251 ΕΚ. οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν,
ὃς ἐξ ἐμοῦ μὲν ἔπαθες οἷα φῂς παθεῖν,
δρᾷς δ᾽ οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ᾽ ὅσον δύνᾳ;
ἀχάριστον ὑμῶν σπέρμ᾽, ὅσοι δημηγόρους
255 ζηλοῦτε τιμάς· μηδὲ γιγνώσκοισθέ μοι,
οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε,
ἢν τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγητέ τι.
ἀτὰρ τί δὴ σόφισμα τοῦθ᾽ ἡγούμενοι
ἐς τήνδε παῖδα ψῆφον ὥρισαν φόνου;
260 πότερα τὸ χρή σφ᾽ ἐπήγαγ᾽ ἀνθρωποσφαγεῖν
πρὸς τύμβον, ἔνθα βουθυτεῖν μᾶλλον πρέπει;
ἢ τοὺς κτανόντας ἀνταποκτεῖναι θέλων
ἐς τήνδ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐνδίκως τείνει φόνον;
ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτὸν ἥδε γ᾽ εἴργασται κακόν.
265 Ἑλένην νιν αἰτεῖν χρῆν τάφῳ προσφάγματα·
κείνη γὰρ ὤλεσέν νιν ἐς Τροίαν τ᾽ ἄγει.
εἰ δ᾽ αἰχμαλώτων χρή τιν᾽ ἔκκριτον θανεῖν
κάλλει θ᾽ ὑπερφέρουσαν, οὐχ ἡμῶν τόδε·
ἡ Τυνδαρὶς γὰρ εἶδος ἐκπρεπεστάτη,
270 ἀδικοῦσά θ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη.
τῷ μὲν δικαίῳ τόνδ᾽ ἁμιλλῶμαι λόγον·
ἃ δ᾽ ἀντιδοῦναι δεῖ σ᾽ ἀπαιτούσης ἐμοῦ
ἄκουσον. ἥψω τῆς ἐμῆς, ὡς φῄς, χερὸς
καὶ τῆσδε γραίας προσπίτνων παρηίδος·
275 ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγὼ
χάριν τ᾽ ἀπαιτῶ τὴν τόθ᾽ ἱκετεύω τέ σε,
μή μου τὸ τέκνον ἐκ χερῶν ἀποσπάσῃς
μηδὲ κτάνητε· τῶν τεθνηκότων ἅλις.
ταύτῃ γέγηθα κἀπιλήθομαι κακῶν·
280 ἥδ᾽ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχή,
πόλις, τιθήνη, βάκτρον, ἡγεμὼν ὁδοῦ.
οὐ τοὺς κρατοῦντας χρὴ κρατεῖν ἃ μὴ χρεών,
οὐδ᾽ εὐτυχοῦντας εὖ δοκεῖν πράξειν ἀεί·
κἀγὼ γὰρ ἦ ποτ᾽, ἀλλὰ νῦν οὐκ εἴμ᾽ ἔτι,
285 τὸν πάντα δ᾽ ὄλβον ἦμαρ ἕν μ᾽ ἀφείλετο.
ἀλλ᾽, ὦ φίλον γένειον, αἰδέσθητί με,
οἴκτιρον· ἐλθὼν δ᾽ εἰς Ἀχαιικὸν στρατὸν
παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν φθόνος
γυναῖκας, ἃς τὸ πρῶτον οὐκ ἐκτείνατε
290 βωμῶν ἀποσπάσαντες, ἀλλ᾽ ᾠκτίρατε.
νόμος δ᾽ ἐν ὑμῖν τοῖς τ᾽ ἐλευθέροις ἴσος
καὶ τοῖσι δούλοις αἵματος κεῖται πέρι.
τὸ δ᾽ ἀξίωμα, κἂν κακῶς λέγῃ, τὸ σὸν
πείσει· λόγος γὰρ ἔκ τ᾽ ἀδοξούντων ἰὼν
295 κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει.
ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς ἀνθρώπου φύσις
ἥτις γόων σῶν καὶ μακρῶν ὀδυρμάτων
κλύουσα θρήνους οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυ.
