4.1. Βαδίζοντας εναντίον του Πέρση βασιλιάΤο 401 περίπου 13.000 Έλληνες στρατιώτες, που έμειναν γνωστοί ως Μύριοι (δηλαδή 10.000), βάδισαν προς τη Βαβυλώνα, με σκοπό να ανατρέψουν τον μεγάλο Πέρση βασιλιά. Ο Αρταξέρξης Β' Μνήμων (404-359) είχε διαδεχθεί ομαλά τον πατέρα του Δαρείο Β' λίγο πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά σύντομα αμφισβητήθηκε από τον νεότερο αδελφό του Κύρο. Με σκοπό να υπερασπιστεί τον θρόνο του, συγκέντρωσε πολύ ισχυρό στράτευμα και περίμενε να αντιμετωπίσει τους εισβολείς κοντά στην πρωτεύουσά του. Ένα μικρό αλλά αξιόμαχο τμήμα των εχθρών του το αποτελούσαν Έλληνες, που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου.
Έλληνες μισθοφόροι υπήρχαν διαθέσιμοι από πολύ παλιά. Όταν έμαθαν να πολεμούν βαριά οπλισμένοι στους σχηματισμούς της φάλαγγας, έγιναν περιζήτητοι. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τόσο οι Αθηναίοι όσο και οι Σπαρτιάτες κατέφυγαν αρκετές φορές στη μίσθωση ανδρών για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το ίδιο έκαναν και οι εμπόλεμοι στη Σικελία. Επίσης, πολλοί Έλληνες στρατιώτες, ανάμεσά τους και Σπαρτιάτες, αναζητούσαν εργασία ως μισθοφόροι στην Περσική Αυτοκρατορία - με ή χωρίς τη συγκατάθεση της πόλης τους.
Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι που υπηρετούσαν στον στρατό του Κύρου είχαν αρχηγό τον εξόριστο στρατηγό Κλέαρχο. Δραστήριος ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Κλέαρχος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους Θράκες που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στον Ελλήσποντο. Διαφώνησε ωστόσο με τους Σπαρτιάτες εφόρους και, καταδικασμένος σε θάνατο στην πόλη του, άρχισε να πραγματοποιεί τα σχέδια του με χρήματα του Κύρου. Όταν ο Κύρος τον χρειάστηκε, άφησε τον πόλεμο με τους Θράκες και έσπευσε να συνδράμει τον χρηματοδότη του. Στον στρατό του Πέρση πρίγκιπα κατατάχθηκαν και πολλοί Έλληνες από τη Θεσσαλία, καθώς και από διάφορες άλλες περιοχές, ακόμη και από τις Συρακούσες. Όπως ο Κλέαρχος, αρκετοί από αυτούς εγκατέλειπαν τις πόλεις τους εξαιτίας εσωτερικών προβλημάτων.
Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες στον στρατό του Κύρου δεν διέθεταν, καθώς φαίνεται, χάρτη της Περσικής Αυτοκρατορίας - όπως αυτόν που είχε προσκομίσει στην Ελλάδα έναν αιώνα νωρίτερα ο Αρισταγόρας, όταν σχεδίαζε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ούτε φαντάστηκαν άλλωστε ότι θα τον χρειάζονταν. Εξάλλου, οι χάρτες της εποχής ήταν πολύ γενικοί και δεν παρείχαν συγκεκριμένες πληροφορίες. Όλα πήγαιναν καλά, έως ότου έφτασαν στην Ταρσό της Κιλικίας. Εκεί στύλωσαν τα πόδια. Άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι πραγματικός στόχος της εκστρατείας ήταν ο μεγάλος βασιλιάς, κάτι που επίσημα γνώριζαν μόνο οι στρατηγοί τους. Αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος που αρνήθηκαν να συνεχίσουν. Με εξασφαλισμένο τον μισθό τους, ήταν συνήθως πρόθυμοι να αναλάβουν κάθε δύσκολη αποστολή. Το πραγματικό τους πρόβλημα ήταν ότι από εκείνο το σημείο θα άρχιζαν να κατευθύνονται στα ενδότερα της αυτοκρατορίας. (Όπως είχε εξηγήσει στον Αρισταγόρα ο βασιλιάς Κλεομένης, οι Σπαρτιάτες αρνούνταν να αναλάβουν επιχειρήσεις σε περιοχές που απείχαν μήνες δρόμο από τη θάλασσα.) Ο Κλέαρχος άρχισε να πιέζει τους άνδρες του, και αυτοί δεν δίστασαν να τον λιθοβολήσουν. Χρειάστηκαν όλων των ειδών τα τεχνάσματα και κυρίως μια αύξηση μισθού κατά 50%, για να παραμείνουν στον στρατό του Κύρου.
