Πρακτικός και ρεαλιστής, λογικός και αναλυτικός ο Αριστοτέλης πρόσφερε την καθαρή του σκέψη, προκειμένου να οδηγήσει το άτομο στην ευδαιμονία μέσα από τη μαθητεία του στην ηθική αρετή. Σε αυτό το εγχείρημα αδιαμφισβήτητος αρωγός θεωρήθηκε η παιδεία, για την οποία έχουμε λίγες σκέψεις του φιλοσόφου, κυρίως στο έβδομο και όγδοο βιβλίο των Πολιτικών. Στην εισήγηση αυτή θα μας απασχολήσει το ηθικό φορτίο που απαιτεί ο φιλόσοφος από μια Παιδεία που στοχεύει κυρίως στην ευδαιμονία ατόμου και πόλης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αρχικά θα παρουσιαστεί η προτεινόμενη τυπολογία της εκπαίδευσης από τον φιλόσοφο, που μπορεί αφενός να εντάσσει στην εκπαιδευτική του πρόταση και το χρήσιμον και το περιττόν, εμμένει , όμως, σε έναν στέρεο ηθικό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να απουσιάζει η έννοια του βάναυσου από την εκπαίδευση των νέων, να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της μουσικής ως βασικού μαθήματος των παιδιών και να καταδειχθεί η ανάγκη διδασκαλίας της διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου ως μορφωτικού αγαθού.
Το εύρος των εκπαιδευτικών στόχων κατά τον Αριστοτέλη
Ο ρόλος της παιδείας στην ανθρώπινη ζωή κατά τη σκέψη του Αριστοτέλη ξεκινά από την αναπλήρωση των αδυναμιών της φύσης, για να καταλήξει στην κατάκτηση της ευδαιμονίας. Αρχικά, όπως και κάθε τέχνη, προσπαθεί να αναπληρώσει ό, τι λείπει από τη φύση σε κάθε ηλικιακή ομάδα, με βασικό σταθμό την ηλικία των 7, των 14 και των 21 (πᾶσα γὰρ τέχνη καὶ παιδεία τὸ προσλεῖπον βούλεται τῆς φύσεως ἀναπληροῦν, Πολιτικά, 1337 a 2). Ταυτόχρονα, ο σκοπός ενός εκπαιδευτικού συστήματος ταυτίζεται με την κατάκτηση της αρετής. Υπάρχει, δηλαδή, μια παιδεία που πρέπει να παρέχεται μόνο επειδή αρμόζει σε ελεύθερους πολίτες, χωρίς να εξυπηρετεί κανέναν άλλο πρακτικό σκοπό παρά μόνο να προσανατολίσει το άτομο στις πράξεις της αρετής: «ὅτι μὲν τοίνυν ἔστι παιδεία τις ἣν οὐχ ὡς χρησίμην παιδευτέον τοὺς υἱεῖς οὐδ’ ὡς ἀναγκαίαν ἀλλ’ ὡς ἐλευθέριον καὶ καλήν, φανερόν ἐστιν» (Πολιτικά, 1338a, 32-33). Ο στόχος κορυφώνεται, όταν η παιδεία καλείται να συνδιαμορφώσει την παιδική προσωπικότητα μέσα από την επιλογή των σωστών έξεων και την απόδοση ποιότητας σε αυτές (διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι· κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν, Ηθικά Νικομάχεια, 1105b, 22-25) υπό την καθοδήγηση του διακριτικού των ανθρώπων γνωρίσματος, του ορθού λόγου, με σκοπό τη διαμόρφωση σπουδαίων πολιτών για την πόλη και κατ’ επέκταση την κατάκτηση της προσωπικής και κοινωνικής ευδαιμονίας (ἀλλὰ μὴν ἀγαθοί γε καὶ σπουδαῖοι γίγνονται διὰ τριῶν. τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φύσις ἔθος λόγος….τὸ δὲ λοιπὸν ἔργον ἤδη παιδείας. Πολιτικά, 1332a 39-1332b 11).
Οι επιμέρους στόχοι που συντείνουν σε αυτόν τον σκοπό είναι πολλοί: η εξασφάλιση των γνώσεων που είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της ζωής, ο εξευγενισμός του ατόμου – κατάπαυση των ενστίκτων-ορμέμφυτων, η συναισθηματική αγωγή, η ηθική ωρίμανση, η πνευματική καλλιέργεια, η δυνατότητα αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, η διαμόρφωση πολύπλευρων προσωπικοτήτων, η αποφυγή του βάναυσου στοιχείου, η παροχή δίκαιης και όχι «ίσης» εκπαίδευσης, η «διά βίου» μάθηση, η αγωγή των πολιτών σύμφωνα με το πνεύμα του πολιτεύματος – η πολιτική ωρίμανση, η προσωπική και «κατά προαίρεσιν» εσωτερίκευση του κοινωνικά αποδεκτού «δεῖ», η δυνατότητα γνώσης των καθηκόντων και των δικαιωμάτων.
