Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1327-1378)

ΑΓΓ. ἐπεὶ πρὸς ἀκτὰς ἤλθομεν θαλασσίας,
οὗ ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη,
ἡμᾶς μέν, οὓς σὺ δεσμὰ συμπέμπεις ξένων
1330 ἔχοντας, ἐξένευσ᾽ ἀποστῆναι πρόσω
Ἀγαμέμνονος παῖς, ὡς ἀπόρρητον φλόγα
θύουσα καὶ καθαρμὸν ὃν μετῴχετο,
αὐτὴ δ᾽ ὄπισθε δέσμ᾽ ἔχουσα τοῖν ξένοιν
ἔστειχε χερσί . καὶ τάδ᾽ ἦν ὕποπτα μέν,
1335 ἤρεσκε μέντοι σοῖσι προσπόλοις, ἄναξ.
χρόνῳ δ᾽, ἵν᾽ ἡμῖν δρᾶν τι δὴ δοκοῖ πλέον,
ἀνωλόλυξε καὶ κατῇδε βάρβαρα
μέλη μαγεύουσ᾽, ὡς φόνον νίζουσα δή.
ἐπεὶ δὲ δαρὸν ἦμεν ἥμενοι χρόνον,
1340 ἐσῆλθεν ἡμᾶς μὴ λυθέντες οἱ ξένοι
κτάνοιεν αὐτὴν δραπέται τ᾽ οἰχοίατο.
φόβῳ δ᾽ ἃ μὴ χρῆν εἰσορᾶν καθήμεθα
σιγῇ· τέλος δὲ πᾶσιν ἦν αὑτὸς λόγος
στείχειν ἵν᾽ ἦσαν, καίπερ οὐκ ἐωμένοις.
1345 κἀνταῦθ᾽ ὁρῶμεν Ἑλλάδος νεὼς σκάφος
ταρσῷ κατήρει, πίτυλον ἐπτερωμένον,
ναύτας τε πεντήκοντ᾽ ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας
ἔχοντας, ἐκ δεσμῶν δὲ τοὺς νεανίας
ἐλευθέρους πρύμνηθεν ἑστῶτας νεώς.
1350 κοντοῖς δὲ πρῷραν εἶχον, οἳ δ᾽ ἐπωτίδων
ἄγκυραν ἐξανῆπτον, οἳ δέ, κλίμακας
σπεύδοντες, ἦγον διὰ χερῶν πρυμνήσια,
πόντῳ δὲ δόντες τοῖν ξένοιν καθίεσαν.
ἡμεῖς δ᾽ ἀφειδήσαντες, ὡς ἐσείδομεν
1355 δόλια τεχνήματ᾽, εἰχόμεσθα τῆς ξένης
πρυμνησίων τε, καὶ δι᾽ εὐθυντηρίας
οἴακας ἐξῃροῦμεν εὐπρύμνου νεώς.
λόγοι δ᾽ ἐχώρουν· Τίνι λόγῳ πορθμεύετε
κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανα καὶ θυηπόλους;
1360 τίνος τίς ὢν σὺ τήνδ᾽ ἀπεμπολᾷς χθονός;
ὁ δ᾽ εἶπ᾽· Ὀρέστης, τῆσδ᾽ ὅμαιμος, ὡς μάθῃς,
Ἀγαμέμνονος παῖς, τήνδ᾽ ἐμὴν κομίζομαι
λαβὼν ἀδελφήν, ἣν ἀπώλεσ᾽ ἐκ δόμων.
1365 ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧσσον εἰχόμεσθα τῆς ξένης
καὶ πρὸς σ᾽ ἕπεσθαι διεβιαζόμεσθά νιν·
ὅθεν τὰ δεινὰ πλήγματ᾽ ἦν γενειάδων.
κεῖνοί τε γὰρ σίδηρον οὐκ εἶχον χεροῖν
ἡμεῖς τε· πυγμαί τ᾽ ἦσαν ἐγκροτούμεναι,
καὶ κῶλ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοῖν τοῖν νεανίαιν ἅμα
1370 εἰς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο,
ὡς τῷ ξυνάπτειν καὶ συναποκαμεῖν μέλη.
δεινοῖς δὲ σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι
ἐφεύγομεν πρὸς κρημνόν, οἳ μὲν ἐν κάρᾳ
κάθαιμ᾽ ἔχοντες τραύμαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐν ὄμμασιν·
1375 ὄχθοις δ᾽ ἐπισταθέντες εὐλαβεστέρως
ἐμαρνάμεσθα καὶ πέτρους ἐβάλλομεν.
ἀλλ᾽ εἶργον ἡμᾶς τοξόται πρύμνης ἔπι
σταθέντες ἰοῖς, ὥστ᾽ ἀναστεῖλαι πρόσω.

***
ΑΓΓ. Στην άκρη του γιαλού σα φτάσαμε, όπου
του Ορέστη είχε κρυφά το πλοίο αράξει,
σ᾽ εμάς, που συνοδούς μάς είχες στείλει
1330 για να κρατούμε τα δεσμά των ξένων,
τ᾽ Αγαμέμνονα η κόρη νόημα κάνει
πιο πέρα να σταθούμε, γιατί τάχα
θ᾽ άναβε φλόγα μυστικής θυσίας
για τον εξαγνισμό που ᾽χε στο νου της.
Και πίσω απ᾽ τους δυο ξένους, τα δεσμά τους
κρατώντας η ίδια, βάδιζε. Ύποπτο ήταν,
δεν είπαν όμως όχι οι άνθρωποί σου.
Για να θαρρούμε εμείς πως κάτι κάνει,
βγάζει τρανή φωνή, σαν πέρασε ώρα,
κι αλλόκοτα αρχινάει να τραγουδάει
ξόρκια, πως τάχα ξέπλενε το φόνο.
Ώρα πολλή προσμέναμε, και τότε
1340 μια ιδέα μάς μπήκε: μη λυθούν οι ξένοι,
σκοτώσουν την ιέρεια και το σκάσουν.
Μα σιωπηλοί καθόμαστε, απ᾽ το φόβο
μη δούμε όσα δεν πρέπει· τέλος όλοι
κρίναμε για σωστό ως εκεί να πάμε
που βρίσκονταν, κι ας το ᾽χε απαγορέψει.
Καράβι ελληνικό θωρούμε τότε
μ᾽ έτοιμα, σα φτερούγες, τα κουπιά του,
που τα κρατούσαν στους σκαρμούς πενήντα
ναύτες, και τους δυο νέους να στέκονται έξω,
στην πρύμη αντίκρυ, ελεύθεροι, λυμένοι.
1350 Την πλώρη συγκρατούσαν με κοντάρια,
την άγκυρα άλλοι δέναν στα καπόνια,
μια σκάλα άλλοι κρατώντας την πηγαίναν
στην πρύμη και γοργά την κατεβάζαν
μες στο νερό, για ν᾽ ανεβούν οι ξένοι.
Εμείς, χωρίς ανασκοπή, όταν τέτοια
είδαμε απάτη, πιάσαμε την ξένη
και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω
απ᾽ της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες
το τιμόνι. Κι αρχίνησαν τα λόγια:
«Με ποιό δικαίωμα κλέβετε απ᾽ τη χώρα
και φορτώνετε αγάλματα και ιέρειες;
Ποιός είσαι, τίνος είσ᾽ εσύ, και τούτη
1360 λαθραία την παίρνεις πέρα;» Κι είπε εκείνος:
«Ο Ορέστης, ο αδερφός της, για να ξέρεις,
τ᾽ Αγαμέμνονα ο γιος, την αδερφή μου,
που χάσαμε απ᾽ το σπίτι, παίρνω πίσω.»
Μα εμείς γερά κρατούσαμε την ξένη,
την πιέζαμε να ᾽ρθει μ᾽ εμάς σ᾽ εσένα·
και τότε νά γερές χτυπιές στα μούτρα·
γιατί ούτ᾽ αυτοί κρατούσανε μαχαίρι
ούτε κι εμείς· γροθιές μονάχα πέφταν
και κλοτσιές· μας τις τίναζαν κι οι δυο τους
1370 στα πλευρά, στο συκώτι· δεν αργήσαν
να παραλύσουν έτσι τα κορμιά μας.
Μ᾽ άσκημες μελανιές σημαδεμένοι
φεύγαμε στους γκρεμούς, με ματωμένα
άλλοι κεφάλια κι άλλοι μάτια· πάνω
στα υψώματα σταθήκαμε, κι εκείθε,
με πιότερη προφύλαξη, τη μάχη
κρατούσαμε και πέτρες ρίχναμε· όμως
στην πρύμη απάνω στάθηκαν τοξότες
και με σαϊτιές μάς έσπρωξαν πιο πέρα.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.3 Η ποικιλία των ήχων της γλώσσας

Στις γλώσσες που μιλιούνται στον κόσμο εμφανίζεται μια τεράστια ποικιλία ήχων (φθόγγων). Κανένα ζώο δεν μπορεί να παραγάγει την ποικιλία των ήχων που βρίσκουμε στις ανθρώπινες γλώσσες. Βρίσκουμε περίπου διακόσια είδη φωνηέντων και εξακόσια είδη συμφώνων! Ήχοι που σε μια γλώσσα δεν λειτουργούν ως φθόγγοι (ως υλικό για την κατασκευή λέξεων) μπορεί να λειτουργούν με αυτό τον τρόπο σε μια άλλη γλώσσα. 

Έτσι, στα Ελληνικά ο ήχος που κάνουμε όταν καθαρίζουμε τον λαιμό μας δεν λειτουργεί ως φθόγγος, δεν φτιάχνουμε λέξεις με αυτού του είδους τον ήχο. Στα αραβικά τέτοιοι ήχοι (τους λέμε φαρυγγικούς γιατί ο φάρυγγας παίζει ρόλο στη δημιουργία τους) είναι φθόγγοι με τους οποίους δημιουργούνται λέξεις. Επίσης, στα Ελληνικά ο ήχος που παράγουμε για να δηλώσουμε άρνηση (tsk, το τσού που κάνουμε) δεν εμφανίζεται ως φθόγγος της γλώσσας μας. 

Αν προσέξτε πώς σχηματίζεται αυτός ο ήχος, θα δείτε ότι δημιουργείται με το «ρούφηγμα» του αέρα και όχι με την εξώθησή του, το βγάλσιμό του έξω από τη στοματική κοιλότητα. Τέτοιου είδους ήχοι είναι σπάνιοι, ως φθόγγοι, στις γλώσσες του κόσμου. 

Ωστόσο, σε κάποιες γλώσσες της Αφρικής υπάρχουν και λειτουργούν ως φθόγγοι. Για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα, στα νέα ελληνικά που μιλάμε όλοι μας, στην κοινή νέα ελληνική, το παχύ σ που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε τη σιωπή (σσσσ!) δεν εμφανίζεται ως φθόγγος της γλώσσας. Σε πολλές όμως διαλέκτους της νέας Ελληνικής βρίσκουμε αυτό το παχύ σ να συμμετέχει στον σχηματισμό λέξεων.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.1. Βαδίζοντας εναντίον του Πέρση βασιλιά

Το 401 περίπου 13.000 Έλληνες στρατιώτες, που έμειναν γνωστοί ως Μύριοι (δηλαδή 10.000), βάδισαν προς τη Βαβυλώνα, με σκοπό να ανατρέψουν τον μεγάλο Πέρση βασιλιά. Ο Αρταξέρξης Β' Μνήμων (404-359) είχε διαδεχθεί ομαλά τον πατέρα του Δαρείο Β' λίγο πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά σύντομα αμφισβητήθηκε από τον νεότερο αδελφό του Κύρο. Με σκοπό να υπερασπιστεί τον θρόνο του, συγκέντρωσε πολύ ισχυρό στράτευμα και περίμενε να αντιμετωπίσει τους εισβολείς κοντά στην πρωτεύουσά του. Ένα μικρό αλλά αξιόμαχο τμήμα των εχθρών του το αποτελούσαν Έλληνες, που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου.

Έλληνες μισθοφόροι υπήρχαν διαθέσιμοι από πολύ παλιά. Όταν έμαθαν να πολεμούν βαριά οπλισμένοι στους σχηματισμούς της φάλαγγας, έγιναν περιζήτητοι. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τόσο οι Αθηναίοι όσο και οι Σπαρτιάτες κατέφυγαν αρκετές φορές στη μίσθωση ανδρών για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το ίδιο έκαναν και οι εμπόλεμοι στη Σικελία. Επίσης, πολλοί Έλληνες στρατιώτες, ανάμεσά τους και Σπαρτιάτες, αναζητούσαν εργασία ως μισθοφόροι στην Περσική Αυτοκρατορία - με ή χωρίς τη συγκατάθεση της πόλης τους.

Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου είχαν αρχηγό τον εξόριστο στρατηγό Κλέαρχο. Δραστήριος ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Κλέαρχος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους Θράκες που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στον Ελλήσποντο. Διαφώνησε ωστόσο με τους Σπαρτιάτες εφόρους και, καταδικασμένος σε θάνατο στην πόλη του, άρχισε να πραγματοποιεί τα σχέδια του με χρήματα του Κύρου. Όταν ο Κύρος τον χρειάστηκε, άφησε τον πόλεμο με τους Θράκες και έσπευσε να συνδράμει τον χρηματοδότη του. Στον στρατό του Πέρση πρίγκιπα κατατάχθηκαν και πολλοί Έλληνες από τη Θεσσαλία, καθώς και από διάφορες άλλες περιοχές, ακόμη και από τις Συρακούσες. Όπως ο Κλέαρχος, αρκετοί από αυτούς εγκατέλειπαν τις πόλεις τους εξαιτίας εσωτερικών προβλημάτων.

Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες στον στρατό του Κύρου δεν διέθεταν, καθώς φαίνεται, χάρτη της Περσικής Αυτοκρατορίας - όπως αυτόν που είχε προσκομίσει στην Ελλάδα έναν αιώνα νωρίτερα ο Αρισταγόρας, όταν σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ούτε φαντάστηκαν άλλωστε ότι θα τον χρειάζονταν. Εξάλλου, οι χάρτες της εποχής ήταν πολύ γενικοί και δεν παρείχαν συγκεκριμένες πληροφορίες. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου έφτασαν στην Ταρσό της Κιλικίας. Εκεί στύλωσαν τα πόδια. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι πραγματικός στόχος της εκστρατείας ήταν ο μεγάλος βασιλιάς, κάτι που επίσημα γνώριζαν μόνο οι στρατηγοί τους. Αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος που αρνήθηκαν να συνεχίσουν. Με εξασφαλισμένο τον μισθό τους, ήταν συνήθως πρόθυμοι να αναλάβουν κάθε δύσκολη αποστολή. Το πραγματικό τους πρόβλημα ήταν ότι από εκείνο το σημείο θα άρχιζαν να κατευθύνονται στα ενδότερα της αυτοκρατορίας. (Όπως είχε εξηγήσει στον Αρισταγόρα ο βασιλιάς Κλεομένης, οι Σπαρτιάτες αρνούνταν να αναλάβουν επιχειρήσεις σε περιοχές που απείχαν μήνες δρόμο από τη θάλασσα.) Ο Κλέαρχος άρχισε να πιέζει τους άνδρες του, και αυτοί δεν δίστασαν να τον λιθοβολήσουν. Χρειάστηκαν όλων των ειδών τα τεχνάσματα και κυρίως μια αύξηση μισθού κατά 50%, για να παραμείνουν στον στρατό του Κύρου.

Εξόριστος από την πόλη του, ο Κλέαρχος έδινε την εντύπωση ότι ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, παρακολουθούσαν προσεκτικά την πορεία του και φαίνεται ότι την ενέκριναν. Όταν μάλιστα δέχτηκαν πρόσκληση του Κύρου για συμπαράσταση, επειδή και αυτός τους είχε συνδράμει στον αγώνα τους εναντίον των Αθηναίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν. Έτσι, τη στιγμή που οι Έλληνες μισθοφόροι συμφώνησαν να συνεχίσουν την πορεία τους, κατέφθασαν ενισχύσεις με πλοία και οπλίτες από την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες είχαν κάθε λόγο να ελπίζουν ότι, με τον Κύρο βασιλιά, η Περσία θα ήταν μόνιμα φιλική προς την πόλη τους.