Εξόριστος από την πόλη του, ο Κλέαρχος έδινε την εντύπωση ότι ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, παρακολουθούσαν προσεκτικά την πορεία του και φαίνεται ότι την ενέκριναν. Όταν μάλιστα δέχτηκαν πρόσκληση του Κύρου για συμπαράσταση, επειδή και αυτός τους είχε συνδράμει στον αγώνα τους εναντίον των Αθηναίων, αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν. Έτσι, τη στιγμή που οι Έλληνες μισθοφόροι συμφώνησαν να συνεχίσουν την πορεία τους, κατέφθασαν ενισχύσεις με πλοία και οπλίτες από την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες είχαν κάθε λόγο να ελπίζουν ότι, με τον Κύρο βασιλιά, η Περσία θα ήταν μόνιμα φιλική προς την πόλη τους.
Ο Κύρος ο νεότερος, που είχε το όνομα του μεγάλου θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, συναισθανόταν πλήρως την κατάσταση του. Ενώ ο ίδιος ήταν διοικητής μιας περιφέρειας, ο αδελφός του κυβερνούσε μιαν αυτοκρατορία. Δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί ούτε στα πλούτη ούτε σε ανθρώπινο δυναμικό. Παρ᾽ όλα αυτά, διέθετε τρία πλεονεκτήματα που τον έκαναν να αισιοδοξεί. Το πρώτο ήταν ότι με τους στρατηγούς που τον ακολουθούσαν, Έλληνες και Πέρσες, είχε δεσμούς φιλίας. Από καιρό οικοδομούσε μαζί τους προσωπικές σχέσεις και δεν χρειαζόταν να τους επιβληθεί αποκλειστικά με χρήματα ή απειλές. Το δεύτερο πλεονέκτημα ήταν ο αξιόμαχος μισθοφορικός στρατός των Ελλήνων. Όπως είχαν δείξει καθαρά οι μάχες στον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές, οι Έλληνες οπλίτες διέθεταν υπέρτερη τεχνική και απαράμιλλο θάρρος. Το τρίτο πλεονέκτημα ήταν ο αιφνιδιασμός. Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν πανίσχυρη, αλλά οι μεγάλες αποστάσεις και ο κατακερματισμός των στρατιωτικών δυνάμεων την καθιστούσαν τρωτή σε περίπτωση γρήγορης προέλασης του εχθρού.
Ο Αρταξέρξης είχε επίσης πιστούς φίλους. Ένας από αυτούς, ο σατράπης Τισσαφέρνης, τον προειδοποίησε εγκαίρως για τις προετοιμασίες του Κύρου και τον προφύλαξε από τον αιφνιδιασμό. Πρόλαβε λοιπόν να συγκεντρώσει έναν εξαιρετικά μεγάλο στρατό, πολλαπλάσιο της στρατιωτικής δύναμης του αδελφού του. Του απέμενε έτσι να αντιμετωπίσει ένα μόνο πλεονέκτημα του Κύρου: τους Έλληνες μισθοφόρους.
Η μεγάλη μάχη δόθηκε αρκετά κοντά στη Βαβυλώνα, σε έναν τόπο που ονομαζόταν Κούναξα, όπου ο Ευφράτης και ο Τίγρης πλησιάζουν περισσότερο ο ένας τον άλλο. Όταν συναντήθηκαν με τους Έλληνες, οι δυνάμεις του βασιλιά δεν όρμησαν εναντίον τους μαζικά και με κραυγές, όπως συνήθιζαν. Γνώριζαν πλέον καλά ότι δεν επρόκειτο να τους τρομάξουν. Απεναντίας επιτέθηκαν πειθαρχημένα και συντεταγμένα, επιχειρώντας να αποδυναμώσουν τους Έλληνες οπλίτες με δρεπανηφόρα άρματα.
Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες, παρά τις νέες τακτικές που δοκίμαζαν οι Πέρσες, κατάφεραν για μία ακόμη φορά να νικήσουν τους εχθρούς τους. Όταν πλησίασαν αρκετά, όρμησαν με τις φάλαγγές τους, κραυγάζοντας και τρέχοντας. Αυτή την τακτική είχαν μάθει να ακολουθούν όταν πολεμούσαν με τους Πέρσες, για να αποφεύγουν τα βέλη των τοξοτών. Ίσως μάλιστα κατόρθωσαν να πανικοβάλουν τα άλογα των δρεπανηφόρων αρμάτων, χτυπώντας δυνατά τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους. Ύστερα από σύντομη μάχη, οι άνδρες του βασιλιά τράπηκαν σε φυγή. Θεωρώντας πλέον τη νίκη εξασφαλισμένη, ο Κύρος αναζήτησε τον αδελφό του στο κέντρο των εχθρικών δυνάμεων. Αν τον σκότωνε, η υπόθεση θα τελείωνε. Τον εντόπισε και κατάφερε να τον τραυματίσει, αλλά μέσα στην αναταραχή σκοτώθηκε ο ίδιος, και έτσι η υπόθεση τελείωσε όπως επιθυμούσε ο Αρταξέρξης.
