Το ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΖΗΤΗΜΑ όλης της ελληνικής φιλοσοφίας (όπως το είδε ξεκάθαρα και ο Αυγουστίνος1) είναι το ζήτημα του υπέρτατου αγαθού. Και η απάντηση της Στοάς, όπως και όλων των άλλων συστημάτων, κλασικών και ελληνιστικών, είναι ότι υπέρτατο αγαθό στη ζωή είναι η εὐδαιμονία.2 Όμως (όπως ήξερε καλά ο Αυγουστίνος), ενώ ο Χριστιανός δέχεται την ευλογία ενός θεού που παρέχει την ελπίδα και μαζί την πραγμάτωσή της, ο Έλληνας φιλόσοφος πιστεύει πως μπορούμε, μες σε τούτο το βασανισμένο κόσμο, να κερδίσουμε από μόνοι μας την ευτυχία.3 Για τον Στωικό ο σκοπός της ζωής ταυτίζεται με τον ενάρετο βίο4 κι αυτό, πάλι, σημαίνει ότι το μόνο αληθινό ἀγαθόν είναι το ηθικό αγαθό. Και ως τέτοιο είναι το μόνο πράγμα που αξίζει- και επιπλέον, είναι αρκετό για να ζει κανείς ευτυχισμένος. Δηλαδή η χρηστότητα -ή ευδαιμονία- εναπόκειται σε μια εσωτερική στάση, στην αγαθή βούληση, όπως θα έλεγε ο Καντ. Δεν έχει σημασία τι εξωτερικά γεγονότα έχει ν’ αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Αυτό που μετράει είναι ότι θέλει το πρέπον, ότι πράττει το πρέπον, ότι κάνει σωστή χρήση των όσων του συμβαίνουν.
Όμως αν ο Στωικός επιδιώκει να γίνει αφέντης του εαυτού του, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Σε τι έγκειται η ιδιαιτερότητα της στωικής αντίληψης ως προς την κυριαρχία πάνω στον εαυτό; Χωρίς άλλο, στην ελευθερία από τα πάθη· στην ἀπάθεια. Η αρετή συνίσταται στο να μην ταράζεται κανείς από τα γεγονότα.
Όχι πως οι αρχαίοι -και ιδιαίτερα οι Στωικοί, και σε αντίθεση με την Αναγέννηση και τον Καρτέσιο και τον 18ο αιώνα-, δεν είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι τα πάθη μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στο καλό. Όμως, ενώ ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος θεωρούν ότι ο θυμός μπορεί να παρακινήσει σε σπουδαίες πράξεις, οι Στωικοί αμφιβάλλουν πολύ για τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν τα πάθη στην υπόθεση της αρετής. Ακόμα και τα καλά πάθη τείνουν να τα θεωρούν κακούς στρατιώτες, κακούς συμμάχους στον αγώνα της ζωής, γιατί δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πως θα τον οδηγήσουν στη σωστή κατεύθυνση- μπορούν επίσης να οδηγήσουν στην καταστροφή. Κι επιπλέον, αν αφεθούν ελεύθερα, μπορούν να εξωθήσουν και στο κακό. Κάποιος που είναι ευσπλαχνικός και ελεήμων με τους άλλους, είναι πολύ πιθανό και να μισήσει. Κοντολογίς, οι Στωικοί δεν εμπιστεύονται την «εμπαθή» αρετή, την αρετή που βασίζεται στο συναίσθημα. Αναζητούν την αρετή που βασίζεται σε αρχές.
Όμως αν ο σοφός εξαλείφει ή αποβάλλει όλα τα πάθη αδιακρίτως, αν δεν είναι πρόθυμος, σαν τους Αριστοτελικούς, να αφήσει κάποιο περιθώριο, έστω για τα μετριασμένα πάθη, τότε μάλλον δικαιώνεται ο Pope όταν λέει:
Άσε να καυχώνται οι Στωικοί μες στην τεμπέλικη απάθεια
Με την αρετή τους παγιδευμένη μέσα σε πάγο θαρρείς
Στενόκαρδη αρετή, μαζεμένη, μες στα στήθη τους.5
Αν ακόμη κι ο οίκτος για τους ανθρώπους είναι ηθικό ελάττωμα για τούτον τον σοφό, τότε κάλλιστα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο σοφός δεν νοιάζεται για τους συνανθρώπους του. Όπως φαίνεται, το πιστεύω του είναι «Η ψυχή μου και ο θεός», και όχι «Η ψυχή μου, οι ψυχές των συνανθρώπων μου και ο θεός». Κι αν διατείνεται ότι νιώθει λύπη για κάποιον συνάνθρωπο, τούτη η λύπη δεν είναι από καρδιάς, είναι μια καθωσπρέπει προσποίηση. Γιατί όπως λέει ο Επίκτητος, «Αν το φέρει η τύχη, μη διστάσεις να συμπαρασταθείς σ’ αυτόν που υποφέρει, να τον παρηγορήσεις με τα λόγια σου, ακόμα και ν’ αναστενάξεις (
συνεπιστενάξαι.) μαζί του. Εντούτοις, πρόσεχε, μην τυχόν στενάξεις και μέσα σου (
πρόσεχε μή καί ἔσωθεν στενάξης).6
Όμως ακόμα κι αν τέτοια ήταν ίσως η ερμηνεία που δόθηκε από τον Θεόφραστο, ακόμα κι αν την επαναλαμβάνει και ο Κικέρων, ακόμα κι αν οι Στωικοί της Αναγέννησης το βρήκαν δύσκολο να την ανασκευάσουν, κι αν κάποιοι σημερινοί λόγιοι εξακολουθούν να την επαναλαμβάνουν, ασφαλώς δεν πρόκειται για σωστή ερμηνεία. Όπως εξηγεί ένας από τους παλαιούς σχολιαστές, η συμπόνοια του σοφού δεν μπορεί να είναι μήτε προσποιητή μήτε επιτηδευμένη, γιατί δεν του είναι επιτρεπτό να ψεύδεται- άλλωστε, το να συναισθάνεσαι τον άλλον είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τον βοηθήσεις. Άλλο έχει στο νου του ο Επίκτητος: να συναισθάνεσαι και να προσφέρεις βοήθεια στον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που θα προσπαθούσες να σώσεις κάποιον που πνίγεται μες στη θάλασσα. Με το να στέκεσαι στην ακτή δεν τον σώζεις· πρέπει να μπεις στο νερό- και θα το κάνεις επειδή τον συμπονάς. Όμως δεν θα αφεθείς να σε παρασύρει το ρεύμα. Μ’ άλλα λόγια, δεν πρέπει να συμπονάς υπερβολικά, αλλιώς θα πνιγείτε και οι δύο. Να μη χάνεις από τα μάτια την ευρύτερη εικόνα. Αυτό ακριβώς απαιτεί και ο Σωκράτης από τον Κρίτωνα. Αυτός που δεν έχει προσβληθεί από το κακό πρέπει να ’χει το μυαλό καθαρό και ψύχραιμο- να δίνει φρόνιμες συμβουλές. Και μπορεί να το κάνει μόνο αν, χωρίς να ξεχνά πως δεν είναι ο ίδιος που υποφέρει, είναι σε θέση να δει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.
