Αποχαιρετώντας την Αλεξάνδρεια
Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.
Αγαπημένε φίλε μου, δεν πάνε πολλές ημέρες που στερηθήκαμε ο ένας την παρέα του άλλου, που τόσο ποθούσαμε, και πριν καλά καλά αφήσω τη γη της Αιγύπτου νιώθω την ανάγκη να σου γράψω. Κι αν δεν γνώρισα ακόμη πολιτείες πολλές και θαυμαστές, ίσως κι επειδή δεν τις γνώρισα ακόμη, στον νου μου γυροφέρνω την πόλη που άφησα, την αγαπημένη μας Αλεξάνδρεια, και τα πρόσωπα που άφησα - πάνω απ᾽ όλους εσένα. Προσπαθώ να αποδιώξω τις τόσο έντονες στιγμές της προετοιμασίας του ταξιδιού και του αποχαιρετισμού. Οι εικόνες τους όμως δεν μ᾽ αφήνουν. Μου φαίνεται πως αν δεν τις τακτοποιήσω κάπως στο μυαλό μου, αν δεν σου μιλήσω γι᾽ αυτές (έστω και μέσα από ένα γράμμα), δεν θα τις ξεπεράσω. Κι έχω τόσα πράγματα μπροστά μου να ζήσω, που δεν θέλω να κολλήσω στα παλιά.
Να ξεκινήσω από το τέλος, από το πώς ξεκίνησα και για πού. Το είχαμε συμφωνήσει να πάμε μαζί στην πρωτεύουσα, τη Ρώμη - να επισκεφθούμε τις φιλοσοφικές της σχολές, να μπούμε συστημένοι στον κύκλο του Κορνηλίου Βικτωρίνου για να γνωρίσουμε λόγιους και καλλιτέχνες, αλλά, μεταξύ μας, και για να πάρουμε μια γεύση από τη ζωή της Ρώμης. Όχι ότι η ζωή των Αλεξανδρινών έχει να ζηλέψει τίποτε! Χρήματα είχαμε (οι γονείς μας είχαν, αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται;), είχαμε και χρόνο. Τέσσερα πόδια δυνατά και πολλή όρεξη για το μακρινό ταξίδι. Αυτό το σπάσιμο του ποδιού σε έριξε στο κρεβάτι και μας χάλασε τα κοινά σχέδια.
Εγώ έπρεπε όμως να φύγω: η ψυχή μου είχε ετοιμαστεί από καιρό για τον απόπλου. Είθε τον δεύτερο πλου, το δεύτερο ταξίδι, να το κάνουμε μαζί, σ᾽ ένα καράβι ή σε κάποιο διάλογο. Τώρα, αναγκαστικά θα κάνεις το δικό μου ταξίδι από το παράθυρο, διαβάζοντας, όσο μπορείς να σηκώνεσαι, τα γράμματα που υποσχέθηκα να σου στέλνω από κάθε σταθμό. Όπως θα έλεγε ο δάσκαλός μας ο Αρποκρατίων, κάποιος λόγος θα υπάρχει που εσύ έμεινες πίσω - ας ακολουθήσουμε το θέλημα της φύσης.
Θα αναρωτιέσαι, φίλε μου Λεύκιε, γιατί τελευταία στιγμή δεν μπάρκαρα με το πλοίο και προτίμησα τη στεριά. Είχαμε εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης από τον έπαρχο, κανονίσαμε την επιβίβαση, πληρώσαμε τον ναύλο (κατάστρωμα, όχι καμπίνα - ό,τι και να έλεγαν οι γονείς μας), μαζέψαμε και τις προμήθειες. Όταν έμεινα μόνος, σκέφτηκα: γιατί να κλειστώ καλοκαιριάτικα σ᾽ ένα εμπορικό καράβι χωρίς τον φίλο μου για δυο μήνες, ίσως και περισσότερο; Το καράβι θα πήγαινε στη Ρώμη κάνοντας μεγάλο κύκλο και με τον άνεμο κόντρα. Τη μοναξιά δεν τη συνήθισα, ούτε τα κύματα της θάλασσας. Κι έτσι αποφάσισα να ταξιδέψω από την ξηρά: έτσι κι αλλιώς, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
Χρειαζόμουν, πάντως, περισσότερες αποσκευές, ήδη το καταλαβαίνω όταν στρώνω να κοιμηθώ και νιώθω άβολα - μου λείπουν αρκετά πράγματα. Αλλά τόσο με συνεπήρε η λαχτάρα, που φόρτωσα στο δίτροχο ό,τι ήταν έτοιμο κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια.
Κι έπειτα σκόρπισε η παρέα, κι εγώ κίνησα κατά την Ανατολή.
Με τη βοήθεια των θεών όλα θα πάνε καλά. Ξέχασα να σου πω (που σ᾽ αρέσουν αυτά και τους δίνεις σημασία) ότι είδα στον ύπνο μου προτού ξεκινήσω έναν γάιδαρο. Καλό σημάδι, έτσι; Σίγουρο το ταξίδι, αλλά αργό. Μα δεν βιάζομαι να φτάσω. Θα περάσω από την Ελλάδα: Αθήνα, Δελφοί, Κόρινθος, Ολυμπία· λέω κι από τη Ρόδο, την πατρίδα του αγαπημένου σου φιλοσόφου, του Παναίτιου. (Μα τι του βρήκες; Έστω να σ᾽ άρεσε ο Ζήνων - αλλά ο Παναίτιος; Νερό στον οίνο ρίχνουμε, δεν νερώνουμε όμως και τη γνήσια ηθική του ιδρυτή της Στοάς, όπως έκανε ο Ρόδιος.) Κι αν μπορέσω, θα φτάσω ως τη «Χώρα του Ομήρου», την Τροία. Σταματώ, μη με ζηλέψεις παραπάνω - εσύ που έχεις για αρετή την απάθεια.
Ώσπου να φτάσω στην Καισαρεία της Παλαιστίνης πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η έρημος καίει και τα πανδοχεία σπανίζουν. Ευτυχώς έχω πολύ ψωμί και κρασί. Έχω και δυο τρία βιβλία μαζί. Όχι φιλοσοφικά. Υπάρχουν κι άλλες χαρές στη ζωή…
Ας γίνει αυτό το ταξίδι μου θεωρίης ένεκεν, χωρίς ανάγκη για δουλειά (να ᾽σαι καλά, πατέρα), μόνο προσκύνημα σε ιερά και μαντεία, γνωριμία με τους ανθρώπους και τις πόλεις, ένα οδοιπορικό στη φιλοσοφία - κι ας καταλήξω όποτε να ᾽ναι στη Ρώμη.
Να ᾽σαι ευτυχισμένος.
Η φιλοσοφική λίθος - Ανηφορίζοντας στα Οινόανδα
Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.
Φίλτατε φίλε μου, το ταξίδι μου πάει καλά· τα απρόοπτα λίγα, και συνήθως ευχάριστα. Πέρασαν πολλές μέρες από όταν σου έγραψα τελευταία φορά, αλλά δεν μου έμενε χρόνος: πούλησα το δίτροχο προτού φύγω από την Αντιόχεια και συνέχισα με δύο άλογα, το ένα για τις αποσκευές. Διέσχισα την Κιλικία, την Παμφυλία και τη Λυκία χωρίς πολλούς σταθμούς, και τώρα κάθομαι στις αποβάθρες της Ρόδου. Βρήκα κι ένα πλοίο που πάει Αλεξάνδρεια και είπα να σου στείλω στα γρήγορα ένα γράμμα για κάτι πραγματικά αναπάντεχο και φιλοσοφικά προκλητικό.
Βρισκόμασταν στα Πάταρα, ένα λιμάνι στις ακτές της Λυκίας, μια παρέα ταξιδιωτών που συνταιριάσαμε εδώ και μέρες. Αναρωτιόμασταν αν θα παίρναμε καράβι για τη Ρόδο ή θα επισκεπτόμασταν πρώτα την Ξάνθο, να βλέπαμε και το επιτάφιο μνημείο των Νηρηίδων - καθότι φιλότεχνοι. Ένας της παρέας, κάποιος Λάνης από την κοντινή Απολλωνία, έριξε την ιδέα να ανεβούμε σε μια μικρή πόλη προς το εσωτερικό της χώρας, τα Οινόανδα. «Αξίζει να θυσιάσετε μια μέρα από το ταξίδι. Ειδικά εσύ, Λεύκιε, που τόσο αγαπάς τη φιλοσοφία.»
Περάσαμε από την Ξάνθο και με το ομώνυμο ποτάμι στ᾽ αριστερά μας προχωρήσαμε στην ενδοχώρα. Μετά από ώρες φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού και ανηφορίσαμε τον δρόμο για την κορυφή. Ήμασταν κατάκοποι, αλλά το θέαμα μας αντάμειψε: μια μικρή πόλη, με αγορά, δημόσια κτίρια, θέατρο ψηλά στο βουνό και κάπου στο κέντρο ένας μακρύς τοίχος, περισσότερο από 10 πόδια ψηλός. Πλησιάσαμε από περιέργεια, και δεν μπορείς να φανταστείς τι είχαν σκαλίσει στην πέτρα: μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας! Πάνω στη βάση ήταν χτισμένες οι πέτρες σε εφτά ζώνες, η καθεμιά με άλλο θέμα: κάτω κάτω οι Κύριες δόξεςτου Επίκουρου και κείμενα για την ηθική, στη δεύτερη ζώνη η φυσική, και με τη σειρά επιστολές, φράσεις-αξιώματα και πάνω πάνω σκέψεις για τα γηρατειά.
Δεν ήταν τίποτε καινούργιο: ο ατομισμός, οι αδιάφοροι θεοί, η ηδονή, η φιλία. Όλα τους γνωστά, αν και πολλά δεν το αξίζουν. Αυτό δεν καταλαβαίνω με τους επικούρειους: έχουν μείνει απομονωμένοι από τις άλλες φιλοσοφικές Σχολές, σχεδόν δεν ασχολούμαστε μαζί τους (ο Πλούταρχος τους αποστόμωσε), και αυτοί συνεχίζουν απτόητοι! Έχουν ένα αξιοζήλευτο δέσιμο μεταξύ τους, όπου κι αν βρεθούν, ασάλευτη πίστη στα δόγματά τους και σεβασμό υπέρμετρο στον ιδρυτή της Σχολής, τον Επίκουρο. Οι κοινότητές τους επικοινωνούν τακτικά μεταξύ τους και συντρέχουν η μία την άλλη και οικονομικά. Αυτοί στα Οινόανδα έχουν επαφές όχι μόνο με τη Ρόδο, αλλά και με την Αθήνα, τη Χαλκίδα και τη Θήβα. Για μας, Λεύκιε, Πλατωνικούς ή Στωικούς, μπορεί να είναι απαράδεκτη η ηθική τους φιλοσοφία. Αν συγκρίνουμε όμως τον τρόπο (πες τον απλό και μονοκόμματο) που ζουν αρκετοί από τους Επικούρειους με τη ζωή πολλών Στωικών, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η δική μας πλευρά άλλα λέει και άλλα κάνει.