Ο Κύρος ο νεότερος, που είχε το όνομα του μεγάλου θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, συναισθανόταν πλήρως την κατάσταση του. Ενώ ο ίδιος ήταν διοικητής μιας περιφέρειας, ο αδελφός του κυβερνούσε μιαν αυτοκρατορία. Δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί ούτε στα πλούτη ούτε σε ανθρώπινο δυναμικό. Παρ᾽ όλα αυτά, διέθετε τρία πλεονεκτήματα που τον έκαναν να αισιοδοξεί. Το πρώτο ήταν ότι με τους στρατηγούς που τον ακολουθούσαν, Έλληνες και Πέρσες, είχε δεσμούς φιλίας. Από καιρό οικοδομούσε μαζί τους προσωπικές σχέσεις και δεν χρειαζόταν να τους επιβληθεί αποκλειστικά με χρήματα ή απειλές. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ο αξιόμαχος μισθοφορικός στρατός των Ελλήνων. Όπως είχαν δείξει καθαρά οι μάχες στον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές, οι Έλληνες οπλίτες διέθεταν υπέρτερη τεχνική και απαράμιλλο θάρρος. Το τρίτο πλεονέκτημα ήταν ο αιφνιδιασμός. Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν πανίσχυρη, αλλά οι μεγάλες αποστάσεις και ο κατακερματισμός των στρατιωτικών δυνάμεων την καθιστούσαν τρωτή σε περίπτωση γρήγορης προέλασης του εχθρού.

Ο Αρταξέρξης είχε επίσης πιστούς φίλους. Ένας από αυτούς, ο σατράπης Τισσαφέρνης, τον προειδοποίησε εγκαίρως για τις προετοιμασίες του Κύρου και τον προφύλαξε από τον αιφνιδιασμό. Πρόλαβε λοιπόν να συγκεντρώσει έναν εξαιρετικά μεγάλο στρατό, πολλαπλάσιο της στρατιωτικής δύναμης του αδελφού του. Του απέμενε έτσι να αντιμετωπίσει ένα μόνο πλεονέκτημα του Κύρου: τους Έλληνες μισθοφόρους.

Η μεγάλη μάχη δόθηκε αρκετά κοντά στη Βαβυλώνα, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Κούναξα, όπου ο Ευφράτης και ο Τίγρης πλησιάζουν περισσότερο ο ένας τον άλλο. Όταν συναντήθηκαν με τους Έλληνες, οι δυνάμεις του βασιλιά δεν όρμησαν εναντίον τους μαζικά και με κραυγές, όπως συνήθιζαν. Γνώριζαν πλέον καλά ότι δεν επρόκειτο να τους τρομάξουν. Απεναντίας επιτέθηκαν πειθαρχημένα και συντεταγμένα, επιχειρώντας να αποδυναμώσουν τους Έλληνες οπλίτες με δρεπανηφόρα άρματα.

Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες, παρά τις νέες τακτικές που δοκίμαζαν οι Πέρσες, κατάφεραν για μία ακόμη φορά να νικήσουν τους εχθρούς τους. Όταν πλησίασαν αρκετά, όρμησαν με τις φάλαγγές τους, κραυγάζοντας και τρέχοντας. Αυτή την τακτική είχαν μάθει να ακολουθούν όταν πολεμούσαν με τους Πέρσες, για να αποφεύγουν τα βέλη των τοξοτών. Ίσως μάλιστα κατόρθωσαν να πανικοβάλουν τα άλογα των δρεπανηφόρων αρμάτων, χτυπώντας δυνατά τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους. Ύστερα από σύντομη μάχη, οι άνδρες του βασιλιά τράπηκαν σε φυγή. Θεωρώντας πλέον τη νίκη εξασφαλισμένη, ο Κύρος αναζήτησε τον αδελφό του στο κέντρο των εχθρικών δυνάμεων. Αν τον σκότωνε, η υπόθεση θα τελείωνε. Τον εντόπισε και κατάφερε να τον τραυματίσει, αλλά μέσα στην αναταραχή σκοτώθηκε ο ίδιος, και έτσι η υπόθεση τελείωσε όπως επιθυμούσε ο Αρταξέρξης.

Χωρίς να έχουν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες αναζήτησαν τον δρόμο της επιστροφής. Τότε θα πρέπει να κατανόησαν την αξία που έχουν οι χάρτες - έστω και οι πολύ γενικοί που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Όταν μάλιστα ο Τισσαφέρνης συνέλαβε με δόλο όλους τους στρατηγούς τους, μαζί και τον Κλέαρχο, η διαφυγή μέσα από το περσικό έδαφος έγινε εφιαλτική. Ηγετικό ρόλο ανέλαβε ο Αθηναίος Ξενοφών, που γλίτωσε τη σφαγή επειδή ήταν χαμηλόβαθμος αξιωματικός. Ύστερα από μύριες ταλαιπωρίες, οι μισθοφόροι βρήκαν τον τρόπο να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο, στο ύψος της Τραπεζούντας. Μετρήθηκαν και διαπίστωσαν ότι είχαν επιβιώσει 8.600. Αυτό θεωρήθηκε θρίαμβος.

Ο Ξενοφών έζησε το φιλόδοξο εγχείρημα του Κύρου και τη μακρά πορεία ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς ως μια συγκλονιστική περιπέτεια. Γεννημένος στο ξεκίνημα του Πελοποννησιακού Πολέμου, συμμετείχε στη δραματική του κατάληξη ως ώριμος άνδρας. Η καταγωγή του και η μαθητεία του στον Σωκράτη δεν τον έκαναν φιλικό προς τη δημοκρατία. Αλλά και οι ακρότητες της τυραννίας των Τριάκοντα, που είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες νικητές, τον αποξένωσαν επίσης από τους πλέον συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Η συμμετοχή του στον μισθοφορικό στρατό του Κύρου πρόσφερε λύση σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Με τη μόρφωση που διέθετε πάντως δεν ήταν ένας απλός στρατιώτης, ικανοποιημένος να λαμβάνει τον μισθό του και να επιβιώνει στις μάχες. Παρατηρούσε όσα συνέβαιναν γύρω του περισσότερο με τα μάτια ενός στοχαστή παρά ενός πολεμιστή. Καθώς η περιπλάνηση των Μυρίων ολοκληρωνόταν, εντάχθηκε μαζί με πολλούς άλλους στον σπαρτιατικό στρατό, που συνέχιζε τον αγώνα για την προστασία των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία. Όταν την ηγεσία του στρατού αυτού ανέλαβε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β' (περ. 400-359), ο Ξενοφών βρήκε στο πρόσωπό του έναν πραγματικό φίλο.

Ο Ξενοφών επέστρεψε στην Ελλάδα το 394 και συνέχισε να πολεμά στον στρατό των Σπαρτιατών, ακόμη και όταν στο αντίπαλο στρατόπεδο βρέθηκαν μεταξύ άλλων οι Αθηναίοι. Τα επόμενα 23 χρόνια αναγκάστηκε να παραμείνει εξόριστος και να ζήσει, με την άδεια των Σπαρτιατών, στον Σκιλλούντα, πολύ κοντά στην Ολυμπία. Προς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του ασχολήθηκε συστηματικά με το συγγραφικό έργο, πειραματιζόμενος με νέα γραμματειακά είδη. Μεταξύ άλλων τον απασχόλησε και η ιστορία. Μία από τις εργασίες που ανέλαβε ήταν να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, που είχε πεθάνει πριν ολοκληρώσει την αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η συνέχεια αυτή πήρε τον χαρακτηριστικό τίτλο Ἑλληνικά. Σε ένα άλλο σύγγραμμα εξιστόρησε την Ανάβαση του Κύρου προς τη Βαβυλώνα και την Κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα.

Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος ήταν προφανής για έναν άνδρα που διέθετε την παιδεία του Ξενοφώντα και θαύμαζε τον Θουκυδίδη. Ο Ξενοφών ωστόσο δεν ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να αφηγηθεί τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Πριν από αυτόν τα είχε καταγράψει ένας άλλος Έλληνας, που υπηρετούσε τον Αρταξέρξη. Ονομαζόταν Κτησίας και καταγόταν από την Κνίδο.

Ο Κτησίας βρέθηκε στην αυλή του Αρταξέρξη, στην αρχή ως αιχμάλωτος και στη συνέχεια ως ευνοούμενος και προσωπικός του γιατρός. Σπουδασμένος καθώς ήταν στην περίφημη σχολή της πατρίδας του, μπόρεσε να προσφέρει υπηρεσίες και στη μητέρα του βασιλιά, από το στόμα της οποίας συγκέντρωσε άφθονες πληροφορίες για τις αυλικές δολοπλοκίες και τον παρασκηνιακό ρόλο των ισχυρών γυναικών στην Περσία. Η τύχη ενός παλαιότερου γιατρού από την ανταγωνιστική σχολή της Κω, που βρέθηκε και αυτός στη βασιλική αυλή, τον έκανε ιδιαίτερα προσεκτικό. (Ο γιατρός από την Κω βασανίστηκε για δύο μήνες και θάφτηκε ζωντανός, επειδή εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να συνάψει ερωτικό δεσμό με τη θυγατέρα του Ξέρξη - κάτι που, έτσι κι αλλιώς, απαγόρευε αυστηρά ο ιπποκρατικός όρκος.)

Έχοντας χειριστεί διάφορες υποθέσεις ως έμπιστος του Αρταξέρξη, ο Κτησίας επέστρεψε στην πατρίδα του ύστερα από 17 χρόνια. Εκεί φαίνεται ότι ασχολήθηκε με το συγγραφικό έργο. Εκτός των άλλων, ισχυρίστηκε ότι είχε πρόσβαση στα περσικά αρχεία, όπου καταγράφονταν τα πεπραγμένα της αυτοκρατορίας. Από το έργο του σώζονται μια περίληψη και αρκετά αποσπάσματα. Ακόμη και έτσι, ωστόσο, πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στην αρχαία ιστορία που μας παρέχεται η δυνατότητα να διασταυρώσουμε πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Η ίδια η ονομασία του τόπου όπου δόθηκε η μεγάλη μάχη, Κούναξα, παραδίδεται μόνο από τον Κτησία· αλλά και για τον τραυματισμό του βασιλιά, ο ίδιος ο Ξενοφών παραπέμπει σε αυτόν, που ανέλαβε άλλωστε και τη σχετική θεραπεία. Για το τέλος του Κλέαρχου, που θανατώθηκε με τους άλλους Έλληνες στρατηγούς, παρέχεται μια πολύ χαρακτηριστική πληροφορία. Πριν εκτελεστεί, ο Σπαρτιάτης στρατηγός ζήτησε από τον Κτησία, που του συμπαραστεκόταν με τη μεσολάβηση της βασιλομήτορος, ένα χτένι. Όπως όλοι οι γενναίοι Σπαρτιάτες πολεμιστές, ήθελε και αυτός να πεθάνει καλλωπισμένος.

Το 396 ο Αγησίλαος ανέλαβε αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία των Μυρίων έδινε την εντύπωση ότι οι Πέρσες μπορούσαν να νικηθούν ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορία τους. Πριν ξεκινήσει, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς πέρασε από την Αυλίδα όπου έκανε θυσίες - όπως ο Αγαμέμνων όταν αναχωρούσε για την Τροία. Ήθελε να δώσει στην επιχείρηση που ανέλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα. Βρήκε όμως αντίθετους τους άρχοντες των Βοιωτών, που οργίστηκαν μαζί του τόσο, ώστε πέταξαν τα σφάγια από τον βωμό. Για τις θυσίες στον συγκεκριμένο τόπο οι Βοιωτοί είχαν τον δικό τους μάντη. Περισσότερο όμως ήθελαν να δείξουν ότι δεν συναινούσαν σε έναν γενικό πόλεμο εναντίον των Περσών.

Οι αντιδράσεις αυτές δεν πτόησαν τον Αγησίλαο, που σημείωσε αρκετές επιτυχίες στη Μικρά Ασία. Στάθηκε άλλωστε τυχερός, όταν ο Αρταξέρξης θεώρησε υπεύθυνο τον Τισσαφέρνη για τις ήττες των Περσών και τον θανάτωσε. Με τον σατράπη Φαρνάβαζο, που ανέλαβε να διαχειριστεί τις υποθέσεις των Ελλήνων, ο Αγησίλαος είχε κάποια περιθώρια συνεργασίας. Σύντομα όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τελείως τη Μικρά Ασία.

Για να αντιμετωπίσει τη Σπάρτη, που γινόταν διαρκώς απειλητικότερη, ο Αρταξέρξης αποφάσισε να ενισχύσει τους εχθρούς της. Ανέθεσε έτσι στον Φαρνάβαζο να συνεργαστεί με τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και με τον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα, που είχε γλιτώσει από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς και ζούσε εξόριστος. Το 394 η συμμαχία αυτή πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Σπαρτιατών σε ναυμαχία έξω από την Κνίδο. Επιπλέον, ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε άφθονα χρήματα στη Θήβα, με την οποία διατηρούσε δεσμούς, στην Κόρινθο, το Άργος και την Αθήνα. Είχε πληροφορίες ότι όλες αυτές οι πόλεις αναζητούσαν ήδη τρόπους να μειώσουν τη δύναμη της Σπάρτης. Πολλοί Έλληνες ήταν άλλωστε έτοιμοι να συμπράξουν ακόμη και χωρίς περσικά χρήματα. Αντί για την αναμενόμενη ελευθερία από την τυραννία της Αθήνας, είδαν τον νικητή στρατηγό Λύσανδρο να εγκαθιδρύει στις πόλεις τους δεκαρχίας, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Σπάρτης και σκληρών επιχώριων ολιγαρχιών.

Ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα με μεγάλη σπουδή. Στον Βοιωτικό Πόλεμο που ξέσπασε σκοτώθηκε ο Λύσανδρος, και η Σπάρτη τού ανέθεσε τη γενική αρχηγία. Καθώς έφτανε η είδηση της ναυτικής ήττας στην Κνίδο, ο Αγησίλαος κατατρόπωνε στην Κορώνεια τους Βοιωτούς, πλάι στους οποίους πολεμούσαν Αθηναίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι και άλλοι εχθροί της Σπάρτης. Παρά την ήττα της, η νέα αυτή συμμαχία δεν ήταν πρόθυμη να παραιτηθεί από τον αγώνα. Στην Κόρινθο, μάλιστα, μια επανάσταση των δημοκρατικών επιβεβαίωνε την εχθρότητα της πόλης προς τη Σπάρτη, με την οποία είχε συμπαραταχθεί για πολλά χρόνια. Όπως συνέβαινε συχνά, η εξωτερική πολιτική μιας πόλης ήταν σε άμεση συνάρτηση με τις εσωτερικές εξελίξεις. Ο πόλεμος, που συνεχίστηκε για οκτώ ακόμη χρόνια, ονομάστηκε Κορινθιακός, επειδή στο επίκεντρο βρέθηκε η Κόρινθος.

Η Αθήνα άρχισε πάλι να ασκεί ανεξάρτητη πολιτική. Δέχτηκε πίσω τον Κόνωνα με σαράντα πλοία που ο Φαρνάβαζος έστειλε ως δώρο και, με περσικά χρήματα, ξανάχτισε τα Μακρά Τείχη. Ακόμη και μέσα στην Πελοπόννησο σημείωνε επιτυχίες. Ο στρατηγός της Ιφικράτης διακρίθηκε όχι με τους οπλίτες αλλά με ευέλικτα, ελαφρά οπλισμένα σώματα πελταστών, που έκαναν επιθέσεις με ακόντια και υποχωρούσαν γοργά.

Οι Σπαρτιάτες παρακολουθούσαν με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη Δύση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τους είχε διδάξει ότι η Σικελία, και ιδιαιτέρως οι Συρακούσες, μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Στάθηκαν έτσι σταθερά στο πλευρό του τυράννου Διονυσίου, όχι μόνο όταν το απαιτούσε ο πόλεμος με τους Καρχηδόνιους, αλλά και όταν κινδύνευε η θέση του από τα συνεχή δημοκρατικά κινήματα μέσα στην πόλη του.

Ο Διονύσιος ήξερε ότι ο πόλεμος με την Καρχηδόνα θα συνεχιζόταν σφοδρότερος και άρχισε να οικοδομεί οχυρά τείχη, να ναυπηγεί ισχυρό στόλο και να κατασκευάζει όπλα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, που συγκέντρωσε τις πληροφορίες, ισχυρίζεται ότι μόνο στην πρώτη φάση των προετοιμασιών ναυπηγήθηκαν 200 νέα πλοία και κατασκευάστηκαν 140.000 ασπίδες, άλλα τόσα εγχειρίδια και ισάριθμες περικεφαλαίες. Επίσης χαλκεύτηκαν περισσότεροι από 14.000 θώρακες διαφόρων ειδών, κατάλληλοι για τους ιππείς. Μολονότι τύραννος, πριν κηρύξει τον πόλεμο ο Διονύσιος συγκάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε τη συναίνεση των πολιτών. Αλλά η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, διότι οι πολίτες βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην τυραννία του, ακόμη και σε συνθήκες πολέμου.

