Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

3.5.Γ.iii. Η κωμωδία από τις αρχές ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα


«Η κωμωδία», γράφει ο Αριστοτέλης, «ξεκίνησε από τους κορυφαίους των φαλλικών, που ακόμα και σήμερα [τον 4ο π.Χ. αι.] έμειναν και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις» (Ποιητική 1449a). Τα φαλλικά ήταν εθιμικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι κῶμοι, ομάδες γλεντοκόπων στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου, περιφέροντας ομοιώματα του ανδρικού γεννητικού οργάνου, του φαλλοῦ. Παρόμοια έθιμα, με φανερό στόχο τη συμβολική γονιμοποίηση της γης, είναι γνωστά από πολλούς λαούς. Χαρακτηριστικά τους οι κωμικές, συχνά ζωόμορφες, μεταμφιέσεις, η άμετρη αισχρολογία, τα τολμηρά προσωπικά πειράγματα, και οι χοντροκομμένες αυτοσχέδιες σατιρικές σκηνές - όλα στοιχεία που συναντούμε και στην κωμωδία.

Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη που οδήγησε από τα πανάρχαια γονιμικά αγροτικά έθιμα στην ολοκληρωμένη λογοτεχνική μορφή της κωμωδίας, όπως τη συναντούμε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι πηγές μας αναφέρουν ως λαϊκά δρώμενα τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές των Δεικηλιστών της Σπάρτης, που παρουσίαζαν πλανόδιους γιατρούς και κλεφτοκοτάδες, τη χοντροκομμένη μεγαρική φάρσα, όπου εμφανίζονταν ο μάγειρας Μαίσων και ο παραμάγειρας Τέττιξ, και τους κοιλαράδες Φλύακες της Κάτω Ιταλίας, που διακωμωδούσαν γνωστούς μύθους.

Οι περισσότερες μαρτυρίες για λαϊκές παραστάσεις προσέχουμε ότι αφορούν δωρικές πολιτείες και τόπους. Γίνεται έτσι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο, στις προδρομικές της μορφές η κωμωδία να αναπτύχτηκε σε δωρικό κλίμα, όπως και το σατυρικό δράμα. Στον δωρικό, άλλωστε, χώρο της Σικελίας συναντούμε και τις πρώτες, όχι πια λαϊκές και αυτοσχέδιες αλλά επώνυμες, λογοτεχνικές κωμωδίες.

ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ (περ. 540-460 π.Χ.)

Έζησε στις Συρακούσες και έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Από τα πολλά έμμετρα δράματα που παρουσίασε δε σώζονται παρά αποσπάσματα· μας είναι όμως γνωστοί σαράντα τίτλοι, που φανερώνουν μεγάλη θεματική ποικιλία. Τα μισά περίπου έργα φαίνεται να αποτελούσαν διακωμώδηση μύθων για τον Ηρακλή, τον Οδυσσέα και άλλους ήρωες· άλλα αφορούσαν τη σύγχρονη τότε πραγματικότητα και σατίριζαν τύπους σαν τον παράσιτο ή τον άξεστο χωριάτη.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έργα που βασίζονται σε μιαν αντιγνωμία, έναν αγώνα, όπου καθένας υπερασπίζεται τη θέση του. Τέτοιο έργο ήταν το Γῆ καὶ θάλασσα, όπου τα δύο στοιχεία λογομαχούσαν για το ποιο προσφέρει περισσότερα αγαθά, ίσως και το Λόγος καὶ Λογίνα, που όμως το περιεχόμενό του μένει αινιγματικό.

Εκτός από τους αγώνες, ο Επίχαρμος είχε προεξοφλήσει και άλλα μορφολογικά και θεματικά στοιχεία που συναντούμε στην αττική κωμωδία, ανάμεσά τους τη σατιρική εκμετάλλευση της πνευματικής (φιλοσοφικής, ρητορικής, λογοτεχνικής) επικαιρότητας, όχι όμως και τη βωμολοχία ούτε τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα.

Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ένας μόνος ποιητής, χωρίς προδρόμους, μεταμόρφωσε την άτεχνη λαϊκή δωρική φάρσα σε λογοτεχνικό είδος. Ο ίδιος ο Επίχαρμος μνημονεύει επαινετικά έναν παλαιότερό του κωμωδιογράφο, τον Αριστόξενο. Σίγουρα θα υπήρξαν και άλλοι, όπως υπήρξαν και σύγχρονοι και νεότεροι από τον Επίχαρμο σικελοί δραματουργοί.

ΣΩΦΡΩΝ (5ος π.Χ. αι.)

Ο Σώφρων από τις Συρακούσες εμπνεύστηκε από τον πλούτο της δωρικής λαϊκής κωμωδίας και έγραψε λογοτεχνικούς μίμους, ρεαλιστικές κωμικές σκηνές από την καθημερινή ζωή, σε δωρική διάλεκτο, με τίτλους όπως Ἀκέστριαι («Ράφτρες»), Πενθερά, Ἀγροιώτας («Αγρότης») - όλα για μας χαμένα.

Δεν ξέρουμε από ποιους, με ποιαν ευκαιρία και πώς ακριβώς παρουσιάζονταν στο κοινό αυτά τα έργα, ούτε αν ήταν γραμμένα σε λόγο «πεζό, αλλά με ρυθμό», όπως είναι μαρτυρημένο.

Ο Πλάτων, που τα γνώρισε στη Σικελία, τα εκτίμησε πολύ, και τα κρατούσε, λένε, κάτω από το μαξιλάρι του. Αν πραγματικά τον επηρέασαν στη διαμόρφωση των δικών του σωκρατικών διαλόγων, όπως υποστηρίχτηκε, είναι αμφίβολο· σίγουρο είναι μόνο ότι αργότερα, στα αλεξανδρινά χρόνια, οι μίμοι του Σώφρονα στάθηκαν πρότυπο σε σημαντικούς ποιητές, τον Θεόκριτο και τον Ηρώνδα.

Γρήγορα η κωμική παράδοση της Σικελίας και των άλλων δωρικών περιοχών επισκιάστηκε από τη ραγδαία πρόοδο που σημείωσε η αττική κωμωδία. Οι πληροφορίες μας για τις απαρχές και την εξέλιξή της στα πρώτα στάδια, όσο οι κωμικές παραστάσεις γίνονταν περιστασιακά από εθελοντές, είναι ελάχιστες. Για μας η πορεία της ξεκινά το 486 π.Χ., όταν για πρώτη φορά ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας «έδωσε Χορό σε κωμωδιογράφους», να διαγωνιστούν και αυτοί στους δραματικούς αγώνες που οργανώνονταν στις γιορτές του Διονύσου. Πρώτος νικητής γνωρίζουμε πως ήταν ο Χιωνίδης, αλλά από τα έργα του σώζονται μόνο τρεις τίτλοι κωμωδιών (Ἥρωες, Πέρσαι ή Ἀσσύριοι, Πτωχοί) και οχτώ όλοι κι όλοι στίχοι.

Από τη στιγμή που οι παραστάσεις επισημοποιήθηκαν, η αττική κωμωδία απόχτησε λογοτεχνική υπόσταση και φυσικά, όπως θα το περιμέναμε, επηρεάστηκε σε πολλά από το παλαιότερο και κυρίαρχο τότε θεατρικό είδος, την τραγωδία. Τραγωδία και κωμωδία έχουν έτσι πολλά κοινά: τους προλόγους, την πάροδο του Χορού, την εναλλαγή των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη, την έξοδο κ.ά.

Οι ομοιότητες με την τραγωδία ας μη μας κάνουν να ξεχάσουμε ορισμένα σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αττικής κωμωδίας: τις επινοημένες και σύγχρονες υποθέσεις, τη χαλαρή θεατρική σύμβαση, τις παραβάσεις, και το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν.

Οι υποθέσεις των κωμωδιών ήταν επινοημένες και στη μεγάλη πλειοψηφία τους σύγχρονες. Ακόμα και όταν η κωμική υπόθεση βασιζόταν στον μύθο, τα μυθικά δεδομένα παραμορφώνονταν για να παραλληλιστούν με σύγχρονα πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα.

Η θεατρική σύμβαση που χωρίζει αυστηρά το ακροατήριο από τον υποθετικό χώρο του έργου ήταν στις παραστάσεις των κωμωδιών εξαιρετικά χαλαρή. Τα κωμικά πρόσωπα είχαν κάθε στιγμή τη δυνατότητα να απευθύνουν τον λόγο στους θεατές, να τους εξηγήσουν κάτι ή ακόμα και να τους ζητήσουν βοήθεια.

Μια φορά, στη μέση περίπου της παράστασης, συχνά και μια δεύτερη φορά προς το τέλος, οι υποκριτές αποσύρονταν όλοι. Μόνος του τότε ο Χορός απόθετε ένα μέρος από τη σκευή του, πλησίαζε το κοινό, τραγουδούσε και μιλούσε άμεσα, ως Χορός, στους θεατές για θέματα κατά κανόνα άσχετα με την πορεία του έργου: επαινούσε τον ποιητή, υπογράμμιζε την πρωτοτυπία της υπόθεσης, κολάκευε το ακροατήριο, ζητούσε να του δώσουν το βραβείο κλπ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν παράβαση, από την κίνηση του Χορού που παρέβαινε (προχωρούσε) προς την άκρη της ορχήστρας για να πλησιάσει όσο γινόταν τους θεατές.

Ήταν δικαίωμα των κωμωδιογράφων (και το ακροατήριο το περίμενε) να σατιρίζουν με τον πιο άμεσο και ελευθερόστομο τρόπο οποιονδήποτε ήθελαν, απλό άνθρωπο ή μεγαλουσιάνο, ονομαστικά, κατηγορώντας τον π.χ. για βαρβαρική καταγωγή, για δειλία, για δωροδοκία, για σεξουαλικές παρεκτροπές κλπ. Όπως θα το περιμέναμε, αυτό το δικαίωμα, κληρονομημένο από τα παλιά γονιμικά έθιμα, ενοχλούσε ιδιαίτερα τους πολιτικούς, που μια δυο φορές επιχείρησαν να το απαγορέψουν - μάταια! Ενισχυμένοι από τη λαϊκή παράδοση και τη δημοκρατική αρχή της παρρησίας, οι κωμικοί ποιητές συνέχισαν τις προσωπικές επιθέσεις, ώσπου με την καταστροφή του 404 π.Χ. και την ατμόσφαιρα της καχυποψίας που ακολούθησε το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν ατόνησε μόνο του.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σημειώσαμε ισχύουν για τη λεγόμενη Αρχαία ή Παλαιά κωμωδία, δηλαδή για το διάστημα από τη θεσμοθέτηση των κωμικών αγώνων ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (486-404 π.Χ.). Ακολούθησαν η Μέση κωμωδία, από το 404 π.Χ. ως το τέλος της Κλασικής εποχής, και η Νέα κωμωδία, που χρονολογικά εντάσσεται στην Αλεξανδρινή εποχή.

Ανάμεσα στους κωμωδιογράφους που έδρασαν πριν από τον Αριστοφάνη, σημαντικότεροι ήταν ο Κρατίνος, που δε δίσταζε να κακολογεί τον Περικλή και την Ασπασία, ο Κράτης, που «από το τίποτα κατέβαζε σπαρταριστές ιδέες» (Αριστοφάνης), και ο Φερεκράτης, που σε ένα του έργο παρουσίασε προσωποποιημένη τη Μουσική να περιγράφει πώς την ταλαιπωρούσαν οι ποιητές του νέου διθυράμβου. Όλοι τους, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, με τους νεωτερισμούς και τις εμπνεύσεις τους, βοήθησαν ώστε η κωμωδία από σύντομη και χαλαρή που ήταν στην αρχή να μεγαλώσει, να αποκτήσει συνοχή και να μεστώσει. Είναι μεγάλο κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (περίπου 445-385 π.Χ.)

Αθηναίος από το Κυδαθήναιο, τη σημερινή Πλάκα. Για την οικογένεια και τις σπουδές του δεν ξέρουμε πολλά πράγματα· είναι όμως ενδεικτικό ότι στο πρώτο του έργο, τους Δαιταλεῖς («Συμποσιαστές»), παρουσιάζονταν αντιμέτωποι δύο νέοι, ένας σώφρων, εκπαιδευμένος με τον παραδοσιακό τρόπο, και ένας καταπύγων (ξαδιάντροπος), μαθητής των σοφιστών. Οι Δαιταλεῖς παρουσιάστηκαν το 427 π.Χ., όταν ο ποιητής δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, και πήραν το δεύτερο βραβείο. Δύο χρόνια αργότερα ο Αριστοφάνης πέτυχε την πρώτη του πρώτη νίκη, στα Λήναια, με τους Ἀχαρνεῖς («Δημότες των Αχαρνών»), όπου ένας Αθηναίος, ο Δικαιόπολης, μπουχτισμένος από τον πόλεμο, κατορθώνει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη (και εμπορικές σχέσεις) με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, και καλοπερνά, μόνος αυτός, όσο οι άλλοι ταλαιπωρούνται.

Από τις 40 τουλάχιστον κωμωδίες που ξέρουμε πως έγραψε έχουν σωθεί οι 11. Από αυτές οι εννιά είναι τα μόνα έργα της Παλαιάς κωμωδίας που διασώθηκαν οι άλλες δύο, γραμμένες μετά το 400 π.Χ., είναι πάλι τα μόνα έργα της Μέσης κωμωδίας που έχουν διασωθεί. Ανάλογα με το θέμα τους, οι κωμωδίες μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα πολιτικά και κοινωνικά: (α) οι Ἀχαρνεῖς, (β) οι Ἱππεῖς, όπου ένας τυχάρπαστος ἁλλαντοπώλης κατατροπώνει τον παντοδύναμο Κλέωνα τον δημαγωγό και συνετίζει τον προσωποποιημένο αθηναϊκό Δήμο, (γ) οι Σφῆκες, όπου ένας γιος πασχίζει να βάλει μυαλό στον πατέρα του, που άλλο δε φροντίζει από το να ορίζεται κάθε μέρα δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια και να δικάζει· (δ) Εἰρήνη, όπου ένας αγρότης λευτερώνει τη θεά Ειρήνη από τη σπηλιά όπου την είχε φυλακίσει ο Πόλεμος, και (ε) η Λυσιστράτη, όπου οι γυναίκες όλης της Ελλάδας συνωμοτούν, αρνιούνται να εκτελέσουν τα συζυγικά τους καθήκοντα όσο συνεχίζεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και υποχρεώνουν τους άντρες να συνάψουν ειρήνη.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα από την πνευματική ζωή: (α) Νεφέλαι,[1] όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται ως γνήσιος σοφιστής να διδάσκει πώς να εξαπατούν τους δανειστές τους όσοι χρωστούν, (β) Θεσμοφοριάζουσαι, όπου οι γυναίκες αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Ευριπίδη, που τις κακολογεί στις τραγωδίες του, και (γ) Βάτραχοι, όπου ο θεός Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να αναστήσει έναν από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, τον καλύτερο.

Από τις παραπάνω κατηγορίες εξαιρούμε ένα έργο σαν παραμύθι, τους Ὄρνιθες («Πουλιά»), όπου σατιρίζεται η αθηναϊκή ζωή στο σύνολό της, και ο ήρωας, ένας τετραπέρατος Αθηναίος, καταφέρνει με τη βοήθεια των πουλιών να εκθρονίσει τον Δία και να πάρει την πανέμορφη Βασίλεια γυναίκα του.

Τα έργα του Αριστοφάνη ξεχειλίζουν από κωμικές εμπνεύσεις που ξεκινούν από το χοντρό, κοπρολογικό και σεξουαλικό χωρατό και φτάνουν ως την αριστοτεχνική παρατραγωδία και τον πιο λεπτό ειρωνικό υπαινιγμό. Έτσι κανένας θεατής, ούτε οι απλοί αγρότες που συγκεντρώνονταν από τα χωριά της Αττικής να θεατριστούν και να γελάσουν, ούτε οι πιο καλλιεργημένοι και απαιτητικοί αστοί δεν έμεναν παραπονεμένοι. Και πάλι, όλοι μαζί χαίρονταν τα λυρικά μέρη, τα χορικά και τις μονωδίες: τη λυρική πνοή, την υψηλή ποιητική γλώσσα, την ποικιλία των ρυθμών - τη χορογραφία και τη μουσική που μας διαφεύγουν.

Στα διαλογικά μέρη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιούσε την καθημερινή γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς. Αλλεπάλληλα ήταν τα γλωσσικά αστεία, όχι μόνο τα καθαυτό λογοπαίγνια αλλά και οι παρανοήσεις, η ασυνεννοησία όταν κάποιοι βάρβαροι τσατραπατρίζαν τα ελληνικά, και η διαλεκτική πολυχρωμία.

Όπως το συνήθιζαν οι ποιητές της Παλαιάς κωμωδίας, ο Αριστοφάνης κατονόμαζε και κατηγορούσε με οξύτητα τους ισχυρούς (π.χ. τον Κλέωνα[2]) αλλά και κάθε άλλον που με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα και τις πράξεις του έδινε λαβή για διακωμώδηση. Από τη σάτιρά του δε γλίτωναν παρά οι φιλειρηνικοί αγρότες και οι ἱππεῖς, δηλαδή η αριστοκρατική τάξη των παλαιών γαιοκτημόνων, που ο ποιητής τούς θεωρούσε θεματοφύλακες της παραδοσιακής αθηναϊκής αρετής και τους επαινούσε.

Στα σαράντα του χρόνια ο Αριστοφάνης έζησε την κατάλυση και λίγο αργότερα την παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθήνα, που πια δε θα κατάφερνε να ανακτήσει την παλιά της ακτινοβολία και δύναμη. Τέτοια γεγονότα και αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο στην πνευματική κίνηση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αριστοφάνης συνέχισε να συγγράφει, και με τα έργα του εγκαινίασε νέους τρόπους που επιτρέπαν στην κωμωδία να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες και να επιβιώσει.

Από τους σύγχρονους του Αριστοφάνη κωμωδοποιούς σημαντικότερος ήταν ο Εύπολης. Δεκαεφτά χρονών πρωτοπήρε μέρος στους δραματικούς αγώνες, όπου με τις συνολικά 14 συμμετοχές του πέτυχε 7 πρώτες νίκες. Με τον Αριστοφάνη είχε πολλά κοινά: διακωμωδούσαν τα ίδια ή παρόμοια πρόσωπα και φαινόμενα, οι υποθέσεις των κωμωδιών τους έμοιαζαν πολύ και οι κωμικές εμπνεύσεις τους συγγένευαν τόσο ώστε να γεννηθούν υποψίες. Ο Αριστοφάνης τον κατηγόρησε πως «πήρε το πανωφόρι μου κι έφτιαξε τρία παλτουδάκια» (απόσπ. 58 ΚΑ.), και ο Εύπολης απάντησε πως την κωμωδία του Αριστοφάνη «τους Ιππείς μαζί τους γράψαμε με τον φαλακρό, και του τους χάρισα» (απόσπ. 89 ΚΑ.). Από τα έργα του Εύπολη έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα, ανάμεσά τους ένα μεγαλούτσικο, παπυρικό, από την κωμωδία του Δῆμοι (412 π.Χ.), όπου ο Σόλων, ο Μιλτιάδης, ο δίκαιος Αριστείδης και ο Περικλής επιστρέφουν από τον Άδη και ελεεινολογούν την κατάντια της Αθήνας μετά την αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία.

Όπως φαίνεται και στον πίνακα, ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Με τους μετριότερους υπολογισμούς διαπιστώνουμε ότι σε εκατό χρόνια, μόνο στην Αθήνα, στα Μεγάλα Διονύσια και στα Λήναια, παρουσιάστηκαν πάνω από 380 τραγικές τετραλογίες και πάνω από 470 κωμωδίες - όλα μαζί περισσότερα από 1900 δράματα. Από αυτά, ανακεφαλαιώνουμε, μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε 7 τραγωδίες του Αισχύλου, 7 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, 17 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, και 9 κωμωδίες του Αριστοφάνη - 42 όλα κι όλα δράματα. Πάλι καλά, αν σκεφτούμε ότι από τη θεατρική παραγωγή του 4ου αιώνα, ως το 323 π.Χ., μας σώζονται 1 μόνο τραγωδία, και 2 κωμωδίες του Αριστοφάνη.
------------------------------
1. Το έργο παρουσιάστηκε το 423 π.Χ., χωρίς επιτυχία. Ο Αριστοφάνης το ξανάγραψε, όπως μας σώζεται, αλλά φαίνεται πως δεν το έδωσε να ξαναπαιχτεί.

2. Πρώτη φορά τού επιτέθηκε το 426 π.Χ. στους Βαβυλωνίους. Ο Κλέων εκδικήθηκε καταγγέλλοντάς τον ότι με το έργο του είχε εκθέσει την Αθήνα στους συμμάχους της. Το αποτέλεσμα της δίκης, αν έγινε δίκη, μας είναι άγνωστο, αλλά δύο χρόνια αργότερα ο ποιητής βραβεύτηκε με την κωμωδία Ιππείς, που είχε στόχο να εκθέσει και να ταπεινώσει (ποιον άλλον;) τον Κλέωνα.

Ο Ξενοφώντας και το ατέρμονο των συμμαχικών εξελίξεων

Η τυραννία που εγκαθίδρυσε ο Εύφρων στη Σικυώνα συμμαχώντας με τις δυνάμεις των δημοκρατικών δεν έμελλε να έχει διάρκεια. Η προκλητική του στάση και ο ξέφρενος καιροσκοπισμός σε βάρος κάθε πολιτικής ιδεολογίας έκαναν τους Αρκάδες να αναλάβουν δράση: «ο Στυμφάλιος Αινέας, που είχε γίνει στρατηγός των Αρκάδων, έκρινε ανυπόφορη την κατάσταση στη Σικυώνα· ανέβηκε λοιπόν με το στρατό του στην ακρόπολή της και συγκέντρωσε τους ανθρώπους της αριστοκρατικής τάξης που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, ενώ ταυτόχρονα έστελνε να φωνάξουν κι όσους είχαν εξοριστεί δίχως νόμιμη απόφαση». (7,3,1).

Ο Εύφρων εγκατέλειψε την πόλη και σε μια επίδειξη τυχοδιωκτισμού «κάλεσε τον Πασίμηλο από την Κόρινθο και με τη μεσολάβησή του παρέδωσε το λιμάνι στους Λακεδαιμονίους, ξαναγυρίζοντας έτσι στη συμμαχία τους με τον ισχυρισμό ότι δεν είχε πάψει να τους είναι πιστός». (7,3,2).

Έδωσε μάλιστα κι εξηγήσεις για το πώς έγιναν τα πράγματα: «γιατί όταν η πρόταση αποστασίας είχε τεθεί σε ψηφοφορία στην πόλη – είπε – εκείνος την είχε καταψηφίσει μαζί με λίγους άλλους· κατόπιν, θέλοντας να εκδικηθεί όσους τον είχαν προδώσει, είχε εγκαθιδρύσει δημοκρατία». (7,3,2-3).

Για να καταλήξει: «εγώ εξόρισα όλους όσοι σας πρόδιδαν. Αν ήταν στο χέρι μου, θα προσχωρούσα σε σας μαζί μ’ ολόκληρη την πόλη· τώρα σας έχω παραδώσει τουλάχιστον αυτό που μπόρεσα να κρατήσω – το λιμάνι». (7,3,3). Το γιατί δεν προσχωρούσε τόσο καιρό με ολόκληρη την πόλη στους Λακεδαιμονίους, αλλά το θυμήθηκε τώρα που την κατέλαβαν οι Αρκάδες, δε χρειάζεται να εξηγηθεί.

Φυσικά, το ενδεχόμενο να έπεισε τους Λακεδαιμονίους είναι αδύνατο. Το σίγουρο είναι ότι δεν τους ήταν άσχημο να ελέγχουν το λιμάνι της Σικυώνας. Εξάλλου, στη δύσκολη θέση που ήταν δεν είχαν την πολυτέλεια να αρνούνται τέτοιες προσφορές. Όταν τα πράγματα είναι οριακά, κάθε Εύφρων μπορεί να είναι υπολογίσιμος.

Το ζήτημα όμως δε σταμάτησε εκεί. Ο Εύφρων, αφού δεν πήρε από τη Σπάρτη τη βοήθεια να επανακαταλάβει την πόλη του – πράγμα που προφανώς επεδίωκε –, απευθύνθηκε στην Αθήνα: «… πήρε μισθοφόρους από την Αθήνα, γύρισε ξανά και με τη βοήθεια των δημοκρατικών έγινε κύριος της πόλης». (7,3,4).

Ξανά λοιπόν δημοκρατικός ο Εύφρων, που αλλάζει τις παρατάξεις σαν τα πουκάμισα. Του έμεινε όμως ένα τελευταίο προβληματάκι: «Την ακρόπολη την κατείχε Θηβαίος αρμοστής, κι ο Εύφρων κατάλαβε ότι όσο κατείχαν οι Θηβαίοι την ακρόπολη δεν μπορούσε να γίνει κύριος όλου του κράτους· συγκέντρωσε λοιπόν χρήματα και ξεκίνησε για τη Θήβα, σκοπεύοντας μ’ αυτά να πείσει τους Θηβαίους να διώξουν τους ολιγαρχικούς και να παραδώσουν ξανά στον ίδιο την πόλη». (7,3,4).

Ο Εύφρων είναι ίσως η πιο ακραία περίπτωση καιροσκοπισμού, η οποία όμως καταδεικνύει το πνεύμα των καιρών. Τη μέθοδο της δωροδοκίας είναι φανερό ότι την παίζει στα δάχτυλα κι αυτός είναι και ο λόγος φτάνει στη Θήβα με τις τσέπες γεμάτες. Και είχε τέτοια φιλική αντιμετώπιση εκεί, ώστε, αν δεν τον δολοφονούσαν μέσα στη θηβαϊκή ακρόπολη κάποιοι εξόριστοι από την πατρίδα του, θα πετύχαινε σίγουρα το σκοπό του.

Η περίπτωση του Εύφρονα είναι τόσο κραυγαλέα, που όταν οι άρχοντες της Θήβας οδήγησαν τους δράστες στη Βουλή προτείνοντας καταδίκη σε θάνατο, έφτασε η απολογία του ενός – ο μοναδικός που ομολόγησε την πράξη του, καθώς οι άλλοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή από φόβο –, ώστε ο λαός της Θήβας να τους αθωώσει όλους: «Οι Θηβαίοι, σαν άκουσαν αυτά, έκριναν ότι ο Εύφρων ήταν άξιος της τύχης του». (7,3,12). Παρόλα αυτά οι Σικυώνιοι τον έθαψαν με μεγάλες τιμές: «Οι συμπολίτες του, αντίθετα, παρέλαβαν το νεκρό σαν να ‘χε σταθεί σπουδαίος άνθρωπος, τον έθαψαν στην αγορά και τον τιμούν σαν να ‘ταν ιδρυτής της πόλης». (7,3,12).

Από την άλλη μεριά, οι Φλιάσιοι ήταν ένα σπάνιο παράδειγμα σταθερών συμμάχων. Πραγματικά αφοσιωμένοι στη Σπάρτη έδιναν τρομερές μάχες για να υπερασπίσουν την πόλη τους βιώνοντας διαρκώς τον έσχατο κίνδυνο. Όσο για τους αγρούς, είχαν χρόνια να πάρουν καρπό, αφού σχεδόν κάθε χρόνο λεηλατούνταν από τους συμμάχους του αντίπαλου στρατοπέδου. Όλοι πέρασαν από κει. Και οι Αρκάδες και οι Σικυώνιοι του Εύφρονα και οι Αργείοι και οι Πελληνείς και οι ίδιοι οι Θηβαίοι.

Κάθε φορά οι Φλιάσιοι έβρισκαν τον τρόπο να τους απομακρύνουν δείχνοντας συγκινητική προσήλωση στη Σπάρτη: «Ότι τους χρειαζόταν στ’ αλήθεια πολλή αντοχή για να μείνουν πιστοί στους φίλους τους είν’ ολοφάνερο: από τον καιρό που βρέθηκαν αποκομμένοι από τη σοδειά τους, αναγκάζονταν να συντηρηθούν είτε με αρπαγές από εχθρικά εδάφη είτε με αγορές από την Κόρινθο – κι ο δρόμος προς την αγορά ήταν γεμάτος κινδύνους, ο πορισμός των αναγκαίων χρημάτων δύσκολος, δύσκολη και η εξεύρεση μεταφορέων, προβληματική η εξεύρεση ανθρώπων που θα εγγυόνταν την ασφάλεια των υποζυγίων που θα ‘καναν τη μεταφορά». (7,2,17).

Βρισκόμενοι σε απόγνωση οι Φλιάσιοι κατάφεραν να πείσουν τον Αθηναίο στρατηγό Χάρητα να συνοδεύσει την εφοδιοπομπή εξασφαλίζοντας την προάσπισή της. Ο Χάρης απεδείχθη αντάξιος της αποστολής και οι εχθροί που προσπάθησαν να επιτεθούν τράπηκαν σε φυγή. Μέσα σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης την επόμενη κιόλας μέρα οι Φλιάσιοι έθεσαν στο Χάρητα μια πρόκληση, που δε θα μπορούσε να αντισταθεί: «Στο χέρι σου είναι σήμερα, Χάρη, να πραγματοποιήσεις ένα λαμπρό κατόρθωμα: οι Σικυώνιοι οχυρώνουν μια τοποθεσία κοντά στα σύνορά μας, κι έχουν εκεί πολλούς χτίστες, αλλά όχι πολλούς οπλίτες. Θα τραβήξουμε λοιπόν μπροστά εμείς, οι ιππείς κι οι πιο γεροί οπλίτες, κι αν ακολουθήσεις εσύ με τους μισθοφόρους σου ίσως να βρεις την επιχείρηση τελειωμένη κιόλας – ίσως μόνο η εμφάνισή σου να παίξει καθοριστικό ρόλο. Ένα πράγμα πάντως πρέπει να ξέρεις, Χάρη – αν το κάνεις θα ‘χεις εξασφαλίσει μια βάση εναντίον του εχθρού, θα ΄χεις σώσει μια φιλική πόλη, και θα κερδίζεις πολλή δόξα στην πατρίδα σου και μεγάλη φήμη ανάμεσα στους συμμάχους και τους εχθρούς». (7,2,20).

Ο Χάρης πείθεται σχεδόν αμέσως, η θυσία είναι ευνοϊκή και όλοι μαζί σπεύδουν για το οχυρό της Θυαμίας, το οποίο καταλαμβάνουν χωρίς την ελάχιστη αντίσταση. Το μόνο που έμενε ήταν να το ολοκληρώσουν ενισχύοντας τις συμμαχικές δυνάμεις: «Οι Κορίνθιοι πάλι, όταν ήρθε νύχτα αγγελιαφόρος και τους ανακοίνωσε τα γεγονότα της Θυαμίας, έκαναν μια πολύ φιλική χειρονομία: κήρυξαν επίταξη όλων των αμαξιών και των υποζυγίων, τα φόρτωσαν στάρι και τα οδήγησαν στον Φλιούντα· κι όσον καιρό χτιζόταν το οχυρό, έστελναν καθημερινώς εφοδιοπομπές». (7,2,23).

Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζαν. Οι εξόριστοι του Ωρωπού κατάφεραν να τον κυριέψουν φέρνοντας τους Αθηναίους σε δύσκολη θέση. Έκαναν εκστρατεία με ό,τι δυνάμεις είχαν και κάλεσαν το Χάρητα να γυρίσει γρήγορα πίσω: «Στο μεταξύ κανένας από τους συμμάχους δεν πήγε να βοηθήσει τους Αθηναίους, κι έτσι έφυγαν αφήνοντας τον Ωρωπό στα χέρια των Θηβαίων ώσπου να γίνει διαιτησία». (7,4,1).

Ο Λυκομήδης διαβλέποντας τη δυσφορία των Αθηναίων από την απροθυμία των συμμάχων να τους βοηθήσουν, ενώ εκείνοι έσπευδαν παντού, έπεισε τους Αρκάδες να διαπραγματευτεί ειρήνη μαζί τους. Η πρόταση ξάφνιασε τους Αθηναίους και αρχικά θεωρήθηκε παράλογη, καθώς ήταν αδύνατο να έχουν ειρήνη μεταξύ τους δυο πόλεις που η μια τάσσεται με τη Θήβα κι η άλλη με τη Σπάρτη μέσα σε τέτοιο πόλεμο.

Εξάλλου, μια τέτοια κίνηση θα φαινόταν προδοτική για τη Σπάρτη, που είχε μονίμως ανοιχτό μέτωπο με τους Αρκάδες: «όταν το καλοσκέφτηκαν, ωστόσο, βρήκαν ότι θα ‘ταν εξίσου ωφέλιμο για τους Λακεδαιμονίους όσο και για τους ίδιους να μην έχουν πια ανάγκη οι Αρκάδες τους Θηβαίους, και τελικά δέχτηκαν τη συμμαχία με τους Αρκάδες». (7,4,2-3). (Μετά τη συμφωνία αυτή ο Λυκομήδης βρήκε τραγικό θάνατο, καθώς από λάθος αποβιβάστηκε από το πλοίο που τον μετέφερε στο σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι οι εξόριστοι Αρκάδες της αντίπαλης μερίδας, οι οποίοι τον εξόντωσαν).

Η νέα αυτή συμμαχική ανατροπή έφερε ντόμινο αλλαγών στα δύο στρατόπεδα. Οι Κορίνθιοι έπαψαν πλέον να εμπιστεύονται τους Αθηναίους κι έδιωξαν όλες τις αθηναϊκές φρουρές από την περιοχή τους. Ακόμη κι όταν έφτασε εκεί ο Χάρης, ως άνθρωπος μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, ήταν αδύνατο να μεταπεισθούν οι Κορίνθιοι. Όλοι οι Αθηναίοι αποχώρησαν από την κορινθιακή γη και η έλλειψη ανδρών ήταν πλέον πολύ φανερή.

Αρχικά προσέλαβαν μισθοφόρους και κατάφεραν όχι μόνο να υπερασπίζουν την περιοχή, αλλά και να προξενούν μεγάλες ζημιές στους εχθρούς τους. Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι δεν είχαν δυνάμεις να συνεχίσουν. Έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα, για να ρωτήσουν ευθέως αν υπήρχε περίπτωση να γίνει ειρήνη μεταξύ τους. Κι όταν η Θήβα απάντησε θετικά, έστειλαν αμέσως απεσταλμένους στη Σπάρτη προκειμένου να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: «αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς αν σας συμφέρει, να κάνετε κι εσείς ειρήνη ταυτόχρονα μ’ εμάς – γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες – ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι». (7,4,8).

Από την πλευρά τους οι Σπαρτιάτες στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων: «οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο – κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει. Πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη». (7,4,9).

Η επόμενη πράξη θα παιχτεί στη Θήβα, όπου οι Θηβαίοι ζητούν από τους Κορινθίους, πέρα από την ειρήνη, να ορκιστούν ότι θα είναι και σύμμαχοί τους, πράγμα που θα τους ωθούσε εναντίον της Σπάρτης: «οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μ’ όλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη, με τους Φλιασίους και μ’ όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη». (7,4,10).