Άραγε, θα μείνει όρθια στους αιώνες αυτή η πέτρα της φιλοσοφίας ή θα γκρεμιστεί με τον καιρό ή από κανένα σεισμό; Οι κακόπιστοι θα έλεγαν ότι έτσι αμετακίνητη που είναι εδώ και αιώνες η επικούρεια φιλοσοφία τής ταιριάζει που απολιθώθηκε σε ένα ξεχασμένο πόλισμα της Λυκίας. Εγώ οπαδός αυτών των αποσυνάγωγων ηδονιστών δεν είμαι - όλοι μας, Πλατωνικοί, Στωικοί, Έλληνες, Ιουδαίοι, χριστιανοί, τους περιφρονούμε. Αλλά δεν αρνούμαι ότι η πράξη αυτή του Διογένη, να σκαλίσει αυτή την τεράστια επιγραφή, με συγκίνησε.
Σ᾽ αφήνω με τα δικά του λόγια [απόσπ. 3], όπως τα θυμάμαι· λόγια που ο καθένας μας θα υπέγραφε: «Τώρα πια που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου και όπου να ᾽ναι θα πεθάνω από γηρατειά, θέλησα, μη με προλάβει ο θάνατος, να βοηθήσω ανθρώπους με νου και κρίση. Δεν είναι μόνον ένας ή δύο οι άνθρωποι που δυστυχούν, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν άρρωστοι με ψεύτικες ιδέες. Και το δίκαιο είναι να βοηθήσω όχι μόνο αυτούς αλλά και όσους ζήσουν μετά από μένα (γιατί κι εκείνοι δικοί μου άνθρωποι είναι, κι ας μην έχουν γεννηθεί ακόμη) καθώς και τους ξένους που έρχονται στα μέρη μας· είναι πράξη αγάπης να τους βοηθάς. Επειδή, λοιπόν, απευθύνομαι σ᾽ όλους αυτούς με το σύγγραμμά μου, εκμεταλλεύτηκα αυτόν εδώ τον χώρο για να εκθέσω στον κόσμο τα φάρμακα που φέρνουν τη σωτηρία, φάρμακα που έχω δοκιμάσει στη ζωή» - και εννοεί τη φιλοσοφία.
Είθε να υγιαίνεις και να ευτυχείς όσο γίνεται περισσότερο, ποθεινότατε φίλε Λεύκιε.
Ένας Αλεξανδρινός στη Ρώμη
Ο Μύρης στον Λεύκιο. Να περνάς χαλά.
Στο προηγούμενο γράμμα, Λεύκιε, σου είχα περιγράψει τον πνευματικό κύκλο του Βικτωρίνου, όπου πήγα συστημένος από τον αλεξανδρινό δάσκαλό μας. Τώρα που πέρασε ένας μήνας, θα σ᾽ το πω με δυο λέξεις: καμία σχέση μ᾽ εκείνο που περιμέναμε. Ο Παναίτιος ήταν στον κύκλο των Σκιπιώνων, ο μαθητής του Ποσειδώνιος συζητούσε με τον Κικέρωνα και τον Πομπήιο, κι εγώ ζω ανάμεσα σε κάτι παρακμασμένους Ρωμαίους, που τους έμεινε μόνο το παλιό καλό όνομα. Βέβαια, Παναίτιος εγώ δεν είμαι, αλλά και ο νέος μου κύκλος δεν συγκρίνεται με εκείνους τους παλιούς Ρωμαίους. Δεν λέω: έκαναν συστηματικές σπουδές, ξέρουν αρκετά πράγματα για τη φιλοσοφία, αλλά το μυαλό τους είναι στα θεάματα και στα συμπόσια, με ολίγη δόση ποίησης και φιλοσοφίας σαν κερασάκι στην τούρτα.
Πρέπει, ωστόσο, να δεχθώ ότι εδώ στη Ρώμη μπορείς να βρεις τα πάντα. Αφήνω τα άλλα, σ᾽ αφήνω να τα φανταστείς και ίσως επανέλθω σε άλλο γράμμα, και περνώ στη φιλοσοφία. Καυχιόμασταν για την Αλεξάνδρεια και τις σχολές της, αλλά το ομολογώ κι εγώ (που ξέρεις ότι δεν ήμουν ο πιο κοσμοπολίτης της παρέας) ότι εδώ είναι το κέντρο της πολιτικής εξουσίας, οι γνωριμίες παίζουν, όπως παντού και πάντα, ρόλο και όλοι προσπαθούν να μπουν σε κάποιο κύκλο, να αποκτήσουν κάποια δύναμη.
Δεν υπάρχει σημαντική φιλοσοφική κίνηση και οργανωμένη πνευματική ζωή. Υπάρχει όμως ένα κοινό ανοιχτό στους φιλοσόφους, οι μορφωμένοι γνωρίζουν ελληνικά - το θεωρούν αυτονόητο, για ν᾽ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Έχουν περάσει από εδώ φιλόσοφοι σαν τον πυθαγόρειο Νουμήνιο και τον αριστοτελικό Αλέξανδρο Αφροδισιέα.
Νέα τζάκια αναδείχθηκαν, όπως τόσο παραστατικά έλεγε ένας πεπειραμένος πολιτικός. Όλα αυτά τα χρόνια που βασιλεύουν, οι Σεβήροι προώθησαν δικούς τους ανθρώπους στον στρατό και στις πολιτικές θέσεις - κυρίως από την Αφρική και τη Συρία. Ο στρατός ανέβηκε κοινωνικά και τα φτωχότερα στρώματα ζουν στην εξαθλίωση. Το πλήρες όνομα του τωρινού αυτοκράτορα είναι Αλέξανδρος Σεβήρος Μάρκος Αυρήλιος, αλλά μόνο στο όνομα μοιάζει με τον στωικό αυτοκράτορα-φιλόσοφο. Εκείνη η εποχή των φιλελλήνων αυτοκρατόρων, του Αδριανού και του Μάρκου Αυρήλιου, μοιάζει όνειρο· πάει και δεν γυρίζει.
Αγαπημένε και προσφιλή μου φίλε, να σ᾽ έχει καλά η θεία πρόνοια και να υγιαίνεις πολλά χρόνια.
Γνωριμία με τον ρωμαϊκό στωικισμό
Μύρης στον Λεύκιο. Εὐ πράττειν.
Σ᾽ ευχαριστώ που μου γράφεις τόσο συχνά, γιατί έτσι μου φανερώνεις τον πραγματικό σου εαυτό, μ᾽ αυτό τον μοναδικό τρόπο που ξέρεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να λάβω γράμμα σου και να μη νιώσω αμέσως ότι είμαστε μαζί. Αν οι εικόνες των απόντων φίλων μας μάς ευχαριστούν, παρόλο που απλώς φρεσκάρουν τη μνήμη και ανακουφίζουν την επιθυμία με μια παρηγοριά ψεύτικη και κενή, πόσο πιο ευχάριστα είναι τα γράμματα, που μας φέρνουν ίχνη πραγματικά, σημάδια αληθινά των απόντων φίλων! Γιατί αυτό που είναι τόσο γλυκό όταν είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, δίνεται με το αποτύπωμα του χεριού του φίλου πάνω στο γράμμα.
Φίλε μου αγαπημένε, τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου (όσο κι αν ασκούμαι στη γραφή, το ύφος δεν βελτιώνεται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα), όμως εκφράζουν ακριβώς αυτά που νιώθω. Τα βρήκα σε μια επιστολή του Σενέκα, ενός παλιού φιλοσόφου που τον εκτιμούν πολύ εδώ στη Ρώμη. Τα λατινικά μου δεν είναι τόσο καλά, ώστε να τον διαβάζω άνετα. Θυμάμαι που με πείραζες στο σχολείο, όταν μάθαινα από στήθους τις συζυγίες και τα γερούνδια: «Νομίζεις ότι θα σου χρειαστούν; Μήπως θα γίνεις κρατικός υπάλληλος ή θα ζήσεις στη Ρώμη;» Τελικά, τα έμαθα μόνο για το σχολείο, και να που τώρα μου χρειάζονται… Τη μετάφρασή μου μην την κρίνεις αυστηρά λοιπόν.
Τώρα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολυκαταλάβει γιατί εκτιμούν τόσο τον Σενέκα· σίγουρα όχι για το ύφος του: είναι πολύ κοφτό και βαρυφορτωμένο. Δεν λέει και κάτι καινούργιο - αν και λέει πάρα πολλά. Έγραψε ως και τραγωδίες: αλλά γιατί να διαβάσω τον δικό του Οιδίποδα κι όχι του Σοφοκλή, ή τη δική του Μήδεια κι όχι του Ευριπίδη; Οι φιλόλογοι ας βρουν, τώρα ή κάποτε, ομοιότητες και διαφορές.
Εμάς μας ενδιαφέρει η φιλοσοφία, κι ο Σενέκας είναι μάλλον από τους λίγους Ρωμαίους που είπαν έστω κάτι στη φιλοσοφία. Προσωπικά, προτιμώ τον Κικέρωνα - επειδή ίσως καταγράφει πολλές απόψεις ελλήνων φιλοσόφων. Από τον Σενέκα κάπως με τράβηξε μια πραγματεία του Για τη θεία πρόνοια(μου θύμισε την ομότιτλη του Παναίτιου) και δύο παρηγορητικοί λόγοι του σε ανθρώπους που έχασαν κάποιον δικό τους. Αφήνω στην άκρη τις επιστολές του στον Λουκίλιο, που είναι πολλές και τις διαβάζω αυτές τις ημέρες.
Η λογική και η μεταφυσική λείπουν ολότελα, και για τα ζητήματα της φυσικής έχει αφιερώσει ένα έργο, που διαβάζεται ακόμη πολύ. Το βάρος πέφτει στην ηθική, κάτι αναμενόμενο από έναν νεότερο στωικό. Μην περιμένεις όμως τίποτε ανώτερο από τα τετριμμένα μιας πρακτικής φιλοσοφίας: τίποτε δεν μπορεί να βλάψει τον σοφό, όπως γενικότερα κανένα κακό δεν μπορεί να προσβάλει τον καλό άνθρωπο. Αυτό που μας φαίνεται δυστυχία, στην πραγματικότητα είναι δοκιμασία για τον άνθρωπο. Όλο συμβουλές για να συγκρατούμε τον θυμό μας και οδηγίες για μια ευτυχισμένη ζωή, όπως τη θέλει η Στοά.
Στους «παραμυθητικούς» λόγους του θα μείνω λίγο, γιατί εκεί φαίνεται όλη η προσπάθεια της φιλοσοφίας να θεραπεύσει τον άνθρωπο από κάθε λογής δεινά, από τα συναισθήματα που του γεννούν δυστυχίες, όπως ο θάνατος, η αρρώστια, η φτώχια, η εξορία, τα γηρατειά.
Ο Σενέκας δεν είναι ο πρώτος που βλέπει τη φιλοσοφία σαν «οδηγό της ψυχής» και τον φιλόσοφο σαν καθοδηγητή των μαθητών του, που τους διδάσκει πώς να ζουν σωστά και όχι πώς να μιλούν όμορφα. Έχει πίσω του (και ίσως μπροστά του, πάνω στο γραφείο του) μια σειρά από ανάλογα κείμενα «παραμυθίας»: Κικέρωνα, Παναίτιο, Ποσειδώνιο, που τους επαναλαμβάνουν ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος και άλλοι. Ο Σενέκας συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τα παλαιότερα επιχειρήματα και χρησιμοποιεί μια γλώσσα όχι αυστηρά φιλοσοφική. Κύριος σκοπός του δεν είναι να πείσει τον συνήθως καχύποπτο αναγνώστη, αλλά να παρηγορήσει αυτόν που υποφέρει.
Μια και σου μίλησα για τον Σενέκα, θα είναι αδικία να παραλείψω τον παλαιότερο και πολύ πιο σημαντικό Κικέρωνα· του πρέπει όμως ολόκληρη επιστολή.
