Ιστορικές συνθήκες
Κι απ᾽ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ᾽ εμείς·
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.
Κ. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.»
Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό.
Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις. Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα - όλα ελληνικά. Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες στους Πέρσες.
Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς - λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομά της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή - όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.
Μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του μοιράστηκαν, όχι χωρίς αμφισβητήσεις και πολέμους, στους Διαδόχους. Από τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν ξεχώρισαν με την ακμή τους το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, το βασίλειο των Ατταλιδών στη Μικρασία, με πρωτεύουσα την Πέργαμο, και το βασίλειο των Πτολεμαίων στη βόρεια Αφρική, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Σημαντικό κέντρο στάθηκε για ένα διάστημα και η μακεδονική Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αντιγονιδών.
Αυτός ο «καινούργιος κόσμος» ήταν πραγματικά «μέγας»: απέραντες οι επικράτειες, πελώριες οι αποστάσεις, αμέτρητα τα πλήθη των λαών, πολυάνθρωπες οι πολιτείες, τεράστια η κλίμακα των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Τα ελληνικά προϊόντα είχαν ζήτηση στην Ανατολή, όπως και πολλά ανατολικά προϊόντα είχαν ζήτηση στις ελληνικές περιοχές. Έτσι, οι βιοτεχνίες πολλαπλασίασαν την παραγωγή τους, οι μεταφορές, ιδιαίτερα οι θαλασσινές, αναπτύχτηκαν και οι εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για κέρδη αμύθητα.
Αποφασιστικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής ήταν η ανάδειξη και η ραγδαία προέλαση των Ρωμαίων, που υπόταξαν τη μια μετά την άλλη πρώτα τις ελληνικές, ύστερα και τις ελληνοκρατούμενες χώρες: η υποταγή των ελληνικών περιοχών της Κάτω Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 270 π.Χ., της Σικελίας το 210 π.Χ., της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 148 π.Χ. και της υπόλοιπης Ελλάδας το 146 π.Χ. Το 133 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου κληροδότησε το μικρασιατικό βασίλειο του στους Ρωμαίους· το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάκτησαν τη Συρία και το 31 π.Χ., μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος κατάλυσε οριστικά και την εξουσία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στην Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή και στην Ελληνορωμαϊκή που ακολούθησε.
Κοινωνία
Η ελληνιστική κοινωνία ήταν πολυεθνική και πολυπολιτισμική. Η ελληνική πολιτισμική παρουσία ήταν έντονη, αλλά οι ελληνίζοντες ξένοι δεν επηρεάζονταν μόνο από τον Ελληνισμό, αλλά και τον επηρέαζαν.
Η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε ως επικοινωνιακό μέσο, καθώς τώρα τη μάθαιναν και τη χρησιμοποιούσαν ως Κοινή γλώσσα πλήθος λαοί, αλλά και έχασε με την τριβή ένα μέρος από τον μορφολογικό πλούτο και τη μουσικότητά της.[161]
Στη θρησκεία οι ελληνικοί θεοί έγιναν γνωστοί και λατρεύτηκαν ως βαθιά μέσα στην Ασία, φυσικά και στην Αίγυπτο· όμως την ίδια στιγμή ξένοι θεοί, όπως η Ίσιδα και ο Όσιρης από την Αίγυπτο, ο Άττης από τη Φρυγία κ.ά., αξιώθηκαν να αποκτήσουν έλληνες πιστούς. Την επιτυχία τους τη χρωστούν σε μεγάλο βαθμό στην ανατολίτικη μυστηριακή φύση της λατρείας τους. Η Ελληνιστική εποχή, με τους αυξημένους φόβους και τις μεγάλες ευκαιρίες, ευνοούσε τις μυστηριακές λατρείες, που κατά κάποιον τρόπο καταλαγιάζουν τους φόβους και ενισχύουν τις ελπίδες για ευδαιμονία, αν όχι σε τούτη, τουλάχιστο στη μεταθανάτια ζωή. Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η θεοκρασία: έλληνες και ξένοι συγγενικοί θεοί ταυτίζονταν, τα ονόματά τους συνδυάζονταν και οι πιστοί αναγνώριζαν ένα θεό Δία-Σαβάζιο, Ερμή-Άνουβη, Σάραπη-Πλούτωνα κλπ.
Γενικά, η θρησκευτική πίστη, όπως τη γνωρίσαμε περισσότερο στα αρχαϊκά, λιγότερο στα κλασικά χρόνια, είχε στην Ελληνιστική εποχή υποχωρήσει. Μπορεί τα αφιερώματα να ήταν πλουσιότερα και οι ναοί μεγαλοπρεπέστεροι, μπορεί οι δημόσιες λατρευτικές εκδηλώσεις να φάνταζαν πολυτελέστερες παρά ποτέ, αλλά στο βάθος ο πλούτος και η αστάθεια της εποχής είχαν κλονίσει τα θεμέλια τόσο της ηθικής όσο και της θρησκείας. Οι μεταφυσικές ανάγκες των ανθρώπων, όταν δεν καλύπτονταν από τις μυστηριακές λατρείες, ικανοποιούνταν από δεισιδαιμονικές ας τις πούμε πρακτικές, όπως τα ξόρκια, τα φυλαχτά, η μαγεία γενικά, και ακόμα από την αστρολογία και τη μαντική στις ποικίλες μορφές της. Μία μόνο θεά είδε τα χρόνια εκείνα τη λατρεία της να αναβαθμίζεται: η θεά Τύχη.
Χαρακτηριστικό για την εποχή φαινόμενο ήταν και οι αθρόες αποθεώσεις. Η υποτιθέμενη εξύψωση ενός θνητού, συνήθως ηγεμόνα, στην τάξη των θεών, η κατασκευή ναών αφιερωμένων στη λατρεία του, η προσφορά θυσιών κλπ., ήταν φαινόμενα συνηθισμένα στην Ανατολή, όχι όμως και στην Ελλάδα, όπου οι αντίστοιχες μαρτυρίες είναι ελάχιστες και αμφίβολες. Μόνο τώρα, μετά τον Μεγαλέξανδρο, που ζωντανός ακόμα διεκδικούσε, ως γιος του Άμμωνα-Δία, θεϊκές τιμές, οι διάδοχοί του, οι Σελευκίδες, οι Πτολεμαίοι και οι Ατταλίδες, δεν ισχυρίζονταν μόνο ότι κατάγονταν από θεούς, αλλά και φρόντιζαν όταν πεθάνουν να αποθεωθούν οι ίδιοι, καμιά φορά και οι σύζυγοί τους, για το μεγαλείο τους και για τις ευεργεσίες τους στη χώρα. Με αυτά τα δεδομένα οι αποθεώσεις δε βασίζονταν στη θρησκευτική πίστη αλλά σε πολιτικές αποφάσεις που σκοπό είχαν να ενισχύσουν το κύρος της δυναστείας.
Όσο για την ηθική τάξη: οι κάθε λογής απατεώνες, οι αχόρταγοι παράσιτοι, οι εταίρες, οι μεσίτρες, οι ξαδιάντροπες κουβέντες, η σωματική κακοποίηση και εκμετάλλευση των δούλων, όλα όσα από παλιά θεωρούνταν περιθωριακά και αξιοκατάκριτα, φαίνεται ότι αποτελούσαν τώρα συνηθισμένα και φυσικά φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Κείμενα και αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι η ελληνιστική κοινωνία, τουλάχιστο στα αστικά κέντρα, όπου κυκλοφορούσε και επιβίωνε κάθε καρυδιάς καρύδι, εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκδοτη στις ηδονές, ανήθικη, σπάταλη, αδίστακτη κλπ. - αλλά βέβαια παρόμοιοι χαρακτηρισμοί, απ᾽ όπου και αν προέρχονται, είναι συχνά υπερβολικοί, αν όχι και άδικοι.
-----------------
Γράμματα και τέχνες
Διαπιστώσαμε ότι στα αλεξανδρινά χρόνια οι επικράτειες, οι πληθυσμοί, η κλίμακα των επιχειρήσεων και τα κέρδη ήταν τεράστια. Αυτός ο γιγαντισμός, πρωτόγνωρος στα ελληνικά δεδομένα, που ως τότε υποτάσσονταν στο μέτρο, φανερώνεται, θετικά ή αρνητικά, σε ολόκληρη τη φυσιογνωμία της εποχής. Έτσι, τον 3ο π.Χ. αιώνα στήθηκε ο κολοσσός της Ρόδου, 32 μέτρα ψηλός· έτσι, τον 2ο π.Χ. αιώνα οικοδομήθηκε ο βωμός της Περγάμου σε 1250 τετραγωνικά μέτρα· έτσι, ο Ιέρωνας των Συρακουσών σκάρωσε ένα τεράστιο καράβι που χωρούσε μόνο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας· έτσι και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης θέλησε στην Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη του να εκθέσει σε σαράντα βιβλία ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους προϊστορικούς χρόνους ως τις μέρες του.
