Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 1. Η ΑΠΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓH


§1.0. Η πιο απλή μορφή πρότασης της αρχαίας ελληνικής αποτελείται, όπως και στα νέα ελληνικά, από δύο όρους: το υποκείμενο και το κατηγόρημα, π.χ. Σωκράτης ἀπῆλθε, Κῦρος ἦν φιλομαθέστατος. 

Το υποκείμενο δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος στην πρόταση, όπως τα κύρια ονόματα Σωκράτης και Κῦρος στα προηγούμενα παραδείγματα. 

Κατηγόρημα ονομάζεται οτιδήποτε λέγεται στην πρόταση για το υποκείμενο και μπορεί είτε να εκφέρεται μόνο με έναν ρηματικό τύπο π.χ. ἀπῆλθε (μονολεκτικό κατηγόρημα), είτε να αποτελείται από έναν τύπο του ρήματος εἰμί ή συγγενικού ρήματος και ένα επίθετο ή ουσιαστικό το οποίο χαρακτηρίζει το υποκείμενο π.χ. ἦν φιλομαθέστατος (περιφραστικό κατηγόρημα). 

Στο περιφραστικό κατηγόρημα το επίθετο ή το ουσιαστικό που χαρακτηρίζει το υποκείμενο λέγεται κατηγορούμενο, ενώ το ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με τη χαρακτηριστική ιδιότητά του ονομάζεται συνδετικό ρήμα.

Θέατρα ελέγχου: Ρόλοι που παίζουμε ασυνείδητα

Μαύρος μάγος γίνεται κανείς όταν παίζει ρόλους μέσα από τους οποίους προσπαθεί να αφαιρέσει ενέργεια από τους άλλους και όχι να δώσει.

Υπάρχουν πολλές καθημερινές ασυνείδητες και συνειδητές τεχνικές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ώστε να αφαιρούν ενέργεια από τους άλλους.

Η κατηγοριοποίηση αυτών των ρόλων. Είναι τέσσερις.

Ο πρώτος, είναι ο ρόλος του «θύματος» μέσα από τον οποίο το άτομο προσπαθεί με τεχνικές του τύπου «λυπηθείτε με τον κακόμοιρο», ή «εγώ ο αδικημένος» κ.λπ., να τραβήξει την προσοχή των άλλων, άρα την ενέργεια τους. Συχνά οι ασθενείς έχουν τέτοια συμπεριφορά.

Ο δεύτερος, είναι ο ρόλος του «απόμακρου» που δεν μιλάει πολύ, ή κάνει τον αδιάφορο, ή φεύγει (ώστε να τρέχουν πίσω του και να ασχολούνται μαζί του) προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή, άρα και την ενέργεια των άλλων.

Ο τρίτος, είναι ο ρόλος του «ανακριτή», εκείνου δηλαδή που προσπαθεί να βάλει τον άλλον σε θέση απολογητική, να τον καταστήσει υπόλογο, να του αφαιρέσει δηλαδή την εξουσία, άρα και την ενέργεια του. Πολλοί γίνονται ανακριτικοί όταν προσπαθούν ασυνείδητα να απεκδυθούν τις ευθύνες τους. Επίσης ανακριτής είναι εκείνος που υποδεικνύει στους άλλους τα σφάλματα τους κάνοντας τους να νιώθουν «μικρότεροι». Μία ακόμα ανακριτική τεχνική είναι να υποβάλει κανείς πολλές ερωτήσεις απαιτώντας απαντήσεις! Με αυτό τον τρόπο ένας «ανακριτής» σε «ρουφάει»…

Ο τέταρτος, είναι ο ρόλος του «τρομοκράτη», ο οποίος με τη βία και με τις φωνές προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο, με ψυχολογικούς εκβιασμούς κ.λπ. Συνήθως τα «θύματα» έλκουν «τρομοκράτες» και αντιστρόφως, ενώ οι «απόμακροι» έλκουν «ανακριτές» και αντιστρόφως. Κάποιος, ας πούμε, γίνεται δειλός γιατί φοβάται να αντιμετωπίσει έναν «τρομοκράτη» κάνοντας τον έτσι να τον τρομοκρατεί ακόμα περισσότερο. Ο «τρομοκράτης» προκαλεί περισσότερο στον άλλον την συμπεριφορά του θύματος, και έτσι δημιουργείται μεταξύ τους ενεργειακή σχέση εξουσίας- ελέγχου, ένας δεσμός σαν ενεργειακά πλοκάμια μεταξύ των τριών κάτω chakras των εμπλεκομένων ατόμων.

Ο «ανακριτής», από την άλλη, απευθύνεται με ερωτήσεις στον «απόμακρο», του τύπου «μα τι έχεις, πες μου, πες μου», όπως κάνουν πολλά ζευγαράκια μεταξύ τους. Κι έτσι τον κάνει ακόμα πιο απόμακρο.

Το ζητούμενο είναι να ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ αυτούς τους ρόλους, και εμείς οι ίδιοι να ΜΗΝ παίρνουμε μέρος σε τέτοιους ανταγωνισμούς ενέργειας! Να μην κανακεύουμε, ας πούμε, έναν άρρωστο που συνεχώς κλαίγεται. Γιατί έτσι βολεύεται στην ασθένειά του και του αρέσει, πράγμα καθόλου τιμητικό για την ολότητα του εαυτού του . Ή να μην ρωτάμε έναν απόμακρο συνεχώς τι έχει.

Να διατηρούμε σε κάθε περίπτωση την αυτοπεποίθησή μας χωρίς να φοβόμαστε ότι ο άλλος μπορεί να παρεξηγηθεί. Και βεβαίως να μην είμαστε ανακριτικοί για όσα λάθη νομίζουμε ότι βλέπουμε, ούτε να εμπλεκόμαστε σε ψυχολογικούς εκβιασμούς κ.λπ.

Ένα ΠΟΛΥ σημαντικό στοιχείο είναι να έχουμε αυτοπεποίθηση. Να είμαστε στο κέντρο μας χωρίς να επηρεαζόμαστε από τις συμπεριφορές των άλλων οι οποίοι άλλοτε πάνε να μας «ψαρώσουν», άλλοτε να μας θυμώσουν κ.λπ. Το ζήτημα δεν βρίσκεται στο να αποβάλλουμε ό,τι θεωρούμε αρνητικό, αλλά στο να ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ εμείς διαρκώς θετικότητα. Με αυτό τον τρόπο, αν δεν ποτίζουμε τα ζιζάνια, αυτά απλώς θα μαραθούν!

Υπομονή: Μια υπερδύναμη που πρέπει να καλλιεργηθεί

Κάποιος είπε πώς η επιμονή είναι δύναμη. Σε συνδυασμό με την υπομονή, είναι υπερδύναμη!

Η υπομονή, είναι ένα βασικό στοιχείο το οποίο πρέπει να έχουμε όλοι μας, αλλά κάποια στιγμή αισθανόμαστε ότι φτάνουμε στα όρια μας. Είναι εκεί που λέμε στον εαυτό μας, τέρμα! Δεν αντέχεις άλλο! Μαζεύεις, μαζεύεις… και ξαφνικά έρχεται κάποια στιγμή που λές, φτάνει, μέχρι εδώ ήτανε! Μετά εκνευρίζεσαι γιατί δεν τα κατάφερες, χάνεις μία δύσκολη μάχη και θέλεις να σπάσεις ότι βρίσκεις μπροστά σου. Ωστόσο, σου φταίνε όλα, ακόμα και τα πιο μικρά πράγματα, αισθάνεσαι ότι η υπομονή σου αρχίζει να εξαντλείται και αδιαφορείς για τις συνέπειες.

Η υπομονή είναι μία τεράστια αρετή, που πρέπει καθημερινά να την καλλιεργούμε μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να εκτροχιάζεται.

Το κάθε τι που κάνεις, χρειάζεται χρόνο, καθημερινή προσπάθεια και επιμονή για να το κάνεις κτήμα σου. Είναι πραγματικός πλούτος η αρετή της υπομονής, γιατί μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε προβλήματα που καθημερινά συναντάμε στην ζωή μας, με ηρεμία, ψυχραιμία, με αισιοδοξία, με χιούμορ πολλές φορές και ενδεχομένως συχνά να μας γλυτώσει από μπελάδες.

Ένας καλός τρόπος να καλλιεργηθεί η υπομονή, είναι να σκεφτόμαστε πώς γύρω μας υπάρχουν τόσα όμορφα πράγματα που αν τα υιοθετήσουμε, θα μας χαρίσουν χαλάρωση και εσωτερική ηρεμία. Όπως για παράδειγμα, να βγεις για περπάτημα στη φύση και να μυρίσεις τα λουλούδια, αναπνέοντας καθαρό οξυγόνο. Να παρατηρήσεις το ηλιοβασίλεμα. να θαυμάσεις τα υπέροχα πορτοκαλοκίτρινα χρώματα που δημιουργούνται και να σκεφτείς πως όπως ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί και δύει κάθε απόγευμα, έτσι τα προβλήματα και οι αναποδιές και όλα τα δύσκολα στην ζωή, ποτέ δεν είναι στάσιμα. Όλα κάνουν τον κύκλο τους.

Μπορείς να βάλεις μουσική να χορέψεις. Ή να κλείσεις τα μάτια και να σε ταξιδέψει σε μέρη γνωστά και άγνωστα. Έτσι θα φύγουν μακριά, αγχολυτικές και αρνητικές σκέψεις και θα οπλιστείς με ελπίδα και υπομονή. Να βρεις πράγματα που θα κάνουν τον χρόνο σου ευχάριστο, δημιουργικό, χαρούμενο, και όμορφο. Η συντροφιά κάποιου καλού βιβλίου, η ζωγραφική, η γυμναστική, όλα αυτά θα βοηθήσουν στο να γίνει καλύτερος ο εσωτερικός κόσμος του καθενός μας. Ακόμα, μπορείς να ταξιδέψεις ψηφιακά και να γνωρίσεις την ιστορία και τον πολιτισμό ξένων χωρών.

