Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας των συνθέτων
§ 158. Όλα τα είδη συνθέτων δεν ταυτίζονται ως προς την κατανομή τους στα διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού και στα λογοτεχνικά είδη. Μερικοί τύποι, όπως ἄ-θυμος, εὐ-σεβής, ἀν-ίστημι, ἀνά-στασις και συμφύσεις όπως Διόσ-κουροι, ανήκαν πάντα στην καθημερινή γλώσσα. Γενικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι τα σύνθετα, και ιδίως τα θεματικά, αποτελούν υφολογικό μέσο· όχι ότι απαιτούσαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά αποκαλύπτουν συνήθως μια επιλογή. Γι' αυτό το λόγο ήταν κατ' εξοχήν κατάλληλα για την ποίηση, τις επιστημονικές εκφράσεις, τα ευφυολογήματα και τα κύρια ονόματα.
1. Τολμηροί ποιητικοί σχηματισμοί
§ 159. Οι ποιητές επιτρέπουν συχνά τη δημιουργία τολμηρών σχηματισμών, που δύσκολα εντάσσονται σε κατηγορίες. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα (άλλα έχουν ήδη μνημονευθεί στις προηγούμενες παραγράφους):
ταλα-κάρδιος 'με καρτερική καρδιά' (Ασπ. Ηρ., Σοφοκλής, μεταγενέστεροι ποιητές), τλή-θυμος 'με καρτερική καρδιά' (Παλατινή ανθολογία), θελγεσί-μυθος 'που μαγεύει με λόγια' (Ύμνος στον Απόλλωνα στην Ανθολογία)· και τα τρία έχουν τη μορφή ρηματικά εξαρτημένων συνθέτων, αλλά από άποψη νοήματος μεταχειρίζονται το πρώτο μέλος ως επίθετο.
κρεισσό-τεκνα ὄμματα 'μάτια πιο τιμημένα από τα παιδιά' (Αισχ. Επτ. 784). Μπορεί να συσχετιστεί για παράδειγμα με το ἀξιό-λογος = ἄξιος λόγου, ώστε κρεισσό-τεκνα = κρείσσονα τέκνων· η "θεματική μορφή" κρεισσο- από το κρείσσων με πρότυπο το ἀκμό-θετον από το ἄκμων κ.τ.ό. (§ 131).
Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023
Σαν τον Λωτό: Να Ανυψώνεσαι
Πέρα από τις μάταιες δραστηριότητες του νου...
πέρα από τις φλυαρίες των αισθήσεων...
Υπάρχει Ένας Τόπος Ιερός...
Εδώ Βασιλεύει η Αιώνια Σιωπή,
η Ατέλειωτη Ειρήνη, η Απέραντη Μακαριότητα...
Σαν τον "Λωτό" που υψώνεται επάνω από το νερό,
ο Τόπος Είναι Ιερός, Απαραβίαστος...
δεν φτάνει Εδώ ο θόρυβος της ύπαρξης,
μήτε οι ψευδαισθήσεις της ζωής
μπορούν να σε πλανέψουν...
Εδώ Βασιλεύει η Αιωνιότητα,
η Πληρότητα Της Ζωής,
η Τελείωση της Ύπαρξης...
Πέρα από το όνειρο,
Βρίσκεται η ΑΛΗΘΕΙΑ...
Η θεωρία του Λωτού της εσωτερικής ειρήνης και αλήθειας
Η Θεωρία του Λωτού προτείνει ότι μέσα σε κάθε άτομο βρίσκεται ένας ιερός χώρος, παρόμοιος με ένα άνθος λωτού, που χρησιμεύει ως καταφύγιο από το χάος και τις περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου. Αυτός ο χώρος χαρακτηρίζεται από αιώνια σιωπή, ατελείωτη ειρήνη και άπειρη ευδαιμονία, επιτρέποντας στα άτομα να έχουν πρόσβαση στην εσωτερική τους αλήθεια και σοφία. Αγκαλιάζοντας τη Θεωρία του Λωτού, μπορεί κανείς να καλλιεργήσει μια βαθύτερη σύνδεση με τον εσωτερικό του εαυτό, οδηγώντας σε μια πιο αρμονική και πληρέστερη ζωή.
Ο Ιερός Χώρος
Ο ιερός χώρος υπάρχει μέσα σε κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο, τις πεποιθήσεις ή τις εμπειρίες του. Είναι ένα έμφυτο μέρος της ανθρώπινης φύσης, ένα καταφύγιο που παραμένει αμόλυντο από τον θόρυβο και τις ψευδαισθήσεις του εξωτερικού κόσμου.
Να Ανυψώνεσαι
Όπως ένα λουλούδι λωτού υψώνεται πάνω από το νερό, η πρόσβαση στον ιερό χώρο συνεπάγεται υπέρβαση των περισπασμών και των προκλήσεων της καθημερινής ζωής. Αυτή η διαδικασία απαιτεί επίγνωση, ενδοσκόπηση και αυτογνωσία, επιτρέποντας στα άτομα να αποσπαστούν από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αισθητηριακές εμπειρίες τους.
Αιώνια Σιωπή
Μέσα στον ιερό χώρο, κυριαρχεί η αιώνια σιωπή. Αυτή η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου, αλλά αντιπροσωπεύει μια κατάσταση εσωτερικής ακινησίας και γαλήνης, απαλλαγμένη από τη νοητική φλυαρία που συχνά θολώνει την κρίση και την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.
Ατελείωτη ειρήνη και απέραντη ευδαιμονία
Ο ιερός χώρος είναι ένα καταφύγιο ατελείωτης γαλήνης και απέραντης ευδαιμονίας, όπου το άτομο μπορεί να βιώσει μια βαθιά αίσθηση αρμονίας και ικανοποίησης. Αυτή η εσωτερική γαλήνη δεν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά προκύπτει από μια βαθιά σύνδεση με την αληθινή ουσία κάποιου.
Το τέλος της ύπαρξης και η ανακάλυψη της αλήθειας
Με την πρόσβαση στον ιερό χώρο, τα άτομα μπορούν να υπερβούν τους περιορισμούς της φυσικής τους ύπαρξης και να εισέλθουν σε μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης. Σε αυτή την κατάσταση, μπορούν να έχουν πρόσβαση στην εσωτερική τους σοφία και να αποκαλύψουν την απόλυτη αλήθεια, η οποία βρίσκεται πέρα από τις ψευδαισθήσεις και τις απάτες του υλικού κόσμου.
Καλλιέργεια του λωτού μέσα
Για να αγκαλιάσουν τη Θεωρία του Lotus και να αποκτήσουν πρόσβαση στον ιερό χώρο, τα άτομα πρέπει να συμμετέχουν σε τακτικές πρακτικές που προάγουν την αυτογνωσία, την επίγνωση και την ενδοσκόπηση. Αυτές οι πρακτικές μπορεί να περιλαμβάνουν διαλογισμό, γιόγκα, ημερολόγιο ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες που ενθαρρύνουν μια βαθύτερη σύνδεση με τον εσωτερικό εαυτό του.
Συμπερασματικά, η Θεωρία του Lotus τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας του ιερού χώρου μέσα, της υπέρβασης των περισπασμών του εξωτερικού κόσμου και της πρόσβασης στην εσωτερική ειρήνη, τη σοφία και την αλήθεια που βρίσκονται στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Με την καλλιέργεια του λωτού μέσα τους, τα άτομα μπορούν να ζήσουν μια πιο αρμονική, πληρέστερη και φωτισμένη ζωή.
πέρα από τις φλυαρίες των αισθήσεων...
Υπάρχει Ένας Τόπος Ιερός...
Εδώ Βασιλεύει η Αιώνια Σιωπή,
η Ατέλειωτη Ειρήνη, η Απέραντη Μακαριότητα...
Σαν τον "Λωτό" που υψώνεται επάνω από το νερό,
ο Τόπος Είναι Ιερός, Απαραβίαστος...
δεν φτάνει Εδώ ο θόρυβος της ύπαρξης,
μήτε οι ψευδαισθήσεις της ζωής
μπορούν να σε πλανέψουν...
Εδώ Βασιλεύει η Αιωνιότητα,
η Πληρότητα Της Ζωής,
η Τελείωση της Ύπαρξης...
Πέρα από το όνειρο,
Βρίσκεται η ΑΛΗΘΕΙΑ...
Η θεωρία του Λωτού της εσωτερικής ειρήνης και αλήθειας
Η Θεωρία του Λωτού προτείνει ότι μέσα σε κάθε άτομο βρίσκεται ένας ιερός χώρος, παρόμοιος με ένα άνθος λωτού, που χρησιμεύει ως καταφύγιο από το χάος και τις περισπασμούς του εξωτερικού κόσμου. Αυτός ο χώρος χαρακτηρίζεται από αιώνια σιωπή, ατελείωτη ειρήνη και άπειρη ευδαιμονία, επιτρέποντας στα άτομα να έχουν πρόσβαση στην εσωτερική τους αλήθεια και σοφία. Αγκαλιάζοντας τη Θεωρία του Λωτού, μπορεί κανείς να καλλιεργήσει μια βαθύτερη σύνδεση με τον εσωτερικό του εαυτό, οδηγώντας σε μια πιο αρμονική και πληρέστερη ζωή.
Ο Ιερός Χώρος
Ο ιερός χώρος υπάρχει μέσα σε κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο, τις πεποιθήσεις ή τις εμπειρίες του. Είναι ένα έμφυτο μέρος της ανθρώπινης φύσης, ένα καταφύγιο που παραμένει αμόλυντο από τον θόρυβο και τις ψευδαισθήσεις του εξωτερικού κόσμου.
Να Ανυψώνεσαι
Όπως ένα λουλούδι λωτού υψώνεται πάνω από το νερό, η πρόσβαση στον ιερό χώρο συνεπάγεται υπέρβαση των περισπασμών και των προκλήσεων της καθημερινής ζωής. Αυτή η διαδικασία απαιτεί επίγνωση, ενδοσκόπηση και αυτογνωσία, επιτρέποντας στα άτομα να αποσπαστούν από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αισθητηριακές εμπειρίες τους.
Αιώνια Σιωπή
Μέσα στον ιερό χώρο, κυριαρχεί η αιώνια σιωπή. Αυτή η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου, αλλά αντιπροσωπεύει μια κατάσταση εσωτερικής ακινησίας και γαλήνης, απαλλαγμένη από τη νοητική φλυαρία που συχνά θολώνει την κρίση και την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.
Ατελείωτη ειρήνη και απέραντη ευδαιμονία
Ο ιερός χώρος είναι ένα καταφύγιο ατελείωτης γαλήνης και απέραντης ευδαιμονίας, όπου το άτομο μπορεί να βιώσει μια βαθιά αίσθηση αρμονίας και ικανοποίησης. Αυτή η εσωτερική γαλήνη δεν εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά προκύπτει από μια βαθιά σύνδεση με την αληθινή ουσία κάποιου.
Το τέλος της ύπαρξης και η ανακάλυψη της αλήθειας
Με την πρόσβαση στον ιερό χώρο, τα άτομα μπορούν να υπερβούν τους περιορισμούς της φυσικής τους ύπαρξης και να εισέλθουν σε μια κατάσταση καθαρής ύπαρξης. Σε αυτή την κατάσταση, μπορούν να έχουν πρόσβαση στην εσωτερική τους σοφία και να αποκαλύψουν την απόλυτη αλήθεια, η οποία βρίσκεται πέρα από τις ψευδαισθήσεις και τις απάτες του υλικού κόσμου.
Καλλιέργεια του λωτού μέσα
Για να αγκαλιάσουν τη Θεωρία του Lotus και να αποκτήσουν πρόσβαση στον ιερό χώρο, τα άτομα πρέπει να συμμετέχουν σε τακτικές πρακτικές που προάγουν την αυτογνωσία, την επίγνωση και την ενδοσκόπηση. Αυτές οι πρακτικές μπορεί να περιλαμβάνουν διαλογισμό, γιόγκα, ημερολόγιο ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες που ενθαρρύνουν μια βαθύτερη σύνδεση με τον εσωτερικό εαυτό του.
Συμπερασματικά, η Θεωρία του Lotus τονίζει τη σημασία της καλλιέργειας του ιερού χώρου μέσα, της υπέρβασης των περισπασμών του εξωτερικού κόσμου και της πρόσβασης στην εσωτερική ειρήνη, τη σοφία και την αλήθεια που βρίσκονται στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Με την καλλιέργεια του λωτού μέσα τους, τα άτομα μπορούν να ζήσουν μια πιο αρμονική, πληρέστερη και φωτισμένη ζωή.
Η φιλοσοφική διάσταση της αξιοπρέπειας
Η αξιοπρέπεια ως βασική έννοια και αξία τείνει να κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο των κοινωνικών κινημάτων από τη δεκαετία του 1990 και μετά, με διάφορους όρους. Ως αξιοπρέπεια, λοιπόν, χαρακτηρίζουμε τη συναίσθηση της προσωπικής μας αξίας και την εξασφάλισή της με έντιμες πράξεις, συμπεριφορά που ταιριάζει στην αξία μας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει σχέση με την αξία του ανθρώπου ως ελεύθερου και λογικού όντος.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε στο ότι ο όρος αξιοπρέπεια αναδεικνύεται με το έργο του Καντ, ο οποίος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει τιμή αλλά αξία, την αξιοπρέπειά του. Πιο αναλυτικά, για τον Καντ, «η λογική συσχετίζει κάθε υποκειμενικό γνώμονα της θέλησης ως καθολικού νομοθέτη με κάθε άλλη θέληση καθώς και με κάθε πράξη ενός έλλογου όντος προς τον εαυτό του, και αυτό όχι από κάποια άλλη πρακτική αιτία ή για κάποια μελλοντική ωφέλεια αλλά μόνο χάρη στην ιδέα της αξιοπρέπειας του έλλογου όντος, το οποίο δεν υπακούει σε κανένα άλλο νόμο από εκείνο τον οποίο θέτει αυτό τούτο στον εαυτό του. Μέσα στο κράτος των σκοπών το κάθε τι έχει είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ό, τι έχει μια τιμή μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισότιμό του. Ό, τι όμως είναι υπεράνω κάθε τιμής, και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια». Ωστόσο, κατά τον Σοπενχάουερ, από τότε που ο Καντ πρόφερε τη φράση «αξιοπρέπεια του ανθρώπου», αυτή αποτέλεσε στο εξής το έμβλημα των ανόητων ηθικιστών, που κρύβουν πίσω από αυτήν τη βαρύγδουπη έκφραση ότι δεν έχουν μια πραγματική βάση για τις ηθικές τους απόψεις ή τέλος πάντων, μια βάση που να έχει νόημα.
Οι σύγχρονοι διάλογοι περιλαμβάνουν την αξιοπρέπεια σε πολλές εκφάνσεις της οικονομικοπολιτικής ζωής και της καθημερινότητας, σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην ελευθερία, στην ισότητα, στο δικαίωμα στην εργασία, στην περίθαλψη και στην ασφάλεια. Φαίνεται πως η αξιοπρέπεια είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, συνήθως από τον κυρίαρχο λόγο και απευθύνεται στο συναίσθημα χωρίς να παρακινεί απαραίτητα για δράση.
Η μεταβλητότητα της αξιοπρέπειας
Ο άνθρωπος έχει ένα βάρος, μια αξία. Η αξία ενός ανθρώπου μπορεί να εκπέσει με πράξεις κακοήθεις και ανάρμοστες.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ, ΟΤΑΝ ΘΙΓΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.
Άρα, η αξιοπρέπεια μας κινδυνεύει όχι μόνο από τις προσωπικές μας πράξεις αλλά και από τις προσβολές των άλλων. Οι άλλοι είναι δυνατό να θίξουν την υπόληψή μας. Μερικοί είναι αρκετά εύθικτοι σε θέματα τιμής και αξιοπρέπειας. Άλλοι θεωρούν πιο αξιοπρεπές να μην απαντούν σε προσβολές ούτε να καταφεύγουν στην βία, για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια τους. Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η αξιοπρέπεια είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη έννοια, κι αυτό διότι είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε κάποιον αξιοπρεπή, επειδή είναι μόνο ευπαρουσίαστος και ευυπόληπτος. Έτσι, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αξιοπρέπεια συντίθεται από μια ευρεία δέσμη ιδιοτήτων, οι οποίες περιπλέκονται και δημιουργούν την ανωτέρω ποιότητα. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί πως οι ιδιότητες, οι οποίες, αν συνδυαστούν, διαμορφώνουν την αξιοπρέπεια, δεν είναι σταθερές ούτε ισόποσες, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις συγκυρίες (πολιτικές – κοινωνικές).
Η αξιοπρέπεια στη σύγχρονη ζωή
Η έννοια της αξιοπρέπειας χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα και στον χώρο της Βιοηθικής, προάγοντας στην Αμερική μια συντηρητική, θρησκευτικού χαρακτήρα ατζέντα που αντιτίθεται σε νέες θεραπείες, επεμβάσεις, τεχνικές κ.λπ. στον ιατρικό χώρο. Η αδυναμία επαφής με το περιβάλλον, η έλλειψη συνειδητότητας είναι κάτι που ένας ασθενής πολλές φορές φοβάται περισσότερο από τον πόνο ή τον θάνατο. Με αυτή την έννοια υπάρχει ένα στίγμα που συνοδεύει το λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ακόμα περισσότερο τον νοσηλευόμενο σε κάποια ψυχιατρική δομή και αυτό γιατί η νοσηλεία υποδηλώνει για κάποιους έκπτωση της νοητικής λειτουργίας που καθιστά το άτομο ανίκανο να εκφέρει γνώμη και να την υπερασπιστεί, πόσο μάλλον να διεκδικήσει το οτιδήποτε.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης αυτής της αντίληψης το συναντάμε σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο των κυρίων Τσαλίκογλου και Καραπάνου «Μήπως;», όπου η Μαργαρίτα Καραπάνου περιγράφει τη χαρά με την οποία περίμενε τον περίπατο με τη νοσηλεύτρια στο προαύλιο του ψυχιατρείου και την απογοήτευσή της όταν κάποια μέρα η νοσηλεύτρια της ζήτησε να επιστρέψουν ενώ είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά έξω. Όταν η Καραπάνου διαμαρτυρήθηκε και είπε στη νοσηλεύτρια ότι θα το αναφέρει, εκείνη της απάντησε «Ποιος θα σε πιστέψει εσένα πουλάκι μου; Εσένα ή εμένα θα πιστέψουν άμα τους πω ότι κάτσαμε ένα τέταρτο;». Υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στις ασθένειες και στον τρόπο που αυτές γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην κοινωνία. Σαν να υπάρχουν αξιοπρεπείς και μη αξιοπρεπείς ασθένειες. Ο ψυχικά ασθενής δεν έχει δυστυχώς, την ίδια αντιμετώπιση με έναν καρδιοπαθή ή έναν καρκινοπαθή για παράδειγμα.
Η αξιοπρέπεια ως δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται
Υπάρχουν πολυάριθμες διατάξεις, οι οποίες προστατεύουν ρητά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη περιλήφθηκε για πρώτη φορά στα Συντάγματα, που ψηφίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποδειγματικό είναι το ισχύον Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης). Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης υπήρξε πηγή της ελληνικής διάταξης που εισήχθη στο Σύνταγμά μας με το άρθρο 2 § 1 Σ. και τ’ οποίο ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Συναφείς είναι και οι διατάξεις των άρθρων 7 § 2 και 106 § 2 Σ. που απαγορεύουν την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας σε βάρος της.
Ωστόσο, στις μέρες μας οι σημασίες που η αξιοπρέπεια μπορεί ν’ αποκτήσει εξαρτώνται από τη χρήση της έννοιας μέσα στις πρακτικές και τις ρητορικές. Μια συντηρητική και άτολμη από πολιτικής απόψεως σημασιοδότηση αναφέρεται στην αξιοπρέπεια με τρόπο τέτοιο που να μην έχει δεσμευτικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, κάποιος που υπόσχεται αξιοπρεπή μισθό χρησιμοποιεί τον όρο για να συγκαλύπτει το ότι ο μισθός θα είναι χαμηλός, άνισος για άντρες και γυναίκες κλπ. Επειδή είναι μια έννοια, όπως είπαμε, με ηθικές και συναισθηματικές αναφορές, επιτρέπει τη χρήση της χωρίς «πραγματικά αντικρίσματα» και συχνά σε μια αόριστη βάση.
Η αξιοπρέπεια έχει και μια διάσταση που προσιδιάζει στην αυτονομία, στην κυριότητα του εαυτού. Ο ασθενής εξαιτίας της δυσκολίας ή και της ανάγκης στην οποία βρίσκεται έρχεται συχνά στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να αφεθεί στη φροντίδα άλλων και εξαιτίας της έλλειψης ιατρικής ειδίκευσης συχνά δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις που σχετίζονται με την πορεία της υγείας του και το είδος της θεραπείας που προτιμά. Αυτή η αδυναμία πολλαπλασιάζεται στην περίπτωση της ψυχικής ασθένειας γιατί κάποιες φορές ο ασθενής πράγματι δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της ίασής του ή να ακολουθήσει τις οδηγίες των γιατρών του. Είναι ζητούμενο επομένως, στις σύγχρονες κοινωνίες να προστατεύεται να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια των μελών μιας κοινωνίας με την έννοια της προάσπισης του δικαιώματος της πρόσβασης στην υγεία, την παιδεία, του δικαιώματος στην εργασία και της ίσης μεταχείρισης κάθε πολίτη.
Εκείνο που θίγει περισσότερο βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η επίγνωση της αδυναμίας να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος τη θέλησή του σε ό, τι έχει να κάνει όχι με κάτι έξω από αυτόν αλλά με την ίδια του τη ζωή, διότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε σωματική κατάσταση και αν βρίσκεται έχει δικαίωμα να ελέγχει τη μοίρα του. Χωρίς τη δυνατότητα επιλογής άλλωστε δεν υπάρχει αξιοπρέπεια, γιατί η αξιοπρέπεια βασίζεται στην επιλογή.
Αξίζει ν’ αναφέρουμε στο ότι ο όρος αξιοπρέπεια αναδεικνύεται με το έργο του Καντ, ο οποίος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει τιμή αλλά αξία, την αξιοπρέπειά του. Πιο αναλυτικά, για τον Καντ, «η λογική συσχετίζει κάθε υποκειμενικό γνώμονα της θέλησης ως καθολικού νομοθέτη με κάθε άλλη θέληση καθώς και με κάθε πράξη ενός έλλογου όντος προς τον εαυτό του, και αυτό όχι από κάποια άλλη πρακτική αιτία ή για κάποια μελλοντική ωφέλεια αλλά μόνο χάρη στην ιδέα της αξιοπρέπειας του έλλογου όντος, το οποίο δεν υπακούει σε κανένα άλλο νόμο από εκείνο τον οποίο θέτει αυτό τούτο στον εαυτό του. Μέσα στο κράτος των σκοπών το κάθε τι έχει είτε μια τιμή είτε μια αξιοπρέπεια. Ό, τι έχει μια τιμή μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο ισότιμό του. Ό, τι όμως είναι υπεράνω κάθε τιμής, και συνεπώς δεν έχει κανένα ισότιμό του, αυτό έχει αξιοπρέπεια». Ωστόσο, κατά τον Σοπενχάουερ, από τότε που ο Καντ πρόφερε τη φράση «αξιοπρέπεια του ανθρώπου», αυτή αποτέλεσε στο εξής το έμβλημα των ανόητων ηθικιστών, που κρύβουν πίσω από αυτήν τη βαρύγδουπη έκφραση ότι δεν έχουν μια πραγματική βάση για τις ηθικές τους απόψεις ή τέλος πάντων, μια βάση που να έχει νόημα.
Οι σύγχρονοι διάλογοι περιλαμβάνουν την αξιοπρέπεια σε πολλές εκφάνσεις της οικονομικοπολιτικής ζωής και της καθημερινότητας, σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν στην ελευθερία, στην ισότητα, στο δικαίωμα στην εργασία, στην περίθαλψη και στην ασφάλεια. Φαίνεται πως η αξιοπρέπεια είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, συνήθως από τον κυρίαρχο λόγο και απευθύνεται στο συναίσθημα χωρίς να παρακινεί απαραίτητα για δράση.
Η μεταβλητότητα της αξιοπρέπειας
Ο άνθρωπος έχει ένα βάρος, μια αξία. Η αξία ενός ανθρώπου μπορεί να εκπέσει με πράξεις κακοήθεις και ανάρμοστες.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ, ΟΤΑΝ ΘΙΓΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.