***
ΕΚΑΒΗ
Λοιπόν, αφέντη,
τί λες, δεν αποδείχνεσαι κακός, με τούτα
που μελετάς για μένα, όταν από μένα
είδες τέτοιο καλό; κι όχι καλό δεν μου κάνεις
παρά όσο μπορείς πιο πολύ με βασανίζεις.
Αχάριστη γενιά είστ᾽ εσείς
που των ρητόρων τη δόξα ζηλεύετε. Να μη σας ξέρω·
που αν βλάφτετε τους φίλους δεν σας νοιάζει, φτάνει
να λέτε εκείνο που τα πλήθη ευχαριστεί.
Και τί εξυπνάδα ήταν αυτή που σκέφτηκαν
κι αποφασίσαν να σκοτώσουν την παιδούλα;
Τί δηλαδή; Το χρέος τούς αναγκάζει
260 στην ανθρωποσφαγή πάνω στον τάφο,
εκεί που βόδια ταίριαζε να σφάξουν;
Ή, τάχα, ο Αχιλλέας, για να εκδικηθεί
τους φονιάδες του, πρόσταξε τον θάνατό της;
Όμως αυτή σε τίποτα δεν του ᾽χει φταίξει.
Αν την Ελένη γύρευε σφαχτό στον τάφο του,
τότε μάλιστα,
γιατί αυτή τον κατάστρεψε φέρνοντάς τον στην Τροία.
Κι αν πρέπει κάποια σκλάβα διαλεχτή,
ξεχωριστή στην ομορφιά, να πεθάνει,
εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά· πανέμορφη είναι
η κόρη του Τυνδάρου και πολύ περσότερο
270 φταίχτρα από μας· αυτά είχα να σου πω
το δίκιο υπερασπίζοντας. Όσο για κείνα
που σα χρέος σού γυρεύω και που πρέπει
να μου τα δώσεις, άκουσέ τα.
Άγγιξες, όπως λες, το χέρι μου, προσπέφτοντας,
κι αυτό το γέρικο πρόσωπο· λοιπόν,
με τη σειρά μου προσπέφτω κι εγώ και σ᾽ αγγίζω,
κι αξιώνω από σένανε την ίδια χάρη,
μη, σε ικετεύω, μου αρπάξεις το τέκνο απ᾽ τα χέρια,
μην το σκοτώσετε· αρκετοί ᾽ναι οι νεκροί μου.
Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ.
280 Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια.
Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει,
το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο.
Σωστό δεν είναι οι δυνατοί να δυναστεύουν
όπου δεν πρέπει, ούτ᾽ εκείνοι
που σήμερα ευτυχούνε να νομίζουν
πως θα ευτυχούνε πάντα· ήμουν κι εγώ
κάποτ᾽ ευτυχισμένη, τώρα πια δεν είμαι
κι όλα μου τα καλά σε μια μέρα χαθήκαν.
Φίλε μου ευγενικέ, δείξε σε μένα
λίγο σέβας ή έστω, λίγη συμπόνια
και πες στους Αχαιούς πως θα ᾽ταν κρίμα
γυναίκες να σκοτώσουνε, που πρώτα,
όταν απ᾽ τους βωμούς τις αρπάξατε,
290 τους δείξατε σπλαχνιά. Άλλωστε, ο νόμος,
στον τόπο σας, είναι ίδιος, καθώς άκουσα,
και για τους λεύτερους και για τους δούλους,
αν πρόκειται να κρίνετε ένα φόνο.
Μα κι αν αλλιώς έχουν τα πράγματα,
θα τους πείσει, νομίζω,
η υπόληψή σου. Ο ίδιος λόγος, ειπωμένος
από τον ξακουστό ή από τον τιποτένιο,
την ίδια δύναμη δεν έχει.
ΧΟΡΟΣ
Ω, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη καρδιά
τόσο σκληρή, που αδάκρυτη θα μείνει
ακούγοντας τον θρήνο και το βογκητό σου.