Χωρίς να έχουν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, οι Έλληνες αναζήτησαν τον δρόμο της επιστροφής. Τότε θα πρέπει να κατανόησαν την αξία που έχουν οι χάρτες - έστω και οι πολύ γενικοί που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Όταν μάλιστα ο Τισσαφέρνης συνέλαβε με δόλο όλους τους στρατηγούς τους, μαζί και τον Κλέαρχο, η διαφυγή μέσα από το περσικό έδαφος έγινε εφιαλτική. Ηγετικό ρόλο ανέλαβε ο Αθηναίος Ξενοφών, που γλίτωσε τη σφαγή επειδή ήταν χαμηλόβαθμος αξιωματικός. Ύστερα από μύριες ταλαιπωρίες, οι μισθοφόροι βρήκαν τον τρόπο να φτάσουν στον Εύξεινο Πόντο, στο ύψος της Τραπεζούντας. Μετρήθηκαν και διαπίστωσαν ότι είχαν επιβιώσει 8.600. Αυτό θεωρήθηκε θρίαμβος.
Ο Ξενοφών έζησε το φιλόδοξο εγχείρημα του Κύρου και τη μακρά πορεία ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς ως μια συγκλονιστική περιπέτεια. Γεννημένος στο ξεκίνημα του Πελοποννησιακού Πολέμου, συμμετείχε στη δραματική του κατάληξη ως ώριμος άνδρας. Η καταγωγή του και η μαθητεία του στον Σωκράτη δεν τον έκαναν φιλικό προς τη δημοκρατία. Αλλά και οι ακρότητες της τυραννίας των Τριάκοντα, που είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες νικητές, τον αποξένωσαν επίσης από τους πλέον συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Η συμμετοχή του στον μισθοφορικό στρατό του Κύρου πρόσφερε λύση σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Με τη μόρφωση που διέθετε πάντως δεν ήταν ένας απλός στρατιώτης, ικανοποιημένος να λαμβάνει τον μισθό του και να επιβιώνει στις μάχες. Παρατηρούσε όσα συνέβαιναν γύρω του περισσότερο με τα μάτια ενός στοχαστή παρά ενός πολεμιστή. Καθώς η περιπλάνηση των Μυρίων ολοκληρωνόταν, εντάχθηκε μαζί με πολλούς άλλους στον σπαρτιατικό στρατό, που συνέχιζε τον αγώνα για την προστασία των ελληνικών πόλεων στη Μικρά Ασία. Όταν την ηγεσία του στρατού αυτού ανέλαβε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος Β' (περ. 400-359), ο Ξενοφών βρήκε στο πρόσωπό του έναν πραγματικό φίλο.
Ο Ξενοφών επέστρεψε στην Ελλάδα το 394 και συνέχισε να πολεμά στον στρατό των Σπαρτιατών, ακόμη και όταν στο αντίπαλο στρατόπεδο βρέθηκαν μεταξύ άλλων οι Αθηναίοι. Τα επόμενα 23 χρόνια αναγκάστηκε να παραμείνει εξόριστος και να ζήσει, με την άδεια των Σπαρτιατών, στον Σκιλλούντα, πολύ κοντά στην Ολυμπία. Προς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του ασχολήθηκε συστηματικά με το συγγραφικό έργο, πειραματιζόμενος με νέα γραμματειακά είδη. Μεταξύ άλλων τον απασχόλησε και η ιστορία. Μία από τις εργασίες που ανέλαβε ήταν να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, που είχε πεθάνει πριν ολοκληρώσει την αφήγηση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η συνέχεια αυτή πήρε τον χαρακτηριστικό τίτλο Ἑλληνικά. Σε ένα άλλο σύγγραμμα εξιστόρησε την Ανάβαση του Κύρου προς τη Βαβυλώνα και την Κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα.
Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος ήταν προφανής για έναν άνδρα που διέθετε την παιδεία του Ξενοφώντα και θαύμαζε τον Θουκυδίδη. Ο Ξενοφών ωστόσο δεν ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να αφηγηθεί τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Πριν από αυτόν τα είχε καταγράψει ένας άλλος Έλληνας, που υπηρετούσε τον Αρταξέρξη. Ονομαζόταν Κτησίας και καταγόταν από την Κνίδο.
Ο Κτησίας βρέθηκε στην αυλή του Αρταξέρξη, στην αρχή ως αιχμάλωτος και στη συνέχεια ως ευνοούμενος και προσωπικός του γιατρός. Σπουδασμένος καθώς ήταν στην περίφημη σχολή της πατρίδας του, μπόρεσε να προσφέρει υπηρεσίες και στη μητέρα του βασιλιά, από το στόμα της οποίας συγκέντρωσε άφθονες πληροφορίες για τις αυλικές δολοπλοκίες και τον παρασκηνιακό ρόλο των ισχυρών γυναικών στην Περσία. Η τύχη ενός παλαιότερου γιατρού από την ανταγωνιστική σχολή της Κω, που βρέθηκε και αυτός στη βασιλική αυλή, τον έκανε ιδιαίτερα προσεκτικό. (Ο γιατρός από την Κω βασανίστηκε για δύο μήνες και θάφτηκε ζωντανός, επειδή εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να συνάψει ερωτικό δεσμό με τη θυγατέρα του Ξέρξη - κάτι που, έτσι κι αλλιώς, απαγόρευε αυστηρά ο ιπποκρατικός όρκος.)
Έχοντας χειριστεί διάφορες υποθέσεις ως έμπιστος του Αρταξέρξη, ο Κτησίας επέστρεψε στην πατρίδα του ύστερα από 17 χρόνια. Εκεί φαίνεται ότι ασχολήθηκε με το συγγραφικό έργο. Εκτός των άλλων, ισχυρίστηκε ότι είχε πρόσβαση στα περσικά αρχεία, όπου καταγράφονταν τα πεπραγμένα της αυτοκρατορίας. Από το έργο του σώζονται μια περίληψη και αρκετά αποσπάσματα. Ακόμη και έτσι, ωστόσο, πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στην αρχαία ιστορία που μας παρέχεται η δυνατότητα να διασταυρώσουμε πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Η ίδια η ονομασία του τόπου όπου δόθηκε η μεγάλη μάχη, Κούναξα, παραδίδεται μόνο από τον Κτησία· αλλά και για τον τραυματισμό του βασιλιά, ο ίδιος ο Ξενοφών παραπέμπει σε αυτόν, που ανέλαβε άλλωστε και τη σχετική θεραπεία. Για το τέλος του Κλέαρχου, που θανατώθηκε με τους άλλους Έλληνες στρατηγούς, παρέχεται μια πολύ χαρακτηριστική πληροφορία. Πριν εκτελεστεί, ο Σπαρτιάτης στρατηγός ζήτησε από τον Κτησία, που του συμπαραστεκόταν με τη μεσολάβηση της βασιλομήτορος, ένα χτένι. Όπως όλοι οι γενναίοι Σπαρτιάτες πολεμιστές, ήθελε και αυτός να πεθάνει καλλωπισμένος.
Το 396 ο Αγησίλαος ανέλαβε αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η επιτυχία των Μυρίων έδινε την εντύπωση ότι οι Πέρσες μπορούσαν να νικηθούν ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορία τους. Πριν ξεκινήσει, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς πέρασε από την Αυλίδα όπου έκανε θυσίες - όπως ο Αγαμέμνων όταν αναχωρούσε για την Τροία. Ήθελε να δώσει στην επιχείρηση που ανέλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα. Βρήκε όμως αντίθετους τους άρχοντες των Βοιωτών, που οργίστηκαν μαζί του τόσο, ώστε πέταξαν τα σφάγια από τον βωμό. Για τις θυσίες στον συγκεκριμένο τόπο οι Βοιωτοί είχαν τον δικό τους μάντη. Περισσότερο όμως ήθελαν να δείξουν ότι δεν συναινούσαν σε έναν γενικό πόλεμο εναντίον των Περσών.
Οι αντιδράσεις αυτές δεν πτόησαν τον Αγησίλαο, που σημείωσε αρκετές επιτυχίες στη Μικρά Ασία. Στάθηκε άλλωστε τυχερός, όταν ο Αρταξέρξης θεώρησε υπεύθυνο τον Τισσαφέρνη για τις ήττες των Περσών και τον θανάτωσε. Με τον σατράπη Φαρνάβαζο, που ανέλαβε να διαχειριστεί τις υποθέσεις των Ελλήνων, ο Αγησίλαος είχε κάποια περιθώρια συνεργασίας. Σύντομα όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τελείως τη Μικρά Ασία.
