Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 11. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ


§11.24. Οι επιρρηματικές αιτιολογικές προτάσεις είναι οι εξαρτημένες προτάσεις που δηλώνουν την αιτία στην οποία οφείλεται η κατάσταση πραγμάτων που εκφράζεται στην κύρια πρόταση.

§11.25. Εισάγονται με τους συνδέσμους:

• ὅτι, διότι (από το διὰ τοῦτο, ὅτι), ὡς "διότι", "για τον λόγο ότι", "επειδή", "γιατί", "εφόσον", διόπερ, διότι περ "διότι ακριβώς", "διότι βέβαια", "ακριβώς για τον ίδιο λόγο που",

• ἐπεί, ἐπειδή "επειδή", ἐπείπερ, ἐπειδήπερ "επειδή ακριβώς", "επειδή βέβαια". Επίσης με το

• ὅτε, ὁπότε "αφού",

• οὕνεκα (από το τούτου ἕνεκα, ὅ), ὁθούνεκα (ποιητ.) "για το[ν λόγο] ότι", "εξαιτίας", "για χάρη", "διότι", "γιατί",

• εὖτε (ιων.) "εφόσον".

Οι περισσότεροι από αυτούς (ὅτε, ἐπεί ἐπειδή, εὖτε) προέρχονται από χρονικούς συνδέσμους. Αιτιολογική σημασία είχαν ευθύς εξαρχής οι συνάψεις αιτιολογικών προθέσεων με αναφορικές αντωνυμίες (το διότι από το διὰ τοῦτο, ὅτι, το οὕνεκα από το τούτου ἔνεκα, ὅ).

Το ὅτι προέρχεται από μια ουσιαστικοειδή πρόταση, από μια πρόταση δηλαδή που ισοδυναμεί με ουσιαστικό και λειτουργεί συντακτικά όπως αυτό (ως υποκείμενο, αντικείμενο κ.λπ.), κυρίως σε συνάρτηση με ρήματα που δηλώνουν "ψυχικό πάθος", δηλαδή ψυχική κατάσταση και κίνηση. π.χ.:

ΟΜ Ιλ 1.243-244 σὺ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτεισας || θα σκιστεί η καρδιά σου από τον θυμό για το ότι τον καλύτερο από τους Αχαιούς δεν τον θεώρησες άξιο για τίποτα.

Το ὡς ανάγεται σε συγκριτικές προτάσεις του τύπου:

ΟΜ Οδ 9.413-414 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων || η δική μου καρδιά όμως γέλασε για το πώς τους παραπλάνησε το όνομά μου και το άψογο τέχνασμα.

§11.26. Οι εξαρτημένες επιρρηματικές αιτιολογικές προτάσεις, επειδή ως προ το περιεχόμενό τους είναι αυτόνομες, εκφέρονται με τις εγκλίσεις που χρησιμοποιούνται και στις ανεξάρτητες αποφαντικές προτάσεις ή "προτάσεις κρίσεως". Συχνότερη, ειδικότερα, είναι η οριστική, ενώ γίνεται χρήση και της δυνητικής ευκτικής (ευκτικής με το ἄν), της δυνητικής οριστικής (οριστικής ιστορικών χρόνων με το ἄν / επ. κεν) και της "ευκτικής του πλαγίου λόγου" μετά από ιστορικό χρόνο.

Η άρνηση είναι οὐ.

§11.27. Εκφορά με απλή οριστική, η οποία δηλώνει το αίτιο ως πραγματικό:

ΟΜ Ιλ 21.95 μή με κτεῖν', ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι μη με σκοτώνεις, γιατί δεν βγήκα από την ίδια κοιλιά με τον Έκτορα.

ΑΙΣΧ Πρ 330 ζηλῶ σ' ὁθούνεκ' ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς || σε ζηλεύω για το ότι βρίσκεσαι μακριά από την ενοχή.

ΘΟΥΚ 1.52.3 δεδιότες [οἱ Κορίνθιοι] μὴ οἱ Ἀθηναῖοι νομίσαντες λελύσθαι τὰς σπονδάς, διότι ἐς χεῖρας ἦλθον, οὐκ ἐῶσι σφᾶς ἀποπλεῖν || ανησυχούσαν μήπως οι Αθηναίοι, θεωρώντας, επειδή ήρθαν στα χέρια, ότι είχε ακυρωθεί η συμφωνία, δεν τους αφήσουν να αποπλεύσουν.

ΞΕΝ Αγησ 7.5 φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους || αλοίμονο, Ελλάδα, γιατί οι τωρινοί νεκροί, αν ζούσαν, μπορούσαν να νικήσουν πολεμώντας όλους τους βαρβάρους.

ΠΛ Λαχ 181b [ὦ Σώκρατες] ἐγὼ ταῦτα ἀκούων χαίρω ὅτι εὐδοκιμεῖς || Σωκράτη εγώ ακούγοντας τέτοια πράγματα χαίρομαι για το ότι έχεις καλό όνομα.

§11.28. Εκφορά με ευκτική και το ἄν για να δηλωθεί το δυνατό αίτιο στο παρόν ή το μέλλον:

ΟΜ Ιλ 9.304 νῦν γὰρ χ' Ἕκτορ' ἕλοις, ἐπεὶ ἂν μάλα τοι σχεδὸν ἔλθοι || τώρα μπορείς να πιάσεις τον Έκτορα, γιατί θα έρθει πολύ κοντά σου.

ΑΡΙΣΤΟΦ Εκκλ 1038 -1040 οὐ γὰρ ἡλικίαν ἔχει παρὰ σοὶ καθεύδειν τηλικοῦτος ὤν, ἐπεὶ μήτηρ ἂν αὐτῷ μᾶλλον εἴης ἢ γυνή || τόσο νέος που είναι δεν είναι ώριμος για να κοιμηθεί μαζί σου, γιατί θα μπορούσες να είσαι μάλλον μάνα παρά γυναίκα του.

§11.29. Εκφορά μεοριστική ιστορικού χρόνου και το ἄν, για να δηλωθεί το δυνατό στο παρελθόν ή το μη πραγματικό αίτιο:

ΟΜ Ιλ 15.227-228 πάροιθε νεμεσσηθεὶς ὑπόειξε χεῖρας ἐμάς, ἐπεὶ οὔ κεν ἀνιδρωτί γε τελέσθη || προτού γνωρίσει την οργή μου ξέφυγε από τα χέρια μου, γιατί βέβαια δεν θα τελείωνε η υπόθεση χωρίς ιδρώτα.

ΔΗΜ 18.49 διὰ τοὺς πολλοὺς τουτωνὶ καὶ τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ὑμετέροις βουλήμασιν ὑμεῖς ἐστὲ σῷοι καὶ ἔμμισθοι, ἐπεὶ διά γ' ὑμᾶς αὐτοὺς πάλαι ἂν ἀπωλώλειτε || χάρη σε αυτό εδώ το πλήθος και αυτούς που αντιστέκονται στα σχέδιά σας είστε ακόμη σώοι και παίρνετε το μισθό σας, γιατί αν ήταν στο χέρι σας, θα είχατε καταστραφεί ήδη από καιρό.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Το ἐπεί και το ὡς χρησιμοποιούνται συχνά για την εισαγωγή μιας κύριας πρότασης και ισοδυναμούν με το γάρ. Αυτό συμβαίνει:

• συχνά στην τραγωδία:

ΣΟΦ Φιλ 811-812 ΦΙ. οὐ μήν σ' ἔνορκόν γ' ἀξιῶ θέσθαι, τέκνον. ΝΕ. ὡς οὐ θέμις γ' ἐμοῦστι σοῦ μολεῖν ἄτερ ΦΙ. Δεν έχω την απαίτηση, παιδί μου, να σε δεσμεύσω με έναν όρκο. ΝΕ. Γιατί δεν είναι δίκαιο να φύγω εγώ χωρίς εσένα.

ΣΟΦ Φιλ 914 τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω || τι λες παιδί μου; γιατί δεν σε καταλαβαίνω.

• συχνά, επίσης, όταν η πρόταση που εισάγεται με το ἐπεί εκφράζει μιαν αντίθεση προς την προηγούμενη. Το ἐπεί μπορεί να αποδοθεί στις περιπώσεις αυτές με "αν και", "μολονότι" κτό.:

Πλ Πρωτ 333c αἰσχυνοίμην ἂν ἔγωγ', ἔφη, ὦ Σώκρατες, τοῦτο ὁμολογεῖν, ἐπεὶ πολλοί γέ φασιν τῶν ἀνθρώπων || εγώ βέβαια Σωκράτη, είπε, θα ντρεπόμουν να το παραδεχτώ, αν και πολλοί άνθρωποι το παραδέχονται.

ΠΛ Συμπ 187a ὥσπερ ἴσως καὶ Ἡράκλειτος βούλεται λέγειν∙ ἐπεὶ τοῖς γε ῥήμασιν οὐ καλῶς λέγει || πράγμα το οποίο βέβαια θέλει να πει και ο Ηράκλειτος, αν και στις λέξεις δεν το διατυπώνει ορθά.

§11.30. Όταν το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο η δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση ενδέχεται, σπάνια, να εκφέρεται και με ευκτική του πλαγίου λόγου, για να δηλώσει αιτία ή λόγο που αφορά στο παρελθόν:

ΘΟΥΚ 2.21.3 τὸν Περικλέα ἐν ὀργῇ εἶχον, καὶ ὧν παρῄνεσε πρότερον ἐμέμνηντο οὐδέν, ἀλλ' ἐκάκιζον ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι || ήταν εξαγριωμένοι με τον Περικλή, και από όσα τους συμβούλεψε πριν τίποτα δε θυμόντουσαν, αλλά τον κατηγορούσαν γιατί, ενώ ήταν στρατηγός, δεν τους οδηγούσε εναντίον του εχθρού έξω από την πόλη.

ΘΟΥΚ 4.65.3 ἐλθόντας δὲ τοὺς στρατηγοὺς οἱ ἐν τῇ πόλει Ἀθηναῖοι τοὺς μὲν φυγῇ ἐζημίωσαν, Πυθόδωρον καὶ Σοφοκλέα, τὸν δὲ τρίτον Εὐρυμέδοντα χρήματα ἐπράξαντο, ὡς ἐξὸν αὐτοῖς τὰ ἐν Σικελίᾳ καταστρέψασθαι δώροις πεισθέντες ἀποχωρήσειαν || όταν έφτασαν οι στρατηγοί οι Αθηναίοι τιμώρησαν τον Πυθόδωρο και τον Σοφοκλή με εξορία, ενώ τον τρίτο, τον Ευρυμέδοντα, του επέβαλαν πρόστιμο, διότι, αντί, πράγμα που ήταν δυνατό, να υποτάξουν τις πόλεις της Σικελίας, δωροδοκήθηκαν και έφυγαν.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.8.12 Κῦρος […] τῷ Κλεάρχῳ ἐβόα ἄγειν τὸ στράτευμα κατὰ μέσον τὸ τῶν πολεμίων, ὅτι ἐκεῖ βασιλεὺς εἴη ο Κύρος φώναζε δυνατά στον Κλέαρχο να οδηγήσει το στράτευμα εναντίον της κεντρικής γραμμής του εχθρού, γιατί εκεί βρισκόταν ο βασιλιάς.

Γιατί ο Όμηρος αγνοεί το όνομα Ιφιγένεια και την θυσία της;

Πληροφοριακά να πούμε ότι την ΑΥΛΙΔΑ (την πετρήεσσα-πετρώδη, όπως την χαρακτηρίζει) ο ΟΜΗΡΟΣ την αναφέρει δύο φορές, απλά ως τόπο συγκέντρωσης των Αχαιών. Εκεί εμφανίζεται ο ΟΙΩΝΟΣ του Δία για την… 10ετή διάρκεια του ΤΡΩΙΚΟΥ πολέμου. Τίποτε άλλο.

Το όνομα ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ και πολύ περισσότερο η ΘΥΣΙΑ της αγνοούνται ΠΑΝΤΕΛΩΣ στην Ομηρική ΙΛΙΑΔΑ.

ΕΑΝ ο ΌΜΗΡΟΣ τα αποσιωπά, τότε Ποιοι, πότε και γιατί τα επινόησαν;

Η ΘΥΣΙΑ της ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ είναι από πιο ΚΟΜΒΙΚΑ σημεία του...ΤΡΩΙΚΟΥ Πολέμου. Ο Όμηρος όμως δεν αναφέρει ΟΥΤΕ καν ως ΟΝΟΜΑ την Ιφιγένεια, στον ΟΜΗΡΙΚΟ ΙΛΙΑΔΙΚΟ πόλεμο (ΙΛΙΑΔΑ). 

Υπήρξε ποτέ το όνομα Ιφιγένεια πριν από τον Όμηρο ή όχι. Μήπως είναι μεταγενέστερη επινόηση και από ποιους Εάν είναι μεταγενέστερη επινόηση, έγινε για ποιο λόγο. 

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο Όμηρος γράφει σε μια εποχή κατά την οποία η βασιλική εξουσία αμφισβητείται, με τον Ποιητή να είναι υπέρ των αλλαγών που διαφαίνονται. 

Διάδοχη πολιτειακή κατάσταση, η Αριστοκρατία, της οποίας η ισχύς στηρίζεται στην καλή, ευπάτειρα καταγωγή=γένος 

Δηλαδή είναι ισχυροί λόγω καταγωγής, λόγω ισχυρού (ίφι) "γένους", λόγω ΙΦΙ-γένειας" (!). Άρα η μετονομασία της Ομηρικής Ιφιάνασσας σε Ιφιγένεια είναι βολική-συμφέρουσα επινόηση των "ευγενών", των αρχόντων, των... "ιφιγενών" της μεταομηρικής εποχής και ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΕΙ... συμβολίζει, με ποιητικό τρόπο, το πέρασμα της εξουσίας από την Βασιλεία στην Αριστοκρατία. Τα στοιχεία, η πληροφόρηση από την αρχαία γραμματεία είναι θετικά, συγκλίνουν δηλαδή σε αυτήν την εκδοχή. 

Και τί λένε τα στοιχεία αυτά; ΌΤΙ το όνομα Ιφιγένεια επινοείται, εμφανίζεται και αντικαθιστά την Ομηρική Ιφιάνασσα για πρώτη φορά, στα λεγόμενα Κύκλια Έπη. Τα Κύκλια Έπη, σύμφωνα με τους ειδικούς γράφονται τον 7ο ή 6ο αιώνα, δηλαδή ΜΕΤΑ τον ΟΜΗΡΟ Αυτή η Ιφιγένεια αργότερα θα καταξιωθεί στα χρόνια της Δημοκρατίας από τους Τραγικούς Ποιητές, με σημαντικές Τραγωδίες όπως "Ιφιγένεια εν Ταύροις" / "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Δικαιολογημένα ο ΟΜΗΡΟΣ ΑΓΝΟΕΙ την ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ και την ΘΥΣΙΑ της στην Αυλίδα. Όλα αυτά είναι έργο- επινόηση των αριστοκρατών-Ιφιγενών που αντικαθιστά την έννοια της κληρονομικότητας στην Πολιτειακή εξέλιξη με την έννοια του "γένους" ΕΤΣΙ Όνομα και θυσία ΕΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ στον Τρωικό Μύθο και την φήμη του, αλλά ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΑ τον Όμηρο. 

