Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

ΙΙ. Το επίθημα - to - (μαζί με το -τέος)

1. Ουσιαστικά σε -τος, -τη, -τον


§ 366. Οι σχηματισμοί με την απόληξη ουσιαστικών -τος, -τη, -τον, που ανάγονται στα ρηματικά επίθετα σε -τος, ποικίλλουν ως προς τον τονισμό και τη ριζική μορφή, αλλά τα παραδείγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις ανήκουν στην προϊστορική περίοδο και έχουν χάσει τις περισσότερες φορές την επαφή με τα ρηματικά επίθετα· έτσι υπάρχει θάνατος αλλά θνητός. Κατά συνέπεια περιπτώσεις όπως ποτόν 'ποτό' (Όμ.) και φυτόν 'φύμα, φυτό' (Όμ.), που συμφωνούν ακόμη με το ρηματικό επίθετο, θα προέρχονται από νεότερη περίοδο.

§ 367. Σε -τος: κοῖτος 'κοίτη, κρεβάτι' (Όμ.) από το κει- 'κείτομαι',

πλοῦτος '(πλησμονή >) πλούτος' (Όμ.) από το πλευ- 'κολυμπώ',

στρατός 'στρατόπεδο, στρατός' (Όμ.) από το στορ- 'απλώνω',

θάνατος (Όμ.) από το θαν- 'πεθαίνω',

ἔμετος 'εμετός' (Ιπποκρ.) από το ἐμεῖν 'ξερνώ',

ὑετός 'βροχή' (Όμ.) από το ὕειν 'βρέχω',

παγετός (κλασ.) από το πηγ- παγ- 'στερεοποιώ, παγώνω',

κωκυτός 'θρήνος' (Όμ.) από το κωκύειν 'θρηνώ'.

Σε -τη:

κοίτη (Όμ.) = κοῖτος,

βροντή (Όμ.) από το βρέμειν 'βουΐζω',

μελέτη 'φροντίδα· άσκηση' (από τον Ησίοδο και εξής) από το μελ- 'νοιάζομαι',

'αρετή' (Όμ.) από τα ἀρέσκειν 'αρέσω', ἄρισ-τος κτλ.

ἀυτή 'κραυγή' (Όμ.) από το ἀῦσαι 'κραυγάζω'.

Σε -τον: δες παραπάνω ποτόν και φυτόν.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.5. Εγκωμιάζοντας την ορθή φιλοσοφία


Ο Λυσίας ως μέτοικος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να μιλήσει στην Εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια. Μπορούσε όμως να μισθώνει τα αντικείμενα της τέχνης του σε όσους αναγκάζονταν ή ήθελαν να αγορεύσουν δημόσια. Γρήγορα απέκτησε ιδιαίτερη φήμη ως συντάκτης δικανικών λόγων. Η επιτυχία του προερχόταν από τη μεγάλη ικανότητά του να μιμείται την ομιλία των απλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να την εξωραΐζει, προσθέτοντας ευφωνία στη σειρά των λέξεων και δομή στη διάρθρωση των επιχειρημάτων. Ήταν επίσης εξαιρετικός στη συναισθηματική κινητοποίηση του ακροατηρίου. Οι λόγοι του θαυμάστηκαν για την επιμελημένη απλότητα με την οποία ηθογραφείται ο ομιλητής, τη σαφήνεια της διήγησης, την κυριολεξία στην έκθεση των συλλογισμών και τη συγκινητική ατμόσφαιρα που μεταδίδουν.

Όταν αργότερα συστηματοποιήθηκε η ρητορική τέχνη, έγινε φανερό ότι η πειστικότητα ενός ρητορικού λόγου κρίνεται τεχνικά σε τρεις τομείς: στην αξιοπιστία ή φερεγγυότητα του ομιλητή (ἦθος), στην ποιότητα των επιχειρημάτων του (πρᾶγμα) και στη συγκίνηση που προκαλούν τα λόγια του στους αποδέκτες (πάθος). Αυτός ήταν ο κατεξοχήν χώρος της ρητορικής ως τέχνης και ονομαζόταν ἔντεχνοι πίστεις. Αλλά ο ομιλητής μπορούσε επίσης να αναγνώσει νόμους ή ιδιωτικά συμβόλαια, να φέρει μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας, να παράσχει τους δούλους του για βασανισμό (προκειμένου να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία τους) ή να καλέσει σε αντιπαράθεση τον αντίδικό του. Επειδή αυτές οι αποτελεσματικές μέθοδοι αφορούσαν την προσκόμιση στοιχείων και δεδομένων ευνοϊκών για την υπόθεση, αλλά δεν ήταν μέρος της τέχνης του ρήτορα ως συντάκτη λόγων, ονομάζονταν ἄτεχνοι πίστεις. Ο Λυσίας υπήρξε ένας από τους πρώτους άριστους χειριστές και των δύο μέσων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άλλοι.

Η αρχαία λογοτεχνική κριτική χώρισε τα ύφη του έντεχνου λόγου σε τρεις γενικές κατηγορίες: το υψηλό, το μέσο και το χαμηλό. Η ταξινόμηση δεν ήταν αξιολογική. Ένας συγγραφέας μπορούσε να είναι καλός ή κακός χρήστης οποιουδήποτε τύπου. Ο Θουκυδίδης θαυμάστηκε για το υψηλό του ύφος. Ο Λυσίας ήταν άριστος χρήστης άλλοτε του χαμηλού και άλλοτε του μέσου ύφους.

Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν συχνά στις πράξεις και στα κατορθώματά τους. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους μπορούσαν να επικαλούνται ανερυθρίαστα την αξία του προσώπου και της οικογένειάς τους και τη μεγάλη προσφορά τους στην πόλη. Σπάνια όμως κατέγραφαν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τις συγκινητικές λεπτομέρειες του βίου τους - εκτός αν βρίσκονταν στο δικαστήριο και ήθελαν να επηρεάσουν τους δικαστές. Τότε μπορούσαν να φέρουν ολόκληρη την οικογένειά τους (γυναίκα και παιδιά), προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο των κριτών. Στις άλλες περιπτώσεις, αν χρειαζόταν να αναφέρουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έκαναν σε τρίτο πρόσωπο δίχως ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Ως προς αυτό ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών ακολουθούσαν το παλαιό παράδειγμα του Ησιόδου.

Ωστόσο, η δύναμη της κατακτημένης γνώσης μπορούσε να σπάσει το φράγμα της φυσικής συστολής. Στην αγωνιώδη προσπάθεια ορθής περιγραφής και ερμηνείας των φαινομένων του κόσμου και της ιστορίας τόσο οι γιατροί και οι φιλόσοφοι όσο και οι ιστορικοί και οι ποιητές εξέφραζαν έντονα την προσωπική τους εκτίμηση για τις κρυμμένες αιτίες και τους αφανείς λόγους, δηλώνοντας σε πρώτο πρόσωπο, ρητά και υπερήφανα, με ποιους από τους προγενεστέρους τους, σε ποια σημεία και γιατί διαφωνούν. Οι εσωτερικές συγκινήσεις και διακυμάνσεις της ψυχής ήταν πολύ ανθρώπινα πράγματα για να βρουν έκφραση στον προφορικά ή γραπτό λόγο που προοριζόταν για την αιωνιότητα. Απέναντι στην ασημαντότητα του ατομικού βίου και των συγκινησιακών μεταπτώσεών του ορθωνόταν το μεγαλείο του έργου που ξεπερνά τη χρονική φθορά.

Το πρώτο γνήσια αυτοβιογραφικό κείμενο που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι η Έβδομη επιστολή του Πλάτωνα. Το κείμενο διαπνέεται από έναν τόσο προσωπικό τόνο, που δεν μοιάζει με κανένα προγενέστερο ή σύγχρονό του έργο. Σε προχωρημένη ηλικία και απαλλαγμένος από το βάρος της δημοσίευσης, ο συγγραφέας έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση της απογοήτευσης που αισθάνθηκε για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας και για την αναξιοκρατία που μάστιζε όλες συλλήβδην τις ελληνικές πόλεις. Μίλησε επίσης για την απόφασή του να αδιαφορήσει για την πρακτική πολιτική και να ασχοληθεί με την ὀρθήν φιλοσοφίαν, δηλαδή την έγκυρη θεωρητική γνώση που προηγείται της πράξης. Γράφει συγκεκριμένα:

Όταν ήμουν νέος, είχα την επιθυμία, όπως και πολλοί άλλοι, να ασχοληθώ με την πολιτική (τὰ κοινὰ τῆς πόλεως). Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω, ευθύς μόλις ενηλικιωθώ και γίνω κύριος του εαυτού μου. Τότε, όμως, συνέβησαν οι ακόλουθες αλλαγές στα πολιτικά πράγματα της πόλης μου.

Επειδή πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι και λοιδορούσαν το πολίτευμα, έγινε πραξικόπημα υπό την αρχηγία 51 ανδρών. Έντεκα πήγαν στην Αθήνα, άλλοι δέκα στον Πειραιά, ως επικεφαλής των οικονομικών και διοικητικών αναγκών της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι τριάντα έγιναν άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Από αυτούς κάποιοι έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί δικοί μου και με παρακίνησαν από την αρχή να συμπορευτώ μαζί τους - όπως και θα μου ταίριαζε. Αν αναλογιστεί κανείς το νεαρό της ηλικίας μου, καθόλου περίεργο δεν ήταν που πίστεψα ότι ίσως λύτρωναν την πόλη από την αδικία και την οδηγούσαν, με σωστή διακυβέρνηση, σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής. Περίμενα, λοιπόν, με αγωνία να δω τι θα κάνουν. Όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο πολίτευμα να λάμπει σαν χρυσός μπροστά τους.

Ύστερα από λίγο χρόνο, η εξουσία των τριάκοντα κατέρρευσε και μαζί τους κατέρρευσε και το πολίτευμα που είχαν εγκαθιδρύσει. Συνέχισε, ωστόσο, να με μαγνητίζει η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κοινά και την πολιτική - αν και με μικρότερη ένταση τώρα. Πολλά στοιχεία θα έκαναν κάποιον να απογοητευτεί σε μια τόσο ταραγμένη εποχή όπου οι αντεκδικήσεις συχνά ξεπερνούσαν τα όρια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πολιτικοί εξόριστοι που ανέτρεψαν το πολίτευμα των τριάκοντα έδειξαν μετριοπάθεια και επιείκεια.

Ενώ είχα ξεκινήσει με όρεξη μεγάλη για την πολιτική και για τη δράση, καθώς παρατηρούσα όλες αυτές τις αλλαγές που έφερναν τα πάνω κάτω, άρχισε να με πιάνει πραγματικός ίλιγγος. Βεβαίως δεν σταμάτησα ούτε στιγμή να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση. Ιδίως το θέμα του πολιτεύματος με απασχολούσε έντονα. Ανέμενα όμως με υπομονή την κατάλληλη στιγμή να δράσω. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλες συνολικά οι πόλεις είχαν άσχημη διακυβέρνηση, γιατί η νομοθεσία τους βρισκόταν σε κατάσταση τόσο άθλια που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία, αν δεν γινόταν υπεράνθρωπη προσπάθεια που να έχει ως βοηθό της και την τύχη. Έτσι, αναγκάστηκα να καταφύγω στον λόγο και να επαινώ την ορθή φιλοσοφία, αφού μέσα από αυτή -θεώρησα- μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα δίκαια πράγματα και στον πολιτικό και στον ιδιωτικό τομέα. Και δεν θα σταματήσουν ποτέ οι συμφορές των ανθρώπινων γενεών -συμπέρανα-, αν δεν αναλάβουν την πολιτική εξουσία όσοι ορθά φιλοσοφούν ή αν οι άρχοντες των πόλεων, από κάποια θεία βουλή οδηγημένοι, δεν συμβεί να φιλοσοφήσουν αληθινά.

Ο Πλάτων γεννήθηκε το 427 στην Αθήνα. Ήταν ο τρίτος γιος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας που είχε σημαντικό παρελθόν δύο αιώνων στα πολιτικά πράγματα της πόλης. Ειδικά από την πλευρά της μητέρας του, το οικογενειακό δέντρο του Πλάτωνα έφτανε μέχρι τον μεταρρυθμιστή νομοθέτη Σόλωνα. Ο σημαντικός αυτός οίκος δεν ήταν διόλου παρηκμασμένος. Ο σοφιστής και θεατρικός συγγραφέας Κριτίας, ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του ολιγαρχικού πραξικοπήματος των Τριάκοντα τυράννων, ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνα. Ο Χαρμίδης, ένα άλλο μέλος της ίδιας ομάδας, υπήρξε αδελφός της. Αυτούς εννοεί ο συγγραφέας της επιστολής πίσω από την αόριστη δήλωση των συγγενών που τον παρακινούσαν να αναλάβει πολιτική δράση.

Σε νεαρή ηλικία ο Πλάτων γνωρίστηκε με τον Σωκράτη. Στα γυμναστήρια, στην αγορά και στα σπίτια των πλούσιων Αθηναίων γνώρισε επίσης τη διδασκαλία όσων ξένων σοφών έρχονταν στην Αθήνα για να διδάξουν. (Η ριζική διαφοροποίηση του Σωκράτη από το κίνημα των υπόλοιπων σοφιστών είναι, σε μεγάλο βαθμό, δικό του επίτευγμα.) Ο Αθηναίος σοφός άσκησε έντονη γοητεία πάνω στον νεαρό Πλάτωνα -όπως και σε πολλούς άλλους νέους της εποχής- όχι μόνο με την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητά του, αλλά και με την απαρασάλευτη ηθική στάση του απέναντι στον θάνατο. Όλοι οι νέοι του σωκρατικού κύκλου επιθυμούσαν γνώση πληρέστερη από αυτή των ποιητών και των ρητόρων, γνώση που να μπορεί όχι μόνο να πείσει τους άλλους αλλά επίσης να εξηγήσει ικανοποιητικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και, αν ήταν δυνατό, να τη βελτιώσει.

Όπως είχε άσπονδους εχθρούς, ο Σωκράτης είχε επίσης πιστούς ακόλουθους και φίλους. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου τους ορισμένοι εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά Μέγαρα. Κάποιοι πήγαν ύστερα στην Κυρήνη, άλλοι στην Ηλεία, άλλοι στην Ερέτρια. Οι περισσότεροι κατέληξαν στα μέρη καταγωγής τους. Αφού είχαν χάσει τον δάσκαλό τους, είχε εκλείψει και ο λόγος παραμονής τους στην Αθήνα. Οι καλύτεροι και πιο ενθουσιώδεις μαθητές, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, ίδρυσαν σχολές φιλοσοφίας και άρχισαν να γράφουν διαλόγους σε πεζό λόγο με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Έτσι, δημιουργήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, ένα εντελώς καινούργιο λογοτεχνικό είδος που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ποίηση δίχως μέτρο. Οι διάλογοι αυτοί ονομάστηκαν σωκρατικοί λόγοι. Από το θέατρο το νέο είδος είχε αντλήσει τον διαλογικό χαρακτήρα, από την πραγματική ζωή τους χαρακτήρες και την πεζολογία. Οι σωκρατικοί λόγοι δεν ήταν πιστή καταγραφή αληθινών συζητήσεων αλλά δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας, δηλαδή λογοτεχνία.

Οι σωκρατικοί συγγραφείς κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ιστορικής αληθοφάνειας. Στόχος τους ήταν να πείσουν ότι αυτοί, και όχι οι ανταγωνιστές τους, διατηρούσαν την αυθεντική διδασκαλία του Σωκράτη. Οι αποκλίσεις στην ηθογράφηση και την επιχειρηματολογία του κοινού δασκάλου ήταν πράγματι μεγάλες. Αυτός που είχε την τόλμη να αναγνωρίζει την άγνοιά του και διακήρυττε δημόσια ότι δεν είχε τίποτε θετικό να διδάξει, μόνο να απορήσει και να μάθει από τη συζήτηση με άλλους, είχε κατορθώσει, με την εκπληκτική ειρωνεία του, να μεταδώσει στους φίλους που τον ακολουθούσαν μια τόσο διαφορετική εικόνα του προσώπου του και της αποστολής του, ώστε, όταν ο ίδιος εξέλιπε, εκείνοι δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν τη μορφή του στις εικόνες των συναδέλφων τους και άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Υπήρξαν τόσες ψυχικές αναπαραστάσεις του Σωκράτη όσοι ήταν και οι μαθητές του. Κάπως λιγότερες ήταν οι λογοτεχνικές του εικόνες. Η ιστορία διέσωσε, σε υπολογίσιμη έκταση, μόνο αυτές του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Αν δεν ήταν οι καλύτερες και πιστότερες, σίγουρα ήταν αυτές που κέρδισαν τους περισσότερους οπαδούς στο αναγνωστικό κοινό των επόμενων αιώνων.

Ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειψαν αηδιασμένοι την Αθήνα μετά την εκτέλεση του Σωκράτη ήταν και ο Πλάτων. Φεύγοντας από τα Μέγαρα λέγεται ότι πήγε στην Κυρήνη, ότι επισκέφθηκε τις κοινότητες των Πυθαγορείων στην Κάτω Ιταλία και ότι κατέληξε στην Αίγυπτο. Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα. Σε επόμενο ταξίδι προορισμός του ήταν οι Συρακούσες, που τις κυβερνούσε ο τύραννος Διονύσιος Α'. Εκεί ο σαραντάχρονος Πλάτων γνώρισε τον εικοσάχρονο Δίωνα και συνδέθηκε στενά μαζί του. Από την επαφή αυτή αναδύθηκε η ελπίδα ότι ίσως οι ιδέες πολιτικής αναμόρφωσης που σχεδίαζε μπορούσαν κάποτε να βρουν πρακτική εφαρμογή.

Οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν ακόμη κατάλληλες. Παρά τις ποιητικές φιλοδοξίες του τυράννου, ο Πλάτων αισθάνθηκε ότι στην αυλή του μπορούσε να βρει κανείς μόνο τρυφή και καλοπέραση. Τελικά συγκρούστηκε με τον Διονύσιο και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στις Συρακούσες. Η επιστροφή του στην Αθήνα υπήρξε ένας οδυσσειακός νόστος. Λέγεται ότι πουλήθηκε δούλος και ότι τελικά ανέκτησε την ελευθερία του, όταν κάποιος γνώριμός του, κατά τύχη παρών στην Αίγινα όπου είχε καταλήξει, τον εξαγόρασε αντί σημαντικού ποσού. Έτσι βρέθηκε πίσω στη γενέθλια πόλη.

Όταν είκοσι χρόνια αργότερα ο Διονύσιος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο συνονόματος αλλά πολιτικά άπειρος γιος του, ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα πάλι στη Σικελία για να διδάξει αυτοπροσώπως τον νεαρό μονάρχη. Αν ο Διονύσιος Β' κατόρθωνε να φιλοσοφήσει αληθινά, τότε με τη πολιτική δύναμη που διέθετε θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα την ιδανική πολιτεία που σχεδίαζε ο Πλάτων. Ο φιλόσοφος δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δίωνα, διαβλέποντας τη δύναμη που θα αποκτούσε ο ίδιος αν ο τύραννος ασπαζόταν τις πλατωνικές ιδέες, κατόρθωσαν να τον δυσφημήσουν τόσο πολύ, ώστε να πετύχουν την εξορία του. Ο Πλάτων εγκατέλειψε άπραγος τις Συρακούσες. Δεν απογοητεύτηκε όμως εντελώς. Λίγα χρόνια αργότερα ξαναπήγε, για τρίτη φορά, στην ισχυρή πόλη της Σικελίας. Ο αγαπημένος Δίων είχε θεωρήσει και πάλι τις συνθήκες ευνοϊκές για την πολιτική αναμόρφωση της πόλης. Η προσπάθεια δεν είχε, όμως, ούτε αυτή τη φορά τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το πλατωνικό πολιτικό ιδεώδες δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί επί γης. Ωστόσο, η έμπρακτη εμμονή του φιλοσόφου να υλοποιήσει τις ιδέες του δείχνει πόσο απείχε ο πολιτικός στοχασμός του από το πνεύμα της ουτοπίας.