Θα έλεγε κανείς ότι ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης ξεκινά από τη διαμόρφωση ενός υγιούς μυαλού σε ένα υγιές σώμα, που μέσα από τη διδασκαλία θα αναπτύξει το πνεύμα του και μέσα από τον εθισμό στην ηθική πράξη θα βελτιώσει ηθικά τον χαρακτήρα του. Ο σκοπός της εκπαίδευσης και ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης φαίνεται ότι ταυτίζονται μέσα στη φιλοσοφία του Σταγειρίτη, καθώς όλες οι απαιτήσεις της πρώτης ευθυγραμμίζονται σε ένα ανθρώπινο ιδανικό: την ευδαιμονία. Αλλά και αντίθετα, η ευδαιμονία είναι προσιτή μόνο στον εκπεπαιδευμένο, καθώς η βασική της προϋπόθεση, η ηθική αρετή, κατακτάται μόνο μέσα από την εκπαίδευση σε αυτή. Και η εκπαίδευση στην ηθική αρετή εδράζεται σε δυο συνιστώσες: στον εθισμό και στο συναίσθημα. Η μαθητεία του παιδιού στις έξεις που συνυφαίνονται με την αρετή, με τη συνακόλουθη απόκτηση ευχάριστου συναισθήματος κατά την εφαρμογή της ηθικής πράξης είναι στοιχείο που πρέπει να αποκτάται από τη μικρή ηλικία και για αυτό πρέπει να αποτελεί κομβικό στοιχείο της εκπαίδευσής τους, προκειμένου να κατακτήσουν την αρετή: τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς (Ηθικά Νικομάχεια, 1106b, 22-23). Ο Αριστοτέλης υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η Παιδεία θα οδηγήσει στην ευδαιμονία. Για αυτό ο Hummel (1999) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «τα εγχειρίδια ηθικής του Αριστοτέλη είναι οδηγοί ευζωίας». Σύμφωνα με τον ίδιο ακόμη και οι δούλοι, που δε συνυπολογίζονται στο σύνολο των ανθρώπων, πρέπει κατά τον Αριστοτέλη να δέχονται ένα είδος εκπαίδευσης, ώστε να αποβαίνει τελεσφόρα η μαθητεία σε μια τέχνη και μην παρακωλύουν την κατάκτηση της κοινωνικής ευδαιμονίας. Μετά από όλα αυτά δικαιώνεται η Πηνελόπη Τζιώκα (2003), όταν καταλήγει ότι πρόκειται «για μια παιδεία των πολιτών και όχι των τάξεων, για αυτό προέχει ο ηθικός χαρακτήρας της παιδείας έναντι του πρακτικού».
Ο σκοπός της Παιδείας και η φιλοσοφική θεμελίωσή του
Ο Αριστοτέλης ξεκινά από μια τυπολογία της εκπαίδευσης, στην οποία διακρίνει την ωφελιμιστική, την νοησιαρχική και την ηθικοπλαστική τάση της: δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (Πολιτικά, 1337 α 42-44). Καθεμιά σύμφωνα με τον φιλόσοφο, για λόγους που θα καταφανούν παρακάτω, δικαιωματικά οφείλει να λαμβάνει μερίδιο από το εκάστοτε εκπαιδευτικό πρόγραμμα, υπό προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν και οι οποίες βαραίνουν το ηθικό φορτίο της εκπαιδευτικής ζυγαριάς. Η ωφελιμιστική παιδεία επιδιώκει το πρακτικό και το ωφέλιμο, τα χρήσιμα για τη ζωή («τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»), να μπορεί να αντεπεξέρχεται κανείς στις πρακτικές ανάγκες και στις καθημερινές συνδιαλλαγές. Πρόκειται για μια απαραίτητη διάσταση της εκπαίδευσης, αφού διασφαλίζει την επιβίωση. Έπειτα, η νοησιαρχική διάσταση δίνει προτεραιότητα στην καλλιέργεια του νου, σε αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση («τὰ περιττά»). Αυτό το κομμάτι της εκπαίδευσης αποβλέπει στην καλλιέργεια του πνεύματος και της κριτικής ικανότητας ικανοποιώντας παράλληλα το φιλοπερίεργον του ατόμου. Τέλος, η ηθικοπλαστική συνισταμένη προτάσσει τη διάπλαση του ήθους των παιδιών, αυτά που τείνουν προς την αρετή («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν»). Πρόκειται για το κομμάτι εκείνο που ασχολείται με τη διαμόρφωση ηθικών χαρακτήρων, τέτοιων που μπορούν ως άτομα και ως σύνολα να κατακτήσουν την ευδαιμονία. Η στάση του Αριστοτέλη είναι σαφής: πρέπει να διδάσκονται από τα χρήσιμα τα απολύτως απαραίτητα, αυτά που θα αποτελέσουν τα εχέγγυα, για να αντεπεξέλθουν οι πολίτες στις απαιτήσεις της καθημερινότητας (ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον, Πολιτικά,1337b,4-5). Ο φιλόσοφος αναγνωρίζει τη σημαντικότητα του χρήσιμου, αλλά καταδικάζει την προτεραιότητά του. Η παιδεία αποτελεί μέσο ατομικής ολοκλήρωσης και όχι επαγγελματικής-κοινωνικής ανάδειξης. Και, τελικά, διαφαίνεται μια ηθικοποίηση των δυο άλλων τάσεων στο πλαίσιο που πρέπει να περιορίζουν τη στοχοθεσία τους, ώστε να αποφεύγεται η υποδούλωση του πνεύματος σε κατώτερα ένστικτα και σαθρούς σκοπούς και να συνυπολογίζουν το τε μέσον καὶ τὸ δυνατὸν καὶ τὸ πρέπον (Πολιτικά, 1342, b, 34).