Άρα, η αξιοπρέπεια μας κινδυνεύει όχι μόνο από τις προσωπικές μας πράξεις αλλά και από τις προσβολές των άλλων. Οι άλλοι είναι δυνατό να θίξουν την υπόληψή μας. Μερικοί είναι αρκετά εύθικτοι σε θέματα τιμής και αξιοπρέπειας. Άλλοι θεωρούν πιο αξιοπρεπές να μην απαντούν σε προσβολές ούτε να καταφεύγουν στην βία, για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια τους. Επομένως, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι η αξιοπρέπεια είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη έννοια, κι αυτό διότι είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε κάποιον αξιοπρεπή, επειδή είναι μόνο ευπαρουσίαστος και ευυπόληπτος. Έτσι, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αξιοπρέπεια συντίθεται από μια ευρεία δέσμη ιδιοτήτων, οι οποίες περιπλέκονται και δημιουργούν την ανωτέρω ποιότητα. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί πως οι ιδιότητες, οι οποίες, αν συνδυαστούν, διαμορφώνουν την αξιοπρέπεια, δεν είναι σταθερές ούτε ισόποσες, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις συγκυρίες (πολιτικές – κοινωνικές).
Η αξιοπρέπεια στη σύγχρονη ζωή
Η έννοια της αξιοπρέπειας χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα και στον χώρο της Βιοηθικής, προάγοντας στην Αμερική μια συντηρητική, θρησκευτικού χαρακτήρα ατζέντα που αντιτίθεται σε νέες θεραπείες, επεμβάσεις, τεχνικές κ.λπ. στον ιατρικό χώρο. Η αδυναμία επαφής με το περιβάλλον, η έλλειψη συνειδητότητας είναι κάτι που ένας ασθενής πολλές φορές φοβάται περισσότερο από τον πόνο ή τον θάνατο. Με αυτή την έννοια υπάρχει ένα στίγμα που συνοδεύει το λήπτη υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ακόμα περισσότερο τον νοσηλευόμενο σε κάποια ψυχιατρική δομή και αυτό γιατί η νοσηλεία υποδηλώνει για κάποιους έκπτωση της νοητικής λειτουργίας που καθιστά το άτομο ανίκανο να εκφέρει γνώμη και να την υπερασπιστεί, πόσο μάλλον να διεκδικήσει το οτιδήποτε.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης αυτής της αντίληψης το συναντάμε σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο των κυρίων Τσαλίκογλου και Καραπάνου «Μήπως;», όπου η Μαργαρίτα Καραπάνου περιγράφει τη χαρά με την οποία περίμενε τον περίπατο με τη νοσηλεύτρια στο προαύλιο του ψυχιατρείου και την απογοήτευσή της όταν κάποια μέρα η νοσηλεύτρια της ζήτησε να επιστρέψουν ενώ είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά έξω. Όταν η Καραπάνου διαμαρτυρήθηκε και είπε στη νοσηλεύτρια ότι θα το αναφέρει, εκείνη της απάντησε «Ποιος θα σε πιστέψει εσένα πουλάκι μου; Εσένα ή εμένα θα πιστέψουν άμα τους πω ότι κάτσαμε ένα τέταρτο;». Υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στις ασθένειες και στον τρόπο που αυτές γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην κοινωνία. Σαν να υπάρχουν αξιοπρεπείς και μη αξιοπρεπείς ασθένειες. Ο ψυχικά ασθενής δεν έχει δυστυχώς, την ίδια αντιμετώπιση με έναν καρδιοπαθή ή έναν καρκινοπαθή για παράδειγμα.
Η αξιοπρέπεια ως δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται
Υπάρχουν πολυάριθμες διατάξεις, οι οποίες προστατεύουν ρητά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια διάταξη περιλήφθηκε για πρώτη φορά στα Συντάγματα, που ψηφίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποδειγματικό είναι το ισχύον Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης). Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης υπήρξε πηγή της ελληνικής διάταξης που εισήχθη στο Σύνταγμά μας με το άρθρο 2 § 1 Σ. και τ’ οποίο ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Συναφείς είναι και οι διατάξεις των άρθρων 7 § 2 και 106 § 2 Σ. που απαγορεύουν την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας σε βάρος της.
Ωστόσο, στις μέρες μας οι σημασίες που η αξιοπρέπεια μπορεί ν’ αποκτήσει εξαρτώνται από τη χρήση της έννοιας μέσα στις πρακτικές και τις ρητορικές. Μια συντηρητική και άτολμη από πολιτικής απόψεως σημασιοδότηση αναφέρεται στην αξιοπρέπεια με τρόπο τέτοιο που να μην έχει δεσμευτικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, κάποιος που υπόσχεται αξιοπρεπή μισθό χρησιμοποιεί τον όρο για να συγκαλύπτει το ότι ο μισθός θα είναι χαμηλός, άνισος για άντρες και γυναίκες κλπ. Επειδή είναι μια έννοια, όπως είπαμε, με ηθικές και συναισθηματικές αναφορές, επιτρέπει τη χρήση της χωρίς «πραγματικά αντικρίσματα» και συχνά σε μια αόριστη βάση.
Η αξιοπρέπεια έχει και μια διάσταση που προσιδιάζει στην αυτονομία, στην κυριότητα του εαυτού. Ο ασθενής εξαιτίας της δυσκολίας ή και της ανάγκης στην οποία βρίσκεται έρχεται συχνά στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να αφεθεί στη φροντίδα άλλων και εξαιτίας της έλλειψης ιατρικής ειδίκευσης συχνά δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις που σχετίζονται με την πορεία της υγείας του και το είδος της θεραπείας που προτιμά. Αυτή η αδυναμία πολλαπλασιάζεται στην περίπτωση της ψυχικής ασθένειας γιατί κάποιες φορές ο ασθενής πράγματι δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της ίασής του ή να ακολουθήσει τις οδηγίες των γιατρών του. Είναι ζητούμενο επομένως, στις σύγχρονες κοινωνίες να προστατεύεται να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια των μελών μιας κοινωνίας με την έννοια της προάσπισης του δικαιώματος της πρόσβασης στην υγεία, την παιδεία, του δικαιώματος στην εργασία και της ίσης μεταχείρισης κάθε πολίτη.
Εκείνο που θίγει περισσότερο βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η επίγνωση της αδυναμίας να πραγματοποιήσει ο άνθρωπος τη θέλησή του σε ό, τι έχει να κάνει όχι με κάτι έξω από αυτόν αλλά με την ίδια του τη ζωή, διότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε σωματική κατάσταση και αν βρίσκεται έχει δικαίωμα να ελέγχει τη μοίρα του. Χωρίς τη δυνατότητα επιλογής άλλωστε δεν υπάρχει αξιοπρέπεια, γιατί η αξιοπρέπεια βασίζεται στην επιλογή.
Η μεταστροφή του θυμού στα καλέσματα της Αγάπης ως Είναι
Κάθε άνθρωπος ερχόμενος στην ζωή, θα βιώσει κάποια μορφή έλλειψης. Παράλληλα θα εκφράζει τις ανάγκες που επιθυμεί να εκπληρώσει. Είναι τότε που η έλλειψη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση ενός σκοπού.
Έτσι χτίζονται και υλοποιούνται τα όνειρα. Τα ανεκπλήρωτα όμως όνειρα, γεννούν τον φόβο και ελαττώνουν τις προσδοκίες. Είναι σύνηθες επίσης τον φόβο να ακολουθεί ο θυμός. Μέσω του θυμού, αναζητούνται τρόποι, ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία της η κάθε ύπαρξη, όταν βιώνει τον αποκλεισμό.
Γι’ αυτό συνήθως όποιος θυμώνει, είναι γιατί φοβάται την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Όπως επίσης και όποιος φοβάται συχνά θυμώνει.
Όλοι με κάποιον τρόπο -από τα παιδικά μας χρονιά- έχουμε βιώσει την δυσαρέσκεια μας, για κάτι που επιθυμούσαμε και οι γονείς αλλά και το περιβάλλον που μας φιλοξένησε μας είχαν στερήσει. Αυτή η στέρηση πολλές φορές δημιουργεί τραύματα, τα οποία κουβαλάμε και στην υπόλοιπη ενήλικη ζωής μας.
Έτσι καθίσταται απαραίτητη η δημιουργία σχέσεων και συσχετισμών ένταξης, ώστε μέσα από αυτές, να προκύψει η αίσθηση της ενδυνάμωσης. Αυτή όμως η προσπάθεια, πολλές φορές οδηγεί σε ανούσιους και εξοντωτικούς ανταγωνισμούς.
Όλοι στρεφόμαστε εναντίον όλων, σε μια προσπάθεια να τους εναποθέσουμε τις δικές μας ευθύνες, γι’ αυτά που αδυνατούμε να δούμε και να διαχειριστούμε μέσα μας. Είναι αυτά τα οικεία, τα όποια προφασιζόμαστε ότι μας είναι ξένα.
Αυτά που προβάλλουμε στους άλλους, είναι τα δικά μας που τα θεωρούμε αλλότρια. Με αυτόν τον τρόπο δικαιώνονται οι ψευδείς μας φόβοι, που εν τέλει μεταστρέφονται σε θυμό έναντι των άλλων, και έτσι ενισχύουν την επικράτηση ενός ατέρμονου πολέμου.
Ο μέγας Ηράκλειτος – ο φιλόσοφος της κίνησης και της ροής των αντιθέτων- με τον βαθιά στοχαστικό του λόγο μας υπενθυμίζει ότι:
Τα αντίθετα υπάρχουν μόνο στον φαινόμενο κόσμο και όχι ως προ στην ουσία τους.
Έτσι μας προσκαλεί να αναστοχαστούμε: μήπως εν τέλει οδοιπορούμε, προς την αντίθετη θέση από την οποία θεωρούμε ότι βρισκόμαστε;
«Ενώ ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλιάς για όλους, άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελευθέρους», (απ.53).
Για τον Ηράκλειτο «Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας και ο αυτός»,(απ.60).
Ομοίως για τον ίδιο: «Ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας και α αυτός», (απ.59).
Γι’ αυτό: «Η αφανής αρμονία είναι υπέρτερη από την φανερή», (απ.54).
Έτσι η μονή λογική εξήγησης που μπορεί να προκύψει, είναι όταν όλα συναρμόζονται: «Η ομόνοια και η διχόνοια, η συμφωνία και ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ΄ όλα και από το Ένα Όλα», (απ.10). Ομοίως: «Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό… Ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν και οι αρρώστιες» (απ.58).
Προς επίρρωση των στοχασμών του Ηράκλειτου, ο Rogers μας υπενθυμίζει ότι: «H διαφορετικότητα είναι πηγή πλούτου».
Ίσως να πρέπει ενδεχομένως να οδοιπορήσουμε, προς αυτό που θεωρούμε διαφορετικό και το αποποιούμαστε. Μέσα από τις διαφορές, μας δίδεται η δυνατότητα ώστε με μεγαλύτερη ακρίβεια στην οδοιπορία της ζωής, να χαράζουμε νέες συντεταγμένες κατευθύνσεις.
Αν επιθυμούμε να συναντηθούμε με την αυθεντικότητα του εαυτού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα σκιερά σημεία μέσα μας.
Ας αναρωτηθούμε όμως, ποια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ύπαρξη -όπως και η δική μας- ώστε να γεννηθούμε και να επιβιώσουμε; Αυτή μήπως δεν είναι το πρόσφορο και οικείο περιβάλλον μιας κυοφορίας; Κάποιος θα πρέπει να μας διαθέσει το χώρο του, το σώμα του, τον χρόνο και την αγκαλιά του.
Να μας φιλοξενήσει, ώστε εμείς να υπάρξουμε. Να μοιραστεί και να θυσιάσει ένα κομμάτι της δίκης του ζωής, στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή του προς εμάς: μόνον έτσι θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτό μόνο η μήτρα που μας φιλοξένησε μέσα από την μητέρα που μας γέννησε, μπορεί να μας το παρέχει. Καθώς επίσης και το περιβάλλον που μερίμνησε για τα αναγκαία, ώστε εμείς να επιβιώσουμε.
Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε το μόνο που απομένει να κάνουμε διά βίου, είναι η βαθιά μας ευγνωμοσύνη, σε όσα ευχάριστα ή ακόμα και δυσάρεστα συνέβαλλαν για την επιβίωση μας. Πρωτίστως οφείλουμε στην μητέρα μας απλόχερα να της αποδίδουμε ευγνωμοσύνη. Με την δική της προσφορά και την φροντίδα, γνωρίσαμε την ζωή.
Με την ίδια φροντίδα και μέριμνα επίσης το περιβάλλον μας διατήρησε στη ζωή. Είναι σαν να είχαμε προσκληθεί και από τους δυο μαζί, ώστε να βιώσουμε τις φωταψίες του Ζειν Αληθώς. Έστω και αν παρ’ ελπίδα, πολλά στην ζωή συμβαίνοντα προέκυψαν να φαντάζουν “λάθος”, από την στιγμή που έχουμε διατηρηθεί στην ζωή, θα πρέπει να αποδώσουμε ευγνωμοσύνη στους γεννήτορες μας. Στους φορείς της ζωής, όταν αναγνωρίσουμε την προσφορά τους, αυτοί θα συμβάλλουν ώστε να συναντήσουμε την γαληνή στις σκέψεις, την ψυχή και στην ζωή μας.
Ο θυμός συνήθως υποκρύπτει κάποιον απροσδιόριστο φόβο, που δύσκολα γίνεται εντοπίσημος μέσα μας. Αυτός που φοβάται αργά ή γρήγορα θα θυμώσει. Θυμώνει διότι θεωρεί ότι δεν έχει βοηθηθεί επαρκώς. Βιώνει πως έχει αδικηθεί και δεν έχει ακουστεί η βιωματική του αλήθεια.
Πολλές φορές και με την σκέψη και μόνο ενός συμβάντος, ξεχειλίζει ο θυμός, ενώ δυσκολευόμαστε να συγκρατήσουμε την εκδήλωση του. Ειδικά όταν νοιώσουμε ότι αδικηθήκαμε, ή δεν έχει ακουστεί ο πόνος της απομόνωσης που βιώνουμε, τότε ψάχνουμε εναγώνια κάπου να εκτονώσουμε τον θυμό μας.
Όταν στρέφουμε τον θυμό μας προς κάποιον άλλο, συνήθως τον αναστατώνουμε και διαταράσσουμε τον συναισθηματικό του κόσμο. Έτσι προκαλούνται οι διενέξεις. Αφού επεκταθούν στο περιβάλλον, εν τέλει θα επιστρέψουν και πάλι προς εμάς να επιλύσουμε, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του. Από την άλλη αν παρ’ ελπίδα επιλέξουμε να καταπιέσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που έχουμε, και δεν τα εκφράσουμε, αυτά θα στραφούν και πάλι εναντίον μας. Έτσι σωρευτικά θα συμβάλλουν ώστε μέσα από την στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης τους, να μας τιμωρούν.
Όταν μας αφαιρείται το σθένος, να διατυπώσουμε και να υπερασπιστούμε την αυθεντικότητα των συνθημάτων μας, ο οργανισμός -ως ενιαίο σύνολο που είναι- θα επιδιώξει να εκτονώσει την εσωτερική πίεση που βιώνει, δημιουργώντας την εκδήλωση μιας ασθένειας. Η έλλειψη ομαλής ροής είναι ο ορισμός της ασθένειας.
Βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει την μεταστροφή και την ολοκλήρωση της εμπειρίας που θα πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να υγιαίνουμε.
Ο Ανέκφραστος θυμός που συνήθως παραμένει μέσα μας, επιμολύνει καθολικά την ύπαρξη, όσο λιμνάζει ανεπεξέργαστος. Ένας τρόπος για την καλύτερη διαχείριση αυτού του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων που αυτός επιφέρει, είναι το εσωτερικό κάλεσμα σε έναν νοητικό διάλογο, αυτών που τον προκάλεσαν. Δεν είναι απαραίτητο να συναντήσουμε όποιον μας τον προκάλεσε, ώστε να του εκφράσουμε κατά πρόσωπο, αυτό που μας έχει δημιουργήσει. Ούτε όμως και θα έχει χαθεί η ευκαιρία αν δεν τον συναντήσουμε. Την απάντηση μας την δίνει ο Παρμενίδης.
Ο προ πλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης μας θυμίζει ότι : «το Νοείν εστι Είναι». Η νόηση και μέσω αυτής, ο στοχασμός και η σκέψη, είναι υπερβατική έννοια. Δεν υπόκειται δηλ. στους χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς της ύλης. Αυτό που σκεφτόμαστε, στην ουσία μας επισκέπτεται, αποκρινόμενο στις προσκλήσεις των σκέψεων μας. Είναι καλέσματα σε διάλογο. Η σκέψη και το Νοειν είναι αναφορικές έννοιες: πάντοτε αναφέρονται σε κάτι αληθινό, σχετιζόμενο με εμάς και υπαρκτό και ποτέ στο τίποτα.
Όταν ένα συμβάν έχει συντελεστεί -το πρόσωπο που το προκάλεσε- μέσω της σκέψης μπορούμε να το προσκαλέσουμε στον νου. Εκεί μας δίνεται η δυνατότητα να διατυπώσουμε όλες μας τις διαφωνίες και τις αδικίες που τυχών μας έχει προκαλέσει στο παρελθόν. Όταν ο θυμός εκφράζεται, σε έναν εσωτερικό διάλογο ερήμην της φυσικής παρουσίας του άλλου, στην σιωπή της απουσίας του, διαφαίνεται η εξασθένηση και εν τέλει η απουσία αντίλογου.
Η αναζήτηση της διάφανης αλήθειας σε έναν διάλογο, όταν απευθύνεται σε όποιο πρόσωπο, στην ουσία αποτείνεται σε αυτό που εκπροσωπεί: το κοινό και οικείο προς όλους μας Είναι.
Στην διάρκεια ενός ειλικρινούς διαλόγου, αμβλύνονται όλες οι διαφωνίες. Ένας νοητικός διάλογος ουσιαστικός, εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια αποδοχής ενός υποτιθέμενου «σφάλματος», το οποίο έχει προκαλέσει ένα βαθύ στον χρόνο τραύμα, το οποίο επιζητεί την επούλωση του. Έτσι, επανορθώνεται αναδυόμενο στο παρόν, αυτό που είχε προκληθεί στο παρελθόν. Αυτή η μορφή εκτόνωση, θα εξισορροπήσει και θα μεταστρέψει το κάποτε αδύναμο σε δυνάμενο, ως μια εγγενή προσπάθεια εξίσωσης των αντιθέτων. Τότε, η αποδοχή μιας αδικίας, γίνεται μια δυναμική προσπάθεια αμοιβαίας δικαιοσύνης και επανόρθωσης.
Όταν αποδεχόμαστε τον άλλον, εν μέσω της απουσίας της υπερασπιστικής του θέσης -η οποία διατυπώνεται με την σιωπή του- εκλαμβάνεται ως βαθιά και ειλικρινή συγνώμη. Τότε το συν-αισθανόμενο, βρίσκει πάντα τον τρόπο να συγχωρεί. Στην απουσία του λόγου, αίρονται οι περιορισμοί των αισθημάτων, που οι λέξεις αδυνατούν στην ανεπάρκεια τους να εκφράσουν.
Στην αλήθεια της ειλικρινούς συγνώμης, το μόνο που απομένει ώστε να διαπιστευτεί και να επιβραβευτεί, είναι την εκδήλωση μιας αγκαλιάς. Στις αγκαλιές τις νοητικές ή τις φυσικές, η μια επιβεβαιώνει την άλλη. Όπως συναίνει και στην Αληθινή Αγάπη, χάνεται ο εντοπισμός του όποιου αντικείμενου. Όλα εξισώνονται στο ενιαίο Είναι ως υποκείμενα Του. Εντός Του όλα ομογενοποιούνται ως περιεχόμενα, ενώ τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα.
Όταν όλα Ένα Είναι, δεν θυσιάζεται τίποτα. Τότε ο θυμός γίνεται αδύναμος: όταν η συγχώρεση απαλλάσσει τον νου από ατέρμονες και άσκοπες διαιρέσεις.
Στην αγκαλιά της αληθινής Αγάπης, ο Λόγος σιωπά εμπρός στον πλούτο του συναισθήματος. Αποκτά επίγνωση και ανεπάρκειας του και τότε αδυνατεί να εκφράσει με διαιρέσεις ολον ως ενιαίο. Έτσι αφήνεται την ροή της Εν-ώσης ως έμπρακτη φανέρωση του Εν-Είναι.
Εντός του Είναι τίποτα δεν βιώνεται ως ημιτελές. Στο κοινό μας οίκο, όλα της Ύπαρξης είναι προσιτά και οικεία.
Κάθε επανάληψη είναι το δώρο προς την τελείωση μιας ένωσης. Το αλλότριο εν τελεί, είναι αυτό που συμβάλλει στην ολοκλήρωση και την δικαιωματική ένταξη, στο Είναι του οποίου είμαστε όλοι αναπόσπαστο μέρος. Ο άλλος γίνεται τα ματιά αυτών των αδιόρατων, που δεν βλέπουμε ακόμα. Είναι αυτά έτερα, που θεωρούμε ακόμα, ότι δεν είναι ένα με εμένα. Η κάθε επανάληψη είναι αυτό που μας θυμίζει, εκείνο που πρέπει να τελειωθεί στο άχρονο του Είναι οικοδόμημα. Εκεί μόνο η Αγάπη κυριαρχεί και η Αλήθεια φανερώνει τα ερείσματα της. Τα λόγια αλήθειας ως συνοδοιπόροι, ακολουθούν τα συναισθανόμενα, με ύμνους, που μόνο ως θαύμα μπορούν να βιωθούν εσωτερικά και να ερμηνευτούν στην σιωπή τους.
Στην σιωπή τα λόγια γίνονται τόσο φτωχά, που αδυνατούν να εκφράσουν τον πλημμυρίδα των συνθημάτων και της σκέψης που η αγκαλιά του Είναι προκαλεί. Στην σιωπή και όχι στο λόγο, αποκαλύπτονται όλα τα μυστικά της αλήθειας του Είναι. Αυτό που σιωπά, είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με τα λόγια. Είναι αυτό επίσης που δεν μπορεί να αποδώσει κατηγορία και καταγγελτικό λόγο για τίποτα.
O Γερμανός φιλόσοφος Heidegger, και λάτρης του Αρχαίου Ελληνικού στοχασμού, μας θυμίζει:
«Ο λόγος που δεν εκφράζεται δεν είναι ο λόγος που σιωπά, αλλά αυτός που εκφράζει το μη λεγόμενο (ως Είναι). Είναι αυτός που πρέπει να λεχθεί με τέτοιον τρόπου ώστε να ονομάζεται, όταν δεν λέγεται».
Στην χρονική ακολουθία της ζωής, όλες οι τάσεις αναμένουν κάποτε την συμπόρευση τους. Όταν συμβεί αυτό, τότε ο θυμός ήδη θα έχει μεταλλαχθεί σε δυναμική ενέργεια, η οποία δύναται να παράγει το έργο την ένωσης, το οποίο μόλις απέκτησε ως εμπειρία εκ του Είναι του.
Τέλος, ο επίσης προ πλατωνικός φιλόσοφός Αναξίμανδρος, με τον καταλυτικό του λόγο, στις λίγες γραμμές που έχουν διασωθεί από το έργο που μας άφησε κληρονομιά αναφέρει, (λες και δεν είχαμε ανάγκη την σοφία του, στην ορφάνια που ζούμε): «Τα όντα αποδύσουν αμοιβαία δικαιοσύνη και επανορθώνουν την αδικία, σύμφωνα με την ακολουθία του χρόνου», (του ψευδεπίγραφου χωρισμού τους από το Είναι).
Η έλλειψη μόνο στην σιωπή της γίνεται παρ-ουσία. Η δε φλυαρία και ο πλεονασμός, με ευκολία οδηγεί στην έλλειψη.
Όποιος οφείλει ευχαριστίες αντί για τιμωρίες, λυτρώνεται από τον θυμό του. Εκεί λίγο πριν το ξέφωτο, είναι κρυμμένος ο δρόμος προς στην ελευθέρια του. Στην συγχώρεση του εαυτού μπορείς να ξαναβρεί ο άνθρωπος, αυτά που δεν έζησε ακόμα με αυθεντικό τρόπο. Έτσι ενδεχομένως να εκπληρώνεται η κάθε αποστολή: Όταν τα όνειρα, μας επιβάλουν να τα φέρουμε εις πέρας επάξια.
Υποσημείωση: Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διατύπωναν την φράση: “Η σιωπή είναι χρυσός”. Οποιος λέει κάτι, εκφράζει μια ανάγκη του, η οποία ενδέχεται να τον διαψεύσει. Αυτό συμβαίνει διότι, αυτό που κάποτε επιθυμούσε και απέκτησε, θα ατονεί το ενδιαφέρον του στον χρόνο και έτσι θα διαψεύδει την πρότερη ανάγκη του.
