Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

2. -ών (-ῶνος· ιων. -εών)


§ 315. Δηλώνει τοποθεσίες, και ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί η προέλευσή του: ἀνδρεών - ἀνδρών 'δωμάτιο ανδρών' (κλασ.), παρθενεών - παρθενών 'δωμάτιο παρθένων, ναός της Αθηνάς Παρθένου ' (κλασ.), πυλών 'κτίσμα της πύλης' από το πύλη, λασιών 'λόχμη' (Νίκανδρος) από το λάσιος 'δασύτριχος, κατάφυτος'.

Ο Αληθινός Άνθρωπος, το Μεγαλείο και ο Φωτισμένος: Μια Προοπτική για την Ανθρωπότητα και τη Θεότητα

Η φιλοσοφική και πνευματική προοπτική που αντιλαμβάνεται μια οικογένεια, ένα έθνος, κάτω από τη σημαία της ανθρωπότητας, είναι μια βαθιά αντανάκλαση της διασύνδεσης όλων των όντων. Αυτή η κοσμοθεωρία ξεπερνά τα φυλετικά, εθνοτικά, θρησκευτικά και εθνικά όρια, ενώνοντάς μας κάτω από την τεράστια ομπρέλα της κοινής μας ανθρώπινης εμπειρίας. Ο Αληθινός Άνθρωπος, όπως εννοιολογείται σε αυτή την προοπτική, είναι αυτός που αναγνωρίζει αυτή την εγγενή ενότητα, ζει σε αρμονία με αυτήν και αγωνίζεται να την υποστηρίξει σε κάθε πτυχή της ζωής.

Θεός και Φύση

Η έννοια του Θεού σε αυτή την κοσμοθεωρία δεν είναι ξεχωριστή από την ίδια τη φύση. Είναι μια πανθεϊστική προοπτική, όπου ο Θεός γίνεται αντιληπτός στην ανόθευτη ομορφιά και πολυπλοκότητα της φύσης, στη φωτισμένη κοινωνία και σε κάθε φωτισμένο άτομο. Αυτή η άποψη αμφισβητεί τις συμβατικές θρησκευτικές αντιλήψεις που τοποθετούν τον Θεό σε μια ιεραρχική θέση, ξεχωριστή από την ανθρωπότητα και τον φυσικό κόσμο. Αντίθετα, ο Θεός θεωρείται ως η ουσία όλης της ύπαρξης, που διαπερνά κάθε άτομο του σύμπαντος.

Οι θεσμοί και οι οργανισμοί που συχνά συνοδεύουν τις θρησκευτικές πρακτικές θεωρούνται εδώ ως ανθρώπινα κατασκευάσματα και όχι ως θεϊκές εντολές. Αναγνωρίζονται ως εργαλεία για τη διευκόλυνση της κατανόησης, της πρακτικής και της κοινότητας, αλλά όχι ως η απόλυτη αλήθεια ή ο μοναδικός δρόμος προς τη φώτιση.

Το μεγαλείο και η αναγνώριση

Το Μεγαλείο, όπως περιγράφεται εδώ, είναι αυτοσυντηρούμενο. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι ανεξάρτητη από την εξωτερική επικύρωση. Δεν επιδιώκει την αναγνώριση ούτε μειώνεται από την αντίθεση. Αυτό το Μεγαλείο μπορεί να ερμηνευθεί ως η συνειδητοποιημένη κατάσταση της φώτισης, όπου το άτομο βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την ύπαρξη. Είναι μια κατάσταση αυτοεκπλήρωσης και αυτάρκειας, όπου η αξία κάποιου δεν καθορίζεται από κοινωνικούς κανόνες αλλά από μια εγγενή κατανόηση της αληθινής φύσης κάποιου.

Ο Πεφωτισμένος και η Κοινωνία

Ο Φωτισμένος, που κάθεται σε σιωπηλό διαλογισμό, παρομοιάζεται με τον μυθικό Άτλαντα, υποστηρίζοντας τον ουρανό της αιωνιότητας. Αυτή η μεταφορά απεικονίζει με οδυνηρό τρόπο τη βαθιά αλλά λεπτή επίδραση της φώτισης στον κόσμο. Ενώ η κοινωνία μπορεί να θεωρεί ένα τέτοιο άτομο ως «άχρηστο» λόγω της απομάκρυνσής του από τις συμβατικές δραστηριότητες, η επιρροή του διαπερνά τον ιστό της ύπαρξης με τρόπους αόρατους.

Ο διαλογισμός τους δεν είναι μια πράξη απόδρασης, αλλά μια ενεργή ενασχόληση με τα βαθύτερα επίπεδα της πραγματικότητας. Συνεισφέρουν στον κόσμο όχι με υλικά μέσα αλλά με τη μεταμορφωτική δύναμη της φωτισμένης τους συνείδησης. Η παρουσία τους είναι ένας φάρος ειρήνης, μια απόδειξη των δυνατοτήτων της ανθρώπινης εξέλιξης και ένας λεπτός καταλύτης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ο Αληθινός Βασιλιάς

Ο Αληθινός Βασιλιάς, από αυτή την προοπτική, είναι αυτός που έχει κυριαρχήσει στην ανθρώπινη φύση του, του οποίου ο πλούτος βρίσκεται στην ελευθερία, του οποίου η κατοικία είναι το απεριόριστο σύμπαν και του οποίου η ζωή είναι η ίδια η ουσία της ύπαρξης. Αυτή είναι μια ριζικά διαφορετική έννοια της βασιλείας από αυτή που συναντάμε συνήθως. Δεν πρόκειται για εξουσία πάνω στους άλλους, αλλά για κυριαρχία πάνω στον εαυτό του. Δεν πρόκειται για τη συσσώρευση πλούτου, αλλά για την επίτευξη ελευθερίας. Δεν πρόκειται για εδαφική κατάκτηση, αλλά για εναγκαλισμό του απεριόριστου της ύπαρξης.

Συμπερασματικά, αυτή η φιλοσοφική προοπτική προσφέρει μια βαθιά επανεξέταση της κατανόησής μας για τη θεότητα, την ανθρωπότητα και τον σκοπό της ζωής. Μας προτρέπει να υπερβούμε τα παραδοσιακά όρια και ιεραρχίες, να δούμε το θείο στη φύση και στον εαυτό μας, να αναζητήσουμε φώτιση και να εκτιμήσουμε την εγγενή αξία έναντι της εξωτερικής επικύρωσης. Μας καλεί να είμαστε Αληθινοί Άνθρωποι και Αληθινοί Βασιλιάδες, να αναγνωρίσουμε την ενότητά μας με όλη την ύπαρξη και να εκπληρώσουμε τις δυνατότητές μας ως φωτισμένα όντα.

Στο παιδί σου αξίζει ο καλύτερος εαυτός σου, όχι ό,τι έχει απομείνει από σένα

Δεν είναι απλό, αλλά πρέπει να το κάνεις. Να το κάνω, να το κάνουμε.

Και δεν θα κρατήσει πολύ.

Τα χρόνια που θα μπορείς να πεις «είμαι κουρασμένη τώρα», «δεν μπορώ αυτή τη στιγμή» και αυτό που θα λαμβάνεις από απέναντι θα είναι κατανόηση, δεν είναι μακριά. Και τότε, θα νιώθεις λιγότερες ενοχές που δεν θα «μπορείς» όλες τις φορές. Γιατί ήταν αμέτρητες εκείνες που μπόρεσες, όταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση σου θα τα είχε παρατήσει.

ή αλλιώς…

Η αξία του να αφιερώνουμε χρόνο στα παιδιά μας.

Τα παιδιά μας είναι μόνο μια φορά μικρά. Μπορεί να είναι πάντα για εμάς ‘παιδιά’, όμως μικρά παιδιά είναι στην πραγματικότητα μόνο μια φορά. Και τότε διαμορφώνουν χαρακτήρα, προσωπικότητα, συνειδήσεις. Και τότε είμαστε απαραίτητοι παιδαγωγοί και συνοδοιπόροι στη ζωή τους.

Η φυσική παρουσία ενός γονιού δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα υποκατάστατο. Ούτε τα δώρα, ούτε τα παιχνίδια, ούτε τα λεφτά.. Ούτε οι καλύτεροι δάσκαλοι, ούτε τα πιο ωραία ταξίδια.. Τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς ως φυσική παρουσία, το λόγο τους, το σώμα τους, τη μορφή τους. Χρειάζονται την αγκαλιά, μια καλή κουβέντα ή απλώς να είμαστε εκεί να κοιτάμε που θα παίζουν με τους φίλους τους. Και αργότερα να είμαστε εκεί όταν γυρνάνε από το σχολείο να μας πουν πως πέρασαν, να φάμε όλοι μαζί, να πάμε μια βόλτα... Και αργότερα να είμαστε εκεί όταν γυρνάνε από την βόλτα, από το φροντιστήριο, από ένα πάρτυ. Μας θέλουν δίπλα τους σαν στήριγμα, να ΄βάζουμε πλάτη’ στα ξεκινήματα τους.

Προφανώς όσο μεγαλύτερα γίνονται μας χρειάζονται λιγότερο, ίσως κάποια στιγμή να μην μας θέλουν καν- και αυτό φυσιολογικό είναι. Θα έρθει όμως με την ώρα του. Θα έρθει όταν πραγματικά θα θέλουν να μείνουν μόνα τους. Να σταθούν στα δικά τους πόδια, στις δικές τους δυνάμεις. Και τότε εμείς οι γονείς, σιγά σιγά πρέπει να τους δώσουμε το χώρο να δράσουν όπως τα ίδια επιθυμούν, όπως νομίζουν, περιορίζοντας τον ρόλο μας σε αυτόν του έμπιστου συμβουλάτορα...

Μέχρι τότε όμως ας δηλώσουμε παρόντες. Στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές τους, στα εύκολα και στα δύσκολα, στις χαρές και τις λύπες.

Θυμηθείτε: Μόνο μια φορά, δεύτερη ζωή δεν έχει..

Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί κοσμοπολίτες

Ο θρυμματισμένος καθρέφτης του ποιήματος Κασίντα του Μπέρτον—που κάθε θραύσμα του αντανακλά από τη δική του οπτική γωνία ένα κομμάτι μιας πολύπλοκης αλήθειας— μοιάζει να εκφράζει ακριβώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο δημιουργός του μέτα τη μακρόχρονη έκθεσή του στις φιλοσοφίες και τα έθιμα πολλών ανθρώπων και τόπων: θα βρείτε κομμάτια αλήθειας (μαζί με πολλά λάθη) παντού και δεν θα βρείτε πουθενά ολόκληρη την αλήθεια. Το μεγαλύτερο λάθος, θεωρούσε ο Μπέρτον, είναι να πιστεύουμε ότι το δικό μας θραύσμα του καθρέφτη μπορεί να αντικατοπτρίζει το όλον.

Πίσω από τον καθρέφτη

Η ζωή θα ήταν ευκολότερη αν μπορούσαμε να περιοριστούμε σε αυτή τη σκέψη. Μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχουν σωστές αντιλήψεις παντού και κάποιο λάθος chez nous. Όμως αυτό δεν μας βοηθά όταν προσπαθούμε να αποφασίσουμε πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια αυτή τη φορά.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να είσαι πιστός στη σύζυγό σου, αλλά εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να είμαι πιστός στη σύζυγό σου. (Στην πραγματικότητα, καλύτερα να μην είμαι!) Στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί στη θεία λειτουργία». Όμως, αν δεν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις πραγματικά ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα• και αν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις ότι οποιοσδήποτε, ακόμα και αν είναι καθολικός, έχει καθήκον να πηγαίνει στη θεία λειτουργία. Από την άλλη, εκτός και αν είσαι υπέρ των ελεύθερων σχέσεων ή σπάνιο κατάλοιπο εκείνων των πειραματισμών με τον ελεύθερο έρωτα που είχαν ανθίσει τη δεκαετία του 1960, πιθανόν πιστεύεις ότι οι παντρεμένοι οφείλουν να είναι πιστοί.