Είθε οι θεοί να σου δίνουν ευημερία όλο τον χρόνο.
Ο φιλόσοφος μπροστά στην εξουσία και ο φιλόσοφος στην εξουσία: Σενέκας και Μάρκος Αυρήλιος
Ο Μύρης στον Λεύκιο.
Τώρα που τελείωσα τις επιστολές του Σενέκα, ώρα να στείλω τη δική μου σε σένα, φίλτατε Λεύκιε. Παραπονιέσαι ότι τα γράμματά μου είναι προχειρογραμμένα. Ποιος όμως μιλά τόσο προσεκτικά, παρά μόνο αν θέλει να ψιλολογεί; Προτιμώ να σου γράφω όπως θα σου μιλούσα, αν καθόμασταν μαζί ή αν περπατούσαμε - αυθόρμητα και άνετα. Τέτοια θέλω να είναι τα γράμματά μου, χωρίς επιτήδευση. Αν ήταν δυνατόν, θα προτιμούσα να δείχνω τα συναισθήματά μου, παρά να μιλώ γι᾽ αυτά.
Καλό; Ταιριάζει στην αρχή της επιστολής μου. Κι αυτό από τον Σενέκα το ξέκλεψα (ή από τον Κικέρωνα; Ξέχασα να το σημειώσω). Αντέγραψα μερικά ωραία, να τα έχω για κάθε περίσταση. Σε σένα τα χρησιμοποιώ με μέτρο, γιατί θα το καταλάβεις και θα με κοροϊδέψεις. Τα άλλα γράμματά μου είναι γεμάτα τέτοια παραθέματα. Κάνω καλή εντύπωση, και οι γονείς μου πείθονται ότι δεν πάνε χαμένα τόσα έξοδα για σπουδές στο εξωτερικό.
Στις επιστολές του, δημοσιευμένες με φροντίδα, ο Σενέκας καταπιάνεται με πολλά θέματα, χωρίς να λέει κάτι διαφορετικό από όσα ξέρουμε. Προσπαθεί να νουθετήσει τον αναγνώστη, για να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας που οδηγεί στην ευδαιμονία. Αυτός ο δρόμος είναι πορεία αγωνιστική που θέλει θάρρος και ισχυρή θέληση, διαρκή αυτοέλεγχο και απόσταση από τα υλικά αγαθά. Ωραία λόγια, που ο Σενέκας δεν τα έκανε πράξη.
Συμβουλές γραπτές έδινε όχι μόνο στον Λουκίλιο, στον οποίο απευθύνει τις επιστολές, αλλά και στον αυτοκράτορα: πρόσφερε μια πραγματεία του στον Νέρωνα, λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, και τον προέτρεπε να δείχνει μεγαλοψυχία!
Σαράντα κύματα πέρασε η ζωή του. Πίστευε ότι ο στωικός οφείλει να μετέχει στα δημόσια πράγματα και, συνεπής σ᾽ αυτό, επιδίωξε πολιτική σταδιοδρομία. Του έτυχαν αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος ή ο Κλαύδιος, αλλά και ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Προσκολλήθηκε σε αυτοκράτορες φαύλους και τελικά απέκτησε μεγάλη δύναμη, ειδικά επί Νέρωνος. Πολλοί τον κατέκριναν τον Σενέκα και τους δίνω δίκιο: ποιος φιλόσοφος συναναστράφηκε και συνεργάστηκε με τέτοιους τυράννους, ώστε να αυξήσει την περιουσία του κατά 300.000.000 σηστέρτιους μέσα σε τέσσερα χρόνια;
Το μόνο αντάξιο της φιλοσοφίας του μου φαίνεται ότι ήταν ο θάνατός του. Μπλέχτηκε σε μια αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Νέρωνα· τον διέταξαν να αυτοκτονήσει και το έκανε. Είχε γράψει κάτι ανάλογο: «Το δρομολόγιο ενός ταξιδιού μένει ανολοκλήρωτο, αν σταματήσεις στα μισά του δρόμου σου ή προτού φτάσεις στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησες. Η ζωή όμως σε καμιά στιγμή δεν μένει ανολοκλήρωτη, φτάνει μόνο να την έχεις ζήσει σωστά. Όπου και να τη σταματήσεις (αν τη σταματήσεις σωστά) η ζωή σου θα είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η ζωή· όλοι οι δούλοι σου ζουν, όλα τα ζώα σου ζουν. Να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, με σύνεση και με θάρρος - αυτό είναι το σπουδαίο.»
Αν ήταν να βάλω κάποιον δίπλα στον Σενέκα (ή μάλλον πιο πάνω), θα ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίοι και οι δύο, γόνοι ισχυρών οικογενειών, στωικοί φιλόσοφοι με λαμπρές σπουδές στη ρητορική και στη φιλοσοφία και με δασκάλους σαν τον Σωτίωνα και τον Ηρώδη τον Αττικό. Ο Σενέκας ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα πολιτικά πράγματα της Ρώμης και έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος από μικρός προοριζόταν για υψηλά αξιώματα και τελικά έγινε ανώτατος άρχοντας.
Από δω και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Ο Μάρκος Αυρήλιος αναζωογόνησε τη φιλοσοφία στο παραδοσιακό της κέντρο, την Αθήνα, όταν ίδρυσε και όρισε να επιδοτούνται από το δημόσιο έδρες των τεσσάρων φιλοσοφικών Σχολών (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια). Ενώ κατείχε το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα, έγραψε στοχασμούς προς τον εαυτό του, στα ελληνικά μάλιστα. Και έδειξε ότι η στωική διδασκαλία μπορεί στ᾽ αλήθεια να του προσφέρει ψυχική γαλήνη και παρηγοριά - ενώ χειριζόταν τις δύσκολες υποθέσεις μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Έβλεπε τον κόσμο, στωικός καθώς ήταν, σαν ένα σύνολο, και τον εαυτό του ως ένα μέλος που οφείλει να προσφέρει στο σύνολο. Και επιπλέον ως αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί ενιαίο το σύνολο (αλλά και το βασίλειό του - μην ξεχνιόμαστε). Ταυτόχρονα, καθώς ο κόσμος γύρω του άλλαζε, αυτή η λαχτάρα (αλλά και η δυνατότητα) προσφοράς εναλλασσόταν με το αίσθημα της παραίτησης - αυτός, ένας αυτοκράτορας, να τα αφήσει όλα για να βρει τη γαλήνη.
Στοχαστικός αλλά και άνθρωπος της πράξης, ο Μάρκος ήξερε να μην χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις. Το θυμίζει ξεκάθαρα στο Εις εαυτόν(10.16): «Μην κάθεσαι να συζητάς για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος. Γίνε τέτοιος άνθρωπος.»Κι αυτός μάλλον τα κατάφερε.
Φίλε μου Λεύκιε. Πολλά μου ήρθαν στο μυαλό εκτός από αυτά που σου έγραφα, αλλά πρέπει να ταμιεύσω μερικά να σου τα πω από κοντά.
Εκλεκτικισμός ή αποκλειστικότητα;
Ο Μύρης στον Λεύκιο. Σου εύχομαι υγεία στο σώμα και στην ψυχή.
Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ. Τι τα θες, Λεύκιε, τι τα θες; Καλά σ᾽ τα έλεγα εγώ. Ο αγαπημένος σου Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος έφεραν τους Ρωμαίους των ανώτερων τάξεων κοντά στη φιλοσοφία και συγκεκριμένα στη Στοά. Η δημοφιλία αυτή είχε κόστος για τη φιλοσοφία.
Δεν με πειράζουν τα πλατωνικά στοιχεία που εισήγαγαν, που χώρισε ο Ποσειδώνιος την ψυχή σε δύο μέρη, ένα καλό κι ένα κακό. Ταιριάζει, εξάλλου, και στην εποχή μας ο χωρισμός του κόσμου σε δύο επίπεδα - δες μόνο τις λατρείες που κυριαρχούν σήμερα: όλοι αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους. Ούτε νοιάζομαι που εγκατέλειψε ο Παναίτιος την άποψη ότι ο κόσμος τελικά εκπυρώνεται ή ότι υπάρχει μια συνεχής επανάληψη κοσμικών κύκλων.
Καλά έκαναν οι νέοι Στωικοί που έδωσαν τέτοια αξία στη γενική παιδεία και δεν έμειναν αποκλειστικά στη διδασκαλία των δικών τους δογμάτων, όπως οι Επικούρειοι. Κι εμείς χάρη σε μια τέτοια παιδεία μάθαμε και καταλάβαμε τόσα πράγματα: διδαχτήκαμε λογοτεχνία και μυθολογία, αλλά βρίσκαμε μέσα σ᾽ αυτές το βαθύτερο νόημά τους, χάρη στην αλληγορική ερμηνεία των κειμένων.
Το κλειδί όμως για τη διάδοση της Στοάς εδώ στη Ρώμη το βλέπω πια ξεκάθαρα: ήταν που ο Παναίτιος έκανε πιο προσιτό το ιδεώδες του σοφού, χαμήλωσε τον πήχυ που λέμε σήμερα. Χάθηκε η αυστηρότητα και υποστηρίχθηκε ότι ο ενάρετος βίος είναι δυνατός χωρίς μεγάλες θυσίες.
Εγώ αυτά, και συγχώρεσέ με, τα λέω συμβιβασμό. Σας φάνηκε δύσκολο να επιτευχθεί ο στωικός τρόπος ζωής και μειώσατε τις απαιτήσεις σας για να βρείτε οπαδούς, ή τέλος πάντων εκσυγχρονίσατε τη διδασκαλία σας ακολουθώντας τα αιτήματα των καιρών (αν σε ικανοποιεί περισσότερο η τελευταία διατύπωση). Και τι πετύχατε, κι εσείς αλλά και οι Κυνικοί; Οι φιλόσοφοί σας όχι απλώς συναναστράφηκαν με βασιλείς και τους έδωσαν συμβουλές (αυτό το έκανε και ο θεϊκός Πλάτων), αλλά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν την αυλή των ηγεμόνων δίπλα στους γελωτοποιούς, τους χορευτές, τις παλλακίδες και (πού είσαι Πλάτωνα!) τους ποιητές.
Καταλαβαίνω ότι στις μέρες μας, και εδώ και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όλοι είναι όλα. Για να γίνεις φιλόσοφος παίρνεις ό,τι σου ταιριάζει από τον καθένα: λίγο Πλάτωνα, λίγη Στοά, λίγο Πυθαγόρα, λίγο (πιο λίγο) Αριστοτέλη, μια πινελιά από Κυνικούς - μόνο οι Επικούρειοι μένουν εκτός. Και μήπως αντλούν από πρώτο χέρι; Κάθε άλλο: όπως στο σχολείο, όλοι διαβάζουν συλλογές και ανθολόγια κειμένων, εγχειρίδια και συνόψεις. Με λίγο κόπο μαθαίνουν λίγα πράγματα για όλες τις φιλοσοφίες. Έτσι που πάμε, αύριο θα εκδίδουν βιβλία Ο Πλάτωνας σε τρεις ώρες, Ο Αριστοτέλης για όλους, ή Πώς να γίνεις καλός στωικός σε δέκα μαθήματα. Όλα συμβαίνουν μέσα στις σχολές και μέσα στα βιβλία. Όμως δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους! Καλά τους τα έγραψε ο Αττικός στο έργο του Εναντίον όσων επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Πλάτωνα μέσω του Αριστοτέλη.