Τότε αυτό θα το βιώνει ο ίδιος ως δέσμευση και βάρος ανελευθερίας. Ώσπου κάποτε να του είναι αδιάφορο και ενδεχομένως να το χάσει -ως μη δεδομένο, διότι ακριβώς η ανάγκη του ήταν ψευδής. Η μονή αληθινή ανάγκη είναι η Σχέση μας με το Είναι. Εντός του Είναι το εν-έχειν ή το ελλείπειν είναι ανύπαρκτα και δεν έχουν κανενα νόημα. Αυτό διότι όλα παρόντα είναι: μέσα από την παρ-ουσία ή την απ-ουσία τους, η κοινή ουσία (του Είναι) αιώνια μένει ενωμένη (εν-νω-με-ένα).
Έτσι χτίζονται και υλοποιούνται τα όνειρα. Τα ανεκπλήρωτα όμως όνειρα, γεννούν τον φόβο και ελαττώνουν τις προσδοκίες. Είναι σύνηθες επίσης τον φόβο να ακολουθεί ο θυμός. Μέσω του θυμού, αναζητούνται τρόποι, ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία της η κάθε ύπαρξη, όταν βιώνει τον αποκλεισμό.
Γι’ αυτό συνήθως όποιος θυμώνει, είναι γιατί φοβάται την απόρριψη και την εγκατάλειψη. Όπως επίσης και όποιος φοβάται συχνά θυμώνει.
Όλοι με κάποιον τρόπο -από τα παιδικά μας χρονιά- έχουμε βιώσει την δυσαρέσκεια μας, για κάτι που επιθυμούσαμε και οι γονείς αλλά και το περιβάλλον που μας φιλοξένησε μας είχαν στερήσει. Αυτή η στέρηση πολλές φορές δημιουργεί τραύματα, τα οποία κουβαλάμε και στην υπόλοιπη ενήλικη ζωής μας.
Έτσι καθίσταται απαραίτητη η δημιουργία σχέσεων και συσχετισμών ένταξης, ώστε μέσα από αυτές, να προκύψει η αίσθηση της ενδυνάμωσης. Αυτή όμως η προσπάθεια, πολλές φορές οδηγεί σε ανούσιους και εξοντωτικούς ανταγωνισμούς.
Όλοι στρεφόμαστε εναντίον όλων, σε μια προσπάθεια να τους εναποθέσουμε τις δικές μας ευθύνες, γι’ αυτά που αδυνατούμε να δούμε και να διαχειριστούμε μέσα μας. Είναι αυτά τα οικεία, τα όποια προφασιζόμαστε ότι μας είναι ξένα.
Αυτά που προβάλλουμε στους άλλους, είναι τα δικά μας που τα θεωρούμε αλλότρια. Με αυτόν τον τρόπο δικαιώνονται οι ψευδείς μας φόβοι, που εν τέλει μεταστρέφονται σε θυμό έναντι των άλλων, και έτσι ενισχύουν την επικράτηση ενός ατέρμονου πολέμου.
Ο μέγας Ηράκλειτος – ο φιλόσοφος της κίνησης και της ροής των αντιθέτων- με τον βαθιά στοχαστικό του λόγο μας υπενθυμίζει ότι:
Τα αντίθετα υπάρχουν μόνο στον φαινόμενο κόσμο και όχι ως προ στην ουσία τους.
Έτσι μας προσκαλεί να αναστοχαστούμε: μήπως εν τέλει οδοιπορούμε, προς την αντίθετη θέση από την οποία θεωρούμε ότι βρισκόμαστε;
«Ενώ ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλιάς για όλους, άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελευθέρους», (απ.53).
Για τον Ηράκλειτο «Ο δρόμος που ανεβαίνει και ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας και ο αυτός»,(απ.60).
Ομοίως για τον ίδιο: «Ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας και α αυτός», (απ.59).
Γι’ αυτό: «Η αφανής αρμονία είναι υπέρτερη από την φανερή», (απ.54).
Έτσι η μονή λογική εξήγησης που μπορεί να προκύψει, είναι όταν όλα συναρμόζονται: «Η ομόνοια και η διχόνοια, η συμφωνία και ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ΄ όλα και από το Ένα Όλα», (απ.10). Ομοίως: «Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό… Ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν και οι αρρώστιες» (απ.58).
Προς επίρρωση των στοχασμών του Ηράκλειτου, ο Rogers μας υπενθυμίζει ότι: «H διαφορετικότητα είναι πηγή πλούτου».
Ίσως να πρέπει ενδεχομένως να οδοιπορήσουμε, προς αυτό που θεωρούμε διαφορετικό και το αποποιούμαστε. Μέσα από τις διαφορές, μας δίδεται η δυνατότητα ώστε με μεγαλύτερη ακρίβεια στην οδοιπορία της ζωής, να χαράζουμε νέες συντεταγμένες κατευθύνσεις.
Αν επιθυμούμε να συναντηθούμε με την αυθεντικότητα του εαυτού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα σκιερά σημεία μέσα μας.
Ας αναρωτηθούμε όμως, ποια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ύπαρξη -όπως και η δική μας- ώστε να γεννηθούμε και να επιβιώσουμε; Αυτή μήπως δεν είναι το πρόσφορο και οικείο περιβάλλον μιας κυοφορίας; Κάποιος θα πρέπει να μας διαθέσει το χώρο του, το σώμα του, τον χρόνο και την αγκαλιά του.
Να μας φιλοξενήσει, ώστε εμείς να υπάρξουμε. Να μοιραστεί και να θυσιάσει ένα κομμάτι της δίκης του ζωής, στρέφοντας αποκλειστικά την προσοχή του προς εμάς: μόνον έτσι θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αυτό μόνο η μήτρα που μας φιλοξένησε μέσα από την μητέρα που μας γέννησε, μπορεί να μας το παρέχει. Καθώς επίσης και το περιβάλλον που μερίμνησε για τα αναγκαία, ώστε εμείς να επιβιώσουμε.
Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε το μόνο που απομένει να κάνουμε διά βίου, είναι η βαθιά μας ευγνωμοσύνη, σε όσα ευχάριστα ή ακόμα και δυσάρεστα συνέβαλλαν για την επιβίωση μας. Πρωτίστως οφείλουμε στην μητέρα μας απλόχερα να της αποδίδουμε ευγνωμοσύνη. Με την δική της προσφορά και την φροντίδα, γνωρίσαμε την ζωή.
Με την ίδια φροντίδα και μέριμνα επίσης το περιβάλλον μας διατήρησε στη ζωή. Είναι σαν να είχαμε προσκληθεί και από τους δυο μαζί, ώστε να βιώσουμε τις φωταψίες του Ζειν Αληθώς. Έστω και αν παρ’ ελπίδα, πολλά στην ζωή συμβαίνοντα προέκυψαν να φαντάζουν “λάθος”, από την στιγμή που έχουμε διατηρηθεί στην ζωή, θα πρέπει να αποδώσουμε ευγνωμοσύνη στους γεννήτορες μας. Στους φορείς της ζωής, όταν αναγνωρίσουμε την προσφορά τους, αυτοί θα συμβάλλουν ώστε να συναντήσουμε την γαληνή στις σκέψεις, την ψυχή και στην ζωή μας.
Ο θυμός συνήθως υποκρύπτει κάποιον απροσδιόριστο φόβο, που δύσκολα γίνεται εντοπίσημος μέσα μας. Αυτός που φοβάται αργά ή γρήγορα θα θυμώσει. Θυμώνει διότι θεωρεί ότι δεν έχει βοηθηθεί επαρκώς. Βιώνει πως έχει αδικηθεί και δεν έχει ακουστεί η βιωματική του αλήθεια.
Πολλές φορές και με την σκέψη και μόνο ενός συμβάντος, ξεχειλίζει ο θυμός, ενώ δυσκολευόμαστε να συγκρατήσουμε την εκδήλωση του. Ειδικά όταν νοιώσουμε ότι αδικηθήκαμε, ή δεν έχει ακουστεί ο πόνος της απομόνωσης που βιώνουμε, τότε ψάχνουμε εναγώνια κάπου να εκτονώσουμε τον θυμό μας.
Όταν στρέφουμε τον θυμό μας προς κάποιον άλλο, συνήθως τον αναστατώνουμε και διαταράσσουμε τον συναισθηματικό του κόσμο. Έτσι προκαλούνται οι διενέξεις. Αφού επεκταθούν στο περιβάλλον, εν τέλει θα επιστρέψουν και πάλι προς εμάς να επιλύσουμε, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του. Από την άλλη αν παρ’ ελπίδα επιλέξουμε να καταπιέσουμε τα αρνητικά συναισθήματα που έχουμε, και δεν τα εκφράσουμε, αυτά θα στραφούν και πάλι εναντίον μας. Έτσι σωρευτικά θα συμβάλλουν ώστε μέσα από την στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης τους, να μας τιμωρούν.
Όταν μας αφαιρείται το σθένος, να διατυπώσουμε και να υπερασπιστούμε την αυθεντικότητα των συνθημάτων μας, ο οργανισμός -ως ενιαίο σύνολο που είναι- θα επιδιώξει να εκτονώσει την εσωτερική πίεση που βιώνει, δημιουργώντας την εκδήλωση μιας ασθένειας. Η έλλειψη ομαλής ροής είναι ο ορισμός της ασθένειας.
Βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει την μεταστροφή και την ολοκλήρωση της εμπειρίας που θα πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να υγιαίνουμε.
Ο Ανέκφραστος θυμός που συνήθως παραμένει μέσα μας, επιμολύνει καθολικά την ύπαρξη, όσο λιμνάζει ανεπεξέργαστος. Ένας τρόπος για την καλύτερη διαχείριση αυτού του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων που αυτός επιφέρει, είναι το εσωτερικό κάλεσμα σε έναν νοητικό διάλογο, αυτών που τον προκάλεσαν. Δεν είναι απαραίτητο να συναντήσουμε όποιον μας τον προκάλεσε, ώστε να του εκφράσουμε κατά πρόσωπο, αυτό που μας έχει δημιουργήσει. Ούτε όμως και θα έχει χαθεί η ευκαιρία αν δεν τον συναντήσουμε. Την απάντηση μας την δίνει ο Παρμενίδης.
Ο προ πλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης μας θυμίζει ότι : «το Νοείν εστι Είναι». Η νόηση και μέσω αυτής, ο στοχασμός και η σκέψη, είναι υπερβατική έννοια. Δεν υπόκειται δηλ. στους χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς της ύλης. Αυτό που σκεφτόμαστε, στην ουσία μας επισκέπτεται, αποκρινόμενο στις προσκλήσεις των σκέψεων μας. Είναι καλέσματα σε διάλογο. Η σκέψη και το Νοειν είναι αναφορικές έννοιες: πάντοτε αναφέρονται σε κάτι αληθινό, σχετιζόμενο με εμάς και υπαρκτό και ποτέ στο τίποτα.
Όταν ένα συμβάν έχει συντελεστεί -το πρόσωπο που το προκάλεσε- μέσω της σκέψης μπορούμε να το προσκαλέσουμε στον νου. Εκεί μας δίνεται η δυνατότητα να διατυπώσουμε όλες μας τις διαφωνίες και τις αδικίες που τυχών μας έχει προκαλέσει στο παρελθόν. Όταν ο θυμός εκφράζεται, σε έναν εσωτερικό διάλογο ερήμην της φυσικής παρουσίας του άλλου, στην σιωπή της απουσίας του, διαφαίνεται η εξασθένηση και εν τέλει η απουσία αντίλογου.
Η αναζήτηση της διάφανης αλήθειας σε έναν διάλογο, όταν απευθύνεται σε όποιο πρόσωπο, στην ουσία αποτείνεται σε αυτό που εκπροσωπεί: το κοινό και οικείο προς όλους μας Είναι.
Στην διάρκεια ενός ειλικρινούς διαλόγου, αμβλύνονται όλες οι διαφωνίες. Ένας νοητικός διάλογος ουσιαστικός, εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια αποδοχής ενός υποτιθέμενου «σφάλματος», το οποίο έχει προκαλέσει ένα βαθύ στον χρόνο τραύμα, το οποίο επιζητεί την επούλωση του. Έτσι, επανορθώνεται αναδυόμενο στο παρόν, αυτό που είχε προκληθεί στο παρελθόν. Αυτή η μορφή εκτόνωση, θα εξισορροπήσει και θα μεταστρέψει το κάποτε αδύναμο σε δυνάμενο, ως μια εγγενή προσπάθεια εξίσωσης των αντιθέτων. Τότε, η αποδοχή μιας αδικίας, γίνεται μια δυναμική προσπάθεια αμοιβαίας δικαιοσύνης και επανόρθωσης.
Όταν αποδεχόμαστε τον άλλον, εν μέσω της απουσίας της υπερασπιστικής του θέσης -η οποία διατυπώνεται με την σιωπή του- εκλαμβάνεται ως βαθιά και ειλικρινή συγνώμη. Τότε το συν-αισθανόμενο, βρίσκει πάντα τον τρόπο να συγχωρεί. Στην απουσία του λόγου, αίρονται οι περιορισμοί των αισθημάτων, που οι λέξεις αδυνατούν στην ανεπάρκεια τους να εκφράσουν.
Στην αλήθεια της ειλικρινούς συγνώμης, το μόνο που απομένει ώστε να διαπιστευτεί και να επιβραβευτεί, είναι την εκδήλωση μιας αγκαλιάς. Στις αγκαλιές τις νοητικές ή τις φυσικές, η μια επιβεβαιώνει την άλλη. Όπως συναίνει και στην Αληθινή Αγάπη, χάνεται ο εντοπισμός του όποιου αντικείμενου. Όλα εξισώνονται στο ενιαίο Είναι ως υποκείμενα Του. Εντός Του όλα ομογενοποιούνται ως περιεχόμενα, ενώ τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα.
Όταν όλα Ένα Είναι, δεν θυσιάζεται τίποτα. Τότε ο θυμός γίνεται αδύναμος: όταν η συγχώρεση απαλλάσσει τον νου από ατέρμονες και άσκοπες διαιρέσεις.
Στην αγκαλιά της αληθινής Αγάπης, ο Λόγος σιωπά εμπρός στον πλούτο του συναισθήματος. Αποκτά επίγνωση και ανεπάρκειας του και τότε αδυνατεί να εκφράσει με διαιρέσεις ολον ως ενιαίο. Έτσι αφήνεται την ροή της Εν-ώσης ως έμπρακτη φανέρωση του Εν-Είναι.
Εντός του Είναι τίποτα δεν βιώνεται ως ημιτελές. Στο κοινό μας οίκο, όλα της Ύπαρξης είναι προσιτά και οικεία.
Κάθε επανάληψη είναι το δώρο προς την τελείωση μιας ένωσης. Το αλλότριο εν τελεί, είναι αυτό που συμβάλλει στην ολοκλήρωση και την δικαιωματική ένταξη, στο Είναι του οποίου είμαστε όλοι αναπόσπαστο μέρος. Ο άλλος γίνεται τα ματιά αυτών των αδιόρατων, που δεν βλέπουμε ακόμα. Είναι αυτά έτερα, που θεωρούμε ακόμα, ότι δεν είναι ένα με εμένα. Η κάθε επανάληψη είναι αυτό που μας θυμίζει, εκείνο που πρέπει να τελειωθεί στο άχρονο του Είναι οικοδόμημα. Εκεί μόνο η Αγάπη κυριαρχεί και η Αλήθεια φανερώνει τα ερείσματα της. Τα λόγια αλήθειας ως συνοδοιπόροι, ακολουθούν τα συναισθανόμενα, με ύμνους, που μόνο ως θαύμα μπορούν να βιωθούν εσωτερικά και να ερμηνευτούν στην σιωπή τους.
Στην σιωπή τα λόγια γίνονται τόσο φτωχά, που αδυνατούν να εκφράσουν τον πλημμυρίδα των συνθημάτων και της σκέψης που η αγκαλιά του Είναι προκαλεί. Στην σιωπή και όχι στο λόγο, αποκαλύπτονται όλα τα μυστικά της αλήθειας του Είναι. Αυτό που σιωπά, είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με τα λόγια. Είναι αυτό επίσης που δεν μπορεί να αποδώσει κατηγορία και καταγγελτικό λόγο για τίποτα.
O Γερμανός φιλόσοφος Heidegger, και λάτρης του Αρχαίου Ελληνικού στοχασμού, μας θυμίζει:
«Ο λόγος που δεν εκφράζεται δεν είναι ο λόγος που σιωπά, αλλά αυτός που εκφράζει το μη λεγόμενο (ως Είναι). Είναι αυτός που πρέπει να λεχθεί με τέτοιον τρόπου ώστε να ονομάζεται, όταν δεν λέγεται».
Στην χρονική ακολουθία της ζωής, όλες οι τάσεις αναμένουν κάποτε την συμπόρευση τους. Όταν συμβεί αυτό, τότε ο θυμός ήδη θα έχει μεταλλαχθεί σε δυναμική ενέργεια, η οποία δύναται να παράγει το έργο την ένωσης, το οποίο μόλις απέκτησε ως εμπειρία εκ του Είναι του.
Τέλος, ο επίσης προ πλατωνικός φιλόσοφός Αναξίμανδρος, με τον καταλυτικό του λόγο, στις λίγες γραμμές που έχουν διασωθεί από το έργο που μας άφησε κληρονομιά αναφέρει, (λες και δεν είχαμε ανάγκη την σοφία του, στην ορφάνια που ζούμε): «Τα όντα αποδύσουν αμοιβαία δικαιοσύνη και επανορθώνουν την αδικία, σύμφωνα με την ακολουθία του χρόνου», (του ψευδεπίγραφου χωρισμού τους από το Είναι).
Η έλλειψη μόνο στην σιωπή της γίνεται παρ-ουσία. Η δε φλυαρία και ο πλεονασμός, με ευκολία οδηγεί στην έλλειψη.
Όποιος οφείλει ευχαριστίες αντί για τιμωρίες, λυτρώνεται από τον θυμό του. Εκεί λίγο πριν το ξέφωτο, είναι κρυμμένος ο δρόμος προς στην ελευθέρια του. Στην συγχώρεση του εαυτού μπορείς να ξαναβρεί ο άνθρωπος, αυτά που δεν έζησε ακόμα με αυθεντικό τρόπο. Έτσι ενδεχομένως να εκπληρώνεται η κάθε αποστολή: Όταν τα όνειρα, μας επιβάλουν να τα φέρουμε εις πέρας επάξια.
Υποσημείωση: Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διατύπωναν την φράση: “Η σιωπή είναι χρυσός”. Οποιος λέει κάτι, εκφράζει μια ανάγκη του, η οποία ενδέχεται να τον διαψεύσει. Αυτό συμβαίνει διότι, αυτό που κάποτε επιθυμούσε και απέκτησε, θα ατονεί το ενδιαφέρον του στον χρόνο και έτσι θα διαψεύδει την πρότερη ανάγκη του.
Τότε αυτό θα το βιώνει ο ίδιος ως δέσμευση και βάρος ανελευθερίας. Ώσπου κάποτε να του είναι αδιάφορο και ενδεχομένως να το χάσει -ως μη δεδομένο, διότι ακριβώς η ανάγκη του ήταν ψευδής. Η μονή αληθινή ανάγκη είναι η Σχέση μας με το Είναι. Εντός του Είναι το εν-έχειν ή το ελλείπειν είναι ανύπαρκτα και δεν έχουν κανενα νόημα. Αυτό διότι όλα παρόντα είναι: μέσα από την παρ-ουσία ή την απ-ουσία τους, η κοινή ουσία (του Είναι) αιώνια μένει ενωμένη (εν-νω-με-ένα).
Τα παιδιά διψούν για αλληλεπίδραση
Θα ήταν αφελές να πούμε ότι τα παιδιά μαγεύονται από την ευκολία μιας δραστηριότητας όπως η τηλεόραση ή ενός τρισδιάστατου παιχνιδιού οθόνης, που εμπεριέχουν τη μοναχικότητα. Η αλήθεια είναι ότι διψούν για αλληλεπίδραση.
Διψούν να χρησιμοποιήσουν όσο περισσότερες ικανότητες (φυσικές και πνευματικές) έχουν ανακαλύψει ότι έχουν και αδημονούν να ανακαλύψουν και άλλες.
Ενθουσιάζονται με την ιδέα ότι ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή τους (ο γονιός) μπορεί να έχει αντίστοιχες ανάγκες με αυτά.
Είναι απίστευτη η αίσθηση για το παιδί να αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας ή η μητέρα του πραγματικά χαίρεται (και δεν προσποιείται) παίρνοντας μέρος σε μια δραστηριότητα μαζί του.
Τελικά, η αλληλεπίδραση αυτή, εκτός από δημιουργική για το παιδί και τη διαπαιδαγώγηση του, γίνεται θεμέλιος λίθος της σχέσης και πολλές φορές αγχολυτική για τον υπερδραστήριο γονέα.
Κύριος γνώμονας της συμπεριφοράς του παιδιού είναι σχεδόν πάντοτε η συμπεριφορά του γονέα. Από πολύ μικρή ηλικία το παιδί απευθύνεται ακόμα και στις εκφράσεις του προσώπου του γονέα για να αποφασίσει αν του αρέσει κάτι ή όχι.
Οσο πιο συχνή η αλληλεπίδραση λοιπόν, τόσο καλύτερη και η αίσθηση που έχει το παιδί για την πραγματικότητα.
Φανταστείτε ένα παιδί που στηρίζει την αντίληψη του για την πραγματικότητα στην εικονική πραγματικότητα ενός κινουμένου σχεδίου (κολλημένο μπροστά σε μια οθόνη) και ένα παιδί που κινείται μέσα στην πραγματικότητα (της πόλης του, της γειτονιάς του, της μουσικής, της τέχνης, της Ιστορίας) και μπορεί να ελέγχει την αντίληψη του γι' αυτήν μέσα από τις εκάστοτε αντιδράσεις του γονιού.
Το δεύτερο αισθάνεται σιγουριά και σταθερότητα μέσα από τον γονιό για την πραγματικότητα του, ενώ το πρώτο αναρωτιέται γιατί εδώ που ζει όλα είναι τόσο δύσκολα και απαιτούν τόση προσπάθεια.
Το παραπάνω δεν αποτελεί και το μοναδικό πλεονέκτημα.
Σκεφτείτε πώς δημιουργείται, πώς αναπτύσσεται και πώς εδραιώνεται μια οποιαδήποτε σχέση στη ζωή ενός ανθρώπου.
Πρέπει να ανακαλύψουμε τα κοινά ενδιαφέροντα.
Πρέπει να δούμε τον τρόπο που τα δύο μέλη της σχέσης διαχειρίζονται καταστάσεις. Και βέβαια έχουμε ανάγκη να παρατηρήσουμε αν μπορούμε να συνεργαστούμε.
Για να τα καταφέρουμε όλα αυτά αρκεί να δραστηριοποιούμαστε μαζί. Πόσο μάλλον στη σχέση που έχει ένας γονιός με το παιδί του.
Αρκεί να ανακαλύψουμε τα κοινά μας ενδιαφέροντα, να διαχειριστούμε μαζί καταστάσεις και να συνεργαστούμε.
Να βγούμε έξω και να δείξουμε στο παιδί τι μας αρέσει, δίνοντας του έτσι την ευκαιρία να μας δείξει και αυτό τι του αρέσει.
Να καλλιεργήσουμε μαζί τις δεξιότητές μας, επιβραβεύοντας ο ένας τον άλλον.
Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο μένει και το παιδί.
Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες στην εφηβεία να δημιουργηθεί ένα κοινωνικά δυσλειτουργικό και μόνιμα ανικανοποίητο παιδί.
Κάνοντας κάτι διαφορετικό από τα τετριμμένα με το παιδί, ο γονιός σίγουρα θα νιώσει σημαντικός και σωστός στον ρόλο του, μια και το παιδί του θα έχει αυτόματα την ευκαιρία να γνωρίσει πράγματα που χωρίς τη δική του παρότρυνση θα ήταν απλά ανύπαρκτα.
Αυτή η αίσθηση γίνεται αυτόματα αγχολυτική σε μια ζωή που η ρουτίνα αποτελεί το κέντρο της καθημερινότητας.
Έτσι, η κοινή δραστηριότητα δεν ωφελεί μόνο τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού αλλά και την ψυχική υγεία του γονιού.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι πρέπει γονείς και παιδιά να ζουν την πραγματικότητα μαζί όπως είναι, γεμάτοι ενδιαφέρον και άγνωστους κόσμους και όχι έτσι όπως τη ζουν, φυλακισμένοι μέσα σε ένα εύκολο και φαινομενικά ασφαλές περιβάλλον.
Διψούν να χρησιμοποιήσουν όσο περισσότερες ικανότητες (φυσικές και πνευματικές) έχουν ανακαλύψει ότι έχουν και αδημονούν να ανακαλύψουν και άλλες.
Ενθουσιάζονται με την ιδέα ότι ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή τους (ο γονιός) μπορεί να έχει αντίστοιχες ανάγκες με αυτά.