Ο κάθε ένας να θυμάται, η γνώση είναι δύναμη και η υπομονή υπερδύναμη.

Ο φθόνος είναι μία από τις πιο δυνατές αιτίες δυστυχίας

Ο φθόνος είναι, νομίζω, ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα στον άνθρωπο πάθη. Το βρίσκουμε συχνά στα βρέφη κάτω του ενός έτους, και πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται με πολύ λεπτότητα και τρυφερότητα από τους παιδαγωγούς. Η παραμικρή ένδειξη εύνοιας προς ένα παιδί σε βάρος άλλου, παρατηρείται και γεννάει μνησικακίες. Απόλυτη αμεροληψία πρέπει να τηρεί όποιος έχει να κάνει με παιδιά. Το συναίσθημα είναι τόσο πολύ ισχυρό στο παιδί, όσο στους μεγάλους.

Ο φθόνος παίζει σημαντικό ρόλο στις περισσότερες ευυπόληπτες γυναίκες. Αν στον υπόγειο σιδηρόδρομο δείτε να μπαίνει στο βαγόνι σας μια κομψοντυμένη γυναίκα, προσέξτε τα βλέμματα των άλλων γυναικών. Θα δείτε πως όλες τους, εκτός ίσως από κείνες που ’ναι ακόμα πιο κομψοντυμένες, θα την κοιτάξουν με κακία και θα κάμουν το καθετί για να βγάλουν συμπεράσματα ταπεινωτικά για το άτομό της. Η αγάπη του σκανδάλου είναι μια εκδήλωση αυτής της γενικής μοχθηρίας: κάθε ιστορία που θα βγει σε βάρος μιας άλλης γυναίκας θα γίνει αμέσως πιστευτή, όσο λίγες αποδείξεις κι αν υπάρχουν. Μια πολύ αυστηρή ηθική χρησιμοποιείται για τους ίδιους σκοπούς: εκείνοι που είχαν την ευκαιρία να αμαρτήσουν σε βάρος της γεννούν το φθόνο και θεωρείται τίμιο να τους τιμωρήσει κανείς γι’ αυτό τους το αμάρτημα.

Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και στους άντρες, αλλά με τη διαφορά πως οι γυναίκες θεωρούν όλες τις άλλες γυναίκες ως ανταγωνίστριες, ενώ, γενικά, οι άνδρες δεν υιοθετούν αυτή τη στάση παρά μονάχα απέναντι σε κείνους που έχουν το ίδιο επάγγελμα. Σου έτυχε ποτέ, αναγνώστη μου, να κάνεις την απρονοησία να εγκωμιάσεις το έργο ενός καλλιτέχνη μπροστά σε άλλον καλλιτέχνη; Είπες ποτέ καλά λόγια για έναν πολιτικό, μπροστά σε άλλον πολιτικό του ίδιου κόμματος; Παινέψατε ποτέ έναν αιγυπτιολόγο μπροστά σε άλλον αιγυπτιολόγο; Αν ναι, τότε στις ενενήντα εννιά περιπτώσεις μέσα στις εκατό θα έχετε προκαλέσει έκρηξη ζήλιας. Στην αλληλογραφία του Λάιμπνιτς με το Χόυγκενς, υπάρχουν γράμματα που θρηνούν για την υποτιθέμενη ψυχοπάθεια του Νεύτωνα: «Δεν είναι θλιβερό, γράφουν, η ασύγκριτη μεγαλοφυΐα του Νεύτωνα να σκοτισθεί από την παραφροσύνη;». Και οι δύο αυτοί μεγάλοι άνθρωποι, μέσα στα πολυάριθμα γράμματά τους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα με μιαν ολοφάνερη ευχαρίστηση. Στην πραγματικότητα, το κακό για το οποίο θρηνούν δε συνέβη, αλλά μονάχα οι εκκεντρικότητες του Νεύτωνα δώσανε λαβή σε τέτοιες φήμες.

Από όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, ο φθόνος είναι το πιο βασανιστικό. Ο φθονερός όχι μόνο θέλει να προκαλέσει τη δυστυχία και το κάνει κάθε φορά που το μπορεί ατιμώρητα, αλλά και ο ίδιος γίνεται δυστυχής με το φθόνο του. Αντί ν’ αντλεί χαρά από κείνο που έχει, αντλεί πόνο από κείνο που έχουν οι άλλοι. Αν μπορεί, στερεί τους άλλους από τα πλεονεκτήματά τους, πράγμα που του είναι τόσο επιθυμητό, όσο το να εξασφαλίσει ο ίδιος αυτά τα πλεονεκτήματα. Αν δώσει ελεύθερη διέξοδο στο πάθος του, γίνεται ολέθριο σε κάθε σοβαρή προσπάθεια και εμποδίζει μια καλή εφαρμογή ενός γερού ταλέντου. Γιατί ο γιατρός να πηγαίνει στους αρρώστους του με αυτοκίνητο και ο εργάτης να πηγαίνει στη δουλειά του με τα πόδια; Γιατί ένας καθηγητής πανεπιστημίου να κάθεται σ’ ένα ζεστό σπίτι, όταν άλλοι άνθρωποι είναι απροστάτευτοι από τις κακοκαιρίες; Γιατί ένας άνθρωπος που κατέχει ένα σπάνιο ταλέντο, μεγάλης αξίας για τον κόσμο, να γλιτώνει από την αγγαρεία της καθημερινής σπιτικής δουλειάς; Στα ερωτήματα αυτά ο φθόνος δε βρίσκει καμιά απάντηση. Το καλό όμως είναι πως μέσα στην ανθρώπινη ψυχή υπάρχει ένα αντίρροπο πάθος: ο θαυμασμός. Εκείνοι που θέλουν ν’ αυξήσουν την ανθρώπινη ευτυχία πρέπει να επιζητούνε την αύξηση του θαυμασμού και την ελάττωση του φθόνου.

Τι φάρμακο υπάρχει για το φθόνο; Ο άγιος δεν τον θεραπεύει ούτε με την απάρνηση του εαυτού του, όπου ακόμα και ανάμεσα στους αγίους ο φθόνος για άλλους αγίους είναι κάτι το σύνηθες. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος πως ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, θα ένοιωθε μεγάλη χαρά μαθαίνοντας ότι ένας άλλος άγιος έμεινε περισσότερο καιρό επάνω σε πιο στενό στύλο. Αλλά αν αφήσουμε στην μπάντα τους αγίους, το μόνο αποτελεσματικό φάρμακο για τους συνηθισμένους άνδρες και γυναίκες είναι η ευτυχία. Και το κακό είναι ότι ο φθόνος αυτός καθαυτόν είναι ένα τρομερό εμπόδιο στην ευτυχία. Πιστεύω πως ο φθόνος αναπτύσσεται τεράστια από τις ατυχίες της παιδικής ηλικίας. Το παιδί που βλέπει έναν αδελφό του ή αδελφή του να τον προτιμάν απ’ αυτόν, αποκτά τη συνήθεια του φθόνου και όταν μεγαλώσει περιμένει καινούργιες αδικίες, που σαν έλθουν τις οσφραίνεται αμέσως και αν δεν έλθουν τις φαντάζεται. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναπόφευκτα δυστυχής και καταντάει αληθινή πληγή για τους φίλους του, που με όλη την καλή θέληση του κόσμου δεν μπορούν να του βγάλουν από το μυαλό ότι δεν έχουν καμιά προκατάληψη εναντίον του και καμιά διάθεση να τον πληγώσουν.

Έχοντας την έμμονη ιδέα πως κανείς δεν τον αγαπά, καταλήγει να δικαιώσει αυτή του την πεποίθηση με τη διαγωγή του. Ένα άλλο ατύχημα της παιδικής ηλικίας, που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι να έχει κανείς γονείς δίχως ίχνος τρυφερότητας. Ακόμα και δίχως να ’χει έναν αδελφό ή μια αδελφή άδικα ευνοούμενη από τους γονείς του, το παιδί που θα ιδεί πως άλλα παιδάκια αγαπιούνται περισσότερο από τους γονείς τους, θ’ αρχίσει να τα μισεί και αυτά και τους δικούς του γονείς και όταν μεγαλώσει θα νοιώθει σαν τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ. Ορισμένα είδη ευτυχίας αποτελούν φυσικό δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και εκείνος που θα τα στερηθεί δεν μπορεί παρά να γεμίσει από πίκρα και μνησικακία.

Μα ο φθονερός μπορεί ν’ απαντήσει: «Και τι μ’ ωφελεί που μου λέτε πως το φάρμακο του φθόνου είναι η ευτυχία; Εγώ δεν μπορώ να νοιώσω ευτυχία, όσο με τρώει ο φθόνος και σεις μου λέτε πως δε θα μπορέσω να πάψω να ’μαι φθονερός, όσο δε βρίσκω την ευτυχία». Μα η πραγματική ζωή έχει τη δική της λογική. Και μόνο να συνειδητοποιήσεις τις αιτίες του φθόνου, είναι ένα μεγάλο βήμα προς τη θεραπεία. Η συνήθεια να σκέπτεσαι με συγκρίσεις είναι ολέθρια. Κάθε γεγονός ευχάριστο πρέπει να το χαιρόμαστε στο ακέραιο, δίχως να σταματάμε για να σκεφθούμε ότι αυτή η ευχαρίστηση δεν είναι και τόσο μεγάλη, όσο εκείνη που μπορεί να χαίρεται κάποιος άλλος.