Για να αντιμετωπίσει τη Σπάρτη, που γινόταν διαρκώς απειλητικότερη, ο Αρταξέρξης αποφάσισε να ενισχύσει τους εχθρούς της. Ανέθεσε έτσι στον Φαρνάβαζο να συνεργαστεί με τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και με τον Αθηναίο στρατηγό Κόνωνα, που είχε γλιτώσει από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς και ζούσε εξόριστος. Το 394 η συμμαχία αυτή πέτυχε μεγάλη νίκη εναντίον των Σπαρτιατών σε ναυμαχία έξω από την Κνίδο. Επιπλέον, ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε άφθονα χρήματα στη Θήβα, με την οποία διατηρούσε δεσμούς, στην Κόρινθο, το Άργος και την Αθήνα. Είχε πληροφορίες ότι όλες αυτές οι πόλεις αναζητούσαν ήδη τρόπους να μειώσουν τη δύναμη της Σπάρτης. Πολλοί Έλληνες ήταν άλλωστε έτοιμοι να συμπράξουν ακόμη και χωρίς περσικά χρήματα. Αντί για την αναμενόμενη ελευθερία από την τυραννία της Αθήνας, είδαν τον νικητή στρατηγό Λύσανδρο να εγκαθιδρύει στις πόλεις τους δεκαρχίας, που υπηρετούσαν τα συμφέροντα της Σπάρτης και σκληρών επιχώριων ολιγαρχιών.
Ο Αγησίλαος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα με μεγάλη σπουδή. Στον Βοιωτικό Πόλεμο που ξέσπασε σκοτώθηκε ο Λύσανδρος, και η Σπάρτη τού ανέθεσε τη γενική αρχηγία. Καθώς έφτανε η είδηση της ναυτικής ήττας στην Κνίδο, ο Αγησίλαος κατατρόπωνε στην Κορώνεια τους Βοιωτούς, πλάι στους οποίους πολεμούσαν Αθηναίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι και άλλοι εχθροί της Σπάρτης. Παρά την ήττα της, η νέα αυτή συμμαχία δεν ήταν πρόθυμη να παραιτηθεί από τον αγώνα. Στην Κόρινθο, μάλιστα, μια επανάσταση των δημοκρατικών επιβεβαίωνε την εχθρότητα της πόλης προς τη Σπάρτη, με την οποία είχε συμπαραταχθεί για πολλά χρόνια. Όπως συνέβαινε συχνά, η εξωτερική πολιτική μιας πόλης ήταν σε άμεση συνάρτηση με τις εσωτερικές εξελίξεις. Ο πόλεμος, που συνεχίστηκε για οκτώ ακόμη χρόνια, ονομάστηκε Κορινθιακός, επειδή στο επίκεντρο βρέθηκε η Κόρινθος.
Η Αθήνα άρχισε πάλι να ασκεί ανεξάρτητη πολιτική. Δέχτηκε πίσω τον Κόνωνα με σαράντα πλοία που ο Φαρνάβαζος έστειλε ως δώρο και, με περσικά χρήματα, ξανάχτισε τα Μακρά Τείχη. Ακόμη και μέσα στην Πελοπόννησο σημείωνε επιτυχίες. Ο στρατηγός της Ιφικράτης διακρίθηκε όχι με τους οπλίτες αλλά με ευέλικτα, ελαφρά οπλισμένα σώματα πελταστών, που έκαναν επιθέσεις με ακόντια και υποχωρούσαν γοργά.
Οι Σπαρτιάτες παρακολουθούσαν με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στη Δύση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τους είχε διδάξει ότι η Σικελία, και ιδιαιτέρως οι Συρακούσες, μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Στάθηκαν έτσι σταθερά στο πλευρό του τυράννου Διονυσίου, όχι μόνο όταν το απαιτούσε ο πόλεμος με τους Καρχηδόνιους, αλλά και όταν κινδύνευε η θέση του από τα συνεχή δημοκρατικά κινήματα μέσα στην πόλη του.
Ο Διονύσιος ήξερε ότι ο πόλεμος με την Καρχηδόνα θα συνεχιζόταν σφοδρότερος και άρχισε να οικοδομεί οχυρά τείχη, να ναυπηγεί ισχυρό στόλο και να κατασκευάζει όπλα. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, που συγκέντρωσε τις πληροφορίες, ισχυρίζεται ότι μόνο στην πρώτη φάση των προετοιμασιών ναυπηγήθηκαν 200 νέα πλοία και κατασκευάστηκαν 140.000 ασπίδες, άλλα τόσα εγχειρίδια και ισάριθμες περικεφαλαίες. Επίσης χαλκεύτηκαν περισσότεροι από 14.000 θώρακες διαφόρων ειδών, κατάλληλοι για τους ιππείς. Μολονότι τύραννος, πριν κηρύξει τον πόλεμο ο Διονύσιος συγκάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε τη συναίνεση των πολιτών. Αλλά η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, διότι οι πολίτες βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην τυραννία του, ακόμη και σε συνθήκες πολέμου.
