Από μικρός στα βάσανα και στη φιλοσοφία
Πρέπει, να ήταν δύσκολο να κατάγεσαι από αρχοντική γενιά που έβγαλε έναν Μιλτιάδη και έναν Κίμωνα, κι εσύ να έχεις πατέρα κάποιον Νεοκλή, ασήμαντο και μικρομεσαίο γραμματοδιδάσκαλο. Και μάλιστα να μη γεννιέσαι καν στην Αθήνα αλλά στη μακρινή Σάμο, όπου η ένδοξη ακόμη Αθήνα είχε στείλει πολλούς έμπιστους και φτωχούς πολίτες της ως κληρούχους, για να μην τους έχει στα πόδια της και για να στηρίξει την εξουσία της στο νησί.
Αρχές του 341 π.Χ., μέσα Φεβρουαρίου, γεννήθηκε ο Επίκουρος. Αθηναίος γνήσιος, ό,τι κι αν του καταμαρτύρησαν οι αντίπαλοί του. Αλλά τι νόημα είχε να είσαι αθηναίος πολίτης λίγα χρόνια μετά τη μάχη της Χαιρώνειας και υπό τη μακεδονική κυριαρχία; Και τι νόημα θα είχε να γίνεις φιλόσοφος λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, όταν δεν βρίσκεσαι στο κέντρο των φιλοσοφικών εξελίξεων και δεν έχεις σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία;
Αυτά όμως ήταν ακόμη πολύ μακρινά ερωτήματα για τον μικρό Επίκουρο. Η οικογένειά του ζούσε μετρημένα σε μια ξένη πόλη που ζούσε τη δική της παρακμή, με πολλούς Σαμίους διωγμένους από την πατρίδα τους και τους κληρούχους Αθηναίους να μοιράζονται τις περιουσίες των ντόπιων. Ο Επίκουρος με τα τρία του αδέλφια έπαιζε στα μισοχαλασμένα τείχη και πήγαινε στον μισοτελειωμένο ναό της Ήρας για να θαυμάσει τα παγόνια της θεάς. Όταν μεγάλωσε και έμαθε γράμματα, βοηθούσε όσο μπορούσε την οικογένειά του: με τη μητέρα του περιφερόταν στα χαμόσπιτα της Σάμου και διάβαζε ευχές και ξόρκια.
Δεκατεσσάρων χρόνων ο Επίκουρος άρχισε να φιλοσοφεί, όπως λέει ο ίδιος. Πώς όμως μπορείς να φιλοσοφείς από τόσο μικρός, στο σχολείο ακόμη; Ο Επίκουρος φαίνεται να το πέτυχε: δεν φλυαρούσε για να εντυπωσιάσει, ούτε έλεγε με σοβαροφάνεια σκέψεις που έμεναν ακατανόητες· απλώς ζητούσε από τον δάσκαλό του να του εξηγήσει περισσότερο αυτά που άκουγε στα μαθήματα. «Στην κοσμογονία του Ησιόδου όλα έγιναν από το Χάος: πρώτα η Γη και μετά οι Θεοί,» διάβαζε ως συνήθως μέσα από το σχολικό εγχειρίδιο ο δάσκαλος. «Και το Χάος πώς έγινε;», «και τι υπήρχε πριν από το Χάος;» πετάχτηκε και ρώτησε ο μικρός Επίκουρος. «Καλή ερώτηση,» απάντησε ο δάσκαλος, «αλλά πού να σου εξηγώ… Εμένα δουλειά μου είναι απλώς να διδάσκω. Για περισσότερα, ειδικοί είναι οι φιλόσοφοι. Άλλη ερώτηση;» Αυτές τις αναπάντητες ερωτήσεις μάζευε ο Επίκουρος και σαν να έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως όταν έρθει η δική του ώρα, θα έχει να δίνει τις δικές του απαντήσεις στους δικούς του μαθητές.
Κατάλαβε και κάτι άλλο. Ότι αυτοί που ξέρουν την αλήθεια για τα πράγματα, ή τουλάχιστον ψάχνουν να τη βρουν, είναι οι φιλόσοφοι, και ότι σε αυτούς πρέπει να απευθυνθεί. Ίσως και γι᾽ αυτό μετά από χρόνια έγραφε στον μαθητή του Μενοικέα: «όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει.» Ξεκινά να φιλοσοφεί από νέος, γι᾽ αυτό και όταν μεγαλώνει βλέπει τη ζωή σαν νέος. Όταν ο Επίκουρος έγινε ο ίδιος δάσκαλος, θυμόταν το δικό του ξεκίνημα στη φιλοσοφία και ήθελε και οι μαθητές του να αρχίσουν να φιλοσοφούν χωρίς το μυαλό τους να είναι κιόλας γεμάτο από όσες αδιάφορες ή και άχρηστες γνώσεις προσφέρει το σχολείο. «Τι τυχερός είσαι Απελλή,» έγραφε στον νεαρό μαθητή του «που πλησίασες τη φιλοσοφία αμόλυντος από κάθε μόρφωση» (Μακαρίζω σε, ὦ Ἀππελῆ, ὅτι καθαρὸς πάσης παιδείας ἐπὶ φιλοσοφίαν ὥρμησας· Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3, 588a).
Από τη σχολή του περιωνύμου φιλοσόφου στον στρατό και στη δουλειά
Ό,τι κι αν έλεγε όμως ο Επίκουρος, παιδί ζωηρό και φανατικό για γράμματα, τόσο πολύ ενδιαφέρθηκε να σπουδάσει φιλοσοφία, ώστε πριν από τα δεκαοκτώ του εγκατέλειψε τη Σάμο και πέρασε στην απέναντι ακτή της Ιωνίας, στην Τέω. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα του Ναυσιφάνη, ενός περίεργου ανθρώπου που δίδασκε μαθηματικά, ρητορική και φιλοσοφία. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς δίδασκε και πόσο καλά το δίδασκε - πάντως τις δύο πρώτες επιστήμες ο Επίκουρος αργότερα δεν τις εκτιμούσε ιδιαιτέρως.
Ο Ναυσιφάνης παρουσιαζόταν ως οπαδός του Δημόκριτου, και έτσι ο Επίκουρος από μικρός εξοικειώθηκε με την ατομική φιλοσοφία και την ιωνική φυσιοκρατική παράδοση και δεν ένιωσε αμέσως τη βαριά σκιά του Πλάτωνα. Αυτά, βέβαια, είχαν να κάνουν με τα μαθήματά του και τις φιλοσοφικές του γνώσεις. Όμως τον έφηβο Επίκουρο πιο πολύ φαίνεται να τον συνεπήραν οι αφηγήσεις του δασκάλου του για τον σκεπτικό Πύρρωνα. Θαύμαζε τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του και διαρκώς ρωτούσε να μάθει για αυτόν. Αυτό το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία όχι μόνο ως θεωρητική διδασκαλία αλλά και ως τρόπο ζωής πρέπει ο Επίκουρος να το οφείλει και στον δάσκαλό του.
Κατά τα άλλα, δεν τον θεωρούσε σπουδαίο φιλόσοφο - και ίσως είχε δίκιο. Εξάλλου, ο Ναυσιφάνης έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν δάσκαλος του Επίκουρου, ο μόνος σίγουρος. Πώς, λοιπόν, να τον παρουσίαζε αργότερα ως δάσκαλό του, όταν οι μορφωμένοι της εποχής είχαν να επικαλεστούν έναν Πλάτωνα ή έναν Αριστοτέλη, ή έστω κάποια αθηναϊκή σχολή; Το μόνο που έκανε ήταν να μιλήσει περιφρονητικά για τον Ναυσιφάνη και να απαρνηθεί τον δάσκαλό του. Αλλά αυτό δεν ήταν σπάνιο εκείνα τα χρόνια - αν έπαψε ποτέ να μην είναι.
Λίγο κράτησε η παραμονή του Επίκουρου στην Τέω, γιατί μόλις έγινε δεκαοκτώ (νομοταγής γιος αθηναίου κληρούχου) έφυγε στην Αθήνα για την ἐφηβεία του, τη διετή στρατιωτική του θητεία· δυο χρόνια που πέρασαν σαν να μην συνέβη τίποτε, σε έναν νέο που διψούσε για φιλοσοφία και βρέθηκε, επαρχιώτης αυτός, στο κέντρο της φιλοσοφικής σκηνής. Ήταν και οι καιροί ταραγμένοι: το κλίμα έντονα αντιμακεδονικό, ο Αριστοτέλης στη Χαλκίδα και το Λύκειο κλειστό, ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η επίθεση του Περδίκκα στην Αθήνα, η εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Έτσι ο Επίκουρος, είκοσι χρόνων πια, αναγκάστηκε να ταξιδέψει ως την Κολοφώνα για να συναντήσει την οικογένειά του, που ζούσε φτωχικά στην καινούργια της τρίτη πατρίδα. Δώδεκα χρόνια σχεδόν παρέμεινε εκεί, προφανώς κάνοντας το μόνο που μπορούσε, εκτός από το να διαβάζει: βοηθούσε τον πατέρα του και δίδασκε κολυβογράμματα για ένα κομμάτι ψωμί.
«Φτιάξε κι εσύ μια Σχολή. Μπορείς!»
Είχε φτάσει τα τριάντα δύο το 310 π.Χ., όταν έκανε το αποφασιστικό βήμα: άνοιξε σχολή πρώτα στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι άρχισε να διδάσκει και να φανταζόμαστε ότι θα δοκίμαζε σιγά σιγά αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τις βάσεις της φιλοσοφίας του. Γνωρίζουμε όμως το πιο βασικό για την ίδια του τη ζωή και ίσως για τον τρόπο που αντιλήφθηκε τη φιλοσοφία: στις δύο αυτές πόλεις απέκτησε φίλους και πιστούς μαθητές, έζησε μαζί τους και φιλοσόφησε μαζί τους - με τον Μητρόδωρο, τον Λεοντέα, τον Ιδομενέα, τον Κωλώτη, τον Πολύαινο, τη Θεμίστα και άλλους. Κι έτσι φαίνεται να πίστεψε από τότε ότι μια κοινότητα φίλων φιλοσόφων αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να ζήσει κάποιος δίκαια, ευχάριστα κι ευτυχισμένα.
Εκεί, μακριά από την Αθήνα, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα: η πολιτική κατάσταση δεν ήταν τόσο καταπιεστική, και στη φιλοσοφία οι παλιές μη πλατωνικές παραδόσεις άντεχαν ακόμη· οι μαθητές του Επίκουρου έγραφαν βιβλία εναντίον των Σωκρατικών και του Πλάτωνα. Όμως όλοι οι φιλοσοφικοί δρόμοι οδηγούσαν στην Αθήνα. Και μόλις οι πολιτικές συνθήκες άλλαξαν και ένιωσε ελευθερία δράσης, ο Επίκουρος τόλμησε και πραγματοποίησε το όνειρό του. Γύρω στο 306 π.Χ. αγόρασε ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, θέλοντας να φτιάξει και στην Αθήνα μια εναλλακτική φιλοσοφική κοινότητα μαζί με τους παλιούς φίλους του. Δεν έχτισε μεγάλα οικοδομήματα με αίθουσες για διδασκαλία και μελέτη, ούτε έβγαλε τους μαθητές του να περπατούν και να συζητούν στο κέντρο της πόλης. Προτίμησε να διαμορφώσει αλλιώς τον χώρο της σχολής: διδακτήριο και κατοικίες για τους μαθητές, αλλά κυρίως ένα κτήμα απομονωμένο από την πόλη και τη θορυβώδη ζωή της, κατάλληλο για περιδιάβαση μέσα στη φύση, ένας αληθινός «Κήπος» - όπως ονομάστηκε η σχολή.
Η ίδρυση όμως μιας νέας σχολής αποτελούσε διπλή πρόκληση: από τη μια πλευρά, να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στην πλατωνική Ακαδημία και το αριστοτελικό Λύκειο (η Στοά ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά), ενώ εισήγαγε δυναμικά απόψεις ριζικά αντίθετες προς τις κυρίαρχες· και από την άλλη, να προσελκύσει μαθητές που δεν θα ενδιαφέρονταν να εξαργυρώσουν τις γνώσεις τους με ακαδημαϊκή καριέρα ή να τις εκμεταλλευτούν στη δημόσια ζωή της πόλης.
Ο Επίκουρος φαίνεται ότι τα πέτυχε και τα δύο. Ακολούθησε και ενίσχυσε την ορθολογιστική και την υλιστική ατομική παράδοση και στα δεκάδες έργα του επιτέθηκε στις αντιλήψεις των δύο μεγάλων φιλοσόφων για τη φύση, για τον άνθρωπο και για την πολιτεία. Υποστήριξε ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, με τους θεωρητικούς ακροβατισμούς τους, απομακρύνθηκαν από τον αληθινό σκοπό της φιλοσοφίας. Ο Επίκουρος δεν έγραψε κείμενα εφάμιλλα των πλατωνικών διαλόγων και των αριστοτελικών αναλύσεων, απέφυγε τους πολλούς τεχνικούς όρους και τις περίτεχνες εκφράσεις, απαξίωσε τη λογική και τη ρητορική. Παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην ηθική φιλοσοφία και επί τριάντα πέντε χρόνια οργάνωσε μέσα στον Κήπο τη διδασκαλία και τη ζωή του έτσι, ώστε να φανεί πως η φιλοσοφία είναι η τέχνη που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη και ότι έχει αξία μόνον όταν μας βοηθά να το πετύχουμε.
Αλλά, πέρα από το αν οι απόψεις του ήταν έγκυρες, σημαντικό ήταν ότι βρήκε ανταπόκριση και στο ευρύτερο κοινό, όχι μόνο στους συνήθεις θαμώνες των σχολών. Ο Κήπος ήταν ανοιχτός στους αθηναίους πολίτες και σε άλλους Έλληνες (κυρίως από την Ιωνία), αλλά και σε γυναίκες, σε δούλους, σε φτωχούς, ακόμη και σε απαίδευτους. Όλοι γίνονταν δεκτοί, γιατί όλοι μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Επίκουρος, «και ο Πρωταγόρας στην αρχή ήταν χαμάλης και κουβαλούσε ξύλα, […] κι ο Αριστοτέλης έφαγε πρώτα τα λεφτά του μπαμπά του, μετά πήγε στρατό, μετά έγινε έμπορος φαρμάκων, ώσπου γνώρισε τον Πλάτωνα. Άκουσε τα μαθήματά του (δεν ήταν δα και ανεγκέφαλος) και έγινε αυτό που έγινε» (Προς τους εν Μυτιλήνη φιλοσόφους). Όλα αυτά ήταν ενοχλητικά έως σκανδαλώδη για τον πνευματικό κόσμο της τότε Αθήνας, που προτιμούσε να φαντάζεται ότι η φιλοσοφία είναι μια ασχολία για τους εκλεκτούς (που συνήθως είναι και λίγοι) και ασφαλώς όχι για τους κατώτερου μορφωτικού ή κοινωνικού επιπέδου.