Προφανώς οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί ότι πρέπει να πηγαίνουν στη θεία λειτουργία. Όμως, αν δεν ασπάζεσαι τις πεποιθήσεις που δίνουν νόημα σε αυτές τις πράξεις, πιθανόν πιστεύεις ότι οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο κάνουν λάθος. Ο Μωάμεθ είτε ήταν ο Προφήτης είτε δεν ήταν. Το Κοράνιο είτε είναι η τελική Αγία Γραφή είτε δεν είναι. Αν ο Μωάμεθ δεν ήταν προφήτης και το Κοράνιο δεν είναι η τελική Αγία Γραφή, τότε οι μουσουλμάνοι κάνουν λάθος. (Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για τη θεία λειτουργία.) Φυσικά, δεν θεωρείτε πιθανόν ότι γίνεται μεγάλη ζημιά αν οι άνθρωποι πηγαίνουν στη Μέκκα. Αυτοί πιστεύουν ότι είναι σωστό. Εμείς όχι. Δεν πιστεύουμε όμως ότι είναι και λάθος. Πράγματι, εφόσον πιστεύουμε ότι η ακεραιότητα έχει σημασία, ότι το να ζει κάποιος σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του είναι σημαντικό και, εφόσον σε αυτή την περίπτωση οι μουσουλμάνοι δεν προκαλούν κάποια βλάβη κάνοντας ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησή τους, ίσως θα ήταν καλό αν έκαναν προσπάθεια να πάνε στη Μέκκα.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι όταν λέμε πως οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα για αυτόν το λόγο δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με τους μουσουλμάνους. Είναι ο δικός μας λόγος για τον οποίο λέμε να κάνουν κάτι το οποίο οι ίδιοι κάνουν για διαφορετικό λόγο. Ένας τρόπος να αντιληφθούμε γιατί αυτό έχει σημασία είναι να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι κανένας μουσουλμάνος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του δεν θα θεωρούσε ότι κατανοούμε τον λόγο για τον οποίο οι μουσουλμάνοι πηγαίνουν στη Μέκκα αν λέγαμε: «Φυσικά έχετε λόγο να πάτε: συγκεκριμένα, πιστεύετε πως πρέπει να πάτε, και οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθούν τη συνείδησή τους, εκτός αν αυτό προκαλεί κάποιο κακό». Επειδή οι μουσουλμάνοι δεν σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτονται ότι πρέπει να πάνε επειδή αυτή είναι η εντολή του Θεού μέσω του ιερού Κορανίου.

Εντούτοις, θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να λύσουμε αυτή τη διαφωνία για να έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί τους. Μπορώ να είμαι (πράγματι είμαι!) πολύ φιλικός με καθολικούς και μουσουλμάνους, παρότι δεν συμφωνώ πάντα μαζί τους για Θεολογικά ζητήματα. Δεν έχω περισσότερους λόγους να δυσανασχετώ με εκείνους που πηγαίνουν στη Μέκκα για προσκύνημα από τους λόγους που έχω να ενοχλούμαι με τις επιλογές εκείνων που πηγαίνουν στη Σκωτία για γκολφ ή στο Μιλάνο για όπερα. Δεν είναι κάτι πού θα έκανα, αλλά αυτοί ας κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί.

Κι όμως, αυτή τη στάση του ζήσε όπως επιθυμείς και άσε τος άλλους να ζήσουν όπως αυτοί επιθυμούν δεν την ασπάζονται οι πάντες.

Οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου είναι απίθανο να θεωρούν ότι η σωστή αντίδραση στη μοιχεία είναι να παραπεμφθούν οι μοιχοί σε θρησκευτικό δικαστήριο και, αν καταδικαστούν, το πλήθος να τους λιθοβολήσει μέχρι θανάτου. Εσείς και εγώ αναμφίβολα φρίττουμε στη σκέψη ότι κάποιος λιθοβολείται μέχρι θανάτου με αυτόν τον τρόπο. Σήμερα, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι στον κόσμο πιστεύουν το αντίθετο. Τέτοιου ειδους διαφωνίες είναι πολύ συνηθισμένες, ακόμα και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Αν σκέφτεστε να κάνετε έκτρωση, την οποία εσείς θεωρείτε απολύτως επιτρεπτή από ηθική άποψη, και εγώ πιστεύω ότι θα σκοτώσετε ένα αθώο ανθρώπινο ον, δεν μπορώ απλώς να πω «καλά, κάν’ το»˙ μπορώ να το πω;

Ο πειρασμός είναι να αναζητήσουμε ένα βιβλίο κανόνων που θα μας λέει πώς να ρυθμίζουμε τέτοιες συγκρούσεις όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο βιβλίο κανόνων. Ωστόσο, ακόμα και αν συμφωνήσουμε, για λόγους τους οποίους θα εξετάσω αργότερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνούμε σε σχέση με την εφαρμογή του. Έτσι, υπάρχει εδώ και καιρό μια ελκυστική εναλλακτική επιλογή. Ίσως, ακόμα και αν συμφωνούμε σε σχέση με όλα τα γεγονότα, το τι είναι ηθικά σωστό για μένα να κάνω σύμφωνα με τη δική μου άποψη είναι διαφορετικό από αυτό που είναι ηθικά σωστό για εσάς να κάνετε σύμφωνα με τη δική σας άποψη. Ο Μπέρτον, που γνώριζε καλά τριάντα εννιά γλώσσες, ήταν κατά κάποιον τρόπο τέρας της φύσης ως προς την ικανότητά του να διεισδύει σε διαφορετικούς πολιτισμούς, να γίνεται αυτόχθων, όπως θα λέγαμε, και να το κάνει επανειλημμένα. Όμως οι περισσότεροι από εμάς διαθέτουμε αυτή την ικανότητα σε μικρότερο βαθμό: μπορούμε συχνά να βιώσουμε την ελκυστικότητα αξιών οι οποίες δεν είναι ακριβώς δικές μας. Έτσι, όταν φθάνουμε στο ζήτημα της ηθικής, δεν υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει ένας θρυμματισμένος καθρέφτης, αλλά πολλοί καθρέφτες, πολλές ηθικές αλήθειες, και στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να συμφωνήσουμε να διαφέρουμε.

Ποια η διαφορά της ενσυναίσθησης με την απλή ευαισθησία;

Πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας χρησιμοποιούμε την έννοια του προαισθήματος, της σύνδεσης με ανθρώπους και καταστάσεις για να εξηγήσουμε αυτά που για άλλους, παραμένουν στα ανεξήγητα. Κι έρχομαι κι ερωτώ: υπάρχει τελικά ο διαχωρισμός ανάμεσα σε συναισθητικούς και μη ανθρώπους, ή είναι κι αυτό μια καραμέλα για να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας; Κι αν τις βασικές απαντήσεις δεν μπορούμε να τις έχουμε έτοιμες, το έκανε η επιστήμη για εμάς.

Αρχικά, μιλώντας για διαίσθηση, έντονη συναισθηματική επικοινωνία με ξένους ανθρώπους και γεγονότα, έχουμε να κάνουμε με γνώρισμα το οποίο άπαξ και στο δώσει η φύση, ανήκεις στην κατηγορία των συναισθητικών, αυτών που μπορούν να «διαβάσουν» τους άλλους. Να αντιληφθούν με μια ματιά την εναλλαγή συναισθήματος στο πρόσωπο, την έκφραση, τη χαρούμενη ή λυπημένη αύρα, το πότε λες ψέματα ή είσαι στο τσακ να βάλεις τα κλάματα. Σίγουρα θα σου έχει τύχει ένας κοντινός σου να αντιληφθεί πως δεν είσαι καλά με ένα κοφτό «τι έχεις», πιο καλά κι απ’ την ίδια σου τη μάνα. Αυτό το χάρισμα που ενίοτε γίνεται και φορτίο για τους κατόχους του, είναι το κλειδί για τη συναισθηματική σύνδεση με οικείους και μη.

Όντας ενσυναισθητικός, δυσκολεύεσαι να πάρεις απόσταση από προβλήματα που δεν είναι δικά σου, να τα ζήσεις ως παρατηρητής και να μην τα πάρεις στη δική σου πλάτη. Η υπερβολική προσκόλληση, το λεγόμενο emotional attachment που θα δεις στις σχετικές έρευνες, είναι η αιτία που αυτοί οι άνθρωποι συχνά- πυκνά μπορεί να υποφέρουν από κρίσεις άγχους, ή να προτιμούν να δραστηριοποιούνται σε μικρές ομάδες, μιλώντας για παρέες φίλων ή ακόμα και για μικρότερες πόλεις για να ζήσουν, ώστε να νιώθουν πιο προστατευμένοι στο περιβάλλον τους. Άλλα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται είναι η ανάγκη απομόνωσης ή αλλιώς αποσύνδεσης από τον κύκλο τους για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να νιώσουν ξανά ο εαυτός τους, πως αποφορτίστηκαν από όλα εκείνα με τα οποία ήρθαν σε επαφή και συνδέθηκαν πολύ βαθύτερα απ’ ότι ο διπλανός τους.

Σε όλα αυτά, οι επιστήμονες έρχονται να μας λύσουν τα χέρια με την απάντηση πως γι’ ακόμη μια φορά, για όλα φταίει ο εγκέφαλος. Οι νευρώνες έχουν τη δυνατότητα να καθρεφτίζουν το ερέθισμα που λαμβάνουν, στέλνοντας μηνύματα αναπαραγωγής, όχι απλής κατανόησης κι ερμηνείας. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται ως εκείνοι με την πιο αυξημένη ενσυναίσθηση, είναι εκείνοι που βλέποντάς σε να κλαις, να γελάς ή να πονάς, είναι σε θέση να το νιώσουν στο πετσί τους, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξουν τον μηχανισμό τους αυτό. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μάλιστα, τα στοιχεία αναφέρουν πως το 1% του πληθυσμού των ανθρώπων είναι σε θέση να νιώσει το άγγιγμα στο δέρμα του, ενώ βλέπει να αγγίζουν κάποιον άλλον. Το εν λόγω φαινόμενο, απαντά στο όνομα mirror-touch synesthesia. Δεν το λες κι ασήμαντο πειστήριο για την ύπαρξη της ενσυναίσθησης.

Η ψυχολόγος Elaine Aron, επισημαίνει πως μόνο σε ποσοστό 20% θα συναντήσουμε ενσυναισθητικούς ανθρώπους παγκοσμίως, κάνοντας έναν διαχωρισμό από εκείνους που χαρακτηρίζονται πολύ ευαίσθητοι, ως μια κατηγορία διαφορετική από αυτήν που εξετάζουμε. Και σε αυτή την περίπτωση, τα διαγνωστικά χαρακτηριστικά θα είναι η ευαισθησία στους άλλους, η ευγένεια, η μη αντοχή σε δυνατούς θορύβους και μουσικές, η αποφυγή των φαρμάκων, καθώς και η ροπή ή αγάπη για τις τέχνες.

Άνθρωποι λοιπόν που γεννιούνται με μάτια που βλέπουν, όχι μόνο μορφές, αλλά και ψυχές, επίτρεψέ μου να τους χαρακτηρίσω αιθέριους για να τους περιγράψω. Παρατηρητές, ακροατές κι ίσως στον ρόλο του unpaid therapist στην παρέα ή την οικογένειά τους. Μπορεί για την επιστήμη να μην είναι πέρα για πέρα επιβεβαιωμένη η ύπαρξη τέτοιων ξεχωριστών γνωρισμάτων που συνδέεται με τα βιολογικά μας χαρακτηριστικά, μα μας δίνονται αρκετά στοιχεία για να μπορούμε να πούμε πως στα σημεία, οι μεν διαφέρουμε από τους δε.

Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για σοβαρό μπαγκάζι, πέρα από τα δικά σου να μπορείς ή να νιώθεις την ανάγκη να κουβαλήσεις και τα συναισθήματα των γύρω σου. Αυτή είναι μόνο η αρχή, είτε το βιώνεις είτε είσαι ένας από αυτούς, για να πεις πως σέβεσαι αυτή την ικανότητα. Δε γνωρίζω ούτε μπορώ με βεβαιότητα να πω αν πρόκειται για παραμύθι. Αυτό που όλοι βλέπουμε όμως κι η ζωή μας μαθαίνει, είναι πως οι ευαίσθητοι άνθρωποι κι αυτοί που μας νιώθουν, είναι σπάνιοι. Δεν μπορούν να κοιτάξουν τη δουλίτσα τους, δεν μπορούν να μην ανοίξουν την αγκαλιά τους μπροστά σε δακρυσμένα μάτια κι εν δυνάμει και την καρδιά τους μαζί. Και οι μεν και οι δε, συνυπάρχουν πολύ όμορφα όταν θέλουν πάνω σε αυτό το αστείο που ονομάσαμε «σκληρή» πραγματικότητα. Αυτή τη φορά όμως ως ας πάρουν τα credits εκείνοι που η καρδιά τους είναι πιο fluffy.

Υγεία και Ασθένεια

Υγεία – έννοια ανεκτίμητης αξίας, αδιαμφισβήτητης σημασίας, απόλυτης αναγκαιότητας. Ταυτόχρονα έννοια δεδομένη, που σχεδόν περνά αδιάφορη, ώσπου να κλονιστεί. Κάπως έτσι, οι καταστάσεις του τελευταίου καιρού ώθησαν την υγεία (και την ασθένεια) στο προσκήνιο σε παγκόσμιο επίπεδο, αναδεικνύοντας την κοινωνική της διάσταση. Αυτή, δεν αποτελεί κάτι το νέο: Η υγεία και η ασθένεια συσχετίζονται άμεσα με κοινωνικούς παράγοντες, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από αυτούς.