Κατόπιν αυτών όλοι παρέδωσαν όλες τις περιοχές που κατείχαν χωρίς να τους ανήκουν στους δικαιούχους τους. Οι Φλιάσιοι παρέδωσαν τη Θυαμία. Μόνο οι Αργείοι επέμεναν στην παραβίαση των ξένων εδαφών κυριεύοντας το Τρικάρανο των Φλιασίων και παριστάνοντας ότι ήταν δικό τους. Περνάμε πια στο 364 π.Χ. και τα στρατόπεδα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν. Η Σπάρτη έχει απομονωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά…

Ξενοφώντας, Ελληνικά

Να Γνωρίζεις ότι…

Η Πραγματικότητα είναι πέρα από αντιλήψεις, πέρα από την ανθρώπινη σκέψη, πέρα από τα φαινόμενα των αισθήσεων… όλα αυτά, αν και στηρίζονται στην Πραγματικότητα δεν είναι παρά λάμψεις ονείρου και σχήματα της φαντασίας, μην τα θεωρείς αληθινά.

Ο Αληθινός Νους είναι Άμεση Πλήρης Γνώση του Είναι κι έτσι δεν υπάρχει καμιά «κίνηση» μέσα του… Η αντίληψη, ο νους των ανθρώπων, που είναι συνεχώς σε κίνηση προσπαθεί συνεχώς να κατακτήσει την γνώση, την πραγματικότητα, αλλά πάντα εξαντλείται στον δικό του περιορισμένο χώρο, στις δικές του κατασκευές… όλα αυτά είναι όνειρο.

Όλα όσα εμφανίζονται στο Αιώνιο Φόντο της Ύπαρξής σου, αλληλουχία σκέψεων, συναισθήματα, αισθήσεις και σωματικές δραστηριότητες, είναι ροές φαινομένων, που έχουν τις αιτίες τους και πορεύονται στην εκπλήρωσή τους… όλα είναι παροδικά. Αυτό που Απομένει είναι η Δική σου Αιώνια Παρουσία.

Πρέπει να γνωρίζεις ότι όλα Ρέουν σύμφωνα με τον Νόμο του Κόσμου… Όλα έχουν τις αιτίες τους κι όλα κατευθύνονται στον προορισμό τους… Ακολούθησε το Ρεύμα, σε οδηγεί εκεί ακριβώς που πρέπει να πας… μην κρίνεις με τα δικά σου μικρά μέτρα αυτό που υπερβαίνει την κατανόησή σου.

Όλα σου δείχνουν το Αιώνιο που Υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα… μην μένεις στην επιφάνεια και μην σκορπίζεσαι στις φαντασίες.

Η Αλήθεια κι η Πνευματική Πρόοδος έχουν αντίθετη κατεύθυνση από τις υλικές επιδιώξεις… μην βάζεις αλυσίδες στον εαυτό σου προσκολλώμενος σε εξωτερικά πράγματα.

Όλα είναι πρόσκαιρα, και λύπες και χαρές, και όνειρα και πραγματοποιήσεις… Αναζήτησε το Αιώνιο πίσω από όλα τα παροδικά φαινόμενα… Εδώ είναι η Γνώση, η Πληρότητα, η Μακαριότητα.

Μόνο το Αιώνιο Υπάρχει… όσα κι αν τα όντα, μέσα στην άγνοιά τους, αρπάζονται από τα φαινόμενα…

Πρέπει να Γνωρίζεις ότι όλα στο σύμπαν βαδίζουν στον Δρόμο της Αιωνιότητας, ακόμα κι αν πρέπει να κάνουν χιλιάδες κύκλους για να ανακαλύψουν ότι από την αρχή είναι Εδώ, έστω κι αν σπαταλήσουν χιλιάδες χρόνια μέσα στο όνειρο του κόσμου.

Τελικά, τα πράγματα γίνονται μόνα τους, ακόμα κι όταν μέσα στην άγνοιά μας, εναντιωνόμαστε.

Ο Παλαιός Δρόμος των Σοφών: Αγκαλιάζοντας την Ουσία της Ύπαρξης

Στη διαχρονική έκταση της σοφίας, υπάρχει μια βαθιά κατανόηση της ζωής και των μυστηρίων της, μια σοφία που υπερβαίνει τη φευγαλέα φύση των φαινομένων και εμβαθύνει στην ουσία της ύπαρξης. Αυτή η αρχαία σοφία μας διδάσκει ότι η πραγματική ζωή βρίσκεται στα πράγματα που νιώθουμε και βιώνουμε. Είναι ένα ταξίδι ανταπόκρισης σε ό,τι συμβαίνει, είτε κάθεσαι ήσυχα σε στιγμές ακινησίας είτε ενεργείς όταν το απαιτεί η ζωή. Είναι να ζεις την κάθε στιγμή όπως έρχεται, με μια γαλήνια αποδοχή αυτού που είναι.

Η Ουσία της Υπέρτατης Αποποίησης

Για να ζήσει κανείς αληθινά σύμφωνα με τον Παλαιό Δρόμο των Σοφών, πρέπει να καταλάβει ότι όλα είναι αντικειμενικά, ότι τα γεγονότα απλώς συμβαίνουν χωρίς υποκείμενο που να τα διεκδικεί. Αυτή η κατανόηση οδηγεί σε μια κατάσταση Ανώτατης Παραίτησης, μια απελευθέρωση από την ψευδαίσθηση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει «κάνω» ή «κατέχω», μόνο ειρηνική αποδοχή αυτού που είναι. Αυτή είναι η ουσία της Άμεσης Απελευθερωτικής Ανώτατης Παραίτησης.

Η Άπειρη Αντίληψη των φαινομένων

Όλα αυτά που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας είναι άπειρα, μια τεράστια ποικιλία φαινομένων που αλλάζουν συνεχώς. Πέρα από αυτόν τον αισθητηριακό κόσμο βρίσκεται μια ακόμη μεγαλύτερη απεραντοσύνη επιθυμιών και απορρίψεων, συναισθημάτων με ή χωρίς συγκεκριμένα αντικείμενα. Αυτό το βάθος είναι πέρα από τη σκέψη, δημιουργώντας έναν σχεδόν πραγματικό κόσμο όπου μπορεί κανείς να μείνει για αμέτρητες ζωές. Ακόμη πιο βαθύ είναι το εσωτερικό βασίλειο, όπου η ελευθερία και η απεραντοσύνη της αντίληψης αντικατοπτρίζουν το Άπειρο και το Χωρίς Ιδιότητες. Αυτό το βασίλειο είναι η αληθινή κατοικία της ελεύθερης ύπαρξης, όπου κόβεται η ανάσα, η αντίληψη παύει και επικρατεί μια Απόλυτη Σιωπή.

Ταυτόχρονα Ύπαρξης

Σε αυτή τη μυστικιστική κατανόηση, όλα είναι εδώ, αυτή τη στιγμή, ταυτόχρονα. Η αντίληψή μας καθορίζει την πραγματικότητά μας, ωστόσο πέρα από αυτά τα υποκειμενικά παιχνίδια βρίσκεται η απεραντοσύνη αυτού που δεν έχει ιδιότητες. Η σιωπή και η κίνηση δεν διακρίνονται. Η κίνηση είναι απλώς μια στιγμή, στιγμιαία και χωρίς διάρκεια. Ο χρόνος είναι ένα κατασκεύασμα σκέψης, μια εμμονή στη μνήμη, μια ψευδαίσθηση. Το Χωρίς Ιδιότητες και το Φαινομενικό είναι ένα και το αυτό, η άρση της τελευταίας διάκρισης. Όλα στηρίζονται στην ελευθερία της κατανόησης και στην ηρεμία της αιώνιας δράσης.

Ακολουθώντας τον Παλιό Δρόμο των Σοφών

Το να ακολουθείς τον Παλαιό Δρόμο των Σοφών σημαίνει να ανακαλύψεις μέσα σου τα πρότυπα της αρχαίας ζωής, τον ρυθμό της ζωντανής σιωπής που μεταμορφώνεται χωρίς να αλλάζει. Αυτός ο δρόμος συνεχίζεται, μένοντας πάντα αμετακίνητος στην πραγματικότητά του, αποδεχόμενος τα πάντα χωρίς να απορρίπτει τίποτα. Η ζωή είναι μία, χωρίς διαχωρισμούς, αναπαύεται στη δική της ηρεμία και κινείται στη δική της κίνηση, που είναι η αναγέννηση της ίδιας κατάστασης, χωρίς να προχωρά αλλού. Η ζωή είναι αρκετή από μόνη της, χωρίς άλλο προορισμό από το να συμβαίνει.

Ο Κύκλος της Ύπαρξης

Όλα γεννιούνται από το τίποτα και όλα επιστρέφουν στο τίποτα. Το τίποτα είναι η πηγή των πάντων, ο άπειρος χώρος των φαινομένων και τα ίδια τα φαινόμενα. Η ζωή αναπνέει χωρίς να κάνει τίποτα, συμβαίνει χωρίς να αλλάζει. Αυτή η απόλυτη σιωπή υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο, ενσαρκώνοντας τη ζωή πέρα από τη ζωή. Αυτό είναι το μυστήριο βαθιά μέσα σου.

Συμπέρασμα: Αγκαλιάζοντας το μυστήριο μέσα

Στην ήσυχη αγκαλιά της Παλαιάς Οδού των Σοφών, βρίσκουμε μια βαθιά κατανόηση της ουσίας της ζωής. Αυτή η αρχαία σοφία μας διδάσκει να αποδεχόμαστε αυτό που είναι, να ζούμε την παρούσα στιγμή με μια γαλήνια αποδοχή και να αναγνωρίζουμε την άπειρη φύση των φαινομένων και της αντίληψης. Αγκαλιάζοντας αυτό το μονοπάτι, υπερβαίνουμε τις ψευδαισθήσεις της σκέψης και του εγώ, ξυπνώντας στη βαθιά πραγματικότητα που βρίσκεται μέσα μας. Αυτή είναι η ουσία της αληθινής ελευθερίας και η απόλυτη κατανόηση της ύπαρξης, ένα διαχρονικό ταξίδι στα βάθη του μυστηριώδους εαυτού.

Η ζωή, με την απέραντη σοφία της, μας διδάσκει ότι η αληθινή ελευθερία και η αληθινή ύπαρξη βρίσκονται όχι στην προσπάθεια ή την επίτευξη αλλά στην απλή πράξη του να είσαι, να αποδεχόμαστε αυτό που είναι. Αυτό είναι το βαθύ μάθημα της Παλαιάς Οδού των Σοφών, ένα μάθημα που υπερβαίνει τον χρόνο και τον χώρο, οδηγώντας μας στην καρδιά της ύπαρξης, στο μυστήριο βαθιά μέσα μας.

Το Βασίλειο του ΕΙΝΑΙ

Το ΕΙΝΑΙ Ενυπάρχει (σαν Είναι, σαν Βαθύτερη Ουσία, σαν Εγγενής Φύση) στον Κόσμο των Φαινομένων. Στο ΕΙΝΑΙ Στηρίζονται τα Πάντα, αλλά δεν Ταυτίζονται με το ΕΙΝΑΙ:

Και η Αντίληψη του Απεριόριστου Καθαρού Είναι,

και η Αντίληψη των Φαινομένων σαν Ενότητα (σαν Ενιαίο Πεδίο Αντίληψης που τα Περιλαμβάνει Όλα, τα Διακρίνει αλλά δεν τα Διαχωρίζει),

και η Αντίληψη των Φαινομένων με διαχωρισμούς (που ενώ είναι προσωρινοί καθίστανται στην λανθασμένη σκέψη «μόνιμα»),

και η Έλξη και η Απώθηση προς τα παροδικά φαινόμενα,

και η Αντίληψη των φαινομένων σαν «απομονωμένων».

Όλα Αυτά που Εμφανίζονται στην Αντίληψη Είναι Κινήσεις του ΕΙΝΑΙ, Αντιλήψεις, Διαδικασίες στα Πλαίσια της Κίνησης, της Ολικής Διαδικασίας, επιμέρους παροδικά φαινόμενα.

ΑΥΤΟ που Απομένει Τελικά είναι το ΕΙΝΑΙ, η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, όχι τα Ιδιαίτερα Φαινόμενα.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Αναπαύεται στην ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΦΥΣΗ της κι όχι σε Δραστηριότητες ή μη δραστηριότητες.

Βρίσκεται Κάποιος στο ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ όταν ακριβώς δεν παραπλανάται από την Αντίληψη – Από την Αντίληψη του Απεριόριστου Είναι ή του Ενιαίου Είναι, ή των Ιδιαιτέρων Φαινομένων – Όταν Κάθε Κίνηση έχει χάσει την σημασία της.

Βρίσκεται στο ΕΙΝΑΙ, στο ΑΓΕΝΝΗΤΟ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ… στο Αιώνιο, Μόνιμο, Αναλλοίωτο, Αυτάρκες, κι Αγνό.

Αυτός που Είναι Ελεύθερος Γνωρίζει (κι Αναγνωρίζει) τι είναι «Σκλαβιά» στον Κόσμο των Φαινομένων.

Όμως αυτός που ζει μέσα στην «σκλαβιά», συχνά αντιλαμβάνεται την «σκλαβιά» σαν «πραγματική ύπαρξη» κι «ελευθερία», και πολλές φορές δεν αναρωτιέται ή είναι ικανοποιημένος… ποτέ δεν πρέπει να «ξυπνάς» βίαια κάποιον που «κοιμάται»…

Το Μόνο που Υπάρχει είναι Αντίληψη, Διαδικασία Αντίληψης, Διαδικασίες Αντίληψης (Διαφοροποιημένες).

Υπάρχει Μόνο Ένα Πεδίο Αντίληψης (Ταυτόχρονα και Πνευματικό και Υλικό).

Όλα Είναι Αντίληψη, Πνευματικής ή «Νοητικής» Μορφής, ακόμα και οι «μορφές» του φυσικού κόσμου.

Στην Αντίληψη Στηρίζεται ακόμα και αυτό που ονομάζουμε «υλική ουσία» - δεν έχει δική του αντικειμενική ύπαρξη.

Η Έσχατη Κατάσταση – η Πραγματική Κατάσταση – είναι Εκείνη Όπου Υπάρχουμε, Ζούμε, Χωρίς να Αλλάζουμε και Χωρίς καμία εξάρτηση από τίποτα. Όλα έρχονται, φεύγουν, είναι αποδεκτά. Τα καλωσορίζουμε όταν έρχονται. Τα εγκαταλείπουμε όταν φεύγουν. Μόνο η Αιωνιότητα Μένει.

Ακόμα Πιο Βαθιά Υπάρχει «Αγνή Παρουσία Χωρίς εμπειρία».

Και στο Αχανές Βάθος Υπάρχει η ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΕΝΟΤΗΤΑ, το Χωρίς Ιδιότητες της Πραγματικότητας – ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, το ΩΣ ΕΧΕΙ, το ΑΓΓΕΝΗΤΟ – Είναι Διαφορετικό από την «Κενότητα» που μπορεί να Πραγματοποιήσει η Αντίληψη – είτε σαν «Έλλειψη Περιεχομένου», είτε σαν «Ύστατη Ουσία των φαινομένων».

Τελικά η ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΕΝΟΤΗΤΑ, η Κενότητα της Αντίληψης, η Κενότητα των μορφών, μολονότι πραγματώνονται με διαφορετικό τρόπο και συνιστούν «διαφορετικές εμπειρίες» Οδηγούν στο Ίδιο Απόλυτο, για Αυτόν που Βιώνει ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ.

Η ΦΥΣΗ, η Ύπαρξη, η Ζωή, Είναι «Ένα». Κι Αναδύεται Κάποιος στην ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση του «εγώ»…

Οι άνθρωποι φοβούνται την Ενότητα της Ύπαρξης, το Απεριόριστο, το ΑΓΝΩΣΤΟ, το «χωρίς εγώ»… κι οχυρώνονται στο εγώ, νοιώθουν ασφαλείς στους περιορισμούς τους και ικανοποιημένοι στις ψευδαισθήσεις τους… το «αστείο» είναι ότι όταν Ανυψωνόμαστε στο Απεριόριστο, το εγώ «Μετουσιώνεται» σε Απεριόριστο, δεν «χάνεται»… χάνεται μόνον η ψευδαίσθηση του χωρισμού από το ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.

Οι Αληθινοί Άνθρωποι Συναντιούνται στον Χώρο της Πραγματικότητας, στον Κόσμο του ΕΙΝΑΙ, της Αιώνιας Φύσης… δεν χρειάζεται να επικοινωνούν μέσα από ιδιαίτερες μορφές στον κόσμο των ψευδαισθήσεων.

Η Οδός

Ο Άνθρωπος της Επίγνωσης

Όλα όσα φανερώνονται στον Ανοιχτό Χώρο της Επίγνωσης, Θεός, Κόσμος, εμπειρίες, ζωή, δραστηριότητες και καταστάσεις… όλα αυτά δεν είναι παρά σκιές… Υπάρχει Πάντα, Πίσω, Κάτι Ανώτερο, που τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά: Κι Αυτό Είσαι Εσύ.

Εσύ… Δεν είσαι ούτε το σώμα, ούτε οι αισθήσεις, ούτε η σκέψη, ούτε η απουσία σκέψης, ούτε Θεός, ούτε τίποτα: Είσαι μόνο Επίγνωση.

Που Είσαι; Είσαι Εδώ, Τώρα, σκέφτεσαι μέσα από τη σκέψη, αισθάνεσαι μέσα από τις αισθήσεις, ζεις, αναπνέεις, κινείσαι κ αι δραστηριοποιείσαι μέσα από αυτό το σώμα… αλλά δεν είσαι όλα αυτά.

Όταν Ανυψώνεσαι πάνω από όλα αυτά, όταν τα εγκαταλείπεις πίσω σου, η Επίγνωση Απελευθερώνεται… απελευθερώνεται από το σώμα, από την σκέψη, από τους περιορισμούς: Απλώνεται στο Άπειρο, Ελεύθερη, Αιώνια, Όπως Είναι Πραγματικά… Όταν περιορίζεσαι στις δραστηριότητες, στη σκέψη, στο σώμα, λιμνάζεις μέσα σε αυτές τις δραστηριότητες και λησμονιέσαι στις περιορισμένες εμπειρίες σου.

Η Πραγματικότητα (που Βιώνεις) Είναι Αυτή που Είναι: Τίποτα δεν μπορείς να αφαιρέσεις, τίποτα δεν μπορείς να προσθέσεις.

Όλα τα όνειρα, αμέτρητες ζωές, αμέτρητα χρόνια κι εμπειρίες δεν Προσθέτουν τίποτα στην Πραγματικότητα.

Και πάλι, όταν τα εγκαταλείπεις όλα αυτά, πάλι τίποτα δεν Αφαιρείται από την Πραγματικότητα.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή η Πραγματικότητα Είναι Καθαρή Επίγνωση, όχι οι αντιλήψεις, οι εμπειρίες, οι φαντασίες, κι ο χρόνος.

Ζώντας στην Πραγματικότητα Ζεις την Αιωνιότητα, χωρίς να έρχεσαι από πουθενά, χωρίς να πηγαίνεις πουθενά, χωρίς να φοβάσαι τίποτα… Είσαι Επίγνωση, Χωρίς κέντρο, Ανοιχτός Χώρος χωρίς όρια… Μόνο Επίγνωση.

Επίγνωση κι Αντίληψη

Η Επίγνωση είναι Απλή Ενέργεια (Αντίληψης) που Εκδηλώνεται Παντού, Χωρίς Προσπάθεια και Συλλαμβάνει Οτιδήποτε διαφοροποιείται από την Απλή Βάση της Επίγνωσης.

Η Διαφοροποίηση της Αντίληψης είναι πάντα μια κατασκευή, δηλαδή μια σύνθετη ενέργεια που έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα (από την Επίγνωση).

Επίγνωση και Αντίληψη καθώς έχουν διαφορετικό χαρακτήρα δεν αναμιγνύονται, δεν συγχέονται και δεν εμποδίζουν ή μια την ενέργεια της άλλης.

Η Επίγνωση Είναι Παντού, Βρίσκεται Πάντα Πίσω από όλες τις Αντιλήψεις: Όλες οι Αντιλήψεις δεν είναι παρά φαινόμενα: Η Αντίληψη του Θεού, η αντίληψη μιας κατάστασης, η αντίληψη του «ζώου» (μέσα από τις αισθήσεις και τις εμπειρίες του σώματος), όλα είναι φαινόμενα, της ίδιας κατηγορίας και ουσιαστικά δεν διαφέρουν σε τίποτα.

Η Αληθινή Φύση Είναι η Βάση της Επίγνωσης (η Αληθινή Φύση Είναι Επίγνωση). Οτιδήποτε Φύεται Αυθόρμητα από την Αληθινή Φύση, η Δημιουργία, οι εμπειρίες, είναι επιφαινόμενα της Φύσης – προσωρινές κατασκευές (ακόμα κι αν διαρκούν ζωές και χιλιετηρίδες).

Καθώς η Επίγνωση Υφίσταται Πάντα Πίσω από όλες τις Αντιλήψεις, όλες τις εμπειρίες και καθώς η Επίγνωση δεν αναμιγνύεται με όλα αυτά που εισρέουν στο Χώρο της, δεν έχει σημασία αν όλα αυτά υφίστανται ή όχι… δεν επηρεάζουν την Επίγνωση.

Το να Βιώνουμε την Αληθινή Φύση μας δεν μας εμποδίζει από το να είμαστε μέσα στον κόσμο των φαινομένων, που αναγνωρίζονται σαν φαινόμενα (καθώς Επίγνωση κι Αντίληψη δεν αναμιγνύονται στην πραγματικότητα). Ο Αληθινά Αφυπνισμένος Είναι Ελεύθερος να Είναι Έξω από τον κόσμο των φαινομένων, η να Είναι μέσα στον κόσμο των φαινομένων (εφόσον τα αναγνωρίζει σαν τέτοια). Στην πραγματικότητα είτε στην μια είτε στην άλλη περίπτωση δεν υπάρχει καμία διαφορά.

«Ο Αφυπνισμένος όταν γίνεται άνθρωπος δεν παύει να είναι Αφυπνισμένος και πάλι εγκαταλείποντας τον κόσμο των φαινομένων δεν παύει να είναι Αφυπνισμένος. Είναι Αφυπνισμένος μέσα σε όλες τις καταστάσεις»

Η Αληθινή Φύση

Η Μόνη Σταθερή Πραγματικότητα Είσαι Εσύ (σαν Αληθινή Φύση), η Καθαρή Επίγνωση. Όλα τα άλλα έρχονται και φεύγουν και τίποτα δεν μένει παρά μόνο η σκόνη του χρόνου.

Βρίσκεται σε Άγνοια όποιος εκλαμβάνει τον Κόσμο της αντίληψης (των Φαινομένων) σαν πραγματικότητα και διακρίνει τις καταστάσεις σε ανώτερες καταστάσεις και κατώτερες καταστάσεις κι επιδιώκει να γίνει οτιδήποτε, φωτισμένος, θεός, κυρίαρχος, ευτυχισμένος, πλούσιος, ή οτιδήποτε άλλο… Μάλιστα το να επιδιώκεις την Δύναμη στον Κόσμο των Φαινομένων είναι η χειρότερη επιλογή γιατί αυτή η δύναμη δεν σε Ανυψώνει προς την Πραγματικότητα, αλλά σε βυθίζει στο σκοτάδι της φαντασίας… Γι’ αυτό οι Σοφοί που έχουν τοποθετήσει το κέντρο της ύπαρξης στην Πραγματικότητα κι όχι στα φαινόμενα είναι αδύναμοι και περνούν αθόρυβα από την ζωή κι ειρηνικά, χωρίς να ταράζονται από τίποτα.

Αν Θέλεις να Βιώσεις την Πραγματικότητα Πρέπει να Καταφύγεις στην Απλή Επίγνωση, εγκαταλείποντας όλες τις λανθασμένες αντιλήψεις κι ιδέες.

Μόνο Επιστρέφοντας στην Αληθινή Φύση που Εκδηλώνεται Αυθόρμητα και Χωρίς Εμπόδιο, σαν Βάση της Ύπαρξης και της Εμπειρίας μπορείς να Είσαι Ελεύθερος, Χωρίς Όρια, Χωρίς Εμπόδια, Οπουδήποτε κι αν Είσαι, Οποτεδήποτε (αφού χρόνος δεν υπάρχει στην Πραγματικότητα).

Η Κατάσταση Αυτή μπορεί να γίνει Αντιληπτή μόνο στον Ίδιο το Χαρακτήρα της (της Απλής Άμεσης Αντίληψης αυτού που συμβαίνει), δεν μπορεί να συλληφθεί με άλλο τρόπο, ούτε με την σκέψη, ούτε με κάποια άλλη ενέργεια, ούτε βρίσκεται στο κόσμο των φαινομένων: Η Πραγματικότητα, η Κατοικία των Φωτισμένων, είναι η Χώρα του Πουθενά για την συγχυσμένη αντίληψη.

Υπάρχει θεός;

Πολλές φορές έτυχε να εμπλακώ σε συζητήσεις περί ύπαρξης θεού και πάντα ανακύπτει το ερώτημα «Πώς ξέρουμε ότι δεν υπάρχει θεός;»

Για να διαπιστώσουμε αν υπάρχει κάτι, θα πρέπει πρώτα να το ορίσουμε. Αν σας ρωτήσω αυτή τη στιγμή «Υπάρχουν βαλαστράφια;» το πρώτο που θα κάνετε θα είναι να με ρωτήσετε «Τι είναι τα βαλαστράφια;» και βάσει του ορισμού που θα σας δώσω, θα εξετάσετε το ενδεχόμενο ύπαρξής τους.

Προκειμένου για τον θεό, δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός. Είναι μια έννοια με την οποία όλοι είμαστε εξοικειωμένοι αλλά καθένας έχει μια δική του προσωπική ιδέα για το τι σημαίνει. Συνεπεία τούτου, είναι πρακτικά αδύνατον να απαντήσουμε στο ερώτημα «Υπάρχει θεός;» μια που καθένας έχει στο μυαλό του κάτι άλλο όταν λέει «Θεός». Γι’ αυτό το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε σε μια συζήτηση περί ύπαρξης θεού είναι να συμφωνήσουμε σε έναν ορισμό αποδεκτό από όλους τους συζητητές και βάσει αυτού να προχωρήσουμε.

Τούτου λεχθέντος, μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο ύπαρξης θεού σε κάποιες βάσεις αν όχι καθολικά αποδεκτές, ωστόσο ευρύτατα καθιερωμένες: την άποψη των γνωστών θρησκευτικών δογμάτων για το τι είναι θεός. Τα θρησκευτικά δόγματα και οι θρησκευτικές παραδόσεις είναι η βασική, στην ουσία η μόνη πηγή πληροφόρησης που έχουμε περί της ύπαρξης θεοτήτων. Ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους ορισμούς που δίνουν αυτά, καθώς όλοι οι γνωστοί μέχρι σήμερα θεοί περιγράφονται από τα θρησκευτικά δόγματα.

Στη βάση αυτή θέλω να ασχοληθώ πρώτα με το ενδεχόμενο ύπαρξης του χριστιανικού θεού, μια που ο χριστιανισμός είναι η πλέον διαδεδομένη θρησκεία στη χώρα που ζω και μία από τις πλέον διαδεδομένες του κόσμου.

Ο χριστιανικός θεός

Συχνά ακούμε ότι πρέπει να προσεγγίσουμε τον θεό «με την καρδιά» ή «με την πίστη». Προκειμένου όμως για μια αντικειμενική διαπίστωση ύπαρξης μιας οντότητας, είναι αναγκαίο να την προσεγγίσουμε με την λογική. Η λογική είναι το μόνο λειτουργικό εργαλείο κατανόησης του κόσμου, όπως έχουμε διαπιστώσει εμπειρικά. Η καρδιά, δηλαδή το συναίσθημα, είναι χρήσιμο για να σχετιζόμαστε με γνωστά υπαρκτά όντα, όχι για να αποκτάμε γνώση περί της ύπαρξής τους. Η πίστη είναι χρήσιμη για να αποκτάμε αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη σε υπαρκτά όντα, όχι για να διαπιστώνουμε αν υπάρχουν.

Ο χριστιανικός θεός λογικά είναι αδύνατον να υπάρχει.

Aρκεί να σκεφτούμε ότι σε έναν κόσμο με φυσικές καταστροφές, ασθένειες, συγγενείς νόσους και εγγενή ανισότητα, αδικία και οδύνη, όπως είναι αυτός που ζούμε, είναι αδύνατον να υπάρχει πανάγαθος και παντοδύναμος δημιουργός που τον κυβερνά.

Τονίζω ότι όλα τα παραπάνω είναι εγγενή χαρακτηριστικά του κόσμου εκ της κατασκευής του και ΔΕΝ εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση, άρα ΔΕΝ μπορούν να αποδοθούν σε συνέπειες ανθρώπινων πράξεων, κατά καμία έννοια.

Η ανισότητα και αδικία που αναφέρω δεν είναι η ανθρώπινη αδικία, αλλά η εγγενής ανισότητα και αδικία του κόσμου: δεν γεννιόμαστε όλοι με τις ίδιες ικανότητες, δεν έχουν όλα τα πλάσματα ίσες πιθανότητες επιβίωσης, οι ζωικοί οργανισμοί για την επιβίωσή τους είναι αναγκαίο να σκοτώσουν άλλους οργανισμούς. Η οδύνη είναι μέρος της φύσης του κόσμου που ζούμε, του κόσμου που υποτίθεται ότι έπλασε ο θεός.

Τίθεται συχνά το αντεπιχείρημα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος εγγενές κακό και αδικία λόγω του προπατορικού αμαρτήματος.

Σε αυτό αντιτάσσω το εξής:

1. Το εγγενές κακό του κόσμου (μολυσματικές και παρασιτικές ασθένειες, εκ γενετής παραμορφώσεις, φυσικές καταστροφές κ.τ.ό.) δεν πλήττει μόνον ανθρώπους αλλά και ζώα. Γιατί να βιώνουν τα ζώα οδύνη ως συνέπεια του ανθρώπινου προπατορικού αμαρτήματος; Αυτά δεν διέπραξαν κανένα αμάρτημα.

2. Το προπατορικό αμάρτημα το διέπραξαν οι πρωτόπλαστοι, όχι οι απόγονοί τους. Γιατί τιμωρείται όλη η ανθρωπότητα για κάτι που διέπραξαν δύο άνθρωποι μόνο; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν τιμωρεί τους απογόνους για τις πράξεις των προγόνων τους. Πώς μπορεί η θεία δικαιοσύνη υπολείπεται της ανθρώπινης; Και πώς τολμάμε να ονομάζουμε αυτό δικαιοσύνη; Πώς το θεωρούμε δίκαιο όταν το κάνει ο Θεός, αφού δεν θα το θεωρούσαμε δίκαιο αν το έκαναν άνθρωποι;

Όσο για το επιχείρημα της ελεύθερης βούλησης που υποτίθεται ότι δικαιολογεί τη δυστυχία την οφειλόμενη σε ανθρώπινες πράξεις, έχω να πω το εξής:

1. Ο Θεός υποτίθεται ότι είναι πατέρας όλων, πανάγαθος και γεμάτος αγάπη. Αν ένας πατέρας δει το ένα του παιδί να χτυπά και να βασανίζει το άλλο, θα το εμποδίσει. Αν δεν το εμποδίσει, θα τον θεωρήσουμε κακό πατέρα, και η δικαιολογία της ελεύθερης βούλησης του παιδιού δεν θα γίνει δεκτή. Μπορεί ακόμη και να του αφαιρεθεί η επιμέλεια. Πώς δεχόμαστε ως σωστή και γεμάτη αγάπη την πράξη αυτή όταν την κάνει ο Θεός, ενώ δεν θα την δεχόμασταν αν την έκανε άνθρωπος; Ο Θεός είναι λιγότερο καλός πατέρας από τους ανθρώπους;

2. Ο Θεός υποτίθεται ότι είναι δίκαιος. Σύμφωνα με την ανθρώπινη αντίληψη για τη δικαιοσύνη, η διάπραξη του κακού πρέπει να προλαμβάνεται και να εμποδίζεται. Αυτή η πρόληψη δεν περιορίζει την ελεύθερη βούληση αυτού που διαπράττει το κακό, περιορίζει μόνο την υλοποίηση αυτής της βούλησης, και μάλιστα ο περιορισμός αυτός δεν θεωρείται ανεπιθύμητος, αντιθέτως θεωρείται επιθυμητός. Αυτό θεωρείται δίκαιο από τους ανθρώπους. Πώς μπορεί να θεωρηθεί λοιπόν δίκαιο και αυτό που κάνει ο Θεός, ενώ είναι το ακριβώς αντίθετο;

3. Εμποδίζοντας κάποιον να διαπράξει κάτι, δεν περιορίζουμε την βούλησή του αλλά τις ενέργειές του και μόνον. Αυτός που έχει τη βούληση να διαπράξει το κακό θα εξακολουθήσει να την έχει ακόμη κι αν τον εμποδίσουμε. Δεν θα περιοριστεί η ελευθερία βούλησής του. Το μόνο που θα περιοριστεί θα είναι οι συνέπειες των πράξεων στις οποίες τον οδηγεί η βούλησή του. Επομένως ο Θεός θα μπορούσε να εμποδίσει τη διάπραξη κακού από τους ανθρώπους, προστατεύοντας τα θύματα, χωρίς να περιορίσει την ελεύθερη βούληση των θυτών. Γιατί λοιπόν δεν το κάνει;

Σε όλα τα παραπάνω διακρίνεται ένα μοτίβο: άλλα ηθικά κριτήρια για τις πράξεις των ανθρώπων και άλλα για τις πράξεις του Θεού. Αυτό κατ' εμέ αποτελεί ασυνέπεια. Η ηθική θα πρέπει να είναι μία, συγκεκριμένη, και ίδια για όλους, προκειμένου να μπορούμε να αξιολογήσουμε ηθικά όλες τις καταστάσεις. Πολύ περισσότερο αν απορρέει από τον Θεό, που θα πρέπει να έχει μία σαφή και σταθερή ηθική. Η εφαρμογή διαφορετικών ηθικών κριτηρίων ανάλογα με το ποιος διαπράττει κάτι, στερεί κάθε νόημα από τα ηθικά αυτά κριτήρια.

Σε αυτά που ανέφερα, οι απολογητές συνήθως απαντούν:

1. ότι ακόμη και όσοι υπέφεραν και βασανίστηκαν σε αυτή τη ζωή θα ανταμειφθούν στην αιωνιότητα, και

2. ότι οι βουλές του Θεού είναι άγνωστες σε εμάς, ανεξιχνίαστες, ότι ο Θεός έχει ένα σχέδιο στο οποίο όλα καταλήγουν στο καλό μας.

Σε αυτά έχω να αντιτάξω το εξής:

1. Καμία ανταμοιβή, οσοδήποτε θαυμάσια και για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, ακόμη και αιώνια, δεν δικαιολογεί την άδικη οδύνη η οποία μπορεί να αποφευχθεί. Και αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, τότε ο ισχυρισμός ότι ο Θεός είναι δίκαιος, πανάγαθος και παντοδύναμος καταρρέει.