Είναι απίστευτη η αίσθηση για το παιδί να αντιλαμβάνεται ότι ο πατέρας ή η μητέρα του πραγματικά χαίρεται (και δεν προσποιείται) παίρνοντας μέρος σε μια δραστηριότητα μαζί του.
Τελικά, η αλληλεπίδραση αυτή, εκτός από δημιουργική για το παιδί και τη διαπαιδαγώγηση του, γίνεται θεμέλιος λίθος της σχέσης και πολλές φορές αγχολυτική για τον υπερδραστήριο γονέα.
Κύριος γνώμονας της συμπεριφοράς του παιδιού είναι σχεδόν πάντοτε η συμπεριφορά του γονέα. Από πολύ μικρή ηλικία το παιδί απευθύνεται ακόμα και στις εκφράσεις του προσώπου του γονέα για να αποφασίσει αν του αρέσει κάτι ή όχι.
Οσο πιο συχνή η αλληλεπίδραση λοιπόν, τόσο καλύτερη και η αίσθηση που έχει το παιδί για την πραγματικότητα.
Φανταστείτε ένα παιδί που στηρίζει την αντίληψη του για την πραγματικότητα στην εικονική πραγματικότητα ενός κινουμένου σχεδίου (κολλημένο μπροστά σε μια οθόνη) και ένα παιδί που κινείται μέσα στην πραγματικότητα (της πόλης του, της γειτονιάς του, της μουσικής, της τέχνης, της Ιστορίας) και μπορεί να ελέγχει την αντίληψη του γι' αυτήν μέσα από τις εκάστοτε αντιδράσεις του γονιού.
Το δεύτερο αισθάνεται σιγουριά και σταθερότητα μέσα από τον γονιό για την πραγματικότητα του, ενώ το πρώτο αναρωτιέται γιατί εδώ που ζει όλα είναι τόσο δύσκολα και απαιτούν τόση προσπάθεια.
Το παραπάνω δεν αποτελεί και το μοναδικό πλεονέκτημα.
Σκεφτείτε πώς δημιουργείται, πώς αναπτύσσεται και πώς εδραιώνεται μια οποιαδήποτε σχέση στη ζωή ενός ανθρώπου.
Πρέπει να ανακαλύψουμε τα κοινά ενδιαφέροντα.
Πρέπει να δούμε τον τρόπο που τα δύο μέλη της σχέσης διαχειρίζονται καταστάσεις. Και βέβαια έχουμε ανάγκη να παρατηρήσουμε αν μπορούμε να συνεργαστούμε.
Για να τα καταφέρουμε όλα αυτά αρκεί να δραστηριοποιούμαστε μαζί. Πόσο μάλλον στη σχέση που έχει ένας γονιός με το παιδί του.
Αρκεί να ανακαλύψουμε τα κοινά μας ενδιαφέροντα, να διαχειριστούμε μαζί καταστάσεις και να συνεργαστούμε.
Να βγούμε έξω και να δείξουμε στο παιδί τι μας αρέσει, δίνοντας του έτσι την ευκαιρία να μας δείξει και αυτό τι του αρέσει.
Να καλλιεργήσουμε μαζί τις δεξιότητές μας, επιβραβεύοντας ο ένας τον άλλον.
Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο μένει και το παιδί.
Όσο ο γονιός μένει άπραγος τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες στην εφηβεία να δημιουργηθεί ένα κοινωνικά δυσλειτουργικό και μόνιμα ανικανοποίητο παιδί.
Κάνοντας κάτι διαφορετικό από τα τετριμμένα με το παιδί, ο γονιός σίγουρα θα νιώσει σημαντικός και σωστός στον ρόλο του, μια και το παιδί του θα έχει αυτόματα την ευκαιρία να γνωρίσει πράγματα που χωρίς τη δική του παρότρυνση θα ήταν απλά ανύπαρκτα.
Αυτή η αίσθηση γίνεται αυτόματα αγχολυτική σε μια ζωή που η ρουτίνα αποτελεί το κέντρο της καθημερινότητας.
Έτσι, η κοινή δραστηριότητα δεν ωφελεί μόνο τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού αλλά και την ψυχική υγεία του γονιού.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι πρέπει γονείς και παιδιά να ζουν την πραγματικότητα μαζί όπως είναι, γεμάτοι ενδιαφέρον και άγνωστους κόσμους και όχι έτσι όπως τη ζουν, φυλακισμένοι μέσα σε ένα εύκολο και φαινομενικά ασφαλές περιβάλλον.
Παρειδωλία
Είτε σας είναι γνωστός είτε άγνωστος, ο όρος παρειδωλία, το σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή στην ζωή σας έχετε «βιώσει» το συγκεκριμένο φαινόμενο. Η παρειδωλία είναι το ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα δυσδιάκριτο ή ασαφές εξωτερικό ερέθισμα, εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως ευκρινές και πλήρως αναγνωρίσιμο.
Η παρειδωλία προσώπου είναι ουσιαστικά μία ψευδαίσθηση που περιλαμβάνει την αντίληψη και παρουσία ενός προσώπου π.χ σε ένα μοτίβο από σύννεφα ή τα σημάδια καψίματος σε ένα κομμάτι ψωμιού του τοστ. Είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου συστήματος ανίχνευσης προσώπου και μία σχεδόν καθολική ανθρώπινη εμπειρία.
H αντίληψη αναγνωρίσιμων μοτίβων ή εικόνων από τυχαία εξωτερικά ερεθίσματα, είναι ουσιαστικά μία οπτική ψευδαίσθηση, συχνά ενός προσώπου, που προκύπτει από διφορούμενες μορφές όπως π.χ. οι βράχοι σε μία βουνοπλαγιά. Ουσιαστικά, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά εμφανίζονται μέσα σε άψυχα αντικείμενα, δηλαδή αυτά τα αντικείμενα ανθρωπομορφοποιούνται.
Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν, την εμφάνιση της εικόνας του Ανθρώπου στη Σελήνη, την φιγούρα του Ιησού σε ένα κομμάτι φρυγανιάς κλπ.
Μόλις αντιληφθούμε αυτά τα πρόσωπα, μας είναι δύσκολο να τα αγνοήσουμε, αν και γνωρίζουμε ότι δεν είναι αληθινά.
Πειραματικά, ερευνητές, βρήκαν στοιχεία παρειδωλίας ακόμα και σε βρέφη ηλικίας 10 μηνών (Kato και Mugitani) και σε πίθηκους Rhesus, υποδηλώνοντας ότι η εσφαλμένη αντίληψη ενός προσώπου μέσα σε ένα αντικείμενο είναι ένα «καθολικό χαρακτηριστικό της ανίχνευσης προσώπου από όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά» (Alais et al, 2021).
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι εξειδικευμένος στην επεξεργασία του προσώπου. Είμαστε έτοιμοι να ανιχνεύσουμε πρόσωπα, ίσως επειδή οι εκφράσεις είναι ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση (Kato and Mugitani: Alais et al). Μπορούμε να εξαγάγουμε σημαντικές κοινωνικές πληροφορίες, όπως το φύλο, την ηλικία, την ελκυστικότητα, την διάθεση, ακόμη και την αξιοπιστία από το πρόσωπο κάποιου. Έτσι τα πρόσωπα τραβούν την προσοχή μας αυτόματα.
Επιπλέον, η ικανότητά μας να ανιχνεύουμε πρόσωπα, ακόμη και όταν υπάρχουν διφορούμενες οπτικές πληροφορίες, είναι ίσως εξαιρετικό δείγμα προσαρμοστικότητας, δεδομένης της σημασίας των προσώπων στη ζωή μας και του υψηλού κόστους που προκύπτει από την αποτυχία εντοπισμού ενός αληθινού προσώπου (Liu et al.).
Το δίκτυο του εγκεφάλου μας που περιλαμβάνει τη δεξιά ατρακτοειδή περιοχή του προσώπου, τον πρωτεύοντα οπτικό φλοιό και τον προμετωπιαίο φλοιό, εμπλέκεται στην πραγματική ανίχνευση ενός προσώπου, καθώς και στην απατηλή αντίληψη του προσώπου που χαρακτηρίζει την παρειδωλία (Liu et al). Οι μελέτες fMRI υποδηλώνουν ότι και οι δύο απαιτούν πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου από πάνω προς τα κάτω και το αντίστροφο.
Επιπλέον, αν και τα απατηλά πρόσωπα αναπαρίστανται αρχικά στον εγκέφαλο παρόμοια με τα ανθρώπινα πρόσωπα, μέσα σε λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου, η αναπαράσταση μεταμορφώνεται και γίνονται ισοδύναμα με συνηθισμένα αντικείμενα, σύμφωνα με μία γρήγορη επίλυση του σφάλματος ανίχνευσης.
Η ετυμολογία της παρειδωλίας (Pareidolia), από το ελληνικό παρά (πλάι) και είδωλον (μορφή, σχήμα ή εμφάνιση), δόθηκε για πρώτη φορά από τον Kahlbaum, έναν Γερμανό γιατρό του 19ου αιώνα, ο οποίος περιέγραψε την έννοια ως «ψευδείς αντιλήψεις, ψευδαισθήσεις ή αυταπάτες κρίσης» (Sibbald, 1867).
Οι περιγραφές της παρειδωλίας χρονολογούνται ακόμα πιο πίσω και βρίσκονται στο έργο Treatise on Painting του Leonardo Da Vinci (16ος αιώνας). Γράφει ο Da Vinci: «..πετώντας ένα σφουγγάρι εμποτισμένο με διάφορα χρώματα σε έναν τοίχο, αφήνει μερικά σημάδια πάνω του, μία ποικιλία συνθέσεων μπορεί να φανεί σε τέτοια σημεία, ανάλογα με την διάθεση του νου, όπως κεφάλια ανθρώπων, διάφορα ζώα, μάχες, βραχώδεις σκηνές, θάλασσες, σύννεφα, δάση και άλλα παρόμοια..».
Υπάρχει η αντίληψη, ότι η παρειδωλία είναι ένας δείκτης για την δημιουργία ιδεών και ένας προγνωστικός παράγοντας δημιουργικότητας, επειδή αντανακλά μία πιο ευέλικτη ενσωμάτωση διφορούμενων ερεθισμάτων, παρόμοιες με τις δημιουργικές απαντήσεις σε ένα τεστ Rorschach.
Υπάρχει επίσης η πρόταση, ότι τα απατηλά πρόσωπα της παρειδωλίας προκαλούν μία αντιληπτή ηλικία, φύλο και συναισθηματική έκφραση, και τουλάχιστον σε μία μελέτη, μία ισχυρή γνωστική προκατάληψη (4:1) να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύονται ως αρσενικά.
Αν και η θέαση αυτών των απατηλών προσώπων σε άψυχα αντικείμενα είναι απολύτως φυσιολογική και κοινή, υπάρχουν αναφορές παρειδωλίας σε νευροεκφυλιστικές καταστάσεις, όπως στη νόσο του Parkinson, στη νόσο Alzheimer και στην άνοια Lewy Body.
Μία μελέτη, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με νόσο του Parkinson, ακόμη και χωρίς τις οπτικές παραισθήσεις που είναι κοινές σε αυτούς τους ασθενείς, συχνά εμφάνιζαν παρειδωλία που σχετίζεται με το άγχος (Kurumada et al). Από σαρώσεις τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET) σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών, διαπιστώθηκε επίσης, ότι ο αριθμός των παρειδωλικών ψευδαισθήσεων συσχετίστηκε με υπομεταβολισμό στις αμφοτερόπλευρες κροταφικές, βρεγματικές και ινιακές περιοχές του εγκεφάλου (Uchiyama et al, 2015).
Και ενώ οι παρειδωλίες στις νευρογνωστικές διαταραχές δεν αντανακλούν τις ίδιες τις οπτικές παραισθήσεις, μπορεί να αντανακλούν μία «ευαισθησία» ή «προδιάθεση» σε αυτές.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η παρειδωλία μπορεί να είναι και αποτέλεσμα φόβου. Αναφέρεται συχνά, ότι προκύπτει σε καταστάσεις όπου το άτομο βρίσκεται μόνο σε ένα απόμακρο ή σκοτεινό σημείο, γεγονός που μπορεί να διεγείρει το αίσθημα της απειλής. Βασισμένοι σε αυτό πολλοί θιασώτες ψευδοεπιστημών, θρησκειών, αιρέσεων μπορεί να χρησιμοποιούν την παρειδωλία προς όφελός τους, μέσω χειριστικών συμπεριφορών. Έχουν αναφερθεί περιστατικά όπου αποδόθηκαν «θεϊκές ιδιότητες» σε αντικείμενα, προς χειραγώγηση του πλήθους για ωφελιμιστικούς και κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, υποτιθέμενες τέτοιες θεάσεις και παραφυσικά δρώμενα εξηγούνται από το φαινόμενο της παρειδωλίας.
Η παρειδωλία προσώπου είναι ουσιαστικά μία ψευδαίσθηση που περιλαμβάνει την αντίληψη και παρουσία ενός προσώπου π.χ σε ένα μοτίβο από σύννεφα ή τα σημάδια καψίματος σε ένα κομμάτι ψωμιού του τοστ. Είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου συστήματος ανίχνευσης προσώπου και μία σχεδόν καθολική ανθρώπινη εμπειρία.
H αντίληψη αναγνωρίσιμων μοτίβων ή εικόνων από τυχαία εξωτερικά ερεθίσματα, είναι ουσιαστικά μία οπτική ψευδαίσθηση, συχνά ενός προσώπου, που προκύπτει από διφορούμενες μορφές όπως π.χ. οι βράχοι σε μία βουνοπλαγιά. Ουσιαστικά, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά εμφανίζονται μέσα σε άψυχα αντικείμενα, δηλαδή αυτά τα αντικείμενα ανθρωπομορφοποιούνται.
Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν, την εμφάνιση της εικόνας του Ανθρώπου στη Σελήνη, την φιγούρα του Ιησού σε ένα κομμάτι φρυγανιάς κλπ.
Μόλις αντιληφθούμε αυτά τα πρόσωπα, μας είναι δύσκολο να τα αγνοήσουμε, αν και γνωρίζουμε ότι δεν είναι αληθινά.
Πειραματικά, ερευνητές, βρήκαν στοιχεία παρειδωλίας ακόμα και σε βρέφη ηλικίας 10 μηνών (Kato και Mugitani) και σε πίθηκους Rhesus, υποδηλώνοντας ότι η εσφαλμένη αντίληψη ενός προσώπου μέσα σε ένα αντικείμενο είναι ένα «καθολικό χαρακτηριστικό της ανίχνευσης προσώπου από όλα τα πρωτεύοντα θηλαστικά» (Alais et al, 2021).
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι εξειδικευμένος στην επεξεργασία του προσώπου. Είμαστε έτοιμοι να ανιχνεύσουμε πρόσωπα, ίσως επειδή οι εκφράσεις είναι ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση (Kato and Mugitani: Alais et al). Μπορούμε να εξαγάγουμε σημαντικές κοινωνικές πληροφορίες, όπως το φύλο, την ηλικία, την ελκυστικότητα, την διάθεση, ακόμη και την αξιοπιστία από το πρόσωπο κάποιου. Έτσι τα πρόσωπα τραβούν την προσοχή μας αυτόματα.
Επιπλέον, η ικανότητά μας να ανιχνεύουμε πρόσωπα, ακόμη και όταν υπάρχουν διφορούμενες οπτικές πληροφορίες, είναι ίσως εξαιρετικό δείγμα προσαρμοστικότητας, δεδομένης της σημασίας των προσώπων στη ζωή μας και του υψηλού κόστους που προκύπτει από την αποτυχία εντοπισμού ενός αληθινού προσώπου (Liu et al.).
Το δίκτυο του εγκεφάλου μας που περιλαμβάνει τη δεξιά ατρακτοειδή περιοχή του προσώπου, τον πρωτεύοντα οπτικό φλοιό και τον προμετωπιαίο φλοιό, εμπλέκεται στην πραγματική ανίχνευση ενός προσώπου, καθώς και στην απατηλή αντίληψη του προσώπου που χαρακτηρίζει την παρειδωλία (Liu et al). Οι μελέτες fMRI υποδηλώνουν ότι και οι δύο απαιτούν πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου από πάνω προς τα κάτω και το αντίστροφο.
Επιπλέον, αν και τα απατηλά πρόσωπα αναπαρίστανται αρχικά στον εγκέφαλο παρόμοια με τα ανθρώπινα πρόσωπα, μέσα σε λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου, η αναπαράσταση μεταμορφώνεται και γίνονται ισοδύναμα με συνηθισμένα αντικείμενα, σύμφωνα με μία γρήγορη επίλυση του σφάλματος ανίχνευσης.
Η ετυμολογία της παρειδωλίας (Pareidolia), από το ελληνικό παρά (πλάι) και είδωλον (μορφή, σχήμα ή εμφάνιση), δόθηκε για πρώτη φορά από τον Kahlbaum, έναν Γερμανό γιατρό του 19ου αιώνα, ο οποίος περιέγραψε την έννοια ως «ψευδείς αντιλήψεις, ψευδαισθήσεις ή αυταπάτες κρίσης» (Sibbald, 1867).
Οι περιγραφές της παρειδωλίας χρονολογούνται ακόμα πιο πίσω και βρίσκονται στο έργο Treatise on Painting του Leonardo Da Vinci (16ος αιώνας). Γράφει ο Da Vinci: «..πετώντας ένα σφουγγάρι εμποτισμένο με διάφορα χρώματα σε έναν τοίχο, αφήνει μερικά σημάδια πάνω του, μία ποικιλία συνθέσεων μπορεί να φανεί σε τέτοια σημεία, ανάλογα με την διάθεση του νου, όπως κεφάλια ανθρώπων, διάφορα ζώα, μάχες, βραχώδεις σκηνές, θάλασσες, σύννεφα, δάση και άλλα παρόμοια..».
Υπάρχει η αντίληψη, ότι η παρειδωλία είναι ένας δείκτης για την δημιουργία ιδεών και ένας προγνωστικός παράγοντας δημιουργικότητας, επειδή αντανακλά μία πιο ευέλικτη ενσωμάτωση διφορούμενων ερεθισμάτων, παρόμοιες με τις δημιουργικές απαντήσεις σε ένα τεστ Rorschach.
Υπάρχει επίσης η πρόταση, ότι τα απατηλά πρόσωπα της παρειδωλίας προκαλούν μία αντιληπτή ηλικία, φύλο και συναισθηματική έκφραση, και τουλάχιστον σε μία μελέτη, μία ισχυρή γνωστική προκατάληψη (4:1) να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύονται ως αρσενικά.
Αν και η θέαση αυτών των απατηλών προσώπων σε άψυχα αντικείμενα είναι απολύτως φυσιολογική και κοινή, υπάρχουν αναφορές παρειδωλίας σε νευροεκφυλιστικές καταστάσεις, όπως στη νόσο του Parkinson, στη νόσο Alzheimer και στην άνοια Lewy Body.
Μία μελέτη, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με νόσο του Parkinson, ακόμη και χωρίς τις οπτικές παραισθήσεις που είναι κοινές σε αυτούς τους ασθενείς, συχνά εμφάνιζαν παρειδωλία που σχετίζεται με το άγχος (Kurumada et al). Από σαρώσεις τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET) σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών, διαπιστώθηκε επίσης, ότι ο αριθμός των παρειδωλικών ψευδαισθήσεων συσχετίστηκε με υπομεταβολισμό στις αμφοτερόπλευρες κροταφικές, βρεγματικές και ινιακές περιοχές του εγκεφάλου (Uchiyama et al, 2015).
Και ενώ οι παρειδωλίες στις νευρογνωστικές διαταραχές δεν αντανακλούν τις ίδιες τις οπτικές παραισθήσεις, μπορεί να αντανακλούν μία «ευαισθησία» ή «προδιάθεση» σε αυτές.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η παρειδωλία μπορεί να είναι και αποτέλεσμα φόβου. Αναφέρεται συχνά, ότι προκύπτει σε καταστάσεις όπου το άτομο βρίσκεται μόνο σε ένα απόμακρο ή σκοτεινό σημείο, γεγονός που μπορεί να διεγείρει το αίσθημα της απειλής. Βασισμένοι σε αυτό πολλοί θιασώτες ψευδοεπιστημών, θρησκειών, αιρέσεων μπορεί να χρησιμοποιούν την παρειδωλία προς όφελός τους, μέσω χειριστικών συμπεριφορών. Έχουν αναφερθεί περιστατικά όπου αποδόθηκαν «θεϊκές ιδιότητες» σε αντικείμενα, προς χειραγώγηση του πλήθους για ωφελιμιστικούς και κερδοσκοπικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, υποτιθέμενες τέτοιες θεάσεις και παραφυσικά δρώμενα εξηγούνται από το φαινόμενο της παρειδωλίας.
Καρδιά και βαρυτικές σχέσεις
Έβαλε το χέρι στο στήθος μπροστά απ’ την καρδιά, και την ρώτησε: “Τι χρειάζεσαι;”
Κι εκείνη απάντησε: “Εσένα”
Είχε μια λανθασμένη πεποίθηση για χρόνια. Ότι όταν αγαπάς αληθινά, ανταλλάσσεις καρδιές με τον σύντροφό σου, σαν την τελειωτική πράξη θυσίας, εμπιστοσύνης και δωσίματος στον βωμό της αγάπης. Ελπίζοντας πως ο άλλος άνθρωπος θα κρατήσει την ραγισμένη και μοναχική σου καρδιά τρυφερά, με προσοχή και φροντίδα, θα την αγαπήσει σαν δική του, αλλά και θα την θεραπεύσει.
Το αποτέλεσμα όμως κάθε φορά, ήταν το ίδιο. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, έπαιρνε και άφηνε ακόμα λιγότερα κομμάτια μέσα της, όπως και βαθύτερα τραύματα στα κομμάτια που απέμεναν, ενισχύοντας την παράλληλη πεποίθηση ότι τελικά δεν αξίζει τίποτε, πόσο μάλλον η πλέον ουτοπική καθαρή αγάπη που όλο και περισσότερο απομακρυνόταν καθώς τα χρόνια περνούσαν. Και πάντα, κάποιος επόμενος πλήρωνε τα σπασμένα. Έτσι, ο κύκλος διαιωνιζόταν, και οι άνθρωποι συλλογικά όλο και απομακρύνονταν τόσο από τον εαυτό τους, όσο και από την αγάπη αλλά και τους συνανθρώπους τους. Τα κοινωνικά πρότυπα ασφαλώς, καθώς και ό,τι πουλούσε -μέχρι τώρα τουλάχιστον- σε οποιοδήποτε ΜΜΕ, αλλά και η απομάκρυνση από τις αρετές και αξίες του Υπάρχω, λειτουργούσαν επιπρόσθετα αρνητικά, δίνοντας αυξανόμενη έμφαση στο φαίνεσθαι, στο περιτύλιγμα και σε ό,τι εξωτερικά ελκυστικό, μοδάτο ή μη φυσικό.
Οι σχέσεις στο πέρασμα των χρόνων, απομακρύνονταν από το 4ο επίπεδο της καρδιάς, και γινόντουσαν “βαρυτικές”, δηλαδή πιο κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα της βαρύτητας, και της επιφάνειας. Σeξουαλικές, επιφανειακές, ρηχά συναισθηματικές, εγωικές, ή γύρω από κάποιο συμφέρον. Κάθε άλλο παρά βαθειές, ανιδιοτελείς, ή ουσιαστικές.
Μια μέρα, κατάφερε για πρώτη φορά και άκουσε την καρδιά. Αφού για πρώτη φορά, έστρεψε την προσοχή μέσα του, και της μίλησε. Κι εκείνη του απάντησε, ότι χρειαζόταν εκείνον, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό. Η καρδιά βρίσκεται μέσα σου για αυτό τον λόγο, όχι για την δίνεις ή να την σκορπάς, αλλά για να αγαπάς, μέσα από αυτήν. Η καρδιά έχει τη δική της νοημοσύνη και κρύβει πολλά περισσότερα μυστικά και δύναμη απ’ όσα σ’ έχουν μάθει μα και μπορείς να φανταστείς. Όσο για την Αγάπη, αυτή με το Άλφα κεφαλαίο, δεν έχει βωμό, αλλά ούτε και θυσία.
Η πρώτη σχέση, και η βάση όλων των υπολοίπων σχέσεων σε οποιοδήποτε επίπεδο, είναι η δική σου απευθείας με την καρδιά σου. Αυτός είναι ο μόνος σταθερός δεσμός, η αληθινή πηγή δύναμης, γνώσης, πληρότητας και ελευθερίας.