ὃς ἐξ ἐμοῦ μὲν ἔπαθες οἷα φῂς παθεῖν,
δρᾷς δ᾽ οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ᾽ ὅσον δύνᾳ;
ἀχάριστον ὑμῶν σπέρμ᾽, ὅσοι δημηγόρους
255 ζηλοῦτε τιμάς· μηδὲ γιγνώσκοισθέ μοι,
οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε,
ἢν τοῖσι πολλοῖς πρὸς χάριν λέγητέ τι.
ἀτὰρ τί δὴ σόφισμα τοῦθ᾽ ἡγούμενοι
ἐς τήνδε παῖδα ψῆφον ὥρισαν φόνου;
260 πότερα τὸ χρή σφ᾽ ἐπήγαγ᾽ ἀνθρωποσφαγεῖν
πρὸς τύμβον, ἔνθα βουθυτεῖν μᾶλλον πρέπει;
ἢ τοὺς κτανόντας ἀνταποκτεῖναι θέλων
ἐς τήνδ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐνδίκως τείνει φόνον;
ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτὸν ἥδε γ᾽ εἴργασται κακόν.
265 Ἑλένην νιν αἰτεῖν χρῆν τάφῳ προσφάγματα·
κείνη γὰρ ὤλεσέν νιν ἐς Τροίαν τ᾽ ἄγει.
εἰ δ᾽ αἰχμαλώτων χρή τιν᾽ ἔκκριτον θανεῖν
κάλλει θ᾽ ὑπερφέρουσαν, οὐχ ἡμῶν τόδε·
ἡ Τυνδαρὶς γὰρ εἶδος ἐκπρεπεστάτη,
270 ἀδικοῦσά θ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη.
τῷ μὲν δικαίῳ τόνδ᾽ ἁμιλλῶμαι λόγον·
ἃ δ᾽ ἀντιδοῦναι δεῖ σ᾽ ἀπαιτούσης ἐμοῦ
ἄκουσον. ἥψω τῆς ἐμῆς, ὡς φῄς, χερὸς
καὶ τῆσδε γραίας προσπίτνων παρηίδος·
275 ἀνθάπτομαί σου τῶνδε τῶν αὐτῶν ἐγὼ
χάριν τ᾽ ἀπαιτῶ τὴν τόθ᾽ ἱκετεύω τέ σε,
μή μου τὸ τέκνον ἐκ χερῶν ἀποσπάσῃς
μηδὲ κτάνητε· τῶν τεθνηκότων ἅλις.
ταύτῃ γέγηθα κἀπιλήθομαι κακῶν·
280 ἥδ᾽ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχή,
πόλις, τιθήνη, βάκτρον, ἡγεμὼν ὁδοῦ.
οὐ τοὺς κρατοῦντας χρὴ κρατεῖν ἃ μὴ χρεών,
οὐδ᾽ εὐτυχοῦντας εὖ δοκεῖν πράξειν ἀεί·
κἀγὼ γὰρ ἦ ποτ᾽, ἀλλὰ νῦν οὐκ εἴμ᾽ ἔτι,
285 τὸν πάντα δ᾽ ὄλβον ἦμαρ ἕν μ᾽ ἀφείλετο.
ἀλλ᾽, ὦ φίλον γένειον, αἰδέσθητί με,
οἴκτιρον· ἐλθὼν δ᾽ εἰς Ἀχαιικὸν στρατὸν
παρηγόρησον, ὡς ἀποκτείνειν φθόνος
γυναῖκας, ἃς τὸ πρῶτον οὐκ ἐκτείνατε
290 βωμῶν ἀποσπάσαντες, ἀλλ᾽ ᾠκτίρατε.
νόμος δ᾽ ἐν ὑμῖν τοῖς τ᾽ ἐλευθέροις ἴσος
καὶ τοῖσι δούλοις αἵματος κεῖται πέρι.
τὸ δ᾽ ἀξίωμα, κἂν κακῶς λέγῃ, τὸ σὸν
πείσει· λόγος γὰρ ἔκ τ᾽ ἀδοξούντων ἰὼν
295 κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει.
ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς ἀνθρώπου φύσις
ἥτις γόων σῶν καὶ μακρῶν ὀδυρμάτων
κλύουσα θρήνους οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυ.
***
ΕΚΑΒΗ
Λοιπόν, αφέντη,
τί λες, δεν αποδείχνεσαι κακός, με τούτα
που μελετάς για μένα, όταν από μένα
είδες τέτοιο καλό; κι όχι καλό δεν μου κάνεις
παρά όσο μπορείς πιο πολύ με βασανίζεις.
Αχάριστη γενιά είστ᾽ εσείς
που των ρητόρων τη δόξα ζηλεύετε. Να μη σας ξέρω·
που αν βλάφτετε τους φίλους δεν σας νοιάζει, φτάνει
να λέτε εκείνο που τα πλήθη ευχαριστεί.
Και τί εξυπνάδα ήταν αυτή που σκέφτηκαν
κι αποφασίσαν να σκοτώσουν την παιδούλα;
Τί δηλαδή; Το χρέος τούς αναγκάζει
260 στην ανθρωποσφαγή πάνω στον τάφο,
εκεί που βόδια ταίριαζε να σφάξουν;
Ή, τάχα, ο Αχιλλέας, για να εκδικηθεί
τους φονιάδες του, πρόσταξε τον θάνατό της;
Όμως αυτή σε τίποτα δεν του ᾽χει φταίξει.
Αν την Ελένη γύρευε σφαχτό στον τάφο του,
τότε μάλιστα,
γιατί αυτή τον κατάστρεψε φέρνοντάς τον στην Τροία.
Κι αν πρέπει κάποια σκλάβα διαλεχτή,
ξεχωριστή στην ομορφιά, να πεθάνει,
εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά· πανέμορφη είναι
η κόρη του Τυνδάρου και πολύ περσότερο
270 φταίχτρα από μας· αυτά είχα να σου πω
το δίκιο υπερασπίζοντας. Όσο για κείνα
που σα χρέος σού γυρεύω και που πρέπει
να μου τα δώσεις, άκουσέ τα.
Άγγιξες, όπως λες, το χέρι μου, προσπέφτοντας,
κι αυτό το γέρικο πρόσωπο· λοιπόν,
με τη σειρά μου προσπέφτω κι εγώ και σ᾽ αγγίζω,
κι αξιώνω από σένανε την ίδια χάρη,
μη, σε ικετεύω, μου αρπάξεις το τέκνο απ᾽ τα χέρια,
μην το σκοτώσετε· αρκετοί ᾽ναι οι νεκροί μου.
Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ.
280 Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια.
Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει,
το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο.
Σωστό δεν είναι οι δυνατοί να δυναστεύουν
όπου δεν πρέπει, ούτ᾽ εκείνοι
που σήμερα ευτυχούνε να νομίζουν
πως θα ευτυχούνε πάντα· ήμουν κι εγώ
κάποτ᾽ ευτυχισμένη, τώρα πια δεν είμαι
κι όλα μου τα καλά σε μια μέρα χαθήκαν.
Φίλε μου ευγενικέ, δείξε σε μένα
λίγο σέβας ή έστω, λίγη συμπόνια
και πες στους Αχαιούς πως θα ᾽ταν κρίμα
γυναίκες να σκοτώσουνε, που πρώτα,
όταν απ᾽ τους βωμούς τις αρπάξατε,
290 τους δείξατε σπλαχνιά. Άλλωστε, ο νόμος,
στον τόπο σας, είναι ίδιος, καθώς άκουσα,
και για τους λεύτερους και για τους δούλους,
αν πρόκειται να κρίνετε ένα φόνο.
Μα κι αν αλλιώς έχουν τα πράγματα,
θα τους πείσει, νομίζω,
η υπόληψή σου. Ο ίδιος λόγος, ειπωμένος
από τον ξακουστό ή από τον τιποτένιο,
την ίδια δύναμη δεν έχει.
ΧΟΡΟΣ
Ω, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη καρδιά
τόσο σκληρή, που αδάκρυτη θα μείνει
ακούγοντας τον θρήνο και το βογκητό σου.