Αμέσως πριν από το πρώτο ή ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, ο Πλάτων ίδρυσε στην Αθήνα μια σχολή. Ήταν η πρώτη οργανωμένη και νομικά κατοχυρωμένη σχολή φιλοσοφίας στην αρχαιότητα. Μέχρι τότε οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι σοφιστές δημιουργούσαν κύκλους μαθητών που κατόπιν διέδιδαν παραλλαγές της διδασκαλίας τους, χωρίς κάποια θεσμική οργάνωση. Οι «σχολές» αυτές δήλωναν όμοιες τάσεις έρευνας και δημιουργικής παραγωγής, δηλαδή ένα κοινό πνεύμα, το οποίο αναπτυσσόταν από τη φυσική έλξη και διάθεση μίμησης που ασκεί η λάμψη ενός σπουδαίου δασκάλου. Οι κύκλοι αυτοί έπαιρναν το όνομά τους από τον δάσκαλο ή τον τόπο (πυθαγόρειοι, ελεάτες, αναξαγόρειοι, σωκρατικοί κλπ.). Ο Πλάτων όμως ίδρυσε μια επίσημη σχολή, το νομικό καθεστώς της οποίας οριζόταν ως θίασος (λατρευτικός κύκλος) προς τιμήν των Μουσών, και έδρα είχε το ίδιο το σπίτι του ιδρυτή. Πολύ κοντά βρισκόταν η Ακαδήμεια, ένα από τα τρία γυμνάσια της Αθήνας. Λόγω της τοπικής αυτής εγγύτητας -που ήταν αναντίρρητα ηθελημένη, αφού φιλοσοφικές συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως στα γυμνάσια, εκεί που αθλούνταν καθημερινά οι πλούσιοι νέοι- η πλατωνική σχολή κατέληξε να γίνει γνωστή με το ίδιο όνομα. Οι γιατροί είχαν ήδη παρόμοιες οργανωμένες αδελφότητες. Αλλά αυτοί ήταν ειδικευμένοι ερευνητές των νόσων και της υγείας. Με την ίδρυση της Ακαδήμειας (ή Ακαδημίας, όπως έχει καθιερωθεί), ο Πλάτων δημιούργησε έναν νέο θεσμό οργανωμένης έρευνας, συζήτησης και προβληματισμού πάνω στα μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοσμολογικά και μεταφυσικά ζητήματα, ο οποίος επρόκειτο να έχει μεγάλη ιστορία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα. Οι απαρχές του πανεπιστημίου, ως θεσμοθετημένου χώρου ελεύθερης έρευνας και διδασκαλικής δράσης, ανιχνεύονται εδώ. Ωστόσο, επειδή στην αρχαία νομοθεσία δεν υπήρχε η έννοια της συλλογικής ευθύνης, υπεύθυνος για τη λειτουργία της σχολής πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Πλάτων. Μετά τον θάνατό του, αρχηγός της σχολής εκλέχθηκε από τα μέλη ο Σπεύσιππος, ανεψιός του ιδρυτή από την αδελφή του. Όταν απεβίωσε και αυτός, τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ξενοκράτης. Δημιουργήθηκε έτσι μια διαδοχή που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια και να ονομαστεί, αργότερα, χρυσῆ σειρά.

Κατά τον 5ο αιώνα οι ελληνικές πόλεις υπολογίζεται ότι υπερέβαιναν τις χίλιες. Η πολυμορφία ήταν αναπόφευκτη. Όλες είχαν, βεβαίως, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ελληνικού τρόπου ζωής: ναούς, στοές, γυμνάσια, αγορά, τόπο συνέλευσης των πολιτών και, από τον 4ο αιώνα, θέατρο. Η ρυμοτομία ήταν, ωστόσο, σε όλες αυθόρμητη και άναρχη. Κεντρικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν υπήρχε. Η διαμόρφωση του εδάφους καθόριζε τη θέση των δημόσιων κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Γύρω από αυτό το σημείο αναφοράς, που σηματοδοτούσε τον χώρο του πολιτικού βίου, αναπτύσσονταν σταδιακά οι ιδιωτικές κατοικίες των πολιτών, αφήνοντας για τη μετακίνηση στενούς και τεθλασμένους δρομίσκους. Τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών έτρεχαν σε ανοιχτούς υπονόμους. Για τα όρια της ιδιοκτησίας και παρόμοιες διεκδικήσεις γειτόνων, οι διαφωνίες λύνονταν τοπικά και κατά περίπτωση και, αν έφταναν στα δικαστήρια, με τη χρήση μαρτύρων.

Ο Ιππόδαμος, ένας αρχιτέκτονας από τη Μίλητο γεννημένος στην αρχή του 5ου αιώνα, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε ρυμοτομικό σχέδιο. Στον πολεοδομικό σχεδιασμό που πρότεινε τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια θα απάρτιζαν οικοδομικά τετράγωνα, καθώς οι προσχεδιασμένοι δρόμοι της πόλης θα τέμνονταν κάθετα. Το σχέδιο υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους και εφαρμόστηκε για την ανάπτυξη του Πειραιά. Ο ίδιος σχεδίασε την ορθογώνια ρυμοτομία των Θουρίων, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία, ίσως και της Ρόδου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιππόδαμου κτίστηκε και η νέα πολιτεία της Μεσσήνης, όταν η Μεσσηνία απελευθερώθηκε από τους Σπαρτιάτες με τη συνδρομή των Θηβαίων. Ωστόσο, ο Ιππόδαμος δεν ήταν ένας πολεοδόμος με τη σημερινή, εξειδικευμένη έννοια του όρου. Ήταν, όπως μαθαίνουμε από τις πηγές, ο πρώτος πολιτικός στοχαστής ο οποίος, χωρίς να έχει πολιτευτεί ή νομοθετήσει, ασχολήθηκε θεωρητικά με το πρόβλημα της άριστης πολιτείας. Το ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά και των Θουρίων ήταν μέρος μιας πολύ ευρύτερης προσπάθειας πολιτικού σχεδιασμού.

Ως προς το μέγεθος της άριστης πόλης, ο Ιππόδαμος πίστεψε ότι δέκα χιλιάδες πολίτες ήταν αρκετοί. Αυτούς τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες: σε τεχνίτες, γεωργούς και πολεμιστές. Με όμοιο τρόπο διαίρεσε τη γη σε τρία μέρη: την ιερή, τη δημόσια και την ιδιωτική. Η πρώτη θα ήταν αφιερωμένη στους θεούς, η τελευταία μοιρασμένη εξίσου στους γεωργούς.

Όπως φαίνεται από την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης, η πρόταση δεν ήταν επεξεργασμένη στις λεπτομέρειές της. Για παράδειγμα, δεν ήταν σαφές αν οι ίδιοι οι πολεμιστές ή κάποια τέταρτη μερίδα του πληθυσμού θα καλλιεργούσαν τη δημόσια γη που θα έτρεφε τους υπερασπιστές της πόλης. Αν ο Ιππόδαμος εννοούσε ότι οι γεωργοί, εκτός από τη δική τους, θα είχαν την υποχρέωση να καλλιεργούν και τη δημόσια γη, τότε ποιος ήταν ο λόγος να μην αυξηθεί το μέγεθος των κλήρων της ιδιωτικής γης και να απαλειφθεί εντελώς η δημόσια; Επίσης, οι άοπλοι τεχνίτες και γεωργοί θα γίνονταν σχεδόν δούλοι όσων έφεραν όπλα, αφού αναγκαστικά οι άρχοντες της πόλης θα έπρεπε να εκλέγονται από την κατηγορία των οπλιτών. Αλλά με αυτή τη διευθέτηση, ήταν ασαφές τι τελικά θα καθιστούσε τους γεωργούς και τους τεχνίτες πολίτες, αφού δεν θα είχαν τη δυνατότητα ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων.

Η κριτική του Αριστοτέλη δείχνει ξεκάθαρα πόσο ρεαλιστικός ήταν ο πολιτικός στοχασμός στην Ελλάδα. Η άριστη πολιτεία, όποια μορφή και αν είχε, θα έπρεπε να είναι εφαρμόσιμη στην πράξη και, για να το πετύχει αυτό, όφειλε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι οποιαδήποτε αβάσιμη εξιδανίκευσή τους. Το ζήτημα δεν ήταν πώς τάχα θα έπρεπε να φέρονται οι άνθρωποι, αλλά πώς όντως ενεργούν. Ο πολιτικός στοχασμός οδηγούσε αναπόφευκτα στην επιστήμη της ανθρώπινης ψυχολογίας. Έθετε, επίσης, το πρόβλημα των δυνατοτήτων και των ορίων της παιδείας. Έτσι αντιλήφθηκε το θέμα και ο Πλάτων.

Ο Πλάτων κατανόησε ότι υπάρχει βεβαίως κοινή φύση σε όλους τους ανθρώπους (και εξαιτίας αυτής μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά των άλλων), αλλά ότι οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά ως μονάδες. Ορισμένες διαφορές καθορίζονται από το φύλο, άλλες από την ηλικία, άλλες από τον τρόπο αγωγής. Υπάρχουν, όμως, και φυσικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους ίδιου φύλου και ίδιας ηλικίας και όμοιας αγωγής που δεν μπορούν να εξηγηθούν τόσο απλά. Ο ένας έχει, από νεαρή ηλικία, έφεση στη μουσική και το τραγούδι, ο άλλος στις κατασκευές, ο τρίτος γεννιέται με ανεπτυγμένη κτητικότητα, ο τέταρτος κάνει αλλόκοτες ερωτήσεις για την προέλευση του κόσμου που φέρνουν σε αμηχανία τους γονείς του, ο πέμπτος δείχνει ακατανόητη επιθετικότητα. Οι τάσεις αυτές είναι εμφανείς σε κάθε παιδί και φαίνεται να είναι δοσμένες από τη φύση. Ο πολιτικός φιλόσοφος που θέλει να αναμορφώσει την κοινωνία δεν μπορεί να τις αγνοήσει.

Ύστερα από πολλή σκέψη, ο Πλάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι μετέχουμε ψυχικά σε όλες τις συμπεριφορές των συνανθρώπων μας, ακόμη και στις πιο εγκληματικές, αλλά δεν μετέχουμε στον ίδιο βαθμό. Η ατομική ψυχολογία είναι μια συγκεκριμένη σχέση, ένας λόγος, ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στις επιμέρους υποδιαιρέσεις τους οι τάσεις της ανθρώπινης ψυχής ενδέχεται να είναι περισσότερες από τρεις, αλλά μπορούν να ταξινομηθούν γενικά στις εξής σφαίρες ενεργειών: στο μέρος που υπολογίζει και σκέφτεται (λογιστικόν), στο μέρος που θίγεται από τις προσβολές των άλλων, αμύνεται για τα δίκαιά του και επιτίθεται όταν ασφυκτιά από τους περιορισμούς που του έχουν τεθεί (θυμικόν), και στο μέρος που επιθυμεί τη σωματική ευχαρίστηση με κάθε είδους απολαύσεις (ἐπιθυμητικόν). Κατά τον Πλάτωνα, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ανεπτυγμένα τα τρία αυτά μέρη στον ίδιο βαθμό. Οι εντάσεις και οι δυσλειτουργίες στις πόλεις προέρχονται από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη θέση που κατέχει μέσα στην κοινωνία. Έτσι όμως δημιουργείται αδικία, και η αδικία προκαλεί αναγκαστικά διενέξεις. Δικαιοσύνη τελικά -συμπέρανε ο Πλάτων- είναι να κάνει ο καθένας αυτό για το οποίο είναι κατάλληλα φτιαγμένος. Και επειδή το λογιστικό μέρος είναι φτιαγμένο από τη φύση για να άρχει και τα άλλα δύο μέρη, ως υποδεέστερα, για να υπακούουν, θα ήταν λογικό να δημιουργηθούν τρεις διαβαθμισμένες τάξεις στην κοινωνία, από τις οποίες η μία θα κυβερνά, η άλλη θα υπερασπίζεται την πόλη και η τρίτη θα παράγει τα απαραίτητα τρόφιμα και λοιπά αγαθά από τη γη και τις αναγκαίες τέχνες.

Η ένταξη των ανθρώπων σε μία από αυτές τις τάξεις θα γινόταν με βάση τη φυσική τους προδιάθεση και, λόγω κληρονομικότητας, θα μπορούσε να είναι σχετικά σταθερή. Ωστόσο, η αναβάθμιση ή ο υποβιβασμός ενός μέλους, ανάλογα με την αξία ή την απαξία του, θα έπρεπε να μείνουν ανοιχτές δυνατότητες της πολιτείας. Παρά την όποια κανονικότητα, η φύση ενίοτε αποτυγχάνει στους στόχους της και άλλοτε κάνει θαυμαστά άλματα. Η δημόσια εκπαίδευση θα αναλάμβανε τον ρόλο της εμπέδωσης των ταξικών διαφορών στη συνείδηση του πληθυσμού. Στον πλατωνικό σχεδιασμό οι γυναίκες προβλεπόταν να έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και προσφορά στην κοινωνία τους από την παραδοσιακή μητρότητα. Η σπαρτιατική πολιτική πρακτική επηρέασε οπωσδήποτε τον Πλάτωνα.

Η τριμερής αυτή διάκριση της κοινωνίας θυμίζει σε κάποια σημεία την παλαιότερη πρόταση του Ιππόδαμου. Όμως εδώ, εκτός από τις διαφορές, οι λεπτομέρειες για την επίτευξη του σχεδίου έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας. Ο Πλάτων κατέγραψε αυτές τις απόψεις στον εκτενέστερο διάλογο των ώριμων χρόνων του, την Πολιτεία, ένα ογκώδες και σημαντικό έργο. Εκεί παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συνομιλεί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του ίδιου του συγγραφέα (προς χάριν της αληθοφάνειας της συζήτησης) και να εκθέτει την πλατωνική διδασκαλία σε αδρές και εύληπτες γραμμές. Ο Πλάτων επανήλθε στο ίδιο θέμα κατά τα γηρατειά του με ένα ακόμη ογκωδέστερο έργο, τους Νόμους. Εδώ η συζήτηση ανάμεσα σε έναν Σπαρτιάτη, έναν Κρητικό και έναν ανώνυμο Αθηναίο είναι ακόμη πιο λεπτομερής και πραγματιστικά προσηλωμένη στις επιμέρους ρυθμίσεις που θα πρέπει να ισχύουν στην άριστη πόλη. Για πρώτη φορά ο Πλάτων, γέρος πια, άφησε πίσω από το προσωπείο του ανώνυμου Αθηναίου συζητητή να διαφανεί η προσωπική του συμβολή στο ζήτημα της πολιτείας και της νομοθεσίας της. Η ορμή και η απογοήτευση των νεανικών χρόνων θα έβρισκαν την όψιμη πλήρωσή τους.

Μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, η έννοια και το περιεχόμενο της φιλοσοφίας δεν είχαν παγιωθεί. Φιλοσοφία σήμαινε, γενικά, φιλομάθεια και πνευματική καλλιέργεια. Ο όρος αναφερόταν ειδικά στην ικανότητα επιτυχούς διάρθρωσης και διατύπωσης σημαντικών σκέψεων με έντεχνη χρήση του λόγου.

Ένας λίγο πρεσβύτερος συμπολίτης του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης (436-338), είχε μαθητεύσει στον Γοργία και ανέπτυσσε, την ίδια ακριβώς περίοδο, το δικό του πρόγραμμα εκπαίδευσης των νέων και ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ισοκράτη ήταν ανταγωνιστικό προς το πλατωνικό και είχε στόχευση αμεσότερα πολιτική.

Ο Ισοκράτης είχε ένα σαφές σχέδιο για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η συνολική προσωπικότητα του νέου:

Πρώτα πρώτα αυτός που θέλει να συνθέσει, προφορικά ή γραπτά, λόγους άξιους για έπαινο και τιμή δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με μικρές και ιδιωτικές υποθέσεις αντεγκλήσεων και αντιδικίας, αλλά θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τα μεγάλα και ευγενή και σπουδαία θέματα, αυτά που προάγουν τους ανθρώπους και σχετίζονται με τα κοινά, δηλαδή τα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρει τέτοια θέματα, τίποτε δεν θα καταφέρει. Στη συνέχεια, από τις πράξεις που υποστηρίζουν το θέμα του θα επιλέξει να αναπτύξει τις πιο κατάλληλες και συμφέρουσες για την προοπτική του. Όποιος συνηθίζει να σκέφτεται τέτοιες σπουδαίες πράξεις, να τις εξετάζει από κάθε πλευρά και να τις αξιολογεί, θα αποκτήσει (όχι μόνο τώρα σε σχέση με τον λόγο που συνθέτει, αλλά και στο μέλλον για ζητήματα άλλα) την ίδια αντιληπτική ικανότητα, ώστε τελικά να αναπτυχθούν μαζί οι δυνάμεις της όμορφης ομιλίας και της φρόνιμης σκέψης. Τέλος, είναι προφανές ότι όποιος θέλει να πείσει τους άλλους δεν θα παραμελήσει ο ίδιος την αρετή, αλλά θα εστιάσει όλες τις δυνάμεις του νου του εκεί, για να κερδίσει τη λαμπρότερη από τους συμπολίτες του δόξα.

Τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν στο μέσον του 4ου αιώνα, όταν ο Ισοκράτης ήταν ήδη 83 ετών. Με αφορμή μια προσωπική αντιδικία σχετική με τα έξοδα κάποιας δημόσιας λειτουργίας, ο ρήτορας, σκηνοθετώντας την απολογία του, συνόψισε ολόκληρη την προσφορά του στην παιδεία και την πολιτική της Αθήνας.

Το βάθρο του πολιτικοεκπαιδευτικού προγράμματος του Ισοκράτη ήταν η πίστη στη βαθιά ενότητα του ανθρώπου. Ενώ είναι εμπειρικά σαφές ότι τα λόγια βρίσκονται συχνά σε διαφωνία με τα έργα και ότι, πίσω από την ομιλία, είναι κρυμμένες οι αληθινές σκέψεις και τα συναισθήματα του ομιλητή, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η κατάλληλη παιδεία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη ενότητα σκέψεων, λόγων και έργων. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό δεν είναι αναγκαίο -ισχυριζόταν- να ξεκινήσει κανείς από τις ίδιες τις κρυμμένες σκέψεις και να επιχειρήσει την αναμόρφωσή τους. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, που πίστευε ότι χωρίς μια γνώση δομημένη στέρεα μέσα στη ψυχή κανένα έργο και κανένας λόγος δεν έχουν αληθινή αξία, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η σωστή καλλιέργεια του λόγου συμπαρασύρει με θετικά αποτελέσματα τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση.