Ένα από τα μέτρα που αναγκάστηκε να λάβει συχνά ο Διονύσιος για τις ανάγκες του πολέμου ήταν η απελευθέρωση δούλων. Οι Έλληνες κατέφευγαν στη λύση αυτή μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, παίρνοντας πάντα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ο Διονύσιος υπήρξε τολμηρότερος, διότι, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, απέδωσε στους δούλους όχι μόνο την ελευθερία τους αλλά και δικαιώματα πολίτη, καθιστώντας τους νεοπολίτας. Ενδέχεται να επρόκειτο για άνδρες που προέρχονταν όχι από αγορά ή αιχμαλωσία αλλά από τους κατακτημένους πληθυσμούς της περιοχής. Σε άλλες περιπτώσεις υποσχόταν ελευθερία σε οικιακούς δούλους, αλλά όταν δεν υπήρχε πλέον ανάγκη αθετούσε την υπόσχεσή του. Ο πόλεμος απαιτούσε, άλλωστε, διαρκώς μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων μισθοφόρων, στους οποίους περιλαμβάνονταν και Λακεδαιμόνιοι.

Κύριοι αντίπαλοι του Διονυσίου ήταν οι Καρχηδόνιοι, με τους οποίους αναμετρήθηκε, με μικρά διαλείμματα, για σχεδόν σαράντα χρόνια, έως τον θάνατό του το 367. Συμμαχώντας συχνά με τους Καρχηδόνιους, εναντίον του Διονυσίου πολέμησαν οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Σικελίας, που αγωνίζονταν να απελευθερώσουν τη γη των προγόνων τους. Με παρόμοια αισθήματα τον πολέμησαν, όταν χρειάστηκε, οι μη ελληνικοί πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας. Για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς αυτούς, ο Διονύσιος θεώρησε ότι έπρεπε να γίνει κύριος όχι μόνο ολόκληρης της Σικελίας αλλά και των ελληνικών πόλεων στην Ιταλία. Στράφηκε ακόμη και προς την Αδριατική, διευρύνοντας τους ορίζοντες των επιχειρήσεών του. Επειδή πολλοί Έλληνες του αντιστάθηκαν, συμμαχώντας ακόμη και με τους Καρχηδόνιους, πολέμησε και εναντίον τους με όλες του τις δυνάμεις. Καθώς οι νίκες εναλλάσσονταν με ήττες, στα πεδία των μαχών σκοτώνονταν διαρκώς χιλιάδες στρατιώτες και στις θάλασσες χάνονταν δεκάδες πλοία με τους άνδρες τους. Σε μία μόνο μάχη μπορούσαν να μετρηθούν περισσότεροι από 10.000 νεκροί. Στις συχνές πολιορκίες αφανίζονταν ολόκληρες πόλεις και πλήθος άμαχοι εξανδραποδίζονταν.

Μέσα σε όλα αυτά ο Διονύσιος έβρισκε τον χρόνο να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τις τέχνες και τα γράμματα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες έστελνε να διαγωνιστούν τέθριππα άρματα και ραψωδοί. Όταν όμως απαγγέλθηκαν στίχοι που είχε συνθέσει ο ίδιος, μόλις παρήλθε η καλή εντύπωση της ευφωνίας των ραψωδών, η αποδοκιμασία ήταν έντονη και οι αντιδράσεις χλευαστικές.

Ο πόλεμος υπήρξε ενδημικός στον Ελληνικό κόσμο. Η ειρήνη και η ανακωχή δεν ήταν παρά διαλείμματα ανάμεσα σε βίαιες αναμετρήσεις. Αλλά η περίοδος μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είχε νέα χαρακτηριστικά. Οι συμμαχίες ήταν ασταθείς και μπορούσαν να διαλυθούν κάθε στιγμή. Οι συχνές μεταστροφές των Περσών ανέτρεπαν άλλωστε κάθε σχεδιασμό. Οι πολεμικές συγκρούσεις έπαιρναν έτσι διαρκώς διαφορετικές μορφές. Η φάλαγγα των οπλιτών έπαψε να είναι η αδιαφιλονίκητη επιλογή των εμπολέμων. Όλοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του ιππικού για γρήγορη επέμβαση και καταδίωξη του εχθρού. Προστατευμένοι από το ιππικό και τους οπλίτες, οι πελταστές παρενοχλούσαν τους αντιπάλους τους με την ευελιξία τους και μπορούσαν να κρίνουν ακόμη και την έκβαση μιας μάχης. Την τεχνική των πελταστών ανέπτυξε ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης, εξοπλίζοντας ορισμένους πολεμιστές με μικρότερες ασπίδες αλλά δόρατα μακρύτερα από τα συνηθισμένα και ξίφη με διπλάσιο μήκος. Ακόμη και τα υποδήματα των πελταστών ήταν ελαφρά, επιτρέποντάς τους να τρέχουν γρήγορα.

Στη θάλασσα οι επινοήσεις νέων τεχνικών ήταν διαρκείς. Τα πλοία έπρεπε να κατασκευάζονται γρήγορα και να γίνονται ταχύτερα. Για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους, μαζί με τις τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις, πλοία με τέσσερις και πέντε σειρές κουπιών. Σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις αναλαμβάνονταν και τη νύχτα, με το φως της σελήνης. Μεγάλη ανάγκη υπήρχε επίσης για την εξέλιξη των πολιορκητικών μηχανών, καθώς οι συνήθεις πολιορκίες ήταν χρονοβόρες και συχνά αναποτελεσματικές. Υψώθηκαν έτσι εξαώροφοι τροχοφόροι πύργοι και επινοήθηκαν ὀξυβελεῖς, ένα είδος καταπέλτη.

Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του πολέμου υποχρέωναν τις πόλεις να καταφεύγουν όλο και συχνότερα στην άσκηση μυστικής διπλωματίας και στην ανεπίσημη αποστολή στρατιωτών. Για πολλές επιχειρήσεις οι ιστορικοί που έζησαν τα γεγονότα δεν ήξεραν να πουν αν αναλαμβάνονταν με εντολή των πόλεων ή με πρωτοβουλία εξορισμένων και αυτοεξόριστων στρατηγών. Η Σπάρτη διατηρούσε φρουρές και άνδρες σε διάφορες απόμακρες περιοχές, χωρίς αυτό να είναι γενικότερα γνωστό. Ακόμη και στην αποκατεστημένη αθηναϊκή δημοκρατία λέγεται ότι η Βουλή, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορούσε να λάβει στρατιωτικές πρωτοβουλίες χωρίς επίσημη έγκριση από την Εκκλησία του Δήμου.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η διαρκής εμπλοκή ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Θουκυδίδης το είχε ήδη αντιληφθεί αυτό καθαρά πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στη σύγκρουση εκείνη όλοι οι Έλληνες, αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν θέση. Μετά το τέλος του πολέμου, οι πάντες διαπίστωναν ότι ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν διαρκώς θέση: από τον Εύξεινο Πόντο έως την Καρχηδόνα και από τη Χαλκιδική έως την Κύπρο και την Αίγυπτο. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονταν, βεβαίως, τα μικρασιατικά παράλια, οι μεγάλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και η Σικελία.

Στις συνθήκες αυτές πολλοί αντιλαμβάνονταν την ανάγκη οικοδόμησης μόνιμων συνασπισμών και, αν ήταν εφικτό, συνένωσης πόλεων ή ολόκληρων περιοχών. Έως εκείνη την εποχή μόνο η Σπάρτη είχε διατηρήσει μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, και η Αθήνα, πριν από την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Διονύσιος προσπάθησε επίμονα να καταστεί άρχοντας ολόκληρης της Σικελίας και να επεκτείνει την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία και την Αδριατική. Ο Ευαγόρας κατάφερε να επικρατήσει σε ολόκληρη την Κύπρο. Ο Λυκόφρων ο Φεραίος και ύστερα από αυτόν ο Ιάσων επιχείρησαν να ενώσουν τη Θεσσαλία. Ο Ιάσων μάλιστα είχε τη φιλοδοξία να ηγεμονεύσει σε όλη την Ελλάδα, αλλά δολοφονήθηκε πριν το επιχειρήσει. Στη Βοιωτία, όπου υπήρχε από παλιά μια ομοσπονδία, οι Θηβαίοι επέμεναν να δημιουργηθεί ένας ενιαίος πολιτικός σχηματισμός. Το Άργος έκανε μια προσπάθεια να συνενωθεί με την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, αγωνίζονταν να οικοδομήσουν και πάλι την παλαιά τους συμμαχία. Λίγο αργότερα, ο Λυκομήδης από τη Μαντινεία προχώρησε σε σοβαρές ενέργειες για την πολιτική ενοποίηση της Αρκαδίας.

Η Σπάρτη, που δυσκολευόταν να διατηρήσει την παλαιά της συμμαχία, βρέθηκε για μια ακόμη φορά πιεσμένη. Είχε υπερβεί τα περιθώρια συνεχούς παρουσίας στα εναλλασσόμενα θέατρα του πολέμου. Το βάρος που αναγκάστηκε να ρίξει στο ναυτικό και η εξάρτησή της από στρατηγούς που δεν ήταν βασιλείς ανέτρεπαν τις βάσεις του πολιτεύματός της. Οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό από τους μακροχρόνιους πολέμους ήταν σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν, εφόσον το πολίτευμά της απέτρεπε την ανάδειξη νέων πολιτών από τις τάξεις των ειλώτων και των περιοίκων. Απεναντίας, ακόμη και πολίτες έχαναν τα πλήρη τους δικαιώματα, είτε επειδή δεν ήταν ανδρείοι στη μάχη (τρέσαντες) είτε επειδή δεν διέθεταν πλέον την απαραίτητη περιουσία. Μέσα στην ίδια την πόλη εξυφαίνονταν συνωμοσίες. Στις ανακρίσεις που διενεργήθηκαν όταν εκδηλώθηκαν ύποπτες κινήσεις, οι έφοροι πληροφορήθηκαν αυτό που έτσι κι αλλιώς γνώριζαν: οι είλωτες και οι απελευθερωμένοι είλωτες θα τους έτρωγαν ευχαρίστως ζωντανούς, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Εκείνο που ίσως δεν γνώριζαν ή δεν ήθελαν να πιστέψουν ήταν ότι τα ίδια αισθήματα έτρεφαν πλέον και οι περίοικοι - ή πάντως πολλοί από αυτούς. Αλλά και μέσα στο σώμα των πολιτών κυκλοφορούσαν ανατρεπτικές ιδέες. Για τον ίδιο τον Λύσανδρο λεγόταν ότι σχεδίαζε τη ριζική αλλαγή του πολιτεύματος. Εάν το επιτύγχανε, το αξίωμα του βασιλιά δεν θα ήταν πλέον προνόμιο των δύο βασιλικών οίκων. Ακόμη και για την κυριαρχία της Σπάρτης στη Λακωνία ακούγονταν για πρώτη φορά αντιρρήσεις. Η ανάγκη να στραφεί και πάλι η πόλη στον Πέρση βασιλιά ήταν πιεστική.

Ο Αρταξέρξης δεν είχε αντίρρηση να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες. Η πείρα τού είχε διδάξει, ωστόσο, ότι δεν αρκούσε να ενισχύει εναλλακτικά τους Έλληνες για να τους καθιστά ακίνδυνους. Έπρεπε να θέσει τρεις πολύ συγκεκριμένους όρους. Πρώτον, να του αναγνωριστεί η κυριαρχία στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, από όπου άλλωστε είχαν ξεκινήσει οι ελληνοπερσικές διαφορές. Δεύτερον, οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις να παραμείνουν αυτόνομες, χωρίς να συνάπτουν μεταξύ τους συμμαχίες, είτε μόνιμες είτε ευκαιριακές. Και τρίτον, να αποδεχθούν τη συμφωνία όχι μόνο οι Σπαρτιάτες, αλλά και οι άλλοι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν να πείσουν και τους υπόλοιπους, όπου χρειαζόταν με τη βία - λαμβάνοντας βεβαίως για τον σκοπό αυτό περσικά χρήματα. Στην προσπάθειά τους βρήκαν αρωγό και τον Διονύσιο των Συρακουσών, που τους ανταπέδιδε την υποχρέωση.

Το 386 αντιπρόσωποι από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις συναντήθηκαν με τον εκπρόσωπο του Πέρση βασιλιά στις Σάρδεις και ορκίστηκαν να τηρούν τους όρους της ειρήνης που τους επιβλήθηκε. Η συμφωνία αυτή έμεινε γνωστή ως Ειρήνη του Βασιλιά ή του Ανταλκίδα, από το όνομα του Σπαρτιάτη που διεκπεραίωσε με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις. Έτσι κι αλλιώς, οι Σπαρτιάτες, που υποχρέωσαν τους πάντες να συμφωνήσουν, ανέλαβαν επισήμως και την «προστασία» της ειρήνης.

ΕΠΕΙΔΗ ΣΚΕΤΟΣ Ο ΟΡΟΣ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΡΙΣΗ» ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΕ

Αντίθετα από όσα θέλει να επιβάλει ο θρησκευτικός μονοθεϊσμός και όλες οι πολιτισμικές και πολιτικές του εκπορεύσεις, η Ιστορία δεν έχει ούτε «λογική», ούτε «κατεύθυνση». Θα μπορούσαμε να την εικονοποιήσουμε ως μία σφαίρα που κυλάει εδώ κι εκεί, σπρωγμένη μόνο από δυνάμεις και τάσεις που ακατάπαυστα συντίθενται, αναπτύσσονται και αποσυντίθενται στο εσωτερικό της και πουθενά αλλού. Κάθε γραμμική σχεδίαση της Ιστορίας είναι συνεπώς είτε αφελής είτε απατεωνίστικη, σε κάθε περίπτωση πάντως άκυρη και παραπλανητική. Τα κυριάρχα στερεότυπα των καιρών μας κάνουν την «εξελιγμένη» τουλάχιστον ανθρωπότητα να μην παίρνει υπ’ όψη της την παραπάνω αλήθεια και να αναλίσκεται σε γραμμικές («προοδευτικές» ή «προνοιακές») παρερμηνείες της Ιστορίας, με την σκέψη της να κάνει ουσιαστικά βήμα σημειωτόν ή να κυνηγάει την ουρά της. Τα ίδια κυρίαρχα στερεότυπα έχουν αναγάγει το μέσον σε ανώτερο της ουσίας, δηλαδή την οικονομία σε ανώτερη του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και της Φύσης της οποίας αυτός αποτελεί ένα μικρό οργανικό τμήμα.

Η γραμμικότητα απαιτεί εστίαση του ενδιαφέροντος αποκλειστικά σε αυτό που είναι «μπροστά», είτε ως εφήμερο παρόν είτε ως άμεσο ή πιο μακρινό μέλλον και ταυτόχρονα περιφρόνηση προς όσα έχουν υποτίθεται «περάσει» και αποτελούν «παρελθόν». Ο Χριστιανισμός νόμισε ότι ξέμπλεκε διαπαντός με όλη την πριν από αυτόν ανθρωπότητα με το να χαρακτηρίσει το οικειοποιήσιμο πολιτισμικό της οικοδόμημα ως «ευαγγελική προπαρασκευή» και το μη οικειοποιήσιμο ως «ειδωλολατρία». Ίδια και απαράλλακτα, ο Μαρξισμός νόμισε ότι ξέμπλεκε διαπαντός με όλη την πριν από αυτόν ανθρωπότητα με το να χαρακτηρίσει την οικειοποιήσιμη πολιτική της κατάκτηση ως «ουτοπικό ή αστικό σοσιαλισμό» και τη μη οικειοποιήσιμη ως οικονομικά συστήματα που αποτελούν ή σύντομα θ’ αποτελέσουν «παρελθόν» («δουλοκτητική κοινωνία», φεουδαρχία, καπιταλισμός). Την αποτίμηση αυτή υιοθετεί βεβαίως και ο υποτίθεται αντίπαλος Καπιταλισμός, αφαιρώντας απλώς τον «τέλειο» εαυτό του από την μαρξιστική τριάδα των υποτίθεται «ξεπερασμένων» οικονομικών συστημάτων.

Καταδικασμένοι ωστόσο να διαψεύδονται, οι οπαδοί της γραμμικότητας βλέπουν την Ιστορία να κάμπτει την υποτιθέμενη γραμμή σε καμπύλη και να «πισωγυρίζει» την ώρα που αυτοί μαρμαρωμένοι κοιτάζουν ευθεία σε ένα φανταστικό στάδιο που έως τώρα θεωρούσαν όχι απλώς «επόμενο» αλλά και «σίγουρο». Η Ιστορία στρέφει τα νώτα της προς τις φαντασιώσεις όχι μόνο της «συντέλειας», αλλά και της «αταξικής» ή της «high tech καπιταλιστικής» κοινωνίας.