ΑΡΧΙΚΑ, Η ΙΔΙΑ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ, ΔΟΜΕΙΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ, ΚΑΙ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟΥ.

Το τι θεωρείται ‘ασθένεια’ (άρα και ‘υγεία’) καθορίζεται από αντιλήψεις και αξίες της κοινωνίας. Το παρελθόν είναι γεμάτο από σχετικά παραδείγματα: κάποτε, η ψυχική ασθένεια (π.χ. η σχιζοφρένεια) δεν θεωρούνταν πάθηση, μα ‘θεία τιμωρία’, κάποτε, η ομοφυλοφιλία γινόταν αντιληπτή ως ασθένεια, κάποτε, ο σύζυγος που κακοποιούσε βάναυσα, και τα μέλη – θύματα της οικογένειάς του δεν έχριζαν βοήθειας ιατρικής ή ψυχολογικής. Αξιοσημείωτο παράδειγμα αποτελεί και το γήρας: η φθορά που επέρχεται με το πέρας της ηλικίας γίνεται αντιληπτή ως αρρώστια ή πρόβλημα, και η εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών στην τρίτη ηλικία παίρνει άλλες διαστάσεις εντός μίας κοινωνίας όπου η νόηση, οι γνωστικές λειτουργίες, η αυτονομία και η ατομικότητα αποτελούν υψηλές αξίες. Κατ’ επέκταση, η αντίληψη του τι σημαίνει ασθένεια θα καθορίσει και την αναζήτηση κατάλληλης βοήθειας, η οποία με την σειρά της ορίζει την πορεία της πάθησης.

Παρόμοια, κοινωνικές θεωρίες της υγείας υποστηρίζουν πως το κατά πόσο ένα άτομο θα νοσήσει από κάποια πάθηση, μα και η εξέλιξη αυτής, κατευθύνονται από κοινωνικούς παράγοντες. Σε αυτούς κατατάσσονται η οικονομική κατάσταση του ατόμου, του συνόλου (κοινωνία/κράτος) που ανήκει, των υποσυνόλων, οι σχέσεις μεταξύ όλων αυτών, οι δυνατότητες περίθαλψης και οι υπάρχουσες δομές και υπηρεσίες, το εκπαιδευτικό επίπεδο και η μόρφωση, και πολλοί ακόμα. Για παράδειγμα, το εάν ένα άτομο θα εκδηλώσει άνοια, μπορεί να εξαρτηθεί από την φροντίδα της υγείας του στην πορεία ζωής (π.χ. διατροφή, ύπνος, κλπ), από την εκπαιδευτική και επαγγελματική του κατάσταση, μα και από την δυνατότητα δραστηριοποίησης ως ηλικιωμένος, από την αντίληψη του περίγυρου για τα σχετικά συμπτώματα (εάν κρίνονται ως γήρας ή αναγνωρίζονται ως παθολογικά), τις δυνατότητες αντιμετώπισης, και άλλα.

Η κοινωνική πραγματικότητα έχει έντονο αντίκτυπο στην υγεία, όχι μονάχα έμμεσα, μα και άμεσα: το status quo του παρόντος το επιβεβαιώνει – καθώς η ασθένεια έχει μετατραπεί στο επίκεντρο, καθορίζοντας την καθημερινότητά μας σχεδόν απόλυτα (και αποτελώντας προσπάθεια ελέγχου της υγείας).

Η κοινωνική επιρροή στην υγεία όμως δεν σταματά εδώ: η ψυχική υγεία του ατόμου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές συνθήκες, μα και την ψυχολογία του συνόλου. Όπως έχει φανεί το τελευταίο διάστημα, ο διάχυτος αρνητισμός και φόβος (τόσο όπως παρουσιάζεται από τα μίντια ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) έχουν αγγίξει κάθε έναν από εμάς. Έτσι ακόμα και αν δεν νοσούμε καθ’ αυτά, η υγεία και η ψυχική υγεία μας ασθενεί.

Στην πραγματικότητα του σήμερα, αξίζει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει πραγματικά υγεία και τι ασθένεια. Είναι η ασθένεια μία καθοριστική παθολογία; Είναι η υγεία η απουσία της πάθησης; Η υγεία, έχει έντονα πολυδιάστατο χαρακτήρα, και στοιχεία υποκειμενικά. Στο παρόν, ας αναζητήσουμε όλοι μας τα δικά μας μέτρα υγείας, και τους προσωπικούς τρόπους επιδίωξης του βιώματος της ολιστικής ευεξίας.

Τίποτα μεγάλο στον κόσμο δεν έγινε δίχως πάθος

Δοκιμάσατε μια φορά κι εσείς ένα παράφορο πάθος, ερωτευτήκατε ποτέ τρελά; Αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη διέγερση που μπορεί να νιώσει στη ζωή του ο άνθρωπος. Τότε χάνει τη ψυχραιμία του, αφήνεται να παρασυρθεί, είναι εντελώς «εκτός εαυτού». Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ήρωα του Σαίξπηρ, Οθέλλο. Δε θα υπήρχε καμιά τραγωδία αν δεν είχε δείξει τέτοιον απόλυτο έρωτα για τη Δυσδαιμόνα κι αν δεν είχε ανταποκριθεί κι εκείνη.

Η ιστορία μάς ενδιαφέρει τη στιγμή που αυτός ο λογικός άντρας και νικηφόρος στρατηγός ξεχνά όλες του τις ικανότητες και χάνει εντελώς το μυαλό του, ενώ ο παράφορος έρωτάς του για τη Δυσδαιμόνα τον κάνει να χάσει κάθε ισορροπία και προκαλεί σύγχυση στα αισθήματά του. Η αληθινά τερατώδης εξέλιξή του, η οποία τον μετατρέπει από φυσιολογικό άνθρωπο σε ψυχωτικό, τον ρίχνει στην παραφροσύνη. Κάποιες ασήμαντες ενδείξεις -εκείνη η μυστηριώδης ιστορία για ένα μαντίλι, την οποία του ψιθυρίζει στ’ αυτί ένας φαύλος άνθρωπος, ο Ιάγος – του προκαλούν μια λύσσα που τον γεμίζει με φοβερό πόνο. Ένα πάθος, που στην εξέλιξή του τον κάνει να στραγγαλίσει με τα ίδια του τα χέρια την εύθραυστη και άτυχη Δυσδαιμόνα. Τότε ο Οθέλλος πέφτει σε πλήρη απελπισία, γιατί μόλις πριν μια στιγμή είχε σκοτώσει το πλάσμα που αγαπούσε περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο. Εδώ μπορούμε πράγματι, να βεβαιώσουμε ότι δεν ήταν κύριος του πάθους του (ο Μονταίνι είπε κάποτε:” Η ομορφιά δε σε μαγεύει, σε τρελαίνει”), ότι βουλιαξε στη φουσκονεριά των αισθημάτων του. Μπορούμε τώρα να ρωτήσουμε αν αυτός ο παράφορος έρωτας δικαιολογεί πλήρως την πράξη του που προκάλεσε το θάνατο της αγαπημένης του. «Ήταν κάτι δυνατότερο από μένα!» «Δε γινόταν αλλιώς!» «Δεν το ‘κανα επίτηδες!» Ο παράφορα ερωτευμένος ξαναγίνεται εδώ μικρό κακομαθημένο παιδί που ενεργεί κατά το κέφι του, κι αφού κάνει μια μεγάλη βλακεία, λέει: «Δε φταίω εγώ!» Εδώ η ζήλια είναι το κατεξοχήν κατώτερο αίσθημα, που κάνει τον παθιασμένα ερωτευμένο εγκληματία, τον ήρωα δολοφόνο.

«Τα πάθη δεν είναι από μόνα τους καλά ή κακά». Επομένως, εμείς τα κάνουμε καλά ή κακά όταν τα στρέφουμε σε ορισμένες κατευθύνσεις (όπως τον έρωτα για την επιστήμη, για την αλήθεια ή για την ανθρωπότητα) ή όταν αφηνόμαστε απερίσκεπτα να παρασυρθούμε από τον εγωισμό μας και παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας. «Ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος» ισχυρίζεται ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ.

Ο παθιασμένος άνθρωπος αναπτύσσει μια εντελώς προσωπική λογική, με την οποία συνδέει τη μεγαλομανία με τη μανία καταδιώξεως. Είναι ένας αρρωστημένα μεγαλομανής. Γι’ αυτόν τίποτα δε μετράει περισσότερο απ’ το πάθος του. Ο Σταντάλ είπε κάποτε: «Ο άνθρωπος αυτός κρυσταλλώνει όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής γύρω από το πάθος του, ώσπου βυθίζεται σ’ έναν κόσμο πέρα από κάθε τάξη, όπου τίποτε πια δεν έχει νόημα». Ο ερωτευμένος κάνει τη μύγα βόδι, επειδή καταχωρεί όλα όσα δικαιολογεί η ζήλια του, αφήνοντας όλα τα άλλα έξω, και στηρίζει εικασίες πάνω σε μια εύθραυστη βάση, που η προφανώς γελοία δομή της συγκαλύπτει την αδυναμία.

Τότε το λογικό δεν μπορεί να κάνει τίποτε απέναντι στο πάθο: ο λογικός άνθρωπος που κυριεύεται από πάθος, πέφτει ξαφνικά σε παραλήρημα κι είναι ανίκανος να εκφέρει οποιαδήποτε λογική κρίση. Κολυμπάει μέσα στον ανορθολογισμό. Ο ψυχαναλυτής Ντανιέλ Λαγκάς είπε: «Εκεί όπου γίνεται λογική υπάρχει έρωτας», Πράγματι, ο γάμος που γίνεται με βάση τη λογική, δεν είναι γάμος από πάθος εξ ορισμού. Γι’ αυτό υπάρχει και η ιδέα ότι δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα πάθη μας, ότι μπορούν να μας κυριεύσουν, ότι δεν μπορούμε να τα συγκρατήσουμε, ότι είμαστε θύματα ή δούλοι τους.

Πρέπει να κάνουμε μια χαρακτηρολογική διάκριση ανάμεσα στους παθιασμένους ανθρώπους και στους λογικούς, φλεγματικούς, αδρανείς ή και ψυχρούς, αδιάφορους και αναίσθητους ανθρώπους, που κρατούν τις αποστάσεις τους απέναντι σε συμβάντα, αισθηματικές καταστάσεις ή πάθη. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορούν να φρενάρουν την κατάλληλη στιγμή. ‘Έχουν έλεγχο τον εαυτού τους, αντιστέκονται, δεν «αφήνονται» ποτέ. Στο ερώτημα αν ο έρωτας δικαιολογεί τα πάντα, απαντούν μ’ ένα κατηγορηματικό «όχι», και διαβεβαιώνουν ότι μπορούμε και οφείλουμε να είμαστε κύριοι των παθών μας. Μια προσπάθεια της θέλησης το πετυχαίνει αυτό. Με θάρρος και δυνατό χαρακτήρα μπορεί να αναχαιτιστεί κάθε παρόρμηση. Ο Καρτέσιος, για τον οποίο η θέληση είναι απεριόριστη, λέει πως αρκεί να αποφασίσουμε να φρενάρουμε τα πάθη μας, όποτε και όπως θέλουμε. Το πάθος όμως που αναχαιτίζεται από μια πράξη θέλησης δεν παύει να ‘ναι τέτοιο; Οι αληθινά παθιασμένοι άνθρωποι δεν είναι ποτέ λογικοί, αποσταστοποιημένοι ή ψυχροί· είναι εξημμένοι, ζωηροί, βρίσκονται σε αναβρασμό. Ποτέ δεν μπορούν να πνίξουν μια μεγάλη κρίση του πάθους τους, κάνοντας απλώς μια προσπάθεια με τη θέληση και το νου τους. Ο Πασκάλ επισημαίνει τις «φοβερές συνέπειες του πάθους», οι οποίες «προβληματίζουν όλη τη γη, βασιλιάδες και στρατούς, κι όλο τον κόσμο».

Όλη η προσπάθεια τριών χιλιάδων χρόνων φιλοσοφικού στοχασμού, από τον Σωκράτη και τους Στωικούς ως τον Σαρτρ και τον Καμύ, σχετίζεται με τη θέληση να υπερνικηθούν τα πάθη γενικά και το ερωτικό πάθος ειδικότερα, έτσι ώστε να μετασχηματιστούν τα «ανώφελα πάθη» μας σε αποφάσεις δράσης.