Αναλυτικότερα, η βαθύτερη φιλοσοφία που διαπερνά το εκπαιδευτικό σύστημα που προτείνει ο Αριστοτέλης είναι συνδεδεμένη με την ηθική πράξη, τον εθισμό σε αυτή και την κατάκτηση της αρετής. Αυτά αποτελούν και τον όρο sine qua non για την προσέγγιση και τη βίωση της ευδαιμονίας. Μιας ευδαιμονίας, όμως, που πολύ απέχει από το να επικεντρώνεται στις υλικές απολαύσεις. Στα Ηθικά Νικομάχεια ο φιλόσοφος είναι ξεκάθαρος: ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν, (Ηθικά Νικομάχεια, 1102a5). Άρα, αφού η εκπαίδευση αποβλέπει στην ευδαιμονία οφείλει να εξοπλίσει τον νέο με την αρετή, να τον προετοιμάσει για αξιόλογες δράσεις (Davidson, 1900). Ταυτόχρονα, η αρετή ορίζεται ως «ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν» (Ηθικά Νικομάχεια, 1107a 1-2). Κατά συνέπεια, η Παιδεία οφείλει να προασπίσει την ποιότητα των παρεχόμενων έξεων, να διασφαλίσει τη δημιουργία κατάλληλου συναισθήματος κατά την εφαρμογή τους, επιλέγοντας αυτές που καταξιώνει η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, ο οποίος επιλέγει (προαιρεῖται) τη μεσότητα. Για τον ρόλο της Παιδείας του ανθρώπου, στην κατάκτηση τη φρόνησης, που αποτελεί προαπαιτούμενο της ευδαιμονίας, είναι αποκαλυπτική η θέση της Ευθυμίας Χρίστου (2010) ότι ο φρόνιμος γίνεται ο κανόνας και το μέτρο της αρετής για τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή της πολιτότητας προσεγγίζεται με τη φρόνηση και τη σοφία, γιατί η πρώτη καθορίζει τον σκοπό και η δεύτερη βοηθά τον άνθρωπο που είναι ενάρετος να εκτελέσει σωστά τους στόχους του…Όσοι ανήκουν στην πόλη χωρίς να κατέχουν το αγαθό της πολιτότητας σύμφωνα με τον Αριστοτέλη μπορούν να οδηγηθούν στην αρετή, αν εκπαιδευτούν κατάλληλα από την παιδική ηλικία». Και στο σημείο αυτό καταφαίνεται η πολιτική διάσταση του θέματος και αιτιολογείται η ενσωμάτωση των εκπαιδευτικών απόψεων του Αριστοτέλη σε ένα βιβλίο με τίτλο «Πολιτικά», από τη στιγμή που την ηθική αρετή η Παιδεία καλείται να την ενισχύσει στο μαθητή, για να διασφαλίσει την αρμονική συμβίωση των μελλοντικών πολιτών και την ευδαιμονία της πόλης. Επίσης, ο Λυπουρλής (2012) επισημαίνει ότι ο «φρόνιμος άνθρωπος καθοριζόταν από το πνεύμα της κοινότητας και τους σπουδαίους άντρες που αποτελούσαν πρότυπα μίμησης», πρότυπα που αποτελεί ευθύνη της Παιδείας να τα παρέχει στα παιδιά. Κατά συνέπεια, η φιλοσοφία που διέπει τη αριστοτέλεια εκπαίδευση είναι προσανατολισμένη σταθερά στις έννοιες της αρετής και της ευδαιμονίας και έγκειται στην πραγμάτωση των ιδιαίτερων δυνατοτήτων της νόησης που διαθέτει ο άνθρωπος («εντελέχεια»). Ο Μπαντές (2016) υπερθεματίζει σχετικά αναφέροντας ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα οφείλει να δώσει βαρύτητα σε δημιουργικές δραστηριότητες, ανεξάρτητα από τη χρηστική τους αξία…Η χρηστική ισοπέδωση των πάντων είναι η ισοπέδωση που ταιριάζει με το ανελεύθερο. Γιατί το χρηστικό απευθύνεται στο ζην, ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε για το ευ ζην. Ύστερα από όλα αυτά καταφαίνεται ότι ο φιλόσοφος δείχνει την προτίμησή του στην ηθική διάσταση της εκπαίδευσης, στην καλλιέργεια της θεωρητικής διάστασης του έλλογου μέρους της ψυχής, εξισώνοντας στη φιλοσοφία του την εκπαίδευση με την αρετή και την ευδαιμονία και αντιτιθέμενος διαμετρικά στις σύγχρονες εκπαιδευτικές πρακτικές, που ακολουθώντας τη χιμαιρική τεχνοκρατία έχουν εξοβελίσει τις θεωρητικές επιστήμες και αδιαφορούν για την ηθική καλλιέργεια των μαθητών.