Στις ημέρες μας συντελείται η μετάβαση από τον Καπιταλισμό στο διάδοχο σύστημα, την δεύτερη Φεουδαρχία, της οποίας οι διαφορές με την πρώτη είναι ότι η βάση του πλούτου δεν είναι η ακίνητη ιδιοκτησία και ότι ο φεουδάρχης δεν είναι ορατός. Στην παλαιά, πρώτη Φεουδαρχία, οι συνθήκες της απόλυτης ανασφάλειας που είχε γεννήσει η κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους (έναν μόλις αιώνα μετά την πλέον εύνομη φάση του, εκείνη της εποχής των Αντωνίνων) και εν συνεχεία ο πολιτισμικός πρωτογονισμός που έφερε ο Χριστιανισμός, οδήγησαν για περισσότερο από μία χιλιετία τους «αδύναμους και φτωχούς» να αναζητούν την προστασία των κατεχόντων γαίες «αρχόντων» και της Εκκλησίας, που μοίραζαν φέουδα σε εκλεκτούς τους, που εν συνεχεία «διαχειρίζονταν» ασύδοτα χωρικούς, δουλοπάροικους και κανονικούς σκλάβους.

Σε αυτή βεβαίως την δεύτερη, σύγχρονη Φεουδαρχία, βάση του πλούτου δεν είναι οι γαίες ή τα κτίρια, ούτε καν το κεφάλαιο του προγενέστερου Καπιταλισμού, τα οποία στο σύνολό τους όταν μείνουν «ακίνητα» θα καθίστανται εφεξής επαχθή. Σε αυτή την δεύτερη Φεουδαρχία βάση του πλούτου είναι η κερδοφορία από την ταχεία κίνηση του κεφαλαίου ώστε αυτό να αποϋλοποιείται, να γίνεται «ροή», να γίνεται αόρατο. Εδώ οι κύριοι του πλούτου, οι καινούργιοι «δεσπότες», είναι κατά πλειοψηφία ανώνυμοι ή τουλάχιστον άγνωστοι για τον πολύ κόσμο και κρύβονται πίσω από τον αόριστο όρο «αγορές», που αποτελούν τους νέους άϋλους πύργους των σύγχρονων φεουδαρχών. Επίσης, η επικράτεια των φέουδων εδώ δεν είναι εντοπισμένη, αλλά διαχέεται παντού, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα έως τώρα καταφύγια. Το ρευστό φέουδο των δεσποτών των «αγορών» είναι ενσωματωμένο σε και κουβαλιέται από ΚΑΘΕ άνθρωπο, πράγμα, κατάσταση, σύμβαση, κ.ο.κ. που μπορούν να επηρεάζουν άμεσα οι θελήσεις και στοχοθεσίες τους.

Εάν θα επιχειρούσαμε να ορίσουμε αυτούς τους νέους άϋλους πύργους των σύγχρονων φεουδαρχών, τις λεγόμενες «αγορές», θα καταλήγαμε στο ότι αυτές δεν είναι παρά ένας μηχανισμός που υπό το πρόσχημα της εκτίμησης και τιμολόγησης των «επενδυτικών» κινδύνων, πολλαπλασιάζει το δεδομένο τακτικό, πλαστικό, ηλεκτρονικό κ.ο.κ. χρήμα, αλλά και ταυτόχρονα επιτίθεται στο εθνικό κράτος που γεννήθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με τον Καπιταλισμό και έζησε παράλληλα με αυτόν έως την αυγή του 21ου αιώνα. Η κύρια επίθεση γίνεται με την επιβολή του αυθαίρετου δόγματος ότι τάχα η επιβίωση των κρατών εξαρτάται όχι από την στρατιωτικο-πολιτική τους ισχύ, αλλά από το κατά πόσο είναι σε θέση ν’ αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους, λες και πρόκειται για εταιρείες, παρά το γεγονός ότι τα κράτη υπόκεινται σε υποχρεωτική συνέχεια ακόμη και σε περίπτωση πτωχεύσεώς τους.

Όμως, το παράλληλο αλλ’ όχι ταυτόσημο με τον Καπιταλισμό εθνικό κράτος είναι εκείνο που εδώ και δυο αιώνες βρίσκεται στην άλλη πλευρά του κοινωνικού «καπιταλιστικού» συμβολαίου και εγγυάται τα κατακτημένα μετά από σκληρούς αγώνες δικαιώματα του λαού, κυρίως εκείνα που αποτελούν μελλοντική διαρκή απαίτηση, όπως λ.χ. σύνταξη γήρατος, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.ά. Εξαφανισθέντος αυτού, κανείς απολύτως δεν υπάρχει στην άλλη πλευρά του συμβολαίου, το οποίο συνεπώς καθίσταται άκυρο ή ανύπαρκτο. Οι άφατοι και ανώνυμοι φεουδάρχες των «αγορών» δεν υποχρεούνται, ούτε έχουν άλλωστε την καλή προαίρεση να «χάνουν» χρήμα για διατήρηση δικαιωμάτων που ίσχυαν στο «παρελθόν» καθεστώς του Καπιταλισμού, όπως συντάξεις γήρατος, ιατροφαρμακευτικές περίθαλψεις, κ.ά. για τεράστια πλήθη που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με τον νέο μηχανισμό κερδοφορίας που ούτε καν βασίζεται στην καπιταλιστική παραγωγή (ή στην συνακόλουθη κατανάλωση των παραγομένων). Σε όλο τον «προηγμένο» κόσμο, η τεράστια αστική τάξη (σε όλη την διαστρωμάτωσή της) θα εξουδετερωθεί με μία εσπευσμένη φτωχοποίησή της, με το να υποχρεωθεί δηλαδή να φυτοζωεί εφεξής στο (ανά χώρα) όριο της φτώχειας ή ακόμα και λίγο ή αρκετά κάτω από αυτό.

Το ίδιο το εθνικό κράτος θα υποχρεωθεί σε εξαφάνιση, αφού αυτό που μεθοδεύεται σε παγκόσμιο επίπεδο από τους «δεσπότες» των «αγορών» είναι η πτώχευση ΟΛΩΝ των κρατών, που κατά την ρητορική που ήδη ακούσαμε κατά της Ελλάδος, θα είναι υποχρεωμένα ν’ αποχαιρετίσουν το ένα μετά το άλλο την εθνική τους κυριαρχία. Ο τελετουργικός θάνατος της τελευταίας συνέβη άλλωστε στην Λιβύη με το πρόσχημα της επιβολής της υποχρεωτικής «democracy and freedom» αν και κανείς δεν φάνηκε να καταλαβαίνει τι ακριβώς διαδραματίστηκε εκεί. Υπάρχει άλλωστε και ένα άλλο ακανθώδες ερώτημα: η «δυτική» πολυεπίπεδη υποστήριξη ισλαμιστών, και άρα a priori αντιδημοκρατών, ως δήθεν «αγωνιστών» της δημοκρατίας και της ελευθερίας, οφείλεται σε ογκώδη αφέλεια ή μαρτυράει μία ανάγκη των νέων φεουδαρχών να επαναφέρουν και να θέσουν εκ δεξιών τους και τις (πάσης ετικέττας) θεοκρατίες, που κατά το παρελθόν συνδεσπότευσαν με τους παλαιούς φεουδάρχες;

Παραλαμβάνοντας την σκυτάλη του οικονομισμού από τον νικημένο Καπιταλισμό και τον ακόμα πιο νικημένο Μαρξισμό, η νέα φεουδαρχία των «αγορών», εκτοπίζει σε ακόμα μεγαλύτερα βάθη τον Άνθρωπο, υποχρεώνοντας τα πλήθη να σκέπτονται ακατάπαυστα, και μάλιστα τις περισσότερες φορές με προσωπική αγωνία, αριθμούς, ποσοστά και οικονομικές σχέσεις. Οι πολιτικοί παραδίδουν τα δημόσια πράγματα σε απανθρωποιημένους τεχνοκράτες, οι κοινωνίες υποχωρούν σε αθροίσματα προσώπων πρόθυμων να καννιβαλίσουν ακόμα και τους περισσότερο οικείους τους, το ενδιαφέρον για τους ανθρώπους υποχωρεί σε όλα τα επίπεδα και αντ’ αυτού προελαύνει ο πιο έξαλλος οικονομισμός που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Από κοντά στο κυνήγι του Ανθρώπου βεβαίως και οι (πάσης ετικέττας) θεοκράτες, που όπως είπαμε παραπάνω, μάλλον προωθούνται από τους «δεσπότες» των «αγορών» για συνδεσποτεία, αφού αποδεδειγμένα μπορούν να εγγυηθούν την ταχεία αποκοίμιση της όποιας τάσης για αγανάκτηση.

Οι κρατούντες άφατοι και ανώνυμοι φεουδάρχες των «αγορών» χρησιμοποιούν επίσης τα μέσα διείσδυσης στις συνειδήσεις των πληθών (ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ) για να πείσουν τους πάντες ότι η ανωμαλία που εκπροσωπούν είναι τάχα κάτι το αναπόφευκτο, ενώ ταυτόχρονα οι πολιτικοί υπηρέτες τους κάνουν το παν για να επιβεβαιώσουν του ισχυρισμού το υποτιθέμενο αληθές ώστε να παγώνουν ακόμα περισσότερο οι υπό διαχείριση μάζες.

Ξεκινήσαμε το κείμενο αυτό με την αποσαφήνιση ότι αντίθετα από όσα θέλει να επιβάλει ο θρησκευτικός μονοθεϊσμός και όλες οι πολιτισμικές και πολιτικές του εκπορεύσεις, η Ιστορία δεν έχει ούτε «λογική», ούτε «κατεύθυνση», άρα δεν υπάρχουν αναπόφευκτα ή μη μαχητά πράγματα. Που πάει να πει ότι οφείλουμε από τώρα, σήμερα, ετούτη την ώρα και στιγμή, ν’ αρχίσουμε τις προετοιμασίες μας για αγώνα ενάντια στον τερατώδη κόσμο που έχουν αρχίσει να επιβάλλουν. Έναν κανονικό αγώνα, αφού θα έχει προηγουμένως προσδιοριστεί με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια η ταυτότητα αλλά και η φύση του εχθρού, που δεν είναι άλλος από τον αρνητή του ανθρώπου.

Αρκετά η αγωνιζόμενη ανθρωπότητα πολέμησε επί τόσες και τόσες δεκαετίες ενάντια σε ανεμόμυλους, σπαταλώντας άσκοπα ενέργεια αλλά και αίμα για χάρη της α ή β «ευγενέστερης» εκδοχής του κτηνώδους οικονομισμού. Αυτή την φορά θα πολεμήσουμε με βάση τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Θα πολεμήσουμε για την επαναφορά της κοινότητας που έχει συνοχή, κυριαρχικό δικαίωμα και αυτάρκεια, για επαν-ανθρωπισμό και απο-οικονομοποίηση της ζωής, για τον αυτοσεβασμό μας και την τιμή προς την Φύση και τις αιώνιες αξίες, για την ισοτιμία και την αυτοθέσμιση, για το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Θα πολεμήσουμε με βάση τον Ανθρωπισμό για τον Ανθρωπισμό. Προς καμμία άλλη κατεύθυνση και με κανέναν άλλον γνώμονα.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ: Το Μυστικό

Το Μυστικό

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Είναι Πάντα Ζωντανή και συλλαμβάνεται σαν Εσωτερική Κατανόηση, σαν Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, σαν Βιωματική Εμπειρία – κι όχι σαν γνώση ή πληροφορία, σαν λέξεις.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Εκφράζεται με Ζωντανό Βιωματικό Λόγο… αλλά όταν ο λόγος γίνεται πληροφορία είναι πιά στάχτες.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Είναι ΕΔΩ, Ζούμε Μέσα της, Είμαστε η Αλήθεια. Και παρόλο που η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι μπροστά στα μάτια μας εμείς αντιλαμβανόμαστε άλλα πράγματα και περιπλανιόμαστε σε άλλες πραγματικότητες.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ Είναι Απλή, Τελείως Απλή… Υπάρχει Ένα ΜΥΣΤΙΚΟ για να μπορέσεις να Κατανοήσεις, να Δεις, να Είσαι Ελεύθερος – όχι να ελευθερωθείς μέσα από κάποια διαδικασία, που είναι ψεύτικη ελευθερία…

Αλλά μπορείς να μιλάς έτσι «ανοιχτά» για Μυστικά; Οι άνθρωποι παίρνουν ακόμα και τις πιο «βαθιές εμπειρίες» (κάποιων άλλων), ακόμα και τα πιο «πολύτιμα μυστικά» και τα κάνουν θεωρίες, φιλοσοφίες, θρησκείες – δηλαδή νοητικές συλλήψεις, λέξεις, λέξεις… αντί να Ζήσουν μιλάνε για την Ζωή, αντί να Βιώσουν τη Πραγματικότητα φτιάχνουν θεωρίες, αντί να Δουν την Αλήθεια την ψάχνουν εκεί που δεν είναι.

Όμως η ΑΛΗΘΕΙΑ απέχει από μια θεωρία όσο το αληθινό πράγμα που κρατάς στο χέρι σου από τη λέξη που το «περιγράφει» - δεν έχουν καμία σχέση. Το ένα είναι ζωντανό (έχει οντικό χαρακτήρα) και το άλλο είναι μια νοητική σύλληψη, σύμβαση των ανθρώπων (που εννοούν με την ίδια λέξη ένα πράγμα) και ήχος.

Έτσι κι αν ακόμα ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ κι αν ακόμα μπορείς να Δείξεις στον άλλο ποιόν θα εμπιστευτείς; Αν οι άνθρωποι ήταν καλοί θα έφτιαχναν μια διαφορετική κοινωνία… Έτσι απλά αποσύρεσαι στην «εξοχή» και περνάς τον καιρό σου χωρίς να σπαταλάς ούτε στιγμή σε ανόητους σκοπούς και δραστηριότητες.

Ναι, μπορεί να ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ και μπορεί με τη σιωπή ή ένα χαμόγελο να «ανοίξεις τα μάτια» του άλλου αλλά…

Ποιος είναι Άξιος να Κρατήσει τον ΟΥΡΑΝΟ; Ποιος είναι άξιος να Αγαπήσει τη Γη; Ποιος είναι Ενωμένος με Όλα και Πορεύεται χωρίς ανησυχία, γαλήνιος κι ευτυχισμένος;

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ, ΤΩΡΑ… Αυτό που ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ (όλοι μας, ο καθένας) ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΣ Ο ΧΩΡΟΣ, ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΧΩΡΟΣ… Όλα Είναι Εδώ.

Όλα Συμβαίνουν Μέσα στην ΑΝΤΙΛΗΨΗ μας…

Πως γίνεται και «βλέπουμε» διαφορετικά πράγματα, πως γίνεται κι υπάρχουν άνθρωποι τυφλοί;

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ είναι στην ανάσα σου (τόσο δικό σου, τόσο κοντά, όσο η ανάσα σου), σε τούτη τη στιγμή που ρέει… δεν είναι αλλού – αν το ψάχνεις αλλού…

Το ΠΡΟΒΛΗΜΑ είναι αν αυτό το ΜΥΣΤΙΚΟ έχει κάποια αξία για σένα.

Το ΜΥΣΤΙΚΟ του Μυστικού
(Η ΜΙΑ ΦΥΣΗ)

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι Τόσο Απλή. Μπορούμε (σαν ανθρώπινα όντα, ο καθένας μας) να Βιώσουμε την Πραγματικότητα Άμεσα κι Απλά… τόσο Απλά όσο ανασαίνουμε, όσο περπατάμε, όσο κάνουμε μια κίνηση με το χέρι… Αλλά…

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι Τόσο Απλή…

Η ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ και Όλα Είναι ΑΥΤΗ Η ΜΙΑ ΦΥΣΗ – ΑΝΤΙΛΗΨΗ, Τίποτα Άλλο.

Κι Όλα Μέσα σε Αυτή την ΦΥΣΗ Ταυτίζονται με ένα Μυστηριώδη Τρόπο κι ας φαίνονται αλλιώς τα πράγματα (και θα δούμε γιατί «φαίνονται αλλιώς»).

Το ΟΛΟ και το Ιδιαίτερο Ταυτίζονται.

Το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ και το Ατομικό Ταυτίζονται.

Το ΟΛΟ κι ο Άνθρωπος Ταυτίζονται.

Το ΟΛΟ κι ο ουρανός, η γη, ο αέρας, τα ζωντανά πλάσματα, τα δένδρα, οι πέτρες, κάθε πέτρα… Όλα Ταυτίζονται.