Όπως συμβαίνει συχνά, τα ίδια αυτά φαινόμενα (η απεραντοσύνη, η πολυανθρωπία, ο γιγαντισμός) προκάλεσαν αντιδράσεις που γρήγορα οδήγησαν στα αντίθετα: στα ίδια εκείνα χρόνια, η τορευτική μικροτεχνία δημιουργούσε θαυμαστά κοσμήματα, αγαλματάκια, κύπελλα, λύχνους και άλλα μικροαντικείμενα· συχνά οι ποιητές εκφράζονταν με δίστιχα επιγράμματα· οι ιστορικοί, όταν δεν έγραφαν παγκόσμια ιστορία, περιορίζονταν σε μονογραφίες για τον τόπο τους· κουρασμένοι από την πολυκοσμία και την ταραχή των πόλεων, οι αστοί αποζητούσαν την ανοιχτή φύση, τα δάση, τις βουνοπλαγιές, τους αγρούς και τους απονήρευτους ανθρώπους τους. Για πρώτη τώρα φορά ζωγράφοι και γλύπτες απεικόνιζαν με έμφαση το φυσικό περιβάλλον ενώ, αντίστοιχα, στη βουκολική ποίηση παρουσιάζονταν στον οικείο τους χώρο και πρωταγωνιστούσαν οι βοσκοί.
Η στροφή προς την ύπαιθρο και η εξιδανίκευση των κατοίκων της αποτελεί κίνημα φυγής από την πραγματικότητα· όμως αυτό δεν εμποδίζει η εποχή να ευνοεί σε γενικές γραμμές τον ρεαλισμό. Ούτε η αρχαϊκή ούτε η κλασική τέχνη, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, δεν επιδίωξαν να αποδώσουν τον άνθρωπο και τον γύρω του κόσμο πιστά, ρεαλιστικά, με τις ομορφιές αλλά και με τις ασχήμιες του, στις καλές αλλά και στις κακές του στιγμές. Τώρα οι καλλιτέχνες το επιχειρούν: ρεαλιστική είναι, θα δούμε, η Νέα κωμωδία, ρεαλιστικοί οι μίμοι και άλλα λιγότερο ή περισσότερο ηθογραφικά έργα. Η ίδια τάση διαπιστώνεται και στις εικαστικές τέχνες, όπου ο γεροψαράς, η αγρότισσα με τα καλάθια της, τα παιδιά, αλλά και η κοντοπίθαρη χορεύτρια, η μεθυσμένη γριά με την κρασοκανάτα, ο καμπουράκος, ο δούλος, το αλητόπαιδο, έγιναν αγαπημένα θέματα, όπως και ο πόνος, ο θάνατος του πολεμιστή και άλλα ανάλογα, που ως τότε οι καλλιτέχνες απόφευγαν να τα απεικονίσουν.
Το καταλαβαίνουμε οι καλλιτέχνες της Ελληνιστικής εποχής να επιλέγουν θέματα που ως τότε είχαν μείνει στο περιθώριο. Γενικά, δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να συναγωνιστούν τους ξακουστούς τεχνίτες της Κλασικής εποχής. Για να μην καταποντιστούν, μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δυνατότητες: ή να ακολουθήσουν τα κλασικά πρότυπα, ή να αναζητήσουν θεματικά πεδία και μορφές που οι κλασικοί μαστόροι τα είχαν για κάποιο λόγο παραμελήσει. Οι περισσότεροι προτίμησαν το δεύτερο· δεν έλειψαν όμως και αυτοί που διάλεξαν τον δρόμο της μίμησης, καλλιτέχνες και λογοτέχνες που δε δίσταζαν να αντιγράψουν ή, καλύτερα, να ανακυκλώσουν οτιδήποτε παλιό και πετυχημένο. Έτσι, εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια ένα φαινόμενο που αργότερα θα κυριαρχήσει, ο κλασικισμός, δηλαδή η προσπάθεια να δημιουργήσουν οι καλλιτέχνες έργα υψηλής τέχνης ακολουθώντας, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα.
Ο κλασικισμός προϋποθέτει όχι μόνο τον θαυμασμό για τα παλαιότερα έργα αλλά και τη βαθιά γνώση του περιεχομένου και της μορφής τους. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της εποχής, το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για την πολιτισμική κληρονομιά. Οι διάδοχοι του Μεγαλέξανδρου καλλιέργησαν εντατικά στις αυλές τους τα γράμματα και τις τέχνες, ίδρυσαν μουσεία και βιβλιοθήκες, όπου συγκεντρώθηκε, κατατάχτηκε και μελετήθηκε το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης επιστημονικής και λογοτεχνικής παραγωγής. Γύρω τους μαζεύτηκαν, δούλεψαν και ανταμείφτηκαν πλουσιοπάροχα οι περισσότεροι λογοτέχνες, λόγιοι και επιστήμονες της εποχής.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστί καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον και ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.[162]
Στράβων, Γεωγραφικά 17.1.8
Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α' με την καθοδήγηση του Δημητρίου του Φαληρέα. Σκοπός του ήταν να αποτελέσει κέντρο επιστημονικής μελέτης, διδασκαλίας και έρευνας, ικανοποιώντας τις πνευματικές ανησυχίες του βασιλιά και τις εκπαιδευτικές ανάγκες της οικογένειάς του. Στις εγκαταστάσεις που αναφέρει ο Στράβων πρέπει να προσθέσουμε τους χώρους διαμονής των μελών, φυσικά και τη φημισμένη Βιβλιοθήκη,[163] που έφτασε να διαθέτει 700.000 βιβλία. Προϊστάμενοί της ορίστηκαν από τους Πτολεμαίους και υπηρέτησαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ζηνόδοτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Αρίσταρχος κ.ά.
Ανάλογα ιδρύματα λειτουργούσαν στο τέμενος της Αθηνάς Πολιάδας στην Πέργαμο, στην αυλή των Αντιγονιδών στην Πέλλα και στο ανάκτορο του Αντιόχου του μεγάλου στην Αντιόχεια. Σημαντικές δημόσιες βιβλιοθήκες, προσαρτημένες σε ιερά τεμένη, σε γυμνάσια, σε ανώτερες σχολές κλπ., υπήρχαν σε πολλές ακόμα πόλεις: στην Αθήνα, στην Κω, στη Ρόδο, στην Έφεσο και αλλού. Σε αυτούς τους προνομιακούς χώρους έζησαν και δούλεψαν οι λόγιοι της Ελληνιστικής εποχής, σε τέτοια «θερμοκήπια» άνθισαν η αλεξανδρινή ποίηση και οι επιστήμες.
-----------
162 «Μέρος του παλατιού είναι και το Μουσείο, που έχει τόπο για περίπατο, οργανωμένο χώρο μαθημάτων και συζητήσεων, και ένα μεγάλο κτίριο όπου ήταν το κοινό εστιατόριο των επιστημόνων μελών του Μουσείου.»
163 Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο βιβλιοθήκες: μία, η μεγαλύτερη, μέσα στο Μουσείο για τους ερευνητές, και μία έξω από τα ανάκτορα, ανοιχτή σε όλους τους πολίτες.
Ποίηση
Η ελληνιστική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο, λόγιο ακροατήριο, που μπορούσε να καταλάβει τη δύσκολη γλώσσα της, να θαυμάσει τη μετρική της μαστοριά, να αντιληφθεί και να εκτιμήσει τους υπαινιγμούς σε παλαιότερα κείμενα και σε σπάνιες παραλλαγές των μύθων. Εξαίρεση αποτέλεσε το θέατρο, που απευθυνόταν στο μεγάλο κοινό.
Δραματική ποίηση
Οι θεατρικές εκδηλώσεις (διονυσιακές γιορτές, θεατρικοί αγώνες κλπ.) συνεχίζονται. Δράματα γράφονται και παριστάνονται πολλά. Στις επικράτειες των Διαδόχων χτίζονται πλήθος καινούργια θέατρα, ανάμεσά τους και το θέατρο στην Έφεσο, που χωρούσε 20.000 θεατές.[164] Οι ηθοποιοί και οι άλλοι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται είναι τώρα επαγγελματίες, συγκροτούν θιάσους και περιοδεύουν παρουσιάζοντας έργα κλασικά και νεότερα.
Η στενή σχέση του θεάτρου με τη δημοκρατία είναι γνωστή, και θα το περιμέναμε η ποιότητα της θεατρικής παραγωγής να ξεπέσει, όπως και έγινε. Τελευταία σημαντική αναλαμπή η Νέα κωμωδία, που άνθισε στην Αθήνα από τα τέλη του 4ου ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα της σώζονται πολλά και μεγάλα αποσπάσματα,[165] αλλά μόνο μία ολόκληρη κωμωδία, ο Δύσκολος του Μενάνδρου.
ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ (342-291 π.Χ.)