Κριτική στην έννοια του βάναυσου
Όπως καταφάνηκε, το εκπαιδευτικό σύστημα του Αριστοτέλη συμπεριλαμβάνει πλήθος μαθημάτων και τάσεων διατηρώντας μια ισορροπία με αυστηρό, ωστόσο, προσανατολισμό προς τη μεσότητα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποστρέφεται καθετί που μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε δουλική και βάναυση συμπεριφορά από την νηπιακή ακόμη ως την ώριμη ηλικία κατά την οποία σταδιοδρομεί, γιατί αυτή θα λειτουργήσει παρακωλυτικά στην ομαλή λειτουργία της πόλης και στην κατάκτηση της εντελέχειάς της. Όλοι, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί φορείς οφείλουν να συστρατευτούν στην αποφυγή του στοιχείου που υποδουλώνει το παιδί.
Αρχικά, η οικογένεια οφείλει να φροντίζει να μην έρχεται το παιδί σε επαφή με τη φαυλότητα των δούλων ή με άσχημη φρασεολογία, ώστε να μην αναπτυχθεί σε αυτά αντίστοιχο ήθος: τήν τ᾽ ἄλλην καὶ ὅπως ὅτι ἥκιστα μετὰ δούλων ἔσται. ταύτην γὰρ τὴν ἡλικίαν, καὶ μέχρι τῶν ἑπτὰ ἐτῶν, ἀναγκαῖον οἴκοι τὴν τροφὴν ἔχειν. εὔλογον οὖν ἀπολαύειν ἀπὸ τῶν ἀκουσμάτων καὶ τῶν ὁραμάτων ἀνελευθερίαν καὶ τηλικούτους ὄντας ( Πολιτικά, 1336 a 42-1336 b3). Παράλληλα, η εκπαίδευση οφείλει να ενσωματώνει τις γνώσεις τεχνικής ως επιθυμητό αντικείμενο παιδείας στον βαθμό που δε γίνονται σκοπός ζωής, δεν εμπορευματοποιούνται για βιοπορισμό και δεν καθιστούν το άτομο υποχείριο της μισθωτής εργασίας με ταπεινούς μόνο σκοπούς. Είναι σαφές ότι ο Αριστοτέλης διακρίνει τη γνώση από την κοινωνική της λειτουργία. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Τζιώκα (2005) η γνώση που οδηγεί σε επαγγελματική εξειδίκευση στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και της μισθωτής εργασίας δεν αναιρεί την αλλοτρίωση της εργασίας με την άσκηση της οποίας συνδέεται…ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να αναφερθεί στην αλλοτριωμένη εργασία την οποία συνδέει με τη μισθωτή εργασία και με τον εξοντωτικό σωματικά και μηχανικό της χαρακτήρα που υποβιβάζει ψυχοπνευματικά τον άνθρωπο σε ανδράποδο. Ο ελεύθερος πολίτης πρέπει να ασχολείται με τα ελευθέρια, τα καλά, τα δίκαια, ενώ για τα αναγκαία και τα χρήσιμα να μεριμνούν οι δούλοι, οι βάναυσοι, το αγoραίον και θητικόν γένος (Πολιτικά 1290b 40-1291α 6). Οι αγοραίες ασχολίες δεν αφήνουν χρόνο για ευγενέστερη ποιοτική ενασχόληση, στρέφουν την προσοχή μακριά από την ψυχή και την παγιδεύουν σε ένα αέναο κυνήγι υλικής απόλαυσης, πολύ μακριά από την πραγματική ευδαιμονία. Γενικότερα, αν και το χρήσιμον θεωρείται απαραίτητο, είναι πολύ εύκολο να καταστήσει τους μαθητές βάναυσους, όπως με σαφήνεια επισημαίνει ο Düring (1994, σσ. 276-277) τo χρήσιμο όμως είναι μόνο μέσο για το σκοπό- δεν αρμόζει σε ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν παντού τη χρησιμότητα. Γενικώς, πρέπει να διακρίνουμε τις ελεύθερες από τις ανελεύθερες ενασχολήσεις. Οι τελευταίες καθιστούν τον ελεύθερο άνθρωπο ανίκανο να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της αρετής. Περιορίζουν και υποβαθμίζουν τη σκέψη μας. Η διδασκαλία πρέπει να μην υπερβαίνει ορισμένα όρια – δεν πρέπει να την χαρακτηρίζει υπερβολικός ζήλος, στην προσπάθεια να επιτευχθεί το τέλειο. Συμπληρωματικά, εξίσου διαφωτιστική η άποψη του Μπαντέ (2016): «η χρησιμοθηρική εκδοχή είναι το δυσάρεστο, πλην αναπόφευκτο κομμάτι της εκπαίδευσης, που έχει ως στόχο την καλύτερη δυνατή κατάρτιση, ώστε οι πρακτικές εργασίες να ολοκληρώνονται με τον μικρότερο δυνατό κόπο προς όφελος του ελεύθερου χρόνου που είναι η κύρια επιδίωξη».