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ κι ας φαίνονται ότι διαφέρουν (και θα δούμε γιατί «διαφέρουν»).

Αυτή η «Δήλωση», ότι «ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΥΣΗ ΚΙ ΟΛΑ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ», θα μπορούσε να είναι κάποιο «μυστικό βίωμα», ή μια βιωματική έκφραση, ή μια θεωρία, ή μια λογική (ή παράλογη) δήλωση, ή οτιδήποτε.

Όχι! Πάνω από όλα είναι κάτι που μπορεί να ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙ (να ΒΙΩΣΕΙ) ο καθένας.

Πως;

Η ΦΥΣΗ (η ΑΝΤΙΛΗΨΗ) δεν είναι Ακίνητη, Στατική, Είναι Μια Δυναμική Σύλληψη Αυτού που Συμβαίνει και Ρέει Συνεχώς.

Η ΦΥΣΗ Λειτουργεί σαν ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΡΕΟΥΣΑ (Εδώ, Τώρα)…

Αυτή είναι η Λειτουργία της. Αυτή η Λειτουργία Υπάρχει Μέσα στο Κάθε τι που έρχεται στον Χώρο της Ύπαρξης (στον Χώρο του Σχετικού, στο Χώρο του Περιορισμένου, στο Χωρόχρονο, στο Κόσμο, στο Φυσικό Κόσμο…).

Η ΙΔΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Υπάρχει Μέσα στο ΘΕΟ (στην ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ), Μέσα στα Φωτισμένα Όντα, Μέσα στον Άνθρωπο, Μέσα στον ηλίθιο, Μέσα στο κούτσουρο.

Κι Αυτή η ΙΔΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Εκδηλώνεται τόσο σε Υπερβατικό Πεδίο όσο και στο φυσικό πεδίο (όταν είμαστε ενσωματωμένοι σε ένα υλικό φορέα)… γιατί Όλα τα Πεδία Μυστηριωδώς Ταυτίζονται… ΕΔΩ, ΤΩΡΑ…

Αν όμως είναι έτσι (κάλλιστα μπορεί όλα αυτά να είναι ανοησίες ενός ευφάνταστου νου…) τότε γιατί και πως γίνονται οι «διαφοροποιήσεις» που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι; Πως οι υπάρξεις αποκτούν διαφορετικό χαρακτήρα, υπόσταση, εμπειρία και ζωή; Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά (που αντιλαμβανόμαστε συνήθως) γύρω μας;

Ο λόγος είναι ότι κάνουμε ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ της ΙΔΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (της ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ που ΡΕΕΙ, ΕΔΩ, ΤΩΡΑ).

Όταν η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ Απλώνεται Παντού στο Απεριόριστο και το Άχρονο (Περικλείνοντας όλο το Κοσμικό Μέσα της).

Όταν την ΑΝΤΙΛΗΨΗ την Περιορίζουμε (εμείς οι Ίδιοι το κάνουμε) «αποκτάμε» διαφορετικό χαρακτήρα μέσα στο Χώρο της Ύπαρξης (σε όποιο Πεδίο ή Επίπεδο κι αν βιώνουμε την ύπαρξη)… κι έτσι αρχίζει το «Ταξίδι» στους Κόσμους και στη Ζωή… Κι όλα αυτά Υπάρχουν Ταυτόχρονα ΕΔΩ, ΤΩΡΑ κι ας νομίζουμε ότι «διαχωρίζονται».

Όταν η ΑΝΤΙΛΗΨΗ Είναι Ελεύθερη Υπερβαίνει τις ψυχοσωματικές λειτουργίες και το σώμα (τις σωματικές δραστηριότητες).

Όταν η ΑΝΤΙΛΗΨΗ Περιορίζεται στη σκέψη ή στην «αίσθηση» ή στις σωματικές λειτουργίες βιώνουμε αυτές τις περιορισμένες καταστάσεις.

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ κι η σκέψη κι η «αίσθηση» κι οι σωματικές εμπειρίες είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα… Είναι η ΑΝΤΙΛΗΨΗ σε διάφορες Χρήσεις

Κι όπως Λειτουργεί η ΑΝΤΙΛΗΨΗ και Δημιουργεί όλες τις Περιοριστικές διαδικασίες (περιοριζόμενη), με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η ΑΝΤΙΛΗΨΗ και στις περιορισμένες εκδηλώσεις της, στο επίπεδο της σκέψης, της «αίσθησης», της σωματικής εμπειρίας…

Πως και γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Πως «ριχνόμαστε» στην ζωή; Γιατί έχουμε άγνοια; Γιατί είμαστε μπερδεμένοι; Γιατί είμαστε έτσι όπως είμαστε;

Είμαστε Εμείς οι Ίδιοι που Κάνουμε ό,τι κάνουμε.

Είμαστε Εξαρχής Ελεύθεροι.

Η Δύναμη που μας Καθιστά Ελεύθερους ή μας Περιορίζει και μας σκλαβώνει είμαστε εμείς οι Ίδιοι, η ΒΟΥΛΗΣΗ μας.

Δεν υπάρχει καμιά Μυστηριώδης Μοίρα, Καμία Μυστική Δύναμη, Κανένα Κάρμα, Κανένας Μηχανισμός… που τα κάνει όλα αυτά.

Είναι η ΒΟΥΛΗΣΗ Μέσα μας (δηλαδή Εμείς οι Ίδιοι) που Αποφασίζει που θα πάει και τι θα κάνει.

Είμαστε Απόλυτα Υπεύθυνοι της Ύπαρξής μας. Εμείς είμαστε οι Ποιμένες της ύπαρξής μας, κανένας άλλος.

Τι σημαίνει λοιπόν να ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ; Απλά να Μένουμε στη Φυσική Κατάστασή μας και να μην Περιορίζουμε την ΑΝΤΙΛΗΨΗ μέσα στις διαδικασίες της σκέψης, της «αίσθησης», των σωματικών λειτουργιών.

Δεν λέμε να μην τα χρησιμοποιούμε όλα αυτά (την σκέψη, την «αίσθηση», το σώμα και τις δραστηριότητές του). Λέμε ότι πρέπει να τα χρησιμοποιούμε χωρίς να μας δεσμεύουν, χωρίς να μας σκλαβώνουν.

Αν, αντί για αυτό, παρασυρόμαστε στις περιοριστικές διαδικασίες, απορροφιόμαστε σε αυτές τις δραστηριότητες, χανόμαστε μέσα σε αυτές τις εμπειρίες, λησμονιόμαστε… απλά βιώνουμε ένα όνειρο – κάτι που υφίσταται αλλά είναι όχι αυτό που συμβαίνει αλλά φαίνεται έτσι… έχουμε μια παραμορφωμένη αντίληψη της ζωής.

Βέβαια, καθένας είναι Ελεύθερος κυριολεκτικά και πρακτικά και κάνει τις επιλογές του… Κι αν κάποιος θέλει να ονειρεύεται, απλά το κάνει. Είναι απλά ένα γεγονός, το αποδεχόμαστε… Κάποτε θα «ξυπνήσει», είναι αναπόφευκτο… γιατί η Ζωή Είναι Κύκλος…

Οι ευθύνες στο ζευγάρι

Μετά από μια σχέση, ανεξαρτήτου χρονικής διάρκειας, το ζευγάρι αποφασίζει να συμβιώσει. Και εκεί είναι που αρχίζουν σιγά σιγά να εμφανίζονται κάποια κενά, κάποιες διαφορές μεταξύ τους, που δεν γνώριζαν το προηγούμενο διάστημα.

Εάν ένα ζευγάρι επιθυμεί να οικοδομήσει ή να βελτιώσει τη σχέση του, πρέπει κατ’ αρχήν να στρέψει την προσοχή του σε αυτό που ονομάζει ο Άντλερ «καθήκοντα της ζωής».

Δηλαδή σε εκείνες τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα, το σκοπό της σχέσης μας και της ύπαρξής μας.

Γενικότερα μια ζωή χωρίς ευθύνες είναι μια ζωή χωρίς στόχο. Κανένα ζευγάρι δε θα συμβιώσει για πολύ, αν δεν έχουν την ίδια οπτική όσον αφορά τις ευθύνες τους, αφού η συμμετοχή στις ευθύνες αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γαμήλιας ζωής.

Μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι πολυγαμικός, αν επιλέξει να δεσμευτεί σαν ζευγάρι μονογαμικά τότε θα πρέπει σε μια υγιή σχέση την μονογαμικότητα καθημερινά να την συντηρεί.

Τα ζευγάρια οφείλουν να “κουρδίζουν το βιολί τους” από κοινού, αν θέλουν να παίζουν αρμονικά. Ποτέ δεν είναι πάρα πολύ νωρίς για να ξεκινήσει αυτή η προσπάθεια.

Κατά τα πρώτα χρόνια του γάμου, οι σημαντικές αποφάσεις για την ανατροφή των παιδιών και την οργάνωση του σπιτιού βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων του ζευγαριού.

Ωστόσο κάποια άλλα, εξίσου σπουδαία ζητήματα, όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους, δε θα πρέπει να παύουν να συζητούνται σε όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου.

Λιαντίνης: Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα

«Λάβε τη σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις. Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1 : 5 x 10(στην 6η), θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους.

Ανάμεσα σ' αυτούς τους χίλιους οι Έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, και σε μια γραφή που δε διαβάζεται. Λίγο μουστάκι, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.

Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.

Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά 'χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο.

Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;

Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.

Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι*, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών.

Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.

Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.**»
------------------------
* Η λέξη Balkanisierung (Βαλκάνια) για τους γερμανούς σημαίνει την εθνική ανακατωσούρα. Ένα μωσαϊκό από μικροκρατίδια που δεν ξεχωρίζεις το ένα από το άλλο.

** Βλ. το διήγημα του Παπαδιαμάντη "Αποκριάτικη νυχτιά". Τρεις είναι σήμερα οι πληγές που πεθαίνουν την Ελλάδα, όπως η πανούκλα εσάρωνε τη Θήβα στην εποχή του ανίδεου Οιδίποδα. Οι πολιτικοί, οι δάσκαλοι, και οι δημοσιογράφοι με όλα τα ιδιωτικά Media. Πρόκειται για τρεις ορδές συφοράς, που είναι να παλουκώνεις τη μία και να πατταλεύεις την άλλη. Οι δάσκαλοι βέβαια είναι περισσότερο θύματα, παρά θύτες. Γιατί επί γενεές τώρα έχουν γίνει τα ακούσια όργανα μιας πονηρής θρησκευτικής και πολιτικής οδηγίας, που καταστάθηκε παράδοση, και δεν αλλάζει με τίποτα πια.

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα

Bertrand Russell: Η φιλοσοφία της Φύσης

Η θρησκεία, μιας και πηγάζει από τον φόβο, έχει εξάρει ορισμένους φόβους και έκανε τούς ανθρώπους να μην τους θεωρούν μισητούς. Σ’ αυτό έβλαψε πολύ τήν ανθρωπότητα, γιατί κάθε φόβος είναι κακός.


Πιστεύω πώς όταν πεθάνω θα σαπίσω και τίποτα από το εγώ μου δεν θα επιζήσει. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τή ζωή, δεν καταδέχομαι όμως να τρέμω από φόβο στή σκέψη της εκμηδένισης μου.

Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο γνήσια επειδή κάποτε τελειώνει, ούτε ο στοχασμός και η αγάπη χάνουν τήν άξια τους γιατί δεν διαρκούν αιώνια.

Πολλοί άνθρωποι φέρθηκαν περήφανα στο ικρίωμα, και η ίδια αυτή περηφάνια πρέπει να μας διδάξει να σκεφτόμαστε σωστά για τή θέση του ανθρώπου στον κόσμο.

Ακόμα κι όταν τ’ ανοιχτά παράθυρα της επιστήμης μας κάνουν να αναρριγούμε όσο κι από τή βολική κλεισούρα τών, παραδοσιακών, ενανθρωπιστικών μύθων, στο τέλος, δροσερός αέρας θα μας δυναμώσει και οι ανοιχτοί χώροι θα έχουν ένα δικό τους μεγαλείο,

Η φιλοσοφία της φύσης είναι ένα πράγμα, και η φιλοσοφία αξιών ένα άλλο. Η σύγχυσή τους, μονάχα βλάβη μπορεί να προκαλέσει. Αυτό πού θεωρούμε καλό, αυτό πού αρέσει, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό πού είναι, μέ το πρόβλημα δηλαδή πού απασχολεί τή φιλοσοφία της φύσης.

Από τήν άλλη μεριά, κανένας δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να εκτιμούμε ετούτο ή εκείνο, μέ το πρόσχημα πώς ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν το εκτιμά, ούτε είναι δυνατό να μας υποχρεώσουν να θαυμάζουμε οτιδήποτε, γιατί είναι «νόμος της φύσης». δεν υπάρχει αμφιβολία πώς είμαστε μέρος της Φύσης, πού δημιούργησε τούς πόθους μας, τις ελπίδες και τούς φόβους μας» σύμφωνα μέ νόμους πού οι φυσικοί αρχίζουν ν’ ανακαλύπτουν.

Με τήν έννοια τούτη, είμαστε ένα μέρος της Φύσης, δηλαδή είμαστε υποταγμένοι σ’ αυτήν και στους νόμους της, και, τελικά, τα θύματά της.

Η φιλοσοφία της Φύσης δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γήινη. Γιατί η Γή είναι ένας μονάχα από τούς πιο μικρούς πλανήτες, πού ανήκουν σ’ έναν από τούς μικρότερους αστέρες τού Γαλαξία.

Θα ήταν γελοίο να εξωθούμε τή φιλοσοφία της Φύσης σέ τρόπο πού τ’ αποτελέσματα της να είναι ευχάριστα. στά απειροελάχιστα παράσιτα του ασήμαντου αυτού πλανήτη.

Ο βιταλισμός σα φιλοσοφία και η θεωρία της εξέλιξης δείχνουν, από τήν άποψη αύτη, έλλειψη αίσθησης αναλογιών και λογικής σημασίας. Ατενίζουν τα γεγονότα της ζωής, πού μας ενδιαφέρουν προσωπικά, σα να έχουν συμπαντική σημασία, και όχι μιά σημασία πού περιορίζεται στήν επιφάνεια της Γής.

Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, σαν συμπαντικές φιλοσοφίες, δείχνουν τον ίδιο αφελή ανθρωπομορφισμό.

Το μεγάλο Σύμπαν, στο μέτρο πού το γνωρίζουμε, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό και δεν ενδιαφέρεται να μας κάνει ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους. Όλες οι τέτοιες φιλοσοφίες προκύπτουν από τήν έπαρση μας και διορθώνονται κατά τον καλύτερο τρόπο μέ λίγη αστρονομία.

Στή φιλοσοφία άξιων όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η Φύση είναι ένα μέρος μονάχα αυτών πού μπορούμε να φαντασθούμε. το κάθε τί, πραγματικό ή φανταστικό·, μπορεί να εκτιμηθεί από μας και δεν υπάρχουν εξωτερικά σταθμά πού να αποδείχνουν πώς η αξιολόγησή μας αύτη είναι λαθεμένη.

Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι τελεσίδικοι κριτές των αξιών και στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ένα μόνο μέρος του. Έτσι, σέ τούτον τον κόσμο είμαστε μεγαλύτεροι από τή Φύση.

Στον κόσμο των αξιών η Φύση είναι ουδέτερη, ούτε καλή είναι ούτε κακή, ούτε άξια θαυμασμού, ούτε άξια καταδίκης. Εμείς είμαστε εκείνοι πού δημιουργούμε τις αξίες και οι πόθοι μας είναι εκείνοι πού αξιολογούν.

Στο βασίλειο αυτό είμαστε βασιλιάδες και εξευτελίζουμε σίγουρα την ηγεμονία μας, αν σκύβουμε το κεφάλι μπροστά στή Φύση. Σέ μας εναπόκειται να καθορίσουμε τί είναι, καλή ζωή, όχι στή Φύση — ούτε καν αν τήν προσωποποιήσουμε σα θεό.

Bertrand Russell, Μετά τη γνώση

Η ερωτική εξομολόγηση είναι η πιο απολαυστική παρεκτροπή

Εκτρέπομαι σημαίνει βγαίνω έξω, απομακρύνομαι απ΄ την κανονική, τη φυσική, την αρχική μου πορεία. Μεταφορικά σημαίνει ξεφεύγω απ΄ τα όριά μου, παρεκκλίνω. Πρόκειται για ένα ρήμα που όλοι, σχεδόν, το ΄χουμε συνδέσει με αρνητικές και ανεπιθύμητες μορφές συμπεριφορών. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι πρόκειται για μια λέξη με διφορούμενο νόημα, που γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό όταν μιλάμε για τον έρωτα.