Ο Στωικός σοφός, λοιπόν, δεν είναι Ινδός βουδιστής. Δεν είναι αλήθεια ότι κάνει το καλό χωρίς να συναισθάνεται και να συμπονά τους άλλους. Τα ίχνη των παθών, οι ουλές, όπως λέει, ο Ζήνων,7 παραμένουν στην ψυχή του. Το ίδιο παραδέχεται και ο Χρύσιππος. Ο Σενέκας το λέει ωραία: «Δεν αποτελεί δύναμη το να αντέχει κανείς κάτι που δεν αισθάνεται.»8 Βεβαιότατα, ο σοφός υποτάσσει τα συναισθήματά του- τα ελέγχει, όμως δεν παύει να έχει αισθήματα. Μόνο οι Μεγαρείς σοφοί εύχονται να είναι εντελώς αναίσθητοι. Για καμία από τις ποικίλες μορφές στωικισμού δεν σημαίνει η απάθεια απελευθέρωση από τη συμπόνοια, δεν σημαίνει μια παγιδευμένη στον πάγο αρετή. Ἀπάθεια σημαίνει ότι ο σοφός δεν επιτρέπει να μεγεθύνονται οι εφήμερες αντιδράσεις και να γίνονται πάθη και σταθερές έξεις, ακριβώς όπως δεν του αρκεί απλώς να τις μετριάζει. Επιπλέον, η στωική απελευθέρωση από τα πάθη δεν είναι παρά ένα πρώτο βήμα· έχει αρνητικό χαρακτήρα, ενώ ο Στωικός σοφός στοχεύει σε κάτι υψηλότερο: στο να αντικαταστήσει τα συνήθη πάθη με διαφορετικά, υγιή συναισθήματα. Ο οίκτος, για παράδειγμα, είναι ένα πάθος που βλάπτει και αυτόν που τον αισθάνεται και αυτόν που υποφέρει. Όμως η συμπάθεια, όπως και η φιλανθρωπία, είναι καλά αισθήματα. Όπως λέει ο Σενέκας,9 «κάνουμε κι εμείς ό,τι και οι άνθρωποι με πάθη, όμως με διαφορετικό τρόπο». Οι συναισθηματικές καταστάσεις πρέπει να είναι γνήσιες και ορθές- τα συναισθήματα να είναι υγιή συναισθήματα. Το ζητούμενο δεν είναι η απάθεια, αλλά -για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της Στοάς- η
εὐπάθεια (το «καλό» συναίσθημα). Αντί για ηδονή, φόβο και επιθυμία, ο σοφός θα επιζητήσει τη χαρά, την προσοχή («
εὐλάβεια») και την ορθή βούληση. Αυτά τα συναισθήματα τοποθετεί στη θέση των παθών - όπως και άλλες μορφές ψυχικής διάθεσης που αντιστοιχούν σε άλλα μικρότερα πάθη. Δεν είναι εύκολο να αποδοθεί το νόημα της εὐπάθειας. «Σωστά πάθη» και «αβλαβή» ή «αθώα πάθη», έχει μεταφραστεί, και «χρηστά συναισθήματα». Ίσως πιο καλό θα ήταν το: «συναισθήματα που πλάθονται με ορθό πνεύμα». Για να το πούμε όπως ο Ζήνων, ευπάθεια είναι η αβίαστη ροή της ζωής· μια συναισθηματική σταθερότητα, όπως υποστηρίζει, ο Σενέκας, που τη χαρακτηρίζει η αταραξία. Τούτες οι λέξεις ωστόσο μπορεί να παραπλανήσουν κι όλες οι διακρίσεις που ανέφερα μπορεί απλώς να κρύψουν το γεγονός ότι για το σοφό τίποτα δεν έχει σημασία εκτός από την ηρεμία, την ελευθερία του νου και την εσωτερική γαλήνη.
Πολλοί υποστηρίζουν πως, είτε πρόκειται για ευπάθεια είτε για απάθεια, ο στωικισμός θα πρέπει να ονομαστεί δόγμα της παραίτησης και της αποδοχής· κι αυτό φαίνεται καθαρά στη στάση του Στωικού μπρος στα αποτελέσματα των πράξεων του. Για τη στωική φιλοσοφία, λένε, οι πράξεις του ανθρώπου πρέπει να είναι σαν του ταχυδρομικού διανομέα που έχει αναλάβει να παραδώσει ένα πακέτο σε κάποιον παραλήπτη που θα πρέπει να τον αναζητήσει σε διάφορες διευθύνσεις. Ο καλός διανομέας θα πάει κανονικά σε όλες τις διευθύνσεις· αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί σε καμιά, αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τον διανομέα. Έχει κάνει το καθήκον του, και το πακέτο τον ενδιαφέρει όσο και ο παραλήπτης: ελάχιστα. Η δράση του δεν συνοδεύεται από καμιά επιθυμία. Τα πάντα είναι θέμα προαίρεσης, θέμα εσωτερικής στάσης· και τούτη η εσωτερική στάση είναι σε τελευταία ανάλυση μια στάση πλήρους αδιαφορίας.
Όμως αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ο Στωικός σοφός θα ήταν στην πραγματικότητα Κυνικός ή Σκεπτικός. Η Στοά ποτέ δεν υιοθέτησε τον μηδενισμό. Από τον Ζήνωνα μέχρι τον Επίκτητο και τον Μάρκο Αυρήλιο, οι Στωικοί με μια φωνή υποστηρίζουν ότι, παρ’ όλο που μόνο η αρετή είναι το ἀγαθόν, εντούτοις και άλλα πράγματα έχουν «αξία» (ένας όρος που εφευρέθηκε από τους Στωικούς). Τα αγαθά στη ζωή είναι όπως η αυλή ενός βασιλιά. Ο βασιλιάς, βέβαια, κατέχει την υψηλότερη θέση, όμως υπάρχουν και άλλοι αξιωματούχοι, και παρ’ ότι η θέση τους είναι χαμηλότερη δεν παύουν να έχουν ένα βαθμό. Αν και η αρετή είναι το μόνο ἀγαθόν, τα πράγματα είναι είτε προτιμητέα είτε απορριπτέα- τούτη η διάκριση ανάμεσα στο ἀγαθόν και σ’ αυτό που έχει αξία δεν είναι κανένας συμβιβασμός, δεν είναι μετριασμός, δεν είναι προσαρμογή, είναι μια διάκριση που δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί, γιατί είναι η ουσία του στωικισμού. Και ο ένας και μόνος Στωικός που τόλμησε να την αρνηθεί, ο Αρίστων από την Χίο, έγινε αιρετικός, γιατί ο Στωικός πιστεύει πως αν τα πράγματα δεν είχαν αξία τότε η ίδια η ηθική θα καταστρεφόταν. Το να υποστηρίζεις ότι μόνο ἀγαθόν είναι η ηθική αξία, λέει ο Χρύσιππος, σημαίνει ότι παραιτείσαι από τη φροντίδα για την υγεία σου, τη φροντίδα της περιουσίας σου, τη συμμετοχή στην πολιτική, τον χειρισμό υποθέσεων, τα καθήκοντα που θέτει η ζωή - ότι εγκαταλείπεις ακόμα και την ίδια την ηθική αξία. Μ’ άλλα λόγια, η Στοά συνταιριάζει την τυπική και την εμπράγματη ηθική, το πώς και το τι· αντιτίθεται στο μηδενισμό, στην διάλυση του νόμου, στην αρχαία και σύγχρονη πεποίθηση ότι αυτό που μετράει είναι μόνο η στάση μας, ασχέτως τι είναι αυτό που κάνουμε. Ακόμα και ο σοφός θα επιλέξει την υγεία ή οτιδήποτε άλλο ανάμεσα στα προτιμητέα πράγματα αν του δοθεί η ευκαιρία να διαλέξει, διότι κατά φύσιν όλα τα πράγματα που έχουν αξία είναι σχετικά σε σύγκριση με το ηθικώς ἀγαθόν που είναι το απολύτως αγαθόν. Σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτό που ο σοφός ονομάζει αγαθόν και σ’ αυτό που ονομάζει προηγμένον (: προτιμώμενο), τότε η αξία του δεύτερου τού είναι σχετικά αδιάφορη, παρ’ όλο που από μόνο του είναι προτιμητέο. Δεν πρόκειται εδώ για δυο μέτρα και σταθμά- ή μήπως είναι έτσι μόνο με την έννοια υπό την οποία σε κάθε ηθικό σύστημα εμφανίζονται δύο μέτρα και σταθμά; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι οπουδήποτε τίθεται θέμα επιλογής, η μια αξία πρέπει να εγκαταλείπεται προς χάρη κάποιας άλλης; Καμιά φορά ο πλούτος εγκαταλείπεται για χάρη της προσφοράς βοήθειας, η υγεία επίσης, όταν πρόκειται να κερδηθούν άλλα πλεονεκτήματα, και η ζωή η ίδια θυσιάζεται για να σωθεί μια άλλη ζωή. Αμφιβάλλουμε ότι, παρ’ όλα αυτά, ο πλούτος, η υγεία κι η ζωή είναι αξίες;
Ωστόσο, η ερμηνεία που έδωσα φαίνεται να ανασκευάζεται από κάποιες άλλες δηλώσεις που έχουν κάνει οι Στωικοί, από τις οποίες έχουν αρπαχτεί σύγχρονοι ερμηνευτές, από τότε που ο Άνταμ Σμιθ έγραψε τη θεωρία του περί «ηθικού αισθήματος». Οι Στωικοί παραβάλλουν τη ζωή με ένα παιχνίδι με σκορ, όπου η νίκη δεν έχει καμιά σπουδαιότητα και αυτό που μετράει είναι ο τρόπος που παίζεις και όχι το σκορ που πετυχαίνεις. Ο Επίκτητος συγκρίνει τον Σωκράτη με παίχτη της μπάλας. «Ποια μπάλα παιζόταν από το Σωκράτη; Η ζωή του, η φυλακή, η εξορία, το φαρμάκωμα, η στέρηση της γυναίκας του, το ν’ αφήσει τα παιδιά του ορφανά. Μ’ αυτά έπαιζε ο Σωκράτης, αλλά αυτό δεν τον έκανε να παίζει λιγότερο και να χειρίζεται την μπάλα με λιγότερη επιδεξιότητα. Έτσι κι εμείς: να ’μαστέ επιδέξιοι και καλοί παίχτες της μπάλας (
τήν ἐπιμέλειαν σφαιριστικωτάτην), και ταυτόχρονα για την ίδια τη μπάλα να ’μαστέ αδιάφοροι.»10 Όμως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς σε ποια στιγμή παίζει αυτό το παιχνίδι ο Σωκράτης. Είναι η στιγμή της πιο μεγάλης απόφασης, η στιγμή όπου η βασική αρχή που λέει ότι «το ηθικά αγαθό είναι το μόνο αληθινό αγαθό», πρέπει να επικυρωθεί πάση θυσία. Και όπως λέει ο Επίκτητος εκ μέρους του Σωκράτη: «Και για να συνεχίσω το παιχνίδι, προσφέρω τις υπηρεσίες μου μέχρις ότου με διατάξουν να κάνω καμιά βλακεία ή κάτι ανάρμοστο. Κι αν μου πουν “πήγαινε να φέρεις τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο”, θα πω: “Βρες άλλον να στείλεις. Εγώ σταματάω το παιχνίδι.” “Στη φυλακή!”. “Ακολουθώ. Συνεχίζεται το παιχνίδι”.11
Με άλλα λόγια, μέσα στη σφαίρα των σχετικών αξιών, το παιχνίδι παίζεται σύμφωνα με τους κανόνες. Επιτυχία και αποτυχία, κέρδος και ζημία, τα δέχεται κανείς με φίλαθλο πνεύμα. Φυσικά, ακόμα κι εδώ, ο καλός παίχτης ελπίζει στην επιτυχία- επιλέγει τις αξίες εφ’ όσον η έκβαση είναι άγνωστη. Ωστόσο, αν το παιχνίδι στραφεί εναντίον του, δεν χάνει την ψυχραιμία του. Τελειώνει τον αγώνα και δέχεται την ήττα με καλή διάθεση. Όπως το λέει και ο Επίκτητος, παραθέτοντας τον Χρύσιππο:
Εφ’ όσον μου είναι άγνωστα τα όσα επιφυλάσσει το μέλλον, εγώ πάντα θα πιάνομαι, από αυτά που βοηθούν περισσότερο ώστε να διασφαλίζω τις προτιμώμενες αξίες- ο ίδιος ο θεός μου έχει δώσει αυτή τη δυνατότητα να τις επιλέγω. Αν όμως ήξερα πως είναι της μοίρας μου τώρα να αρρωστήσω, πρόθυμα θα στρεφόμουν ακόμα και σ’ αυτό- γιατί και τα πόδια ακόμα, αν είχαν λογικό, πρόθυμα θα λασπώνονταν.13
Μ’ άλλα λόγια, συγκατατίθεμαι σ’ αυτό που συμβαίνει, εφ’ όσον δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να δεχτώ να κάνω οτιδήποτε είναι ηθικά φαύλο.