Ως τρίτος εκπαιδευτικός θεσμός, η πολιτεία θα πρέπει να προστατεύει τον άνθρωπο από το βάναυσον μεταθέτοντας στον νομοθέτη το χρέος να προασπίσει τον πολίτη από την έκθεσή του σε οτιδήποτε αμαυρώνει τη συνείδησή του με ανάλογους νόμους και ποινές: ὅλως μὲν οὖν αἰσχρολογίαν ἐκ τῆς πόλεως, ὥσπερ ἄλλο τι, δεῖ τὸν νομοθέτην ἐξορίζειν (ἐκ τοῦ γὰρ εὐχερῶς λέγειν ὁτιοῦν τῶν αἰσχρῶν γίνεται καὶ τὸ ποιεῖν σύνεγγυς): μάλιστα μὲν οὖν ἐκ τῶν νέων, ὅπως μήτε λέγωσι μήτε ἀκούωσι μηδὲν τοιοῦτον: ἐὰν δέ τις φαίνηταί τι λέγων ἢ πράττων τῶν ἀπηγορευμένων, τὸν μὲν ἐλεύθερον μὲν μήπω δὲ κατακλίσεως ἠξιωμένον ἐν τοῖς συσσιτίοις ἀτιμίαις κολάζειν καὶ πληγαῖς, τὸν δὲ πρεσβύτερον τῆς ἡλικίας ταύτης ἀτιμίαις ἀνελευθέροις ἀνδραποδωδίας χάριν (Πολιτικά, 1336 b 4-12).Θα έλεγε κανείς ότι όλοι οι φορείς αγωγής του παιδιού οφείλουν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο της υποδούλωσης του σε κάθε μορφή ανελευθερίας.
Οι προϋποθέσεις που καθιστούν τη μουσική μάθημα ηθικής βαρύτητας
Ο Αριστοτέλης αφιερώνει ένα αρκετά μεγάλο και πυκνό κομμάτι από το όγδοο βιβλίο του, για να αναφερθεί στον ρόλο της Μουσικής στην εκπαίδευση των νέων και για να διατυπώσει τις προτάσεις του για την παιδαγωγική σημασία της διδασκαλίας της. Αναλυτικότερα, ξεκινά την όλη πραγμάτευση με το ερώτημα αν και γιατί να διδάσκεται ένα μάθημα τέτοιο, που ο κόσμος όλος το χρησιμοποιεί πια για διασκέδαση: Νῦν μὲν γὰρ ὡς ἡδονῆς χάριν οἱ πλεῖστοι μετέχουσιν αὐτῆς (Πολιτικά, 1337b 29). Με τη αναφορά αυτή ο φιλόσοφος αναφέρεται στη διασπαστική πραγματικότητα της πόλης-κράτους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., η οποία συνοδεύτηκε με την εισαγωγή πολλών ξενόφερτων ανατολίτικων μουσικών στοιχείων, γεγονός που ταύτισε τη μουσική με κοσμική διασκέδαση και όχι με ψυχαγωγία. Πρόκειται, όπως σημειώνει και η Τζιώκα (2005): «για μια κριτική της μουσικής γενικά στην εποχή του, την επαναξιολόγηση των σκοπών της μουσικής και ειδικότερα της μουσικής ως μορφωτικού αγαθού, τη διάκριση αυτού που θα αποτελούσε εκπαιδευτικό αγαθό από τη μουσική εν γένει, μια κοινωνιολογία του μουσικού γούστου και της μουσικής»
Αναζητώντας τη χρεία της διδασκαλίας της ο φιλόσοφος μοιράζει τον προβληματισμό του σε τρεις εκδοχές, σε καθεμία από τις οποίες αναλογεἰ ένα σεβαστό μερίδιο αλήθειας: α) είναι η μουσική χρήσιμη σαν παιχνίδι ή σχόλη (και τότε ταυτίζεται με το «άλογον» μέρος της ψυχής), β) βοηθά στην απόκτηση της αρετής μέσα από τον εθισμό στην απόλαυση των σωστών ηδονών (συνδεόμενη με το θεωρητικό τμήμα του έλλογου μέρους της ψυχής) ή γ) συντελεί στην απόλαυση της ζωής και τη φρόνηση (οπότε αναφέρεται στο πρακτικό τμήμα του έλλογου μέρους της ψυχής) (Τζιώκα, 2005). Διασκέδαση, ηθική αγωγή ή πνευματική καλλιέργεια; Και αν μετέχει σε όλα αυτά γιατί πρέπει να τη μαθαίνουν οι μαθητές και να μη την χαίρονται ακούγοντας τους άλλους;
Οι απαντήσεις του Σταγειρίτη είναι ξεκάθαρες∙ η μουσική συμμετέχει σε όλους τους παραπάνω σκοπούς, καθώς αποτελεί εποικοδομητική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, χρησιμεύει για την ώρα της σχόλης, επιδρά θετικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, αφού οι μαθητές μαθαίνοντας να μιμούνται όλα τα ηθικά αισθήματα υποβάλλονται σε εσωτερική βίωση του ηθικά ωραίου, υπό την προϋπόθεση ότι επιλέγονται οι σωστοί ρυθμοί, οι σωστές μελωδίες και τα σωστά όργανα: ἔστι δὲ ὁμοιώματα μάλιστα παρὰ τὰς ἀληθινὰς φύσεις ἐν τοῖς ῥυθμοῖς καὶ τοῖς μέλεσιν ὀργῆς καὶ πραότητος, ἔτι δ´ ἀνδρείας καὶ σωφροσύνης καὶ πάντων τῶν ἐναντίων τούτοις καὶ τῶν ἄλλων ἠθῶν (Πολιτικά, 1440 a 15). Καθώς, λοιπόν, συνηθίζουν τα παιδιά μέσω της μουσικής να χαίρονται με τις μιμήσεις ευπρεπών ηθών και καλών πράξεων είναι εύλογο να αναζητήσουν στη ζωή τους τις πραγματικές εκείνες πράξεις που θα προκαλέσουν την ανάλογη ηδονή. Άλλωστε, στα Ηθικά Νικομάχεια έχει επιμείνει πολύ ο φιλόσοφος σε αυτή τη διάσταση της παιδείας (της οποίας θιασώτης υπήρξε και ο Πλάτων) ως μαθητείας στο χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ (Ηθικά Νικομάχεια, 1104 b 13).