Κάτι λείπει, Λεύκιε, και αυτό το διαισθάνεσαι καλύτερα στη Ρώμη, όπου υπάρχουν τα πάντα: όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές του κόσμου. Σε προλαβαίνω: δεν θεωρώ άχρηστη την περιπλάνησή μου, είδα κι έμαθα πολλά. Έκλεισε κιόλας ένας χρόνος· καιρός να γυρίσω. Αλλά ο νόστος μου δεν είναι τόσο στην πατρίδα, είναι ένας γυρισμός στον ίδιο μου τον εαυτό, μια στροφή στην ψυχή μου. Δεν ήμουν κοσμοπολίτης όταν ξεκίνησα, ούτε έγινα τώρα που γυρνώ. Ο δικός μου τόπος είναι το μέσα μου· εκεί θέλω να πάω, εκεί θέλω να μείνω. Καλό το ταξίδι που μου έδωσε η φιλοσοφία. Αλλά κακά τα ψέματα: θέλω να φτάσω και κάπου.
Άσχετο: άκουσα ότι στην Αλεξάνδρεια άνοιξε σχολή ένας Αμμώνιος (το Σακκάς τι σημαίνει;), μυστήριος άνθρωπος και δυναμικός. Γιατί δεν μου το έγραψες; Προφανώς δεν θα είναι του γούστου σου, για σκληρός πλατωνικός περνιέται, αλλά στα τόσα που μου γράφεις εντύπωση μου κάνει αυτή η παράλειψη.
Και μια και το ᾽φερε η κουβέντα: εγώ όλο για φιλοσοφία σού γράφω κι εσύ τίποτε, λέξη! Μόνο για την υγεία γνωστών και φίλων, τις γιορτές, τον σεισμό. Ούτε μπαίνεις στον κόπο να αντιπαρατεθείς μαζί μου στα φιλοσοφικά! Τι τρέχει, Λεύκιε; Βαρέθηκες τη φιλοσοφία; Βαρέθηκες εμένα; Βρήκες άλλα ενδιαφέροντα και μου τα κρύβεις;
Έγραψα βιαστικά αυτή την επιστολή στο φως του λυχναριού, γι᾽ αυτό αν κάτι μου ξέφυγε μην το κρίνεις αυστηρά. Υγίαινε, φίλτατε Λεύκιε.
Και το πλοίο φεύγει…
Ο Μύρης χαιρετά τον Λεύκιο.
Έσχισα, φίλε μου, πολλούς παπύρους για να σου γράψω. Ένας έμεινε, ο τελευταίος. Θα σου γράψω ό,τι χωρέσει.
Έχεις δίκιο ότι ήμουν πολύ αυστηρός με τους Στωικούς και τους Κυνικούς. Ίσως όμως αν έμενες κι εσύ στη Ρώμη, θα μου έδινες κάποιο δίκιο, βλέποντάς τους να νοιάζονται απλώς για να υιοθετήσουν ένα στυλ ντυσίματος και φερσίματος. Έχεις δίκιο ότι αυτοαναγορεύτηκα κριτής των πάντων και δείχνω (ξέρω ότι θα ήθελες να γράψω: επιδεικνύω) υπερβολική σιγουριά για τις κρίσεις και τις ιδέες μου. Αν είναι κάτι να αλλάξει, θα αλλάξει. Ήδη έχω μετριάσει την εκτίμησή μου για τη φιλοσοφία των Ρωμαίων· έμαθα να μην τη συγκρίνω με την πλατωνική και την αριστοτελική σκέψη και να προσπαθώ να την αξιολογώ για αυτό που είναι η ίδια. Και είναι ωραίο που το συνειδητοποιώ τώρα που το πλοίο διαπλέει τα στενά της Μεσσήνης και αποχαιρετώ την Ιταλία.
Αλήθεια, όταν μου είχες ζητήσει να σου επιστρέψω τις επιστολές σου, φαντάστηκα ότι θα ήθελες να τις δημοσιεύσεις - μια και σε προηγούμενο γράμμα μου σου είχα αναφέρει ότι μερικοί Ρωμαίοι το έχουν κάνει. Πίστευα, βέβαια, ότι εσύ, τόσο τυπικός που είσαι, θα κρατούσες ένα βιβλίο αντιγραφής των γραμμάτων που στέλνεις. Ας είναι! Έψαξα, αλλά δεν τα βρήκα. Θα τα βρω όμως. Θα έχω τουλάχιστον μια πρόφαση να έρθω σπίτι σου για να σ᾽ τα δώσω και έτσι να σε δω. Άραγε, εσύ κρατάς τα δικά μου γράμματα; Όχι ότι αξίζουν κάτι, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι σου έδωσαν μια εικόνα του οδοιπορικού μου.
Εικάζω από τα λεγόμενά σου αλλά και από όσα αποσιωπάς ότι τώρα πια με αντιμετωπίζεις συγκαταβατικά. Δεν σχολιάζεις ούτε καν τα φιλοσοφικά ζητήματα που σου γράφω! Δεν θα ήθελα ούτε καν να σκεφτώ ότι όσο πλησιάζει η μέρα που θα γυρίσω τόσο απομακρύνεται η ελπίδα να σε δω. Οι μέρες στο πλοίο περνούν γρήγορα. Ο άνεμος φυσά ευνοϊκός από τον βορρά. Αλλά δεν έχω κέφι να μοιραστώ τίποτε και με κανέναν. Κρίμα, γιατί ταξιδεύω με ενδιαφέρουσα συντροφιά, από κάθε άποψη - καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Πριν το τέλος, η σιωπή είναι βασανιστική. Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά μια αλλόκοτη εντύπωση με κυρίευε. Αόριστα, αισθανόμουν σαν να ᾽φευγεν από κοντά μου ο Λεύκιος και που γένομουν ξένος εγώ. Κι όμως ήταν ένα ταξίδι όπως το είχαμε φανταστεί μαζί - κι ακόμη καλύτερο. Δεν ξέρω πώς να κλείσω. Θα δανειστώ λόγια ξένα, κάποιου Νικολάου, ναυτικού και ποιητή:
Λεύκιε, νιώθω τώρα πὼς σ᾽ ἐκούρασα
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾽ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ᾽βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾽ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις.
Γράμμα τελευταίο και ανεπίδοτο
Μύρη, αδελφέ μου.
Τα γράμματά σου τα ᾽χω, φίλε πρώτε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι να ψάξω κάποιο καράβι που να έχει προορισμό το μέρος που βρισκόσουν, για να σου στείλω το γράμμα μου. Κι όταν κατέφθαναν τα δικά σου γράμματα, τα διάβαζα αμέσως, ενώ των άλλων τα άφηνα για άλλη μέρα.
Για το χάσμα που αισθάνεσαι ότι άνοιξε μεταξύ μας δεν φταίει ο χρόνος και η απόσταση, δεν φταις εσύ! Καλά κι ωραία όλα όσα μου έγραφες. Πολλά δεν τα είχα υποψιαστεί. Σε ζήλεψα λίγο· πολύ. Όμως δεν μπορώ άλλη τέτοια φιλοσοφία. Όχι άλλους περιπλανώμενους Κυνικούς που ξεγελούν τον κόσμο και κολακεύουν τους ισχυρούς, όχι άλλους Στωικούς που φτιάχνουν περιουσίες και ζητούν από τους άλλους να υποταχθούν στη μοίρα, όχι άλλους Επικούρειους που ζουν στον δικό τους κόσμο όπως και οι θεοί τους. Τέσσερα χρόνια στη Σχολή και μετά στις φιλοσοφικές συντροφιές μάθαμε τόσα (και δεν γνωρίζουμε ακόμη περισσότερα). Τι λογική, τι φυσική, τι μαθηματικά! Κάναμε εισαγωγή στον Πλάτωνα, διαβάσαμε προσεκτικά τους πιο σημαντικούς του διάλογους.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς θαυμάσιος
(ξέρω καὶ παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἂν πεῖς).
Και για τον Αμμώνιο που με ρωτάς, έχεις δίκιο: σ᾽ το έκρυψα. Απορώ, πάντως, πού άκουσες γι᾽ αυτόν. Κάποιος με πήγε στη Σχολή του, σχεδόν από όταν έφυγες. Δεν είναι καθόλου γνωστός, είναι όμως εξαιρετικός δάσκαλος. Δεν είναι τόσο πλατωνικός όσο θα τον ήθελες· μελετά εξίσου τον Αριστοτέλη. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί δεν είναι δημοφιλής στην Αλεξάνδρεια, πόσο μάλλον «περιώνυμος» που έγραψε ένας ποιητής της πόλης μας (εκτός κι αν τον ειρωνεύεται, κατά πώς συνηθίζει). Μαθητές έχει αρκετούς, ανάμεσά τους τον Ερρένιο, τον Θεοδόσιο και τον Ωριγένη. Μην τον μπερδέψεις με έναν άλλο Ωριγένη που ζει στα μέρη μας. Εκείνος ήταν αληθινός φιλόσοφος, όμως έγινε χριστιανός και μας άφησε. (Τι έχουν πάθει μερικά από τα καλύτερα μυαλά μας; Τι έχω αρχίσει να παθαίνω κι εγώ;) Άνοιξε πριν από χρόνια δική του σχολή, αλλά πριν από λίγο καιρό ο αρχιερέας της θρησκείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια.
Εδώ κι έναν μήνα ήρθε ένας καινούργιος σπουδαστής, λίγο μεγαλύτερός μας. Δεν μας αποκαλύπτει την ηλικία του ούτε την καταγωγή του, αλλά πρέπει να είναι γύρω στα εικοσιοκτώ. Μου έκανε αμέσως εντύπωση. Τον λένε Πλωτίνο και κατέληξε στον Αμμώνιο, αφού γύρισε ανικανοποίητος τις άλλες Σχολές. Έχει κάτι το ξεχωριστό. Αν δεν βαρεθεί και τη φιλοσοφία και τον Αμμώνιο Σακκά, έχει να μας δώσει πολλά.
Εγώ λέω να φύγω από τη Σχολή του - αρχίζω να νιώθω περαστικός από όλα, παρεπίδημος. Αν δεν με βρεις στο πατρικό σπίτι, μη με ψάξεις. Θα έχω ξεκινήσει το δικό μου ταξίδι, από εκεί που σταματήσαμε το προηγούμενο.
Τα γράμματά σου τα φυλάω. Εσύ μάλλον έχασες τα δικά μου, αλλά δεν ήταν τίποτε το σημαντικό και δεν σε κακίζω: οι οδοιπόροι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχουσι. Μην ανησυχείς, δεν θα τα δημοσιεύσω. Θα τα κάνω ένα δέμα όλα (δυο τρία πρέπει να παράπεσαν), μαζί μ᾽ αυτό εδώ, το τελευταίο ανεπίδοτο γράμμα μου, και θα τα καταχώσω στην έρημο. Ποιος ξέρει; Μετά από χρόνια ίσως τύχει να τα βρει κάποιος, μονάκριβε Μύρη. Ας πιστέψουμε ότι θα τα διαβάσει, κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα βαρεθεί ούτε θα γελάσει.
Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.