Για να βρει το δρόμο που θα τον έβγαζε απ’ αυτόν τον κόσμο της απελπισίας, ο άνθρωπος ο πολιτισμένος οφείλει να πλουτίσει την καρδιά του, όπως πλάτυνε το πνεύμα του. Οφείλει να μάθει να ξεπερνά τον εαυτό του και, κάνοντάς το να κατακτά την ελευθερία του σύμπαντος.

ΞΕΝΟΦΩΝ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

Ξενοφών (περ. 430 – μετά το 355 πΧ)

Απομνημονεύματα 1. 2. 23

Γιατί στο ίδιο σώμα συνυπάρχουν εκ φύσεως μαζί με την ψυχή οι κακές επιθυμίες που την πείθουν να μην είναι συνετή αλλά να ικανοποιεί ταχύτατα αυτές και το σώμα.

Απομνημονεύματα 1. 2. 53

Όταν η ψυχή βγει από το σώμα, που μόνο αυτή έχει φρόνηση, οι συγγενείς εξαφανίζουν το ταχύτερο το σώμα του πιο αγαπημένου τους ανθρώπου, αφού κάνουν την εκφορά του.

Άσκησε την ψυχή και το σώμα με τέτοιο τρόπο ζωής, τον οποίον εφαρμόζοντας κάποιος θα μπορούσε να περάσει τη ζωή του με θάρρος και ασφάλεια.

Απομνημονεύματα Α’ 4. 13

Δεν ήταν όμως αρκετό για τον θεό να φροντίσει μόνο το σώμα αλλά, το σπουδαιότερο, εμφύτευσε στον άνθρωπο την ισχυρότατη ψυχή. Γιατί ποιου άλλου ζώου η ψυχή έχει πρώτα-πρώτα τη γνώση ότι υπάρχουν θεοί που δημιούργησαν με τάξη τα σπουδαιότερα και ωραιότερα; Ποιο άλλο ζωικό είδος λατρεύει θεούς, αν όχι οι άνθρωποι; Ποια άλλη ψυχή, αν όχι η ανθρώπινη, είναι ικανότερη να παρέχει προφυλάξεις από την πείνα, τη δίψα, το κρύο ή τη ζέστη ή να προσφέρει βοήθεια σε ασθένειες ή να ασκεί στη ρώμη ή να κοπιάζει για μάθηση ή να είναι ικανότερη να διατηρεί στη μνήμη όσα τυχόν ακούσει, δει ή μάθει;

Απομνημονεύματα A’ 5. 5

Δεν πρέπει άραγε κάθε άνθρωπος που θεωρεί την εγκράτεια βάσει της αρετής, αυτήν πρώτα να εγκαθιδρύει στην ψυχή του; Γιατί ποιος θα μπορούσε χωρείς αυτή να μάθει κάτι καλό ή να το μελετήσει ιδιαίτερα; Ή ποιος υποδουλωμένος δεν θα είχε το σώμα του και την ψυχή σε αισχρή κατάσταση;

Απομνημονεύματα Δ’ 3. 14

Αλλά βέβαια και η ανθρώπινη ψυχή, που μετέχει στο θείο περισσότερο από καθετί άλλο ανθρώπινο, είναι φανερό ότι βασιλεύει μέσα μιας, ούτε και αυτή όμως ορατή.

Σπεύσιππος: Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της Αρχαίας Ελλάδας

Ο Σπεύσιππος (γεννήθηκε το 408 π.Χ. στην Αθήνα και πέθανε μεταξύ 339 και 338 π.Χ. στην Αθήνα ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός και πρώτος σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας για περίπου 10 χρόνια, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα το 347 π.Χ.

Η ζωή του

Ο Σπεύσιππος ήταν ανιψιός του Πλάτωνα από την αδελφή του Πωτώνη και ο πατέρας του ήταν ο Ευρυμέδοντας ο Μυρρινούσιος. Είχε συνοδεύσει τον Πλάτωνα στο ταξίδι του στη Σικελία το 361 π.Χ. και ήταν σαφής υποστηρικτής του, στην πολιτική φιλικής προσέγγισης και προσεταιρισμού σε πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, μεταξύ αυτών και του Διονυσίου του Β´ των Συρακουσών.

Ορίστηκε ως διάδοχος και σχολάρχης της Ακαδημίας από τον Πλάτωνα με το σκεπτικό ότι δεν ήταν «ξένος» αλλά Αθηναίος πολίτης. Ανέλαβε μετά το θάνατο του θείου του, σε ηλικία περίπου 60 ετών. Διάδοχος του στην Ακαδήμεια μετά τον θάνατο του, εκλέχτηκε ο Ξενοκράτης

Ως προσωπικότητα υπήρξε φιλάσθενος, ιδιότροπος και αμφιλεγόμενος. Στη φιλάσθενη φύση του, αποδίδεται πιθανότατα, η άρνηση του να διαμένει στους χώρους της Ακαδημίας όταν τη διηύθυνε εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους, ενδεχομένως λόγω του υγρού κλίματος. Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του φαίνεται και από τη βιογραφία του αλλά και από μία επιστολή του που απευθύνεται στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο.

Υπήρξε ο πρώτος που εγκωμίασε τον Πλάτωνα και το έργο του, υπαινισσόμενος μάλιστα ότι ήταν γιος του Απόλλωνος.

Τα έργα του

Από τα έργα του Σπεύσιππου, διασώζεται ένα εκτεταμένο τμήμα σε σχέση με τους Πυθαγόρειους αριθμούς, ορισμένα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα και αναφορές του σε άλλους φιλοσόφους. Το έργο του «Όμοια» μια συγκριτική μελέτη φυσιολογίας φυτών και ζώων είναι πιθανότατα αντάξιο με το αντίστοιχο έργο του Αριστοτέλη «Περί ζώων ιστορίαι».

Θεωρείται επίσης ως ο πιθανός συγγραφέας του φιλοσοφικού λεξικού Όροι, αντί για τον Πλάτωνα.

Η φιλοσοφική του σκέψη

Ο Σπεύσιππος επηρεασμένος από την πυθαγόρεια σκέψη (όπως και αρκετοί από τους διαδόχους του), προσέδιδε μεγάλη σημασία στο φιλοσοφικό βάρος των πραγματικών αριθμών, μειώνοντας έτσι στην κοσμοθεωρία του, εμμέσως την σημασία των ιδεατών αριθμών και του κόσμου των Ιδεών του Πλάτωνα. Ισχυρή ένδειξη των ανωτέρω ήταν η προσήλωση του στην τελειότητα του αριθμού 10.

Η φιλοσοφία του είχε ως βασικούς πυλώνες το «Εν» και τη «δυάδα». Το «Εν» αντιπροσώπευε την ενότητα και ολότητα του σύμπαντος, ενώ η «δυάδα» την ποικιλομορφία και πολλαπλότητα των μορφών του.

Το «Εν» και η «δυάδα», κατά τον Σπεύσιππο, όχι μόνο ήταν οι γεννήτορες κάθε οντότητας (φυσικής ή πνευματικής) στον κόσμο, αλλά στερούντο οιασδήποτε ηθικής αξίας. Εν αντιθέσει οι συνάδελφοι του, αυτοί που αποδέχονταν αυτού του είδους τον δυισμό (Εν, δυάδα), προσέδιδαν σε αυτόν τις έννοιες του καλού και του κακού.

Ο Σπεύσιππος οργάνωσε τον κόσμο, με μαθηματικούς όρους, σε δέκα σφαίρες, με ταξινόμηση βάσει της πνευματικότητας που εμπεριείχοντο σε αυτές.

Ανάμεσα στις σφαίρες των πραγματικών αριθμών και τις σφαίρες των αισθητών τοποθέτησε σε περίοπτη θέση τη σφαίρα της ψυχής την οποία θεωρούσε αθάνατη τόσο εν όλω όσο και εν μέρει.

Ο Σπεύσιππος θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ τη γνώση και ταξινόμηση όλων των πραγμάτων, ώστε να περατωθεί με επιτυχία ο ορισμός ενός οποιουδήποτε εξ αυτών. Επομένως ο ορισμός οιασδήποτε έννοιας απαιτούσε μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου, και συνακόλουθα την ταξινόμηση της σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες έννοιες.

Τέλος ο Σπεύσιππος συστηματοποίησε και επεξεργάστηκε τη σκέψη του Πλάτωνα (αν και φαίνεται πως διαφωνούσε σε μερικά σημεία με αυτήν), διαχώρισε το Αγαθό τόσο από το «Εν» όσο και από τη «Θεότητα», ενώ απέρριπτε την «Ηδονή» περισσότερο και από τον δάσκαλο του.

Θεωρείται πως η ανασύνθεση και ενσωμάτωση της Πυθαγόρειας σκέψης στον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα υπήρξε εν πολλοίς καταχρηστική και αντίθετη με το σύστημα σκέψης του. Ωστόσο είναι σαφές πως επηρέασε τον Αριστοτέλη στην συγγραφή του έργου του σε σχέση με την αρχή της Φιλοσοφίας του Πλάτωνος.

Τι είναι η κοσμική σκόνη και πώς δημιουργείται;

Η κοσμική σκόνη ή διαστημική σκόνη αποτελείται από σωματίδια ύλης σε στερεά κατάσταση, που βρίσκονται στον πέρα από τη Γη διαστημικό χώρο.

Η μέση διάμετρος αυτών των σωματιδίων κυμαίνεται από συσσωματώματα λίγων μορίων μέχρι 0,1 χιλιοστόμετρο.

Η κοσμική σκόνη διακρίνεται με βάση τη θέση της σε διαγαλαξιακή, διαστρική ή μεσοαστρική, διαπλανητική και σκόνη που περιφέρεται γύρω από πλανήτες. Η διαπλανητική σκόνη που βρίσκεται στον χώρο μεταξύ των πλανητών του Ηλιακού μας Συστήματος προκαλεί τα αστρονομικά φαινόμενα του ζωδιακού και του αντιζωδιακού φωτός.

Κάποτε η κοσμική σκόνη θεωρείτο μόνο μία ενόχληση για τους αστρονόμους, καθώς μειώνει το φως που δεχόμαστε από τα ουράνια σώματα: Είναι γνωστή η διαστρική απορρόφηση ή μεσοαστρική απορρόφηση του φωτός των αστέρων του Γαλαξία που προκαλεί η διαστρική σκόνη, για την οποία έχουν προταθεί διάφοροι εμπειρικοί νόμοι.

Ωστόσο, όταν ήλθε η εποχή των αστρονομικών παρατηρήσεων στο υπέρυθρο, τα σωματίδια της κοσμικής σκόνης ανακαλύφθηκε ότι διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο σε αστροφυσικές διεργασίες.

Π.χ. η σκόνη παίζει ρόλο στα πρώτα στάδια του σχηματισμού ενός νέου αστέρα και στο σχηματισμό πλανητών. Στο Ηλιακό Σύστημα η μελέτη της είναι απαραίτητη για την κατανόηση των εξωτερικών διάχυτων δακτυλίων του Δία, του Κρόνου, του Ουρανού και του Ποσειδώνα, καθώς και των κομητών.

Η μελέτη της διαστημικής σκόνης συνιστά ένα πολύπλευρο επιστημονικό ζήτημα, που άπτεται αρκετών διαφορετικών επιστημονικών κλάδων: της Φυσικής (Φυσική Στερεάς Καταστάσεως, Ηλεκτρομαγνητισμός, Στατιστική Φυσική, διάδοση της θερμότητας), των Μαθηματικών (φράκταλς), της Χημείας, της Μετεωριτολογίας και όλων των κλάδων της Αστρονομίας και της Αστροφυσικής.

Πραγματικά, οι κόκκοι της κοσμικής σκόνης εξελίσσονται κυκλικά: χημικώς, φυσικώς και δυναμικώς.

Η εξέλιξή τους ακολουθεί τα μονοπάτια δια των οποίων το Σύμπαν ανακυκλώνει την ύλη με διαδικασίες ανάλογες με αυτές που εμείς οι άνθρωποι ανακυκλώνουμε υλικά: παραγωγή, αποθήκευση, μεταλλαγή, διαφοροποίηση, κατανάλωση και απόρριψη.

Αυτά στο Σύμπαν συμβαίνουν σε περιοχές όπως τα διάχυτα νεφελώματα, τα ψυχρά μοριακά νέφη οι περιαστρικοί δίσκοι γύρω από νεογέννητους αστέρες, και αλλού.

Ο Άδωνις ήταν ζωντανός όταν ήταν με την Αφροδίτη, αλλά μετά επέστρεφε στο βασίλειο των νεκρών με την Περσεφόνη

Ο Άδωνις ήταν ένας όμορφος θνητός κυνηγός που τον ερωτεύτηκαν η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα, και η Περσεφόνη, η θεά του Άδη. Ο Άρης ζήλεψε τη σχέση του Άδωνι με την Αφροδίτη και μεταμορφώθηκε σε αγριόχοιρο που σκότωσε τον δύστυχο νέο. 

Η Αφροδίτη και η Περσεφόνη ήθελαν τον νεκρό καθεμιά για τον εαυτό της και έπεισαν τον Δία να τον μοιράζονται μεταξύ τους. 

Μετά την ανάστασή του ο Άδωνις θα περνούσε τον μισό χρόνο με την Αφροδίτη και τον άλλο μισό με τη βασίλισσα του Άδη. Μυθολογικά, ο Άδωνις έγινε ένα παράδειγμα θεού της βλάστησης, η οποία άνθιζε για ένα μέρος του χρόνου και πέθαινε τον υπόλοιπο, όπως ο Άδωνις είναι ζωντανός για ένα διάστημα με την Αφροδίτη αλλά μετά πρέπει να γυρίσει στο βασίλειο των νεκρών με την Περσεφόνη. Όπως η βλάστηση, έτσι και ο Άδωνις πέθαινει και ξαναζωντάνευει σε έναν ατέρμονο κύκλο.

Μήπως το σύμπαν ξεκίνησε με ένα σκοτεινό Big Bang;

Το καθιερωμένο μοντέλο του σύμπαντος αναφέρει πως ξεκίνησε με ένα Big Bang, περνώντας σε μία σύντομη περίοδο ταχείας επέκτασης.

Μόλις 20 λεπτά μετά το Big Bang, ξεκίνησε η ύπαρξη των πρώτων πρωτονίων και φωτονίων σε μία διαδικασία που ονομάζουμε νουκλεοσύνθεση.

Παρόλο όμως το γεγονός πως το μοντέλο αυτό μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το ποσό του υδρογόνου και του ηλίου στο σύμπαν, ακόμα δεν καταλαβαίνουμε τη σκοτεινή ύλη, αυτή τη μυστηριώδη και αόρατη μορφή ύλης που καταλαμβάνει την πλειονότητα της μάζας του σύμπαντος.

Μία ομάδα ερευνητών προτείνει τώρα μία νέα ιδέα, όπου η εποχή της ταχείας επέκτασης του σύμπαντος και της νουκλεοσύνθεσης δεν ήταν μόνες τους.

Σύμφωνα με τη νέα υπόθεση, η σκοτεινή ύλη εξελίχθηκε ταυτόχρονα αλλά σε μία εντελώς διαφορετική τροχιά.

Σε αυτό το σενάριο, όταν σταμάτησε η αρχική ταχεία επέκταση και το σύμπαν γέμισε με σωματίδια και ακτινοβολία, η σκοτεινή ύλη συνέχισε να παραμένει σε κάποιου είδους κβαντικού πεδίου.

Καθώς το σύμπαν επεκτεινόταν και ψύχραινε, αυτό το κβαντικό πεδίο άλλαξε, οδηγώντας στο σχηματισμό της σκοτεινής ύλης.

Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι καταρχάς πως αποδεσμεύει την εξέλιξη της σκοτεινής ύλης από την κανονική ύλη. Έτσι, η κατανόηση της νουκλεοσύνθεσης του Big Bang όπως την ξέρουμε δεν αλλάζει, ενώ η σκοτεινή ύλη εξελίσσεται σε ένα διαφορετικό μονοπάτι.

Επιπλέον, η νέα υπόθεση ανοίγει νέες οδούς εξερεύνησης σε μία ποικιλία θεωρητικών μοντέλων της σκοτεινής ύλης, λόγω του ξεχωριστού εξελικτικού μονοπατιού της, κάνοντας ευκολότερους τους υπολογισμούς και γενικότερα το πώς αντιμετωπίζουμε τη σκοτεινή ύλη σε σχέση με τις παρατηρήσεις μας.

Για παράδειγμα, η ομάδα των ερευνητών υπολόγισε πως αν όντως υπήρξε ένα Σκοτεινό Big Bang, αυτό έγινε όταν το σύμπαν μας ήταν μόλις ενός μηνός σε ηλικία.

Οι επιστήμονες θεωρούν πως μπορούν να εντοπίσουν το Σκοτεινό Big Bang μέσω των βαρυτικών κυμάτων, αφού αν όντως υπήρξε, θα απελευθέρωσε ισχυρά βαρυτικά κύματα με μοναδική υπογραφή.

Ο Αριστοτέλης, η πραότητα, η ανεξαρτησία ως προς το χρήμα και η μεγαλοψυχία

Συνεχίζοντας το τρίτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης προχωρά στη διερεύνηση της πραότητας: «Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσεγγίσουμε και το θέμα της πραότητας και της σκληρότητας. Βλέπουμε πως ο πράος έχει να κάνει με τη λύπη που προκαλεί ο θυμός» (1231b 7-9).

Ο θυμός, ως συναίσθημα αλληλένδετο με την ανθρώπινη φύση, έχει διαβαθμίσεις –όπως όλα τα συναισθήματα– και παράγοντες που το καθορίζουν. Ο ενάρετος άνθρωπος οφείλει να το διαχειριστεί με γνώμονα τη μεσότητα, αφού η υπερβολή και η έλλειψη θα οδηγήσουν σε στρεβλώσεις υπονομεύοντας την ορθότητα της συμπεριφοράς: «Διότι, όσον αφορά τη λύπη που αποκαλούμε θυμό, αντιτίθεται κατά την εκδήλωσή του η ταχύτητα στη βραδύτητα, η σφοδρότητα στην ηπιότητα, και η μεγάλη διάρκεια στη μικρή. Και στην περίπτωση του θυμού συναντάται υπερβολή και έλλειψη (σκληρός είναι αυτός που βιώνει το πάθος του θυμού πιο γρήγορα και πιο σφοδρά και για μεγαλύτερη διάρκεια, και τη στιγμή που δεν πρέπει και ενάντια σε αυτούς που δεν πρέπει και για το παραμικρό, ενώ ο δουλικός το αντίθετο). Οπότε διαπιστώνουμε ότι συναντάται και εκείνος που βρίσκεται στο μέσον της αντίθεσης αυτής» (1231b 17-26).

Από τη στιγμή που ο πράος είναι ο άνθρωπος που εκπληρώνει την αρετή σε σχέση με το θυμό ακολουθώντας το δρόμο της μεσότητας γίνεται αντιληπτό ότι η υπερβολή εκπροσωπείται από τον οργίλο-σκληρό και η έλλειψη από τον δουλικό-υποτονικό: «Και αφού οι δύο προηγούμενες έξεις είναι κακίες, η αρετή προφανώς βρίσκεται στο μέσον τους· δεν προτρέχει και δεν καθυστερεί ούτε οργίζεται με αυτά που δεν πρέπει ούτε παραλείπει να οργιστεί όταν πρέπει» (1231b 26-29).

Ο δουλικός αντιτίθεται στην αρετή από τη μεριά της έλλειψης, αφού είναι αδύνατο να διεκδικήσει αυτά που του αξίζουν επιτρέποντας στους άλλους να τον μεταχειρίζονται προσβλητικά και να τον καθιστούνε θύμα χωρίς να ορθώνει το ανάστημά του. Ο άνθρωπος αυτός χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλης «ανδραποδώδης» και «ανόητος» (1231b 13), επίθετα που ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος αποδίδει με τους όρους «δουλικός» και «αναίσθητος»: «Αυτά κατεξοχήν είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζονται όσοι δε θυμώνουν ούτε όταν πρέπει, αλλά δέχονται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και βγαίνουν ταπεινωμένοι όταν δέχονται περιφρόνηση» (1231b 14-17).

Το συμπέρασμα είναι πλέον προφανές: «Συμπεραίνουμε ότι η άριστη έξη ως προς αυτά τα πάθη είναι η πραότητα, και ότι θα είναι κι αυτή μια μεσότητα, και ότι ο πράος είναι στο μέσον του σκληρού και του δουλικού» (1231b 29-32).

Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με τη μεγαλοψυχία που (ασφαλώς) θα τεθεί ως μεσότητα: «Επίσης μεσότητες είναι η μεγαλοψυχία, η μεγαλοπρέπεια και η ανεξαρτησία» (1231b 33-34). Για να δοθούν αμέσως εξηγήσεις: «Συγκεκριμένα πρόκειται για ανεξαρτησία εν σχέσει με την απόκτηση και τη δαπάνη χρημάτων» (1231b 35-36).

Για τον Αριστοτέλη η επιθυμία και η διαχείριση του χρήματος αποτελεί πεδίο της αρετής, αφού η σχέση με το χρήμα επηρεάζει ξεκάθαρα την ανθρώπινη συμπεριφορά και είναι σε θέση να επιφέρει ακόμη και ακραίες καταστάσεις οδηγώντας το άτομο στη δυστυχία κι επιβαρύνοντας το σύνολο της πόλης. Σε μια τέτοια διερεύνηση αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή είναι το πλαίσιο των εννοιών προς πλήρη αποσαφήνιση όσων θα ειπωθούν.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Αυτός, λοιπόν, που με οποιαδήποτε απόκτηση χρημάτων χαίρεται περισσότερο από όσο πρέπει, και με οποιαδήποτε δαπάνη λυπάται περισσότερο από όσο πρέπει, είναι εξαρτημένος από το χρήμα· ενώ αυτός που χαίρεται και λυπάται λιγότερο από όσο πρέπει, είναι άσωτος· αυτός όμως που χαίρεται και λυπάται όπως πρέπει, είναι ανεξάρτητος» (1231b 36-39).

Με άλλα λόγια, η χρήση του χρήματος θα καθορίσει την ποιότητα του ανθρώπου, η οποία για μια ακόμη φορά θα εξασφαλιστεί από την τήρηση της μεσότητας. Αυτός που ενδιαφέρεται να συλλέξει το χρήμα και χαίρεται υπερβολικά όταν το εισπράττει, ενώ λυπάται υπερβολικά όταν το ξοδεύει είναι εξαρτημένος από αυτό, αφού ζει στη στρέβλωση της χρηματικής εξάρτησης σαν να πρόκειται για κάτι που έχει αξία καθαυτό.

Πρόκειται για τον άνθρωπο που ανάγει το χρήμα σε σκοπό της ζωής, γι’ αυτό και θεοποιεί τη συσσώρευσή του. Η μετατροπή του χρήματος από μέσο για να ζήσει κανείς καλύτερα σε αυτοσκοπό αποτελεί κατάφωρη διαστρέβλωση, καθώς μετατρέπει το εργαλείο σε τελικό σκοπό. Το χρήμα έχει αξία μόνο όταν χρησιμοποιείται ομορφαίνοντας τη ζωή. Η απλή του συσσώρευση το αχρηστεύει.

Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για το χρήμα που πρέπει να υπάρχει αποταμιευμένο ως ασφάλεια για κάποια δύσκολη στιγμή, αλλά για την αρρωστημένη εκδοχή της δυστυχίας κάθε στιγμή που προκύπτουν έξοδα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να νιώσει ευτυχής, αφού είναι πρόθυμος να αρνηθεί όλες τις ανθρώπινες χαρές στο βωμό ενός πάθους.

Η σχέση του με τους άλλους ανθρώπους γίνεται δύσκολη, αφού ακόμη και η συναναστροφή αποδεικνύεται πολυέξοδη. Όσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός της εξάρτησης από το χρήμα, δηλαδή όσο περισσότερο βρίσκεται κανείς στη μεριά της υπερβολής, τόσο μεγαλύτερη και η αποξένωση. Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει τίποτε πιο ανέξοδο από την απομόνωση μέσα στο σπίτι.

Από την άλλη, ο άσωτος είναι αυτός που δεν αισθάνεται καμία λύπη όταν ξοδεύει το χρήμα κινούμενος στη μεριά της έλλειψης. Αυτού του είδους η αδυναμία στη διαχείριση του χρήματος, εν τέλει, θα επιφέρει δυσάρεστα αποτελέσματα, αφού ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να έχει χρήματα, όταν θα του χρειαστούν για κάποια επείγουσα ανάγκη.

Ο άσωτος εισπράττει χαρά ξοδεύοντας, γεγονός που τον κάνει, επίσης, να κυνηγά το χρήμα προκειμένου, όμως, να εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς. Ενώ ο εξαρτημένος κυνηγά το χρήμα για να το μαζέψει, ο άσωτος το κυνηγά με την ίδια ένταση για να εξαγοράσει αμέσως ανάξιες ηδονές. Από αυτή την άποψη, και ο άσωτος υποδουλώνεται στο χρήμα.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι πρέπει να διαχειρίζεται κανείς το χρήμα «όπως πρέπει»: «Κι όταν λέω “όπως πρέπει” εννοώ, τόσο εν σχέσει με το χρήμα όσο και στις άλλες πριπτώσεις, το “όπως ορίζει ο ορθός λόγος”» (1231b 39-41).

Η λογική αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που θα επιδείξει τη μεσότητα με τον τρόπο που ορίζει η αρετή. Κι αυτός είναι ο λόγος που η φρόνηση, ως διανοητική κι όχι ηθική αρετή, τίθεται ως θεμέλιο για την κατανόηση και την κατάκτηση της ηθικής αρετής. Ο άφρων είναι αδύνατο να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που ορίζει η μεσότητα σε όλα τα επίπεδα (διαχείριση θυμού, φόβου κλπ.) πολύ περισσότερο στον τρόπο που θα αξιοποιήσει τα λεφτά του. Από αυτή την άποψη, ο άφρων δεν έχει μεγάλες πιθανότητες να ευτυχήσει.

Η μεσότητα τίθεται ως μοναδική διέξοδος για τη δέουσα (σε κάθε περίπτωση) συμπεριφορά που θα προκύψει από την αρμονία της ψυχής. Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι φανερό ότι η ευτυχία προέρχεται από την ψυχική ισορροπία που θα επιφέρει τις πράξεις που αρμόζουν. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς το χρήμα δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα.

Ο Αριστοτέλης θα κάνει τον τελικό διαχωρισμό των εννοιών: «Με δεδομένα αφενός ότι ο εξαρτημένος από το χρήμα και ο άσωτος βρίσκονται στην υπερβολή και την έλλειψη, αφετέρου ότι όπου υπάρχουν άκρα υπάρχει και μέσον, που είναι το άριστο άρα και το μοναδικό σε κάθε περίπτωση, προκύπτει υποχρεωτικά το συμπέρασμα ότι η ανεξαρτησία στο θέμα της απόκτησης και δαπάνης χρημάτων είναι μεσότητα μεταξύ ασωτίας και εξάρτησης» (1231b 41-46).

Φυσικά, οι αποκλείσεις στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης είναι διαβαθμισμένες: «Υπάρχουν ποσοτικές διαβαθμίσεις του εξαρτημένου από το χρήμα και του ασώτου και αντίστοιχη κλιμάκωση στα είδη των ανθρώπων. Έτσι, στην περίπτωση του εξαρτημένου μιλάμε για τον σφιχτό, το σπαγκοραμμένο, τον αισχροκερδή. Σφιχτό λέμε τον ένα, διότι δεν αφήνει τίποτε να του φύγει· αισχροκερδή τον άλλο, διότι τα αρπάζει από οπουδήποτε· και τον σπαγκοραμμένο, επειδή αφοσιώνεται και σε πράγματα αξίας μηδαμινής» (1232a 12-17).

Δε λείπουν, όμως, και ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις: «Υπάρχει και ο απατεώνας και ο κλέφτης· αυτοί είναι τόσο εξαρτημένοι από το χρήμα, που φτάνουν στην παρανομία» (1232a 18-19). Το γεγονός ότι και ο άσωτος ενδέχεται να καταφύγει στην παρανομία προς εξασφάλιση χρημάτων, τα οποία θα ξοδέψει ασύστολα, καταδεικνύει ότι οι περιπτώσεις του εξαρτημένου και του ασώτου, αν και έχουν άκρως αντίθετες αφετηρίες, ουσιαστικά συγγενεύουν ως διαστρεβλωμένες αντιλήψεις για το χρήμα που οδηγούν στη θεοποίησή του.

Από την άλλη, οι διαβαθμίσεις της ασωτίας έχουν ως εξής: «Στην περίπτωση, αντίστοιχα, του ασώτου συναντώνται ο καταβροχθιστής, αυτός που καταναλώνει τα πάντα χωρίς ενδοιασμό, και εκείνος που ξοδεύει αλόγιστα, γιατί δεν αντέχει τη στεναχώρια που συνεπάγονται οι λογαριασμοί» (1232a 19-21).

Το δεδομένο ότι στο πρωτότυπο ο Αριστοτέλης ονομάζει τον υπέρτατα σπάταλο «αλόγιστο» (ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος αποδίδει την έννοια περιφραστικά «ξοδεύει αλόγιστα») καθιστά σαφές ότι η αριστοτελική φράση «μη υπομένειν την από λογισμού λύπην» (που ο Μπετσάκος αποδίδει «δεν αντέχει τη στεναχώρια που συνεπάγονται οι λογαρισμοί») δεν αφορά λογαριασμούς με την τρέχουσα έννοια της οφειλής, αλλά τους υπολογισμούς, τις σκέψεις που πρέπει να κάνει κανείς προκειμένου να προχωρήσει ή όχι σε μια δαπάνη..

Από την άλλη, η έννοια του μεγαλόψυχου δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που διατίθεται κανείς να χειριστεί το χρήμα. Ο μεγαλόψυχος είναι έννοια βαθύτερη και πιο συνολική εμπεριέχοντας σχεδόν όλα τα πεδία της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «… όταν λέμε μεγαλόψυχος, το εννοούμε όπως προκύπτει από το όνομά του: έχει μεγάλο μέγεθος η ψυχή του, και μεγάλη δύναμη. Έτσι, φαίνεται να μοιάζει με το σεβάσμιο και τον μεγαλοπρεπή, καθώς έχει γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μάλιστα όλες τις αρετές» (1232a 33-37).

Στην ουσία ο μεγαλόψυχος είναι ο άνθρωπος που ξέρει να ακολουθεί τη μεσότητα σε όλες τις προκλήσεις της ζωής, που κατέχει δηλαδή όλες τις αρετές, έχοντας την ορθή κρίση να διαχωρίζει τα σπουδαία από τα λιγότερο σημαντικά: «Το να κρίνει ορθά κανείς ποια είναι τα μεγάλα αγαθά και ποια τα μικρά, όλοι το επαινούν. Και θεωρούνται μεγάλα αυτά που επιζητά ειδικά ο άριστος στην κρίση ποια είναι ευχάριστα. Και άριστος σ’ αυτή την κρίση είναι ο μεγαλόψυχος. Καθώς η κάθε αρετή κρίνει σε κάθε περίπτωση ορθά ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον, αυτά δηλαδή που θα επέβαλλε ο άνθρωπος της φρόνησης και η αρετή, είτε όλες οι επιμέρους αρετές έρχονται ως επακόλουθο της μεγαλοψυχίας, είτε αυτή αποτελεί το επακόλουθό τους» (1232a 38-45).

Ο μεγαλόψυχος είναι ο εκπρόσωπος της φρόνησης που κατέχει όλες τις ηθικές αρετές. Ο προβληματισμός για το αν όλες οι αρετές επέρχονται από τη μεγαλοψυχία ή αν η μεγαλοψυχία επισφραγίζει την κατοχή των άλλων αρετών καταδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση η μεγαλοψυχία ταυτίζεται με το σύνολο των ηθικών αρετών που οπωσδήποτε κατέχει κανείς. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον ακριβή ορισμό της, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρανόηση που θα λειτουργήσει διαστρεβλωτικά και στην αντίληψη των άλλων αρετών.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «συμβαίνει και με τη μεγαλοψυχία ό,τι και με άλλες αρετές: μας διαφεύγουν τα γνωρίσματά της, όσο πλησιάζουν και γειτνιάζουν και συγχέονται με γνωρίσματα άλλων αρετών. Γι’ αυτό και χαρακτήρες αντίθετοι μεταξύ τους συμβαίνει να ισχυρίζονται πως είναι όμοιοι, π.χ. ο άσωτος με τον ανεξάρτητο, και ο ηγεμονικός με τον σεβάσμιο, και ο θρασύς με τον ανδρείο. Έχουν να κάνουν με τα ίδια και γειτνιάζουν μέχρις ένα σημείο· ο ανδρείος, π.χ., δείχνει αντοχή στους κινδύνους σαν το θρασύ, μόνο που για τον καθένα τους αλλάζει ο τρόπος, πράγμα βέβαια που κάνει τη διαφορά» (1232a 24-32).

Η σύγχυση των εννοιών κρίνεται ιδιαιτέρως επικίνδυνη, αφού, εν τέλει, θα μετατραπεί σε διαστρέβλωση της ορθής συμπεριφοράς. Η κοινωνία που δεν καθορίζει με αυστηρότητα τις δικλείδες των εννοιών θα φέρει στο προσκήνιο το θρασύ που παριστάνει τον ανδρείο διαμορφώνοντας και τα αντίστοιχα πρότυπα.

Στην ουσία, μια τέτοια εκδοχή συνεπάγεται την κατάλυση της αρετής που θα επιτευχθεί με την ακύρωση του ορθού λόγου. Η πόλη που έχει ως πρότυπο ανεξαρτησίας (σε σχέση με το χρήμα) τον άσωτο που θέλει να επιδειχτεί έχει χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να ελπίζει σε λαμπρό μέλλον.

Το χαρακτηριστικό που καθιστά κάποιον μεγαλόψυχο είναι ότι ξέρει να καταφρονεί: «Επιπλέον γνώρισμα του μεγαλόψυχου θεωρείται η καταφρόνηση· όλες, εξάλλου, οι αρετές κάνουν τους φορείς τους να καταφρονούν πράγματα μεγάλα μεν, ασύμβατα όμως με τη λογική. Η ανδρεία, π.χ., φέρνει την καταφρόνηση μεγάλων κινδύνων (ο ανδρείος δε θεωρεί μεγάλο κανένα από όσα φέρνουν αισχύνη, και το αντίπαλο πλήθος όχι και τόσο φοβερό). Η σωφροσύνη φέρνει την καταφρόνηση μεγάλων και πολλών ηδονών. Το ίδιο με τα χρήματα και η ανεξαρτησία» (1232a 45-47 και 1232b 1-4).

Και βέβαια, η καταφρόνηση αυτή γεννιέται από την επιθυμία της άριστης πράξης: «Το γνώρισμα της καταφρόνησης αποδίδεται στο μεγαλόψυχο, για το λόγο ότι νοιάζεται πραγματικά για λίγα και αυτά μεγάλα, και αδιαφορεί για το τι κάνουν οι άλλοι· τον μεγαλόψυχο πιο πολύ τον ενδιαφέρει τι πιστεύει ένας άνδρας εξαίρετος παρά οι πολλοί τυχόντες» (1232b 5-9).

Ωστόσο, η διαρκής αναζήτηση του άριστου που λειτουργεί επιλεκτικά καταφρονώντας πράγματα που ενδεχομένως είναι αρεστά στους πολλούς δεν πρέπει να εκληφθεί ως μορφή ελιτισμού ή υπεροψίας (πολύ περισσότερο αλαζονείας) σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια συμπεριφορά εντάσσεται ξεκάθαρα στην υπερβολή και αντίκειται στους κανόνες του μέτρου και της λογικής. Η καταφρόνηση του μεγαλόψυχου δεν αφορά την κατάδειξη της υπεροχής στις καθημερινές σχέσεις (αυτό επιδιώκει ο ματαιόδοξος), αλλά το ανόθευτο της άριστης πράξης ακόμη και σε περιπτώσεις που θα επιφέρουν τη δυσαρέσκεια των πολλών.

Ο μεγαλόψυχος δεν πρόκειται να φερθεί με τρόπο λαϊκιστικό, ενισχύοντας εσφαλμένες επιλογές ή πράξεις προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του πλήθους. Αν τον ενδιέφερε αυτό δε θα ήταν μεγαλόψυχος. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρεται για τον έπαινο με την καθολική έννοια της επικρότησης. Ο μεγαλόψυχος θα συμπεριφερθεί πάντα με τον τρόπο που πρέπει, αφού ενδιαφέρεται μονάχα για τον έπαινο των ανθρώπων που ο ίδιος θεωρεί άριστους.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Η τιμή, λοιπόν, μεγάλη και μικρή, είναι δυο ειδών. Από τη μία η τιμή των πολλών τυχόντων, από την άλλη η τιμή των σπουδαίων. Αλλά και με άλλο κριτήριο υπάρχουν διαφορές τιμής ανάλογα με το λόγο για τον οποίο τιμάται κανείς. Έτσι, μια τιμή μπορεί να είναι μεγάλη ή όχι μόνο για το πλήθος όσων την αποδίδουν ούτε για τη δική της ποιότητα αλλά και γιατί αφορά κάτι πολύτιμο» (1232b 20-25).

Κι αυτή ακριβώς είναι η διαχωριστική γραμμή που καθιστά αποδεκτή μια τιμή (ή ένα αξίωμα) για το μεγαλόψυχο. Η τιμή που αναζητά ο μεγαλόψυχος δε σχετίζεται με το πλήθος που θα την αποδώσει αλλά με την ποιότητα της πράξης που θα την επιφέρει, δηλαδή με την αρετή που θα υπηρετηθεί.

Εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο μεγαλόψυχο και το ματαιόδοξο, αφού ο ματαιόδοξος ενδιαφέρεται πρωτίστως για την προβολή του εαυτού του, ενώ ο μεγαλόψυχος όχι: «Στην πραγματικότητα, όμως, και τα αξιώματα και τα υπόλοιπα αγαθά είναι πολυτίμητα και σπουδαία, μόνο όταν είναι όντως μεγάλα· άρα και αρετή που δεν είναι μεγάλη, δε νοείται» (1232b 26-28).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΣΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ ΑΣΤΡΑΤΕΙΑΣ (Β΄)

ΛΥΣ 15.1–12

Επίθεση στους υπερασπιστές του κατηγορούμενου – Ανάγκη για δίκαιη απόφαση των δικαστών

Ο κατήγορος του Αλκιβιάδη επανέρχεται στην τριτολογία αυτή και τον κατηγορεί ότι αποφεύγοντας να καταταγεί ως οπλίτης διέπραξε το αδίκημα της ἀστρατείας.


[1] Ἐγὼ μέν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ ὑμᾶς αἰτοῦμαι τὰ
δίκαια ψηφίσασθαι, καὶ τῶν στρατηγῶν δέομαι, ἐπεὶ καὶ
ἐν τῇ ἄλλῃ ἀρχῇ πολλοῦ ἄξιοι τῇ πόλει γεγόνασι, καὶ
τῶν τῆς ἀστρατείας γραφῶν κοινοὺς εἶναι τῷ τε διώκον-
τι καὶ τῷ φεύγοντι, καὶ μὴ βοηθοῦντας ᾧ ἂν βούλωνται
πᾶσαν προθυμίαν ἔχειν παρὰ τὸ δίκαιον ὑμᾶς ψηφίσασθαι,
[2] ἐνθυμουμένους ὅτι σφόδρ’ ἂν ἠγανακτεῖτε, εἰ <ἐν> τῇ
ὑμετέρᾳ δοκιμασίᾳ οἱ θεσμοθέται ἀναβάντες ὑμῶν ἐδέοντο
καταψηφίσασθαι, ἡγούμενοι δεινὸν εἶναι εἰ οἱ τιθέντες
τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ψῆφον διδόντες παρακελεύσονται τῶν
μὲν μὴ <καταψηφίζεσθαι τῶν δὲ> καταψηφίζεσθαι.
[3] τί δ’ ἂν αἴσχιον ἔθος ἢ δεινότερον πρᾶγμα τούτου <ἐν>
τῇ πόλει γένοιτο, εἰ τολμήσει ὁ μὲν ἄρχων ἐν ταῖς τῶν
ἐπικλήρων δίκαις ἀντιβολεῖν καὶ ἱκετεύειν τοὺς δικαστὰς
ὅ τι ἂν βούληται πραχθῆναι, ὁ δὲ πολέμαρχος καὶ οἱ ἕνδεκα
δεήσονται ἐν ταῖς δίκαις ταῖς ὑφ’ ἑαυτῶν εἰσαγομέναις,
ὥσπερ καὶ νῦν; [4] χρὴ τοίνυν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν τὴν αὐτὴν
γνώμην ἔχειν, ἐνθυμουμένους ὅτι οὐδὲν διοίσει ὑμᾶς ἰδίᾳ
περὶ τῆς ἀστρατείας βοηθεῖν, ἢ τούτων τινὰς δεῖσθαι αὐτοὺς
τὴν ψῆφον διδόντας. [5] σκέψασθε δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐὰν
ἱκανὸν γένηται τεκμήριον ὅτι οὐδείς πω τῶν ἀρχόντων ἐν
τῷ στρατοπέδῳ Ἀλκιβιάδῃ ἦν παρεσκευασμένος. ἐχρῆν
γὰρ αὐτούς, εἴπερ ἀληθῆ λέγουσιν, ἀνακαλεῖν μὲν Πάμ-
φιλον, ὅτι ἀφαιρῶν τὸν ἵππον ἱππέως ἀπεστέρει τὴν πόλιν,
ἐπιβάλλειν δὲ τῷ φυλάρχῳ, ὅτι ἐξελαύνων Ἀλκιβιάδην
ἐκ τῆς φυλῆς ἄκυρον ἐποίει τὴν τούτων τάξιν, κελεύειν
δὲ τὸν ταξίαρχον ἐξαλείφειν αὐτὸν ἐκ τοῦ τῶν ὁπλιτῶν
καταλόγου. [6] νῦν δὲ τούτων οὐδὲν ἐποίησαν, ἀλλ’ ἐν μὲν
τῷ στρατοπέδῳ περιεώρων αὐτὸν ὑπὸ πάντων προπηλα-
κιζόμενον κἀν τοῖς ἱπποτοξόταις ἱππεύοντα, ἐπειδὴ δὲ
ὑμᾶς δεῖ παρὰ τῶν ἀδικούντων δίκην λαμβάνειν, χαριζό-
μενοι μαρτυροῦσιν ὑφ’ ἑαυτῶν αὐτὸν τετάχθαι. καίτοι δει-
νόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, αὐτοὺς μὲν τοὺς στρατηγοὺς ὑπὸ
τοῦ δήμου χειροτονηθέντας μὴ ἂν τολμῆσαι πρότερον ἡμῶν
ἡγήσασθαι, ἕως [ἂν] ἐδοκιμάσθησαν κατὰ τοὺς νόμους, Ἀλκι-
βιάδην δὲ τολμᾶν παρὰ τοὺς τῆς πόλεως νόμους ὑπ’ αὐτῶν
ταχθῆναι. [7] δεινὸν δέ μοι δοκεῖ εἶναι, ὦ ἄνδρες δικασταί,
εἰ τῶν μὲν δεδοκιμασμένων ἱππέων οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν
ὅντινα βούλονται αὐτοὶ εἰς τοὺς ὁπλίτας καταλέξαι, τῶν
δὲ ὁπλιτῶν ἀδοκιμάστων ὄντων ἐπὶ τούτοις ἔσται ὅντιν’
ἂν βούλωνται ἱππεύειν. [8] εἰ μὲν τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταί,
ὄντες κύριοι πολλῶν βουλομένων μηδένα τῶν ἄλλων ἱπ-
πεύειν εἴασαν, οὐκ ἂν δικαίως χαρίζοισθε αὐτοῖς· εἰ δ’ ἄκυ-
ροι ὄντες ὁμολογήσουσι τάξαι, ἐνθυμεῖσθαι χρὴ ὅτι ὀμω-
μόκατε τὰ δίκαια γνώσεσθαι, ἀλλ’ οὐχ ὅ τι ἂν οὗτοι κε-
λεύωσι ψηφιεῖσθαι, ὥστε οὐδένα χρὴ τῶν δεομένων περὶ
πλείονος ὑμῶν αὐτῶν καὶ τῶν ὅρκων ποιεῖσθαι. [9] καὶ μὲν
δή, ὦ ἄνδρες δικασταί, εἴ τῳ δοκεῖ μεγάλη ἡ ζημία εἶναι
καὶ λίαν ἰσχυρὸς ὁ νόμος, μεμνῆσθαι χρὴ ὅτι οὐ νομοθε-
τήσοντες περὶ αὐτῶν ἥκετε, ἀλλὰ κατὰ τοὺς κειμένους νό-
μους ψηφιούμενοι, οὐδὲ τοὺς ἀδικοῦντας ἐλεήσοντες, ἀλλὰ
πολὺ μᾶλλον αὐτοῖς ὀργιούμενοι καὶ ὅλῃ τῇ πόλει βοηθή-
σοντες, εὖ εἰδότες ὅτι ὑπὲρ τῶν παρεληλυθότων ὀλίγους
τιμωρησάμενοι πολλοὺς ποιήσετε κοσμιωτέρους ἐν τοῖς
μέλλουσι κινδυνεύειν. [10] χρὴ δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὥσπερ
οὗτος ἀμελήσας τῆς πόλεως τὴν αὑτοῦ σωτηρίαν ἐσκέ-
ψατο, οὕτως ὑμᾶς ἀμελήσαντας τούτου τῇ πόλει τὰ βέλ-
τιστα ψηφίσασθαι, ἄλλως τε καὶ ὅρκους ὀμωμοκότας καὶ
περὶ Ἀλκιβιάδου μέλλοντας ψηφίσασθαι, ὃς ἐὰν ὑμᾶς
ἐξαπατήσῃ, καταγελῶν τῆς πόλεως ἄπεισιν· οὐ γὰρ δὴ
χάριν γε ὑμῖν ἀποδώσει τῇ ψήφῳ κρύβδην εὖ παθών,
ὃς τῶν φίλων τοὺς φανερῶς αὐτὸν εὖ ποιήσαντας κα-
κῶς ποιεῖ. [11] ὑμεῖς οὖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, τὰς τούτων δεή-
σεις περὶ ἐλάττονος <τῶν νόμων> ποιησάμενοι τὰ δίκαια
ψηφίσασθε. ἀποδέδεικται δὲ καταλεγεὶς εἰς τοὺς ὁπλί-
τας καὶ λιπὼν τὴν τάξιν καὶ τῶν νόμων κωλυόντων
ἀδοκίμαστος ἱππεύσας, καὶ περὶ ὧν οἱ νόμοι διαρρήδην
οὔτε στρατηγὸν οὔτε ἵππαρχον οὔτε ἄλλον οὐδένα κυ-
ριώτερον ἐκείνων ἀποδεικνύουσι, περὶ τούτων ἰδιώτης ὢν
τὴν ἐξουσίαν αὑτῷ δεδωκώς. [12] ἐγὼ μὲν οὖν καὶ φίλῳ
ὄντι Ἀρχεστρατίδῃ βοηθῶν, καὶ Ἀλκιβιάδην ἐχθρὸν ὄντα
ἐμαυτοῦ τιμωρούμενος, δέομαι τὰ δίκαια ψηφίσασθαι·
ὑμᾶς δὲ χρὴ τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχοντας τὴν ψῆφον φέ-
ρειν, ἥνπερ ὅτε ᾤεσθε πρὸς τοὺς πολεμίους διακινδυ-
νεύσειν.

***
Εγώ μεν, κύριοι δικασταί, και σας παρακαλώ τα δίκαια να ψηφίσετε, και τους στρατηγούς ικετεύω, αφού και εις πάσαν άλλην εξουσίαν, την οποίαν διεχειρίσθησαν, εφάνησαν πολλού λόγου άξιοι εις την πόλιν, να είναι αμερόληπτοι και εις τας περί αποφυγής της στρατιωτικής υπηρεσίας μηνύσεις και διά τον μηνυτήν και διά τον μηνυόμενον, και να μη δεικνύουν πάσαν προθυμίαν να ψηφίσετε σεις παρά το δίκαιον με το να βοηθούν οιονδήποτε, διότι σεις οι στρατηγοί θα εστενοχωρείσθε υπερβολικά, εάν οι θεσμοθέται, κατά την εποχήν που εγίνετο η νόμιμος έρευνα, εάν είχετε τα απαιτούμενα προσόντα, αναβάντες εις το βήμα παρεκάλουν τους δικαστάς να σας καταψηφίσουν, διότι θα ενομίζατε ότι είναι φοβερόν, εάν οι πρόεδροι των δικαστηρίων και επιβλέποντες την ψηφοφορίαν θα παρακαλούσαν άλλους μεν να αθωώνετε, άλλους δε να καταδικάζετε. Ποία δε ασχημοτέρα συνήθεια ή ποίον φοβερώτερον πράγμα από τούτο ημπορεί να συμβή εις την πόλιν, εάν δηλαδή θα τολμήση ο επώνυμος άρχων εις τας δίκας των κληρονόμων περιουσίας να παρακαλή και να ικετεύη τους δικαστάς να πράξουν ό,τι αυτός θέλει, εάν δε ο πολέμαρχος και οι θεσμοθέται αναβάντες εις το βήμα εις τας υπ' αυτών προεδρευομένας δίκας θα παρακαλέσουν τους δικαστάς να πράξουν ό,τι αυτοί επιθυμούν; Πρέπει λοιπόν ομοίως και διά τον εαυτόν σας να σκέπτεσθε, έχοντες υπ' όψιν σας ότι ουδεμίαν θα έχη διαφοράν σεις μεροληπτικώς, καθώς τώρα, να βοηθήτε τους παραβάτας των περί αποφυγής της στρατιωτικής υπηρεσίας νόμων, από του να παρακαλέσετε μερικούς από τους δικαστάς (να ψηφίσουν ό,τι σεις θέλετε), αφού και σεις (όπως και οι πρόεδροι των άλλων δικαστηρίων) θέτετε το ζήτημα εις ψηφοφορίαν. Σκεφθήτε δε, κύριοι δικασταί, εάν σας φαίνεται ότι είναι αρκετή απόδειξις ότι ουδείς από τους στρατηγούς ήτο ακόμη διατεθειμένος να βοηθή τον Αλκιβιάδην εις το στρατόπεδον. Διότι έπρεπε αυτοί (οι στρατηγοί), εάν λέγουν την αλήθειαν, να διατάξουν τον ίππαρχον Πάμφιλον να καλέση (τον Αλκιβιάδην) και να τον αποκαταστήση εις την θέσιν του, διότι αφαιρέσας τον ίππον αυτού εστέρει ενός ιππέως την πόλιν, να επιβάλλουν πρόστιμον δε εις τον φύλαρχον, διότι εκδιώκων τον Αλκιβιάδην από τους ιππείς της φυλής του ηκύρωνε την διαταγήν αυτών, να διατάξουν δε τον αρχηγόν των οπλιτών της φυλής του Αλκιβιάδου να τον σβύση από τον κατάλογον των οπλιτών. Τότε όμως ουδέν εκ τούτων οι στρατηγοί έπραξαν, αλλά εις μεν το στρατόπεδον άφηναν αυτόν να εξευτελίζεται υπό πάντων, και να υπηρετή ως ιππεύς εις το σώμα των ιπποτοξοτών, όταν δε πρέπει σεις να τιμωρήτε τους αδικούντας, τότε χαριζόμενοι εις αυτόν βεβαιώνουν ότι αυτοί τον έταξαν. Και βέβαια είναι φοβερόν, κύριοι δικασταί, αυτοί οι στρατηγοί εκλεγέντες υπό του λαού να μη τολμούν να άρχουν ημών, προτού υποστούν την νόμιμον δοκιμασίαν ενώπιον των αρμοδίων αρχόντων, να τολμούν δε να μαρτυρούν ότι ο Αλκιβιάδης παρά τους νόμους ετάχθη υπ' αυτών (εις τους ιπποτοξότας). Μου φαίνεται δε, κύριοι δικασταί, ότι είναι φοβερόν, εάν από τους δεδοκιμασμένους μεν ιππείς δεν έχουν την εξουσίαν (οι στρατηγοί) να κατατάξουν εις τους οπλίτας όποιον θέλουν, από τους αδοκιμάστους δε οπλίτας θα έχουν την εξουσίαν να διατάσσουν να υπηρετή εις το ιππικόν, όποιον αυτοί θέλουν. Εάν μεν λοιπόν, κύριοι δικασταί, έχοντες εξουσίαν (οι στρατηγοί να κατατάσσουν εις όποιον σώμα θέλουν) δεν επέτρεψαν να υπηρετήση εις το ιππικόν ουδείς από τους πολλούς άλλους τους επιθυμούντας να υπηρετήσουν, δεν ήτο δίκαιον να χαρίζωνται εις αυτόν· εάν δε, ενώ δεν είχον δικαίωμα να το πράξουν, ομολογούν ότι τον κατέταξαν εις το ιππικόν, πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας ότι έχετε ορκισθή να ψηφίσετε σύμφωνα με το δίκαιον, και δεν θα ψηφίσετε, ό,τι ούτοι (οι στρατηγοί) σας διατάσσουν να ψηφίσετε, ώστε κανένα από τους παρακαλούντας υμάς δεν πρέπει να θεωρήσετε ανώτερον των όρκων, που εδώσατε, και της ευσυνειδησίας σας. Και βέβαια, κύριοι δικασταί, εάν κανείς φρονεί ότι η τιμωρία είναι μεγάλη, και ο νόμος λίαν αυστηρός, πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας, ότι δεν ήλθετε εδώ διά να νομοθετήσετε περί τούτων των πραγμάτων, αλλά διά να εφαρμόσετε τους κειμένους νόμους, ουδέ διά να ευσπλαγχνισθήτε τους αδικούντας, αλλά τουναντίον οργιζόμενοι εναντίον αυτών να βοηθήσετε ολόκληρον την πόλιν, με την πεποίθησιν ότι τιμωρούντες ολίγους διά τα εις το παρελθόν εγκλήματά τους θα κάμετε πολλούς εις το μέλλον κοσμιωτέρους και προθυμοτέρους να κινδυνεύουν. Πρέπει δε, κύριοι δικασταί, καθώς ούτος αδιαφορήσας διά την πόλιν εσκέφθη μόνον διά την σωτηρίαν του, τοιουτοτρόπως και σεις αδιαφορήσαντες διά τούτον να ψηφίσετε εκείνο, που απαιτεί το συμφέρον της πόλεως, και μάλιστα αφού και όρκον έχετε δώσει, και περί του Αλκιβιάδου πρόκειται να ψηφίσετε, ο οποίος, εάν σας εξαπατήση και τον αθωώσετε, θα απέλθη του δικαστηρίου χλευάζων υμάς· διότι ουδεμίαν ασφαλώς χάριν θα σας γνωρίζη διά την κρυφίως διδομένην ψήφον σας, εάν ευεργετηθή υφ' υμών εκείνος, ο οποίος βλάπτει τους φανερώς ευεργετήσαντες αυτόν φίλους του. Σεις λοιπόν, κύριοι δικασταί, μη λαμβάνοντες υπ' όψιν τας παρακλήσεις τούτων, να ψηφίσετε το δίκαιον. Έχει αποδειχθή δε ότι καταταγείς εις τους οπλίτας εγκατέλιπε την τάξιν, και ότι υπηρέτησεν εις το ιππικόν άνευ της νομίμου δοκιμασίας παρά την απαγόρευσιν του νόμου, και ότι, στα όσα οι νόμοι ωρισμένως ούτε στρατηγόν ούτε ίππαρχον, ούτε ουδένα άλλον ανώτερόν τους παραδέχονται, αυτός απλώς ων οπλίτης ιδιοποιήθη την περί τούτων εξουσίαν. Εγώ μεν λοιπόν βοηθών τον φίλον μου Αρχεστρατίδην και εκδικούμενος τον εχθρόν μου Αλκιβιάδην σας παρακαλώ να ψηφίσετε το δίκαιον. Πρέπει δε να ψηφίσετε έχοντες την ιδίαν γνώμην, την οποίαν είχετε, ότε ενομίζετε ότι διετρέχετε κίνδυνον πολεμούντες εναντίον των εχθρών.