Το ΕΡΩΤΗΜΑ είναι Γιατί η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ υιοθετεί αυτές τις επινοήσεις των Ιφιγενών=Αριστοκρατών (!) Η Δημοκρατία ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ άφοβα το όνομα ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ και όχι το όνομα Ιφιάνασσα, επειδή ουσιαστικός (!) πρωταγωνιστής των αλλαγών ΗΤΑΝ ο λαός. Και εξαιτίας αυτού, ο Λαός ΉΤΑΝ ΒΕΒΑΙΟΣ ότι το πέρασμα από την αριστοκρατία- εξουσία των "ιφιγενών" στην "Λαοδικία"= Λαϊκή κυριαρχία= Δημοκρατία, είναι πλέον απλώς υπόθεση χρόνου.

Οι αόρατες ουλές της κακοποίησης: Τα σημάδια της συναισθηματικής – λεκτικής κακοποίησης

Μια ιστορία που διαδραματίζεται συχνά στις αίθουσες των δικαστηρίων είναι η απογοήτευση των ατόμων που διεκδικούν την προστασία τους όταν έχουν πέσει θύματα συναισθηματικής κακοποίησης – στις λίγες περιπτώσεις που αποφασίσουν να κινηθούν νομικά – προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους ή ακόμα και την οικογένειά τους από αυτή την κατάσταση. Η απογοήτευση των θυμάτων σχετίζεται είτε με την απουσία αναγνώρισης της ως ξεχωριστής μορφής κακοποίησης (αντίθετα φαίνεται να υπάρχει η αποδοχή από την πλευρά των δικαστών της ύπαρξης ενός συγκρουσιακού κλίματος), είτε με την επιβολή πολύ ελαφρότερων κυρώσεων/προστατευτικών μέτρων συγκριτικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις εμφανείς μορφές κακοποίησης, όπως η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση.

Η συναισθηματική κακοποίηση είναι μια μορφή βίας, με συνεχιζόμενο χαρακτήρα κατά την οποία ένα άτομο συστηματικά μειώνει και καταστρέφει την ατομική ταυτότητα ενός άλλου ανθρώπου, μέσα από την υποτίμηση των ιδεών, συναισθημάτων και της προσωπικότητας του θύματος (Sims, 2008). Η υποτίμηση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από συμπεριφορές, όπως ο χλευασμός των απόψεων, η απόδοση κατηγοριών, η συνεχής αρνητική κριτική, η σιωπή, οι απειλές για εγκατάλειψη ή πρόκλησης σωματικών βλαβών, προσβολές, η χρήση υβριστικών σχολίων, κ.α. (Πρεκατέ, 2008; SCIE, 2013; Sims, 2006). Γίνεται σαφές ότι η συναισθηματική κακοποίηση βασίζεται στη λεκτική επικοινωνία, γι’ αυτό και συχνά χρησιμοποιείται ο όρος συναισθηματική – λεκτική κακοποίηση. Θύματα της συναισθηματικής κακοποίησης τείνουν να είναι οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.

Δύο βασικά ερωτήματα προκύπτουν αναφορικά στη συναισθηματική κακοποίηση, το ένα σχετίζεται με το ποια είναι τα αίτια που ωθούν τους θύτες να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο και το δεύτερο αφορά τους παράγοντες που ευθύνονται για το ότι τα θύματα υπομένουν την κακοποίηση για σημαντικό διάστημα πριν πάρουν την απόφαση να σταματήσουν τον κύκλο της κακοποίησης. Τα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι στην εκδήλωση της συναισθηματικής κακοποίησης συμβάλλουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες, όπως η ανεργία, η κατάχρηση ουσιών, η κοινωνική απομόνωση, η ύπαρξη σοβαρής ψυχικής ασθένειας και ο χαμηλός αυτοέλεγχος (π.χ. μειωμένη υπομονή και ανεκτικότητα στις φυσιολογικές συμπεριφορές των παιδιών, δηλαδή το κλάμα, την αδεξιότητα, τη ζωηράδα, τη φασαρία) των γονέων. Ωστόσο, ο παράγοντας που φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο από όλους τους άλλους στην εκδήλωση της συναισθηματικής κακοποίησης είναι ο γονέας να έχει υποστεί και αυτός κακοποίηση στην παιδική του ηλικία. Μάλιστα, ο γονέας που δεν έχει δουλέψει θεραπευτικά τις δικές του «πληγές» από την κακοποίηση, φέρεται στους άλλους όπως του φέρθηκαν, δηλαδή ταπεινώνει, προκειμένου να νιώσει μια στιγμιαία ανακούφιση και είτε να μειωθεί ο πόνος, ο φόβος, ο θυμός που μπορεί να αισθάνεται λόγω μιας κατάστασης, είτε να αυξήσει την αυτοεκτίμησή του (Πρεκατέ, 2008).

Στην ερώτηση για ποιο λόγο τα θύματα δυσκολεύονται να φύγουν από αυτές τις κακοποιητικές καταστάσεις, δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση. Ένας παράγοντας που παρατείνει την κακοποίηση είναι η έλλειψη οικονομικών πόρων ή κοινωνικού υποστηρικτικού δικτύου, τα οποία θα διευκολύνουν και θα ενθαρρύνουν τα άτομο στην ανάγκη αλλαγής της ζωής του. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι η ανάγκη να μην εγκαταλείψουν τα παιδιά τους ή να τα προστατεύσουν τα παιδιά τους από τον κακοποιητή γονέα. Μερικές φορές, η αλλαγή της ζωής είναι πιο τρομακτική για τα θύματα, με αποτέλεσμα να επιλέγουν να μένουν σε αυτή την αρνητική κατάσταση όπου ξέρουν τι τους περιμένει, παρά να αντιμετωπίσουν το φόβο του αγνώστου. Ένας άλλος παράγοντας που παγιδεύει το θύμα σε μια σχέση που υπάρχει συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να είναι το δέσιμο ή και η αγάπη που μπορεί να νιώθουν για τον θύτη, παρά το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται ότι η σχέση είναι καταστροφική. Τέλος, μερικά άτομα μένουν σε τέτοιες προβληματικές σχέσεις, καθώς δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό που υφίστανται είναι μια μορφή κακοποίησης, αλλά το αποδίδουν στη δική τους λάθος συμπεριφορά που προκαλεί το θύτη να συμπεριφερθεί με αυτόν τον αρνητικό τρόπο (Sims, 2008).

Οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμες ή/και μακροπρόθεσμες. Η επίδραση της κακοποίησης στο ψυχισμό του ατόμου επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, η διάρκεια που υφίσταται την κακοποίηση, η ύπαρξη υποστηρικτικού πλαισίου, κ.α. Τα ερευνητικά δεδομένα επισημαίνουν τις υψηλές πιθανότητες συνύπαρξης μεταξύ συναισθηματικής και σωματικής κακοποίησης (Sanchez, 2012). Επίσης, τα παιδιά που έχουν υπάρξει θύματα συναισθηματικής κακοποίησης τείνουν να παρουσιάζουν αυξημένη επιθετικότητα, μη συμμόρφωση, χαμηλή σχολική επίδοση ή κοινωνική απόσυρση (Glaser, 2002). Ιδιαίτερα, συμπεριφορές όπως το πείραγμα, η απόρριψη και η ταπείνωση σχετίζονται με την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, είτε αυτές οι συμπεριφορές προέρχονται από τους γονείς ή τους συνομηλίκους (Gibbs & Abela, 2008). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία επεκτείνονται στην ενήλικη ζωή, λόγω της ανωριμότητας των αμυντικών μηχανισμών για την προστασία του εγώ και της κατεστραμμένης αυτοεκτίμησης (Finzi-Dottan & Karu, 2006).

Οι περισσότερες μορφές κακοποίησης θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν οι γονείς ήταν εκτεθειμένοι σε κατάλληλα πρότυπα και γνώριζαν ποιες είναι οι ενδεδειγμένες γονεϊκές συμπεριφορές. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των γονέων θα μπορούσε να περιορίσει την εκδήλωση κακοποιητικών εμπειριών. Σε αυτό το στόχο, μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά οι Σχολές Γονέων και οποιαδήποτε άλλη συμμετοχή των γονέων σε σεμινάρια σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Είναι σημαντικό οι γονείς να ενημερώνουν και να εξηγούν τα παιδιά τους το τι σημαίνει συναισθηματική κακοποίηση και να ενθαρρύνουν την επικοινωνία μαζί τους, ώστε να προλάβουν την περίπτωση κακοποίησης από άλλους ενηλίκους ή συνομηλίκους. Οι γονείς που έχουν ήδη κακοποιηθεί, για να προλάβουν την ανακύκλωση της βίας στη δική τους οικογένεια, θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε συμβουλευτική γονέων ή και οικογενειακή θεραπεία για να αλλάξουν παγιωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Πέρα, όμως από τους γονείς, ευθύνη για την αντιμετώπιση της κακοποίησης φέρουν και όλοι όσοι γνωρίζουν ότι κάποια άτομα ή παιδιά κακοποιούνται (π.χ. γιατροί, δάσκαλοι, γείτονες, κ.α.) και δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό (Πρεκατέ, 2008). Η σιωπή ναι μεν διασφαλίζει σε αυτά τα άτομα μια φαινομενική ηρεμία, αλλά συντηρεί ένα βαρύ φορτίο ενοχών για την απροθυμία προστασίας κάποιου ατόμου σε ανάγκη και μια παθογένεια που μπορεί να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα κάποια στιγμή.

Εν κατακλείδι, για την ορθότερη αντιμετώπιση της συναισθηματικής κακοποίησης είναι επιτακτική ανάγκη να οργανωθούν ενημερωτικές καμπάνιες για την ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας, προγράμματα πρόληψης για τις ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. άνεργοι γονείς, γονείς με ιστορικό κακοποίησης, κ.α.), καθώς και προγράμματα κατάρτισης των ειδικών που ασχολούνται με τα θύματα της συναισθηματικής κακοποίησης (π.χ. δικαστές, δικηγόροι, κοινωνικοί λειτουργοί, κ.α.), ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν και να χειρίζονται αποτελεσματικά τέτοιες υποθέσεις. Η κακοποίηση ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο απαιτεί τη συντονισμένη δράση διαφορετικών ειδικοτήτων για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης.

Το “σκοτεινό” σου δωμάτιο

Βλέπω γύρω μου ανθρώπους πληγωμένους.

Ανθρώπους ευαίσθητους που δεν ξέρουν τη δύναμή τους.
Ανθρώπους που γεμίζουν πληγές, από χειριστικά άτομα που δεν μπορούν να τους καταλάβουν, να τους συμπονέσουν.

Συμπονάμε με τις πράξεις πρωτίστως, όχι μόνο με τα λόγια.
Τα λόγια χρειάζονται να γίνονται μέλι. Να αγγίζουν απαλά, με απόλυτο σεβασμό την πληγή του άλλου.
Ο πονεμένος άνθρωπος νιώθει ευάλωτος και χρειάζεται στήριγμα.
Φροντίδα και συμπαράσταση.

Όλοι οι άνθρωποι, ζούνε σε μια εποχή, ιδιαίτερα δυσκολεμένη.
Όλοι παλεύουν με τα τραύματά τους, τις πληγές τους, τις αστοχίες τους.

Το εύκολο είναι να γίνουμε δικαστές και να παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στο σκληρό εγώ μας.
Μας πως θα συναντήσουμε έτσι τον άλλο άνθρωπο;
Πότε μπόρεσε το ισχυρό εγώ να δει τον άλλον;
Ποτέ!!!

Ποιος είναι αυτός που χρειάζεται να δούμε πρώτον;
Τον ίδιο μας τον εαυτό!
Όλη η ιστορία είναι να μας δούμε εμείς οι ίδιοι!
Όπως είμαστε. Όλα τα κομμάτια μας. Όσο μπορούμε στον παρόντα χρόνο.
Μα πόσο εύκολο είναι αυτό;
Είναι; Το αντίθετο μάλιστα.

Είναι τόσες οι αντιστάσεις και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που χρειάζεται πολύς χρόνος να κάνουμε ένα ουσιαστικό εσωτερικό βήμα.
Κανένας δεν θα σε δει, εάν εσύ ο ίδιος δεν δεις τον ίδιο σου τον εαυτό.

Δεν θα σε δεις, όταν δεν δεσμεύεσαι. Όταν κάνεις πασαλείμματα και όχι ουσιαστική δουλειά. Όταν εθελοτυφλείς και κρύβεις κάτω από το χαλάκι τα δύσκολα που δεν επιτρέπεις να αντιμετωπίσεις.
Θα νομίζεις ότι είσαι καλά, μα θα σκοντάφτεις συνέχεια πάνω τους.

Η μεγάλη πληγή, οι σχέσεις των ανθρώπων.
Όλοι γι’ αυτό μιλούν, όλοι παραπονιούνται, όλοι απογοητεύονται.
Μα πως μπορείς να συναντήσεις τον άλλο και να μπεις στα παπούτσια του, όταν εσύ ο ίδιος δεν τολμάς να συναντήσεις εσένα;
Να σε συναντήσεις σε εκείνο το υγρό και σκοτεινό δωμάτιο που τόσα χρόνια έθαψες ότι δεν θες να δεις;

Αν κάτι μπορεί να μας κάνει να ανασάνουμε, είναι η σχέση με τον εαυτό μας.
Και αν κάτι μπορεί να μας ανοίξει τα φτερά, είναι να ξεφορτώσουμε τα βάρη της ψυχής μας.

Εσύ ο ίδιος είσαι υπεύθυνος για την επιλογή της ζωής σου.
Σκέψου πως θες να τη ζήσεις.
Ποιους ανθρώπους θέλεις να έχεις δίπλα σου.
Όταν αναζητάς την ουσιαστική και αληθινή επαφή σε μια σχέση, μην παραμυθιάζεσαι με την ψευδαίσθηση επαφής.
Θα συνεχίζεις να πονάς.
Και όταν θα είσαι πληγωμένος, αυτούς που νόμιζες δικούς σου ανθρώπους, θα σε χτυπήσουν και θα σε πονέσουν χειρότερα.
Όχι γιατί είναι κακοί άνθρωποι, μα γιατί δεν επέλεξαν να μπουν στο σκοτεινό τους δωμάτιο, να βιώσουν τον πόνο τους και να μαλακώσει η καρδιά τους.

Και όταν πονάς, το σίγουρο είναι πως δεν χρειάζεσαι σκληρόκαρδους ανθρώπους γύρω σου να σε κακοποιούν.
Χρειάζεσαι περίθαλψη, στοργή, στήριξη.
Ένα φροντιστικό περιβάλλον να μπορέσεις να βιώσεις τον πόνο σου, να μαλακώσει κι άλλο η καρδιά σου.

Κι αν δεν το βρεις, όπως το έχεις ανάγκη, γίνε εσύ τα χέρια που θα σε αγκαλιάσουν, τα αυτιά που θα σε ακούσουν και θα σε νιώσουν, τα μάτια που γλυκά θα σε κοιτάξουν.
Γίνε εσύ όλα αυτά που ζητάς!
Και τότε το σκοτεινό δωμάτιο θα φωτίσει μυστικά που δέχτηκες να συνδιαλλαγείς με την πληγή σου.
Και τότε το Φως που θα εισέλθει στην ψυχή σου θα είναι τόσο όμορφο που θα σε κάνει καινούργιο!