Ένα από τα μέτρα που αναγκάστηκε να λάβει συχνά ο Διονύσιος για τις ανάγκες του πολέμου ήταν η απελευθέρωση δούλων. Οι Έλληνες κατέφευγαν στη λύση αυτή μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, παίρνοντας πάντα όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ο Διονύσιος υπήρξε τολμηρότερος, διότι, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, απέδωσε στους δούλους όχι μόνο την ελευθερία τους αλλά και δικαιώματα πολίτη, καθιστώντας τους νεοπολίτας. Ενδέχεται να επρόκειτο για άνδρες που προέρχονταν όχι από αγορά ή αιχμαλωσία αλλά από τους κατακτημένους πληθυσμούς της περιοχής. Σε άλλες περιπτώσεις υποσχόταν ελευθερία σε οικιακούς δούλους, αλλά όταν δεν υπήρχε πλέον ανάγκη αθετούσε την υπόσχεσή του. Ο πόλεμος απαιτούσε, άλλωστε, διαρκώς μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων μισθοφόρων, στους οποίους περιλαμβάνονταν και Λακεδαιμόνιοι.
Κύριοι αντίπαλοι του Διονυσίου ήταν οι Καρχηδόνιοι, με τους οποίους αναμετρήθηκε, με μικρά διαλείμματα, για σχεδόν σαράντα χρόνια, έως τον θάνατό του το 367. Συμμαχώντας συχνά με τους Καρχηδόνιους, εναντίον του Διονυσίου πολέμησαν οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Σικελίας, που αγωνίζονταν να απελευθερώσουν τη γη των προγόνων τους. Με παρόμοια αισθήματα τον πολέμησαν, όταν χρειάστηκε, οι μη ελληνικοί πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας. Για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς αυτούς, ο Διονύσιος θεώρησε ότι έπρεπε να γίνει κύριος όχι μόνο ολόκληρης της Σικελίας αλλά και των ελληνικών πόλεων στην Ιταλία. Στράφηκε ακόμη και προς την Αδριατική, διευρύνοντας τους ορίζοντες των επιχειρήσεών του. Επειδή πολλοί Έλληνες του αντιστάθηκαν, συμμαχώντας ακόμη και με τους Καρχηδόνιους, πολέμησε και εναντίον τους με όλες του τις δυνάμεις. Καθώς οι νίκες εναλλάσσονταν με ήττες, στα πεδία των μαχών σκοτώνονταν διαρκώς χιλιάδες στρατιώτες και στις θάλασσες χάνονταν δεκάδες πλοία με τους άνδρες τους. Σε μία μόνο μάχη μπορούσαν να μετρηθούν περισσότεροι από 10.000 νεκροί. Στις συχνές πολιορκίες αφανίζονταν ολόκληρες πόλεις και πλήθος άμαχοι εξανδραποδίζονταν.
Μέσα σε όλα αυτά ο Διονύσιος έβρισκε τον χρόνο να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τις τέχνες και τα γράμματα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες έστελνε να διαγωνιστούν τέθριππα άρματα και ραψωδοί. Όταν όμως απαγγέλθηκαν στίχοι που είχε συνθέσει ο ίδιος, μόλις παρήλθε η καλή εντύπωση της ευφωνίας των ραψωδών, η αποδοκιμασία ήταν έντονη και οι αντιδράσεις χλευαστικές.