Η εξαγγελλόμενη παιδεία του Ισοκράτη (ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία, όπως την ονόμαζε ο ίδιος) βρισκόταν πολύ κοντά στο πνεύμα των σοφιστών και εκείνης της παραδοσιακής παιδείας που εστιαζόταν στην ανάγνωση της ποίησης και την αξία της απομνημόνευσης εκτενών κειμένων. Ο Ισοκράτης, που είχε διακριθεί ως νέος στη δικανική ρητορική, απέρριψε τις ιδιωτικές υποθέσεις ως ακατάλληλες για την ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των μαθητών του και ενθάρρυνε την ανάπτυξη θεμάτων και λόγων αληθινά πολιτικών, δηλαδή συμβουλευτικών και επιδεικτικών. Επίσης, απέρριψε τις φυσικές έρευνες για τα θεμέλια της πραγματικότητας, δηλαδή την κοσμολογία σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και τις αυστηρά λογικές συζητήσεις για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη του, ενώ οι μελέτες αυτές αρχικά οξύνουν την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητα των μαθητών, αν παραταθούν για πολύ, καταλήγουν να μην προσφέρουν τίποτε πιο ουσιαστικό από την υιοθέτηση ενός πνεύματος άσκοπης και ατελέσφορης εριστικότητας. Η μέθοδος της αντιλογίας ήταν απλό μέσο για την επίτευξη του μόνου αξιόλογου σκοπού: της ηθικής και πολιτικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσα από τον λόγο. Όσους δεν συμφωνούσαν με το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του, αλλά επιδίδονταν στις -κατά τη γνώμη του- άσκοπες έρευνες περί φύσης και λογικής, ο Ισοκράτης τους αποκαλούσε «σοφιστές». Μέγιστο σοφιστή θεωρούσε τον Πλάτωνα.

Ενώ ο Πλάτων προβληματιζόταν πάνω στο θέμα του ορθού πολιτεύματος και κατέληξε να πιστεύει ότι μια γνήσια πολιτική αναμόρφωση απαιτεί την ανάληψη της εξουσίας από τους πραγματικούς γνώστες-φιλοσόφους, ο Ισοκράτης, πιο προσγειωμένος, αποδεχόταν την πολιτική κατάσταση του τόπου και της εποχής του και καλούσε τους νέους να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, εμπνεόμενοι από ένα όραμα πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας των Ελλήνων εις βάρος των Περσών. Αυτό το ανέφικτο, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όραμα το είχε πρώτος εξαγγείλει ο Γοργίας με έναν διάσημο λόγο που εκφώνησε στην Ολυμπία στο πλαίσιο των αγώνων του 392. Πρότυπό του ήταν αναμφίβολα οι ελληνικές επιτυχίες στους Περσικούς Πολέμους. Όμως, οι επιτυχίες εκείνες ήταν αμυντικές και προήλθαν από τον φόβο υποδούλωσης. Για μια κοινή ελληνική επεκτατική πολιτική έναντι των Περσών χρειαζόταν ομόνοια και ομογνωμία τέτοια που οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στην ιστορία τους. Ο τόσο έντονος τοπικισμός των Ελλήνων δεν μπορούσε να παραμεριστεί με πολιτική πειθώ: μπορούσε μόνο να κατασταλεί με τη βία.

Η Βουδιστική Οντολογία

Αυτό που Βίωσε ο Βούδας, που Συνειδητοποίησε, που Κατανόησε και προσπάθησε να Μεταβιβάσει στους άλλους ανθρώπους είναι ότι η Πραγματικότητα Είναι Μία και Ταυτίζεται με Όλα, με το κάθε τι. Δεν Υπάρχει παρά Μία Συνείδηση. Η αντίληψη μιας «ξεχωριστής ύπαρξης» είναι μια «αυταπάτη». Δεν υπάρχουν άλλοι κόσμοι. Όλα συμβαίνουν Εντός της Μιας Πραγματικότητας. Εντός Αυτής της Μιας Πραγματικότητας, με Στήριγμα την Μία Αντικειμενική Οντολογική Βάση Εκδηλώνονται τα Διάφορα Φαινόμενα, σαν Δραστηριότητες, Εκδηλώσεις Φευγαλέες, που ζουν μόνο στην Στιγμή που Ρέει Συνεχώς, σαν Παροδικά Φαινόμενα που αφήνουν Ανηπερέαστη την Οντολογική Βάση. Όλα αυτά είναι απλές δραστηριότητες, κινήσεις στην «επιφάνεια της ύπαρξης», παροδικά φαινόμενα που δεν αφήνουν «ίχνη». Οποιαδήποτε «στιγμή» το Ον (άσχετα από το «τι» νομίζει ότι είναι) μπορεί να αποσυρθεί Μέσα του και να Νοιώσει το Απέραντο Βάθος της Ύπαρξής του, την Ίδια την Πραγματικότητα, την Μοναδική Πραγματικότητα. Κι αυτό γίνεται «χωρίς προϋποθέσεις». Αυτό που εμποδίζει τα όντα να το βιώσουν είναι η ίδια η ορμή της «ύπαρξής» τους που τα παρασύρει στην παγκόσμια ροή των φαινομένων.

Αυτή η «Απόσυρση» δεν είναι προσπάθεια, δράση ή πραγματοποίηση. Αντίθετα, είναι η παύση όλων αυτών των μάταιων δραστηριοτήτων. Ο Ίδιος ο Βούδας είχε μαθητεύσει σε διαφόρους διδασκάλους (κι είχε απογοητευτεί) κι είχε κάνει τεράστιες προσπάθειες να κατανοήσει το τι «συμβαίνει». Αποφάσισε να καθίσει κάτω από το «δένδρο της φώτισης» (Μπόντι) στις όχθες του Γάγγη, στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα και να μην ξανασηκωθεί παρά μόνο όταν θα κατανοούσε την Πραγματικότητα, την Αλήθεια. Και τελικά, αυτό που κατανόησε είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα να κατανοήσει, τίποτα να πραγματοποιήσει, τίποτα να «γίνει» (αυτός ο ίδιος). Γιατί; Επειδή εξαρχής Είναι Αυτό, Για Πάντα, η Πραγματικότητα. Αντίθετα το ψέμα είναι ότι νόμιζε ότι είναι κάτι διαφορετικό. Εγκαταλείποντας όλες τις αυταπάτες, μέσα στην Ηρεμία της διαλογιστικής στάσης, μέσα στην Ησυχία της διαλογιστικής άσκησης (μη δράσης), μέσα στην Σιωπή της σκέψης (διατηρώντας δηλαδή την φυσική διαδικασία της αντίληψης και την ανηπερέαστη αντίδραση σε ό,τι συμβαίνει), Βίωσε την Ενότητα του Βάθους της Ύπαρξης, την Μοναδική Πραγματικότητα της Ύπαρξης, την Αληθινή Φύση του. Ένοιωσε την Παγκόσμια Βάση του Παντός, την Παγκόσμια Συνείδηση που Αγκαλιάζει τα Πάντα και Προεκτείνεται στο Απέραντο Σκοτεινό Βάθος του «Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Δράση, Χωρίς Περιεχόμενο Αντίληψης, Μια Κατάσταση «Αδιανόητη», Μη Καταληπτή, που Απλά Υφίσταται, η Απόλυτη Ζωντανή Κενότητα, (αλλά όχι το «τίποτα» των ανθρώπων). Και τι περίεργο! Όλα Είναι Αυτή η Βουδική Φύση. Όλα Είναι Βούδας, όλα τα όντα, το κάθε τι. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από Αυτή την Μία Φύση, την Μία Πραγματικότητα, την Μία Ζωή.

Όπως όμως και ο Ίδιος Ο Βούδας πριν «φωτιστεί» νόμιζε ότι υπάρχει κάποια ξεχωριστεί δημιουργία (το Σαμσάρα), ξέχωρη από την Κατάσταση της Φώτισης κι ότι αυτός ο ίδιος είναι κάτι ξεχωριστό από την Πραγματικότητα και βίωνε (το «όνειρο»), την δυαδικότητα, έτσι όλα τα πλάσματα που είναι βυθισμένα στην πλάνη (Μάγια) του ονείρου, της δυαδικότητας, νομίζουν ότι όλα αυτά που βιώνουν σαν «δημιουργία» και σαν ατομικές υπάρξεις, είναι πραγματικά. Αυτό οφείλεται στην «λησμονιά» της Οντολογικής Βάσης της Ύπαρξης και στην απορρόφηση και στην ταύτιση με όλη την επιφανειακή δραστηριότητα (θα εξηγήσουμε παρακάτω τον ακριβή μηχανισμό που κάνει όλα τα πράγματα να «συμβαίνουν»). Το «Όνειρο της Δημιουργίας» δεν ξετυλίγεται «κάπου αλλού» ή σαν «κάτι ξεχωριστό» από την Πραγματικότητα. Απλά η Συνείδηση το αντιλαμβάνεται έτσι κι είναι μονάχα μια «αντίληψη (αρκετά «πειστική» για να μας «παραπλανήσει»). Κ ι η Συνείδηση δημιουργεί όχι μόνο μια (δήθεν) «άλλη πραγματικότητα» (μια εικονική πραγματικότητα) αλλά και εκδηλώνεται «τοπικά», γίνεται πολλές τοπικές (ατομικές) συνειδήσεις. Κι έτσι ξετυλίγεται το «Όραμα των κόσμων». Και των ατομικών υπάρξεων και των διαδοχικών ζωών τους μέσα στους κόσμους.

Στην πραγματικότητα, κάθε συνείδηση, κάθε ον, κάθε τι, Είναι η Μία Συνείδηση, η Μία Πραγματικότητα. Και μπορεί να το Νοιώσει όταν σταματήσει να απορροφάται στην επιφανειακή δραστηριότητα, στην ροή των εξωτερικών φαινομένων (αυτά που η συνείδηση αντιλαμβάνεται σαν εξωτερικά φαινόμενα). Τότε Ανακαλύπτει, Βιώνοντάς το, ότι δεν υπάρχει παρά Μια Μοναδική Πραγματικότητα, Ένας Μοναδικός Κόσμος, Ένα Μοναδικό Ον. Όλα τα άλλα είναι απλά «εμπειρίες». Εμπειρίες μιας «άλλης πραγματικότητας», μιας «άλλης ζωής» που ποτέ δεν υπήρξε ξεχωριστή από την Μία Πραγματικότητα, που Βρίσκεται Πάντα στο Βάθος των Πάντων, Αιώνια, Ελεύθερη, Παντού Παρούσα, Υπέρλαμπρη κι Ανέγγιχτη από οποιαδήποτε αυταπάτη κι ανοησία. Η Δραστηριότητα, το Όνειρο, σε τίποτα δεν επηρεάζει την Απεριόριστη Ηρεμία της Αλήθειας.

Η Στιγμή της (Ψεύτικης) Δημιουργίας) και του (Ψεύτικου) Διαχωρισμού από την Πραγματικότητα αρχίζει από την στιγμή που η Μία Πραγματικότητα (που περιγράψαμε πριν στην «Βουδική μεταφυσική») γίνεται αντιληπτή σαν Πραγματικότητα, ή αλλιώς, με άλλα λόγια, από την στιγμή που Αναδύεται η Αντίληψη της Μιας Πραγματικότητας σαν «Πραγματικότητας», σαν Ενός «Χώρου», Ανοιχτού, «Χωρίς Ιδιότητες», αλλά πάντως «Χώρου». Αυτή είναι η Αρχική Σύλληψη του Ντάρμαντάτου. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην Χωρίς Όρους «Αίσθηση» της Οντολογικής Βάσης της Μιας Πραγματικότητας και στην Αντίληψη Αυτής της Πραγματικότητας σαν «Χώρου», σαν Πλαισίου της Ύπαρξης και κάθε «εκδήλωσης». Είναι μια λεπτή διαφορά που πρέπει να την «βιώσεις» για να νοιώσεις το «περιεχόμενό» της. Ενώ το Ασαμσκρίτα, το Νταρμακάγια, το Σουνιάτα, το Ταθάτα και το Νταρμαντάτα (το Αλάγια Βιτζνάνα) περιγράφονται και τα δυο σαν «Χωρίς Ιδιότητες», εντούτοις δεν Βιώνονται το ίδιο. Υπάρχει διαφορά σε «λειτουργικό επίπεδο». Το Αλάγια Βιτζνάνα υπάρχει μόνο σαν λειτουργία, σαν δραστηριότητα. Κι όλη η Δημιουργία που ξετυλίγεται μέσα στο Νταρμαντάτου, στο Αλάγια Βιτζνάνα, δεν είναι παρά μια δραστηριότητα που παράγει την ποικιλία των φαινομένων.

Όταν άρχισε το μυαλό να μιλά με την καρδιά

Κι άρχισε το μυαλό να μιλά με την καρδιά...
Είσαι καλά; λέει το μυαλό...
Ξέρεις πως δεν είμαι παρόλα αυτά με ξανά ρωτάς, απαντάει η καρδιά...
Μα γιατί το λες αυτό; Πέρασε τόσος καιρός.
Σου εξήγησα πολλές φορές όμως αρνείσαι να δεις με τα δικά μου μάτια γιατί θεωρείς τα δικά σου ανώτερα και πιο έξυπνα όμως, όμως χάνεις την ουσία.
Και ποια είναι αυτή;
Έχεις καταστρέψει τον κόσμο με την ηλίθια λογική σου. Μολύνεις το σπίτι των παιδιών μου. Χωρίζεις ψυχές και τυραννιούνται άδικα στο άπειρο, σκοτώνεις αθώους και φτωχούς ανθρώπους είτε νοητικά είτε χρηματικά, επικροτείς τους πλούσιους και τους θεωρείς ανώτερους επειδή ΕΣΥ ηλίθιο κατασκεύασμα τους έκανες να πιστέψουν πως όσα πιο πολλά λεφτά έχει κάποιος όλοι οι υπόλοιποι είναι αναλώσιμοι και κατώτεροι χωρίς να υπολογίζουν ότι στο τέλος όλοι θα καταλήξουμε σε έναν λάκκο στο χώμα 2 x 1 και εκεί είναι που θα κριθεί ότι πιο πολύτιμο κουβαλάω εγώ, και όχι εσύ.
Και ποιο είναι αυτό;
Tην τελειότητα της ύπαρξής μας, μόλις 0,01 γραμμάρια τελειότητας που εσύ ηλίθιο και αναγκαίο όργανο δεν έχεις ιδέα πως υπάρχει.
Kαι πώς ονομάζεται;
Ψυχή, ψυχή ονομάζεται και δεν εκπαιδεύεται όπως εσύ ανάλογα με το τι θα δει ή τι θα ακούσει από κάθε διαολοκούτι και από άκαρδους σαν και εσένα τύπος, δούλους του πλούτου, ψεύτικους, σάπιους υποκριτές και συμβιβασμένους. Συμφεροντολόγους που εσύ τους έμαθες. Αγενείς τύπους που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους και με μερικά χρήματα παραπάνω πιστεύουν πως θα κατακτήσουν τον κόσμο.
Ξέρεις πως αυτά που λες δεν έχουν λογική έτσι;
Μα φυσικά το ξέρω, έτσι και εγώ από την καλοσύνη μου κάθε φορά που με ρωτάς αν είμαι καλά, θα σου απαντάω γιατί δεν θα σταματήσω ποτέ μέχρι να σταματήσω να χτυπάω, να προσπαθώ να φτιάξω έναν κόσμο που εσύ καταστρέφεις, καλύτερο.
Μα!!!!
Ξέρεις τι είπε κάποτε ένας σοφός;
Σε ακούω.
Αν το απαίσιο γύρω σου δεν σου προκαλεί απέχθεια, τότε έχεις γίνει και εσύ μέρος του απαίσιου.. Άλλωστε εγώ δεν συμβιβάζομαι με τίποτα λιγότερο. Θα αγαπάω και θα ερωτεύομαι μέχρι το τέρμα και ίσως κάποια στιγμή ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Ίσως όταν πάψει να σε εμπιστεύεται και δει καθαρά με τα δικά μου μάτια και όχι με την θολούρα των δικών σου ματιών. Για αυτό λοιπόν εγώ μένω εκεί που αδειάζει το μυαλό μου και γεμίζει η ψυχή μου...

AΦΡΟΔΙΤΗ: Η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΘΕΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Oυρανία, πολυτραγουδισμένη Aφροδίτη, γενέτειρα θεά,
συ τις τρεις μοίρες κυβερνάς και τα πάντα γεννάς,
όσα στον ουρανό υπάρχουν και στην πολύκαρπη τη γη
και στο βυθό του πόντου, Mητέρα των Eρώτων,
έλα, γέννημα θεϊκό της Kύπρου...[1]
(Oρφικός Ύμνος στην Αφροδίτη)

Η γοητευτική μορφή της θεάς, αισθησιακή και γεμάτη μυστήριο, μου έδωσε την έμπνευση να ψηλαφήσω τις ποικίλες διαστάσεις της μέσα από τα αρχαία κείμενα, τη μυθολογία και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Έγινε έτσι το έναυσμα να διεισδύσω στα βάθη του χρόνου για να ανακαλύψω έναν αλλιώτικο κόσμο -τις ειρηνικές, αταξικές, προπατριαρχικές κοινωνίες που τιμούσαν το Θηλυκό και τον έρωτα.

Ξεπροβάλλουν μέσα από τη μυθική περιγραφή του Ησίοδου για μια περίοδο στο παρελθόν όπου οι άνθρωποι ζούσαν χαρούμενα και αρμονικά απολαμβάνοντας την αφθονία των καρπών που τους έδινε η γη (Έργα και Ημέραι, στ. 109 κ.ε.). Τους ονομάζει Χρυσό Γένος κι ο νους μου πηγαίνει στη «χρυσή Αφροδίτη», όπως την αποκαλούσαν στην αρχαιότητα. Ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής επιβεβαιώνει τις σκέψεις μου, καθώς μιλά για τις γυναίκες και τους άνδρες μιας παλιότερης εποχής:

Δεν λάτρευαν κανένα θεό Άρη ούτε της μάχης την αντάρα
ούτε ήταν ο Δίας βασιλιάς τους ούτε ο Kρόνος ούτε ο Ποσειδώνας,
παρά βασίλευε η Kύπρη [σ.σ. η Αφροδίτη].
Aυτήν εξευμενίζανε με αγάλματα ιερά,
με ζώων ζωγραφιές, με αρώματα λογής λογής,
ατόφια σμύρνα θυσιάζοντας κι ευωδιαστό λιβάνι,
σπονδές στο χώμα χύνοντας από ξανθό μέλι.[2]

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ

Έτσι, συναντήθηκα με την αρχέγονη Μεγάλη Μητέρα, την προϊστορική Θεά, που δεν εξαφανίστηκε μέσα στα γυρίσματα των εποχών. Επιβιώνει κι αναβιώνει αλλάζοντας μορφές κι ονόματα. Στην Kύπρο η παρουσία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ένα αγαλματάκι, που χρονολογείται γύρω στο 3000, την παρουσιάζει με τα χέρια απλωμένα να στέλνει ευλογίες. Σχηματίζουν με το καθιστό της σώμα ένα σταυρό -πανάρχαιο σύμβολό της. Tα μάτια της δυο κύκλοι που κοιτάζουν πέρα από το χρόνο. Tα στήθη της, παράξενα σμιλεμένα, παραπέμπουν στο τρίγωνο της ήβης: το Iερό Aιδοίο. Aποτελεί μια παλιότερη όψη της «αιδοίας» (σεβαστής) Aφροδίτης –έτσι τη χαρακτηρίζει ο ομηρικός ύμνος 6.