Άρα, η μουσική έχει ηθικά βελτιωτικό χαρακτήρα: αποδεικνύεται ότι τα ποιοτικά γνωρίσματα του ήθους μας διαμορφώνονται με την επίδραση πολλών και διαφορετικών ειδών μελωδίας (Πολιτικά, 1340 a 5-6). Μάλιστα, μετά από αναζήτηση της πιο παιδαγωγικά τελεσφόρας αρμονίας, ο Αριστοτέλης έχει καταλήξει στη δωρική αρμονία, ως ακολουθούσα τη μεσότητα: «Ἔτι δὲ ἐπεὶ τὸ μέσον μὲν τῶν ὑπερβολῶν ἐπαινοῦμεν καὶ χρῆναι διώκειν φαμέν, ἡ δὲ δωριστὶ ταύτην ἔχει τὴν φύσιν πρὸς τὰς ἄλλας ἁρμονίας, φανερὸν ὅτι τὰ Δώρια μέλη πρέπει παιδεύεσθαι μᾶλλον τοῖς νεωτέροις» (Πολιτικά, 1342 b 14-17). Και είναι σαφές ότι η ανωτέρω μαθητεία μέσα από τη γνώση των προτύπων οδηγεί και στην πνευματική καλλιέργεια. Την πολλαπλότητα των στόχων που επιτυγχάνει τελικά η μουσική και την αναγκαιότητά της στην εκπαίδευση, συνοψίζει εύστοχα η Πηνελόπη Τζιώκα (2005) στα ερμηνευτικά της σχόλια για το όγδοο βιβλίο των Πολιτικών: «η μουσική διαπλάθει ήθος και ψυχή, καλλιεργεί το πνεύμα και την κριτική ικανότητα, χαρίζει ευφρόσυνη διάθεση, ασκεί τον νέο στην απόλαυση των σωστών ηδονών της ζωής». Η ηθική και πνευματική ποιότητα αποτελούν απαραίτητα εχέγγυα για την κατάκτηση της ευδαιμονίας και άρα η μουσική συνδέεται άμεσα με τον ανώτερο, τελικό στόχο.
Μέσα από την παραπάνω πραγμάτευση έχει απαντηθεί εν μέρει και το ερώτημα γιατί πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά τη μουσική και να μην την ακούν από τους άλλους. Με τον τρόπο αυτό α) μέσα από τη μίμηση αποκτούν έναν πρώτο εθισμό (ἕξιν) στην ηθική πράξη, β) οι νέοι λειτουργούν με το θυμικό και επομένως η μουσική μέσα από τα συναισθήματα που τους προκαλεί αποτελεί ευκολότερη μέθοδο εκμάθησης πραγμάτων (οἱ μὲν γὰρ νέοι διὰ τὴν ἡλικίαν ἀνήδυντον οὐθὲν ὑπομένουσιν ἑκόντες, ἡ δὲ μουσικὴ φύσει τῶν ἡδυσμένων ἐστίν, Πολιτικά, 1340 b15-17), γ) μέσα από τη διδασκαλία της μαθαίνουν τα μυστικά της και άρα είναι ικανοί στο μέλλον να την κρίνουν σωστά και να την απολαύσουν όπως πρέπει (θα έλεγε κανείς ότι η μουσική παιδεία αποβλέπει στην ορθή μελλοντική διαχείριση του ελεύθερου χρόνου) και δ) ως τέχνη διαμορφώνει τις συνθήκες για την εμπέδωση των κοινωνικών αξιών (ισότητα, δικαιοσύνη, μέτρον κ.α.) που θα λειτουργήσουν ως ασφαλής συνεκτικός δεσμός στον κοινωνικό ιστό. Στο σημείο αυτό ταυτίζεται με τον Πλάτωνα, ο οποίος συνδέει τη διδασκαλία της μουσικής με τη βελτίωση των θεσμών της πόλης, καθώς μέσω αυτής (αν είναι κατάλληλη) προσανατολίζεται ο νέος προς την ορθότητα (Πλάτων, Πολιτεία, 398 c-403c). Γενικότερα, οι θέσεις που αναφέρονται για τη μουσική την καθιστούν ένα αγαθό με άμεση επενέργεια στην ψυχή, ισοδύναμη με αυτή που επιφέρει κατά τον Πλάτωνα η γυμναστική στο σώμα: «Τίς οὖν ἡ παιδεία; ἢ χαλεπὸν εὑρεῖν βελτίω τῆς ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου ηὑρημένης; ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ’ ἐπὶ ψυχῇ μουσική» (Πλάτων, Πολιτεία, 376 e). Και σίγουρα ένα αγαθό που σχετίζεται με τον ελεύθερο χρόνο, αφού , όπως θα καταφανεί παρακάτω, ο χρόνος αυτός πρέπει να επενδύεται σε εκείνες μόνο τις ασχολίες που συμβάλλουν στην ηθική ανάταση και στην ψυχική απελευθέρωση. Εννοείται, βέβαια, ότι η μουσική που προσφέρεται στην εκπαίδευση αποφεύγει τις πρακτικές και ενθουσιαστικές εκείνες επιλογές ή και την επαγγελματική εκείνη διάσταση που καθιστούν το άτομο «βάναυσον», υποχείριο κατώτερων ενστίκτων ή κάποιου ωφελιμιστικού παράγοντα.