Στο έργο του Πλάτωνα, «Συμπόσιο», ο έρωτας παρουσιάζεται ως μια πανίσχυρη δύναμη, ικανή να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε ήρωα. Ο ποιητής Αγάθωνας, περιγράφοντάς τον στο έργο αυτό, λέει «ο Έρωτας ούτε αδικεί ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο και δεν υφίσταται βία, ούτε την ασκεί, γιατί ο καθένας με τη θέλησή του προσέρχεται σε αυτόν. Όσα συνομολογούν αμοιβαία οι εραστές, τα επικυρώνουν οι νόμοι».

Είναι πολλοί, όμως, αυτοί που διστάζουν να μιλήσουν για τον έρωτα ή να μιλήσουν στον έρωτα. Στο δικό τους έρωτα. Φοβούνται να εκτεθούν. Δε θέλουν να τσαλακώσουν τον άψογα σιδερωμένο εαυτό τους. Ελέγχουν κάθε τους λέξη και κάθε τους ενέργεια. Τρομάζουν στην ιδέα ότι εκφράζοντας τα όποια, τυχόν, συναισθήματά τους, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να κριθούν. Να χαρακτηριστούν είτε απελπισμένοι και φαντασμένοι είτε κακοί, είτε ακόμα και θύματα. Πιστεύουν ότι εάν δείξουν όσα αληθινά νιώθουν, οι άλλοι είτε θα τους εκμεταλλευτούν είτε θα τους θεωρήσουν δεδομένους κι έτσι θα χάσουν το παιχνίδι. Αντιμετωπίζουν τον έρωτα σαν ένα παιχνίδι. Έναν αγώνα, που στη λήξη του ένας μόνο μπορεί να ΄ναι ο νικητής. Και τη θέση αυτή τη θέλουν μόνο για τον εαυτό τους. Είναι αυτοί που δεν παρ-εκτρέπονται.

Άλλοι, πάλι, προβληματισμένοι με το υποκείμενο του πόθου τους, σιωπούν. Βυθίζονται στη θλίψη, τον παραλογισμό και την ένταση της σχέσης τους. Και συνεχώς επικρίνουν πολύ σκληρά τον άλλο. Μόνο, όμως, νοητικά. Γιατί μπροστά στον έρωτά τους ξέρουν καλά πώς να τηρούν αυτή την ψυχρή σιωπή. Δε μιλάνε. Εκρήγνυνται μόνοι τους τα βράδια, σε μια άδεια κρεβατοκάμαρα, παρέα με τη μοναξιά τους. Κι αυτοί δεν εκτίθενται, δεν ξεφεύγουν απ΄ τα όριά τους. Κι αν το κάνουν, είναι πάντοτε μόνοι τους. Κι αυτοί δεν παρ-εκτρέπονται.

Και κάποιοι απλώς ντρέπονται να εκφράσουν όσα νιώθουν, να ζητήσουν, να προσφέρουν. Φοβούνται ότι με τον τρόπο αυτό θα γίνουν αντιληπτοί απ΄ τον άνθρωπο που, κατά τ΄ άλλα, έχουν επιλέξει για σύντροφο. Κι αν συμβεί αυτό, ο άλλος θα το βάλει στα πόδια. Κι αυτό δεν το θέλουν. Σιγά μην εκτεθούν. Κι αυτοί έχουν μάθει να μην παρ-εκτρέπονται.

Όλο αυτό μοιάζει μ΄ έναν έλεγχο διαρκείας. Κάθε λογής συναισθήματα, που παραμένουν εγκλωβισμένα σε μια διαμορφωμένη, από πειθαρχία, ζώνη φαινομενικής «άνεσης». Αλήθεια, έτσι είναι ο έρωτας; Κατηγορηματικά όχι. Επειδή έρωτας είναι αυτή η πανίσχυρη δύναμη, που αν αφεθείς πάνω της, σε παρασύρει, κάνοντάς σε να χάσεις τον έλεγχο της ισορροπίας σου, να παρεκκλίνεις της αρχικής σου πορείας και να οδηγηθείς στην απόλυτη ελευθερία. Αυτή είναι μαγεία του έρωτα. Μια λέξη, δίχως πολυάριθμα κοσμητικά επίθετα. Μόνο ελευθερία.

Κι όταν στον έρωτα νιώθεις ελεύθερος δε φοβάσαι. Τα κάθε λογής τραύματά σου κι οι αρνητικές σου εμπειρίες εξαφανίζονται. Δε σ΄ ενδιαφέρει αν θα εκτεθείς. Θα μιλήσεις, θα εκφράσεις όλα όσα νιώθεις, δυσάρεστα κι ευχάριστα. Επειδή δε σε νοιάζει αν θα σε κρίνουν. Σε αφήνει παγερά αδιάφορο το αν θα σε σιχαθούν ή θα σε ανεχθούν. Αν θα σε θεωρήσουν δεδομένο ή απελπισμένο. Προβληματίζεσαι και το συζητάς. Πονάς και το εκφράζεις. Ζηλεύεις και το δείχνεις. Νευριάζεις και ουρλιάζεις. Θέλεις να σπάσεις ό,τι βρεις μπροστά σου, γιατί σε πνίγει το δίκιο και το κάνεις. Φωνάζεις άφοβα, τολμηρά σ΄ αγαπάω και το πιστεύεις. Ομολογείς τα συναισθήματά σου, δίχως να τρομάζεις. Ζητάς να πάρεις κι ανοίγεις απλόχερα την αγκαλιά σου να προσφέρεις.

Γνωρίζεις την αλήθεια σου και μιλάς γι΄ αυτήν. Ξεφεύγεις απ΄ τα όριά σου, δίχως ν΄ αντιστέκεσαι στιγμή σ΄ όσα νιώθεις και βιώνεις. Παρεκκλίνεις της πρέπουσας συμπεριφοράς σου. Επειδή δεν ντρέπεσαι τον έρωτα. Τον αποδέχεσαι με την απόλυτη ευτυχία του αλλά και το βαθύ του δράμα. Αποδέχεσαι τα σκοτάδια σου και τα επιδεικνύεις για να τα εξορκίσεις. Έχεις πλήρη επίγνωση των όσων αισθάνεσαι. Αφήνεσαι να εκτεθείς. Παρ-εκτρέπεσαι. Γιατί για σένα αυτό σημαίνει κατάθεση ψυχής.

Ο έρωτας κάμπτει όλες σου τις αντιστάσεις. Σε κάνει να πετάς, να ξεφεύγεις. Σε απογειώνει. Σε κάνει να εκτρέπεσαι και να παρ-εκτρέπεσαι. Κι αυτή η εκτροπή ονομάζεται εξομολόγηση. Κι η εξομολόγηση συν-κινεί. Ναι, συγκινεί. «Όσα συνομολογούν αμοιβαία οι εραστές τα επικυρώνουν οι νόμοι». Όσα πάνω στο «δραματικό» βάθος του έρωτα ομολογούνται, συνομολογούνται κι άρα εξομολογούνται, είναι παραδεκτά και νόμιμα.

Ακριβώς, όπως, έγραψε η μοναδική Μαλβίνα Κάραλη στην «Πλαγιομετωπική» της· «υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός έλεγχος. Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”. Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.».

Η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα

«Πραγματικά κανένα πράγμα στον κόσμο δεν απασχόλησε τόσο πολύ τη σκέψη μου, όσο αυτό το Εγώ, αυτό το αίνιγμα ότι είμαι ζωντανός, ότι είμαι ένας, χωρισμένος και διαφορετικός από τους άλλους, ότι είμαι ο Σιντάρτα!

Κι όμως, για κανένα πράγμα στον κόσμο δεν ξέρω λιγότερα απ’ ότι για μένα, για τον Σιντάρτα!»

«Κοίταξε Καμάλα: όταν ρίχνεις μια πέτρα στο νερό, βιάζεται να βρει το συντομότερο δρόμο για το βυθό.

Έτσι γίνεται και όταν ο Σιντάρτα έχει ένα σκοπό, μια πρόθεση.

Ο Σιντάρτα δεν κάνει τίποτα, περιμένει, σκέφτεται, νηστεύει, αλλά περνάει μέσα από τα πράγματα του κόσμου όπως η πέτρα από το νερό, χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κινηθεί, κάτι τον τραβάει, αφήνεται να πέσει.

Ο σκοπός του τον τραβάει, γιατί δεν αφήνει να μπει στην ψυχή του τίποτα αντίθετο στο στόχο του.

Αυτό έμαθε ο Σιντάρτα από τους σαμάνους.

Αυτό οι ανόητοι το ονομάζουν θαύμα και πιστεύουν πως προκαλείται από τους δαίμονες.

Τίποτα δεν προέρχεται από τους δαίμονες, δεν υπάρχουν δαίμονες.

Ο καθένας μπορεί να κάνει θαύματα, καθένας μπορεί να πετύχει το σκοπό του, αν ξέρει να σκέφτεται, να περιμένει και να νηστεύει».

«Δες Γκοβίντα μου, αυτή είναι μια από τις σκέψεις που ανακάλυψα: Η σοφία δεν μεταδίδεται. Η σοφία που προσπαθεί να μεταδώσει ο σοφός ηχεί πάντα σαν τρέλα».

«Δεν αστειεύομαι. Λέω αυτό που ανακάλυψα. Μπορεί να μεταδώσει κανείς τη γνώση, αλλά όχι τη σοφία.

Τη σοφία μπορεί κανείς να τη βρει, μπορεί να τη ζήσει, μπορεί να ενισχυθεί απ’ αυτήν, να κάνει μ’ αυτή θαύματα, αλλά δεν μπορεί να την πει και να τη διδάξει.

Αυτό ήταν που υποψιαζόμουν καμιά φορά όταν ήμουν νέος, αυτό ήταν που με τράβηξε μακριά από τους δασκάλους.

Έχω ανακαλύψει μια σκέψη, Γκοβίντα, που θα σου φανεί πάλι σαν αστείο ή σαν τρέλα, αλλά είναι η καλύτερή μου σκέψη. Άκουσε τη: το αντίθετο κάθε αλήθειας είναι εξίσου αληθινό!

Δηλαδή: μια αλήθεια που μπορεί να διατυπωθεί και περιβληθεί με λόγια είναι πάντα μονόπλευρη.

Μονόπλευρα είναι όλα όσα μπορεί κανείς να συλλογιστεί με σκέψεις και να πει με λέξεις, όλα μονόπλευρα, μισά όλα, αποκομμένα από την ολότητα, από τον κύκλο, από την ενότητα.

Όταν ο Φωτισμένος Βούδας μιλούσε διδάσκοντας για τον κόσμο, ήταν αναγκασμένος να τον διαιρέσει σε σαμσάρα και Νιρβάνα, σε πλάνη και αλήθεια, σε οδύνη και σε λύτρωση.

Δεν μπορεί κανείς να κάνει αλλιώς, δεν υπάρχει άλλος δρόμος γι’ αυτόν που θέλει να διδάξει.

Ο κόσμος όμως, όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, δεν είναι ποτέ μονόπλευρος.

Ποτέ ένας άνθρωπος ή μια πράξη δεν είναι μόνο σαμσάρα ή μόνο Νιρβάνα, ποτέ δεν είναι ένας άνθρωπος ολότελα άγιος ή εντελώς αμαρτωλός.

Κι αν φαίνεται έτσι, είναι γιατί είμαστε υποταγμένοι στην πλάνη πως ο χρόνος είναι κάτι πραγματικό.

Ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, Γκοβίντα, το διδάχτηκα πολλές φορές αυτό.

Κι αν ο χρόνος δεν είναι πραγματικός, τότε είναι πλάνη και η διαχωριστική γραμμή που φαίνεται πως υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο και την αιωνιότητα, ανάμεσα στην οδύνη και τη μακαριότητα, ανάμεσα στο καλό και το κακό».

Έρμαν Έσσε, Σιντάρτα. Ένα ινδικό παραμύθι

Η φυσική της έννοιας του θανάτου από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και η αντίστοιχη θεοκρατική της διαστρέβλωση

Έξοχα είχαν συλλάβει την έννοια του θανάτου διανοητές και φιλόσοφοι της αρχαιότητας, όπως π.χ. ο Ηράκλειτος (ως στοιχείο της θεωρίας του για την αιώνια μεταβολή). Οι αρχαίοι έλληνες αντιμετώπιζαν το θάνατο ως φυσική αρχή. Θεωρούσαν τον άνθρωπο ως ένα μέρος του Σύμπαντος, εντός του οποίου ενυπάρχουν τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος. Κατάφαση -και όχι άρνηση- της ζωής προϋπέθετε γιʼ αυτούς η κατάφαση του θανάτου.

Ο τρόμος του θανάτου εισέβαλε από την Ανατολή. Σε αυτόν βασίστηκαν οι θρησκείες· εκεί πάτησαν οι κατά καιρούς εξουσιαστές, για να στηρίξουν τον εξουσιασμό τους. Η γιγάντια αναμέτρηση μεταξύ κλασικού κόσμου και θεοκρατίας παίχτηκε και κρίθηκε αποκλειστικά επάνω στο ιδεολογικό πεδίο θεώρησης του θανάτου.


Κατά την αρχαιότητα ο Θάνατος παριστάνονταν συνήθως ως πράος, ευειδής πτερωτός νέος (αριστερά, ε΄ αι. π.Χ., Έφεσος) σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες τρομακτικές χριστιανικές απεικονίσεις, όπως η δεξιά, στην οποία ο Θάνατος παριστάνεται ως έφιππος σκελετός (πίνακας Π. Μπρούγκελ, ιστ΄ αι. μ.Χ., Μουσείο Πράδο.)

Έριφος ες γάλʼ έπετον

Η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται μέσα στην Φύση, από το μακρόκοσμο έως το μικρόκοσμο, και είναι αλληλένδετα το ένα με το άλλο. Κάθε χρονική στιγμή άπειρος αριθμών πλανητών, ηλιακών συστημάτων, αλλά και ολόκληρων γαλαξιών στο Σύμπαν διαλύονται, σβήνουν και πεθαίνουν, όπως κι αντίστοιχα άπειρος αριθμός αυτών γεννιούνται. Στη Γη, ένα μικρό πλανήτη, που κινείται γύρω από ένα μικρό Ήλιο, σε έναν από τους άπειρους γαλαξίες του Σύμπαντος άπειρος αριθμός θανάτων συμβαίνουν κάθε χρονική στιγμή κι άπειρος αριθμός γεννήσεων αντίστοιχα.

Όλα τα υλικά, από τα οποία είμαστε σχηματισμένοι (άνθρακας, σίδηρος, νερό, κ.τ.λ.) βρίσκονται στο Γαλαξία μας. Άλλα υπήρχαν, όταν σχηματίστηκε η Γη και το Ηλιακό μας Σύστημα, ή έπεσαν αργότερα στη Γη από μετεωρίτες, ή σχηματίστηκαν στη Γη βάσει φυσικών διαδικασιών. Κάθε φυτό και ζώο –και ο άνθρωπος– αποτελούνται από πρωτόνια, ηλεκτρόνια και νετρόνια, τα οποία με πολύπλοκες διαδικασίες σχηματίζουν τα κύτταρα, εκατομμύρια των οποίων βρίσκονται σε κάθε ον, σε κάθε ανθρώπινο σώμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από σκόνη ενδογαλακτικού νέφους. Όταν τα ζώα η τα φυτά πεθάνουν, τα συστατικά τους επιστρέφουν στη Γη, όπου διαλύονται, ανακυκλώνονται και χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό νέων οργανισμών, νέων ζωών. Όλα όμως είναι συστατικά του Γαλαξία μας, που έχει σχηματισθεί από υλικά που υπήρχαν ήδη στο Σύμπαν.

Μια εικόνα του κύκλου της ζωής και του θανάτου στο Σύμπαν: Σε ένα γαλαξία βρίσκεται ένα φωτεινό νέφος αερίων και σκόνης, ένα νεφέλωμα, στο οποίο υπάρχουν χιλιάδες πρόσφατα σχηματισμένοι αστέρες. Εάν δεν είχε πεθάνει ένας τεράστιος αστέρας εκατομμύρια χρόνια πριν, αυτό το φυτώριο νέων αστέρων δεν θα είχε ποτέ δημιουργηθεί.

Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αλληγορικά με εξαιρετική γλαφυρότητα στα «Ορφικά». Οι ορφικο-μυστηριακοί μύθοι της Περσεφόνης και του Πλούτωνα, της Ωρείθυιας και του Βορέα, της Ηούς και του Κεφάλου, του Ενδυμίωνα και της Σελήνης, του Αδώνιδος και της Αφροδίτης είναι αλληγορικοί και συμβολίζουν τον έρωτα και το θάνατο, το χειμώνα και την άνοιξη, το θάψιμο - σπορά των γεννημάτων και την ανθοφορία τους. Οι Ορφικοί, οι οποίοι δεν ήταν απλοί θρησκειολόγοι αλλά ανυπέρβλητοι επιστήμονες, μετατόπισαν το βασίλειο των νεκρών από τον Άδη στο Γαλαξία. Κατά τους Ορφικούς δεν υπήρχε θάνατος, αλλά μεταβολή και εναλλαγή ζωής, η οποία με το θάνατο επιστρέφει στην πηγή της, το Γαλαξία.

«Έριφος ες γάλʼ έπετον»· έτσι κλείνει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των Ορφικών (απ. 18, γρ. 13), που σημαίνει: «σαν κατσικάκι έπεσα στο γάλα». Είναι ο νεκρός που το λέει, όταν ο Ευκλής και ο Ευβουλεύς τον υποδέχονται στον Άδη, κι αυτός πέφτει στο γάλα. Με το γάλα αλληγορείται ο Γαλαξίας, ο νεκρός δηλαδή ξαναγυρνά στην πηγή της ύλης του. Με το απόσπασμα αυτό εξηγείται, πως τα φυσικά συστατικά, που συνθέτουν τον άνθρωπο, τα οποία αποτελούν ένα μικρό μέρος της γαλαξιακής σκόνης, με το θάνατο του ανθρώπου επιστρέφουν στο Γαλαξία, απʼ όπου προέρχονται.

Ακόμα και εάν συμβεί ατομική έκρηξη και εξαϋλωθούμε, τα συστατικά μας θα μετατραπούν σε ενέργεια βάσει της γνωστής εξίσωσης μετατροπής της ύλης σε ενέργεια (Ε=mc2), η οποία ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους οργανισμούς ή να μετατραπεί πάλι σε ύλη βάσει της αντίστροφης διαδικασίας. Ακόμα και τα συστατικά, από τα οποία σχηματίστηκε ο Γαλαξίας μας και από τα οποία είναι σχηματισμένη η ζωή σήμερα στη Γη, ενδεχομένως να ήταν παλαιότερα ενέργεια, η οποία έχει μετατραπεί σε ύλη στο μακρυνό παρελθόν.

«Διαφυόμενον- ξυμφυόμενον»:

Η ζωή και ο θάνατος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική Σκέψη

Οι βάσεις της Φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και της κατά φύση φιλοσοφικής προσέγγισης του κόσμου τέθηκαν τον στ΄ αι. π.Χ. στη Σχολή της Μιλήτου. Ο Αναξίμανδρος έγραψε πραγματεία περί Φύσεως, από την οποία διασώθηκαν φράσεις μνημονευόμενες από τον Αριστοτέλη και τον Ιππόλυτο και οι παρακάτω χαρακτηριστικοί στίχοι, που βρίσκονται στα σχόλια έργων του Αριστοτέλη του Σιμπλίκιου: «Αναξίμανδρος αρχήν είρηκε των όντων το άπειρον... εξ ων δε η γένεσίς εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίγνεσθαι κατά το χρεών· διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν.» («Εις Φυσικά Αριστοτέλους», 24.13.)

Δηλαδή: «Ο Αναξίμανδρος πρεσβεύει ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον... και ότι εξ εκείνου, από το οποίον γίνονται τα όντα, εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα κατά το πρέπον· διότι αυτά ούτω πως δίδουν δίκην και αποζημίωσιν προς άλληλα δια την αδικίαν (δηλ. τη διατάραξη της ισορροπίας) κατά το πλήρωμα του χρόνου.» Δίκη κατά τον φιλόσοφο είναι η αδήριτη αρμογή των αντιθετικών δυνάμεων στην εξισορρόπησή τους· είναι η ομολογία των αντιθετικών δυνάμεων του Σύμπαντος, που ορίζει «κατά την του χρόνου τάξιν» τα όρια του κάθε όντος και φέρει στο φως την εξέλιξη της ζωής και της φύσεως. Πρόκειται για την Αναξιμάνδρειο κοσμοδικία, που σαν τραγωδία εκτυλίσσεται μεταξύ βίας και συντριβής, μεταξύ ύβρεως και τίσεως και νεμέσεως.

Ο Σιμπλίκιος προσθέτει, ότι «εξ εκείνων, οι οποίοι λέγουν ότι το Σύμπαν είναι εν και κινούμενον και άπειρον, ο Αναξίμανδρος μεν ο Μιλήσιος πρεσβεύει, ότι αρχή και στοιχείον των όντων είναι το άπειρον, ...εκ της οποίας γίνονται όλοι οι ουρανοί και οι εις τους αυτούς υπάρχοντες κόσμοι».

Πολύ ενδιαφέρον για τη θεωρία του Αναξίμανδρου παρουσιάζει και η εξής πληροφορία, που περιέχεται στην πραγματεία του Πλούταρχου «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις»: «Ο Αναξίμανδρος δε ο Μιλήσιος λέγει, ότι αρχική ουσία των όντων είναι το άπειρον· διότι από αυτό γίνονται όλα τα πράγματα και εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα. Διʼ αυτό γίγνονται πολλοί κόσμοι και πάλιν φθείρονται εις εκείνο, από το οποίον έγιναν.»

Aκόμα κι αν έθλιβε και μελαγχολούσε τους αρχαίους Έλληνες ο θάνατος, δεν τους είχε καταστήσει αρνησιθάνατους η άπραγους μοιρολάτρες, γιατί γνώριζαν, πως η ζωή είναι αναπόσπαστα δεμένη με το θάνατο. 

Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, το Σύμπαν - Κόσμος δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου θεού η ανθρώπου, αλλʼ ήταν, είναι και θα είναι «πυρ αείζωον», που αναβοσβήνει με ρυθμό και νόμο («άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», Απ. 30). Κατά το Δημόκριτο ο μεγάλος κόσμος (Σύμπαν) αποτελείται από άπειρους αυτοτελείς, αυτόζωους κι αυτοκίνητους μικρούς κόσμους, που είναι διατεταγμένοι τέλεια και αποτελεσματικά έτσι, ώστε να δημιουργούν μια ενιαία ολότητα. Ο κάθε μικρόκοσμος είναι αυτοελεύθερος κι αυτόνομος ως μονάδα, συγχρόνως όμως είναι κι αυτοδεσμευμένος ως μέλος - απόσπασμα της ολότητας. Η ζωή λοιπόν κι η πρόσβαση του κάθε μικρόκοσμου μπορεί να φαίνεται ανεξάρτητη, στην πραγματικότητα όμως επηρεάζεται αποφασιστικά από τους ομοίους του, εξαρτάται δε και συντηρείται απʼ την ολότητα, με την οποία «η μοίρα τον έχει δέσει με σιδηρές αλυσίδες κι εκτός των κόλπων αυτής δεν νοείται» (Παρμενίδης, Απ. 8).

Όπως ο μεγάκοσμος «άπτεται και αποσβέννυται μέτρα», έτσι κι ο κάθε μικρόκοσμος -άρα κι ο άνθρωπος, αφού και «άνθρωπος μικρός κόσμος» (Δημόκριτος, Απ. 34)- ανάβει και σβήνει, γεννιέται και πεθαίνει, εξασφαλίζοντας έτσι την αιωνιότητα και την νεότητα του Σύμπαντος.

Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή δύο αρχές κατευθύνουν τα πράγματα στον κόσμο και τα φαινόμενα. Η φιλία (η έλξη) και το νείκος (η άπωση). Από την φιλία (την έλξη) των πολλών προέρχεται το ένα, ενώ από το νείκος (την άπωση) προέρχονται τα πολλά. Η θεωρία αυτή του Εμπεδοκλή της γένεσης των πραγμάτων (οργανισμών κ.λπ.) συνεπεία της έλξης απλών στοιχείων και της αποσύνθεσής τους συνεπεία της χαλάρωσης των ελκτικών δυνάμεων και της μεταξύ των απλών στοιχείων εμφανιζόμενης άπωσης προκαλεί τον θαυμασμό της σύγχρονης Επιστήμης, η οποία στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σύμφωνη με τον Ακραγαντίνο φυσικό φιλόσοφο. («Φύσις ουδενός εστιν απάντων θνητών, ουδέ τις ουλομένου θανάτοιο τελευτή, αλλά μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων εστί, φύσις δʼεπί τοις ονομάζεται ανθρώποισιν» Απ. 8, 4-7.)

Η συνεχής εναλλαγή ζωής και θανάτου δεν έχει σταματημό σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή: «Και ταύτʼ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει», μας πληροφορεί («Περί Φύσεως», 17.) Τα πέρατα -άρα και η γένεση κι ο θάνατος των όντων- συνίστανται στο αλληλοξεπέρασμά τους· κι όπως η ζωή διαπερνά και ξεπερνά το θάνατο, έτσι κι ο τελευταίος διαπερνά και ξεπερνά τη ζωή, μʼ αποτέλεσμα τη δημιουργία του Εμπεδόκλειου «σφαίρου», της σφαιρικότητας δηλαδή της αειμετάβλητης ζωής του Σύμπαντος, που χαρακτηρίζεται από την απεραντοσύνη στο χώρο και την αιωνιότητα στο χρόνο. Η διαφοροποίηση –ενοποίηση των όντων, το «διαφερόμενον– ξυμφερόμενον» του Ηρακλείτου, ο Εμπεδοκλής το διατυπώνει ως «διαφύεσθαι - ξυμφύεσθαι», ως «διαφυόμενον- ξυμφυόμενον» και μάλιστα πολλαπλώς. Η γέννηση αποτελεί συν-δόμηση των ριζωμάτων, μια συνδόμηση που προϋποθέτει κάποια προγενέστερη απο-δόμηση, κι η τελευταία προϋποθέτει κάποια μελλοντική συν-δόμηση.

Χαρακτηριστικό είναι ένα απόφθεγμα του Θαλή, με το οποίο δεν διακρίνει διαφορά μεταξύ θανάτου και ζωής: «Ουδέν έφη τον θάνατον διαφέρει του ζην· «συ ουν», έφη τις, «διατί ουκ αποθνήσκεις;» «ότι», έφη, «ουδέν διαφέρει». Δηλαδή: «Έλεγεν, ότι ο θάνατος δεν διαφέρει της ζωής. Τότε, εσύ, γιατί δεν πεθαίνεις; του είπε κάποιος. Διότι, είπε, δεν διαφέρει ο θάνατος της ζωής».

«Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον», λέει ο Ηράκλειτος, που σημαίνει, ότι, εάν δεν καλλιεργείς μέσα σου φανταστικούς κόσμους, δεν πρόκειται και να τους συναντήσεις, γιατί αυτοί δεν ανήκουν στην περιοχή του επιστητού και νοητού· άρα είναι α-νόητοι, αφού «ταυτόν εστι το νοέειν τε και είναι» σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Με άλλα λόγια, «τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσης, αν δεν τους κουβανής μέσʼ στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνη εμπρός σου», όπως λέει ο ποιητής.

«Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον»

Επί του ιδεολογικού προβλήματος του φόβου και συγκεκριμένα του φόβου του θανάτου παίχτηκε και κρίθηκε η γιγαντιαία, πολυαίωνη και πολύκροτη μάχη του ορθολογισμού με τη θεοκρατία, της ελευθερίας με τη δουλεία, της αλήθειας με το ψεύδος, του πολιτισμού με την βαρβαρότητα. Όταν οι εξουσιαστές επέσεισαν την απειλή του μεταφυσικού φόβου, τον «φόβο Κυρίου», τον φόβο θανάτου με όλα τα παρεπόμενα (κολάσεις, καζάνια που βράζουν, πίσσες, πηρούνες, δεύτερες παρουσίες και νεκραναστάσεις), οι άνθρωποι λύγισαν. Έκτοτε η θεοκρατία, αδίστακτη καθώς είναι και τυραννική, χρησιμοποιεί κατά κόρον το όπλο της επιτυχίας της κι εκμεταλλευόμενη τις ανθρώπινες αδυναμίες κι ατέλειες κατατρομοκρατεί τους ανθρώπους με την οργή του Γιαχβέ και τους μεταθανάτιους κολασμούς.

Για τους χριστιανούς ο θάνατος είναι αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, δια του οποίου «ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον και εις πάντας ανθρώπους διήλθε» (Ρωμ. ε 12). Αίτιος του θανάτου είναι ο αυτεξούσιος και ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος «αποστραφείς τα αιώνια και συμβουλία του διαβόλου εις τα της φθοράς επιστραφείς, εαυτώ αίτιος της εν τω θανάτω φθοράς γέγονε» (Μ. Αθανάσιος, «Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου» 5, Migne P.G. 25, 104-5). «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον», αναφέρεται σε ιδιόμελο του Ιωάννου Δαμασκηνού. Η «Αποκάλυψις» κάνει λόγο για καζάνια με φωτιά: «Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (κα 8.)

Κόλαση και Παράδεισος είναι το δίπολο της ψυχικής πίεσης, που ασκείται στους πιστούς.

Εντελώς αντιδιαμετρικά βρίσκονται όλα αυτά από την ορθολογική σκέψη: «Όστις δε θνητών θάνατον ορρωδεί λίαν μωρός πέφυκε», δηλαδή «απʼ τους θνητούς όποιος το θάνατο πολύ φοβάται, γεννήθηκε μωρός», δίδασκε ο Σοφοκλής (απ. 951). Ο θάνατος σατιρίζεται με καυστικό ύφος στους «Νεκρικούς Διάλογους» του Λουκιανού, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα στον Άδη, όπου οι αφιχθέντες νεκροί Διογένης, Μένιππος και άλλοι παρουσιάζουν τις εντυπώσεις, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις των εκπροσώπων της Κυνικής Φιλοσοφίας. Με κυνική καυστικότητα στηλιτεύεται η ματαιοδοξία βασιλέων, ηγεμόνων, πλουσίων, αλλά και η ανοησία ωρισμένων γέρων και φτωχών, που απεύχονται και προσπαθούν να αποφύγουν το θάνατο, ενώ δεν έχουν καν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη ζωή.

«Ουαί, οι εκζητούντες, θεάσασθε την φοβεράν ημέραν του Κυρίου· αύτη γαρ εστι σκότος· πυρί γαρ δοκιμάσει τα σύμπαντα» (στίχοι από τη «Νεκρώσιμο Ακολουθία», που ψάλλεται κατά την χριστιανική τελετή ταφής των νεκρών). Η αλλοίωση της φυσικής έννοιας θάνατος από τον Χριστιανισμό. Τελώνια εμποδίζουν την μετά το θάνατο προσέγγιση του νεκρού προς την κορυφή της ουρανόδρομης κλίμακας, όπου περιμένει ο Θεός. Όποιον ρίξουν, τον τρώει ο Διάβολος. 

Ο Πλούταρχος, θεωρούσε τις αντιλήψεις για μεταθανάτιες ανταμοιβές η τιμωρίες ανόητες δεισιδαιμονίες: «Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι τέλος της ζωής, αλλά όχι της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας το φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέοντας με το θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων, και θεωρώντας τη στιγμή που απαλλάσσεται από τα δεινά ότι τότε μπαίνει σε βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό.» («Περί δεισιδαιμονίας», 166F-167A.)

Ο Πορφύριος έγραφε για την ανάσταση: «Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρη ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα, και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια, κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθισθεί από θηρία και όρνεα. Πως είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματά τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν, φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πως λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού, που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;» («Αποκριτικός κατά χριστιανών», IV 24.) [Το αυτοκρατορικό διάταγμα του 448 μ.Χ. αναφέρει: «Όλα όσα έγραψε, παρασυρμένος από την τρέλλα του ο Πορφύριος κατά της ευσεβούς θρησκείας των χριστιανών, σε οποιουδήποτε χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά. Δεν επιθυμούμε να φτάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα, που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών».]

Επειδή ο φόβος εκπηγάζει από την άγνοια, το ρόλο του τρομοκράτη παίζει η εκπαίδευση, που εντέχνως καλλιεργεί τον «φόβον Κυρίου». Ως όργανο και μοχλός της εξουσίας συνηθίζει τις τρυφερές και ανίδεες υπάρξεις να φοβούνται όχι μόνο τον αόρατο Θεό, αλλά και κάθε άλλο «κύριο», αφέντη και άρχοντα της πολιτικής και της κοινωνίας.