2. Εάν παραδεχτούμε οι βουλές του Θεού μας είναι άγνωστες και είναι ανεξιχνίαστες, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις προθέσεις του. Επομένως δεν μπορούμε να δηλώνουμε με βεβαιότητα ότι είναι δίκαιος, αγαθός ή οτιδήποτε άλλο. Μπορεί να είναι, αλλά μπορεί και όχι, συνεπώς και πάλι ο ισχυρισμός ότι ο Θεός είναι δίκαιος, πανάγαθος και παντοδύναμος καταρρέει.

Άρα ο χριστιανικός θεός δεν υπάρχει.

Ο μουσουλμανικός θεός

Ας εξετάσουμε τώρα το ενδεχόμενο ύπαρξης του μουσουλμανικού θεού.

Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύκολα. Ο μουσουλμανικός θεός στο Κοράνιο χαρακτηρίζεται ως φιλεύσπλαχνος και παντελεήμων. Όλα τα κεφάλαια ξεκινούν με την εισαγωγή «Εις το όνομα του Αλλάχ, του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαχνου». Στη συνέχεια όμως σε ορισμένες σούρες διαβάζουμε ότι ο Αλλάχ δίνει εντολή να σκοτώνονται λόγου χάρη οι αποστάτες ή οι άπιστοι που δεν θα δεχθούν να προσκυνήσουν τον Αλλάχ. Αν ένας άνθρωπος σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο λόγω των πεποιθήσεών του, θα τον θεωρήσουμε εγκληματία και θα τον καταδικάσουμε. Σε καμιά περίπτωση δεν θα τον θεωρήσουμε ελεήμονα και ευσπλαχνικό - υποψιάζομαι πως ακόμη και οι πλέον πωρωμένοι ισλαμιστές δεν θα θεωρούσαν μια τέτοια πράξη ευσπλαχνική. Ίσως να την θεωρούσαν δίκαιη, αλλά όχι ευσπλαχνική. Πώς θεωρούμε παντελεήμονα και πολυεύσπλαχνο έναν θεό που μας παροτρύνει σε άσπλαχνες πράξεις;

Και πάλι βλέπουμε εδώ το μοτίβο που είδαμε και στην άλλη μεγάλη μονοθεϊστική αβραμική θρησκεία: διπλά κριτήρια ηθικής, άλλα για τον άνθρωπο, άλλα για τον θεό. Ο θεός που περιγράφεται έχει ιδιότητες που αντιφάσκουν μεταξύ τους.

Επομένως τέτοιος θεός αποκλείεται να υπάρχει.

Ο εβραϊκός θεός

Όσο για τον εβραϊκό θεό, πρόδρομο του χριστιανικού και του μουσουλμανικού, μπορούμε να διαπιστώσουμε με παρόμοιο τρόπο ότι ούτε αυτός υπάρχει.

Πρόκειται για έναν θεό που διακηρύσσει ότι ένας συγκεκριμένος λαός είναι εκλεκτός σε σύγκριση με άλλους, ενώ στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι ο λαός αυτός υπέφερε τα πάνδεινα σε συλλογικό επίπεδο και σε ατομικό επίπεδο προφανώς πολλά μέλη του λαού αυτού υποφέρουν και θα υποφέρουν από διάφορα δεινά, παρά το γεγονός ότι είναι οι υποτιθέμενοι εκλεκτοί του θεού. Επιπλέον, δεδομένου ότι είναι αδύνατον να εξασφαλιστεί η γενετική απομόνωση ενός λαού, και συγκεκριμένα στην περίπτωση των Εβραίων προφανώς δεν υπάρχει φυλετική καθαρότητα εφόσον έστω κι ένας τους έχει κάνει παιδιά με μη Εβραίους, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για έναν ενιαίο, αναγνωρίσιμο και οριοθετημένο λαό. Ο ιουδαϊσμός είναι περισσότερο παράδοση παρά φυλετική ενότητα. Επομένως ο περιούσιος λαός απλά δεν υφίσταται, παρά μόνο στην ανθρώπινη φαντασία.

Επιπλέον, στο ιερό βιβλίο των Εβραίων, που είναι και ιερό βιβλίο των χριστιανών καθώς έχει συμπεριληφθεί στην Αγία Γραφή, περιγράφεται ένας σκληρός, ανάλγητος, εγωιστής, ζηλόφθονος θεός, που δίνει εντολές για λιθοβολισμούς, που ευλογεί βιασμούς, που δέχεται την δουλεία και γενικά παραδίδει νόμους τόσο παράλογους, σκληρούς και άδικους με τα σημερινά δεδομένα ώστε αν τολμούσε σύγχρονος πολιτικός να τους προτείνει, δεν θα είχε πού να σταθεί από την γενική κατακραυγή. Αυτοί οι νόμοι προφανώς δεν εφαρμόζονται ούτε υπάρχει επιθυμία να εφαρμοστούν στον σύγχρονο κόσμο, ούτε καν στο κράτος του Ισραήλ, που δημιουργήθηκε ακριβώς για χάρη του περιούσιου αυτού λαού. Δεν έχουν σκλάβους, δεν λιθοβολούν μοιχαλίδες, δεν αναγκάζουν το θύμα του βιασμού να παντρευτεί τον βιαστή του - και καλά κάνουν βεβαίως, αλλά προφανώς δεν ζουν όπως επιτάσσει ο θεός που πιστεύουν. Πώς λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι το βιβλίο αυτό είναι ιερό και περιέχει τον λόγο του θεού ενώ ταυτόχρονα απαξιώνουμε αυτόν τον λόγο στην πράξη;

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο θεός των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, των λεγόμενων και αβραμικών, δεν υπάρχει.

Άλλες θεότητες

Δεν σκοπεύω να μπω στη διαδικασία να ασχοληθώ με τον αν υπάρχει ο Δίας, ο Κρίσνα, ο Θωρ και άλλες γνωστές θεότητες. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανέβει στον Μύτικα και αν δει ανάκτορο εκεί να μου γράψει και όποιος εντοπίσει την Βαλχάλα να με ενημερώσει να κλείσω εισιτήριο. Είναι νομίζω φανερό με ποια διαδικασία μπορούμε να διαπιστώσουμε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει καθεμιά από τις γνωστές θεότητες των θρησκευτικών παραδόσεων: εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδουν οι παραδόσεις αυτές σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για την πραγματικότητα.

Και αν όμως υπάρχει κάποιος άλλος θεός;

Πολλοί θέλουν να πιστεύουν ότι, παρά το γεγονός ότι οι γνωστοί θεοί εμφανώς δεν υπάρχουν, ενδέχεται να υπάρχει παρ' όλ' αυτά κάποια άλλη οντότητα που να μπορεί να χαρακτηριστεί «θεός». Βεβαίως δεν έχουμε συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά αυτής της οντότητας, καθένας την φαντάζεται όπως θέλει, επομένως δεν είναι εύκολο να εξετάσουμε αν υπάρχει ή όχι. Σε γενικές γραμμές πάντως για να την ονομάσουμε «θεό» θα πρέπει να έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά όπως αυτοσυνείδηση και βούληση, κατά πάσα πιθανότητα παντοδυναμία και παντογνωσία, να είναι δημιουργός του κόσμου και να ασκεί κάποιον έλεγχο πάνω στη λειτουργία του κόσμου.

Αντικειμενικά δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει μια τέτοια οντότητα. Μπορεί και να υπάρχει. Θα ήθελα όμως στο σημείο αυτό να σας ζητήσω να αναρωτηθείτε: γιατί να υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοια οντότητα; Η ύπαρξή της δεν εξηγεί τίποτε. Δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο. Λέγοντας ότι τον κόσμο τον έφτιαξε και τον ελέγχει ένας θεός δεν παίρνουμε απάντηση σε κανένα ερώτημα. Γεννιούνται απλώς νέα ερωτήματα όπως, πώς δημιουργήθηκε ο ίδιος ο θεός; Ποια η φύση του; Ποια τα χαρακτηριστικά του;

Γιατί λοιπόν να υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος θεός; Σκεφτείτε το λιγάκι. Πώς σας ήρθε η ιδέα αυτή; Μήπως επειδή ήδη υπάρχουν πάρα πολλές θρησκευτικές παραδόσεις με τις οποίες γαλουχηθήκαμε και οι οποίες θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη θεού; Μήπως επειδή μας στοιχίζει να αποχωριστούμε την παρήγορη και μεγαλειώδη ιδέα της ύπαρξης ενός επουράνιου πατέρα; Μήπως τελικά δεν έχουμε κανέναν λόγο να υποθέσουμε την ύπαρξη κανενός θεού;

Βεβαίως δεν μπορούμε και να την αποκλείσουμε. Μπορεί και να υπάρχει θεός. Αλλά πρώτον δεν το γνωρίζουμε και δεύτερον γνωρίζουμε ότι οι θεοί των γνωστών θρησκειών δεν υπάρχουν, όπως αποδείξαμε προηγουμένως. Με αυτά τα δεδομένα, είναι τουλάχιστον άστοχο να δομούμε τη ζωή μας γύρω από την πεποίθηση ότι όντως υπάρχει και είναι απαράδεκτο να επιτρέπουμε σε θρησκείες να καθορίζουν τις αρχές μας και να ελέγχουν την κοινωνία μας.

Ο άγνωστος θεός

Κλείνοντας θέλω να αφιερώσω δυο λόγια στην διαδεδομένη άποψη ότι ο θεός είναι το σύμπαν, η φύση, η αγάπη ή άλλες παρόμοιες έννοιες. Είπα προηγουμένως ότι για να ονομαστεί «θεός» μια οντότητα θα πρέπει να έχει τουλάχιστον ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών αυτοσυνείδηση και βούληση. Διαφορετικά δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε καμία από τις περί θεού αντιλήψεις.

Το σύμπαν, η φύση και η αγάπη δεν πληρούν αυτό το κριτήριο. Δεν έχουν αυτοσυνείδηση, δεν έχουν βούληση. Η γενεσιουργός αιτία του κόσμου, εάν δεν ήταν συνειδητή και δεν ήταν αποτέλεσμα βούλησης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δημιουργός, παρά μόνον απλό φυσικό αίτιο. Η δε αγάπη είναι απλώς ένα συναίσθημα, δεν είναι καν οντότητα. Όσο υπέροχη και μεγαλειώδης αν είναι η αγάπη, όπως και η ευσπλαχνία, η αλληλεγγύη, η αυτοθυσία, το δέος, είναι όλα τους απλώς συναισθήματα. Δεν είναι οντότητες με αυτοσυνείδηση και βούληση άρα δεν είναι θεοί.

Το σύμπαν, η φύση και η αγάπη έχουν ήδη όνομα: λέγονται σύμπαν, φύση και αγάπη. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να τους δώσουμε το όνομα «θεός». Μόνο σύγχυση δημιουργούμε έτσι. Κατανοώ και εδώ την ανάγκη πολλών να διατηρήσουν έναν δεσμό με την έννοια του «θεού» που τους παραδόθηκε από αγαπημένα πρόσωπα και που τους προσφέρει παρηγοριά και γαλήνη, αλλά αυτή η ανάγκη δεν αποτελεί απόδειξη ύπαρξης του θεού.

Στην πορεία της ανθρωπότητας, η έννοια του θεού ερχόταν να καλύψει πάντα τα κενά της γνώσης. Όσο η γνώση μας διευρύνεται, τόσο τα κενά αυτά μικραίνουν και τόσο η έννοια του θεού συρρικνώνεται. Είναι δικαίωμα καθενός να πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος θεός με χαρακτηριστικά τέτοια που δεν μας επιτρέπουν να τον εντοπίσουμε ή να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους. Δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να μας επιβάλλει να σεβαστούμε αυτή την άποψη, να την διδάξουμε στα παιδιά μας και να επιτρέψουμε να επηρεάζει την ζωή μας.

Πού καταλήγουμε λοιπόν, τελικά υπάρχει θεός;

Για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αν δεν έχετε ήδη καταλήξει σε συμπέρασμα, σας παραπέμπω στην αγαπημένη μου ιστοσελίδα The Official God FAQ.

Επίλογος

Ως υστερόγραφο, μια παρατήρηση για τους χριστιανούς.

Συχνά ακούμε να εκθειάζεται ο χριστιανισμός επειδή «δίνει ηθικές αρχές» και επειδή «είναι η θρησκεία της αγάπης». Δεν θα σταθώ εδώ στο γεγονός ότι πολύ λίγη αγάπη εκδήλωσαν οι εκπρόσωποι αυτής της θρησκείας στη μακραίωνη ιστορία της, ούτε στην αναξιότητα των ιερουργών της αλλά και των περισσότερων πιστών της, που υπολείπονται κατά πολύ από το ιδανικό που υποτίθεται ότι προβάλλουν. Δεν θα αναφέρω ότι η αγάπη είναι πανανθρώπινο συναίσθημα και αξία και δεν αποτελεί ούτε εφεύρημα ούτε μονοπώλιο του χριστιανισμού. Ούτε θα υπενθυμίσω ότι οι περίφημες ηθικές αξίες που παραδίδει ο χριστιανισμός απέχουν παρασάγγες από τις σύγχρονες αξίες που υιοθετούν και ακολουθούν στην πράξη οι περισσότεροι υποτιθέμενοι χριστιανοί.

Θα επισημάνω μόνο το εξής:

Λέγοντας ότι ο χριστιανισμός είναι καλός επειδή είναι θρησκεία της αγάπης, στην ουσία κρίνουμε τον χριστιανισμό. Όταν κρίνουμε κάτι, προφανώς έχουμε κάποιο ηθικό αξιολογικό κριτήριο που προέρχεται από μια πηγή ξένη προς αυτό το κάτι. Το ότι κρίνουμε τον χριστιανισμό σημαίνει ότι έχουμε ήδη ηθικές αρχές που τις αποκτήσαμε από κάπου αλλού και όχι από τον χριστιανισμό.

Λέγοντας ότι ο χριστιανισμός είναι καλός επειδή είναι θρησκεία της αγάπης, στην ουσία λέμε ότι η αγάπη είναι αξία υψηλότερη του χριστιανισμού, αφού τον κρίνουμε με βάση αυτήν. Και αποδεικνύουμε περίτρανα ότι ούτε καν οι χριστιανοί δεν αντλούν ηθικές αρχές από τον χριστιανισμό, αφού τον κρίνουν και τον αξιολογούν. Αν θεωρούσαν όντως τον χριστιανισμό βάση των αρχών τους, δεν θα τον έκριναν.

Ειρήσθω εν παρόδω, προσωπικά δεν θεωρώ αξία την αγάπη και θεωρώ άστοχη την θεοποίησή της και την επιβολή της με μορφή εντολής. Η αγάπη είναι ένα υπέροχο συναίσθημα, αλλά γεννιέται αυθόρμητα, δεν επιβάλλεται. Επιπλέον, είναι ανθρωπίνως αδύνατον να νιώσουμε αγάπη για όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Αγάπη νιώθουμε μόνο για τα οικεία μας πρόσωπα διότι έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι. Το περίφημο «αγαπάτε αλλήλους» και «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν» έχει νόημα μόνο σε πολύ μικρές ομάδες ανθρώπων, όπου μπορείς όντως να αγαπήσεις όλους τους άλλους, διότι είναι λίγοι και βρίσκονται όντως κοντά μεταξύ τους. Δεν μπορεί να γενικευθεί ως οδηγός ζωής. Το μόνο που πετυχαίνουμε γενικεύοντάς την και προσπαθώντας να αγαπάμε τους πάντες είναι να αποτυγχάνουμε οικτρά και να νιώθουμε ότι υπολειπόμαστε του ιδανικού.

Αντί της αγάπης, προτείνω ως αξία την αλληλεγγύη.

Η αλληλεγγύη, αντίθετα με την αγάπη, δεν είναι συναίσθημα αλλά συμπεριφορά. Ως τέτοια μπορεί να επιβληθεί και να καλλιεργηθεί. Μπορούμε να θέσουμε ως στόχο να φερόμαστε αλληλέγγυα, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να αγαπήσουμε τους πάντες. Ας βάλουμε λοιπόν στόχο, αν θέλετε, να γίνουμε όλοι αλληλέγγυοι και να μείνουμε όσο το δυνατόν πιστότεροι στις αξίες και τις αρχές του ανθρωπισμού, που αν μη τι άλλο είναι ρεαλιστικές και εκπορεύονται από τις πραγματικές ανθρώπινες δυνατότητες και ανάγκες.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - Επικαιρότητα και δυνατότητες στην ηθική

Ας υποθέσουμε ότι έχετε προσκληθεί να παρευρεθείτε σε έναν πρώην σύντροφο γάμο και ότι το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι να αποδεχτείτε την πρόσκληση και να είστε ευχάριστοι στο γάμο. Αλλά, ας υποθέσουμε επιπλέον ότι αν εσείς Αποδεχτείτε την πρόσκληση, θα αποφασίσετε ελεύθερα να μεθύσετε στο γάμο και να το καταστρέψει για όλους, το οποίο θα ήταν το χειρότερο έκβαση. Το δεύτερο καλύτερο πράγμα που πρέπει να κάνετε θα ήταν απλώς να απορρίψετε το πρόσκληση. Υπό το πρίσμα αυτών των γεγονότων, θα πρέπει να αποδεχτείτε ή να απορρίψετε το πρόσκληση; (Zimmerman 2006: 153). Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση εξαρτάται σχετικά με τη συζήτηση για την επικαιρότητα/δυνατότητα στη δεοντολογία, η οποία αφορά την Σχέση μεταξύ των ελεύθερων ενεργειών ενός πράκτορα και της ηθικής του Υποχρεώσεις. Ειδικότερα, επικεντρώνεται στο κατά πόσον τα γεγονότα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο πράκτορας θα ενεργούσε ελεύθερα σε ορισμένα πλαίσια θα έπαιζε οποιοδήποτε ρόλο σε τον καθορισμό των ηθικών υποχρεώσεων του πράκτορα. Ιστορικά, η Η συζήτηση έχει προκύψει κυρίως στο έργο αμερόληπτων συνεπειολόγων με ενδιαφέρον για τη δεοντική λογική. Ωστόσο, η συνάφειά της δεν είναι περιορίζεται σε τέτοιες εκδοχές συνέπειας. Η συζήτηση αφορά την πεδίο εφαρμογής των πράξεων που αποτελούν σχετικές επιλογές για τον αντιπρόσωπο, το οποίο είναι ζήτημα που διαπερνά και έχει ουσιαστικές επιπτώσεις σε ένα ευρύ εύρος κανονιστικών ηθικών απόψεων. Ως εκ τούτου, η συζήτηση φέρνει Εστίαση σε θέματα κεντρικής σημασίας για κάθε κανονιστική ηθική θεωρία.

1. Ιστορική προέλευση της συζήτησης
1.1 Ορισμένες βασικές υποθέσεις
1.2 Ένα επιχείρημα ότι ο ωφελιμισμός είναι τυπικά ασυνάρτητος
1.3 Απαντήσεις και η άνοδος της συζήτησης για την επικαιρότητα/δυνατότητα
2. Δυνατότητα
2.1 Η ουσία της συζήτησης
2.2 Καθηγητής Αναβλητικός
2.3 Ορισμός δυνατοτήτων (και επικαιρότητας)
2.4 Δυνατότητα, επικαιρότητα και η σχετική αίσθηση της «ικανότητας»
2.5 Αντιρρήσεις για τη δυνατότητα
2.5.1 Η χειρότερη ένσταση αποτελέσματος
2.5.2 Η αντίρρηση του συμβούλου
2.5.3 Η αντίρρηση της ασυμμετρίας
3. Επικαιρότητα
3.1 Το πρόβλημα των από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων για ορισμένες μορφές επικαιρότητας
3.2 Προκαταρκτικές διατυπώσεις της επικαιρότητας
3.3 Μια συμφραζόμενη διατύπωση της επικαιρότητας
3.4 Αντιρρήσεις στην Συμφραζόμενη Επικαιρότητα
3.4.1 Από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις χωρίς διλήμματα υποχρέωσης
3.4.2 Το πρόβλημα της συσσώρευσης
3.5 Αντιρρήσεις σε όλες τις μορφές επικαιρότητας
3.5.1 Αποφυγή υποχρεώσεων απλώς και μόνο με φαύλο ηθικό χαρακτήρα
3.5.2 Επιβολή κυρώσεων για κακή συμπεριφορά
4. Απόψεις για την ασφάλεια
4.1 Μια Συγχρονική Αναλογιστική-Πιθανή Περίπτωση
4.2 Πλήρως καθορισμένες άμεσες επιλογές
4.3 Είδη ελέγχου των άμεσων επιλογών
5. Μη πρωτογενείς υποχρεώσεις
6. Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΥ/OMNISM
7. Συμπέρασμα

1. Ιστορική προέλευση της συζήτησης

1.1 Ορισμένες βασικές υποθέσεις

Για ενδεχόμενους ιστορικούς λόγους, αυτή η συζήτηση εκτυλίχθηκε σε μια τέτοια τρόπο με τον οποίο γίνονται οι ακόλουθες παραδοχές στο φάκελο λογοτεχνία. Πρώτον, πιθανότατα για ευκολία έκθεσης, όλοι γράφουν ως αν ο αντιπραγματικός ντετερμινισμός είναι αληθής (Goldman 1976: 469; Γκρίνσπαν 1978: 77). Δηλαδή, υποτίθεται ότι υπάρχουν γεγονότα σχετικά με το πώς ένα Ο πράκτορας (όχι απλώς θα μπορούσε) να ενεργήσει σε οποιοδήποτε δεδομένο κατάσταση. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της συζήτησης (Portmore 2011: 56 fn. 1). Δεύτερον, αφού όλοι γράφουν σαν να είναι αληθής και ο αντιπραγματικός ντετερμινισμός και σαν να μπορούν να δράσουν οι πράκτορες Με έναν τρόπο με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν ενεργούν, εκείνοι που συμμετέχουν στη συζήτηση φαίνεται να Υποθέστε συμβατότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ανησυχίες που εξέφρασε η Η συζήτηση για την επικαιρότητα/δυνατότητα εξακολουθεί να προκύπτει ακόμη και αν ο φιλελευθερισμός σχετικά με Η ελεύθερη βούληση θεωρείται δεδομένη (Portmore 2011: 167 fn. 21). Περιγράφοντας το Η συζήτηση με ελευθεριακούς όρους, ωστόσο, προσθέτει ένα επιπλέον στρώμα πολυπλοκότητα στη συζήτηση. Τρίτον, κάποια μορφή μεγιστοποίησης Η συνέπεια γενικά θεωρείται, και πάλι, πιθανή για ευκολία έκθεση. Η συζήτηση στην πραγματικότητα προκύπτει για οποιαδήποτε κανονιστική ηθική θεωρία που υποστηρίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον λόγοι pro tanto για να επιφέρει το καλό, και έτσι η σημασία αυτής της συζήτησης επεκτείνεται πολύ πέρα από τις μορφές μεγιστοποίησης της συνέπειας (Bales 1972; Γκόλντμαν 1976: 458 fn. 13). Τέταρτον, οι διάφορες θέσεις στη συζήτηση είναι οι εξής: κατανοητές με όρους αντικειμενικών και όχι υποκειμενικών υποχρεώσεων, αν και τα ίδια ζητήματα προκύπτουν με Σεβασμός και στα δύο. Αντικειμενικές υποχρεώσεις είναι αυτές που καθορίζονται από το σύνολο των τα κανονιστικά συναφή πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιλαμβάνουν πραγματικά περιστατικά των οποίων ο αντιπρόσωπος μπορεί να μην το γνωρίζουν. Αντιθέτως, οι υποκειμενικές υποχρεώσεις καθορίζονται από Η επιστημική κατάσταση του πράκτορα (όπως οι πεποιθήσεις ή οι πεποιθήσεις του που θα υποστηριχθεί από τα αποδεικτικά στοιχεία της) σχετικά με την κανονιστική σχετικά γεγονότα (πρβλ. Zimmerman 1996: 10–20· Portmore 2011: 12–23). Ακολουθώντας τους κανόνες της βιβλιογραφίας, αυτές οι υποθέσεις λειτουργούν και στο παρασκήνιο αυτού του λήμματος εγκυκλοπαίδειας. Όμως Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να γίνει τίποτα για να ξεφύγει η συζήτηση έδαφος.

1.2 Ένα επιχείρημα ότι ο ωφελιμισμός είναι τυπικά ασυνάρτητος

Οι ιστορικές καταβολές της συζήτησης μπορούν να αναχθούν στην εργασία από Lars Bergström και Hector-Neri Castañeda. Στο Α ́ του Πρόβλημα για τον ωφελιμισμό (1968), ο Castañeda υποστηρίζει ότι, Δεδομένων μερικών τυποποιημένων υποθέσεων, ο ωφελιμισμός είναι τυπικά ασυνάρτητος. Το επιχείρημά του μπορεί να διατυπωθεί αρκετά ευθέως. Πρώτον, ο Castañeda υποθέτει μια αρχή της δεοντικής λογικής γνωστή ως "οφείλει να διανέμει μέσω συνδυασμού". Αυτή η αρχή υποστηρίζει ότι αν ένας πράκτορας S πρέπει να κάνει και τον Α και τον Β, τότε ο S πρέπει να κάνει τον Α και ο S πρέπει να κάνει τον Β (1968: 141). Ο όρος "πρέπει" χρησιμοποιείται σε ποικιλία διαφορετικών τρόπων στη βιβλιογραφία ηθικής. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιείται στη διατύπωση απόψεων στον Actualism/Possibilism λογοτεχνία, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υποδηλώνει το όφειλο της ηθικής υποχρέωση. Αυτή η ιδέα μπορεί να αναπαρασταθεί πιο επίσημα ως Ought Distributes Through Conjuction:(ODC)O(Ένας&B)→O(Ένας)&O(B)O(Ένας&B)→O(Ένας)&O(B)

Με άλλα λόγια, εάν ένας αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει ένα σύνολο πράξεων, τότε Ο εν λόγω αντιπρόσωπος υποχρεούται να εκτελέσει καθεμία από τις πράξεις του εν λόγω συνόλου.

Δεύτερον, ο Castañeda θεωρεί μια αρχή στην οποία αναφέρεται ως (U), την οποία θεωρεί βασική δέσμευση όλων των υφιστάμενων μορφών ωφελιμισμός.κα)Ο S είναι ηθικά υποχρεωμένος να κάνει το x στις περιστάσεις C εάν και μόνο εάν το S είναι κάνοντας x στο C θα επιφέρει μεγαλύτερη ισορροπία του καλού πάνω από κακό από την εκτέλεση οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής δράσης που είναι ανοιχτή σε αυτήν στο C (1968: 142).

Μερικοί που έχουν απαντήσει στον Castañeda, όπως ο Zellner (1972: 125), θεώρησε ότι το (U) δεν είναι μόνο μια δέσμευση ωφελιμισμού, αλλά μια διατύπωση του ίδιου του ενεργού-ωφελιμισμού. Τώρα, εδώ είναι το υποτιθέμενο πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Castañeda, (ODC) και (U) δημιουργούν αντιφατικές συνταγές. Για να δει γιατί το πίστευε αυτό, ας υποθέσουμε ότι ένας πράκτορας S εκτελεί τη σύζευξη Σκηνικό-Πράξη ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩ επιφέρει μεγαλύτερη ισορροπία καλό έναντι κακού από οποιοδήποτε εναλλακτικό σύνολο πράξεων (singleton ή πληθυντικός) που μπορεί να εκτελέσει το S. Υποτίθεται ότι προκύπτει από το (U) που ο S υποχρεούται να εκτελέσει ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩. Τώρα, δεδομένου (ODC), προκύπτει ότι ο S είναι υποχρεωμένος να εκτελώ ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και ότι η S είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει ⟨B⟩⟨B⟩. Αλλά Ο Castañeda διεκδικεί, δεδομένου (U), την εκτέλεση ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ θα είχε ως αποτέλεσμα περισσότερο καθαρό καλό από την εκτέλεση οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης, συμπεριλαμβανομένου ⟨B⟩⟨B⟩. Επιπλέον, δεδομένου ότι (U), η εκτέλεση ⟨B⟩⟨B⟩ θα οδηγούσε επίσης σε περισσότερο καθαρό καλό από ό, τι εκτέλεση οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης, συμπεριλαμβανομένων ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩. Εξ ου και το υποτιθέμενη αντίφαση. Εκτέλεση ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ Δεν είναι δυνατό το αποτέλεσμα τόσο σε περισσότερο καλό όσο και σε λιγότερο καλό από την απόδοση ⟨B⟩⟨B⟩. Η συνέπεια αυτή μπορεί να καταδειχθεί με ένα παράδειγμα, αντλούμενο από Βεστφαλία (1972: 83–84).Σχολική πυρκαγιά: Ο Tom είναι δάσκαλος σε ένα σχολείο που κάηκε. Πριν από την καταστροφή, όταν ο καιρός ήταν Ζεστός στην αρχή του πρώτου μαθήματος, του είπαν να ⟨ανοίξει το παράθυρο & κλείστε την πόρτα⟩. Το ανοιχτό παράθυρο θα προωθούσε καλό εξαερισμό και η κλειστή πόρτα θα μείωνε τον θόρυβο και περισπασμούς στο διάδρομο. Και οι δύο θα βοηθούσαν σημαντικά την μαθητές για να μάθουν.

Φυσικά, η πράξη-σύνολο του ⟨άνοιγμα του παραθύρου &; κλείσιμο η πόρτα⟩ είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο Τομ υπό τις συνθήκες που είναι στην αρχή της εν λόγω ζεστής ημέρας. Δεδομένο Το επιχείρημα του Castañeda, ο Tom είναι υποχρεωμένος να ⟨ανοίξει το παράθυρο⟩ και είναι υποχρεωμένος να ⟨κλείσει το πόρτα⟩. Αλλά αν είναι υποχρεωμένος να κάνει καθένα από αυτά, τότε ⟨ανοίγοντας το παράθυρο⟩ πρέπει να παράγει περισσότερο καθαρό αγαθό από οποιοδήποτε εναλλακτική λύση και ⟨κλείσιμο της πόρτας⟩ πρέπει να παράγει περισσότερα καθαρό καλό από οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Αλλά, ισχυρίζεται ο Castañeda, κάθε ένα από τα Αυτές οι πράξεις δεν μπορούν να είναι μοναδικά βέλτιστες.

1.3 Απαντήσεις και η άνοδος της συζήτησης για την επικαιρότητα/δυνατότητα

Το σύντομο άρθρο του Castañeda προκάλεσε μια σειρά απαντήσεων με διάφορες προτεινόμενες λύσεις. Ο ίδιος ο Castañeda υποστήριξε ότι το πρόβλημα προέκυψε από τη ρήτρα "μόνο εάν" στο στοιχείο U) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εξαλειφθεί. Ωστόσο, πίστευε ότι, Ακόμη και μετά την κατάργηση αυτής της ρήτρας, παραμένει ένα ανοικτό ζήτημα κατά πόσον ο ωφελιμισμός θα μπορούσε να προσδιορίσει τις απαραίτητες συνθήκες για υποχρεωτικές δράσεις (1968: 142).

Οι πιο πολυάριθμες και σημαντικές απαντήσεις γράφτηκαν από τον Lars Bergström, ο οποίος υποστήριξε ότι η αντίφαση προκύπτει μόνο αν είναι υποθέτει ότι ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και ⟨B⟩⟨B⟩ αποτελούν εναλλακτικές λύσεις υπό τη σχετική έννοια. Υποστήριξε ότι ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και ⟨B⟩⟨B⟩ δεν είναι, στην πραγματικότητα, εναλλακτικές λύσεις δεδομένου ότι είναι συμβατά (Bergström 1968b: 43). Συγκεκριμένα, αυτό είναι ένα ζήτημα για το οποίο ο Bergström γνώριζε σαφώς στο έργο του (1966: κεφ. 2) βιβλίο στο οποίο υποστήριξε ότι «δύο ενέργειες μπορούν εύλογα να θεωρούνται εναλλακτικές λύσεις (υπό την ηθικώς σχετική έννοια) μόνον εφόσον είναι ασυμβίβαστες ή αλληλοαποκλείονται». Εάν, υποθετικά, ο S είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩τότε ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και ⟨B⟩⟨B⟩ πρέπει να είναι συμβατά και Έτσι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις (1968b: 44). Η μεταγενέστερη βιβλιογραφία αποτελούνταν από ένα μπρος-πίσω μεταξύ Bergström και Castañeda που περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τον προσδιορισμό του ηθικά σχετικό σύνολο εναλλακτικών λύσεων και του Bergström επιχειρεί να διατυπώσει μια ωφελιμιστική αρχή που αποφεύγει Η ένσταση του Castañeda (Bergström 1968a,b, 1971, 1973, 1976; Castañeda 1968, 1969, 1972). Όπως θα φανεί στο τα επόμενα τμήματα, το ζήτημα του προσδιορισμού του ηθικά σχετικού Το σύνολο των εναλλακτικών αποτελεί την ουσία του Actualism/Possibilism συζήτηση.

Ο Dag Prawitz (1970) και ο Fred Westphal (1972) πρότειναν και οι δύο την αναθεώρηση του (U) με την ευρετηρίαση των ενεργειών στο χρόνο που θα έπρεπε να εκτελεστούν προκειμένου να επιτευχθεί το μοναδικά βέλτιστο αποτέλεσμα. Έτσι, εάν εκτελείτε Η κοινή πράξη ⟨Ένας σε t1&B σε t2⟩⟨Έναςσεt1&Bσεt2⟩ Θα έχουν ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο καθαρό ποσό αγαθού, τότε το S είναι υποχρεωμένο για να εκτελέσετε ⟨Ένας σε t1⟩⟨Έναςσεt1⟩ και να εκτελέσει ⟨B σε t2⟩⟨Bσεt2⟩ και, ισχυρίζεται η Westphal, αυτό αποφεύγει την αντίφαση. Σε t1t1, ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ υποτίθεται ότι είναι η πράξη που θα παρήγαγε τη μεγαλύτερη καθαρή ποσότητα αγαθού σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη πράξη που μπορεί να εκτελεστεί σε t1t1. Σε t2t2, ⟨B⟩⟨B⟩ υποτίθεται ότι είναι η πράξη που θα παρήγαγε το μεγαλύτερο δίχτυ ποσό αγαθού σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη πράξη που μπορεί να εκτελεστεί σε t2t2. Τέλος, μεταξύ των εκτελέσιμων σκηνικών που μπορεί να προκύψουν από t1t1–t2t2, ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩ είναι το σύνολο πράξεων που θα παρήγαγε τη μεγαλύτερη καθαρή ποσότητα καλού. Έτσι, το καθένα Η πράξη είναι η μοναδικά βέλτιστη πράξη τη στιγμή που εκτελείται, ή έτσι Αξιώσεις Westphal. Συγκεκριμένα, Prawitz (1968, 1970) και Westphal (1972) Καθένας από αυτούς υποστηρίζει ότι μια πράξη είναι επιτρεπτή εάν και μόνο εάν αποτελεί μέρος ενός Ηθοποιοί που, αν εκτελούνταν, θα έφερναν το μεγαλύτερο καθαρό καλό οποιαδήποτε από τις πράξεις που έχει στη διάθεσή του ο αντιπρόσωπος. Προβάλλοντας αυτό το επιχείρημα, Ο Prawitz και ο Westphal έδιναν αυτό που μπορεί να θεωρηθεί το παλαιότερο Άμυνες της δυνατότητας. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκαν ακόμη στην άποψη αυτή ως δυνατότητα.