Και πίστεψέ με, μετά από αυτή την πορεία, δεν θα ‘σαι ξανά, ποτέ ο ίδιος!
Αρκεί να το τολμήσεις…

Τι μας κρατάει τελικά ζωντανούς;

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που βουλιάζει, υπάρχει κάτι που μας κρατάει ακόμη ζωντανούς και ναι ίσως να φαίνεται στο χειροκρότημα. Από τι αποτελούμαστε, ποιοι είμαστε, που πάμε, τι θέλουμε απ’ την ζωή μας και άλλα τόσα ερωτήματα που καθημερινά σκεφτόμαστε. Απ’ τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, μέχρι το ταξίδι της αυτοπραγμάτωσης μια γέφυρα ανάμεσα τους, που άλλοτε μεγαλώνει και άλλοτε μικραίνει. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να κλείσουμε την πόρτα και να βουλιάξουμε στο μαύρο σκοτάδι και άλλοι τόσοι για να την αφήσουμε ανοιχτή και να βγούμε έξω. Το πως διαμορφώνω τον τρόπο αντίληψης μου, κάνει την μεγάλη διαφορά.

Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται από τις στάχτες τους και άλλοι που αφήνονται στον άνεμο. Τι είναι αυτό που τους διαφοροποιεί; Γιατί κάποιοι μπαίνουν στον δρόμο της αυτό-πραγμάτωσης και άλλοι όχι; Τελικά τι είναι αυτό που μας κρατάει σε επαγρύπνηση και αναζητάμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας; Υπάρχει αυτή η φλόγα μέσα που παραμένει δυνατή που όσο κι αν βρέχει μέσα μας, ακόμη κι αν χάσει την δύναμη της, δεν σβήνει. Από τι υλικό είναι φτιαγμένη η αντοχή μας; Πως καταφέρνει μια λάβα που ενώ καίει εκτάσεις γης ολοσχερώς, το έδαφος μετά από χρόνια καρποφορεί; Πως μια ανεμοθύελλα καταστρέφει σχεδόν τα πάντα;

Για να αντέχει οτιδήποτε χρειάζεται μια γερή βάση και η βάση χρειάζεται τα πιο καλά υλικά. Η μοναδική βάση που υπάρχει για εμάς, είμαστε εμείς. Όσο κι αν θέλουμε να ψάχνουμε σε εξωτερικές αγορές να βρούμε τα κατάλληλα υλικά, αυτά βρίσκονται μπροστά μας, μέσα μας. Χτίζοντας την βάση μας, από εκεί αντλούμε την δύναμη μας. Ακόμη κι αν ραγίσει, ξέρουμε πως να την φτιάξουμε, γιατί εμείς την χτίσαμε. Αν υπάρχει μια βλάβη στο σπίτι μας για παράδειγμα, φέρνουμε τον κατάλληλο να την διορθώσει, γιατί ακριβώς αυτό εκπαιδεύτηκε να κάνει, αυτή είναι η κατάρτιση του.

Τα συναισθήματα, ο εαυτός, τα βιώματα, το περιβάλλον που ζούμε, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι συμπεριφορές μας, είναι μερικά από τα υλικά της βάσης μας. Ο τρόπος διαχείρισης αυτών, φαίνεται στις όποιες καταστάσεις έρχονται στην ζωή μας. Αν μπορώ να αναγνωρίσω το συναίσθημα μου και μπορώ να το μεταφράσω με λέξεις, τότε είναι ελεύθερο. Αν γνωρίζω ποιος είμαι και που θέλω να πάω, τότε έχω οδηγό και χάρτη. Αν τα βιώματα μου δεν πονάνε πια, γιατί έχω έρθει σε ειρήνη με εκείνο τον κομμάτι του εαυτού μου, αν το περιβάλλον που ζω με αγκαλιάζει, με στηρίζει και με εξελίσσει, τότε γνωρίζω καλά πως να ανταπεξέλθω. Όλα αυτά δίνουν άλλο νόημα στον τρόπο που συμπεριφέρομαι, πρώτα σε μένα και έπειτα στους υπόλοιπους.

Δεν θα ξέραμε πως μοιάζει το φως, αν δεν έχουμε ζήσει στο σκοτάδι. Δεν θα ξέραμε τι γεύση έχει ένα φαγητό, αν πρώτα δεν δοκιμάζαμε. Ό,τι γνωρίζουμε, είναι γιατί έχει ήδη συμβεί. Η κίνηση προς οτιδήποτε, έρχεται απ’ το κίνητρο του τι θα πάρω όταν το έχω, τι συναίσθημα δηλαδή που θα μου αποφέρει. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι επενδύουν συναισθηματικά και κάποιες φορές εμμένουν σ ’αυτήν την επένδυση. Κάτι αναζητάμε και προσπαθούμε να φτάσουμε σ’ αυτό. Η ανάγκη να νιώθουμε και να συνυπάρχουμε, είναι μεγάλη. Δεν μας προστατεύει το να μην αισθανόμαστε, ίσα – ίσα μας εγκλωβίζει.

Έχουμε ανάγκη για επικοινωνία και κατανόηση. Ψάχνουμε να ταιριάξουμε με ανθρώπους που μας ξεκουράζουν και είναι συνοδοιπόροι σ’ αυτό τον ταξίδι αναζήτησης. Όταν είμαστε μαζί τους, νιώθουμε ο εαυτό μας, ταΐζουν την καρδιά και το μυαλό μας. Στηρίζουν την διαδρομή μας και την αναγνωρίζουν, ίσως γιατί και εκείνοι βρίσκονται στον δικό τους δρόμο. Ο άνθρωποι που συναντάμε, είναι η εξέλιξη μας. Ο άνθρωπος που διαλέγουμε να είναι δίπλα μας και να είναι σύντροφος μας, έχει άρωμα απ’ τον κήπο μας. Δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι μας όταν προχωράμε στον δρόμο της εξέλιξης, υπάρχουν κι άλλοι που τον διαβαίνουν και σε κάποιο στενό κάθονται και αναπαύονται, μας περιμένουν για να μας μεταφέρουν τις εμπειρίες τους, περιμένουν να τους διηγηθούμε και εμείς τις δικές μας. Ας βρούμε ανθρώπους που είναι κοντά σ’ αυτό που θέλουμε να είμαστε.

Όταν με συναντήσω, με αγκαλιάσω και με κατανοήσω, τότε μπορώ να αφεθώ στην ροή, χωρίς να αντιστέκομαι. Όταν φροντίσω τα σπασμένα κομμάτια μου, αυτά θα μαλακώσουν και θα επανέλθουν. Δουλεύουμε με τον εαυτό μας για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε όχι αυτό που έρχεται, αλλά τι γίνεται μετά το πέρασμα του. Το πως διαχειρίζομαι την κατάσταση, δείχνει και πόσο γερή είναι η βάση μας. Δυνατός δεν είναι αυτός που δεν λυγίζει, δυνατός είναι αυτός που ενώ λυγίζει αφήνεται, βιώνει τον πόνο και μετέπειτα ανοίγει την πόρτα. Όπως είπε και η αγαπημένη μου Αλκυόνη Παπαδάκη: «Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες, που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή, μέσα σ ‘αυτό το χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.»

Κανένας χορτασμένος άνθρωπος δεν επισκέπτεται ένα εστιατόριο με κακίες κριτικές. Αυτό είναι το κλειδί, να γεμίζω το είναι μου με ό,τι με κάνει καλά βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Είναι εντάξει κάποιες επενδύσεις μας να μην πηγαίνουν όπως το περιμέναμε. Αν δεν αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε μπορώ να τις αφήσω. Εκεί ξεκινάει και η αναγέννηση.

Θα πρέπει όχι μόνο να ανέχεσθε την ύπαρξη ηλιθίων που επιτίθενται, αλλά και να ξεπερνάτε τα συναισθήματα που σας προκαλούν

Μεταξύ των ηλιθίων συγκαταλέγονται εκείνοι που εκτονώνουν τις συσσωρευμένες απογοητεύσεις τους επάνω στους άλλους, που κατηγορούν ολόκληρο το Σύμπαν, που σας κατακλύζουν με κουτσομπολιά, που γοητεύονται από καθετί κακό, από τις ατελείωτες κακίες τις οποίες καταφέρνουν να λένε για τους άλλους, και που μόνο και μόνο επειδή δεν είπατε ούτε μία κουβέντα καταλήγουν να σας χαρακτηρίσουν απολύτως αξιολάτρευτους. Αργότερα, όταν θα είναι έτοιμοι να χύσουν πάλι τη χολή τους, θα αναζητήσουν έναν άλλο συνομιλητή στον οποίο θα φορτώσουν όλα τα κακά πράγματα, τα ατελείωτα κακά πράγματα που σκέφτονται για τους άλλους και στον οποίο θα μπορούν να διηγηθούν γιατί και σε ποιον βαθμό εσείς τους απογοητεύσατε.

Η αντίστασή σας είναι δικαιολογημένη. Το παραδέχομαι ότι σαφέστατα ο ηλίθιος είναι ηθικά υπεύθυνος για την ηλιθιότητα που τον διακρίνει. Εξάλλου, ναι. Στους ηλίθιους οφείλονται πάντοτε οι διαμάχες.

Πρώτα απ’ όλα, οφείλετε να παραδεχτείτε ότι, παρόλο που τα συναισθήματα που ονομάζονται γενικώς αρνητικά, ο φόβος, η θλίψη, ο θυμός, το μίσος, δεν μπορούν να κάνουν ποτέ λάθος, δε συνιστούν με τη σειρά τους λάθος, με άλλα λόγια, δεν είναι ξεκάθαρα λογικά συμπεράσματα. Προσδιορίζονται από έντονα φορτισμένα στάδια που είναι συχνά ευδιάκριτα και μετρήσιμα (αύξηση των παλμών, εφίδρωση, κοκκίνισμα, δάκρυα κ.λπ). Κατά συνέπεια, τα συναισθήματα πρέπει να γίνουν αποδεκτά με τη σειρά τους σαν συμβάντα, δηλαδή σαν προκλήσεις δεύτερου βαθμού. Όπως ακριβώς η ύπαρξη των ηλιθίων, η ύπαρξη του μίσους, του θυμού κ.λπ. πρέπει να θεωρηθεί όχι σφάλμα αλλά γεγονός. Άρα, θα πρέπει όχι μόνο να ανεχτείτε την ύπαρξη του ηλίθιου που αρνείται να αναγνωρίσει τις προσπάθειες σας με μια χειρονομία που δε θα του στοίχιζε τίποτε, αλλά και να ξεπεράσετε τα συναισθήματα που σας προκαλεί. Προκειμένου να εργαστείτε σωστά, πρέπει ν’ αντιστρέψετε τα πράγματα: πρώτα να μετριάσετε την επίδραση του ηλίθιου στα συναισθήματά σας• και στη συνέχεια, να ασχοληθείτε με τον ίδιο τον ηλίθιο.

Αφού παραδεχτούμε την κυρίαρχη ύπαρξη των συναισθημάτων σε κάθε συμβάν, μπορούμε να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ότι αυτά είναι σχεδόν πάντα υπερβολικά, συνεπώς τοποθετούνται σαφέστατα στην πλευρά της αταξίας. Αν το σκεφτούμε πιο προσεκτικά όμως, η άποψη αυτή δεν ισχύει. Διότι τα συναισθήματα καθίστανται υπερβολικά (εξ ορισμού) εφόσον περάσουν ένα όριο• όμως, για να υπάρχει ένα όριο, είναι απαραίτητο κάποιος ή κάτι να το έχει θέσει εκ των προτέρων, χωρίς να λάβει υπόψη το συναίσθημα• άρα, το ίδιο το όριο προϋποθέτει μια εξωτερική παρουσία. Αυτό μας δείχνει ότι τα συναισθήματα γίνονται υπερβολικά κάθε φορά που (και εάν και μόνο εάν) μια παρουσία ελέγχου ερεθίσει και μεγεθύνει την κυρίαρχη ισχύ τους. Εξηγούμαι με ένα παράδειγμα. Γνωρίζετε ότι είναι καλό για εσάς τους ίδιους να μην προσβάλλετε κανέναν – ούτε καν τους ηλίθιους. Έτσι, το συναίσθημα που νιώθετε τη στιγμή που έχετε απέναντί σας έναν κακοήθη προσκρούει όπως είναι φυσικό στην πνευματική ιδέα της υποχρέωσής σας να επιδείξετε εγκράτεια, την οποία επιθυμείτε να τηρήσετε. Όσο πιο μεγάλη αντίσταση από εσάς βρίσκει η δύναμη αυτή, τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε βία . Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει ν’ αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο και να προσβάλετε όλους τους ηλίθιους που συναντάτε, αλλά πως πρέπει να βρείτε ένα μέσο έκφρασης κατάλληλο για τη δύναμη που σας διαπερνά, κάθε φορά που αυτή σας διαπερνά.

Το σημαντικό εδώ είναι να κατανοήσουμε ότι ο άμεσος συσχετισμός μεταξύ του συναισθήματος και της αταξίας, του συναισθήματος και της απερισκεψίας, του συναισθήματος και της υπερβολής, δε βασίζεται στη φύση του συναισθήματος, αλλά σε μια εξωτερική παρέμβαση σε αυτή, έτσι ώστε τίποτε από όλα αυτά (αταξία, απερισκεψία, υπερβολή) δεν προκύπτει άμεσα. Για να δώσουμε μια εικόνα, όσο περισσότερο εκθέτετε τον φράχτη σας στον άνεμο, τόσο περισσότερο αυξάνετε τις πιθανότητες να καταστραφεί ο φράχτης από αυτόν• αυτό δε θα συμβεί λόγω της καταστροφικής ισχύος του ανέμου, αλλά λόγω της καταστροφικής ισχύος του βλάκα που τοποθέτησε τον φράχτη.

Αντί να ενοχοποιείτε τα συναισθήματά σας, καλύτερα ν’ αντιμετωπίσετε την αληθινή δυσκολία, δηλαδή, το να βρείτε τον σωστό τρόπο έκφρασής τους. Με τη λέξη «σωστό» εννοώ ότι οι χειρονομίες και τα λόγια σας πρέπει να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της εξάντλησης της δύναμης των συναισθημάτων εκφράζοντάς τη συνολικά, μέχρι τέλους. Θα πρέπει, επίσης, η έκφραση αυτή να προσαρμοστεί στο περιβάλλον ώστε να πάρει μια μορφή που να μην επιτρέπει ούτε την απόρριψη ούτε την άρνηση των συναισθημάτων σας εξωτερικά, αλλά την αποδοχή και την κατανόησή τους και, εάν αυτό είναι δυνατό να βελτιώνει τις αλληλεπιδράσεις σας στο μέλλον.

Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία και δεν μιλούν πολύ

Σχεδόν παντού στον κόσμο, η παράσταση που δίνουμε στα social media είναι θετική. Βασισμένη στη λογική, «θα ήθελα να σας πω πόσο καλά πάνε τα πράγματα. Δείτε πόσο τέλεια περνάω». Σπανίως λέγεται η αλήθεια: «Φοβάμαι. Παλεύω. Δεν ξέρω».

