555 «ὦ γύναι, οὔ πως ἔστιν ὑποκρίνασθαι ὄνειρον
ἄλλῃ ἀποκλίναντ᾽, ἐπεὶ ἦ ῥά τοι αὐτὸς Ὀδυσσεὺς
πέφραδ᾽, ὅπως τελέει· μνηστῆρσι δὲ φαίνετ᾽ ὄλεθρος
πᾶσι μάλ᾽, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
560 «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι
γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων·
αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
τῶν οἳ μέν κ᾽ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος,
565 οἵ ῥ᾽ ἐλεφαίρονται, ἔπε᾽ ἀκράαντα φέροντες·
οἳ δὲ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε,
οἵ ῥ᾽ ἔτυμα κραίνουσι, βροτῶν ὅτε κέν τις ἴδηται.
ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐκ ἐντεῦθεν ὀΐομαι αἰνὸν ὄνειρον
ἐλθέμεν· ἦ κ᾽ ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο.
570 ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾽ Ὀδυσῆος
οἴκου ἀποσχήσει· νῦν γὰρ καταθήσω ἄεθλον,
τοὺς πελέκεας, τοὺς κεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν
ἵστασχ᾽ ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα πάντας·
575 στὰς δ᾽ ὅ γε πολλὸν ἄνευθε διαρρίπτασκεν ὀϊστόν.
νῦν δὲ μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω·
ὃς δέ κε ῥηΐτατ᾽ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,
τῷ κεν ἅμ᾽ ἑσποίμην, νοσφισσαμένη τόδε δῶμα
580 κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,
τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον·
585 πρὶν γάρ τοι πολύμητις ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐΰξοον ἀμφαφόωντας
νευρήν τ᾽ ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«εἴ κ᾽ ἐθέλοις μοι, ξεῖνε, παρήμενος ἐν μεγάροισι
590 τέρπειν, οὔ κέ μοι ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισι χυθείη.
ἀλλ᾽ οὐ γάρ πως ἔστιν ἀΰπνους ἔμμεναι αἰὲν
ἀνθρώπους· ἐπὶ γάρ τοι ἑκάστῳ μοῖραν ἔθηκαν
ἀθάνατοι θνητοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα
595 λέξομαι εἰς εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται,
αἰεὶ δάκρυσ᾽ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς
οἴχετ᾽ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν.
ἔνθα κε λεξαίμην· σὺ δὲ λέξεο τῷδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
ἢ χαμάδις στορέσας ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων.»
600 Ὣς εἰποῦσ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
ἄλλῃ ἀποκλίναντ᾽, ἐπεὶ ἦ ῥά τοι αὐτὸς Ὀδυσσεὺς
πέφραδ᾽, ὅπως τελέει· μνηστῆρσι δὲ φαίνετ᾽ ὄλεθρος
πᾶσι μάλ᾽, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
560 «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι
γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων·
αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
τῶν οἳ μέν κ᾽ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος,
565 οἵ ῥ᾽ ἐλεφαίρονται, ἔπε᾽ ἀκράαντα φέροντες·
οἳ δὲ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε,
οἵ ῥ᾽ ἔτυμα κραίνουσι, βροτῶν ὅτε κέν τις ἴδηται.
ἀλλ᾽ ἐμοὶ οὐκ ἐντεῦθεν ὀΐομαι αἰνὸν ὄνειρον
ἐλθέμεν· ἦ κ᾽ ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο.
570 ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾽ Ὀδυσῆος
οἴκου ἀποσχήσει· νῦν γὰρ καταθήσω ἄεθλον,
τοὺς πελέκεας, τοὺς κεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν
ἵστασχ᾽ ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα πάντας·
575 στὰς δ᾽ ὅ γε πολλὸν ἄνευθε διαρρίπτασκεν ὀϊστόν.
νῦν δὲ μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω·
ὃς δέ κε ῥηΐτατ᾽ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,
τῷ κεν ἅμ᾽ ἑσποίμην, νοσφισσαμένη τόδε δῶμα
580 κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,
τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον·
585 πρὶν γάρ τοι πολύμητις ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐΰξοον ἀμφαφόωντας
νευρήν τ᾽ ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«εἴ κ᾽ ἐθέλοις μοι, ξεῖνε, παρήμενος ἐν μεγάροισι
590 τέρπειν, οὔ κέ μοι ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισι χυθείη.
ἀλλ᾽ οὐ γάρ πως ἔστιν ἀΰπνους ἔμμεναι αἰὲν
ἀνθρώπους· ἐπὶ γάρ τοι ἑκάστῳ μοῖραν ἔθηκαν
ἀθάνατοι θνητοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα
595 λέξομαι εἰς εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται,
αἰεὶ δάκρυσ᾽ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς
οἴχετ᾽ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν.
ἔνθα κε λεξαίμην· σὺ δὲ λέξεο τῷδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
ἢ χαμάδις στορέσας ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων.»
600 Ὣς εἰποῦσ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
***
Ανταποκρίθηκε τότε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω δέσποινά μου, δεν υπάρχει τρόπος άλλη το όνειρό σου
εξήγηση να βρει· αφού το εξήγησε ο Οδυσσέας ο ίδιος, είπε
το πώς θα βγει. Όλεθρος κιόλας φανερώνεται για τους μνηστήρες όλους,
κανείς δεν θα γλιτώσει τον φονικό του θάνατο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, με φρόνηση και γνώση:
560 «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, όμως
δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
Δυο πύλες έχουν τα όνειρα, σκιές ανήμπορες,
τη μια από κέρατο, την άλλη από φίλντισι φτιαγμένη:
όποια απ᾽ τη φιλντισένια πύλη βγαίνουν που γυαλίζει,
μας ξεγελούν και ψεύτικα μηνύματα μας φέρνουν·
εκείνα όμως που περνούν θυρόφυλλα από γυαλισμένο κέρατο, αυτά
εκπληρώνονται, όποιος τα ονειρευτεί στον ύπνο του.
Όσο για το δικό μου, όνειρο τρομερό, φοβάμαι πως δεν πέρασε
από την πύλη αυτή — κάτι που θα ᾽φερνε αγαλλίαση
σ᾽ εμένα και στον γιο μου.
570 Μα τώρα θέλω κάτι άλλο να σου πω, κι εσύ βάλ᾽ το στον νου σου:
αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, αυτή θα με χωρίσει
από του Οδυσσέα το σπίτι. Το έχω αποφασίσει, θα στήσω
αγώνισμα με τα πελέκια — αυτά που εκείνος έστηνε
μέσα σε τούτο το παλάτι, δώδεκα στη σειρά, διχαλωτά
σαν καραβίσια ξύλα, κι από μακριά τοξεύοντας, το βέλος του
πέρα για πέρα όλα τα περνούσε.
Τώρα λοιπόν θα βάλω στους μνηστήρες το άθλημα,
κι όποιος με δίχως ζόρι τεντώσει στις παλάμες του το τόξο
και κατορθώσει να περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια,
μ᾽ αυτόν θα πάω, πίσω θ᾽ αφήσω το γαμήλιο σπίτι,
580 πανέμορφο στ᾽ αλήθεια και με τόσα πλούτη —
θα το θυμάμαι κάποτε, θα το φαντάζομαι μόνο στα όνειρά μου.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γυναίκα σεβαστή, του Οδυσσέα ταίρι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης,
μην αναβάλλεις άλλο σ᾽ αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
γιατί θα τους προλάβει ο Οδυσσέας πανούργος και θα βρεθεί
εδώ, προτού πιάσουν αυτοί στα χέρια τους το τορνεμένο τόξο,
προτού τεντώσουν τη χορδή, προτού το βέλος τους περάσει
τ᾽ ατσάλινα πελέκια.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, αν θες, μπορείς μέσα σ᾽ αυτή την κάμαρη, κοντά μου
590 καθισμένος, ν᾽ ανακουφίζεις την ψυχή μου με τα λόγια σου — δεν θα ᾽κλεινε
τα βλέφαρά μου ο ύπνος. Αλλά δεν γίνεται να ξαγρυπνούν
για πάντα οι άνθρωποι· έτσι το όρισαν για τους θνητούς οι αθάνατοι,
μοίρα του καθενός πάνω στη γη, που μας χαρίζει τα γεννήματά της.
Εγώ τώρα θ᾽ ανέβω στο υπερώο, θα πέσω στο κρεβάτι μου,
ευνή των στεναγμών μου, στα δάκρυα μουσκεμένη,
αφότου ο Οδυσσέας έφυγε να πάει στο ακατονόμαστο εκείνο Κακοΐλιο.
Εκεί πηγαίνω να πλαγιάσω εγώ, εσύ πλάγιασε εδώ,
μέσα στο σπίτι μου· στρώσε, αν θες, κατάχαμα, αλλιώς θα πω
να σου ετοιμάσουνε κρεβάτι.»
600 Έτσι μιλώντας, πήρε στο φωτεινό υπερώο ν᾽ ανεβαίνει —
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν κι οι άλλες παρακόρες.
Κι όταν ανέβηκε στην κάμαρή της με τις βάγιες,
στο κλάμα πάλι παραδόθηκε, τον Οδυσσέα θρηνώντας, τον αγαπημένο της,
ωσότου η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, στα βλέφαρά της
στάλαξε νήδυμο ύπνο.
Ανταποκρίθηκε τότε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ω δέσποινά μου, δεν υπάρχει τρόπος άλλη το όνειρό σου
εξήγηση να βρει· αφού το εξήγησε ο Οδυσσέας ο ίδιος, είπε
το πώς θα βγει. Όλεθρος κιόλας φανερώνεται για τους μνηστήρες όλους,
κανείς δεν θα γλιτώσει τον φονικό του θάνατο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, με φρόνηση και γνώση:
560 «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, όμως
δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
Δυο πύλες έχουν τα όνειρα, σκιές ανήμπορες,
τη μια από κέρατο, την άλλη από φίλντισι φτιαγμένη:
όποια απ᾽ τη φιλντισένια πύλη βγαίνουν που γυαλίζει,
μας ξεγελούν και ψεύτικα μηνύματα μας φέρνουν·
εκείνα όμως που περνούν θυρόφυλλα από γυαλισμένο κέρατο, αυτά
εκπληρώνονται, όποιος τα ονειρευτεί στον ύπνο του.
Όσο για το δικό μου, όνειρο τρομερό, φοβάμαι πως δεν πέρασε
από την πύλη αυτή — κάτι που θα ᾽φερνε αγαλλίαση
σ᾽ εμένα και στον γιο μου.
570 Μα τώρα θέλω κάτι άλλο να σου πω, κι εσύ βάλ᾽ το στον νου σου:
αύριο φτάνει η καταραμένη αυγή, αυτή θα με χωρίσει
από του Οδυσσέα το σπίτι. Το έχω αποφασίσει, θα στήσω
αγώνισμα με τα πελέκια — αυτά που εκείνος έστηνε
μέσα σε τούτο το παλάτι, δώδεκα στη σειρά, διχαλωτά
σαν καραβίσια ξύλα, κι από μακριά τοξεύοντας, το βέλος του
πέρα για πέρα όλα τα περνούσε.
Τώρα λοιπόν θα βάλω στους μνηστήρες το άθλημα,
κι όποιος με δίχως ζόρι τεντώσει στις παλάμες του το τόξο
και κατορθώσει να περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια,
μ᾽ αυτόν θα πάω, πίσω θ᾽ αφήσω το γαμήλιο σπίτι,
580 πανέμορφο στ᾽ αλήθεια και με τόσα πλούτη —
θα το θυμάμαι κάποτε, θα το φαντάζομαι μόνο στα όνειρά μου.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Γυναίκα σεβαστή, του Οδυσσέα ταίρι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης,
μην αναβάλλεις άλλο σ᾽ αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
γιατί θα τους προλάβει ο Οδυσσέας πανούργος και θα βρεθεί
εδώ, προτού πιάσουν αυτοί στα χέρια τους το τορνεμένο τόξο,
προτού τεντώσουν τη χορδή, προτού το βέλος τους περάσει
τ᾽ ατσάλινα πελέκια.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Ξένε, αν θες, μπορείς μέσα σ᾽ αυτή την κάμαρη, κοντά μου
590 καθισμένος, ν᾽ ανακουφίζεις την ψυχή μου με τα λόγια σου — δεν θα ᾽κλεινε
τα βλέφαρά μου ο ύπνος. Αλλά δεν γίνεται να ξαγρυπνούν
για πάντα οι άνθρωποι· έτσι το όρισαν για τους θνητούς οι αθάνατοι,
μοίρα του καθενός πάνω στη γη, που μας χαρίζει τα γεννήματά της.
Εγώ τώρα θ᾽ ανέβω στο υπερώο, θα πέσω στο κρεβάτι μου,
ευνή των στεναγμών μου, στα δάκρυα μουσκεμένη,
αφότου ο Οδυσσέας έφυγε να πάει στο ακατονόμαστο εκείνο Κακοΐλιο.
Εκεί πηγαίνω να πλαγιάσω εγώ, εσύ πλάγιασε εδώ,
μέσα στο σπίτι μου· στρώσε, αν θες, κατάχαμα, αλλιώς θα πω
να σου ετοιμάσουνε κρεβάτι.»
600 Έτσι μιλώντας, πήρε στο φωτεινό υπερώο ν᾽ ανεβαίνει —
δεν ήταν μόνη, τη συνόδευαν κι οι άλλες παρακόρες.
Κι όταν ανέβηκε στην κάμαρή της με τις βάγιες,
στο κλάμα πάλι παραδόθηκε, τον Οδυσσέα θρηνώντας, τον αγαπημένο της,
ωσότου η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, στα βλέφαρά της
στάλαξε νήδυμο ύπνο.