ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
ποῦ τὴν ἄνασσαν δή ποτ᾽ οὖσαν Ἰλίου
485 Ἑκάβην ἂν ἐξεύροιμι, Τρῳάδες κόραι;
ΧΟ. αὕτη πέλας σοῦ νῶτ᾽ ἔχουσ᾽ ἐπὶ χθονί,
Ταλθύβιε, κεῖται συγκεκλῃμένη πέπλοις.
ΤΑ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω; πότερά σ᾽ ἀνθρώπους ὁρᾶν
ἢ δόξαν ἄλλως τήνδε κεκτῆσθαι μάτην
490 [ψευδῆ, δοκοῦντας δαιμόνων εἶναι γένος],
τύχην δὲ πάντα τἀν βροτοῖς ἐπισκοπεῖν;
οὐχ ἥδ᾽ ἄνασσα τῶν πολυχρύσων Φρυγῶν,
οὐχ ἥδε Πριάμου τοῦ μέγ᾽ ὀλβίου δάμαρ;
καὶ νῦν πόλις μὲν πᾶσ᾽ ἀνέστηκεν δορί,
495 αὐτὴ δὲ δούλη γραῦς ἄπαις ἐπὶ χθονὶ
κεῖται, κόνει φύρουσα δύστηνον κάρα.
φεῦ φεῦ· γέρων μέν εἰμ᾽, ὅμως δέ μοι θανεῖν
εἴη πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί.
ἀνίστασ᾽, ὦ δύστηνε, καὶ μετάρσιον
500 πλευρὰν ἔπαιρε καὶ τὸ πάλλευκον κάρα.
ΕΚ. ἔα· τίς οὗτος σῶμα τοὐμὸν οὐκ ἐᾷ
κεῖσθαι; τί κινεῖς μ᾽, ὅστις εἶ, λυπουμένην;
ΤΑ. Ταλθύβιος ἥκω, Δαναϊδῶν ὑπηρέτης,
Ἀγαμέμνονος πέμψαντος, ὦ γύναι, μέτα.
505 ΕΚ. ὦ φίλτατ᾽, ἆρα κἄμ᾽ ἐπισφάξαι τάφῳ
δοκοῦν Ἀχαιοῖς ἦλθες; ὡς φίλ᾽ ἂν λέγοις.
σπεύδωμεν, ἐγκονῶμεν· ἡγοῦ μοι, γέρον.
ΤΑ. σὴν παῖδα κατθανοῦσαν ὡς θάψῃς, γύναι,
ἥκω μεταστείχων σε· πέμπουσιν δέ με
510 δισσοί τ᾽ Ἀτρεῖδαι καὶ λεὼς Ἀχαιικός.
ΕΚ. οἴμοι, τί λέξεις; οὐκ ἄρ᾽ ὡς θανουμένους
μετῆλθες ἡμᾶς, ἀλλὰ σημανῶν κακά;
ὄλωλας, ὦ παῖ, μητρὸς ἁρπασθεῖσ᾽ ἄπο·
ἡμεῖς δ᾽ ἄτεκνοι τοὐπὶ σ᾽· ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ.
515 πῶς καί νιν ἐξεπράξατ᾽; ἆρ᾽ αἰδούμενοι;
ἢ πρὸς τὸ δεινὸν ἤλθεθ᾽ ὡς ἐχθράν, γέρον,
κτείνοντες; εἰπέ, καίπερ οὐ λέξων φίλα.
***
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Τρωαδίτισσες, πού μπορώ να βρω την Εκάβη,
εκείνην που ήταν κάποτε της Τροίας βασίλισσα;
ΧΟΡΟΣ
Κοντά σου βρίσκεται, με τις πλάτες στο χώμα,
τυλιγμένη στα πέπλα της.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Ω Δία, τί να πω; τί να πιστέψω;
Τάχα πως νοιάζεσαι για τους ανθρώπους; ή πως
όλες αυτές οι δοξασίες για θεούς που υπάρχουνε
490 είναι λόγια του αέρα και μονάχα
η τύχη κυβερνάει τ᾽ ανθρώπινα; Ετούτη εδώ
δεν είναι των πολύχρυσων Φρυγών η βασίλισσα,
δεν είναι του μακάριου Πριάμου η σύντροφος;
Και τώρα η χώρα της ολάκερη ρημάχτηκε
απ᾽ το κοντάρι· κι αυτή, μια σκλάβα γερασμένη,
δίχως παιδιά, στο χώμα κείτεται
και με χώμα βρομίζει το φτωχό κεφάλι.
Αλίμονο, γέροντας είμαι, αλλά μακάρι
να πεθάνω πριν μέ ᾽βρει ντροπιασμένη τύχη.
Σήκω, ταλαίπωρη, στύλωσε ορθό
500 το κορμί και την κάτασπρη κόμη.
ΕΚΑΒΗ
Παρατάτε με. Ποιός είν᾽ αυτός
που δεν μ᾽ αφήνει να κείτομαι όπως κείτομαι;
Τί με ταράζεις μες στον πόνο μου, όποιος κι αν είσαι;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Είμαι ο Ταλθύβιος, των Ελλήνων υπηρέτης,
κυρά μου,
σταλμένος από τον Αγαμέμνονα.
ΕΚΑΒΗ (ανασηκώνεται.)
Καλέ μου! Μήπως θέλουν να με σφάξουν
κι εμένα οι Αχαιοί πάνω στον τάφο
και γι᾽ αυτό ήρθες εδώ; Αυτό θα ᾽θελα
ν᾽ ακούσω, κι ας βιαστούμε· δείχνε μου τον δρόμο,
γέροντα.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Ήρθα εδώ να σε καλέσω,
κυρά μου,
για να θάψεις την κόρη σου που πέθανε.
Οι δυο οι Ατρείδες με στέλνουν κι ο στρατός
510 των Ελλήνων.
ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο, τί θες να πεις; Δεν με γυρεύεις
για να πεθάνω, αλλά για να μου φέρεις
μαύρα μαντάτα; Ω κόρη μου,
χάθηκες όταν απ᾽ τη μάνα σου σ᾽ αρπάξανε,
δεν σ᾽ έχω πια παιδί μου, η άμοιρη.
Και ποιό ήτανε το τέλος της; Δείξατε κάποιο
σέβας ή μήπως άγρια της φερθήκατε,
σα να σκοτώνατε μια ψυχή μισημένη;
Λέγε μου, γέροντα, κι ας μην είναι
ο λόγος σου γλυκός.
ποῦ τὴν ἄνασσαν δή ποτ᾽ οὖσαν Ἰλίου
485 Ἑκάβην ἂν ἐξεύροιμι, Τρῳάδες κόραι;
ΧΟ. αὕτη πέλας σοῦ νῶτ᾽ ἔχουσ᾽ ἐπὶ χθονί,
Ταλθύβιε, κεῖται συγκεκλῃμένη πέπλοις.
ΤΑ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω; πότερά σ᾽ ἀνθρώπους ὁρᾶν
ἢ δόξαν ἄλλως τήνδε κεκτῆσθαι μάτην
490 [ψευδῆ, δοκοῦντας δαιμόνων εἶναι γένος],
τύχην δὲ πάντα τἀν βροτοῖς ἐπισκοπεῖν;
οὐχ ἥδ᾽ ἄνασσα τῶν πολυχρύσων Φρυγῶν,
οὐχ ἥδε Πριάμου τοῦ μέγ᾽ ὀλβίου δάμαρ;
καὶ νῦν πόλις μὲν πᾶσ᾽ ἀνέστηκεν δορί,
495 αὐτὴ δὲ δούλη γραῦς ἄπαις ἐπὶ χθονὶ
κεῖται, κόνει φύρουσα δύστηνον κάρα.
φεῦ φεῦ· γέρων μέν εἰμ᾽, ὅμως δέ μοι θανεῖν
εἴη πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί.
ἀνίστασ᾽, ὦ δύστηνε, καὶ μετάρσιον
500 πλευρὰν ἔπαιρε καὶ τὸ πάλλευκον κάρα.
ΕΚ. ἔα· τίς οὗτος σῶμα τοὐμὸν οὐκ ἐᾷ
κεῖσθαι; τί κινεῖς μ᾽, ὅστις εἶ, λυπουμένην;
ΤΑ. Ταλθύβιος ἥκω, Δαναϊδῶν ὑπηρέτης,
Ἀγαμέμνονος πέμψαντος, ὦ γύναι, μέτα.
505 ΕΚ. ὦ φίλτατ᾽, ἆρα κἄμ᾽ ἐπισφάξαι τάφῳ
δοκοῦν Ἀχαιοῖς ἦλθες; ὡς φίλ᾽ ἂν λέγοις.