Όλοι έχουμε μια αδύναμη πλευρά, η οποία δεν είναι ακριβώς κακόβουλη, αλλά τελικά θέλει πάντα να προσελκύει τη μεγαλύτερη δυνατή δημόσια αναγνώριση και προσοχή με τη λιγότερη δυνατή δουλειά.

Είναι σαν να θεωρούμε ότι η σιωπή είναι σημάδι αδυναμίας. Ότι το να μας αγνοούν είναι ταυτόσημο με τον θάνατο (και για το Εγώ αυτό είναι αλήθεια). Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε, λες και η ζωή μας εξαρτάται από αυτό.

Στην πραγματικότητα, η σιωπή είναι δύναμη – ειδικά στην αρχή ενός ταξιδιού. Όπως είχε προειδοποιήσει ο φιλόσοφος (και, όπως προκύπτει, εχθρός των εφημερίδων και της φλυαρίας τους) Σαίρεν Κίρκεγκωρ: “Η απλή φλυαρία προκαταλαμβάνει την πραγματική συζήτηση, και η έκφραση του περιεχομένου του νου αδυνατίζει τη δράση παρακωλύοντάς την”.

Και αυτό ακριβώς είναι το ύπουλο στη συζήτηση. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του. Ακόμα κι ένα παιδί ξέρει να κάνει ψιλοκουβέντα και να φλυαρεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα πηγαίνουν σχετικά καλά στην προώθηση και στις πωλήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που σπανίζει; Η σιωπή. Η ικανότητα να κρατάς συνειδητά τον εαυτό σου εκτός συζήτησης και να υπάρχεις χωρίς την επιβεβαίωσή της. Η σιωπή είναι η ανάπαυλα των δυνατών και σίγουρων για τον εαυτό τους ανθρώπων, ενώ η νοερή απεικόνιση του στόχου μας είναι σημαντική, από ένα σημείο και μετά το μυαλό μας αρχίζει να τη συγχέει με την πραγματική επίτευξη. Το ίδιο ισχύει για τη λεκτικοποίηση των προσδοκιών και των στόχων μας. Ακόμα και το να μιλάμε δυνατά στον εαυτό μας τη στιγμή που προσπαθούμε να λύσουμε δύσκολα προβλήματα έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τη διορατικότητα και την ευρηματικότητά μας.

Όσο πιο δύσκολο είναι ένα έργο, τόσο πιο αβέβαιο γίνεται για μας το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ μας κοστίζει το να συζητάμε για αυτό, και τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την ανάληψη της ευθύνης για την επίτευξή ίου. Έχει απομυζήσει την ενέργεια που χρειαζόμαστε απελπισμένα για να κατακτήσουμε αυτό που ο Στίβεν Πρέσσφιλντ αποκαλεί «Αντίσταση» – το εμπόδιο που στέκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στη δημιουργική έκφραση. Η επιτυχία απαιτεί το 100% των προσπαθειών μας, και η συζήτηση διασπαθίζει μέρος αυτής της προσπάθειας προτού προλάβουμε να τη χρησιμοποιήσουμε.

Πολλοί από εμάς υποκύπτουμε στον πειρασμό αυτό, κυρίως όταν νιώθουμε πνιγμένοι, πιεσμένοι ή όταν έχουμε πολλή δουλειά. Στη φάση της «οικοδόμησης» η αντίσταση αποτελεί μια διαρκή πηγή δυσφορίας. Το να μιλάμε -να ακούμε τον εαυτό μας να μιλά, να δίνει παράσταση για ένα κοινό- είναι σχεδόν θεραπευτικό. Μόλις πέρασα τέσσερις ώρες συζητώντας για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό δεν μετράει καθόλου; Η απάντηση είναι όχι.

Η εξαιρετική δουλειά προϋποθέτει μεγάλο αγώνα. Είναι μια διαδικασία που σε στραγγίζει, σου ρίχνει το ηθικό, σε τρομάζει – όχι πάντα, αλλά μπορεί να το νιώσεις όταν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Έτσι μιλάμε για να γεμίσουμε το κενό και την αβεβαιότητα. «Το κενό», είχε πει κάποτε ο Μάρλον Μπράντο -ένας λιγομίλητος ηθοποιός, αν υπάρχει αυτό το είδος- «είναι τρομακτικό για τους περισσότερους ανθρώπους». Είναι σαν να δεχόμαστε επίθεση ή σαν να προκαλούμαστε από τη σιωπή, κυρίως αν έχουμε επιτρέψει στο Εγώ μας να μας λέει ψέματα τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό είναι καταστροφικό για έναν λόγο: επειδή η εξαιρετική δουλειά και η ανώτερη τέχνη είναι προϊόντα της πάλης μας με το κενό, προκύπτουν όταν αντιμετωπίζουμε το κενό, κι όχι όταν προσπαθούμε να το αποδιώξουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιαίτερη πρόκληση – είτε πρόκειται για έρευνα σε ένα νέο πεδίο, για την έναρξη μιας νέας επιχείρησης , για την παραγωγή μιας ταινίας, για την ενίσχυση ενός σημαντικού σκοπού: Επιδιώκουμε την αναβολή μέσα από τη συζήτηση ή ριχνόμαστε άμεσα στη μάχη;

Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία. Μετατρέπουν την εσωτερική τους αναταραχή σε προϊόν – και σταδιακά σε ηρεμία. Αγνοούν την παρόρμηση για αναγνώριση προτού κάνουν κάτι. Δεν μιλούν πολύ. Δεν τους πειράζει που κάποιοι άλλοι, οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, μπορεί να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. (Δεν την παίρνουν.) Είναι πολύ απασχολημένοι με τη δουλειά τους για να πράξουν οτιδήποτε άλλο. Και όταν μιλούν – το έχουν κερδίσει.

Η μοναδική σχέση ανάμεσα στη δουλειά και στη φλυαρία είναι ότι η μια σκοτώνει την άλλη.

Αφήστε τους υπόλοιπους να αλληλοχτυπιούνται φιλικά στην πλάτη και γυρίστε στο εργαστήριο, στο γυμναστήριο, στον δρόμο σας.

Η Φαίδρα δεν άντεξε την απόρριψη

Η Φαίδρα ήταν κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Όταν βασίλευε ο αδελφός της Δευκαλίων, διάδοχος του Μίνωα στον θρόνο, μυθολογείται ότι έκλεισε ειρήνη με τους Αθηναίους, έγινε φίλος με τον Θησέα και του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Φαίδρα. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Ακάμαντας και ο Δημοφώντας.

Η Φαίδρα ερωτεύτηκε τον προγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα από την Αμαζόνα Ιππολύτη, ξακουστό για την ομορφιά του, αθλητικό, πιστό στην παρθένα Άρτεμη του κυνηγιού. Τον γνώρισε για πρώτη φορά στην Τροιζήνα, σε ταξίδι που έκανε μαζί με τον Θησέα, στο παλάτι του Πιτθέα, παππού του Θησέα . Εκεί τον είχε στείλει ο πατέρας του πριν από τον γάμο του με τη Φαίδρα, ώστε ο μεν Ιππόλυτος να διαδεχόταν τον Πιτθέα στην εξουσία της Τροιζήνας, ενώ τα παιδιά του με την καινούρια γυναίκα να τον διαδεχτούν στην Αθήνα. Έτσι, αποφεύγονταν οι διαμάχες για τη διαδοχή και εξασφαλιζόταν η ειρήνη. Μυθολογείται ότι, εκεί, στην Τροιζήνα, στο ιερό της Αφροδίτης υπήρχε μια μυρτιά πίσω από την οποία στεκόταν η Φαίδρα και έβλεπε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται στο παρακείμενο στάδιο -εξού και η επωνυμία της Αφροδίτης ως Κατασκοπίας.

Στην Αθήνα, η Φαίδρα ίδρυσε ιερό της Αφροδίτης στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης, απ’ όπου μπορούσε να βλέπει την Τροιζήνα.

Ξαναείδε τον Ιππόλυτο στην Αθήνα, όταν ο νέος ήρθε για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Μη αντέχοντας η νέα γυναίκα, έστειλε στον προγονό της ένα γράμμα, όπου του εξομολογούνταν τα αισθήματά της. Ο Ιππόλυτος την απέκρουσε, όπως και κάθε άλλη γυναίκα, πόσο μάλλον που αυτή ήταν και η σύζυγος του πατέρα του. Η Φαίδρα, από φόβο μήπως ο Ιππόλυτος φανερώσει το μυστικό της στον πατέρα του Θησέα, τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τη βιάσει, ο Θησέας την πίστεψε και ζήτησε από τον Ποσειδώνα να σκοτώσει τον Ιππόλυτο. Όταν η Φαίδρα έμαθε για τον θάνατο του Ιππόλυτου, κυριευμένη από ενοχές και απελπισία, κρεμάστηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Φαίδρα κρεμάστηκε, όμως άφησε στον Θησέα ένα γράμμα με το οποίο ενοχοποιούσε τον Ιππόλυτο για ανήθικες προτάσεις απέναντί της.

Ο Θησέας, γυρνώντας από ταξίδι, βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και το γράμμα. Καταράστηκε τον γιο του ζητώντας από τον θεϊκό πατέρα του Ποσειδώνα να εκπληρώσει μία από τις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί και εξόρισε τον γιο του. Στον δρόμο του προς την Πελοπόννησο, ένας ταύρος βγήκε από τη θάλασσα, τα άλογα τρόμαξαν, αφήνιασαν, έκοψαν τα λουριά που τα συνέδεαν με το άρμα, ο Ιππόλυτος τυλίχτηκε με αυτά και σκοτώθηκε πάνω στις πέτρες όπου τον έσυραν τα άλογα.

Σε δύο τραγωδίες πραγματεύεται το θέμα αυτό ο Ευριπίδης -σώζεται μόνο ο Ιππόλυτος. Άλλοτε η Φαίδρα πεθαίνει προτού καν αποκαλύψει τον έρωτά της, άλλοτε πεθαίνει, αφού κατηγόρησε ψευδώς τον προγονό της.

Με τον άνομο έρωτα της Φαίδρας ασχολήθηκαν δραματουργικά ο Σενέκας, και ο Ρακίνας.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ: Πιο επώδυνα είναι τα πάθη που διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι

Μετά την εκδίωξη του τελευταίου τυράννου το 510 π.Χ. και την εγκαθίδρυση μιας μορφής δημοκρατίας στην πόλη-κράτος της Αθήνας, ξεκινά η κλασική εποχή. Επί δύο αιώνες, η Αθήνα δεν ήταν μόνο κέντρο πολιτικής εξουσίας της περιοχής, αλλά και κοιτίδα πολιτισμού, με εντυπωσιακή άνθιση της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, που επηρέασε βαθύτατα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.

Ο κλασικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τα επιτεύγματα των Αθηναίων φιλοσόφων, καλλιτεχνών και συγγραφέων, που ανέπτυξαν τις αισθητικές αξίες της καθαρότητας της μορφής, της ακρίβειας και της ισορροπίας -βασικές αρχές και της κλασικής αρχιτεκτονικής. Η ανθρωποκεντρική οπτική οδήγησε στην ανάπτυξη μιας σχετικά νέας λογοτεχνικής μορφής, του δράματος, που εξελίχθηκε από θρησκευτικά, χορικά δρώμενα προς τιμή του Διονύσου.

Η γέννηση του δράματος

Στην αρχή της κλασικής εποχής, τα θρησκευτικά δρώμενα είχαν εξελιχθεί από μουσικές τελετουργίες σε κάτι που έμοιαζε με το σημερινό δράμα, καθώς προστέθηκαν ηθοποιοί που ερμήνευαν τους ρόλους μιας ιστορίας και δεν τις αφηγούνταν απλώς.

Αυτή η νέα μορφή ψυχαγωγίας ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αποτέλεσε τον πυρήνα της ετήσιας γιορτής των Διονυσίων, που διαρκούσε αρκετές μέρες και πραγματοποιούνταν σε ένα ανοιχτό θέατρο χωρητικότητας έως και 15.000 θεατών. Οι συγγραφείς υπέβαλλαν τα έργα τους, μια τριλογία τραγωδιών και μια κωμωδία και ανταγωνίζονταν για σημαντικά βραβεία.

Τρεις δραματουργοί ήταν οι νικητές των δραματικών αγώνων στο μεγαλύτερό μέρος του 5ου αιώνα π.Χ.:

ο Αισχύλος (-525/524–456/455 π.Χ.),
ο Ευριπίδης (-484-406 π.Χ.) και
ο Σοφοκλής (‘496-406 π.Χ.).

Χάρη στη συνεισφορά τους που υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες έργα, δημιουργήθηκε το πρότυπο για την τέχνη της τραγωδίας. Ο Αισχύλος, ως πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, θεωρείται καινοτόμος, αφού δημιούργησε πολλές από τις συμβάσεις της τραγωδίας. Εκείνος αύξησε πρώτος τον αριθμό των ηθοποιών στα έργα, τους έβαλε να μιλάνε μεταξύ τους και εισήγαγε την ιδέα της δραματικής σύγκρουσης. Ενώ προγενέστερα ο χορός παρουσίαζε τη δράση, οι ηθοποιοί απέκτησαν κεντρικό ρόλο και ο χορός απλώς περιέγραφε την κατάσταση και σχολίαζε τις δράσεις των ηρώων.

Ο Ευριπίδης ήταν εκείνος που αύξησε τον ρεαλισμό του δράματος, μείωσε περισσότερο τον ρόλο του χορού και δημιούργησε πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες με σύνθετες σχέσεις.

Κόντρα στην παράδοση

Από τις τραγωδίες των τριών μεγάλων τραγικών, εκείνες του Σοφοκλή θεωρούνται οι σημαντικότερες του κλασικού δράματος. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο επτά από τις 123 τραγωδίες που έγραψε, ενώ η καλύτερη είναι ίσως ο Οιδίπους Τύραννος.

Πρόκειται για ένα από τα τρία έργα του Σοφοκλή για τον μυθικό βασιλιά της Θήβας (τα άλλα ήταν ο Οιδίπους επί Κολωνώ και η Αντιγόνη), που ανήκουν στον Θηβαϊκό Κύκλο. Σπάζοντας την παράδοση της παρουσίασης των τραγωδιών σε τριλογίες, όπως έκανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής θεωρούσε κάθε έργο ανεξάρτητο. Γράφτηκαν και παρουσιάστηκαν με αρκετά χρόνια διαφορά και όχι με χρονολογική σειρά.

Στον Οιδίποδα Τύραννο (Oedipus Rex στο λατινικά), ο Σοφοκλής συνέγραψε αυτά που σήμερα θεωρείται επιτομή της κλασικής αθηναϊκής τραγωδίας. Το έργο ακολουθεί την καθιερωμένη δομή: πρόλογος, παρουσίαση των ηρώων και ανάπτυξη της πλοκής μέσω μιας σειράς επεισοδίων με σχόλια από τον χορό, που οδηγεί στην έξοδο του χορού. τον επίλογο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί την καινοτομία του τρίτου ηθοποιού για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση των ηρώων και πιο σύνθετη πλοκή. Έτσι δημιουργούνταν οι ψυχολογικές εντάσεις στις οποίες παραπέμπει σήμερα η λέξη «δράμα».