Πιθανόν να μην γίνουμε ποτέ ολόκληροι σε αυτή τη ζωή, μα όσο πιο πλήρεις είμαστε από αγάπη προς την ίδια μας την καρδιά, τόσο λιγότερα κενά θα καλύπτουν οι εφήμερες συναντήσεις με τους διαφόρους συντρόφους που συγχρονιζόμαστε. Κι όσο πιο πλήρεις είμαστε με την καρδιά μας, τόσο λιγότερες βαρυτικές σχέσεις θα έλκουμε που μονάχα θα καθρεφτίζουν τραύματα και εγωικά ή συναισθηματικά μας ελλείμματα, κενά και αδυναμίες. Τα οποία ασφαλώς θα χρεώνουμε στον άλλον, φταίει δε φταίει. Μιας και σταδιακά αυτές οι σχέσεις θα βασίζονται όχι στην επιλογή και αγάπη που λάμπει σαν ένας ζωοποιός Ήλιος που ζεσταίνει τα πάντα χωρίς να ζητάει τίποτα, αλλά σαν ανάγκη και απαίτηση για φροντίδα και δοτικότητα, πολλές φορές σε αντίθεση με τις διαθέσεις και ορέξεις του επίσης εγωικού άλλου ανθρώπου.
Ας μη γελιόμαστε. Όσο βρισκόμαστε στην τρισδιάστατη συνειδητότητα του διαχωρισμού, είναι αρκετά δύσκολο να συνάψουμε σχέσεις τέτοιου επιπέδου, σαν δυο Ήλιοι που ανταλλάσσουν Φως και ζεστασιά μεταξύ τους, αλλά και την μοιράζουν σαν ακτινοβολία πολλαπλασιαστικά τριγύρω τους σε φύση, ζώα και συνανθρώπους. Όμως είναι μια καλή κατεύθυνση σαν πρόθεση, για το κάθε επόμενό μας εξελικτικό βήμα.
Κατεβαίνοντας λοιπόν τα σκαλοπάτια μέσα του, αντίκρυσε μια μεγάλη σμαραγδένια πόρτα που έλαμπε, ήταν η πύλη της Καρδιάς. Καθώς την άνοιξε, ο θάλαμος ήταν αποκρουστικός, γεμάτος σκουπίδια, δυσωδία, κλεισούρα, μαυρίλα και διάφορα έντομα και ερπετά. Μα στο κέντρο προς μεγάλη του έκπληξη, ανέγγιχτη κι αλέρωτη δέσποζε και φώτιζε απ’ τον πυρήνα της η Πράσινη Σφαίρα. Και του είπε:
“Ησύχασε.. Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι μέχρι εδώ για να με συναντήσεις. Βλέπεις τι έχει μαζευτεί όλα αυτά τα χρόνια, και είναι οκ, δε πειράζει. Μη νιώθεις άσχημα, η ενοχή δεν έχει θέση εδώ. Δεν ήξερες, τώρα ήρθε η στιγμή. Εγώ είμαι αέναα δυνατή και πεντακάθαρη για εμάς. Καταλαβαίνεις τώρα, πως κανείς δε μπορεί ούτε να πάρει κομμάτια μου, ούτε να με τραυματίσει. Όλα ήταν στο μυαλό σου. Είμαι, και θα είμαι, ολόκληρη δική σου. Είναι ώρα όμως να καθαρίσεις ότι έχει μαζευτεί από τον παρελθόν με την νέα σου επίγνωση, και μόλις γίνει αυτό, τότε θα γνωριστούμε. Και τότε, μόλις συνδεθούμε για πρώτη φορά, θα καταλάβεις πόση δύναμη έχεις, πως θα αλλάξει η ζωή σου, αλλά και όλες οι επόμενες σχέσεις. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπούσα πάντα, μα και πάντα θα σ’ αγαπώ. Είμαι εδώ για σένα, και περίμενα χρόνια μέχρι να σε βοηθήσουν όλοι εκεί έξω να γυρίσεις την προσοχή σου επιτέλους, προς τα μέσα. Τώρα, ξεκινάμε. Καλώς ήρθες…”
Κι εκείνη απάντησε: “Εσένα”
Είχε μια λανθασμένη πεποίθηση για χρόνια. Ότι όταν αγαπάς αληθινά, ανταλλάσσεις καρδιές με τον σύντροφό σου, σαν την τελειωτική πράξη θυσίας, εμπιστοσύνης και δωσίματος στον βωμό της αγάπης. Ελπίζοντας πως ο άλλος άνθρωπος θα κρατήσει την ραγισμένη και μοναχική σου καρδιά τρυφερά, με προσοχή και φροντίδα, θα την αγαπήσει σαν δική του, αλλά και θα την θεραπεύσει.
Το αποτέλεσμα όμως κάθε φορά, ήταν το ίδιο. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, έπαιρνε και άφηνε ακόμα λιγότερα κομμάτια μέσα της, όπως και βαθύτερα τραύματα στα κομμάτια που απέμεναν, ενισχύοντας την παράλληλη πεποίθηση ότι τελικά δεν αξίζει τίποτε, πόσο μάλλον η πλέον ουτοπική καθαρή αγάπη που όλο και περισσότερο απομακρυνόταν καθώς τα χρόνια περνούσαν. Και πάντα, κάποιος επόμενος πλήρωνε τα σπασμένα. Έτσι, ο κύκλος διαιωνιζόταν, και οι άνθρωποι συλλογικά όλο και απομακρύνονταν τόσο από τον εαυτό τους, όσο και από την αγάπη αλλά και τους συνανθρώπους τους. Τα κοινωνικά πρότυπα ασφαλώς, καθώς και ό,τι πουλούσε -μέχρι τώρα τουλάχιστον- σε οποιοδήποτε ΜΜΕ, αλλά και η απομάκρυνση από τις αρετές και αξίες του Υπάρχω, λειτουργούσαν επιπρόσθετα αρνητικά, δίνοντας αυξανόμενη έμφαση στο φαίνεσθαι, στο περιτύλιγμα και σε ό,τι εξωτερικά ελκυστικό, μοδάτο ή μη φυσικό.
Οι σχέσεις στο πέρασμα των χρόνων, απομακρύνονταν από το 4ο επίπεδο της καρδιάς, και γινόντουσαν “βαρυτικές”, δηλαδή πιο κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα της βαρύτητας, και της επιφάνειας. Σeξουαλικές, επιφανειακές, ρηχά συναισθηματικές, εγωικές, ή γύρω από κάποιο συμφέρον. Κάθε άλλο παρά βαθειές, ανιδιοτελείς, ή ουσιαστικές.
Μια μέρα, κατάφερε για πρώτη φορά και άκουσε την καρδιά. Αφού για πρώτη φορά, έστρεψε την προσοχή μέσα του, και της μίλησε. Κι εκείνη του απάντησε, ότι χρειαζόταν εκείνον, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό. Η καρδιά βρίσκεται μέσα σου για αυτό τον λόγο, όχι για την δίνεις ή να την σκορπάς, αλλά για να αγαπάς, μέσα από αυτήν. Η καρδιά έχει τη δική της νοημοσύνη και κρύβει πολλά περισσότερα μυστικά και δύναμη απ’ όσα σ’ έχουν μάθει μα και μπορείς να φανταστείς. Όσο για την Αγάπη, αυτή με το Άλφα κεφαλαίο, δεν έχει βωμό, αλλά ούτε και θυσία.
Η πρώτη σχέση, και η βάση όλων των υπολοίπων σχέσεων σε οποιοδήποτε επίπεδο, είναι η δική σου απευθείας με την καρδιά σου. Αυτός είναι ο μόνος σταθερός δεσμός, η αληθινή πηγή δύναμης, γνώσης, πληρότητας και ελευθερίας.
Πιθανόν να μην γίνουμε ποτέ ολόκληροι σε αυτή τη ζωή, μα όσο πιο πλήρεις είμαστε από αγάπη προς την ίδια μας την καρδιά, τόσο λιγότερα κενά θα καλύπτουν οι εφήμερες συναντήσεις με τους διαφόρους συντρόφους που συγχρονιζόμαστε. Κι όσο πιο πλήρεις είμαστε με την καρδιά μας, τόσο λιγότερες βαρυτικές σχέσεις θα έλκουμε που μονάχα θα καθρεφτίζουν τραύματα και εγωικά ή συναισθηματικά μας ελλείμματα, κενά και αδυναμίες. Τα οποία ασφαλώς θα χρεώνουμε στον άλλον, φταίει δε φταίει. Μιας και σταδιακά αυτές οι σχέσεις θα βασίζονται όχι στην επιλογή και αγάπη που λάμπει σαν ένας ζωοποιός Ήλιος που ζεσταίνει τα πάντα χωρίς να ζητάει τίποτα, αλλά σαν ανάγκη και απαίτηση για φροντίδα και δοτικότητα, πολλές φορές σε αντίθεση με τις διαθέσεις και ορέξεις του επίσης εγωικού άλλου ανθρώπου.
Ας μη γελιόμαστε. Όσο βρισκόμαστε στην τρισδιάστατη συνειδητότητα του διαχωρισμού, είναι αρκετά δύσκολο να συνάψουμε σχέσεις τέτοιου επιπέδου, σαν δυο Ήλιοι που ανταλλάσσουν Φως και ζεστασιά μεταξύ τους, αλλά και την μοιράζουν σαν ακτινοβολία πολλαπλασιαστικά τριγύρω τους σε φύση, ζώα και συνανθρώπους. Όμως είναι μια καλή κατεύθυνση σαν πρόθεση, για το κάθε επόμενό μας εξελικτικό βήμα.
Κατεβαίνοντας λοιπόν τα σκαλοπάτια μέσα του, αντίκρυσε μια μεγάλη σμαραγδένια πόρτα που έλαμπε, ήταν η πύλη της Καρδιάς. Καθώς την άνοιξε, ο θάλαμος ήταν αποκρουστικός, γεμάτος σκουπίδια, δυσωδία, κλεισούρα, μαυρίλα και διάφορα έντομα και ερπετά. Μα στο κέντρο προς μεγάλη του έκπληξη, ανέγγιχτη κι αλέρωτη δέσποζε και φώτιζε απ’ τον πυρήνα της η Πράσινη Σφαίρα. Και του είπε:
“Ησύχασε.. Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι μέχρι εδώ για να με συναντήσεις. Βλέπεις τι έχει μαζευτεί όλα αυτά τα χρόνια, και είναι οκ, δε πειράζει. Μη νιώθεις άσχημα, η ενοχή δεν έχει θέση εδώ. Δεν ήξερες, τώρα ήρθε η στιγμή. Εγώ είμαι αέναα δυνατή και πεντακάθαρη για εμάς. Καταλαβαίνεις τώρα, πως κανείς δε μπορεί ούτε να πάρει κομμάτια μου, ούτε να με τραυματίσει. Όλα ήταν στο μυαλό σου. Είμαι, και θα είμαι, ολόκληρη δική σου. Είναι ώρα όμως να καθαρίσεις ότι έχει μαζευτεί από τον παρελθόν με την νέα σου επίγνωση, και μόλις γίνει αυτό, τότε θα γνωριστούμε. Και τότε, μόλις συνδεθούμε για πρώτη φορά, θα καταλάβεις πόση δύναμη έχεις, πως θα αλλάξει η ζωή σου, αλλά και όλες οι επόμενες σχέσεις. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπούσα πάντα, μα και πάντα θα σ’ αγαπώ. Είμαι εδώ για σένα, και περίμενα χρόνια μέχρι να σε βοηθήσουν όλοι εκεί έξω να γυρίσεις την προσοχή σου επιτέλους, προς τα μέσα. Τώρα, ξεκινάμε. Καλώς ήρθες…”
Ο Αρχαιοελληνικός Βιοκεντρισμός
Ο εβραϊκός ιστορικισμός
Ο εβραϊκός πολιτισμός είναι ο πιο κολεκτιβιστικός πολιτισμός γιατί μπορεί να υπάρξει και χωρίς πολιτική εξουσιαστική πυραμίδα. Του αρκεί η αυθεντία του Νόμου. Η μελέτη του κολεκτιβισμού αυτού θα βοηθούσε πολύ την εξ αντιδιαστολής κατανόηση της ανθρωπολογίας των ατομικιστικών πολιτισμών.
Με τον όρο κολεκτιβισμός νοείται ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής, κεφάλαιο, εργασία, περνάνε στα χέρια κοινωνικών ομάδων/ συνεταιρισμών /ελίτ, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία. Ο κολεκτιβισμός εναντιώνεται στον ατομικισμό.
Στο κέντρο της προσωπικής και της συλλογικής ζωής του Ιουδαίου βρίσκεται ο Νόμος και κάθε πτυχή της ρυθμίζεται από τις διατάξεις του. Δεν έχουμε παρά να τηρήσουμε τις Εντολές. Οι Εντολές δεν είναι μόνο Δέκα, αλλά εξειδικεύονται σε αναρίθμητες άλλες. Κι αν δημιουργούνται ασάφειες υπάρχουν οι αρμόδιοι ερμηνευτές/ιερείς, έτοιμοι πάντοτε για μια απεριόριστη εξειδίκευση της νομικής καζουιστικής (περιπτωσιολογίας). Ο πιστός ιουδαίος είναι ο “Δούλος του Νόμου”.
Παραδόξως όμως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει μια στατική /κυκλική αντίληψη του χρόνου. Ο χρόνος του είναι ευθύγραμμος: έχει αρχή και αναμενόμενο τέλος-σκοπό. Είναι χρόνος ιστορικός. Μετράει από “κτίσεως κόσμου”. Καταγράφει με σχολαστικότητα την διαδοχή των γενεών, σημειώνει τα γεγονότα που θεωρούνται σημαντικά για τη συλλογική ζωή και αναμένει τον Βασιλιά-Μεσσία, που θα καταστήσει τον εβραϊκό λαό “κυρίαρχο των εθνών”.
Έχουμε έτσι σαφώς μια αντίληψη προόδου. Αυτό όμως που “προοδεύει” στον χρόνο δεν είναι ο μεμονωμένος/συγκεκριμένος άνθρωπος, αλλά ο εβραϊκός Λαός, ένα συλλογικό υποκείμενο. Η πρόοδος θα καταλήξει σε μια αποφασιστική αλλαγή στις σχέσεις του με τα έθνη (κυριαρχία επ’ αυτών). Δεν παραπέμπει, επομένως, σε κάποια έννοια ανθρωπολογικής εξελίξεως. Έχουμε έτσι, στην περίπτωση των Εβραίων, ένα κολεκτιβιστικό έθνος, που έχει πετύχει την συλλογική εξατομίκευσή του, την μετατροπή του από “έθνος καθ’ εαυτό” σε “έθνος για τον εαυτό του”, χωρίς να μπει καθόλου στο στάδιο της ανθρωπολογικής εξατομίκευσης.
Ο εβραϊκός λαός γίνεται έθνος: α) χάρη στην αποκλειστική /προνομιακή σχέση του με τον ένα θεό του, β) χάρη στα κληρονομικά του δικαιώματα αποκλειστικότητας πάνω στην σχέση αυτή, και γ) χάρη στην εσχατολογική (ιστορική) προοπτική-ολοκλήρωσή της.
Πρέπει να σημειώσουμε και την παραδοξότητα του εβραϊκού κολεκτιβισμού, γιατί έχει δύο μεσσιανικές παραδόσεις: την κυρίαρχη κολεκτιβιστική (περιμένει βασιλιά-Μεσσία) και μια περιθωριακή προσωποκεντρική, στο περιβάλλον της οποίας θα γεννηθεί ο Ιησούς.
Ο αρχαιοελληνικός βιοκεντρισμός
Ο ατομικιστικός ελληνικός πολιτισμός, αντιθέτως, δεν έχει καμιά αντίληψη συλλογικής προόδου. Η συλλογική εξατομίκευση των Ελλήνων σε έθνος δεν οφείλεται σε κάποιας μορφής μονοθεϊσμό, ούτε στην εγκαθίδρυση κληρονομικών δικαιωμάτων πάνω σε μια πνευματική παράδοση. Οφείλεται στην ανθρωπολογική τους εξατομίκευση, που τους διαφοροποιεί τελείως. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που είναι λαοί υπηκόων, οι Έλληνες είναι έθνος εταίρων (ελευθέρων ατόμων).
Για τον ολυμπιακό πολυθεϊσμό μπορούν να γίνουν διάφορες υποθέσεις. Ας σημειώσουμε δύο: α) Είναι αποτέλεσμα συγκατοίκησης Θεών που αντιστοιχούν ο καθένας σε διαφορετική ψηφίδα του φυλετικού μωσαϊκού, που μιλά τις διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και παίρνει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και αργότερα στους Ολυμπιακούς αγώνες. β) Είναι μεταφυσική προβολή των πολλαπλών αντιφατικών και από διαφορετικές πλευρές συντελούμενων κρυσταλλώσεων-μορφοποιήσεων της προελληνικής ψυχής, καθώς αυτή βγαίνει από την κολεκτιβιστική αμορφία και μπαίνει στον δρόμο της ελληνικής εξατομίκευσης.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το σίγουρο είναι ότι οι Θεϊκοί κάτοικοι του Ολύμπου είναι Άτομα. Η κοινότητά τους κάθε άλλο παρά κολεκτιβιστική είναι. Η συλλογική εξατομίκευση, έναντι των άλλων λαών, προερχόμενη από την ανθρωπολογική εξατομίκευση, δεν χρειάζεται την σχέση με έναν αποκλειστικό θεό για να συγκροτηθεί, αν και βεβαίως το πολυπρόσωπο της θεότητας συντηρεί, τον τοπικισμό και, από ένα σημείο και πέρα, γίνεται τροχοπέδη, όχι μόνο για την περαιτέρω ανθρωπολογική εξέλιξη και οικουμενική εξάπλωση του Ελληνισμού αλλά και για την ίδια την πρόοδο της εθνικής/κοινωνικής συνάφειας και συνοχής του.
Δεν έχουμε στην ελληνική περίπτωση αίσθηση του συλλογικού χρόνου, ως ιστορικού χρόνου. Ο ιστορικός χρόνος είναι εδώ κυκλικός, όπως και ο κοσμικός χρόνος. Η σύμπτωση όμως με τους παγανιστικούς κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς, ως προς την ανιστορικότητα, την κυκλική αντίληψη για τον χρόνο, είναι απατηλή, γιατί ο χρόνος του ατομικού βίου δεν είναι καθόλου κυκλικός. Εμπεριέχει σαφώς την έννοια της προόδου/προκοπής, γιατί αποσκοπεί σε ένα ανθρωπολογικό πρότυπο: αυτό του καλού και αγαθού ανδρός, ο οποίος συνδυάζει ανδρεία, φρόνηση και σωφροσύνη και είναι εσωτερικά δίκαιος.
Ο χρόνος του βίου διέπεται από την εξελικτική/προοδευτική ιδέα της προκοπής, ως καλλιέργειας της αρετής, που κάνει τον άνθρωπο υπεύθυνο πολίτη: Άτομο. Εξελικτική στο ατομικό επίπεδο, η αντίληψη της προόδου έχει λοιπόν εδώ σαφώς ανθρωπολογικό περιεχόμενο και μάλιστα εξατομικευτικό, διαμορφωτικό, ατομοκεντρικής και όχι κολεκτιβιστικής κοινωνίας.
Όπου στους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς της Ανατολής, όπως π.χ. στον ινδουισμό και στον βουδισμό, έχουμε αντίληψη ατομικής προκοπής, αυτή έχει εξωκοινωνική προοπτική. Ο άνθρωπος πρέπει εκεί να βελτιώνεται, για να έχει μια καλύτερη μετεμψύχωση. Στόχος της βουδιστικής ατομικής τελειοποίησης δεν είναι η ανάπτυξη της ατομικότητας αλλά η εξάλειψή της.
Ο εβραϊκός πολιτισμός είναι ο πιο κολεκτιβιστικός πολιτισμός γιατί μπορεί να υπάρξει και χωρίς πολιτική εξουσιαστική πυραμίδα. Του αρκεί η αυθεντία του Νόμου. Η μελέτη του κολεκτιβισμού αυτού θα βοηθούσε πολύ την εξ αντιδιαστολής κατανόηση της ανθρωπολογίας των ατομικιστικών πολιτισμών.
Με τον όρο κολεκτιβισμός νοείται ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής, κεφάλαιο, εργασία, περνάνε στα χέρια κοινωνικών ομάδων/ συνεταιρισμών /ελίτ, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία. Ο κολεκτιβισμός εναντιώνεται στον ατομικισμό.
Στο κέντρο της προσωπικής και της συλλογικής ζωής του Ιουδαίου βρίσκεται ο Νόμος και κάθε πτυχή της ρυθμίζεται από τις διατάξεις του. Δεν έχουμε παρά να τηρήσουμε τις Εντολές. Οι Εντολές δεν είναι μόνο Δέκα, αλλά εξειδικεύονται σε αναρίθμητες άλλες. Κι αν δημιουργούνται ασάφειες υπάρχουν οι αρμόδιοι ερμηνευτές/ιερείς, έτοιμοι πάντοτε για μια απεριόριστη εξειδίκευση της νομικής καζουιστικής (περιπτωσιολογίας). Ο πιστός ιουδαίος είναι ο “Δούλος του Νόμου”.
Παραδόξως όμως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει μια στατική /κυκλική αντίληψη του χρόνου. Ο χρόνος του είναι ευθύγραμμος: έχει αρχή και αναμενόμενο τέλος-σκοπό. Είναι χρόνος ιστορικός. Μετράει από “κτίσεως κόσμου”. Καταγράφει με σχολαστικότητα την διαδοχή των γενεών, σημειώνει τα γεγονότα που θεωρούνται σημαντικά για τη συλλογική ζωή και αναμένει τον Βασιλιά-Μεσσία, που θα καταστήσει τον εβραϊκό λαό “κυρίαρχο των εθνών”.
Έχουμε έτσι σαφώς μια αντίληψη προόδου. Αυτό όμως που “προοδεύει” στον χρόνο δεν είναι ο μεμονωμένος/συγκεκριμένος άνθρωπος, αλλά ο εβραϊκός Λαός, ένα συλλογικό υποκείμενο. Η πρόοδος θα καταλήξει σε μια αποφασιστική αλλαγή στις σχέσεις του με τα έθνη (κυριαρχία επ’ αυτών). Δεν παραπέμπει, επομένως, σε κάποια έννοια ανθρωπολογικής εξελίξεως. Έχουμε έτσι, στην περίπτωση των Εβραίων, ένα κολεκτιβιστικό έθνος, που έχει πετύχει την συλλογική εξατομίκευσή του, την μετατροπή του από “έθνος καθ’ εαυτό” σε “έθνος για τον εαυτό του”, χωρίς να μπει καθόλου στο στάδιο της ανθρωπολογικής εξατομίκευσης.
Ο εβραϊκός λαός γίνεται έθνος: α) χάρη στην αποκλειστική /προνομιακή σχέση του με τον ένα θεό του, β) χάρη στα κληρονομικά του δικαιώματα αποκλειστικότητας πάνω στην σχέση αυτή, και γ) χάρη στην εσχατολογική (ιστορική) προοπτική-ολοκλήρωσή της.
Πρέπει να σημειώσουμε και την παραδοξότητα του εβραϊκού κολεκτιβισμού, γιατί έχει δύο μεσσιανικές παραδόσεις: την κυρίαρχη κολεκτιβιστική (περιμένει βασιλιά-Μεσσία) και μια περιθωριακή προσωποκεντρική, στο περιβάλλον της οποίας θα γεννηθεί ο Ιησούς.
Ο αρχαιοελληνικός βιοκεντρισμός
Ο ατομικιστικός ελληνικός πολιτισμός, αντιθέτως, δεν έχει καμιά αντίληψη συλλογικής προόδου. Η συλλογική εξατομίκευση των Ελλήνων σε έθνος δεν οφείλεται σε κάποιας μορφής μονοθεϊσμό, ούτε στην εγκαθίδρυση κληρονομικών δικαιωμάτων πάνω σε μια πνευματική παράδοση. Οφείλεται στην ανθρωπολογική τους εξατομίκευση, που τους διαφοροποιεί τελείως. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που είναι λαοί υπηκόων, οι Έλληνες είναι έθνος εταίρων (ελευθέρων ατόμων).
Για τον ολυμπιακό πολυθεϊσμό μπορούν να γίνουν διάφορες υποθέσεις. Ας σημειώσουμε δύο: α) Είναι αποτέλεσμα συγκατοίκησης Θεών που αντιστοιχούν ο καθένας σε διαφορετική ψηφίδα του φυλετικού μωσαϊκού, που μιλά τις διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και παίρνει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και αργότερα στους Ολυμπιακούς αγώνες. β) Είναι μεταφυσική προβολή των πολλαπλών αντιφατικών και από διαφορετικές πλευρές συντελούμενων κρυσταλλώσεων-μορφοποιήσεων της προελληνικής ψυχής, καθώς αυτή βγαίνει από την κολεκτιβιστική αμορφία και μπαίνει στον δρόμο της ελληνικής εξατομίκευσης.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το σίγουρο είναι ότι οι Θεϊκοί κάτοικοι του Ολύμπου είναι Άτομα. Η κοινότητά τους κάθε άλλο παρά κολεκτιβιστική είναι. Η συλλογική εξατομίκευση, έναντι των άλλων λαών, προερχόμενη από την ανθρωπολογική εξατομίκευση, δεν χρειάζεται την σχέση με έναν αποκλειστικό θεό για να συγκροτηθεί, αν και βεβαίως το πολυπρόσωπο της θεότητας συντηρεί, τον τοπικισμό και, από ένα σημείο και πέρα, γίνεται τροχοπέδη, όχι μόνο για την περαιτέρω ανθρωπολογική εξέλιξη και οικουμενική εξάπλωση του Ελληνισμού αλλά και για την ίδια την πρόοδο της εθνικής/κοινωνικής συνάφειας και συνοχής του.