Μπορεί η ζωή να ’ναι παιχνίδι για τον σοφό, όμως το παιχνίδι αυτό έχει αλλόκοτους κανόνες. Σε ορισμένες καταστάσεις, αυτοί οι κανόνες επιβάλλουν στον παίκτη να επιλέξει το θάνατο (είτε ως αυτόχειρας είτε ως θύμα άλλων), και να αποχωρήσει από το παιχνίδι. Ο Στωικός σοφός δεν είναι προσκολλημένος σε ένα δόγμα παραίτησης ή μακάριας αποδοχής και αδιαφορίας για την τύχη του. Πρεσβεύει μια θεωρία που συγκατατίθεται, επιδοκιμάζει, κρίνει και ορίζει τι είναι πρέπον να γίνει και τι όχι. Είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε αυτή τη διάκριση· σ’ αυτή την περίπτωση, η επιμονή σε μια ορθή και αυστηρή ορολογία ας μη ταυτίζεται μ’ εκείνο το παιχνίδι των λέξεων που τόσο περιφρονούσε ο Πλάτων στους φιλόσοφους.
Από πού αντλεί τη δύναμη ο σοφός για να υιοθετήσει μια τόσο ηρωική στάση απέναντι στη ζωή; Ασφαλώς δεν πιστεύει στην αθανασία και στις τιμωρίες ή ανταμοιβές που επιφυλάσσονται στη μετά θάνατο ζωή. «Τι κερδίζει όταν πράττει το ορθό; Τι κερδίζει αυτός που γράφει το όνομα του Δίωνα σωστά; Το κέρδος του ίδιου του γραψίματος
(αὐτό τό γράψαι). Κι αυτή είναι όλη κι όλη η ανταμοιβή του; -Μα εσύ...
ζητεῖς ἔπαθλον ἀνδρί ἀγαθῷ μεῖζον τοῦ τά καλά καί δίκαια πράττειν»14 Το μόνο που κερδίζει, σε αντίθεση με τους πολλούς ή τους ανόητους, είναι πως αυτός δεν θα ’ναι μια σκέτη κλωστή όμοια με τις άλλες στο υφάδι του κόσμου, αλλά θα ’ναι η πορφύρα, που «κοσμεί και αναδεικνύει το σύνολο».15
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο σοφός θεωρεί δεδομένο πως «τα γεγονότα του κόσμου κατευθύνονται από τη θεία πρόνοια έτσι ώστε να πραγματωθεί ένας ορισμένος σκοπός, και ότι ο σκοπός αυτός αξίζει να πραγματωθεί»,16 πως τα πράγματα βρίσκουν την εκπλήρωσή τους σ’ αυτόν τον ανώτερο σκοπό, τον άγνωστο στους ανθρώπους. Όσοι αποδίδουν τέτοιες πεποιθήσεις στο σοφό το κάνουν γιατί διαφορετικά οι πράξεις του τους φαίνονται ακατανόητες. Κι ακόμη: δεν υπάρχει κανένας «φίλος στα παρασκήνια», όπως πιστεύουν εκείνοι που καταδικάζουν, εξυμνούν ή ερμηνεύουν το στωικισμό ως θρησκεία.17
Είναι αλήθεια πως η θεολογική γλώσσα, ιδιαίτερα των ύστερων Στωικών, αναγορεύει τον άνθρωπο σε φίλο του Θεού,18 «τον οποίο ακολουθεί με τη δική του ελεύθερη βούληση». Όμως, εάν ο σοφός βρεθεί σε μια θέση όπου δεν μπορεί να πράττει το ορθό όπως εκείνος το αντιλαμβάνεται και το ορίζει, τότε θεωρεί πως είναι καθήκον του να πεθάνει- και λέει στο θεό: Δεν σε εγκαταλείπω· αλλά το βλέπω πως δεν με χρειάζεσαι πια.19 Να ’σαι καλά.20 Πόσο διαφορετικά ηχούν αυτά τα λόγια από εκείνα του Ιησού: «Θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Τα λόγια του Στωικού είναι θαρραλέα. Έχει το θάρρος και μπορεί να μιλήσει έτσι γιατί ο σοφός και ο θεός είναι ίσοι, δύο ισότιμοι φίλοι. Ο σοφός, όπως και ο θεός, έχει τη δύναμη να ασκεί την ελεύθερη βούλησή του, να εγκρίνει και να απορρίπτει, με δυο λόγια, να κυριαρχεί στις σκέψεις του.21 Κατέχει την αληθινή φύση του αγαθού και του φαύλου.22 Ο σοφός είναι όμοιος με το θεό, και μόνο σε ένα πράγμα διαφέρουν: ο σοφός είναι θνητός. Φυσικά μειονεκτεί σε σχέση με το θεό, ο οποίος έχει μεγαλύτερη αγαθοποιό δύναμη απ’ ό,τι ένα ανθρώπινο ον όμως μεταξύ δύο σοφών ο πλουσιότερος δεν είναι και ο καλύτερος. Η στωική συναίνεση ή η απόσυρση του Στωικού από τον κόσμο είναι αποτέλεσμα της δύναμης, της ισχύος και της επίγνωσης που κέρδισε από μόνος του. Η ευλογία που γεύεται σε τούτο το βασανισμένο κόσμο είναι καρπός της δικής του προσωπικότητας. Σε αντίθεση με την αντίληψη του Αυγουστίνου για τον Χριστιανό, ο Στωικός σοφός είναι θεός όχι γιατί ο ύψιστος θεός τού δίνει αυτή τη δυνατότητα, αλλά γιατί το κατορθώνει με τον προσωπικό του αγώνα. Καμία ομοιότητα με το χριστιανικό ιδεώδες. Καμία πίστη του τύπου «γενηθήτω το θέλημά σου». Ο Πασκάλ αντιλήφθηκε αυτή τη διαφορά πολύ πιο ξεκάθαρα από τους σύγχρονους ερμηνευτές. Ο Στωικός σοφός δεν γνωρίζει την αρετή της ταπεινότητας. Ο Στωικός σοφός γνωρίζει μόνο το μεγαλείο του ανθρώπου κι όχι την αδυναμία του.
Αυτή, λοιπόν, είναι η μορφή του σοφού την οποία οι Στωικοί εξυμνούν με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτός και μόνον αυτός είναι ευτυχής, ωραίος, ελεύθερος, πλούσιος, πράττει το ορθό, είναι ο μόνος αυθεντικός πολιτικός, σύζυγος και πατέρας. Ελπίζω πως έχω ήδη δείξει πως αν και ακριβοδίκαιος δεν είναι άσπλαχνος με τους συνανθρώπους του. Βεβαίως δεν θα αρνηθώ πως ο σοφος είναι σοβαρός και αυστηρός. «Είναι στυφός, με την έννοια που δίνουμε στη λέξη όταν μιλάμε για στυφό κρασί που το χρησιμοποιούμε ως φάρμακο κι όχι για να κάνουμε προπόσεις, καθώς δεν ενδιαφέρεται για την ηδονή και δεν ανέχεται αυτά που ηδονίζουν τους άλλους».23 Πάνω απ’ όλα είναι δίκαιος, τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους. Όταν είναι απαραίτητο, τιμωρεί και κολάζει- δεν γνωρίζει τι σημαίνει οίκτος, δεν συγχωρεί:
ἐλεήμονάς τε μή εἶναι συγγνώμην τ’ ἔχειν μηδενί.24 Και καθώς δεν είναι συναισθηματικός, και δεν αδιαφορεί για τις αξίες, με τον ίδιο τρόπο δεν θέλει να προκαλεί το μαρτύριο μήτε το επιζητεί, παρ’ όλο που είναι πρόθυμος να το υποστεί αν το θεωρήσει αναγκαίο. Δεν είναι η προσωποποίηση της απολιθωμένης αυστηρότητας. Η ψυχική του κατάσταση είναι η έλλογη χαρά, η ίδια που χαρακτηρίζει και τον Σοφό του Σπινόζα. Ασφαλώς, ο Στωικός σοφός αποφεύγει την δραματοποίηση και δεν διεκτραγωδεί καταστάσεις
(τραγῳδίαν οὐ ποιεῖ)25, μα δεν παύει να είναι ανθρώπινος. Ο ίδιος ο Ζήνων είχε προβλέψει την παρεξήγηση κι είχε τονίσει πως μόνο αν οι οπαδοί του παρερμήνευαν εντελώς τη διδασκαλία του θα γίνονταν άτομα νοσηρά και ανελεύθερα, πικρόχολα και άτεγκτα, άκαμπτα, δηκτικά και ψυχρά.26
Είναι πράγματι «μεγαλειώδης» η ζωή που εκπροσωπεί ο σοφός. Όμως θα ήταν μέγιστο λάθος να τον δούμε σαν ένα «τέρας», απάνθρωπο μες στην τελειότητά του. Είναι μεγαλοπρεπής εν μέσω συμφορών τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να τις αποφύγει ο κάθε άνθρωπος. Ο Οράτιος εκφράζει με ωραίο τρόπο το κατόρθωμα του σοφού που ζει σ’ ένα κόσμο όπου οι αντιξοότητες και τα ατυχή συμβάντατα αποτελούν τον κανόνα. Λέει:
Αν το σύμπαν γκρμιζόταν,
άφοβο θα τον παρέσυραν τα συντρίμμια(Sifractus illabatur orbis / Impavidum ferient ruinae).27
Όμως, πάλι, θα σχολιάσει σκωπτικά: «κατώτερος μόνο από το Αία: πλούσιος, ελεύθερος, τιμημένος, ωραίος, βασιλεύς των βασιλέων, ιδίως όταν χαίρει άκρας υγείας και δεν είναι κρυολογημένος».28
Αλίμονο, οι άνθρωποι υποφέρουν συχνά από «κρυολογήματα»· οι συμφορές δεν έχουν τελειωμό. Μα αν έχεις μύξες, λέει ο Επίκτητος,29 μη ρωτάς αν είναι λογικό να υπάρχουν μύξες στον κόσμο. Σκούπισ’ τη μύτη σου και σταμάτα να κλαίγεσαι γι’ αυτά που φέρνει η τύχη· μην κατηγοράς τον θεό. «Τι σου τα ’δωσε τα χέρια; Κάθεσαι και παρακαλάς να μη τρέχουν οι μύξες σου- μα τίποτα δεν σου έχει δώσει ο θεός; Δεν σου ’χει δώσει υπομονή, δεν σου ’χει δώσει μεγαλοφροσύνη, δεν σου ’χει δώσει ανδρεία; Με τέτοιες χερούκλες, κι ακόμη ψάχνεις αυτόν που θα σου σκουπίσει τη μύτη;»30
Ζήνωνα, σεβάσμιε με το στοχαστικό μέτωπο
αντρίκειος ήταν ο λόγος σουέγραψε ένας Στωικός.31 Ο Σενέκας λέει πως η διαφορά μεταξύ των Στωικών και των άλλων φιλοσόφων, είναι η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών- εκείνοι που επιλέγουν τη Στοά, επιλέγουν τον ανδρείο, τον ηρωικό σκοπό.32 Να θυμάστε μόνο πως αυτή η αντρίκεια, ηρωική αρετή καταχτιέται κι από τις γυναίκες κι όχι μόνο από άντρες.
Όμως, ακόμη κι αν περιορίσουμε τις διαστάσεις του σε πιο ανθρώπινα μεγέθη, ακόμη και αν δεν τον δούμε σαν ένα απόκοσμο τέρας, ο Στωικός σοφός εξακολουθεί να παραμένει μια μορφή που μοιάζει να υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα- κι είναι λογικό να αναρωτηθούμε, πώς είναι δυνατόν ένα ανθρώπινο πλάσμα ακόμα και να ελπίσει πως θα κατορθώσει ποτέ να φτάσει στο επίπεδο του Στωικού σοφού;
Δεν πιστεύω πως οι Στωικοί φιλόσοφοι αμφέβαλαν ποτέ πως είναι ανθρωπίνως δυνατό να γίνει κανείς σοφός. Παραδέχονταν, βέβαια, πως ο σοφός είναι σπάνιο φαινόμενο σε κάθε εποχή, και πως σ’ όλη την ιστορία ελάχιστοι υπήρξαν οι σοφοί. Όμως πρέπει να τονίσω πως το ερώτημα, αν μπορεί ή όχι ο άνθρωπος να γίνει σοφός, δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τους Στωικούς φιλοσόφους. Γιατί μιλούν για το σοφό όπως μιλούσε ο Πλάτων για την ουράνια πολιτεία· λίγο μας ενδιαφέρει αν υπάρχει κι αυτή στην πραγματικότητα ή όχι, και αν μπορεί να γίνει πραγματικότητα πάνω στη γη. Όπως η ουράνια πολιτεία του Πλάτωνα, έτσι κι η μορφή του Στωικού σοφού αποτελεί ένα ιδεώδες, ένα πρότυπο. Δείχνει πώς θα μπορούσε και πώς πρέπει να είναι οι άνθρωποι. Στην ελληνιστική περίοδο, που σημειώνεται μια στροφή στον ατομικισμό, το ιδεώδες δεν μπορεί πλέον να ταυτίζεται με την ιδιότητα του ανθρώπου ως πολίτη της ουράνιας πολιτείας- μπορεί, όμως, να ταυτιστεί με την τελειότητα ενός ανθρώπινου όντος όπως το οραματιζόμαστε με την φαντασία μας.
Η μορφή του σοφού είναι λοιπόν το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τον εαυτό μας. Όταν ξέρουμε τι οφείλουν να είναι οι άνθρωποι, είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε τι είμαστε, γιατί μπορούμε να μετρήσουμε την πρόοδο και την προσέγγιση μας στο ιδεώδες. Αυτή είναι η μεγάλη απαίτηση που προβάλλει ο στωικισμός στον καθένα μας: η ηθική εξέλιξη, η επάρκεια, η τελειοποίηση του εαυτού. Αυτό το ήθος της τελειότητας που βασίζεται στην πίστη πως ο ανθρώπινος χαρακτήρας επιδέχεται αέναη τελειοποίηση, είναι η ουσία του στωικισμού από την αρχή ως το τέλος. Η συνειδητή ηθική ανάπτυξη είναι το σύνθημα της στωικής φιλοσοφίας. Κι αυτή η ηθική ανάπτυξη μπορεί να κατακτήσει ακόμη και τις περιοχές του ασυνειδήτου - τις οποίες ο Πλάτων, θεώρησε αδιαπέραστες από την ορθή βούληση. Από τα όνειρά σας, λέει ο Ζήνων,33 θα καταλάβετε αν προοδεύετε ή όχι. Ο σοφός δεν παύει να είναι σοφός ακόμη και στον ύπνο του.
Ακόμη και οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Στοάς -Ζήνων, Χρύσιππος, Κλεάνθης, Παναίτιος, Ποσειδώνιος, Σενέκας και Επίκτητος·, δεν διεκδίκησαν ποτέ τον τίτλο του σοφού. Η στάση τους είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του Επίκουρου. Αλλ’ αν ακόμη και τούτοι οι άντρες δεν πέτυχαν το στόχο τους, τότε τι μπορούν να ελπίζουν οι υπόλοιποι; Απομένει μόνο η ελπίδα. Απαντώντας στο ερώτημα, «Ποια είναι η διαφορά του Πλάτωνα με τον τύραννο Διονύσιο, αν ούτε και ο Πλάτων δεν είναι σοφός;», ο Ζήνων θα πει: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο. Για το Διονύσιο το καλύτερο θα ήταν να πεθάνει, γιατί δεν μπορεί να ελπίζει πως θα κερδίσει τη σοφία. Για τον Πλάτωνα το καλύτερο είναι να ζήσει, γιατί αυτός μπορεί να ελπίζει πως θα την κερδίσει».34 Βέβαια ο άνθρωπος, όντας αυτό που είναι, δεν μπορεί να ελπίζει πως θα προεγγίσει την τελειότητα παρά «στο γέρμα της ζωής, στο ηλιοβασίλεμα του βίου του».33 Αυτός ο ηθικός ιδεαλισμός και η αισιοδοξία είναι συνεισφορά της Στοάς, αυτή η επιμονή ν’ αγωνιστείς για ν’ αγγίξεις το στόχο, η πεποίθηση ότι το ιδεώδες δεν είναι ανέφικτο, το να λες: «Κι αν δεν είσαι ακόμη Σωκράτης, οφείλεις να ζήσεις σαν κάποιος που θέλει να γίνει Σωκράτης».36
Πώς γεννήθηκε αυτό το καινούριο ιδεώδες; Ποιες ήταν οι κινητήριες δυνάμεις του; Η σύνδεση του στωικισμού με παλαιότερες φιλοσοφίες και ιδιαίτερα μ’ εκείνη του Σωκράτη είναι προφανής και την επιβεβαιώνουν αρκετά από τα ρητά που έχω παραθέσει. Όμως και τα νέα στοιχεία δεν είναι λίγα. Από πού προέρχονται; Όλοι σχεδόν οι ερμηνευτές συμφωνούν πως τα πρωτότυπα στοιχεία του στωικισμού καθορίζονται από τις συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ. Είναι, λένε, περίοδος ηθικής και πολιτικής αποσύνθεσης. Οι αξίες της πόλης-κράτους και τα παλαιότερα θρησκευτικά ιδανικά έχουν καταρρεύσει, και προκύπτει η ανάγκη αναζήτησης νέων θεμελίων για τη ζωή. Πρέπει να κατευναστούν οι φόβοι των ανθρώπων, να χαλιναγωγηθούν οι επιθυμίες τους.37
Όμως πόσα μπορούν να εξηγηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο; Το πέρασμα από τον πέμπτο στον τέταρτο αιώνα επίσης είχε σηματοδοτηθεί από μια μεγάλη κρίση· κι είναι δύσκολο να πούμε αν εκείνη η πρώτη κρίση δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που σημειώθηκε στα τέλη του τέταρτου αιώνα. Όπως και να ’χει, η απάντηση στην προγενέστερη κρίση ήταν ο πλατωνικός ιδεαλισμός. Δεν θα μπορούσε να ισχύσει η ίδια απάντηση και τώρα, στα τέλη του τέταρτου αιώνα; Και επιπλέον, αν το ζητούμενο ήταν μια απάντηση, ο στωικισμός δεν υπήρξε η μοναδική. Η φιλοσοφία του Επίκουρου επίσης κατευνάζει τους φόβους και χαλιναγωγεί τις επιθυμίες - αλλά με πόσο διαφορετικό τρόπο!
Κι αν τότε επικρατούσε «απελπιστική κατάσταση ανάγκης», την αντιμετώπισε επίσης και ο Επίκουρος, κι οι λύσεις που πρόσφερε για τον άνθρωπο ως άτομο ήσαν εξίσου αποτελεσματικές με του Ζήνωνα.
Όχι· αν υπάρχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του στωικισμού που οφείλεται στην τότε κατάσταση, είναι αυτό που μοιράζεται από κοινού με τον επικουρισμό. Και εννοώ τη νέα συνείδηση της δύναμης του ανθρώπου όπως αναδύεται τον τέταρτο αιώνα, την πίστη στη αποθέωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αθήνα το 307; ο Ζήνων παρακολούθησε και άκουσε τους Αθηναίους να υποδέχονται το Δημήτριο τον Πολιορκητή, έναν από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένας σύγχρονός του ιστορικός κατέγραψε τα γεγονότα. Όταν ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα από τη Λευκάδα και την Κέρκυρα, οι Αθηναίοι τον υποδέχτηκαν όχι μόνο με θυμιάματα και στεφάνους και σπονδές αλλά και με χορωδιακές πομπές και παιάνες. Και όταν οι χορωδοί συνενώθηκαν με το πλήθος, σύσσωμοι έψαλλαν επανειλημμένα την επωδό: «... είναι ο μόνος αληθινός θεός, γιος του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης. Οι άλλοι θεοί κοιμούνται ή λείπουν μακριά ή δεν υπάρχουν καν...».39 Ο ζωντανός θεός με την ανθρώπινη μορφή αντικατέστησε τον θεό τον λαξεμένο σε πέτρα, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.
Όμως τι λογής άνθρωποι ήσαν αυτοί οι νέοι «θεοί»; Τουλάχιστον ξέρουμε τη γνώμη που είχαν οι Κυνικοί, στους οποίους μαθήτευσε ο Ζήνων, γι’ αυτούς τους κατακτητές ή για τους προγόνους τους πάνω στα χνάρια των οποίων βάδιζαν. «Ο Φίλιππος και οι σύντροφοί του ζούσαν μες στην σπατάλη ... με συνεχείς λεηλασίες ... οι σύντροφοί του ήταν άνθρωποι που είχαν μαζευτεί από όλα τα μέρη της Ελλάδας... με κριτήριο όχι την αρετή τους
(οὐκ ἀριστίνδην ἐξειλεγμένοι) αλλά μάλλον με το αντίθετο κριτήριο (
ἀλλ’ εἴ τις ἦν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἤ τοῖς βαρβάροις λάσταυρος ἤ βδελυρός ἤ θρασύς τόν τρόπον, οὗτοι σχεδόν ἅπαντες εἰς Μακεδονίαν ἀθροισθέντες ἑταῖροι Φίλιππου προσηγορεύοντο.) Ποτέ δε γνώρισε η ιστορία τόσο άγρια κτήνη. Η φύση τούς είχε προορίσει για φονιάδες (
ἀνδροφόνοι γάρ τήν φύσιν ὄντες) αλλά ἀνδρόπορνοι τόν τρόπον ἦσαν.» Τέτοιοι χαρακτήρες, -όπως φαίνεται, εγγυώνται την επιτυχία, τη φήμη και μια αχανή αυτοκρατορία». Και ποιο ρόλο έπαιξε ο Αλέξανδρος, ο μεγάλος βασιλιάς, από τον οποίο πολλοί υποθέτουν πως οι Στωικοί εμπνεύστηκαν το όραμά τους για ένα οικουμενικό κράτος και για την ενότητα της ανθρωπότητας; Στο πρόσωπό του η ανθρώπινη πλεονεξία βρίσκει, το αποκορύφωμά της. «Ο Αλέξανδρος», λέει ο Σενέκας, «παρ’ όλο που έφτασε ως τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, λαχταρούσε ακόμη μεγαλύτερη επικράτεια απ’ αυτή που είχε ήδη κατακτήσει. Ήταν ένας άνθρωπος πένης, στ’ αλήθεια, που έσπρωξε τ’ άρματά του πέρα από τα σύνορα της φύσης και που σπρωγμένος από παράτολμη απληστία βούτηξε με τα μούτρα σε μια ανεξερεύνητη και απύθμενη θάλασσα ... μέχρι το τέλος, η πλεονεξία του παρέμεινε ακόρεστη». Τα πάντα ανήκουν στο σοφό -κι ο σοφός δεν αρκείται στα λίγα-, όμως τούτες οι «κτήσεις» του έχουν άλλο νόημα από κείνες του Αλέξανδρου.41 Αντί να υποτάξει τον κόσμο, υποτάσσει τον εαυτό του- αντί να οικοδομήσει μια αυτοκρατορία ανθρώπων και πραγμάτων, οικοδομεί τον βίο που κυβερνάται από τον λόγο και ορίζεται από τη διάνοια. Όμως σίγουρα, στη δύναμη και στην υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο σοφός μπορεί άνετα να συγκριθεί και με τον Φίλιππο και με τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του.
Ακόμη κι αν δεχτούμε πως με τις απεριόριστες αξιώσεις από τον εαυτό του και τους άλλους ο Στωικός σοφός είναι κάτι σαν θεάνθρωπος στον καιρό του, και πάλι, η λύση θα μπορούσε να ’ναι εκείνη που προτείνει ο Επικουρισμός. Τι είναι εκείνο που καθορίζει την ιδιαίτερη στωική απάντηση; Λέγεται πως ο ίδιος ο ηθικός σκοπός, αυτός καθαυτός, διαμορφώνει και την απάντηση. Πολύ πριν αποκτήσουμε το συνήθειο να εξηγούμε τα φιλοσοφικά συστήματα με βάση την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, είχε υποστηριχτεί (α) πως η πραγματική εξήγηση του στωικισμού πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι ο Ζήνων ήταν άνθρωπος με ισχυρή ηθική δύναμη, ένα είδος προφήτη, και (β) πως η στωική φιλοσοφία καθορίστηκε από την «πρακτική ανάγκη» και όχι από την ανιδιοτελή επιθυμία για γνώση. Και (γ) πως αν ο στωικισμός ανέπτυξε μια δική του οντολογία (φυσική θεωρία), ήταν μόνο γιατί «τίποτα δεν μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και καθοδήγηση σ’ ένα μπερδεμένο και ανασφαλή κόσμο, αν αφήνει χώρο να περάσει η αμφιβολία»· κι αν ανέπτυξε ένα λογικό σύστημα, ήταν απλά και μόνο για να πείθει, τον κόσμο. Ήθελε να μετατρέψει τους ανθρώπους σε πιστούς - και προσαρμόστηκε στις ελληνικές απαιτήσεις με το να διασπείρει το μήνυμά του υπό μορφή σύντομων συλλογιστικών προτάσεων. Είναι καταφανή τα μειονεκτήματα του όλου συστήματος, αλλά θα πρέπει, λένε, να τα συγχωρήσουμε γιατί, στο κάτω-κάτω, «έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε». 42
Φρονώ ότι περιττεύει πλέον η ανασκευή τέτοιου είδους απόψεων, στο βαθμό που είναι διαποτισμένες από τις προκαταλήψεις των κλασικιστών του 19ου αιώνα ενάντια στα επιτεύγματα της ελληνιστικής περιόδου. Σήμερα, κατά γενική ομολογία, δεν είναι απαραίτητο να θεωρούμε πως απλά και μόνο επειδή κάποιος έτυχε να ζήσει μερικές δεκαετίες μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν ενδιαφερόταν για την αλήθεια και δεν ήταν παρά ένας πρακτικός φιλόσοφος (
Lebensphilosoph). Όμως, στο βαθμό που τέτοιου είδους κρίσεις καθορίζονται από την πεποίθηση ότι όλη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ασυνείδητες διαδρομές του νου επικαλυπτόμενες με λογικά επιχειρήματα, και πως η «άγραφη φιλοσοφία» κάποιου διαμορφώνει και τη γραπτή του φιλοσοφία, τολμώ να ομολογήσω ότι δεν πιστεύω σε τέτοιου είδους ερμηνείες, παρ’ ότι αναγνωρίζω πως ο φιλόσοφος ως ένα 3αθμό μπορεί να καθορίζεται από προθέσεις των οποίων δεν έχει επίγνωση. Τολμώ να πιστεύω πως φιλοσοφία είναι η έρευνα για την αλήθεια- πως ενυπάρχει στον άνθρωπο μια ανιδιοτελής επιθυμία να καταλάβει.
Και βέβαια ο σοφός σύμφωνα με τους Στωικούς δεν είναι απλώς κάποιος που ζει προς χάρη της ηθικής πράξης, όπως τον απεικόνισα μέχρι τώρα, αλλά είναι κατ’ εξοχήν άνθρωπος που γνωρίζει αλλά ποτέ δεν γνωμοδοτεί.43 Να μια άποψη πρωτάκουστη στην εποχή της. Κανένα στωικό παράδοξο δεν διακωμωδήθηκε περισσότερο. Το παράδοξο αυτό όμως δηλώνει πως ο σοφός, και όταν πρόκειται για την αλήθεια, πάντα αποβλέπει στο ιδεώδες της τελειότητας. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του στωικισμού, από τον Ζήνωνα ακόμα -και όχι μόνο την εποχή της Μέσης Στοάς-, ο σοφός είναι ένας μάρτυρας της φυσικής τάξης, θαυμαστής και λάτρης της Φύσης. Η έρευνα ή ο στοχασμός, λέει ο Σενέκας, είναι μια από τις μορφές της ανθρώπινης ύπαρξης, κι όχι απλά ένα καταφύγιο, ένα λιμάνι για τον κάθε άεργο. Και προσθέτει: «Ακριβώς επειδή αφοσιώθηκαν στη μελέτη της αλήθειας, ο Ζήνων, ο Κλεάνθης κι ο Χρύσιππος έχουν προσφέρει στην ανθρωπότητα πολύ περισσότερα απ’ όλους όσοι αφιερώθηκαν στην πολιτική δράση».44 Τέτοιες δηλώσεις φανερώνουν πως είναι μάλλον απίθανο οι Στωικοί να αρκούνταν στην πρακτική φιλοσοφία, πως η αντίθεσή τους με όσους διαχώριζαν την ηθική από τη φυσική και τη λογική οφειλόταν μόνο στο ότι ήθελαν να χειραγωγήσουν ολοκληρωτικά τους άλλους, και πως η λογική κι η φυσική τους ήταν μόνο «για τα μάτια». Ναι, αληθεύει πως υψηλότερος σκοπός του σοφού είναι να μάθει πώς να συμπεριφέρεται στη ζωή· κι ο Ζήνων έλεγε, παραφράζοντας τον Ησίοδο: «
Πανάριστος είναι εκείνος που πειθαρχεί στις ορθές παραινέσεις· αλλά κι εκείνος που ανακαλύπτει τα πάντα μόνος του είναι γενναίος και δυνατός (
ἐσθλός).” Ο δεύτερος διαθέτει απλά μια ευρεία αντίληψη ενώ ο πρώτος όταν αποδέχεται τη σωστή καθοδήγηση, προχωρά στην πράξη».45 Όμως, μήτε ο Ζήνων μήτε κανείς άλλος Στωικός δεν αμφισβήτησε ποτέ πως η ορθή συμβουλή δεν πρέπει απλά να βασίζεται σε ηθικά προστάγματα μα στην κατανόηση του κόσμου και στην αλήθεια.
Η αντίδραση των άλλων φιλοσοφικών σχολών στο στωικισμό δείχνει όντως ξεκάθαρα πως εκείνο που θαύμαζαν ή απέρριπταν στη Στοά ήταν οι λόγοι που έδινε, οι λογικές και μεταφυσικές θέσεις στις οποίες στηρίζεται η ηθική στάση του σοφού. Οι αρχαίοι συχνά λέγανε πως η πλατωνική, η αριστοτελική και η στωική ηθική δεν διέφεραν ουσιαστικά ως προς το περιεχόμενο, πως οι διαφορές τους ήταν επιφανειακές και όχι ουσιαστικές -διαφορές στην ορολογία περισσότερο παρά στις λύσεις. Ωστόσο η καινοτομία της στωικής φυσικής και λογικής ήταν αδιαμφισβήτητη· και το ότι σηματοδοτούσε την αποφασιστική προσπάθεια της Στοάς να εδραιώσει την αλήθεια, φανερώνεται από τις βίαιες επιθέσεις των αρχαίων Σκεπτικών κατά του στωικισμού ως τυπικής μορφής δογματισμού. Στο εγχειρίδιο του Σέξτου Εμπειρικού, ο στωικισμός εμφανίζεται ακόμα να είναι συνώνυμος με τη δογματική φιλοσοφία. Τα πρώτα χρόνια του ακαδημεικού σκεπτικισμού, ο Καρνεάδης (διευθυντής της Πλατωνικής Ακαδημίας από το 214 έως το 129 π.Χ.) είχε τον Χρύσιππο για κύριο στόχο του. «Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος», έλεγε, «δεν θα υπήρχα κι εγώ». Αυτές οι επιθέσεις μαρτυρούν όχι την αδυναμία του στωικισμού αλλά το γεγονός ότι ο σκεπτικισμός δεν θα ήταν ασφαλής αν δεν μπορούσε να ανασκευάσει τη στωική -επιστημολογία και μεταφυσική. Κι είναι αλήθεια πως στα χρόνια του Κικέρωνα, η επιστημολογία του Ζήνωνα, που παρέμενε αμετάβλητη, προκάλεσε την παροδική έκλειψη του Σκεπτικισμού: ο Αντίοχος βρήκε πως ήταν αδύνατο να ανασκευαστεί η ζηνώνεια επιστημολογία. Με δυο λόγια, το να αντιμετωπίζουμε το στωικισμό απλώς ως μια πρακτική φιλοσοφία (
Lebensphilosophie), ως μια ηθική της καρδιάς και όχι ως ηθική σκέψη φιλοσοφικού διαμετρήματος, 6α ήταν εξίσου λάθος με το να φανταζόμαστε πως η ηθική του Καντ μπορεί να γίνει κατανοητή ξέχωρα από την επαναστατική του φιλοσοφία της κριτικής, την υπερβατικότητα, που αποτελεί το ίδιο της το θεμέλιο.
Δεν μπορεί να αληθεύει, λοιπόν, πως οι άνθρωποι δέχτηκαν το μήνυμα του Ζήνωνα (στο οποίο πάνω απ’ όλα βαραίνει το «ούτως υπαγορεύει η λογική»), όχι επειδή πείστηκαν με έναν ψυχρό και διανοητικό τρόπο, αλλά επειδή πίσω από τις ιδέες βρισκόταν μια τρομερά ισχυρή προσωπικότητα κι επειδή κάτι βαθιά μες στην καρδιά τους ξύπνησε και ανταποκρίθηκε στη διδασκαλία του.46 Η άποψη πως ο στωικισμός «ήταν ο δρόμος της πίστης» απέχει από την αλήθεια πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ρήση του Μάθιου Άρνολντ: «Ο στωικισμός δεν είναι ένα Πιστεύω. Είναι η φιλοσοφία του κάθε ανθρώπου που θέλει να πορεύεται με οδηγό την όραση και όχι την πίστη». Σπεύδω να προσθέσω πως «όραση» δεν είναι παρά η βαθιά θεώρηση που γεννήθηκε από τη φιλοσοφική έρευνα του τέταρτου αιώνα.
Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, η στωική οντολογία και λογική χαρακτηριζόταν χονδροειδής, αδέξια και αφελής.47 Είναι αλήθεια πως η στωική φυσική είναι υλιστική και πως η στωική λογική και επιστημολογία άκαμπτες. Στα μάτια του ιδεαλιστή ο στωικισμός πάντα θα μοιάζει οπισθοδρομικός και ακατέργαστος σε σύγκριση με τον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό- αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι καινούργιες στωικές θέσεις ήσαν προϊόντα ακρισίας ή πως οι Στωικοί δεν πέρασαν από κόσκινο τις προηγούμενες θεωρίες. Δεν είναι τυχαίο που επέστρεψαν στους Προσωκρατικούς. Δεν εγκατέλειψαν κάποιες αλήθειες επειδή στάθηκαν ανίκανοι να τις καταλάβουν. Το αντίθετο: συνέχισαν ακριβώς από το σημείο όπου τις βρήκαν από τους προηγούμενους διανοητές. Αυτό -επιβεβαιωμένο πλέον από τις πρόσφατες μελέτες-, μας το μεταφέρει και η αρχαία παράδοση - ως συνήθως, υπό μορφή ανέκδοτου: Ο Ζήνων θέλησε να συμβουλευτεί το μαντείο ζητώντας να μάθει τι έπρεπε να κάνει για να είναι άριστος ο βίος του, και η απάντηση του θεού ήταν πως έπρεπε να «συγχρωτιστεί» -δηλαδή να αποκτήσει ίδια όψη- με τους νεκρούς. Και κατάλαβε πως το νόημα του χρησμού ήταν να μελετά τους αρχαίους συγγραφείς.48 Με άλλα λόγια, η στωική ηθική δεν είναι μια ηθική που καθορίζεται μόνο από πρακτικούς στόχους. Δεν διασφαλίζεται απλά και μόνο με το να υιοθετεί ιδέες που μπορεί να φανούν χρήσιμες ή να μπαλώσουν μια κατάσταση ανάγκης. Ο σοφός πράττει το πρέπον γιατί πιστεύει πως έτσι ακολουθεί τις επιταγές της Φύσης. Η Φύση, όπως την αντιλαμβάνεται ερευνώντας την αλήθεια, είναι το άστρο που τον οδηγεί. Απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά θα προσπαθήσω να κατανοήσω τις προϋποθέσεις της στωικής φιλοσοφίας.
---------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αυγουστ. Civitas Dei 19,1.
2. Η. von Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta (“Ἀποσπάσματα Ἀρχαίων Στωικών” - στο εξής: SVF) III 16 (- Στοβαῖος Ἀνθολ. 2.77): Τέλος δὲ φασιν εἶναι τὸ <εὐδαιμονεῖν,> οὗ ἕνεκα πάντα πράττεται, αὐτὸ δὲ πράττεται μὲν οὐδενός δὲ ἕνεκα· τοῦτο δὲ ὑπάρχειν ἐν τῷ κατ’ ἀρετὴν ζῆν, ἐν τῷ ὁμολογουμένως ζῆν, ἔτι, ταὐτοῦ ὄντος, ἐν τῷ κατὰ φύσιν ζῆν. Τὴν δὲ <εὐδαιμονίαν> ὁ Ζήνων ὡρίσατο τὸν τρόπον τοῦτον· εὐδαιμονία δ’ ἐστίν εὔροια βίου. Κεχρηται δὲ καὶ Κλεάνθης τῷ ὅρῳ τούτῳ ἐν τοῖς ἑαυτοῦ συγγράμμασι καὶ ὁ Χρύσιππος καὶ οἱ ἀπὸ τούτων πάντες, τὴν εὐοαιμονίαν εἶναι λέγοντες οὐχ ἑτέραν τοῦ εὐδαίμονος βίου, καίτοι γε λέγοντες, τὴν μὲν εὐδαιμονίαν σκοπὸν ἐκκεῖσθαι, τέλος δ’ εἶναι τὸ τυχεῖν τῆς εὐδαιμονίας, ὅπερ ταυτόν εἶναι τῷ εὐδαιμονεῖν. Δηλον οὖν ἐκ τούτων, ὅτι ἰσοδύναμεῖ «τὸ κατὰ φύσιν ζῆν» καὶ «τὸ καλῶς ζῆν» καὶ «τὸ εὖ ζῆν» καὶ πὰλιν «τὸ καλὸν κἀγαθόν» καὶ «ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ μέτοχον ἀρετῆς»· καὶ ὅτι πᾶν ἀγαθόν καλόν, ὁμοίως δὲ καὶ πᾶν αἰσχρὸν κακὸν δι’ ὅ καὶ τὸ Στωικὸν τέλος ἴσον δύνασθαι τῷ κατ’ ἀρετὴν βίῳ. Πρβ. SVF 373 (Σέξτου Ἐμπειρικού Πρὸς Λογικοὺς A 11. 30.9): ἦσαν δὲ οἱ φάσκοντες ἀγαθόν ὑπάρχειν τὸ δὶ’ αὐτὸ αἱρετόν. Οἱ δ’ οὕτως· «ἀγαθόν ἐστι τὸ συλλαμβανόμενον πρὸς εὐδαιμονίαν», τινὲς δὲ τὸ συμπληρωτικόν εὐδαιμονίας». εὐδαιμονία δὲ ἐστιν, ὡς οἵ τε περὶ τὸν Ζήνωνα καὶ Κλεάνθην καὶ Χρύσιππον ἀπέδοσαν, εὔροια βίου.
3. Ο.π.
4. SVF, σ. 45, 22.
5. An Essay on Man, II, 101-103.
6. Ἐπίκτητος, Ἐγχεφίδιον 16: Ὅταν κλαίοντα ἴδης τινὰ ἐν πένθει ἤ ἀποδημοῦντος τέκνου ἤ ἀπολωλεκότα τὰ ἑαυτοῦ, πρόσεχε μὴ σὲ ἡ φαντασία συναρπάσῃ ὡ ἐν κακοῖς ὄντος αὐτοῦ τοῖς ἐκτός, ἀλλ’ εὐθὺς ἔστω πρόχειρον ὅτι “τοῦτον θλίβει οὐ τὸ συμβεβηκὸς (ἄλλον γὰρ οὐ θλίβει), ἀλλά τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτου” . μέχρι μέντοι λόγου μὴ ὄκνει συμπεριφέρεσθαι
αὐπῷ, κἄν οὕτω τύχῃ, καὶ συνεπιστενάξαι· πρόσεχε μέντοι μὴ καὶ ἔσωθεν στενάξῃς.
7. SVF, I ἀπ. 215 = Σενέκας De ira I 16,7.
8. Σενέκας De Constantia X 4.
9. Σενέκας De Clementia II 6.
10. Επίκτητος, II 5.
11. Επίκτητος, IV 7.
12. Επίκτητος, II 6.
13. SVF III ἄπ. 191.
14. Επίκτητος, III, 24, 51-52: οὐκ οἶσθ’, ὅτι ἀνήρ καλὸς καὶ ἀγαθὸς οὐδέν ποιεῖ τοῦ δόξαι ἕνεκα, ἀλλά τοῦ πεπρᾶχθαι καλῶς; — Τί οὖν ὄφελος αὐτῷ τοῦ πρᾶξαι καλῶς; — Τί δ’ ὄφελος τῷ γράφοντι τὸ Δίωνος ὄνομα, ὡς χρὴ γράφειν; αὐτό τὸ γράψαι. — Ἔπαθλον οὖν οὐδέν; — Σὺ δὲ ζητεῖς ἔπαθλον ἀνδρί ἀγαθῷ μεῖζον τοῦ τὰ καλὰ καὶ δίκαια πράττειν; ἐν Ὀλυμπίᾳ δ’ οὐδείς ἄλλο οὐδέν, ἀλλ’ ἀρκεῖν σοὶ δοκεῖ τὸ ἐστεφανῶ- σθαι ‘Ολύμπια.
οὕτως σοὶ μικρὸν καὶ οὐδενός ἄξιον εἶναι φαίνεται τὸ εἶναι καλὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ εὐδαίμονα;;
15. Επίκτητος, I, 2, 22: τί δ’ ὠφελεῖ ἡ πορφύρα τὸ ἱμάτιον; τί γὰρ ἄλλο ἤ διαπρέπει ἐν αὐτῷ ὡς πορφύρα καὶ τοῖς ἄλλοις δὲ καλὸν παράδειγμα ἔκκειται;
16. Ε. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 48.
17. Π.χ. ὁ A.-J. Festugiere, στὸ Ὁ Ἐπίκουρος καὶ οἱ θεοὶ τοῦ (ἔκδ. Θύραθεν).
18. Επίκτητος, II, 17, 29' IV, 3, 9.
19. Επίκτητος, III, 24, 101.
20. Επίκτητος, III, 24, 97.
21. Επίκτητος, I, 1, 10.
22. Επίκτητος, III, 24, 1.
23. Διογένης Λαέρτιος, VII, 117.
24. Διογένης Λαέρτιος, VII, 123.
25. Μάρκος Αὐρηλιος, Τὰ εἰς ἑαυτὸν ΙΙΙ, 7.
26. SVF I απ. 242- πρβλ. SVFI, ἀποσπ. 348.
27. Ωδές Ill, iii, 7-8.
28. Επιστολὲς I, 1, 106-108.
29. Επίκτητος, I, 6, 30-5: «Ναί· ἀλλ’ αἱ μύξαι μου ῥέουσιν.» τίνος οὖν ἕνεκα χεῖρας ἔχεις, ἀνδράποδον; οὐχ ἵνα καὶ ἀπομύσσῃς σεαυτόν; — Τοῦτο οὖν εὔλογον μύξας γίνεσθαι ἐν τῷ κόσμῳ; — Καὶ πόσῳ κρεῖττον ἀπομύξασθαι σὲ ἤ ἐγκαλεῖν; ἤ τί οἴει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἂν ἀπέβη, εἰ μὴ λέων τοιοῦτος ἐγένετο καὶ ὕδρα καὶ ἔλαφος καὶ σῦς καὶ ἄδικοι τινὲς ἄνθρω-
ποὶ καὶ θηριώδεις, οὕς ἐκεῖνος ἐξήλαυνεν καὶ ἐκάθαιρεν; καὶ τί ἂν ἐποίει μηδενὸς τοιούτου γεγονότος; ἤ δῆλον ὅτι ἐντετυλιγμένος ἂν ἐκάθευδεν; οὐκοῦν πρῶτον μὲν οὐκ ἂν ἐγένετο Ἡρακλῆς ἐν τρυφῇ τοιαύτῃ καὶ ἡσυχίᾳ νυστάζων ὅλον τὸν βίον
30. Επίκτητος, II, 16, 13-15: «κύριε ὁ θεός, πῶς μὴ ἀγωνιῶ;» μωρέ, χεῖρας οὐκ ἔχεις; οὐκ ἐποίησεν σοὶ αὐτάς ὁ θεός; εὔχου νῦν καθἠμενος, ὅπως αἱ μύξαι σου μὴ ῥεωσιν· ἀπόμυξαι μᾶλλον καὶ μὴ ἐγκάλει. τί οὖν; ἐνταῦθα σοὶ οὐδέν δέδωκεν; οὐ δέδωκε σοι καρτερίαν, οὐ δέδωκε σοι μεγαλοψυχίαν, οὐ δέδωκεν ἀνδρείαν; τηλικαύτας ἔχων χεῖρας ἔτι ζητεῖς τὸν ἀπομύξοντα;
31. Διογ. Λαέρτιος, VII.30.
32. De Constantia I, 1.
33. SVFI απ. 234 = Πλουτάρχου, Πῶς ἂν τις αἰσθοιτο ἑαυτοῦ προκὸπτοντος ἐπ' ἀρετῇ, 82F-83A: Ὅρα δὴ καὶ τὸ τοῦ Ζήνωνος ὁποῖον ἐστιν. ἠξίου γὰρ ἀπό τῶν ὀνείρων ἕκαστον αὐτοῦ συναισθάνεσθαι προκόπτοντος, εἰ μηθ’ ἡδόμενον αἰσχρῷ τινι ἑαυτὸν μήτε τι προσιέμενον ἤ πράττοντα τῶν δεινῶν καὶ ἀτόπων ὅρα κατὰ τοὺς ὕπνους, ἀλλ’ οἷον ἐν βυθῷ γαλήνης ἀκλύστου καταφανεῖ διαλάμπει τῆς ψυχῆς τὸ φανταστικὸν καὶ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπό του λόγου.
34. Κικέρων, De finibus IV, 20, 56.
35. SVF I, ἄπ. 529 = Σέξτος Εμπειρικός, Προς Λογικοὺς Α, 9.90.1: (Κλεάνθης): καίτοι οὐ πάνυ τι ὁ ἄνθρωπος κράτιστον εἶναι δύναται ζῷον, οἷον εὐθέως ὅτι διά κακίας πορεύεται τὸν πάντα χρόνον, εἰ δέ μὴ γε, τὸν πλεῖστον (καὶ γὰρ εἴ πότε περιγένοιτο ἀρετῆς, ὀψὲ καὶ πρὸς ταῖς τοῦ βίου δυσμαῖς περιγίνεται).
36. Επίκτητος, Εγχειρ. 50 (51): σὺ δὲ εἰ καὶ μήπω εἶ Σωκράτης, ὡς Σωκράτης γὲ εἶναι βουλόμενος ὀφείλεις βιοῦν.
37. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 26-28.
38. Ο.π., σέλ. 32.
39. Δημοχάρης, ανεψιὸς του Δημοσθένη, (Αθηναίου Δειπνοσοφισταί, Ἱ, 62): φησί γοῦν ὁ Δημοχάρης ἐν τῇ πρώτῃ καὶ εἰκοστῇ γράφων· “ἐπανελθόντα δὲ τὸν Δημήτριον ἀπό τῆς Λευκάδος καὶ Κερκύρας εἰς τὰς Ἀθήνας οἱ Ἀθηναῖοι ἐδέχοντο οὐ μόνον θυμιῶντες καὶ στεφανοῦντες καὶ οἰνοχοοῦντες, ἀλλὰ καὶ προσοδιακοὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾡδῆς ἀπηντων αὐτῷ καὶ ἐφιστάμενοι κατὰ τοὺς ὄχλους ᾖδον ὀρχούμενοι καὶ ἐπᾴδοντες ὡς εἴη μόνος θεὸς ἀληθινός, οἱ δ’ ἄλλοι καθεύδουσιν ἤ ἀπδημοῦσιν ἤ οὐκ εἰσίν, γεγονώς δ’ εἴη ἐκ Ποσειδῶνος καὶ Ἀφροδίτης, τῷ δὲ κάλλει διάφορος καὶ τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κοινός, δεόμενοι δ’ αὐτοῦ ἱκέτευον, φησί, καὶ προσηύχοντο.”
40. Θεόπομπος (Jacoby, Frag. Greek Hist., 115 F 224-225).
41. De Beneficiis VII, 2, 5.
42. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 21-22, 25, 32, καί, 75.
43. SVFI ἄπ. 54. = Στοβαίος Ἀνθολ. 2.7.11m: Μηδὲν δ’ ὑπολαμβάνειν ἀσθενῶς, ἀλλά μᾶλλον ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, διὸ καὶ μηδὲ δοξάζειν τὸν σοφόν. Διττάς γὰρ εἶναι δόξας, τὴν μὲν ἀκαταλήπτῳ συγκατάθεσιν, τὴν δὲ ὑπόληφιν ἀσθενῆ· ταύτας <δ’> ἀλλοτρίους εἶναι τῆς τοῦ σοφοῦ διαθέσεως· δὶ’ ὃ καὶ τὸ προττίπτειν πρὸ καταληφεως <καὶ> συγκατατίθεσθαι κατὰ τὸν προπετῆ φαῦλον εἶναι καὶ μὴ πιπτειν εἰς τὸν εὑφυῆ καὶ τέλειον ἄνδρα καὶ σπουδαῖον. - Καὶ Δ. Λαέρτ. 7.121: ἔτι τε μὴ δοξάσειν τὸν σοφόν, τουτέστι ψεύδει μὴ συγκαταθήσεσθαι μηδενί.
44. Σενέκας, De Otio 5, 6.
45. SVF I ἄπ. 235 = Διογ. Λαέρτ. 7.25-26: τοὺς θ’ Ἡσιόδου στίχους μεταγράψειν οὕτω·
κεῖνος μὲν πανάριστος ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται,
ἐσθλὸς δ’ αὖ κἀκεῖνος ὃς αὐτὸς πάντα νόήςῃ.
κρείττονα γὰρ εἶναι τὸν ἀκοῦσαι καλῶς δυνάμενον τὸ λεγόμενον καὶ χρῆσθαι αὐτῷ τοῦ δι’ αὐτοῦ τὸ πᾶν συννοησαντος· τῷ μὲν γὰρ εἶναι μόνον τὸ συνεῖναι, τῷ δ’ εὖ πεισθέντι προσεῖναι καὶ τὴν πράξιν.
46. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 22-23.
47. Ο.π., σέλ. 36, 39 καὶ 42.
48. Διογ. Λαέρτιος, VII, 2.
49. Bevan, Stoics and Sceptics, σέλ. 40, 32.