Απ’ αυτή την άποψη, τίποτα δεν είναι λιγότερο φιλοσοφικό από το ερωτικό πάθος, με το οποίο χάνει κανείς τον εαυτό του. Αν μπορέσει κανείς να διοχετεύσει την ορμή του πάθους του, για να τη χρησιμοποιήσει με επωφελή τρόπο στην καθημερινή ζωή, στο επάγγελμα, στην καλλιτεχνική ή λογοτεχνική δημιουργία, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, των εθνών και των λαών, αν μπορέσει να μετατρέψει τον έρωτα για ένα άτομο σε μεγάλο έρωτα για την ανθρωπότητα, για την αλήθεια, αν μπορέσει να μετατρέψει τη μικρή, εφήμερη κλίση σε μεγάλο καθολικό πάθος, τότε και μόνο θα γίνει κύριος των παθών του και θα πετύχει έναν από τούς σημαντικότερους στόχους της φιλοσοφία. Έτσι επιβεβαιώνεται η φράση του μεγάλου φιλοσόφου Χέγκελ ότι “τίποτα μεγάλο στον κόσμο δεν έγινε δίχως πάθος”.

Περιβάλλον και Βιοηθική

Ο όρος βιοηθική, ένας όρος που αναφέρεται συχνά και μας απασχολεί όλο και περισσότερο, έχει διπλή ετυμολογική προέλευση για να υποδηλώσει τα δύο συστατικά του: την βιολογική γνώση, αφ’ενός, και τις ανθρώπινες αξίες, αφ’ετέρου, αναδεικνύοντας έτσι τον δεσμό μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσης. Είναι μία ηθική που υπαγορεύει την συνετή χρήση του Φυσικού κόσμου για την διατήρηση της ανθρώπινης ζωής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επιβίωση και η επιτυχία μας ως είδους, στηρίζεται, εν πολλοίς, στην εξελικτική ανάπτυξη ηθικών συστημάτων για την βελτιστοποίηση μεταξύ των δύο αλληλοσυγκρουόμενων συστατικών της ύπαρξής μας, δηλαδή, αφ’ενός, της συνεργασιμότητας, που απαιτείται στα κοινωνικά όντα και της ατομικότητας και ανταγωνιστικότητας, αφ’ετέρου, που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ατόμου και το πέρασμα των γονιδίων του στην επόμενη γενεά.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά.

Το ανθρώπινο είδος κατά το μέγιστο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του κατείχε μία ασήμαντη και σχετικά ευάλωτη θέση μέσα στο γήινο οικοσύστημα. Ο συνολικός ανθρώπινος πληθυσμός παρέμενε μικρός και, σχετικά, σταθερός, καταφέρνοντας μόλις να επιβιώνει χάρις στον υψηλό ρυθμό γεννήσεων που εξισορροπούσε τον υψηλό ρυθμό θανάτων, κυρίως, λόγω λοιμωδών νοσημάτων, έλλειψης τροφής ή φυσικών καταστροφών.

Ο μικρός ανθρώπινος πληθυσμός με τις πολύ περιορισμένες δυνατότητές του, εσήμαινε ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες είχαν μικρές μόνον και ανεπαίσθητες επιπτώσεις στο Περιβάλλον. Αναπτύχθηκε έτσι, ως αξία, η ελευθερία του ανθρώπου έναντι του Περιβάλλοντος και το δικαίωμα του να το χρησιμοποιεί ανεξέλεγκτα. Μπορούσε να εκμεταλλεύεται τη θάλασσα, τον αέρα, το έδαφος, όπως ήθελε, χωρίς κανένα περιορισμό. Η θεώρηση αυτή ενσωματώθηκε και σε διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και ο άνθρωπος θεώρησε τον εαυτόν του ως το κέντρο ενός σύμπαντος που δημιουργήθηκε προς χάριν του. Με την αποδοχή των ιδεών του Κοπέρνικου, τον 16ο αιώνα, και την βαθμιαία πρόοδο των επιστημονικών μας γνώσεων, η θεώρηση της θέσης του ανθρώπου στον Φυσικό Κόσμο άλλαξε. Ο άνθρωπος από κέντρο του Σύμπαντος έγινε, απλώς, ο κάτοικος ενός μικρού πλανήτου, που αποτελεί "ασήμαντο" μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου Σύμπαντος, το οποίο υπακούει σε αμετάβλητους φυσικούς νόμους. Η δομή του Σύμπαντος και η τάξη, που επικρατεί σ’αυτό, καθορίζονται από φυσικούς νόμους, που περιγράφουν τις ιδιότητες της ύλης και καθορίζουν τις αλληλοεπιδράσεις των στοιχείων του, αποτελώντας, έτσι, ένα κλειστό σύστημα αρχών.

Η νέα αυτή θεώρηση της θέσης του ανθρώπου στο Σύμπαν, συνοδεύτηκε από την βαθμιαία ανάπτυξη μίας ηθικής, που θεωρεί τη Φύση σαν την αναγκαία αλλά και επαρκή συνθήκη, και που στηρίχθηκε σε μία νέα πηγή πίστης -την πίστη στην προκαθορισμένη αρμονία της Φύσης και την πορείας των φυσικών φαινομένων, όπως αυτά καθορίζονται από τους φυσικούς νόμους. Το ηθικό αυτό σύστημα δέχεται την προτεραιότητα των φυσικών νόμων και των δομών, που προκύπτουν από την αδιατάρακτη πορεία των φυσικών φαινομένων. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η μοναδικότητα του ανθρώπου έγκειται, μόνο, στο γεγονός ότι έχει συνείδηση των φυσικών νόμων, όχι όμως και δικαίωμα παρέμβασης στη Φυσική τάξη.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός και η ανθρώπινη συμπεριφορά, εντούτοις, έρχονται σε σύγκρουση με την παραπάνω θεώρηση γιατί αποτελούν μία συνεχή προσπάθεια παρέμβασης στην πορεία των φυσικών φαινομένων. Μέχρι πρόσφατα, όμως, οι δυνατότητες της τεχνολογίας μας ήταν περιορισμένες και τα αποτελέσματα των επεμβάσεων του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, όχι πολύ εμφανή. Όπου οι επεμβάσεις μας έφερναν στην επιφάνεια την σύγκρουση με την ηθική της Φυσικής τάξης παρακάμπταμε το πρόβλημα, θεωρώντας ότι οι επεμβάσεις μας αποσκοπούσαν, όχι στην διατάραξη της Φυσικής Τάξης αλλά τάχα στην αποκατάστασή της. Έτσι, η ηθική της Φυσικής τάξης διατηρήθηκε, παρ’όλες τις αντιφάσεις που δημιουργούσε, μέχρι τις μέρες μας.

Η εκρηκτική, όμως, ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, κυρίως κατά την διάρκεια του αιώνα που κλείνει, έδειξε την ανεπάρκεια της "Ηθικής της Φυσικής Τάξης". Ο άνθρωπος κατέστη "γεωφυσική" δύναμη επιφέροντας μεταβολές στο κλίμα, την πανίδα και την χλωρίδα που μέχρι πρόσφατα μόνο μεγάλες γεωλογικές μεταβολές μπορούσαν να προκαλέσουν.

Οι δραστηριότητές μας επηρεάζουν πλέον δραστικά το Περιβάλλον, πολλές φορές κατά τρόπο ανεπανόρθωτο. Στην προσπάθειά μας να παραγάγουμε υλικά αγαθά για την βελτίωση του βιωτικού μας επιπέδου, έχομε αρχίσει να στερούμε τον εαυτόν μας από μερικές θεμελιώδεις προϋποθέσεις ζωής, όπως ο καθαρός αέρας, το καθαρό νερό, οι ανοικτοί φυσικοί χώροι, οι ευκαιρίες απόλαυσης της φυσικής ομορφιάς κ.ά. Με την σημερινή μας συμπεριφορά υποβαθμίζομε το γήϊνο Περιβάλλον αποδομώντας το υποστηρικτικό μας σύστημα, ένα σύστημα του οποίου την πολυπλοκότητα δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσομε και κατά μείζονα λόγο να το αντικαταστήσομε. Δημιουργείται, λοιπόν, η ανάγκη να αναθεωρηθούν οι αξίες που είχαν αναπτυχθεί όταν οι ανθρώπινες δραστηριότητες ήταν ανεπαίσθητες για το κοινό μας Περιβάλλον.

Η ανθρώπινη συμπεριφορά, όμως, όπως εξελικτικά έχει διαμορφωθεί κατά το μεγαλύτερο διάστημα από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους, έχει χαρακτηριστικά που δεν κάνουν εύκολη την αντιμετώπιση των σχέσεών μας με το Περιβάλλον. Έτσι, εξακολουθούμε να διατηρούμε μία επιθετικά καταστροφική προσέγγιση προς τις γήινες πλουτοπαραγωγικές πηγές, έχομε ισχυρά ανεπτυγμένο το αίσθημα του προσωπικού χώρου, πολύ πέραν του ελάχιστου απαιτούμενου και τείνουμε στην μεγιστοποίηση της κτήσης υλικών αγαθών. Η συμπεριφορά μας είναι εγωιστική, το ενδιαφέρον μας και οι φροντίδες μας εστιάζονται, πρωτίστως, στην οικογένεια και το άμεσο Περιβάλλον μας. Η ικανότητά μας για μελλοντικό σχεδιασμό εξαντλείται σε μία ή δύο γενεές. Τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ήσαν πλεονεκτικά για το ανθρώπινο είδος στο παρελθόν, σήμερα όμως αποτελούν τροχοπέδη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζομε σε σχέση με το Περιβάλλον. Επί πλέον, η χρονική κλίμακα έχει δραστικά συσταλεί τόσο όσον αφορά την αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού, όσο και την εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η ανάπτυξη αυτή έχει εξουδετερώσει πολλούς από τους παράγοντες που προκαλούσαν υψηλό ρυθμό θανάτων και ήσαν υπεύθυνοι για την σταθερότητα του ανθρώπινου πληθυσμού με αποτέλεσμα μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Ο ανθρώπινος πληθυσμός έχει διπλασιασθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Έτσι η απειλή για την γήινη βιόσφαιρα είναι διττή: αφ’ενός η κατάχρηση της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών με ανεπανόρθωτες βλάβες του Περιβάλλοντος, κατάχρηση για την οποία είναι ένοχες οι ανεπτυγμένες χώρες και, αφ’ετέρου, ο υψηλός ρυθμός αύξησης του ανθρωπίνου πληθυσμού για τον οποίον υπεύθυνες είναι, κυρίως, οι ολιγώτερον ανεπτυγμένες χώρες.

Είναι βέβαιο ότι και τα δύο αυτά φαινόμενα δεν μπορούν να συνεχίζονται επ’άπειρον. Μοιραίως θα επέλθει ισορροπία. Το ερώτημα είναι πώς; Ιστορικά η ισορροπία επετυγχάνετο λόγω πολέμων, πείνας και επιδημιών. Ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την αναγκαία ισορροπία με λιγότερο τραυματικούς τρόπους; Μπορούμε, δηλαδή, να συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως τους κινδύνους και να υιοθετήσουμε συμπεριφορές που θα εξασφαλίζουν την μακροχρόνια επιβίωσή μας ως είδους;

Τα προβλήματα είναι πολλά και σχετίζονται τόσο με την ανθρώπινη συμπεριφορά όσο και με εγγενείς δυσκολίες στην διαπίστωσή τους, π.χ.

α. Στις επιδράσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον υπάρχει μία μακριά αλυσίδα φαινομένων, που έχουν σχέση αιτίου-αιτιατού, αλλά δεν είναι, συχνά, εμφανές ποια είναι η αρχική αιτία και ποιο το τελικό αποτέλεσμα.

β. Οι ελλιπείς πληροφορίες οδηγούν σε σύγχυση ή ακόμη χειρότερα, τροφοδοτούν την παραπληροφόρηση ή και την προπαγάνδα υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης ανάλογα με κοντόφθαλμα συμφέροντα και εμποδίζουν τη λήψη μέτρων (π.χ. Γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς).

γ. Οι περιβαλλοντικές μεταβολές είναι βραδείες, χωρίς κανονικότητα ή υποβόσκουσες ώστε να μην γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

δ. Ο χρονικός και ο τοπικός παράγων που υπεισέρχεται πολλές φορές στην ανάλυση οφέλους/κόστους για τις διάφορες επεμβάσεις μας στο Περιβάλλον κάνει την ανάλυση αυτή πολύ προβληματική. Π.χ. το όφελος και το κόστος μπορεί να κατανέμονται σε διαφορετικές γενεές ή ακόμη το όφελος να αφορά διαφορετικό πληθυσμό από αυτόν που χρεώνεται το κόστος. Έτσι, πολλές φορές τα προβλήματα αντιμετωπίζονται όχι ορθολογικά αλλά με την πολιτική ισχύ οργανωμένων ομάδων συμφερόντων.