Δεν έχουμε στην ελληνική περίπτωση αίσθηση του συλλογικού χρόνου, ως ιστορικού χρόνου. Ο ιστορικός χρόνος είναι εδώ κυκλικός, όπως και ο κοσμικός χρόνος. Η σύμπτωση όμως με τους παγανιστικούς κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς, ως προς την ανιστορικότητα, την κυκλική αντίληψη για τον χρόνο, είναι απατηλή, γιατί ο χρόνος του ατομικού βίου δεν είναι καθόλου κυκλικός. Εμπεριέχει σαφώς την έννοια της προόδου/προκοπής, γιατί αποσκοπεί σε ένα ανθρωπολογικό πρότυπο: αυτό του καλού και αγαθού ανδρός, ο οποίος συνδυάζει ανδρεία, φρόνηση και σωφροσύνη και είναι εσωτερικά δίκαιος.
Ο χρόνος του βίου διέπεται από την εξελικτική/προοδευτική ιδέα της προκοπής, ως καλλιέργειας της αρετής, που κάνει τον άνθρωπο υπεύθυνο πολίτη: Άτομο. Εξελικτική στο ατομικό επίπεδο, η αντίληψη της προόδου έχει λοιπόν εδώ σαφώς ανθρωπολογικό περιεχόμενο και μάλιστα εξατομικευτικό, διαμορφωτικό, ατομοκεντρικής και όχι κολεκτιβιστικής κοινωνίας.
Όπου στους κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς της Ανατολής, όπως π.χ. στον ινδουισμό και στον βουδισμό, έχουμε αντίληψη ατομικής προκοπής, αυτή έχει εξωκοινωνική προοπτική. Ο άνθρωπος πρέπει εκεί να βελτιώνεται, για να έχει μια καλύτερη μετεμψύχωση. Στόχος της βουδιστικής ατομικής τελειοποίησης δεν είναι η ανάπτυξη της ατομικότητας αλλά η εξάλειψή της.
Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές
Όποτε υπάρχει χαρά, νιώθεις πως έρχεται απ’ έξω. Συνάντησες ένα φίλο. Φυσικά, φαίνεται ότι η χαρά σου έρχεται από το φίλο, επειδή τον είδες. Στην πραγματικότητα όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Ο φίλος έγινε απλώς η αφορμή. Ο φίλος σε βοήθησε να τη βγάλεις προς τα έξω, σε βοήθησε να δεις πως είναι εκεί.
Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τη χαρά, αλλά με το κάθε τι. Συμβαίνει με το θυμό, με τη λύπη, με τη δυστυχία, με την ευτυχία, συμβαίνει με το κάθε τι. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές, με τις οποίες εκφράζονται τα πράγματα που είναι κρυμμένα μέσα σου. Δεν είναι οι αιτίες, δεν προκαλούν εκείνοι κάτι μέσα σου.
Οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσα σου. Πάντοτε εκεί βρισκόταν. Απλώς η συνάντηση με αυτό το φίλο έχει γίνει η αφορμή να βγει οτιδήποτε ήταν κρυμμένο. Από τις κρυμμένες πηγές, έχει γίνει φανερό, έχει εκδηλωθεί. Όποτε συμβαίνει αυτό, μείνε κεντραρισμένος στο εσωτερικό συναίσθημα και τότε θα έχεις διαφορετική συμπεριφορά για το κάθε τι στη ζωή.
Όποτε είσαι μόνος, δεν υπάρχει κανένας που να προκαλέσει το θυμό σου, κανένας που να σε κάνει να στενοχωρηθείς, κανένας που να σε κάνει να φορέσεις τα ψεύτικα πρόσωπά σου. Όταν είσαι μόνος, δεν εμφανίζεται ο θυμός. Όχι ότι ο θυμός έχει εξαφανιστεί, απλώς δεν υπάρχει αφορμή για να εκδηλωθεί ο θυμός. Είσαι γεμάτος θυμό, μα δεν βρίσκεται εκεί κανένας για να σε προσβάλλει, να σε πληγώσει. Το μόνο που λείπει είναι η ευκαιρία. Κι ύστερα, γυρίζεις και πάλι στον κόσμο. Ζεις πενήντα χρόνια στα Ιμαλάια και όταν ξαναγυρίζεις στον κόσμο, αμέσως θα βρεις πως υπάρχει θυμός μέσα σου, φρέσκος όσο ποτέ. Μπορεί μάλιστα να είναι και πιο δυνατός τώρα, επειδή επί πενήντα χρόνια μάζευες θυμό, μάζευες δηλητήριο. Τότε, φοβάται κανείς να ξαναγυρίσει στον κόσμο.
Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τη χαρά, αλλά με το κάθε τι. Συμβαίνει με το θυμό, με τη λύπη, με τη δυστυχία, με την ευτυχία, συμβαίνει με το κάθε τι. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές, με τις οποίες εκφράζονται τα πράγματα που είναι κρυμμένα μέσα σου. Δεν είναι οι αιτίες, δεν προκαλούν εκείνοι κάτι μέσα σου.
Οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσα σου. Πάντοτε εκεί βρισκόταν. Απλώς η συνάντηση με αυτό το φίλο έχει γίνει η αφορμή να βγει οτιδήποτε ήταν κρυμμένο. Από τις κρυμμένες πηγές, έχει γίνει φανερό, έχει εκδηλωθεί. Όποτε συμβαίνει αυτό, μείνε κεντραρισμένος στο εσωτερικό συναίσθημα και τότε θα έχεις διαφορετική συμπεριφορά για το κάθε τι στη ζωή.
Όποτε είσαι μόνος, δεν υπάρχει κανένας που να προκαλέσει το θυμό σου, κανένας που να σε κάνει να στενοχωρηθείς, κανένας που να σε κάνει να φορέσεις τα ψεύτικα πρόσωπά σου. Όταν είσαι μόνος, δεν εμφανίζεται ο θυμός. Όχι ότι ο θυμός έχει εξαφανιστεί, απλώς δεν υπάρχει αφορμή για να εκδηλωθεί ο θυμός. Είσαι γεμάτος θυμό, μα δεν βρίσκεται εκεί κανένας για να σε προσβάλλει, να σε πληγώσει. Το μόνο που λείπει είναι η ευκαιρία. Κι ύστερα, γυρίζεις και πάλι στον κόσμο. Ζεις πενήντα χρόνια στα Ιμαλάια και όταν ξαναγυρίζεις στον κόσμο, αμέσως θα βρεις πως υπάρχει θυμός μέσα σου, φρέσκος όσο ποτέ. Μπορεί μάλιστα να είναι και πιο δυνατός τώρα, επειδή επί πενήντα χρόνια μάζευες θυμό, μάζευες δηλητήριο. Τότε, φοβάται κανείς να ξαναγυρίσει στον κόσμο.
Η εκδίκηση καθ’ εαυτή βασίζεται σε ένα αίσθημα ανημποριάς
Η λαχτάρα για εκδίκηση είναι η πιο σημαντική από τις πηγές της μνησικακίας.
Η λέξη «μνησικακία» υποδεικνύει αφ’ εαυτής ότι έχουμε μια θυμική παρόρμηση που άρχεται από τη σύλληψη της θυμικής κατάστασης ενός άλλου προσώπου, ότι πρόκειται δηλαδή για μιαν αντί-δραση. Και για να διαπιστώσουμε ότι η λαχτάρα για εκδίκηση ανήκει όντως σε αυτήν την τάξη, αρκεί να την αντιτάξουμε στις άμεσες και ενεργείς ροπές, στην εχθρότητα ή στη φιλία.
Η λέξη «μνησικακία» υποδεικνύει αφ’ εαυτής ότι έχουμε μια θυμική παρόρμηση που άρχεται από τη σύλληψη της θυμικής κατάστασης ενός άλλου προσώπου, ότι πρόκειται δηλαδή για μιαν αντί-δραση. Και για να διαπιστώσουμε ότι η λαχτάρα για εκδίκηση ανήκει όντως σε αυτήν την τάξη, αρκεί να την αντιτάξουμε στις άμεσες και ενεργείς ροπές, στην εχθρότητα ή στη φιλία.
Η λαχτάρα για εκδίκηση συνεπάγεται προσβολή ή πρότερη βλασφημία. Σημειωτέον όμως ότι, εν προκειμένω, αυτή η λαχτάρα δεν συγχέεται επ’ ουδενί με μια ροπή για απόκρουση ή άμυνα, που θα συνοδεύεται από θυμό, λύσσα ή αγανάκτηση.
Το ζώο που πιάστηκε και δαγκώνει τον κυνηγό δεν ζητάει να εκδικηθεί. Παρόμοια, η άμεση ανταπόδοση μιας γροθιάς δεν συνιστά εκδίκηση.
Για να υπάρξει αληθινή εκδίκηση απαιτείται ένα μακρύ σχετικά «διάστημα χρόνου», στη διάρκεια του οποίου η ροπή για άμεση ανταπόδοση και οι συναφείς ορμές του μίσους και του θυμού θα παραμείνουν συγκρατημένες και ανεσταλμένες∙ από την άλλη μεριά, απαιτείται η πράξη της ανταπόδοσης να επιχειρηθεί σε πιο κατάλληλη ευκαιρία και στιγμή («περίμενε και θα δεις την άλλη φορά!»).
Μάλιστα αυτό που συγκρατεί την άμεση ανταπόδοση είναι η πρόβλεψη για μιαν ενδεχόμενη αποτυχία η οποία υποθάλπεται από ένα διακριτό συναίσθημα «ανημποριάς» και «ανικανότητας».
Συνεπώς βλέπουμε ότι η εκδίκηση καθ’ εαυτή βασίζεται σε ένα αίσθημα ανημποριάς∙ ανήκει πάντα και προπάντων σε κάποιον «αδύναμο» (όποια κι αν είναι η μορφή της αδυναμίας του). Κατ’ ουσίαν δεν περιέχει ποτέ το φρόνημα του ανθρώπου που αντιδρά επί τόπου και ουδέποτε εκδηλώνεται σαν θυμική αντίδραση. Ετούτα τα γνωρίσματα καθιστούν τη λαχτάρα για εκδίκηση ένα πεδίο τόσο ευνοϊκό για το θέριεμα της μνησικακίας.
Η ωριμότητα του ανθρώπου είναι να ξαναβρεί τη σοβαρότητα με την οποία έπαιζε όταν ήταν παιδί
Αυτό ήταν το θέμα που απασχολούσε σε μεγάλο βαθμό τον Νίτσε, ο οποίος δήλωνε ότι «σε κάθε αυθεντικό άνθρωπο υπάρχει ένα παιδί που θέλει να παίξει».
Για τον Γερμανό φιλόσοφο, το να πιστεύει κανείς ότι τα παραμύθια και τα παιχνίδια είναι πράγματα της παιδικής ηλικίας είναι σημάδι μεγάλης νοητικής μυωπίας, αφού μόνο αυτός που μπορεί να διατηρήσει την περιέργεια και το μαχητικό πνεύμα της παιδικής ηλικίας θα κατορθώσει να έχει πάντα καινούρια επιτεύγματα.
Το παιδί θεωρεί το παιχνίδι του δουλειά και το παραμύθι αλήθεια, και την ίδια αυτή στάση δείχνουν να έχουν οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Γι’ αυτό, πρέπει πάντα να έχουμε το ένα μας πόδι στη φαντασία.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έλεγε ότι «τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά, αλλά και για να ξυπνάνε οι ενήλικες».
Ίσως να έφτασε η στιγμή να αφήσουμε για λίγο κατά μέρος τον κόσμο των ενηλίκων και να αρχίσουμε να τρέφουμε τη δημιουργική ψυχή μας με τις εμπνεύσεις του τη γέμιζαν όταν ήμασταν μικροί.
Νίτσε
Για τον Γερμανό φιλόσοφο, το να πιστεύει κανείς ότι τα παραμύθια και τα παιχνίδια είναι πράγματα της παιδικής ηλικίας είναι σημάδι μεγάλης νοητικής μυωπίας, αφού μόνο αυτός που μπορεί να διατηρήσει την περιέργεια και το μαχητικό πνεύμα της παιδικής ηλικίας θα κατορθώσει να έχει πάντα καινούρια επιτεύγματα.
Το παιδί θεωρεί το παιχνίδι του δουλειά και το παραμύθι αλήθεια, και την ίδια αυτή στάση δείχνουν να έχουν οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Γι’ αυτό, πρέπει πάντα να έχουμε το ένα μας πόδι στη φαντασία.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έλεγε ότι «τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά, αλλά και για να ξυπνάνε οι ενήλικες».
Ίσως να έφτασε η στιγμή να αφήσουμε για λίγο κατά μέρος τον κόσμο των ενηλίκων και να αρχίσουμε να τρέφουμε τη δημιουργική ψυχή μας με τις εμπνεύσεις του τη γέμιζαν όταν ήμασταν μικροί.
Νίτσε
Ο Αριστοτέλης και τα αιώνια παιχνίδια της τυραννίας
Με δεδομένο ότι οι τυραννίδες δεν έχουν τη δύναμη να διαρκέσουν πολύ, «τα πιο βραχύβια απ’ όλα τα πολιτεύματα είναι η ολιγαρχία και η τυραννίδα» (1315b 11 – 12), γίνεται ξεκάθαρο ότι η αυταρχική δόμηση της εξουσίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή για πολύ καιρό.
Ο λαός, όταν νιώθει ότι καταπιέζεται, έχει τον τρόπο να ξεπερνά όλους τους φόβους, αρκεί να πιστεύει ότι αγωνίζεται για κάτι καλύτερο. Οι μεμονωμένες (αρχικά) επαναστατικές ενέργειες είναι το έναυσμα της συλλογικής εξέγερσης που εκκολάπτεται. Το έκρυθμο θα επιφέρει επιπλέον κατασταλτικά μέτρα που, τελικά θα συσπειρώσουν τον κόσμο ακόμη περισσότερο. Ο έξυπνος τύραννος οφείλει να το γνωρίζει αυτό. Οφείλει δηλαδή να ξέρει ότι η εξουσία που δεν έχει λαϊκή αποδοχή δεν μπορεί να ελπίζει σε μακροβιότητα.
Σε τελική ανάλυση, ο κυρίαρχος είναι πάντα ο λαός, αφού, αν ξεπεραστούν τα όρια της ανοχής του, δεν υπάρχει φόβητρο που να μπορεί να τον συγκρατήσει: «Όπως δηλαδή ένας τρόπος φθοράς της βασιλείας είναι να ασκείται τυραννικότερα η εξουσία, έτσι κι ένας τρόπος διατήρησης της τυραννίδας είναι να ασκείται η εξουσία βασιλικότερα με την προϋπόθεση μόνο ότι ο τύραννος προστατεύει τη δύναμή του, για να μπορεί να εξουσιάζει τους πολίτες όχι μόνο με τη συγκατάθεσή τους αλλά και χωρίς αυτή. Γιατί, αν παραμελεί τη δύναμή του, παραμελεί και το ρόλο του ως τυράννου». (1314a 33 – 38).
Υπενθυμίζοντας ότι η βασιλεία κατατάσσεται στα ορθά πολιτεύματα (ο βασιλιάς διαφοροποιείται από τον τύραννο, αφού μεριμνά για το όφελος της πόλης κι όχι το δικό του) αυτό που τελικά προτείνεται είναι ο ελιγμός του τυράννου, ώστε να παρουσιαστεί με το προσωπείο του βασιλιά. Σε τελική ανάλυση, επιδιώκεται η δημοτικότητα του τυράννου, που θα εξασφαλιστεί μόνο αν κρύψει τις αληθινές του προθέσεις.
Γι’ αυτό πρέπει να προτάξει τη μετριοπάθεια (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θα διασφαλίσει τη δύναμή του), ώστε να αποκτήσει και τη λαϊκή αποδοχή. Αυτή είναι η πολιτική μαεστρία του τυράννου· να επιβάλει την εξουσία του δίχως να προκαλέσει αντιδράσεις: «ο τύραννος οφείλει άλλα να εκτελεί και άλλα να φαίνεται ότι εκτελεί παίζοντας το ρόλο του βασιλιά σωστά». (1314a 39 – 40).
Η τυραννία πρέπει να εφαρμόζεται, αλλά όχι να κατονομάζεται. Να παριστάνει διαρκώς κάτι άλλο. Το αν θα παριστάνει τη βασιλεία ή τη δημοκρατία ή οποιοδήποτε πολίτευμα, έχει ελάχιστη σημασία, αφού το ζητούμενο είναι να κάνει τη δουλειά της. Το περιτύλιγμα είναι θέμα λαϊκών προτιμήσεων, καθώς ο λαός πρέπει να πειστεί ότι πράγματι έχει αυτό που θέλει.
Και βέβαια, κατά τον Αριστοτέλη, η τυραννία που θέλει να παραστήσει με επιτυχία τον υπερασπιστή των λαϊκών συμφερόντων, οφείλει πρώτα απ’ όλα να προτάξει την πιο αδιαπραγμάτευτη ακεραιότητα στα οικονομικά ζητήματα: «Αρχικά να φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για τα δημόσια ζητήματα και να μη δαπανά ποσά σε δωρεές που προκαλούν αγανάκτηση στο λαό, όπως όταν οι τύραννοι απομυζούν το ελάχιστο εισόδημα του λαού που εργάζεται και καταπονείται, ενώ αμείβουν πλουσιοπάροχα εταίρες και φιλοξενούμενους και καλλιτέχνες». (1314a 40 – 1314b 4).
Με δεδομένο ότι η τυραννία αποσκοπεί στην οικονομική απομύζηση των πολιτών φτωχοποιώντας τους όσο το δυνατό (αλλιώς δε θα ήταν τυραννία), αυτό που μένει είναι να τηρούνται τα προσχήματα. Τα υπέρογκα ποσά που σπαταλιούνται σε απολαύσεις ή σε δώρα προς φιλικά πρόσωπα είναι ο μόχθος του λαού, που νιώθει προδομένος όταν βλέπει τις θυσίες του να ματαιώνονται. Γι’ αυτό ο τύραννος είναι καλό να αποταμιεύει τα λεφτά του εκτός πόλεως, γιατί εκτός από τους πολίτες, η συσσώρευση τόσο μεγάλου πλούτου μπορεί να αποτελέσει πρόκληση ακόμη και για τους ανθρώπους που τον φρουρούν: «συμφέρει περισσότερο στους τυράννους να απομακρύνουν τα πλούτη τους από την πόλη τους παρά να τα αφήνουν συγκεντρωμένα στην πατρίδα τους, γιατί έτσι πολύ λιγότερο οι σωματοφύλακες θα στραφούν εναντίον της εξουσίας, αφού γίνονται απειλητικότεροι σε σχέση με τους πολίτες για τους τυράννους που ταξιδεύουν, καθώς οι σωματοφύλακες ταξιδεύουν μαζί τους, ενώ οι άλλοι πολίτες παραμένουν πίσω». (1314b 9 – 14).
Η δημόσια εικόνα του τίμιου διαχειριστή και του ενάρετου ανθρώπου λειτουργεί πάντα καταπραϋντικά: «Σχετικά με τις σωματικές απολαύσεις ο τύραννος πρέπει να κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνουν τώρα μερικοί τύραννοι (επιδεικνύονται στους άλλους με αυτές για να τους θαυμάζουν ως καλότυχους κι ευτυχισμένους). Ο τύραννος πρέπει να προσπαθεί να κρατάει το μέτρο σε παρόμοιες εκδηλώσεις, όσο μπορεί, αλλιώς να προσπαθεί τουλάχιστον να περνούν απαρατήρητες από τους υπόλοιπους (γιατί ούτε ευάλωτος σε επιθέσεις ούτε αναξιοπρεπής είναι ο νηφάλιος αλλά ο μεθυσμένος ούτε ο άγρυπνος αλλά ο κοιμισμένος)». (1314b 28 – 36).
Εξάλλου, ο ενάρετος, ο νηφάλιος, ο εγκρατής στις απολαύσεις είναι ο σώφρων κι αυτό ακριβώς είναι το προσωπείο που πρέπει να φορέσει ο τύραννος. Μόνο ο συνετός μπορεί να πείσει ότι τα λεφτά που απομυζούνται έχουν μια καλύτερη διαχείριση. Γι’ αυτό ο τύραννος πρέπει να εμπνέει το σεβασμό. Η προσωπικότητά του πρέπει να λειτουργεί ως εγγύηση: «Επίσης να μη φαίνεται ο τύραννος σκληρός αλλά σεβαστός και μάλιστα τέτοιος ώστε να μην εμπνέει φόβο σε αυτούς που συναντά αλλά σεβασμό». (1314b 18 – 20).
Το θέμα είναι να αποδεχτεί ο λαός την αναγκαιότητα των υπέρογκων οικονομικών θυσιών που θα υποστεί. Η προσωπικότητα του τυράννου και οι διαβεβαιώσεις των ειδικών συμβούλων θα παίξουν το ρόλο τους. Δημοσιονομικές ανάγκες, πόλεμοι, ανάγκες συντήρησης του στρατού κλπ, πρέπει να τονίζονται, ώστε ο κόσμος να το εμπεδώσει. Κι αν αρχίσει να δυσφορεί, λίγη τρομοκρατία δε βλάπτει. Εξωτερικοί εχθροί, ενδεχόμενοι πόλεμοι, ακόμη και δημιουργία πολέμων προς αποπροσανατολισμό, θα θέσουν το θέμα σε ρεαλιστική βάση. Κι αυτό είναι που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία, να μιλά κανείς ρεαλιστικά.
Το δίλημμα οικονομική αφαίμαξη ή καταστροφή (πάσης φύσεως) είναι πάντα αποτελεσματικό. Κανένας ρεαλιστής δε θα διαλέξει την καταστροφή. Αυτό που μένει είναι ο αξιόπιστος διαχειριστής του δημόσιου ταμείου: «Έπειτα ο τύραννος πρέπει να φαίνεται ότι συγκεντρώνει τους φόρους και τις εισφορές για δημοσιονομικούς λόγους και για πολεμικές ανάγκες, αν χρειαστεί να τους χρησιμοποιήσει, και γενικά να παρουσιάζει τον εαυτό του ως φύλακα και ταμία των χρημάτων με την ιδέα ότι είναι δημόσια κι όχι ιδιωτικά». (1314b 14 – 18).
Η δημόσια εικόνα του τυράννου οφείλει να προστατευτεί με κάθε τρόπο: «Ακόμη δεν αρκεί ο ίδιος μόνο να μην προσβάλλει κανέναν από τους υπηκόους του, ούτε νέο ούτε νέα, αλλά και κανένας άλλος από το περιβάλλον του να μην προσβάλλει, το ίδιο μάλιστα να συμπεριφέρονται και οι γυναίκες της οικογένειάς του προς τις άλλες, καθώς πολλές τυραννίδες χάθηκαν εξαιτίας προσβολών που προκλήθηκαν από γυναίκες». (1314b 23 – 27). Και ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Επίσης οφείλει ο τύραννος να αποφεύγει τις προσβολές και μάλιστα περισσότερο απ’ όλες τη σωματική τιμωρία και την ερωτική προσβολή των νέων». (1315a 14 – 16).
Η φαινομενική διαλλακτικότητα και η ηθική που θα προβληθεί όχι μόνο από τον ίδιο αλλά απ’ όλο το περιβάλλον του είναι πάγιες μεθοδεύσεις για την εξασφάλιση της φερεγγυότητας. Η κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να στραφεί θετικά σε μια τέτοια προσωπικότητα. Η προσωπική συμμετοχή στην απονομή των τιμών είναι η παράσταση που οφείλει να δώσει όχι μόνο για να ταυτίσει τον εαυτό του με τις χαρές της πόλης, αλλά και για να επιβεβαιώσει την πλήρη αντικειμενικότητα στην απόδοση αυτών που ο καθένας αξίζει. Είναι η απαραίτητη διαδικασία για να χτιστεί το πορτρέτο της πατρικής φιγούρας.
Αντιστοίχως, θα ήταν καλό να μην ανακατεύεται ο ίδιος στην επιβολή των ποινών. Δε χρειάζεται να φθείρεται προσωπικά στα δυσάρεστα. Αυτό ας το αναλάβουν άλλοι: «Επιπλέον οφείλει να τιμά εκείνους που ξεχωρίζουν σε κάτι, ώστε να μην έχουν την ιδέα ότι θα τους τιμούσαν περισσότερο οι πολίτες, αν ήταν ελεύθεροι, και μάλιστα τέτοιου είδους τιμές να τις απονέμει ο ίδιος, ενώ τις ποινές να τις επιβάλλει μέσω άλλων αρχόντων και δικαστηρίων». (1315a 4 – 8).