Αγαπημένε φίλε μου, δεν πάνε πολλές ημέρες που στερηθήκαμε ο ένας την παρέα του άλλου, που τόσο ποθούσαμε, και πριν καλά καλά αφήσω τη γη της Αιγύπτου νιώθω την ανάγκη να σου γράψω. Κι αν δεν γνώρισα ακόμη πολιτείες πολλές και θαυμαστές, ίσως κι επειδή δεν τις γνώρισα ακόμη, στον νου μου γυροφέρνω την πόλη που άφησα, την αγαπημένη μας Αλεξάνδρεια, και τα πρόσωπα που άφησα - πάνω απ᾽ όλους εσένα. Προσπαθώ να αποδιώξω τις τόσο έντονες στιγμές της προετοιμασίας του ταξιδιού και του αποχαιρετισμού. Οι εικόνες τους όμως δεν μ᾽ αφήνουν. Μου φαίνεται πως αν δεν τις τακτοποιήσω κάπως στο μυαλό μου, αν δεν σου μιλήσω γι᾽ αυτές (έστω και μέσα από ένα γράμμα), δεν θα τις ξεπεράσω. Κι έχω τόσα πράγματα μπροστά μου να ζήσω, που δεν θέλω να κολλήσω στα παλιά.
Να ξεκινήσω από το τέλος, από το πώς ξεκίνησα και για πού. Το είχαμε συμφωνήσει να πάμε μαζί στην πρωτεύουσα, τη Ρώμη - να επισκεφθούμε τις φιλοσοφικές της σχολές, να μπούμε συστημένοι στον κύκλο του Κορνηλίου Βικτωρίνου για να γνωρίσουμε λόγιους και καλλιτέχνες, αλλά, μεταξύ μας, και για να πάρουμε μια γεύση από τη ζωή της Ρώμης. Όχι ότι η ζωή των Αλεξανδρινών έχει να ζηλέψει τίποτε! Χρήματα είχαμε (οι γονείς μας είχαν, αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται;), είχαμε και χρόνο. Τέσσερα πόδια δυνατά και πολλή όρεξη για το μακρινό ταξίδι. Αυτό το σπάσιμο του ποδιού σε έριξε στο κρεβάτι και μας χάλασε τα κοινά σχέδια.
Εγώ έπρεπε όμως να φύγω: η ψυχή μου είχε ετοιμαστεί από καιρό για τον απόπλου. Είθε τον δεύτερο πλου, το δεύτερο ταξίδι, να το κάνουμε μαζί, σ᾽ ένα καράβι ή σε κάποιο διάλογο. Τώρα, αναγκαστικά θα κάνεις το δικό μου ταξίδι από το παράθυρο, διαβάζοντας, όσο μπορείς να σηκώνεσαι, τα γράμματα που υποσχέθηκα να σου στέλνω από κάθε σταθμό. Όπως θα έλεγε ο δάσκαλός μας ο Αρποκρατίων, κάποιος λόγος θα υπάρχει που εσύ έμεινες πίσω - ας ακολουθήσουμε το θέλημα της φύσης.
Θα αναρωτιέσαι, φίλε μου Λεύκιε, γιατί τελευταία στιγμή δεν μπάρκαρα με το πλοίο και προτίμησα τη στεριά. Είχαμε εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης από τον έπαρχο, κανονίσαμε την επιβίβαση, πληρώσαμε τον ναύλο (κατάστρωμα, όχι καμπίνα - ό,τι και να έλεγαν οι γονείς μας), μαζέψαμε και τις προμήθειες. Όταν έμεινα μόνος, σκέφτηκα: γιατί να κλειστώ καλοκαιριάτικα σ᾽ ένα εμπορικό καράβι χωρίς τον φίλο μου για δυο μήνες, ίσως και περισσότερο; Το καράβι θα πήγαινε στη Ρώμη κάνοντας μεγάλο κύκλο και με τον άνεμο κόντρα. Τη μοναξιά δεν τη συνήθισα, ούτε τα κύματα της θάλασσας. Κι έτσι αποφάσισα να ταξιδέψω από την ξηρά: έτσι κι αλλιώς, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.
Χρειαζόμουν, πάντως, περισσότερες αποσκευές, ήδη το καταλαβαίνω όταν στρώνω να κοιμηθώ και νιώθω άβολα - μου λείπουν αρκετά πράγματα. Αλλά τόσο με συνεπήρε η λαχτάρα, που φόρτωσα στο δίτροχο ό,τι ήταν έτοιμο κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια.
Κι έπειτα σκόρπισε η παρέα, κι εγώ κίνησα κατά την Ανατολή.
Με τη βοήθεια των θεών όλα θα πάνε καλά. Ξέχασα να σου πω (που σ᾽ αρέσουν αυτά και τους δίνεις σημασία) ότι είδα στον ύπνο μου προτού ξεκινήσω έναν γάιδαρο. Καλό σημάδι, έτσι; Σίγουρο το ταξίδι, αλλά αργό. Μα δεν βιάζομαι να φτάσω. Θα περάσω από την Ελλάδα: Αθήνα, Δελφοί, Κόρινθος, Ολυμπία· λέω κι από τη Ρόδο, την πατρίδα του αγαπημένου σου φιλοσόφου, του Παναίτιου. (Μα τι του βρήκες; Έστω να σ᾽ άρεσε ο Ζήνων - αλλά ο Παναίτιος; Νερό στον οίνο ρίχνουμε, δεν νερώνουμε όμως και τη γνήσια ηθική του ιδρυτή της Στοάς, όπως έκανε ο Ρόδιος.) Κι αν μπορέσω, θα φτάσω ως τη «Χώρα του Ομήρου», την Τροία. Σταματώ, μη με ζηλέψεις παραπάνω - εσύ που έχεις για αρετή την απάθεια.
Ώσπου να φτάσω στην Καισαρεία της Παλαιστίνης πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η έρημος καίει και τα πανδοχεία σπανίζουν. Ευτυχώς έχω πολύ ψωμί και κρασί. Έχω και δυο τρία βιβλία μαζί. Όχι φιλοσοφικά. Υπάρχουν κι άλλες χαρές στη ζωή…
Ας γίνει αυτό το ταξίδι μου θεωρίης ένεκεν, χωρίς ανάγκη για δουλειά (να ᾽σαι καλά, πατέρα), μόνο προσκύνημα σε ιερά και μαντεία, γνωριμία με τους ανθρώπους και τις πόλεις, ένα οδοιπορικό στη φιλοσοφία - κι ας καταλήξω όποτε να ᾽ναι στη Ρώμη.
Να ᾽σαι ευτυχισμένος.
Η φιλοσοφική λίθος - Ανηφορίζοντας στα Οινόανδα
Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.
Φίλτατε φίλε μου, το ταξίδι μου πάει καλά· τα απρόοπτα λίγα, και συνήθως ευχάριστα. Πέρασαν πολλές μέρες από όταν σου έγραψα τελευταία φορά, αλλά δεν μου έμενε χρόνος: πούλησα το δίτροχο προτού φύγω από την Αντιόχεια και συνέχισα με δύο άλογα, το ένα για τις αποσκευές. Διέσχισα την Κιλικία, την Παμφυλία και τη Λυκία χωρίς πολλούς σταθμούς, και τώρα κάθομαι στις αποβάθρες της Ρόδου. Βρήκα κι ένα πλοίο που πάει Αλεξάνδρεια και είπα να σου στείλω στα γρήγορα ένα γράμμα για κάτι πραγματικά αναπάντεχο και φιλοσοφικά προκλητικό.
Βρισκόμασταν στα Πάταρα, ένα λιμάνι στις ακτές της Λυκίας, μια παρέα ταξιδιωτών που συνταιριάσαμε εδώ και μέρες. Αναρωτιόμασταν αν θα παίρναμε καράβι για τη Ρόδο ή θα επισκεπτόμασταν πρώτα την Ξάνθο, να βλέπαμε και το επιτάφιο μνημείο των Νηρηίδων - καθότι φιλότεχνοι. Ένας της παρέας, κάποιος Λάνης από την κοντινή Απολλωνία, έριξε την ιδέα να ανεβούμε σε μια μικρή πόλη προς το εσωτερικό της χώρας, τα Οινόανδα. «Αξίζει να θυσιάσετε μια μέρα από το ταξίδι. Ειδικά εσύ, Λεύκιε, που τόσο αγαπάς τη φιλοσοφία.»
Περάσαμε από την Ξάνθο και με το ομώνυμο ποτάμι στ᾽ αριστερά μας προχωρήσαμε στην ενδοχώρα. Μετά από ώρες φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού και ανηφορίσαμε τον δρόμο για την κορυφή. Ήμασταν κατάκοποι, αλλά το θέαμα μας αντάμειψε: μια μικρή πόλη, με αγορά, δημόσια κτίρια, θέατρο ψηλά στο βουνό και κάπου στο κέντρο ένας μακρύς τοίχος, περισσότερο από 10 πόδια ψηλός. Πλησιάσαμε από περιέργεια, και δεν μπορείς να φανταστείς τι είχαν σκαλίσει στην πέτρα: μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας! Πάνω στη βάση ήταν χτισμένες οι πέτρες σε εφτά ζώνες, η καθεμιά με άλλο θέμα: κάτω κάτω οι Κύριες δόξεςτου Επίκουρου και κείμενα για την ηθική, στη δεύτερη ζώνη η φυσική, και με τη σειρά επιστολές, φράσεις-αξιώματα και πάνω πάνω σκέψεις για τα γηρατειά.
Δεν ήταν τίποτε καινούργιο: ο ατομισμός, οι αδιάφοροι θεοί, η ηδονή, η φιλία. Όλα τους γνωστά, αν και πολλά δεν το αξίζουν. Αυτό δεν καταλαβαίνω με τους επικούρειους: έχουν μείνει απομονωμένοι από τις άλλες φιλοσοφικές Σχολές, σχεδόν δεν ασχολούμαστε μαζί τους (ο Πλούταρχος τους αποστόμωσε), και αυτοί συνεχίζουν απτόητοι! Έχουν ένα αξιοζήλευτο δέσιμο μεταξύ τους, όπου κι αν βρεθούν, ασάλευτη πίστη στα δόγματά τους και σεβασμό υπέρμετρο στον ιδρυτή της Σχολής, τον Επίκουρο. Οι κοινότητές τους επικοινωνούν τακτικά μεταξύ τους και συντρέχουν η μία την άλλη και οικονομικά. Αυτοί στα Οινόανδα έχουν επαφές όχι μόνο με τη Ρόδο, αλλά και με την Αθήνα, τη Χαλκίδα και τη Θήβα. Για μας, Λεύκιε, Πλατωνικούς ή Στωικούς, μπορεί να είναι απαράδεκτη η ηθική τους φιλοσοφία. Αν συγκρίνουμε όμως τον τρόπο (πες τον απλό και μονοκόμματο) που ζουν αρκετοί από τους Επικούρειους με τη ζωή πολλών Στωικών, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η δική μας πλευρά άλλα λέει και άλλα κάνει.
Άραγε, θα μείνει όρθια στους αιώνες αυτή η πέτρα της φιλοσοφίας ή θα γκρεμιστεί με τον καιρό ή από κανένα σεισμό; Οι κακόπιστοι θα έλεγαν ότι έτσι αμετακίνητη που είναι εδώ και αιώνες η επικούρεια φιλοσοφία τής ταιριάζει που απολιθώθηκε σε ένα ξεχασμένο πόλισμα της Λυκίας. Εγώ οπαδός αυτών των αποσυνάγωγων ηδονιστών δεν είμαι - όλοι μας, Πλατωνικοί, Στωικοί, Έλληνες, Ιουδαίοι, χριστιανοί, τους περιφρονούμε. Αλλά δεν αρνούμαι ότι η πράξη αυτή του Διογένη, να σκαλίσει αυτή την τεράστια επιγραφή, με συγκίνησε.