Πέραν, όμως, αυτών των "τεχνικών" δυσκολιών υπάρχουν προβλήματα που απορρέουν από το σύστημα αξιών μας. Μία βασική αξία μας είναι η ελευθερία ανάπτυξης του ατόμου. Εντούτοις, υπό συνθήκες όπου ο πληθυσμός ξεπερνάει την "φέρουσα ικανότητα" του Περιβάλλοντος οδηγούμεθα, κατ’ ανάγκη, σε περιορισμό αυτής της ελευθερίας. Όταν οι πόροι σπανίζουν και αρχίζουν να εξαντλούνται, εγωκεντρικές συμπεριφορές δεν είναι αδιάφορες αλλά προκαλούν κόστος σ’ όλα τα μέλη της ομάδας και, συνεπώς, δημιουργούν συνθήκες επιβολής περιορισμών. Ετσι, βαθμιαία δεχόμαστε πριορισμό στην ελευθερία των θαλασσών και της αλιείας, στην ελευθερία χρησιμοποίησης της ατμόσφαιρας για εναπόθεση αερίων απορριμμάτων, στην χρήση του χώρου για στάθμευση κλπ. Ακόμη δυσκολότερη είναι η αντιμετώπιση του δευτέρου σκέλους του προβλήματος, δηλαδή ο περιορισμός των γεννήσεων. Το δικαίωμα στην αναπαραγωγή είναι βασικό και οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής περιορισμών δεν γίνεται εύκολα ανεκτή. Να θυμίσω την περίπτωση της Ινδίας όπου η προσπάθεια την Indira Gandhi να επιβάλει υποχρεωτικό περιορισμό των γεννήσεων συνέβαλε στην ανατροπή της. Το πληθυσμιακό πρόβλημα δεν επιδέχεται "τεχνική λύση" (και με τον όρο "τεχνική λύση" εννοώ αλλαγές που μπορούν να γίνουν με τις τεχνικές των φυσικών επιστημών), αλλά απαιτεί ανάπτυξη μιας νέας ηθικής που προϋποθέτει αναθεώρηση των αντιλήψεών μας για τη θέση του ανθρώπου σε σχέση με τον υπόλοιπο γήινο κόσμο. Ίσως, ένας λόγος για τη δυσκολία διαμόρφωσης ηθικών κανόνων που να αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα δεν έχουν εξοικειωθεί με την αριθμητική ανάλυση περιοριζόμενοι μόνον σε λεκτικές, ποιοτικές προσεγγίσεις.

Ένα ακόμη ερώτημα που εγείρουν τα προβλήματα του Περιβάλλοντος είναι το θέμα των υποχρεώσεών μας προς τις μελλοντικές γενεές. Μπορούμε, δηλαδή, να αυξανόμεθα και να χρησιμοποιούμε ανεξέλεγκτα μη ανανεώσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές εξαντλώντας τες και αδιαφορώντας για τις μελλοντικές γενεές; Το ερώτημα γίνεται ακόμη πολυπλοκώτερο εάν λάβομε υπ’όψη το γεγονός ότι μπορούμε να επηρεάσομε το μέγεθος των μελλοντικών γενεών μέσω της πληθυσμιακής πολιτικής μας.

Στην προσέγγιση του προβλήματος του υπερπληθυσμού υποβόσκει και το φιλοσοφικό ερώτημα όχι μόνο του ποιο είναι το βέλτιστο μέγεθος του πληθυσμού, αλλά και ποιο είναι το αποδεκτό βιοτικό του επίπεδο. Τα δύο αυτά ερωτήματα είναι αλληλένδετα. Για να απαντήσομε στο ερώτημα εάν υπάρχει υπερπληθυσμός, πρέπει πρώτα να συμφωνήσομε στο επιθυμητό επίπεδο ζωής. είναι αυτό των Η.Π.Α. και της Δ. Ευρώπης, ή της Ν. Αμερικής, ή της Αφρικής;

Τέλος, και εάν ακόμη συμφωνήσομε στην ανάγκη επιβολής περιορισμών τόσο στην αναπαραγωγική συμπεριφορά όσον στην περιβαλλοντική συμπεριφορά, το ερώτημα είναι μέχρι ποίου σημείου μπορούν και πρέπει να φθάσουν αυτοί οι περιορισμοί;

Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι για την αντιμετώπιση της Περιβαλλοντικής κρίσης απαιτείται αναθεώρηση των απόψεών μας για τη θέση του ανθρώπου στον Φυσικό κόσμο. Το εάν αυτή η αναθεώρηση μπορεί να οδηγήσει εγκαίρως στην τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ώστε να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια επιβίωση του ανθρώπινου είδους δεν μπορούμε να το γνωρίζομε. Γνωρίζομε, βέβαια, ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα. Το παράδειγμα των ανεπτυγμένων χωρών οι οποίες έχουν σταθεροποιήσει το μέγεθος του πληθυσμού τους, αποτελεί παρήγορο σημείο, παρ’όλο που η τροποποίηση της συμπεριφοράς δεν επεκτείνεται, προς το παρόν, και στην συνετή χρήση του Περιβάλλοντος.

Αισιόδοξη, επίσης, είναι η περίπτωση της Κίνας, όπου η πολιτική περιορισμού των γεννήσεων την δεκαετία του 70, είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του ρυθμού γέννησης από 5.93 γεννήσεις ανά γυναίκα σε 2.66, εντυπωσιακό πράγματι αποτέλεσμα. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι το αποτέλεσμα αυτό πραγματοποιήθηκε υπό καθεστώς αυταρχικό. Η αμφιβολία πολλών είναι το εάν η έγκαιρη αντιμετώπιση των όλο και περισσότερο πιεστικών προβλημάτων στην σχέση ανθρώπου-Περιβάλλοντος μπορεί να γίνει υπό συνθήκες ελευθερίας και συναίνεσης ή θα πρέπει, κατ’ανάγκην, να οδηγηθούμε σε απολυταρχικές λύσεις;

Ο μόνος τρόπος τροποποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς υπό συνθήκες ελευθερίας είναι η παιδεία. Είναι, όμως, μία διαδικασία αργή, που χρειάζεται προϋποθέσεις που, όμως, δεν υπάρχουν εκεί όπου το πρόβλημα είναι οξύτερο, δηλαδή στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.

Ηρόδοτος: Μάντεις και απατεώνες

Στις αφηγήσεις του Ηροδότου είναι πολλές οι αναφορές σε χρησμούς, κυρίως από το μαντείο των Δελφών. Δεν είναι όμως αφελής ο Ηρόδοτος να δέχεται άκριτα οποιοδήποτε αποτέλεσμα κάποιας πληρωμής, στις, εκτός απ’ όταν πρόκειται για την αποδοχή δώρων, αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, ιέρειες.

Στον τόμο Γ σελ. 49 των Ιστοριών βρίσκουμε αυτήν την παράγραφο (6.66):

«Τέλος, επειδή προκλήθηκαν μεταξύ τους μεγάλες φιλονικίες, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών αν ο Δημάρατος ήταν παιδί του Αρίστωνος. Ο Κλεομένης, προβλέποντας αυτήν την κίνηση, κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του την Πυθία Περίαλλα, χάρη στον Κόβωνα, γιο του Αριστοφάντου, ο οποίος, έχοντας μεγάλη ισχύ τότε στους Δελφούς, την έπεισε να πει ό,τι ήθελε ο Κλεομένης. Έτσι, όταν οι απεσταλμένοι την ρώτησαν, η Πυθία απάντησε ότι ο Δημάρατος δεν ήταν παιδί του Αρίστωνος. Αργότερα αποκαλύφθηκε η απάτη, έδιωξαν τον Κόβωνα από τους Δελφούς και η Πυθία Περίαλλα στερήθηκε το αξίωμά της.»

Και στον τόμο Γ σελ. 105 (7.6) παρουσιάζει τον μάντη του Ξέρξη (Ονομάκριτος) ο οποίος έδινε συμβουλές στον βασιλιά για το πώς να ενεργήσει ώστε να νικήσει τους Έλληνες: «Εάν υπήρχε χρησμός που προέλεγε κάποιο πάθημα για τους βάρβαρους, τον παρασιωπούσε και διάλεγε τους χρησμούς που προέλεγαν μεγάλες επιτυχίες», με αποτέλεσμα ο Ξέρξης να υποφέρει τα γνωστά αποτελέσματα του πολέμου.

Αν και ο Ηρόδοτος λοιπόν ήταν ενήμερος για το πόσο κάλπικη μπορεί να ήταν η προφητεία κάποιου μάντη, καταλάβαινε τη δύναμή τους, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι τις δέχονταν με σεβασμό ή με δέος και παραδέχονταν τους προφήτες όταν έβλεπαν πως φαινομενικά έβγαιναν αληθινές. Και ο ίδιος βέβαια δε φαίνεται να είναι ειρωνικός όταν περιγράφει εκ των υστέρων πώς μια προφητεία αποδείχτηκε σωστή· η «κριτική» του λοιπόν δεν αφορούσε την ουσία του ζητήματος –την ύπαρξη της θεϊκής πρόνοιας ή το αν οι Θεοί ασχολούνται με τα ανθρώπινα ζητήματα- αλλά μάλλον τις προφητείες εκείνες που αποδεδειγμένα ήταν αποτέλεσμα μοχθηρίας και κακής προδιάθεσης ορισμένων ατόμων.

Παρακάτω, η αφήγηση για τον Κροίσο όταν προσπαθούσε να βρει ποιο είναι το καλύτερο μαντείο.

Τόμος Α σελ. 52:

«Δυο χρόνια κράτησε ο Κροίσος βαρύ πένθος για το παιδί του. Έπειτα όμως η καταστροφή της ηγεμονίας του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, από τον Κύρο, τον γιο του Καμβύση, και η αύξηση της δύναμης των Περσών, απέσπασαν τον Κροίσο από το πένθος του και τον ανάγκασαν να φροντίσει για το πώς θα περιορίσει την αυξανόμενη δύναμη των Περσών, προτού μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Με την πρόθεση αυτή σκέφθηκε να δοκιμάσει τα μαντεία της Ελλάδος και της Λιβύης.

Έστειλε αντιπροσώπους, άλλους στους Δελφούς, άλλους στις Άβες της Φωκίδος και άλλους στη Δωδώνη· άλλους στα Μαντεία του Αμφιαράου και του Τροφωνίου και στους Βραγχίδες της Μιλήτου. Αυτά ήσαν τα ελληνικά μαντεία στα οποία ο Κροίσος απευθύνθηκε για να ζητήσει χρησμό. Πήγαν, όπως ανέφερα, αντιπρόσωποί του και στον ναό του Άμμωνος της Λιβύης. Έστελνε στα μαντεία για να μάθει τι φρονούν, και όποιο αποδεικνυόταν περισσότερο αληθινό, σ’ αυτό να απευθυνθεί δεύτερη φορά προκειμένου να μάθει αν έπρεπε να επιχειρήσει την εκστρατεία εναντίον των Περσών.

Για να ελέγξει λοιπόν την ακρίβεια των χρησμών έστειλε τους Λυδούς με την εντολή να ζητήσουν χρησμό την εκατοστή μέρα από την αναχώρησή τους από τις Σάρδεις, ρωτώντας: «Τι κάνει αυτή την ώρα ο βασιλεύς των Λυδών Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη;»

Την απάντηση του κάθε μαντείου έπρεπε να την γράψουν και να του την φέρουν πίσω οι αντιπρόσωποι. Κανείς δεν ξέρει τι είπαν τα άλλα μαντεία. Στους Δελφούς, όμως, μόλις οι Λυδοί μπήκαν στον ναό και ρώτησαν αυτό που τους είχε πει ο Κροίσος, η Πυθία τούς απάντησε τα εξής σε εξάμετρους στίχους:

Γνωρίζω τον αριθμό της άμμου και τα μέτρα της θάλασσας.
Καταλαβαίνω τον κωφάλαλο και τον άλαλο ακούω.
Μου ήρθε μυρωδιά σκληροκέλυφης χελώνας
που ψήνεται σε χάλκινο δοχείο μαζί με αρνίσια κρέατα.
Χαλκός αποπάνω, χαλκός αποκάτω.

Οι Λυδοί έγραψαν τα λόγια της Πυθίας κι έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν όλοι οι απεσταλμένοι και έφεραν τους χρησμούς των μαντείων, ο Κροίσος άνοιξε τα γράμματα και τα διάβασε. Από τους άλλους χρησμούς κανένας δεν προσείλκυσε την προσοχή του, μόλις όμως άκουσε τον χρησμό των Δελφών, αμέσως προσευχήθηκε και τον δέχτηκε, γιατί πείσθηκε ότι το Μαντείο των Δελφών είναι το μόνο αληθινό.

