ο Έλλην

Ητο υιός του Δευκαλίωνος και είναι μετεξέλιξη εκ της γενιάς των Πελασγών και Γραικών «Έλλην, γόνω μεν ην Διός, λόγω δε Δευκαλίωνος» Και η χώρα που κατοικούσαν οι Έλληνες ωνομάσθη Ελλάς, «πρότερον Πελασγία καλουμένη» [Ηρόδ. Β! 56] Ετυμολογικές εκδοχές α/ Ελλάς= η φωτεινή καθέδρα,(σελ+ελλά) β/ Ελλάς=ο φωτεινός λίθος(σέλ+λας) Κατά τον Αριστοτέλη το όνομα της πήρε από την Δωδώνη της Ηπείρου , όπου ζούσαν οι Σελλοί και οι καλούμενοι τότε Γραικοί και νυν Έλληνες . Το Πάριον Μάρμαρον γράφει: «Έλληνες ωνομάσθησαν , το πρότερον Γραικοί καλούμενοι» Η ονομασία ΅ΠελασγοίΆ είναι γενική και περιλαμβάνει μια ευρύτερη ομάδα που ξεκίνησε μεν από την ίδια περιοχή με κέντρο το Αιγαίο Πέλαγος (την Ελληνική Χερσόνησο και τις πέριξ του Αιγαίου ακτές) αλλά ξαπλώθηκε στην σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου, στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο και συν τω χρόνω πήρε διαφορετικά ονόματα. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι Πελασγοί με διάφορα ονόματα είναι διεσπαρμένοι σε κάθε γωνιά του πλανήτου.

Στην τολμηρή φιλοδοξία μας να σχολιάσουμε, ερμηνεύσουμε εκ νέου και αποκωδικοποιήσουμε την Ιλιάδα, αναλαμβάνουμε τούτο το δύσκολο έργο. Εκείνο κυρίως που θα επιδιώξουμε είναι να σχολιάσουμε τα στρατιωτικές αντιλήψεις της εποχής του Τρωικού πολέμου σε σχέση με τις επικρατούσες σήμερον. Επίσης να συγκρίνουμε τις ιδέες και δοξασίες της εποχής του Ομήρου με αυτές της εποχής μας, ελάχιστα χρόνια πριν από την 3η Χιλιετία.
Η προσπάθειά μας αυτή δεν εκπηγάζει από κάποια προγονοπληξία, ή αρχαιολαγνία, αλλά από την σκέψη ότι τα αρχαία Ελληνικά κείμενα δίνουν όλες τις απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Βοηθούν τους νέους να καταλάβουν τι σημαίνει ζωή, που πηγαίνουν, πως πρέπει να αγωνίζονται και πως να ξεπεράσουν τα σημερινά τους αδιέξοδα.

Η αρχαία ελληνική γραμματεία δείχνει τον λόγο, για τον οποίον πρέπει να ζη κανείς και να έχη ελπίδες και σκοπό στην ζωή. Έτσι πιστεύουμε ότι θα συμβάλλουμε στο μέτρο των δυνάμεων μας στην ψυχοπνευματική ανόρθωση του Ελληνισμού που τόσο έχει εξουθενωθή και στερηθή από τα νάματα των προγονικών πνευματικών θησαυρών του. Διότι έχουμε παρατηρήσει ότι οι λαοί που έχουν βασίσει την παιδεία των στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη προχώρησαν προς τον ορθολογισμό και αποκολλήθηκαν από τις σκοταδιστικές και αναχρονιστικές αντιλήψεις και τα δόγματα.Αντίθετα το Ελληνικό γένος και ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο που κατοικεί στην Ελλάδα, ζη ακόμη στο μισοσκόταδο, καθόσον η Ελλάδα δεν μπόρεσε να συμβαδίση με την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση, ούσα υπόδουλος στον Τούρκο δυνάστη επί 400 περίπου χρόνια.

Η διαφορά αυτή φάσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών λαών και της Ελλάδος μεταφράζεται σε διαφορετική Λογική και κοσμοθεώρηση, μολονότι δεν μας βρίσκει πάντα σύμφωνους η Ευρωπαϊκή ωφελιμιστική και υλιστική αντίληψη περί της ζωής, πολύ περισσότερο η πρόσφατη αγοραία αντίληψη περί της ζωής. Εκρίναμε λοιπόν σκόπιμο να αρχίσουμε από τον θείο Όμηρο, διότι αναμφισβήτητα, είναι ο πρώτος ποιητής στον κόσμο και θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι μόνον ο ποιητής των Θεών αλλά και ο Θεός των ποιητών. Επομένως είναι φυσικό να αρχίση κανείς από τον Έλληνα Θεό-και όχι από τον Ιουδαίο Γιαχβέ-τον όμορφο Δία και τους συντρόφους του. Περί της καταγωγής του Ομήρου και της εποχής που συνέθεσε τα δύο μνημειακά αριστουργήματα της ποίησης, δεν είναι τίποτα θετικά γνωστό. Γιατί τα Έπη του Ομήρου είναι το απαύγασμα της Ελληνικής Σκέψης που έρχεται απο τα βάθη της Ιστορίας και την αχλύ της αρχέγονης Προϊστορίας. Και ναι μεν λέγεται ότι επτά πόλεις ερίζουν την καταγωγή του ποιητή, διεκδικούσαι η κάθε μια την αιωνία δόξα.

Ωστόσο περισσότερον επιμένουν εις τους ανεξακρίβωτους τίτλους των εκ μεν των νήσων, η Λέσβος, εκ δε των άλλων πόλεων η Σμύρνη, η οποία ακόμη και «Μελισσογενή» τον αποκαλεί. Και φυσικά δεν εννοούμεν τους προσωρινούς κατακτητές της σημερινής Μικράς Ασίας σαν προπάτορες του Ομήρου -όπως η Τουρκική προπαγάνδα θέλει να παριστάνη- αλλά τα ένδοξα Ελληνικά φύλα της Ιωνίας που τον εξέθρεψαν και του έβαλαν στο στόμα το πνευματικό «Νέκταρ». Εν προκειμένω πρέπει να σημειώσουμε την αντίφαση, κατά την οποία το Τουρκικό κράτος από την μιά μεριά εκμεταλλεύεται εθνολογικά, ιστορικά και κατ’ άλλους πολλούς τρόπους την Αρχαία Ελληνική κληρονομιά της περιοχής, ενώ από την άλλη εχθρεύεται θανάσιμα τον Ελληνισμό σαν Ιδεολογία και πράξη Ανθρωπισμού και Δημοκρατίας θεωρώντας την αντίπαλο του. Το τουρκικό «εθνοκράτος» οικειοποιήθηκε την λαμπρή ιστορία της πολυφυλετικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι έφθασε στο σημείο να αποκαλή τον Όμηρο «Ομέρ» και να τον θεωρή πνευματικό πρόγονο των Τούρκων ταταρομογγόλων της κεντρικής Ασίας. Οι Έλληνες της Σμύρνης προτού εκδιωχθούν βίαια υπό των Τούρκων από τις πανάρχαιες πατρογονικές των εστίες, τον αποκαλούσαν «Μελισσογενή» διότι έλεγαν ότι κατοικούσε παρά τας όχθας του ποταμού Μέλητος, αλλά όλα ταύτα χάνονται στα βάθη της προϊστορίας και καλύπτονται από την αχλύ των δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ετών του Ελληνικού βίου. Οι Έλληνες πάντοτε γνώριζαν -από την απωτάτη εποχή του παγκόσμιου Ελληνικού Πολιτισμού του Διός έως του Μ. Αλεξάνδρου- ότι η ανάπτυξη και η ευδαιμονία αποκτώνται μόνον όταν λαμβάνουν την οικουμενική των διάσταση. Εγνώριζαν δηλαδή ότι δεν μπορεί ένα έθνος να υπάρξη για πολύ καιρό ελεύθερο, όταν περιβάλλεται από βαρβάρους, ούτε μπορεί να διαφυλάξη την ύπαρξη του κλινόμενο στον εαυτόν του. Τούτο μας εδίδαξε ο Μεγαλέξανδρος.

Ωστόσο δεν είναι Μυθολογία, δηλαδή παραμύθια όπως πίστευαν ορισμένοι στο παρελθόν, είτε από άγνοια είτε από κακή προαίρεση. Πρόκειται για βιωμένη και υπό κωδική μορφή Ιστορία και αληθινά γεγονότα που έλαβαν χώραν, όπως απέδειξαν περίτρανα οι ανασκαφές υπό τον Σλήμαν στην Τροία. Η χρονολογία δεν είναι απόλυτα γνωστή και πρέπει να αποκρυπτογραφηθή από τους ειδικούς. Πάντως, ο Τρωικός Πόλεμος ανάγεται σύμφωνα με σύγχρονες τεκμηριωμένες απόψεις πολύ πριν του 1350 π.Χ., ίσως και την 3 ή 4ην Χιλιετίαν, το δε περιεχόμενον των Επών και οι Πελασγικές του εκφράσεις μαρτυρούν ότι αυτά ίσως ανάγονται σε πολύ παλαιότερες εποχές Εκείνο πάντως που είναι υπερβέβαιον είναι ότι ο Όμηρος ήτο Έλλην -προφανώς εκ Μικράς Ασίας- ενώ υπάρχουν αρκετοί που αμφισβητούν ακόμη και το όνομα του, το οποίον ισχυρίζονται ότι σημαίνει «Λαϊκό Τραγούδι», καθ’ όσον τα Έπη ήσαν άθροισμα ωδών που εψάλλοντο η μία μετά την άλλη και τόπους και κατά καιρούς Αλλά δεν ήσαν μόνον ο Όμηρος Έλλην την καταγωγή και το γένος αλλά και όσοι έλαβον μέρος στον πόλεμο τούτο ήτοι: Αργείοι, Μυρμηδόνες, Τρώες, Θράκες, Λύκιοι, Κάρες, Παίονες, Φοίνικες κ.λπ. Επρόκειτο δηλαδή για τον πρώτο Μεγάλο Εμφύλιο Πόλεμο στην ανθρώπινη Ιστορία μεταξύ των Ελληνικών φυλών και ταυτοχρόνως και για την πρώτη μεγάλη υπερπόντια αποβατική εκστρατεία για την τιμωρία τω ν Τρώων για την αρπαγή της ωραίας Ελένης και την επιστροφή της στην Σπάρτη.

Επειδή όμως όλοι οι πόλεμοι ντύνονται ανέκαθεν με κάποιο ιδεολογικό μανδύα, ίσως να μην ήτο η πραγματική αιτία της εκστρατείας αυτής τα μάτια της ωραίας Ελένης, αλλά η μεγάλη στρατηγική αξία των Στενών που ήλεγχαν και ελέγχουν τις γραμμές ναυσιπλοίας από και προς τον Εύξεινο Πόντο καθώς και τις χερσαίες από την Ευρώπη προς την Μικρά Ασία και τανάπαλιν. Βέβαια ένας σοβαρός λόγος πρέπει να ήτο και τα αμύθητα πλούτη της Τροίας, που συνήσπισαν τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδος και των νησιών εναντίον των Τρώων. Η εκστρατεία στην Τροία αποτελεί την πρώτη Συμμαχική Επιχείρηση της Ιστορίας κάτω απο την ηγεσία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα. Το είδος αυτής της επιχείρησης είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολη ακόμη και σήμερα και απαιτεί μακρούς και λεπτούς διπλωματικοστρατιωτικούς χειρισμούς μεταξύ των πολυάριθμων Ελληνικών φύλων, ώστε να οδηγήσουν εγκαίρως τις στρατιωτικές και ναυτικές των δυνάμεις στους λιμένες αναχώρησης για την Τροία. Η Συμμαχική Απόβαση στην Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1943 και η τελευταία στον Κόλπο το 1991 κατέδειξαν το μέγεθος των δυσκολιών αυτών των επιχειρήσεων ακόμη και σήμερα. Ο θρύλος θέλει τον Όμηρο τυφλό πλανόδιο τραγουδιστή. Αυτός σχεδίαζε τους στίχους του είτε εξ ιδίας αντιλήψεως, όντας σύγχρονος της εκστρατείας των Ελληνικών δυνάμεων στην Τρωάδα -κάτι δηλαδή σαν πολεμικός ανταποκριτής όπως θα λέγαμε σήμερα- είτε όντας πολύ μεταγενέστερος των γεγονότων επί τη βάσει των όσων ήκουσε να θρυλούνται εκ παραδόσεως από στόμα σε στόμα.

Το βέβαιον είναι ότι ο κεντρικός κορμός της ιστορίας είναι ιστορικό γεγονός αποδεδειγμένο άλλωστε εκ των ανασκαφών στην Τροία και στην Ελλάδα. Αλλά κι αν κάποιος θεωρή τα Έπη υπερβολές δεν έχει παρά να γυρίση μερικές δεκαετίες πίσω στα ηρωικά Έπη του 1940-41, του 1912-13, του 1922 για να μην περιπλανηθούμε στην πλούσια σε ηρωικά κατορθώματα Ελληνική Ιστορία, αρχαία και νεώτερη. Τίποτα έκτοτε δεν έφθασε στην πνευματική παραγωγή της Ανθρωπότητος, ούτε πρόκειται να προσεγγίση ποτέ σε ύψος τον Όμηρο. Επομένως πρέπει να είμαστε φυλετικά υπερήφανοι γιατί βγάλαμε έναν Όμηρο, και να αποτελή για μας παράδειγμα δημιουργικότητος και αγωνιστικότητος, αντί να μιμούμεθα δίκην πηθίκων και να αντιγράφουμε με στειρότητα τα ξένα πολιτιστικά πρότυπα. Δυστυχώς λόγω του ανεπαρκούς εκπαιδευτικού μας συστήματος -για να μην πούμε του σκοπίμως διαβρωμένου από τα γνωστά ημεδαπά και ξένα κέντρα εξουσίας- τα Ελληνόπουλα στερούνται Κλασσικής Παιδείας, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να πλατύνουν την διάνοια των, να οξύνουν την αντίληψη των, να δυναμώσουν την Αυτοπεποίθηση των, να πραύνουν και ημερέψουν την ψυχή των και να γιγαντώσουν το Φρόνημα και την Αυτογνωσίαν των.

Βέβαια δεν πρέπει να λησμονηθή η σπουδαία προσπάθεια ορισμένων διανοουμένων, που αντιπαλεύοντας το παρόν ανθελληνικό, αντιπαραγωγικό και φθοροποιό ρεύμα των καιρών μας κατορθώνουν να φέρουν και πάλι στο φως της δημοσιότητος τα Ελληνικά πνευματικά έργα εντελώς αφιλοκερδώς και συχνά με σημαντική οικονομική ζημία των. Το αυτό συμβαίνει και με ορισμένους εκλεκτούς εκδοτικούς οίκους που τολμούν να εκδώσουν σύγχρονους μελετητές αρχαίων κειμένων, περισσότερο από πάθος και μεράκι παρά προς χάριν του κέδρους.

Η Ιλιάς, όπως θα διαπιστώσουν οι αναγνώστες, είναι ένα λίαν περιωρισμένο επεισόδιο, που αρχίζει όχι από την αρπαγή της ωραίας Ελένης υπό του Πάριδος από τα ανάκτορα του Μενελάου στήν Σπάρτη, ούτε και από την συγκέντωση του Ελληνικού Στόλου στην Αυλίδα, αλλά ούτε καν από την αρχή του 10ετούς αυτού πολέμου, αλλά από το τελευταίο επεισόδιο της τιτανομαχίας των Αχαιών με τους Τρώες και καταλήγει στον θάνατο του Πατρόκλου και του Έκτορα. Ουσιαστικά περιγράφονται το επεισόδιο της χολώσεως του Αχιλλέως και της αρνήσεως του να συμμετάσχη αυτός ο αήττητος βασιλεύς με τους Μυρμιδόνες του στην καταστροφική και αμφιταλαντευόμενης έκβασης μάχη. Τούτο στοίχισε πάμολλες απώλειες και από τα δύο στρατόπεδα και παρ’ ολίγον να κρίνη κατά τρόπον ολέθριο για τους Αχαιούς την έκβαση του πολέμου. Η μάχη κρίθηκε από το λάθος του Έκτορα να σκοτώση τον Πάτροκλο, γεγονός που εξόργισε τον θείο Αχιλλέα και έλυσε την «λευκή απεργία» του από το πεδίο της μάχης .Ο φόνος του Πατρόκλου στην σύγχρονη εποχή θα μπορούσε να παρομοιασθή με την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, γεγονός που εξώθησε την Αμερική να βγη στον Β΄ ΠΠ υπέρ των Συμμάχων. Γιατί από την στιγμή που ο Αχιλλεύς ενεργοποιήθηκε στον πόλεμο τούτο, η Νίκη των Αχαιών με τις ωραίες κνημίδες και ο θάνατος του ηρωικού Έκτορος ήτο πλέον δεδομένη.

Για την Οδύσσεια δεν θα μιλήσουμε στο παρόν. Μόνον θα περιορισθούμε να πούμε ότι σ'αυτήν περιγράφεται ο αιώνιος Έλλην, το γνήσιον αυτό τέκνον της θάλλασας και των μεγάλων περιπετειών και περιπλανήσεων. Επίσης στο Επος αυτό θα διαπιστώσουμε το πολυμήχανον της φυλής μας, κάτι που οι εχθροί και άσπονδοι «φίλοι» μας σήμερα θέλουν να μας το στερήσουν και να κάνουν τους σύγχρονους Έλληνες να ξεχάσουμε την φυλετική μας ταυτότητα και πολιτιστική και πνευματική μας κληρονομιά. Τέλος πρέπει ιδιαίτερα να επισημανθή το οικουμενικό πνεύμα του Ελληνισμού, που τιμά την αξιοπρέπεια του ατόμου, προωθεί την ιδέα του Ανθρωπισμού, ανεξαρτήτως φυλής, χωρίς να κάνη εξαιρέσεις σε φίλους και εχθρούς, σε «εκλεκτούς λαούς» και παρακατιανούς, σε Ελληνες και ξένους.

Το μεγαλείο του Ομήρου είναι ότι πουθενά δεν θα συναντήσουμε καταφρόνηση του αντιπάλου ή προτίμηση υπέρ φίλων και σε βάρος των εχθρών. Πάνω απ’ όλα τιμά την ανδρεία των Ηρώων, την Αξιοκρατία, ενώ δεν χαρίζεται ακόμη και στους Θεούς, τους οποίους κατεβάζει συχνα απο τον Όλυμπο και τους φέρνει κοντά στους θνητούς ανθρώπους, ενώ παράλληλα θεοποιεί τους Ήρωες με μιά σχέση συντροφικότητας προς τους Θεούς. Αυτή η σχέσηγ εξανθρωπίσεως του Θείου και θεοποιήσεως του Ανθρώπου είναι άγνωστη σε άλλες λατρείες. Για παράδειγμα, ο Θεός-Παντοκράτωρ στην Ιουδαϊκή θρησκεία κάνει ακόμη και ρατσιστικές δικρίσεις υπέρ του Λαού του, ενώ εχθρεύεται θανάσιμα και μισεί τους αντιπάλους, για τους οποίους παραγγέλλει τα πιό αποτρόπαια κακουργήματα. Ο Όμηρος μολονότι δεν αναφέρει πουθενά την λέξη «Δημοκρατία», εν τούτοις την κάνει καθημερινή πράξη μεταξύ του Ελληνικού στρατεύματος, με τις συχνές Συνελεύσεις προς λήψη αποφάσεων μέσα από τον διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων, αλλά και την κριτική και αμφισβήτηση -ακόμη και του αρχιστρατήγου του Εκστρατευτικού Σώματος- του ένδοξου βασιλιά Αγαμέμνονα.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Γηγενές το Ελληνικό Γένος

Μυστήριο καλύπτει την καταγωγή των Ελλήνων, αφού ως τώρα έχουν διατυπωθή οι πιο αντιφατικές, και συχνά αντιεπιστημονικές θεωρίες, με προεξάρχουσα την δήθεν θεωρία περί Ινδοευρωπαίων [ΙΕ], οι οποίοι κατήλθαν από τον Βορρά. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι οι Έλληνες είναι γηγενείς και αυτόχθονες. Και είναι αυτόχθονες διότι όλα τα βιολογικά, ανθρωπολογικά, ιστορικά, εθνολογικά και αρχαιολογικά συμπεράσματα συνηγορούν περί τούτου.

Ο Ηρόδοτος γράφει (Κλειώ 58) τα εξής: «Εγώ πιστεύω ότι οι Ελληνικοί λαοί μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αλλά αποδυναμώθηκαν μετά τον χωρισμό τους από τους Πελασγούς, και ξεκινώντας αρχικά από ένα μικρό πυρήνα, έφτασαν στους τεράστιους αριθμούς που αντιπροσωπεύουν τώρα με την ενσωμάτωση διαφόρων ξένων εθνών, ανάμεσα στα οποία ήταν και οι Πελασγοί. Δεν πιστεύω ότι οι Πελασγοί, ένας βαρβαρικός λαός, έγινε ποτέ πολυάριθμος ή ισχυρός». Ωστόσο η διαφορά έθνους κατά τον Ηρόδοτο σημαίνει διαφορά φυλής μάλλον, παρά έθνους όπως το θεωρούμε σήμερον.

Και αντιγράφω ένα άλλο απόσπασμα του (Κλειώ 56) που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές: «Οι έρευνες έδειξαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν δυνατότεροι από τους Δωριείς και οι Αθηναίοι από τους Ίωνες. Αυτοί οι δυο, από τους οποίους οι πρώτοι κατάγονταν από τους Πελασγούς, ενώ οι άλλοι από τους Έλληνες». Ποιος όμως πιστεύει ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ανήκαν στο Ελληνικό έθνος; Κατά τον Ηρόδοτο το Αθηναϊκό έθνος ήτο Πελασγικό, και Πελασγοί ήσαν και οι πρώτοι Αρκάδες και οι κάτοικοι του Κρότωνα και της Τροίας και άλλων πόλεων. Ο διαχωρισμός των Ελλήνων σε πολλά φύλα (Δρύοπες, Λέλεγες, Πελασγοί, Καύκωνες, Θράκες, Τηλεβόες κλπ) οφείλεται στον βαθύ γεωγραφικό διαχωρισμό τους, που και ακόμη και σήμερα δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας σε ορισμένες εποχές του έτους. Συνεπώς, ούτε από βορρά κατήλθαν στην Ελλάδα, ούτε Σλαύοι εξελληνισθέντες είναι οι Έλληνες -όπως υπεστήριζε παλαιότερον ο Φαλμεράϊερ- ούτε τέλος προήλθαν από την Αγγλία, ανοησίες που διετύπωσε στο «μυθιστόρημά» του το 1842 ο Λόρδος Μπούλβερ Λύττον, και συνηγόρησε με αυτές και ο Γερμανός επιστήμων Μύλλερ. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει.

Οι Ευρωπαίοι προέρχονται από τους Αιγαίους Πελασγούς Πρωτοέλληνες, αλλά αυτό δεν το ανέχεται ο εγωισμός των που θέλουν πάση θυσία να συμμετέχουν στον λαμπρότερο πολιτισμό που έφτιαξε ο άνθρωπος ως τώρα. Είναι απίθανον να είχαν ξένη προέλευση οι Έλληνες διότι προ των περιόδων των παγετώνων, ως προανεφέρθη, ολόκληρος η Βόρεια Ευρώπη, η πέραν του Δουνάβεως και εντεύθεν του κάτω Ρήνου και των Άλπεων, αλλά και η Ανατολή-μηδέ της βορείας Περσίας και των Ινδιών εξαιρουμένων- εκαλύπτοντο από παγετώνες. Αλλά και μετά την τήξη των παγετώνων τα πεδινά μέρη εκαλύφθησαν από ύδατα και λάσπη. Επομένως, ήτο αδύνατον να ζήσουν, και πολύ περισσότερο να δημιουργήσουν πολιτισμό στις περιοχές της Μεσευρώπης οι υποτιθέμενοι ΙΕ ή Άριοι και αργότερον να τον μεταφυτεύσουν στους Αιγαίους Πελασγούς. Διότι οι τελευταίοι είχαν το προνόμιο να ζουν στην πλέον εύκρατη περιοχή του κόσμου, να «κολυμπούν» στην Μεσόγειο Θάλασσα και να επικοινωνούν με όλους τους λαούς του τότε γνωστού κόσμου. Και τότε φυσικά δεν υπήρχον οι σημερινές πηγές ενέργειας, για να στηρίξουν οι βόρειοι πολιτισμό, όπως συμβαίνει σήμερον με την σύσταση του τεχνολογικού πολιτισμού.

Οι Πολυταξιδεμένοι Πελασγοί

Ο Πελασγός είναι τόσο παλιός ώστε φέρεται, σύμφωνα με την μυθολογία, ως υιός του Ποσειδώνος. Ο συμβολισμός αυτός είναι σύμφωνος με την θαλασσινή καταγωγή του Ελληνικού έθνους και την ναυτοσύνη των Ελλήνων. Αλλά και ο Ίναχος, ο «πρώτος άνθρωπος της Πελοποννήσου», ήτο υιός των Ωκεανού και της θαλασσινής θεάς Τηθύος. Δεν υπήρχον τότε άλλοι προηγμένοι άνθρωποι, που να ταξιδεύουν όχι μόνον θαλασσίως αλλά δια ξηράς βορείως ή ανατολικώς του Δουνάβεως. Πώς όμως έμαθαν οι Αρχαιοέλληνες Αιγαίοι Πελασγοί να ταξιδεύουν;

Μετά την καταβύθιση της Αιγηίδος βρέθηκαν ξεκομμένοι στα νησιά από την φυλή και τους συγγενείς των και επιθυμούσαν διακαώς να ξεφύγουν από αυτήν την απομόνωση. Έτσι έμαθαν να θαλασσοπορούν, πρώτα πάνω σε κορμούς δένδρων και έπειτα σε πλοιάρια. Οι Έλληνες από τα πανάρχαια χρόνια συνδέονται στενότατα με την θάλασσα και κυριολεκτικά αλωνίζουν το Αιγαίο και την Μεσόγειο θάλασσα.

Από το Αιγαίο και τα Μικρασιατικά παράλια εισχώρησαν προοδευτικά και ακτινοειδώς-εν είδη βεντάλιας-προς βορράν, ανατολάς, νότον και δυτικά και εκπολίτισαν τις υποανάπτυκτες φυλές, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες το επέτρεψαν. Τότε τα θαλάσσια ταξίδια ήσαν σχετικώς ευκολότερα και πιο ασφαλή εν συγκρίσει με τα χερσαία. Μετά την καταβύθιση της Αιγηίδος είναι φυσικό οι πέριξ του Αιγαίου νομάδες να μετακινήθηκαν προς βορράν και ανατολάς προς εξεύρεση βοσκοτόπων για τα ποίμνια των. Αυτοί εισχώρησαν στις αποστραγγιζόμενες πεδιάδες μετά την υποχώρηση των υδάτων. Τέτοιες παλινδρομικές μετακινήσεις -άγνωστον πόσες- ασφαλώς συνέβησαν στην διάρκεια των χιλιετιών υπό την πίεση των αναγκών των πληθυσμών της εποχής. Όμως το κύριο ρεύμα μετανάστευσης ήτο σταθερά προσανατολισμένο από την περιοχή του Αιγαίου και της Χερσονήσου του Αίμου προς βορράν, νότον, ανατολάς και δυσμάς, διότι οι έποικοι ανεζήτουν νέες κενές και παρθένες εκτάσεις, αρχικά για την κτηνοτροφική και βραδύτερα για την γεωργική τους εκμετάλλευση. Εξ άλλου η τάση αυτή προς μετανάστευση συνεχίζεται ως την εποχή μας (μεταναστευτικά κύματα προς Αμερική, Αυστραλία κλπ).Πάντως στην αρχή ζούσαν βίον νομαδικόν, όπως ακριβώς και οι Σαρακατσαναίοι της Πίνδου, οι οποίοι μπορούμε να πούμε ότι είναι οι γνησιότεροι και αρχαιότεροι Πρωτοέλληνες «Ευρωπαίοι», απόγονοι των Πελασγών.

Εξ Αιγηίδος ο Πολιτισμός

Εκ της Αιγηίδος ξεκίνησαν όλοι εκείνοι οι λαοί, οι οποίοι παρουσιάζονται βραδύτερον στις γύρω περιοχές της Μικρασίας, του Καυκάσου και της Μεσογείου ως τον Δούναβη με διάφορες ονομασίες, μεταφέροντες μαζί και τον πολιτισμό τους. Είναι φυσικά αδύνατον να προσδιορισθή πόσα χρόνια πέρασαν μετά την καταβύθιση της Αιγηίδος, μέχρις ότου διαμορφωθούν σε φυλές οι διάφορες αυτές ομάδες που διεσώθησαν στα παράλια ή μετεκινήθησαν στα ενδότερα. Κατά τις μαρτυρίες των Αιγυπτίων ιερέων της Σάϊν προς τον Σόλωνα, όπως αναφέρει ο Πλάτων στον «Τίμαιο», από τους Αρχαιοέλληνες Αιγαίους πήραν τον πολιτισμό. Τούτο καταφαίνεται και από τις επιδόσεις των στην ναυσιπλοία, αλλά και στις τέχνες (προηγμένη Κυκλαδίτικη τέχνη αγαλματιδίων). Τα προπαγανδιστικά μυθεύματα περί αφίξεως Φοινίκων και άλλων («Μαύρη Αθηνά», Μπερνάλ), εκτός του ότι στερούνται λογικής και επαρκούς τεκμηρίωσης έχουν επιστημονικά καταπέσει, αφού και ο ίδιος παρεδέχθη ότι το κίνητρο του ήτο το κέρδος και η προσέλκυση της προσοχής.

Το πολλαπλά διαφημισθέν αφήγημα του Μεσοποταμίου Γιλγαμές, το οποίο θέλησαν να παρουσιάσουν σαν απόδειξη της παλαιάς πνευματικής ανάπτυξης των διαφόρων λαών της Μεσοποταμίας, είναι πολύ νεώτερο και κακότεχνο κατασκεύασμα, συντεθέν βάσει Ελληνικών παραδόσεων και μύθων. Πρόκειται πράγματι περί κακότεχνης αντιγραφής των αναφερομένων περί του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, ο οποίος ας σημειωθή, είναι παλαιότερος του κατακλυσμού του Νώε, εάν έγινε φυσικά κι αυτός. Γιατί όλα τα γραφόμενα περί του κατακλυσμού του Νώε είναι τερατώδη, αντιεπιστημονικά και προσιδιάζοντα μόνον σε λαό που δεν είχε ιδέα περί της θαλάσσης και της ναυσιπλοϊας.

Αντίθετα από τα κείμενα των Ορφικών περί του κατακλυσμού του Ωγύγου πιστοποιείται ότι κανένας άλλος αρχαίος λαός δεν έχει παλαιότερες αναμνήσεις και επιστημονικές μαρτυρίες και ούτε έχει σημειώσει πνευματικές εκδηλώσεις και άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις (λ.χ. αστρονομικές παρατηρήσεις 11.000 ετών π.Χ.) όπως αυτές που περιέχονται στα αρχαία Ελληνικά κείμενα. Όπως μας πληροφορεί ο Έρμαν Ντίλς [«Προσωκρατικοί», Κεφ. Ορφεύς, σελ. 3] οι Αιγαίοι Αρχαιοέλληνες έγραφον τις παρατηρήσεις των αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν επί λεπτών σανίδων, λίθων ή οστράκων (γραφή Δισπηλιού, Γιούρων, Αλοννήσου κλπ),γεγονός που μαρτυρεί ότι ήσαν εχέφρονες άνθρωποι (Homo Sapiens). Το ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι γιατί είχαν αγνοήσει ή παραμερίσει τόσο σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία οι νεώτεροι δήθεν «σοφοί» ερευνητές της Δύσεως;

Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός, διότι η Ελληνική Προϊστορία καίει και προτιμούν να την αγνοούν, να την παραμερίζουν και όταν βγαίνη τυχαίως στην επιφάνεια να την αποσιωπούν ή να την παραχαράζουν ακόμη. Διότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν εχέφρονες άνθρωποι όχι προ 10, 20 χιλιετιών -όπως ισχυρίζονται για την Μεσοποταμία οι γνωστοί Φοινικιστές ή προ 35-40.000 ετών των Αφροκεντριστών- αλλά προ 100, 800.000 ετών, αλλά και εκατομμυρίων ετών, όπως απέδειξαν οι έρευνες των Πετραλώνων, της Τρίγλιας και της Πτολεμαΐδος, υπό του ανθρωπολόγου-αρχαιολόγου κ. Άρη Πουλιανού. Επομένως οι Αμερικανικές έρευνες στο σπήλαιο Φράχθυ της Ερμιονίδος, οι οποίες έφεραν στο φως στοιχεία του πολιτισμού προ 25 χιλιάδων ετών, έρχονται να αποδείξουν την ύπαρξη και την συνέχεια της αναπτύξεως του ανθρώπου στον Ελλαδικό χώρο. Τα κενά που σήμερον υπάρχουν σε μακρές περιόδους της ιστορίας δεν σημαίνουν αρνητική ύπαρξη ζωής, αλλά μάλλον έλλειψη συστηματικών ερευνών στην περιοχή αυτή.

Ο Πολιτισμός των Ρωμαίων

Ο εκπολιτισμός είναι πανάρχαιος και ανάγεται από την εποχή των Ετρούσκων και Τυρσηνών. Όμως ο κυρίως πολιτισμός των Ρωμαίων πριν αρχίσουν την αυτοκρατορική τους πορεία άρχισε κυρίως μετά την κατάκτηση της Ελλάδος (180-120 π.Χ), δηλαδή από την εποχή του Καίσαρος. Προηγουμένως οι φυλές της Κεντρικής και Βορείου Ιταλίας ήσαν σχετικά πρωτόγονες και άξεστες, δεν γνώριζαν την γραφήν και εσυνήθιζαν ακόμη και την ανθρωποφαγία και ανθρωποθυσία σε παλαιότερες εποχές. Επομένως, τον πολιτισμό και την γραφή όλοι οι Ευρωπαίοι την χρεωστούν στους Πελασγούς και Κρήτες Πρωτοέλληνες. Η Λατινική γραφή είναι κι αυτή Ελληνική (Χαλκιδικό αλφάβητο) και ο Ρωμαϊκός Πολιτισμός είναι αντίγραφο -συχνά κακέκτυπο- του Ελληνικού Πολιτισμού. Έτσι αποδεικνύεται η πανάρχαια κοινή καταγωγή των κατοίκων της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης (Τεύτονες, Γαλάτες, Σουάβοι, Σάξωνες, Ίβηρες κλπ) από τους Αιγαίους Πρωτοέλληνες.

Οι λαοί αυτοί διατηρούν ακόμη ονομασίες ορισμένων θεών της Αρχαίας Ελλάδος, λέξεις ή ρίζες λέξεων της αρχικής μητρικής των γλώσσας, ή μάλλον του γλωσσικού ιδιώματος των το οποίο ανήκει στην Ελληνική (Ινδοευρωπαϊκή) ομογλωσσία. Επειδή συν τω χρόνω αυτοί ήρθαν σε επιμειξία με άλλους λαούς, αλλά και λόγω διαφορετικών κλιματολογικών και πολιτιστικών συνθηκών, ήτο επόμενον να διαφοροποιηθούν και να απομακρυνθούν αναγκαστικά από την αρχική πολιτιστική των κοιτίδα, του Αιγαίου. Άλλοι εξ αυτών στις νέες των πατρίδες εκβαρβαρίστηκαν ή αφομοιώθησαν για να επιβιώσουν και παρέμειναν ανεξέλικτοι, όπως τους ανευρίσκουμε μετέπειτα κατά την ιστορική περίοδο, διασκορπισμένους σε διάφορες χώρες του βορρά σε φυλές (Κιμμέριοι, Σκύθες, Γέτες, Αριμασποί, Γέλωνες, Μασαγέτες, Βουδίνοι, Αγριππαίοι, Ισηδόνες, Σαρμάτες, Δάκες κ.ο.κ.). Αυτοί εξελίχθησαν αργότερα υπό την επίδραση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και δημιούργησαν τα γνωστά έθνη του βορρά και της Ανατολής. Εκείνους που εισχώρησαν ανατολικότερα και εκείθεν της λίμνης Βαϊκάλης, τους ανευρίσκουμε κατόπιν ως Υπερβορείους ( ή ως Γκιλάκους).

Στην Ιαπωνία έφθασε προ αμνημονεύτων χρόνων μια λευκή φυλή, οι Αϊνού (=Ίωνες), ενώ συναντώμεν διάσπαρτες λευκές φυλές στην Ασία και Άπω Ανατολή. [Βλέπε Τόμ. «ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ» «Γενική Εισαγωγήν» όπως και «Γενική Εισαγωγή» στο Δεύτερο βιβλίο του Ιωάν. Πασσά «ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ» και τα σχόλια στους «Ύμνους του Ορφέως»]. Οι Τούρκοι είναι ένα μωσαϊκό λαών στην πλειοψηφία των αυτοχθόνων που ζούσαν από αρχαιοτάτων χρόνων στην περιοχή. Οι Τούρκοι αποτελούν μια μικρή μειοψηφία που κατήλθαν σαν νομάδες από τα υψίπεδα της Κεντρικής Ασίας, από την περιοχή του Αλτάϊ, στην Μεσόγειο. Οι τελευταίοι είναι Ταταρομογγολικής καταγωγής και έμειναν άξεστοι και απολίτιστοι από της εγκαταστάσεως τους στην Μικρά Ασία ως σήμερον. Η φυλή αυτή αποτελούσε την ιθύνουσα τάξη της Οθωμανικής Τουρκίας, αλλά και της σημερινής Κεμαλικής Τουρκίας.