Συνήθως, οι τραγωδίες εξιστορούσαν τα δεινά ενός ήρωα. Οδηγείται στην καταστροφή του, έρμαιο των θεών ή της μοίρας. Όσο εξελισσόταν η κλασική τραγωδία, όμως, η κακή τύχη του ήρωα απεικονιζόταν ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας ή ενός «μοιραίου» ελαττώματος του χαρακτήρα του. Στον Οιδίποδα Τύραννο η μοίρα και ο χαρακτήρας επηρεάζουν καθοριστικά τα τραγικά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Οιδίποδα δεν παρουσιάζεται ως μαύρος ή άσπρος. Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ως αξιοσέβαστος ηγέτης της Θήβας, στον οποίο στρέφεται ο λαός του για να απαλλαγεί από μια κατάρα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύπτεται η ακούσια εμπλοκή του στην κατάρα. Η αποκάλυψη εντείνει την ατμόσφαιρα φόβου, χαρακτηριστικό των καλύτερων κλασικών τραγωδιών. Η αίσθηση της επικείμενης καταστροφής οφειλόταν και στο γεγονός ότι το κοινό γνώριζε καλά αυτές τις ιστορίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οιδίποδα. Έτσι υπάρχει τραγική ειρωνεία, αφού το κοινό γνωρίζει τη μοίρα του ήρωα και τον βλέπει να οδεύει ανυποψίαστος προς την αναπόφευκτη καταστροφή. Στον Οιδίποδα Τύραννο, ο Σοφοκλής εδραιώνει την αίσθηση του αναπόφευκτου με αρκετές αναφορές σε χρησμούς που είχαν δοθεί πολλά χρόνια πριν και τις οποίες είχαν αγνοήσει ο Οιδίπους και η γυναίκα του Ιοκάστη. Η ιστορία δεν αφορά τόσο τα γεγονότα που οδηγούν στην πτώση του Οιδίποδα, όσο εκείνα που οδηγούν σε αποκαλύψεις για τη σημασία των παρελθοντικών του πράξεων.

Μια προαναγγελθείσα τραγωδία

Η σειρά των γεγονότων ξεκινά με τον λοιμό που πλήττει τη Θήβα. Ο χρησμός από το Μαντείο των Δελφών λέει ότι ο λοιμός θα σταματήσει όταν βρεθεί ο δολοφόνος του Λάιου, πρώην βασιλιά των Θηβών και πρώτου συζύγου της Ιοκάστης. Ο Οιδίπους ζητά τη συμβουλή του τυφλού προφήτη Τειρεσία για να βρει τον δολοφόνο. Ο Τειρεσίας έρχεται σε δύσκολη θέση, γιατί, αν και τυφλός, βλέπει αυτά που δεν μπορεί να δει ο Οιδίπους: ότι ο ίδιος είναι εν αγνοία του ο δολοφόνος.

Τον συμβουλεύει να μην επιμείνει. Αλλά ο Οιδίπους απαιτεί να μάθει την αλήθεια και οργισμένος αρνείται να πιστέψει τις κατηγορίες του μάντη, ενώ εκείνος του αποκαλύπτει επίσης ότι ο δολοφόνος θα είναι γιος της γυναίκας του. Συγκλονισμένος ο Οιδίπους θυμάται άτι μικρός είχε πάει στους Δελφούς για να μάθει ποιοι ήτο οι γονείς του, έχοντας ανακαλύψει ότι ήταν υιοθετημένος. Ο χρησμός έλεγε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα νυμφευόταν τη μητέρα του -και έτσι έφυγε και πήγε στη Θήβα. Καθοδόν, είχε συναντήσει και σκοτώσει έναν ηλικιωμένο που εμπόδιζε τον δρόμο του. Το κοινό γνώριζε τη σημασία του χρησμού, ειδικά όταν ο Σοφοκλής παρουσιάζει την Ιοκάστη, σύζυγο του Οιδίποδα και χήρα του Λάιου, που καθησυχάζει τον Οιδίποδα λέγοντας ότι οι προφητείες δεν ισχύουν· ο χρησμός έλεγε ότι ο Λάιος θα πέθαινε από το χέρι του γιου του, ενώ τον σκότωσαν ληστές. Αυτή η πληροφορία κάνει το κοινό να καταλάβει ότι η προφητεία που είχε δοθεί στον Οιδίποδα ήταν αυτοεκπληρούμενη- τον είχε κάνει να φύγει από την πατρίδα του και είχε προκαλέσει τα γεγονότα που οδήγησαν στον φόνο του Λάιου, του πατέρα του, στο να γίνει α ίδιος βασιλιάς της Θήβας και να πάρει για γυναίκα του τη μητέρα του Ιοκάστη.

Τα γεγονότα κλιμακώνονται και ο Οιδίπους έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια. 0 Οιδίπους αυτοτυφλώνεται. Ο χορός, που σε όλη την τραγωδία εκφράζει τις μύχιες σκέψεις του Οιδίποδα και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι ήρωες, κλείνει το δράμα επαναλαμβάνοντας στην άδεια σκηνή ότι “κανέναν δεν πρέπει να μακαρίζεις πριν την ύστατη μέρα της ζωής του”.

Η δυτική παράδοση

Ο Οιδίπους Τύραννος κέρδισε άμεσα το αθηναϊκό κοινό και ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη τραγωδία ως την καλύτερη κλασική. Ο Σοφοκλής, χειριζόμενος με μαεστρία τη σύνθετη πλοκή και αναλύοντας θέματα όπως η ελεύθερη βούληση, το πεπρωμένο, το μοιραίο ελάττωμα ενός ευγενούς ήρωα, δεν δημιούργησε απλώς σημεία αναφοράς για το κλασικό δράμα, αλλά έθεσε και τις βάσεις της μεταγενέστερης δραματικής παράδοσης της Δύσης.

Μετά τον θάνατο του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, δεν υπήρξαν αντίστοιχου μεγέθους τραγικοί ποιητές. Το δράμα συνέχισε να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην πολιτισμική ζωή της αρχαίας Αθήνας, αν και τους επαίνους αποσπούσε ο χορηγός ή οι ηθοποιοί και όχι τόσο ο συγγραφέας. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη (-450-388 π.χ.) βοήθησαν να καλυφθεί το κενό της απουσίας των σπουδαίων τραγωδιών και σταδιακά το κοινό άρχισε να εκτιμά το λιγότερο αυστηρό θέατρο.

Ακόμα και σήμερα, όμως, οι τραγωδίες της κλασικής Ελλάδας παραμένουν σημαντικές, μεταξύ άλλων και για την ψυχολογική ανάλυση των ηρώων, που χρησιμοποίησαν ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ για να διατυπώσουν τις θεωρίες του ασυνείδητου, των ορμών και των απωθημένων. Τα σωζώμενα έργα των Αθηναίων τραγωδών, και ειδικά ο Οιδίπους Τύραννος, ανακαλύφθηκαν εκ νέου κατά τον Διαφωτισμό και παίζονται συστηματικά από τότε, ενώ τα θέματα και οι ιστορίες τους χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς συγγραφείς.

Κρατήστε κριτική στάση απέναντι στις προβλέψεις

Καθημερινά οι ειδικοί μάς βομβαρδίζουν με τις προβλέψεις τους. Σε ποιο βαθμό είναι αξιόπιστες; Μέχρι πρόσφατα κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ελέγξει αν λένε την αλήθεια. Κι έπειτα ήρθε ο Φίλιπ Τέτλοκ.

Ο εν λόγω καθηγητής του Μπέρκλεϋ εξέτασε 82.361 προβλέψεις που έγιναν από 284 ειδήμονες σε διάστημα δέκα ετών. Αποτέλεσμα: όσα έλεγαν δεν ήταν πιο ακριβή από τα νούμερα που θα έδινε ένα μηχάνημα που βγάζει τυχαίους αριθμούς. Οι ειδήμονες με τη μεγαλύτερη προβολή από τα ΜΜΕ βγήκαν οι πιο γελασμένοι, κυρίως οι μάντεις κακών και, ανάμεσά τους, οι υπέρμαχοι των σεναρίων του τέλους του κόσμου… Περιμένουμε ακόμα τον “προαναγγελθέντα θάνατο” του Καναδά, της Νιγηρίας, της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Νότιας Αφρικής, του Βελγίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Και η Λιβύη; Περίεργο που κανένας μάντης άξιος του ονόματός του δεν τη σκέφτηκε.)

“Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων που προβλέπουν το μέλλον: αυτοί που δεν ξέρουν τίποτα και αυτοί που αγνοούν ότι δεν ξέρουν τίποτα” έγραφε ο Τζον Κέννεθ Γκάλμπρεϊθ, οικονομολόγος στο Χάρβαρντ. Με αποτέλεσμα να κάνει εχθρούς πολλούς από τους συναδέλφους του. Ο διαχειριστής κεφαλαίων Πίτερ Λιντς το πήγε ακόμα πιο μακριά λέγοντας: “Οι ΗΠΑ αριθμούν 60.000 οικονομολόγους. Πολλοί έχουν προσληφθεί για να προβλέπουν τις οικονομικές κρίσεις και την εξέλιξη των επιτοκίων. Αν οι προβλέψεις τους ήταν σωστές έστω και δύο συνεχόμενες φορές, θα γίνονταν εκατομμυριούχοι. Απ’ όσο ξέρω, οι περισσότεροι είναι ακόμα απλοί υπάλληλοι”. Αυτά πριν από δέκα χρόνια. Σήμερα πρέπει να υπάρχουν τριπλάσιοι οικονομολόγοι πέραν του Ατλαντικού κι όμως η ποιότητα των προβλέψεων παραμένει αξιοθρήνητη.

Γιατί τέτοιο πλήθος προβλέψεων; Είναι απλό. Οι ειδήμονες δεν χάνουν ούτε χρήματα ούτε τη φήμη τους όταν πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους. Αντίθετα, αν δουν σωστά, τραβούν την προσοχή, είναι περιζήτητοι ως σύμβουλοι και αποκτούν περισσότερες δυνατότητες για δημοσιεύσεις. Αφού το κόστος αυτής της επιλογής είναι μηδενικό, παρακολουθούμε έναν πληθωρισμό προβλέψεων. Και η αύξηση των προβλέψεων σημαίνει αυξημένη πιθανότητα να βλέπουμε όλο και περισσότερους μάντεις να επαληθεύονται από καθαρή τύχη. Το ιδεώδες θα ήταν να υποχρεώσουμε αυτούς τους μάντεις να συνεισφέρουν σ’ ένα “Ταμείο Προβλέψεων” – ας πούμε, να καταβάλλουν 1.000 ευρώ για κάθε πρόβλεψη. Αν η πρόβλεψη βγει σωστή, ο ειδικός παίρνει πίσω τα χρήματα που κατέβαλε. Αλλιώς, τα χρήματα δίδονται για φιλανθρωπικά έργα.

Τι είναι προβλέψιμο και τι όχι; Δεν κινδυνεύω να πέσω τόσο έξω προβλέποντας ποιο θα είναι το βάρος μου σ’ έναν χρόνο. Όσο πιο πολύπλοκο είναι το σύστημα και ο ορίζοντας μακρινός, τόσο πιο αβέβαιη είναι η θέα του μέλλοντος. Η υπερθέρμανση του κλίματος, η τιμή του πετρελαίου ή μη τιμή του συναλλάγματος είναι σχεδόν αδύνατον να προβλεφθούν. Φυσικά, είναι ακόμα πιο αδύνατον να προβλέψεις τις εφευρέσεις. Αν γνωρίζαμε τις τεχνολογίες που θα μας έκαναν μια μέρα ευτυχισμένους, θα είχαν ήδη εφευρεθεί τη στιγμή που γράφω αυτές τις λέξεις.

Συμπέρασμα: Κρατήστε κριτική στάση απέναντι στις προβλέψεις. Προσωπικά η στάση που ακολουθώ είναι να χαμογελάω μπροστά σε κάθε πρόβλεψη, όσο σκοτεινή κι αν είναι. Πράγμα που μου επιτρέπει να την ελαχιστοποιήσω. Στη συνέχεια θέτω στον εαυτό μου δύο ερωτήσεις. Πρώτον, μέσα από ποιο περιβάλλον προβαίνει σε αυτές τις προβλέψεις ο εξπέρ; Αν είναι υπάλληλος, θα μπορούσε να χάσει τη δουλειά του αν έπεφτε μονίμως έξω; Ή πρόκειται για κάποιον νέο γκουρού της μόδας που κερδίζει από τα βιβλία που πουλάει και τις διαλέξεις που δίνει; Σ’ αυτή την περίπτωση εξαρτάται από την προσοχή των ΜΜΕ. Και οι προβλέψεις του πρέπει να σοκάρουν. Δεύτερον, ποιο είναι το ποσοστό επιτυχίας του εξπέρ ή του γκουρού της μόδας; Πόσες προβλέψεις πραγματοποίησε στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών; Πόσες απ’ αυτές αποδείχτηκαν σωστές; Πόσες ήταν λανθασμένες; Αγαπητά ΜΜΕ, σας παρακαλώ, μη δημοσιεύετε προβλέψεις χωρίς να επισυνάπτετε έναν λεπτομερή απολογισμό των προφητειών του συγγραφέα τους!

Τέλος, μια πολύ εύστοχη φράση του Τόνυ Μπλαιρ: “Δεν κάνω προβλέψεις. Δεν έκανα ποτέ και δε θα κάνω ποτέ”

Ο Πρωταγόρας για την αιδώ (ηθική) και τη δίκη (δικαιοσύνη)

Η κραυγή των σοφιστών, των ανήσυχων αυτών φορέων της Ελληνικής σκέψης, ακούστηκε πρώτη φορά σε ιωνικές περιοχές, και μάλιστα σαφώς νωρίτερα απ’ ό,τι στη συντηρητικών αντιλήψεων Αττική. Από ιωνική περιοχή, τα Άβδηρα της Θράκης, τη γενέτειρα του Δημόκριτου, καταγόταν και ο ιδρυτής της σοφιστικής, ο Πρωταγόρας.

Αρκετά πιο μεγάλος από τον Δημόκριτο, ο γεννημένος περί το 485 π.Χ. Πρωταγόρας ταξίδευε ασταμάτητα, όπως και οι περισσότεροι σοφιστές. Εξ όσων γνωρίζουμε μετέβη στη Σικελία, ενώ έμεινε πολλές φορές και πιθανώς επί μακρόν στην Αθήνα.

Εκεί πρέπει να βρισκόταν γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., καθώς εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε κατά τα φαινόμενα η στενή σχέση του με τον Περικλή, η οποία ώθησε μάλιστα τον ξακουστό αθηναίο πολιτικό να αναθέσει στον αβδηρίτη στοχαστή τη σύνταξη της νομοθεσίας των Θουρίων, της αποικίας που ιδρύθηκε στην Κάτω Ιταλία το 444/443 π.Χ.