Αυτό μονάχα βρήκε τι έκανε ο Κροίσος την ώρα που είχε ρωτηθεί. Την εκατοστή μέρα μετά την αναχώρηση των αντιπροσώπων του μηχανεύτηκε κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν να το υποψιαστεί κανείς. Κομμάτιασε μια χελώνα και ένα αρνί, τα έβαλε σ’ ένα χάλκινο καζάνι να τα βράσει και τα σκέπασε με χάλκινο καπάκι.

Αυτός ήταν ο χρησμός των Δελφών. Όσο για την απάντηση του Μαντείου του Αμφιαράου, δεν ξέρω τι είπε στους Λυδούς όταν έκαναν και κει τα όσα έπρεπε. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, παρά μόνον ότι ο Κροίσος και τον χρησμό του Μαντείου αυτού βρήκε σωστό.»

Τόμος Α σελ. 57:

«Ο Κροίσος έδωσε διαταγή στους Λυδούς, που επρόκειτο να μεταφέρουν τα δώρα στα δύο μαντεία, να ζητήσουν χρησμό αν έπρεπε να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και εάν για τον σκοπό αυτό ήταν χρήσιμο να συμμαχήσει με κάποιον. Όταν οι απεσταλμένοι έφθασαν στα μαντεία, πρόσφεραν τα αναθήματα και ζήτησαν χρησμό με τα ακόλουθα λόγια: «Ο Κροίσος, βασιλιάς των Λυδών και άλλων εθνών, θεωρεί ότι τα μόνα αληθινά μαντεία στον κόσμο είναι τα δικά σας. Σας πρόσφερε αντάξια δώρα και τώρα σας ρωτάει αν πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν πρέπει να χρησιμοποιήσει συμμαχικά στρατεύματα».

Αυτά ρώτησαν οι απεσταλμένοι και τα δυο μαντεία έδωσαν στον Κροίσο την ίδια ακριβώς απάντηση:

“Ότι αν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών θα καταστρέψει μια ισχυρή αυτοκρατορία. Τον συμβούλευσαν να επιδιώξει να βρει ποιοι από τους Έλληνες ήσαν οι ισχυρότεροι για να συμμαχήσει μαζί τους.”

Όταν ο Κροίσος πληροφορήθηκε τους χρησμούς υπερευχαριστήθηκε γι’ αυτά που του έλεγαν, ελπίζοντας ότι θα καταλύσει την βασιλεία του Κύρου. Έστειλε πάλι στους Δελφούς ανθρώπους του, και αφού έμαθε προηγουμένως πόσος ήταν ο πληθυσμός τους, δώρισε στον κάθε κάτοικο των Δελφών δύο στατήρες χρυσάφι. Οι κάτοικοι των Δελφών, σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης, έδωσαν στον Κροίσο και στους Λυδούς το προβάδισμα για την υποβολή ερωτήσεων στην Πυθία, φορολογική ατέλεια, πρωτοκαθεδρία στα θεάματα και απεριόριστο δικαίωμα να ανακηρύσσονται πολίτες των Δελφών.

Αφού έκαμε τα δώρα αυτά στους Δελφούς, ο Κροίσος ζήτησε για τρίτη φορά χρησμό, επειδή, από τότε που έλαβε από το Μαντείο σωστή απάντηση, το εκτιμούσε πολύ. Ρώτησε λοιπόν το Μαντείο αν θα διατηρηθεί πολλά χρόνια η δυναστεία του. Η Πυθία αποκρίθηκε με τον ακόλουθο χρησμό :

«Όταν βασιλιάς των Μήδων γίνει ένα μουλάρι, τότε, Λυδέ, με τα αβρά πόδια, κοντά στον Έρμο με τα πολλά χαλίκια φύγε· μη σταθείς καθόλου και μην ντραπείς να φανείς δειλός.»

Μόλις έφθασε ο χρησμός αυτός, ο Κροίσος χάρηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, βέβαιος ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν αντί άνθρωπος να γίνει βασιλιάς των Μήδων ένα μουλάρι και επομένως ούτε ο ίδιος ούτε οι απόγονοί του θα έπαυαν να είναι στην εξουσία. Έπειτα φρόντισε να μάθει ποιοι από τους Έλληνες ήσαν οι πιο ισχυροί για να τους προσεταιρισθεί. Από την έρευνά του πληροφορήθηκε ότι ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι που ήσαν Δωριείς και οι Αθηναίοι που ήσαν Ίωνες. Και οι δύο υπερείχαν από τους άλλους: οι Αθηναίοι κρατούσαν από το Πελασγικό γένος και οι Λακεδαιμόνιοι από το Ελληνικό.

Οι πρώτοι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τα μέρη τους, οι δεύτεροι όμως είχαν περιπλανηθεί πολύ. Όταν βασίλευε ο Δευκαλίων κατοικούσαν την Φθιώτιδα και όταν βασίλευε ο Λούρος, γιος του Έλληνος, είχαν κατοικήσει την χώρα γύρω από την Όσσα και τον Όλυμπο, η οποία λέγεται Ιστιαιώτις. Αφού οι Κάδμειοι τους έδιωξαν από κει, πήγαν να κατοικήσουν στην Πίνδο, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί. Από κει πάλι πήραν στην Δρυοπίδα και από την Δρυοπίδα, όταν ήρθαν στην Πελοπόννησο, ονομάστηκαν Δωριείς.»

Ψυχολογικές μελέτες για τα αισθήματα και τα συναισθήματα των ανθρώπων

Ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε και ανταποκρινόμαστε στον κόσμο γύρω μας αποτελεί αυτό που είμαστε και συμβάλλει στην ποιότητα της ζωής μας. Η μελέτη της συναισθηματικής ψυχολογίας επιτρέπει στους ερευνητές να διερευνήσουν τι κάνει τους ανθρώπους να αντιδρούν, όπως κάνουν σε ορισμένα ερεθίσματα και πώς αυτές οι αντιδράσεις μας επηρεάζουν τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Ενώ η μελέτη της συναισθηματικής ψυχολογίας είναι τεράστια και πολύπλοκη, οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει αρκετά για το τι συνιστά τα συναισθήματά μας και τις συμπεριφορικές και σωματικές αντιδράσεις μας σε αυτά.

1. Χωρίς να το καταλάβετε, επηρεάζεστε από τη διάθεση άλλων ανθρώπων

Σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιούμε, είμαστε βαθιά επηρεασμένοι από τις διαθέσεις άλλων ανθρώπων. Οι ειδικοί ονομάζουν αυτό το φαινόμενο “συναισθηματική μόλυνση”. Γιατί αντικατοπτρίζουμε μέσα μας τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων.

2. Ο συναισθηματικός πόνος πονάει όπως ο φυσικός πόνος

Τα τελευταία χρόνια, μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει ότι οι περιοχές που εμπλέκονται στη σωματική επεξεργασία πόνου επικαλύπτουν αυτές που σχετίζονται με τον συναισθηματικό πόνο και την κοινωνική αγωνία.

3. Το γέλιο και το χιούμορ είναι μια μορφή θεραπείας

Υπάρχουν πολλοί τύποι ψυχολογικής θεραπείας, Ένας από αυτούς είναι η θεραπεία γέλιου, μια εναλλακτική θεραπεία που συνίσταται στη δημιουργία καταστάσεων που ενθαρρύνουν το γέλιο και το χιούμορ. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να ανακουφιστούν οι σωματικές και συναισθηματικές εντάσεις.

4. Όταν αγκαλιάζουμε, απελευθερώνουμε ωκυτοκίνη

Ξέρεις γιατί αισθάνονται καλά όσοι αγκαλιάζουν; Επειδή όταν αγκαλιάζουμε, απελευθερώνουμε μια ορμόνη που ονομάζεται ωκυτοκίνη. Αυτή η ορμόνη έχει μεγάλη σημασία στο σχηματισμό της εμπιστοσύνης και έχει σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Τα ερπετά απελευθερώνουν ωκυτοκίνη κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αλλά τα θηλαστικά το παράγουν συνεχώς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ερπετά παραμένουν μακριά από άλλα ερπετά, εκτός και αν έρχονται σε επαφή, ενώ τα θηλαστικά σχηματίζουν συνεχώς ομάδες με συγγενείς ή φίλους ή είναι σε κοπάδια (τα ζώα).

5, Υπάρχει μια φοβία που λέγεται Φιλοφοβία και είναι ο φόβος αγάπης.

Είναι κάτι που μπορεί να μας απομονώσει και να απορρίψει κάθε δυνατότητα συναντήσεως με νέους ανθρώπους εξαιτίας του τρόμου που δημιουργεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός συναισθηματικού δεσμού πολύ ισχυρού. Έτσι επηρεάζεται η κοινωνική και συναισθηματική ζωή του ατόμου που υποφέρει. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο φιλόφοβος μπορεί όχι μόνο να αποφύγει πιθανές ερωτικές υποθέσεις, αλλά μπορεί να σταματήσει να αλληλεπιδρά με συναδέλφους, γείτονες, φίλους και οικογένεια.

6. Η συναισθηματική απευαισθητοποίηση των γονέων μπορεί να είναι κακή για τα παιδιά

Το απευαισθητοποίηση ορίζεται ως η μείωση της συναισθηματικής ανταπόκρισης σε αρνητικό ερέθισμα μετά από επανειλημμένη έκθεση σε αυτό Σε μια πρόσφατη μελέτη, αποδείχθηκε ότι όταν οι γονείς έβλεπαν σκηνές βίας και σεξ στις ταινίες, γίνονται πιο επιρρεπείς στο να εκθέσουν τα παιδιά τους σε αυτό το είδος της ταινίας.

7. Η σοκολάτα είναι το φάρμακο αγάπης

Η σοκολάτα θεωρείται αφροδισιακό, αλλά έχει επίσης ονομαστεί ναρκωτικό της αγάπης. Και δεν είναι ακριβώς επειδή είμαστε συνηθισμένοι να δίνουμε σοκολάτες μαζί με μερικά λουλούδια για να δείξουμε την αγάπη στο σύντροφό μας. Αλλά, ποιος είναι ο λόγος; Γιατί η σοκολάτα περιέχει τρυπτοφάνη, μια χημική ουσία που βοηθά στην παραγωγή σεροτονίνης, του νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται με την ευτυχία και παίζει σημαντικό ρόλο στη διάθεση, στη συναισθηματική ευεξία και στη σωστή ισορροπία όρεξης και ύπνου..

Επιπλέον, η σοκολάτα περιέχει επίσης φαινυλαιθυλαμίνη, έναν νευροδιαβιβαστή που συμμετέχει στην προαγωγή της έλξης και διεγείρει τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ευχαρίστηση. Στην έλλειψη αγάπης, τα επίπεδα αυτών των δύο ουσιών κατεβαίνουν. Γι ‘αυτό, όταν μας αφήνει ο σύντροφος μας τρώμε σοκολάτα για να καλύψουμε αυτό το έλλειμμα.

8. Η ψυχολογική επιστήμη δηλώνει ότι τελικά τα συναισθήματα είναι τέσσερα και όχι έξι όπως θεωρούσαν.

Ο Αμερικανός ψυχολόγος Paul Ekman πρότεινε για πρώτη φορά ότι υπήρχαν συνολικά έξι βασικά συναισθήματα. Μέσα από μια σειρά μελετών, ο Ekman βρήκε μια συμφωνία μεταξύ των μελών διαφορετικών δυτικών και ανατολικών πολιτισμών σχετικά με τις εκφράσεις του προσώπου τους. Οι εκφράσεις που βρήκε ότι ήταν καθολικές περιλάμβαναν εκείνες που υποδεικνύουν οργή (θυμό), αηδία, φόβο, χαρά (ευτυχία), θλίψη και έκπληξη.

Ομοίως, στη δεκαετία του 1980, ο ψυχολόγος Robert Plutchik εντόπισε οκτώ βασικά συναισθήματα τα οποία ομαδοποίησε σε ζεύγη αντιθέτων, όπως χαρά και λύπη, θυμός και φόβος, εμπιστοσύνη και αηδία, έκπληξη και προσμονή. Αυτή η ταξινόμηση είναι γνωστή ως τροχός συναισθημάτων και μπορεί να συγκριθεί με έναν τροχό χρωμάτων στο ότι ορισμένα συναισθήματα που αναμιγνύονται μαζί μπορούν να δημιουργήσουν νέα πολύπλοκα συναισθήματα.

Το 2014, σε μια μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, επιβεβαιώνει ότι τα βασικά συναισθήματα είναι 4. Χαρούμενος, λυπημένος/φοβισμένος έκπληκτος και θυμωμένος/αηδιασμένος.