Σ᾽ αφήνω με τα δικά του λόγια [απόσπ. 3], όπως τα θυμάμαι· λόγια που ο καθένας μας θα υπέγραφε: «Τώρα πια που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου και όπου να ᾽ναι θα πεθάνω από γηρατειά, θέλησα, μη με προλάβει ο θάνατος, να βοηθήσω ανθρώπους με νου και κρίση. Δεν είναι μόνον ένας ή δύο οι άνθρωποι που δυστυχούν, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν άρρωστοι με ψεύτικες ιδέες. Και το δίκαιο είναι να βοηθήσω όχι μόνο αυτούς αλλά και όσους ζήσουν μετά από μένα (γιατί κι εκείνοι δικοί μου άνθρωποι είναι, κι ας μην έχουν γεννηθεί ακόμη) καθώς και τους ξένους που έρχονται στα μέρη μας· είναι πράξη αγάπης να τους βοηθάς. Επειδή, λοιπόν, απευθύνομαι σ᾽ όλους αυτούς με το σύγγραμμά μου, εκμεταλλεύτηκα αυτόν εδώ τον χώρο για να εκθέσω στον κόσμο τα φάρμακα που φέρνουν τη σωτηρία, φάρμακα που έχω δοκιμάσει στη ζωή» - και εννοεί τη φιλοσοφία.
Είθε να υγιαίνεις και να ευτυχείς όσο γίνεται περισσότερο, ποθεινότατε φίλε Λεύκιε.
Ένας Αλεξανδρινός στη Ρώμη
Ο Μύρης στον Λεύκιο. Να περνάς χαλά.
Στο προηγούμενο γράμμα, Λεύκιε, σου είχα περιγράψει τον πνευματικό κύκλο του Βικτωρίνου, όπου πήγα συστημένος από τον αλεξανδρινό δάσκαλό μας. Τώρα που πέρασε ένας μήνας, θα σ᾽ το πω με δυο λέξεις: καμία σχέση μ᾽ εκείνο που περιμέναμε. Ο Παναίτιος ήταν στον κύκλο των Σκιπιώνων, ο μαθητής του Ποσειδώνιος συζητούσε με τον Κικέρωνα και τον Πομπήιο, κι εγώ ζω ανάμεσα σε κάτι παρακμασμένους Ρωμαίους, που τους έμεινε μόνο το παλιό καλό όνομα. Βέβαια, Παναίτιος εγώ δεν είμαι, αλλά και ο νέος μου κύκλος δεν συγκρίνεται με εκείνους τους παλιούς Ρωμαίους. Δεν λέω: έκαναν συστηματικές σπουδές, ξέρουν αρκετά πράγματα για τη φιλοσοφία, αλλά το μυαλό τους είναι στα θεάματα και στα συμπόσια, με ολίγη δόση ποίησης και φιλοσοφίας σαν κερασάκι στην τούρτα.
Πρέπει, ωστόσο, να δεχθώ ότι εδώ στη Ρώμη μπορείς να βρεις τα πάντα. Αφήνω τα άλλα, σ᾽ αφήνω να τα φανταστείς και ίσως επανέλθω σε άλλο γράμμα, και περνώ στη φιλοσοφία. Καυχιόμασταν για την Αλεξάνδρεια και τις σχολές της, αλλά το ομολογώ κι εγώ (που ξέρεις ότι δεν ήμουν ο πιο κοσμοπολίτης της παρέας) ότι εδώ είναι το κέντρο της πολιτικής εξουσίας, οι γνωριμίες παίζουν, όπως παντού και πάντα, ρόλο και όλοι προσπαθούν να μπουν σε κάποιο κύκλο, να αποκτήσουν κάποια δύναμη.
Δεν υπάρχει σημαντική φιλοσοφική κίνηση και οργανωμένη πνευματική ζωή. Υπάρχει όμως ένα κοινό ανοιχτό στους φιλοσόφους, οι μορφωμένοι γνωρίζουν ελληνικά - το θεωρούν αυτονόητο, για ν᾽ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Έχουν περάσει από εδώ φιλόσοφοι σαν τον πυθαγόρειο Νουμήνιο και τον αριστοτελικό Αλέξανδρο Αφροδισιέα.
Νέα τζάκια αναδείχθηκαν, όπως τόσο παραστατικά έλεγε ένας πεπειραμένος πολιτικός. Όλα αυτά τα χρόνια που βασιλεύουν, οι Σεβήροι προώθησαν δικούς τους ανθρώπους στον στρατό και στις πολιτικές θέσεις - κυρίως από την Αφρική και τη Συρία. Ο στρατός ανέβηκε κοινωνικά και τα φτωχότερα στρώματα ζουν στην εξαθλίωση. Το πλήρες όνομα του τωρινού αυτοκράτορα είναι Αλέξανδρος Σεβήρος Μάρκος Αυρήλιος, αλλά μόνο στο όνομα μοιάζει με τον στωικό αυτοκράτορα-φιλόσοφο. Εκείνη η εποχή των φιλελλήνων αυτοκρατόρων, του Αδριανού και του Μάρκου Αυρήλιου, μοιάζει όνειρο· πάει και δεν γυρίζει.
Αγαπημένε και προσφιλή μου φίλε, να σ᾽ έχει καλά η θεία πρόνοια και να υγιαίνεις πολλά χρόνια.
Γνωριμία με τον ρωμαϊκό στωικισμό
Μύρης στον Λεύκιο. Εὐ πράττειν.
Σ᾽ ευχαριστώ που μου γράφεις τόσο συχνά, γιατί έτσι μου φανερώνεις τον πραγματικό σου εαυτό, μ᾽ αυτό τον μοναδικό τρόπο που ξέρεις. Δεν υπάρχει περίπτωση να λάβω γράμμα σου και να μη νιώσω αμέσως ότι είμαστε μαζί. Αν οι εικόνες των απόντων φίλων μας μάς ευχαριστούν, παρόλο που απλώς φρεσκάρουν τη μνήμη και ανακουφίζουν την επιθυμία με μια παρηγοριά ψεύτικη και κενή, πόσο πιο ευχάριστα είναι τα γράμματα, που μας φέρνουν ίχνη πραγματικά, σημάδια αληθινά των απόντων φίλων! Γιατί αυτό που είναι τόσο γλυκό όταν είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, δίνεται με το αποτύπωμα του χεριού του φίλου πάνω στο γράμμα.
Φίλε μου αγαπημένε, τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου (όσο κι αν ασκούμαι στη γραφή, το ύφος δεν βελτιώνεται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα), όμως εκφράζουν ακριβώς αυτά που νιώθω. Τα βρήκα σε μια επιστολή του Σενέκα, ενός παλιού φιλοσόφου που τον εκτιμούν πολύ εδώ στη Ρώμη. Τα λατινικά μου δεν είναι τόσο καλά, ώστε να τον διαβάζω άνετα. Θυμάμαι που με πείραζες στο σχολείο, όταν μάθαινα από στήθους τις συζυγίες και τα γερούνδια: «Νομίζεις ότι θα σου χρειαστούν; Μήπως θα γίνεις κρατικός υπάλληλος ή θα ζήσεις στη Ρώμη;» Τελικά, τα έμαθα μόνο για το σχολείο, και να που τώρα μου χρειάζονται… Τη μετάφρασή μου μην την κρίνεις αυστηρά λοιπόν.
Τώρα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολυκαταλάβει γιατί εκτιμούν τόσο τον Σενέκα· σίγουρα όχι για το ύφος του: είναι πολύ κοφτό και βαρυφορτωμένο. Δεν λέει και κάτι καινούργιο - αν και λέει πάρα πολλά. Έγραψε ως και τραγωδίες: αλλά γιατί να διαβάσω τον δικό του Οιδίποδα κι όχι του Σοφοκλή, ή τη δική του Μήδεια κι όχι του Ευριπίδη; Οι φιλόλογοι ας βρουν, τώρα ή κάποτε, ομοιότητες και διαφορές.
Εμάς μας ενδιαφέρει η φιλοσοφία, κι ο Σενέκας είναι μάλλον από τους λίγους Ρωμαίους που είπαν έστω κάτι στη φιλοσοφία. Προσωπικά, προτιμώ τον Κικέρωνα - επειδή ίσως καταγράφει πολλές απόψεις ελλήνων φιλοσόφων. Από τον Σενέκα κάπως με τράβηξε μια πραγματεία του Για τη θεία πρόνοια(μου θύμισε την ομότιτλη του Παναίτιου) και δύο παρηγορητικοί λόγοι του σε ανθρώπους που έχασαν κάποιον δικό τους. Αφήνω στην άκρη τις επιστολές του στον Λουκίλιο, που είναι πολλές και τις διαβάζω αυτές τις ημέρες.
Η λογική και η μεταφυσική λείπουν ολότελα, και για τα ζητήματα της φυσικής έχει αφιερώσει ένα έργο, που διαβάζεται ακόμη πολύ. Το βάρος πέφτει στην ηθική, κάτι αναμενόμενο από έναν νεότερο στωικό. Μην περιμένεις όμως τίποτε ανώτερο από τα τετριμμένα μιας πρακτικής φιλοσοφίας: τίποτε δεν μπορεί να βλάψει τον σοφό, όπως γενικότερα κανένα κακό δεν μπορεί να προσβάλει τον καλό άνθρωπο. Αυτό που μας φαίνεται δυστυχία, στην πραγματικότητα είναι δοκιμασία για τον άνθρωπο. Όλο συμβουλές για να συγκρατούμε τον θυμό μας και οδηγίες για μια ευτυχισμένη ζωή, όπως τη θέλει η Στοά.
Στους «παραμυθητικούς» λόγους του θα μείνω λίγο, γιατί εκεί φαίνεται όλη η προσπάθεια της φιλοσοφίας να θεραπεύσει τον άνθρωπο από κάθε λογής δεινά, από τα συναισθήματα που του γεννούν δυστυχίες, όπως ο θάνατος, η αρρώστια, η φτώχια, η εξορία, τα γηρατειά.
Ο Σενέκας δεν είναι ο πρώτος που βλέπει τη φιλοσοφία σαν «οδηγό της ψυχής» και τον φιλόσοφο σαν καθοδηγητή των μαθητών του, που τους διδάσκει πώς να ζουν σωστά και όχι πώς να μιλούν όμορφα. Έχει πίσω του (και ίσως μπροστά του, πάνω στο γραφείο του) μια σειρά από ανάλογα κείμενα «παραμυθίας»: Κικέρωνα, Παναίτιο, Ποσειδώνιο, που τους επαναλαμβάνουν ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος και άλλοι. Ο Σενέκας συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τα παλαιότερα επιχειρήματα και χρησιμοποιεί μια γλώσσα όχι αυστηρά φιλοσοφική. Κύριος σκοπός του δεν είναι να πείσει τον συνήθως καχύποπτο αναγνώστη, αλλά να παρηγορήσει αυτόν που υποφέρει.
Μια και σου μίλησα για τον Σενέκα, θα είναι αδικία να παραλείψω τον παλαιότερο και πολύ πιο σημαντικό Κικέρωνα· του πρέπει όμως ολόκληρη επιστολή.
Είθε οι θεοί να σου δίνουν ευημερία όλο τον χρόνο.