Ενώ η ίδια η δυνατότητα παραμένει μια βιώσιμη άποψη στη βιβλιογραφία, Ο Harold Zellner απέδειξε ότι οι Prawitz και Westphal απαντήσεις δεν έλυσαν το συγκεκριμένο πρόβλημα Castañeda ταυτίζεται με τον ωφελιμισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή, κατά την εκτέλεση ⟨Ένας σε t1&B σε t2⟩⟨Έναςσεt1&Bσεt2⟩ μπορεί να είναι μοναδικά βέλτιστη, δεν συνεπάγεται ότι η εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτά Οι μεμονωμένες πράξεις στους αντίστοιχους χρόνους τους θα ήταν μοναδικά βέλτιστες. Για παράδειγμα, η εκτέλεση ⟨Ένας σε t1⟩⟨Έναςσεt1⟩ μπορεί να μην είναι μοναδικά βέλτιστη εάν ο παράγοντας δεν θα αποδώσει ⟨B σε t2⟩⟨Bσεt2⟩αν εμφανιστεί για πρώτη φορά ⟨Ένας σε t1⟩⟨Έναςσεt1⟩. Ζέλνερ (1972: 125) το δείχνει αυτό με την ακόλουθη περίπτωση.Διδάξτε, παίξτε Έρως ή παραλείψτε την τάξη: Ας υποθέσουμε ότι το καλύτερο act-set που μπορεί να εκτελέσει ο Tom είναι ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩, πού ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ = μετακίνηση στην πανεπιστημιούπολη και ⟨B⟩⟨B⟩ = διδάξει τα μαθήματά του. Ο Τομ μπορεί επίσης ⟨C⟩⟨C⟩, πού ⟨C⟩⟨C⟩ = παίξε τον Έρωτα δανείζοντας το αυτοκίνητό του σε δύο άτομα ώστε να μπορούν να βγουν ραντεβού. Τέλος, ας υποθέσουμε ότι αν ο Τομ επρόκειτο να ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ πηγαινοερχόμενος στην πανεπιστημιούπολη, θα το έκανε ⟨∼B⟩⟨∼B⟩ παραλείψτε την τάξη διδασκαλίας. Αυτό είναι το χειρότερο Ο ηθοποιός Τομ μπορεί να παίξει.

Και πάλι, θα ήταν καλύτερο αν ο Tom ⟨μετακινείται στην πανεπιστημιούπολη & διδάσκει⟩, δεύτερη καλύτερη αν ⟨παίζει Έρως⟩ και χειρότερο αν ⟨μετακινείται στην πανεπιστημιούπολη και παραλείπει την τάξη⟩. Έτσι, η αξία των συνόλων πράξεων μπορεί να καταταχθεί από το καλύτερο στο χειρότερο ως Εξής.

⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩
⟨C⟩⟨C⟩
⟨Ένας&∼B⟩⟨Ένας&∼B⟩

Ο Zellner επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι ο Tom θα ⟨∼B⟩⟨∼B⟩ αν Έπρεπε να ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩, την αξία της εκτέλεσης ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ δεν είναι μοναδικά βέλτιστη, παρόλο που η αξία του Εκτέλεση ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩ είναι μοναδικά βέλτιστο. Έτσι σε τέτοιες περιπτώσεις, το (U) σε συνδυασμό με το (ODC) εξακολουθεί να δημιουργεί αντιφάσεις, ακόμη και αν κάθε πράξη ευρετηριάζεται με βάση τις αντίστοιχες φορές. Ο Zellner υποστήριξε ότι, για την επίλυση του προβλήματος, (U) πρέπει να απορριφθεί επειδή δεν συνάδει με ένα υποτιθέμενο βασικό αρχή της συμπερασματολογίας, αναφερόμενη ως (NI), σύμφωνα με την οποία εάν Ο αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και την ερμηνεία της ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ συνεπάγεται την ερμηνεία της ⟨B⟩⟨B⟩τότε είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει ⟨B⟩⟨B⟩ (1972: 125). Αυτό Ο κανόνας αναφέρεται μερικές φορές ως κανονιστική κληρονομιά ή ως επιτρεπτό είναι κλειστό υπό επιπτώσεις. Μπορεί να είναι αντιπροσωπεύεται πιο επίσημα στο σύστημα Standard Deontic Logic ως (Feldman 1986: 41):(NI)

Αν ⊢Ένας→B⊢Ένας→B τότε ⊢O(Ένας)→O(B)⊢O(Ένας)→O(B)

Αυτή η βιβλιογραφία σχετικά με τη συνοχή του ωφελιμισμού δημιούργησε άμεσα στη βιβλιογραφία επικαιρότητας/πιθανοτήτων. Το πιο σημαντικό, (i) έκανε προεξέχουσα σημασία του καθορισμού των σχετικών εναλλακτικών πράξεων στη διάθεση του πράκτορα και (ii) περιπτώσεις όπως Teach, Play Το Cupid ή το Skip Class έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το Σχέση μεταξύ των ελεύθερων ενεργειών ενός πράκτορα και της ηθικής του Υποχρεώσεις. Όπως θα φανεί στην επόμενη ενότητα, οι αναλογιστές Και οι πιθανοί χωρίζονται σε περιπτώσεις με αυτήν ακριβώς τη δομή.

2. Δυνατότητα

2.1 Η ουσία της συζήτησης

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος προσπαθεί να καθορίσει αν είναι υποχρεωμένη να το κάνει να διδάξουν ένα μάθημα θερινού σχολείου από το οποίο οι μαθητές θα επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό, αλλά μόνο αν διδάσκεται καλά. Κάνετε γεγονότα σχετικά με το πώς ένας πράκτορας θα διδάξει το (π.χ. καλά ή κακώς) έχουν κάποιο ρόλο στον καθορισμό του αν Είναι ηθικά υποχρεωμένος να διδάξει το μάθημα; Οι αναλογιστές απαντούν στο καταφατική και δυνητική αρνητική. Οι πιθανολόγοι θεωρούν ότι Η δεοντική ιδιότητα μιας πράξης φφ εξαρτάται από γεγονότα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μια Ο πράκτορας θα μπορούσε να δράσει αν το έκανε φφ. Έτσι, σύμφωνα με ενδεχομένως, τι καθορίζει αν πρέπει να διδάξει το καλοκαίρι σχολική πορεία είναι αν θα μπορούσε να το διδάξει καλά, ανεξάρτητα από το αν θα το δίδασκε καλά. Αναλογιστές, Αντιθέτως, θεωρούν ότι η δεοντική ιδιότητα μιας πράξης φφ Εξαρτάται εν μέρει, σχετικά με τα γεγονότα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσε ένας πράκτορας (υπό ορισμένες συνθήκες) ήταν να φφ. Έτσι, σύμφωνα με τους αναλογιστές, περίπου Τι έχει σημασία για να καθοριστεί αν κάποιος πρέπει να διδάξει το θερινό σχολείο Το μάθημα είναι αν θα το διδάξει καλά, ανεξάρτητα από το αν θα μπορούσε να το διδάξει καλά.

2.2 Καθηγητής Αναβλητικός

Αυτές οι απόψεις, και οι διαφορές τους, μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές από λαμβάνοντας υπόψη την τυπική περίπτωση στη βιβλιογραφία, δηλαδή τον καθηγητή Αναβλητικότητα. Holly M. Smith (πρώην Holly S. Goldman) παρέχει την πρωτότυπη εκδοχή αυτής της υπόθεσης στο βιβλίο της (1978: 185–186) δοκίμιο, και παραλλαγές του εμφανίζονται σε όλη την λογοτεχνία (Jackson &; Pargetter 1986: 235; Carlson 1995: 124; Vorobej 2000: 131–132; Portmore 2011: 180, 2019: κεφ. 5; Τίμερμαν 2015: 1512; Timmerman &; Cohen 2016: 673–674; Καριανή 2016: 400).Καθηγητής Procrastinate: Καθηγητής Ο αναβλητικός καλείται να αναθεωρήσει την εργασία ενός μεταπτυχιακού φοιτητή, σύντομα θα δοθεί ως ομιλία εργασίας. Η αναβλητικότητα μπορεί να ⟨ να συμφωνήσει Επανεξετάστε το έγγραφο και αναθεωρήστε το έγγραφο⟩, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα ο φοιτητής που λαμβάνει μια πρώτης τάξεως προσφορά εργασίας. Η αναβλητικότητα μπορεί επίσης ⟨συμφωνείτε να αναθεωρήσετε την εργασία & να μην την αναθεωρήσετε⟩, που θα είχε ως αποτέλεσμα ο φοιτητής να μην λάβει καμία προσφορά εργασίας. Τελικά Η αναβλητικότητα μπορεί να ⟨αρνηθεί να αναθεωρήσει το έγγραφο και να μην αναθεωρήσει το χαρτί⟩, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα ο μαθητής να ρωτήσει κάποιον Αλλιώς, να λαμβάνετε μέτρια σχόλια και να λαμβάνετε μια δουλειά δεύτερης κατηγορίας προσφορά. Τώρα, αν οι Αναβλητικοί επρόκειτο να ⟨ συμφωνήσουν να αναθεωρήσουν το χαρτί⟩, αργότερα ελεύθερα ⟨δεν θα επανεξετάσει Είναι⟩.

Η αξία των συνόλων πράξεων που μπορεί να εκτελέσει ο Αναβλητικός κατατάσσεται από το καλύτερο στο χειρότερο ως εξής.Χ.⟨ένας⟩⟨ένας⟩ συμφωνούν να επανεξετάσουν το έγγραφο και ⟨b⟩⟨b⟩ αναθεώρηση Το έγγραφοΥ.⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩ να αρνηθεί να εξετάσει το έγγραφο και ⟨∼b⟩⟨∼b⟩ να μην εξετάσει το έγγραφοΖ.⟨ένας⟩⟨ένας⟩ συμφωνούν να επανεξετάσουν το έγγραφο και ⟨∼b⟩⟨∼b⟩ να μην εξετάσει το έγγραφο

Επιπλέον, η αναβλητικότητα θα ⟨∼b⟩⟨∼b⟩ πάντως για το αν θα το έκανε ⟨ένας⟩⟨ένας⟩. Με άλλα λόγια, η Τα ακόλουθα αντιγεγονότα είναι αληθή.(1)Εάν χρονοτριβείτε ήταν να ⟨ένας⟩⟨ένας⟩, θα το έκανε ⟨Z⟩⟨Z⟩.(2)Εάν χρονοτριβείτε ήταν να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩, θα το έκανε ⟨Y⟩⟨Y⟩.

Σε έναν πρόχειρο ορισμό, σύμφωνα με την πραγματικότητα, η αναβλητικότητα είναι υποχρεωμένη να αρνηθεί να αναθεωρήσει την εργασία γιατί αυτό που πραγματικά θα συνέβαινε αν αρνούνταν είναι καλύτερο από αυτό θα συνέβαινε στην πραγματικότητα αν συμφωνούσε να επανεξετάσει το χαρτί. Αντίθετα, σύμφωνα με τη δυνατότητα, η αναβλητικότητα είναι υποχρεούνται να συμφωνήσουν να επανεξετάσουν το έγγραφο, διότι αυτό αποτελεί μέρος του καλύτερη σειρά πιθανών ενεργειών που μπορεί να χρονοτριβεί εκτελούν τη ζωή της. Τώρα που καλύψαμε πώς αυτές οι απόψεις Γενικά ξεχωρίζουν, θα επικεντρωθούμε στις πιο ακριβείς διατυπώσεις αυτών των απόψεων σε επόμενες ενότητες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι Αντιγεγονότα όπως (1) και (2) θεωρούνται αληθή τουλάχιστον εν μέρει λόγω του ατελούς ηθικού χαρακτήρα του Αναβλητικού. Ωστόσο, τέτοια αντιπαραδείγματα μπορούν επίσης να είναι αληθή ως αποτέλεσμα μιας άγνοια του πράκτορα, ως αποτέλεσμα της έλλειψης της επιδεξιότητας να να εκτελέσει μια πράξη και ως αποτέλεσμα της αδυναμίας ενός πράκτορα να κατανοούν κάποια μελλοντική πράξη (Goldman 1978: 198; Bykvist 2002: 50). Για Οι σκοποί αυτής της καταχώρησης, θα επικεντρωθούμε σε έναν πράκτορα ατελής ηθικός χαρακτήρας, δεδομένου ότι αυτός ο παράγοντας φαίνεται να είναι η κινητήρια δύναμη δύναμη πίσω από πολλά σημεία διαφωνίας μεταξύ των αναλογιστών και πιθανολόγοι.

2.3 Ορισμός δυνατοτήτων (και επικαιρότητας)

Στην απλούστερη μορφή του, η δυνατότητα είναι η άποψη ότι ένας πράκτορας είναι υποχρεούται να εκτελέσει μια πράξη μόνο σε περίπτωση που είναι μέρος της καλύτερης σειράς των πράξεων που μπορεί να εκτελέσει κατά τη διάρκεια της ζωής της. Μπορεί να οριστεί πιο επίσημα ως εξής.Δυνατότητα: Σε t ένας πράκτορας S είναι υποχρεούνται να φφ σε t′t′ iff S μπορεί φφ σε t′t′ και φφ-ing στο t′t′ είναι μέρος του καλύτερου σετ ηθοποιών από το οποίο μπορεί να εκτελέσει το S t′t′ μέχρι την τελευταία φορά που μπορεί να εκτελέσει μια πράξη.

Σύμφωνα με τη δυνατότητα, τα σύνολα πράξεων που έχουν τη δεοντική τους υπόσταση άμεσα (δηλαδή, δεν έχουν τη δεοντική τους ιδιότητα δυνάμει του deontic status οποιουδήποτε άλλου act-set) είναι τα σύνολα πράξεων που μπορούν οι πράκτορες εκτελούν καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής τους, στην οποία θα αναφερθούμε ως μέγιστα σύνολα πράξεων (Åqvist 1969). Επιπλέον, οποιαδήποτε μη μέγιστη Το act-set έχει τη δεοντική του κατάσταση έμμεσα (δηλαδή, η δεοντική του κατάσταση είναι καθορίζεται από τη δεοντική κατάσταση ενός μέγιστου συνόλου πράξεων του οποίου είναι μέρος). Στον καθηγητή Procrastinate, υποθέτοντας ότι Η αναβλητικότητα δεν μπορεί να εκτελέσει καμία πράξη μετά από οποιαδήποτε από τις δύο ⟨X⟩⟨X⟩, ⟨Y⟩⟨Y⟩ή ⟨Z⟩⟨Z⟩, Οι πιθανολόγοι θεωρούν ότι ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨ένας⟩⟨ένας⟩ επειδή το καλύτερο μέγιστο σύνολο πράξεων που μπορεί να εκτελέσει πάνω από το Η πορεία της ζωής της περιλαμβάνει ⟨X⟩⟨X⟩και ⟨X⟩⟨X⟩-ing απαιτεί ⟨ένας⟩⟨ένας⟩-ing.

Η δυνατότητα έχει δοθεί ελαφρώς διαφορετικοί ορισμοί στο λογοτεχνία. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους διαφορετικούς ορισμούς της πραγματικότητας Συζητήθηκε στην επόμενη ενότητα, τυπικοί ορισμοί της πιθανότητας είναι ουσιαστικά συνώνυμο. Η Patricia Greenspan (1978) δεν προσφέρει επίσημο ορισμό της δυνατότητας, αλλά υπερασπίζεται την άποψη μέσω απορρίπτοντας την αναλογιστική αρχή της Holly Goldman, που αναφέρεται ως (Ζ*1). Η Greenspan το κάνει αυτό στη διαδικασία υπεράσπισης της άποψής της (1975) σε μια σχετική συζήτηση σχετικά με το αν οι δηλώσεις πρέπει να είναι χρονολογούνται διαφορετικά από τα αντικείμενά τους και για το αν κατέχουν από διαφορετικές χρονικές απόψεις. Ο Fred Feldman ορίζει τη δυνατότητα στο όρους πιθανών κόσμων. Ο Feldman αναφέρεται στη θεωρία του ως (MO). Όπως αυτός χαρακτηρίζει (MO), αυτό που ο S είναι ηθικά υποχρεωμένος να κάνει, "Από μια στιγμή, t", είναι,

για να φροντίσουμε για την εμφάνιση μιας κατάστασης πραγμάτων, p, iff p συμβαίνει σε κάποιο κόσμο προσβάσιμο στο S at t, και δεν είναι Η περίπτωση που ∼p∼p εμφανίζεται σε οποιονδήποτε προσβάσιμο κόσμο τόσο καλό όσο (ή καλύτερα από) αυτό. (Feldman 1986: 38)

Ο Michael Zimmerman ορίζει τη δυνατότητα με την απλούστερη, τυπική έννοια δίνεται παραπάνω (2006: 153; 2017: 119). Ωστόσο, αναπτύσσει επίσης και υπερασπίζεται (MO)-εμπνευσμένες διατυπώσεις της δυνατότητας. Στο βιβλίο του (1996), Παρέχει μια διατύπωση αυτού που αναφέρεται ως «κόσμος possibilism» (WP) που επικαλείται την έννοια του «δεοντικού» αξία" αντί για "εγγενή αξία", έτσι ώστε εμποδίζουν τη διατύπωση της δυνατότητας να υποθέσει αμερόληπτη συνέπεια. Στο δοκίμιό του (2006: 166), υπερασπίζεται μια προοπτική έκδοση του (WP), όπου η εν λόγω τιμή είναι η αναμενόμενη τιμή του όλες τις πράξεις που μπορεί να εκτελέσει σκόπιμα ένας πράκτορας, τις οποίες αναφέρει ως "προσαρμοσμένη βασική μελλοντική αξία".

Υπάρχουν και άλλες απόψεις που αποκλίνουν από τους παραπάνω τυποποιημένους ορισμούς της δυνατότητας. Ο Carlson (1995: 99–109, 1999) υπερασπίζεται την άποψη ότι έχει ομοιότητες με τη δυνατότητα στην οποία η μόνη υποχρεωτική πράξη είναι ένα μοναδικό, ελάχιστα συγκεκριμένο, πάντα βέλτιστο σύνολο πράξεων. Σε t ένα σύνολο πράξεων είναι βέλτιστο για έναν πράκτορα S μόνο σε περίπτωση που το αποτέλεσμά του είναι τουλάχιστον τόσο καλό όσο οποιοδήποτε άλλο σύνολο πράξεων που μπορεί να εκτελεστεί για το S στο t. Ένα πάντα βέλτιστο σύνολο πράξεων είναι αυτό που είναι βέλτιστο ανεξάρτητα από το τι κάνει το S στο t. Μια πάντα Το βέλτιστο σύνολο πράξεων είναι ελάχιστα συγκεκριμένο μόνο σε περίπτωση που δεν είναι σωστό μέρος κάποιου άλλου πάντα βέλτιστου συνόλου πράξεων που είναι διαθέσιμο στον S. Ένας Το ελάχιστα συγκεκριμένο, πάντα βέλτιστο σύνολο πράξεων είναι μοναδικό για κάθε περίπτωση Δεν υπάρχει άλλο ελάχιστα συγκεκριμένο, σταθερά βέλτιστο σύνολο πράξεων. στη διάθεση του S. Έτσι, σε αντίθεση με τις τυποποιημένες συνθέσεις Δυνατότητα, χωρίς ηθοποιία που να αποτελεί κατάλληλο μέρος ενός μοναδικού ελάχιστου Το συγκεκριμένο πάντοτε βέλτιστο σύνολο πράξεων έχει δεοντική κατάσταση. Βορομπέι (2000) υπερασπίζεται μια άποψη που αναφέρεται ως «πεζή δυνατότητα", η οποία μπορεί να θεωρηθεί ενδιάμεσος μεταξύ δυνατότητα και επικαιρότητα. Στο άρθρο του (2009), το οποίο περιέχει ένα επιχείρημα κατά της πιθανότητας, ο Woodard ορίζει την άποψη ως εξής: κανονιστικούς λόγους για δράση και όχι ηθικές υποχρεώσεις. Ως τελικός παράδειγμα, στο άρθρο του (2016), ο Vessel προτείνει αυτό που παίρνει για να είναι "πιθανή παραλλαγή" μιας άποψης γνωστής ως ηθική ασφάλεια, που θα συζητηθεί στο τμήμα 4. Ο πρώτος πιθανός ορισμός που δίνεται σε αυτό το τμήμα, ωστόσο, αποτυπώνει την τυπική κατανόηση των δυνατοτήτων και των δεσμεύσεων των υποστηρικτών του, συμπεριλαμβανομένων των Greenspan (1978), Thomason (1981), Humberstone (1983), Feldman (1986: 38) και Zimmerman (1990; 1996: 190; 2006; 2008: κεφ. 3; 2017). Σε αυτόν τον ορισμό, η αναβλητικότητα είναι υποχρεωμένοι να συμφωνήσουν να αναθεωρήσουν το έγγραφο, δεδομένου ότι είναι μέρος των καλύτερων σειρά πράξεων που μπορεί να εκτελέσει κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Σε αντίθεση με τη δυνατότητα, οι τυποποιημένες μορφές επικαιρότητας υποστηρίζουν ότι Ο αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να αρνηθεί να αναθεωρήσει το έγγραφο, επειδή αυτό που θα συνέβαινε πραγματικά αν η αναβλητικότητα επρόκειτο να το κάνει αυτό είναι καλύτερο από Τι θα συνέβαινε στην πραγματικότητα αν συμφωνούσε να αναθεωρήσει το έγγραφο. Γιατί, τι θα συνέβαινε αν ο Αναβλητικός απέρριπτε την πρόσκληση είναι ότι ο φοιτητής θα λάβει μια προσφορά εργασίας δεύτερης κατηγορίας. Ωστόσο, εάν Θα συμφωνούσε να επανεξετάσει το έγγραφο, τότε δεν θα το εξέταζε και Ο φοιτητής δεν θα λάβει καμία προσφορά εργασίας. Ένα απλό, αλλά όχι Χωρίς προβλήματα, η εκδοχή του Actualism υποστηρίζει τα εξής:Επικαιρότητα: Σε t ένας πράκτορας S είναι υποχρεούνται να φφ σε t′t′ iff S μπορεί φφ σε t′t′ και τι θα συνέβαινε αν ο S επρόκειτο να φφ σε t′t′ είναι καλύτερο από το τι θα συνέβαινε αν ο S εκτελούσε οποιαδήποτε εναλλακτική πράξη σε t′t′.

Ένα πρόβλημα με αυτόν τον ορισμό είναι ότι θολώνει μαζί το Η εγγενής αξία των συνεπειών μιας πράξης και η δεοντολογική αξία της την πράξη αυτή. Η στάση ενός αναλογιστή σε σχέση με τη σχέση μεταξύ αυτών των διαφορετικών τύπων αξίας εξαρτάται από την προτίμησή της κανονιστική ηθική θεωρία. Θα συζητήσουμε πιο ακριβή και ενημερωτικά Ορισμοί της επικαιρότητας στο τμήμα 3. Ωστόσο, ο παραπάνω ορισμός αρκεί για να απεικονίσει το πρωτεύον διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας.

2.4 Δυνατότητα, επικαιρότητα και η σχετική αίσθηση της «ικανότητας»

Είναι φυσικό να διαγνωστεί αρχικά η διαφωνία μεταξύ Actualists και possibilists ως διαφωνία σχετικά με το ποιες πράξεις-σύνολα Οι πράκτορες μπορούν να εκτελέσουν. Ωστόσο, η συζήτηση για την επικαιρότητα/δυνατότητα Διαπερνά τις συζητήσεις σχετικά με τη σχετική έννοια ή τις σχετικές έννοιες του "μπορεί". Οι αναλογιστές και οι πιθανολόγοι μπορεί να συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το ποια Οι πράκτορες ηθοποιών μπορούν να εκτελέσουν σε οποιαδήποτε δεδομένη περίπτωση. Στο κάτω μέρος, τους Η διαφωνία αφορά το ποιες πράξεις, μεταξύ των πράξεων που μπορεί να κάνει ο αντιπρόσωπος εκτελούν, είναι κανονιστικά σχετικές επιλογές για τον πράκτορα. Λιγότερος Αφηρημένα, οι αναλογιστές και οι πιθανολόγοι μπορεί να συμφωνήσουν ότι ο Αναβλητικός μπορεί ⟨X⟩⟨X⟩, ⟨Y⟩⟨Y⟩ή ⟨Z⟩⟨Z⟩. Μετά από όλα, με διάταξη, μπορεί ⟨ένας⟩⟨ένας⟩ και αν αυτή ⟨ένας-ιθ⟩⟨ένας-ιθ⟩, τότε με όρο μπορώ ⟨b⟩⟨b⟩ Και αν το κάνει αυτό, τότε θα έχει Εκτελούνται ⟨X⟩⟨X⟩. Η αναβλητικότητα μπορεί ⟨X⟩⟨X⟩, αν και μπορεί κανείς ακόμα να αναρωτηθεί αν έχει το σχετικό είδος ικανότητας να ⟨X⟩⟨X⟩. Δηλαδή, μπορεί κανείς αναρωτιέμαι αν ⟨X-ing⟩⟨X-ing⟩ είναι μια σχετική επιλογή για τον πράκτορα. Αυτό είναι το ερώτημα που διχάζει Αναλογιστές και πιθανολόγοι. Goldman (1976: 453 και 1978: 153) αρχικά πρότεινε ότι ⟨X-ing⟩⟨X-ing⟩ είναι ένα σχετική επιλογή για τον πράκτορα, απευθυνόμενη στα ακόλουθα λογαριασμό ικανότητας.Ικανότητα 1: Ένας πράκτορας έχει τη δυνατότητα t1t1 για την εκτέλεση μιας πράξης Α στο t1+Nt1+N μόνο σε περίπτωση που υπάρχει μια ακολουθία πράξεων τέτοια ώστε ο παράγοντας να έχει την ικανότητα t1t1 προς Εκτελέστε την πρώτη από αυτές τις πράξεις στο t1t1, και εάν εκτελεί το πρώτη πράξη, τότε αργότερα θα έχει την ικανότητα να εκτελέσει τη δεύτερη πράξη εκείνη τη στιγμή, και αν εκτελεί τις δύο πρώτες πράξεις στο τους αντίστοιχους χρόνους τους, τότε σε ακόμα μεταγενέστερο χρόνο θα έχει το ικανότητα εκτέλεσης της τρίτης πράξης εκείνη τη στιγμή, και ούτω καθεξής, έως ότου Τέλος, αν εκτελέσει όλες τις πράξεις της ακολουθίας στο δικό τους αντίστοιχες ώρες, τότε στο t1+Nt1+N Θα έχει την ικανότητα να εκτελούν την πράξη Α στο t1+Nt1+N.

Είναι ενδιαφέρον ότι η Goldman (1978) αργότερα απορρίπτει αυτή την άποψη της ικανότητας Αφού εξέτασε περιπτώσεις στις οποίες, t1t1, ο πράκτορας μπορεί ⟨ένας⟩⟨ένας⟩, αλλά δεν θα ⟨b⟩⟨b⟩ και έτσι δεν θα ⟨X⟩⟨X⟩, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της στο t1t1. Τέτοιος Οι περιπτώσεις είναι αυτές όπου είναι δυνατό για τον πράκτορα να ⟨X⟩⟨X⟩, αλλά η Goldman υποστηρίζει ότι θα ήταν «άσκοπο να Χρησιμοποιήστε αυτόν τον απολογισμό ικανότητας κατά την αξιολόγηση του φάσματος των δραστηριοτήτων που μια ηθική αρχή πρέπει να αξιολογεί». Αυτό συμβαίνει επειδή οι πράκτορες "δεν ήταν δυνατή η πρακτική χρήση" των συνταγών για την εκτέλεση τέτοιες εναλλακτικές λύσεις. Αυτού του είδους οι περιπτώσεις θα συζητηθούν σε περισσότερα Περιγράψτε λεπτομερώς την επόμενη ενότητα. Προς το παρόν, το σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι ενώ Ένας πράκτορας μπορεί να εκτελέσει τέτοια συνδυαστικά σύνολα πράξεων με την έννοια επιλέγεται από την Ικανότητα 1, μπορεί να υπάρχουν φορές πριν από τον πράκτορα πράξεις κατά τις οποίες δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι θα τις εκτελέσει· Σκηνικά. Έτσι, ενώ είναι δυνατό για Procrastinate να ⟨X⟩⟨X⟩ σκοπεύοντας να ⟨ένας⟩⟨ένας⟩ σε t1t1 και στη συνέχεια σκοπεύοντας να ⟨b⟩⟨b⟩ σε t2t2, μπορεί επίσης να είναι αλήθεια ότι, στο t1t1, η αναβλητικότητα δεν θα ⟨b⟩⟨b⟩ σε t2t2 δεν έχει σημασία τι σκοπεύει να κάνει στο t1t1. Υπό το πρίσμα αυτών περιπτώσεις, η Goldman προτείνει την ακόλουθη περιγραφή της ικανότητας.Ικανότητα 2: Ένας πράκτορας έχει τη δυνατότητα t1t1 να εκτελέσει μια πράξη Α σε μεταγενέστερο χρόνο tntn εάν και μόνο αν είναι αλήθεια ότι αν ο πράκτορας ήθελε στο t1t1 για να εκτελέσετε το A στο tntn, θα το έκανε (Goldman 1978: 195).

Έτσι, για κάθε δεδομένο σύνολο πράξεων, οι αναλογιστές και οι πιθανολόγοι θα συμφωνήσουν σχετικά με το αν ένας εκπρόσωπος έχει Ικανότητα 1, Ικανότητα 2 ή και οι δύο για να εκτελέσουν αυτό το σύνολο πράξεων και έτσι θα συμφωνήσουν για κάθε έννοια στο ποιοι πράκτορες μπορούν να εκτελέσουν αυτά τα σύνολα πράξεων. Ωστόσο, θα διαφωνήσουν σχετικά με ποια αίσθηση ικανότητας επιλέγει το ηθικά σχετικό σύνολο επιλογών για έναν πράκτορα. Possibilists (π.χ., Feldman 1986; Zimmerman 1996), υβριδιστές (Timmerman &; Cohen 2016), και ορισμένοι αναλογιστές (π.χ., Τζάκσον &; Pargetter 1986; Jackson 2014) πάρτε την ικανότητα 1 να να είναι μια ηθικά σχετική αίσθηση ικανότητας. Οι περισσότεροι αναλογιστές και όλοι οι τιτλιστές (π.χ. Portmore 2011, 2018) θα λάβουν την ικανότητα 2, ή κάτι κοντά σε αυτό, για να είναι η ηθικά σχετική έννοια του ικανότητα.

2.5 Αντιρρήσεις για τη δυνατότητα

Η δυνατότητα έχει πολλά να κάνει. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργεί το Διορθώστε διαισθητικά τις ηθικές ετυμηγορίες σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων. Αυτό διατηρεί (ODC), (S) και σχετικές, εξίσου ελκυστικές, αρχές στη δεοντική λογική (Goldman 1978: 80; Φέλντμαν 1986: 41–44. Zimmerman 1990: 58–60; Zimmerman 2006: 154–155; Σκάφος 2009; Kiesewetter 2018). Θεωρείται ότι αποφεύγει την κύρια ένσταση που διατυπώνεται κατά Επικαιρότητα. Δηλαδή, δεδομένου ότι η δυνατότητα απαιτεί από τους πράκτορες να εκτελούν το Το καλύτερο σύνολο ηθοποιών που μπορούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, δεν θεωρείται ότι αφήνουν τους πράκτορες να ξεφύγουν πολύ εύκολα. Επίσης, αποφεύγει τις άλλες αντιρρήσεις κατά της επικαιρότητας που συζητήθηκαν στο επόμενη ενότητα. Επίσης, βλέπε Zimmerman (1996: fn. 72 &; fn. 122 και 2017: κεφ. 3) για μια ωραία ανασκόπηση μερικών από τις δυνατότητες Πρόσθετες, λιγότερο εκτιμημένες, αρετές. Ενώ υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν Είπε υπέρ της δυνατότητας, αντιμετωπίζει επίσης ορισμένες προκλήσεις Αντιρρήσεις.

2.5.1 Η χειρότερη ένσταση αποτελέσματος

Ίσως η κύρια αντίρρηση για τη δυνατότητα είναι ότι μπορεί να δημιουργήσει υποχρεώσεις οι οποίες, εάν υλοποιηθούν, θα οδηγήσουν στο χειρότερο δυνατό έκβαση. Εκδοχές αυτής της ένστασης έχουν διατυπωθεί σε όλη την λογοτεχνία, (Goldman 1976: 469–70; Σόμπελ 1976: 202–203. Φέλντμαν 1986: 52–57. Αλμέιδα 1992: 461–462. Γούνταρντ 2009: 219–221; Πόρτμορ 2011: 211; Ρος 2012: 81–82. Gustafsson 2014: 593; Τίμερμαν &; Cohen 2016: 674). Η δυνατότητα δημιουργεί Αυτή η συνέπεια επειδή υπονοεί ότι τα γεγονότα σχετικά με το πώς οι πράκτορες θα Η ελεύθερη δράση δεν παίζει κανένα ρόλο στον καθορισμό των δεοντικών ετυμηγοριών. Έτσι, αυτό Η δυνητικά απαράδεκτη συνέπεια της πιθανότητας είναι προϊόν ενός βασική δέσμευση της άποψης.

Για να δείξετε το ζήτημα, σκεφτείτε ξανά τον καθηγητή Αναβλητικότητα. Σύμφωνα με τη δυνατότητα, ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨συμφωνούν να αναθεωρήσουν το έγγραφο και να το αναθεωρήσουν⟩ και Ως εκ τούτου, υποχρεούται να ⟨συμφωνήσει να αναθεωρήσει το έγγραφο⟩. Ωστόσο, αν η Procrastinate ενεργούσε σύμφωνα με την υποχρέωσή της να ⟨Συμφωνήστε να αναθεωρήσετε το έγγραφο⟩, δεν θα ⟨ Αναθεωρήστε το έγγραφο⟩, επιφέροντας έτσι το χειρότερο δυνατό έκβαση. Αυτό μπορεί να μην ακούγεται τόσο αντιφατικό στον καθηγητή Αναβάλλετε όπου το χειρότερο αποτέλεσμα δεν είναι τραγικό. Ακόμα Αυτή η αντίρρηση έχει πιο διαισθητική δύναμη σε παραλλαγές υψηλού ρίσκου. Ας υποθέσουμε ότι ανεξάρτητα από το τι σκόπευε σήμερα η Αναβλητικότητα, αυτή θα ⟨ ελεύθερα να μην αναθεωρήσει το έγγραφο⟩ αν ⟨συμφωνεί να επανεξετάσει το έγγραφο⟩. Ας υποθέσουμε επιπλέον ότι αν ο Αναβλητικός ⟨δεν αναθεωρήσει την εργασία⟩ τότε Ο φοιτητής δεν θα λάμβανε καμία προσφορά εργασίας και θα αυτοκτονούσε. Η πιθανότητα εξακολουθεί να καθιστά την ετυμηγορία ότι ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨συμφωνήσω να αναθεωρήσω το έγγραφο⟩ και το καθιστά αυτό ετυμηγορία, ανεξάρτητα από το πόσο τρομερές είναι οι συνέπειες της ⟨ συμφωνίας Αναθεωρήστε το έγγραφο⟩ τυχαίνει να είναι. Αυτή η αντίρρηση στη δυνατότητα μπορεί να διατυπωθεί ακριβέστερα ως εξής.Αντίρρηση χειρότερης έκβασης: Η δυνατότητα συνεπάγεται ότι ένας πράκτορας S μπορεί να έχει την υποχρέωση να φφ ακόμα και όταν φφ-ing συνεπάγεται ότι ο S θα εκτελέσει ένα σύνολο πράξεων που είναι βαθιά ηθικά λάθος (ίσως το χειρότερο δυνατό σύνολο πράξεων) και αυτό είναι χειρότερο από το σύνολο πράξεων που θα εκτελούσε ο S αν ο S επρόκειτο να ∼φ∼φ.