Η ηθική ακεραιότητα του τυράννου οφείλει να επιβεβαιωθεί μέσα από όλες τις ευκαιρίες που μπορούν να δοθούν: «Ακόμη πρέπει να φαίνεται κατ’ εξοχήν αφοσιωμένος στα θρησκευτικά του καθήκοντα (γιατί οι υπήκοοι λιγότερο φοβούνται ότι θα αδικηθούν από τέτοιους και συνεπώς, αν νομίζουν ότι ο άρχοντας είναι θρήσκος και εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, τον υπονομεύουν λιγότερο, γιατί πιστεύουν ότι έχει συμμάχους τους θεούς), πρέπει όμως να φαίνεται τέτοιος χωρίς να γίνεται γελοίος». (1314b 38 – 1315a 4).
Η εκμετάλλευση του λαϊκού αισθήματος για την προσωπική προβολή είναι πάγια τακτική των λαϊκιστών. Η θρησκευτικότητα, τα δημόσια θεάματα, η συμμετοχή σε γιορτές, η επιδεικτική τήρηση των εθίμων κλπ, είναι σχεδόν επαγγελματική υπόθεση. Ο τύραννος, ως κατ’ εξοχήν λαϊκιστής, είναι αδύνατο να τα αγνοεί όλα αυτά. Πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που επιδιώκει το χτίσιμο της πατρικής εικόνας. Ο καλός πατέρας είναι αδύνατο να απέχει από τις γιορτές της οικογένειας. Με τον ίδιο τρόπο ο καλός τύραννος είναι αδύνατο να αγνοεί τις ομαδικές χαρές (ή λύπες) των υπηκόων. Η αίσθηση της συλλογικότητας οφείλει να επιτευχθεί με κάθε δυνατό τρόπο. Όλα τα μέσα είναι προς εκμετάλλευση. Κι αυτή είναι η ουσία του λαϊκισμού· η ολοκληρωτικά χρησιμοθηρική αντίληψη των πάντων. Τελικά, ο λαϊκιστής είναι αδύνατο να πιστεύει σε τίποτε άλλο πέρα απ’ τον εαυτό του.
Και φυσικά, ο λαϊκισμός δεν αφορά μόνο τη συμμετοχή στα λαϊκά δρώμενα προς εξασφάλιση της οικειότητας με τον κόσμο, αλλά σταδιακά γίνεται πολιτική αντίληψη που διεκπεραιώνει όλες τις υποθέσεις. Είναι το πολιτικό εργαλείο όλων των υποκριτών που παριστάνουν τους προστάτες των λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό έρχεται γάντι στον τύραννο, γιατί είναι η πεμπτουσία της πολιτικής του «φιλοσοφίας».
Κάθε λαϊκιστής είναι ένας μικρός τυραννίσκος κι αυτό που θέλει να πετύχει είναι η αποδυνάμωση του λαού. Γι’ αυτό κι έχει ως βασικότερη μέριμνα να τον απομακρύνει, όσο το δυνατό, απ’ τα πολιτειακά τεκταινόμενα. Όμως, ταυτόχρονα πρέπει να έχει και συμμάχους: «Επειδή οι πόλεις αποτελούνται από δύο ομάδες ανθρώπων, τους φτωχούς και τους πλούσιους, επιβάλλεται να έχουν τη γνώμη και οι δύο ότι η σωτηρία τους οφείλεται στην εξουσία του τυράννου και ότι καθόλου οι πρώτοι δεν αδικούνται από τους δεύτερους». (1315a 31 – 35).
Η εικόνα του τυράννου ως υπερταξικού ηγέτη είναι αναμφισβήτητα η ιδανική. Είναι ο εκφραστής όλων, ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός που τίθεται υπεράνω όλων των συμφερόντων. Αν όμως αυτό εκ των πραγμάτων καθίσταται αδύνατο, ο τύραννος οφείλει να επιλέξει τη συμπάθεια εκείνης της κοινωνικής τάξης που φαίνεται να υπερέχει στην πόλη: «Ακόμη ο τύραννος πρέπει να προσεταιρίζεται κυρίως εκείνη από τις δύο ομάδες που είναι ισχυρότερη, γιατί, αν διασφαλίζεται αυτή η υποστήριξη στην εξουσία, δεν υπάρχει ανάγκη να ελευθερώνει ο τύραννος τους δούλους ούτε να αφοπλίζει τους πολίτες δόλια». (1315a 35 – 38).
Η εξασφάλιση της υποστήριξης της ισχυρής κοινωνικής ομάδας είναι η διαβεβαίωση ότι δεν είναι μόνος. Κι αν η ομάδα που υπερέχει είναι οι φτωχοί (όπως γίνεται πάντα), ο τύραννος οφείλει να δείξει έντονα φιλολαϊκό πρόσωπο. Μπορεί ακόμη και να βοηθήσει έμπρακτα τους φτωχούς παρέχοντας οικονομικές διευκολύνσεις. Ποτέ όμως δεν έχει την πρόθεση να τους βγάλει από τη φτώχεια. Αυτό που θέλει είναι να παραμείνουν φτωχοί, ώστε να παραμείνουν υποτελείς του. Ο τύραννος που προσπαθεί να καταπολεμήσει στ’ αλήθεια τη φτώχεια δεν είναι τύραννος ή, αλλιώς, είναι ο τύραννος που σκάβει το λάκκο του. Γιατί ο χορτάτος συνήθως αρχίζει να έχει και πολιτική σκέψη, πράγμα επικίνδυνο.
Η μετριοπάθεια αυτού του είδους προτάσσεται ως ενδεδειγμένη πολιτική του τυράννου, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία: «Μακροβιότερη μάλιστα υπήρξε η τυραννίδα της Σικυώνος, δηλαδή των παιδιών του Ορθαγόρα και διήρκεσε εκατό χρόνια. Αυτό αιτιολογείται με τη μετριοπαθή άσκηση της εξουσίας τους προς τους υπηκόους, την ευθυγράμμισή τους με τους νόμους… Ακόμη φημολογείται ότι και ο Πεισίστρατος παρουσιάσθηκε στον Άρειο Πάγο, όταν κάποτε μηνύθηκε. Δεύτερη σε διάρκεια έρχεται η τυραννίδα των Κυψελιδών στην Κόρινθο, η οποία διήρκεσε εβδομήντα τρία χρόνια κι έξι μήνες, γιατί ο Κύψελος υπήρξε τύραννος για τριάντα χρόνια, ο Περίανδρος για σαράντα και μισό και ο Ψαμμίτιχος ο Γόργου για τρία χρόνια. Τα ίδια αίτια ισχύουν και γι’ αυτήν. Ο Κύψελος ήταν αγαπητός στο λαό και σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας του δεν τον συνόδευαν σωματοφύλακες, ο Περίανδρος όμως έγινε τυραννικός αλλά συγχρόνως διακρίθηκε στους πολέμους. Τρίτη σε διάρκεια ακολουθεί η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, με τη διαφορά ότι αυτή δεν ήταν συνεχής, γιατί ο Πεισίστρατος εξορίσθηκε δύο φορές, όταν ήταν τύραννος. Επομένως σε διάστημα τριάντα τριών ετών ο ίδιος άσκησε την εξουσία δεκαεφτά χρόνια και οι γιοι του δεκαοχτώ, και άρα συνολικά αυτοί κατείχαν την εξουσία τριάντα πέντε χρόνια». (1315b 12 – 16, 21 – 34).
Κι αν ο Αριστοτέλης έχει υπόψη του τις μακροβιότερες τυραννίες της αρχαιότητας αποδίδοντας τη διάρκειά τους στη μετριοπάθεια (Ορθαγόρας) ή στην υποστήριξη των φτωχών στρωμάτων (Πεισίστρατος) ή στην ηγετική φυσιογνωμία του εκφραστή της που οδηγεί την πόλη σε πρόοδο (Περίανδρος), θα λέγαμε ότι η ιδανική τυραννία είναι εκείνη που συνδυάζει τις πολιτικές επιθυμίες των πολλών και ταυτόχρονα συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια των ελάχιστων.
Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι η ελεύθερη ψήφος, η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, η ελεύθερη ενημέρωση, με δυο λόγια η ελευθερία στο σχηματισμό της άποψης, είναι το καλύτερο άλλοθι της τυραννίας, αρκεί, υπογείως, να ελέγχονται αρκούντως. Εξάλλου, το πολίτευμα που θα προβληθεί ως επικρατές και οι πολιτικές διαδικασίες που θα επιβάλει είναι εντελώς αδιάφορα, αρκεί ο πλούτος να πηγαίνει στα σωστά χέρια. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι η πολιτική σκηνή που θα διαμορφώνεται (με τη λαϊκή συναίνεση πάνω απ’ όλα) θα παίρνει τις «σωστές» αποφάσεις. Κι αν κάπου – κατά λάθος – προκύψει καμιά διακυβέρνηση που δε «συνεργάζεται» σωστά, θα βρεθεί ο τρόπος της συμμόρφωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο τύραννος είναι ανίκητος, αφού πάνω απ’ όλα είναι αθέατος. Στο κάτω – κάτω όλα μπορούν να οριστούν απ’ την αρχή κατά πώς βολεύει. Και άκρατος πλούτος και άκρατη φτώχεια και πανίσχυρα κέντρα που εκβιάζουν τις κυβερνήσεις και τρομοκρατία στους φτωχούς και διάλυση της μεσαίας τάξης και δουλική υπερεργασία και δημοκρατία!
Επιμένοντας στους αριστοτελικούς ορισμούς αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστεί, αν πράγματι μιλάμε για τυραννία ή για σκληρή – ακραία ολιγαρχία (όπως είχε χαρακτηρίσει την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, όταν προσπάθησε να τη διαχειριστεί ο Σόλωνας, με την απόλυτη εξαθλίωση των πολιτών, που δανείζονταν με ενέχυρο το σώμα τους και γίνονταν δούλοι). Το ζήτημα βέβαια είναι καθαρά αριθμητικό. Ο τύραννος είναι ένας, ενώ οι ολιγαρχία θέλει λίγους. Όμως, πάντα κατά τον Αριστοτέλη, η ακραία ολιγαρχία είναι σταθερά ο προθάλαμος της τυραννίας. Όπως και οι εκφυλισμένες δημοκρατίες το ίδιο…
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ο λαός, όταν νιώθει ότι καταπιέζεται, έχει τον τρόπο να ξεπερνά όλους τους φόβους, αρκεί να πιστεύει ότι αγωνίζεται για κάτι καλύτερο. Οι μεμονωμένες (αρχικά) επαναστατικές ενέργειες είναι το έναυσμα της συλλογικής εξέγερσης που εκκολάπτεται. Το έκρυθμο θα επιφέρει επιπλέον κατασταλτικά μέτρα που, τελικά θα συσπειρώσουν τον κόσμο ακόμη περισσότερο. Ο έξυπνος τύραννος οφείλει να το γνωρίζει αυτό. Οφείλει δηλαδή να ξέρει ότι η εξουσία που δεν έχει λαϊκή αποδοχή δεν μπορεί να ελπίζει σε μακροβιότητα.
Σε τελική ανάλυση, ο κυρίαρχος είναι πάντα ο λαός, αφού, αν ξεπεραστούν τα όρια της ανοχής του, δεν υπάρχει φόβητρο που να μπορεί να τον συγκρατήσει: «Όπως δηλαδή ένας τρόπος φθοράς της βασιλείας είναι να ασκείται τυραννικότερα η εξουσία, έτσι κι ένας τρόπος διατήρησης της τυραννίδας είναι να ασκείται η εξουσία βασιλικότερα με την προϋπόθεση μόνο ότι ο τύραννος προστατεύει τη δύναμή του, για να μπορεί να εξουσιάζει τους πολίτες όχι μόνο με τη συγκατάθεσή τους αλλά και χωρίς αυτή. Γιατί, αν παραμελεί τη δύναμή του, παραμελεί και το ρόλο του ως τυράννου». (1314a 33 – 38).
Υπενθυμίζοντας ότι η βασιλεία κατατάσσεται στα ορθά πολιτεύματα (ο βασιλιάς διαφοροποιείται από τον τύραννο, αφού μεριμνά για το όφελος της πόλης κι όχι το δικό του) αυτό που τελικά προτείνεται είναι ο ελιγμός του τυράννου, ώστε να παρουσιαστεί με το προσωπείο του βασιλιά. Σε τελική ανάλυση, επιδιώκεται η δημοτικότητα του τυράννου, που θα εξασφαλιστεί μόνο αν κρύψει τις αληθινές του προθέσεις.
Γι’ αυτό πρέπει να προτάξει τη μετριοπάθεια (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θα διασφαλίσει τη δύναμή του), ώστε να αποκτήσει και τη λαϊκή αποδοχή. Αυτή είναι η πολιτική μαεστρία του τυράννου· να επιβάλει την εξουσία του δίχως να προκαλέσει αντιδράσεις: «ο τύραννος οφείλει άλλα να εκτελεί και άλλα να φαίνεται ότι εκτελεί παίζοντας το ρόλο του βασιλιά σωστά». (1314a 39 – 40).
Η τυραννία πρέπει να εφαρμόζεται, αλλά όχι να κατονομάζεται. Να παριστάνει διαρκώς κάτι άλλο. Το αν θα παριστάνει τη βασιλεία ή τη δημοκρατία ή οποιοδήποτε πολίτευμα, έχει ελάχιστη σημασία, αφού το ζητούμενο είναι να κάνει τη δουλειά της. Το περιτύλιγμα είναι θέμα λαϊκών προτιμήσεων, καθώς ο λαός πρέπει να πειστεί ότι πράγματι έχει αυτό που θέλει.
Και βέβαια, κατά τον Αριστοτέλη, η τυραννία που θέλει να παραστήσει με επιτυχία τον υπερασπιστή των λαϊκών συμφερόντων, οφείλει πρώτα απ’ όλα να προτάξει την πιο αδιαπραγμάτευτη ακεραιότητα στα οικονομικά ζητήματα: «Αρχικά να φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για τα δημόσια ζητήματα και να μη δαπανά ποσά σε δωρεές που προκαλούν αγανάκτηση στο λαό, όπως όταν οι τύραννοι απομυζούν το ελάχιστο εισόδημα του λαού που εργάζεται και καταπονείται, ενώ αμείβουν πλουσιοπάροχα εταίρες και φιλοξενούμενους και καλλιτέχνες». (1314a 40 – 1314b 4).
Με δεδομένο ότι η τυραννία αποσκοπεί στην οικονομική απομύζηση των πολιτών φτωχοποιώντας τους όσο το δυνατό (αλλιώς δε θα ήταν τυραννία), αυτό που μένει είναι να τηρούνται τα προσχήματα. Τα υπέρογκα ποσά που σπαταλιούνται σε απολαύσεις ή σε δώρα προς φιλικά πρόσωπα είναι ο μόχθος του λαού, που νιώθει προδομένος όταν βλέπει τις θυσίες του να ματαιώνονται. Γι’ αυτό ο τύραννος είναι καλό να αποταμιεύει τα λεφτά του εκτός πόλεως, γιατί εκτός από τους πολίτες, η συσσώρευση τόσο μεγάλου πλούτου μπορεί να αποτελέσει πρόκληση ακόμη και για τους ανθρώπους που τον φρουρούν: «συμφέρει περισσότερο στους τυράννους να απομακρύνουν τα πλούτη τους από την πόλη τους παρά να τα αφήνουν συγκεντρωμένα στην πατρίδα τους, γιατί έτσι πολύ λιγότερο οι σωματοφύλακες θα στραφούν εναντίον της εξουσίας, αφού γίνονται απειλητικότεροι σε σχέση με τους πολίτες για τους τυράννους που ταξιδεύουν, καθώς οι σωματοφύλακες ταξιδεύουν μαζί τους, ενώ οι άλλοι πολίτες παραμένουν πίσω». (1314b 9 – 14).
Η δημόσια εικόνα του τίμιου διαχειριστή και του ενάρετου ανθρώπου λειτουργεί πάντα καταπραϋντικά: «Σχετικά με τις σωματικές απολαύσεις ο τύραννος πρέπει να κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνουν τώρα μερικοί τύραννοι (επιδεικνύονται στους άλλους με αυτές για να τους θαυμάζουν ως καλότυχους κι ευτυχισμένους). Ο τύραννος πρέπει να προσπαθεί να κρατάει το μέτρο σε παρόμοιες εκδηλώσεις, όσο μπορεί, αλλιώς να προσπαθεί τουλάχιστον να περνούν απαρατήρητες από τους υπόλοιπους (γιατί ούτε ευάλωτος σε επιθέσεις ούτε αναξιοπρεπής είναι ο νηφάλιος αλλά ο μεθυσμένος ούτε ο άγρυπνος αλλά ο κοιμισμένος)». (1314b 28 – 36).
Εξάλλου, ο ενάρετος, ο νηφάλιος, ο εγκρατής στις απολαύσεις είναι ο σώφρων κι αυτό ακριβώς είναι το προσωπείο που πρέπει να φορέσει ο τύραννος. Μόνο ο συνετός μπορεί να πείσει ότι τα λεφτά που απομυζούνται έχουν μια καλύτερη διαχείριση. Γι’ αυτό ο τύραννος πρέπει να εμπνέει το σεβασμό. Η προσωπικότητά του πρέπει να λειτουργεί ως εγγύηση: «Επίσης να μη φαίνεται ο τύραννος σκληρός αλλά σεβαστός και μάλιστα τέτοιος ώστε να μην εμπνέει φόβο σε αυτούς που συναντά αλλά σεβασμό». (1314b 18 – 20).
Το θέμα είναι να αποδεχτεί ο λαός την αναγκαιότητα των υπέρογκων οικονομικών θυσιών που θα υποστεί. Η προσωπικότητα του τυράννου και οι διαβεβαιώσεις των ειδικών συμβούλων θα παίξουν το ρόλο τους. Δημοσιονομικές ανάγκες, πόλεμοι, ανάγκες συντήρησης του στρατού κλπ, πρέπει να τονίζονται, ώστε ο κόσμος να το εμπεδώσει. Κι αν αρχίσει να δυσφορεί, λίγη τρομοκρατία δε βλάπτει. Εξωτερικοί εχθροί, ενδεχόμενοι πόλεμοι, ακόμη και δημιουργία πολέμων προς αποπροσανατολισμό, θα θέσουν το θέμα σε ρεαλιστική βάση. Κι αυτό είναι που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία, να μιλά κανείς ρεαλιστικά.
Το δίλημμα οικονομική αφαίμαξη ή καταστροφή (πάσης φύσεως) είναι πάντα αποτελεσματικό. Κανένας ρεαλιστής δε θα διαλέξει την καταστροφή. Αυτό που μένει είναι ο αξιόπιστος διαχειριστής του δημόσιου ταμείου: «Έπειτα ο τύραννος πρέπει να φαίνεται ότι συγκεντρώνει τους φόρους και τις εισφορές για δημοσιονομικούς λόγους και για πολεμικές ανάγκες, αν χρειαστεί να τους χρησιμοποιήσει, και γενικά να παρουσιάζει τον εαυτό του ως φύλακα και ταμία των χρημάτων με την ιδέα ότι είναι δημόσια κι όχι ιδιωτικά». (1314b 14 – 18).
Η δημόσια εικόνα του τυράννου οφείλει να προστατευτεί με κάθε τρόπο: «Ακόμη δεν αρκεί ο ίδιος μόνο να μην προσβάλλει κανέναν από τους υπηκόους του, ούτε νέο ούτε νέα, αλλά και κανένας άλλος από το περιβάλλον του να μην προσβάλλει, το ίδιο μάλιστα να συμπεριφέρονται και οι γυναίκες της οικογένειάς του προς τις άλλες, καθώς πολλές τυραννίδες χάθηκαν εξαιτίας προσβολών που προκλήθηκαν από γυναίκες». (1314b 23 – 27). Και ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Επίσης οφείλει ο τύραννος να αποφεύγει τις προσβολές και μάλιστα περισσότερο απ’ όλες τη σωματική τιμωρία και την ερωτική προσβολή των νέων». (1315a 14 – 16).
Η φαινομενική διαλλακτικότητα και η ηθική που θα προβληθεί όχι μόνο από τον ίδιο αλλά απ’ όλο το περιβάλλον του είναι πάγιες μεθοδεύσεις για την εξασφάλιση της φερεγγυότητας. Η κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να στραφεί θετικά σε μια τέτοια προσωπικότητα. Η προσωπική συμμετοχή στην απονομή των τιμών είναι η παράσταση που οφείλει να δώσει όχι μόνο για να ταυτίσει τον εαυτό του με τις χαρές της πόλης, αλλά και για να επιβεβαιώσει την πλήρη αντικειμενικότητα στην απόδοση αυτών που ο καθένας αξίζει. Είναι η απαραίτητη διαδικασία για να χτιστεί το πορτρέτο της πατρικής φιγούρας.
Αντιστοίχως, θα ήταν καλό να μην ανακατεύεται ο ίδιος στην επιβολή των ποινών. Δε χρειάζεται να φθείρεται προσωπικά στα δυσάρεστα. Αυτό ας το αναλάβουν άλλοι: «Επιπλέον οφείλει να τιμά εκείνους που ξεχωρίζουν σε κάτι, ώστε να μην έχουν την ιδέα ότι θα τους τιμούσαν περισσότερο οι πολίτες, αν ήταν ελεύθεροι, και μάλιστα τέτοιου είδους τιμές να τις απονέμει ο ίδιος, ενώ τις ποινές να τις επιβάλλει μέσω άλλων αρχόντων και δικαστηρίων». (1315a 4 – 8).
Η ηθική ακεραιότητα του τυράννου οφείλει να επιβεβαιωθεί μέσα από όλες τις ευκαιρίες που μπορούν να δοθούν: «Ακόμη πρέπει να φαίνεται κατ’ εξοχήν αφοσιωμένος στα θρησκευτικά του καθήκοντα (γιατί οι υπήκοοι λιγότερο φοβούνται ότι θα αδικηθούν από τέτοιους και συνεπώς, αν νομίζουν ότι ο άρχοντας είναι θρήσκος και εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, τον υπονομεύουν λιγότερο, γιατί πιστεύουν ότι έχει συμμάχους τους θεούς), πρέπει όμως να φαίνεται τέτοιος χωρίς να γίνεται γελοίος». (1314b 38 – 1315a 4).
Η εκμετάλλευση του λαϊκού αισθήματος για την προσωπική προβολή είναι πάγια τακτική των λαϊκιστών. Η θρησκευτικότητα, τα δημόσια θεάματα, η συμμετοχή σε γιορτές, η επιδεικτική τήρηση των εθίμων κλπ, είναι σχεδόν επαγγελματική υπόθεση. Ο τύραννος, ως κατ’ εξοχήν λαϊκιστής, είναι αδύνατο να τα αγνοεί όλα αυτά. Πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που επιδιώκει το χτίσιμο της πατρικής εικόνας. Ο καλός πατέρας είναι αδύνατο να απέχει από τις γιορτές της οικογένειας. Με τον ίδιο τρόπο ο καλός τύραννος είναι αδύνατο να αγνοεί τις ομαδικές χαρές (ή λύπες) των υπηκόων. Η αίσθηση της συλλογικότητας οφείλει να επιτευχθεί με κάθε δυνατό τρόπο. Όλα τα μέσα είναι προς εκμετάλλευση. Κι αυτή είναι η ουσία του λαϊκισμού· η ολοκληρωτικά χρησιμοθηρική αντίληψη των πάντων. Τελικά, ο λαϊκιστής είναι αδύνατο να πιστεύει σε τίποτε άλλο πέρα απ’ τον εαυτό του.
Και φυσικά, ο λαϊκισμός δεν αφορά μόνο τη συμμετοχή στα λαϊκά δρώμενα προς εξασφάλιση της οικειότητας με τον κόσμο, αλλά σταδιακά γίνεται πολιτική αντίληψη που διεκπεραιώνει όλες τις υποθέσεις. Είναι το πολιτικό εργαλείο όλων των υποκριτών που παριστάνουν τους προστάτες των λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό έρχεται γάντι στον τύραννο, γιατί είναι η πεμπτουσία της πολιτικής του «φιλοσοφίας».
Κάθε λαϊκιστής είναι ένας μικρός τυραννίσκος κι αυτό που θέλει να πετύχει είναι η αποδυνάμωση του λαού. Γι’ αυτό κι έχει ως βασικότερη μέριμνα να τον απομακρύνει, όσο το δυνατό, απ’ τα πολιτειακά τεκταινόμενα. Όμως, ταυτόχρονα πρέπει να έχει και συμμάχους: «Επειδή οι πόλεις αποτελούνται από δύο ομάδες ανθρώπων, τους φτωχούς και τους πλούσιους, επιβάλλεται να έχουν τη γνώμη και οι δύο ότι η σωτηρία τους οφείλεται στην εξουσία του τυράννου και ότι καθόλου οι πρώτοι δεν αδικούνται από τους δεύτερους». (1315a 31 – 35).