«Μένανδρε και ζωή, ποιος απ᾽ τους δυο αντίγραψε τον άλλον;»
Αριστοφάνης ο Γραμματικός
Ο κυριότερος εκπρόσωπος της Νέας κωμωδίας ήταν Αθηναίος από την Κηφισιά. Στα χρόνια του η πολιτική ζωή της Αθήνας ήταν εξαιρετικά ταραγμένη, αλλά στα έργα του δε βρίσκουμε ούτε έναν πολιτικό υπαινιγμό. Η παράδοση της Παλαιάς κωμωδίας έχει οριστικά χαθεί. Ακολουθώντας σε πολλά τους τρόπους του Ευριπίδη, η Νέα κωμωδία είναι ρεαλιστική: αφορά κοινούς ανθρώπους, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, ανθρώπους που ο συγγραφέας τούς παρουσιάζει να κινούνται στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης φανταστικής υπόθεσης με ευχάριστο τέλος. Αποφασιστικό ρόλο στις υποθέσεις αυτές, πέρα από τον έρωτα, παίζει κάθε φορά και η τύχη.
Οι κωμικοί τύποι που σχηματίστηκαν στη Μέση κωμωδία (ο γεροτσιγκούνης, ο ερωτευμένος νέος, η εταίρα, ο καταφερτζής δούλος κλπ.) εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν· όμως ειδικά για τον Μένανδρο διαπιστώνουμε ότι κατάφερνε τόσο τους γνωστούς και συνηθισμένους τύπους όσο και κάθε άλλο πρόσωπο να τους μετατρέπει σε ξεχωριστούς, ολοκληρωμένους ανθρώπους.[166] Τους παρουσιάζει με συμπάθεια, και είναι αυτός που έγραψε τον στίχο: Ὡς χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ.[167]
Εκτός από τον Δύσκολο, που ένα αναπάντεχο παπυρικό εύρημα τον διάσωσε ολόκληρο, πολύστιχα αποσπάσματα μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε τουλάχιστο δύο ακόμα έργα, τη Σαμία και τους Ἐπιτρέποντες.
Ο Μένανδρος έγραψε πάνω από 100 κωμωδίες, αλλά οι νίκες του στους θεατρικούς διαγωνισμούς ήταν λιγότερες από του κυριότερου ανταγωνιστή του, του Φιλήμονα - «Ντροπή!» σημείωσαν οι κατοπινοί κριτικοί, που αναγνώρισαν τον Μένανδρο ως ποιητή μεγάλο.
Ο Φιλήμων (περ. 365-264 π.Χ.) γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά προτίμησε να ζήσει στην Αθήνα, όπως και ο τρίτος σημαντικότερος ποιητής της Νέας κωμωδίας, ο Δίφιλος, που είχε γεννηθεί στη Σινώπη του Πόντου. Η προσπάθεια του Πτολεμαίου Α' να μεταφυτέψει τη θεατρική κίνηση στην Αλεξάνδρεια απότυχε: ο Μένανδρος δεν αποδέχτηκε καν την πρόσκλησή του, και ο Φιλήμων, που την αποδέχτηκε, παρουσίασε εκεί την κωμωδία του Πανήγυρις και γύρισε στην Αθήνα.
Η Νέα κωμωδία δεν είχε πια καθόλου χορικά τραγούδια· μόνο ενδιάμεσα, στα διαλείμματα θα λέγαμε σήμερα, μια ομάδα από χορευτές-γλεντοκόπους έμπαινε στην ορχήστρα να τραγουδήσει και να χορέψει μιμητικό χορό. Έτσι, ολοκληρώθηκε μια εξέλιξη που είχε ξεκινήσει με τα εμβόλιμα χορικά του Ευριπίδη και του Αγάθωνα και συνεχίστηκε με τα τελευταία έργα του Αριστοφάνη και τη Μέση κωμωδία.
Σχετική είναι και μια άλλη εξέλιξη, που αφορά το θεατρικό κτίσμα. Από τη στιγμή που ο Χορός δε συμμετείχε στο έργο, η ορχήστρα δεν είχε λόγο να επικοινωνεί με το προσκήνιο, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Έτσι, μόνο ορισμένα παλιά θέατρα, όπως το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα, διατηρούσαν την παραδοσιακή τους μορφή· στα καινούργια θέατρα που χτίζονταν προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, το προσκήνιο ήταν υπερυψωμένο και στηριζόταν σε μια σειρά από κολόνες, τρία και τέσσερα μέτρα ψηλές.
Η ελληνιστική τραγωδία και το συνακόλουθο σατυρικό δράμα δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε πολλά ονόματα ποιητών,[168] και μας σώθηκαν αρκετά αποσπάσματα και τίτλοι από τα δράματά τους· όμως σε γενικές γραμμές η δραματική παραγωγή ήταν άχρωμη, σχεδόν ασήμαντη, και είναι χαρακτηριστικό ότι τραγικό έργο ολόκληρο δε σώζεται κανένα. Το μεγαλύτερο απόσπασμα που έχουμε είναι 269 στίχοι από την τραγωδία Ἐξαγωγή, με θέμα την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Ποιητής της ο Ιεζεκιήλ, που έζησε τον 3ο/2ο π.Χ. αιώνα και αποφάσισε να παρουσιάσει ένα επεισόδιο από την ιστορία του λαού του στη μορφή και τη γλώσσα της ελληνικής τραγωδίας.
Ανάμεσα στους δραματικούς ποιητές ξεχωρίζει ο Λυκόφρων από τη Χαλκίδα (4ος/3ος π.Χ. αι.). Τα δράματά του έχουν χαθεί· σώζεται όμως το έργο του Ἀλεξάνδρα, όπου ένας δούλος παρουσιάζεται να μεταφέρει κατά λέξη στον Πρίαμο μια πολύστιχη προφητεία της μάντισσας Κασσάνδρας, που είχε και το όνομα Αλεξάνδρα. Ο μονόλογός του είναι τόσο σκοτεινός στην έκφραση και στο περιεχόμενο, ώστε σίγουρα το έργο δεν προοριζόταν να παρουσιαστεί στο θέατρο αλλά μόνο να διαβαστεί από λόγιους μελετητές και γνώστες της παράδοσης. Μελετητής και γνώστης της παράδοσης, φιλόλογος, ήταν άλλωστε και ο ίδιος ο Λυκόφρονας.
Προς το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα οι παραστάσεις κωμωδίας, τραγωδίας και σατυρικού δράματος σπανίζουν, και θα έρθει ώρα να σταματήσουν τελείως. Τη θέση τους παίρνουν λιγότερο έντεχνα λαϊκότερα θεάματα, σαν αυτά που συνήθως παρουσιάζονταν στα συμπόσια, στα πανηγύρια και σε άλλες ανάλογες εκδηλώσεις: μονόλογοι και διάλογοι σε στίχο ή σε πεζό, φάρσες και σκετς, μυθολογικές παρωδίες,[169] χορευτικά και τραγουδιστικά νούμερα, ακροβασίες και χοντροκοπιές - όλα ρεαλιστικά και αθυρόστομα. Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε στο σύνολό τους ως μίμους, ή και να ξεχωρίσουμε, όπως ο Πλούταρχος, τα καθαρά «παιχνίδια» (παίγνια) από όσα διάθεταν πλοκή (υποθέσεις). Έχουμε κάποιες απεικονίσεις και σκόρπιες πληροφορίες για το ένα ή το άλλο είδος, αλλά τα κείμενα που διαθέτουμε είναι ελάχιστα.[170]
Ο μίμος έχει οριστεί ως μίμησις βίου τά τε συγκεχωρημένα καὶ τὰ ἀσυγχώρητα περιέχων, «όσα επιτρέπονται, και όσα δεν επιτρέπονται» (Διομήδης ο Γραμματικός). Χαρακτηριστικό του ότι παιζόταν χωρίς μάσκα, αρχικά από ένα μονάχα μιμολόγο, που κρατούσε όλους τους ρόλους, αργότερα από περισσότερους και με τη συμμετοχή γυναικών, ή ακόμα και παιδιών.
---------------------
164 Την εποχή αυτή κάθε πολιτεία, μικρή μεγάλη, είχε το θέατρό της, που δε χρησίμευε μόνο για παραστάσεις αλλά και για κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση, συνελεύσεις, συναυλίες, διαλέξεις κλπ.
165 Τις γνώσεις μας για τη Νέα κωμωδία ενισχύουν σημαντικά και οι ρωμαίοι κωμωδιογράφοι, που συχνά μιμήθηκαν, διασκεύασαν, ως ένα σημείο και μετάφρασαν τα έργα της.
166 Σε αυτό πρέπει να βοήθησε και ότι δάσκαλός του ήταν ο μελετητής και συγγραφέας των Χαρακτήρων, ο Θεόφραστος.
168 Σε επτά από αυτούς, τους καλύτερους, που διακρίθηκαν στους δραματικούς αγώνες, δόθηκε αργότερα το ομαδικό όνομα Πλειάς, από τον αστερισμό της Πλειάδος (της Πούλιας), που έχει επτά αστέρια.
Επική ποίηση
Φαίνεται παράξενο, αλλά στην Ελληνιστική εποχή βρέθηκε ποιητής που επιχείρησε, και ως ένα σημείο κατόρθωσε, να ζωντανέψει το ηρωικό έπος και τους ομηρικούς τρόπους: τη γλώσσα, το μέτρο και άλλα χαρακτηριστικά.
ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΡΟΔΙΟΣ (295-215 π.Χ.)
Λόγιος και ποιητής γεννημένος στην Αίγυπτο. Λέγεται πως ήταν μαθητής του Καλλίμαχου και πως νωρίς έδειξε κλίση στα γράμματα· σίγουρο είναι πως στα τριάντα πέντε του χρόνια, το 260 π.Χ., ο Πτολεμαίος Β' τον όρισε προστάτην (προϊστάμενο) της βιβλιοθήκης του Μουσείου, όπου επιδόθηκε στη φιλολογία και στην ποίηση.
Έγραψε ένα μεγάλο έπος, σχεδόν 6000 στίχους, τα Ἀργοναυτικά, περιγράφοντας πώς ο Ιάσονας και οι άλλοι ήρωες ταξίδεψαν στην Κολχίδα, πώς άρπαξαν με τη βοήθεια της Μήδειας το χρυσόμαλλο δέρας και πώς γύρισαν θριαμβευτές στην Ελλάδα. Το θέμα είναι βέβαια ηρωικό, αλλά, όπως είναι φυσικό, ο χειρισμός του παρουσιάζει έντονα ελληνιστικά χαρακτηριστικά: την επιτυχία της εκστρατείας ο Ιάσονας δεν τη χρωστά τόσο στην παλληκαριά του όσο στις μαγικές δυνάμεις της Μήδειας και στο ερωτικό της πάθος, που περιγράφεται με ρεαλισμό και γνώση της γυναικείας ψυχολογίας·[171] ρεαλιστικές περιγραφές συναντούμε και άλλες στα Αργοναυτικά, ενώ δεν απολείπουν και τα ποικίλα λόγια στοιχεία.
Ότι ο Απολλώνιος έκανε στην Αλεξάνδρεια μιαν απαγγελτική παρουσίαση των Αργοναυτικών, ή και μια προέκδοση, που δεν άρεσαν, είναι βέβαιο, όπως βέβαιο είναι και ότι κάποια στιγμή συγκρούστηκε με τον Καλλίμαχο. Αμφίβολη είναι μόνο η αιτία της διένεξης, καθώς δεν είναι διόλου υποχρεωτικό να αφορούσε τις λογοτεχνικές τους προτιμήσεις, όπως παραδίδεται.
Απογοητευμένος ο Απολλώνιος εγκατάλειψε την Αλεξάνδρεια και κατάφυγε στη Ρόδο, όπου αναθεώρησε ολόκληρο το έπος, το παρουσίασε με επιτυχία, δοξάστηκε, ρίζωσε και έμεινε τιμημένος ως τον θάνατό του. Σε αυτή του την παραμονή χρωστά και το επίθετο Ρόδιος που συνοδεύει το όνομά του.
Ο Απολλώνιος έγραψε ακόμα κτίσεις και άλλα ποιητικά έργα με ποικίλο περιεχόμενο και σε ποικίλα μέτρα. Χάθηκαν όλα, εκτός από ένα επίγραμμα, υβριστικό του αντιπάλου του: Καλλίμαχος, τὸ κάθαρμα, τὸ παίγνιον, ὁ ξύλινος νοῦς…
Ηρωικά έπη συνθέσαν στα αλεξανδρινά χρόνια και άλλοι, π.χ. ο Ριανός από την Κρήτη (2ος π.Χ. αι.), που ως φιλόλογος μελέτησε τον Όμηρο και ως ποιητής έγραψε μιαν Ἡρακλειάδα, κτίσεις, επιγράμματα κλπ. - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα. Χαμένα είναι και πολλά έπη με θέμα ιστορικό, γραμμένα από αυλοκόλακες ποιητές για να υμνήσουν τους προστάτες τους ηγεμόνες ως ήρωες.
Πλούσια ήταν η αλεξανδρινή παραγωγή και σε διδακτικά έπη με ποικίλο περιεχόμενο, αλλά στα χέρια μας δεν έφτασαν παρά ένα αστρονομικό, τα Φαινόμενα του Αράτου, και δύο ακόμα, φαρμακευτικά ας τα πούμε, έργα, τα Θηριακά και τα Ἀλεξιφάρμακα του Νικάνδρου.
ΑΡΑΤΟΣ (313-240 π.Χ.)
Γεννήθηκε στους Σόλους της Κιλικίας. Μαθήτεψε πρώτα στην Έφεσο, όπου δάσκαλός του ήταν ο Μενεκράτης, επικός ποιητής, μιμητής του Ησιόδου, ύστερα στην Αθήνα, όπου μυήθηκε στη στωική φιλοσοφία από τον Ζήνωνα, και στη συνέχεια έζησε και έδρασε ως φιλόλογος και ποιητής στις αυλές του Αντίγονου Γονατά στην Πέλλα και του Αντίοχου Α' Σωτήρα στην Αντιόχεια.
Για να ευχαριστήσει τους προστάτες του, ο Άρατος έγραψε διάφορα ποιήματα κολακευτικά για τους γάμους τους, για τις στρατιωτικές τους επιτυχίες κλπ. - όλα χαμένα. Διασώθηκαν μόνο τα Φαινόμενα: 1154 στίχοι, όπου ο Άρατος παράφρασε σε επική γλώσσα όσα είχε γράψει για τα ουράνια φαινόμενα, εκατό χρόνια νωρίτερα, ο Εύδοξος από την Κνίδο. Το έργο, επηρεασμένο από τον Ησίοδο και τη στωική φιλοσοφία, δε διακρίνεται ούτε για την επιστημονική του ακρίβεια ούτε για τις ποιητικές αρετές του· είχε όμως τεράστια επιτυχία, επαινέθηκε, μεταφράστηκε και σχολιάστηκε όσο λίγα.
Το παράδειγμα του Αράτου ακολούθησε και ο Νίκανδρος από την Κολοφώνα (2ος π.Χ. αι.), μεταφέροντας σε επικό στίχο και γλώσσα τις διατριβές του Απολλόδωρου από την Αλεξάνδρεια Περὶ θηρίων και Περὶ δηλητηρίων φαρμάκων, γραμμένες τον 3ο π.Χ. αιώνα, σε απλή γλώσσα και φυσικά σε πεζό. Αντίστοιχα, ο Νίκανδρος περιγράφει στα Θηριακά τα ζωικά δηλητήρια με τα αντίδοτά τους, και στα Ἀλεξιφάρμακα τα φυτικά και άλλα δηλητήρια, πάλι με τα αντίδοτά τους. Ο Νίκανδρος έγραψε πολλά, ακόμα, χαμένα σήμερα, διδακτικά έργα, ανάμεσά τους και τα Ἑτεροιούμενα: ιστορίες ανθρώπων που οι θεοί τούς μεταμόρφωσαν σε ζώα και φυτά.
Δύσκολο να πιστέψουμε ότι οι μεταγραφές επιστημονικών και τεχνικών διατριβών από την απλή γλώσσα στην ποιητική, και από τον πεζό λόγο στον έμμετρο, υπηρετούσαν γνήσια διδακτικούς σκοπούς. Πιο σωστό είναι να συμπεράνουμε ότι όσοι ποιητές επιχειρούσαν κάτι τέτοιο άλλο δεν ήθελαν παρά να επιδείξουν τη λογιότητα και τη μαστοριά τους: πόσο επιδέξια μπορούσαν να χειριστούν τη γλώσσα και το μέτρο του έπους. Από αυτή την άποψη είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε ότι μόνο ο Απολλώνιος Ρόδιος κατάφερε να χειριστεί τον επικό στίχο με άνεση και να χρησιμοποιήσει την ομηρική γλώσσα με λίγες μόνο παραχωρήσεις στη σύγχρονη. Ο Άρατος, με πρότυπο τον Ησίοδο, στάθηκε γλωσσικά και μετρικά λιγότερο εύστοχος, ενώ τα έπη του Νικάνδρου ξεχειλίζουν από γλωσσικές και μετρικές αδεξιότητες.
----------------
171 Ας θυμηθούμε ότι ο Όμηρος χειρίζεται πολύ διακριτικά τα ερωτικά θέματα και αποφεύγει συστηματικά, τουλάχιστο στην Ιλιάδα, να αναφερθεί στη μαγεία.
Λυρική ποίηση
Ο λυρισμός ξανανθίζει στα ελληνιστικά χρόνια, όπου δίπλα στα γνωστά μας είδη ακμάζουν τρία ακόμα: το επύλλιο, το ειδύλλιο, που τώρα πρωτοεμφανίζεται, και ο παραμελημένος λογοτεχνικός μίμος, ο μιμίαμβος. Χαρακτηριστικό ότι οι ποιητές καλλιέργησαν καθένας περισσότερα από ένα ποιητικά, και όχι μόνο ποιητικά, είδη. Κοινή σε όλους η αγάπη για το κατεξοχήν αλεξανδρινό λυρικό είδος, το επίγραμμα.
Τα αλεξανδρινά επιγράμματα είναι ποικίλα: θρηνητικά, αναθηματικά, ερωτικά, πολεμικά, σατιρικά, συμποτικά[172] κλπ. - και μας έχουν σωθεί πολλά, γιατί γρήγορα βρέθηκαν ποιητές και λόγιοι να τα συγκεντρώσουν σε ανθολογίες, που η καθεμιά τους αντίγραφε και επαύξανε τις προηγούμενες.[173] Ένα βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα μάς διασώζει την Ἑλληνική ἀνθολογία, όπως την ονομάζουμε, που περιέχει πάνω από 4000 δίστιχα, τετράστιχα ή και κάπως μεγαλύτερα επιγράμματα, τα περισσότερα αλεξανδρινά.
Από την Ελληνική ανθολογία μάς είναι γνωστοί πλήθος αξιόλογοι επιγραμματοποιοί, που γεωγραφικά καλύπτουν όλο τον ελληνικό χώρο και χρονολογικά ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή. Ενδεικτικά μόνο σημειώνουμε τον Λεωνίδα από τον Τάραντα, τον Φάλαικο από τη Φωκίδα, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα, τον Ηράκλειτο από την Αλικαρνασσό, τον Διοσκουρίδη από την Αλεξάνδρεια - και δύο ποιήτριες: την Ανύτη από την Τεγέα, που έγραψε επιτάφια επιγράμματα για το τριζόνι της και για τον πετεινό της, και τη Νόσση από την Κάτω Ιταλία, που σε ένα της επίγραμμα στέλνει χαιρετισμό στη Σαπφώ.
Ονομαστός για τα ερωτικά και συμποτικά του επιγράμματα ήταν ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο (4ος/3ος π.Χ. αι.). Στα σαράντα πάνω κάτω έργα του που μας σώθηκαν απαντά συχνά ο μικρός τοξότης Έρωτας, γνωστός και από τις απεικονίσεις της εποχής. Δικό του είναι και το χαριτωμένο παρακλαυσίθυρο επίγραμμα (Ελληνική ανθολογία 5.188):
Μεγάλη νύχτα, χαλασμός, η πούλια πάει να δύσει,
κι εγώ μπροστά στην πόρτα της έρχομαι και μουσκεύω.
Ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και δύο επιγράμματα σώθηκαν από το πλούσιο έργο του Φιλίτα, φιλόλογου και ποιητή από την Κω, που έζησε και δίδαξε στο γύρισμα του 4ου προς τον 3ο π.Χ. αιώνα· όμως η φήμη και η επίδρασή του, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες των διαδόχων του ποιητών, Ελλήνων και Ρωμαίων, ήταν μεγάλη. Τα ποιήματά του ήταν ποικίλα, άλλα ευτράπελα (Παίγνια), άλλα ερωτικά, άλλα αφηγηματικά, όπως η Δήμητρα σε ελεγειακούς και ο Ἑρμῆς σε εξάμετρους στίχους (το τελευταίο με θέμα τον κρυφό έρωτα της Πολυμήλης, κόρης του Αιόλου, με τον Οδυσσέα). Ως φιλόλογος ο Φιλίτας ασχολήθηκε με τον Όμηρο και ακόμα μάζεψε σπάνιες και διαλεκτικές λέξεις, κατάλληλες να αξιοποιηθούν στη λόγια ποίηση της εποχής του. Μαθητές του ήταν ο Πτολεμαίος Β', ο Ζηνόδοτος, ο Θεόκριτος, και ο Ερμησιάνακτας.
Ακολουθώντας τον δρόμο που είχαν ανοίξει ο Μίμνερμος και ο Αντίμαχος, ο Ερμησιάνακτας από την Κολοφώνα σύνθεσε ερωτικές ελεγείες, αφηγηματικές, και τους έδωσε το όνομα της αγαπημένης του Λεόντιον.[174] Μας σώθηκε ένα μεγάλο απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο, όπου παρουσιάζοντας τους έρωτες των προκατόχων του ποιητών έγραψε, κοντά σε άλλα παράδοξα, πως ο Όμηρος είχε αγαπήσει την Πηνελόπη, και πως γι᾽ αυτό και μόνο ύμνησε ένα νησί μικρό σαν την Ιθάκη.
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ (περ. 305-240 π.Χ.)
Μέγα βιβλίον μέγα κακόν.[175]
Ο διασημότερος ποιητής της Αλεξανδρινής εποχής γεννήθηκε στην Κυρήνη, αλλά νέος μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου για ένα διάστημα δούλεψε ως γραμματοδιδάσκαλος. Αργότερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη, χωρίς ποτέ να οριστεί προϊστάμενός της, ίσως γιατί οι πρωτοποριακές ιδέες του για την ποιητική τέχνη προκαλούσαν διαφωνίες.
Προεξοφλώντας τις τάσεις της εποχής του, ο Καλλίμαχος θέλησε όχι τόσο να ανατρέψει όσο να ανανεώσει την ποιητική παράδοση. «Το εχθρεύομαι το ποίημα το κυκλικό», έγραψε σε ένα του επίγραμμα (28), εννοώντας τα μακρόπνοα έπη που σαν τα ομηρικά εξακολουθούσαν με παχιά λόγια να υμνούν τις δόξες των ηρώων και συνέχισε: «δεν μ᾽ ευχαριστεί ο δρόμος που τον περπατούν πολλοί πάνω και κάτω… » Ιδανικό του ήταν, όπως του είχε τάχα συστήσει ο Απόλλωνας (Αίτια 1.25-34), να αναζητά «δρόμους απάτητους, στενούς», να συνθέτει έργα ὀλιγόστιχα, πρωτότυπα, κομψά, διακριτικά - σαν «τον ήχο του τζίτζικα», όχι σαν «το θόρυβο του γαϊδάρου». Τέτοιες προκλητικές ιδέες και εκφράσεις φυσικό ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις από άλλους ποιητές, που τον κατηγόρησαν ότι δεν ήταν άξιος να γράψει μεγάλα έργα· και εκείνος συνέχισε την πολεμική ονομάζοντάς τους «Τελχίνες» (κακόβουλους δαίμονες) και «άσχετους, που δεν τους αγάπησαν οι Μούσες» (Αίτια 1.1-2).
Ο Καλλίμαχος έγραψε πολλά. Ως φιλόλογος κατάρτισε τους Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν, τεράστιο έργο σε 120 βιβλία, μια πρώτη γραμματολογία που παρουσίαζε καταταγμένους κατά λογοτεχνικά είδη όλους τους προγενέστερους συγγραφείς, με τη βιογραφία και τους τίτλους των έργων τους.
Τα ποικίλα του επιστημονικά ενδιαφέροντα και το συλλεκτικό του πάθος μαρτυρούν πολλά ακόμα, χαμένα σήμερα, έργα του σε πεζό: διατριβές όπως οι Περὶ ἀνέμων, Περὶ νυμφῶν, Περὶ ὀρνίθων, Περὶ τῶν ἐν τῇ οἰκουμένῃ ποταμῶν, Περὶ ἀγώνων, και ακόμα έργα όπως το Βαρβαρικὰ νόμιμα, για τα έθιμα των ξένων λαών, και η Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους συναγωγή, όπου είχε συγκεντρώσει όλα του κόσμου τα «παράδοξα»· παράδειγμα: «λέει ο Τίμαιος ότι από τα ποτάμια της Ιταλίας ο Κράθης ξανθίζει τις τρίχες» (απόσπ. 46 Pf.).
Τεράστια ήταν και η ποιητική του παραγωγή: ιαμβικά ποικίλα ποιήματα, ελεγείες, επύλλια, επίνικοι κλπ., και ένα δυσφημιστικό - καταραστικό για κάποιον εχθρό του, ο Ἶβις (αιγυπτιακό πουλί ρυπαροφάγον).
Σημαντικότερο έργο του θεωρούνται τα Αἴτια, μια σειρά από σύντομες αφηγηματικές ελεγείες, όπου ο ποιητής ρωτούσε τάχα τις Μούσες, και εκείνες του απαντούσαν εκθέτοντας τις αιτίες που προκάλεσαν ορισμένες ονομασίες, γιορτές, έθιμα, φαινόμενα κλπ.· παράδειγμα ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που αιτιολογεί τον ομώνυμο αστερισμό.[176] Ονομαστό ήταν και το επύλλιο Ἑκάλη, όπου ο Θησέας, στον δρόμο του να εξοντώσει τον ταύρο του Μαραθώνα, νύχτα με κοσμοχαλασιά κατάφυγε στο φτωχικό μιας γριάς, της Εκάλης, που τον καλοσκάμνισε. Στον γυρισμό τη βρήκε νεκρή και την ετίμησε, δίνοντας το όνομα της σε ένα δήμο[177] και καθιερώνοντας ως αττική γιορτή τα Ἑκαλήσια (ἱερά). Έτσι, στο ηρωικό θέμα εισάγεται ως κεντρικό πρόσωπο μια γριούλα, περιγράφονται σκηνές λιτής φιλοξενίας με ψωμί κι ελιές - και αιτιολογούνται το όνομα ενός δήμου και μια γιορτή.