Όπου επλεόνασεν ο φθόνος, υπερεπερίσσευσε η επιτυχία
Την επιτυχία δεν του τη συγχώρεσαν. Η αντίδραση των αντιπάλων του Επίκουρου ήταν έντονη και κράτησε αρκετούς αιώνες· τόσο μεγάλη και διαρκής ήταν η επιτυχία του. Ειδικά κατά την Ελληνιστική εποχή στη φιλοσοφία κυριάρχησαν ο Κήπος και η Στοά - όχι το αριστοτελικό Λύκειο και η πλατωνική Ακαδημία.
Με πρώτο κέντρο την Αθήνα η επικούρεια σκέψη διαδόθηκε παντού από ενθουσιώδεις «ιεραποστόλους» οπαδούς της. Καθώς δεν παρουσιαζόταν ως κάτι στενά ακαδημαϊκό αλλά ως τέχνη ζωής, ο επικουρισμός προσηλύτισε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς. Ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκαν και άνθισαν πολυάριθμες φιλοσοφικές κοινότητες, διασπαρμένες σ᾽ ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, στην Ασία, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία και, βέβαια, στην Ελλάδα. Ήταν καλά οργανωμένες, είχαν κοινό και απαρέγκλιτο σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του ιδρυτή της σχολής, του Επίκουρου, και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές.
Οι αντίπαλοι του Επίκουρου δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να τον βλάψουν. Ως συνήθως, η συκοφαντία ήταν το πιο αποτελεσματικό τους όπλο. Είπαν τόσα πολλά, που κάτι έμεινε μέχρι σήμερα: ότι η οικογένειά του ήταν παρακατιανή, ότι ήταν κοιλιόδουλος, κόλακας και ανήθικος, ότι η διδασκαλία του αντιγράφει άλλες. Το όνομα του Επίκουρου ταυτίστηκε με εκείνου που επιζητεί μόνο την ευχαρίστηση των αισθήσεων, του ηδονιστή.
Αλλά και ο ίδιος αντιδρούσε με πάθος, και απέναντι στους ομοτέχνους του δεν χαριζόταν. Εξάλλου, ας μην υπερβάλλουμε: οι ύβρεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους μπορεί να διασώθηκαν ως σήμερα ίσως επειδή η χαμηλού επιπέδου πολεμική πάντοτε τραβάει το ενδιαφέρον των πολλών. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από την εποχή του Επίκουρου οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και οι Σκεπτικοί συζητούσαν έντονα τις φιλοσοφικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους και με τους προγενέστερους φιλοσόφους.
Άκουσε πολλά ο Επίκουρος για τις ελλιπέστατες, όπως διέδιδαν ορισμένοι, σπουδές του. Εννοούσαν μάλλον ότι δεν σπούδασε στην Αθήνα και δεν εντάχθηκε στους κύκλους της πρωτεύουσας. Τον κατηγόρησαν άνθρωποι που είχαν την τύχη να σπουδάσουν εκεί, αλλά έμειναν γνωστοί μόνο για τις συκοφαντίες τους εναντίον του Επίκουρου. Γιατί ο Επίκουρος ίσως δεν είχε τα τυπικά προσόντα που ήταν αναγκαία για καριέρα σε κάποια σχολή, κατόρθωσε όμως να ιδρύσει μια νέα σχολή που άλλαξε τα φιλοσοφικά πράγματα για αιώνες.
Αντιδρώντας σε αυτό το κλίμα, ο Επίκουρος αναγνώριζε την οφειλή του στον Δημόκριτο (καταδικασμένο στη σιωπή από τον Πλάτωνα) και διατυμπάνιζε ότι είναι αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος στη φιλοσοφία. Μήπως και ο Σωκράτης το ίδιο δεν έκανε, μόνο που ανέφερε ως οδηγό του τον δελφικό Απόλλωνα; Ο Επίκουρος στη δική του σχολή παραμέρισε την εγκύκλιο παιδεία, την πολυμάθεια και κάθε είδους γνώση που πίστευε ότι δεν συμβάλλει στην επίτευξη της μακαριότητας, τον ύψιστο στόχο της φιλοσοφίας.
Και τι χρειάζονται οι φιλόσοφοι σε έναν μικρόψυχο καιρό;
Σαν να χρειαζόταν εκείνη την εποχή ένας τέτοιος τόπος για την άσκηση της φιλοσοφίας. Την ελληνιστική περίοδο η ελευθερία στις πόλεις περιορίστηκε, καθώς το καθεστώς έγινε μοναρχικό, αλλά η δημόσια ζωή δεν σταμάτησε. Απεναντίας, η πολιτική, η πολιτιστική, η θρησκευτική δραστηριότητα ήταν έντονες - το ίδιο και η φιλοσοφική.
Ποιο ρόλο ήθελε και μπορούσε να παίξει η φιλοσοφία στην καινούργια οικουμένη, στα βασίλεια των διαδόχων και στις μεγάλες πόλεις; Να παραιτηθεί από τα κοινά, νιώθοντας ότι είναι μια ειδική επιστήμη που απευθύνεται σε λίγους και ότι είναι ανίκανη να αλλάξει την κοινωνία; Ή να συνεχίσει να ενδιαφέρεται για τα κοινά και να ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ακόμη κι αν νιώθει την αδυναμία της;
Ο Επίκουρος ήταν, μαζί με τον Πλάτωνα, ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους του 4ου αιώνα που ήταν Αθηναίοι και έζησε, πρώτα μακριά από την Αθήνα και μετά πίσω από τον φράκτη του Κήπου, την παρακμή της πόλης και τις αλλαγές του πολιτεύματος. Δεν έκανε όμως αντικείμενο της σκέψης του τις μεταβολές ή τις αιτίες τους στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν κατασκεύασε κάποια θεωρία που να εξηγεί αυτή τη, θλιβερή για πολλούς, πραγματικότητα. Ούτε, από την άλλη, έτρεφε φανερές ή κρυφές φιλοδοξίες να την αλλάξει συνολικά, δίνοντας συμβουλές σε ηγεμόνες - κάτι που και τότε συνήθιζαν οι φιλόσοφοι (ακόμη και μερικοί οπαδοί του). Δεν άρχισε να φαντάζεται ιδανικές πολιτείες μαζικής ευτυχίας ή να στρέφεται αποκλειστικά στο απομονωμένο άτομο, ούτε να κλείνεται στον εαυτό του και να τον αναγορεύει ως τη μοναδική αλήθεια.
Όπως και άλλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Επίκουρος είχε πολιτικές ανησυχίες και πίστευε ότι ένας τρόπος λύτρωσης από την πολιτική διαφθορά είναι η φιλοσοφική ζωή. Και αυτό ήταν το περισσότερο που μπορούσε να προσφέρει: να ασκήσει τη φιλοσοφία μαζί με άλλους και να δείξει ότι ίσως μπορεί να αλλάξει κάτι στην κοινωνία με το ζωντανό του παράδειγμα. Δεν παρέβλεπε τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής, ούτε όμως τις δραματοποιούσε, ώστε να νομίσει αδύνατη την κατάκτηση της ευτυχίας. Απλώς εκτιμούσε ότι η απομάκρυνση από αυτό που λέγεται πολιτική ζωή του τόπου είναι προϋπόθεση για τον άνθρωπο που θέλει να ευτυχήσει.
Γιατί ο Επίκουρος αυτό θεώρησε και αυτό έζησε ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής: το «πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος,»δηλαδή ποια είναι η ιδανική μορφή ζωής που μπορώ να ζήσω. Και δεν ήταν ένα θεωρητικό ερώτημα. Την εποχή εκείνη οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι μπορεί να απαντηθεί όχι μόνο στα λόγια αλλά και από την ίδια τη ζωή. Και το πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις.
Κορεσμένος από φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν οδηγούσαν σε κάτι ωφέλιμο για την ανθρώπινη ζωή, ο Επίκουρος δεν δίστασε να διεκδικήσει για τη φιλοσοφία τον ανώτερο δυνατό στόχο: να καθοδηγήσει τον χαμένο άνθρωπο μέσα από τις αντιξοότητες της προσωπικής και της δημόσιας ζωής του, για να κατακτήσει την ευτυχία εδώ και τώρα. Η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια μέθοδος που τη χρησιμοποιείς για να πετύχεις τον σκοπό σου και μετά σου είναι άχρηστη· είναι ο δρόμος και το τέρμα μαζί. «Στις άλλες ασχολίες το αποτέλεσμα έρχεται αφού αυτές ολοκληρωθούν. Στη φιλοσοφία, αντίθετα, συνδυάζεται το τερπνό με τη γνώση. Η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση, αλλά πάνε μαζί» (Επικούρου προσφώνησις27).
Όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει, κι όταν γεράσει να μην καταπονείται φιλοσοφώντας. Γιατί κανένας δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για εκείνο που φέρνει την υγεία στην ψυχή. Όποιος, μάλιστα, λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να φιλοσοφήσει ή ότι πέρασε κιόλας μοιάζει με εκείνον που λέει ότι δεν έφτασε η ώρα για να ευτυχήσει ή ότι δεν έμεινε πια καιρός. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος: ο ένας καθώς γερνά να βλέπει σαν νέος τα αγαθά (χάρη στα όσα καλά έζησε), και ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, γιατί δεν θα φοβάται όσα είναι να γίνουν.
Επιστολή στον Μενοικέα
Έγραφε απλά ο Επίκουρος και είχε τους λόγους του. Αν μπορείς και θέλεις να βοηθήσεις όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται, θα σκεφτόταν, πρέπει η θεραπεία που τους προτείνεις να είναι απλή για να την καταλάβουν, εύκολη για να την εφαρμόσουν και, ασφαλώς, αποτελεσματική. Πρώτα πρώτα, σαν γιατρός των ψυχών οφείλεις να διαβεβαιώσεις ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια ή ειδικές γνώσεις, τεχνικές και τελετουργίες: «το αγαθό είναι ευπόριστο και το κακό ευκαρτέρητο.» Αλλά οφείλεις και να αποδείξεις στους ασθενείς σου ότι έχει δοκιμαστεί με επιτυχία, φέρνοντας το δικό σου παράδειγμα και των άλλων συμφιλοσόφων σου.
Απλές σκέψεις για να διώξετε τους φόβους σας και να ελέγξετε τις επιθυμίες σας
Σκεπτόμενος τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ζωής, βασισμένος στην αμεσότητα των αισθήσεων και σε εμπειρικές παρατηρήσεις, ξεκίνησε ο Επίκουρος για να φτιάξει τη φιλοσοφική θεραπευτική του πρόταση.
Όσο κι αν δεν του άρεσε η λογική, οι σκέψεις του μπορούν να μπουν σε μια λογική σειρά, περίπου όπως θα τις δίδασκε σε μια φιλοσοφική σχολή, τότε ή τώρα:
1. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή και το θεωρούν αυτό υπέρτατο στόχο τους (αυτό το ονομάζουμε σήμερα ψυχολογικό ηδονισμό).
2. Για να επιτύχουν αυτό τον στόχο, όλοι οι άνθρωποι επιλέγουν πράγματα που πιστεύουν ότι οδηγούν σε μια ευτυχισμένη ζωή, δηλαδή είτε ενστικτωδώς είτε συνειδητά κάνουν ό,τι προξενεί ευχαρίστηση (που είναι το καλό) και αποφεύγουν ό,τι προκαλεί πόνο (που είναι το κακό).
3. Όμως, εφόσον οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο ευχαρίστηση αλλά και πόνο, υπάρχουν πράγματα που προξενούν πόνο.
4. Αυτά τα πράγματα είναι εμπόδια για την επίτευξη της ευτυχίας, και όσο μεγαλύτερο πόνο προξενούν, τόσο μεγαλύτερα εμπόδια είναι.
5. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια (και να φτάσουμε στην «αταραξία» της ψυχής και την «απονία» του σώματος), πρέπει είτε να εξαλειφθούν, οπότε δεν θα προξενούν πόνο, είτε να καταλάβουμε εμείς ότι δεν χρειάζεται να νιώθουμε πόνο από αυτά.
6. Νιώθουμε πόνο (α) όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες μας, και (β) όταν δεν απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση.
7. Άρα, για να μη νιώθουμε πόνο, πρέπει: (α) να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, να εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας, και (β) να μην επιτρέπουμε άλλους παράγοντες να μας ενοχλούν στην απόλαυση της ηδονής.
8. Όμως νιώθουμε πόνο κυρίως όταν προσπαθούμε να εκπληρώσουμε όλες τις επιθυμίες μας και δεν μπορούμε. Μήπως, λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο να εκπληρώνουμε όλες τις επιθυμίες μας;
9. Ποιοι είναι οι παράγοντες που δεν μας επιτρέπουν να απολαύσουμε μια ευχάριστη κατάσταση; Ποιες σκέψεις, ποιοι φόβοι δεν μας αφήνουν να χαρούμε; Μήπως, λοιπόν, είναι απαραίτητο να διώξουμε από μέσα μας όλους τους φόβους μας;
10. Αν, λοιπόν, βρούμε ποιες επιθυμίες χρειάζεται να ικανοποιούμε και ποιους φόβους πρέπει να απομακρύνουμε, και αν γνωρίζουμε τον τρόπο να το κάνουμε, τότε μπορούμε να πετύχουμε και τον τελικό στόχο μας, δηλαδή να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή.