Ο πόλεμος υπήρξε ενδημικός στον Ελληνικό κόσμο. Η ειρήνη και η ανακωχή δεν ήταν παρά διαλείμματα ανάμεσα σε βίαιες αναμετρήσεις. Αλλά η περίοδος μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο είχε νέα χαρακτηριστικά. Οι συμμαχίες ήταν ασταθείς και μπορούσαν να διαλυθούν κάθε στιγμή. Οι συχνές μεταστροφές των Περσών ανέτρεπαν άλλωστε κάθε σχεδιασμό. Οι πολεμικές συγκρούσεις έπαιρναν έτσι διαρκώς διαφορετικές μορφές. Η φάλαγγα των οπλιτών έπαψε να είναι η αδιαφιλονίκητη επιλογή των εμπολέμων. Όλοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη σημασία του ιππικού για γρήγορη επέμβαση και καταδίωξη του εχθρού. Προστατευμένοι από το ιππικό και τους οπλίτες, οι πελταστές παρενοχλούσαν τους αντιπάλους τους με την ευελιξία τους και μπορούσαν να κρίνουν ακόμη και την έκβαση μιας μάχης. Την τεχνική των πελταστών ανέπτυξε ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης, εξοπλίζοντας ορισμένους πολεμιστές με μικρότερες ασπίδες αλλά δόρατα μακρύτερα από τα συνηθισμένα και ξίφη με διπλάσιο μήκος. Ακόμη και τα υποδήματα των πελταστών ήταν ελαφρά, επιτρέποντάς τους να τρέχουν γρήγορα.
Στη θάλασσα οι επινοήσεις νέων τεχνικών ήταν διαρκείς. Τα πλοία έπρεπε να κατασκευάζονται γρήγορα και να γίνονται ταχύτερα. Για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους, μαζί με τις τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις, πλοία με τέσσερις και πέντε σειρές κουπιών. Σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις αναλαμβάνονταν και τη νύχτα, με το φως της σελήνης. Μεγάλη ανάγκη υπήρχε επίσης για την εξέλιξη των πολιορκητικών μηχανών, καθώς οι συνήθεις πολιορκίες ήταν χρονοβόρες και συχνά αναποτελεσματικές. Υψώθηκαν έτσι εξαώροφοι τροχοφόροι πύργοι και επινοήθηκαν ὀξυβελεῖς, ένα είδος καταπέλτη.
Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του πολέμου υποχρέωναν τις πόλεις να καταφεύγουν όλο και συχνότερα στην άσκηση μυστικής διπλωματίας και στην ανεπίσημη αποστολή στρατιωτών. Για πολλές επιχειρήσεις οι ιστορικοί που έζησαν τα γεγονότα δεν ήξεραν να πουν αν αναλαμβάνονταν με εντολή των πόλεων ή με πρωτοβουλία εξορισμένων και αυτοεξόριστων στρατηγών. Η Σπάρτη διατηρούσε φρουρές και άνδρες σε διάφορες απόμακρες περιοχές, χωρίς αυτό να είναι γενικότερα γνωστό. Ακόμη και στην αποκατεστημένη αθηναϊκή δημοκρατία λέγεται ότι η Βουλή, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορούσε να λάβει στρατιωτικές πρωτοβουλίες χωρίς επίσημη έγκριση από την Εκκλησία του Δήμου.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η διαρκής εμπλοκή ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Θουκυδίδης το είχε ήδη αντιληφθεί αυτό καθαρά πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στη σύγκρουση εκείνη όλοι οι Έλληνες, αλλά και ένα μέρος των βαρβάρων, ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν θέση. Μετά το τέλος του πολέμου, οι πάντες διαπίστωναν ότι ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν διαρκώς θέση: από τον Εύξεινο Πόντο έως την Καρχηδόνα και από τη Χαλκιδική έως την Κύπρο και την Αίγυπτο. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονταν, βεβαίως, τα μικρασιατικά παράλια, οι μεγάλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και η Σικελία.
Στις συνθήκες αυτές πολλοί αντιλαμβάνονταν την ανάγκη οικοδόμησης μόνιμων συνασπισμών και, αν ήταν εφικτό, συνένωσης πόλεων ή ολόκληρων περιοχών. Έως εκείνη την εποχή μόνο η Σπάρτη είχε διατηρήσει μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, και η Αθήνα, πριν από την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μια σταθερά ηγεμονική θέση σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο Διονύσιος προσπάθησε επίμονα να καταστεί άρχοντας ολόκληρης της Σικελίας και να επεκτείνει την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία και την Αδριατική. Ο Ευαγόρας κατάφερε να επικρατήσει σε ολόκληρη την Κύπρο. Ο Λυκόφρων ο Φεραίος και ύστερα από αυτόν ο Ιάσων επιχείρησαν να ενώσουν τη Θεσσαλία. Ο Ιάσων μάλιστα είχε τη φιλοδοξία να ηγεμονεύσει σε όλη την Ελλάδα, αλλά δολοφονήθηκε πριν το επιχειρήσει. Στη Βοιωτία, όπου υπήρχε από παλιά μια ομοσπονδία, οι Θηβαίοι επέμεναν να δημιουργηθεί ένας ενιαίος πολιτικός σχηματισμός. Το Άργος έκανε μια προσπάθεια να συνενωθεί με την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, από την πλευρά τους, αγωνίζονταν να οικοδομήσουν και πάλι την παλαιά τους συμμαχία. Λίγο αργότερα, ο Λυκομήδης από τη Μαντινεία προχώρησε σε σοβαρές ενέργειες για την πολιτική ενοποίηση της Αρκαδίας.