Τα παραπάνω έργα έχουν όλα χαθεί. Σώθηκαν όμως πολλά, μικρά ή μεγαλύτερα, αποσπάσματα, άλλα από την έμμεση παράδοση, άλλα από παπύρους, και κάποιες περιλήψεις, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιαν αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη μορφή και το περιεχόμενό τους.
Ολόκληροι μας σώθηκαν μόνο έξι Ὕμνοι σε διάφορους θεούς, που σε πολλά θυμίζουν τους Ομηρικούς ύμνους, σε πολλά όχι, καθώς ο Καλλίμαχος θέλησε και μπόρεσε να παραλλάξει το υμνητικό είδος επιλέγοντας μύθους μαρτυρημένους αλλά σπάνιους,[178] ποικίλλοντας τη λογιότητα με το χιούμορ και τη διήγηση με τη θεατρική παρουσίαση, παρεμβάλλοντας στοιχεία πολεμικής για τους αντιπάλους του και κολακείας για τους Πτολεμαίους. Στα χέρια μας έφτασαν και 58 μαστορικά επιγράμματα - ελάχιστα μπροστά στα πολλά που είχε συνθέσει.
Η υψηλή ποιητική γλώσσα του Καλλίμαχου είναι στη βάση της ομηρική· φανερή όμως είναι πάλι η προσπάθεια να αλλοιωθούν το ύφος και η γλώσσα του έπους τόσο ώστε ο αναγνώστης ή ακροατής να έχει την αίσθηση ότι γνωρίζει κάτι καινούργιο. Ο Καλλίμαχος κάνει παραχωρήσεις στη δωρική διάλεκτο, χρησιμοποιεί με απροσδόκητο τρόπο τις τυπικές ομηρικές εκφράσεις, προτιμά τις σπάνιες λέξεις και τους ασυνήθιστους γραμματικούς τύπους, ακόμα και όταν δεν απαντούν στον Όμηρο, προσθέτει νέους αυστηρούς κανόνες στη μετρική - δε χάνει ευκαιρία να επιδείξει τη βαθιά του γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης και τη δεξιότητά του να τη μετασχηματίζει.
Τυπικά και ουσιαστικά αλεξανδρινός, ο Καλλίμαχος αποτελεί λαμπρό παράδειγμα συγγραφέα όπου η λογιότητα συνυπάρχει και συνεργάζεται με την ποιητική έμπνευση και μαστοριά. Όσο ζούσε το ακροατήριό του περιοριζόταν στους λίγους και εκλεκτούς· όμως αυτό δεν εμπόδισε η επίδρασή του τόσο στους έλληνες όσο και στους λατίνους ποιητές που ακολούθησαν να είναι τεράστια.
Αν εξαιρέσουμε τη Νέα κωμωδία, που αναπτύχτηκε στην Αθήνα και γρήγορα εξαντλήθηκε, η θεατρική παραγωγή της Αλεξανδρινής εποχής δεν είχε υψηλές αισθητικές απαιτήσεις, αλλά περιορίστηκε σε απλούστερες λαϊκές μορφές, που τους δώσαμε το γενικό όνομα μίμοι. Αυτή η απουσία του έντεχνου θεάτρου έδωσε, όπως φαίνεται, στη λυρική ποίηση την ευκαιρία να υιοθετήσει και να εκμεταλλευτεί θεατρικά στοιχεία όπως η τοποθέτηση της δράσης σε συγκεκριμένο σκηνικό, ο ζωηρός διάλογος, η μιμητική απαγγελία κ.ά. - στοιχεία που τα συναντούμε σε όλους λίγο πολύ τους αλεξανδρινούς ποιητές.
Ιδιαίτερα έντονα είναι τα θεατρικά στοιχεία στο έργο του Θεόκριτου και του Ηρώνδα, που καλλιέργησαν ένα παραμελημένο, παραθεατρικό ας το πούμε, είδος, τον λογοτεχνικό μίμο. Ο λογοτεχνικός μίμος πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Σικελία, όπου ανθούσε η λαϊκή φάρσα, και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση, όταν το ίδιο είδος βλέπουμε να αναβιώνει σε εποχή όπου πάλι κυριαρχούσε το λαϊκό κωμικό θέατρο.
Σικελική προέλευση φαίνεται να έχει και ένα ακόμα λαϊκό στοιχείο που προβάλλεται εξευγενισμένο στην αλεξανδρινή ποίηση: ο βουκολιασμός, τα τραγούδια των βοσκών,[179] που ακούγονταν στις αγροτικές γιορτές της Σικελίας, ανεξάρτητα ή και στο πλαίσιο αυτοσχέδιων ή εθιμικών διαγωνισμών. Σε αυτά υποθέτουμε πως πρωταγωνιστούσε συχνά ο μυθικός βοσκός, ο Δάφνης, με τους συντρόφους του και τις ερωτικές τους ιστορίες.
Μέσα στη γενικότερη νοσταλγία για την απλή ζωή που χαρακτήριζε την αστική και πολυτάραχη αλεξανδρινή κοινωνία, ένας σημαντικός ποιητής, ο Θεόκριτος, που είχε ο ίδιος γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σικελία, μετουσίωσε σε υψηλή ποίηση τις συναναστροφές των απλών ανθρώπων και τα τραγούδια τους, εγκαινιάζοντας νέο λογοτεχνικό είδος, τη βουκολική ποίηση.
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)
Γεννήθηκε από απλή οικογένεια στις Συρακούσες και νωρίς επιδόθηκε στην ποίηση. Απογοητευμένος γιατί ο ισχυρός τύραννος των Συρακουσών, ο Ιέρων, δε θέλησε να τον υποστηρίξει, ξενιτεύτηκε και έζησε πότε στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, όπου σχετίστηκε με τον Καλλίμαχο, πότε στην Κω, νησί με έντονη πνευματική κίνηση, που τα χρόνια εκείνα ανήκε στην επικράτεια των Πτολεμαίων.
Ακολουθώντας τη γραμμή του Καλλίμαχου, ο Θεόκριτος έγραψε σχετικά μικρά σε έκταση, ανεξάρτητα ποιήματα με ποικίλο περιεχόμενο. Αργότερα οι σχολιαστές έδωσαν στο καθένα έναν τίτλο, και όλα μαζί τα ονόμασαν ειδύλλια.[180]
Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα βουκολικά ειδύλλια, με πρωταγωνιστές βοσκούς και βοσκοπούλες: τα Θαλύσια, όπου οδεύοντας για μιαν αγροτική γιορτή ο Θεόκριτος, με το ψευδώνυμο Συμμιχίδας, και ένας γιδοβοσκός, ο Λυκίδας, που ίσως και αυτός να αντιπροσωπεύει κάποιον ποιητή, συνερίζονται στο τραγούδι· ο Θύρσις, όπου ένας βουκόλος τραγουδά σε ένα γιδοβοσκό τον άτυχο έρωτα και τον θάνατο του Δάφνη· ο Κῶμος, ιδιότυπο παρακλαυσίθυρο, όπου ένας γιδοβοσκός πολιορκεί την αγαπημένη του βοσκοπούλα, που μένει κλεισμένη στη σπηλιά της κ.ά. Συγγενικό είναι και το Θερισταί, όπου ένας ράθυμος δουλευτής τραγουδά τον έρωτά του για τη χαρίεσσαν Βομβύκα, ενώ ένας άλλος, εργατικός, προτιμά το παραδοσιακό τραγούδι των θεριστάδων.
Σε αστικό περιβάλλον κινούνται ειδύλλια όπως το Συρακόσιαι ἢ ἀδωνιάζουσαι, όπου δυο κυράδες από τις Συρακούσες σεργιανούν στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της γιορτής του Άδωνη θαυμάζοντας την πολυκοσμία και την πολυτέλεια της γιορτής, και το Φαρμακεύτριαι, όπου νύχτα στο σπίτι της η Σιμαίθα κάνει μάγια για να ξαναφέρει κοντά της τον αγαπημένο της Δέλφη, και εξιστορεί τον έρωτά τους στη Σελήνη.