Επιθυμίες και ηδονές: τι να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε
Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι σκέψεις αυτές είναι σωστές, γιατί επαληθεύονται από την εμπειρία κάθε ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, από μωρά, κάνουμε οτιδήποτε για να μην πονάμε: όταν πεινάμε, κλαίμε για να μας ταΐσουν· όταν κρυώνουμε, για να μας ντύσουν. Και μόλις μας δίνουν τις πρώτες μπουκιές, ο πόνος της πείνας αρχίζει να υποχωρεί και δίνει τη θέση του στην ευχαρίστηση του φαγητού. Αυτές οι επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες για την επιβίωσή μας και για την ευεξία του σώματος, και δεν μπορούμε παρά να τις εκπληρώνουμε. Λογικά, τότε θα έπρεπε να νιώθαμε ευτυχισμένοι και να μην ζητούσαμε τίποτε παραπάνω.
Εμείς όμως, όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο περίπλοκες πεποιθήσεις έχουμε για το τι μας προσφέρει χαρά. Δεν ικανοποιούμαστε με τα λίγα· έχουμε κι άλλες επιθυμίες. Τι γίνεται με εκείνες, που είναι και οι πιο πολλές; Νομίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε αν αποκτήσουμε πλούτη, φήμη και αξιώματα, αν απολαμβάνουμε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, και τρέχουμε όλη μας τη ζωή να τα καταφέρουμε, «πιέζοντας τον εαυτό μας πέρα από τις δυνάμεις του». Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι νιώθουμε πόνο, όχι επειδή μας λείπουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά επειδή είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να τα έχουμε. Αλλά όσα περισσότερα κι αν αποκτούμε, η ευχαρίστησή μας δεν μπορεί να αυξηθεί. Γιατί το μέγεθος της ευχαρίστησης εξαρτάται από τον βαθμό που εξαλείφεται ο πόνος και η ταραχή: όσο περισσότερο και να φάμε, ο πόνος της πείνας θα έχει φύγει ήδη με τις πρώτες μπουκιές - άρα η ίδια ευχαρίστηση μπορεί να προκληθεί και με ένα λιτό γεύμα.
Τέτοιες επιθυμίες έχουμε συνήθως τόσες πολλές, απεριόριστες, ώστε, όσο τις έχουμε, μας προκαλούν ταραχή και πόνο, γιατί είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μια και είναι αδύνατον αυτό, μήπως εκείνο που μένει είναι να τις ελαττώσουμε; «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή,» συνιστούσε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα, «μην του δίνεις περισσότερα πράγματα (μὴ χρημάτων προστίθει), αλλά ελάττωσε τις επιθυμίες του (τῆς δὲ ἐπιθυμίας ἀφαίρει),» δηλαδή ελάττωσε τις πιθανές αιτίες του πόνου και την αγωνία του για το μέλλον.
Πρέπει, επομένως, να βρούμε ένα κριτήριο να διακρίνουμε τις επιθυμίες μας. Να εκπληρώνουμε όσες δεν μας πονούν, όταν τις ικανοποιούμε: να τρώμε, να πίνουμε, να έχουμε μια στέγη, να είμαστε υγιείς και ασφαλείς. Οι υπόλοιπες επιθυμίες μας μπορεί να είναι φυσικές αλλά μη αναγκαίες, ή ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Από αυτές πρέπει να αποφεύγουμε όσες μας πονούν, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε· και να επιλέγουμε όσες όχι απλώς μας ευχαριστούν, αλλά και δεν μας φέρνουν πόνο και ταραχή, είτε αμέσως είτε αργότερα. Γιατί δεν αξίζει να πονούμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας σκοπό, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτά είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας.
Η επιθυμία να ντυνόμαστε με τα ρούχα της τελευταίας μόδας μοιάζει φυσική, αν και κατά κάποιον τρόπο καθορίζεται από τον περίγυρό μας· δεν είναι όμως αναγκαία. Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα ως ευπρόσδεκτο μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες επιθυμίες και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Είναι όμως αμφίβολο αν η ηδονή αυτή αξίζει την αγωνία μας να είμαστε πάντα σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις επιθυμίες και την ταραχή μας όσες φορές δεν το κατορθώνουμε.
Παρόμοια πρέπει να διακρίνουμε τις ηδονές. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, νιώθω μια ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη πόνου και ανάγκης, είναι μια σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Αυτές οι ηδονές είναι πολύ σημαντικές, υποστήριζε ο Επίκουρος. Ουσιαστικά, από τέτοιες φυσικές και σωματικές ηδονές, από την ικανοποίηση των αισθήσεων, ξεκινά η ανθρώπινη ευτυχία. Ο Επίκουρος δεν περιφρονούσε τη σωματική ευχαρίστηση, αλλά τη θεωρούσε κάτι απλό: «Στείλε μου μια φέτα τυρί για να φάω με πολυτέλεια,» έγραψε σε ένα φίλο του.
Σκεφτόταν όμως ότι οι φυσικές ηδονές αφορούν μόνο το παρόν και ότι, αν μείνουμε σε αυτές, θα πρέπει να επιζητούμε κάθε στιγμή την ηδονή. Έτσι θα ζούσαμε με αγωνία και αβεβαιότητα, ενώ σκοπός μας είναι η αδιατάρακτη γαλήνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητούμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν και το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας τη φύση, φτάνουμε στο μέγιστο αγαθό της αυτάρκειας και δεν περιμένουμε να ζήσουμε περισσότερο για να ευτυχήσουμε περισσότερο. Να πώς ο Επίκουρος συνδύαζε τον ηδονισμό του με μια μετρημένη ζωή:
Ὧ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γε οὐδέν ἱκανόν.
Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτε.
(στον Αιλιανό, Ποικίλαι ιστορίαι 4.13 )
Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής» (θέση που ονομάζεται ηθικός ηδονισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, πρόσθετε ότι δεν θα επιζητούμε μόνο τις χαρές. Η ηδονή είναι καλό και ο πόνος κακό. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος και η χαρά, η ηδονή και η οδύνη, είναι δυο αισθήματα, δυο καταστάσεις αντίθετες. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη (ηθικός εγωισμός). Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεφτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας - αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτή τη ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή γιατί αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν και τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατο, καθώς και για τα ανεξήγητα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης. Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι;
Εδώ, θα έλεγε ο Επίκουρος, η καθημερινή εμπειρία δεν μας βοηθά, γιατί χρειάζεται η ορθή θεώρηση (ἀπλανὴς θεωρία) όλων των δεδομένων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας. Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησις, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την εὐδαιμονία.
Θεμελιώνοντας την ηθική στη φυσική και την ευτυχία στη μελέτη της φύσης
Όλα όσα απασχολούσαν τον Επίκουρο στην ηθική φιλοσοφία του είχαν πρακτικό προσανατολισμό: την κατάκτηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Τον ίδιο προσανατολισμό, πίστευε ο φιλόσοφος, οφείλει να έχει κάθε θεωρητική ενασχόληση - και η επιστημονική ενασχόληση με τη φύση.
Στην ελληνιστική εποχή η επιστήμη βρέθηκε στο απόγειό της: τα μαθηματικά, η αστρονομία, η μηχανική, η ιατρική γνώρισαν πρωτόγνωρη άνθιση, με νέο κέντρο τους την Αλεξάνδρεια. Ο Επίκουρος δεν συμμεριζόταν την αρνητική στάση διάφορων Σωκρατικών που υποστήριζαν ότι είναι άχρηστο να ασχολείται κάποιος με τη φυσική επιστήμη. Υιοθέτησε σύγχρονές του αστρονομικές θεωρίες αλλά και παλαιότερες παρωχημένες. Για αυτόν η έρευνα της φύσης δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, αλλά τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς. Δεν χρειάζονται ειδικευμένες θεωρίες και λεπτομέρειες: «η έρευνα της ανατολής, της δύσης, των ηλιοστασίων και των εκλείψεων δεν συμβάλλει καθόλου στην ευτυχία.»
Δεν έχουμε ανάγκη από ματαιόσπουδες σοφίες, αλλά από μιαν αθόρυβη ζωή.
Τι χρειαζόταν ακόμη ο Επίκουρος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ευτυχήσει; Για τις επιθυμίες έδειξε ότι με το λογικό μας επιλέγουμε ορθά τις επιθυμίες που αξίζει να εκπληρώσουμε και ότι για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να καταλάβουμε τη φύση. Εναπόκειται, λοιπόν, στον άνθρωπο να ερευνήσει τη φύση, τη δική του και όλων των πραγμάτων. Επιπλέον, παρέμενε ένα σημαντικό εμπόδιο στην πορεία του ανθρώπου προς την ευτυχία: οι φόβοι του.
Αυτοί ήταν οι στόχοι της φυσικής του: (α) Να μελετήσει τα ουράνια και τα μετεωρολογικά φαινόμενα, να βρει τις φυσικές αιτίες τους και να αποδείξει ότι δεν είναι σημάδια θεϊκής εύνοιας ή οργής. Αυτή η γνώση είναι αναγκαία για να διαλύσει τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες των πολλών, που πίστευαν ότι οι θεοί στέλνουν τα καλά και τα κακά στη ζωή μας, σαν να ήταν ευεργέτες ή τιμωροί των ανθρώπων.
(β) Ο δεύτερος στόχος της φυσικής ήταν να μελετήσει τη σύσταση των όντων και να αποδείξει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθάνατη. Έτσι θα διαλυθεί και ο φόβος για τον θάνατο.
Για να αποδείξει αυτές τις απόψεις, ο Επίκουρος ακολούθησε την υλιστική ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου. Με δυο λόγια, υποστήριξε τα παρακάτω: Το σύμπαν είναι αμετάβλητο, άπειρο και χωρίς σκοπό. Ό,τι υπάρχει συνίσταται από «άτομα» και «κενό». Αυτά τα «άτομα» είναι αδιαίρετα και αμετάβλητα. Καθώς βρίσκονται σε συνεχή κίνηση στο κενό, όταν αποκλίνουν από την πορεία τους, συγκρούονται και σχηματίζουν σύνθετα σώματα. Σε ένα τέτοιο σύμπαν το κάθε τι είναι σωματικό, και δεν έχει θέση οτιδήποτε το υπερφυσικό.
Επομένως, (α) τα ουράνια σώματα δεν είναι υπερφυσικά όντα, και όλα τα φαινόμενα εξηγούνται με βάση τις κινήσεις των ατόμων, που δεν έχουν καμία σκοπιμότητα. Οι θεοί υπάρχουν ως σύνθετα σώματα, αλλά ούτε έφτιαξαν τον κόσμο ούτε ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους. Ζουν γαλήνια και αιώνια, μακριά από τα εγκόσμια, μακριά κι ευτυχισμένα. Δεν έχουν καμία διάθεση να χαλάσουν την ηρεμία τους και να ασχοληθούν με τις ανθρώπινες υποθέσεις.
(β) Η ανθρώπινη ψυχή είναι κι αυτή σωματική, αν και αποτελείται από πολύ λεπτά «άτομα». Επειδή όμως είναι σύνθετη, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, η ψυχή διαλύεται μαζί με το σώμα. Αυτή η άποψη του Επίκουρου έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την πλατωνική (και όχι μόνο) αντίληψη για την αθανασία της ψυχής. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε αθάνατο στον άνθρωπο, τίποτε που να επιζεί από τον προσωπικό μας θάνατο, άρα και τίποτε που να έχουμε να φοβόμαστε για μετά τον θάνατο.
Κόπιασε πολύ ο Επίκουρος να δείξει ότι θα ηρεμήσουμε στη ζωή μας, όταν καταλάβουμε ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποιους λόγους, ακόμη κι αν δεν μπορούμε πάντα να μαθαίνουμε τους συγκεκριμένους λόγους. Και επειδή πίστευε ότι η φυσική επιστήμη μάς οδηγεί στην «αταραξία», φρόντισε να αποδείξει ότι η γνώση που μας δίνει είναι αληθινή. Είναι αληθινή, υποστήριζε, γιατί βασίζεται στις αισθητηριακές μας εντυπώσεις· τις εντυπώσεις που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τον νου ή με τα αισθητήρια όργανα.
Η φιλοσοφία διδάσκεται ή ασκείται;
Ωραία και χαλά όλα αυτά. Μήπως όμως δεν είναι παρά λόγια, απλά και όμορφα, αλλά μακριά από την πραγματικότητα; Η προτεινόμενη θεραπεία της ψυχής φαινόταν απλή και χωρίς παρενέργειες - αλλά σε ποιον δοκιμάστηκε, ώστε να μη διστάζουν να την ακολουθήσουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι;
Το σκεφτόταν αυτό ο Επίκουρος όλα τα χρόνια που πέρασε στον Κήπο, και η απάντησή του ήταν το ίδιο απλή: «Ελάτε και θα δείτε.» Πολλοί ήρθαν και είδαν. Και έμειναν στον Κήπο. Γιατί ο Επίκουρος δεν περιορίστηκε στις δηλώσεις: θέλησε η ζωή του να σταθεί μαρτυρία για την αλήθεια της διδασκαλίας του. Την επιβεβαίωσε με τη ζωή του, με τις πράξεις του και με το ήθος του, κάτι που παραδέχθηκαν αργότερα ακόμη και αντίπαλοί του, όπως ο Κικέρων.
Ο Επίκουρος δίδασκε στους μαθητές του φυσική, αλλά μόνο επειδή «χωρίς την έρευνα της φύσης δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε ακέραιες τις ηδονές». Δεν τους υποσχόταν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ότι ασφαλώς μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους. Τους συνιστούσε να μελετούν «μέρα και νύχτα, μόνοι τους και με τους ομοίους τους, ώστε ποτέ να μην ταραχθούν ούτε στον ύπνο τους ούτε στον ξύπνο τους» (Επιστολή προς Μενοικέα).
Μέσα στον Κήπο η μελέτη μπορούσε να ήταν και μοναχική. Όμως η πνευματική καθοδήγηση βασιζόταν σε μια διαπροσωπική σχέση δασκάλου και μαθητή, που «είναι ο ένας για τον άλλο μεγάλο ακροατήριο». Οι μαθητές αναγνώριζαν και εμπιστεύονταν τον δάσκαλο, γίνονταν φίλοι, και όλοι μαζί απολάμβαναν τις χαρές της συντροφικότητας των ελεύθερων ανθρώπων. Έτσι ο Κήπος έγινε τόπος φιλοσοφικής παιδείας και αγωγής, μάθησης και άσκησης.