Η Καταγωγή των Ευρωπαϊκών Λαών

Κατά τον Αθαν.Σταγειρίτη [«ΩΓΥΓΙΑ», Τόμ. Β του Αθαν.Σταγειρίτη, Εκδ. Βιέννης 1808] η καταγωγή όλων των φυλών -και φυσικά των νεωτέρων Εθνών της Βορείου, Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και οι λευκοί της Ρωσσίας και Κεντρικής Ασίας- προέρχονται από το Αιγαίον, και συγκεκριμένα από τον Ελληνικό πολιτιστικό χώρο, και όχι από τους ανύπαρκτους Ινδοευρωπαίους [Βλέπε Διόδ. Σικελιώτη, Βιβλ. Α, Στράβωνα, «Εισαγωγή» και Συρέ «Οι Μεγάλοι Μύσται», Καρλάυλ «Οι Ήρωες» (Οντίν) και Σαρλ Μπερλίτζ «Τα Μυστήρια από ξεχασμένους Κόσμους»]. Η εξέταση των λεγομένων Αριανών γλωσσών, όπως πραγματικά ομιλούνται σήμερον διαθέτουν πολυάριθμα Πελασγικά στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα προέρχονται από την Πελασγική των κοιτίδα, τα Βαλκάνια, την Κάτω Ιταλία και την Μ. Ασία.

 Όταν η ίδια ρίζα βρίσκεται σ’ όλες τις γλώσσες ή στις περισσότερες από αυτές, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι το αντικείμενο που υποδηλούται δια της ρίζας ταύτης, ήτο κοινό για τους προγόνους των, οι οποίοι είχαν κάποτε τον ίδιο πολιτισμό. [Για παράδειγμα η λέξη «Άξων», υπάρχει παρεφθαρμένη σ’ όλες τις λεγόμενες αριανές γλώσσες, διότι οι λαοί αυτοί γνώριζαν όλοι την βοήλατη άμαξα. Ορισμένοι την βελτίωσαν και της έβαλαν ακτίνες στο διάβα του χρόνου, ενώ άλλοι διατήρησαν τον παραδοσιακό τροχό εκ κορμού δένδρου. Άρα διαφοροποιήθησαν. Με την πρόσθεση λοιπόν νέων λέξεων αρχίζει η διαφοροποίηση της γλώσσας και της ταυτότητας των λαών]. Έτσι έγινε βαθμιαία η διαφοροποίηση των φυλών εκ της αρχικής των καταγωγής. Τελικά παραμένει η κοινή καταγωγή σαν μύθος. Ο μύθος λ.χ της Ατλαντίδος, ο οποίος σχετίζεται με την πανάρχαιη δραστηριότητα της Ελληνικής φυλής, όπως δείχνουν τα διάφορα ευρήματα, υπήρξε κάποτε πραγματικότης. Όχι όμως και ο τεχνητός «μύθος» περί των Ινδοευρωπαίων.

Ο Μύθος των Ινδοευρωπαίων

Η κάθοδος φυλών από Βορρά και Ανατολών στην Ελληνική Χερσόνησο, για να εκπολιτίσουν τους δήθεν άξεστους Αιγαίους, δεν ευσταθεί ούτε επιστημονικά, αλλά ούτε από λογικής απόψεως, διότι οι Αιγαίοι ήσαν αποδεδειγμένα ναυτικός και στο έπακρον πολιτισμένος λαός που ταξίδευε, από την χαραυγή της Προϊστορίας του, όχι μόνον στην Μεσόγειο, αλλά και στους Ωκεανούς. Αν δεχθούμε τις δοξασίες περί «Ινδοευρωπαϊστών», τότε θα έπρεπε κανονικά να είχαν βρεθή κάπου τα ίχνη τους, ο ανώτερος πολιτισμός τους, η γλώσσα τους και τέλος τα ιστορικά πνευματικά μνημεία που θα άφηναν πίσω στην αρχική των κοιτίδα. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έχει βρεθή. Τίποτα απολύτως δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη τους.

Αντίθετα, συνεχώς έρχονται στο φως νέες συντριπτικές αποδείξεις και ατράνταχτα τεκμήρια από τον Ελληνικό χώρο και εκτός αυτού-στις χώρες που ταξίδευσε-που επιβεβαιώνουν ότι οι Αιγαίοι Πρωτοέλληνες μετέδωσαν πρώτοι τον πολιτισμό τους σ’ όλους τους λαούς του τότε γνωστού κόσμου. Βέβαια, όλες αυτές οι αντιεπιστημονικές και δογματικές θεωρίες του παρελθόντος έχουν προ πολλού καταπέσει, αλλά επανέρχονται κάθε φορά με καινούργιο περιτύλιγμα στην επικαιρότητα από το «επιστημονικό» κατεστημένο της διεθνούς εξουσίας. Γιατί αυτός ο μύθος βολεύει την διαιώνιση της εξουσίας τους. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια έξαρση του φαινομένου τούτου. Παντού επιδιώκουν να μειώσουν την αξία και την συμβολή του ανυπέρβλητου Ελληνικού παράγοντα στην δημιουργία του παγκόσμιου Πολιτισμού [Βλέπε «ΦΥΣΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ», Τόμ. «ΕΛΛΑΣ» της Εγκυκλοπ. «ΗΛΙΟΣ», του Ιωάννη Κουμάρη]. Αρκεί να επαναλάβουμε ότι "όταν οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαχναν τον Παρθενώνα, οι πρόγονοι των σημερινών Άγγλων ζούσαν μέσα στα σπήλαια ή στα ανήλια δάση, ενώ πλείστοι απ’ αυτούς και άλλοι βόρειοι λαοί, ήσαν ακόμη ανθρωποφάγοι ή έκαναν ανθρωποθυσίες» [Στράβων, βιβλ.VI, σελ. 226, 21] [Ανέκαθεν το θαρραλέο και ανήσυχο Βρεταννικό έθνος συμπεριφέρθηκε αλαζονικά και σαν κατακτητής στην Ελλάδα, μιμούμενο τους δήθεν ξανθούς Ινδοευρωπαίους αποικιοκράτες και εκπολιτιστές]. Ακόμη και στην γειτονική μας Ιταλία, ακόμη και κατά την κλασσική εποχή, εθυσίαζαν παίδες στην εορτή των Κομπιταλίων και Λαραλίων, και μόλις επί Βρούτου κατηργήθη το έθιμον τούτο.[«ΩΓΥΓΙΑ» του Αθαν. Σταγειρίτη, Β. Τόμ. σελ.480].