Στην Αθήνα και πάλι διέμενε ο Πρωταγόρας κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν ο Περικλής έχασε τους δύο γιους του συνεπεία του διαβόητου λοιμού που ενέσκηψε αιφνιδίως στην πόλη στην αρχή του καλοκαιριού του 430 π.Χ. Τότε μάλιστα ο Αβδηρίτης είχε την ευκαιρία να θαυμάσει τις αρετές του κορυφαίου πολιτικού ηγέτη της Αθήνας, το σθένος του, την υπομονή του και την αντοχή του.

Εξάλλου, η Αθήνα ήταν ο τόπος όπου ο Πρωταγόρας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από την κατηγορία που εκτόξευσε εναντίον του ο Πυθόδωρος για ασέβεια, γεγονός που τον υποχρέωσε να τραπεί σε φυγή. Εκφραστής των αντιλήψεων της συντηρητικής Αθήνας, που είχε ξεσηκωθεί εναντίον των σοφιστών, ο κατήγορος του Πρωταγόρα ανήκε στους ολιγαρχικούς κύκλους που οργάνωσαν το πολιτειακό πραξικόπημα του 411 π.Χ.

Σε εκείνο το χρονικό διάστημα τοποθετείται μάλλον και η επίθεση κατά του Πρωταγόρα, που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να καούν δημοσίως τα βιβλία του, αλλά και να χάσει ενδεχομένως ο ίδιος τη ζωή του από ναυάγιο, ενόσω έπλεε προς τη Σικελία.

Όσον αφορά τις απόψεις του Πρωταγόρα για τη γένεση του ανθρώπινου πολιτισμού και, εν συνεχεία, του κράτους, αυτές είχαν διατυπωθεί σε ένα σύγγραμμά του που έφερε τον τίτλο Περί της εν αρχή καταστάσεως, αλλά σκιαγραφούνται με αξιόπιστο τρόπο και σε ένα τμήμα του πλατωνικού διαλόγου Πρωταγόρας. Σύμφωνα με το μύθο που απαγγέλλει εκεί ο Πρωταγόρας, ο ανθρώπινος πολιτισμός εκκινεί κάτω από πρωτόγονες συνθήκες.

Μολονότι ο Προμηθέας χάρισε στον άνθρωπο τη φωτιά, λέει ο Πρωταγόρας, εκείνος υστερεί των ζώων στον εξοπλισμό που απαιτείται για τον αγώνα της ζωής, γι’ αυτό και δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος. Παρά ταύτα, οι προσπάθειες για τη συνένωση, τη συνύπαρξη των ανθρώπων όχι μόνο δεν οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα εξαιτίας της έλλειψης σημαντικών προϋποθέσεων, αλλά και κατέληξαν σε ένα γενικευμένο πόλεμο, σε μια σύγκρουση όλων με όλους.

Η αρνητική αυτή εξέλιξη προκάλεσε την παρέμβαση του Δία, ο οποίος έπεμψε διά του Ερμή στους ανθρώπους την αιδώ (ηθικότητα, ηθική συνείδηση) και τη δίκην (δικαιοσύνη), ώστε να καταστήσει δυνατή τη γένεση του κράτους και την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Το κουτσομπολιό στην Αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, κορυφαία θέση –ως απόλυτα έργα τέχνης σε ό,τι αφορά την περιγραφή τους- κατέχουν οι πράξεις εκδίκησης.

Αυτοί που τις μηχανεύονται και τις ενορχηστρώνουν, εξολοθρεύουν τους εχθρούς τους ακόμη κι αν εκείνοι υπερέχουν σε ρώμη ή ανδρεία. Κλασικό παράδειγμα, η σκηνή μάχη ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Έκτορα, όπου ο πρώτος παίρνει εκδίκηση για τον θάνατο του αδελφικού του συντρόφου, Πάτροκλου ή ακόμη και η κορυφαία πονηρία της Μήδειας που δολοφονεί τον Κρέοντα και την κόρη του, χρησιμοποιώντας ρούχα ποτισμένα με δηλητήριο. Οποία εκδίκηση για τον Ιάσονα, τον άπιστο σύζυγο…

Όλα αυτά τα επεισόδια δημιουργούν την απορία για το πώς ένα άτομο, που στερείται σωματικής δύναμης, υπερφυσικών ιδιοτήτων ή έστω υποστηρικτών, θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση; Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ειδικά οι γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ακόμη κι αν δεν διέθεταν άλλο μέσο, κοινωνικές γνωριμίες ας πούμε στα υψηλά στρώματα, ωστόσο είχαν ένα πανίσχυρο όπλο για να καταποντίσουν έναν μισητό εχθρό τους: το κουτσομπολιό.

Και η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα, οι ποιητές είχαν προσωποποιήσει, βασικά είχαν ανάγει σε θεότητα τη φήμη. Στα Ομηρικά έπη, η Φήμη παρουσιάζεται ως αγγελιοφόρος του Δία, που ορμά μαζί με τα πλήθη των στρατιωτών και διαρρέει μία είδηση ανάμεσα στους ανθρώπους: αυτή εξαπλώνεται από στόμα σε στόμα ανάμεσα στα πλήθη.

Ο Ησίοδος την απεικονίζει επίσης με κάποιο τρόπο θεϊκό, αλλά την περιγράφει ως κάτι απέναντι στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να είναι επιφυλακτικοί, καθώς πρόκειται για κάτι «άτακτο, ελαφρύ και εύκολο να γιγαντωθεί, και που δύσκολα το ξεφορτώνεται κανείς».

Ο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης, ήδη από τον 4ο π.Χ αιώνα κάνει λόγο για τις φήμες, τα κουτσομπολιά που φαινομενικά αυθόρμητα διατρέχουν πόλη και αφορούν θέματα του ιδιωτικού βίου, συνήθως.

Άντρες ή γυναίκες, πλούσιοι ή φτωχοί, ελεύθεροι ή σκλάβοι, νέοι ή ηλικιωμένοι, όλοι φαίνεται ότι αγαπούσαν το κουτσομπολιό στην Αρχαία Αθήνα: μπορεί κανείς να πει ότι ήταν το κοινό σημείο μεταξύ των πολιτών που γεφύρωνε όλα τα ταξικά και οικονομικά χάσματα. Η τάση των ανθρώπων να κουτσομπολεύουν άνοιγε κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα στα χαμηλά στρώματα με τα ανώτερα, ανάμεσα στους αδύναμους της κοινωνίας με τους πιο ισχυρούς.

Ακόμη και ο Αριστοτέλης έφτασε να επισημαίνει το γεγονός ότι επρόκειτο για μια ελαφριά και ευχάριστη ασχολία, που όμως θα μπορούσε να έχει κακόβουλη αφετηρία, ειδικά όταν μιλούσε κάποιος που είχε αδικηθεί. Η αξιολόγηση των λέξεων ως όπλο των αδύναμων είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνει σοβαρά κανείς υπ’ όψιν, ειδικά αν θυμάται ότι στα δικαστήρια της Αθήνας το κουτσομπολιό χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξόντωσης των νομικών αντιπάλων κάποιου.

Οι δικαστικές αρχές τότε βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αξιολόγηση του χαρακτήρα των ατόμων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και όχι σε σοβαρές αποδείξεις. Ελλείψει επαγγελματιών δικαστών, στόχος των ομιλητών ήταν να δυσφημίσουν τους χαρακτήρες των αντιπάλων τους στα μάτια των ενόρκων, παρουσιάζοντάς τους εαυτούς τους ως αξιέπαινους πολίτες. Η δύναμη του κουτσομπολιού ήταν κάτι που τρόμαζε τους αρχαίους διάδικους, που πάντα φρόντιζαν να επισημάνουν πως ίσως οι δικαστές άκουγαν ιστορίες που ελάχιστα είχαν επαφή με την πραγματικότητα και στόχο είχαν να τους δυσφημίσουν.

Από τους αρχαίους ρήτορες μαθαίνουμε ότι δημόσιοι χώροι, όπως τα καταστήματα και οι αγορές ήταν χρήσιμες τοποθεσίες για να εξαπλωθούν ψευδείς φήμες με στόχο τη δυσφήμιση ενός αντιπάλου, κυρίως εξαιτίας του ετερόκλητου πλήθους που συγκεντρωνόταν εκεί.

Σε μια περίπτωση, που επισημάνθηκε από τον Δημοσθένη, ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι οι εχθροί του διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες, στέλνοντας επαγγελματίες της δυσφήμισης στις αγορές με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς όφελός τους. Ο ίδιος ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον αντίπαλό του Μειδία ότι διέδιδε κακόβουλες φήμες. Και ο Καλλίμαχος λέγεται ότι επανειλημμένα έλεγε στα πλήθη μια ιστορία κακομεταχείρισης του ιδίου στα χέρια του αντιπάλου του που τελικά έγινε πιστευτή.

Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος των… κουτσομπόληδων ήταν οι πληροφορίες να καταλάβουν την πόλη, να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις και στο τέλος οι εμπλεκόμενοι σε κάθε υπόθεση να κερδίσουν τη νομική μάχη.

Ειδικά, στα δικαστήρια των Αθηνών, που διοικούνταν αποκλειστικά από άντρες, οι γυναίκες δεν είχαν την παραμικρή εκπροσώπηση ή ελπίδα δικαίωσης αν δεν υποστηρίζονταν από άντρες συγγενείς, που θα λειτουργούσαν εξ ονόματός τους. Ωστόσο, η ικανότητα των γυναικών να μιλάνε με τον κόσμο, έστω και υπογείως, μπορούσε να γίνει όπλο τους ώστε να κερδίσουν μία σοβαρή νομική διαμάχη. Βάσει των πηγών της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στο «Κατά Αριστογείτονος Α’» καταγράφεται ένα περιστατικό της βάναυσης και αχάριστης συμπεριφοράς του Αριστογείτονα σε μια αλλοδαπή γυναίκα, τη Ζομπία, την οποία αφού κακοποίησε, μετά απειλούσε ότι θα πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα.

Από την πλευρά της, εκείνη που δεν ήταν καν πολίτης της Αθήνας για να προστρέξει στις επίσημες αρχές και να ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία του Αριστογείτονα, άρχισε να μιλά ανοιχτά γι’ αυτό που είχε υποστεί στα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι ανήκε στις τάξεις των πλέον αβοήθητων ανθρώπων στην Αθήνα, η ιστορία της που διαδόθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης, ακούστηκε και στο δικαστήριο, ένα μέρος αυστηρά ανδροκρατούμενο, και ο Αριστογείτονας κρίθηκε για τον κακό, βάναυσο, αναξιόπιστο χαρακτήρα του…

Να μια περίπτωση που τα κουτσομπολιά των γυναικών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά στο δικαστήριο και παρά το ότι δεν υπήρχε για εκείνες πρόσβαση σε νόμιμους τρόπους τιμωρίας, ωστόσο θα είχαν πάρει –έστω και έτσι- την εκδίκησή τους.

Ένα άλλο παράδειγμα γυναικείου κουτσομπολιού που αναφέρθηκε στο δικαστήριο εμφανίζεται στον «Λυσία» σχετικά με τη δολοφονία του Ερατοσθένη. Σε αυτήν την ομιλία ο εναγόμενος Ευφίλητος ισχυρίζεται ότι σκότωσε νόμιμα τον Ερατοσθένη, επειδή τον έπιασε να τον απατά με τη σύζυγό του.

Ο Ευφίλητος μάλιστα εμφανίζεται να αφηγείται μια ιστορία για το πώς μια ηλικιωμένη τον πλησίασε κοντά στο σπίτι του για να τον ενημερώσει για την υπόθεση της συζύγου του με τον Ερατοσθένη. Αυτή η ιστορία λειτουργεί εν μέρει για να τονίσει από τη μία τον δήθεν αφελή χαρακτήρα του Ευφίλητου, ο οποίος χρειάζεται κάποιον να επισημάνει ρητά την απιστία της συζύγου του και από την άλλη για να αποδείξει την απαράδεκτη συμπεριφορά του Ερατοσθένη, που προκάλεσε το τέλος του.

Σύμφωνα με τον Ευφίλητο, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν τον βρήκε τυχαία, αλλά ήταν απεσταλμένη και καλοθελήτρια μίας παλιότερης ερωμένης Ερατοσθένη, που προφανώς ήθελε να τον εκδικηθεί, όταν εκείνος την απέρριψε για κάποια άλλη.

Το σύνολο της ομιλίας του Ευφίλητου περιγράφει τον τρόπο που μια προδομένη γυναίκα, χωρίς καμία εξουσία και καμία δύναμη, ουσιαστικά με ένα κουτσομπολιό κινεί τα νήματα και προοικονομεί την τελική εξόντωση του άντρα που της προκάλεσε τόση οργή και πόνο. Με λίγα λόγια μιλάμε για την τέλεια εκδίκηση με τη διάδοση ενός μικρού, αλλά θανατηφόρου κουτσομπολιού…

Τι μας λένε όλα αυτά στο σήμερα; Κατ’ αρχάς, μας ενημερώνουν για το πόσο καλά γνώριζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι τις συνέπειες και την αποτελεσματικότητα ενός καλού κουτσομπολιού και της σωστά υπολογισμένης χρήσης του. Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι στα δικαστήρια εκείνης της εποχής παρουσιάζονταν γυναίκες – επαγγελματίες κουτσομπόλες καταδεικνύει το πόσο οι αρχαίοι υμών δεν νοιάζονταν επιλεκτικά για την ταξική ή οικονομική θέση (ή το φύλο ακόμη!) του «αγγελιαφόρου» που θα τους βοηθούσε να κερδίσουν τη δίκη.

Το θέμα ήταν το πώς θα επωφελούνταν –απ’ οτιδήποτε και οποιονδήποτε- προκειμένου να νικήσουν τον αντίπαλό τους. Και, καταληκτικά, προκύπτει το πώς το κουτσομπολιό –αυτό το ευτελές κομμάτι της καθημερινότητας, παλιάς και σύγχρονης- μπορούσε να γίνει όπλο και σκαλοπάτι ακόμη, όχι μόνο στη δικαίωση, αλλά και στην ανέλιξη αδύναμων ανθρώπων (σκλάβων, γυναικών, φτωχών, αλλοδαπών χωρίς αναγνωρισμένα δικαιώματα), που πάλευαν όπως μπορούσαν για να πάρουν εκδίκηση.

Ο Αριστοτέλης το λογικό μέρος της ψυχής και το αδιάσπαστο της επιθυμίας με τη σκέψη

Ξεκινώντας το Ζ΄ βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω τόσο το ζήτημα της μεσότητας, όσο και η σημασία της τελεολογίας, καθώς κρίνει ότι οι δύο αυτές θεμελιώδεις έννοιες για τη φιλοσοφική του σκέψη δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς: «Σε όλες τις έξεις για τις οποίες κάναμε λόγο υπάρχει ένας στόχος, προς τον οποίο έχει στραμμένο το βλέμμα του ο κάτοχος του λόγου και, ανάλογα, τεντώνει ή χαλαρώνει τη δραστηριότητά του· υπάρχει επίσης και ένας κανόνας που ορίζει τις μεσότητες, που λέμε ότι βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο. Η διατύπωση όμως αυτή είναι, βέβαια, σωστή, δεν είναι όμως καθόλου σαφής» (1138b 1, 21-27).