Δεν αποπήρε ποτέ τους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος. Ακόμη κι όταν τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Πολλές φορές ένιωθαν την ανάγκη να εκφράσουν με υπερβολικό τρόπο τον σεβασμό τους στον δάσκαλο, αλλά μόνο όσοι ήταν έξω από τον Κήπο (σεμνότυφοι ή κακόβουλοι) συσχέτιζαν κουτάκαι τους κορόιδευαν.
Όταν μια μέρα ο Κωλώτης έπεσε στα πόδια του δασκάλου για να του εκφράσει τον μέγιστο σεβασμό, ο Επίκουρος αναγκάστηκε να του ανταποδώσει την τιμή. Δεν παρέλειψε όμως, όπως συνήθιζαν και τότε οι δάσκαλοι, να του κάνει παρατήρηση, την οποία ο Κωλώτης αποδέχθηκε, όπως συνήθιζαν τότε οι μαθητές. «Έκανες σαν να μην έχεις καταλάβει τη διδασκαλία μου για τη φύση, ενώ γενικά σέβεσαι τα λόγια μου. Δεν ήταν λογική η επιθυμία που σου ήρθε.»
Σε όλα τα ανθρώπινα έμοιαζε να έδειχνε κατανόηση ο Επίκουρος, και όλα του έδιναν αφορμή να ασκήσει την πρακτική του φιλοσοφία. Η μητέρα του, όπως κάθε μητέρα, ανησυχούσε για τον γιο της, ακόμη κι όταν εκείνος μεγάλωσε κι έφυγε στην Αθήνα. Νοιαζόταν διαρκώς: του έστελνε χρήματα, και μάλιστα επιπλέον από εκείνα που του έστελνε ο πατέρας του - για συμπλήρωμα… Στα γράμματά της εκφράζει μέχρι και την ανησυχία της για κάποιο κακό όνειρο που είδε για τον γιο της. Και ο Επίκουρος, όπως κάθε γιος, δεν έπαυε να την καθησυχάζει: «Ναι, είμαι καλά, τρώω καλά, είμαι με καλές παρέες, όλα πάνε καλά. Μην στέλνεις άλλα χρήματα. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε άλλο για μένα. Κοιτάξτε τώρα ο ένας τον άλλο.» Και συνεχίζει, ως φιλόσοφος, το δικό του κήρυγμα: «Τα όνειρα δεν πρέπει να μας φοβίζουν ιδιαίτερα, γιατί αυτά που βλέπουμε στον ύπνο δεν είναι διαφορετικά από αυτά που βλέπουμε στον ξύπνο» (Επιστολή προς μητέρα).
Δεν ξεχνούσε ο Επίκουρος όσους ταξίδευαν ή έφευγαν από τον Κήπο για να ζήσουν σε άλλη πόλη. Σε όλους έστελνε γράμματα, για να μάθει νέα τους και να τους συμβουλεύσει ακόμη και για τις πιο καθημερινές καταστάσεις. Αγωνιούσε για τον Μιθρή που τον είχαν συλλάβει και ζητούσαν περισσότερα χρήματα για να τον ελευθερώσουν. Προέτρεπε τους μαθητές του να τηρούν τα πατροπαράδοτα της πόλης τους. Τους ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον που έδειχναν για τον ίδιο ή για την οικονομική συνεισφορά τους στη Σχολή. Βέβαια, δεν έχανε την ευκαιρία να πει και τις φιλοσοφικές του κουβέντες… Τους παρηγορούσε και προσπαθούσε να τους πείσει ότι τις ατυχίες, μικρές και μεγάλες, μπορούν να τις ελέγξουν. Έγραφε πολλά γράμματα, αλλά του άρεσε και να του στέλνουν. Καμιά φορά, όταν το έκρινε σωστό, τα διάβαζε μεγαλόφωνα σε κύκλο φίλων στον Κήπο και, αν κάτι τους ενθουσίαζε, ξεσπούσαν σε επευφημίες.
Ανθρώπινος και τρυφερός, πράος και αυτάρκης αποδείχθηκε στη ζωή του ο Επίκουρος, ταυτόχρονα ανυποχώρητος και συχνά επιθετικός προς τους αντιπάλους φιλοσόφους και τις ιδέες τους. Η επαφή μαζί του γοήτευε, και το προσωπικό του παράδειγμα φάνταζε για πολλούς πιο δυνατό από ένα ορθολογικό σύστημα ηθικής φιλοσοφίας με κανόνες και «πρέπει».
Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει καμιά εξουσία
Έζησε πολλά χρόνια ο Επίκουρος, πέρασε χαρές τριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους και μαθητές, αλλά πέρασε και στεναχώριες. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε άνθρωπος: φτώχεια, αρρώστιες, καθημερινά μικροπροβλήματα. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε δάσκαλος: ανταγωνισμό από τους ομότεχνους, αχαριστία και προδοσία από αγαπημένους μαθητές, όπως ο Τιμοκράτης. Κι αν στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες καταστάσεις, τόσα πρόσωπα που μας πονούνε, αυτός ο πόνος μοιάζει λίγος μπροστά σε εκείνον που νιώθουμε εξαιτίας του θανάτου.
Πώς τον αντιμετώπισε ο Επίκουρος; Ούτε ο θάνατος, που ταράζει και κάποτε αλλάζει τη ζωή του καθενός, δεν τάραξε τον φιλοσοφικό του βίο; Φτάνουν οι θεωρητικές διαβεβαιώσεις του ότι ο θάνατος δεν μας αφορά; Έστω, να μη φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει· έστω, να μη φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο· έστω, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω μας; Και τι γίνεται με μας, όταν μας αφήνουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα;
Ο Επίκουρος συγκλονίστηκε από τον θάνατο του φίλου του και νεότερου του Μητρόδωρου. Άφησε τον εαυτό του να νιώσει λύπη και να ξεσπάσει σε δάκρυα, γιατί η «απάθεια» μπορεί να οφείλεται σε ωμότητα. Δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε έμεινε στα λόγια. Απεναντίας, φρόντισε πρακτικά θέματα, για την ανατροφή των παιδιών του φίλου του, για τα έξοδά τους. Αλλά και στη δική του διαθήκη καθόρισε με λεπτομέρειες την τύχη της περιουσίας του. Μα πάνω από όλα ενδιαφέρθηκε για ένα πράγμα: πώς να έχουν τα μέσα και να συνεχίζουν να φιλοσοφούν οι φίλοι και οι μαθητές του, να φιλοσοφούν και να τον θυμούνται. Γιατί μόνο αυτό νικά τον θάνατο, έλεγε: η «γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.
Την τελευταία μέρα της ζωής του, παρά τους πολυήμερους πόνους, έγραψε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα με ατάραχο νου: «Οι πόνοι της κύστης και του στομαχιού συνεχίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Αλλά τους καταπολεμά η χαρά της ψυχής μου από την ανάμνηση των συζητήσεων που κάναμε μαζί.»
Πού αποσύρθηκε, πού χάθηκε ο Σοφός; Μακριά από την πολιτική, ανάμεσα στους φίλους
Έστω ότι με τον θάνατο τα κατάφερε ο Επίκουρος. Με τους ανθρώπους όμως; Μπορεί να δίδασκε ότι τις συμφορές δεν τις στέλνουν οι θεοί, γνώριζε όμως ότι τις προκαλούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και αν σκοπός του ανθρώπου είναι να μείνει ατάραχος, δεν είναι πιο εύκολο να το πετύχει μόνος του, αποτραβηγμένος από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της, τις τόσες και τόσες αιτίες σωματικής ταλαιπωρίας και ψυχικής αναστάτωσης;
Ο Επίκουρος κατηγορήθηκε ότι η φιλοσοφία του ήταν εγωιστική, ότι έσπρωχνε κάθε άνθρωπο να νοιάζεται αποκλειστικά για τον εαυτό του και να αδιαφορεί για τους άλλους. Είναι αλήθεια ότι πολλές μορφές ζωής δεν άρεσαν στον Επίκουρο: η ζωή του οικογενειάρχη, του στρατιώτη, του ρήτορα, του πολιτικού. Μια ζωή να ανατρέφεις παιδιά, να διακινδυνεύεις τη ζωή σου, να πείθεις τους άλλους, να επιζητείς τη δημοσιότητα και τη δόξα. Και όλα αυτά για ποιο σκοπό; Αφού το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κρατήσουν δέσμιο στη «φυλακή των καθημερινών ασχολιών». Τα ψεύτικα λόγια και τα λογικά τεχνάσματα: τα σπούδασε και τα έμαθε από τους φιλοσόφους, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε· τα άκουσε από τους ρήτορες και τους πολιτικούς, αλλά δεν τα πίστεψε. Γιατί όλα τους στέκονται εμπόδια στην κατάκτηση της ευτυχίας.
Ο μόνος τρόπος ζωής που οδηγεί στην ευτυχία είναι ο φιλοσοφικός. Δεν είναι μια ζωή χαμένη στην ερημική γαλήνη των μελετών, αλλά μια άσκηση των αρετών στη χαρούμενη κοινότητα των φίλων. Αυτή είναι, για τον Επίκουρο, η μόνη βιωμένη πραγματικότητα: οι επικούρειες συντροφιές μέσα στα τεράστια ελληνιστικά βασίλεια και, αργότερα, στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ανάμεσα στους φίλους ο άνθρωπος λυτρώνεται από επίμονες και επίπονες επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα. Μέσα στις επικούρειες κοινότητες ο φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από νόμους, γιατί τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλία.
Από τον τρόπο που έζησε, εύκολα εξηγείται γιατί ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλία ύψιστη αρετή. Ακόμη κι αν μια φιλία ξεκίνησε για τη δική μας ευχαρίστηση (μια και αυτό είναι το κίνητρο και ο σκοπός των πράξεών μας), καταλήγει στη σταθερή κοινή απόλαυση της ασφάλειας και της αμοιβαίας αγάπης. Μια τέτοια ζωή είναι προτιμότερη από οποιαδήποτε άλλη και η επιλογή της οδηγεί στο ξεπέρασμα του εγωιστικού ηδονισμού: ο φίλος είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τον φίλο του.
Οὐχ οὕτως χρείαν ἔχομεν τῆς χρείας τῆς παρὰ τῶν φίλων, ὡς τῆς πίστεως τῆς περὶ τῆς χρείας.
Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα ότι θα μας βοηθήσουν.
Επικούρου προσφώνησις 34
Αυτό το παράδειγμα είχε να προσφέρει ο Επίκουρος, αυτή τη θεραπεία επαγγέλθηκε: ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι εφικτή σε αυτή τη ζωή, όσο σύντομη κι αν είναι. Απόδειξη αποτελεί ο ίδιος ο σοφός. Ο σοφός, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει τη φύση και έχει κατακτήσει τον πλούτο της αυτάρκειας, χρειάζεται ελάχιστα πράγματα. Και επειδή τα χρειάζεται ελάχιστα, μπορεί και να τα απολαύσει καλύτερα.
Χωρίς ηρωικές εξάρσεις αλλά και προσωπικές φιλοδοξίες, απόλυτοι στις θεωρητικές τους απόψεις αλλά επιεικείς στις πράξεις τους, λίγο απομακρυσμένοι από τα κοινά αλλά μαχητικοί στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις τους, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ήταν ίσως «οι καλύτεροι φίλοι που θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς στον εαυτό του».
Ένας φιλόσοφος παντός καιρού;
Αυτά που δίδαξε με τα έργα και τα λόγια ο Επίκουρος στον Κήπο τα διαφύλαξαν ευλαβικά οι διάδοχοί του για έξι σχεδόν αιώνες. Μνημόνευαν το όνομά του και γιόρταζαν τα γενέθλιά του. Κράτησαν αναλλοίωτες τις διδασκαλίες του, κάτι που δεν το θεωρούσαν συντηρητισμό: εφόσον δεν αλλάζει η ανθρώπινη φύση, γιατί να αλλάξουν τα δόγματα του ιδρυτή της Σχολής; Προσπαθούσαν να μιμηθούν το παράδειγμά του και να τον έχουν σαν τον «μεγάλο αδελφό»: «Κάνε κάθε τι σαν να σε έβλεπε ο Επίκουρος,» έλεγαν οι Επικούρειοι.
Η φιλοσοφία του Επίκουρου φτιάχτηκε για να τη μελετούν και να τη συζητούν οι ειδικοί ή για να τη μάθουν και να την εφαρμόζουν όλοι; Ο ίδιος ο Επίκουρος θα προτιμούσε το δεύτερο. Τίποτε δεν θα τον έκανε πιο ευτυχισμένο, αν είχε τη βεβαιότητα ότι οι διδασκαλίες του θα διαδίδονταν και θα παρέμεναν ζωντανές, ποιητικά διατυπωμένες σε ένα από τα γνωστότερα λατινικά ποιήματα, το Περί φύσεως των όντων του Λουκρήτιου· συστηματικά συγκεντρωμένες στα βιβλία των οπαδών του, που οι σελίδες τους ανασύρονται ακόμη απανθρακωμένες μέσα από τη λάβα του Βεζούβιου· χαραγμένες σε μια τεράστια πέτρινη επιγραφή στα Οινόανδα της Μικράς Ασίας· ή χάρη σε όσους έως σήμερα επέμεναν να τον διαβάζουν όχι μόνο για να γράψουν κάποιο βιβλίο για τη φιλοσοφία του αλλά και για να την ασκήσουν.
Όσο για τις παρεξηγήσεις της διδασκαλίας και του χαρακτήρα του, που τις είχε γνωρίσει και τις είχε αντιμετωπίσει όσο ζούσε, θα επαναλάμβανε με το μειλίχιο ύφος του: «Τα κακά που προκαλούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην καταφρόνια. Αλλά αυτά ο σοφός τα ξεπερνά χάρη στο λογικό του.»
Ο φιλάνθρωπος Επίκουρος ένα μόνο θα ζητούσε από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται, σε όσους έχουν «νου και κρίση»: «Μην δείτε αυτά που έγραψα με το βλέμμα ενός τυχαίου περαστικού, ούτε σαν κάτι αδιάφορο και πληκτικό.» Όπως είπε στους φίλους του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στον Κήπο το 270 π.Χ. (Φεβρουάριος ήταν;): «Να είστε καλά και να θυμάστε τις διδασκαλίες μου.