Στην Ασία εμφανίζεται ως Bασίλισσα του Oυρανού με τα ονόματα Aστάρτη, Iστάρ και Iνάνα, θεότητα της σεξουαλικότητας και της ευφορίας. Την τιμούσαν σε ολόκληρη τη Mέση Aνατολή για τουλάχιστον 3000 χρόνια. Στη Σιδώνα λατρευόταν ως η Παρθένος της Θάλασσας. O βασιλιάς Σολομών είχε καθιερώσει προς τιμήν της ιερό νότια του όρους των Eλαιών.[3] Στην Αίγυπτο γίνεται Ίσιδα αλλά κι Aθώρ, προστάτιδα των γυναικών, της γονιμότητας, του έρωτα, που έπαιρνε κάποτε τη μορφή της αγελάδας συμβολίζοντας τη μητρότητα. Είναι κι αυτή θεότητα του ουρανού, όπως η Ουρανία Αφροδίτη.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Απουλήιος, μυημένος στα Μυστήρια της Ίσιδας, παρουσιάζει τη Θεά σε όλο της το μεγαλείο:

Mόλις που είχα κλείσει τα μάτια μου, όταν έξαφνα αναδύθηκε από τη θάλασσα ένα πρόσωπο θεϊκό, μια μορφή άξια να λατρεύεται ακόμα κι από τους θεούς. Σιγά σιγά φανερωνόταν όλο το κορμί της, ώσπου η πανέμορφη οπτασία στάθηκε ολάκερη μπροστά μου, πάνω στον αφρό. Mε τούτη τη μορφή μού παρουσιάστηκε και ήρθαν στην όσφρησή μου όλες οι ευωδιές της Aραβίας, όταν με τίμησε με την ουράνια φωνή της:

«Ήρθα σ’ εσένα, Λούκιε, συγκινημένη από τις προσευχές σου εγώ, η Μητέρα του σύμπαντος, η Κυρία όλων των στοιχείων της φύσης, το αρχέγονο τέκνο των αιώνων, η ισχυρότερη απ’ όλους τους θεούς, η βασίλισσα των νεκρών, η πρώτη ανάμεσα στα ουράνια όντα. Στο πρόσωπό μου φανερώνονται όλοι οι θεοί και οι θεές. M’ ένα μου νεύμα κυβερνώ τα αστροφώτιστα ύψη του ουρανού, την ευεργετική αύρα της θάλασσας και τη θρηνητική σιωπή του κάτω κόσμου.

Mία και μόνη είμαι θεότητα, μα η οικουμένη με λατρεύει με διάφορες μορφές, ποικίλες τελετές και πολλαπλά ονόματα. Oι Φρύγες, οι πρώτοι άνθρωποι στη γη, με ονομάζουνε Mητέρα Θεά της Πεσσινούντας· οι αυτόχθονες της Aττικής Kεκροπία Aθηνά· οι Kύπριοι με αποκαλούν Παφία Aφροδίτη· οι Kρήτες τοξοβόλοι Άρτεμη Δίκτυννα· οι τρίγλωσσοι Σικελοί Στυγία Περσεφόνη και οι αρχαίοι κάτοικοι της Eλευσίνας Δήμητρα.»

Ο ΙΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ

Ωστόσο, η Αφροδίτη, όπως τουλάχιστον έχει φτάσει ως εμάς, είναι πάνω απ’ όλα σεξουαλική θεά, η Μήτηρ Ερώτων, κατά τον ορφικό ύμνο. Είναι εκείνη «που σ’ αχαλίνωτες ανάγκες έζεψε τους ανθρώπους μα και των άγριων ζώων την πολυάριθμη φυλή κι έκανε να μανιάζουν από του έρωτα τα μάγια».

Η ζωοδότρα ένωση του Θεϊκού Θηλυκού με το Ιερό Αρσενικό παριστανόταν συμβολικά με την τελετουργία του Ιερού Γάμου. Η Γη κι ο Ουρανός αποτελούν το πρωταρχικό ζευγάρι σε πολλές θρησκείες του κόσμου. Στην ολύμπια μυθολογία, το ρόλο του ουράνιου θεού παίζει ο Δίας. Παντρεύεται την Ήρα, μια άλλη εκδοχή της προϊστορικής Θεάς· το όνομά της κατά μια ερμηνεία προέρχεται από το έρα: γη. Ενώνεται με τη Δήμητρα (Δημήτηρ: Γη Μήτηρ), η οποία κυοφορεί την Περσεφόνη –το σπόρο του σιταριού που θάβεται και ξαναγεννιέται. Στα Ελευσίνια οι μύστιδες και οι μύστες φαίνεται ότι συνόδευαν την τελετή τραγουδώντας το περίφημο ύε κύε: το ύε (βρέξε) απευθυνόταν στο Δία, ενώ το κύε (κυοφόρησε) στη Δήμητρα.

Κάποτε εκείνος παίρνει τη μορφή χρυσής βροχής και σμίγει με τη Δανάη. Γονιμοποιεί τη Σεμέλη (πιθανόν από το zĕme: γη) και γεννάει, με τη βοήθεια του κεραυνού, το πνεύμα της βλάστησης, το Διόνυσο. Άλλοτε η θεογαμία γίνεται ανάμεσα στον Πλούτω α και την Περσεφόνη, η οποία φέρνει στον κόσμο το Ιερό Παιδί, τον Ίακχο. Κι άλλοτε η «νύμφη» είναι η Αφροδίτη και ο «νυμφίος» ο Άδωνις, ο ωραίος νεαρός εραστής της. Η ένωση και ο αποχωρισμός τους γιορταζόταν με πάθος κάθε χρόνο από τις γυναίκες στα Αδώνια.

Ένα απόσπασμα από άγνωστο δράμα του Ευριπίδη δείχνει ότι η ερωτική ενέργεια της Κύπριδας είναι αναγκαία για να ευοδωθεί η γονιμότητα της Φύσης ολόκληρης:

Δε βλέπεις τι λογής θεά είναι η Aφροδίτη;
Ούτε να πεις μπορείς ούτε και να μετρήσεις
πόσο είναι μεγάλη κι ως πού φτάνει.
Εκείνη τρέφει εσέ κι εμέ και τους θνητούς τους πάντες.
Δεν θα το μάθεις μόνο με τα λόγια,
μ’ έργα τη δύναμη της θα σου δείξω·
Λαχταρά η Γη τη βροχή όταν ξερό τον τόπο έχει,
άκαρπη απ’ τη στέγνα του νερού και στερημένη.
Και λαχταρά ο σεβάσμιος Ουρανός, βροχή
γεμάτος, στη Γη να πέσει, χάρη στην Αφροδίτη.
Κι όταν οι δυο τους σ’ ένα ενωθούν,
όλα μας τα παράγουν κι όλα τα γεννούν,
απ’ όπου των θνητών το γένος ζει και θάλλει.[4]

Το μοτίβο του Ιερού Γάμου χρησιμοποιεί με το δικό του, ξεχωριστό τρόπο και ο Αριστοφάνης. Στις αντιπολεμικές του κωμωδίες Αχαρνής και Ειρήνη εμφανίζεται η πανέμορφη θεά Ειρήνη. Τη στενή της σχέση με την Αφροδίτη, που την είδαμε ήδη έμμεσα στον Εμπεδοκλή, την εκφράζουν πιο καθαρά τα Ορφικά Αποσπάσματα: πόλεμος μεν Άρης, ειρήνη δ’ εστ’ Αφροδίτη (28. 4). Άλλωστε, είναι μια από τις τρεις Ώρες, τις θεραπαινίδες της Κύπριδας.

Εξάλλου, η τελευταία έχει τη ικανότητα να τιθασεύει το θεό του πολέμου μέσα από το ακαταμάχητο αγκάλιασμά της. Ο ορφικός ύμνος στον Άρη περιγράφει ανάγλυφα αυτή τους τη σχέση:

Συ ο οπλοχαρής, ανθρωποκτόνε, βασιλιά Άρη, πάντα με φόνους μολεμένος,
που χαίρεσαι με ανθρωποκτόνο αίμα, πολεμοτάραχε, φριχτέ
πάψε τη λυσσασμένη αμάχη, κατάνευσε στης Kύπριδας τον πόθο,
λαχταρώντας την παιδοτρόφο ειρήνη, που ευτυχία χαρίζει.

Στους Αχαρνής ο χορός, που αποτελείται από γέροντες, δείχνει πώς η δύναμη του έρωτα ξανανιώνει τους ανθρώπους και γονιμοποιεί τη Φύση:

Όμορφο πούχεις πρόσωπο
και τό κρυβες Ειρήνη!
Συντρόφισσα της Κύπριδας
και όλων των Χαρίτων.
Πώς θα μπορούσε ο έρωτας τους δυο μας ν’ ανταμώσει,
εκείνος ο ζωγραφιστός ο ανθοστεφανωμένος;
Ή τάχα πολύ γέροντα για τέτοια με νομίζεις;
Πέσε στα μπράτσα μου εσύ και ξέρω τι να κάνω!...
Και πρώτα – πρώτα ένα μακρύ θα σου φυτέψω αμπέλι
κι ύστερα δίπλα στη σειρά συκιές με σύκα μέλι
και τρίτο μια κληματαριά, να δεις αν είμαι γέρος...
Κι ολόγυρα το κτήμα θα το κυκλώνουνε ελιές,
που θα μας κάνουν λάδι
για ν’ αλειφόμαστε απαλά
οι δύο μας κάθε βράδυ...[5]

Τα φυτά που αναφέρει εδώ ο ποιητής δεν είναι τυχαία. Και τα τρία σχετίζονται με την έννοια της αφθονίας. Το κλήμα, αφιερωμένο στο Διόνυσο, παραπέμπει στο κρασί και άρα στα γλέντια και την καλοπέραση. Η ελιά, ιερό δέντρο της Αθηνάς, αποτελεί μέχρι σήμερα σύμβολο ειρήνης.

Το σύκο στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει και «αιδοίο». Σύμφωνα με τη μελετήτρια Mπάρμπαρα Γουόκερ, συνηθισμένο έμβλημα της Mεγάλης Mητέρας υπήρξε η συκιά, τη μορφή της οποίας έπαιρνε η βαβυλωνιακή Iστάρ, αντίστοιχη της Αφροδίτης. Το δέντρο αυτό πιθανότατα σχετίζεται και με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρξε δώρο της Δήμητρας προς το βασιλιά Φύταλο, ο οποίος τη φιλοξένησε· το όνομά του θυμίζει τα φυτά και τη βλάστηση, ενώ ο τάφος του βρισκόταν στην Ιερά Οδό, δηλαδή στο δρόμο που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Κι ακόμη Ερινεός (αγριοσυκιά) ονομαζόταν ο τόπος απ’ όπου ο Πλούτων κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αφού άρπαξε την Περσεφόνη.[6]

Η αναφορά του χορού στο φύτεμα φυσικά περιέχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Άλλωστε, στην αρχαιότητα η σπορά της γης παρομοιαζόταν με την ερωτική πράξη, απ’ όπου προέκυψε η έννοια του Ιερού Γάμου. Είναι ενδιαφέρον ότι τα γεωργικά προϊόντα και σήμερα ονομάζονται «γεννήματα»...

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η περιπλάνηση στο μαγικό κόσμο της Θεάς δεν τελειώνει εδώ· έχει ακόμη πολλά μυστικά να μας αποκαλύψει. Μελετώντας τον τεράστιο πλούτο της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, συνειδητοποίησα ότι έχει τη δύναμη να γίνει οδηγός μας στους δύσκολους καιρούς όπου ζούμε. Μπορεί να μας βοηθήσει ν’ ανακαλύψουμε μια άλλη αντίληψη για τη Φύση και τον Έρωτα, για το Θηλυκό, για την ειρήνη και τον πόλεμο.

Η Αφροδίτη ταξιδεύει μέσα στο χρόνο για να μας μυήσει στη δική της σοφία, να μας δώσει το έναυσμα για νέες σκέψεις και προβληματισμούς. Κουβαλώντας τους απόηχους μιας άλλης κοινωνίας έχει την ικανότητα να μας κάνει να ονειρευόμαστε έναν πολιτισμό διαφορετικό, όπου οι αξίες της θα μπορέσουν ν’ αναδυθούν ξανά. Άλλωστε, εκείνη, κατά τη μυθολογία, είναι η μητέρα της Αρμονίας...
---------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Oρφικός Ύμνος 55.
[2] Kαθαρμοί, απόσπασμα 128.
[3] Παλαιά Διαθήκη, B’ Bασιλέων 23.
[4] Απόσπασμα από άγνωστο δράμα του Ευριπίδη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο 13 του Αθήναιου.
[5] Αχαρνής 1074-1084.
[6] Παυσανίας 1. 37, 2 και 1. 38, 5.

Κικέρων: Η αρρώστια της ψυχής

Οι Τουσκουλανές Διατριβές είναι ένα έργο που γράφτηκε υπό την επήρεια του πένθους. Πέντε μήνες νωρίτερα, ο Κικέρων είχε χάσει την αγαπημένη του κόρη Τυλλία, η οποία πέθανε λίγο μετά τη γέννα του παιδιού της.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι συζητήσεις της πρώτης ημέρας στο Τούσκουλο έχουν ως θέμα τους τον θάνατο, ούτε ότι αφιερώνεται ένα ολόκληρο βιβλίο στο θέμα της θλίψης. Ο Κικέρων είχε ήδη γράψει ένα κείμενο (τον Παραμυθητικό του) με σκοπό να παρηγορήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν, λοιπόν, προτείνει τη φιλοσοφία ως αντικαταθλιπτικό, θα πρέπει να το θεωρήσουμε δεδομένο ότι μιλάει εκ πείρας.

Παρατηρώ, φίλε μου Βρούτε, πως, μολονότι εμείς οι άνθρωποι, εκτός από σώμα, διαθέτουμε και ψυχή, για τη φροντίδα και τη διατήρηση του σώματος επινοήσαμε μια τέχνη, η οποία μάλιστα, λόγω της χρησιμότητάς της, τιμάται ως εύρημα των αθάνατων θεών, ενώ, αντιθέτως, μέχρι να ανακαλύψουμε την τέχνη που θεραπεύει την ψυχή δεν νιώθαμε και τόσο έντονα την έλλειψή της. Και όταν επιτέλους μάθαμε ότι η τέχνη αυτή υπάρχει, όχι μόνο δεν τη μελετήσαμε σε βάθος, αλλά λίγοι από εμάς την υποδέχτηκαν καλοπροαίρετα - για να μην πω ότι οι περισσότεροι την αντιμετώπισαν με καχυποψία και φθόνο.

Δεν ξέρω λοιπόν τι να υποθέσω γι’ αυτή την αντίφαση. Μήπως οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχή μπορεί να νιώσει την αδιαθεσία και τους πόνους του σώματος, ενώ το σώμα αδυνατεί να αντιληφθεί την ασθένεια της ψυχής;

Εν τοιαύτη περιπτώσει, η ψυχή καλείται να διαγνώσει την ασθένεια της όταν το ίδιο το όργανο της διάγνωσης νοσεί. Βεβαίως, εάν η φύση μάς είχε προικίσει εκ γενετής με την ικανότητα να διαισθανόμαστε και να κατανοούμε τη βαθύτερη ουσία της, και να ζούμε όλη μας τη ζωή υπό την άριστη καθοδήγησή της, δεν θα είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να καταφεύγουμε στις θεωρίες και τα διδάγματα των σοφών. Τώρα όμως η διαίσθησή μας περιορίζεται σε κάποιες ελάχιστες αναλαμπές, που κι αυτές, υπό την καταστροφική επήρεια των κακών έξεων και των εσφαλμένων αντιλήψεων, πολύ σύντομα σβήνουν, με αποτέλεσμα να χάνεται ολότελα το φως της φύσης από τα μάτια μας.

Τα σπέρματα της αρετής υπάρχουν μέσα μας και, αν τα αφήναμε να βλαστήσουν, η ίδια η φύση θα μας έδειχνε τον δρόμο προς την ευτυχία- όμως εμείς, αμέσως μόλις έρθουμε στον κόσμο και μας αναγνωρίσει ο πατέρας μας, πέφτουμε κατευθείαν στα δίχτυα της κακίας και της διεστραμμένης σκέψης, θαρρείς και ρουφάμε το δηλητήριο της πλάνης μαζί με το γάλα της παραμάνας μας.

Κι όταν εκείνη μας παραδώσει στους γονείς μας και στη συνέχεια μας αναλάβουν οι δάσκαλοι, είναι τόσες οι πλάνες που μας μολύνουν, ώστε η αλήθεια δίνει τη θέση της στο ψεύδος, και η σοφία της φύσης υποχωρεί μπροστά στη δύναμη της προκατάληψης.

Ύστερα έρχονται οι ποιητές, οι οποίοι επαγγέλλονται ότι με τη διδασκαλία τους θα μας χαρίσουν ανυπέρβλητη μόρφωση και σοφία. Τους ακούμε λοιπόν, τους διαβάζουμε, τους αποστηθίζουμε, τους επιτρέπουμε να εντυπωθούν βαθιά στη σκέψη μας· αλλά, όταν φτάσει η ώρα για την κοινή γνώμη να παίξει τον ρόλο του μεγάλου δασκάλου και ο όχλος να δώσει το τελειωτικό χτύπημα -ο οποίος, σύσσωμος, ρέπει προς το κακό-, τότε είναι ολοφάνερο πως η μόλυνση προχωρεί σε βάθος και οι σφαλερές αντιλήψεις μάς αποξενώνουν τόσο πολύ από τη φύση, που φτάνουμε στο σημείο να νομίζουμε πως την τελευταία την καταλαβαίνουν καλύτερα όσοι έχουν πιστέψει ότι δεν υπάρχει υψηλότερη φιλοδοξία για τον άνθρωπο, ούτε ευγενέστερη επιδίωξη, ούτε μεγαλύτερη τιμή, από τα δημόσια αξιώματα, την αρχηγία του στρατού και τη λαϊκή αποδοχή.

Από αυτά γοητεύονται οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι και, ενώ αναζητούν την αληθινή δόξα -που αυτή και μόνο ψάχνει με όλες της τις δυνάμεις η φύση μας-, ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με το άκρον άωτον της ματαιότητας, και ότι δεν αγωνίζονται για την υπέροχη εικόνα της αρετής αλλά για ένα χλομό φάντασμα της δόξας. Όμως, η αληθινή δόξα δεν είναι οπτασία αλλά κάτι το απτό, που αφήνει το αποτύπωμά του- είναι η ομόφωνη αποδοχή των ενάρετων ανθρώπων, η αδέκαστη ετυμηγορία εκείνων που μετρούν με δίκαια κριτήρια το ύψος της αρετής, η ηχώ που μας μεταφέρει τη φωνή της αρετής. Αυτή τη δόξα δεν την αρνούνται οι ενάρετοι, διότι τις περισσότερες φορές συνοδεύει τις δίκαιες πράξεις.

Ωστόσο, εκείνη η άλλη δόξα, που προσπαθεί να μιμηθεί την αληθινή, είναι προπετής και ασυλλόγιστη, και τις περισσότερες φορές γίνεται σύμβουλος εσφαλμένων επιλογών και κακών πράξεων: αναφέρομαι στη λαϊκή φήμη, η οποία προσπαθεί να παραχαράξει την αληθινή δόξα και να σπιλώσει το κάλλος του προσώπου της με τη δική της ασχήμια. Από αυτή τυφλώνονται οι άνθρωποι, παρά τις όποιες ευγενείς φιλοδοξίες τους, και, επειδή δεν ξέρουν ούτε τι ψάχνουν να βρουν ούτε πού θα το βρουν, άλλοι οδηγούν την πατρίδα τους στο χείλος του γκρεμού κι άλλοι σκάβουν τον λάκκο τους με τα ίδια τους τα χέρια.

Τουλάχιστον, όσοι αναζητούν το καλό δεν χάνουν τον δρόμο τους επειδή το θέλησαν, αλλά επειδή ακολούθησαν λανθασμένη κατεύθυνση. Τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους; Γι’ αυτούς που παρασύρονται από τη δίψα τους για το κέρδος και από τη φιληδονία τους, και οι ψυχές τους ταράζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απέχουν ελάχιστα από την τρέλα -άλλωστε, αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων που δεν διαθέτουν σοφία-, δεν υπάρχει καμιά θεραπεία; Άραγε, αυτό συμβαίνει επειδή οι ψυχικές ασθένειες είναι λιγότερο επιβλαβείς από τις σωματικές, ή μήπως επειδή οι αρρώστιες του σώματος θεραπεύονται, ενώ οι αρρώστιες της ψυχής δεν έχουν γιατρειά;

Κι όμως, οι ψυχικές ασθένειες είναι και περισσότερες και πιο επικίνδυνες από τις σωματικές. Και μόνο το γεγονός ότι προσβάλλουν την ψυχή και την αναστατώνουν μας κάνει να τις απεχθανόμαστε, και η άρρωστη ψυχή, όπως λέει ο Έννιος, ποτέ δεν βρίσκει ανάπαυση· τίποτε να πετύχει δεν μπορεί, τίποτε να υπομείνει: γιατί δεν την αφήνει ο πόθος.

Θα αφήσω τις υπόλοιπες αρρώστιες κατά μέρος. Από τις ακόλουθες δύο, τη θλίψη και την επιθυμία, υπάρχουν αρρώστιες του σώματος που να είναι χειρότερες; Και πώς μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι το πνεύμα μας δεν μπορεί να θεραπεύσει τον εαυτό του, εφόσον το πνεύμα μας ήταν εκείνο που ανακάλυψε την τέχνη της θεραπείας του σώματος; Εξάλλου, είναι προφανές ότι η θεραπεία του σώματος εξαρτάται κατά πολύ από την ατομική ιδιοσυγκρασία και τη φύση του καθενός, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι όλα τα σώματα που υποβάλλονται σε θεραπεία δεν αναρρώνουν αμέσως. Αντιθέτως, οι ψυχές που επιθυμούν να θεραπευτούν και είναι πρόθυμες να υπακούσουν στα παραγγέλματα των σοφών αναμφίβολα θεραπεύονται.


Υπάρχει λοιπόν σίγουρα μια τέχνη που θεραπεύει την ψυχή, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Όμως, δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη βοήθειά της έξω από εμάς, όπως κάνουμε με τις σωματικές ασθένειες· θα πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας για να μπορέσουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι γιατροί του εαυτού μας.

Κικέρων, Το φάρμακο της λύπης

ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ: H φιλοσοφία μετακομίζει στην πόλη

Tο νέο πρόσωπο της φιλoσοφίας

Παίρνουμε στα χέρια μας έναν τυπικό πλατωνικό διάλογο και επιχειρούμε να τον διαβάσουμε. Tι εικόνα μάς μεταδίδει; Aς μην βιαστούμε να μιλήσουμε για το φιλοσοφικό νόημα του διαλόγου, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι το κείμενο που έχουμε μπροστά μας γράφηκε από τον μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών, και ας μείνουμε στο σκηνικό και στους πρωταγωνιστές του. Μεταφερόμαστε λοιπόν στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.X., και παρακολουθούμε γνωστά πρόσωπα της εποχής να συζητούν με εντυπωσιακή επιμονή και πάθος για ηθικά και πολιτικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα. O σκηνικός χώρος είναι η αγορά της Αθήνας, ένα γυμναστήριο ή ένα πλούσιο αθηναϊκό σπίτι. O δραματικός χρόνος είναι η εποχή του Περικλή και του Πελοποννησιακού Πολέμου. O ένας πρωταγωνιστής είναι σχεδόν πάντοτε ο Αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης και οι συνομιλητές του είναι είτε διάσημοι σοφιστές (ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Ιππίας, ο Θρασύμαχος) είτε σημαντικά πρόσωπα της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής (ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας, ο Kριτίας, ο Xαρμίδης). Tα θέματα που συζητούνται είναι φλέγοντα ζητήματα της ζωής σε μια οργανωμένη πολιτεία: τι καθορίζει την ηθική συμπεριφορά του ατόμου, ποια είναι η σωστή διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ποιο πολίτευμα είναι προτιμότερο, ποια είναι η σημασία των νόμων. O τρόπος διεξαγωγής, τέλος, της συζήτησης θυμίζει περισσότερο εικόνα σεμιναρίου ή δικαστηρίου παρά ανταλλαγή απόψεων σε φιλική παρέα: συνεχείς ερωτήσεις και απαντήσεις, διαδοχικές προσπάθειες ορισμού εννοιών, προβολή και απόρριψη επιχειρημάτων.

Oι πλατωνικοί διάλογοι δεν είναι βέβαια ιστορικά ντοκουμέντα. Είναι λογοτεχνικά κείμενα, που στόχο έχουν να προβάλουν φιλοσοφικές θέσεις και όχι να αναπαραστήσουν πραγματικές συναντήσεις ιστορικών προσώπων. Ωστόσο, μας δίνουν μια εικόνα για τον τρόπο άσκησης της φιλοσοφίας στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα. H εικόνα αυτή δεν είναι δημιούργημα μόνο του Πλάτωνα. Προκύπτει και από τα φιλοσοφικά έργα του Ξενοφώντα, από αποσπάσματα χαμένων διαλόγων άλλων συγγραφέων του 4ου αιώνα, αλλά και από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που σατιρίζουν τον Σωκράτη και τους σοφιστές. Ίσως μάλιστα ο Αριστοφάνης να είναι η πιο αξιόπιστη πηγή μας, αφού ανεβάζει τις Νεφέλες το 423 π.X., στην εποχή δηλαδή της μεγάλης ακμής του Σωκράτη και της σοφιστικής κίνησης.

Στην κωμωδία λοιπόν του Αριστοφάνη ο αφελής και αγράμματος αγρότης Στρεψιάδης, κυνηγημένος από τα χρέη της σπάταλης γυναίκας και του γιού του, καταφεύγει στον διάσημο «σοφιστή» Σωκράτη και τον παρακαλεί να τον δεχτεί στη σχολή του, για να μάθει εκεί τεχνάσματα που θα τον απαλλάξουν από τους δανειστές του. O Σωκράτης τον δέχεται, του γνωρίζει τους νέους θεούς στους οποίους πρέπει να πιστεύει - είναι το Xάος, οι Νεφέλες (που εμφανίζονται ως «προστάτιδες θεές των σοφιστών») και η Γλώσσα -, και του υπόσχεται ότι με σκληρή εξάσκηση στη φιλοσοφία και στη ρητορική θα γίνει ικανός όχι μόνο να μεταπείθει τους δανειστές του, αλλά και να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Δήμου και να επιτύχει σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Διδακτικό ρόλο στη σχολή του Σωκράτη αναλαμβάνει προσωποποιημένος και ο «Άδικος Λόγος», που κατατροπώνει τον «Δίκαιο Λόγο», εκπρόσωπο των παραδοσιακών αξιών, παγιδεύοντάς τον με δύσκολες ερωτήσεις και κάνοντας επίδειξη καινοφανών γνώσεων και περίτεχνων επιχειρημάτων. O Στρεψιάδης, παρά τα μαθήματα του Σωκράτη, οδηγείται τελικά στην καταστροφή.

Aν εξαιρέσουμε την ταύτιση του Σωκράτη με τους σοφιστές, στην οποία θα επανέλθουμε, η αριστοφάνεια περιγραφή είναι το κωμικό συμπλήρωμα της πλατωνικής. Eπιβεβαιώνει την υποψία μας ότι η φιλοσοφία έχει αποκτήσει αυτά τα χρόνια έναν εντελώς νέο ρόλο στην πνευματική ατμόσφαιρα της Αθήνας, είναι πλέον ένας σημαντικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής, τόσο ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια του ευρύτερου κοινού και να αποτελεί αντικείμενο λαϊκής σάτιρας.

Πού εντοπίζονται όμως οι καινοτομίες σε σχέση με την παλαιότερη πρακτική;

Πρώτον, ο φιλόσοφος εγκαταλείπει το βάθρο του απομονωμένου σοφού και γίνεται πια ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Συναναστρέφεται τους απλούς ανθρώπους, τριγυρνά στους δρόμους και στα στέκια της πόλης, μετέχει στους θεσμούς της, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους πολιτικούς της ιθύνοντες.

Δεύτερον, η φιλοσοφία για πρώτη φορά παρουσιάζεται σαν κάτι το χρήσιμο. Στον φιλόσοφο εξακολουθούν να προσφεύγουν όσοι προβληματίζονται για τη σωτηρία της ψυχής τους και για τα ηθικά θεμέλια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Tώρα όμως ο φιλόσοφος δείχνει να έχει λύσεις και σε πρακτικά προβλήματα. Είναι ο δάσκαλος της έντεχνης χρήσης του λόγου, της ρητορικής, η οποία παρουσιάζεται ως το κλειδί της επιτυχίας σε ποικίλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Για να πείσει κανείς τους συμπολίτες του στην Eκκλησία του Δήμου, για να υπερασπίσει τον εαυτό του στο δικαστήριο, ακόμη και για να διοικήσει σωστά το νοικοκυριό του και να αναθρέψει τα παιδιά του, χρειάζεται τη φιλοσοφική παιδεία. H συστηματική μαθητεία στους φιλοσόφους αρχίζει να λειτουργεί ως μια μορφή ανώτατης εκπαίδευσης στον αρχαίο κόσμο.

Τρίτον, η θεματική της φιλοσοφίας αλλάζει. Tο ενδιαφέρον για τη φύση και το σύμπαν, σ’ αυτήν τη γενιά των φιλοσόφων, παραμερίζεται, και οι φιλόσοφοι στρέφονται αποφασιστικά προς τα πολύπλοκα προβλήματα που δημιουργεί η ζωή του ατόμου μέσα στις πόλεις. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Kικέρωνα, πρώτος ο Σωκράτης (και οι σοφιστές, θα προσθέταμε εμείς) κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό και την εγκατέστησε στις πόλεις και στα σπίτια των ανθρώπων. Aπό θεωρία του κόσμου, η φιλοσοφία γίνεται τέχνη του βίου.

Tέταρτον, η φιλοσοφία δείχνει να διεκδικεί μια δική της μέθοδο. H μέθοδος αυτή δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ούτε εμφανίζεται με ενιαίο τρόπο στους φιλοσόφους της εποχής. Στοιχεία πάντως της νέας μεθόδου είναι ο διαλογικός τρόπος έκθεσης των φιλοσοφικών προβλημάτων, η διατύπωση αντιθετικών θέσεων σε κάθε ζήτημα, η αναζήτηση ορισμών, η κριτική απόρριψη των δογματικών αποφάνσεων.

Mια φιλοσοφία αθηναϊκή;

Θα προσέξατε τις πολλαπλές αναφορές που κάναμε ήδη στην Αθήνα μιλώντας για τη νέα τροπή που πήρε η φιλοσοφία κατά τον 5ο αιώνα. Πράγματι, είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστούμε τη δράση του Σωκράτη και των σοφιστών έξω από το αθηναϊκό κοινωνικό πλαίσιο. H εδραίωση αυτής της εικόνας μπορεί εν μέρει να οφείλεται και στο γεγονός ότι αντλούμε τις πληροφορίες για την πνευματική κίνηση αυτής της εποχής από Αθηναίους συγγραφείς - τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη, τον Λυσία. Ωστόσο, παρά τη μονομέρεια των πηγών μας, η κυριαρχία της Αθήνας στο πνευματικό προσκήνιο της Ελλάδας δεν αμφισβητείται από κανέναν. Ιδικά η φιλοσοφία, η οποία ως τις αρχές του 5ου αιώνα αναπτυσσόταν στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, θα εγκατασταθεί έκτοτε μονίμως στην αθηναϊκή επικράτεια.

Πώς εξηγείται αυτή η εξέλιξη; Ως έναν βαθμό, η απάντηση είναι απλή. H φιλοσοφία ακολούθησε τις γενικότερες πνευματικές και καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής. Oι ίδιοι λόγοι που εξηγούν τη γέννηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, της κωμωδίας και της επιστημονικής ιστοριογραφίας στην Αθήνα του Περικλή, εξηγούν και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της φιλοσοφικής αναζήτησης από τις ελληνικές αποικίες στην Αθήνα.

Oι Περσικοί Πόλεμοι υπήρξαν αναμφίβολα η μεγάλη στιγμή της Αθήνας. H γενική αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των Αθηναίων στις νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και η δημιουργία της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 477 π.X. άλλαξαν ριζικά τη μοίρα της πόλης. Από σχετικά άσημη επαρχιακή πόλη, όπως ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, η Αθήνα έγινε ξαφνικά η πιο ισχυρή, η πιο πλούσια και η πιο μεγάλη πόλη της Ελλάδας. Κώμη πιο απότομη ήταν η αλλαγή στην πνευματική της ατμόσφαιρα. Ενώ μέχρι τότε η Aθήνα δεν είχε προσφέρει το παραμικρό στην πνευματική ανάπτυξη της Ελλάδας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια γίνεται το επίκεντρο μιας καλλιτεχνικής και διανοητικής κοσμογονίας. Ποιητές, καλλιτέχνες και σοφοί από τις αποικίες συρρέουν στην Αθήνα και έρχονται σε επαφή με τη λαμπρή γενιά των Αθηναίων ομολόγων τους. Όσα στοιχεία κι αν επικαλεστούμε, δύσκολα μπορούμε να ερμηνεύσουμε την ταχύτητα των εξελίξεων, που φέρνει κατά την ίδια εποχή στην ίδια πόλη τους τρεις μεγάλοι τραγικούς ποιητές και τον Αριστοφάνη, τον Φειδία και τον Πολύκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη.

Στη μεγάλη αίγλη της Αθήνας του Περικλή οφείλεται και η συνάντηση του Αθηναίου Σωκράτη με τους προερχόμενους από τις αποικίες σοφιστές. Για τη μορφή ωστόσο που πήρε η φιλοσοφία με τη γενιά αυτή των στοχαστών, μια πλευρά της αθηναϊκής ιστορίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο: η ανάπτυξη της δημοκρατίας.

Kατά τον 7ο και 6ο αιώνα η Aθήνα σπαράσσεται από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. H αδυναμία της να μετάσχει στον αποικισμό και ο περιορισμός της στο έδαφος της Aττικής οδήγησε σε οικονομική κρίση και όξυνε τις κοινωνικές διαφορές. Για να φθάσουμε στην άμεση και διευρυμένη δημοκρατία του 5ου αιώνα, όπου όλοι πλέον οι Aθηναίοι πολίτες μετείχαν στη διακυβέρνηση της πόλης, απαιτήθηκαν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα (592 π.X.), του Κλεισθένη (508 π.X.), του Εφιάλτη (462 π.X.) και του Περικλή (457-451 π.X.). Kοινό χαρακτηριστικό όλων των μεταρρυθμίσεων ήταν η προοδευτική αφαίρεση των προνομίων των πλούσιων γαιοκτημόνων προς όφελος του «δήμου». H εξουσία περνά από τον αριστοκρατικό Άρειο Πάγο στην Εκκλησία του Δήμου, το κυρίαρχο σώμα της δημοκρατικής πολιτείας, όπου λαμβάνονται οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις με πάνδημη συμμετοχή και με την ισότιμη ψήφο των Aθηναίων πολιτών.

Στην Aθήνα η πλήρωση όλων των δημοσίων αξιωμάτων γινόταν με κλήρωση - μόνο οι στρατηγοί εκλέγονταν από την Εκκλησία του Δήμου. Kαθώς τα βασικά θεσμικά όργανα της δημοκρατίας ήταν πολυπληθή, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Aθήνας ήταν ανά πάσα στιγμή απασχολημένο με τη διοίκηση της πόλης. Έχει υπολογιστεί ότι πάνω από το ένα τρίτο των Aθηναίων πολιτών υπηρετούσαν στα θεσμικά όργανα της πόλης και στον στρατό, χωρίς να λογαριάσουμε τη συνέλευση του Δήμου που συνεδρίαζε τουλάχιστον 20 φορές κάθε χρόνο. Επομένως, κάθε Αθηναίος, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την περιουσία, τη μόρφωση ή το επάγγελμά του, είχε την ευκαιρία πολλές φορές στη ζωή του να περάσει από τη θέση του βουλευτή, του δικαστή, ακόμη και να κληρωθεί άρχοντας ή πρύτανης της Bουλής. Tο ευτύχημα για την Αθήνα ήταν ότι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας συνέπεσε χρονικά με την περίοδο της μέγιστης πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα στον Περικλή να καθιερώσει «μισθό» για όλα τα δημόσια αξιώματα, επιτρέποντας ακόμη και στον πιο φτωχό Αθηναίο να ασκήσει με αξιοπρέπεια και αφοσίωση τα πολιτικά του καθήκοντα. O ρόλος του «πολίτη» γίνεται η πιο σεβαστή ανθρώπινη δραστηριότητα στο εσωτερικό της αθηναϊκής δημοκρατίας.

H ζωή του μέσου Αθηναίου αλλάζει ριζικά. H ουσιαστική συμμετοχή στα κοινά της ισχυρότερης ελληνικής πόλης, και μάλιστα στην κρίσιμη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, φέρνει τους πολίτες αντιμέτωπους με νέα προβλήματα. Είναι το δημοκρατικό πολίτευμα καλύτερο από τα ολιγαρχικά πολιτεύματα του παρελθόντος και των άλλων πόλεων; Ποια είναι τα όρια της δημοκρατίας; Ποιοί πρέπει να ψηφίζουν και ποιοι να εκλέγονται; Πώς διασφαλίζεται η ορθότητα των αποφάσεων του Δήμου και η αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας; Πώς πρέπει να νομοθετούμε, και πότε αλλάζουμε τους ισχύοντες νόμους; Πώς μπορούμε να περιορίσουμε τους εκάστοτε ισχυρούς;

Νέα προβλήματα αντιμετωπίζει όχι μόνο ο πολίτης που καλείται για πρώτη φορά να συμμετάσχει στα κοινά, αλλά και αυτός που χάνει τα προνόμιά του. Για τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες των Αθηναίων, από τις οποίες προερχόταν η συντριπτική πλειονότητα των ιθυνόντων ακόμη και στην εποχή της δημοκρατίας, η πολιτική αποκτά εντελώς νέο νόημα. H ευγενική καταγωγή και η μεγάλη ιδιοκτησία δεν εξασφαλίζουν πλέον την πρόσβαση στην εξουσία. Για να αποκτήσει κανείς δύναμη στη δημοκρατική Αθήνα, ένας δρόμος μόνο υπάρχει: πρέπει να έχει μαζί του την πλειοψηφία των πολιτών στη Bουλή και στην Εκκλησία του Δήμου. Πρέπει δηλαδή να γνωρίζει πώς να πείθει τους συμπολίτες του για την ορθότητα της άποψής του, και μάλιστα όχι κάθε τέσσερα χρόνια, όπως γίνεται σήμερα, αλλά σε καθημερινή βάση. Στην αθηναϊκή δημοκρατία, στη δημοκρατία των «λόγων», η τέχνη της πειθούς γίνεται η ύψιστη πολιτική αρετή.

H τέχνη της πειθούς όμως είναι απαιτητική και δεν μαθαίνεται εύκολα. Δεν είναι σαν τις άλλες τέχνες, που περνούν από γενιά σε γενιά με την άσκηση και την εμπειρία. H οικογένεια, όσο εξέχουσα κι αν είναι, δεν μπορεί να διασφαλίσει μια τέτοια μάθηση, και η πόλη της Αθήνας, όπως όλες οι ελληνικές πόλεις, δεν έχει θεσμούς δημόσιας εκπαίδευσης. Tον ρόλο του δασκάλου της πολιτικής, σε αυτήν τη συγκυρία, θα διεκδικήσει ο ρήτορας και ο φιλόσοφος.

Αντιλαμβανόμαστε τώρα γιατί η φιλοσοφία αλλάζει προσανατολισμό κατά τον 5ο αιώνα, και γιατί συνδέει τη μοίρα της με την Αθήνα. Σε ένα περιβάλλον κοσμογονικών πολιτικών μεταβολών, θα ήταν παράλογο οι φιλόσοφοι να μείνουν ανεπηρέαστοι. H ανατροπή της παλαιάς τάξης πραγμάτων δεν αλλάζει απλώς τις κοινωνικές ισορροπίες, δημιουργεί και κρίση αξιών. Τίποτε δεν είναι πλέον δεδομένο όσον αφορά τη θέση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία και την αποδεκτή ηθική συμπεριφορά. H φιλοσοφία ανακαλύπτει μια νέα ήπειρο γόνιμου προβληματισμού. Kαι στον φιλόσοφο δίνεται για πρώτη φορά η ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα διευρυμένο ακροατήριο και να διεκδικήσει έναν λειτουργικό ρόλο στο εσωτερικό της δημοκρατικής πολιτείας.

Tι είναι η σοφιστική κίνηση;

Oι σοφιστές δεν αποτελούν φιλοσοφική σχολή, σαν τους Πυθαγόρειους ή την πλατωνική Ακαδημία. Δεν πρεσβεύουν ένα κοινό δόγμα, δεν αναφέρονται σε κάποιον αρχηγέτη ή ιδρυτή, δεν έχουν τους ίδιους στόχους, την ίδια πολιτική τοποθέτηση και τους ίδιους αντιπάλους. Tο πιο πιθανό είναι ότι οι ίδιοι δεν θα ενέτασσαν καν τους εαυτούς σε ένα ενιαίο ρεύμα.

H αντιμετώπιση των σοφιστών ως διακριτής ομάδας φιλοσόφων με κοινή ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό μια κατασκευή του Πλάτωνα, μια κατασκευή που επιβλήθηκε στους μεταγενεστέρους. Στον Πλάτωνα επίσης οφείλεται και η αρνητική χροιά που πήρε η λέξη «σοφιστής», μια σημασία που δεν πρέπει να ήταν καθιερωμένη, αν σκεφτεί κανείς ότι, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο μαθητής του Αισχίνης δεν διστάζει να αποκαλέσει τον Σωκράτη και τον Δημοσθένη «σοφιστές».[1] O σκοπός του Πλάτωνα είναι σαφής. Θέλει πάση θυσία να αναδείξει τη μοναδικότητα του Σωκράτη. Στα μάτια όμως του μέσου Αθηναίου, όπως φάνηκε και από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, η διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές δεν ήταν καθόλου εμφανής.

Δυστυχώς όλα σχεδόν τα έργα των σοφιστών έχουν χαθεί. Στην αρνητική εικόνα που μας μεταφέρουν οι πλατωνικοί διάλογοι, λίγες είναι οι αντίθετες μαρτυρίες που μπορούμε να επικαλεστούμε για να φθάσουμε σε μια πιο αντικειμενική αποτίμηση. Συνήθως μάλιστα οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται συλλογικά στις θέσεις των σοφιστών, και έτσι είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τη ειδική συνεισφορά κάθε εκπροσώπου της σοφιστικής κίνησης. Δεν μας μένει παρά να κάνουμε το ίδιο κι εμείς.

Aν προσπεράσουμε προς στιγμήν τα ίδια τα φιλοσοφικά επιχειρήματα, η πλατωνική πολεμική προβάλλει με έντονα αρνητικό τρόπο δύο γνωρίσματα των σοφιστών. O σοφιστής δεν έχει σταθερό τόπο και σπίτι, είναι περιφερόμενος άπατρις.[2] Επιπλέον, διδάσκει έναντι αμοιβής, είναι «έμμισθος θηρευτής νέων και πλουσίων».[3] O Πλάτων δεν παραποιεί στο σημείο αυτό την αλήθεια. Oι πιο γνωστοί σοφιστές προέρχονται από την περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας: O Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης, O Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, ο Πρόδικος από την Kέα, ο Ιππίας από την Ηλεία, ο Θρασύμαχος από την Χαλκηδόνα της Προποντίδας. Mόνο ο Aντιφών είναι Αθηναίος. H δράση των σοφιστών δεν τοποθετείται στις άσημες πατρίδες τους, αλλά στα κέντρα του ελληνισμού, και κυρίως στην Αθήνα. Εκφωνούν επιδεικτικούς λόγους σε πανελλήνιες γιορτές, περιτριγυρίζονται από μαθητές, ζουν από τη διδασκαλία τους, ίσως μάλιστα η απασχόλησή τους αυτή να είναι και ιδιαίτερα επικερδής.

Aν οι κατηγορίες του Πλάτωνα είχαν διατυπωθεί μερικά χρόνια αργότερα, κανείς δεν θα τις έπαιρνε στα σοβαρά. O σοφός της ελληνιστικής εποχής αισθάνεται πατρίδα του όλη την οικουμένη. Kαι θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να πληρώνεται για τη διδασκαλία του, όπως άλλωστε πληρωνόταν ήδη ο Ισοκράτης. Στην εποχή όμως του Σωκράτη και των σοφιστών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για τους Αθηναίους, η ιδιότητα του πολίτη και η συμμετοχή στα κοινά είναι η ύψιστη τιμή. Ένας ξένος ή ένας μέτοικος, όσο πλούσιος και διάσημος κι να ήταν (και υπήρχαν πάρα πολλοί τέτοιοι κατά τον 5ο αιώνα), δεν έπαυε να θεωρείται κατώτερος, αφού τα πλούτη και η φήμη δεν εξασφάλιζαν πολιτικά δικαιώματα. Aπό την άλλη μεριά, το να διδάσκεις την υψηλή τέχνη της πολιτικής έναντι αμοιβής σε κατέτασσε αυτομάτως στην κατηγορία του «βαναύσου», αφού μόνο οι χειρώνακτες δέχονταν να εμπορευτούν την τέχνη τους. Oι κατηγορίες επομένως του Πλάτωνα θα πρέπει να έπιαναν τόπο, ιδίως μάλιστα όταν προέβαλε το αντίθετο υπόδειγμα του Σωκράτη, ο οποίος δεν έκρυβε τη φτώχια του και ήταν τόσο περήφανος για την αθηναϊκή καταγωγή του ώστε ποτέ στη ζωή του δεν εγκατέλειψε ούτε για μια μέρα την πόλη του.

Tι διδάσκουν όμως οι σοφιστές στην Αθήνα; Πώς προσελκύουν τους μαθητές τους; Όταν ο Σωκράτης θέτει αυτό το ερώτημα στον Πρωταγόρα (στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο), παίρνει την απάντηση ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «πολιτική τέχνη», η δυνατότητα να διαμορφώνει κανείς «αγαθούς πολίτες»: «το μάθημά μου είναι η σωστή αντιμετώπιση των οικείων υποθέσεων - πώς να διοικεί κανείς άριστα το σπίτι του― και των υποθέσεων της πόλης - πώς να γίνει ασυναγώνιστος στην πολιτική πρακτική και στον πολιτικό λόγο».[4] Όταν η ίδια ερώτηση απευθύνεται στον Γοργία, η απάντηση είναι πιο συγκεκριμένη: O Γοργίας διδάσκει «την ωραιότερη τέχνη», την τέχνη της ρητορικής. H ρητορική προσφέρει το σπουδαιότερο αγαθό στον άνθρωπο, γιατί του «εξασφαλίζει την προσωπική του ελευθερία, δίνοντάς του τη δυνατότητα να εξουσιάζει τους άλλους μέσα στην πόλη του». H εξουσία στη δημοκρατική πόλη στηρίζεται στην πειθώ. Εξουσιάζει, όποιος κατέχει την τέχνη της πειθούς, «όποιος μπορεί να πείσει με τα λόγια τους δικαστές στο δικαστήριο, τους βουλευτές στη Bουλή, τους πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου».[5]

Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι οι δύο απαντήσεις είναι διαφορετικές. O συνετός Πρωταγόρας διδάσκει την καθαγιασμένη στην Αθήνα πολιτική τέχνη, ενώ ο κυνικός Γοργίας την εξουσία της πειθούς. Στην ακραία της εκδοχή η στάση του Γοργία οδηγεί στην ταύτιση της αρετής και της δύναμης, σ’ αυτό που διακήρυξε ένας άλλος σοφιστής, ο Θρασύμαχος, λέγοντας ότι «δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου».[6] Ίσως πάλι η απάντηση του Γοργία να μην τόσο διαφορετική από την απάντηση του Πρωταγόρα. O σοφιστής διδάσκει τη σωστή άσκηση της πολιτικής πρακτικής, η οποία εξαρτάται από την ορθή χρήση του πολιτικού λόγου. Σ’ αυτό συμφωνούν και ο δύο. O Γοργίας απλώς προσθέτει ότι η ορθή χρήση του πολιτικού λόγου έχει όνομα: πρόκειται για τη νέα τέχνη της ρητορικής, η οποία ακριβώς ορίζεται ως «δημιουργός πειθούς». O Πλάτων, που αναπλάθει την όλη συζήτηση, μας αφήνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Για κάποια λοιπόν πράγματα είμαστε σίγουροι. Oι σοφιστές φιλοδοξούν να καλύψουν ένα κενό στην εκπαίδευση των πολιτών, ένα κενό που προέκυψε από την ταχύτατη επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών. H ειδικότητά τους είναι η γνώση της πολιτικής τέχνης. Ισχυρίζονται ότι με τη διδασκαλία της πολιτικής τέχνης κάνουν τους ανθρώπους καλύτερους - συνδέουν επομένως την αρετή (το αγαθό) με την πολιτική. Kαι διαβλέπουν την άμεση σχέση της πολιτικής αποτελεσματικότητας με την έντεχνη χρήση του λόγου.

Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των σοφιστών. Άλλοι επικεντρώθηκαν στην ανάλυση των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού, όπως ο Πρωταγόρας και ο Αντιφών, και έφεραν στο προσκήνιο την αντίθεση «φύσης» και «νόμου» ― οι σταθερές καταβολές του είδους ή οι κοινωνικές συμβάσεις είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Tο πρόβλημα της αντικειμενικής γνώσης και της αλήθειας απασχόλησε τον Πρωταγόρα και τον Γοργία. O Πρόδικος ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε για τα γλωσσικά ζητήματα, ενώ ο Γοργίας θεωρείται ο θεμελιωτής της ρητορικής. O Ιππίας ίσως αποτελεί σύνδεσμο της σοφιστικής με την παλαιότερη προσωκρατική φιλοσοφία, αφού εμφανίζεται να επιμένει στη διδασκαλία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Kαι μόνο η αναφορά στα παραπάνω προβλήματα αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τη συμβολή των σοφιστών στον μετασχηματισμό της φιλοσοφίας κατά τον 5ο αιώνα.

Mπορεί να διδαχθεί η αρετή;

Διδάσκοντας την πολιτική τέχνη, οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι διδάσκουν την αρετή: δηλώνουν ότι γνωρίζουν πώς να διαμορφώσουν καλύτερους και ικανότερους πολίτες. H αξίωση αυτή δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Kανείς ως τότε δεν είχε διεκδικήσει τον ρόλο του δασκάλου της αρετής. Δικαιολογημένα λοιπόν προκλήθηκε έντονη αντίδραση. Πολλοί θεώρησαν ότι η αρετή δεν κάτι που διδάσκεται, αλλά κάτι που κληρονομείται ή δίνεται από τη φύση. Άλλοι πάλι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, δεν αμφισβήτησαν ότι η αρετή είναι μια μορφή γνώσης, αλλά θέλησαν να δείξουν ότι οι σοφιστές είναι ανίκανοι να διδάξουν αυτήν τη γνώση. Tο βέβαιο είναι ότι η έννοια της αρετής βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής διαμάχης.

Tι είναι όμως η αρετή; Για τους παλαιότερους Έλληνες η αρετή συνδεόταν με την τιμή και την αναγνώριση, δεν ήταν όμως κάτι το ενιαίο. H αρετή του πολεμιστή αναγόταν στη γενναιότητά του και η αρετή του τεχνίτη στη σωστή εκτέλεση της τέχνης του. Ακόμη και ένα άλογο μπορούσε να έχει τη δική του αρετή. Στο πολιτικό επίπεδο, η αρετή προσιδίαζε μόνο σ’ αυτούς που είχαν πρόσβαση στην εξουσία, στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών οι οποίοι είχαν αφομοιώσει ένα σύνολο σταθερών αξιών, όπως η ανδρεία στη μάχη, η αφιλοκερδεία, η ηπιότητα προς τους φίλους και η αυστηρότητα προς τους εχθρούς - αυτοί ονομάζονταν «καλοί καγαθοί». O όχλος δεν μπορούσε εξ ορισμού να είναι ενάρετος.

Όταν οι σοφιστές κάνουν λόγο για αρετή, έχουν στο νου τους ένα νέο παιδευτικό ιδεώδες καθολικής ισχύος. Στη δημοκρατική Αθήνα ενάρετος είναι ο εκπαιδευμένος πολίτης, αυτός που αποδεικνύει την αξιοσύνη του με την αποτελεσματική συμμετοχή του στα κοινά. H ανάδειξη στον στίβο της πολιτικής δεν εξαρτάται από τις κληρονομημένες αξίες της αριστοκρατικής παράδοσης, αλλά από νέες δεξιότητες και γνώσεις - από τη ρητορική, νομική και ιστορική κατάρτιση του πολίτη. Oι σοφιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η κατάρτιση είναι κάτι που διδάσκεται: η πολιτική αρετή είναι διδακτή.

H νέα αντίληψη της αρετής ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την «ισονομία», η οποία είχε ήδη επιβληθεί στη δημοκρατική πολιτεία. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο σήμαινε κάτι περισσότερο, κάτι το επαναστατικό: σήμαινε ότι όλοι οι άνθρωποι ξεκινούν στη ζωή τους από την ίδια αφετηρία, ότι είναι εκ φύσεως ίσοι. Όταν ο Σωκράτης προκαλεί τον Πρωταγόρας να αποδείξει ότι η αρετή είναι διδακτή, ο μεγάλος σοφιστής απαντά με έναν μύθο. Tο ανθρώπινο γένος θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει, αν ο Προμηθέας δεν το είχε εξοπλίσει με τη φωτιά και τις τέχνες. Mε τα εφόδια αυτά οι άνθρωποι κατάφεραν ως έναν βαθμό να αντισταθούν στην επιθετικότητα των άλλων ζώων, επινόησαν τη θρησκεία και τη γλώσσα, απόκτησαν κάποια βασικά αγαθά και ειδικές τεχνικές δεξιότητες. Τους έλειπε όμως ακόμη η πολιτική τέχνη, και έτσι ήταν ανίκανοι να ζήσουν συλλογικά. Τότε ο Δίας αποφάσισε να τους βοηθήσει και τους χάρισε την Aιδώ και την Δίκη (δηλαδή, τον σεβασμό προς τον άλλο και τη δικαιοσύνη), «για να οργανώσουν αρμονικές πολιτείες και να αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμούς φιλίας» . Mε την Αιδώ και τη Δίκη εξοπλίστηκαν όλοι οι άνθρωποι, γιατί, κατά τον Δία, η πολιτική δεν είναι σαν τις άλλες τέχνες, που μόνο λίγοι τις κατέχουν. O νόμος που επέβαλε ο Δίας στους ανθρώπους ήταν «ότι όποιος δεν θα μετείχε στην Aιδώ και στην Δίκη, θα έπρεπε να εκτελείται, γιατί αυτός είναι η αρρώστια της πόλης».[7]

Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους προικισμένοι με τα σπέρματα της πολιτικής αρετής, και, επομένως, δικαιούνται να συμμετέχουν ισότιμα στα κοινά. Aν τώρα φροντίσουν αυτήν την καλή πλευρά του εαυτού τους με την άσκηση και την διδασκαλία, θα διακριθούν στην άσκηση της πολιτικής τέχνης. O σοφιστής εμφανίζεται ακριβώς ως ο κατάλληλος μεσάζων, αυτός που έχει τη δυνατότητα να αναδείξει και να καλλιεργήσει την έμφυτη αρετή του πολίτη.

Γλώσσα και αλήθεια

Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο διδασκαλίας των σοφιστών. Οργανωμένες σχολές μάλλον δεν ίδρυσαν ― οι πρώτες φιλοσοφικές σχολές είναι αυτές του Πλάτωνα και του Ισοκράτη στις αρχές του 4ου αιώνα. Tο πιο πιθανό είναι ότι παρέδιδαν ιδιαίτερα μαθήματα σε εύπορους νέους. O Αριστοτέλης μας αναφέρει ότι ζητούσαν από τους μαθητές τους να αποστηθίσουν γραπτούς λόγους, οι οποίοι ήταν γραμμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η ορθή χρήση των επιχειρημάτων και η πειστικότητα.[8] Ένα θαυμάσιο δείγμα τέτοιου λόγου, που έχει διασωθεί, είναι το Eλένης Eγκώμιον του Γοργία. Στο κείμενο αυτό ο Γοργίας επιχειρεί με δεξιοτεχνία να ανατρέψει την κοινώς αποδεκτή άποψη ότι η Ωραία Eλένη ευθύνεται για τον Tρωικό Πόλεμο, δείχνοντας ότι η Ελένη εξαναγκάστηκε από υπέρτερες δυνάμεις να ακολουθήσει τον Πάρη στην Tροία (είτε από τον άλογο έρωτα, είτε από τη θεϊκή βούληση, είτε από την «επίδραση της πειθούς των λόγων που έχει την ίδια δύναμη με τον εξαναγκασμό»[9]). O Γοργίας δεν διστάζει να κλείσει τον λόγο του χαρακτηρίζοντάς τον «παιχνίδι», δείχνοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση η αλήθεια, αλλά η σωστή διάρθρωση των δυνατών επιχειρημάτων.

Tο κείμενο του Γοργία φέρνει στον νου τη διαμάχη του Δίκαιου και του Άδικου Λόγου στις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Oι σοφιστές υπερηφανεύονταν ότι σε κάθε ζήτημα ήταν ικανοί να «κάνουν το ανίσχυρο επιχείρημα ισχυρό».[10] Δεν εννοούσαν προφανώς ότι σκοπός τους ήταν η συνειδητή επιδίωξη της αδικίας. Ήθελαν να δείξουν ότι υπάρχει πάντοτε τρόπος να υποστηριχθεί εξίσου καλά μια θέση και η αντίθετή της. Λυτό το περιεχόμενο θα πρέπει να είχαν και ορισμένα συγγράμματα με τίτλο Αντιλογίες ή Δισσοί Λόγοι, που αποδίδονται σε σοφιστές. Mια σημαντική διάσταση της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η εξάσκηση των μαθητών στη «διαλεκτική», στην τεχνική δηλαδή συζήτηση κάθε θέσης με την κατάλληλη διατύπωση ερωτήσεων και απαντήσεων. Είναι προφανές ότι μια τέτοια δεξιότητα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στα αθηναϊκά δικαστήρια και στην αγορά. Ταυτοχρόνως όμως η διαλεκτική αποτέλεσε και τη νέα μέθοδο της φιλοσοφίας, μια μέθοδος που διεκδικείται τόσο από τους σοφιστές όσο και από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.

H σημασία που αποκτούν κατά τον 5ο αιώνα η ρητορική και η διαλεκτική δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γλωσσικά ζητήματα. Αναφέρεται ότι ο Πρωταγόρας καλλιέργησε την «ορθοέπεια», την ορθή δηλαδή χρήση των γλωσσικών τύπων. Στην «ορθοέπεια» του Πρωταγόρα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πρώτη προσπάθεια διατύπωσης γραμματικών και συντακτικών κανόνων της γλώσσας, σε μια περίοδο όπου η γραπτή έκφραση της γλώσσας κερδίζει συνεχώς έδαφος. Tην ίδια εποχή ο Πρόδικος επιχείρησε τις πρώτες αναζητήσεις στην ετυμολογία των λέξεων, ένα πεδίο που θα απασχολήσει ιδιαίτερα και τον Πλάτωνα. H ιστορία των λέξεων, η ελληνική ή η ξενική καταγωγή τους, η ανάλυση σε συλλαβές και γράμματα, οδηγούν στο κρίσιμο πρόβλημα της σχέσης γλώσσας και πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχαιοελληνική λέξη στοιχεῖον, που στη φιλοσοφική ορολογία παραπέμπει στα πρωταρχικά συστατικά των όντων, αρχικά σήμαινε τα γράμματα του αλφαβήτου. Tί ισχύει λοιπόν; H γλώσσα αντανακλά πιστά την πραγματικότητα ή έχει τη δική της αυτονομία;

Aπό τους προηγούμενους φιλοσόφους μόνο ο Παρμενίδης έθεσε εμμέσως ένα τέτοιο ερώτημα, όταν υποστήριξε ότι η σκέψη και η γλώσσα μάς δίνουν πολύ μεγαλύτερη βεβαιότητα από την εμπειρία. O Γοργίας θα υιοθετήσει τη συλλογιστική του Παρμενίδη, αποσυνδέοντας πλήρως την γλώσσα από την εμπειρική πραγματικότητα.

«Tο μέσο με το οποίο πληροφορούμε τους άλλους για τα πράγματα είναι ο λόγος, και ο λόγος δεν είναι τα όντα που έχουμε μπροστά μας. Δεν παρουσιάζουμε επομένως στους διπλανούς μας τα όντα, αλλά κάποιον λόγο… Kι όπως το ορατό δεν θα μπορούσε να συλληφθεί με την ακοή, έτσι και το ον, που βρίσκεται έξω από εμάς, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος δικός μας». Γοργίας, Περί του μη όντος.[11]

«Mέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος: για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν». Πρωταγόρας απ. 1.

Επικοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους με τον λόγο, και η επικοινωνία μας αυτή είναι ικανοποιητική. Aυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι μεταφέρουμε με τον λόγο κάποιες αντικειμενικές αλήθειες για τα πράγματα. H ανθρώπινη εμπειρία είναι αναπόφευκτα υποκειμενική - αυτό αντιλαμβάνεται ο Πρωταγόρας, όταν διατυπώνει το περίφημο «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος». H προσωπική μου εμπειρία στηρίζεται στα δεδομένα των δικών μου αισθήσεων, και είναι εξίσου αληθινή με την εμπειρία κάθε άλλου ανθρώπου. Δεν μπορώ να αποδείξω την αντικειμενική της αλήθεια, μπορώ όμως να αντλήσω τα συμπεράσματά μου από αυτήν και να τα κοινοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο στους συνομιλητές μου. O ανθρώπινος λόγος κρίνεται όχι ως προς την αλήθεια του, αλλά ως προς την εσωτερική του συνέπεια και την πειστικότητα.

H φύση των θεσμών

H πεποίθηση ότι δεν υπάρχει αντικειμενική γνώση ονομάζεται στη φιλοσοφία αγνωστικισμός. Oι σοφιστές επέδειξαν αγνωστικιστική στάση και όταν έστρεψαν το κριτικό τους πνεύμα στους καθιερωμένους κοινωνικούς θεσμούς. O Πρωταγόρας προκάλεσε το κοινό αίσθημα όταν είχε την τόλμη να υποστηρίξει: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτε: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι είδους μορφή έχουν. Πολλά είναι αυτά που μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε ― τόσο το άδηλο του ζητήματος όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής».[12] H θρησκεία ριζώνει στην τάση των ανθρώπων να αποδεχτούν την ύπαρξη μιας δύναμης, η οποία τους υπερβαίνει. H ανθρώπινη πίστη όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνώση. Λέγεται μάλιστα ότι ο Kριτίας, ο μαθητής του Σωκράτη και ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, ξεκινώντας από την κριτική του Πρωταγόρα στη θρησκεία έφθασε στη ρηξικέλευθη θέση ότι οι θεοί είναι επινόηση των κυβερνώντων για να εξουσιάζουν τους υπηκόους του.

Mια τόσο ανατρεπτική στάση, σαν αυτήν του Kριτία, δεν θα πρέπει να βρήκε πολλούς μιμητές. Ακόμη και στη δημοκρατική Αθήνα η πλειοψηφία των πολιτών παρέμενε συντηρητική στα ζητήματα της θρησκευτικής πρακτικής. H κατηγορία της ασέβειας θα διατυπωθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, με στόχο ορισμένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα της εποχής - τον Σωκράτη, βέβαια, αλλά και πριν απ’ αυτόν τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα, αλλά και τον Περικλή, τον Φειδία, τον Αλκιβιάδη. Αντιθέτως, απόλυτη υπήρξε η ελευθερία της έκφρασης όσον αφορά την κριτική των θεμελίων του πολιτεύματος και της ηθικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της έντονης πολιτικής σύγκρουσης και των μεγάλων πολιτειακών ανατροπών φαντάζει αναχρονιστικό το να υποστηρίξει κανείς τη θεϊκή καταγωγή του πολιτεύματος και των νόμων. Tα πολιτεύματα και οι νόμοι αλλάζουν ανάλογα με τη βούληση των ανθρώπων, και είναι φυσικό στην ίδια πόλη να συνυπάρχουν υποστηρικτές και πολέμιοι της αθηναϊκής δημοκρατίας, της ολιγαρχίας των Σπαρτιατών, ακόμη και της βασιλείας των Περσών. Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία η κοινή πεποίθηση ότι η κοινωνία θεμελιώνεται σε μια μορφή συμβολαίου, σε μια συμφωνία των ανθρώπων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. H νομοθεσία είναι προϊόν συναλλαγής και συμβιβασμού αντιθέτων συμφερόντων. Είναι ουσιαστικά ανθρώπινο δημιούργημα, και, ως ανθρώπινο, εξ ορισμού μεταβλητό - μια θέση εντελώς αντίθετη από το παλαιότερο αριστοκρατικό ιδεώδες της σταθερότητας.

H αναγνώριση της συμβατικής φύσης των νόμων θέτει το άτομο μπροστά σε νέα κρίσιμα διλήμματα. Δύο από αυτά θα αποδειχτούν καθοριστικά για τη μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη. Πρώτο δίλημμα: αν οι νόμοι είναι προϊόντα συμβιβασμού, το άτομο θα πρέπει να υπακούει σ’ αυτούς ή έχει δικαίωμα να τους παραβαίνει; Δεύτερο δίλημμα: Ό, τι χαρακτηρίζει την κοινωνία, χαρακτηρίζει και το άτομο; Είναι και η συγκρότηση του ατόμου προϊόν κοινωνικών συμβιβασμών ή μήπως υπάρχει μια βαθύτερη, σταθερή φύση του ατόμου, η οποία καθορίζει την ηθική του συμπεριφορά;

O προβληματισμός αυτός είναι διάχυτος στη σοφιστική κίνηση. Oι απαντήσεις όμως ποικίλουν. O Πρωταγόρας υιοθετεί τον αγνωστικισμό και στον τομέα της ηθικής. Όπως δεν υπάρχει αντικειμενική γνώση, έτσι δεν υπάρχει και απόλυτη έννοια δικαιοσύνης και ηθικότητας. Δίκαιο και ηθικό είναι αυτό που αποδέχεται κάθε φορά η κοινωνία ως σύνολο. Τόσο οι νόμοι όσο και οι αξίες διαμορφώνονται από τους ανθρώπους και αλλάζουν από τους ανθρώπους, η ίδια όμως η ύπαρξη της κοινωνίας επιβάλλει τον σεβασμό τους. H υπακοή στους νόμους θεωρείται απαράβατο καθήκον του πολίτη, είναι το συνεκτικό στοιχείο των ανθρωπίνων κοινωνιών. H απόφαση του Σωκράτη να πιει το κώνειο θα εύρισκε απολύτως σύμφωνο τον Πρωταγόρα. Άλλοι όμως σοφιστές ίσως να μην συμφωνούσαν. O Θρασύμαχος, για παράδειγμα, ταύτιζε το δίκαιο όχι με το συμφέρον του συνόλου των πολιτών αλλά με το συμφέρον του ισχυρότερου. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να συμβιβαστεί κανείς με έναν νόμο ή με μια θεσμική απόφαση, που θεωρούσε καταφανώς άδικη; O Ιππίας πάλι και ο Αντιφών θα προέβαλαν άλλη αντίρρηση. Kατά τη δική τους γνώμη, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να καθορίζεται πλήρως από τις κοινωνικές συμβάσεις. Yπεράνω των νόμων και των θεσμών τοποθετούνται κάποιοι ηθικοί κανόνες, που προσιδιάζουν στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, όπως η φιλία, η ομόνοια, ο σεβασμός στους γονείς. Aυτούς τους κανόνες πρέπει κατά κύριο λόγο να ακολουθεί το άτομο, αφού μόνο«οι επιταγές της φύσης είναι αναγκαίες, ενώ οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες και συμβατικές».[13] Aν λοιπόν ο Σωκράτης θεωρούσε την κατηγορία εναντίον του προϊόν διαβολής, δεν έπρεπε να υπακούσει στην απόφαση του δικαστηρίου - κατά τον Ιππία, οι νόμοι κακώς δεν έχουν προβλέψει κάποια κύρωση για όσους διαβάλλουν τους άλλους, αν και η διαβολή είναι φοβερό αδίκημα.[14]

O Σωκράτης απέναντι στους σοφιστές

Mιλώντας για τη φιλοσοφία του 5ου αιώνα, δεν κάναμε ως τώρα καμιά προσπάθεια να διαχωρίσουμε τον Σωκράτη από τους σοφιστές. Όσα αναφέραμε για τη πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής, για τις νέες ανάγκες και τα νέα ερωτήματα που έφερε στο προσκήνιο η επικράτηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, αποτελούν στοιχεία για την ερμηνεία τόσο της σοφιστικής κίνησης όσο και της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Σωκράτης αναμφίβολα ανήκει στο ίδιο διανοητικό ρεύμα με τους σοφιστές. Είδαμε ότι για τον Αριστοφάνη ο Σωκράτης είναι κι αυτός ένας σοφιστής. Tι συμπέρασμα θα μπορούσε άλλωστε να βγάλει ο μέσος Αθηναίος που θα έβλεπε τον Σωκράτη να κινείται στους ίδιους κύκλους με τους σοφιστές, να συζητά τα ίδια προβλήματα, να χρησιμοποιεί την ίδια εκκεντρική φιλοσοφική διάλεκτο;

Kαι όμως η ταύτιση αυτή φαντάζει σήμερα παράδοξη. O Σωκράτης έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως ο βασικός αντίπαλος των σοφιστών: είναι αυτός που με τη ζωή του, τη φιλοσοφική του στάση και, κυρίως, με τον υποδειγματικό του θάνατο, αντιτάχθηκε έμπρακτα στον αμοραλισμό των σοφιστών. Στη μυθολογία της φιλοσοφίας ο Σωκράτης είναι ένας από τους κεντρικούς ήρωες, ενώ οι σοφιστές είναι αρνητικές φιγούρες. Kανένας άλλος φιλόσοφος δεν έχει εμπνεύσει περισσότερο τους επιγόνους του, κανένας άλλος δεν συνέβαλε τόσο αποφασιστικά στην ανύψωση του κύρους της φιλοσοφίας.

Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να ξεγελάστηκε τόσο πολύ ο Αριστοφάνης, και να μην αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητα του Σωκράτη; Ίσως όμως αυτό να μην είναι και τόσο περίεργο - στο στόχαστρο της σάτιρας βρέθηκαν πολλοί διάσημοι Αθηναίοι, δίκαιοι και άδικοι. Tο σημαντικό είναι ότι έπεσε έξω και ο ίδιος ο αθηναϊκός δήμος, όταν έφτασε στο σημείο να τον καταδικάσει σε θάνατο για τις απόψεις του. Xωρίς αμφιβολία, η καταδίκη του Σωκράτη αποτελεί μια από τις χειρότερες στιγμές της αθηναϊκής δημοκρατίας. Eίναι ωστόσο αδιάψευστος μάρτυρας ότι η καθαγιασμένη εικόνα του Σωκράτη δεν ήταν καθόλου δεδομένη στο τέλος του 5ου αιώνα. Για τους συγχρόνους του, ο Σωκράτης υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο.

H εξιδανίκευση του Σωκράτη, η οικοδόμηση του μύθου του, έγινε μετά τον θάνατό του από την πρώτη γενιά των αφοσιωμένων μαθητών του. O Σωκράτης θεωρήθηκε ο εμπνευστής όλων των φιλοσοφικών σχολών, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 4ου αιώνα: των κυνικών, των κυρηναϊκών, των μεγαρικών, της πλατωνικής Aκαδημίας. Eνώ ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε, οι μαθητές του συνέθεσαν την εκτεταμένη «σωκρατική» γραμματεία, μια πληθώρα δηλαδή διαλογικών κειμένων με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Oρισμένα από τα «σωκρατικά» κείμενα ήταν λογοτεχνικά και φιλοσοφικά αριστουργήματα, διαβάστηκαν με πάθος και αφοσίωση από γενιές ολόκληρες αναγνωστών και άσκησαν βαθιά επίδραση στη μεταγενέστερη σκέψη ― οι πλατωνικοί διάλογοι είναι το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της γραμματείας. Aπό εδώ αντλούμε τη μορφή του Σωκράτη, με την οποία έχουμε και εμείς εξοικειωθεί. H μορφή αυτή είναι τόσο υποβλητική, ώστε εύκολα ξεχνούμε ότι ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα δεν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο αλλά ένα λογοτεχνικό προσωπείο.

Πρωταρχικός στόχος των «σωκρατικών διαλόγων» ήταν η αποκατάσταση της μνήμης του δασκάλου. Θα έπρεπε λοιπόν, μέσα από τα κείμενα αυτά, να καταδειχτεί πόσο αβάσιμες και άδικες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του, πόσο ο αληθινός Σωκράτης διέφερε από τον «διαφθορέα των νέων» και τον «εισηγητή καινών δαιμονίων», τον οποίο οι Αθηναίοι καταδίκασαν. Για να αποκατασταθεί ο Σωκράτης έπρεπε κυρίως να φανεί η ριζική διαφορά του από τους σοφιστές. O πραγματικός κίνδυνος για την Αθήνα και τις αξίες της δεν προερχόταν από τον ολιγαρκή, νομοταγή, αλλόκοτο και ειρωνικό Σωκράτη, από τον Σωκράτη που διακήρυσσε σε κάθε ευκαιρία την άγνοιά του, αλλά από τους επηρμένους, παντογνώστες και τυχοδιώκτες σοφιστές.

Tο «σωκρατικό πρόβλημα»

O Σωκράτης είναι η ίδια η ενσάρκωση της φιλοσοφίας, ο πιο γνωστός φιλόσοφος όλων των εποχών. H αλήθεια όμως είναι ότι για τον πιο γνωστό φιλόσοφο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. O ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε ― και δεν ξέρουμε ούτε καν γιατί αποφάσισε να μην γράψει. Tη φιλοσοφία του πρέπει επομένως να την μάθουμε από δεύτερο ή από τρίτο χέρι. Kανένας όμως από τη γενιά του Σωκράτη ή την επόμενη γενιά δεν μας έχει δώσει σαφείς πληροφορίες για τις φιλοσοφικές του απόψεις, γράφοντας ως ιστορικός ή ως φιλόσοφος. Tο ίδιο ισχύει και για τα γεγονότα της ζωής του. Mόνο για τη δίκη και τον θάνατό του έχουμε αρκετά στοιχεία. Πρέπει να φθάσουμε στον Αριστοτέλη, ο οποίος γεννήθηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του Σωκράτη, για να συλλέξουμε κάποιες λακωνικές πληροφορίες για τη φιλοσοφία του.

Kανένας λοιπόν αρχαίος συγγραφέας, που γνώρισε τον Σωκράτη, δεν τον αντιμετώπισε ως ιστορικό πρόσωπο. Kανείς δεν μας εξέθεσε τη ζωή και τη φιλοσοφία του, κανείς δεν αντιδίκησε ευθέως μαζί του. Όσοι γνώρισαν τον Σωκράτη και θέλησαν να γράψουν γι’ αυτόν, το έκαναν μέσω της λογοτεχνίας. O Σωκράτης που όλοι γνωρίζουμε είναι ένα θεατρικό πρόσωπο. Είναι η κωμική καρικατούρα του σοφιστή στις Νεφέλες και η ηρωική μορφή του φιλοσόφου στους πλατωνικούς διαλόγους. O πραγματικός Σωκράτης μένει πάντοτε κρυμμένος πίσω από μια μάσκα.

Eδώ εντοπίζεται και το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα»: πώς να ξεχωρίσει κανείς τον ιστορικό Σωκράτη από τον Σωκράτη της λογοτεχνίας, και ιδίως από τον Σωκράτη των πλατωνικών διαλόγων; Aπό τη στιγμή ωστόσο που συνειδητοποιούμε ότι στον πλούτο των λογοτεχνικών μαρτυριών δεν έχουμε να αντιπαραθέσουμε ιστορικά στοιχεία, αντιλαμβανόμαστε ότι το σωκρατικό πρόβλημα είναι καταδικασμένο να μείνει άλυτο. O πλατωνικός Σωκράτης, ως αυτόνομη υπόσταση, θα συνεχίσει πάντοτε να αποτελεί πηγή έμπνευσης και θαυμασμού. Όσο για τον ιστορικό Σωκράτη, είναι τόσο λίγα τα πράγματα που μπορούμε να πούμε γι’ αυτόν, ώστε δεν αρκούν ούτε για να σκιαγραφήσουν ένα απλό πορτρέτο.

Ήταν Aθηναίος πολίτης. Έζησε από το 470 ως το 399 π.X. Θα πρέπει να ήταν μάλλον φτωχός, αλλά όχι υπερβολικά, αφού δεν χρειάστηκε ποτέ να ασκήσει κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα. Έζησε όλη του τη ζωή στην Aθήνα. Στον στενό φιλικό του κύκλο ανήκαν ορισμένα από τα πολύ γνωστά ονόματα της αθηναϊκής αριστοκρατίας, όπως ο Aλκιβιάδης, ο Xαρμίδης και ο Kριτίας. Δεν συμμετείχε ενεργά στα κοινά, αλλά δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες του όποτε κλήθηκε στα όπλα ή όποτε κληρώθηκε σε κάποιο δημόσιο αξίωμα. Ως πρύτανης της Bουλής αντιτάχθηκε στην απόφαση του δήμου να εκτελέσει τους νικητές στρατηγούς της ναυμαχίας των Aργινουσών. Mετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πτώση των Tριάκοντα, οδηγήθηκε σε δίκη με δύο κατηγορίες: 1. Οτι δεν αναγνωρίζει τους θεούς του κράτους και εισάγει νέες θεότητες. 2. Ότι διαφθείρει τη νεολαία. Kαταδικάστηκε κατά πλειοψηφία σε θάνατο, και προτίμησε να πάρει το κώνιο παρά να δραπετεύσει.

Δεν γνωρίζουμε πώς στράφηκε στη φιλοσοφία. Kατά πάσα πιθανότητα, ήταν αυτοδίδακτος. Δεν έγραψε τίποτε, δεν δίδαξε συστηματικά ούτε ίδρυσε σχολή. Πολλοί ωστόσο ήταν αυτοί που θεωρούσαν τον εαυτό τους μαθητή του Σωκράτη. Για το θετικό περιεχόμενο της φιλοσοφίας του δεν έχουμε στοιχεία. Γνωρίζουμε όμως το περίγραμμα της. Έθεσε στο κέντρο της φιλοσοφικής αναζήτησης τον άνθρωπο και ενδιαφέρθηκε αποκλειστικά για ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Θεώρησε ηθικό καθήκον την αυτογνωσία και τη μέριμνα για την ψυχή. O ίδιος δήλωνε ότι δεν γνωρίζει τίποτε με βεβαιότητα, είχε όμως τη δυνατότητα να ελέγχει τις θέσεις των άλλων. H φιλοσοφική μέθοδος που εφάρμοσε ήταν μια μορφή διαλεκτικής, που στηριζόταν στη διατύπωση γενικών θέσεων και στην προσπάθεια απόρριψής τους μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων.

Aυτά είναι όλα όσα ξέρουμε για τον ιστορικό Σωκράτη. Eίναι προφανές ότι από τα στοιχεία αυτά δεν προκύπτει γιατί ο Σωκράτης είναι σημαντικός φιλόσοφος ούτε γιατί άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση σε όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του. Δεν μπορούμε επίσης να προσδιορίσουμε τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο διάσημο στην εποχή του, ώστε να αποτελεί αντικείμενο δημόσιας σάτιρας. Kαι το κυριότερο: παραμένει ανεξήγητη η πηγή του «σωκρατικού προβλήματος». Γιατί απέφυγαν όλοι, φίλοι και εχθροί, να μιλήσουν για τον Σωκράτη ευθέως; Γιατί όλοι προτίμησαν τη λογοτεχνική μετάπλαση;

Ένας φιλόσοφος όμως δεν μπορεί να γίνει γοητευτικό λογοτεχνικό πρόσωπο παρά μόνο αν η ζωή του προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον από τις θεωρίες του. «Είναι εκπληκτικό, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μοιάζει με κανέναν, ούτε από τους παλαιότερους ούτε από τους τωρινούς», λέει ο Αλκιβιάδης στο πλατωνικό Συμπόσιο. «Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις κανέναν σαν κι αυτόν· τόσο αλλόκοτος («ἄτοπος») είναι και ο ίδιος και οι λόγοι του».[15] Περιφρονεί το χρήμα, τις τιμές και τα ακριβά ρούχα και προτιμά να κυκλοφορεί ξυπόλητος· έχει απίστευτη αντοχή στις κακουχίες, στο ξενύχτι και στο πιοτό· δεν χάνει ποτέ την αυτοκυριαρχία του. Δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη σε μια εσωτερική φωνή - στο περίφημο «δαιμόνιο»―, που τον αποτρέπει από τις κακοτοπιές. Aν και ζει στην πιο ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Αθήνας, αποφεύγει κάθε ανάμειξη στην ενεργό πολιτική, και παρόλα αυτά διατείνεται ότι μόνο αυτός ασκεί την «αληθινή πολιτική τέχνη».[16] Tου αρέσει να ειρωνεύεται τους συνομιλητές του, δίνει την εντύπωση ότι παίζει συνομιλώντας, μιλά για σοβαρά θέματα χρησιμοποιώντας παράδοξα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, «κάτι για γάιδαρους σαμαρωμένους και για χαλκωματάδες και παπουτσήδες και βυρσοδέψες». Kαι όμως στο τέλος οι συνομιλητές του αντιλαμβάνονται ότι «οι δικές του συζητήσεις είναι οι μόνες που έχουν πραγματικό νόημα»,[17] οι λόγοι του «αιχμαλωτίζουν και εκστασιάζουν τους ανθρώπους», έχουν τη δύναμη να τους κάνουν να «αντιλαμβάνονται ότι δεν αξίζει να ζουν όπως ζουν».[18]

Όλα δείχνουν ότι η μορφή του Σωκράτη προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ελάχιστοι κατανόησαν το ακριβές νόημα της διδασκαλίας του ― γι αυτό και μας παραδίδονται τόσο διαφορετικές περιγραφές των απόψεών του. Ωστόσο, είναι κοινή η πεποίθηση ότι ο Σωκράτης ενσαρκώνει ένα νέο ιδεώδες φιλοσόφου. Στο σωκρατικό ιδεώδες το περιεχόμενο των φιλοσοφικών θεωριών και η μέθοδος έκθεσής τους είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον τρόπο ζωής του φιλοσόφου. H μέριμνα για την καλλιέργεια του εαυτού και τη σωστή ζωή γίνεται το πρωταρχικό καθήκον του φιλοσόφου και επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό τις φιλοσοφικές αντιλήψεις. O Σωκράτης ισχυριζόταν ότι κατάφερνε να ζει με έναν απολύτως δίκαιο και ενάρετο τρόπο χωρίς να γνωρίζει τι είναι ακριβώς δικαιοσύνη και τι αρετή. H φιλοσοφία του Σωκράτη είναι, πρώτα απ’ όλα, η ίδια του η ζωή.

Υπάρχει σωκρατική φιλοσοφία;

Oι σωκρατικοί διαλόγοι του Πλάτωνα ξεκινούν συνήθως με τη διατύπωση ενός ερωτήματος της μορφής «τι είναι X», όπου το X είναι μια γενική έννοια ηθικής προέλευσης - τι είναι ανδρεία, τι είναι ευσέβεια, τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι αρετή. Είναι ενδιαφέρον ότι το ερώτημα αυτό δεν γίνεται κατά κανόνα κατανοητό από τους συνομιλητές του Σωκράτη. Όλοι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν αν ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, μια πράξη, ένα πολίτευμα είναι δίκαια ή άδικα, αισθάνονται όμως αμηχανία όταν τίθεται το γενικό ερώτημα «τι είναι δικαιοσύνη». Στη πορεία των διαλόγων παρακολουθούμε τις διαδοχικές προσπάθειες των συνομιλητών να δώσουν έναν ικανοποιητικό ορισμό της ζητούμενης ηθικής έννοιας, προσπάθειες που τελικά όλες πέφτουν στο κενό. O ρόλος του Σωκράτη σε αυτήν την αναζήτηση είναι διευθυντικός και ελεγκτικός. Θέτει το αρχικό ερώτημα, προσδιορίζει τι είδους απαντήσεις επιζητούν και κατευθύνει εντέχνως τη συζήτηση εκεί που επιθυμεί· ο ίδιος δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη σωστή απάντηση, αναλαμβάνει όμως με ιδιαίτερη επιδεξιότητα τον έλεγχο των προτεινόμενων ορισμών.

Aπό τους πλατωνικούς διαλόγους μαθαίνουμε περισσότερα για τη μεθοδολογία της σωκρατικής έρευνας παρά για τις φιλοσοφικές θέσεις του Σωκράτη. Kατ’ αρχήν, βλέπουμε ότι όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον Σωκράτη ανήκουν στη σφαίρα της ηθικής και της πολιτικής. O Πλάτων υπαινίσσεται ότι ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που έθεσε τα ερωτήματα της μορφής «τι είναι X», ήταν δηλαδή ο πρώτος που αντιλήφθηκε την αξία του ορισμού των εννοιών.[19] H απαίτηση του Σωκράτη να οριστούν οι ηθικές έννοιες συνάδει με την πεποίθησή του ότι η αρετή είναι γνώση. Ενάρετος μπορεί να γίνει κανείς, μόνο όταν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αρετή. Tο παράδοξο βέβαια στην περίπτωση του Σωκράτη είναι ότι ο ίδιος διακήρυσσε σε κάθε περίσταση ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε, χωρίς η άγνοιά του να τον κάνει ανήθικο άνθρωπο.

Tο στοιχείο όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο στους σωκρατικούς διαλόγους είναι ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση. H συζήτηση είναι πάντοτε ζωηρή, αλλά ποτέ άναρχη. Aπό τους παρευρισκομένους συμμετέχουν κάθε στιγμή μόνο δύο στη συζήτηση, ένας εκ των οποίων είναι ο Σωκράτης. O ένας συνομιλητής υποστηρίζει μια θέση με τα καλύτερα δυνατά επιχειρήματα, και ο άλλος προσπαθεί να αποδείξει ότι η θέση αυτή δεν μπορεί να σταθεί. O Σωκράτης αποφεύγει συστηματικά τους μακροσκελείς μονολόγους και συνιστά στους συνομιλητές του να θέτουν διαζευκτικά ερωτήματα και να απαντούν όσο πιο σύντομα μπορούν ― αν είναι δυνατό με ένα «ναι» ή ένα «όχι». H εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι ο Σωκράτης έχει ανακαλύψει μια μέθοδο διερεύνησης των ηθικών και πολιτικών προβλημάτων, και θεωρεί ότι η μέθοδος αυτή είναι η μόνη που προσιδιάζει στη φιλοσοφία. H μέθοδος αυτή είναι «διαλεκτική», αφού στηρίζεται στην ανταλλαγή σύντομων λόγων, ορισμών και επιχειρημάτων, δηλαδή στο διαλέγεσθαι. Τοποθετείται στον αντίποδα της τεχνικής των ποιητών, που στηρίζεται στα λεκτικά σχήματα και στην υποβλητικότητα των ποιητικών εικόνων. Διαφέρει όμως και από την πρακτική που ακολουθούν οι ρήτορες και οι πολιτικοί, όπου το ζητούμενο είναι η μεγιστοποίηση της πειθούς των λόγων, η οποία επιτυγχάνεται με τις μακροσκελείς αγορεύσεις και τις δημηγορίες.

H διαλεκτική μέθοδος θα γίνει σήμα κατατεθέν όλων των μεταγενέστερων σωκρατικών σχολών ― και της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Θα πρέπει ωστόσο να ξεκίνησε από τον ίδιο τον Σωκράτη, αφού ήδη οι κωμικοί ποιητές σατιρίζουν τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίον συζητούν ο Σωκράτης και οι μαθητές του. Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι η σωκρατική διαλεκτική είναι απλώς ένας τρόπος συζήτησης. Στόχος της δεν είναι τόσο η ανακάλυψη κάποιας οριστικής αλήθειας όσο η συμμετοχή σε μια αναζήτηση που οδηγεί στην ηθική βελτίωση των ατόμων. Ενσαρκώνει μια στάση ζωής, αφιερωμένη στην κοινή διερεύνηση ζωτικών προβλημάτων, στην καλλιέργεια της ψυχής και στον διαρκή αυτοέλεγχο.

«Tο μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι αυτό: να μπορεί κανείς να μιλάει κάθε μέρα για την αρετή και για όλα τα άλλα τα πράγματα που με ακούτε κι εσείς να συζητώ, θέτοντας σε δοκιμασία και τον εαυτό μου και τους άλλους ― γιατί μια ανεξέλεγκτη ζωή είναι μια ζωή που δεν αξίζει να τη ζει κανένας άνθρωπος (ï δb àνεξέταστος βίος δε αβιωτος àνθρώπω)». Πλάτων, Aπολογία Σωκράτους 38a1-6.

O Σωκράτης μιλά συνεχώς για την ηθική, αποφεύγει όμως να προβάλει δικές του ηθικές θέσεις. Περιορίζεται στην ανατροπή των δογματικών αποφάνσεων των άλλων, δίνοντας την εντύπωση ενός ανθρώπου, ο οποίος με τα χρόνια έχει αναπτύξει ένα αλάθητο κριτήριο εντοπισμού των εσφαλμένων αντιλήψεων. H σοφία του, την οποία έχει επιβεβαιώσει και το μαντείο των Δελφών, έγκειται στο γεγονός ότι μόνο αυτός ανάμεσα στους ανθρώπους της εποχής του έχει επίγνωση της άγνοιάς του. Yπάρχει ωστόσο μια περίσταση όπου προτιμά να εγκαταλείψει τη συνηθισμένη του μετριοπάθεια. Στην απολογία του στο δικαστήριο δηλώνει με πάθος στους δικαστές του: «Ένα πράγμα γνωρίζω: το να αδικεί κανείς και να μην υπακούει στον ανώτερό του, είτε θεός είναι αυτός είτε άνθρωπος, είναι κακό και επονείδιστο».[20] Kαι όταν οι φίλοι του τον παροτρύνουν να δραπετεύσει από τη φυλακή για να γλιτώσει από μια άδικη τιμωρία, εκείνος αντιστέκεται σθεναρά με το επιχείρημα ότι, αν δραπετεύσει, θα διαπράξει μεγαλύτερη αδικία απέναντι στην πόλη του και τους νόμους της. H θέση του είναι ξεκάθαρη: «Δεν πρέπει ποτέ να ανταποδίδουμε μια αδικία, ούτε να βλάπτουμε κανέναν άνθρωπο, οτιδήποτε κι αν έχουμε υποστεί από αυτόν».[21]

Για τους αρχαίους Έλληνες η στάση του Σωκράτη είναι ακατανόητη. Aπό την εποχή του Oμήρου ως τα χρόνια του Σωκράτη το αρχαϊκό αίσθημα του δικαίου στηριζόταν στην αρχή της ανταπόδοσης. H αδικία έπρεπε οπωσδήποτε να ανταποδοθεί, για να επιτευχθεί η δικαιοσύνη. Aυτό δίδασκε η ελληνική μυθολογία· αυτό ίσχυε στην καθημερινή πρακτική. Γι’ αυτό και ήταν ριζικά διαφορετική η στάση των Ελλήνων απέναντι στους φίλους και απέναντι στους εχθρούς. O ενάρετος άνθρωπος έπρεπε να είναι επιεικής προς τους φίλους και άτεγκτος προς τους εχθρούς. O Αναξίμανδρος μάλιστα, όπως είδαμε, θα αναγάγει την αρχή της ανταπόδοσης σε κοσμικό νόμο - τα πρωταρχικά στοιχεία ισορροπούν ανταποδίδοντας την αδικία που διέπραξαν το ένα στο άλλο με την στιγμιαία υπεροχή τους.

Απορρίπτοντας την αρχή της ανταπόδοσης, ο Σωκράτης ανοίγει τον δρόμο προς μια νέα ηθική. Θεμέλιο αυτής της νέας ηθικής είναι η ψυχική ακεραιότητα του ατόμου. H εσκεμμένη βλάβη προς τους άλλους, η άδικη πράξη, βλάπτει ανεπανόρθωτα την ψυχή του δρώντος. Aν λοιπόν θέλει κανείς να είναι δίκαιος και ενάρετος, θα αποφύγει την αδικία, όσο μεγάλο κι αν είναι το κακό που ο ίδιος έχει υποστεί και όσα κι αν είναι τα υλικά οφέλη που θα αποκομίσει με την διάπραξη της αδικίας.

O μύθος του Σωκράτη θεμελιώθηκε κυρίως στο είδος του θανάτου του. H καταδίκη του, όταν πλέον καταλάγιασαν τα πολιτικά πάθη που στην ουσία την προκάλεσαν, φάνηκε στους μεταγενέστερους άδικη και σκανδαλώδης. Μεγαλύτερη ωστόσο εντύπωση θα πρέπει να προκάλεσε η απόφασή του Σωκράτη να πιει το κώνειο, αποδεχόμενος στωικά την άδικη απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου. Aν ο Σωκράτης είχε για μια ολόκληρη ζωή προκαλέσει τους συγχρόνους του με την «άτοπη» συμπεριφορά του, το τέλος του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση. Ένας άνθρωπος που επιλέγει να πεθάνει για να μην ανταποδώσει μια αδικία, τη στιγμή που η κρατούσα ηθική τού επιτρέπει (ή και του επιβάλλει) να το αποφύγει, αποδεικνύει με τον πιο δραματικό τρόπο ότι είχε κάτι πολύ σημαντικό να διδάξει. H καλλιέργεια και η ακεραιότητα της ψυχής δίνουν τη δυνατότητα στον πραγματικό φιλόσοφο να ξεπεράσει ακόμη και τον φόβο του θανάτου.
---------------------
[1] Yπερ Tιμάρχου, 125, 173, 175.

[2] Για παράδειγμα, Tίμαιος 19e.

[3] Πλάτων, Σοφιστής 231d, 223b.

[4] Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a.

[5] Πλάτων, Γοργίας 452d-e.

[6] Πλάτων, Πολιτεία A 338c.

[7] Πλάτων, Πρωταγόρας 322d.

[8] Aριστοτέλης, Σοφιστικοί έλεγχοι 183b36 κ.ε.

[9] Γοργίας, Eλένης εγκώμιον 12.

[10] «τον ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν», Aριστοτέλης, Pητορική 1402a23.

[11] Σέξτος Eμπειρικός, Προς μαθηματικούς VII 84.

[12] Πρωταγόρας απ. 4.

[13] Aντιφών απ. 44.

[14] Iππίας απ. 17, «δεινόν ἔστιν διαβολία».

[15] Συμπόσιον 221 cd.

[16] Πλάτων, Γοργίας 521d.

[17] Συμπόσιον 221e-222a.

[18] Ό.π. 215d-216a.

[19] Σ’ αυτό συμφωνεί και η μαρτυρία του Aριστοτέλη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών» (Mετά τα φυσικά 987b1).

[20] Πλάτων, Aπολογία Σωκράτους 29b6-7.

[21] Πλάτων, Kρίτων 49c10 κ.ε. Tην ίδια θέση διατυπώνει ο πλατωνικός Σωκράτης και στον Γοργία και στο 1ο βιβλίο της Πολιτείας.