Ο φιλόσοφος μπροστά στην εξουσία και ο φιλόσοφος στην εξουσία: Σενέκας και Μάρκος Αυρήλιος
Ο Μύρης στον Λεύκιο.
Τώρα που τελείωσα τις επιστολές του Σενέκα, ώρα να στείλω τη δική μου σε σένα, φίλτατε Λεύκιε. Παραπονιέσαι ότι τα γράμματά μου είναι προχειρογραμμένα. Ποιος όμως μιλά τόσο προσεκτικά, παρά μόνο αν θέλει να ψιλολογεί; Προτιμώ να σου γράφω όπως θα σου μιλούσα, αν καθόμασταν μαζί ή αν περπατούσαμε - αυθόρμητα και άνετα. Τέτοια θέλω να είναι τα γράμματά μου, χωρίς επιτήδευση. Αν ήταν δυνατόν, θα προτιμούσα να δείχνω τα συναισθήματά μου, παρά να μιλώ γι᾽ αυτά.
Καλό; Ταιριάζει στην αρχή της επιστολής μου. Κι αυτό από τον Σενέκα το ξέκλεψα (ή από τον Κικέρωνα; Ξέχασα να το σημειώσω). Αντέγραψα μερικά ωραία, να τα έχω για κάθε περίσταση. Σε σένα τα χρησιμοποιώ με μέτρο, γιατί θα το καταλάβεις και θα με κοροϊδέψεις. Τα άλλα γράμματά μου είναι γεμάτα τέτοια παραθέματα. Κάνω καλή εντύπωση, και οι γονείς μου πείθονται ότι δεν πάνε χαμένα τόσα έξοδα για σπουδές στο εξωτερικό.
Στις επιστολές του, δημοσιευμένες με φροντίδα, ο Σενέκας καταπιάνεται με πολλά θέματα, χωρίς να λέει κάτι διαφορετικό από όσα ξέρουμε. Προσπαθεί να νουθετήσει τον αναγνώστη, για να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας που οδηγεί στην ευδαιμονία. Αυτός ο δρόμος είναι πορεία αγωνιστική που θέλει θάρρος και ισχυρή θέληση, διαρκή αυτοέλεγχο και απόσταση από τα υλικά αγαθά. Ωραία λόγια, που ο Σενέκας δεν τα έκανε πράξη.
Συμβουλές γραπτές έδινε όχι μόνο στον Λουκίλιο, στον οποίο απευθύνει τις επιστολές, αλλά και στον αυτοκράτορα: πρόσφερε μια πραγματεία του στον Νέρωνα, λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, και τον προέτρεπε να δείχνει μεγαλοψυχία!
Σαράντα κύματα πέρασε η ζωή του. Πίστευε ότι ο στωικός οφείλει να μετέχει στα δημόσια πράγματα και, συνεπής σ᾽ αυτό, επιδίωξε πολιτική σταδιοδρομία. Του έτυχαν αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος ή ο Κλαύδιος, αλλά και ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Προσκολλήθηκε σε αυτοκράτορες φαύλους και τελικά απέκτησε μεγάλη δύναμη, ειδικά επί Νέρωνος. Πολλοί τον κατέκριναν τον Σενέκα και τους δίνω δίκιο: ποιος φιλόσοφος συναναστράφηκε και συνεργάστηκε με τέτοιους τυράννους, ώστε να αυξήσει την περιουσία του κατά 300.000.000 σηστέρτιους μέσα σε τέσσερα χρόνια;
Το μόνο αντάξιο της φιλοσοφίας του μου φαίνεται ότι ήταν ο θάνατός του. Μπλέχτηκε σε μια αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Νέρωνα· τον διέταξαν να αυτοκτονήσει και το έκανε. Είχε γράψει κάτι ανάλογο: «Το δρομολόγιο ενός ταξιδιού μένει ανολοκλήρωτο, αν σταματήσεις στα μισά του δρόμου σου ή προτού φτάσεις στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησες. Η ζωή όμως σε καμιά στιγμή δεν μένει ανολοκλήρωτη, φτάνει μόνο να την έχεις ζήσει σωστά. Όπου και να τη σταματήσεις (αν τη σταματήσεις σωστά) η ζωή σου θα είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η ζωή· όλοι οι δούλοι σου ζουν, όλα τα ζώα σου ζουν. Να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, με σύνεση και με θάρρος - αυτό είναι το σπουδαίο.»
Αν ήταν να βάλω κάποιον δίπλα στον Σενέκα (ή μάλλον πιο πάνω), θα ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίοι και οι δύο, γόνοι ισχυρών οικογενειών, στωικοί φιλόσοφοι με λαμπρές σπουδές στη ρητορική και στη φιλοσοφία και με δασκάλους σαν τον Σωτίωνα και τον Ηρώδη τον Αττικό. Ο Σενέκας ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα πολιτικά πράγματα της Ρώμης και έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος από μικρός προοριζόταν για υψηλά αξιώματα και τελικά έγινε ανώτατος άρχοντας.
Από δω και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Ο Μάρκος Αυρήλιος αναζωογόνησε τη φιλοσοφία στο παραδοσιακό της κέντρο, την Αθήνα, όταν ίδρυσε και όρισε να επιδοτούνται από το δημόσιο έδρες των τεσσάρων φιλοσοφικών Σχολών (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια). Ενώ κατείχε το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα, έγραψε στοχασμούς προς τον εαυτό του, στα ελληνικά μάλιστα. Και έδειξε ότι η στωική διδασκαλία μπορεί στ᾽ αλήθεια να του προσφέρει ψυχική γαλήνη και παρηγοριά - ενώ χειριζόταν τις δύσκολες υποθέσεις μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Έβλεπε τον κόσμο, στωικός καθώς ήταν, σαν ένα σύνολο, και τον εαυτό του ως ένα μέλος που οφείλει να προσφέρει στο σύνολο. Και επιπλέον ως αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί ενιαίο το σύνολο (αλλά και το βασίλειό του - μην ξεχνιόμαστε). Ταυτόχρονα, καθώς ο κόσμος γύρω του άλλαζε, αυτή η λαχτάρα (αλλά και η δυνατότητα) προσφοράς εναλλασσόταν με το αίσθημα της παραίτησης - αυτός, ένας αυτοκράτορας, να τα αφήσει όλα για να βρει τη γαλήνη.
Στοχαστικός αλλά και άνθρωπος της πράξης, ο Μάρκος ήξερε να μην χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις. Το θυμίζει ξεκάθαρα στο Εις εαυτόν(10.16): «Μην κάθεσαι να συζητάς για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος. Γίνε τέτοιος άνθρωπος.»Κι αυτός μάλλον τα κατάφερε.
Φίλε μου Λεύκιε. Πολλά μου ήρθαν στο μυαλό εκτός από αυτά που σου έγραφα, αλλά πρέπει να ταμιεύσω μερικά να σου τα πω από κοντά.
Εκλεκτικισμός ή αποκλειστικότητα;
Ο Μύρης στον Λεύκιο. Σου εύχομαι υγεία στο σώμα και στην ψυχή.
Δεν έχω τίποτε να σου πω, όμως σου γράφω τα ίδια, γιατί νιώθω σαν να σου μιλώ. Τι τα θες, Λεύκιε, τι τα θες; Καλά σ᾽ τα έλεγα εγώ. Ο αγαπημένος σου Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος έφεραν τους Ρωμαίους των ανώτερων τάξεων κοντά στη φιλοσοφία και συγκεκριμένα στη Στοά. Η δημοφιλία αυτή είχε κόστος για τη φιλοσοφία.
Δεν με πειράζουν τα πλατωνικά στοιχεία που εισήγαγαν, που χώρισε ο Ποσειδώνιος την ψυχή σε δύο μέρη, ένα καλό κι ένα κακό. Ταιριάζει, εξάλλου, και στην εποχή μας ο χωρισμός του κόσμου σε δύο επίπεδα - δες μόνο τις λατρείες που κυριαρχούν σήμερα: όλοι αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής τους. Ούτε νοιάζομαι που εγκατέλειψε ο Παναίτιος την άποψη ότι ο κόσμος τελικά εκπυρώνεται ή ότι υπάρχει μια συνεχής επανάληψη κοσμικών κύκλων.
Καλά έκαναν οι νέοι Στωικοί που έδωσαν τέτοια αξία στη γενική παιδεία και δεν έμειναν αποκλειστικά στη διδασκαλία των δικών τους δογμάτων, όπως οι Επικούρειοι. Κι εμείς χάρη σε μια τέτοια παιδεία μάθαμε και καταλάβαμε τόσα πράγματα: διδαχτήκαμε λογοτεχνία και μυθολογία, αλλά βρίσκαμε μέσα σ᾽ αυτές το βαθύτερο νόημά τους, χάρη στην αλληγορική ερμηνεία των κειμένων.
Το κλειδί όμως για τη διάδοση της Στοάς εδώ στη Ρώμη το βλέπω πια ξεκάθαρα: ήταν που ο Παναίτιος έκανε πιο προσιτό το ιδεώδες του σοφού, χαμήλωσε τον πήχυ που λέμε σήμερα. Χάθηκε η αυστηρότητα και υποστηρίχθηκε ότι ο ενάρετος βίος είναι δυνατός χωρίς μεγάλες θυσίες.
Εγώ αυτά, και συγχώρεσέ με, τα λέω συμβιβασμό. Σας φάνηκε δύσκολο να επιτευχθεί ο στωικός τρόπος ζωής και μειώσατε τις απαιτήσεις σας για να βρείτε οπαδούς, ή τέλος πάντων εκσυγχρονίσατε τη διδασκαλία σας ακολουθώντας τα αιτήματα των καιρών (αν σε ικανοποιεί περισσότερο η τελευταία διατύπωση). Και τι πετύχατε, κι εσείς αλλά και οι Κυνικοί; Οι φιλόσοφοί σας όχι απλώς συναναστράφηκαν με βασιλείς και τους έδωσαν συμβουλές (αυτό το έκανε και ο θεϊκός Πλάτων), αλλά έφτασαν στο σημείο να αποτελούν την αυλή των ηγεμόνων δίπλα στους γελωτοποιούς, τους χορευτές, τις παλλακίδες και (πού είσαι Πλάτωνα!) τους ποιητές.
Καταλαβαίνω ότι στις μέρες μας, και εδώ και στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όλοι είναι όλα. Για να γίνεις φιλόσοφος παίρνεις ό,τι σου ταιριάζει από τον καθένα: λίγο Πλάτωνα, λίγη Στοά, λίγο Πυθαγόρα, λίγο (πιο λίγο) Αριστοτέλη, μια πινελιά από Κυνικούς - μόνο οι Επικούρειοι μένουν εκτός. Και μήπως αντλούν από πρώτο χέρι; Κάθε άλλο: όπως στο σχολείο, όλοι διαβάζουν συλλογές και ανθολόγια κειμένων, εγχειρίδια και συνόψεις. Με λίγο κόπο μαθαίνουν λίγα πράγματα για όλες τις φιλοσοφίες. Έτσι που πάμε, αύριο θα εκδίδουν βιβλία Ο Πλάτωνας σε τρεις ώρες, Ο Αριστοτέλης για όλους, ή Πώς να γίνεις καλός στωικός σε δέκα μαθήματα. Όλα συμβαίνουν μέσα στις σχολές και μέσα στα βιβλία. Όμως δεν ταιριάζουν όλα μεταξύ τους! Καλά τους τα έγραψε ο Αττικός στο έργο του Εναντίον όσων επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Πλάτωνα μέσω του Αριστοτέλη.
Κάτι λείπει, Λεύκιε, και αυτό το διαισθάνεσαι καλύτερα στη Ρώμη, όπου υπάρχουν τα πάντα: όλες οι φιλοσοφίες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές του κόσμου. Σε προλαβαίνω: δεν θεωρώ άχρηστη την περιπλάνησή μου, είδα κι έμαθα πολλά. Έκλεισε κιόλας ένας χρόνος· καιρός να γυρίσω. Αλλά ο νόστος μου δεν είναι τόσο στην πατρίδα, είναι ένας γυρισμός στον ίδιο μου τον εαυτό, μια στροφή στην ψυχή μου. Δεν ήμουν κοσμοπολίτης όταν ξεκίνησα, ούτε έγινα τώρα που γυρνώ. Ο δικός μου τόπος είναι το μέσα μου· εκεί θέλω να πάω, εκεί θέλω να μείνω. Καλό το ταξίδι που μου έδωσε η φιλοσοφία. Αλλά κακά τα ψέματα: θέλω να φτάσω και κάπου.
Άσχετο: άκουσα ότι στην Αλεξάνδρεια άνοιξε σχολή ένας Αμμώνιος (το Σακκάς τι σημαίνει;), μυστήριος άνθρωπος και δυναμικός. Γιατί δεν μου το έγραψες; Προφανώς δεν θα είναι του γούστου σου, για σκληρός πλατωνικός περνιέται, αλλά στα τόσα που μου γράφεις εντύπωση μου κάνει αυτή η παράλειψη.
Και μια και το ᾽φερε η κουβέντα: εγώ όλο για φιλοσοφία σού γράφω κι εσύ τίποτε, λέξη! Μόνο για την υγεία γνωστών και φίλων, τις γιορτές, τον σεισμό. Ούτε μπαίνεις στον κόπο να αντιπαρατεθείς μαζί μου στα φιλοσοφικά! Τι τρέχει, Λεύκιε; Βαρέθηκες τη φιλοσοφία; Βαρέθηκες εμένα; Βρήκες άλλα ενδιαφέροντα και μου τα κρύβεις;
Έγραψα βιαστικά αυτή την επιστολή στο φως του λυχναριού, γι᾽ αυτό αν κάτι μου ξέφυγε μην το κρίνεις αυστηρά. Υγίαινε, φίλτατε Λεύκιε.
Και το πλοίο φεύγει…
Ο Μύρης χαιρετά τον Λεύκιο.
Έσχισα, φίλε μου, πολλούς παπύρους για να σου γράψω. Ένας έμεινε, ο τελευταίος. Θα σου γράψω ό,τι χωρέσει.
Έχεις δίκιο ότι ήμουν πολύ αυστηρός με τους Στωικούς και τους Κυνικούς. Ίσως όμως αν έμενες κι εσύ στη Ρώμη, θα μου έδινες κάποιο δίκιο, βλέποντάς τους να νοιάζονται απλώς για να υιοθετήσουν ένα στυλ ντυσίματος και φερσίματος. Έχεις δίκιο ότι αυτοαναγορεύτηκα κριτής των πάντων και δείχνω (ξέρω ότι θα ήθελες να γράψω: επιδεικνύω) υπερβολική σιγουριά για τις κρίσεις και τις ιδέες μου. Αν είναι κάτι να αλλάξει, θα αλλάξει. Ήδη έχω μετριάσει την εκτίμησή μου για τη φιλοσοφία των Ρωμαίων· έμαθα να μην τη συγκρίνω με την πλατωνική και την αριστοτελική σκέψη και να προσπαθώ να την αξιολογώ για αυτό που είναι η ίδια. Και είναι ωραίο που το συνειδητοποιώ τώρα που το πλοίο διαπλέει τα στενά της Μεσσήνης και αποχαιρετώ την Ιταλία.
Αλήθεια, όταν μου είχες ζητήσει να σου επιστρέψω τις επιστολές σου, φαντάστηκα ότι θα ήθελες να τις δημοσιεύσεις - μια και σε προηγούμενο γράμμα μου σου είχα αναφέρει ότι μερικοί Ρωμαίοι το έχουν κάνει. Πίστευα, βέβαια, ότι εσύ, τόσο τυπικός που είσαι, θα κρατούσες ένα βιβλίο αντιγραφής των γραμμάτων που στέλνεις. Ας είναι! Έψαξα, αλλά δεν τα βρήκα. Θα τα βρω όμως. Θα έχω τουλάχιστον μια πρόφαση να έρθω σπίτι σου για να σ᾽ τα δώσω και έτσι να σε δω. Άραγε, εσύ κρατάς τα δικά μου γράμματα; Όχι ότι αξίζουν κάτι, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι σου έδωσαν μια εικόνα του οδοιπορικού μου.
Εικάζω από τα λεγόμενά σου αλλά και από όσα αποσιωπάς ότι τώρα πια με αντιμετωπίζεις συγκαταβατικά. Δεν σχολιάζεις ούτε καν τα φιλοσοφικά ζητήματα που σου γράφω! Δεν θα ήθελα ούτε καν να σκεφτώ ότι όσο πλησιάζει η μέρα που θα γυρίσω τόσο απομακρύνεται η ελπίδα να σε δω. Οι μέρες στο πλοίο περνούν γρήγορα. Ο άνεμος φυσά ευνοϊκός από τον βορρά. Αλλά δεν έχω κέφι να μοιραστώ τίποτε και με κανέναν. Κρίμα, γιατί ταξιδεύω με ενδιαφέρουσα συντροφιά, από κάθε άποψη - καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Πριν το τέλος, η σιωπή είναι βασανιστική. Και όσο τα σκεφτόμουν αυτά μια αλλόκοτη εντύπωση με κυρίευε. Αόριστα, αισθανόμουν σαν να ᾽φευγεν από κοντά μου ο Λεύκιος και που γένομουν ξένος εγώ. Κι όμως ήταν ένα ταξίδι όπως το είχαμε φανταστεί μαζί - κι ακόμη καλύτερο. Δεν ξέρω πώς να κλείσω. Θα δανειστώ λόγια ξένα, κάποιου Νικολάου, ναυτικού και ποιητή:
Λεύκιε, νιώθω τώρα πὼς σ᾽ ἐκούρασα
Μπορεῖ κιόλας νὰ σ᾽ ἔκαμα νὰ κλάψεις.
Δὲ θά ᾽βρεις, βέβαια, λόγια γιὰ μι᾽ ἀπάντηση.
Μὰ δὲ θὰ λάβεις κόπο νὰ μοῦ γράψεις.
Γράμμα τελευταίο και ανεπίδοτο
Μύρη, αδελφέ μου.
Τα γράμματά σου τα ᾽χω, φίλε πρώτε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι να ψάξω κάποιο καράβι που να έχει προορισμό το μέρος που βρισκόσουν, για να σου στείλω το γράμμα μου. Κι όταν κατέφθαναν τα δικά σου γράμματα, τα διάβαζα αμέσως, ενώ των άλλων τα άφηνα για άλλη μέρα.
Για το χάσμα που αισθάνεσαι ότι άνοιξε μεταξύ μας δεν φταίει ο χρόνος και η απόσταση, δεν φταις εσύ! Καλά κι ωραία όλα όσα μου έγραφες. Πολλά δεν τα είχα υποψιαστεί. Σε ζήλεψα λίγο· πολύ. Όμως δεν μπορώ άλλη τέτοια φιλοσοφία. Όχι άλλους περιπλανώμενους Κυνικούς που ξεγελούν τον κόσμο και κολακεύουν τους ισχυρούς, όχι άλλους Στωικούς που φτιάχνουν περιουσίες και ζητούν από τους άλλους να υποταχθούν στη μοίρα, όχι άλλους Επικούρειους που ζουν στον δικό τους κόσμο όπως και οι θεοί τους. Τέσσερα χρόνια στη Σχολή και μετά στις φιλοσοφικές συντροφιές μάθαμε τόσα (και δεν γνωρίζουμε ακόμη περισσότερα). Τι λογική, τι φυσική, τι μαθηματικά! Κάναμε εισαγωγή στον Πλάτωνα, διαβάσαμε προσεκτικά τους πιο σημαντικούς του διάλογους.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς θαυμάσιος
(ξέρω καὶ παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἂν πεῖς).
Και για τον Αμμώνιο που με ρωτάς, έχεις δίκιο: σ᾽ το έκρυψα. Απορώ, πάντως, πού άκουσες γι᾽ αυτόν. Κάποιος με πήγε στη Σχολή του, σχεδόν από όταν έφυγες. Δεν είναι καθόλου γνωστός, είναι όμως εξαιρετικός δάσκαλος. Δεν είναι τόσο πλατωνικός όσο θα τον ήθελες· μελετά εξίσου τον Αριστοτέλη. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί δεν είναι δημοφιλής στην Αλεξάνδρεια, πόσο μάλλον «περιώνυμος» που έγραψε ένας ποιητής της πόλης μας (εκτός κι αν τον ειρωνεύεται, κατά πώς συνηθίζει). Μαθητές έχει αρκετούς, ανάμεσά τους τον Ερρένιο, τον Θεοδόσιο και τον Ωριγένη. Μην τον μπερδέψεις με έναν άλλο Ωριγένη που ζει στα μέρη μας. Εκείνος ήταν αληθινός φιλόσοφος, όμως έγινε χριστιανός και μας άφησε. (Τι έχουν πάθει μερικά από τα καλύτερα μυαλά μας; Τι έχω αρχίσει να παθαίνω κι εγώ;) Άνοιξε πριν από χρόνια δική του σχολή, αλλά πριν από λίγο καιρό ο αρχιερέας της θρησκείας του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια.
Εδώ κι έναν μήνα ήρθε ένας καινούργιος σπουδαστής, λίγο μεγαλύτερός μας. Δεν μας αποκαλύπτει την ηλικία του ούτε την καταγωγή του, αλλά πρέπει να είναι γύρω στα εικοσιοκτώ. Μου έκανε αμέσως εντύπωση. Τον λένε Πλωτίνο και κατέληξε στον Αμμώνιο, αφού γύρισε ανικανοποίητος τις άλλες Σχολές. Έχει κάτι το ξεχωριστό. Αν δεν βαρεθεί και τη φιλοσοφία και τον Αμμώνιο Σακκά, έχει να μας δώσει πολλά.
Εγώ λέω να φύγω από τη Σχολή του - αρχίζω να νιώθω περαστικός από όλα, παρεπίδημος. Αν δεν με βρεις στο πατρικό σπίτι, μη με ψάξεις. Θα έχω ξεκινήσει το δικό μου ταξίδι, από εκεί που σταματήσαμε το προηγούμενο.
Τα γράμματά σου τα φυλάω. Εσύ μάλλον έχασες τα δικά μου, αλλά δεν ήταν τίποτε το σημαντικό και δεν σε κακίζω: οι οδοιπόροι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχουσι. Μην ανησυχείς, δεν θα τα δημοσιεύσω. Θα τα κάνω ένα δέμα όλα (δυο τρία πρέπει να παράπεσαν), μαζί μ᾽ αυτό εδώ, το τελευταίο ανεπίδοτο γράμμα μου, και θα τα καταχώσω στην έρημο. Ποιος ξέρει; Μετά από χρόνια ίσως τύχει να τα βρει κάποιος, μονάκριβε Μύρη. Ας πιστέψουμε ότι θα τα διαβάσει, κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα βαρεθεί ούτε θα γελάσει.