Πρέπει, να ήταν δύσκολο να κατάγεσαι από αρχοντική γενιά που έβγαλε έναν Μιλτιάδη και έναν Κίμωνα, κι εσύ να έχεις πατέρα κάποιον Νεοκλή, ασήμαντο και μικρομεσαίο γραμματοδιδάσκαλο. Και μάλιστα να μη γεννιέσαι καν στην Αθήνα αλλά στη μακρινή Σάμο, όπου η ένδοξη ακόμη Αθήνα είχε στείλει πολλούς έμπιστους και φτωχούς πολίτες της ως κληρούχους, για να μην τους έχει στα πόδια της και για να στηρίξει την εξουσία της στο νησί.
Αρχές του 341 π.Χ., μέσα Φεβρουαρίου, γεννήθηκε ο Επίκουρος. Αθηναίος γνήσιος, ό,τι κι αν του καταμαρτύρησαν οι αντίπαλοί του. Αλλά τι νόημα είχε να είσαι αθηναίος πολίτης λίγα χρόνια μετά τη μάχη της Χαιρώνειας και υπό τη μακεδονική κυριαρχία; Και τι νόημα θα είχε να γίνεις φιλόσοφος λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, όταν δεν βρίσκεσαι στο κέντρο των φιλοσοφικών εξελίξεων και δεν έχεις σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία;
Αυτά όμως ήταν ακόμη πολύ μακρινά ερωτήματα για τον μικρό Επίκουρο. Η οικογένειά του ζούσε μετρημένα σε μια ξένη πόλη που ζούσε τη δική της παρακμή, με πολλούς Σαμίους διωγμένους από την πατρίδα τους και τους κληρούχους Αθηναίους να μοιράζονται τις περιουσίες των ντόπιων. Ο Επίκουρος με τα τρία του αδέλφια έπαιζε στα μισοχαλασμένα τείχη και πήγαινε στον μισοτελειωμένο ναό της Ήρας για να θαυμάσει τα παγόνια της θεάς. Όταν μεγάλωσε και έμαθε γράμματα, βοηθούσε όσο μπορούσε την οικογένειά του: με τη μητέρα του περιφερόταν στα χαμόσπιτα της Σάμου και διάβαζε ευχές και ξόρκια.
Δεκατεσσάρων χρόνων ο Επίκουρος άρχισε να φιλοσοφεί, όπως λέει ο ίδιος. Πώς όμως μπορείς να φιλοσοφείς από τόσο μικρός, στο σχολείο ακόμη; Ο Επίκουρος φαίνεται να το πέτυχε: δεν φλυαρούσε για να εντυπωσιάσει, ούτε έλεγε με σοβαροφάνεια σκέψεις που έμεναν ακατανόητες· απλώς ζητούσε από τον δάσκαλό του να του εξηγήσει περισσότερο αυτά που άκουγε στα μαθήματα. «Στην κοσμογονία του Ησιόδου όλα έγιναν από το Χάος: πρώτα η Γη και μετά οι Θεοί,» διάβαζε ως συνήθως μέσα από το σχολικό εγχειρίδιο ο δάσκαλος. «Και το Χάος πώς έγινε;», «και τι υπήρχε πριν από το Χάος;» πετάχτηκε και ρώτησε ο μικρός Επίκουρος. «Καλή ερώτηση,» απάντησε ο δάσκαλος, «αλλά πού να σου εξηγώ… Εμένα δουλειά μου είναι απλώς να διδάσκω. Για περισσότερα, ειδικοί είναι οι φιλόσοφοι. Άλλη ερώτηση;» Αυτές τις αναπάντητες ερωτήσεις μάζευε ο Επίκουρος και σαν να έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως όταν έρθει η δική του ώρα, θα έχει να δίνει τις δικές του απαντήσεις στους δικούς του μαθητές.
Κατάλαβε και κάτι άλλο. Ότι αυτοί που ξέρουν την αλήθεια για τα πράγματα, ή τουλάχιστον ψάχνουν να τη βρουν, είναι οι φιλόσοφοι, και ότι σε αυτούς πρέπει να απευθυνθεί. Ίσως και γι᾽ αυτό μετά από χρόνια έγραφε στον μαθητή του Μενοικέα: «όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει.» Ξεκινά να φιλοσοφεί από νέος, γι᾽ αυτό και όταν μεγαλώνει βλέπει τη ζωή σαν νέος. Όταν ο Επίκουρος έγινε ο ίδιος δάσκαλος, θυμόταν το δικό του ξεκίνημα στη φιλοσοφία και ήθελε και οι μαθητές του να αρχίσουν να φιλοσοφούν χωρίς το μυαλό τους να είναι κιόλας γεμάτο από όσες αδιάφορες ή και άχρηστες γνώσεις προσφέρει το σχολείο. «Τι τυχερός είσαι Απελλή,» έγραφε στον νεαρό μαθητή του «που πλησίασες τη φιλοσοφία αμόλυντος από κάθε μόρφωση» (Μακαρίζω σε, ὦ Ἀππελῆ, ὅτι καθαρὸς πάσης παιδείας ἐπὶ φιλοσοφίαν ὥρμησας· Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3, 588a).
Από τη σχολή του περιωνύμου φιλοσόφου στον στρατό και στη δουλειά
Ό,τι κι αν έλεγε όμως ο Επίκουρος, παιδί ζωηρό και φανατικό για γράμματα, τόσο πολύ ενδιαφέρθηκε να σπουδάσει φιλοσοφία, ώστε πριν από τα δεκαοκτώ του εγκατέλειψε τη Σάμο και πέρασε στην απέναντι ακτή της Ιωνίας, στην Τέω. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα του Ναυσιφάνη, ενός περίεργου ανθρώπου που δίδασκε μαθηματικά, ρητορική και φιλοσοφία. Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς δίδασκε και πόσο καλά το δίδασκε - πάντως τις δύο πρώτες επιστήμες ο Επίκουρος αργότερα δεν τις εκτιμούσε ιδιαιτέρως.
Ο Ναυσιφάνης παρουσιαζόταν ως οπαδός του Δημόκριτου, και έτσι ο Επίκουρος από μικρός εξοικειώθηκε με την ατομική φιλοσοφία και την ιωνική φυσιοκρατική παράδοση και δεν ένιωσε αμέσως τη βαριά σκιά του Πλάτωνα. Αυτά, βέβαια, είχαν να κάνουν με τα μαθήματά του και τις φιλοσοφικές του γνώσεις. Όμως τον έφηβο Επίκουρο πιο πολύ φαίνεται να τον συνεπήραν οι αφηγήσεις του δασκάλου του για τον σκεπτικό Πύρρωνα. Θαύμαζε τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του και διαρκώς ρωτούσε να μάθει για αυτόν. Αυτό το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία όχι μόνο ως θεωρητική διδασκαλία αλλά και ως τρόπο ζωής πρέπει ο Επίκουρος να το οφείλει και στον δάσκαλό του.
Κατά τα άλλα, δεν τον θεωρούσε σπουδαίο φιλόσοφο - και ίσως είχε δίκιο. Εξάλλου, ο Ναυσιφάνης έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν δάσκαλος του Επίκουρου, ο μόνος σίγουρος. Πώς, λοιπόν, να τον παρουσίαζε αργότερα ως δάσκαλό του, όταν οι μορφωμένοι της εποχής είχαν να επικαλεστούν έναν Πλάτωνα ή έναν Αριστοτέλη, ή έστω κάποια αθηναϊκή σχολή; Το μόνο που έκανε ήταν να μιλήσει περιφρονητικά για τον Ναυσιφάνη και να απαρνηθεί τον δάσκαλό του. Αλλά αυτό δεν ήταν σπάνιο εκείνα τα χρόνια - αν έπαψε ποτέ να μην είναι.
Λίγο κράτησε η παραμονή του Επίκουρου στην Τέω, γιατί μόλις έγινε δεκαοκτώ (νομοταγής γιος αθηναίου κληρούχου) έφυγε στην Αθήνα για την ἐφηβεία του, τη διετή στρατιωτική του θητεία· δυο χρόνια που πέρασαν σαν να μην συνέβη τίποτε, σε έναν νέο που διψούσε για φιλοσοφία και βρέθηκε, επαρχιώτης αυτός, στο κέντρο της φιλοσοφικής σκηνής. Ήταν και οι καιροί ταραγμένοι: το κλίμα έντονα αντιμακεδονικό, ο Αριστοτέλης στη Χαλκίδα και το Λύκειο κλειστό, ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η επίθεση του Περδίκκα στην Αθήνα, η εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Έτσι ο Επίκουρος, είκοσι χρόνων πια, αναγκάστηκε να ταξιδέψει ως την Κολοφώνα για να συναντήσει την οικογένειά του, που ζούσε φτωχικά στην καινούργια της τρίτη πατρίδα. Δώδεκα χρόνια σχεδόν παρέμεινε εκεί, προφανώς κάνοντας το μόνο που μπορούσε, εκτός από το να διαβάζει: βοηθούσε τον πατέρα του και δίδασκε κολυβογράμματα για ένα κομμάτι ψωμί.
«Φτιάξε κι εσύ μια Σχολή. Μπορείς!»
Είχε φτάσει τα τριάντα δύο το 310 π.Χ., όταν έκανε το αποφασιστικό βήμα: άνοιξε σχολή πρώτα στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι άρχισε να διδάσκει και να φανταζόμαστε ότι θα δοκίμαζε σιγά σιγά αυτά που αργότερα αποτέλεσαν τις βάσεις της φιλοσοφίας του. Γνωρίζουμε όμως το πιο βασικό για την ίδια του τη ζωή και ίσως για τον τρόπο που αντιλήφθηκε τη φιλοσοφία: στις δύο αυτές πόλεις απέκτησε φίλους και πιστούς μαθητές, έζησε μαζί τους και φιλοσόφησε μαζί τους - με τον Μητρόδωρο, τον Λεοντέα, τον Ιδομενέα, τον Κωλώτη, τον Πολύαινο, τη Θεμίστα και άλλους. Κι έτσι φαίνεται να πίστεψε από τότε ότι μια κοινότητα φίλων φιλοσόφων αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να ζήσει κάποιος δίκαια, ευχάριστα κι ευτυχισμένα.
Εκεί, μακριά από την Αθήνα, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα: η πολιτική κατάσταση δεν ήταν τόσο καταπιεστική, και στη φιλοσοφία οι παλιές μη πλατωνικές παραδόσεις άντεχαν ακόμη· οι μαθητές του Επίκουρου έγραφαν βιβλία εναντίον των Σωκρατικών και του Πλάτωνα. Όμως όλοι οι φιλοσοφικοί δρόμοι οδηγούσαν στην Αθήνα. Και μόλις οι πολιτικές συνθήκες άλλαξαν και ένιωσε ελευθερία δράσης, ο Επίκουρος τόλμησε και πραγματοποίησε το όνειρό του. Γύρω στο 306 π.Χ. αγόρασε ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, θέλοντας να φτιάξει και στην Αθήνα μια εναλλακτική φιλοσοφική κοινότητα μαζί με τους παλιούς φίλους του. Δεν έχτισε μεγάλα οικοδομήματα με αίθουσες για διδασκαλία και μελέτη, ούτε έβγαλε τους μαθητές του να περπατούν και να συζητούν στο κέντρο της πόλης. Προτίμησε να διαμορφώσει αλλιώς τον χώρο της σχολής: διδακτήριο και κατοικίες για τους μαθητές, αλλά κυρίως ένα κτήμα απομονωμένο από την πόλη και τη θορυβώδη ζωή της, κατάλληλο για περιδιάβαση μέσα στη φύση, ένας αληθινός «Κήπος» - όπως ονομάστηκε η σχολή.
Η ίδρυση όμως μιας νέας σχολής αποτελούσε διπλή πρόκληση: από τη μια πλευρά, να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στην πλατωνική Ακαδημία και το αριστοτελικό Λύκειο (η Στοά ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά), ενώ εισήγαγε δυναμικά απόψεις ριζικά αντίθετες προς τις κυρίαρχες· και από την άλλη, να προσελκύσει μαθητές που δεν θα ενδιαφέρονταν να εξαργυρώσουν τις γνώσεις τους με ακαδημαϊκή καριέρα ή να τις εκμεταλλευτούν στη δημόσια ζωή της πόλης.
Ο Επίκουρος φαίνεται ότι τα πέτυχε και τα δύο. Ακολούθησε και ενίσχυσε την ορθολογιστική και την υλιστική ατομική παράδοση και στα δεκάδες έργα του επιτέθηκε στις αντιλήψεις των δύο μεγάλων φιλοσόφων για τη φύση, για τον άνθρωπο και για την πολιτεία. Υποστήριξε ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, με τους θεωρητικούς ακροβατισμούς τους, απομακρύνθηκαν από τον αληθινό σκοπό της φιλοσοφίας. Ο Επίκουρος δεν έγραψε κείμενα εφάμιλλα των πλατωνικών διαλόγων και των αριστοτελικών αναλύσεων, απέφυγε τους πολλούς τεχνικούς όρους και τις περίτεχνες εκφράσεις, απαξίωσε τη λογική και τη ρητορική. Παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην ηθική φιλοσοφία και επί τριάντα πέντε χρόνια οργάνωσε μέσα στον Κήπο τη διδασκαλία και τη ζωή του έτσι, ώστε να φανεί πως η φιλοσοφία είναι η τέχνη που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη και ότι έχει αξία μόνον όταν μας βοηθά να το πετύχουμε.
Αλλά, πέρα από το αν οι απόψεις του ήταν έγκυρες, σημαντικό ήταν ότι βρήκε ανταπόκριση και στο ευρύτερο κοινό, όχι μόνο στους συνήθεις θαμώνες των σχολών. Ο Κήπος ήταν ανοιχτός στους αθηναίους πολίτες και σε άλλους Έλληνες (κυρίως από την Ιωνία), αλλά και σε γυναίκες, σε δούλους, σε φτωχούς, ακόμη και σε απαίδευτους. Όλοι γίνονταν δεκτοί, γιατί όλοι μπορούν να γίνουν φιλόσοφοι. Εξάλλου, όπως έλεγε ο Επίκουρος, «και ο Πρωταγόρας στην αρχή ήταν χαμάλης και κουβαλούσε ξύλα, […] κι ο Αριστοτέλης έφαγε πρώτα τα λεφτά του μπαμπά του, μετά πήγε στρατό, μετά έγινε έμπορος φαρμάκων, ώσπου γνώρισε τον Πλάτωνα. Άκουσε τα μαθήματά του (δεν ήταν δα και ανεγκέφαλος) και έγινε αυτό που έγινε» (Προς τους εν Μυτιλήνη φιλοσόφους). Όλα αυτά ήταν ενοχλητικά έως σκανδαλώδη για τον πνευματικό κόσμο της τότε Αθήνας, που προτιμούσε να φαντάζεται ότι η φιλοσοφία είναι μια ασχολία για τους εκλεκτούς (που συνήθως είναι και λίγοι) και ασφαλώς όχι για τους κατώτερου μορφωτικού ή κοινωνικού επιπέδου.