Και συμπληρώνει: «Σε όλες, πράγματι, τις ανθρώπινες ασχολίες και δραστηριότητες που είναι αντικείμενο επιστήμης είναι, βέβαια, σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε ή να χαλαρώνουμε και να ξεκουραζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά να κρατούμε το μέσον όπως ορίζει ο ορθός λόγος· αν όμως ένας άνθρωπος έχει μόνο αυτή τη γνώση, δεν ξέρει, θα έλεγα, τίποτε· δεν ξέρει, π.χ., τι λογής φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιήσει για το σώμα του, αν κάποιος του πει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά που του συστήνει η ιατρική τέχνη και όπως του τα συστήνει ο κάτοχος της ιατρικής τέχνης» (1138b 1, 27-34).

Και αντίστοιχα ισχύει το ίδιο, όταν αποπειράται κανείς να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της ψυχής: «Έτσι, λοιπόν, και όταν πρόκειται για τις έξεις της ψυχής, δεν πρέπει απλώς να λέγονται τα σωστά αυτά λόγια, αλλά και να δηλώνεται καθαρά τι είναι ο ορθός λόγος και ποιος είναι ο κανόνας από τον οποίο αυτός προσδιορίζεται» (1138b 1, 34-36).

Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ψυχική ισορροπία που επέρχεται από την μεσότητα που καθορίζει ο ορθός λόγος, αν δεν ξεκαθαριστεί απολύτως ο τρόπος που ορίζεται η ορθότητα, δηλαδή τα κριτήρια που σηματοδοτούν τη λογική.

Με δεδομένο ότι οι αρετές διαχωρίζονται στις διανοητικές και τις ηθικές, και ότι η ψυχή διαιρείται στον άλογον μέρος της (που σχετίζεται με τη διατροφή και την ανάπτυξη του ανθρώπου), το λόγον-άλογον ή αλλιώς επιθυμητικόν (που έχει να κάνει με την ηθική αρετή) και το καθαρά λόγον έχον μέρος (που καθορίζει τις διανοητικές δυνατότητες) είναι φανερό ότι οι διανοητικές αρετές έχουν να κάνουν με το καθαρά λόγον έχον μέρος της ψυχής. Κι αυτό το μέρος της ψυχής είναι που ενδιαφέρει τώρα τον Αριστοτέλη, καθώς ο ορθός λόγος (λογική) δεν μπορεί παρά να αποδοθεί ως διανοητική δυνατότητα.

Όμως, η εκ νέου διερεύνηση του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής θα οδηγήσει σε μια ακόμη διαίρεση: «Παλαιότερα είπαμε ότι υπάρχουν δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το ά-λογο. Ας κάνουμε τώρα μια παρόμοια διαίρεση του λογικού μέρους, και ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι δύο είναι τα λογικά μέρη της ψυχής: ένα αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που οι αρχικές τους αιτίες είναι αμετάβλητες, και ένα άλλο αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που μεταβάλλονται» (1139a 1, 4-10).

Αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «αρχικές αιτίες» των όντων αφορά «τα βασικά τους στοιχεία», τα οποία στην πρώτη περίπτωση μένουν αμετάβλητα, ενώ στη δεύτερη μεταβάλλονται. Η μεταβολή ή όχι των «αρχικών αιτιών» των όντων για τον Αριστοτέλη έχει μεγάλη σημασία ως προς το είδος της διανοητικής αρετής που θα ασκηθεί: «Ας ονομάσουμε το ένα από τα δύο αυτά μέρη επιστημονικό και το άλλο λογιστικό (γιατί “σκέφτομαι” και “λογίζομαι” είναι το ίδιο πράγμα, και κανένας δε σκέφτεται για πράγματα που δεν μεταβάλλονται). Το λογιστικό, επομένως, είναι ένα από τα δύο μέρη του λογικού μέρους της ψυχής» (1139a 1, 14-18).

Πράγματι, όλα όσα δεν υπόκεινται σε μεταβολές παραμένοντας αναλλοίωτα δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως δεδομένα, ώστε να αποτελέσουν αφετηρία για περαιτέρω προβληματισμούς. Για παράδειγμα (μιλώντας με σύγχρονους όρους) η περιστροφική κίνηση της γης, που αποτελεί σταθερό και αμετάβλητο δεδομένο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης καθαυτή, αφού κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ανήκει στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής. Αυτό που μπορεί να τεθεί ως διερεύνηση είναι τα αίτια αυτής της κίνησης ή η σχέση της γης με τη σελήνη ή ο τρόπος της δημιουργίας της κλπ. Τα ερωτήματα αυτού του είδους ανήκουν στο λογιστικό τμήμα του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής, αφού χρειάζεται σκέψη που πρέπει να βασιστεί πάνω στη λογική προκειμένου να προβεί σε πειστικές ερμηνείες.

Φυσικά, ως αμετάβλητο πρέπει να θεωρηθεί οτιδήποτε τίθεται υπεράνω συζητήσεων, λόγω του αδιαπραγμάτευτου της συμπεριφοράς του. Αλήθεια, τι σκέψεις μπορεί να γίνουν σε σχέση με το αναντίρρητο δεδομένο της περιστροφικής κίνησης της γης; Κι αυτή ακριβώς είναι η βάση της επιστημονικής σκέψης, που χρειάζεται αδιαπραγμάτευτες αλήθειες για να προχωρήσει.

Ο πειραματικός έλεγχος, που τίθεται ως βάση κάθε επιστημονικού πεδίου, είναι η επισφράγιση αυτής της συνθήκης. Το πείραμα (πράγμα που ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να το γνωρίζει, αλλά που προφανώς θα συμφωνούσε, αν έβλεπε τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους) αποτελεί την απόλυτη επιστημονική τεκμηρίωση διακηρύσσοντας το αναντίρρητο. Αποτελεί, δηλαδή, το πέρασμα από το λογιστικό στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής.

Στα χρόνια της αρχαιότητας, με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ούτε η σύγχρονη τεχνολογία που ενισχύει την παρατήρηση ούτε η αντίληψη του πειραματικού ελέγχου, τα περισσότερα αφορούσαν πρωτίστως το λογιστικό μέρος, αφού κάθε ερευνητής μπορούσε να προβάλλει τα δικά του συμπεράσματα, αρκεί να θέτονταν πάνω στις αρχές του ορθού λόγου. Κι αυτό είναι το κομμάτι της φιλοσοφίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα δεδομένα κάνοντας συλλογισμούς και υποθέσεις, που σε τελική ανάλυση μπορεί είτε να συμφωνήσει είτε να διαφωνήσει κανείς.

Γι’ αυτό και στα αρχαία χρόνια η αστρονομία εκλαμβανόταν περισσότερο ως φιλοσοφία και λιγότερο ως επιστήμη, αφού το πεδίο του αυτοσχεδιασμού και της ατομικής ερμηνείας ήταν ιδιαίτερα ευρύ. Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου έδωσε τέλος στους αυτοσχεδιασμούς ως προς την κίνηση της γης μεταφέροντας ένα πεδίο από την φιλοσοφία στην επιστήμη. Πλέον είναι παράλογο να αμφισβητεί κανείς ότι η γη γυρίζει κι αυτό γιατί το εν λόγω θέμα δεν αφορά το λογιστικό, αλλά το επιστημονικό τομέα του λογικού μέρους της ψυχής.

Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι η ανάπτυξη των επιστημών, που μετατρέπει τις διαφωνίες του χτες σε αναντίρρητες αλήθειες του σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαρκή κίνηση των δεδομένων από το ένα πεδίο του λογικού μέρους της ψυχής στο άλλο (από το λογιστικό στο επιστημονικό) ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η διαρκής υποχώρηση της φιλοσοφίας μπροστά στην επέλαση της επιστήμης. Όμως, αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε ακραία συμπεράσματα, που προεξοφλούν τη σε βάθος χρόνων ολοκληρωτική εξαφάνιση της φιλοσοφίας, με τη σκέψη ότι κάποτε όλα θα έχουν αποδειχθεί. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.

Οι ανθρώπινες απορίες είναι (θα λέγαμε εκ φύσεως) αστείρευτες, καθώς σχεδόν νομοτελειακά κάθε απάντηση γεννά ένα νέο ερώτημα, το οποίο θα επιφέρει και την πολλαπλότητα των ερμηνειών. Όσο δεδομένο είναι ότι η φιλοσοφία του χτες έγινε επιστήμη του σήμερα, άλλο τόσο αναμφισβήτητο είναι το ατέρμονο των αναπάντητων ερωτημάτων.

Γι’ αυτό κάθε επιστήμη, όσο προχωρά, στο τέλος έχει πάντα τη φιλοσοφική της ουρά που θα αποτελέσει το πεδίο των διενέξεων. Είναι το σημείο που –σε κάθε εποχή– δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Είναι δηλαδή το σημείο της φιλοσοφικής προσέγγισης, αφού το αναντίρρητο δεν έχει ακόμη επέλθει. Η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι καταδικασμένες να πορεύονται δεμένες χέρι-χέρι μέσα στους αιώνες συνθέτοντας την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι καταδικασμένα να πορεύεται παντοτινά μαζί το επιστημονικό με το λογιστικό κομμάτι συναποτελώντας το λογικό μέρος της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Συνάγεται έτσι ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι διανοητική αντίληψη και μαζί επιστημονική γνώση, των πιο αξιόλογων και των πιο πολύτιμων πραγμάτων στην πιο τέλεια μορφή της» (1141a 7, 22-24). Πράγματι, η φιλοσοφία που προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα αγνοώντας τις αδιαπραγμάτευτες υποδείξεις της επιστήμης δεν είναι φιλοσοφία.

Αυτό που μένει είναι διερευνηθεί ποια μπορεί να η κατάλληλη έξη για το ένα και ποια για άλλο μέρος (λογιστικό – επιστημονικά), ώστε να αποδοθεί με τον καλύτερο τρόπο η αρετή του: «Ας κοιτάξουμε λοιπόν τώρα να δούμε ποια είναι η καλύτερη έξη του καθενός από τα δύο αυτά μέρη: αυτή θα είναι η αρετή του, η αρετή όμως ενός πράγματος σχετίζεται με το έργο που του προσιδιάζει» (1139a 1, 18-20).

Και στην αναζήτηση αυτής της προβληματικής ο Αριστοτέλης επικαλείται τις τρεις λειτουργίες της ψυχής: «Τρεις είναι οι λειτουργίες της ψυχής που κυβερνούν και ρυθμίζουν την πράξη και την αλήθεια: η αίσθηση, ο νους και η επιθυμία» (1139a 2, 21-22). Με δεδομένο ότι ως «πράξη» αποδίδονται οι ενέργειες του ανθρώπου κι ως «αλήθεια» η επιδίωξη της γνώσης, είναι φανερό ότι μαζί με τις αισθήσεις και τη λογική ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει και την επιθυμία στα βαθύτερα κίνητρα που κατευθύνουν τη δράση της ψυχής τόσο για την επίτευξη της σωστής πράξης, όσο και για τη χάραξη του ορθού δρόμου, που θα οδηγήσει στην προάσπιση της αλήθειας (γνώσης).

Ο συνυπολογισμός των αισθήσεων μέσα στις λειτουργίες της ψυχής δεν εκπλήσσει, αφού (σε αντίθεση με τον Πλάτωνα) ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει πολύ σοβαρά τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης. Η παρατήρηση παίζει θεμελιώδη ρόλο στην εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων. Αν η παρατήρηση καθίσταται αδύνατη, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστήμη, καθώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό αν θα υπάρξουν μεταβολές ή όχι (κι αν υπάρχουν ποιες είναι): «Όλοι δεχόμαστε ότι αυτό για το οποίο έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε μεταβολή – για τα πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή δε γνωρίζουμε, όταν βρεθούν έξω από την παρατήρησή μας, αν υπάρχουν ή όχι» (1139b 3, 23-26).

Αυτός είναι ο λόγος που η επιστήμη ασχολείται με πράγματα αιώνια, δηλαδή αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο: «Το αντικείμενο, άρα, της επιστημονικής γνώσης είναι της κατηγορίας των αναγκαίων πραγμάτων. Είναι, επομένως, αιωνίως αυτό που είναι· γιατί αυτά που είναι αυτό που είναι από μια απόλυτη ανάγκη, όλα τους είναι αιώνια, και τα αιώνια είναι αγέννητα και άφθαρτα» (1139b 3, 26-29).

Πέρα από αυτό, όμως, οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν πηγή των ανθρωπίνων πράξεων: «Η αίσθηση δεν αποτελεί αρχή καμιάς πράξης. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι τα ζώα έχουν αίσθηση, δεν έχουν όμως καμιά μετοχή σε πράξη» (1139a 2, 22-24). Κι όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις πράξεις, δεν εννοεί τυχαίες ενέργειες που μπορεί να συμβούν ή ενέργειες που υποδεικνύονται από το ενστικτώδες, όπως των ζώων που κυνηγούν το θήραμα, αλλά συμπεριφορές που κατευθύνονται από τη δύναμη της συνειδητής επιθυμίας.

Η ελευθερία της επιλογής είναι η επισφράγιση της βούλησης που αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους (κι όχι τα ζώα) και που, σε τελική ανάλυση, είναι αδύνατο να εκληφθεί ως κάτι ξέχωρο από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια, η διαμόρφωση της βούλησης εμπεριέχει και τη σκέψη, αλλά και τις ηθικές προτεραιότητες, αφού η ηθική αρετή (καθοριζόμενη από την προαίρεση) διαμορφώνει την ποιότητα των επιθυμιών: «Αυτό που στη σκέψη είναι κατάφαση και άρνηση, είναι στην επιθυμία επιδίωξη και αποφυγή. Επομένως, επειδή η ηθική αρετή είναι έξη που προϋποθέτει επιλογή και προτίμηση, και η επιλογή και η προτίμηση είναι επιθυμία κατευθυνόμενη από τη σκέψη» (1139a 2, 24-26).

Η σύμπλευση της επιθυμίας με τη λογική τίθεται ως καταστάλαγμα της ψυχικής ισορροπίας που θα οδηγήσει στην εσωτερική γαλήνη, δηλαδή την ευτυχία: «Πρέπει –ύστερα από όλα αυτά– η συλλογιστική διαδικασία να είναι ακριβής και η επιθυμία σωστή –αν είναι η επιλογή και προτίμηση να είναι καλή– και η επιθυμία να επιδιώκει τα ίδια πράγματα για τα οποία αποφαίνεται καταφατικά η λογική. Αυτή η σκέψη και αυτή η αλήθεια έχει χαρακτήρα πρακτικό» (1139a 2, 26-31).

Το ότι η πραγμάτωση της ηθικής αρετής (μέσω της διαμορφούμενης επιθυμίας) συγκαταλέγεται στο πρακτικό κομμάτι (επιστημονικό) της διανοητικής αρετής έχει να κάνει με τον καθορισμό της επιδίωξης ή της αποφυγής οποιουδήποτε πράγματος ή κατάστασης που σχετίζεται με τις πρακτικές καθημερινές αποφάσεις της ζωής. Εξάλλου, οι επιταγές της αρετής δεν τίθενται ως κάτι συζητήσιμο.