σπεύδωμεν, ἐγκονῶμεν· ἡγοῦ μοι, γέρον.
ΤΑ. σὴν παῖδα κατθανοῦσαν ὡς θάψῃς, γύναι,
ἥκω μεταστείχων σε· πέμπουσιν δέ με
510 δισσοί τ᾽ Ἀτρεῖδαι καὶ λεὼς Ἀχαιικός.
ΕΚ. οἴμοι, τί λέξεις; οὐκ ἄρ᾽ ὡς θανουμένους
μετῆλθες ἡμᾶς, ἀλλὰ σημανῶν κακά;
ὄλωλας, ὦ παῖ, μητρὸς ἁρπασθεῖσ᾽ ἄπο·
ἡμεῖς δ᾽ ἄτεκνοι τοὐπὶ σ᾽· ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ.
515 πῶς καί νιν ἐξεπράξατ᾽; ἆρ᾽ αἰδούμενοι;
ἢ πρὸς τὸ δεινὸν ἤλθεθ᾽ ὡς ἐχθράν, γέρον,
κτείνοντες; εἰπέ, καίπερ οὐ λέξων φίλα.
***
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Τρωαδίτισσες, πού μπορώ να βρω την Εκάβη,
εκείνην που ήταν κάποτε της Τροίας βασίλισσα;
ΧΟΡΟΣ
Κοντά σου βρίσκεται, με τις πλάτες στο χώμα,
τυλιγμένη στα πέπλα της.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Ω Δία, τί να πω; τί να πιστέψω;
Τάχα πως νοιάζεσαι για τους ανθρώπους; ή πως
όλες αυτές οι δοξασίες για θεούς που υπάρχουνε
490 είναι λόγια του αέρα και μονάχα
η τύχη κυβερνάει τ᾽ ανθρώπινα; Ετούτη εδώ
δεν είναι των πολύχρυσων Φρυγών η βασίλισσα,
δεν είναι του μακάριου Πριάμου η σύντροφος;
Και τώρα η χώρα της ολάκερη ρημάχτηκε
απ᾽ το κοντάρι· κι αυτή, μια σκλάβα γερασμένη,
δίχως παιδιά, στο χώμα κείτεται
και με χώμα βρομίζει το φτωχό κεφάλι.
Αλίμονο, γέροντας είμαι, αλλά μακάρι
να πεθάνω πριν μέ ᾽βρει ντροπιασμένη τύχη.
Σήκω, ταλαίπωρη, στύλωσε ορθό
500 το κορμί και την κάτασπρη κόμη.
ΕΚΑΒΗ
Παρατάτε με. Ποιός είν᾽ αυτός
που δεν μ᾽ αφήνει να κείτομαι όπως κείτομαι;
Τί με ταράζεις μες στον πόνο μου, όποιος κι αν είσαι;
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Είμαι ο Ταλθύβιος, των Ελλήνων υπηρέτης,
κυρά μου,
σταλμένος από τον Αγαμέμνονα.
ΕΚΑΒΗ (ανασηκώνεται.)
Καλέ μου! Μήπως θέλουν να με σφάξουν
κι εμένα οι Αχαιοί πάνω στον τάφο
και γι᾽ αυτό ήρθες εδώ; Αυτό θα ᾽θελα
ν᾽ ακούσω, κι ας βιαστούμε· δείχνε μου τον δρόμο,
γέροντα.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Ήρθα εδώ να σε καλέσω,
κυρά μου,
για να θάψεις την κόρη σου που πέθανε.
Οι δυο οι Ατρείδες με στέλνουν κι ο στρατός
510 των Ελλήνων.
ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο, τί θες να πεις; Δεν με γυρεύεις
για να πεθάνω, αλλά για να μου φέρεις
μαύρα μαντάτα; Ω κόρη μου,
χάθηκες όταν απ᾽ τη μάνα σου σ᾽ αρπάξανε,
δεν σ᾽ έχω πια παιδί μου, η άμοιρη.
Και ποιό ήτανε το τέλος της; Δείξατε κάποιο
σέβας ή μήπως άγρια της φερθήκατε,
σα να σκοτώνατε μια ψυχή μισημένη;
Λέγε μου, γέροντα, κι ας μην είναι
ο λόγος σου γλυκός.