Σήμερα «μόνο δειλιασμένες ψυχές, φοβιτσιάρικα όντα, διεστραμμένα, εγκληματικά, χωρίς ήρεμη αυτάρκεια του νου, άρρωστα από φόβο» συναντά κανείς, σύμφωνα με το Νίτσε. Για το σύγχρονο άνθρωπο ο θάνατος φαντάζει φοβερός, απεχθής, αποτρόπαιος, ενώ η ζωή έχει αναχθεί σε αυταξία και αυτοσκοπό. Οι σημερινοί άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται το θάνατο και κλείνουν τα μάτια σε αυτόν στρουθοκαμηλικά. Βρισκόμαστε δηλαδή πάλι στο στάδιο της βαρβαρότητας και του πρωτογονισμού. Ο Ηράκλειτος έλεγε, πως τα σκυλιά γαυγίζουν σʼ αυτούς που δεν γνωρίζουν· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους, που φοβούνται το θάνατο, χωρίς κανένας τους να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται.

Το πρόβλημα του θανάτου, όταν αντιμετωπίζεται σαν φόβητρο, όταν γίνεται αντικείμενο ιδεολογικού εμπορίου από την εξουσία (θρησκευτική η πολιτική) υποδουλώνει τον άνθρωπο. Αφού ο άνθρωπος απορρίψει τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, πρέπει να εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Να μπορέσει να δεί, ότι ζωή και θάνατος είναι τα πιο συμφυή, συνυπάρχοντα, συννοούμενα φαινόμενα, αφού δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο· ότι ζωή και θάνατος είναι, εν τέλει, ένα και το αυτό πράγμα.

Όχι ο πεισιθάνατος, ούτε ο ερασιθάνατος άνθρωπος, αλλά απλά ο γνώστης του θανάτου άνθρωπος αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός κόσμου έλλογου, ελεύθερου και αληθινού.

Ζωή και θάνατος: Το φιλοσοφικό ταξίδι
(στην αρχαία ελληνική σκέψη)

«O καθένας φεύγει απ’ τη ζωή σαν να ‘ρθε τώρα μόλις». -Επίκουρος

«Η ώρα της αναχώρησης έχει φτάσει, και βαδίζουμε στους δρόμους μας – εγώ να πεθάνω και εσείς να ζήσετε. Ποιο είναι καλύτερο μόνο ο Θεός γνωρίζει» (Edman, 1930). Αυτή η δραματική φράση ειπώθηκε από τον Σωκράτη στο τέλος της Απολογίας του Πλάτωνα και συμπεριλαμβάνεται στις πιο αξιομνημόνευτες στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Η υπόδειξη ότι ο θάνατος είναι μια ευλογημένη ανακούφιση από τον πόνο που εμπεριέχει η ζωή έχει αποδειχθεί ως μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στη δυτική φιλοσοφική στάση απέναντι στη ζωή και στον θάνατο. Κάποιοι μετέπειτα στοχαστές μοιάζουν στην απόκοσμη μεταφυσική τους θεώρηση και άλλοι, όπως ο Νίτσε, έχουν μια αντίθετη αντιμετώπιση με μια παθιασμένη κατάφαση της ζωής ενάντια στο θάνατο. Δεδομένου ότι μια φιλοσοφική ετυμηγορία για τον θάνατο συνεπάγεται μια απόφαση για τη ζωή, κανένα άλλο ζήτημα δεν τίθεται ως τόσο ουσιαστικής σημασίας για τις μεταφυσικές διαμάχες που σημάδεψαν την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σχεδόν από την αρχή.

Οι πρώτοι φιλόσοφοι στην αρχαία Ελλάδα (περ. 600 π.Χ.) ήταν οι κοσμολόγοι, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την προέλευση και τη φύση του σύμπαντος, οπότε η έννοια και η σημασία του θανάτου για τους ανθρώπους δεν αποτελούσε εξέχον ζήτημα στο έργο τους. Ένας από αυτούς τους φιλοσόφους ήταν ο Θαλής, ο οποίος περιέγραψε το σύμπαν ως «πλήρες θεών», μια άποψη που φαίνεται να υποδηλώνει ότι το σύμπαν είναι ζωντανό και δεν υπάρχει νεκρά, αδρανή ύλη. Ο Αναξίμανδρος, που ήταν μαθητής του Θαλή, φαίνεται να ήταν ο πρώτος που πρότεινε έναν εξελικτικό μηχανισμό σχετικά με τη ζωή και το ανθρώπινο είδος. Όσον αφορά τον θάνατο, ο Αναξίμανδρος επισημαίνει: «Τα πράγματα χάνονται σε εκείνα τα πράγματα εκ των οποίων έχουν την ύπαρξή τους, όπως οφείλεται…» (Guthrie, 1971) – εδώ φαίνεται να υπονοεί ότι ο θάνατος και η αλλαγή είναι φυσικά μέρη του κύκλου της ζωής. Για τον Αναξιμένη, η ζωή προκύπτει μέσω της αναπνοής του αέρα, θεωρείται ως ένα θεϊκό στοιχείο και εμπεριέχει την ίδια τη φύση της ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό, ο Αναξιμένης προσφέρει την πρώτη αμιγώς νατουραλιστική/φυσιοκρατική εξήγηση του θανάτου. Αυτό συμβαίνει, όπως επισημαίνει ο ίδιος, όταν το πλάσμα δεν είναι πλέον σε θέση να αναπνεύσει και ο εξωτερικός αέρας αδυνατεί να εισέλθει στον οργανισμό προκειμένου να αντισταθμίσει τη συμπίεση.

Από την πλευρά του, ο Ηράκλειτος κάνει πιο συχνές αναφορές στον θάνατο από τους συγχρόνους του. Γι’ αυτόν ο θάνατος είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του σύμπαντος, δεδομένου ότι πίστευε στην περιοδική κατανάλωση του σύμπαντος από τη φωτιά. Στην κοσμολογία του, όλος ο κόσμος και κάθε πλάσμα που υπάρχει σ’ αυτόν βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση της ροής, καθώς και κάθε στοιχείο που ζει ουσιαστικά από τον θάνατο του άλλου. Οι διαδικασίες της ζωής και του θανάτου αποτελούν απαραίτητο χαρακτηριστικό του κόσμου. Ο Ηράκλειτος υποστηρίζει ότι χωρίς αυτές τις διαδικασίες ο κόσμος θα διαλυθεί. Επίσης, ο συγκεκριμένος φιλόσοφος ήταν μεταξύ των πρώτων που υποδεικνύουν ότι όλες οι ψυχές δεν χάνονται στον θάνατο. Πίστευε ότι οι ενάρετες ψυχές μπορούν να επανενταχθούν στην ίδια θεϊκή σπίθα.

Ο Πυθαγόρας, ο γνωστός φιλόσοφος και μαθηματικός, εκπόνησε ένα δόγμα της μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσης. Κατά την άποψή του, η ζωή και ο θάνατος συνεπάγονται μια διαδικασία και μια πορεία μέσα από πολλές σειρές φυσικών μορφών (ανθρώπινη και ζωική), με στόχο την επίτευξη μιας πνευματικής καθαρότητας που μπορεί να οδηγήσει σε απόλυτη επανένωση με την κατάσταση της θεϊκής προέλευσης.

Η επιβίωση του πνεύματος ή του νου μετά τον θάνατο του σώματος υποστηρίζεται και από άλλους προσωκρατικούς στοχαστές, όπως ήταν ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας. Ωστόσο, αυτή η άποψη συνάντησε μια έντονη πρόκληση για την υλιστική μεταφυσική των ατομιστών Δημόκριτου και Λεύκιππου. Συγκεκριμένα, η ατομιστική θεωρία προτείνει ότι όλα τα πράγματα στο σύμπαν αποτελούνται από αδιαίρετα σωματίδια της ύλης, τα άτομα. Στον θάνατο, τα άτομα απλά διασκορπίζονται και δεν υπάρχει επιβίωση του ατόμου. Να επισημάνουμε ότι ο ατομισμός είναι η τελευταία μεγάλη θεωρία που προσφέρεται από τους φιλοσόφους πριν από τον Σωκράτη, και το θέμα γίνεται γνωστό πάλι από τον Επίκουρο, με σημαντικές συνέπειες για την ανθρώπινη σχέση με τον θάνατο.

Με τον Σωκράτη, την «αλογόμυγα-φιλόσοφο» της αρχαίας ελληνικής αγοράς, το θέμα του θανάτου επιτυγχάνεται με μεγαλύτερη έμφαση. Η Απολογία του εξιστορεί την άδικη καταδίκη του Σωκράτη (469-399 π.Χ.) σε θάνατο από το δικαστήριο της Αθήνας. Πριν φύγει από το δικαστήριο, ο Σωκράτης ζητά να μιλήσει με τους φίλους του για το θέμα της επικείμενης εκτέλεσής του. Στη συζήτηση αυτή αιτιολογεί ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει: «Υπάρχει σοβαρά βάσιμη ελπίδα για ένα καλό αποτέλεσμα… Ο θάνατος είναι ένα από τα δύο πράγματα, είτε είναι εκμηδένιση, και οι νεκροί δεν έχουν συνείδηση του τίποτα, ή, όπως λένε, είναι πραγματικά μια αλλαγή, η μετανάστευση της ψυχής από αυτό το μέρος στο άλλο…» (Hamilton & Cairns, 1961). «Αν ο θάνατος είναι μια κατάσταση ανυπαρξίας», υποστηρίζει, «θα είναι σαν τον αιώνιο ύπνο, και επομένως θα είναι ένα κέρδος και τίποτα να φοβηθούμε. Αν ο θάνατος είναι η μετανάστευση της ψυχής σε έναν άλλο κόσμο, έναν πνευματικό κόσμο με αληθινούς δικαστές, τότε δεν υπάρχει και τίποτα να φοβόμαστε, διότι κανένα κακό δεν μπορεί να περιμένει έναν σωστό και δίκαιο άνθρωπο. Έτσι», καταλήγει ο Σωκράτης, «ο καλός άνθρωπος μπορεί να χαίρεται για τον θάνατο, όπως και να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι τίποτα δεν μπορεί να βλάψει έναν καλό άνθρωπο είτε στη ζωή είτε μετά θάνατον».

Ο Πλάτων (428-348 π.Χ.), αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, υιοθέτησε μια πιο συγκεκριμένη στάση από τον μέντορά του Σωκράτη. Πίστευε ότι ο θάνατος δεν είναι σίγουρα ένας αιώνιος ύπνος, αλλά μάλλον η στιγμή κατά την οποία η ψυχή (δηλαδή το αληθινό άτομο) τελικά απελευθερώνεται από το σώμα (την επίγεια φυλακή του). Υποστήριξε τη δυαδική άποψη της σχέσης ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, όπως και την πεποίθηση ότι ο πυρήνας της αληθινής ύπαρξης γίνεται η ψυχή, η οποία επιζεί μετά τον θάνατο του σώματος.

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο διακεκριμένος μαθητής του Πλάτωνα, δεν μοιράστηκε παρόμοια πεποίθηση για την αθανασία της ψυχής με τον δάσκαλό του. Στο De Anima (Περί Ψυχής) αρνείται τον πλατωνικό δυϊσμό της ψυχής και του σώματος υποστηρίζοντας, αντίθετα, μια πολύ στενότερη σχέση: Η ψυχή, όπως επισημαίνει, είναι η «μορφή» του σώματος. Η σύγκριση που κάνει ανάγεται στην κόρη του ματιού και στη δύναμη της όρασης: «Όπως η κόρη και η δύναμη της όρασης αποτελούν το μάτι, έτσι και η ψυχή συν το σώμα αποτελούν το ζώο. Από τα ανωτέρω προκύπτει αναμφισβήτητα ότι η ψυχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σώμα ή, εν πάση περιπτώσει, ότι ορισμένα τμήματά του (αν έχει τμήματα)…» (McKeon, 1941).

Ενώ είναι σαφές ότι ο Αριστοτέλης αρνείται τον πλατωνικό δυϊσμό, όπως και τις επακόλουθες απόψεις σχετικά με την αθανασία – όντως φαίνεται να προκύπτει ότι η επιθυμία για την αθανασία είναι μια ευχή για το αδύνατο – δεν είναι βέβαιο ότι πιστεύει πως ο θάνατος είναι το οριστικό τέλος εξολοκλήρου της ψυχής. Το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής, το αμιγώς πνευματικό μέρος, είναι παρόμοιο με το θείο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, και μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο. Ο Αριστοτέλης δεν επεξεργάζεται τη δυνατότητα αυτή, αλλά είναι σαφές στο έργο του ότι αυτό δεν μπορεί να είναι η πίστη στην επιβίωση του ατόμου συνολικά (όπως είναι κατά τη γνώμη του Πλάτωνα), δεδομένου ότι γι’ αυτόν το άτομο είναι μια ένωση του σώματος και της ψυχής μαζί, και στον θάνατο αυτή η ένωση δεν υπάρχει πια.

Η κλασική φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη ασχολήθηκε με πρακτικά ζητήματα της ζωής, ειδικά με την αναζήτηση της ευτυχίας και της ειρήνης του μυαλού. Ο Επίκουρος (341-271 π.Χ.), ο οποίος μυήθηκε στα γραπτά του Δημόκριτου στην αρχή της εφηβείας του, ανέπτυξε μια ατομιστική μεταφυσική και έναν σκεπτικισμό αναφορικά με τη μετά θάνατον ζωή.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΣΧΟΛΗ, ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΗΡΕΜΙΑ (ΑΤΑΡΑΞΙΑ) ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

Αυτή η ηρεμία μπορεί να επιτευχθεί μόνον αφού ορισμένοι φόβοι έχουν κατακτηθεί, κυρίως ο φόβος των θεών και του θανάτου.

Καθώς η Αθήνα δίνει σταδιακά τη θέση της στη Ρώμη ως το πολιτιστικό επίκεντρο του αρχαίου κόσμου, η φιλοσοφία του Στωικισμού απέκτησε εξέχουσα θέση και επιρροή. Μεταξύ των πλέον εύγλωττων υποστηρικτών της ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (121-180), του οποίου οι Διαλογισμοί είναι μια ιδιαίτερα πλούσια πηγή προβληματισμού για το νόημα της ζωής απέναντι στον θάνατο. Συγκεκριμένα, ο Μάρκος Αυρήλιος βλέπει τον θάνατο είτε ως διακοπή των αισθήσεων είτε ως ανάβαση στο θείο και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν και στις δύο περιπτώσεις.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σημειώθηκε σταδιακή σύγκλιση των φιλοσοφικών και θεολογικών ανησυχιών. Οι μεγάλοι στοχαστές της εποχής αυτής ήταν πρωτίστως θεολόγοι και δευτερευόντως φιλόσοφοι. Αναλυτικότερα:

Ο Αυγουστίνος (354-430) πίστευε ακράδαντα στις χριστιανικές έννοιες της ανθρώπινης μοίρας. Το ανθρώπινο ον είναι σε κατάσταση εξαθλίωσης λόγω νοσούντων καταστάσεων που προήλθαν από το προπατορικό αμάρτημα, για το οποίο η κύρια τιμωρία είναι ο θάνατος. Κατά την άποψη του Αυγουστίνου, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να ζει σύμφωνα με τις εντολές Του. Αλλά υπάρχει μια διέξοδος από αυτή τη δυστυχία. Ο Αυγουστίνος αποδέχεται τον πλατωνικό δυϊσμό. Πίστευε δηλαδή ότι η ψυχή είναι το πραγματικό πρόσωπο και μπορεί να υπάρξει πέρα από το σώμα. Η ψυχή, ως εκ τούτου, μπορεί να ξεφύγει από τη μιζέρια της επίγειας ζωής, αλλά μόνο με τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού.

Για πολλούς μεσαιωνικούς στοχαστές, ο τρόπος σκέψης του Πλάτωνα παρείχε τις αναγκαίες φιλοσοφικές βάσεις για την πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο μεσαιωνικός θεολόγος-φιλόσοφος συνέθεσε τον πλατωνισμό με τον Χριστιανισμό τόσο σταθερά, ώστε η κριτική σ’ αυτή τη σύνθεση ισοδυναμούσε με αίρεση. Αυτός ο δογματισμός αντανακλάται με σαφήνεια στον Bonaventure (1221-1274), έναν Φραγκισκανό και Αυγουστινιανό στοχαστή, ο οποίος απέρριψε την εισροή των αριστοτελικών ιδεών στην εποχή του, επειδή φαίνεται να μην αποδεχόταν την αθανασία της ψυχής. Χρειάστηκε η διάνοια του Θωμά Ακινάτη (1225-1274) να συμφιλιωθεί με το ισχυρό αριστοτελικό σύστημα και τις συνέπειες για τον Χριστιανισμό λόγω της ασαφούς άρνησης του δυϊσμού περί νου-σώματος.