Επομένως, είναι απαράδεκτη και εξοργιστική η τόσο κραυγαλέα παραποίηση και διαστροφή της Ιστορίας και Προϊστορίας των Ελλήνων. Δωδωναία η Λατρεία των Δρυίδων. Σύμφωνα με παλαιότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, διεπιστώθη ότι κατά την Μινωική περίοδο οι Κρήτες θαλασσοπόροι μετέφεραν στην Μεσόγειο "Κασσίτερο" από την Αγγλία. Όμως δεν πήγαιναν με άδεια χέρια εκεί. Τους μετέδιδαν τον ανώτερο Κρητομινωϊκό πολιτισμός τους. Πρόσφατα, ανεκαλύφθησαν στην Αγγλία προϊστορικές Ελληνικές εγκαταστάσεις, οι οποίες φανερώνουν ότι οι πρωτόγονοι και καθυστερημένοι λαοί της Αγγλίας δέχθηκαν την επίδραση των Ελλήνων και συν τω χρόνω εκπολιτίσθησαν. Έτσι αποδεικνύεται ότι η πανάρχαια λατρεία των Δρυίδων στην Βρεταννία είναι Ελληνικής προέλευσης, εκ του Μαντείου της Δωδώνης, και μετεφέρθη εκεί προ αμνημονεύτων χρόνων. Η Ελληνική Προϊστορία παρουσιάζει πράγματι ένα εκπληκτικό μυστήριο και μια σαγηνευτική πρόκληση για αυτόν που θα προσπαθήση να την αποκρυπτογράφηση και να εμβαθύνη σ’ αυτήν. Η αυτοχθονία των Ελλήνων έχει αποδειχθή με ατράνταχτα τεκμήρια από διαπρεπείς ανθρωπολόγους, όπως ο Ιωάν. Κουμάρης [Βλέπε άρθρον «Φυσική Ανθρωπολογία» Ιωάν. Κουμάρη, Α. Μέρος, Τόμος «ΕΛΛΑΣ», Εγκυκλοπ. «ΗΛΙΟΣ» και Αλέξη Σίνου «Η Γεωγραφική Ενότης του Ελληνικού Μεσογειακού Χώρου» Μέρος Α. Σελ. 94-95, Μέρος Β. Σελ.179-182 κλπ].

Ο Ευρωπαίος «Αρχάνθρωπος» των Πετραλώνων

Αδιάσειστα τεκμήρια της γηγενούς προέλευσης του Έλληνα έφερε εσχάτως εις φως ο διεθνούς κύρους ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός με την ανακάλυψη του «Ευρωπαίου Αρχανθρώπου των Πετραλώνων Χαλκιδικής» και του «Κυνηγού Ελεφάντων της Πτολεμαίδος» για τον οποίο θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο. Ο Ορφεύς λέγει: «ήδ’ όσον Αιγύπτω ιερόν λόγον εξελόγχευσα», δηλαδή στην Αίγυπτο και στην Λιβύην, εδίδαξα,(εξελόγχευσα=εξεγέννησα) τον ιερόν λόγον [«Αργοναυτικά» των «Ορφικών» στίχ. 42-44 και 102 Εκδ. Λειψίας TAUCHNIZIT 1829]. [Τυγχάνει ευνόητον ότι το «εξελόγχευσα» δεν σημαίνει ότι «εδιδάχθην», όπως υπεστήριξαν αμαθέστατοι και κακοηθέστατοι συγγραφείς].

Επομένως, η απόδειξη αυτή κονιορτοποιεί κάθε άλλη παλαιά και νεώτερη δογματική θεωρία, οι εμπνευστές των οποίων δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τις τεκμηριώσουν με στοιχεία. Είναι γνωστόν ότι κατά την 8 ην χιλιετίαν π.Χ. ελάμβανε χώραν μεταφορά Οψιανού Λίθου με πλοία από την νήσο Μήλον του Αιγαίου πελάγους στην Αργολίδα, όπως απέδειξαν τα ευρήματα οψιανού λίθου στο σπήλαιο του Φράγχθη της Αργολίδος. Άρα οι Αιγαίοι από τότε θαλασσοπορούσαν. Αλλά και στον χώρον της Ανατ. Μεσογείου οι Πρωτοέλληνες Μινωίτες και Μυκηναίοι κυριαρχούν από αμνημονεύτων χρόνων. [Πανάρχαιοι Αχαιοί Κρήτες και Κύπριοι οι αρχαιο-Φοίνικες και οι Φιλισταίοι και «Παλαισάτι», διέσχιζαν την Μεσόγειο για να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη].

Αυτόχθονες οι Έλληνες

Ο Ισοκράτης το διαλαλεί ότι: «Είμαστε αυτόχθονες. Δεν διώξαμε άλλους που ήσαν εδώ, ούτε ήρθαμε από αλλού να την καταλάβουμε έρημη από πληθυσμό, ούτε είμαστε μιγάδες και ανακατεμένοι με άλλα έθνη, αλλά προερχόμεθα από καλό και γνήσιον έθνος, ώστε γεννηθήκαμε σ’ αυτήν εδώ την γην, την κατέχουμε και διαβιούμε όλον τον καιρό. Ασχέτως αν όλον τον 20ον αιώνα η διεθνής εξουσία ραδιουργεί σε βάρος του Ελληνισμού και με την χρησιμοποίηση της Τουρκίας σαν «πολιορκητικό κριό» επιδιώκει την έξωση του Ελληνικού Γένους από τις πανάρχαιες πατρογονικές του εστίες (Μικρά Ασία, Κύπρος, Αιγαίο, Μακεδονία, Ηπειρο). [Η διεθνής εξουσία και οι εδώ υπηρέτες και διεκπεραιωτές της θέλουν να μας επιφέρουν ανάμειξη και να μας μεταβάλουν σ’ ένα άθλιο συνονθύλευμα, ώστε να απωλέσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Προς τούτο συμβάλουν και ορισμένοι «γραικύλοι» και δήθεν.