Η μελέτη ανακάλυψε ότι ο θυμός και η αηδία είχαν παρόμοιες εκφράσεις προσώπου, όπως και η έκπληξη και ο φόβος. Αυτό υποδηλώνει ότι οι διαφορές μεταξύ αυτών των συναισθημάτων βασίζονται σε κοινωνιολογικά κριτήρια και όχι βιολογικά. Παρ’ όλες τις αντικρουόμενες έρευνες και προσαρμογές, οι περισσότερες έρευνες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένα σύνολο καθολικών βασικών συναισθημάτων με αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του προσώπου.

9. Οι κατοπτρικοί νευρώνες σχετίζονται με την ενσυναίσθηση

Οι νευρώνες αυτοί είναι καθοριστικοί για την εναρμόνιση των ατόμων με το περιβάλλον, καθώς επιτρέπουν την καταγραφή των συναισθημάτων των άλλων, όχι μέσω εννοιολογικής αιτιολογίας αλλά μέσω άμεσης εμπειρίας. Ο λόγος που κοκκινίζεις όταν βλέπεις κάποιον όταν ταπεινωθείς ή ότι ταυτίζεσαι με κάποιον όταν κλαίει, είναι λόγω των κατοπτρικών νευρώνων. Αυτοί οι νευρώνες μας δίνουν την ικανότητα να συνειδητοποιούμε (να έχουμε ενσυναίσθηση), δηλαδή, αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε τι νοιώθουν οι άλλοι.

Ο Αριστοτέλης και η γέννηση της πόλης

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» ξεκαθαρίζει ότι η πόλη δεν αποτελεί ανθρώπινη επινόηση προς εξασφάλιση της επιβίωσης, αλλά φυσική επιταγή προς επίτευξη της ευδαιμονίας. Φυσικά η πρώτη μορφή κοινωνίας που γνώρισε ο άνθρωπος είναι η οικογένεια: «Η κοινωνία λοιπόν που συγκροτήθηκε κατά ένα φυσικό τρόπο για να καλύπτει τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες του ανθρώπου είναι η οικογένεια». Και βέβαια η συνένωση πολλών οικογενειών προκειμένου να αντιμετωπιστούν περισσότερο απαιτητικές ανάγκες στο πλαίσιο της επιβίωσης λέγεται κώμη: «Η μορφή κοινωνίας που πρώτη συγκροτήθηκε από τη συνένωση περισσότερων οικογενειών για να καλύψει υπερκαθημερινές ανάγκες του ανθρώπου είναι η κώμη». Αποδεχόμενοι ότι η οικογένεια είναι επιταγή της φύσης δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι και η κώμη προέρχεται επίσης από τη φύση, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από την κοινωνική εξέλιξη της οικογένειας: «Ο φυσικός χαρακτήρας της κώμης φαίνεται να έγκειται κατεξοχήν στο γεγονός ότι αποτελεί προέκταση της οικογένειας. Και γι’ αυτό ορισμένοι ονομάζουν τα μέλη της κώμης ομογάλακτα, παιδιά και παιδιά των παιδιών».

Από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι η συνένωση των κωμών δημιούργησαν την πόλη, καθίσταται σαφές ότι και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί όταν η εξελικτική πορεία κάποιου πράγματος έχει ως βάση τη φυσική επιταγή, είναι αδύνατο να συμβαίνει κάτι διαφορετικό και γι’ αυτό το ίδιο: «Γι’ αυτό κάθε πόλη είναι μια φυσική πραγματικότητα, εφόσον αυτό ισχύει και για τις πρώτες μορφές κοινωνίας (ενν. την οικία και την κώμη). Διότι αυτή συνιστά γι’ αυτές το σκοπό τους και η φύση είναι σκοπός». Η φράση «η φύση είναι σκοπός» αποτελεί τον πυρήνα της αριστοτελικής τελεολογίας που ξεκαθαρίζει ότι κάθε πράγμα από τη φύση του είναι πλασμένο για ένα σκοπό. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν έχει γίνει τυχαία από τη φύση και κατ’ επέκταση, κάθε φυσικό δημιούργημα αποσκοπεί στην εκπλήρωση του σκοπού της ύπαρξής του. Από τη στιγμή που η πόλη είναι η ολοκλήρωση της εξέλιξης του οίκου και της κώμης δεν μπορεί παρά να είναι και η ίδια από τη φύση, τόσο επειδή τα προηγούμενα στάδια της εξελικτικής της πορείας είναι απ’ τη φύση, όσο κι επειδή αποτελεί ολοκλήρωση μιας εξελικτικής πορείας, αφού οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση οφείλει να φτάσει στην ολοκλήρωσή του (την κορύφωση της εξελικτικής του πορείας), δηλαδή να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να επιτελεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο: «Διότι ό,τι είναι το κάθε πράγμα, αφού ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του, αυτό λέμε ότι είναι η φύση του, όπως π.χ. του ανθρώπου, του ίππου, της οικίας. Εξάλλου ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο».

Η αναγνώριση ότι «ο σκοπός και η τελική αιτία του σκοπού είναι κάτι το άριστο» είναι η επιβεβαίωση ότι όλα αποσκοπούν στο άριστο, ότι δηλαδή όταν φτάνουν στην ολοκλήρωσή τους – περνώντας όλα τα εξελικτικά στάδια – εκπληρώνουν το άριστο που τους έχει οριστεί από τη φύση, το οποίο είναι ασφαλώς και ο σκοπός τους. Γι’ αυτό λέμε ότι φτάνουν στην τέλεια κατάστασή τους. Γιατί είναι σε θέση να εκπληρώσουν με τρόπο τέλειο την αποστολή που τους δόθηκε από τη φύση: «Η πόλη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά η τέλεια κοινωνία που αποτελείται από περισσότερες κώμες και διαθέτει, μπορούμε να πούμε, τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια». Κι εδώ φτάνουμε στον τελικό σκοπό της πόλης, το άριστο, που νοηματοδοτεί ολόκληρη την εξελικτική της πορεία και που δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτάρκεια. Κι όταν λέμε αυτάρκεια δεν εννοούμε την πληρότητα μόνο των υλικών αγαθών – χωρίς φυσικά και να την αποκλείουμε – αλλά την κάλυψη όλων των αναγκών του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένων και των πνευματικών, ηθικών, μεταφυσικών κλπ. Γι’ αυτό η πόλη, πέρα από τα εύφορα εδάφη που θα προσφέρουν την υλική – διατροφική αυτάρκεια, οφείλει να παρέχει παιδεία, οργανωμένο σύστημα διοίκησης, ευνομία, στρατιωτική ισχύ, δικαιοσύνη και γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που θα κάνουν τους πολίτες να έχουν απόλυτη επάρκεια των αγαθών, ώστε να μπορούν να ζουν, χωρίς να χρειάζονται τίποτε από άλλες πόλεις. Γιατί αυτές είναι οι προϋποθέσεις που θα προσφέρουν στον άνθρωπο ασφάλεια. Κι αυτή είναι η μοναδική προοπτική προς την ευτυχία: «συγκροτήθηκε βεβαίως για την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη ζωή προϋποθέσεων, όμως υπάρχει χάριν της ευδαιμονίας».

Ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία. Ο άνθρωπος υπάρχει για να νιώθει ευτυχισμένος. Κι αυτό μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό και η πόλη είναι από τη φύση. Γιατί δημιουργήθηκε ως φυσική αναγκαιότητα για να καλύψει όλες τις ανάγκες, ή αλλιώς για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της ευτυχίας, δηλαδή της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Μια πόλη που τελικά προσφέρει στους πολίτες τη δυστυχία είναι μια στρεβλή πόλη ή – αντιμετωπίζοντας το θέμα υπό το πρίσμα της αριστοτελικής τελεολογίας – δεν είναι πόλη, αφού κάθε πράγμα ορίζεται μονάχα από την επίτευξη ή όχι του σκοπού του. Το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες για το οποίο είναι φτιαγμένο. Το ονομάζουμε χέρι, απλώς γιατί πρέπει να του δώσουμε ένα όνομα. Όπως ένα πέτρινο χέρι. Ομοίως μια στρεβλή πόλη, μια πόλη ανομίας, δυστυχίας και ανασφάλειας δεν είναι πόλη. Γιατί κάθε άλλο παρά παρέχει αυτάρκεια. Πόσο μάλλον ευτυχία. Η εκμηδένιση του τελικού σκοπού συνεπάγεται την εκμηδένιση της ίδιας της ύπαρξης. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάθε διακυβέρνηση που δεν αποσκοπεί στην αυτάρκεια της πόλης ως σύνολο, αλλά στα συμφέροντα ορισμένων προσώπων, δεν αποτελεί μόνο στρεβλή διακυβέρνηση, αλλά ματαίωση της ίδιας της πόλης. Γιατί διαλύει τον τελικό της σκοπό ματαιώνοντας την ουσία της αυτάρκειας, που εξ’ ορισμού αφορά το σύνολο κι όχι τους λίγους. Γιατί στρέφεται ενάντια στο άριστο: «Και η αυτάρκεια είναι συγχρόνως και σκοπός και κάτι το άριστο». (Το ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην έννοια πόλη – κράτος, δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του συλλογισμού. Απλώς καθίσταται σαφές ότι η αρχαία ελληνική λέξη πόλη αντιστοιχεί περισσότερο στη νεοελληνική λέξη κράτος).

Και βέβαια, από τη στιγμή που η πόλη προέρχεται από τη φύση, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι κι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον: «Απ’ αυτά συνάγεται ότι η πόλη αποτελεί μια φυσική πραγματικότητα και ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο πολιτικό, και ότι αυτός που εξ’ αιτίας της φύσης του και όχι εξ’ αιτίας των περιστάσεων ζει εκτός πόλεως είναι είτε φαύλος είτε κάτι καλύτερο από άνθρωπος, όπως ακριβώς είναι και εκείνος που αποδοκιμάστηκε από τον Όμηρο: ο άνθρωπος χωρίς συγγενικούς δεσμούς, χωρίς νομικές δεσμεύσεις και χωρίς σπίτι. Ο άνθρωπος που από τη φύση του είναι τέτοιος είναι συγχρόνως και πολεμοχαρής, επειδή ακριβώς είναι μοναχικός, όπως λέμε στο παιχνίδι των πεσσών». Σε αντίθεση με το παιχνίδι των πεσσών που παραμένει ασαφές – δε γνωρίζουμε ακριβώς τι παιχνίδι ήταν αυτό, ίσως κάτι σχετικό με τη σημερινή ντάμα – ο συλλογισμός είναι σαφέστατος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πλασμένος να ζει μέσα στις πόλεις. Όποιος από τη φύση του δε νιώθει αυτή την ανάγκη δεν είναι άνθρωπος. Είναι ή θηρίο ή θεός. Γιατί όλα ερμηνεύονται τελεολογικά και κατ’ επέκταση ορίζονται και με τον ίδιο τρόπο. Αφού ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μέσα στην πόλη, ορίζεται και από αυτό. Όποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά δεν ανήκει σ’ αυτό το είδος.

Εξάλλου, η εκ φύσεως κοινωνικότητα του ανθρώπου επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το χάρισμα του λόγου. Τα ζώα δε μιλάνε – η φύση το όρισε αυτό – παρά μόνο βγάζουν κραυγές για να δηλώσουν την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια: «Όμως ο έναρθρος λόγος υπάρχει για να εκφράζει το συμφέρον και το βλαβερό και συνακόλουθα το δίκαιο και το άδικο επίσης. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου εν σχέση με τα άλλα ζώα, δηλαδή αυτός μόνο να αντιλαμβάνεται τι είναι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο και τα άλλα». Όμως, τελικά, το δίκαιο και το άδικο, το ωφέλιμο και το βλαβερό, το ηθικό και το ανήθικο που μπορεί να εκφράσει ο ανθρώπινος λόγος, γιατί χρειάζονται; Γιατί η φύση έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να τα εκφράσει – και κατ’ επέκταση να τα κατανοήσει – όλα αυτά; «η συμμετοχή – κοινωνία σ’ αυτά θεμελιώνει την οικία και την πόλη». Γι’ αυτό τα ζώα δε χρειάζονται το λόγο. Γιατί η φύση δεν τα προόρισε να κάνουν οργανωμένες κοινωνίες.

Κι όταν γίνεται συνείδηση ότι ο άνθρωπος υφίσταται μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης δε μένει παρά να γίνει αποδεκτό ότι η πόλη είναι το όλο ενώ ο άνθρωπος το μέρος. Κι εδώ βέβαια δε συνεπάγεται μόνο η υπεροχή του όλου έναντι του μέρους – η πόλη υπερέχει ως αξία έναντι κάθε ατομικότητας – αλλά και η τελική επισφράγιση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση κοινωνικό ον. Γιατί, όπως οτιδήποτε που νοηματοδοτείται μέσα στο όλο όταν αποκόβεται παύει να υφίσταται – το κομμένο χέρι δεν υφίσταται παρά ως εκφραστικός τύπος στερούμενος δυναμικής – έτσι κι ο άνθρωπος, όταν αποκόβεται από την πόλη δεν υφίσταται. (Γι’ αυτό και ο απομονωμένος με ιδία θέληση δεν είναι άνθρωπος αλλά θηρίο ή θεός): «Όλων λοιπόν των ανθρώπων η ορμή προς μία τέτοια κοινωνία ανάγεται στην ίδια τους τη φύση, και εκείνος που πρώτος συγκρότησε μια τέτοια κοινωνία είναι πρωτουργός μεγίστων αγαθών». Η αναφορά του ανθρώπου που πρώτος συγκρότησε την κοινωνία (ενδεχομένως να πρόκειται για το Θησέα που σύμφωνα με το μύθο ίδρυσε την Αθήνα) δεν αναιρεί το βασικό ισχυρισμό της φυσικής προέλευσης της πόλης. Γιατί ο άνθρωπος που ίδρυσε πρώτος πόλη δεν ήταν παρά ο εκφραστής της φυσικής επιταγής. Ήταν δηλαδή αυτός που κατανόησε πρώτος τη βούληση της φύσης. Και γι’ αυτό είναι σπουδαίος. Γιατί έβαλε τον άνθρωπο στο φυσικό του δρόμο. Το προφανές συμπέρασμα ότι τελικά η φυσική επιταγή δεν είχε άλλη επιλογή από την εκπλήρωσή της, ότι δηλαδή αν δεν ήταν ο συγκεκριμένος ιδρυτής θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος που θα το έκανε αργότερα, δεν μειώνει καθόλου την προσφορά του. Ο Αριστοτέλης δεν έχει σκοπό να προβεί σε απαξιώσεις. Ο Αριστοτέλης έχει σκοπό να καταδείξει τη σημασία της πόλης ως φυσικό ανθρώπινο προορισμό και κατ’ επέκταση τη σημασία της προστασίας και διατήρησής της, αφού αν η πόλη διαλυθεί ο άνθρωπος θα απομακρυνθεί από τη φύση του.

Κι αυτή είναι η σημασία της δικαιοσύνης. Γιατί μόνο η δικαιοσύνη μπορεί να εξασφαλίσει τη συμβίωση: «Διότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι η τάξη της πολιτικής κοινωνίας και η δικαιοσύνη είναι απόφανση περί του δικαίου». Η δικαιοσύνη, ως συνείδηση του δικαίου, δηλαδή ως κατανόηση και αποδοχή της αρετής είναι ο συνεκτικός κρίκος της κοινωνίας. Κοινωνία χωρίς δικαιοσύνη δεν υφίσταται. Η καταπάτηση του δικαίου και η ατιμωρησία δεν είναι τίποτε άλλο από την απαρχή της ζούγκλας. Κι αυτό είναι η διάλυση της πόλης. Υπό αυτή την έννοια η δικαιοσύνη είναι η πηγή της ευτυχίας. Γιατί η ευτυχία είναι υπόθεση συλλογική, αφού εξασφαλίζεται μόνο μέσω της αυτάρκειας που προσφέρει η πόλη. Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να συνυπάρξει με τους άλλους. Γι’ αυτό οφείλει να προασπίσει όλους τους θεσμούς της συλλογικότητας. Με άλλα λόγια οφείλει να πολεμήσει τα πάθη του. Κι αυτός είναι ο ρόλος του παιδαγωγού και του νομοθέτη: «Διότι, όπως ο άνθρωπος, όταν πετύχει την πλήρη ηθικοπλαστική του ανάπτυξη, είναι το τελειότερο ζώο, έτσι είναι το χειρότερο απ’ όλα, όταν ζει χωρίς νόμους και σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Η χειρότερη μορφή αδικίας είναι βεβαίως εκείνη που διαθέτει όπλα. Και ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας ως όπλα τις δυνατότητές του για διανοητικές και ηθικές αρετές. Αυτά όμως μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατεξοχήν και για αντίθετους σκοπούς. Γι’ αυτό ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και άγριο ζώο και σχετικά με τις σαρκικές και γαστριμαργικές απολαύσεις το χειρότερο απ’ όλα».

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΓΟΡΓΙΑΣ

ΠΛ Γοργ 460c–461b

Η ασυνέπεια των επιχειρημάτων του Γοργία σχετικά με τη φύση και τη χρήση της ρητορικής

Κατά τη συζήτηση για τον καθορισμό της φύσης και σωστής χρήσης της ρητορικής, απαντώντας σε ερώτηση του Σωκράτη, ο Γοργίας δήλωσε ότι όποιος γίνει μαθητής του είναι δυνατό να μάθει το δίκαιο και το άδικο, σε περίπτωση που δεν τα γνωρίζει, και συμφώνησε με τον Σωκράτη ότι όποιος έχει διδαχθεί τα δίκαια είναι δίκαιος και πράττει ανάλογα.


[460c] ΣΩ. Οὐκοῦν ἀνάγκη τὸν ῥητορικὸν δίκαιον εἶναι, τὸν δὲ
δίκαιον βούλεσθαι δίκαια πράττειν; ―ΓΟΡ. Φαίνεταί γε.
―ΣΩ. Οὐδέποτε ἄρα βουλήσεται ὅ γε δίκαιος ἀδικεῖν.
―ΓΟΡ. Ἀνάγκη. ―ΣΩ. Τὸν δὲ ῥητορικὸν ἀνάγκη ἐκ τοῦ λόγου
δίκαιον εἶναι. ―ΓΟΡ. Ναί. ―ΣΩ. Οὐδέποτε ἄρα βουλήσεται
ὁ ῥητορικὸς ἀδικεῖν. ―ΓΟΡ. Οὐ φαίνεταί γε.

ΣΩ. Μέμνησαι οὖν λέγων ὀλίγῳ πρότερον ὅτι οὐ δεῖ τοῖς
[460d] παιδοτρίβαις ἐγκαλεῖν οὐδ’ ἐκβάλλειν ἐκ τῶν πόλεων, ἐὰν ὁ
πύκτης τῇ πυκτικῇ χρῆταί τε καὶ ἀδίκως χρῆται καὶ ἀδικῇ,
ὡσαύτως δὲ οὕτως καὶ ἐὰν ὁ ῥήτωρ τῇ ῥητορικῇ ἀδίκως
χρῆται, μὴ τῷ διδάξαντι ἐγκαλεῖν μηδ’ ἐξελαύνειν ἐκ τῆς
πόλεως, ἀλλὰ τῷ ἀδικοῦντι καὶ οὐκ ὀρθῶς χρωμένῳ τῇ
ῥητορικῇ; ἐρρήθη ταῦτα ἢ οὔ; ―ΓΟΡ. Ἐρρήθη. ―ΣΩ. Νῦν
[460e] δέ γε ὁ αὐτὸς οὗτος φαίνεται, ὁ ῥητορικός, οὐκ ἄν ποτε
ἀδικήσας. ἢ οὔ; ―ΓΟΡ. Φαίνεται. ―ΣΩ. Καὶ ἐν τοῖς πρώ-
τοις γε, ὦ Γοργία, λόγοις ἐλέγετο ὅτι ἡ ῥητορικὴ περὶ λόγους
εἴη οὐ τοὺς τοῦ ἀρτίου καὶ περιττοῦ, ἀλλὰ τοὺς τοῦ δικαίου
καὶ ἀδίκου· ἦ γάρ; ―ΓΟΡ. Ναί. ―ΣΩ. Ἐγὼ τοίνυν σου τότε
ταῦτα λέγοντος ὑπέλαβον ὡς οὐδέποτ’ ἂν εἴη ἡ ῥητορικὴ
ἄδικον πρᾶγμα, ὅ γ’ ἀεὶ περὶ δικαιοσύνης τοὺς λόγους
ποιεῖται· ἐπειδὴ δὲ ὀλίγον ὕστερον ἔλεγες ὅτι ὁ ῥήτωρ
[461a] τῇ ῥητορικῇ κἂν ἀδίκως χρῷτο, οὕτω θαυμάσας καὶ ἡγησά-
μενος οὐ συνᾴδειν τὰ λεγόμενα ἐκείνους εἶπον τοὺς λόγους,
ὅτι εἰ μὲν κέρδος ἡγοῖο εἶναι τὸ ἐλέγχεσθαι ὥσπερ ἐγώ,
ἄξιον εἴη διαλέγεσθαι, εἰ δὲ μή, ἐᾶν χαίρειν. ὕστερον δὲ
ἡμῶν ἐπισκοπουμένων ὁρᾷς δὴ καὶ αὐτὸς ὅτι αὖ ὁμολογεῖται
τὸν ῥητορικὸν ἀδύνατον εἶναι ἀδίκως χρῆσθαι τῇ ῥητορικῇ
καὶ ἐθέλειν ἀδικεῖν. ταῦτα οὖν ὅπῃ ποτὲ ἔχει, μὰ τὸν
[461b] κύνα, ὦ Γοργία, οὐκ ὀλίγης συνουσίας ἐστὶν ὥστε ἱκανῶς
διασκέψασθαι.

***
ΣΩ. Ανάγκη λοιπόν ο έμπειρος ρήτωρ να είναι δίκαιος, ο δε δίκαιος να θέλη να πράττη δίκαια;

ΓΟΡ. Είναι φανερόν.

[ΣΩ. Ποτέ λοιπόν δεν θα θελήση ο πράγματι δίκαιος ν' αδικήση.

ΓΟΡ. Κατ' ανάγκην.

ΣΩ. Κατά ταύτα λοιπόν ο ρήτωρ πρέπει να είναι δίκαιος.

ΓΟΡ. Ναι.

ΣΩ. Ουδέποτε λοιπόν ο ρήτωρ θα θελήση ν' αδική.

ΓΟΡ. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον.]

ΣΩ. Ενθυμείσαι, λοιπόν, ότι ολίγον πρωτύτερα έλεγες, ότι δεν πρέπει να κατηγορώμεν τους διδασκάλους της γυμναστικής, ούτε να εξορίζωμεν αυτούς εκ των πόλεων, εάν ο πυγμάχος κάμνη κατάχρησιν της πυγμαχίας και αδική; Επίσης και διά τον αυτόν λόγον και ο ρήτωρ, εάν χειρίζεται την ρητορικήν κατά τρόπον άδικον, δεν πρέπει να κατηγορώμεν τον διδάξαντα, ούτε και να τον εξορίζωμεν εκ της πόλεως, αλλ' εκείνον που αδικεί και δεν κάμνει καλήν χρήσιν της ρητορικής; Ελέχθησαν ταύτα ή όχι;

ΓΟΡ. Ελέχθησαν.

ΣΩ. Τώρα ο λόγος έφερε να διαπιστώσωμεν ότι ο ρήτωρ ποτέ καμίαν φοράν δεν ημπορεί να διαπράξη αδικίαν. Είναι αλήθεια ή όχι;

ΓΟΡ. Είναι φανερόν.

ΣΩ. Και εν αρχή της συζητήσεώς μας, Γοργία, ελέχθη ότι η ρητορική ασχολείται περί λόγους, ουχί αναφερομένους εις το άρτιον και το περιττόν, αλλά εις το δίκαιον και το άδικον. Δεν είναι έτσι;

ΓΟΡ. Ναι.

ΣΩ. Εγώ λοιπόν, ενώ συ έλεγες αυτά, διεσαφήνισα ότι η ρητορική ουδέποτε δύναται να είναι άδικον πράγμα, αφού βέβαια αύτη ομιλεί πάντοτε περί δικαιοσύνης· όταν όμως ολίγον κατόπιν, έλεγες ότι ο ρήτωρ δύναται να κάμη κακήν χρήσιν της ρητορικής, τότε εξεπλάγην, επειδή δε εσκέφθην ότι αι διαβεβαιώσεις σου δεν συμφωνούν μεταξύ των, είπον εκείνους τους λόγους, ότι δηλ., αν μεν θεωρής κέρδος το να ελέγχεσαι, όπως εγώ, αξίζει τον κόπον να συζητούμεν, αν όμως όχι, ν' αφήσωμεν την συζήτησιν κατά μέρος. Κατόπιν όμως είδες και συ ο ίδιος, κατά την εξέτασιν του θέματος, ότι ο λόγος έφερε να παραδεχθώμεν ότι είναι αδύνατον ο ρήτωρ να κάμη κακήν χρήσιν της ρητορικής και να θέλη ν' αδική. Ταύτα λοιπόν, πώς τέλος πάντων έχουν, μα τον κύνα, Γοργία, είναι αντικείμενον ουχί μικράς συνδιαλέξεως, ώστε επαρκώς να σκεφθώμεν περί αυτών μέχρι τέλους.