Η Σπάρτη, που δυσκολευόταν να διατηρήσει την παλαιά της συμμαχία, βρέθηκε για μια ακόμη φορά πιεσμένη. Είχε υπερβεί τα περιθώρια συνεχούς παρουσίας στα εναλλασσόμενα θέατρα του πολέμου. Το βάρος που αναγκάστηκε να ρίξει στο ναυτικό και η εξάρτησή της από στρατηγούς που δεν ήταν βασιλείς ανέτρεπαν τις βάσεις του πολιτεύματός της. Οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό από τους μακροχρόνιους πολέμους ήταν σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν, εφόσον το πολίτευμά της απέτρεπε την ανάδειξη νέων πολιτών από τις τάξεις των ειλώτων και των περιοίκων. Απεναντίας, ακόμη και πολίτες έχαναν τα πλήρη τους δικαιώματα, είτε επειδή δεν ήταν ανδρείοι στη μάχη (τρέσαντες) είτε επειδή δεν διέθεταν πλέον την απαραίτητη περιουσία. Μέσα στην ίδια την πόλη εξυφαίνονταν συνωμοσίες. Στις ανακρίσεις που διενεργήθηκαν όταν εκδηλώθηκαν ύποπτες κινήσεις, οι έφοροι πληροφορήθηκαν αυτό που έτσι κι αλλιώς γνώριζαν: οι είλωτες και οι απελευθερωμένοι είλωτες θα τους έτρωγαν ευχαρίστως ζωντανούς, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Εκείνο που ίσως δεν γνώριζαν ή δεν ήθελαν να πιστέψουν ήταν ότι τα ίδια αισθήματα έτρεφαν πλέον και οι περίοικοι - ή πάντως πολλοί από αυτούς. Αλλά και μέσα στο σώμα των πολιτών κυκλοφορούσαν ανατρεπτικές ιδέες. Για τον ίδιο τον Λύσανδρο λεγόταν ότι σχεδίαζε τη ριζική αλλαγή του πολιτεύματος. Εάν το επιτύγχανε, το αξίωμα του βασιλιά δεν θα ήταν πλέον προνόμιο των δύο βασιλικών οίκων. Ακόμη και για την κυριαρχία της Σπάρτης στη Λακωνία ακούγονταν για πρώτη φορά αντιρρήσεις. Η ανάγκη να στραφεί και πάλι η πόλη στον Πέρση βασιλιά ήταν πιεστική.
Ο Αρταξέρξης δεν είχε αντίρρηση να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες. Η πείρα τού είχε διδάξει, ωστόσο, ότι δεν αρκούσε να ενισχύει εναλλακτικά τους Έλληνες για να τους καθιστά ακίνδυνους. Έπρεπε να θέσει τρεις πολύ συγκεκριμένους όρους. Πρώτον, να του αναγνωριστεί η κυριαρχία στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, από όπου άλλωστε είχαν ξεκινήσει οι ελληνοπερσικές διαφορές. Δεύτερον, οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις να παραμείνουν αυτόνομες, χωρίς να συνάπτουν μεταξύ τους συμμαχίες, είτε μόνιμες είτε ευκαιριακές. Και τρίτον, να αποδεχθούν τη συμφωνία όχι μόνο οι Σπαρτιάτες, αλλά και οι άλλοι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν να πείσουν και τους υπόλοιπους, όπου χρειαζόταν με τη βία - λαμβάνοντας βεβαίως για τον σκοπό αυτό περσικά χρήματα. Στην προσπάθειά τους βρήκαν αρωγό και τον Διονύσιο των Συρακουσών, που τους ανταπέδιδε την υποχρέωση.
Το 386 αντιπρόσωποι από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις συναντήθηκαν με τον εκπρόσωπο του Πέρση βασιλιά στις Σάρδεις και ορκίστηκαν να τηρούν τους όρους της ειρήνης που τους επιβλήθηκε. Η συμφωνία αυτή έμεινε γνωστή ως Ειρήνη του Βασιλιά ή του Ανταλκίδα, από το όνομα του Σπαρτιάτη που διεκπεραίωσε με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις. Έτσι κι αλλιώς, οι Σπαρτιάτες, που υποχρέωσαν τους πάντες να συμφωνήσουν, ανέλαβαν επισήμως και την «προστασία» της ειρήνης.