Όπου επλεόνασεν ο φθόνος, υπερεπερίσσευσε η επιτυχία
Την επιτυχία δεν του τη συγχώρεσαν. Η αντίδραση των αντιπάλων του Επίκουρου ήταν έντονη και κράτησε αρκετούς αιώνες· τόσο μεγάλη και διαρκής ήταν η επιτυχία του. Ειδικά κατά την Ελληνιστική εποχή στη φιλοσοφία κυριάρχησαν ο Κήπος και η Στοά - όχι το αριστοτελικό Λύκειο και η πλατωνική Ακαδημία.
Με πρώτο κέντρο την Αθήνα η επικούρεια σκέψη διαδόθηκε παντού από ενθουσιώδεις «ιεραποστόλους» οπαδούς της. Καθώς δεν παρουσιαζόταν ως κάτι στενά ακαδημαϊκό αλλά ως τέχνη ζωής, ο επικουρισμός προσηλύτισε χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, πλούσιους και φτωχούς. Ως τον 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργήθηκαν και άνθισαν πολυάριθμες φιλοσοφικές κοινότητες, διασπαρμένες σ᾽ ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, στην Ασία, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία και, βέβαια, στην Ελλάδα. Ήταν καλά οργανωμένες, είχαν κοινό και απαρέγκλιτο σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του ιδρυτή της σχολής, του Επίκουρου, και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές.
Οι αντίπαλοι του Επίκουρου δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να τον βλάψουν. Ως συνήθως, η συκοφαντία ήταν το πιο αποτελεσματικό τους όπλο. Είπαν τόσα πολλά, που κάτι έμεινε μέχρι σήμερα: ότι η οικογένειά του ήταν παρακατιανή, ότι ήταν κοιλιόδουλος, κόλακας και ανήθικος, ότι η διδασκαλία του αντιγράφει άλλες. Το όνομα του Επίκουρου ταυτίστηκε με εκείνου που επιζητεί μόνο την ευχαρίστηση των αισθήσεων, του ηδονιστή.
Αλλά και ο ίδιος αντιδρούσε με πάθος, και απέναντι στους ομοτέχνους του δεν χαριζόταν. Εξάλλου, ας μην υπερβάλλουμε: οι ύβρεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους μπορεί να διασώθηκαν ως σήμερα ίσως επειδή η χαμηλού επιπέδου πολεμική πάντοτε τραβάει το ενδιαφέρον των πολλών. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι από την εποχή του Επίκουρου οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και οι Σκεπτικοί συζητούσαν έντονα τις φιλοσοφικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους και με τους προγενέστερους φιλοσόφους.
Άκουσε πολλά ο Επίκουρος για τις ελλιπέστατες, όπως διέδιδαν ορισμένοι, σπουδές του. Εννοούσαν μάλλον ότι δεν σπούδασε στην Αθήνα και δεν εντάχθηκε στους κύκλους της πρωτεύουσας. Τον κατηγόρησαν άνθρωποι που είχαν την τύχη να σπουδάσουν εκεί, αλλά έμειναν γνωστοί μόνο για τις συκοφαντίες τους εναντίον του Επίκουρου. Γιατί ο Επίκουρος ίσως δεν είχε τα τυπικά προσόντα που ήταν αναγκαία για καριέρα σε κάποια σχολή, κατόρθωσε όμως να ιδρύσει μια νέα σχολή που άλλαξε τα φιλοσοφικά πράγματα για αιώνες.
Αντιδρώντας σε αυτό το κλίμα, ο Επίκουρος αναγνώριζε την οφειλή του στον Δημόκριτο (καταδικασμένο στη σιωπή από τον Πλάτωνα) και διατυμπάνιζε ότι είναι αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος στη φιλοσοφία. Μήπως και ο Σωκράτης το ίδιο δεν έκανε, μόνο που ανέφερε ως οδηγό του τον δελφικό Απόλλωνα; Ο Επίκουρος στη δική του σχολή παραμέρισε την εγκύκλιο παιδεία, την πολυμάθεια και κάθε είδους γνώση που πίστευε ότι δεν συμβάλλει στην επίτευξη της μακαριότητας, τον ύψιστο στόχο της φιλοσοφίας.
Και τι χρειάζονται οι φιλόσοφοι σε έναν μικρόψυχο καιρό;
Σαν να χρειαζόταν εκείνη την εποχή ένας τέτοιος τόπος για την άσκηση της φιλοσοφίας. Την ελληνιστική περίοδο η ελευθερία στις πόλεις περιορίστηκε, καθώς το καθεστώς έγινε μοναρχικό, αλλά η δημόσια ζωή δεν σταμάτησε. Απεναντίας, η πολιτική, η πολιτιστική, η θρησκευτική δραστηριότητα ήταν έντονες - το ίδιο και η φιλοσοφική.
Ποιο ρόλο ήθελε και μπορούσε να παίξει η φιλοσοφία στην καινούργια οικουμένη, στα βασίλεια των διαδόχων και στις μεγάλες πόλεις; Να παραιτηθεί από τα κοινά, νιώθοντας ότι είναι μια ειδική επιστήμη που απευθύνεται σε λίγους και ότι είναι ανίκανη να αλλάξει την κοινωνία; Ή να συνεχίσει να ενδιαφέρεται για τα κοινά και να ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ακόμη κι αν νιώθει την αδυναμία της;
Ο Επίκουρος ήταν, μαζί με τον Πλάτωνα, ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους του 4ου αιώνα που ήταν Αθηναίοι και έζησε, πρώτα μακριά από την Αθήνα και μετά πίσω από τον φράκτη του Κήπου, την παρακμή της πόλης και τις αλλαγές του πολιτεύματος. Δεν έκανε όμως αντικείμενο της σκέψης του τις μεταβολές ή τις αιτίες τους στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Δεν κατασκεύασε κάποια θεωρία που να εξηγεί αυτή τη, θλιβερή για πολλούς, πραγματικότητα. Ούτε, από την άλλη, έτρεφε φανερές ή κρυφές φιλοδοξίες να την αλλάξει συνολικά, δίνοντας συμβουλές σε ηγεμόνες - κάτι που και τότε συνήθιζαν οι φιλόσοφοι (ακόμη και μερικοί οπαδοί του). Δεν άρχισε να φαντάζεται ιδανικές πολιτείες μαζικής ευτυχίας ή να στρέφεται αποκλειστικά στο απομονωμένο άτομο, ούτε να κλείνεται στον εαυτό του και να τον αναγορεύει ως τη μοναδική αλήθεια.
Όπως και άλλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Επίκουρος είχε πολιτικές ανησυχίες και πίστευε ότι ένας τρόπος λύτρωσης από την πολιτική διαφθορά είναι η φιλοσοφική ζωή. Και αυτό ήταν το περισσότερο που μπορούσε να προσφέρει: να ασκήσει τη φιλοσοφία μαζί με άλλους και να δείξει ότι ίσως μπορεί να αλλάξει κάτι στην κοινωνία με το ζωντανό του παράδειγμα. Δεν παρέβλεπε τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής, ούτε όμως τις δραματοποιούσε, ώστε να νομίσει αδύνατη την κατάκτηση της ευτυχίας. Απλώς εκτιμούσε ότι η απομάκρυνση από αυτό που λέγεται πολιτική ζωή του τόπου είναι προϋπόθεση για τον άνθρωπο που θέλει να ευτυχήσει.
Γιατί ο Επίκουρος αυτό θεώρησε και αυτό έζησε ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής: το «πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος,»δηλαδή ποια είναι η ιδανική μορφή ζωής που μπορώ να ζήσω. Και δεν ήταν ένα θεωρητικό ερώτημα. Την εποχή εκείνη οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι μπορεί να απαντηθεί όχι μόνο στα λόγια αλλά και από την ίδια τη ζωή. Και το πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις.
Κορεσμένος από φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν οδηγούσαν σε κάτι ωφέλιμο για την ανθρώπινη ζωή, ο Επίκουρος δεν δίστασε να διεκδικήσει για τη φιλοσοφία τον ανώτερο δυνατό στόχο: να καθοδηγήσει τον χαμένο άνθρωπο μέσα από τις αντιξοότητες της προσωπικής και της δημόσιας ζωής του, για να κατακτήσει την ευτυχία εδώ και τώρα. Η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια μέθοδος που τη χρησιμοποιείς για να πετύχεις τον σκοπό σου και μετά σου είναι άχρηστη· είναι ο δρόμος και το τέρμα μαζί. «Στις άλλες ασχολίες το αποτέλεσμα έρχεται αφού αυτές ολοκληρωθούν. Στη φιλοσοφία, αντίθετα, συνδυάζεται το τερπνό με τη γνώση. Η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση, αλλά πάνε μαζί» (Επικούρου προσφώνησις27).
Όσο κάποιος είναι νέος να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει, κι όταν γεράσει να μην καταπονείται φιλοσοφώντας. Γιατί κανένας δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για εκείνο που φέρνει την υγεία στην ψυχή. Όποιος, μάλιστα, λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να φιλοσοφήσει ή ότι πέρασε κιόλας μοιάζει με εκείνον που λέει ότι δεν έφτασε η ώρα για να ευτυχήσει ή ότι δεν έμεινε πια καιρός. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος: ο ένας καθώς γερνά να βλέπει σαν νέος τα αγαθά (χάρη στα όσα καλά έζησε), και ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, γιατί δεν θα φοβάται όσα είναι να γίνουν.
Επιστολή στον Μενοικέα
Έγραφε απλά ο Επίκουρος και είχε τους λόγους του. Αν μπορείς και θέλεις να βοηθήσεις όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται, θα σκεφτόταν, πρέπει η θεραπεία που τους προτείνεις να είναι απλή για να την καταλάβουν, εύκολη για να την εφαρμόσουν και, ασφαλώς, αποτελεσματική. Πρώτα πρώτα, σαν γιατρός των ψυχών οφείλεις να διαβεβαιώσεις ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια ή ειδικές γνώσεις, τεχνικές και τελετουργίες: «το αγαθό είναι ευπόριστο και το κακό ευκαρτέρητο.» Αλλά οφείλεις και να αποδείξεις στους ασθενείς σου ότι έχει δοκιμαστεί με επιτυχία, φέρνοντας το δικό σου παράδειγμα και των άλλων συμφιλοσόφων σου.
Απλές σκέψεις για να διώξετε τους φόβους σας και να ελέγξετε τις επιθυμίες σας
Σκεπτόμενος τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ζωής, βασισμένος στην αμεσότητα των αισθήσεων και σε εμπειρικές παρατηρήσεις, ξεκίνησε ο Επίκουρος για να φτιάξει τη φιλοσοφική θεραπευτική του πρόταση.
Όσο κι αν δεν του άρεσε η λογική, οι σκέψεις του μπορούν να μπουν σε μια λογική σειρά, περίπου όπως θα τις δίδασκε σε μια φιλοσοφική σχολή, τότε ή τώρα:
1. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή και το θεωρούν αυτό υπέρτατο στόχο τους (αυτό το ονομάζουμε σήμερα ψυχολογικό ηδονισμό).
2. Για να επιτύχουν αυτό τον στόχο, όλοι οι άνθρωποι επιλέγουν πράγματα που πιστεύουν ότι οδηγούν σε μια ευτυχισμένη ζωή, δηλαδή είτε ενστικτωδώς είτε συνειδητά κάνουν ό,τι προξενεί ευχαρίστηση (που είναι το καλό) και αποφεύγουν ό,τι προκαλεί πόνο (που είναι το κακό).
3. Όμως, εφόσον οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο ευχαρίστηση αλλά και πόνο, υπάρχουν πράγματα που προξενούν πόνο.
4. Αυτά τα πράγματα είναι εμπόδια για την επίτευξη της ευτυχίας, και όσο μεγαλύτερο πόνο προξενούν, τόσο μεγαλύτερα εμπόδια είναι.
5. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια (και να φτάσουμε στην «αταραξία» της ψυχής και την «απονία» του σώματος), πρέπει είτε να εξαλειφθούν, οπότε δεν θα προξενούν πόνο, είτε να καταλάβουμε εμείς ότι δεν χρειάζεται να νιώθουμε πόνο από αυτά.
6. Νιώθουμε πόνο (α) όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες μας, και (β) όταν δεν απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση.
7. Άρα, για να μη νιώθουμε πόνο, πρέπει: (α) να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, να εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας, και (β) να μην επιτρέπουμε άλλους παράγοντες να μας ενοχλούν στην απόλαυση της ηδονής.
8. Όμως νιώθουμε πόνο κυρίως όταν προσπαθούμε να εκπληρώσουμε όλες τις επιθυμίες μας και δεν μπορούμε. Μήπως, λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο να εκπληρώνουμε όλες τις επιθυμίες μας;
9. Ποιοι είναι οι παράγοντες που δεν μας επιτρέπουν να απολαύσουμε μια ευχάριστη κατάσταση; Ποιες σκέψεις, ποιοι φόβοι δεν μας αφήνουν να χαρούμε; Μήπως, λοιπόν, είναι απαραίτητο να διώξουμε από μέσα μας όλους τους φόβους μας;
10. Αν, λοιπόν, βρούμε ποιες επιθυμίες χρειάζεται να ικανοποιούμε και ποιους φόβους πρέπει να απομακρύνουμε, και αν γνωρίζουμε τον τρόπο να το κάνουμε, τότε μπορούμε να πετύχουμε και τον τελικό στόχο μας, δηλαδή να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή.
Επιθυμίες και ηδονές: τι να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε
Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι σκέψεις αυτές είναι σωστές, γιατί επαληθεύονται από την εμπειρία κάθε ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, από μωρά, κάνουμε οτιδήποτε για να μην πονάμε: όταν πεινάμε, κλαίμε για να μας ταΐσουν· όταν κρυώνουμε, για να μας ντύσουν. Και μόλις μας δίνουν τις πρώτες μπουκιές, ο πόνος της πείνας αρχίζει να υποχωρεί και δίνει τη θέση του στην ευχαρίστηση του φαγητού. Αυτές οι επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες για την επιβίωσή μας και για την ευεξία του σώματος, και δεν μπορούμε παρά να τις εκπληρώνουμε. Λογικά, τότε θα έπρεπε να νιώθαμε ευτυχισμένοι και να μην ζητούσαμε τίποτε παραπάνω.