Η ανδρεία και η σωφροσύνη (όπως κι όλες οι άλλες αρετές) έχουν καθοριστεί επακριβώς στο τέταρτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» και ισχύουν με τον ίδιο τρόπο για όλες τις περιστάσεις. Το ότι πολλές φορές οι επικρατούσες συνθήκες αλλοιώνουν το νόημα των εννοιών διαστρεβλώνοντάς τες δεν έχει να κάνει με τις έννοιες, αλλά με το ευάλωτο των ανθρώπων που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τις επιταγές της αρετής.

Ως έργο του λογιστικού τμήματος από το λόγον έχον μέρος της ψυχής δεν είναι η διερεύνηση της επιδίωξης ή της αποφυγής, αλλά της αλήθειας ή του ψέματος σε μια φιλοσοφική αναζήτηση: «Στην καθαρά θεωρητική σκέψη, που ούτε με τις (ηθικές) πράξεις έχει σχέση ούτε με την παραγωγή, το καλό και το κακό είναι η αλήθεια και το ψέμα (γιατί αυτό είναι το έργο κάθε διανοητικής δραστηριότητας)· για τη διανοητική όμως δραστηριότητα που έχει πρακτικό χαρακτήρα είναι η σύμφωνη με τη σωστή επιθυμία αλήθεια» (1139a 2, 31-35).

Κι αν πρέπει να ειπωθεί κι αλλιώς, επειδή είναι αδύνατο να υπάρξει επιθυμία χωρίς τον τελικό σκοπό που την καθορίζει (κάθε επιθυμία τίθεται στην υπηρεσία του σκοπού που θέλει να εκπληρώσει), είναι σαφές ότι, όπως η ηθική πράξη καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση, με τον ίδιο τρόπο η ελεύθερη βούληση (προτίμηση) σχετίζεται με το σκοπό που τη διαμορφώνει. Κι αυτό είναι αντικείμενο σκέψης: «Η αρχή λοιπόν της (ηθικής) πράξης (με το νόημα της αιτίας από την οποία ξεκινάει η κίνηση, όχι με το νόημα του τελικού σκοπού) είναι η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση, ενώ της (ελεύθερης) επιλογής και προτίμησης η αρχή είναι η επιθυμία και η συλλογιστική διαδικασία που κάνει να φανεί ο τελικός σκοπός. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση δίχως νου και σκέψη και δίχως ηθική έξη· γιατί δίχως σκέψη και δίχως σταθερό ηθικό χαρακτήρα δεν υπάρχει – στο χώρο της ανθρώπινης ενέργειας – καλή, σωστή πράξη και το αντίθετό της» (1139a 2, 36-40).

Και βέβαια, η επιλογή και η προτίμηση είναι αποκλειστικά μελλοντικές συνθήκες: «Κάτι που έγινε στο παρελθόν δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής και προτίμησης· κανείς, επιπαραδείγματι, δεν επιλέγει να έχει κυριέψει την Τροία· ο λόγος είναι ότι ούτε διαλογίζεται κανείς για κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά για κάτι που πρόκειται να γίνει και είναι δυνατό να γίνει, ενώ αυτό που έχει γίνει δεν είναι δυνατό να μην έχει γίνει» (1139b 2, 6-10). Η γνώση των γεγονότων του παρελθόντος δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Σχετίζεται περισσότερο με την καλύτερη κατανόηση του παρόντος και με την αποφυγή των σφαλμάτων που έχουν ήδη διαπραχθεί (ή την επιδίωξη ενεργειών που αποδείχθηκαν ευεργετικές).

Η πρακτική (επιστημονική) διανοητική σκέψη όμως, πέρα από τον καθορισμό της προτίμησης, αφορά και την παραγωγή ενός προϊόντος. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση (παραγωγή) η σκέψη έχει να κάνει με την επίτευξη ενός επιμέρους στόχου, ενώ στην πρώτη με την επίτευξη του απόλυτου στόχου: «αυτή» (η πρακτική σκέψη εννοείται) «εξουσιάζει και κυβερνάει και την παραγωγική σκέψη, αφού ο καθένας που παράγει κάτι, το παράγει για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και το προϊόν δεν είναι απόλυτος σκοπός, αλλά σχετικός, και σκοπός του τάδε συγκεκριμένου ατόμου· αντίθετα, το αντικείμενο της (ηθικής) πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευ-πραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός, και η επιθυμία αποβλέπει σ’ αυτόν» (1139b 2, 1-4).

Κι από εδώ προκύπτει ένας ορισμός για τον άνθρωπο που το διαφοροποιεί από τα ζώα: «Γι’ αυτό η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση είναι ή μια επιθυμούσα σκέψη ή μια σκεπτόμενη επιθυμία, και αυτού του είδους η αρχή είναι ο άνθρωπος» (1139b 2, 5-6).

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 2.3.6–2.3.16

Παράδοση της Σάμου – Ο Λύσανδρος επιστρέφει θριαμβευτής στη Σπάρτη – Αυθαιρεσίες και εγκλήματα των Τριάκοντα – Η αντίδραση του Θηραμένη

Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκλέξουν τριάντα άντρες, για να καταγράψουν τους πατρίους νόμους , προσδοκώντας έτσι διέξοδο από την κρίση. Οι Σπαρτιάτες απέδωσαν σε όσες πόλεις είχαν πληγεί από τους Αθηναίους τα παλιά τους εδάφη, έκαναν ανεξάρτητο κράτος τη Δήλο και τοποθέτησαν αρμοστές σε όλες τις πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας.

[2.3.6] Οἱ δὲ Σάμιοι πολιορκούμενοι ὑπὸ Λυσάνδρου πάντῃ, ἐπεὶ
οὐ βουλομένων αὐτῶν τὸ πρῶτον ὁμολογεῖν προσβάλλειν
ἤδη ἔμελλεν ὁ Λύσανδρος, ὡμολόγησαν ἓν ἱμάτιον ἔχων
ἕκαστος ἀπιέναι τῶν ἐλευθέρων, τὰ δ’ ἄλλα παραδοῦναι·
καὶ οὕτως ἐξῆλθον. [2.3.7] Λύσανδρος δὲ τοῖς ἀρχαίοις πολίταις
παραδοὺς τὴν πόλιν καὶ τὰ ἐνόντα πάντα καὶ δέκα ἄρχον-
τας καταστήσας φρουρεῖν ἀφῆκε τὸ τῶν συμμάχων ναυτικὸν
κατὰ πόλεις, [2.3.8] ταῖς δὲ Λακωνικαῖς ναυσὶν ἀπέπλευσεν εἰς
Λακεδαίμονα, ἀπάγων τά τε τῶν αἰχμαλώτων νεῶν ἀκρω-
τήρια καὶ τὰς ἐκ Πειραιῶς τριήρεις πλὴν δώδεκα καὶ στεφά-
νους, οὓς παρὰ τῶν πόλεων ἐλάμβανε δῶρα ἰδίᾳ, καὶ ἀργυ-
ρίου τετρακόσια καὶ ἑβδομήκοντα τάλαντα, ἃ περιεγένοντο
τῶν φόρων, οὓς αὐτῷ Κῦρος παρέδειξεν εἰς τὸν πόλεμον,
καὶ εἴ τι ἄλλο ἐκτήσατο ἐν τῷ πολέμῳ. [2.3.9] ταῦτα δὲ πάντα
Λακεδαιμονίοις ἀπέδωκε τελευτῶντος τοῦ θέρους [εἰς ὃ ἑξά-
μηνος καὶ ὀκτὼ καὶ εἴκοσιν ἔτη τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα, ἐν οἷς
ἔφοροι οἱ ἀριθμούμενοι οἵδε ἐγένοντο, Αἰνησίας πρῶτος, ἐφ’
οὗ ἤρξατο ὁ πόλεμος, πέμπτῳ καὶ δεκάτῳ ἔτει τῶν μετ’
Εὐβοίας ἅλωσιν τριακονταετίδων σπονδῶν, μετὰ δὲ τοῦτον
οἵδε· [2.3.10] Βρασίδας, Ἰσάνωρ, Σωστρατίδας, Ἔξαρχος, Ἀγησί-
στρατος, Ἀγγενίδας, Ὀνομακλῆς, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλει-
στόλας, Κλεινόμαχος, Ἴλαρχος, Λέων, Χαιρίλας, Πατησιάδας,
Κλεοσθένης, Λυκάριος, Ἐπήρατος, Ὀνομάντιος, Ἀλεξιππί-
δας, Μισγολαΐδας, Ἰσίας, Ἄρακος, Εὐάρχιππος, Παντακλῆς,
Πιτύας, Ἀρχύτας, Εὔδιος, ἐφ’ οὗ Λύσανδρος πράξας τὰ
εἰρημένα οἴκαδε κατέπλευσεν].

[2.3.11] Οἱ δὲ τριάκοντα ᾑρέθησαν μὲν ἐπεὶ τάχιστα τὰ μακρὰ
τείχη καὶ τὰ περὶ τὸν Πειραιᾶ καθῃρέθη· αἱρεθέντες δὲ ἐφ’
ᾧτε συγγράψαι νόμους, καθ’ οὕστινας πολιτεύσοιντο, τού-
τους μὲν ἀεὶ ἔμελλον συγγράφειν τε καὶ ἀποδεικνύναι, βου-
λὴν δὲ καὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς κατέστησαν ὡς ἐδόκει αὐτοῖς.
[2.3.12] ἔπειτα πρῶτον μὲν οὓς πάντες ᾔδεσαν ἐν τῇ δημοκρατίᾳ ἀπὸ
συκοφαντίας ζῶντας καὶ τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς βαρεῖς ὄντας,
συλλαμβάνοντες ὑπῆγον θανάτου· καὶ ἥ τε βουλὴ ἡδέως
αὐτῶν κατεψηφίζετο οἵ τε ἄλλοι ὅσοι συνῄδεσαν ἑαυτοῖς μὴ
ὄντες τοιοῦτοι οὐδὲν ἤχθοντο. [2.3.13] ἐπεὶ δὲ ἤρξαντο βουλεύεσθαι
ὅπως ἂν ἐξείη αὐτοῖς τῇ πόλει χρῆσθαι ὅπως βούλοιντο, ἐκ
τούτου πρῶτον μὲν πέμψαντες εἰς Λακεδαίμονα Αἰσχίνην τε
καὶ Ἀριστοτέλην ἔπεισαν Λύσανδρον φρουροὺς σφίσι συμ-
πρᾶξαι ἐλθεῖν, ἕως δὴ τοὺς πονηροὺς ἐκποδὼν ποιησάμενοι
καταστήσαιντο τὴν πολιτείαν· θρέψειν δὲ αὐτοὶ ὑπισχνοῦντο.
[2.3.14] ὁ δὲ πεισθεὶς τούς τε φρουροὺς καὶ Καλλίβιον ἁρμοστὴν
συνέπραξεν αὐτοῖς πεμφθῆναι. οἱ δ’ ἐπεὶ τὴν φρουρὰν
ἔλαβον, τὸν μὲν Καλλίβιον ἐθεράπευον πάσῃ θεραπείᾳ, ὡς
πάντα ἐπαινοίη ἃ πράττοιεν, τῶν δὲ φρουρῶν τούτου συμ-
πέμποντος αὐτοῖς οὓς ἐβούλοντο συνελάμβανον οὐκέτι τοὺς
πονηρούς τε καὶ ὀλίγου ἀξίους, ἀλλ’ ἤδη οὓς ἐνόμιζον
ἥκιστα μὲν παρωθουμένους ἀνέχεσθαι, ἀντιπράττειν δέ τι
ἐπιχειροῦντας πλείστους ἂν τοὺς συνεθέλοντας λαμβάνειν.
[2.3.15] τῷ μὲν οὖν πρώτῳ χρόνῳ ὁ Κριτίας τῷ Θηραμένει ὁμογνώ-
μων τε καὶ φίλος ἦν· ἐπεὶ δὲ αὐτὸς μὲν προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ
πολλοὺς ἀποκτείνειν, ἅτε καὶ φυγὼν ὑπὸ τοῦ δήμου, ὁ δὲ
Θηραμένης ἀντέκοπτε, λέγων ὅτι οὐκ εἰκὸς εἴη θανατοῦν, εἴ
τις ἐτιμᾶτο ὑπὸ τοῦ δήμου, τοὺς δὲ καλοὺς κἀγαθοὺς μηδὲν
κακὸν εἰργάζετο, ἐπεὶ καὶ ἐγώ, ἔφη, καὶ σὺ πολλὰ δὴ τοῦ
ἀρέσκειν ἕνεκα τῇ πόλει καὶ εἴπομεν καὶ ἐπράξαμεν· [2.3.16] ὁ δέ
(ἔτι γὰρ οἰκείως ἐχρῆτο τῷ Θηραμένει) ἀντέλεγεν ὅτι οὐκ
ἐγχωροίη τοῖς πλεονεκτεῖν βουλομένοις μὴ οὐκ ἐκποδὼν
ποιεῖσθαι τοὺς ἱκανωτάτους διακωλύειν· εἰ δέ, ὅτι τριάκοντά
ἐσμεν καὶ οὐχ εἷς, ἧττόν τι οἴει ὥσπερ τυραννίδος ταύτης
τῆς ἀρχῆς χρῆναι ἐπιμελεῖσθαι, εὐήθης εἶ.

***
Ο Λύσανδρος πολιόρκησε τους Σαμίους απ' όλες τις μεριές. Εκείνοι δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, όταν όμως ο Λύσανδρος ετοιμάστηκε να κάνει έφοδο, συμφώνησαν να φύγουν οι ελεύθεροι πολίτες, παίρνοντας από ένα πανωφόρι ο καθένας κι αφήνοντας όλο τ' άλλο βιός τους· έτσι κι έγινε. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη, καθώς κι ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία. Μαζί του έπαιρνε τις φιγούρες πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει, τα πολεμικά του Πειραιά εκτός από δώδεκα, τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ―προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις―, τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι (περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τη διεξαγωγή του πολέμου) κι ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλ' αυτά τα παρέδωσε στη Λακεδαίμονα στο τέλος του καλοκαιριού. [Τότε τέλειωσε ο πόλεμος, που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια του έφορος ήταν πρώτα ο Αινησίας: στον καιρό του άρχισε ο πόλεμος, δέκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή που είχε ακολουθήσει την κατάκτηση της Εύβοιας. Ύστερα απ' αυτόν ήταν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρ, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, Ονομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέων, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Ένδιος· στον καιρό του τελευταίου είναι που ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.]

Η εκλογή των Τριάντα έγινε αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη, και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ' ευχαρίστηση, και το πράγμα δεν δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ' αυτούς. Αργότερα ωστόσο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη. Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν τον Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά ―που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί― «ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς». Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή.

Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν ― όχι πια «κακά στοιχεία» κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ' από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δεν θ' ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν' αντιδράσει, θα 'βρισκε πολλούς συμπαραστάτες.

Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως ―που ανάμεσα στ' άλλα είχε εξοριστεί κιόλας από τους δημοκρατικούς― είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο για τον λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη. «Στο κάτω κάτω», του 'λεγε, «κι εγώ κι εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν' αποκτήσουμε δημοτικότητα». Ο άλλος πάλι αποκρινόταν (γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στον Θηραμένη) ότι όποιος θέλει να κυριαρχεί είναι υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο: «Κι αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος».