Συνεχίζοντας το τρίτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης προχωρά στη διερεύνηση της πραότητας: «Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσεγγίσουμε και το θέμα της πραότητας και της σκληρότητας. Βλέπουμε πως ο πράος έχει να κάνει με τη λύπη που προκαλεί ο θυμός» (1231b 7-9).
Ο θυμός, ως συναίσθημα αλληλένδετο με την ανθρώπινη φύση, έχει διαβαθμίσεις –όπως όλα τα συναισθήματα– και παράγοντες που το καθορίζουν. Ο ενάρετος άνθρωπος οφείλει να το διαχειριστεί με γνώμονα τη μεσότητα, αφού η υπερβολή και η έλλειψη θα οδηγήσουν σε στρεβλώσεις υπονομεύοντας την ορθότητα της συμπεριφοράς: «Διότι, όσον αφορά τη λύπη που αποκαλούμε θυμό, αντιτίθεται κατά την εκδήλωσή του η ταχύτητα στη βραδύτητα, η σφοδρότητα στην ηπιότητα, και η μεγάλη διάρκεια στη μικρή. Και στην περίπτωση του θυμού συναντάται υπερβολή και έλλειψη (σκληρός είναι αυτός που βιώνει το πάθος του θυμού πιο γρήγορα και πιο σφοδρά και για μεγαλύτερη διάρκεια, και τη στιγμή που δεν πρέπει και ενάντια σε αυτούς που δεν πρέπει και για το παραμικρό, ενώ ο δουλικός το αντίθετο). Οπότε διαπιστώνουμε ότι συναντάται και εκείνος που βρίσκεται στο μέσον της αντίθεσης αυτής» (1231b 17-26).
Από τη στιγμή που ο πράος είναι ο άνθρωπος που εκπληρώνει την αρετή σε σχέση με το θυμό ακολουθώντας το δρόμο της μεσότητας γίνεται αντιληπτό ότι η υπερβολή εκπροσωπείται από τον οργίλο-σκληρό και η έλλειψη από τον δουλικό-υποτονικό: «Και αφού οι δύο προηγούμενες έξεις είναι κακίες, η αρετή προφανώς βρίσκεται στο μέσον τους· δεν προτρέχει και δεν καθυστερεί ούτε οργίζεται με αυτά που δεν πρέπει ούτε παραλείπει να οργιστεί όταν πρέπει» (1231b 26-29).
Ο δουλικός αντιτίθεται στην αρετή από τη μεριά της έλλειψης, αφού είναι αδύνατο να διεκδικήσει αυτά που του αξίζουν επιτρέποντας στους άλλους να τον μεταχειρίζονται προσβλητικά και να τον καθιστούνε θύμα χωρίς να ορθώνει το ανάστημά του. Ο άνθρωπος αυτός χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλης «ανδραποδώδης» και «ανόητος» (1231b 13), επίθετα που ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος αποδίδει με τους όρους «δουλικός» και «αναίσθητος»: «Αυτά κατεξοχήν είναι τα επίθετα με τα οποία χαρακτηρίζονται όσοι δε θυμώνουν ούτε όταν πρέπει, αλλά δέχονται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και βγαίνουν ταπεινωμένοι όταν δέχονται περιφρόνηση» (1231b 14-17).
Το συμπέρασμα είναι πλέον προφανές: «Συμπεραίνουμε ότι η άριστη έξη ως προς αυτά τα πάθη είναι η πραότητα, και ότι θα είναι κι αυτή μια μεσότητα, και ότι ο πράος είναι στο μέσον του σκληρού και του δουλικού» (1231b 29-32).
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με τη μεγαλοψυχία που (ασφαλώς) θα τεθεί ως μεσότητα: «Επίσης μεσότητες είναι η μεγαλοψυχία, η μεγαλοπρέπεια και η ανεξαρτησία» (1231b 33-34). Για να δοθούν αμέσως εξηγήσεις: «Συγκεκριμένα πρόκειται για ανεξαρτησία εν σχέσει με την απόκτηση και τη δαπάνη χρημάτων» (1231b 35-36).
Για τον Αριστοτέλη η επιθυμία και η διαχείριση του χρήματος αποτελεί πεδίο της αρετής, αφού η σχέση με το χρήμα επηρεάζει ξεκάθαρα την ανθρώπινη συμπεριφορά και είναι σε θέση να επιφέρει ακόμη και ακραίες καταστάσεις οδηγώντας το άτομο στη δυστυχία κι επιβαρύνοντας το σύνολο της πόλης. Σε μια τέτοια διερεύνηση αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή είναι το πλαίσιο των εννοιών προς πλήρη αποσαφήνιση όσων θα ειπωθούν.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Αυτός, λοιπόν, που με οποιαδήποτε απόκτηση χρημάτων χαίρεται περισσότερο από όσο πρέπει, και με οποιαδήποτε δαπάνη λυπάται περισσότερο από όσο πρέπει, είναι εξαρτημένος από το χρήμα· ενώ αυτός που χαίρεται και λυπάται λιγότερο από όσο πρέπει, είναι άσωτος· αυτός όμως που χαίρεται και λυπάται όπως πρέπει, είναι ανεξάρτητος» (1231b 36-39).
Με άλλα λόγια, η χρήση του χρήματος θα καθορίσει την ποιότητα του ανθρώπου, η οποία για μια ακόμη φορά θα εξασφαλιστεί από την τήρηση της μεσότητας. Αυτός που ενδιαφέρεται να συλλέξει το χρήμα και χαίρεται υπερβολικά όταν το εισπράττει, ενώ λυπάται υπερβολικά όταν το ξοδεύει είναι εξαρτημένος από αυτό, αφού ζει στη στρέβλωση της χρηματικής εξάρτησης σαν να πρόκειται για κάτι που έχει αξία καθαυτό.
Πρόκειται για τον άνθρωπο που ανάγει το χρήμα σε σκοπό της ζωής, γι’ αυτό και θεοποιεί τη συσσώρευσή του. Η μετατροπή του χρήματος από μέσο για να ζήσει κανείς καλύτερα σε αυτοσκοπό αποτελεί κατάφωρη διαστρέβλωση, καθώς μετατρέπει το εργαλείο σε τελικό σκοπό. Το χρήμα έχει αξία μόνο όταν χρησιμοποιείται ομορφαίνοντας τη ζωή. Η απλή του συσσώρευση το αχρηστεύει.
Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για το χρήμα που πρέπει να υπάρχει αποταμιευμένο ως ασφάλεια για κάποια δύσκολη στιγμή, αλλά για την αρρωστημένη εκδοχή της δυστυχίας κάθε στιγμή που προκύπτουν έξοδα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να νιώσει ευτυχής, αφού είναι πρόθυμος να αρνηθεί όλες τις ανθρώπινες χαρές στο βωμό ενός πάθους.
Η σχέση του με τους άλλους ανθρώπους γίνεται δύσκολη, αφού ακόμη και η συναναστροφή αποδεικνύεται πολυέξοδη. Όσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός της εξάρτησης από το χρήμα, δηλαδή όσο περισσότερο βρίσκεται κανείς στη μεριά της υπερβολής, τόσο μεγαλύτερη και η αποξένωση. Σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει τίποτε πιο ανέξοδο από την απομόνωση μέσα στο σπίτι.
Από την άλλη, ο άσωτος είναι αυτός που δεν αισθάνεται καμία λύπη όταν ξοδεύει το χρήμα κινούμενος στη μεριά της έλλειψης. Αυτού του είδους η αδυναμία στη διαχείριση του χρήματος, εν τέλει, θα επιφέρει δυσάρεστα αποτελέσματα, αφού ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να έχει χρήματα, όταν θα του χρειαστούν για κάποια επείγουσα ανάγκη.
Ο άσωτος εισπράττει χαρά ξοδεύοντας, γεγονός που τον κάνει, επίσης, να κυνηγά το χρήμα προκειμένου, όμως, να εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς. Ενώ ο εξαρτημένος κυνηγά το χρήμα για να το μαζέψει, ο άσωτος το κυνηγά με την ίδια ένταση για να εξαγοράσει αμέσως ανάξιες ηδονές. Από αυτή την άποψη, και ο άσωτος υποδουλώνεται στο χρήμα.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι πρέπει να διαχειρίζεται κανείς το χρήμα «όπως πρέπει»: «Κι όταν λέω “όπως πρέπει” εννοώ, τόσο εν σχέσει με το χρήμα όσο και στις άλλες πριπτώσεις, το “όπως ορίζει ο ορθός λόγος”» (1231b 39-41).
Η λογική αποτελεί το μοναδικό κριτήριο που θα επιδείξει τη μεσότητα με τον τρόπο που ορίζει η αρετή. Κι αυτός είναι ο λόγος που η φρόνηση, ως διανοητική κι όχι ηθική αρετή, τίθεται ως θεμέλιο για την κατανόηση και την κατάκτηση της ηθικής αρετής. Ο άφρων είναι αδύνατο να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που ορίζει η μεσότητα σε όλα τα επίπεδα (διαχείριση θυμού, φόβου κλπ.) πολύ περισσότερο στον τρόπο που θα αξιοποιήσει τα λεφτά του. Από αυτή την άποψη, ο άφρων δεν έχει μεγάλες πιθανότητες να ευτυχήσει.
Η μεσότητα τίθεται ως μοναδική διέξοδος για τη δέουσα (σε κάθε περίπτωση) συμπεριφορά που θα προκύψει από την αρμονία της ψυχής. Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι φανερό ότι η ευτυχία προέρχεται από την ψυχική ισορροπία που θα επιφέρει τις πράξεις που αρμόζουν. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει κανείς το χρήμα δεν αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα.
Ο Αριστοτέλης θα κάνει τον τελικό διαχωρισμό των εννοιών: «Με δεδομένα αφενός ότι ο εξαρτημένος από το χρήμα και ο άσωτος βρίσκονται στην υπερβολή και την έλλειψη, αφετέρου ότι όπου υπάρχουν άκρα υπάρχει και μέσον, που είναι το άριστο άρα και το μοναδικό σε κάθε περίπτωση, προκύπτει υποχρεωτικά το συμπέρασμα ότι η ανεξαρτησία στο θέμα της απόκτησης και δαπάνης χρημάτων είναι μεσότητα μεταξύ ασωτίας και εξάρτησης» (1231b 41-46).
Φυσικά, οι αποκλείσεις στα άκρα της υπερβολής και της έλλειψης είναι διαβαθμισμένες: «Υπάρχουν ποσοτικές διαβαθμίσεις του εξαρτημένου από το χρήμα και του ασώτου και αντίστοιχη κλιμάκωση στα είδη των ανθρώπων. Έτσι, στην περίπτωση του εξαρτημένου μιλάμε για τον σφιχτό, το σπαγκοραμμένο, τον αισχροκερδή. Σφιχτό λέμε τον ένα, διότι δεν αφήνει τίποτε να του φύγει· αισχροκερδή τον άλλο, διότι τα αρπάζει από οπουδήποτε· και τον σπαγκοραμμένο, επειδή αφοσιώνεται και σε πράγματα αξίας μηδαμινής» (1232a 12-17).
Δε λείπουν, όμως, και ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις: «Υπάρχει και ο απατεώνας και ο κλέφτης· αυτοί είναι τόσο εξαρτημένοι από το χρήμα, που φτάνουν στην παρανομία» (1232a 18-19). Το γεγονός ότι και ο άσωτος ενδέχεται να καταφύγει στην παρανομία προς εξασφάλιση χρημάτων, τα οποία θα ξοδέψει ασύστολα, καταδεικνύει ότι οι περιπτώσεις του εξαρτημένου και του ασώτου, αν και έχουν άκρως αντίθετες αφετηρίες, ουσιαστικά συγγενεύουν ως διαστρεβλωμένες αντιλήψεις για το χρήμα που οδηγούν στη θεοποίησή του.
Από την άλλη, οι διαβαθμίσεις της ασωτίας έχουν ως εξής: «Στην περίπτωση, αντίστοιχα, του ασώτου συναντώνται ο καταβροχθιστής, αυτός που καταναλώνει τα πάντα χωρίς ενδοιασμό, και εκείνος που ξοδεύει αλόγιστα, γιατί δεν αντέχει τη στεναχώρια που συνεπάγονται οι λογαριασμοί» (1232a 19-21).
Το δεδομένο ότι στο πρωτότυπο ο Αριστοτέλης ονομάζει τον υπέρτατα σπάταλο «αλόγιστο» (ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος αποδίδει την έννοια περιφραστικά «ξοδεύει αλόγιστα») καθιστά σαφές ότι η αριστοτελική φράση «μη υπομένειν την από λογισμού λύπην» (που ο Μπετσάκος αποδίδει «δεν αντέχει τη στεναχώρια που συνεπάγονται οι λογαρισμοί») δεν αφορά λογαριασμούς με την τρέχουσα έννοια της οφειλής, αλλά τους υπολογισμούς, τις σκέψεις που πρέπει να κάνει κανείς προκειμένου να προχωρήσει ή όχι σε μια δαπάνη..
Από την άλλη, η έννοια του μεγαλόψυχου δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που διατίθεται κανείς να χειριστεί το χρήμα. Ο μεγαλόψυχος είναι έννοια βαθύτερη και πιο συνολική εμπεριέχοντας σχεδόν όλα τα πεδία της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «… όταν λέμε μεγαλόψυχος, το εννοούμε όπως προκύπτει από το όνομά του: έχει μεγάλο μέγεθος η ψυχή του, και μεγάλη δύναμη. Έτσι, φαίνεται να μοιάζει με το σεβάσμιο και τον μεγαλοπρεπή, καθώς έχει γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μάλιστα όλες τις αρετές» (1232a 33-37).
Στην ουσία ο μεγαλόψυχος είναι ο άνθρωπος που ξέρει να ακολουθεί τη μεσότητα σε όλες τις προκλήσεις της ζωής, που κατέχει δηλαδή όλες τις αρετές, έχοντας την ορθή κρίση να διαχωρίζει τα σπουδαία από τα λιγότερο σημαντικά: «Το να κρίνει ορθά κανείς ποια είναι τα μεγάλα αγαθά και ποια τα μικρά, όλοι το επαινούν. Και θεωρούνται μεγάλα αυτά που επιζητά ειδικά ο άριστος στην κρίση ποια είναι ευχάριστα. Και άριστος σ’ αυτή την κρίση είναι ο μεγαλόψυχος. Καθώς η κάθε αρετή κρίνει σε κάθε περίπτωση ορθά ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον, αυτά δηλαδή που θα επέβαλλε ο άνθρωπος της φρόνησης και η αρετή, είτε όλες οι επιμέρους αρετές έρχονται ως επακόλουθο της μεγαλοψυχίας, είτε αυτή αποτελεί το επακόλουθό τους» (1232a 38-45).
Ο μεγαλόψυχος είναι ο εκπρόσωπος της φρόνησης που κατέχει όλες τις ηθικές αρετές. Ο προβληματισμός για το αν όλες οι αρετές επέρχονται από τη μεγαλοψυχία ή αν η μεγαλοψυχία επισφραγίζει την κατοχή των άλλων αρετών καταδεικνύει ότι σε κάθε περίπτωση η μεγαλοψυχία ταυτίζεται με το σύνολο των ηθικών αρετών που οπωσδήποτε κατέχει κανείς. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον ακριβή ορισμό της, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρανόηση που θα λειτουργήσει διαστρεβλωτικά και στην αντίληψη των άλλων αρετών.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «συμβαίνει και με τη μεγαλοψυχία ό,τι και με άλλες αρετές: μας διαφεύγουν τα γνωρίσματά της, όσο πλησιάζουν και γειτνιάζουν και συγχέονται με γνωρίσματα άλλων αρετών. Γι’ αυτό και χαρακτήρες αντίθετοι μεταξύ τους συμβαίνει να ισχυρίζονται πως είναι όμοιοι, π.χ. ο άσωτος με τον ανεξάρτητο, και ο ηγεμονικός με τον σεβάσμιο, και ο θρασύς με τον ανδρείο. Έχουν να κάνουν με τα ίδια και γειτνιάζουν μέχρις ένα σημείο· ο ανδρείος, π.χ., δείχνει αντοχή στους κινδύνους σαν το θρασύ, μόνο που για τον καθένα τους αλλάζει ο τρόπος, πράγμα βέβαια που κάνει τη διαφορά» (1232a 24-32).
Η σύγχυση των εννοιών κρίνεται ιδιαιτέρως επικίνδυνη, αφού, εν τέλει, θα μετατραπεί σε διαστρέβλωση της ορθής συμπεριφοράς. Η κοινωνία που δεν καθορίζει με αυστηρότητα τις δικλείδες των εννοιών θα φέρει στο προσκήνιο το θρασύ που παριστάνει τον ανδρείο διαμορφώνοντας και τα αντίστοιχα πρότυπα.
Στην ουσία, μια τέτοια εκδοχή συνεπάγεται την κατάλυση της αρετής που θα επιτευχθεί με την ακύρωση του ορθού λόγου. Η πόλη που έχει ως πρότυπο ανεξαρτησίας (σε σχέση με το χρήμα) τον άσωτο που θέλει να επιδειχτεί έχει χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου. Μια τέτοια πόλη δεν μπορεί να ελπίζει σε λαμπρό μέλλον.