Εμείς όμως, όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο περίπλοκες πεποιθήσεις έχουμε για το τι μας προσφέρει χαρά. Δεν ικανοποιούμαστε με τα λίγα· έχουμε κι άλλες επιθυμίες. Τι γίνεται με εκείνες, που είναι και οι πιο πολλές; Νομίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε αν αποκτήσουμε πλούτη, φήμη και αξιώματα, αν απολαμβάνουμε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, και τρέχουμε όλη μας τη ζωή να τα καταφέρουμε, «πιέζοντας τον εαυτό μας πέρα από τις δυνάμεις του». Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι νιώθουμε πόνο, όχι επειδή μας λείπουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά επειδή είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να τα έχουμε. Αλλά όσα περισσότερα κι αν αποκτούμε, η ευχαρίστησή μας δεν μπορεί να αυξηθεί. Γιατί το μέγεθος της ευχαρίστησης εξαρτάται από τον βαθμό που εξαλείφεται ο πόνος και η ταραχή: όσο περισσότερο και να φάμε, ο πόνος της πείνας θα έχει φύγει ήδη με τις πρώτες μπουκιές - άρα η ίδια ευχαρίστηση μπορεί να προκληθεί και με ένα λιτό γεύμα.
Τέτοιες επιθυμίες έχουμε συνήθως τόσες πολλές, απεριόριστες, ώστε, όσο τις έχουμε, μας προκαλούν ταραχή και πόνο, γιατί είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μια και είναι αδύνατον αυτό, μήπως εκείνο που μένει είναι να τις ελαττώσουμε; «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή,» συνιστούσε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα, «μην του δίνεις περισσότερα πράγματα (μὴ χρημάτων προστίθει), αλλά ελάττωσε τις επιθυμίες του (τῆς δὲ ἐπιθυμίας ἀφαίρει),» δηλαδή ελάττωσε τις πιθανές αιτίες του πόνου και την αγωνία του για το μέλλον.
Πρέπει, επομένως, να βρούμε ένα κριτήριο να διακρίνουμε τις επιθυμίες μας. Να εκπληρώνουμε όσες δεν μας πονούν, όταν τις ικανοποιούμε: να τρώμε, να πίνουμε, να έχουμε μια στέγη, να είμαστε υγιείς και ασφαλείς. Οι υπόλοιπες επιθυμίες μας μπορεί να είναι φυσικές αλλά μη αναγκαίες, ή ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Από αυτές πρέπει να αποφεύγουμε όσες μας πονούν, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε· και να επιλέγουμε όσες όχι απλώς μας ευχαριστούν, αλλά και δεν μας φέρνουν πόνο και ταραχή, είτε αμέσως είτε αργότερα. Γιατί δεν αξίζει να πονούμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας σκοπό, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτά είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας.
Η επιθυμία να ντυνόμαστε με τα ρούχα της τελευταίας μόδας μοιάζει φυσική, αν και κατά κάποιον τρόπο καθορίζεται από τον περίγυρό μας· δεν είναι όμως αναγκαία. Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα ως ευπρόσδεκτο μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες επιθυμίες και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Είναι όμως αμφίβολο αν η ηδονή αυτή αξίζει την αγωνία μας να είμαστε πάντα σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις επιθυμίες και την ταραχή μας όσες φορές δεν το κατορθώνουμε.
Παρόμοια πρέπει να διακρίνουμε τις ηδονές. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, νιώθω μια ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη πόνου και ανάγκης, είναι μια σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Αυτές οι ηδονές είναι πολύ σημαντικές, υποστήριζε ο Επίκουρος. Ουσιαστικά, από τέτοιες φυσικές και σωματικές ηδονές, από την ικανοποίηση των αισθήσεων, ξεκινά η ανθρώπινη ευτυχία. Ο Επίκουρος δεν περιφρονούσε τη σωματική ευχαρίστηση, αλλά τη θεωρούσε κάτι απλό: «Στείλε μου μια φέτα τυρί για να φάω με πολυτέλεια,» έγραψε σε ένα φίλο του.
Σκεφτόταν όμως ότι οι φυσικές ηδονές αφορούν μόνο το παρόν και ότι, αν μείνουμε σε αυτές, θα πρέπει να επιζητούμε κάθε στιγμή την ηδονή. Έτσι θα ζούσαμε με αγωνία και αβεβαιότητα, ενώ σκοπός μας είναι η αδιατάρακτη γαλήνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητούμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν και το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας τη φύση, φτάνουμε στο μέγιστο αγαθό της αυτάρκειας και δεν περιμένουμε να ζήσουμε περισσότερο για να ευτυχήσουμε περισσότερο. Να πώς ο Επίκουρος συνδύαζε τον ηδονισμό του με μια μετρημένη ζωή:
Ὧ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γε οὐδέν ἱκανόν.
Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτε.
(στον Αιλιανό, Ποικίλαι ιστορίαι 4.13 )
Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής» (θέση που ονομάζεται ηθικός ηδονισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, πρόσθετε ότι δεν θα επιζητούμε μόνο τις χαρές. Η ηδονή είναι καλό και ο πόνος κακό. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος και η χαρά, η ηδονή και η οδύνη, είναι δυο αισθήματα, δυο καταστάσεις αντίθετες. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη (ηθικός εγωισμός). Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεφτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας - αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτή τη ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή γιατί αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν και τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατο, καθώς και για τα ανεξήγητα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης. Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι;
Εδώ, θα έλεγε ο Επίκουρος, η καθημερινή εμπειρία δεν μας βοηθά, γιατί χρειάζεται η ορθή θεώρηση (ἀπλανὴς θεωρία) όλων των δεδομένων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας. Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησις, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την εὐδαιμονία.
Θεμελιώνοντας την ηθική στη φυσική και την ευτυχία στη μελέτη της φύσης
Όλα όσα απασχολούσαν τον Επίκουρο στην ηθική φιλοσοφία του είχαν πρακτικό προσανατολισμό: την κατάκτηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Τον ίδιο προσανατολισμό, πίστευε ο φιλόσοφος, οφείλει να έχει κάθε θεωρητική ενασχόληση - και η επιστημονική ενασχόληση με τη φύση.
Στην ελληνιστική εποχή η επιστήμη βρέθηκε στο απόγειό της: τα μαθηματικά, η αστρονομία, η μηχανική, η ιατρική γνώρισαν πρωτόγνωρη άνθιση, με νέο κέντρο τους την Αλεξάνδρεια. Ο Επίκουρος δεν συμμεριζόταν την αρνητική στάση διάφορων Σωκρατικών που υποστήριζαν ότι είναι άχρηστο να ασχολείται κάποιος με τη φυσική επιστήμη. Υιοθέτησε σύγχρονές του αστρονομικές θεωρίες αλλά και παλαιότερες παρωχημένες. Για αυτόν η έρευνα της φύσης δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, αλλά τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς. Δεν χρειάζονται ειδικευμένες θεωρίες και λεπτομέρειες: «η έρευνα της ανατολής, της δύσης, των ηλιοστασίων και των εκλείψεων δεν συμβάλλει καθόλου στην ευτυχία.»
Δεν έχουμε ανάγκη από ματαιόσπουδες σοφίες, αλλά από μιαν αθόρυβη ζωή.
Τι χρειαζόταν ακόμη ο Επίκουρος, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ευτυχήσει; Για τις επιθυμίες έδειξε ότι με το λογικό μας επιλέγουμε ορθά τις επιθυμίες που αξίζει να εκπληρώσουμε και ότι για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να καταλάβουμε τη φύση. Εναπόκειται, λοιπόν, στον άνθρωπο να ερευνήσει τη φύση, τη δική του και όλων των πραγμάτων. Επιπλέον, παρέμενε ένα σημαντικό εμπόδιο στην πορεία του ανθρώπου προς την ευτυχία: οι φόβοι του.
Αυτοί ήταν οι στόχοι της φυσικής του: (α) Να μελετήσει τα ουράνια και τα μετεωρολογικά φαινόμενα, να βρει τις φυσικές αιτίες τους και να αποδείξει ότι δεν είναι σημάδια θεϊκής εύνοιας ή οργής. Αυτή η γνώση είναι αναγκαία για να διαλύσει τους φόβους και τις δεισιδαιμονίες των πολλών, που πίστευαν ότι οι θεοί στέλνουν τα καλά και τα κακά στη ζωή μας, σαν να ήταν ευεργέτες ή τιμωροί των ανθρώπων.
(β) Ο δεύτερος στόχος της φυσικής ήταν να μελετήσει τη σύσταση των όντων και να αποδείξει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι αθάνατη. Έτσι θα διαλυθεί και ο φόβος για τον θάνατο.
Για να αποδείξει αυτές τις απόψεις, ο Επίκουρος ακολούθησε την υλιστική ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου. Με δυο λόγια, υποστήριξε τα παρακάτω: Το σύμπαν είναι αμετάβλητο, άπειρο και χωρίς σκοπό. Ό,τι υπάρχει συνίσταται από «άτομα» και «κενό». Αυτά τα «άτομα» είναι αδιαίρετα και αμετάβλητα. Καθώς βρίσκονται σε συνεχή κίνηση στο κενό, όταν αποκλίνουν από την πορεία τους, συγκρούονται και σχηματίζουν σύνθετα σώματα. Σε ένα τέτοιο σύμπαν το κάθε τι είναι σωματικό, και δεν έχει θέση οτιδήποτε το υπερφυσικό.
Επομένως, (α) τα ουράνια σώματα δεν είναι υπερφυσικά όντα, και όλα τα φαινόμενα εξηγούνται με βάση τις κινήσεις των ατόμων, που δεν έχουν καμία σκοπιμότητα. Οι θεοί υπάρχουν ως σύνθετα σώματα, αλλά ούτε έφτιαξαν τον κόσμο ούτε ενδιαφέρονται για τους ανθρώπους. Ζουν γαλήνια και αιώνια, μακριά από τα εγκόσμια, μακριά κι ευτυχισμένα. Δεν έχουν καμία διάθεση να χαλάσουν την ηρεμία τους και να ασχοληθούν με τις ανθρώπινες υποθέσεις.
(β) Η ανθρώπινη ψυχή είναι κι αυτή σωματική, αν και αποτελείται από πολύ λεπτά «άτομα». Επειδή όμως είναι σύνθετη, όταν πεθαίνει ο άνθρωπος, η ψυχή διαλύεται μαζί με το σώμα. Αυτή η άποψη του Επίκουρου έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την πλατωνική (και όχι μόνο) αντίληψη για την αθανασία της ψυχής. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε αθάνατο στον άνθρωπο, τίποτε που να επιζεί από τον προσωπικό μας θάνατο, άρα και τίποτε που να έχουμε να φοβόμαστε για μετά τον θάνατο.
Κόπιασε πολύ ο Επίκουρος να δείξει ότι θα ηρεμήσουμε στη ζωή μας, όταν καταλάβουμε ότι το κάθε φαινόμενο οφείλεται σε κάποιους λόγους, ακόμη κι αν δεν μπορούμε πάντα να μαθαίνουμε τους συγκεκριμένους λόγους. Και επειδή πίστευε ότι η φυσική επιστήμη μάς οδηγεί στην «αταραξία», φρόντισε να αποδείξει ότι η γνώση που μας δίνει είναι αληθινή. Είναι αληθινή, υποστήριζε, γιατί βασίζεται στις αισθητηριακές μας εντυπώσεις· τις εντυπώσεις που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τον νου ή με τα αισθητήρια όργανα.
Η φιλοσοφία διδάσκεται ή ασκείται;
Ωραία και χαλά όλα αυτά. Μήπως όμως δεν είναι παρά λόγια, απλά και όμορφα, αλλά μακριά από την πραγματικότητα; Η προτεινόμενη θεραπεία της ψυχής φαινόταν απλή και χωρίς παρενέργειες - αλλά σε ποιον δοκιμάστηκε, ώστε να μη διστάζουν να την ακολουθήσουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι;
Το σκεφτόταν αυτό ο Επίκουρος όλα τα χρόνια που πέρασε στον Κήπο, και η απάντησή του ήταν το ίδιο απλή: «Ελάτε και θα δείτε.» Πολλοί ήρθαν και είδαν. Και έμειναν στον Κήπο. Γιατί ο Επίκουρος δεν περιορίστηκε στις δηλώσεις: θέλησε η ζωή του να σταθεί μαρτυρία για την αλήθεια της διδασκαλίας του. Την επιβεβαίωσε με τη ζωή του, με τις πράξεις του και με το ήθος του, κάτι που παραδέχθηκαν αργότερα ακόμη και αντίπαλοί του, όπως ο Κικέρων.
Ο Επίκουρος δίδασκε στους μαθητές του φυσική, αλλά μόνο επειδή «χωρίς την έρευνα της φύσης δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε ακέραιες τις ηδονές». Δεν τους υποσχόταν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ότι ασφαλώς μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους. Τους συνιστούσε να μελετούν «μέρα και νύχτα, μόνοι τους και με τους ομοίους τους, ώστε ποτέ να μην ταραχθούν ούτε στον ύπνο τους ούτε στον ξύπνο τους» (Επιστολή προς Μενοικέα).
Μέσα στον Κήπο η μελέτη μπορούσε να ήταν και μοναχική. Όμως η πνευματική καθοδήγηση βασιζόταν σε μια διαπροσωπική σχέση δασκάλου και μαθητή, που «είναι ο ένας για τον άλλο μεγάλο ακροατήριο». Οι μαθητές αναγνώριζαν και εμπιστεύονταν τον δάσκαλο, γίνονταν φίλοι, και όλοι μαζί απολάμβαναν τις χαρές της συντροφικότητας των ελεύθερων ανθρώπων. Έτσι ο Κήπος έγινε τόπος φιλοσοφικής παιδείας και αγωγής, μάθησης και άσκησης.