Η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου ως μορφωτικού αγαθού
Καίριας και διαχρονικής σημασίας στον εκπαιδευτικό κόσμο του Αριστοτέλη είναι η έννοια του ελεύθερου χρόνου, το να αποκτήσει κανείς μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία τα εχέγγυα να τον διαχειρίζεται έτσι, ώστε να τελειωθεί ηθικά και πνευματικά. Πρόκειται για μια μορφή χρόνου που διατίθεται για ελεύθερη δημιουργία και αυτοδιάθεση, που τροφοδοτεί τον στοχασμό και δύναται να οδηγήσει στην ευδαιμονία. Το αντίστοιχο χωρίο των Πολιτικών είναι σαφές: Ὥστε φανερὸν ὅτι δεῖ καὶ πρὸς τὴν ἐν τῇ διαγωγῇ σχολὴν μανθάνειν ἄττα καὶ παιδεύεσθαι, καὶ ταῦτα μὲν τὰ παιδεύματα καὶ ταύτας τὰς μαθήσεις ἑαυτῶν εἶναι χάριν, τὰς δὲ πρὸς τὴν ἀσχολίαν ὡς ἀναγκαίας καὶ χάριν ἄλλων (Πολιτικά 1338 a 10-13). Ο φιλόσοφος διακρίνει την παιδιάν, τον χρόνο που παρέχεται για ξεκούραση από την εργασία (ὁ γὰρ πονῶν δεῖται τῆς ἀναπαύσεως, ἡ δὲ παιδιὰ χάριν ἀναπαύσεώς ἐστιν) από την σχολήν, που αποτελεί από μόνη της ευχαρίστηση και ευδαιμονία (τὸ δὲ σχολάζειν ἔχειν αὐτὸ δοκεῖ τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν καὶ τὸ ζῆν μακαρίως, Πoλιτικά, 1338 a 1-3). Στην πρώτη περίπτωση (στην παιδιάν) μέσα από την ανάπαυση εξυπηρετείται πρακτικά μια εξωτερική ανάγκη, αυτή της εργασίας, για την οποία ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί «φάρμακο», ο σκοπός είναι συχνά μη προσδιορίσιμος και σίγουρα ανεκπλήρωτος: ὁ μὲν γὰρ ἀσχολῶν ἕνεκα τινος ἀσχολεῖ τέλους ὡς οὐχ ὑπάρχοντος. Αντίθετα, στην περίπτωση της σχολής ο χρόνος αυτός καθ’ εαυτόν αποτελεί ευδαιμονία, ευχαρίστηση, μακαριότητα, καθώς είναι αφιερωμένος σε έναν απώτατο, ήδη εκπληρωμένο σκοπό: ἡ δ´ εὐδαιμονία τέλος ἐστίν. Καταληκτικά, ειδοποιός διαφορά των δυο είναι αφενός ο σκοπός και αφετέρου ο δέκτης των ενεργειών του ελεύθερου χρόνου, αφού συχνά στην περίπτωση της παιδιάς αποκτούμε γνώσεις ή ξεκουραζόμαστε για να αποδώσουμε έπειτα σε κάτι άλλο ή αποσκοπώντας στην ευχαρίστηση κάποιου άλλου , ενώ κατά την σχολήν, ο άνθρωπος έχει συλλέξει όλες του τις δυνάμεις, η παιδευτική διαδικασία αποφέρει καρπούς αποκλειστικά στον ίδιο, οδηγεί στην ανάδειξη των δημιουργικών ικανοτήτων, σε ουσιαστική ενδοσκόπηση του ατόμου, με σκοπό την κατάκτηση ενός «τελειωμένου» στόχου.