Αρκετά ειδύλλια έχουν μυθολογικό θέμα: ο Κύκλωψ παρουσιάζει τις μάταιες προσπάθειες του ερωτευμένου Πολύφημου να κατακτήσει τη Νηρηίδα Γαλάτεια·[181] ο Ὕλας εξιστορεί πώς χάθηκε, αρπαγμένος από τις Νύμφες, ο αγαπημένος του Ηρακλή· ο Ἡρακλίσκος πώς, μωρό ακόμα, ο ήρωας έπνιξε τα δύο φίδια που είχε στείλει η Ήρα να τον σκοτώσουν κ.ά. Εδώ ανήκουν και οι Διόσκουροι, αφηγηματικός ύμνος στους ομώνυμους θεούς, και ο Ἑλένης ἐπιθαλάμιος, νυφιάτικο τραγούδι για το γάμο της ηρωίδας με τον Μενέλαο.
Αυλικά μπορούν να χαρακτηριστούν τα ειδύλλια Ἱέρων ἢ Χάριτες και το Ἐγκώμιον εἰς Πτολεμαῖον τον Β', τον Φιλάδελφο, που ο ποιητής βρήκε και αλλού ευκαιρίες να τον μνημονεύσει επαινετικά.
Στα γνήσια έργα του Θεόκριτου ανήκουν ακόμα η Ἀλακάτα, έπαινος για τη σύζυγο ενός φίλου που ο ποιητής θέλησε να της χαρίσει μια φιλντισένια ρόκα (ἠλακάτη) κατασκευασμένη στις Συρακούσες, είκοσι τέσσερα επιγράμματα, ένα τεχνοπαίγνιο, η Σῦριγξ, ποίημα όπου κάθε στίχος είναι συντομότερος από τον προηγούμενο έτσι ώστε καταγραμμένο να μοιάζει με την καλαμένια σύριγγα των βοσκών, και μερικά ακόμα ποιητικά έργα, τα περισσότερα ερωτικά.
Με τη θεματική ποικιλία τους και τη λαμπρή τεχνική τους τα ειδύλλια του Θεόκριτου αντιπροσωπεύουν την αλεξανδρινή ποίηση στις καλύτερες στιγμές της. Ο Θεόκριτος συνδυάζει τον λογοτεχνικό μίμο με τα λαϊκά τραγούδια, τον διάλογο με την αφήγηση, τη μυθολογία με τον ρεαλισμό και την ηθογραφία. Αντίθετα όμως απ᾽ ό,τι θα περιμέναμε, η γλώσσα των ειδυλλίων απέχει πολύ από την καθημερινή ομιλία. Στα θέματα της γλωσσικής και μετρικής μορφής ο Θεόκριτος ακολούθησε τη γενικότερη λόγια τάση της εποχής: έγραψε έργα στη δωρική αλλά και στην ιωνική και στην αιολική διάλεκτο, και χειρίστηκε με άνεση τον επικό δακτυλικό εξάμετρο στίχο. Μπορεί οι βοσκοί του να φορούν προβιές και να μυρίζουν πυτιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συνθέτουν περίτεχνα τραγούδια σε λόγιο ποιητικό ιδίωμα, να γνωρίζουν τα κλασικά έργα και να ασκούν εύστοχη λογοτεχνική κριτική.
Με όλα αυτά, και αν ακόμα τα ειδύλλια δεν προορίζονταν για απλή ανάγνωση αλλά και για να παρουσιαστούν απαγγελτικά, πάλι στο ακροατήριο δε θα βρίσκονταν παρά οι ελάχιστοι που μπορούσαν να καταλάβουν τις ποικίλες διαλέκτους, να εκτιμήσουν τη μετρική μαστοριά και να αποκρυπτογραφήσουν τους λόγιους υπαινιγμούς του κειμένου.
Μαζί με τα γνήσια έργα του Θεόκριτου τα χειρόγραφα παραδίδουν και άλλα βουκολικά έργα μεταγενέστερων ποιητών που ακολούθησαν τα χνάρια του γράφοντας ειδύλλια, βουκολικά σαν το Ὀαριστύς («Κουβεντούλα»), όπου ένας βοσκός ξελογιάζει μια βοσκοπούλα, μυθολογικά σαν το Ἡρακλῆς λεοντοφόνος και το Ἐπιθαλάμιος Ἀχιλλέως καὶ Δηιδαμείας κ.ά. - ανάμεσά τους και τα λίγα έργα που ανήκουν σε γνωστούς μας βουκολικούς ποιητές, τον Μόσχο και τον Βίωνα.
Συρακούσιος σαν τον Θεόκριτο ήταν και ο Μόσχος, που έζησε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα του μας σώθηκαν λίγα βουκολικά αποσπάσματα και το σύντομο ειδύλλιο Ἔρως δραπέτης, όπου μικρό παιδί ο Έρωτας έχει εξαφανιστεί, και η μητέρα του, η Αφροδίτη, τον παρουσιάζει ως επικίνδυνο και ορίζει αμοιβή για όποιον τον εντοπίσει ένα φιλί της, και όχι μόνο. Πιο γνωστό είναι το επύλλιο Εὐρώπη, όπου ο Μόσχος περιγράφει με πολλή χάρη την αρπαγή της θυγατέρας του βασιλιά της Φοινίκης από τον Δία και το γαμήλιο ταξίδι τους στην Κρήτη.
Ο Βίων (2ος/1ος π.Χ. αι.) γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά προτίμησε να ζήσει στη Σικελία. Τα βουκολικά του ειδύλλια έχουν, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, χαθεί· σώζεται όμως και του αποδίδεται ο Ἀδώνιδος ἐπιτάφιος, όπου με φλογερό πάθος η Αφροδίτη, πλαισιωμένη από τον Χορό των Ερώτων, μοιρολογά τον αγαπημένο της Άδωνη και γύρω της συμπάσχει η φύση. Μαζί του σώζεται και ένας Ἐπιτάφιος Βίωνος, όπου ένας μαθητής του ποιητή θρηνεί, με πολύ παρόμοιο τρόπο, τον «όμορφο τραγουδιστή, τον Δώριο Ορφέα».
ΗΡΩΝΔΑΣ (3ος π.Χ. αι.)
Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβοι οι χαριτωμένοι.
Οι στίχοι είναι του Κ. Καβάφη και αφορούν τους Μιμιάμβους του Ηρώνδα, που θα ήταν για πάντα χαμένοι, αν το 1889 δεν είχε ανασκαφεί στην Αίγυπτο ένας πάπυρος που τους περιέχει. Πρόκειται για οκτώ πολύστιχους λογοτεχνικούς μίμους που
οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
ελληνικών οδών και αγορών
κι εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.
Πραγματικά, σε αντίθεση με τα ειδύλλια του Θεόκριτου, που τα περισσότερα αφορούν την ύπαιθρο, οι μίμοι του Ηρώνδα προσφέρουν μια ζωντανή εικόνα της αστικής ζωής σε κοινές και συνηθισμένες την εποχή εκείνη καταστάσεις: η μεσίτρα που προσπαθεί να κάμψει την αρετή μιας παντρεμένης, ο πορνοβοσκός που κατηγορεί στο δικαστήριο έναν κακότροπο πελάτη, η μάνα που φέρνει με το ζόρι τον ατίθασο γιο της στον δάσκαλο να τον τσακίσει στο ξύλο, οι γυναίκες που θυσιάζουν πετεινό στον ναό του Ασκληπιού, οι φιλενάδες που συζητούν τα μυστικά τους, ο υποδηματοποιός που παρουσιάζει την πραμάτεια του στις πελάτισσες - όλοι συμπεριφέρονται με απόλυτη φυσικότητα: κατηγορούν τους δούλους και τις δούλες τους, παραπονιούνται, θυμώνουν, λοιδωρούν ή κολακεύουν, υπόσχονται ή απειλούν, και πάνω απ᾽ όλα φλυαρούν ακατάσχετα.
Για τον συγγραφέα δεν ξέρουμε ουσιαστικό τίποτα πέρα από το ότι έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη και γνώριζε καλά την Κω. Λόγιος ήταν οπωσδήποτε, καθώς στους μίμους του διάλεξε να χρησιμοποιήσει τον ιδιότυπο ιαμβικό στίχο και την ιωνική διάλεκτο του Ιππώνακτα. Έτσι, γελιούνται πάλι όσοι περίμεναν να δούμε επιτέλους τους απλούς ανθρώπους να μιλούν την Κοινή, γλώσσα της αγοράς: «η ιωνική διάλεκτος που ανακαλεί τον αρχαϊκό Ιππώνακτα του 6ου π.Χ. αιώνα φαίνεται να διαψεύδει τον "ταπεινό" ρεαλισμό των χαρακτήρων και των δραματικών καταστάσεων»
Ιδιότυπο ποιητικό είδος που καλλιεργήθηκε στα πρώιμα αλεξανδρινά χρόνια αποτελούν τα τεχνοπαίγνια, ποιήματα προορισμένα, όταν καταγραφούν, να παίρνουν το σχήμα ενός αντικειμένου. Εκτός από τη Σύριγγα του Θεόκριτου, μας σώζονται ο Πέλεκυς, οι Πτέρυγες και το Ὠιόν («Αβγό») του Σιμμία από τη Ρόδο, και ο Βωμός του Δωσιάδα. Με την πολύπλοκη μετρική τους και με το αινιγματικό, σχεδόν ακατάληπτο για μας, περιεχόμενό τους, τα τεχνοπαίγνια αποτελούν οριακά δείγματα της λόγιας, εξεζητημένης και επιδεικτικής αλεξανδρινής ποίησης, που πια στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι φανερό ότι δεν απευθυνόταν σε ακροατές αλλά μόνο σε επαρκείς αναγνώστες.