Δεν αποπήρε ποτέ τους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος. Ακόμη κι όταν τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Πολλές φορές ένιωθαν την ανάγκη να εκφράσουν με υπερβολικό τρόπο τον σεβασμό τους στον δάσκαλο, αλλά μόνο όσοι ήταν έξω από τον Κήπο (σεμνότυφοι ή κακόβουλοι) συσχέτιζαν κουτάκαι τους κορόιδευαν.
Όταν μια μέρα ο Κωλώτης έπεσε στα πόδια του δασκάλου για να του εκφράσει τον μέγιστο σεβασμό, ο Επίκουρος αναγκάστηκε να του ανταποδώσει την τιμή. Δεν παρέλειψε όμως, όπως συνήθιζαν και τότε οι δάσκαλοι, να του κάνει παρατήρηση, την οποία ο Κωλώτης αποδέχθηκε, όπως συνήθιζαν τότε οι μαθητές. «Έκανες σαν να μην έχεις καταλάβει τη διδασκαλία μου για τη φύση, ενώ γενικά σέβεσαι τα λόγια μου. Δεν ήταν λογική η επιθυμία που σου ήρθε.»
Σε όλα τα ανθρώπινα έμοιαζε να έδειχνε κατανόηση ο Επίκουρος, και όλα του έδιναν αφορμή να ασκήσει την πρακτική του φιλοσοφία. Η μητέρα του, όπως κάθε μητέρα, ανησυχούσε για τον γιο της, ακόμη κι όταν εκείνος μεγάλωσε κι έφυγε στην Αθήνα. Νοιαζόταν διαρκώς: του έστελνε χρήματα, και μάλιστα επιπλέον από εκείνα που του έστελνε ο πατέρας του - για συμπλήρωμα… Στα γράμματά της εκφράζει μέχρι και την ανησυχία της για κάποιο κακό όνειρο που είδε για τον γιο της. Και ο Επίκουρος, όπως κάθε γιος, δεν έπαυε να την καθησυχάζει: «Ναι, είμαι καλά, τρώω καλά, είμαι με καλές παρέες, όλα πάνε καλά. Μην στέλνεις άλλα χρήματα. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε άλλο για μένα. Κοιτάξτε τώρα ο ένας τον άλλο.» Και συνεχίζει, ως φιλόσοφος, το δικό του κήρυγμα: «Τα όνειρα δεν πρέπει να μας φοβίζουν ιδιαίτερα, γιατί αυτά που βλέπουμε στον ύπνο δεν είναι διαφορετικά από αυτά που βλέπουμε στον ξύπνο» (Επιστολή προς μητέρα).
Δεν ξεχνούσε ο Επίκουρος όσους ταξίδευαν ή έφευγαν από τον Κήπο για να ζήσουν σε άλλη πόλη. Σε όλους έστελνε γράμματα, για να μάθει νέα τους και να τους συμβουλεύσει ακόμη και για τις πιο καθημερινές καταστάσεις. Αγωνιούσε για τον Μιθρή που τον είχαν συλλάβει και ζητούσαν περισσότερα χρήματα για να τον ελευθερώσουν. Προέτρεπε τους μαθητές του να τηρούν τα πατροπαράδοτα της πόλης τους. Τους ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον που έδειχναν για τον ίδιο ή για την οικονομική συνεισφορά τους στη Σχολή. Βέβαια, δεν έχανε την ευκαιρία να πει και τις φιλοσοφικές του κουβέντες… Τους παρηγορούσε και προσπαθούσε να τους πείσει ότι τις ατυχίες, μικρές και μεγάλες, μπορούν να τις ελέγξουν. Έγραφε πολλά γράμματα, αλλά του άρεσε και να του στέλνουν. Καμιά φορά, όταν το έκρινε σωστό, τα διάβαζε μεγαλόφωνα σε κύκλο φίλων στον Κήπο και, αν κάτι τους ενθουσίαζε, ξεσπούσαν σε επευφημίες.
Ανθρώπινος και τρυφερός, πράος και αυτάρκης αποδείχθηκε στη ζωή του ο Επίκουρος, ταυτόχρονα ανυποχώρητος και συχνά επιθετικός προς τους αντιπάλους φιλοσόφους και τις ιδέες τους. Η επαφή μαζί του γοήτευε, και το προσωπικό του παράδειγμα φάνταζε για πολλούς πιο δυνατό από ένα ορθολογικό σύστημα ηθικής φιλοσοφίας με κανόνες και «πρέπει».
Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει καμιά εξουσία
Έζησε πολλά χρόνια ο Επίκουρος, πέρασε χαρές τριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους και μαθητές, αλλά πέρασε και στεναχώριες. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε άνθρωπος: φτώχεια, αρρώστιες, καθημερινά μικροπροβλήματα. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε δάσκαλος: ανταγωνισμό από τους ομότεχνους, αχαριστία και προδοσία από αγαπημένους μαθητές, όπως ο Τιμοκράτης. Κι αν στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες καταστάσεις, τόσα πρόσωπα που μας πονούνε, αυτός ο πόνος μοιάζει λίγος μπροστά σε εκείνον που νιώθουμε εξαιτίας του θανάτου.
Πώς τον αντιμετώπισε ο Επίκουρος; Ούτε ο θάνατος, που ταράζει και κάποτε αλλάζει τη ζωή του καθενός, δεν τάραξε τον φιλοσοφικό του βίο; Φτάνουν οι θεωρητικές διαβεβαιώσεις του ότι ο θάνατος δεν μας αφορά; Έστω, να μη φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει· έστω, να μη φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο· έστω, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω μας; Και τι γίνεται με μας, όταν μας αφήνουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα;
Ο Επίκουρος συγκλονίστηκε από τον θάνατο του φίλου του και νεότερου του Μητρόδωρου. Άφησε τον εαυτό του να νιώσει λύπη και να ξεσπάσει σε δάκρυα, γιατί η «απάθεια» μπορεί να οφείλεται σε ωμότητα. Δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε έμεινε στα λόγια. Απεναντίας, φρόντισε πρακτικά θέματα, για την ανατροφή των παιδιών του φίλου του, για τα έξοδά τους. Αλλά και στη δική του διαθήκη καθόρισε με λεπτομέρειες την τύχη της περιουσίας του. Μα πάνω από όλα ενδιαφέρθηκε για ένα πράγμα: πώς να έχουν τα μέσα και να συνεχίζουν να φιλοσοφούν οι φίλοι και οι μαθητές του, να φιλοσοφούν και να τον θυμούνται. Γιατί μόνο αυτό νικά τον θάνατο, έλεγε: η «γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.
Την τελευταία μέρα της ζωής του, παρά τους πολυήμερους πόνους, έγραψε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα με ατάραχο νου: «Οι πόνοι της κύστης και του στομαχιού συνεχίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Αλλά τους καταπολεμά η χαρά της ψυχής μου από την ανάμνηση των συζητήσεων που κάναμε μαζί.»
Πού αποσύρθηκε, πού χάθηκε ο Σοφός; Μακριά από την πολιτική, ανάμεσα στους φίλους
Έστω ότι με τον θάνατο τα κατάφερε ο Επίκουρος. Με τους ανθρώπους όμως; Μπορεί να δίδασκε ότι τις συμφορές δεν τις στέλνουν οι θεοί, γνώριζε όμως ότι τις προκαλούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Και αν σκοπός του ανθρώπου είναι να μείνει ατάραχος, δεν είναι πιο εύκολο να το πετύχει μόνος του, αποτραβηγμένος από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της, τις τόσες και τόσες αιτίες σωματικής ταλαιπωρίας και ψυχικής αναστάτωσης;
Ο Επίκουρος κατηγορήθηκε ότι η φιλοσοφία του ήταν εγωιστική, ότι έσπρωχνε κάθε άνθρωπο να νοιάζεται αποκλειστικά για τον εαυτό του και να αδιαφορεί για τους άλλους. Είναι αλήθεια ότι πολλές μορφές ζωής δεν άρεσαν στον Επίκουρο: η ζωή του οικογενειάρχη, του στρατιώτη, του ρήτορα, του πολιτικού. Μια ζωή να ανατρέφεις παιδιά, να διακινδυνεύεις τη ζωή σου, να πείθεις τους άλλους, να επιζητείς τη δημοσιότητα και τη δόξα. Και όλα αυτά για ποιο σκοπό; Αφού το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κρατήσουν δέσμιο στη «φυλακή των καθημερινών ασχολιών». Τα ψεύτικα λόγια και τα λογικά τεχνάσματα: τα σπούδασε και τα έμαθε από τους φιλοσόφους, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε· τα άκουσε από τους ρήτορες και τους πολιτικούς, αλλά δεν τα πίστεψε. Γιατί όλα τους στέκονται εμπόδια στην κατάκτηση της ευτυχίας.
Ο μόνος τρόπος ζωής που οδηγεί στην ευτυχία είναι ο φιλοσοφικός. Δεν είναι μια ζωή χαμένη στην ερημική γαλήνη των μελετών, αλλά μια άσκηση των αρετών στη χαρούμενη κοινότητα των φίλων. Αυτή είναι, για τον Επίκουρο, η μόνη βιωμένη πραγματικότητα: οι επικούρειες συντροφιές μέσα στα τεράστια ελληνιστικά βασίλεια και, αργότερα, στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ανάμεσα στους φίλους ο άνθρωπος λυτρώνεται από επίμονες και επίπονες επιθυμίες, ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται και τη θεϊκή μακαριότητα. Μέσα στις επικούρειες κοινότητες ο φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από νόμους, γιατί τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλία.
Από τον τρόπο που έζησε, εύκολα εξηγείται γιατί ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλία ύψιστη αρετή. Ακόμη κι αν μια φιλία ξεκίνησε για τη δική μας ευχαρίστηση (μια και αυτό είναι το κίνητρο και ο σκοπός των πράξεών μας), καταλήγει στη σταθερή κοινή απόλαυση της ασφάλειας και της αμοιβαίας αγάπης. Μια τέτοια ζωή είναι προτιμότερη από οποιαδήποτε άλλη και η επιλογή της οδηγεί στο ξεπέρασμα του εγωιστικού ηδονισμού: ο φίλος είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τον φίλο του.
Οὐχ οὕτως χρείαν ἔχομεν τῆς χρείας τῆς παρὰ τῶν φίλων, ὡς τῆς πίστεως τῆς περὶ τῆς χρείας.
Δεν έχουμε τόσο ανάγκη τη βοήθεια των φίλων μας, όσο τη βεβαιότητα ότι θα μας βοηθήσουν.
Επικούρου προσφώνησις 34
Αυτό το παράδειγμα είχε να προσφέρει ο Επίκουρος, αυτή τη θεραπεία επαγγέλθηκε: ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι εφικτή σε αυτή τη ζωή, όσο σύντομη κι αν είναι. Απόδειξη αποτελεί ο ίδιος ο σοφός. Ο σοφός, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει τη φύση και έχει κατακτήσει τον πλούτο της αυτάρκειας, χρειάζεται ελάχιστα πράγματα. Και επειδή τα χρειάζεται ελάχιστα, μπορεί και να τα απολαύσει καλύτερα.
Χωρίς ηρωικές εξάρσεις αλλά και προσωπικές φιλοδοξίες, απόλυτοι στις θεωρητικές τους απόψεις αλλά επιεικείς στις πράξεις τους, λίγο απομακρυσμένοι από τα κοινά αλλά μαχητικοί στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις τους, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ήταν ίσως «οι καλύτεροι φίλοι που θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς στον εαυτό του».
Ένας φιλόσοφος παντός καιρού;
Αυτά που δίδαξε με τα έργα και τα λόγια ο Επίκουρος στον Κήπο τα διαφύλαξαν ευλαβικά οι διάδοχοί του για έξι σχεδόν αιώνες. Μνημόνευαν το όνομά του και γιόρταζαν τα γενέθλιά του. Κράτησαν αναλλοίωτες τις διδασκαλίες του, κάτι που δεν το θεωρούσαν συντηρητισμό: εφόσον δεν αλλάζει η ανθρώπινη φύση, γιατί να αλλάξουν τα δόγματα του ιδρυτή της Σχολής; Προσπαθούσαν να μιμηθούν το παράδειγμά του και να τον έχουν σαν τον «μεγάλο αδελφό»: «Κάνε κάθε τι σαν να σε έβλεπε ο Επίκουρος,» έλεγαν οι Επικούρειοι.
Η φιλοσοφία του Επίκουρου φτιάχτηκε για να τη μελετούν και να τη συζητούν οι ειδικοί ή για να τη μάθουν και να την εφαρμόζουν όλοι; Ο ίδιος ο Επίκουρος θα προτιμούσε το δεύτερο. Τίποτε δεν θα τον έκανε πιο ευτυχισμένο, αν είχε τη βεβαιότητα ότι οι διδασκαλίες του θα διαδίδονταν και θα παρέμεναν ζωντανές, ποιητικά διατυπωμένες σε ένα από τα γνωστότερα λατινικά ποιήματα, το Περί φύσεως των όντων του Λουκρήτιου· συστηματικά συγκεντρωμένες στα βιβλία των οπαδών του, που οι σελίδες τους ανασύρονται ακόμη απανθρακωμένες μέσα από τη λάβα του Βεζούβιου· χαραγμένες σε μια τεράστια πέτρινη επιγραφή στα Οινόανδα της Μικράς Ασίας· ή χάρη σε όσους έως σήμερα επέμεναν να τον διαβάζουν όχι μόνο για να γράψουν κάποιο βιβλίο για τη φιλοσοφία του αλλά και για να την ασκήσουν.
Όσο για τις παρεξηγήσεις της διδασκαλίας και του χαρακτήρα του, που τις είχε γνωρίσει και τις είχε αντιμετωπίσει όσο ζούσε, θα επαναλάμβανε με το μειλίχιο ύφος του: «Τα κακά που προκαλούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην καταφρόνια. Αλλά αυτά ο σοφός τα ξεπερνά χάρη στο λογικό του.»
Ο φιλάνθρωπος Επίκουρος ένα μόνο θα ζητούσε από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται, σε όσους έχουν «νου και κρίση»: «Μην δείτε αυτά που έγραψα με το βλέμμα ενός τυχαίου περαστικού, ούτε σαν κάτι αδιάφορο και πληκτικό.» Όπως είπε στους φίλους του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στον Κήπο το 270 π.Χ. (Φεβρουάριος ήταν;): «Να είστε καλά και να θυμάστε τις διδασκαλίες μου.