Οι πιθανολόγοι απάντησαν προτείνοντας ότι η διαισθητική δύναμη του Η ένσταση αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι δεν γίνεται αντιληπτή η διάκριση μεταξύ υπό όρους και άνευ όρων υποχρεώσεων. Ο πιθανός Η υποχρέωση έχει ως στόχο να επιλέξει τους άνευ όρων πράκτορες υποχρεώσεις και υποτίθεται ότι δεν είναι προβληματικό για τους πράκτορες να έχουν άνευ όρων υποχρεώσεις οι οποίες, εάν υλοποιούνταν, θα είχαν ως αποτέλεσμα την το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα (Greenspan 1978: 81; Zimmerman 2017: 126–128). Έτσι, ενώ είναι αλήθεια ότι η δυνατότητα συνεπάγεται ότι ο Αναβλητικός έχει την άνευ όρων υποχρέωση να ⟨συμφωνήσει να επανεξετάσει το έγγραφο⟩ δυνάμει της άνευ όρων υποχρέωσής της να ⟨συμφωνείτε να αναθεωρήσετε το έγγραφο και να αναθεωρήσετε το έγγραφο⟩, αυτό μπορεί επίσης να αληθεύει ότι έχει υπό όρους υποχρέωση ⟨αρνηθεί να αξιολογήσει το έγγραφο⟩ δεδομένου ότι θα το έκανε ⟨να μην επανεξετάσει το έγγραφο⟩ αν επρόκειτο να ⟨συμφωνήσει Διαβάστε το έγγραφο⟩. Γενικότερα, οι πιθανολόγοι μπορούν να απαντήσουν με: θεωρώντας ότι οι πράκτορες έχουν άνευ όρων υποχρέωση να κάνουν το καλύτερο δυνατό Μπορούν, αλλά αναλαμβάνουν υποχρεώσεις υπό όρους για να επιφέρουν το επόμενο καλύτερο αποτέλεσμα αν δεν φέρουν το καλύτερο έκβαση. Επί της διακρίσεως μεταξύ υπό όρους και άνευ αιρέσεων Οι υποχρεώσεις θα διερευνηθούν περαιτέρω στο τμήμα 5.

2.5.2 Η αντίρρηση του συμβούλου

Μια στενά συνδεδεμένη αντίρρηση απευθύνεται σε σκέψεις σχετικά με την ηθική συμβουλές (Goldman 1976: 470; Greenspan 1978: 81; Feldman 1986: 55–57). Ας υποθέσουμε ότι η Αναβλητικότητα ρωτά τη φίλη της αν πρέπει ⟨ένας⟩⟨ένας⟩. Γνωρίζοντας ότι η Αναβλητικότητα θα ήταν σχεδόν σίγουρα αποτυγχάνουν να ⟨b⟩⟨b⟩ αν ήταν να ⟨ένας⟩⟨ένας⟩, φαίνεται ότι ο σύμβουλός της θα έπρεπε να συμβουλεύει την Αναβλητικότητα ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩. Η βασική ιδέα είναι ότι δεδομένου ότι Ο σύμβουλος του Procrastinate οφείλει να πει στον Procrastinate να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩, Η αναβλητικότητα είναι, σε αντίθεση με αυτό που Οι πιθανοί ισχυρίζονται, υποχρεωμένοι να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩.

Possibilists που δέχονται ότι κάποιος πρέπει να συμβουλεύει Αναβλητικοί να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩ θα αρνηθεί ότι αυτό υποδηλώνει ότι Ο αναβλητικός έχει πραγματικά υποχρέωση ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩. Αντίθετα, θα θεωρήσουν ότι ο σύμβουλος του Procrastinate έχει υποχρέωση να συμβουλεύει την Αναβλητικότητα να κάνει κάτι που είναι υποχρεωμένη Αποφύγετε να κάνετε. Οι πιθανολόγοι θα επισημάνουν ότι Ο σύμβουλος του Procrastinate, όπως και ο Procrastinate, είναι υποχρεωμένος να κάνει το καλύτερο που μπορεί. Σε αυτή την περίπτωση, το να κάνει το καλύτερο που μπορεί απαιτεί συμβουλεύοντας Αναβλητικό να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩ επειδή Η αναβλητικότητα δεν θα ⟨ένας&b⟩⟨ένας&b⟩ δεν έχει σημασία τι Ο σύμβουλος του Procrastinate λέει. Έτσι, το καλύτερο Ο σύμβουλος του Procrastinate μπορεί να κάνει είναι να πάρει Procrastinate να ⟨∼ένας&∼b⟩⟨∼ένας&∼b⟩ Και αυτό απαιτεί να το πούμε Αναβάλλετε ότι πρέπει να ⟨∼ένας⟩⟨∼ένας⟩. Αργεντινή Ο Carlson δίνει αυτή την απάντηση στο άρθρο του (1995: 127). Φρεντ Φέλντμαν δίνει αυτή την απάντηση στο βιβλίο του (1986: 57) και θέτει το σημείο έτσι.

Όταν δίνουμε ηθικές συμβουλές, οφείλουμε ηθικά να συμβουλεύουμε με τον καλύτερο τρόπο Μπορούμε. Δηλαδή, θα πρέπει να συμβουλεύουμε με τον τρόπο που συμβουλεύουμε στο καλύτερο κόσμο ανοιχτό σε εμάς. Όταν τα πράγματα πάνε ομαλά, η συμβουλή μας θα είναι πιστός... Αλλά όταν τα πράγματα πάνε στραβά, μπορεί να το βρούμε αυτό για να συμβουλεύσουμε στο Με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πρέπει να δώσουμε ψευδείς συμβουλές. Προβληματισμός για μια πιο Η ακραία περίπτωση θα πρέπει να το καταστήσει σαφές. Ας υποθέσουμε ότι ένα παιδί ornery πάντα κάνει το αντίθετο από αυτό που του λέμε να κάνει. Ας υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε ότι αυτός πρέπει να στρίψει δεξιά, και ότι εκατοντάδες ζωές εξαρτώνται από αυτό. Πρέπει Του λέμε να στρίψει δεξιά; Προφανώς όχι.

2.5.3 Η αντίρρηση της ασυμμετρίας

Τόσο η Holly Goldman (1976: 469-470) όσο και ο Christopher Woodard (2009) υποστηρίζουν ότι η δυνατότητα δεσμεύεται σε μια απίθανη ασυμμετρία μεταξύ ηθικών και προληπτικών λόγων, ενώ η πραγματικότητα τους αντιμετωπίζει λόγοι συμμετρικά. Για να αιτιολογήσει αυτή την αντίρρηση, ο Γούνταρντ ζητά από κάποιον να Εξετάστε μια ενδοπροσωπική περίπτωση σύνεσης που είναι δομικά Ταυτόσημες με τις τυπικές αναλογιστικές/πιθανές περιπτώσεις.Αεροπορικά εισιτήρια: Ας υποθέσουμε ότι το Το καλύτερο σετ ηθοποιών που μπορεί να εκτελέσει ο Σμιθ είναι ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩πού ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ = αγορά αεροπορικού εισιτηρίου και ⟨B⟩⟨B⟩ = επιβιβαστείτε στο σχέδιο. Ο Σμιθ είναι λίγο αεροφοβικός, όμως. Αν επρόκειτο να ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ Αγοράστε το αεροπλάνο εισιτήριο, θα το έκανε ⟨∼B⟩⟨∼B⟩ να μην επιβιβαστείτε στο αεροπλάνο (Woodard 2009: 221).

Ας υποθέσουμε ότι κάθε επιλογή είναι εξίσου ηθικά καλή. Ωστόσο, η προληπτική αξία των συνόλων πράξεων μπορεί να κατατάσσεται από την καλύτερη έως την χειρότερη ως εξής.

⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩
⟨∼Ένας&∼B⟩⟨∼Ένας&∼B⟩
⟨Ένας&∼B⟩⟨Ένας&∼B⟩

Και πάλι, τα ακόλουθα αντιγεγονότα είναι αληθή.

Αν ο Σμιθ ήταν να ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩, θα το έκανε ⟨∼B⟩⟨∼B⟩.
Αν ο Σμιθ ήταν να ⟨∼Ένας⟩⟨∼Ένας⟩, θα το έκανε ⟨∼B⟩⟨∼B⟩.

Με σύνεση, τι πρέπει να κάνει ο Σμιθ; Ο Woodard προτείνει ότι Διαισθητικά ο Σμιθ όφειλε να το κάνει ⟨∼Ένας⟩⟨∼Ένας⟩, γράφοντας ότι είναι δύσκολο να πιστέψει ότι το γεγονός ότι [ο Σμιθ] θα επέλεγε ∼B∼B βλέπε be [αυτή] να επιλέξει τον Α είναι άσχετο με το αν [ο Σμιθ] πρέπει επιλέξτε Α ή όχι. (2009: 221)

Ωστόσο, εάν οι πιθανολόγοι αντιμετωπίζουν προληπτικούς λόγους με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν ηθικούς λόγους, θα δεσμευτούν να κρατήσουν ότι ο Σμιθ Η σύνεση οφείλει ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ ακόμα κι αν αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να σπαταλήσει τα χρήματά της σε ένα αεροπορικό εισιτήριο που δεν θα έκανε χρήση. Υπό το φως των διαισθητικών κρίσεων σχετικά με τις υποθέσεις προληπτικής εποπτείας, ο Woodard καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εκτός εάν:

Υπάρχει μια έντονη ασυμμετρία μεταξύ προληπτικής και ηθικής θα έπρεπε... Ο παραλληλισμός [υπόθεση που αφορά και ηθικούς λόγους] επηρεάζει την ηθική υποχρέωση του Smith να επιλέξει το Α ή ∼Ένας∼Ένας.

Η σκέψη του Woodard είναι ότι οι υποθέσεις προληπτικής εποπτείας υποστηρίζουν τις αναλογιστικές κρίσεις και, για να αποφευχθεί θέτοντας μια απίθανη ασυμμετρία μεταξύ ηθικής και προληπτικής εποπτείας λόγους, θα πρέπει να πιστεύουμε ότι η επικαιρότητα ισχύει και σε ηθικές περιπτώσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ερώτηση σχετικά με την προληπτική εποπτεία Οι περιπτώσεις προκύπτουν στη βιβλιογραφία ορθολογικής επιλογής. Επί του ανάλογου ερωτήματος ανησυχεί για το αν ο ορθολογισμός απαιτεί από κάποιον να επιλέξει μαθήματα κατώτερης βέλτιστης της δράσης βασίζοντας την παρούσα συμπεριφορά κάποιου σε αυτό που θέλει φαίνονται πιο ελκυστικά σε κάποιον σε μεταγενέστερο χρόνο (βλ. McClennen 1990: ch. 8–9; Gauthier 1994). Η μεταγενέστερη βιβλιογραφία υποδηλώνει ότι Οι διαισθήσεις σχετικά με τις περιπτώσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον μικτές.

Σε απάντηση στον Γούνταρντ, οι πιθανολόγοι θα μπορούσαν και πάλι να απευθυνθούν στο Διάκριση μεταξύ άνευ όρων και υπό όρους (προληπτική εποπτεία) Υποχρεώσεις. Ίσως αυτό που ο Σμιθ είναι άνευ όρων συνετά Υπόχρεος είναι ⟨αγορά του αεροπορικού εισιτηρίου & επιβίβαση στο αεροπλάνο⟩ και ως εκ τούτου έχει άνευ όρων υποχρέωση ⟨αγορά αεροπορικού εισιτηρίου⟩. Ωστόσο, δεδομένου ότι Δεν θα ⟨επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο⟩ αν επρόκειτο να ⟨αγορά του αεροπορικού εισιτηρίου⟩, μπορεί να υποστεί υπό όρους (προληπτική) υποχρέωση ⟨ μη αγοράς του αεροπλάνου εισιτήριο⟩. Δεδομένου ότι δεν θα κάνει ό, τι συνετά οφείλει να κάνει, υπό όρους οφείλει να κάνει το επόμενο καλύτερο πράγμα.

Η απάντηση του Zimmerman είναι να αρνηθεί ότι υπάρχει ασυμμετρία, υποστηρίζοντας ότι αυτό που «έχει σημασία, σύμφωνα με τη δυνατότητα, είναι αυτό που Μπορεί κανείς να ελέγξει» (2017: 128). Με άλλα λόγια, τόσο η προληπτική εποπτεία Οι περιπτώσεις και οι ηθικές υποθέσεις αντιμετωπίζονται συμμετρικά με την έννοια ότι αυτό που Τα θέματα για κάθε περίπτωση, ανάλογα με τη δυνατότητα, αφορούν τι βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός πράκτορα. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με αυτό καθαρά προληπτική περίπτωση, εξετάστε μια παρόμοια περίπτωση στην οποία η υπόθεση του Smith Η μη επιβίβαση στο αεροπλάνο θα έχει ως αποτέλεσμα τον φίλο της, Φρεντ, είναι βαθιά απογοητευμένος που αυτός και ο Σμιθ δεν θα πάρουν ευκαιρία να προλάβετε αυτοπροσώπως. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, Ο έλεγχος του Smith σε σχέση με την εκτέλεση ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩ είναι ακριβώς το ίδιο. Έτσι, σύμφωνα με τον Zimmerman, δεν έχει σημασία ότι, σε κάθε περίπτωση, ο Σμιθ θα ήταν στην πραγματικότητα ⟨∼B⟩⟨∼B⟩ αν ήταν να ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩; Σιδεράς εξακολουθεί να υποχρεούται να εκτελέσει ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩, και, ένα fortiori, εκτελέστε ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩. Ο Zimmerman μπορεί να έχει δίκιο ότι οι πιθανολόγοι δεν δεσμεύονται να αντιμετωπίζουν ηθικά και προληπτικά λόγοι διαφορετικοί. Ωστόσο, αντιμετωπίζοντάς τα συμμετρικά, μπορεί εξακολουθούν να ισχύουν (όπως προτείνουν οι Goldman και Woodard) ότι οι πιθανοί είναι δεσμεύεται για αντιφατικές ετυμηγορίες σε ορισμένες περιπτώσεις προληπτικής εποπτείας, όπως απεικονίζεται στα αεροπορικά εισιτήρια.

Οι αντιρρήσεις που εξετάζονται σε αυτό το τμήμα είναι μερικές από τις πιο σημαίνουσες ή διδακτικές αντιρρήσεις που ισχύουν για τη δυνατότητα, γενικά ερμηνεύεται. Ωστόσο, δεν εξαντλούν τις αντιρρήσεις που μπορεί να ισοπεδωθεί κατά της άποψης. Ακόμη και αν οι πιθανοί είναι σε θέση να να δώσει κατάλληλες απαντήσεις σε αυτές τις αντιρρήσεις, άλλες εκτιμήσεις μπορεί να μετρήσει υπέρ μιας εναλλακτικής άποψης. Στην επόμενη ενότητα, εμείς Στραφείτε στον κύριο ανταγωνιστή του Possibilism: τον Actualism.

3. Επικαιρότητα

Όταν πρόκειται για υποθέσεις που αφορούν εκπροσώπους που είναι διατεθειμένοι να ενεργήσουν Λανθασμένα, οι αναλογιστές θεωρούν ότι οι πιθανοί ομόλογοί τους είναι υπερβολικά ιδεαλιστική θεωρητικοποιώντας τις ηθικές μας υποχρεώσεις χωρίς λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές ατέλειες που έχουν ως αποτέλεσμα την αποτυχία μας να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Σύμφωνα με τους αναθεωρητές, ο συγκεκριμένος τρόπος Οι ατέλειές μας πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι λαμβάνοντας υπόψη Εξηγήστε την αξία της αλήθειας ορισμένων αντιγεγονότων της ελευθερίας, δηλαδή, ορισμένα γεγονότα σχετικά με το τι θα κάναμε ελεύθερα αν ήμασταν σε κάποια περιστάσεις. Τα μόνα αντιπαραδείγματα που σχετίζονται με το δικό μας Αντικειμενικές υποχρεώσεις είναι εκείνες στις οποίες οι περιστάσεις στην προηγούμενα περιγράφονται πλήρως (Jackson 1985: 178, 186; Τζάκσον & Pargetter 1986: 240). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενισχύει το προηγούμενο του Ένα αντιπαράδειγμα, δηλαδή η προσθήκη πληροφοριών στο προηγούμενο, μπορεί μεταβάλλουν την αξία αλήθειας του αντιπαραδείγματος (Stalnaker 1968; Λιούις 1973).

Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι συμμετέχοντες, στη συζήτηση για τους αναλογιστές-πιθανούς φαίνεται να υποθέτουν ότι οι πράκτορες έχουν την ικανότητα ταυτόχρονα να εκτελούν μια πράξη την οποία στην πραγματικότητα δεν θα εκτελούσαν σε μεταγενέστερο χρόνο εάν ήταν υπό τις σχετικές περιστάσεις. Για παράδειγμα, αν και ο καθηγητής Ο αναβλητικός μπορεί να ⟨συμφωνήσει να αναθεωρήσει το έγγραφο και να γράψει το κριτική⟩, στην πραγματικότητα, ⟨δεν θα έγραφε το επανεξέταση⟩ εάν επρόκειτο να ⟨συμφωνήσει να επανεξετάσει το χαρτί⟩. Με άλλα λόγια, θα έκανε κάτι (όχι θα έγραφε) εκτός από αυτό που μπορεί να κάνει (γράψει). Κρατώντας σταθερό το γεγονός ότι Η Procrastinate ⟨δεν θα έγραφε την κριτική⟩ ακόμα κι αν εάν ⟨συμφωνήσουν να επανεξετάσουν το έγγραφο⟩ προκύπτει από Ο Αναβλητικός θα έπρεπε να ⟨αρνηθεί να αναθεωρήσει το χαρτί⟩, παρόλο που μπορεί να ⟨συμφωνήσει να αναθεωρήσει το έγγραφο & γράψτε την κριτική⟩. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πραγματικότητα περίπου δηλώνει ότι ένας πράκτορας οφείλει: φφ για παν ενδεχόμενο φφ-ing θα έχουν ως αποτέλεσμα ένα καλύτερο αποτέλεσμα από οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική λύση φφ-ing. Θυμηθείτε τον γενικό ορισμό που προσφέρεται στην προηγούμενη ενότητα.Επικαιρότητα: Σε t ένας πράκτορας S είναι υποχρεούνται να φφ σε t′t′ iff S μπορεί φφ σε t′t′ και τι θα συνέβαινε αν ο S επρόκειτο να φφ σε t′t′ είναι καλύτερο από το τι θα συνέβαινε αν ο S εκτελούσε οποιαδήποτε εναλλακτική πράξη σε t′t′.

Τώρα, τι θα συνέβαινε αν ο Αναβλητικός ⟨ παρέκκλινε σε Ελέγξτε το έγγραφο⟩ είναι καλύτερο από αυτό που θα συνέβαινε αν Οι αναβλητικοί έπρεπε να ⟨συμφωνήσουν να αναθεωρήσουν το έγγραφο⟩. Όπως Αυτό το παράδειγμα απεικονίζει την τιμή που αποδίδουν οι αναλογιστές σε ένα Η επιλογή καθορίζεται από το τι θα συνέβαινε εάν αυτή η επιλογή ήταν ερμήνευσε, αντί να είναι μέλος του καλύτερου συνόλου ηθοποιών που το Ο πράκτορας μπορεί να αποδώσει με την πάροδο του χρόνου. ⟨Συμφωνώντας να επανεξετάσει το Το Paper⟩ είναι μέρος του καλύτερου συνόλου ηθοποιών που είναι διαθέσιμο αυτήν τη στιγμή να χρονοτριβεί. Αλλά η αξία της ⟨συμφωνίας για την αναθεώρηση του χαρτί⟩ είναι μικρότερη από την αξία της ⟨ που αρνείται να αναθεωρήσει το έγγραφο⟩ λόγω του τι θα συνέβαινε εάν αυτές οι αντίστοιχες Έπρεπε να εκτελεστούν επιλογές.

Πέρα από αυτή την ελάχιστη συμφωνία μεταξύ όλων των εκδοχών της επικαιρότητας ότι Καθηγητής Αναβλητικός θα έπρεπε (δεδομένων ορισμένων περιγραφών της υπόθεσης) Για να ⟨αρνηθείτε να αναθεωρήσετε το έγγραφο⟩, οι αναλογιστές αποκλίνουν άλλα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεών μας. Η Holly S. Goldman και ο Jordan Howard Sobel ανέπτυξαν ανεξάρτητα και διατύπωσε τις πρώτες εκδοχές του Actualism. Θα ξεκινήσουμε με εισάγοντας τη διατύπωση της Goldman, η οποία υποκινείται εν μέρει από την ανάγκη αποφυγής της συνταγογράφησης από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων.

3.1 Το πρόβλημα των από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων για ορισμένες μορφές επικαιρότητας

Η παραπάνω διατύπωση της επικαιρότητας υπόκειται στο πρόβλημα της από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις. Δηλαδή, δημιουργεί πολλαπλές υποχρεώσεις τέτοιες ώστε να είναι αδύνατο για τον αντιπρόσωπο να εκπληρώσει όλα τα αυτούς. Για παράδειγμα, η αναβλητικότητα είναι υποχρεωμένη να ⟨να αρνηθεί να Επανεξετάστε το έγγραφο⟩ επειδή αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ένα καλύτερο αποτέλεσμα από το αποτέλεσμα που θα ακολουθούσε ⟨συμφωνώντας να επανεξετάσει το χαρτί⟩. Από την άλλη, ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨Συμφωνείτε να αναθεωρήσετε την εργασία και να γράψετε την κριτική⟩ επειδή κάτι τέτοιο θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα από το αποτέλεσμα της ⟨άρνηση αναθεώρησης της εργασίας & μη αναθεώρηση του εγγράφου χαρτί⟩. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τον Τζάκσον και τον Πάργκεττερ έκδοση του Actualism, που θα συζητηθεί παρακάτω. Goldman's και Οι εκδοχές του Σόμπελ για την επικαιρότητα διατυπώνονται ακριβώς για να αποφευχθούν αυτό το πρόβλημα. Για να δείτε πώς η Goldman αποφεύγει αυτό το πρόβλημα, εξετάστε το ακολουθώντας τη διατύπωση της πραγματικότητας που η Goldman (1976: 471) θεωρεί και απορρίπτει:Ζ)S θα έπρεπε στο t1t1, για να εκτελέσετε ΈναςεγώΈναςεγώ σε tεγώtεγώ εάν και μόνο εάν:(1)S έχει το ικανότητα στο t1t1 για να εκτελέσετε ΈναςεγώΈναςεγώσε tεγώtεγώκαι(2)Η ακολουθία των πράξεων από tεγώtεγώ που θα ακολουθούσε ΈναςεγώΈναςεγώ είναι καλύτερο από οποιαδήποτε ακολουθία από tεγώtεγώ που θα ακολουθούσε κάθε πράξη που θα αποτελούσε εναλλακτική λύση προς ΈναςεγώΈναςεγώ σε σχέση με tεγώtεγώ.

Η βασική ιδέα πίσω από το (G) αποτυπώνεται στο προαναφερθέν τραχύ ορισμός της πραγματικότητας. Εδώ είναι οι λεπτομέρειες. “ΈναςεγώΈναςεγώ” μπορεί να εφαρμόζεται σε μία μόνο πράξη ή σε μια ακολουθία πράξεων με την πάροδο του χρόνου. Το κύριο πρόβλημα που βρίσκει η Goldman με το (G) είναι ότι ακόμη και αν ΈναςεγώΈναςεγώ Ικανοποιεί (1) και (2), (Ζ) δεν λαμβάνει υπόψη το ακόλουθο είδος Περίπτωση: "ΈναςεγώΈναςεγώ" αναφέρεται σε μια ακολουθία πράξεων με την πάροδο του χρόνου, Ισχύει το ακόλουθο αντιπαράδειγμα: "Εάν ο πράκτορας επρόκειτο να Εκτελέστε το πρώτο μισό του ΈναςεγώΈναςεγώ, τότε ο εκπρόσωπος δεν θα εκτελούσε Το δεύτερο μισό του ΈναςεγώΈναςεγώ", και την ακολουθία των πράξεων που θα Ακολουθήστε την απόδοση του πρώτου μισού του ΈναςεγώΈναςεγώ θα ήταν χειρότερο από την αλληλουχία των πράξεων που θα ακολουθούσαν μια εναλλακτική λύση στην Πρώτο εξάμηνο ΈναςεγώΈναςεγώ. (Ζ) υπονοεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο αντιπρόσωπος έχει από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις ταυτόχρονα t, δηλαδή. Υποχρέωση εκτέλεσης ΈναςεγώΈναςεγώ και υποχρέωση αποχής από την εκτέλεση του πρώτου εξαμήνου ΈναςεγώΈναςεγώ. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το (G) Procrastinate θα πρέπει να ⟨συμφωνεί με Αξιολογήστε την εργασία & γράψτε την κριτική⟩ από t1t1–t2t2 επειδή η ακολουθία των πράξεων που θα ακολουθούσαν Αυτή η ακολουθία πράξεων από t2t2 είναι καλύτερο από οποιαδήποτε ακολουθία από t2t2 που θα ακολουθούσε οποιαδήποτε εναλλακτική ακολουθία πράξεων στο t1t1–t2t2, συμπεριλαμβανομένης της εναλλακτικής λύσης της ⟨φθίνουσας Για να αναθεωρήσετε την εργασία & να μην γράψετε την κριτική⟩ από t1t1–t2t2. Αλλά, από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το (G) Ο Procrastinate θα έπρεπε να ⟨αρνηθεί να αναθεωρήσει το έγγραφο⟩ στο t1t1 επειδή η ακολουθία των πράξεων που θα ακολουθούσαν αυτό από t1t1 είναι καλύτερο από οποιαδήποτε ακολουθία από t1t1 που θα ακολουθούσε οποιαδήποτε εναλλακτική πράξη στο t1t1, συμπεριλαμβανομένης της εναλλακτικής λύσης ⟨συμφωνώντας να επανεξετάσει το έγγραφο⟩. Προφανώς, δεν μπορεί να είναι την περίπτωση που πληρούνται αμφότερες οι υποχρεώσεις.

Η Goldman (1976: 467) απεικονίζει τη δυνατότητα από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις με το ακόλουθο παράδειγμα.Τζόουνς: Ο Τζόουνς αποφασίζει αν θα φύγει στο γραφείο ή για να μείνετε σπίτι. Μπορεί να ⟨πάει στο γραφείο, Παρακολουθήστε τη συνεδρίαση της σχολής και, στη συνέχεια, ψηφίστε για μια απαίτηση γλώσσας για προπτυχιακούς φοιτητές⟩. Αυτό είναι το καλύτερο αποτέλεσμα που είναι διαθέσιμο για Jones με την πάροδο του χρόνου. Το χειρότερο αποτέλεσμα που έχει στη διάθεσή του ο Jones είναι ⟨going στο γραφείο, μιλώντας σε έναν φοιτητή και στη συνέχεια αποθαρρύνοντας τον μαθητή από την αναζήτηση ψυχιατρικής βοήθειας⟩. Το δεύτερο καλύτερο αποτέλεσμα στη διάθεση της Jones είναι ⟨μένει σπίτι, κάνει έρευνα γι 'αυτήν διαλέξεις και, στη συνέχεια, γράφοντας τις σημειώσεις της διάλεξης⟩. Το κρίσιμο αντιπαράδειγμα που διαμορφώνει εν μέρει τις σχετικές αξίες του Jones' Οι επιλογές είναι οι εξής: «αν ο Τζόουνς επρόκειτο να ⟨πάει στο γραφείο⟩, μετά ⟨μιλούσε με τον μαθητή και μετά αποθαρρύνουν ελεύθερα τον μαθητή από το να αναζητήσει ψυχιατρική βοήθεια⟩".

Αν και η ⟨μετάβαση στο γραφείο⟩ αποτελεί προϋπόθεση για την καλύτερο αποτέλεσμα (δηλαδή το αποτέλεσμα που ακολουθεί ⟨ψηφοφορία για απαίτηση γλώσσας⟩), ⟨μετάβαση στο γραφείο⟩ θα οδηγούσε, στην πραγματικότητα, στο χειρότερο αποτέλεσμα (δηλαδή το αποτέλεσμα που ακολουθεί ⟨αποθάρρυνση του μαθητή από την αναζήτηση ψυχιατρικής ενίσχυση⟩). ⟨Μένοντας σπίτι⟩ αντί να ⟨ Το γραφείο⟩ θα οδηγούσε σε καλύτερο αποτέλεσμα (δηλαδή το αποτέλεσμα ⟨γράφοντας σημειώσεις διαλέξεων⟩). Εδώ είναι της Goldman διάγραμμα, το οποίο συνοψίζει τη δύσκολη θέση του Jones:



Σχήμα 1: [Εκτενής περιγραφή του σχήματος 1 περιλαμβάνεται στο συμπλήρωμα.]


Ως θέμα διάταξης, το σύνολο πράξεων που θα ακολουθούσε το σύνολο πράξεων που τελειώνει με ⟨ ψήφο για τη γλώσσα απαίτηση⟩ στο t3t3 είναι καλύτερο από το σύνολο πράξεων που θα ακολουθήστε οποιοδήποτε άλλο t1t1–t3t3 act-set διαθέσιμο στον Jones στο t1t1. Έτσι (G) υπονοεί ότι, στο t1t1, η Jones πρέπει να κάνει το καλύτερο που μπορεί. Ωστόσο, το στοιχείο Ζ συνεπάγεται επίσης ότι, σε t1t1, ο Jones όφειλε να ⟨Μένουμε σπίτι⟩ στο t1t1 αντί να ⟨ πηγαίνετε στο γραφείο⟩ στο t1t1. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο πράξεις μπορούν να εκτελεστούν για τον Jones στο t1t1, και την ακολουθία πράξεων που θα ακολουθούσε Το ⟨μένουμε σπίτι⟩ είναι καλύτερο από την ακολουθία πράξεων που θα ακολουθούσε ⟨πηγαίνοντας στο γραφείο⟩. Έτσι, σύμφωνα με (G), ο Jones έχει τουλάχιστον δύο υποχρεώσεις που είναι από κοινού ανεκπλήρωτο, Α: ⟨πηγαίνοντας στο γραφείο, μετά πηγαίνοντας στο τη συνεδρίαση της σχολής και, στη συνέχεια, ψηφίζοντας για την απαίτηση γλώσσας⟩, και Β: ⟨μένουμε σπίτι⟩. Ο Τζόουνς δεν μπορεί να εκτελέσει και τα δύο ⟨Ένας&B⟩⟨Ένας&B⟩. Δεν υπάρχει πιθανό σενάριο στο οποίο Εκπληρώνονται και οι δύο υποχρεώσεις.

3.2 Προκαταρκτικές διατυπώσεις της επικαιρότητας

Για να αποφύγει το πρόβλημα των από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων, η Goldman (1976: 473) προτείνει την ακόλουθη εκδοχή της πραγματικότητας:(Ζ*1)α)S θα έπρεπε στο t1t1 για να εκτελέσετε Ένας1Ένας1 σε t1t1 εάν και μόνο εάν:(1)Η S έχει τη δυνατότητα t1t1, για να εκτελέσετε Ένας1Ένας1και(2)Η ακολουθία από t1t1 που θα ακολουθούσε Ένας1Ένας1 Είναι καλύτερα από οποιαδήποτε ακολουθία από t1t1 που θα ακολουθούσε οποιαδήποτε εναλλακτική λύση για Ένας1Ένας1.β)Εάν το S θα έπρεπε στο t1t1, για να εκτελέσετε ΈναςεγώΈναςεγώ σε tεγώtεγώ, τότε το S θα έπρεπε στο t1t1, για την εκτέλεση άμεσου διαδόχου BjBj προς ΈναςεγώΈναςεγώ σε tjtj Εάν η ακολουθία από tjtj που θα ακολουθώ BjBj είναι καλύτερο από οποιαδήποτε ακολουθία από tjtj που θα Ακολουθήστε οποιονδήποτε άλλο άμεσο διάδοχο του ΈναςεγώΈναςεγώ.Σε αντίθεση με το στοιχείο ζ), (Ζ*1) αξιολογεί τη δεοντολογική κατάσταση μιας πράξης με δικονομικό τρόπο, ξεκινώντας από τις επιλογές που είναι άμεσα διαθέσιμες στον πράκτορα, και, στη συνέχεια, προχωρήστε στις επόμενες άμεσα διαθέσιμες επιλογές. Προς παράδειγμα, το μέρος (A) του (G*1) μας λέει να αξιολογήσουμε πρώτα όλα τα επιλογές που μπορούν να εκτελεστούν άμεσα για τον Jones στο t1t1και Αυτές οι επιλογές είναι είτε ⟨πηγαίνοντας στο γραφείο⟩ είτε ⟨μένουμε σπίτι⟩. Η τελευταία επιλογή είναι υποχρεωτική επειδή Θα οδηγούσε σε ένα καλύτερο σύνολο πράξεων από το σύνολο πράξεων που θα προέκυπτε αν ο Τζόουνς ⟨πήγαινε στο γραφείο⟩. Μέρος (B) του (G*1) μας λέει ότι, από t1t1, ο Jones θα έπρεπε να εκτελέσει ένα Άμεσος διάδοχος του ⟨μένουμε σπίτι⟩ στο t1t1 εκείνος θα οδηγούσε σε καλύτερη αλληλουχία πράξεων από οποιαδήποτε εναλλακτική επιλογή Αυτός είναι ο άμεσος διάδοχος του ⟨μένουμε σπίτι⟩ στο t1t1. Έτσι, στο t1t1, ο Jones θα έπρεπε να ⟨ μείνει σπίτι και στη συνέχεια να το κάνει έρευνα για διαλέξεις⟩ από t1t1–t2t2. Ομοίως σε t1t1, ο Jones θα έπρεπε να εκτελέσει ένα σύνολο πράξεων που τελειώνει με ⟨Γράφοντας σημειώσεις διαλέξεων⟩ στο t3t3, δεδομένης της υπόθεσης ότι η πράξη-σύνολο που θα ακολουθούσε ⟨γράφοντας τη διάλεξη σημειώσεις⟩ στο t3t3 είναι καλύτερο από το σύνολο πράξεων που θα ακολουθούσε ⟨καθορισμός γεύματος⟩ στις t3t3.