Η εικόνα του τυράννου ως υπερταξικού ηγέτη είναι αναμφισβήτητα η ιδανική. Είναι ο εκφραστής όλων, ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός που τίθεται υπεράνω όλων των συμφερόντων. Αν όμως αυτό εκ των πραγμάτων καθίσταται αδύνατο, ο τύραννος οφείλει να επιλέξει τη συμπάθεια εκείνης της κοινωνικής τάξης που φαίνεται να υπερέχει στην πόλη: «Ακόμη ο τύραννος πρέπει να προσεταιρίζεται κυρίως εκείνη από τις δύο ομάδες που είναι ισχυρότερη, γιατί, αν διασφαλίζεται αυτή η υποστήριξη στην εξουσία, δεν υπάρχει ανάγκη να ελευθερώνει ο τύραννος τους δούλους ούτε να αφοπλίζει τους πολίτες δόλια». (1315a 35 – 38).
Η εξασφάλιση της υποστήριξης της ισχυρής κοινωνικής ομάδας είναι η διαβεβαίωση ότι δεν είναι μόνος. Κι αν η ομάδα που υπερέχει είναι οι φτωχοί (όπως γίνεται πάντα), ο τύραννος οφείλει να δείξει έντονα φιλολαϊκό πρόσωπο. Μπορεί ακόμη και να βοηθήσει έμπρακτα τους φτωχούς παρέχοντας οικονομικές διευκολύνσεις. Ποτέ όμως δεν έχει την πρόθεση να τους βγάλει από τη φτώχεια. Αυτό που θέλει είναι να παραμείνουν φτωχοί, ώστε να παραμείνουν υποτελείς του. Ο τύραννος που προσπαθεί να καταπολεμήσει στ’ αλήθεια τη φτώχεια δεν είναι τύραννος ή, αλλιώς, είναι ο τύραννος που σκάβει το λάκκο του. Γιατί ο χορτάτος συνήθως αρχίζει να έχει και πολιτική σκέψη, πράγμα επικίνδυνο.
Η μετριοπάθεια αυτού του είδους προτάσσεται ως ενδεδειγμένη πολιτική του τυράννου, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία: «Μακροβιότερη μάλιστα υπήρξε η τυραννίδα της Σικυώνος, δηλαδή των παιδιών του Ορθαγόρα και διήρκεσε εκατό χρόνια. Αυτό αιτιολογείται με τη μετριοπαθή άσκηση της εξουσίας τους προς τους υπηκόους, την ευθυγράμμισή τους με τους νόμους… Ακόμη φημολογείται ότι και ο Πεισίστρατος παρουσιάσθηκε στον Άρειο Πάγο, όταν κάποτε μηνύθηκε. Δεύτερη σε διάρκεια έρχεται η τυραννίδα των Κυψελιδών στην Κόρινθο, η οποία διήρκεσε εβδομήντα τρία χρόνια κι έξι μήνες, γιατί ο Κύψελος υπήρξε τύραννος για τριάντα χρόνια, ο Περίανδρος για σαράντα και μισό και ο Ψαμμίτιχος ο Γόργου για τρία χρόνια. Τα ίδια αίτια ισχύουν και γι’ αυτήν. Ο Κύψελος ήταν αγαπητός στο λαό και σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας του δεν τον συνόδευαν σωματοφύλακες, ο Περίανδρος όμως έγινε τυραννικός αλλά συγχρόνως διακρίθηκε στους πολέμους. Τρίτη σε διάρκεια ακολουθεί η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, με τη διαφορά ότι αυτή δεν ήταν συνεχής, γιατί ο Πεισίστρατος εξορίσθηκε δύο φορές, όταν ήταν τύραννος. Επομένως σε διάστημα τριάντα τριών ετών ο ίδιος άσκησε την εξουσία δεκαεφτά χρόνια και οι γιοι του δεκαοχτώ, και άρα συνολικά αυτοί κατείχαν την εξουσία τριάντα πέντε χρόνια». (1315b 12 – 16, 21 – 34).
Κι αν ο Αριστοτέλης έχει υπόψη του τις μακροβιότερες τυραννίες της αρχαιότητας αποδίδοντας τη διάρκειά τους στη μετριοπάθεια (Ορθαγόρας) ή στην υποστήριξη των φτωχών στρωμάτων (Πεισίστρατος) ή στην ηγετική φυσιογνωμία του εκφραστή της που οδηγεί την πόλη σε πρόοδο (Περίανδρος), θα λέγαμε ότι η ιδανική τυραννία είναι εκείνη που συνδυάζει τις πολιτικές επιθυμίες των πολλών και ταυτόχρονα συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια των ελάχιστων.
Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι η ελεύθερη ψήφος, η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, η ελεύθερη ενημέρωση, με δυο λόγια η ελευθερία στο σχηματισμό της άποψης, είναι το καλύτερο άλλοθι της τυραννίας, αρκεί, υπογείως, να ελέγχονται αρκούντως. Εξάλλου, το πολίτευμα που θα προβληθεί ως επικρατές και οι πολιτικές διαδικασίες που θα επιβάλει είναι εντελώς αδιάφορα, αρκεί ο πλούτος να πηγαίνει στα σωστά χέρια. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι η πολιτική σκηνή που θα διαμορφώνεται (με τη λαϊκή συναίνεση πάνω απ’ όλα) θα παίρνει τις «σωστές» αποφάσεις. Κι αν κάπου – κατά λάθος – προκύψει καμιά διακυβέρνηση που δε «συνεργάζεται» σωστά, θα βρεθεί ο τρόπος της συμμόρφωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο τύραννος είναι ανίκητος, αφού πάνω απ’ όλα είναι αθέατος. Στο κάτω – κάτω όλα μπορούν να οριστούν απ’ την αρχή κατά πώς βολεύει. Και άκρατος πλούτος και άκρατη φτώχεια και πανίσχυρα κέντρα που εκβιάζουν τις κυβερνήσεις και τρομοκρατία στους φτωχούς και διάλυση της μεσαίας τάξης και δουλική υπερεργασία και δημοκρατία!
Επιμένοντας στους αριστοτελικούς ορισμούς αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστεί, αν πράγματι μιλάμε για τυραννία ή για σκληρή – ακραία ολιγαρχία (όπως είχε χαρακτηρίσει την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα, όταν προσπάθησε να τη διαχειριστεί ο Σόλωνας, με την απόλυτη εξαθλίωση των πολιτών, που δανείζονταν με ενέχυρο το σώμα τους και γίνονταν δούλοι). Το ζήτημα βέβαια είναι καθαρά αριθμητικό. Ο τύραννος είναι ένας, ενώ οι ολιγαρχία θέλει λίγους. Όμως, πάντα κατά τον Αριστοτέλη, η ακραία ολιγαρχία είναι σταθερά ο προθάλαμος της τυραννίας. Όπως και οι εκφυλισμένες δημοκρατίες το ίδιο…
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.41–5.5.48
Οι εξηγήσεις που έδωσε ο Κύρος για τις προθέσεις του απέναντι στον Κυαξάρη (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.10–5.5.19) ικανοποίησαν τον μήδο μονάρχη και οι δύο ηγέτες συμφιλιώθηκαν. Έφτασε η ώρα του δείπνου.
[5.5.41] Ἐπεὶ δὲ δείπνου ὥρα ἦν, καλέσας ὁ Κυαξάρης ἠξίου
τὸν Κῦρον διὰ χρόνου ἰδόντα αὐτὸν συνδειπνεῖν. ὁ δὲ Κῦρος
ἔφη· Μὴ δὴ σὺ κέλευε, ὦ Κυαξάρη· ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅτι οὗτοι
οἱ παρόντες ὑφ’ ἡμῶν πάντες ἐπαιρόμενοι πάρεισιν; οὔκουν
καλῶς ἂν πράττοιμι εἰ τούτων ἀμελῶν τὴν ἐμὴν ἡδονὴν
θεραπεύειν δοκοίην. ἀμελεῖσθαι δὲ δοκοῦντες στρατιῶται
οἱ μὲν ἀγαθοὶ πολὺ ἀθυμότεροι γίγνονται, οἱ δὲ πονηροὶ
πολὺ ὑβριστότεροι. [5.5.42] ἀλλὰ σὺ μέν, ἔφη, ἄλλως τε καὶ ὁδὸν
μακρὰν ἥκων δείπνει ἤδη· καὶ εἴ τινές σε τιμῶσιν, ἀντ-
ασπάζου καὶ εὐώχει αὐτούς, ἵνα σε καὶ θαρρήσωσιν· ἐγὼ δ’
ἀπιὼν ἐφ’ ἅπερ λέγω τρέψομαι. [5.5.43] αὔριον δ’, ἔφη, πρῲ δεῦρ’
ἐπὶ τὰς σὰς θύρας παρέσονται οἱ ἐπικαίριοι, ὅπως βουλευσώ-
μεθα πάντες σὺν σοὶ ὅ τι χρὴ ποιεῖν τὸ ἐκ τοῦδε. σὺ δ’
ἡμῖν ἔμβαλε <βουλὴν> παρὼν περὶ τούτου, πότερον ἔτι δοκεῖ
στρατεύεσθαι ἢ καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν. [5.5.44] ἐκ
τούτου ὁ μὲν Κυαξάρης ἀμφὶ δεῖπνον εἶχεν, ὁ δὲ Κῦρος
συλλέξας τοὺς ἱκανωτάτους τῶν φίλων καὶ φρονεῖν καὶ
συμπράττειν, εἴ τι δέοι, ἔλεξε τοιάδε.
Ἄνδρες φίλοι, ἃ μὲν δὴ πρῶτα ηὐξάμεθα, πάρεστι σὺν
θεοῖς. ὅπῃ γὰρ ἂν πορευώμεθα, κρατοῦμεν τῆς χώρας· καὶ
μὲν δὴ τοὺς πολεμίους ὁρῶμεν μειουμένους, ἡμᾶς δὲ αὐτοὺς
πλείονάς τε καὶ ἰσχυροτέρους γιγνομένους. [5.5.45] εἰ δὲ ἡμῖν ἔτι
ἐθελήσειαν οἱ νῦν προσγεγενημένοι σύμμαχοι παραμεῖναι,
πολλῷ ἂν μᾶλλον ἀνύσαι δυναίμεθα καὶ εἴ τι βιάσασθαι
καιρὸς καὶ εἴ τι πεῖσαι δέοι. ὅπως οὖν τὸ μένειν ὡς πλεί-
στοις συνδοκῇ τῶν συμμάχων, οὐδὲν μᾶλλον τοῦτο ἐμὸν
ἔργον ἢ καὶ ὑμέτερον μηχανᾶσθαι, [5.5.46] ἀλλ’ ὥσπερ ὅταν μάχε-
σθαι δέῃ, ὁ πλείστους χειρωσάμενος ἀλκιμώτατος δοξάζεται
εἶναι, οὕτω καὶ ὅταν πεῖσαι δέῃ, ὁ πλείστους ὁμογνώμονας
ἡμῖν ποιήσας οὗτος δικαίως ἂν λεκτικώτατός τε καὶ πρα-
κτικώτατος κρίνοιτο ἂν εἶναι. [5.5.47] μὴ μέντοι ὡς λόγον ἡμῖν
ἐπιδειξόμενοι οἷον ἂν εἴποιτε πρὸς ἕκαστον αὐτῶν τοῦτο
μελετᾶτε, ἀλλ’ ὡς τοὺς πεπεισμένους ὑφ’ ἑκάστου δήλους
ἐσομένους οἷς ἂν πράττωσιν οὕτω παρασκευάζεσθε. [5.5.48] καὶ
ὑμεῖς μέν, ἔφη, τούτων ἐπιμελεῖσθε· ἐγὼ δὲ ὅπως ἂν
ἔχοντες τὰ ἐπιτήδεια ὅσον ἂν ἔγωγε δύνωμαι οἱ στρατιῶ-
ται περὶ τοῦ στρατεύεσθαι βουλεύωνται τούτου πειράσομαι
ἐπιμελεῖσθαι.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.41–5.5.48
Ο Κύρος ασκεί με ευσυνειδησία τα καθήκοντά του
Οι εξηγήσεις που έδωσε ο Κύρος για τις προθέσεις του απέναντι στον Κυαξάρη (βλ. ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.10–5.5.19) ικανοποίησαν τον μήδο μονάρχη και οι δύο ηγέτες συμφιλιώθηκαν. Έφτασε η ώρα του δείπνου.
[5.5.41] Ἐπεὶ δὲ δείπνου ὥρα ἦν, καλέσας ὁ Κυαξάρης ἠξίου
τὸν Κῦρον διὰ χρόνου ἰδόντα αὐτὸν συνδειπνεῖν. ὁ δὲ Κῦρος
ἔφη· Μὴ δὴ σὺ κέλευε, ὦ Κυαξάρη· ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅτι οὗτοι
οἱ παρόντες ὑφ’ ἡμῶν πάντες ἐπαιρόμενοι πάρεισιν; οὔκουν
καλῶς ἂν πράττοιμι εἰ τούτων ἀμελῶν τὴν ἐμὴν ἡδονὴν
θεραπεύειν δοκοίην. ἀμελεῖσθαι δὲ δοκοῦντες στρατιῶται
οἱ μὲν ἀγαθοὶ πολὺ ἀθυμότεροι γίγνονται, οἱ δὲ πονηροὶ
πολὺ ὑβριστότεροι. [5.5.42] ἀλλὰ σὺ μέν, ἔφη, ἄλλως τε καὶ ὁδὸν
μακρὰν ἥκων δείπνει ἤδη· καὶ εἴ τινές σε τιμῶσιν, ἀντ-
ασπάζου καὶ εὐώχει αὐτούς, ἵνα σε καὶ θαρρήσωσιν· ἐγὼ δ’
ἀπιὼν ἐφ’ ἅπερ λέγω τρέψομαι. [5.5.43] αὔριον δ’, ἔφη, πρῲ δεῦρ’
ἐπὶ τὰς σὰς θύρας παρέσονται οἱ ἐπικαίριοι, ὅπως βουλευσώ-
μεθα πάντες σὺν σοὶ ὅ τι χρὴ ποιεῖν τὸ ἐκ τοῦδε. σὺ δ’
ἡμῖν ἔμβαλε <βουλὴν> παρὼν περὶ τούτου, πότερον ἔτι δοκεῖ
στρατεύεσθαι ἢ καιρὸς ἤδη διαλύειν τὴν στρατιάν. [5.5.44] ἐκ
τούτου ὁ μὲν Κυαξάρης ἀμφὶ δεῖπνον εἶχεν, ὁ δὲ Κῦρος
συλλέξας τοὺς ἱκανωτάτους τῶν φίλων καὶ φρονεῖν καὶ
συμπράττειν, εἴ τι δέοι, ἔλεξε τοιάδε.
Ἄνδρες φίλοι, ἃ μὲν δὴ πρῶτα ηὐξάμεθα, πάρεστι σὺν
θεοῖς. ὅπῃ γὰρ ἂν πορευώμεθα, κρατοῦμεν τῆς χώρας· καὶ
μὲν δὴ τοὺς πολεμίους ὁρῶμεν μειουμένους, ἡμᾶς δὲ αὐτοὺς
πλείονάς τε καὶ ἰσχυροτέρους γιγνομένους. [5.5.45] εἰ δὲ ἡμῖν ἔτι
ἐθελήσειαν οἱ νῦν προσγεγενημένοι σύμμαχοι παραμεῖναι,
πολλῷ ἂν μᾶλλον ἀνύσαι δυναίμεθα καὶ εἴ τι βιάσασθαι
καιρὸς καὶ εἴ τι πεῖσαι δέοι. ὅπως οὖν τὸ μένειν ὡς πλεί-
στοις συνδοκῇ τῶν συμμάχων, οὐδὲν μᾶλλον τοῦτο ἐμὸν
ἔργον ἢ καὶ ὑμέτερον μηχανᾶσθαι, [5.5.46] ἀλλ’ ὥσπερ ὅταν μάχε-
σθαι δέῃ, ὁ πλείστους χειρωσάμενος ἀλκιμώτατος δοξάζεται
εἶναι, οὕτω καὶ ὅταν πεῖσαι δέῃ, ὁ πλείστους ὁμογνώμονας
ἡμῖν ποιήσας οὗτος δικαίως ἂν λεκτικώτατός τε καὶ πρα-
κτικώτατος κρίνοιτο ἂν εἶναι. [5.5.47] μὴ μέντοι ὡς λόγον ἡμῖν
ἐπιδειξόμενοι οἷον ἂν εἴποιτε πρὸς ἕκαστον αὐτῶν τοῦτο
μελετᾶτε, ἀλλ’ ὡς τοὺς πεπεισμένους ὑφ’ ἑκάστου δήλους
ἐσομένους οἷς ἂν πράττωσιν οὕτω παρασκευάζεσθε. [5.5.48] καὶ
ὑμεῖς μέν, ἔφη, τούτων ἐπιμελεῖσθε· ἐγὼ δὲ ὅπως ἂν
ἔχοντες τὰ ἐπιτήδεια ὅσον ἂν ἔγωγε δύνωμαι οἱ στρατιῶ-
ται περὶ τοῦ στρατεύεσθαι βουλεύωνται τούτου πειράσομαι
ἐπιμελεῖσθαι.
***
Όταν ήλθε η ώρα του δείπνου, ο Κυαξάρης εκάλεσε τον Κύρο και είχε την αξίωση να δειπνήση μαζί του, επειδή ύστερα από πολύ χρόνο τον είδε. Ο Κύρος όμως απάντησε: Μη με παρακαλείς, Κυαξάρη, να δειπνήσω μαζί σου, ή δεν βλέπεις ότι όλοι είναι εδώ και περιμένουν ανήσυχοι τις διαταγές μας; Δεν θα έκανα λοιπόν καλά, αν αμελώντας τούτους φαινόμουν ότι εξυπηρετώ μόνο εκείνο που με ευχαριστεί∙ οι καλοί στρατιώτες, όταν νομίσουν ότι παραμελούνται, στενοχωρούνται, οι κακοί γίνονται αναιδέστεροι. Αλλά συ, αφού μάλιστα έκαμες μακρό ταξείδι, δείπνησε τώρα και περιποιήσου όσους σε τιμούν, και κάμε τους τραπέζι, για να έχουν εμπιστοσύνη σε σένα. Εγώ θα φύγω και θα ασχοληθώ σε όσα σου είπα. Αύριο το πρωί θα έλθουν εδώ στη σκηνή σου όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί για να σκεφθούμε τι πρέπει στο εξής να κάμωμε. Και συ που θα παρίστασαι, πρόβαλε σε μας να σκεφθούμε για τούτο: ποιο δηλαδή από τα δυο μας φαίνεται καλό, να εξακολουθήσωμε ακόμη την εκστρατεία ή είναι καιρός να διαλύσωμε πλέον το στράτευμα; Ο Κυαξάρης κάθησε έπειτα και δείπνησε, και ο Κύρος μάζεψε τους πιο ικανούς από τους φίλους του, και στη σκέψη και στις πράξεις, όσες φορές παρουσιάζετο ευκαιρία, και τους είπε τα εξής:
Πρώτα πρώτα, φίλοι μου, έχομε με τη βοήθεια των θεών όσα ευχηθήκαμε να έχωμε. Γιατί εκυριεύσαμε τη χώρα που βρισκόμαστε, και ακόμη βλέπομε πως οι εχθροί μας γίνονται λιγώτεροι και μεις περισσότεροι και δυνατώτεροι. Κι' αν θελήσουν όσοι ενώθηκαν τώρα με μας να μείνουν ακόμη σύμμαχοί μας, πολύ περισσότερα θα μπορέσωμε να κατορθώσωμε, είτε χρειάζεται να χρησιμοποιήσωμε βία, είτε πρέπει να τους πείσωμε. Για να δεχτούν λοιπόν να μείνουν μαζί μας όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους συμμάχους, αυτό είναι έργο που πρέπει να εκτελήτε σεις περισσότερο από μένα. Και καθώς στον πόλεμο εναντίον των εχθρών εκείνος που σκοτώνει περισσότερους εχθρούς θεωρείται ανδρειότατος, έτσι και όταν χρειάζεται να πείση κανείς, εκείνος που θα κάμη πάρα πολλούς να συμφωνήσουν μαζί του μπορεί να θεωρηθή ικανώτατος και στα λόγια και στα έργα. Μη σκέπτεσθε όμως τι θα πήτε σε καθένα απ' αυτούς, σαν να θέλατε να δείξετε την ευγλωττία σας, αλλά φροντίζετε να φανερωθούν με έργα εκείνοι που καθένας σας προσπαθεί να πείση, τι καθένας απ' αυτούς σκέπτεται. Σεις, είπε, φροντίσετε γι' αυτά, και εγώ θα φροντίσω, όσο μπορώ, με ποιο τρόπο έχοντας οι στρατιώτες τα αναγκαία τρόφιμα θα συλλογίζωνται μόνο την εκστρατεία.
Όταν ήλθε η ώρα του δείπνου, ο Κυαξάρης εκάλεσε τον Κύρο και είχε την αξίωση να δειπνήση μαζί του, επειδή ύστερα από πολύ χρόνο τον είδε. Ο Κύρος όμως απάντησε: Μη με παρακαλείς, Κυαξάρη, να δειπνήσω μαζί σου, ή δεν βλέπεις ότι όλοι είναι εδώ και περιμένουν ανήσυχοι τις διαταγές μας; Δεν θα έκανα λοιπόν καλά, αν αμελώντας τούτους φαινόμουν ότι εξυπηρετώ μόνο εκείνο που με ευχαριστεί∙ οι καλοί στρατιώτες, όταν νομίσουν ότι παραμελούνται, στενοχωρούνται, οι κακοί γίνονται αναιδέστεροι. Αλλά συ, αφού μάλιστα έκαμες μακρό ταξείδι, δείπνησε τώρα και περιποιήσου όσους σε τιμούν, και κάμε τους τραπέζι, για να έχουν εμπιστοσύνη σε σένα. Εγώ θα φύγω και θα ασχοληθώ σε όσα σου είπα. Αύριο το πρωί θα έλθουν εδώ στη σκηνή σου όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί για να σκεφθούμε τι πρέπει στο εξής να κάμωμε. Και συ που θα παρίστασαι, πρόβαλε σε μας να σκεφθούμε για τούτο: ποιο δηλαδή από τα δυο μας φαίνεται καλό, να εξακολουθήσωμε ακόμη την εκστρατεία ή είναι καιρός να διαλύσωμε πλέον το στράτευμα; Ο Κυαξάρης κάθησε έπειτα και δείπνησε, και ο Κύρος μάζεψε τους πιο ικανούς από τους φίλους του, και στη σκέψη και στις πράξεις, όσες φορές παρουσιάζετο ευκαιρία, και τους είπε τα εξής:
Πρώτα πρώτα, φίλοι μου, έχομε με τη βοήθεια των θεών όσα ευχηθήκαμε να έχωμε. Γιατί εκυριεύσαμε τη χώρα που βρισκόμαστε, και ακόμη βλέπομε πως οι εχθροί μας γίνονται λιγώτεροι και μεις περισσότεροι και δυνατώτεροι. Κι' αν θελήσουν όσοι ενώθηκαν τώρα με μας να μείνουν ακόμη σύμμαχοί μας, πολύ περισσότερα θα μπορέσωμε να κατορθώσωμε, είτε χρειάζεται να χρησιμοποιήσωμε βία, είτε πρέπει να τους πείσωμε. Για να δεχτούν λοιπόν να μείνουν μαζί μας όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους συμμάχους, αυτό είναι έργο που πρέπει να εκτελήτε σεις περισσότερο από μένα. Και καθώς στον πόλεμο εναντίον των εχθρών εκείνος που σκοτώνει περισσότερους εχθρούς θεωρείται ανδρειότατος, έτσι και όταν χρειάζεται να πείση κανείς, εκείνος που θα κάμη πάρα πολλούς να συμφωνήσουν μαζί του μπορεί να θεωρηθή ικανώτατος και στα λόγια και στα έργα. Μη σκέπτεσθε όμως τι θα πήτε σε καθένα απ' αυτούς, σαν να θέλατε να δείξετε την ευγλωττία σας, αλλά φροντίζετε να φανερωθούν με έργα εκείνοι που καθένας σας προσπαθεί να πείση, τι καθένας απ' αυτούς σκέπτεται. Σεις, είπε, φροντίσετε γι' αυτά, και εγώ θα φροντίσω, όσο μπορώ, με ποιο τρόπο έχοντας οι στρατιώτες τα αναγκαία τρόφιμα θα συλλογίζωνται μόνο την εκστρατεία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)