Το χαρακτηριστικό που καθιστά κάποιον μεγαλόψυχο είναι ότι ξέρει να καταφρονεί: «Επιπλέον γνώρισμα του μεγαλόψυχου θεωρείται η καταφρόνηση· όλες, εξάλλου, οι αρετές κάνουν τους φορείς τους να καταφρονούν πράγματα μεγάλα μεν, ασύμβατα όμως με τη λογική. Η ανδρεία, π.χ., φέρνει την καταφρόνηση μεγάλων κινδύνων (ο ανδρείος δε θεωρεί μεγάλο κανένα από όσα φέρνουν αισχύνη, και το αντίπαλο πλήθος όχι και τόσο φοβερό). Η σωφροσύνη φέρνει την καταφρόνηση μεγάλων και πολλών ηδονών. Το ίδιο με τα χρήματα και η ανεξαρτησία» (1232a 45-47 και 1232b 1-4).
Και βέβαια, η καταφρόνηση αυτή γεννιέται από την επιθυμία της άριστης πράξης: «Το γνώρισμα της καταφρόνησης αποδίδεται στο μεγαλόψυχο, για το λόγο ότι νοιάζεται πραγματικά για λίγα και αυτά μεγάλα, και αδιαφορεί για το τι κάνουν οι άλλοι· τον μεγαλόψυχο πιο πολύ τον ενδιαφέρει τι πιστεύει ένας άνδρας εξαίρετος παρά οι πολλοί τυχόντες» (1232b 5-9).
Ωστόσο, η διαρκής αναζήτηση του άριστου που λειτουργεί επιλεκτικά καταφρονώντας πράγματα που ενδεχομένως είναι αρεστά στους πολλούς δεν πρέπει να εκληφθεί ως μορφή ελιτισμού ή υπεροψίας (πολύ περισσότερο αλαζονείας) σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Μια τέτοια συμπεριφορά εντάσσεται ξεκάθαρα στην υπερβολή και αντίκειται στους κανόνες του μέτρου και της λογικής. Η καταφρόνηση του μεγαλόψυχου δεν αφορά την κατάδειξη της υπεροχής στις καθημερινές σχέσεις (αυτό επιδιώκει ο ματαιόδοξος), αλλά το ανόθευτο της άριστης πράξης ακόμη και σε περιπτώσεις που θα επιφέρουν τη δυσαρέσκεια των πολλών.
Ο μεγαλόψυχος δεν πρόκειται να φερθεί με τρόπο λαϊκιστικό, ενισχύοντας εσφαλμένες επιλογές ή πράξεις προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του πλήθους. Αν τον ενδιέφερε αυτό δε θα ήταν μεγαλόψυχος. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρεται για τον έπαινο με την καθολική έννοια της επικρότησης. Ο μεγαλόψυχος θα συμπεριφερθεί πάντα με τον τρόπο που πρέπει, αφού ενδιαφέρεται μονάχα για τον έπαινο των ανθρώπων που ο ίδιος θεωρεί άριστους.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Η τιμή, λοιπόν, μεγάλη και μικρή, είναι δυο ειδών. Από τη μία η τιμή των πολλών τυχόντων, από την άλλη η τιμή των σπουδαίων. Αλλά και με άλλο κριτήριο υπάρχουν διαφορές τιμής ανάλογα με το λόγο για τον οποίο τιμάται κανείς. Έτσι, μια τιμή μπορεί να είναι μεγάλη ή όχι μόνο για το πλήθος όσων την αποδίδουν ούτε για τη δική της ποιότητα αλλά και γιατί αφορά κάτι πολύτιμο» (1232b 20-25).
Κι αυτή ακριβώς είναι η διαχωριστική γραμμή που καθιστά αποδεκτή μια τιμή (ή ένα αξίωμα) για το μεγαλόψυχο. Η τιμή που αναζητά ο μεγαλόψυχος δε σχετίζεται με το πλήθος που θα την αποδώσει αλλά με την ποιότητα της πράξης που θα την επιφέρει, δηλαδή με την αρετή που θα υπηρετηθεί.
Εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο μεγαλόψυχο και το ματαιόδοξο, αφού ο ματαιόδοξος ενδιαφέρεται πρωτίστως για την προβολή του εαυτού του, ενώ ο μεγαλόψυχος όχι: «Στην πραγματικότητα, όμως, και τα αξιώματα και τα υπόλοιπα αγαθά είναι πολυτίμητα και σπουδαία, μόνο όταν είναι όντως μεγάλα· άρα και αρετή που δεν είναι μεγάλη, δε νοείται» (1232b 26-28).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια