ΚΛ. (ἔσωθεν)
1165 ὦ τέκνα, πρὸς θεῶν, μὴ κτάνητε μητέρα.
ΧΟ. κλύεις ὑπώροφον βοάν;
ΚΛ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ὤιμωξα κἀγὼ πρὸς τέκνων χειρουμένης.
νέμει τοι δίκαν θεός, ὅταν τύχηι.
1170 σχέτλια μὲν ἔπαθες, ἀνόσια δ᾽ εἰργάσω,
τάλαιν᾽, εὐνέταν.
ἀλλ᾽ οἵδε μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασιν
πεφυρμένοι βαίνουσιν ἐξ οἴκων πόδα
τροπαῖα, δείγματ᾽ ἀθλίων προσφαγμάτων.
1175 οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οἶκος ἀθλιώτερος
τῶν Τανταλείων οὐδ᾽ ἔφυ ποτ᾽ ἐκγόνων.
ΟΡ. ἰὼ Γᾶ καὶ Ζεῦ πανδερκέτα [στρ. α]
βροτῶν, ἴδετε τάδ᾽ ἔργα φόνι-
α μυσαρά, δίγονα σώματ᾽ ἐν
1180 †χθονὶ κείμενα πλαγᾶι†
χερὸς ὕπ᾽ ἐμᾶς, ἄποιν᾽ ἐμῶν
πημάτων ‹ . . . ›
ΗΛ. δακρύτ᾽ ἄγαν, ὦ σύγγον᾽, αἰτία δ᾽ ἐγώ.
διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ᾽,
ἅ μ᾽ ἔτικτε κούραν.
1185 ‹ΧΟ.› ἰὼ τύχας †σᾶς τύχας
μᾶτερ τεκοῦσ᾽†
ἄλαστα μέλεα καὶ πέρα
παθοῦσα σῶν τέκνων ὑπαί.
πατρὸς δ᾽ ἔτεισας φόνον δικαίως.
1190 ΟΡ. ἰὼ Φοῖβ᾽, ἀνύμνησας δίκαι᾽ [ἀντ. α]
ἄφαντα, φανερὰ δ᾽ ἐξέπρα-
ξας ἄχεα, φόνια δ᾽ ὤπασας
λάχε᾽ ἀπὸ γᾶς Ἑλλανίδος.
τίνα δ᾽ ἑτέραν μόλω πόλιν;
1195 τίς ξένος, τίς εὐσεβὴς
ἐμὸν κάρα προσόψεται
ματέρα κτανόντος;
ΗΛ. ἰὼ ἰώ μοι. ποῖ δ᾽ ἐγώ, τίν᾽ ἐς χορόν,
τίνα γάμον εἶμι; τίς πόσις με δέξεται
1200 νυμφικὰς ἐς εὐνάς;
ΧΟ. πάλιν πάλιν φρόνημα σὸν
μετεστάθη πρὸς αὔραν·
φρονεῖς γὰρ ὅσια νῦν, τότ᾽ οὐ
φρονοῦσα, δεινὰ δ᾽ εἰργάσω,
1205 φίλα, κασίγνητον οὐ θέλοντα.
***
ΚΛΥ. (από μέσα)
Για τους θεούς, τη μάνα σας, παιδιά μου,
μη θανατώσετε.
ΧΟΡ. Ακούς κραυγή μέσ᾽ απ᾽ το σπίτι;
ΚΛΥ. Ώωχ, ώωχ!
ΧΟΡ. Κι εγώ σε θρηνώ που σε σφάζουν τα τέκνα σου.
— Μοιράζει το δίκιο ο θεός, όταν έρθει
—η μοιρόγραφτη ώρα. Φριχτά σε χτυπήσανε πάθη,
1170 με φριχτές όμως πράξεις κι εσύ
τον άντρα σου χτύπησες, δύστυχη.
— Μα νά τοι, βγαίνουν βουτηγμένοι στο αίμα
της μάνας των, που λίγο πριν σκοτώσαν,
απόδειξη φριχτή των άγριων κραυγών της.
Απ᾽ τη γενιά του Τάνταλου κανένα σπίτι
πιο δύστυχο δεν είναι μήτε υπήρξε.
(Βγαίνουν ο Ορέστης, ο Πυλάδης και η Ηλέκτρα και με το εκκύκλημα τα πτώματα του Αιγίσθου και της Κλυταιμήστρας.)
ΟΡΕ. Ω! Γη και Δία παντεπόπτη των θνητών,
κοιτάχτε αυτά τα φονικά κι ανόσια έργα.
1180 Τα δυο κορμιά που κείτονται στο χώμα
απ᾽ το δικό μου το μαχαίρι χτυπημένα,
που ξεπληρώσαν έτσι τα δεινά μου.
‹ . . . ›
ΗΛΕ. Είναι, αδερφέ μου, πολυδάκρυτες
οι συμφορές σου κι είμαι γω η αιτία,
που σαν φωτιά η δυστυχισμένη
πάνω στη μάνα μου έπεσα,
σ᾽ εκείνη που με γέννησε.
ΧΟΡ. Ω! για τη μοίρα, τη δική σου μοίρα, ω! μάνα,
που τόλμησες πράξεις φριχτές
και σε βρήκανε πάθη βαριά και φριχτότερα ακόμη
απ᾽ τα παιδιά σου. Μα δίκαια πλήρωσες
του γονιού τους τον φόνο.
1190 ΟΡΕ. Φοίβε, με σκοτεινούς χρησμούς
προφήτεψες το δίκαιο, μα οι πόνοι
είναι ολοφάνεροι που μου ᾽δωσες.
Όρισες να ᾽χω μοίρα ματωμένη
μακριά από την Ελλάδα. Σε ποιάν άλλη
χώρα θα πάω; Ποιός άντρας θεοφοβούμενος,
ποιός φίλος θα γυρίσει ν᾽ αντικρίσει
εμένα που έσφαξα τη μάνα μου;
ΗΛΕ. Ω! συμφορά μου, συμφορά! Κι εγώ σε ποιές
γιορτές θα πάω; Σε ποιούς γάμους; Και ποιός άντρας
1200 θα με δεχτεί σε νυφικό κρεβάτι;
ΧΟΡ. Πάλι καθώς φυσά ο αγέρας
άλλαξες πάλι γνώμη.
Δίκαιοι τώρα οι στοχασμοί σου,
μα πριν δεν ήταν, κι έκανες, καλή μου,
κακό στον αδερφό σου, αθέλητά του.
1165 ὦ τέκνα, πρὸς θεῶν, μὴ κτάνητε μητέρα.
ΧΟ. κλύεις ὑπώροφον βοάν;
ΚΛ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ὤιμωξα κἀγὼ πρὸς τέκνων χειρουμένης.
νέμει τοι δίκαν θεός, ὅταν τύχηι.
1170 σχέτλια μὲν ἔπαθες, ἀνόσια δ᾽ εἰργάσω,
τάλαιν᾽, εὐνέταν.
ἀλλ᾽ οἵδε μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασιν
πεφυρμένοι βαίνουσιν ἐξ οἴκων πόδα
τροπαῖα, δείγματ᾽ ἀθλίων προσφαγμάτων.
1175 οὐκ ἔστιν οὐδεὶς οἶκος ἀθλιώτερος
τῶν Τανταλείων οὐδ᾽ ἔφυ ποτ᾽ ἐκγόνων.
ΟΡ. ἰὼ Γᾶ καὶ Ζεῦ πανδερκέτα [στρ. α]
βροτῶν, ἴδετε τάδ᾽ ἔργα φόνι-
α μυσαρά, δίγονα σώματ᾽ ἐν
1180 †χθονὶ κείμενα πλαγᾶι†
χερὸς ὕπ᾽ ἐμᾶς, ἄποιν᾽ ἐμῶν
πημάτων ‹ . . . ›
ΗΛ. δακρύτ᾽ ἄγαν, ὦ σύγγον᾽, αἰτία δ᾽ ἐγώ.
διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ᾽,
ἅ μ᾽ ἔτικτε κούραν.
1185 ‹ΧΟ.› ἰὼ τύχας †σᾶς τύχας
μᾶτερ τεκοῦσ᾽†
ἄλαστα μέλεα καὶ πέρα
παθοῦσα σῶν τέκνων ὑπαί.
πατρὸς δ᾽ ἔτεισας φόνον δικαίως.
1190 ΟΡ. ἰὼ Φοῖβ᾽, ἀνύμνησας δίκαι᾽ [ἀντ. α]
ἄφαντα, φανερὰ δ᾽ ἐξέπρα-
ξας ἄχεα, φόνια δ᾽ ὤπασας
λάχε᾽ ἀπὸ γᾶς Ἑλλανίδος.
τίνα δ᾽ ἑτέραν μόλω πόλιν;
1195 τίς ξένος, τίς εὐσεβὴς
ἐμὸν κάρα προσόψεται
ματέρα κτανόντος;
ΗΛ. ἰὼ ἰώ μοι. ποῖ δ᾽ ἐγώ, τίν᾽ ἐς χορόν,
τίνα γάμον εἶμι; τίς πόσις με δέξεται
1200 νυμφικὰς ἐς εὐνάς;
ΧΟ. πάλιν πάλιν φρόνημα σὸν
μετεστάθη πρὸς αὔραν·
φρονεῖς γὰρ ὅσια νῦν, τότ᾽ οὐ
φρονοῦσα, δεινὰ δ᾽ εἰργάσω,
1205 φίλα, κασίγνητον οὐ θέλοντα.
***
ΚΛΥ. (από μέσα)
Για τους θεούς, τη μάνα σας, παιδιά μου,
μη θανατώσετε.
ΧΟΡ. Ακούς κραυγή μέσ᾽ απ᾽ το σπίτι;
ΚΛΥ. Ώωχ, ώωχ!
ΧΟΡ. Κι εγώ σε θρηνώ που σε σφάζουν τα τέκνα σου.
— Μοιράζει το δίκιο ο θεός, όταν έρθει
—η μοιρόγραφτη ώρα. Φριχτά σε χτυπήσανε πάθη,
1170 με φριχτές όμως πράξεις κι εσύ
τον άντρα σου χτύπησες, δύστυχη.
— Μα νά τοι, βγαίνουν βουτηγμένοι στο αίμα
της μάνας των, που λίγο πριν σκοτώσαν,
απόδειξη φριχτή των άγριων κραυγών της.
Απ᾽ τη γενιά του Τάνταλου κανένα σπίτι
πιο δύστυχο δεν είναι μήτε υπήρξε.
(Βγαίνουν ο Ορέστης, ο Πυλάδης και η Ηλέκτρα και με το εκκύκλημα τα πτώματα του Αιγίσθου και της Κλυταιμήστρας.)
ΟΡΕ. Ω! Γη και Δία παντεπόπτη των θνητών,
κοιτάχτε αυτά τα φονικά κι ανόσια έργα.
1180 Τα δυο κορμιά που κείτονται στο χώμα
απ᾽ το δικό μου το μαχαίρι χτυπημένα,
που ξεπληρώσαν έτσι τα δεινά μου.
‹ . . . ›
ΗΛΕ. Είναι, αδερφέ μου, πολυδάκρυτες
οι συμφορές σου κι είμαι γω η αιτία,
που σαν φωτιά η δυστυχισμένη
πάνω στη μάνα μου έπεσα,
σ᾽ εκείνη που με γέννησε.
ΧΟΡ. Ω! για τη μοίρα, τη δική σου μοίρα, ω! μάνα,
που τόλμησες πράξεις φριχτές
και σε βρήκανε πάθη βαριά και φριχτότερα ακόμη
απ᾽ τα παιδιά σου. Μα δίκαια πλήρωσες
του γονιού τους τον φόνο.
1190 ΟΡΕ. Φοίβε, με σκοτεινούς χρησμούς
προφήτεψες το δίκαιο, μα οι πόνοι
είναι ολοφάνεροι που μου ᾽δωσες.
Όρισες να ᾽χω μοίρα ματωμένη
μακριά από την Ελλάδα. Σε ποιάν άλλη
χώρα θα πάω; Ποιός άντρας θεοφοβούμενος,
ποιός φίλος θα γυρίσει ν᾽ αντικρίσει
εμένα που έσφαξα τη μάνα μου;
ΗΛΕ. Ω! συμφορά μου, συμφορά! Κι εγώ σε ποιές
γιορτές θα πάω; Σε ποιούς γάμους; Και ποιός άντρας
1200 θα με δεχτεί σε νυφικό κρεβάτι;
ΧΟΡ. Πάλι καθώς φυσά ο αγέρας
άλλαξες πάλι γνώμη.
Δίκαιοι τώρα οι στοχασμοί σου,
μα πριν δεν ήταν, κι έκανες, καλή μου,
κακό στον αδερφό σου, αθέλητά του.