Η εφαρμογή του (G*1) στην περίπτωση του Jones εξηγεί γιατί το (G*1) δεν συνεπάγεται την δυνατότητα από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων. Αν και τι θα συμβεί αν ο Jones επρόκειτο να ⟨πάει στη συνάντηση της σχολής⟩ στο t2t2 είναι καλύτερο από αυτό που θα συνέβαινε αν έκανε κάτι αλλιώς στο t2t2 ότι, από t1t1, μπορεί να κάνει, ο Jones δεν είναι υποχρεωμένος στο t1t1 Για να ⟨Πηγαίνετε στη σχολή Συνάντηση⟩ στις t2t2. Αυτό συμβαίνει επειδή αν ο Jones επρόκειτο να εκτελέσει Μία από τις πράξεις που απαιτούνται για ⟨μετάβαση στη σχολή συνάντηση⟩, δηλαδή ⟨πηγαίνοντας στο γραφείο⟩ και μετά το Το χειρότερο αποτέλεσμα θα προέκυπτε. Από t1t1, κάθε πράξη που αποκλείει ⟨μένουμε σπίτι⟩ στο t1t1 είναι ανεπίτρεπτη.

Ο Jordan Howard Sobel (1976: 196) υπερασπίζεται ομοίως μια εκδοχή του Επικαιρότητα που αποφεύγει από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις:ιθ)Μια πράξη x πρέπει να λαμβάνει χώρα εάν και μόνο εάν (i) x περιέχεται σε μια βέλτιστη ζωή μεταξύ των ζωών που μπορούν να ασφαλιστούν από τον πράκτορα του Χ την πρώτη στιγμή αυτής της πράξης (δηλαδή, μια ζωή βέλτιστη μεταξύ εκείνων των ζωών, καθεμία από τις οποίες θα εξασφαλιζόταν από μερικούς· πλήρως συγκεκριμένη ελάχιστη πράξη ανοικτή στον πράκτορα του Χ στο πρώτη στιγμή του x), και ii) καμία πράξη πανομοιότυπη με τον πράκτορα ασυμβίβαστο με το x ικανοποιεί (i).

Μια ζωή L είναι μια ακολουθία πράξεων με την πάροδο του χρόνου, ή, στο ορολογία αυτού του άρθρου, ένα σύνολο πράξεων με την πάροδο του χρόνου, έτσι ώστε αυτό Το σύνολο πράξεων δεν περιέχεται σε κάποιο άλλο σύνολο πράξεων που μπορεί να εκτελέσει ένας πράκτορας S με την πάροδο του χρόνου. Ως εκ τούτου, μια ζωή είναι ταυτόσημη με την Η έννοια του possibilist για ένα μέγιστο σύνολο πράξεων. Μια ζωή L είναι ασφαλιζόμενο για S τη χρονική στιγμή t εάν στο tt SS μπορεί αμέσως εκτελέστε την πρώτη στιγμή του x, το x είναι στο L, και αν το x επρόκειτο να συμβεί, τότε το L θα συνέβαινε (Sobel 1976: 199). Μια υποχρεωτική ζωή καθορίζεται εν μέρει από το σύνολο των αμέσως εκτελέσιμες, πλήρως συγκεκριμένες, ελάχιστες πράξεις διαθέσιμες στον πράκτορα. Ένας Ελάχιστη πράξη είναι εκείνη της οποίας η ολοκλήρωση δεν μπορεί να σταματήσει από τον πράκτορα μόλις ξεκινήσει. Ως εκ τούτου, όλες οι στιγμιαίες πράξεις είναι ελάχιστες πράξεις (εάν υπάρχουν τέτοιες πράξεις). Επιπλέον, μια ελάχιστη πράξη είναι πλήρως ειδική μόνο σε περίπτωση που δεν συνεπάγεται δύο ή περισσότερες ελάχιστες πράξεις στη διάθεση του πράκτορα.

Όπως (G*1), και σε αντίθεση με το (G), (S) δεν σημαίνει ότι η Jones πρέπει να κάνει το καλύτερο που μπορεί με την πάροδο του χρόνου με την έννοια που επιβεβαιώνουν οι πιθανολόγοι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με (S), όλες οι ζωές που περιέχουν ⟨ψήφο για τη γλώσσα απαίτηση⟩ δεν είναι ασφαλίσιμα για τον Jones στο t1t1. Σε t1t1, δεν υπάρχει πλήρως συγκεκριμένη ελάχιστη πράξη που μπορεί να κάνει ο Jones αμέσως εκτελέσει έτσι ώστε αν ο Jones επρόκειτο να το εκτελέσει τότε Jones θα εκτελέσει μια ακολουθία πράξεων που περιλαμβάνει ⟨ψηφοφορία για το γλωσσικές απαιτήσεις⟩. Ομοίως, ⟨γράφοντας το αναθεώρηση⟩ δεν είναι ασφαλίσιμη για Αναβλητικότητα σε t1t1 επειδή σε t1t1, δεν υπάρχει πλήρως συγκεκριμένη ελάχιστη πράξη που μπορεί να κάνει ο Jones αμέσως εκτελέσει τέτοια ώστε, αν ο Jones επρόκειτο να το εκτελέσει, τότε ο Jones θα ⟨γράψει την κριτική⟩.

3.3 Μια συμφραζόμενη διατύπωση της επικαιρότητας

Σε αντίθεση με τις απόψεις της Goldman και του Sobel, άλλες μορφές Η επικαιρότητα αγκαλιάζει τη δυνατότητα από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων ενώ ταυτόχρονα αντιστέκονται στον ισχυρισμό ότι η επικαιρότητα συνεπάγεται το πιθανότητα διλημμάτων υποχρέωσης, δηλαδή σεναρίων στα οποία όλα τα Οι επιλογές που είναι διαθέσιμες σε έναν εκπρόσωπο με την πάροδο του χρόνου έχουν ως αποτέλεσμα την αποτυχία να εκπληρώνουν τουλάχιστον μία υποχρέωση. Σκεφτείτε τον Φρανκ Τζάκσον και τον Ρόμπερτ Η διατύπωση της επικαιρότητας του Pargetter (1986: 233).

Οι τιμές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της καλύτερης επιλογής και έτσι θα έπρεπε να γίνει από ένα σύνολο επιλογών είναι οι αξίες του τι θα συνέβαινε αν ο πράκτορας υιοθετούσε ή πραγματοποιούσε το επιλογή, όπου αυτό που θα συνέβαινε περιλαμβάνει φυσικά αυτό που ο πράκτορας θα έκανε ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα στην πραγματικότητα: την (σχετική) αξία ενός δικαιώματος προαίρεσης είναι η αξία αυτού που θα συνέβαινε στην πραγματικότητα εάν το πράκτορα για να το εκτελέσει.

Οι Jackson και Pargetter (1986: 244–245) υποστηρίζουν ότι υπάρχουν διαφορετικά σύνολα επιλογών από τα οποία προκύπτουν διαφορετικές υποχρεώσεις. Για παράδειγμα, από το σύνολο όλων t1t1–t3t3 Σκηνικά ηθοποιών στη διάθεση του Jones στη διεύθυνση t1t1, η επιλογή με την υψηλότερη τιμή αποτελείται από το σύνολο πράξεων που περιλαμβάνει την ψήφο του ⟨Jones Η απαίτηση γλώσσας⟩ στη διεύθυνση t3t3. Ως εκ τούτου, από το t1t1–t3t3 act-set, στο t1t1 Ο Jones είναι υποχρεωμένος να ⟨Πηγαίνετε στο γραφείο, μετά πηγαίνετε στη συνάντηση της σχολής και, στη συνέχεια, Ψηφίστε υπέρ της απαίτησης γλώσσας⟩. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτό που θα συμβεί αν αυτό το σύνολο πράξεων επρόκειτο να συμβεί είναι καλύτερο από αυτό που θα συνέβαινε εάν κάποιο άλλο t1t1–t3t3 Το σύνολο των πράξεων επρόκειτο να συμβεί. Αλλά στο Από την άλλη πλευρά, από το σύνολο των άμεσα εκτελέσιμων πράξεων που είναι διαθέσιμες Jones στο t1t1, η επιλογή με την υψηλότερη τιμή αποτελείται από Ο Τζόουνς ⟨μένει σπίτι⟩ γιατί τι θα συνέβαινε αν Ο Jones έπρεπε να ⟨μείνει σπίτι⟩ είναι καλύτερο από αυτό που θα έκανε συμβεί αν ο Jones επρόκειτο να ⟨πάει στο γραφείο⟩. Επομένως από το εκτελέσιμο t1t1 πράξεις, στο t1t1 Ο Jones είναι υποχρεωμένος να ⟨Μείνετε σπίτι⟩. Όπως (G), Η άποψη των Jackson και Pargetter δεν αξιολογεί την άποψη μιας πράξης δεοντική ιδιότητα με τον διαδικαστικό τρόπο με τον οποίο η Goldman (G*1) ή η Sobel (S) αξιολογεί τη δεοντική κατάσταση μιας πράξης. Επιπλέον, όπως (G), ο Τζάκσον και η άποψη της Pargetter συνεπάγεται τη δυνατότητα υποχρεώσεων που δεν μπορούν να εκπληρωθούν από κοινού. Στο εξής θα αναφερόμαστε στην άποψή τους ως Συμφραζόμενη επικαιρότητα επειδή αυτό που ένας πράκτορας είναι υποχρεωμένος να κάνει εξαρτάται από το σύνολο των επιλογών που εξετάζονται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου πλαίσιο.

3.4 Αντιρρήσεις στην Συμφραζόμενη Επικαιρότητα

3.4.1 Από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις χωρίς διλήμματα υποχρέωσης

Η πιθανότητα από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων φαίνεται αρχικά να υπονοεί την πιθανότητα διλημμάτων υποχρεώσεων, δηλαδή σεναρίων σε όπου όλες οι επιλογές που είναι διαθέσιμες σε έναν εκπρόσωπο με την πάροδο του χρόνου έχουν ως αποτέλεσμα ένα αδυναμία εκπλήρωσης τουλάχιστον μίας υποχρέωσης. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει Δεδομένης της υπόθεσης που θεωρείται δεδομένη στον αναλογιστή-δυνητικό Συζήτηση: ότι οι πράκτορες έχουν τον έλεγχο της αλήθειας-αξίας ορισμένων αντιγεγονότα. Με άλλα λόγια, οι πράκτορες μπορούν να εκτελέσουν ορισμένες πράξεις και Εάν επρόκειτο να το πράξουν, τότε ορισμένα αντιγεγονότα που είναι στην πραγματικότητα Αντίθετα, το αληθές θα ήταν ψευδές. Για παράδειγμα, η αναβλητικότητα μπορεί ⟨Συμφωνήστε να αναθεωρήσετε την εργασία και στη συνέχεια να γράψετε την κριτική⟩. Εάν επρόκειτο να το πράξει, τότε το ακόλουθο αντιπαράδειγμα είναι Αντίθετα, το ψευδές θα ήταν αλήθεια: «Αν ο Αναβλητικός ήταν να ⟨Συμφωνήστε να αναθεωρήσετε το έγγραφο⟩, τότε θα το έκανε ⟨γράψτε την κριτική⟩". Επιπλέον, εάν αυτό αντιπαράδειγμα ήταν αλήθεια, τότε ο Αναβλητικός δεν θα ήταν υποχρεωμένος να ⟨αρνηθείτε να αξιολογήσετε το έγγραφο⟩. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αυτό το αντιπαράδειγμα, τι θα ακολουθούσε από ⟨φθίνουσα έως Η αναθεώρηση του εγγράφου⟩ θα ήταν χειρότερη από ό, τι θα ακολουθούσε από ⟨συμφωνώντας να επανεξετάσει το έγγραφο⟩.

Ο Jackson και ο Pargetter σωστά συμπεραίνουν από αυτό ότι Αναβλητικός μπορεί να αποφύγει την παραβίαση οποιασδήποτε υποχρέωσης, διότι αν Αναβλητικό έπρεπε να κάνει κάτι που μπορεί να κάνει, δηλαδή ⟨ να συμφωνήσει να επανεξετάσει το χαρτί &; στη συνέχεια γράψτε την κριτική⟩, στη συνέχεια Αναβλητικότητα δεν θα ήταν υποχρεωμένος να ⟨αρνηθεί να ελέγξει το χαρτί⟩ κατά πρώτο λόγο, και έτσι δεν θα υπήρχε ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις (Jackson 1985: 194; Τζάκσον &; Pargetter 1986: 242–243; Λουίζ 2009: 330; Τζάκσον 2014: 636). Σε αυτό το Κατανοήστε, σύμφωνα με την επικαιρότητα των συμφραζόμενων, την υποχρέωση ⟨Συμφωνήστε να αναθεωρήσετε την εργασία και στη συνέχεια γράψτε την κριτική⟩ υπερισχύει της υποχρέωσης ⟨άρνησης επανεξέτασης της χαρτί⟩. Γενικότερα, τη χρονική στιγμή που ένας πράκτορας μπορεί να κάνει κάτι με την πάροδο του χρόνου τέτοιο ώστε, αν γινόταν, τότε η πρωταρχική τους Η υποχρέωση θα εκπληρωνόταν και ο αντιπρόσωπος δεν θα είχε καμία ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις από τ και μετά. Τζάκσον και Η άποψη του Pargetter μοιάζει περισσότερο με την πιθανότητα σε σύγκριση με τυποποιημένες διατυπώσεις της επικαιρότητας στο βαθμό που οι Jackson και Pargetter συμφωνούν με τους εντολοδόχους σχετικά με την υποχρέωση ενός αντιπροσώπου να εκτελέσει το ίδιο μέγιστο σύνολο πράξεων. Η διαφορά μεταξύ των συμφραζομένων Η πραγματικότητα και η δυνατότητα είναι ότι η πρώτη άποψη επιβεβαιώνει το ύπαρξη πρόσθετων υποχρεώσεων που απορρέουν από σύνολα δικαιωμάτων προαίρεσης που δεν περιλαμβάνουν αυτό το μέγιστο σύνολο πράξεων.

Οι Jackson και Pargetter (1986: 246-249) πιστεύουν ότι αυτό είναι ασυμβίβαστο Οι συνταγές είναι απαράδεκτες μόνο όταν προκύπτουν από το ίδιο σύνολο εναλλακτικών λύσεων. Αλλά η άποψή τους δεν δημιουργεί ποτέ ασυμβίβαστη συνταγές από το ίδιο σύνολο εναλλακτικών λύσεων. Από το σύνολο των εναλλακτικές λύσεις της ⟨συμφωνίας για την αναθεώρηση του εγγράφου⟩ στο t1t1 ή ⟨αρνούμενοι να αξιολογήσουν το έγγραφο⟩ στο t1t1, ⟨Η άρνηση αναθεώρησης της εργασίας⟩ είναι υποχρεωτική. Αλλά έξω του t1t1–t2t2 διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις για την αναβλητικότητα σε t1t1, ⟨συμφωνώντας να επανεξετάσει το έγγραφο και στη συνέχεια γράφοντας το Αναθεώρηση⟩ είναι η υποχρεωτική επιλογή. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με Συμφραζόμενη πραγματικότητα, εφόσον η πραγματικότητα δεν υπαγορεύει ασυμβίβαστες υποχρεώσεις από το ίδιο σύνολο εναλλακτικών λύσεων, Οι ασύμβατες συνταγές δεν είναι προβληματικές. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να αντιταχθεί ότι η άποψή τους δεν καθοδηγεί τη δράση με την έννοια ότι η θεωρία τους δεν διευκρινίζει αν η επιτακτική υποχρέωση έχει προτεραιότητα έναντι της άλλες υποχρεώσεις (βλ. Jackson 2014: 636).

3.4.2 Το πρόβλημα της συσσώρευσης

Με τη σχετικοποίηση των υποχρεώσεων σε διαφορετικά σύνολα επιλογών, Η συμφραζόμενη επικαιρότητα υπόκειται στο λεγόμενο πρόβλημα της συσσώρευσης. Αυτό είναι το πρόβλημα της ομαδοποίησης εναλλακτικών λύσεων σε μια επιλογή Ο μια ενιαία εναλλακτική λύση (όχι-O) (Wedgwood 2009· Ross 2012; Καριανή 2016). Εδώ είναι ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι το οι ακόλουθες όλο και χειρότερες επιλογές είναι διαθέσιμες σε έναν πράκτορα Α: ⟨πηγαίνετε στη δουλειά⟩, ⟨στοιχηματίστε στο σπίτι⟩, ⟨σκότωσε κάποιον στο σπίτι⟩. Ας υποθέσουμε, επιπλέον, ότι η Μετά από τέσσερα αντσκότωνε κάποιον στο σπίτι⟩.

Αν ο Α ⟨στοιχημάτιζε στο σπίτι⟩ τότε ο Α ⟨δεν θα σκότωνε κιγεγονότα είναι αλήθεια.Αν ο Α ⟨δεν πήγαινε στη δουλειά⟩ τότε ο Α θα ⟨σκότωνε κάποιον στο σπίτι⟩.
Αν ο Α ⟨δεν έπαιζε τυχερά παιχνίδια στο σπίτι⟩ τότε ο Α θα ⟨άποιον στο σπίτι⟩.
Αν ο Α ⟨πήγαινε στη δουλειά⟩ τότε ο Α ⟨δεν θα σκότωνε κάποιον στο σπίτι και θα έπαιρνε πολύτιμη δουλειά Έγινε⟩.

Στην περίπτωση αυτή, τι θα συνέβαινε αν ο Α ⟨στοιχημάτιζε σπίτι⟩ είναι καλύτερο από αυτό που θα συνέβαινε αν ο Α ήταν να ⟨Μην παίζετε στο σπίτι⟩. Διότι, αν ο Α επρόκειτο να ⟨να μην τζογάρει στο σπίτι⟩ τότε ο Α θα ⟨σκοτώσει κάποιος στο σπίτι⟩. Τώρα, όταν εξετάζουμε το Α Επιλογές για ⟨τζόγο στο σπίτι⟩ ή ⟨ όχι τζόγο στο σπίτι⟩, η συμφραζόμενη πραγματικότητα υπονοεί ότι ο Α θα έπρεπε να ⟨στοιχηματίζω στο σπίτι⟩. Αυτό θα πρέπει να φαίνεται πολύ απίθανο, ακόμη και από τα ίδια τα φώτα των αναλογιστών, γιατί τι θα ήταν πραγματικά συμβεί αν ο Α επρόκειτο να ⟨πάει στη δουλειά⟩ είναι καλύτερο από τι θα συνέβαινε αν ο Α έκανε οποιαδήποτε άλλη επιλογή στο εν λόγω χρόνο. Εκείνοι που βρίσκουν αυτό το αποτέλεσμα αντιφατικό έχουν πρότεινε ότι μια υποχρεωτική πράξη Ο πρέπει να έχει υψηλότερη αξία από όλες τις μη υπερβολικές επιλογές που διαθέτει ο πράκτορας, αντί να έχει μόνο υψηλότερη τιμή από το not-O. Σε απάντηση σε αυτή την ανησυχία, ο Jackson και ο Pargetter μπορούν να μας υπενθυμίσουν ότι είναι επίσης αλήθεια ότι ο Α έπρεπε να ⟨πάει στη δουλειά⟩ από ένα διαφορετικές καθορισμένες επιλογές, δηλαδή ⟨πρόκειται να εργαστούμε⟩, ⟨τζόγος στο σπίτι⟩ και ⟨σκοτώνοντας κάποιον στο σπίτι⟩.

Η σχετικοποίηση των υποχρεώσεων σε διαφορετικά σύνολα επιλογών έχει οδηγήσει Ο Τζάκσον και ο Πάργκεττερ να απορρίψουν το «θα έπρεπε να διανέμει πάνω από συνδυασμός» (ODC) (1986: 247). Θυμηθείτε ότι το ODC διατηρεί ότι αν ένας πράκτορας S πρέπει να κάνει και το Α και το Β, τότε το S πρέπει να κάνει το Α και το S πρέπει να κάνει το Β (Castañeda 1968: 141). Ενώ αποδέχονται ότι η αναβλητικότητα θα πρέπει να ⟨ συμφωνείτε να αναθεωρήσετε το έγγραφο και στη συνέχεια να γράψετε το αναθεώρηση⟩, αρνούνται ότι η αναβλητικότητα πρέπει να ⟨συμφωνήσει Διαβάστε το έγγραφο⟩. Ομοίως, η άποψή τους υπονοεί ότι ο Jones θα έπρεπε να ⟨πάει στο γραφείο, στη συνέχεια
 να πάει στη συνεδρίαση της σχολής, και Στη συνέχεια, ψηφίστε υπέρ της απαίτησης γλώσσας⟩. Ωστόσο, ο Jones θα έπρεπε να μην ⟨πάει στο γραφείο⟩ αφού ο Τζόουνς θα έπρεπε ⟨Μείνετε σπίτι⟩.

3.5 Αντιρρήσεις σε όλες τις μορφές επικαιρότητας

3.5.1 Αποφυγή υποχρεώσεων απλώς και μόνο με φαύλο ηθικό χαρακτήρα

Η Goldman (G*1) και η Sobel's (S) απολαμβάνουν τη θεωρητική και πρακτική αρετή της απλότητας με προδιαγραφή μιας ενιαίας ακολουθίας υποχρεωτικών πράξεων κάθε φορά και όχι πολλαπλές, από κοινού ανεκπλήρωτες συνταγές κάθε φορά. Αλλά αυτό Η θεωρητική αρετή έρχεται με το κόστος μιας πιθανής αντίρρησης: Οι απόψεις επιτρέπουν στους πράκτορες να αποφεύγουν την ανάληψη ηθικών υποχρεώσεων απλώς και μόνο σε αρετή του να έχει ατελή ηθικό χαρακτήρα, και αυτό επιτρέπει στους πράκτορες να, ηθικά μιλώντας, να ξεφύγει από το γάντζο πολύ εύκολα (Jackson & Pargetter 1986: 240; Zimmerman 1996: 193–194, 2006: 156; Portmore 2011: 207; Μπέικερ 2012: 642–43; Τίμερμαν 2015; Timmerman &; Cohen, 2016; Cohen &; Timmerman, 2016). Για παράδειγμα Ο αναβλητικός αποφεύγει την υποχρέωση σχολιασμού ενός χαρτί μαθητή απλώς και μόνο επειδή είναι διατεθειμένος να συμπεριφέρεται άσχημα. Η πραγματικότητα δεσμεύεται σε αυτό ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες ένας πράκτορας είναι διατεθειμένοι να συμπεριφέρονται άσχημα μόνο και μόνο επειδή σκοπεύουν να συμπεριφέρονται άσχημα. Αλλά, ισχυρίζονται οι πιθανολόγοι, οι πράκτορες δεν μπορούν να αποφύγουν την υποχρέωση φφ απλώς και μόνο επειδή σκοπεύουν να το κάνουν φφ Κακώς. Γενικότερα, Οι πιθανολόγοι ισχυρίζονται ότι το να είσαι διατεθειμένος να κάνεις λάθος δεν το επιτρέπει για να αποφύγετε την ανάληψη υποχρεώσεων για να κάνετε καλό.

Οι υποστηρικτές του (G*1) ή του (S) μπορούν να απαντήσουν υπενθυμίζοντάς μας ότι αυτό το φαινομενικά προβληματικό συνεπαγωγή είναι το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης των σχετικών αντιγεγονότα, και ότι η μη συνεκτίμησή τους είναι υπερβολικά δαπανηρή. Ενώ ο Procrastinate ⟨συμφωνεί να επανεξετάσει το Το χαρτί⟩ είναι μέρος του καλύτερου σετ ηθοποιών που μπορεί να ερμηνεύσει Time, είναι επίσης μέρος του χειρότερου σετ ηθοποιών που μπορεί να ερμηνεύσει χρόνο, και το χειρότερο σκηνικό θα εκτελούνταν αν οι Αναβλητικοί ήταν να ⟨συμφωνήσουν να αναθεωρήσουν την εργασία⟩ (Jackson &; Pargetter 1986: 237). Ομοίως, ο Jones ⟨πηγαίνοντας στο Το Office⟩ είναι μέρος του καλύτερου σετ ηθοποιών που μπορεί να ερμηνεύσει χρόνο, αλλά είναι επίσης μέρος του χειρότερου συνόλου ηθοποιών που μπορεί να ερμηνεύσει με την πάροδο του χρόνου, και το χειρότερο σκηνικό θα εκτελούνταν αν ο Τζόουνς ήταν να ⟨πηγαίνετε στο γραφείο⟩.

Η συμφραζόμενη επικαιρότητα μπορεί, κατά μία έννοια, να παρακάμψει αυτή την πιθανότητα αντίρρηση δεδομένου ότι οι συμφραζόμενοι πραγματικοί συμφωνούν με τους πιθανούς ότι μια Ο πράκτορας πρέπει να κάνει το καλύτερο που μπορεί με την πάροδο του χρόνου και, επιπλέον, θεωρούν ότι η υποχρέωση αυτή υπερισχύει όλων των άλλων υποχρεώσεων του προαναφερθείσα αίσθηση (Jackson 1985: 194; Τζάκσον &; Pargetter 1986: 242–243; Τζάκσον 2014: 636). Οι πιθανοί μπορεί να μην ικανοποιηθούν με αυτή την απάντηση. Δεδομένου ότι οι πιθανολόγοι αποδέχονται το ODC, συμπεραίνουν ότι Ο αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨συμφωνήσει να επανεξετάσει το χαρτί⟩ από το γεγονός ότι ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨Συμφωνήστε να αναθεωρήσετε την εργασία και στη συνέχεια να γράψετε την κριτική⟩. Η συμφραζόμενη επικαιρότητα αρνείται ότι ο Αναβλητικός είναι υποχρεωμένος να ⟨συμφωνούν να επανεξετάσουν το έγγραφο⟩ με κόστος την απόρριψη ODC.

3.5.2 Επιβολή κυρώσεων για κακή συμπεριφορά

Όλες αυτές οι εκδοχές της επικαιρότητας αντιμετωπίζουν μια δεύτερη πιθανότητα Αντίρρηση: Συνταγογραφούν κακή συμπεριφορά που ο πράκτορας μπορεί εύκολα να αποφύγει (Wedgwood 2009· Ρος 2012: 75–76). Για παράδειγμα, η αναβλητικότητα μπορεί εύκολα να αποφύγει ⟨αρνούμενος να επανεξετάσει το έγγραφο⟩ με ⟨ συμφωνώντας επανεξετάστε το έγγραφο⟩ και, μόλις το Procrastinate ⟨συμφωνεί να Αναθεωρήστε το έγγραφο⟩, μπορεί εύκολα να ⟨γράψει το αναθεώρηση⟩. Παρ 'όλα αυτά, όλες αυτές οι εκδοχές της επικαιρότητας υποστηρίζουν ότι η αναβλητικότητα θα πρέπει να ⟨αρνηθεί να επανεξετάσει την χαρτί⟩ αντί να ⟨συμφωνήσετε να αναθεωρήσετε το έγγραφο⟩. Άλλα ακραία αναλογιστικά-πιθανά σενάρια υπογραμμίζουν τη δύναμη της την ένσταση αυτή. Ας υποθέσουμε ότι το ακόλουθο σύνολο πράξεων είναι το καλύτερο στη διάθεση ενός μαζικού δολοφόνου Μ στο t1t1: ⟨kill όχι ένα⟩ στο t1t1 και ⟨μη σκοτώνεις κανέναν⟩ στο t2t2. Ας υποθέσουμε, ωστόσο, ότι η καλύτερη άμεσα διαθέσιμη επιλογή για τον Μ είναι ⟨σκοτώνοντας κάποιον στο t1t1⟩ λόγω του αλήθεια των ακόλουθων δύο αντιγεγονότων: «αν ο Μ επρόκειτο να ⟨σκότωσε κάποιον⟩ στο t1t1, τότε ο Μ θα το έκανε ⟨Μην σκοτώνεις κανέναν⟩ στο t2t2", "αν ο Μ ήταν για να ⟨σκοτώσει κανέναν⟩ στο t1t1, τότε ο Μ θα το έκανε ⟨σκοτώστε δέκα άτομα⟩ στο t2t2”. Οι πιθανολόγοι ισχυρίζονται ότι ο Μ δεν πρέπει να ⟨σκοτώσει κανέναν⟩ από t1t1–t2t2 και έτσι ότι ο Μ πρέπει ⟨σκοτώσει όχι ένα⟩ στο t1t1. Οι αναλογιστές, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι ο Μ πρέπει να ⟨σκοτώσει κάποιον⟩ στο t1t1. Συμφραζόμενα Η επικαιρότητα τουλάχιστον επιτρέπει σε κάποιον να πει ότι αν και ⟨σκοτώνει κάποιος⟩ στο t1t1 είναι υποχρεωτικό, κάτι τέτοιο παραβιάζει την υποχρέωση του Μ να ⟨δεν σκοτώνει κανέναν⟩ από t1t1–t2t2. Οι εκδοχές της Goldman και του Sobel δεν μπορούν Δεχτείτε αυτή την κατευναστική απόφαση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε σχετικό πρόβλημα. Αν και δεν επιτρέπει στους πράκτορες να αποφύγουν την πρόκληση ηθικές υποχρεώσεις για να έχει φαύλο ηθικό χαρακτήρα, επιτρέπει πράκτορες για να αποφύγουν την ανάληψη ηθικών υποχρεώσεων για να περιορίσουν τις φαύλες τους ηθικός χαρακτήρας (Timmerman and Swenson 2019). Για να επεξηγήσετε το πρόβλημα, ας υποθέσουμε ότι ένα από τα βέλτιστα σύνολα πράξεων Apathetic Andy μπορεί εκτελούν με την πάροδο του χρόνου περιλαμβάνει ⟨ παίζει βιντεοπαιχνίδια απόψε και δωρίζοντας το αναλώσιμο εισόδημά του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς αύριο⟩. Ο Andy είναι, Ωστόσο, αρκετά απαθής. Ως εκ τούτου, δεν θα ⟨δωρίσει το δικό του Αναλώσιμο εισόδημα για φιλανθρωπικούς σκοπούς αύριο⟩ εκτός αν πρώτα ⟨διαβάζει το έργο του Peter Singer απόψε⟩. Αν αυτός ⟨παίζει βιντεοπαιχνίδια απόψε⟩, απλώς θα ενισχύσει Η εγωιστική του φύση και ⟨ χρησιμοποιήσει το αναλώσιμο εισόδημά του για να αγοράσει περισσότερα βιντεοπαιχνίδια αύριο⟩. Εδώ είναι το αλίευμα. Το άλλο βέλτιστο σύνολο πράξεων που μπορεί να εκτελέσει ο Apathetic Andy είναι να ⟨ να διαβάσει την εργασία από τον Peter Singer απόψε και να δωρίσει το αναλώσιμο εισόδημά του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς αύριο⟩. Επιπλέον, αν ο Andy ⟨διαβάζει το έργο του Peter Singer Απόψε⟩, θα ⟨δωρίσει το αναλώσιμο εισόδημά του στο φιλανθρωπία αύριο⟩. Η εκτέλεση αυτού του βέλτιστου συνόλου πράξεων δεν θα είναι ευχάριστο για τον Andy, όμως, αφού θεωρεί ότι η φιλοσοφία ανάγνωσης είναι ανιαρός. Εδώ είναι το πρόβλημα. Η πιθανότητα καθιστά την ετυμηγορία ότι ο Andy επιτρέπεται να ⟨παίξει βιντεοπαιχνίδια απόψε⟩ που θα όχι μόνο να οδηγήσει σε ένα μη βέλτιστο αποτέλεσμα, αλλά και να επιδεινώσει (μάλλον από το να περιορίσει) τον κακό ηθικό χαρακτήρα του. Αντίθετα, η επικαιρότητα συνεπάγεται ότι ο Andy είναι υποχρεωμένος να βελτιώσει τον ηθικό του χαρακτήρα με ⟨ανάγνωση του έργου του Peter Singer απόψε⟩, και επικαιρότητα έτσι εξασφαλίζει ότι ο Andy θα ⟨δωρίσει το αναλώσιμο εισόδημά του σε φιλανθρωπία αύριο⟩. Έτσι, τόσο η δυνατότητα όσο και η πραγματικότητα φαίνεται να αφήστε τους πράκτορες με φαύλους ηθικούς χαρακτήρες να ξεφύγουν πολύ εύκολα, αν και υπό διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς τρόπους.

Στην επόμενη ενότητα θα εξετάσουμε μια πρόσθετη ένσταση Επικαιρότητα που έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη απόψεων που μπορεί να είναι θεωρούνται μεσάζοντες της επικαιρότητας και της δυνατότητας. Σύμφωνα με Αυτές οι απόψεις, ένα αντιπαράδειγμα είναι σχετικό με το παρόν ενός πράκτορα υποχρέωση μόνο εάν ο αντιπρόσωπος στερείται επί του παρόντος συγκεκριμένου είδους έλεγχος της αλήθειας-αξίας αυτού του αντιπαραδείγματος.

4. Απόψεις για την ασφάλεια

Θυμηθείτε ότι τα είδη των αναλογιστικών-πιθανών σεναρίων που έχουμε που συζητήσαμε – οι περιπτώσεις του καθηγητή Procrastinate και η περίπτωση του Jones – είναι διαχρονικές περιπτώσεις με την έννοια ότι αφορούν διαφορετικές πράξεις που εκτελούνται σε διαφορετικές στιγμές του χρόνου, και όχι ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, στο φάκελο περίπτωση του καθηγητή Procrastinate, μία από τις σχετικές Τα αντιγεγονότα είναι ότι αν επρόκειτο να ⟨ συμφωνήσει να επανεξετάσει το χαρτί⟩ στο t1t1, τότε ⟨ δεν θα έγραφε το Ανασκόπηση⟩ στο t2t2. Η πράξη στο προηγούμενο και η πράξη στο Τα επακόλουθα ευρετηριάζονται σε διαφορετικούς χρόνους. Στην επιφάνεια, μπορεί φαίνεται ότι μια διαχρονική περίπτωση θα έδινε τα ίδια αποτελέσματα με μια συγχρονική περίπτωση, δηλαδή μια περίπτωση που περιλαμβάνει την εκτέλεση διαφορετικές πράξεις ταυτόχρονα. Αλλά όπως δείχνει η Goldman (1978), ένα Το συγχρονικό σενάριο ενεργοποίησης-πιθανής δίνει νέες δυσκολίες για επικαιρότητα, συμπεριλαμβανομένης της Goldman (1976) (G*1), και ο τρόπος αντιμετώπισης αυτών των δυσκολιών είναι η ενσωμάτωση ενός Συνθήκη ελέγχου της αλήθειας-αξίας ορισμένων αντιγεγονότων.

4.1 Μια Συγχρονική Αναλογιστική-Πιθανή Περίπτωση

Σκεφτείτε την περίπτωση της Goldman (1978: 186), την οποία θα ονομάσουμε Traffic 1:Κυκλοφορία 1: Ο Τζόουνς οδηγεί μέσα από ένα τούνελ πίσω από ένα αργοκίνητο φορτηγό. Είναι παράνομο να αλλάξετε λωρίδες στη σήραγγα και κάτι τέτοιο του Jones θα διατάρασσε την κυκλοφορία. Παρ 'όλα αυτά, πρόκειται να αλλάξει λωρίδες [στο t] - ίσως Δεν συνειδητοποιεί ότι είναι παράνομο, ή ίσως είναι απλά σε ένα βιάζομαι. Εάν αλλάξει λωρίδα χωρίς να επιταχύνει [στο t], Η κυκλοφορία θα διαταραχθεί πιο σοβαρά από ό, τι αν επιταχύνει. Αν Επιταχύνει χωρίς να αλλάξει λωρίδα [στο T], το αυτοκίνητό της θα συγκρούονται με το πίσω μέρος ενός φορτηγού.

Σύμφωνα με την Goldman, φαίνεται ότι ο Jones θα πρέπει ⟨επιταχύνετε⟩ στο t αφού ο Jones πρόκειται να ⟨αλλαγή λωρίδων⟩ στο Τ, και ⟨επιτάχυνση & η αλλαγή λωρίδων⟩ στο t θα είχε ως αποτέλεσμα μια καλύτερη αποτέλεσμα από αυτό του ⟨ δεν επιταχύνει &; αλλάζει λωρίδες⟩. Αλλά τώρα εξετάστε αυτήν την περίπτωση:Κίνηση 2: Όλα όσα ισχύουν στην Κίνηση 1 ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση. Επιπλέον, ο Jones θα ⟨να μην επιταχύνει⟩ στο t αν ο Jones ήταν είτε ⟨αλλαγή λωρίδων⟩ ή ⟨μη αλλαγή λωρίδων⟩ στο τ.

Στο Traffic 2 Jones ⟨αλλάζει λωρίδες και δεν αλλάζει επιταχύνετε⟩ στο t. Φαίνεται ότι ο Jones δεν πρέπει ⟨ αλλαγή λωρίδων⟩ στο t αφού πρόκειται να ⟨όχι Επιταχύνετε⟩ στο t. Αλλά φαίνεται επίσης ότι ο Jones πρέπει ⟨επιταχύνει⟩ στο t αφού πρόκειται να ⟨αλλαγή λωρίδων⟩. Καταλήξαμε στην ετυμηγορία ότι στο Traffic 2 ο Jones δεν πρέπει ⟨να αλλάζει λωρίδες⟩ και ότι ο Jones πρέπει ⟨επιταχύνει⟩. Αυτή η ετυμηγορία είναι Εξαιρετικά αντιφατικό, καθώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση με το πίσω μέρος του φορτηγού, το οποίο είναι το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την Goldman, το μάθημα που πρέπει να αντληθεί από τη συγχρονική Οι αναλογιστικές-πιθανές περιπτώσεις είναι οι εξής: Για να καθορίσουμε τι είμαστε Υποχρεωμένοι στο Τ να κάνουμε στο Τ, δεν πρέπει να κρατάμε σταθερό Γεγονότα σχετικά με το τι κάνουμε ελεύθερα στο T. Επιπλέον, μια τέτοια συγχρονική Τα αντιπαραδείγματα δεν καθορίζουν με κανέναν τρόπο τι υποχρεούται ένας αντιπρόσωπος να το κάνετε ανά πάσα στιγμή. Κατά συνέπεια, το είδος της άμεσης δράσης που είναι Υποψήφιος για να είναι υποχρεωτικός είναι ο πλήρως συγκεκριμένος ταυτόχρονος act-set που είναι άμεσα διαθέσιμο στον Jones. Ένα εκτελέσιμο πλήρως Ένα συγκεκριμένο σύνολο ταυτόχρονων πράξεων είναι ένα τέτοιο που δεν μπορεί κανείς επίσης να εκτελέσει κάθε άλλη πράξη που έχει οριστεί κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η Goldman (1978: 190) αποκαλεί τέτοιες πράξεις-σύνολα μέγιστες συνδετικές πράξεις, αλλά αυτή η καταχώρηση θα παραμείνει με το ορολογία ενός πλήρως συγκεκριμένου συνόλου ταυτόχρονων πράξεων κατά σειρά για να αποφευχθεί η ασάφεια με άλλες έννοιες των συνόλων πράξεων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας χαρτί. Ας υποθέσουμε ότι η (άμεση) πλήρως συγκεκριμένη Τα ταυτόχρονα σκηνικά ηθοποιών που διαθέτει ο Τζόουνς κατατάσσονται από το καλύτερο στο χειρότερο ως εξής.

⟨Μην αλλάζετε λωρίδες και μην αλλάζετε επιταχύνετε⟩
⟨Αλλαγή λωρίδας & επιτάχυνση⟩
⟨Αλλάξτε λωρίδες και μην επιταχύνετε⟩
⟨Μην αλλάζετε λωρίδες και επιταχύνετε⟩

Σύμφωνα με την Goldman, δεδομένων των επιλογών (1)-(4), ο Jones θα πρέπει προφανώς εκτελούν (1). Επιπλέον, παρατηρήστε ότι αν ο Jones επρόκειτο να εκτέλεση (1), τότε το ακόλουθο συγχρονικό αντιπαράδειγμα που βρίσκεται στο γεγονός αληθές στην κυκλοφορία 2 θα ήταν ψευδές αντ 'αυτού: "αν Ο Jones έπρεπε να ⟨μην επιταχύνει⟩ στο t, τότε στο t ο Jones θα ⟨άλλαζε λωρίδες⟩". Έτσι, δεδομένου τη διαίσθηση ότι ο Jones είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει (1) και ότι αυτό θα άλλαζε την αξία αλήθειας ορισμένων συγχρονικών αντιγεγονότων, εμείς δεν πρέπει να κρατούν σταθερή την αληθή αξία μιας τέτοιας συγχρονικής αντιπαραδείγματα όταν θεωρητικολογείται σχετικά με την υποχρέωση ενός αντιπροσώπου να Εκτελέστε κάποια άμεση, πλήρως συγκεκριμένη ταυτόχρονη πράξη-σετ. Προς Προσαρμόστε αυτή την κρίση, η αναθεωρημένη άποψη της Goldman (1978) ενσωματώνει μια συνθήκη ελέγχου της αλήθειας-αξίας αυτών των Συγχρονικά αντιγεγονότα.

4.2 Πλήρως καθορισμένες άμεσες επιλογές

Η αναθεωρημένη άποψη της Goldman εξακολουθεί να υιοθετεί τη διορατικότητα πίσω από το (G * 1) ότι, προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα να είναι από κοινού ανεκπλήρωτη υποχρεώσεις, ένα υποχρεωτικό σύνολο πράξεων (ή, όπως το αποκαλεί η Goldman, μια ακολουθία των πράξεων) πρέπει να είναι τέτοια ώστε να συμβαίνει αν ο αντιπρόσωπος Εκτελέστε αμέσως την πρώτη πράξη του συνόλου πράξεων και ο πράκτορας μπορεί Εκτελέστε αυτή την πρώτη πράξη του συνόλου πράξεων. Η αναθεωρημένη άποψη της Goldman (1978: 202) αναφέρεται ως "4", αλλά θα αναφερθούμε σε ως (G+) εδώ:

(Ζ+)S θα έπρεπε στο t1t1 για να εκτελέσετε τη μέγιστη ακολουθία X ξεκινώντας από t1t1 αν και μόνο εάν το S έχει τη δυνατότητα σε t1t1 για να εκτελέσετε το X, και το X είναι καλύτερο από οποιαδήποτε εναλλακτική μέγιστη ακολουθία που ξεκινά από t1t1 το οποίο S έχει επίσης τη δυνατότητα σε t1t1 προς εκτελώ.

Σε αντίθεση με το (G*1) , Η αναθεωρημένη άποψη της Goldman απαιτεί η πρώτη πράξη να είναι πλήρως ειδική ταυτόχρονη πράξη-σύνοψη. Επιπλέον, το είδος της πράξης-συνόλου που θα πρέπει να αξιολογείται άμεσα είναι μια μέγιστη ακολουθία. Η S έχει τη δυνατότητα t1t1 για να εκτελέσετε το X μόνο εάν το S έχει Η ικανότητα στο t1t1 έως αμέσως (στο t1)t1) Εκτελέστε το πρώτο πλήρως συγκεκριμένη ταυτόχρονη πράξη-σετ σε X.X. Της Goldman (1978: 201) η έννοια της μέγιστης ακολουθίας είναι διαφορετική από την Η προαναφερθείσα έννοια του possibilist για ένα μέγιστο σύνολο πράξεων το οποίο εκτείνεται μέχρι το τέλος της ζωής κάποιου. Γιατί, σύμφωνα με την Goldman (1978: 193–195), στο t ένας πράκτορας μπορεί να εκτελέσει ένα σύνολο πράξεων με την πάροδο του χρόνου εάν και μόνο εάν, εάν στο t ο πράκτορας ήθελε να εκτελέσει αυτό το σύνολο πράξεων, τότε ο πράκτορας θα το έκανε με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι Το εκτελέσιμο σύνολο πράξεων με την πάροδο του χρόνου πρέπει να είναι τέτοιο ώστε ο πράκτορας να μπορεί, στο t, να σχηματίσει πρόθεση να εκτελέσει αυτό το σύνολο πράξεων με την πάροδο του χρόνου ώστε θα ήταν αιτιωδώς αποτελεσματική εάν σχηματιζόταν η πρόθεση. Η έννοια της Goldman για μια μέγιστη ακολουθία είναι επομένως πιο περιορισμένη. Δηλαδή, μια μέγιστη ακολουθία X είναι ένα σύνολο πράξεων διαθέσιμο σε ένα Ο παράγοντας στο Τ είναι τέτοιος ώστε, στο Τ, ο παράγοντας μπορεί να σχηματίσει ένα πρόθεση εκτέλεσης του Χ και κανένα άλλο σύνολο πράξεων που ο πράκτορας μπορεί να σκοπεύει να εκτελέσει δεν αποτελεί κατάλληλο μέρος του Χ. Έτσι Στο εξής, θα αναφερόμαστε στην έννοια της Goldman για ένα μέγιστο ακολουθία ως σκόπιμα μέγιστο σύνολο πράξεων, και αυτό είναι να να διακρίνεται από ένα μέγιστο σύνολο πράξεων.

Θυμηθείτε ότι, σύμφωνα με την ικανότητα 2, ένας πράκτορας S έχει την ικανότητα άμεσης εκτέλεσης της πρώτης πλήρως συγκεκριμένης πράξης-συνόλου στο ένα σκόπιμα μέγιστο σύνολο πράξεων εάν και μόνο εάν το S θα εκτελούσε αυτό το πλήρως συγκεκριμένο σύνολο πράξεων, εάν ο S ήθελε να το πράξει, και από επέκταση μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Jones μπορεί να εκτελέσει καθένα από τα (1)–(4). Υπό Αυτή η υπόθεση, (G+) υπονοεί ότι αν και ο Jones θα ⟨άλλαζε λωρίδες⟩ αν Αν ⟨δεν επιτάχυνε⟩ ο Jones όφειλε να το κάνει κάτι που απαιτεί από αυτήν να ⟨μην επιταχύνει⟩, δηλαδή. ⟨Μην αλλάζετε λωρίδες και μην επιταχύνετε⟩. Για να δείτε πώς (G+) διαφέρει από τις εκδόσεις της πραγματικότητας στο τμήμα 3, εξετάστε την ακόλουθη έκδοση του καθηγητή Αναβλητικότητα: 

Καθηγητής Procrastinate*: Αν Οι αναβλητικοί έπρεπε να ⟨αποδεχθούν το αίτημα⟩ στο t1t1, τότε ο Αναβλητικός θα το έκανε αποφασίζοντας στο t1t1 να βλάψει το φοιτητής με ψευδή υπόσχεση να αξιολογήσει στο t2t2. Έτσι, αν Αναβλητικό έπρεπε να ⟨αποδεχθεί το αίτημα⟩ στο t1t1, τότε θα το έκανε ⟨δεν σχολίασα⟩ στο t2t2. Ωστόσο, η αναβλητικότητα μπορεί ⟨αποδοχή και σχολιασμός⟩ αποφασίζοντας στο t1t1 για να το πράξουν. Επιπλέον, αν ο Αναβλητικός το έκανε αυτό, τότε θα ήταν αλήθεια ότι εάν ο Αναβλητικός επρόκειτο να ⟨αποδεχθεί το αίτημα⟩ στο t1t1, τότε θα ⟨σχολίαζε⟩ στο t2t2 (πρβλ. Portmore 2011: 204).

Σύμφωνα με το (G+) Procrastinate είναι υποχρεωμένος σε t1t1 Για να εκτελέσετε σκόπιμα μέγιστη δέσμη πράξεων M που περιλαμβάνει ⟨αποδοχή του αιτήματος και σχολιάζοντας⟩ επειδή υπάρχει μια άμεση πλήρως συγκεκριμένη act-set διαθέσιμο στο Procrastinate στο t1t1 έτσι ώστε αν ήταν εκτελείται τότε M θα συμβεί, και M είναι το καλύτερο σκόπιμα μέγιστο σύνολο πράξεων που είναι ασφαλιζόμενο για Αναβλητικότητα σε t1t1. Αντίθετα, σύμφωνα με το (G*1) η αναβλητικότητα είναι υποχρεωμένη σε t1t1 να ⟨ να μην αποδεχτείτε το αίτηση⟩ επειδή αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση act-set M* που περιλαμβάνει ⟨μη σχολιασμό⟩ στο t2t2, και το M* είναι καλύτερο από το σύνολο ηθοποιών M** που θα συνέβαινε αν ο Αναβλητικός ⟨δεχόταν το αίτημα⟩ στο t1t1 επειδή το M** περιλαμβάνει ⟨αποδοχή & μη σχολιασμός⟩.

Κάποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι μια τροποποιημένη έκδοση του (G*1) που επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αποφάσεις και όχι σε εμφανείς σωματικές πράξεις μπορεί να χειριστεί συγχρονικές περιπτώσεις αναλογιστών-πιθανολόγων, όπως ο καθηγητής Procrastinate*. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι δυνατόν τα ακόλουθα δύο αντιγεγονότα να είναι αληθή:Εάν ο Αναβλητικός επρόκειτο να ⟨αποφασίσει να αποδεχθεί το αίτημα⟩ στο t1t1, τότε ⟨ θα αποφάσιζε και για τα δύο Αποδεχτείτε το αίτημα & μην σχολιάσετε⟩.

Αν ο Αναβλητικός ⟨αποφασίσει να αποδεχθεί και οι δύο το Ζητήστε &; σχολιάστε⟩ στο t1t1, τότε θα το έκανε ⟨Αποδεχτείτε το αίτημα & σχολιάστε⟩.

Ακόμα κι αν το (i) είναι αλήθεια, το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει το Procrastinate περιλαμβάνει ⟨απόφαση αποδοχής του αιτήματος⟩, δηλ. ⟨Απόφαση αποδοχής του αιτήματος & σχολιασμός⟩ στη διεύθυνση t1t1. Αυτό δείχνει ότι αν αξιολογούμε έναν πράκτορα υποχρεώσεις όσον αφορά αποφάσεις ή όβερτ σωματικές πράξεις, οι πράξεις που πρέπει να αξιολογούνται άμεσα είναι πλήρως συγκεκριμένες ταυτόχρονες δέσμες πράξεων, που είναι ακριβώς αυτό που επιτυγχάνει το (G+).

Συμφραζόμενη επικαιρότητα και προσωρινή αλλά απορριφθείσα της Goldman Η αρχή (G) υπονοεί ομοίως ότι ο Jones είναι υποχρεωμένος t1t1 να εκτελέσει (1) και όχι οποιαδήποτε από τις (2)–(4), δεδομένου ότι αυτές οι απόψεις επιτρέπουν μια υποψήφια υποχρεωτική πράξη να είναι πλήρως συγκεκριμένη. Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν απαιτούν μια υποψήφια υποχρεωτική πράξη να είναι πλήρως συγκεκριμένη, και Έτσι, αυτές οι απόψεις έχουν επίσης την περίεργη συνέπεια ότι στην Κυκλοφορία ΙΙ ο Jones είναι υποχρεωμένος να ⟨επιταχύνει⟩ και ο Jones είναι υποχρεωμένος να ⟨μην αλλάζει λωρίδες⟩.

4.3 Είδη ελέγχου των άμεσων επιλογών

Μέχρι στιγμής, έχουμε δει ότι οι συγχρονικές περιπτώσεις ενεργοποίησης-πιθανής υποδηλώνουν ότι, πρωτίστως, ένας αντιπρόσωπος έχει την υποχρέωση να να εκτελέσει μια πλήρως συγκεκριμένη άμεση πράξη και όχι λιγότερο από πλήρως συγκεκριμένη άμεση πράξη. Ως αποτέλεσμα, η συγχρονική Τα αντιπαραδείγματα δεν καθορίζουν ούτε καν εν μέρει την υποχρέωση εκτέλεσης κάποιας πλήρως συγκεκριμένης άμεσης πράξης. Αυτό ακόμα αφήνει ανοιχτό ένα ερώτημα σχετικά με την ικανότητα που πρέπει να διαθέτει ένας πράκτορας προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελέσει κάποια άμεση (πλήρως συγκεκριμένη) πράξη στο σχετική έννοια. Ικανότητα της Goldman (1978: 195, 204–205) 2, για παράδειγμα, είναι μια εκδοχή της υπό όρους ανάλυσης του Ικανότητες. Η υπό όρους ανάλυση των ικανοτήτων παραμένει ύποπτη από ορισμένοι με την αιτιολογία ότι ένας αντιπρόσωπος δεν έχει άμεσο έλεγχο τις επιθυμίες τους. Δεδομένου αυτού, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι τα γεγονότα σχετικά με το τι Ο πράκτορας θα έκανε αν είχε διαφορετικές επιθυμίες είναι άσχετος με αυτήν ικανότητες (Lehrer 1968; Curran 1995: 82). Παρ 'όλα αυτά, δεδομένου ότι πολλοί Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση για τους αναλογιστές-πιθανούς θεωρούν δεδομένο ότι Η ικανότητα να κάνουμε διαφορετικά είναι συμβατή με τα γεγονότα σχετικά με το τι Ο πράκτορας θα κάνει ή θα έκανε υπό ορισμένες συνθήκες, μια σειρά από Οι άνθρωποι ακολούθησαν την Goldman (1978) λαμβάνοντας το σχετικό είδος στοιχείο ελέγχου για να είναι ένα στοιχείο ελέγχου που δεν διατηρεί σταθερά όλα τα δεδομένα σχετικά με το Η ψυχολογική σύνθεση του πράκτορα. Βλέπε, για παράδειγμα, τις απόψεις του Doug Portmore (2011) και Jacob Ross (2012).

Ο Portmore (2011) κατανοεί το σχετικό είδος ελέγχου που πρέπει να ασκεί ένας πράκτορας έχουν δικαίωμα προαίρεσης όσον αφορά τη σχολαστική τιτλοποίηση. Ένας Ένα σύνολο πράξεων (δηλ. ένα σύνολο πράξεων) είναι σχολαστικά ασφαλιζόμενο από έναν πράκτορα μόνο εάν υπάρχει κάποιο σύνολο προθέσεων και κάποιο σύνολο επιτρεπτών βασικές στάσεις (συμπεριλαμβανομένων των πεποιθήσεων και των επιθυμιών), έτσι ώστε εάν η Ο πράκτορας είχε αυτές τις προθέσεις και συμπεριφορές, τότε ο πράκτορας θα εκτελούσε Αυτός ο νόμος-σύνολο (2011: 165). Τα είδη των στάσεων Portmore (2011: 167) έχει κατά νου είναι στάσεις ευαίσθητες στην κρίση, δηλαδή στάσεις που είναι ευαίσθητος στις κρίσεις σχετικά με τους λόγους (Scanlon 1998: 20).

Αυτή η μορφή ελέγχου είναι παρόμοια με την υπό όρους ανάλυση στο βαθμό που ο αντιπρόσωπος δεν χρειάζεται να έχει τις σχετικές προθέσεις και στάσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση μιας πράξης προκειμένου να έχουν την ικανότητα να Εκτελέστε αυτήν την πράξη. Απλώς πρέπει να ισχύει ότι εάν ο πράκτορας επρόκειτο να έχουν τέτοιες προθέσεις και στάσεις, τότε ο πράκτορας θα εκτελέσει το σχετική πράξη. Ο ακριβής απολογισμός του Portmore (2011: 166–167) Ο έλεγχος έχει ως εξής:

Ένα σύνολο πράξεων, αjαj, είναι, από tεγώtεγώΣχολαστικά ασφαλιζόμενο από το S εάν και μόνο εάν υπάρχει χρόνος, tjtjεκείνος είτε αμέσως μετά tεγώtεγώ ή είναι πανομοιότυπο με tεγώtεγώ, ένα σύνολο των πράξεων, αεγώαεγώ, (όπου αεγώαεγώ μπορεί, ή όχι, να είναι πανομοιότυπο με αjαj), και ένα σύνολο στάσεων υποβάθρου, Β, έτσι ώστε να ισχύουν όλα τα ακόλουθα: (1) S θα εκτελώ αjαj εάν το S επρόκειτο να έχει στο tεγώtεγώ τόσο ο Β όσο και η πρόθεση εκτέλεσης αεγώαεγώ; (2) Η S έχει σε tεγώtεγώ την ικανότητα να συνεχίσουν, ή να έρθουν, να έχουν tjtj τόσο ο Β όσο και η πρόθεση εκτέλεσης αεγώαεγώ; και (3) ο S θα συνέχιζε ή θα ερχόταν να έχει στο tjtj Β (και, πού αεγώαεγώ δεν είναι ταυτόσημη με αjαj, την πρόθεση για να εκτελέσετε αεγώαεγώ επίσης) αν S και οι δύο ήταν στο tεγώtεγώ έχοντας επίγνωση όλων των σχετικών πραγματικών περιστατικών που συνιστούν λόγο και tjtj να απαντήσουμε σε αυτά τα γεγονότα / λόγους με όλους και μόνο τους τρόπους που συνταγογραφούν, καταλήγοντας έτσι να έχουν σε tjtj όλα αυτά στάσεις που, δεδομένων των γεγονότων αυτών, έχει αποφασιστικό λόγο να έχει και Μόνο εκείνες οι συμπεριφορές που έχει, δεδομένων αυτών των γεγονότων, επαρκούν λόγος να έχεις.

Ο Portmore (2011: 177) κατανοεί ένα σύνολο πράξεων αjαj να είσαι μέγιστη πράξη-σύνολο σε παρόμοιο πνεύμα και με τις δύο έννοιες ενός πιθανολόγου ενός μέγιστου συνόλου πράξεων και της έννοιας της ζωής του Sobel. Το σύνολο των Πράξεις "αεγώαεγώ" δεν είναι ταυτόσημο με “αjαj" όταν, π.χ., κάποιος δεν έχει την ικανότητα στο tjtj να διαμορφώσει μια πρόθεση να εκτελέσει "αjαj”, αν και ο πράκτορας θα εκτελούσε στην πραγματικότητα αjαj Εάν ο πράκτορας επρόκειτο να σχηματιστούν στις tjtj την πρόθεση εκτέλεσης αεγώαεγώ. Για παράδειγμα, η απόκτηση διδακτορικού μπορεί επί του παρόντος να είναι σχολαστικά ασφαλίσιμη για ένα πράκτορας, αν και προς το παρόν δεν είναι σε θέση να σχηματίσει πρόθεση να τα κάνει όλα από τα πράγματα που απαιτούνται για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος τουλάχιστον επειδή δεν μπορεί προς το παρόν να γράψει για μια ιδέα στη διατριβή της ότι δεν έχει ακόμη σπουδάσει (Portmore 2011: 169). Έτσι, όποτε αjαj και αεγώαεγώ δεν είναι πανομοιότυπα, το μέρος (1) λέει ότι ο S θα εκτελούσε κάποιο σύνολο πράξεων εάν ο S σκόπευε να το κάνει εκτελέστε κάποιο άλλο σύνολο πράξεων (μαζί με συγκεκριμένο υπόβαθρο στάσεις).

Το μέρος (2) του ανωτέρω ορισμού ορίζει ότι ένας αντιπρόσωπος πρέπει να διαθέτει ικανότητα (ή ικανότητα) να έχουν συγκεκριμένες στάσεις και προθέσεις. Αυτό επιτρέπει σε κάποιον να παρακάμψει τις δυσκολίες που έχουν τεθεί την υπό όρους ανάλυση των ικανοτήτων (βλ. Portmore 2011: 168). Μέρος (3) δηλώνει ότι η στάση του πράκτορα πρέπει να είναι επιτρεπτή. Προς Δείξτε, ας υποθέσουμε ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Νταγκ μπορεί να εξασφαλίσει στις 2 μ.μ. ότι θα φάει ένα υγιεινό γεύμα και όχι πίτσα στις 6 μ.μ. είναι έχοντας Η παράλογη πεποίθηση ότι η ζωή του εξαρτάται από την κατανάλωση ενός υγιεινού γεύματος στις 6 μ.μ. Δεδομένου ότι φαίνεται ότι δεν είναι υποχρεωμένος να έχει ένα τέτοιο πεποίθηση, προκύπτει ότι, στις 2 μ.μ., ο Νταγκ δεν είναι υποχρεωμένος να φάει ένα υγιεινό γεύμα στις 6 μ.μ. αφού δεν υπάρχει συνδυασμός προθέσεων και επιτρεπτές στάσεις (σε αντίθεση με τις ανεπίτρεπτες στάσεις) που Ο Νταγκ μπορεί να έχει στις 2 μ.μ., έτσι ώστε αν επρόκειτο να τα έχει στις 2 μ.μ. τότε θα έτρωγε ένα υγιεινό γεύμα στις 6 μ.μ. (Portmore 2011: 164–165).

Ο Portmore (2011: 222) συνδυάζει αυτή την έννοια του ελέγχου με τα ακόλουθα Αναφορά του ορθολογικού επιτρεπτού που ισχύει για την ηθική Επιτρέπεται όταν υπάρχουν ηθικοί λόγοι για να ενεργήσετε:Τιτλοποίηση: Είναι, από tεγώtεγώ αντικειμενικά λογικά επιτρεπτό για το S να εκτελέσει ένα μη μέγιστο σύνολο Πράξεις αjαj, αρχίζοντας από tj(tεγώ<tj)tj(tεγώ<tj), εάν και μόνο εάν, και επειδή, τουλάχιστον ένα από τα αντικειμενικά ορθολογικά επιτρεπόμενα μέγιστα σύνολα πράξεων που είναι, από tεγώtεγώ Σχολαστικά ασφαλιζόμενο από το S περιλαμβάνει την εκτέλεση του S αjαj.

Η τιτλοποίηση χρησιμοποιεί μια προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω χρησιμοποιώντας κανονιστικές αρχές να αξιολογήσει άμεσα τη δεοντική κατάσταση των μέγιστων συνόλων πράξεων και στη συνέχεια επέκταση της ίδιας δεοντικής κατάστασης σε μη μέγιστα σύνολα πράξεων που είναι που περιέχονται στη σχετική μέγιστη δέσμη πράξεων (Portmore 2011: 179). Αυτό αποκομίζει τα οφέλη της Goldman (G+) της αποφυγής από κοινού ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων και της άρνησης οποιασδήποτε Τα συγχρονικά αντιγεγονότα, ακόμη και εν μέρει, καθορίζουν την Υποχρεώσεις.

Η ασφάλεια του Portmore - και κατ 'επέκταση άλλες απόψεις που Κρατήστε σταθερά γεγονότα που δεν εξαρτώνται προς το παρόν από τον πράκτορα σε ορισμένα αίσθηση—έχει επικριθεί με το σκεπτικό ότι δεν το κάνει δημιουργούν την υποχρέωση να κάνει κανείς ό,τι καλύτερο μπορεί με την έννοια που συζητείται στην Ικανότητα 1 και, ως εκ τούτου, η τιτλοποίηση απαιτεί μερικές φορές από τους πράκτορες να εκτελούν τρομερές και μοχθηρές πράξεις και επιτρέπουν σε κάποιον να αποφύγει ανάληψη υποχρέωσης υπό το πρίσμα φαύλων ή ανήθικων διαθέσεων (Timmerman 2015; Σκάφος 2016).

Ο Ross (2012: 84) υποστηρίζει ομοίως ότι ένας πράκτορας μπορεί αμέσως Εκτελέστε μια πράξη που απαιτεί κάποια στάση που δεν έχει ο πράκτορας γεγονός έχουν, αν και οι απόψεις του Portmore και του Ross αποκλίνουν στο ορισμένες περιπτώσεις. Εδώ είναι η άποψη του Ross (2012: 91):Στιγμιαία Τιτλοποίηση ευρείας εμβέλειας (MWSS): Για κάθε x και t, στο t, το x πρέπει να είναι τέτοιο ώστε, για όλους t′t′ Από το t και μετά, το x ικανοποιεί την ακόλουθη προϋπόθεση: Για όλους ΦΦ, εάν το x ΦΦs δεν εξαρτάται αιτιωδώς από τις προθέσεις που έχει το x μετά t′t′, και εάν κάθε μέγιστη προτιμότερη επιλογή που είναι άμεσα ασφαλιζόμενο για x σε t′t′ Περιλαμβάνει ΦΦ-ing, τότε x ΦΦs.

Στην ουσία, MWSS είναι η άποψη ότι «ανά πάσα στιγμή, ένας πράκτορας υποχρεούται, σε κάθε μελλοντικό χρόνο, να ικανοποιεί επί του παρόντος μια ευρεία έκδοση» της τιτλοποίησης του Smith (G+) ή του Portmore (Ross 2012: 91). Ο Ross πιστεύει ότι μόνο το MWSS μπορεί να εξηγήσει καθεμία από τις τέσσερις συνθήκες της βασικής ιδέας του (2012: 89, 91).Η κεντρική ιδέα αναλύεται: Τι είναι υποχρεωτικό για έναν πράκτορα είναι ότι, (i) ανά πάσα στιγμή, κάνει (ii) το Το καλύτερο που μπορεί να κάνει εκείνη τη στιγμή, (iii) κρατώντας σταθερό αυτό που δεν είναι μέχρι εκείνη εκείνη τη στιγμή, αλλά (iv) δεν κρατά σταθερό αυτό που είναι επάνω σε αυτήν εκείνη την εποχή.

Για να δείτε πώς αποκλίνουν αυτές οι απόψεις, εξετάστε την ακόλουθη περίπτωση που είναι παρόμοια με μια περίπτωση που περιγράφεται από τον Ross (2012: 87–88): στο t1t1 Η Sally έχει την ικανότητα να διαμορφώσει αμέσως μια πρόθεση να ⟨ όχι Σκότωσε οποιονδήποτε πέντε χρόνια αργότερα στο t5t5⟩, αν και ⟨σκοτώνοντας κανέναν στο t5t5⟩ δεν είναι σχολαστικά ασφαλιζόμενο για τη Sally στο t1t1. Από την άλλη, σκοτώνοντας ακριβώς έναν άτομο ή σκοτώνοντας ακριβώς δύο άτομα στο t5t5 είναι και οι δύο σχολαστικά ασφαλιζόμενο για τη Sally στο t1t1. Σύμφωνα με το Portmore's τιτλοποίηση, ένα από τα αντικειμενικά ηθικά επιτρεπτά μέγιστα σύνολα πράξεις που μπορούν να ασφαλιστούν σχολαστικά από τη Sally στο t1t1 Περιλαμβάνει σκοτώνοντας ένα άτομο στο t5t5. Ωστόσο, στο t5t5, δεν σκοτώνει κανέναν είναι σχολαστικά ασφαλιζόμενο για τη Sally, και έτσι στο t5t5 Η Σάλι είναι υποχρεωμένοι να μην σκοτώσουν κανέναν στο t5t5. Οι διατάξεις αυτές στο Η περίπτωση του Ross προέρχεται από το γεγονός ότι στο t1t1 Η Sally έχει Ένας άψογος ηθικός χαρακτήρας που θα διαφθαρεί χωρίς σφάλμα δική της (με την απαγωγή της από σατανιστές). Αλλά ο ηθικός της χαρακτήρας δεν είναι κατεστραμμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι σε θέση t5t5 προς Αποφύγετε να σκοτώσετε κανέναν. Για να τονιστεί, στο t1t1 Το καλύτερο Η αποτελεσματική πρόθεση που μπορεί να σχηματίσει η Σάλι περιλαμβάνει τη δολοφονία ενός ατόμου σε t5t5 λαμβάνοντας υπόψη ότι t5t5 Η καλύτερη αποτελεσματική πρόθεση που Η Sally μπορεί να σχηματίσει περιλαμβάνει τη δολοφονία κανενός στο t5t5. Του Πόρτμορ Επομένως, η τιτλοποίηση ορίζει μια πράξη σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή, αλλά στη συνέχεια το κάνει να μην ορίζει την πράξη αυτή όταν συντρέχει ο χρόνος αυτός.

Ο Ross (2012: 87–89) επιθυμεί να αποφύγει αυτή την επίπτωση. Το MWSS δεν συνεπάγεται ότι σε t1t1 Η Σάλι είναι υποχρεωμένη να σκοτώσει ακριβώς έναν άτομο στο t5t5 γιατί αν η Σάλι σκοτώνει ακριβώς ένα άτομο στο t5t5 εξαρτάται αιτιωδώς από τις προθέσεις της στο t1t1. Έτσι, Sally πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, μη ικανοποιώντας το πρώτο σκέλος: του προηγούμενου: (αν η Σάλι αποφεύγει να σκοτώσει ακριβώς έναν άτομο στο t5t5 δεν εξαρτάται αιτιωδώς από τις προθέσεις που θα έχουν μετά t1t1, και αν όλα της προτιμάται στο μέγιστο, άμεσα Οι ασφαλείς επιλογές περιλαμβάνουν τη θανάτωση ακριβώς ενός ατόμου στο t5t5τότε Σκοτώνει ακριβώς ένα άτομο στο t5)t5). Αντ 'αυτού, το MWSS συνεπάγεται ότι σε t1t1 (και στο t5)t5) Η Σάλι είναι υποχρεωμένη να μην σκοτώσει κανέναν επειδή πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις μόνο ικανοποιώντας την επακόλουθο: (αν η Σάλι δεν σκοτώσει κανέναν στο t5t5 Δεν εξαρτάται αιτιωδώς από τις προθέσεις που θα έχει μετά t5t5, και εάν Όλες οι μέγιστες προτιμότερες, άμεσα ασφαλιζόμενες επιλογές της δεν περιλαμβάνουν σκοτώνοντας οποιονδήποτε στο t5t5, τότε δεν σκοτώνει κανέναν στο t5)t5).

Ένας υποστηρικτής της ασφάλειας μπορεί να απαντήσει ότι απλά δεν υπάρχει τίποτα Η Sally μπορεί να κάνει στο t1t1 Αυτό της επιτρέπει να εξασφαλίσει ότι δεν θα σκοτώσει κανέναν σε t5t5, και, ως εκ τούτου, έχοντας υποχρέωση t1t1 να μην σκοτώσει Οποιοσδήποτε στο t5t5 παραχωρεί πάρα πολλά στον πιθανισμό. Διότι, ένα από τα Η βασική διαίσθηση που οδηγεί τις απόψεις της ασφάλειας είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις μη ασφαλιζόμενα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης άλλων Παράγοντες; Θα πρέπει να κρατάμε τέτοια συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σταθερά όταν καθορίζουμε το παρόν μας ηθικές υποχρεώσεις. Αυτή η σκέψη οδήγησε σε μια εκτεταμένη συζήτηση για Ο τρόπος με τον οποίο τα αναλογιστικά-πιθανά σενάρια εγείρουν θεμελιώδη Ερωτήσεις σχετικά με την ελεύθερη βούληση και πώς πρέπει να συλλάβουμε το παρόν μας σε σχέση με τον μελλοντικό εαυτό μας (Louise 2009; Baker 2012).

5. Μη πρωτογενείς υποχρεώσεις

Η συζήτηση μέχρι αυτό το σημείο έχει επικεντρωθεί γύρω από την κατανόηση Η γενική αντίληψη ότι ένας πράκτορας πρέπει να κάνει το (μη υπερερωτικό) καλύτερα που είναι σε θέση να κάνει. Αλλά ορισμένες θεωρίες υποστηρίζουν ότι μια Η ηθική ζωή του πράκτορα είναι πιο περίπλοκη από αυτό, επειδή ένα Η ικανότητα του πράκτορα να κάνει λιγότερα από το (μη υπερερωτικό) καλύτερο είναι Επίσης υποχρεωτική είναι κάποια μη πρωταρχική έννοια. Αυτή η προσέγγιση είναι υποκινούμενη εν μέρει από τη σκέψη ότι ορισμένες λανθασμένες ενέργειες είναι καλύτερες από άλλες. Ο Michael McKinsey (1979: 391–392) αναπτύσσει αυτή την προσέγγιση, υπεράσπιση μιας άποψης με πολλαπλά επίπεδα υποχρέωσης. Η άποψή του μπορεί να είναι Διατυπώθηκε ως εξής:

Επίπεδα υποχρέωσης (LO): φx,tφx,t είναι μια ζωή ακολουθία από t για x. Κάθε φx,tφx,t έχει βαθμό n(n≥1)n(n≥1) σε σχέση με κάθε άλλη ακολουθία ζωής από t για x, όπου n είναι θετικός ακέραιος. Αν φx,tφx,t είναι μεταξύ των βέλτιστων αλληλουχιών ζωής από t για x, τότε Ο βαθμός του φx,t=1φx,t=1; αν φx,tφx,t είναι μεταξύ των δεύτερων καλύτερες τέτοιες ακολουθίες, τότε η τάξη του φx,t=2φx,t=2; και ούτω καθεξής. x θα έπρεπεnn Ευρωπαϊκή ΈναςεγώΈναςεγώ IFF:ΈναςεγώΈναςεγώ περιέχεται σε κάθε φx,tφx,t της τάξης n.

Για κάθε φx,tφx,t το οποίο διαθέτει Βαθμός m υψηλότερος από N (δηλαδή, όπου m<n)m<n)υπάρχει ένας ΈναςjΈναςj τέτοια ώστε φx,tφx,t Περιέχει ΈναςjΈναςj και x θα δεν κάνουν ΈναςjΈναςj.

Ενώ η διατύπωση της McKinsey για το (LO) είναι μάλλον περίπλοκη, το Η βασική ιδέα είναι αρκετά απλή. Κατά τον (LO), η πρωταρχική υποχρέωση του εντολοδόχου S ταυτίζεται με την υποχρέωση που οι πιθανολόγοι πιστεύουν ότι έχει ο S. Επιπλέον, για κάθε μέγιστο σύνολο πράξεων M (ή μια ζωή) που, στο t, S μπορεί εκτελέστε, εάν το M δεν είναι πανομοιότυπο με το καλύτερο μέγιστο σύνολο πράξεων ότι, στο t, το S μπορεί να αποδώσει, αλλά είναι καλύτερο από το μέγιστο σύνολο πράξεων που ο S θα εκτελέσει στην πραγματικότητα, τότε στο t S έχει ηθική υποχρέωση να εκτελέσει το M. Για παράδειγμα, Εξετάστε αυτήν την περίπτωση:Τα κουμπιά: Στο t Ben μπορεί και τα δύο Πατήστε και αποφύγετε να πατήσετε οποιοδήποτε από τα τρία κουμπιά μπροστά από το αυτόν, και κάνοντας οποιοδήποτε από αυτά τα πράγματα έρχεται με ελάχιστο ή καθόλου κόστος για τον Ben. Το πάτημα ενός κουμπιού δεν έχει ως αποτέλεσμα θανάτους, πατώντας το πρώτο κουμπί έχει ως αποτέλεσμα έναν θάνατο, το πάτημα του δεύτερου κουμπιού έχει ως αποτέλεσμα δύο θανάτους και το πάτημα του τρίτου κουμπιού έχει ως αποτέλεσμα τρεις θανάτους. Υποθέτω ότι ο Ben πατάει το τρίτο κουμπί, με αποτέλεσμα τρεις θανάτους.

(LO) υπονοεί ότι υπάρχουν τρία επίπεδα υποχρεώσεων που ο Ben δεν εκπληρώνει εκπληρώνουν: την πρωταρχική υποχρέωσή του να μην πατάει κανένα κουμπί, τη δευτερεύουσα υποχρέωσή του να πατήσει το πρώτο κουμπί, και την τριτοβάθμια του υποχρέωση πατήματος του δεύτερου κουμπιού. Αν ο Μπεν πατούσε το δεύτερο κουμπί, τότε ο Ben θα είχε αποτύχει να εκπληρώσει μόνο δύο υποχρεώσεις, δηλαδή η πρωταρχική υποχρέωση αποχής από την άσκηση πίεσης και τη δευτερεύουσα υποχρέωση να πατήσετε το πρώτο κουμπί.

McKinsey's (LO) είναι, κατά μία έννοια, σε συμφωνία με τη δυνατότητα, επειδή ένα Η πρωταρχική υποχρέωση του πράκτορα είναι ταυτόσημη με έναν πιθανό υποχρέωση. Επιπλέον, παρόλο που (LO) μπορεί να δημιουργήσει από κοινού ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις, (LO) συμφωνεί με τον Jackson και Ο σχετικός επιλογισμός του Pargetter ότι αν, στην ορολογία του (LO), ένας πράκτορας εκπληρώνει την πρωταρχική του υποχρέωση, τότε δεν είναι την περίπτωση που ο αντιπρόσωπος παραβιάζει οποιεσδήποτε μη πρωτογενείς υποχρεώσεις επειδή Ο αντιπρόσωπος απλώς δεν έχει μη πρωτογενείς υποχρεώσεις. Για παράδειγμα, εάν ο Ben αποφεύγει να πατήσει οποιοδήποτε κουμπί, τότε σύμφωνα με (LO) δεν ισχύει ότι ο Ben είχε δευτερεύουσα υποχρέωση Πατήστε το πρώτο κουμπί και έτσι δεν υπάρχουν μη πρωτογενείς υποχρεώσεις Παραβιάζονται. Η McKinsey's (LO) είναι, κατά μία έννοια, επίσης σύμφωνη με (μη-συμφραζόμενες) εκδοχές της επικαιρότητας. Για παράδειγμα Η υποχρέωση του αναβλητικού σύμφωνα με τον μη συμφραζόμενο Εκδόσεις της Actualism είναι να ⟨αρνηθεί να επανεξετάσει το έγγραφο & δεν επανεξετάσει το έγγραφο⟩, και, σύμφωνα με την McKinsey, αυτό είναι Η δευτερεύουσα υποχρέωση του αναβλητικού επειδή αυτή η πράξη-ακολουθία είναι η δεύτερη καλύτερη μέγιστη ακολουθία πράξης (ή μέρος της δεύτερης καλύτερης μέγιστη πράξη-ακολουθία) που Procrastinate μπορεί να εκτελέσει με την πάροδο του χρόνου.

Η Goldman (1978: 205-208) υποστηρίζει ότι υπάρχουν ακριβώς δύο παραγγελίες των υποχρεώσεων, μία πρωτοβάθμια και μία δευτερεύουσα, και ότι είναι καλύτερο να εκπληρώσει κανείς τη δευτερεύουσα υποχρέωσή του και όχι να παραβιάσει και τις δύο υποχρεώσεις. Οι πρωτογενείς υποχρεώσεις διέπονται από την Goldman (G+), και οι δευτερογενείς υποχρεώσεις διέπονται από αρχές όπως: Goldman's (1976) (G*1) η οποία, όπως είδαμε στο τμήμα 4, δεν λαμβάνει υπόψη τον ηθικό χαρακτήρα ενός πράκτορα που καθορίζει την τιμή αλήθειας ορισμένων συγχρονικών αντιγεγονότων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του καθηγητή Procrastinate*, Η πρωταρχική υποχρέωση του αναβλητικού είναι να ⟨συμφωνήσει να αναθεωρήσει το έγγραφο &; αναθεωρήστε το έγγραφο⟩ επειδή υπάρχει ένα άμεσα εκτελέσιμη, πλήρως συγκεκριμένη ταυτόχρονη πράξη όπως που, εάν εκτελεστεί, θα έχει ως αποτέλεσμα την ⟨συμφωνία και την αναθεώρηση Το χαρτί⟩. Αντίθετα, η δευτερεύουσα του Procrastinate Η υποχρέωση είναι να ⟨ αρνηθείτε να αναθεωρήσετε το έγγραφο και να μην αναθεωρήσετε το χαρτί⟩ επειδή ο ηθικός χαρακτήρας του Procrastinate είναι έτσι ώστε αν ο Αναβλητικός επρόκειτο να ⟨συμφωνήσει να αναθεωρήσει⟩ στο t1t1, τότε ο Αναβλητικός θα έβλαπτε τον μαθητή ψευδώς Υπόσχεση για αναθεώρηση στο t2t2. Ο ηθικός χαρακτήρας της αναβλητικότητας λαμβάνεται υπόψη από τη δευτερεύουσα υποχρέωσή της, αλλά όχι από την πρωταρχική της υποχρέωση. Όπως σημειώνει η Goldman (1986: 205), είναι μερικές φορές χρήσιμο να λογική με τρόπο που να έχει σταθερό τον πραγματικό ηθικό μας χαρακτήρα, και Η τοποθέτηση δευτερευουσών υποχρεώσεων μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Ο Zimmerman (1986: 70) προσυπογράφει επίσης μη πρωτογενείς υποχρεώσεις και αιτιολογεί τη θέση αυτή εν μέρει βάσει εκτιμήσεων σχετικά με απόσπαση και υποχρεώσεις υπό όρους.

6. Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΥ/OMNISM

Τα ζητήματα που εγείρονται από τη συζήτηση αναλογιστών/δυνητικών είναι σχετικά με μια σειρά από άλλες συζητήσεις στη φιλοσοφία επίσης. Όπως έχει ήδη γίνει συζητήθηκε, είτε πρόκειται για επικαιρότητα, δυνατότητα ή κάποια ενδιάμεση άποψη είναι σωστή έχει άμεση σημασία για διάφορες αρχές στη δεοντική λογική, τη σωστή διατύπωση της πράξης-συνέπειας, και για ανάλογη ερωτήσεις στη φιλοσοφία της δράσης. Η πραγματικότητα/δυνατότητα Η συζήτηση, ωστόσο, συνδέεται ίσως πιο στενά με την συζήτηση μαξιμαλισμού/omnism. Αυτές οι συζητήσεις είναι βαθιά αλληλένδετες. Ενώ και οι δύο αφορούν ερωτήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των επιλογών του πράκτορα, Η συζήτηση μαξιμαλισμού/omnism επικεντρώνεται σε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το πώς να αξιολογήστε αυτές τις επιλογές. Μαξιμαλιστές και omnists διαφωνούν για το αν όλες οι επιλογές θα πρέπει να αξιολογούνται από την άποψη της δικής τους καλοσύνης, ή κατά πόσον ορισμένες επιλογές θα πρέπει να αξιολογηθούν σε σχέση με την καλοσύνη άλλες επιλογές. Οι μαξιμαλιστές και οι omnists διαφωνούν σχετικά με τα γεγονότα να αιτιολογήσει τους λόγους για την εκτέλεση των σχετικών επιλογών και, όπως θα είναι που απεικονίζονται σύντομα, αφορούν ένα ευρύτερο φάσμα υποθέσεων από ό, τι εκείνοι στη συζήτηση για την επικαιρότητα/δυνατότητα.

Η συζήτηση μαξιμαλισμού/omnism αφορά περιπτώσεις όπου η απόδοση Μια επιλογή συνεπάγεται (ή συνεπάγεται) την απόδοση μιας άλλης. Περιπτώσεις όπως όπως ο καθηγητής Procrastinate είναι μόνο ένα παράδειγμα. Η ⟨αποδοχή της πρόσκλησης και η συγγραφή του Αναθεώρηση⟩ συνεπάγεται ⟨αποδοχή της πρόσκλησης⟩. Όχι Ωστόσο, όλα τα παραδείγματα μοιράζονται τη δομή του Procrastinate. Πολλοί Τα παραδείγματα αφορούν διαφορετικούς τρόπους εκτέλεσης της ίδιας επιλογής σε διαφορετικούς (π.χ. περισσότερο ή λιγότερο ακριβείς, καλύτερους ή χειρότερους) τρόπους. Για Για παράδειγμα, ⟨πίνοντας μια κόκα κόλα⟩ συνεπάγεται ⟨πίνοντας ένα σόδα⟩, ⟨επίσκεψη στην Ουψάλα⟩ συνεπάγεται ⟨επισκέπτεται τη Σουηδία⟩ και ⟨κλωτσάει κάποιον πολύ Το σκληρό⟩ συνεπάγεται ⟨κλωτσιά κάποιου⟩.

Τώρα, το κεντρικό ερώτημα στη συζήτηση αφορά το πώς η ηθική οι ιδιότητες μιας επιλογής O σχετίζονται με τις ηθικές ιδιότητες των δικαιωμάτων προαίρεσης που συνεπάγεται η εκτέλεση του O. Αυτή η αφηρημένη ερώτηση μπορεί να καταστεί σαφέστερη εξετάζοντας ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι έχω Καλός λόγος για να ⟨πιείτε μια σόδα⟩ και καλός λόγος για να ⟨πιείτε μια κόκα κόλα⟩. Εκείνοι στη συζήτηση μαξιμαλισμού/omnism ενδιαφέρονται για το αν ο λόγος που έχω για την εκτέλεση ενός από αυτά επιλογές λόγοι ο λόγος που έχω για την εκτέλεση του άλλου. Είναι το περίπτωση που έχω λόγο να ⟨πίνω σόδα⟩ δυνάμει Έχω λόγο να ⟨πιω μια κόκα κόλα⟩ ή το αντίστροφο; Ή είναι δεν υπάρχει σχέση γείωσης μεταξύ των λόγων μου για την εκτέλεση αυτών επιλογές;

Οι Omnists υποστηρίζουν ότι όλες οι επιλογές πρέπει να αξιολογούνται άμεσα με βάση τη δική τους καλοσύνη. Το Omnism μπορεί να οριστεί ακριβέστερα ως Εξής.Omnism: Όλες οι επιτρεπόμενες επιλογές είναι επιτρεπτές Λόγω της κατοχής δικαιώματος κυριότητας σελ. Η ιδιότητα p είναι σωστή όχι μόνο για όλες τις μέγιστες επιλογές, αλλά και για όλες τις μη μέγιστες επιλογές. (Portmore 2017a: 431)

Σε αυτήν τη συζήτηση, μια μέγιστη επιλογή νοείται απλώς ως αυτή που είναι δεν συνεπάγεται καμία άλλη επιλογή, εκτός από τον εαυτό της (Brown 2018: 752). Πιο συγκεκριμένα, μια μέγιστη επιλογή μπορεί να γίνει κατανοητή ως "μια επιλογή Αυτό είναι μέγιστο κανονιστικά συγκεκριμένο με την έννοια ότι είναι που συνεπάγεται μόνο κανονιστικά ισοδύναμες επιλογές", όπου δύο Οι επιλογές είναι κανονιστικά ισοδύναμες εάν και μόνο εάν είναι ισοδύναμες όσον αφορά όλες τις κανονιστικές εκτιμήσεις (Portmore 2017α: 428, 2017β: 2955). Οποιαδήποτε επιλογή που δεν είναι μέγιστη επιλογή θα να είναι μια μη μέγιστη επιλογή.

Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ο ηδονιστικός ωφελιμισμός είναι αληθινός. Προς Κρατήστε τα πράγματα απλά, ας υποθέσουμε ότι οι μέγιστες επιλογές είναι διαθέσιμες σε ένα πράκτορας S είναι ⟨πιείτε μια κόκα κόλα⟩, ⟨ μην πιείτε τίποτα ενώ χαμογελάει⟩, ⟨μην πίνετε τίποτα ενώ συνοφρυώνεστε⟩, και ⟨πιείτε μια Pepsi⟩. Ας υποθέσουμε επιπλέον ότι ⟨πίνοντας μια κόκα κόλα⟩ θα δημιουργούσε 5 hedons, ⟨πίνοντας τίποτα χαμογελώντας⟩ θα δημιουργούσε 1 ηδονή, ⟨πίνοντας τίποτα ενώ συνοφρυώνεστε⟩ θα δημιουργούσε 0 hedons, και ⟨πίνοντας μια Pepsi⟩ θα δημιουργούσε 10 dolors (ή -10 hedons). Οι μη μέγιστες επιλογές που είναι διαθέσιμες στο S περιλαμβάνουν ⟨κατανάλωση σόδας⟩ και ⟨πόση τίποτα⟩. Τέλος, ας υποθέσουμε ότι τα ακόλουθα αντιγεγονότα είναι αλήθεια.

Αν ο S ⟨πιει ένα αναψυκτικό⟩, ο S θα το κάνει ⟨πιείτε μια Pepsi⟩.

Αν ο S ⟨δεν έπινε τίποτα⟩ ο S θα το έκανε ⟨Μην πίνετε τίποτα χαμογελώντας⟩.

Σύμφωνα με το omnism, αν επιτρέπεται στο S να ⟨Πιείτε ένα αναψυκτικό⟩ εξαρτάται από το αν ⟨πίνοντας ένα σόδα⟩ θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση της ηδονικής χρησιμότητας. Δεδομένης της αλήθεια του (1), δεν θα ήταν, οπότε ο παντοδύναμος συνεπάγεται ότι ⟨πίνοντας ένα αναψυκτικό⟩ είναι λάθος. Ομοίως, σύμφωνα με omnism, αν επιτρέπεται στον S να ⟨πίνει ένα Κόκα κόλα⟩ εξαρτάται από το αν ο S ⟨πίνει ένα Coca-Cola⟩ θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση της ηδονικής χρησιμότητας. Το κάνει, έτσι Το omnism συνεπάγεται ότι η ⟨κατανάλωση κόκα κόλα⟩ είναι επιτρεπτή (και υποχρεωτικό).

Σε αντίθεση με τους omnists, οι μαξιμαλιστές υποστηρίζουν ότι μόνο οι μέγιστες επιλογές πρέπει να είναι αξιολογούνται από την άποψη της δικής τους καλοσύνης. Πιστεύουν ότι όλα Οι μη μέγιστες επιλογές θα πρέπει να αξιολογούνται μόνο από την άποψη της καλοσύνης των σχετικών μέγιστων επιλογών των οποίων αποτελούν μέρος. Μαξιμαλισμός μπορούν να οριστούν ακριβέστερα ως εξής.Μαξιμαλισμός: Δεν είναι όλες οι επιτρεπόμενες επιλογές επιτρέπεται λόγω της κατοχής δικαιώματος κυριότητας σελ. (Μέγ.11) p είναι σωστή δημιουργία για όλους και μόνο μέγιστες επιλογές, αλλά (Max22), την ιδιότητα να συνεπάγεται ένα μέγιστο δικαίωμα προαιρέσεως που έχει p είναι σωστή δημιουργία για όλες και μόνο μη μέγιστες επιλογές (Portmore 2017a: 429).

Υποθέτοντας ηδονιστική πράξη-ωφελιμισμό για άλλη μια φορά, σύμφωνα με μαξιμαλισμός, η δεοντική κατάσταση των μέγιστων επιλογών εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εκτέλεσης κάθε επιλογής. Σύμφωνα με τον μαξιμαλισμό, λοιπόν, Η ⟨κατανάλωση κόκας κόλα⟩ θα ήταν υποχρεωτική και κάθε άλλη Η μέγιστη επιλογή θα ήταν ανεπίτρεπτη. Έτσι, όσον αφορά τη μέγιστη Οι επιλογές, ο μαξιμαλισμός και ο omnism δημιουργούν τις ίδιες δεοντικές ετυμηγορίες. Αλλά Τώρα εξετάστε τι λένε οι μαξιμαλιστές για τις μη μέγιστες επιλογές. Αυτό είναι Το σημείο διαμάχης μεταξύ μαξιμαλιστών και παντοκύριων. Αντιθέτως με την απόδοση της αδικίας του omnist στο ⟨πόσιμο ένα σόδα⟩, ο μαξιμαλιστής υποστηρίζει ότι ⟨πίνοντας ένα σόδα⟩ είναι υποχρεωτική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το υποχρεωτικό μέγιστο η επιλογή είναι ⟨πιείτε μια κόκα κόλα⟩ και το S δεν μπορεί να εκτελέσει το μέγιστη επιλογή ⟨πίνοντας κόκα κόλα⟩ χωρίς εκτέλεση Η μη μέγιστη επιλογή της ⟨κατανάλωσης σόδας⟩. Ο Η μη μέγιστη πράξη ⟨μην πίνετε τίποτα⟩, από την άλλη πλευρά, είναι που συνεπάγεται μια ανεπίτρεπτη πράξη, δηλαδή ⟨ μην πίνετε τίποτα ενώ χαμογελώντας⟩. Έτσι, ο μαξιμαλισμός συνεπάγεται ότι η ⟨κατανάλωση αλκοόλ Τίποτα⟩ δεν είναι ανεπίτρεπτο.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο omnism έχει συνήθως υποτεθεί στη βιβλιογραφία. Αυτό μπορεί να έχει λειτουργήσει μόνο ως αδιαμφισβήτητη βασική υπόθεση έως ότου το πρωτοποριακό έργο των Bergström (1966) και Castañeda (1968). Οι Goldman (1978) και Bykvist (2002) υπερασπίζονται διακριτές παραλλαγές του μαξιμαλισμός. Έκτοτε, υπήρξαν ορισμένα επιχειρήματα κατά μαξιμαλισμός (βλ. Gustafsson 2014). Omnism φαίνεται να θεωρείται το προεπιλεγμένη θέση, αν και νέα επιχειρήματα κατά του omnism και υπέρ του ο μαξιμαλισμός έχει αρχίσει να εμφανίζεται στη βιβλιογραφία πρόσφατα (Portmore 2017α, β, υπό έκδοση· Μπράουν 2018). Μεγάλο μέρος της συζήτησης περιστρέφεται γύρω από τοπρόβλημα των εκδόσεων πράξεων. Μετά τον Brown (2018: 754) και Portmore (υπό έκδοση: κεφ. 4), αυτό το πρόβλημα μπορεί να εξηγηθεί από λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες τρεις από κοινού ασυνεπείς αρχές.

(1)Ένας πράκτορας S οφείλει να εκτελέσει μια πράξη φφ εάν και μόνο εάν φφ-ing είναι της καλύτερη επιλογή.
(2)Κανόνας (NI) Εάν ⊢Ένας→B⊢Ένας→B τότε ⊢O(Ένας)→O(B)⊢O(Ένας)→O(B)
(3) Η βελτιστοποίηση δεν κλείνει συνεπακόλουθα.

Κάθε μία από αυτές τις αρχές φαίνεται αρκετά εύλογη όταν εξετάζεται στο Απομόνωση. Η αρχή (1) απλώς υποστηρίζει ότι ένας πράκτορας πρέπει να εκτελεί Η καλύτερη επιλογή που έχει στη διάθεσή της. Υποθέτοντας ηδονιστική act-utilitarianism, η καλύτερη επιλογή (ες) θα είναι οποιαδήποτε (ες) Μεγιστοποιήστε (ες) ηδονική χρησιμότητα. Η αρχή (2) ορίζει ότι εάν ένας αντιπρόσωπος είναι υποχρεούται να εκτελέσει ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ και την ερμηνεία της ⟨Ένας⟩⟨Ένας⟩ συνεπάγεται την ερμηνεία της ⟨B⟩⟨B⟩, τότε είναι υποχρεωμένη να εκτελέσει ⟨B⟩⟨B⟩. Έτσι, εάν ένα ο πράκτορας είναι υποχρεωμένος να ⟨πίνει κόκα κόλα⟩ και ⟨πίνοντας μια κόκα κόλα⟩ συνεπάγεται ⟨πίνοντας ένα σόδα⟩, τότε αυτός ο πράκτορας είναι υποχρεωμένος να ⟨πιει ένα σόδα⟩.

Η αρχή (3) υποστηρίζει ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η υποχρεωτική επιλογή ενός πράκτορα S (π.χ. μια μέγιστη επιλογή) συνεπάγεται άλλη επιλογή (π.χ. μη μέγιστη επιλογή) η οποία, εάν εκτελεστεί, δεν θα έχει ως αποτέλεσμα το S να εκτελεί το υποχρεωτικό μέγιστο προαίρεση. Εκτέλεση της καλύτερης επιλογής ⟨πίνοντας μια κόκα κόλα⟩ συνεπάγεται ότι ο S ⟨πίνει σόδα⟩. Αλλά τι θα ήταν γεγονός που συμβαίνει αν ο S επρόκειτο να ⟨πιει ένα αναψυκτικό⟩ είναι ότι ο S θα ⟨έπινε μια Pepsi⟩ και θα ⟨έπινε ένα Η Pepsi⟩ δεν είναι η καλύτερη επιλογή του S. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, Η χειρότερη επιλογή.

Οι μαξιμαλιστές έχουν αντιταχθεί στον omnism με το σκεπτικό ότι, σε σε συνδυασμό με τα σημεία (2) και (3), συνεπάγεται μια αντίφαση (Portmore υπό έκδοση: κεφ. 4). Δεδομένου του omnism, ο S είναι υποχρεωμένος να ⟨πιείτε μια κόκα κόλα⟩ επειδή η εκτέλεση αυτής της πράξης είναι η καλύτερη επιλογή του S. S ⟨πίνοντας ένα Η κόκα κόλα⟩ συνεπάγεται ότι ο S ⟨πίνει σόδα⟩. Έτσι, δεδομένου (2), ο S είναι επίσης υποχρεωμένος να ⟨πιει ένα σόδα⟩. Ωστόσο, υπενθυμίζουμε ότι η υπόθεση αυτή καταδεικνύει την αρχή (3). Αν ο S ⟨έπινε σόδα⟩, ο S θα το έκανε ⟨πιείτε μια Pepsi⟩. Δεδομένου αυτού, ⟨ πίνοντας ένα σόδα⟩ δεν θα είχε ως αποτέλεσμα η S να εκτελέσει την καλύτερη επιλογή της. Έτσι, ο omnism συνεπάγεται επίσης ότι είναι ανεπίτρεπτο για το S να ⟨Πιείτε μια σόδα⟩. Εξ ου και η αντίφαση. Συνδυασμός Omnism με (2) και (3) συνεπάγονται αμφότερα ότι η S υποχρεούται να ⟨πιείτε ένα αναψυκτικό⟩ και ότι είναι ανεπίτρεπτο για τον S να ⟨πιει ένα αναψυκτικό⟩. Για να αποφευχθεί αυτή η αντίφαση, Οι omnists πρέπει να εγκαταλείψουν (2) ή (3). Omnists όπως ο Jackson και ο Pargetter έχουν παραιτηθεί (2).

Οι μαξιμαλιστές απορρίπτουν τον omnism, ο οποίος τους επιτρέπει να δέχονται με συνέπεια (2) και (3), αρχές που θεωρείται ότι έχουν ισχυρά ανεξάρτητα κίνητρα. Οι μαξιμαλιστές, λοιπόν, παραιτούνται (1) για να αποφύγουν την αντίφαση. Σύμφωνα με Για τον μαξιμαλιστή, μερικές φορές οι πράκτορες είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν μη μέγιστες επιλογές (π.χ. ⟨πιείτε σόδα⟩) που δεν είναι την καλύτερη επιλογή τους λόγω του γεγονότος ότι είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν την καλύτερη μέγιστη επιλογή τους (π.χ. ⟨πιείτε μια κόκα κόλα⟩) και η εκτέλεση της βέλτιστης μέγιστης επιλογής τους συνεπάγεται την εκτέλεση ενός μη βέλτιστη μη μέγιστη επιλογή. Εν ολίγοις, ο μαξιμαλιστής ανταποκρίνεται το πρόβλημα των εκδόσεων πράξεων με την εγκατάλειψη (1), ενώ omnists Απαντήστε εγκαταλείποντας (2). Όπως μπορεί να είναι ήδη σαφές, ορισμένα κίνητρα Υπέρ και κατά, ο omnism είναι παράλληλος με εκείνους της επικαιρότητας, ενώ μερικοί Τα κίνητρα υπέρ και κατά του μαξιμαλισμού είναι παράλληλα με εκείνα της τιτλοποίησης και δυνατότητα. Όποιες σκέψεις διευθετούν μία από αυτές τις συζητήσεις πιθανότατα θα εγκατασταθεί (ή τουλάχιστον θα επηρεάσει σημαντικά) το άλλο.

7. Συμπέρασμα

Η συζήτηση για την επικαιρότητα/δυνατότητα (και τον μαξιμαλισμό/παντοδυναμία) στην ηθική προέκυψε από μια συζήτηση σχετικά με το πρόβλημα ότι η αναγνώριση της πράξης Οι εναλλακτικές θέτει για δράση-συνέπεια. Η συζήτηση, στο παρούσα μορφή, μπορεί να αναχθεί στο έργο της Holly Goldman και τις ανεξάρτητες αρθρώσεις του Jordan Howard Sobel, και άμυνες του, επικαιρότητα. Οι πρώιμες μορφές επικαιρότητας υποστήριζαν ότι είτε Ο πράκτορας είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει μια πράξη εξαρτάται περίπου από το αν αυτό που θα συνέβαινε εάν ο πράκτορας εκτελούσε αυτήν την πράξη είναι καλύτερο από Τι θα συνέβαινε εάν ο πράκτορας επρόκειτο να εκτελέσει οποιαδήποτε εναλλακτική πράξη στο τον εν λόγω χρόνο. Αντιπαραβάλλετε αυτό με τη δυνατότητα, η οποία υποστηρίζει ότι Το αν ένας αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει μια πράξη εξαρτάται από το αν Αυτή η πράξη είναι μέρος του καλύτερου μέγιστου συνόλου πράξεων που η πράκτορας δεν θα μπορούσε (δεν θα) εκτελέσει κατά τη διάρκεια της ζωής της. Αυτά είναι: Οι «ακραίες» εκδοχές του Actualism and Possibilism αντίστοιχα. Να χειρίζεται περιστατικά που αφορούν συγχρονικές πράξεις και να αποφεύγει Έχοντας την άποψή της να υπαγορεύει ασυμβίβαστες υποχρεώσεις, η Goldman τροποποίησε πραγματικότητα με την οικοδόμηση μιας συνθήκης ελέγχου στον ορισμό της (1978) δοκίμιο. Αυτή η αναθεωρημένη επικαιρότητα, (G+), μαζί με το Sobel's (S), κρατά σταθερές μόνο τις πράξεις ενός πράκτορα που δεν υπόκεινται επί του παρόντος τον έλεγχο του πράκτορα. Αυτή η αλλαγή αποδείχθηκε επιδραστική και εμπνευσμένη διάφορες εκδοχές αυτής της άποψης, οι οποίες παραπέμφθηκαν συλλογικά ως τιτλοποίηση. Οι απόψεις της ασφάλειας καταλαμβάνουν ένα μεσαίο έδαφος μεταξύ «Ακραίες» μορφές επικαιρότητας και δυνατότητας. Μια ποικιλία από Το ίδιο ισχύει και για άλλες απόψεις, συμπεριλαμβανομένης της McKinsey (1979) άποψη για τα επίπεδα υποχρέωσης και την άποψη του Carlson (1995, 1999). Εκεί δεν υπάρχει ακόμη συναίνεση σχετικά με το ποια άποψη, αν υπάρχει, είναι η μεγαλύτερη ευλογοφανείς. Φυσικά, αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το Η συζήτηση για την πραγματικότητα/δυνατότητα (και τον μαξιμαλισμό/omnism) είναι, σχετικά μιλώντας, ακόμα αρκετά νέα.
------------------------------------
Συμπλήρωμα

Περιγραφή σχήματος

Ένα οριζόντιο δέντρο αποφάσεων με όλους τους κόμβους που υποδεικνύονται από έναν μικρό κύκλο και τα περισσότερα με ετικέτες. Οι κόμβοι συνδέονται, γονέα με παιδί, με γραμμές, μερικές από τις οποίες έχουν βέλη. Ο ριζικός κόμβος χωρίς ετικέτα είναι στο Αριστερά. Από αυτό προχωρήστε προς τα δεξιά τα ακόλουθα παιδιά.παιδί πρώτης γενιάς με την ένδειξη "Μετάβαση στο γραφείο" παρακάτω Αυτά είναιπαιδί δεύτερης γενιάς με την ένδειξη "Πηγαίνετε στη σχολή συνάντηση" παρακάτω είναι παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη «Ψηφίστε για τη γλώσσα απαίτηση" (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο)
παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη «Καταψηφίστε τη γλώσσα απαίτηση"
παιδί δεύτερης γενιάς με την ένδειξη "Μιλήστε στον μαθητή" (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο) κάτω από αυτό είναι παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη «Ενθαρρύνετε τον μαθητή να αναζητήσει ψυχιατρική βοήθεια»
παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη «Αποθαρρύνετε τον μαθητή από αναζητώντας ψυχιατρική βοήθεια» (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο)
παιδί πρώτης γενιάς με την ένδειξη "Μείνετε σπίτι" κάτω από αυτό βλέπε be παιδί δεύτερης γενιάς με την ένδειξη "Κάντε έρευνα για διαλέξεις" (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο) κάτω από αυτό είναι παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη "Γράψτε σημειώσεις διαλέξεων" (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο)
παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη "Fix lunch"
παιδί δεύτερης γενιάς με την ένδειξη "Πλύσιμο ρούχων" παρακάτω Αυτά είναι παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη "Βάλτε πλυντήριο στεγνωτήριο"
παιδί τρίτης γενιάς με την ένδειξη "Κρεμάστε τα ρούχα στο διαδίκτυο" (υπάρχει ένα βέλος σε αυτόν τον κόμβο)

Κάτω από το κύριο σχήμα είναι \(t_1\) κάτω από τον ριζικό κόμβο, \(t_2\) κάτω από η πρώτη γενιά, \(t_3\) κάτω από τη δεύτερη γενιά και \(t_4\) κάτω από την τρίτη γενιά, Κάτω από αυτό είναι ένα διάγραμμα δύο κόμβων με την ένδειξη Α και και συνδέεται με μια γραμμή με ένα βέλος (t1t1 έως Β). Ακολουθεί η δήλωση "= θα ακολουθείται από t2t2".