Ακόμη καλύτερα καταφαίνεται η θέση του Αριστοτέλη για τη σπουδαιότητα του ελεύθερου χρόνου με την παρατήρησή του ότι η ἀσχολία υπάρχει για χάρη της σχόλης με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει ο πόλεμος για χάρη της ειρήνης: η ειρήνη παρέχει την ευκαιρία για σχολήν, ενώ, αν οι πολίτες δεν έχουν την κατάλληλη αγωγή, δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα αγαθά της νίκης σε καιρό ειρήνης: «αἱ γὰρ πλεῖσται τῶν τοιούτων πόλεων πολεμοῦσαι μὲν σῴζονται, κατακτησάμεναι δὲ τὴν ἀρχὴν ἀπόλλυνται. τὴν γὰρ βαφὴν ἀνιᾶσιν, ὥσπερ ὁ σίδηρος, εἰρήνην ἄγοντες. αἴτιος δ᾽ ὁ νομοθέτης οὐ παιδεύσας δύνασθαι σχολάζειν (Πολιτικά, VII, 1334a 6-10). Στόχος, λοιπόν αδιαμφισβήτητος, το να μπορεί κανείς να πολεμά, αλλά ακόμη περισσότερο το να γεύεται τα αγαθά του ελεύθερου χρόνου και της ειρήνης: δεῖ μὲν γὰρ ἀσχολεῖν δύνασθαι καὶ πολεμεῖν, μᾶλλον δ᾽ εἰρήνην ἄγειν καὶ σχολάζειν (Πολιτικά, 1333 a 45- 1333 b 1). Μια κοινωνία, λοιπόν, οφείλει καταρχάς να παρέχει ελεύθερο χρόνο και κατά δεύτερον να προετοιμάζει τους νέους, ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Η εκπαίδευση οφείλει να επιφορτιστεί με τη μαθητεία στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου προκειμένου να ευοδωθεί ο συλλογικός στόχος της ευδαιμονίας.
Τελευταίο τεκμήριο για την καθοριστική σύνδεση του σχολείου με τον ελεύθερο χρόνο αποτελεί η ετυμολογική ανάλυση της ίδιας της λέξης «σχολείο», που σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στον σύγχρονο εξοντωτικό θεσμό που επιμένει να παραγνωρίζει τις δημιουργικές ικανότητες των μαθητών. Συγκεκριμένα, η λέξη «σχολείο» (και αγγλικά «school»), παράγωγο της αρχαίας ελληνικής λέξης «σχόλη» είχε ως αρχική σημασία την ανάπαυση, την ησυχία, τον ελεύθερο χρόνο, αφού η «σχόλη» έχει την έννοια του “βραδύνω, αργοπορώ” («σχολήν τίθημι»: αργοπορώ, «σχολή γίγνεται»: υπάρχει καιρός ή και σήμερα με την έννοια της αργίας στη φράση «Κυριακή γιορτή και σχόλη»). Ως εκ τούτου, ο αρχικός προσανατολισμός του θεσμού εδραζόταν σε μια θεωρία του αναστοχασμού και της εποικοδομητικής ανάπαυσης, που θα αναδείκνυε τις κλίσεις και τη δημιουργικότητα των παιδιών, θα παραχωρούσε πρότυπα μίμησης, θα διασφάλιζε την αξιοποίηση των πνευματικών ικανοτήτων των μελλοντικών πολιτών και θα δρομολογούσε την ευδαιμονία της πόλεως.
Συμπεράσματα
Το κομμάτι της ηθικής απασχόλησε τον Αριστοτέλη κατά κόρον, καθώς τη θεώρησε μέσον για την κατάκτηση της αρετής και κατά συνέπεια της ευδαιμονίας. Απότοκο αυτής της ανησυχίας του φιλοσόφου αποτελεί η συγγραφή τριών σχετικών έργων: «Ηθικά Ευδήμεια» (βιβλία 7), «Ηθικά μεγάλα» (βιβλία 2), «Ηθικά Νικομάχεια» (βιβλία 10). Η ένταξή, λοιπόν, της ηθικής στον εκπαιδευτικό χώρο αποτέλεσε αδιαπραγμάτευτη συνιστώσα ενός άρτιου εκπαιδευτικού συστήματος. Ενός συστήματος που εμπεριέχει το χρήσιμον (ως πραγματικότητα, αλλά όχι ως προτεραιότητα), που προάγει τις γνώσεις ικανοποιώντας το φιλοπερίεργον του ανθρώπου, αλλά κυρίως μέσα από τις ηθικές πράξεις και το χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ (τον εξορθολογισμό των συναισθημάτων) βρίσκει την εντελέχειά του, όταν χαρίζει την ευδαιμονία. Βασικό μέσο για την επίτευξη του στόχου αποτελεί η απομάκρυνση του ατόμου από τον κλοιό της μισθωτής εργασίας, η οποία αποβλέποντας εξολοκλήρου σε υλικές απολαβές καθιστά το άτομο υποχείριο των επιθυμιών του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μουσική υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλλει στη μίμηση και αργότερα στην υιοθέτηση του ηθικά σωστού και για αυτό αποτελεί απαραίτητο αντικείμενο διδασκαλίας , αλλά και ενδεδειγμένη απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο. Γιατί, για τον Σταγειρίτη το σχολάζειν δύνασθαι καλῶς, αποτελεί μια δεξιότητα που οφείλει το σχολείο να ασκεί και να βελτιώνει, καθώς είναι το όχημα για την ευδαιμονία.