Λυρικοί ποιητές στα αλεξανδρινά χρόνια υπήρξαν ακόμα πολλοί, αλλά τα έργα τους, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, έχουν χαθεί:
Ο Σωτάδης από τη Μαρώνεια της Θράκης (3ος π.Χ. αι.) έγραψε τολμηρούς στίχους κακίζοντας διάφορους μεγαλουσιάνους, και βέβαια τιμωρήθηκε σκληρά όταν κατηγόρησε και τον Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο γιατί είχε παντρευτεί την αδελφή του Αρσινόη.
Ο Φοίνικας από την Κολοφώνα της Μικρασίας (3ος π.Χ. αι.) έγραψε ιάμβους. Από τα έργα του σώθηκε μόνο μια παραλλαγή του τραγουδιού των Κορωνιστών, που μιαν ορισμένη μέρα τριγύριζαν για καλοσημαδιά τα σπίτια κρατώντας ομοίωμα κουρούνας, τραγουδούσαν και μάζευαν δώρα.
Ο Ευφορίων από τη Χαλκίδα (3ος π.Χ. αι.) σπούδασε στην Αθήνα φιλοσοφία και για ένα διάστημα εργάστηκε ως προϊστάμενος της βιβλιοθήκης στην Αντιόχεια. Οι τίτλοι και τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα έργα του δείχνουν ότι ακολούθησε τον Καλλίμαχο γράφοντας επύλλια με μυθολογικό και αιτιολογικό περιεχόμενο - δυσνόητα, φορτωμένα νεολογισμούς, σπάνιες λέξεις και σκοτεινούς υπαινιγμούς.
Ο Παρθένιος από τη Νίκαια της Μικρασίας (1ος π.Χ. αι.) έζησε στην Ιταλία, όπου με επιτυχία διάδωσε τους αλεξανδρινούς ποιητικούς τρόπους. Τα δικά του ποιητικά έργα έχουν χαθεί· σώθηκαν όμως τα Ἐρωτικὰ παθήματα, όπου ο Παρθένιος είχε καταγράψει σε πεζό διάφορες μυθολογικές διηγήσεις για να τις χρησιμοποιήσει ο ρωμαίος φίλος του ποιητής Κορνήλιος Γάλλος ως υλικό για τις ελεγείες του.
Από τα ελληνιστικά χρόνια μάς σώθηκαν και αρκετοί ύμνοι σε θεούς, όχι λογοτεχνικοί, όπως οι λεγόμενοι Ομηρικοί και οι ύμνοι του Καλλιμάχου, αλλά λατρευτικοί, προορισμένοι να τραγουδηθούν στις τελετουργίες. Οι ανασκαφές στην Επίδαυρο αποκάλυψαν χαραγμένο στην πέτρα έναν ύμνο στον Ασκληπιό, έργο του Ίσυλλου, που έζησε στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα· παρόμοια, οι ανασκαφές στους Δελφούς αποκάλυψαν έναν ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, έργο του Αριστόνοου, χρονολογημένο γύρω στο 222 π.Χ., και δύο ακόμα Παιάνες από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, καθώς στην επιγραφή που τους διασώζει διακρίνονται και τα καθοριστικά για τη μελωδία τους μουσικά σημεία.
-------------------
173 Σημαντική ήταν η ανθολογία που δημοσίευσε, με τον τίτλο Στέφανος («Στεφάνι»), ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα της Συρίας (2ος/1ος π.Χ. αι.). Επιγραμματοποιός και ο ίδιος, ο Μελέαγρος μνημονεύει στο ελεγειακό προοίμιο σαράντα επτά ονόματα ποιητών, συνδέοντας τον καθένα με ένα λουλούδι, δέντρο ή καρπό: την Ανύτη με τα κρίνα, τον Καλλίμαχο με τη μυρτιά, τον Λεωνίδα με τα τσαμπιά του κισσού, κλπ. (Ελληνική Ανθολογία 4.1).
174 Στην αρχαιότητα οι εταίρες έπαιρναν συχνά ως ψευδώνυμο το (ουδέτερο) υποκοριστικό ενός ζώου: Λεόντιον (Λιονταράκι), Κωνώπιον (Κουνουπάκι) κλπ.
176 Βερενίκη ονομαζόταν η σύζυγος του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη. Όταν εκείνος έφυγε να πολεμήσει στη Συρία, η Βερενίκη αφιέρωσε στον ναό μια μπούκλα της (πλόκαμον), που όμως εξαφανίστηκε. Τότε οι αστρολόγοι της αυλής βεβαίωσαν πως το αφιέρωμα καταστερίστηκε, δηλαδή πως οι θεοί πήραν την μπούκλα και την τοποθέτησαν στον ουρανό ως αστερισμό. Η Βερενίκη και ο άντρας της θεοποιήθηκαν ήδη πριν από τον θάνατό τους.
179 Όχι μόνο των βουκόλων αλλά όλων των βοσκών, που οι μουσικές τους επιδόσεις μνημονεύονται ήδη στην Ιλιάδα, όπου ακολουθούν τα κοπάδια τερπόμενοι σύριγξι, «διασκεδάζοντας με τις φλογέρες τους» (Σ 526).
180 Ως όρος το εἰδύλλιον είναι υποκοριστικό του εἶδος (τύπος, μορφή), όπως και το ἐπύλλιον είναι υποκοριστικό του ἔπος. Σήμερα ονομάζουμε ειδύλλια τις ερωτικές σχέσεις, και χαρακτηρίζουμε ειδυλλιακό (τοπίο, ατμόσφαιρα, περιβάλλον κλπ.) κάθε τι που ξεχωρίζει για τη φυσική ομορφιά και την απλότητά του.
Πεζογραφία
Αυτό που έλειψε στην αλεξανδρινή ποίηση, η απλή και αβίαστη χρήση της καθημερινής γλώσσας, κυριαρχεί στην πεζογραφία, που δεν απευθύνεται στους λίγους και μυημένους αλλά σε ένα ευρύτερο μορφωμένο κοινό.
Ρητορεία και ρητορική
Σε περίοδο όπου τα δημοκρατικά πολιτεύματα έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στη βασιλική απολυταρχία, ούτε θα το περιμέναμε ούτε ήταν δυνατό η ρητορεία να ανθίσει.
Τελευταίος στη σειρά των ρητόρων του 4ου αιώνα, ο Δείναρχος από την Κόρινθο (περ. 360-290 π.Χ.) μαθήτεψε στον περιπατητικό Θεόφραστο και συνδέθηκε με τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στην Αθήνα, ως λογογράφος. Μας σώθηκαν τρεις λόγοι του, όπου η ακαλαίσθητη γλώσσα, η αδέξια κατανομή της ύλης και το τσουχτερό υβρεολόγιο μαρτυρούν ότι πια ο καιρός της μεγάλης ρητορικής έχει περάσει και ότι μάταια ο Δείναρχος, ο κρίθινος Δημοσθένης όπως τον ονόμασαν, πάσχιζε να μιμηθεί τα κλασικά πρότυπα.
Διαφορετική κατεύθυνση ακολούθησαν ορισμένοι ρήτορες στη Μικρασία. Πρώτος ο Ηγησίας από τη Μαγνησία (3ος π.Χ. αι.) εγκαινίασε νέο ρητορικό ύφος, όπου κυριαρχούσαν οι σύντομες ρυθμικές ενότητες, οι εξεζητημένες εκφράσεις και τα αλλεπάλληλα γοργίεια σχήματα. Απομονωμένη και καταδικασμένη από τη φιλολογική κριτική, αυτή η ασιανή, όπως ονομάστηκε, ρητορεία επέζησε ως τα ρωμαϊκά χρόνια, στο περιθώριο, χωρίς να προσφέρει τίποτα το πραγματικά αξιόλογο, ώσπου η αττικιστική αντίδραση την εξαφάνισε.
Έχοντας χάσει το σημαντικότερό της σύμμαχο, την ελευθερία του λόγου, και αποκλεισμένη από τον φυσικό της χώρο, την πολιτική, η ρητορεία φυσικό ήταν να μαραζώσει· δεν έγινε όμως το ίδιο με τη ρητορική, που ως θεωρία και τέχνη της καλλιέπειας όχι μόνο κράτησε τη θέση της στην ανώτερη εκπαίδευση,[182] αλλά και ενίσχυσε την επιρροή της σε χώρους όπως η φιλοσοφία και η ιστοριογραφία.
------------------
182 Φημισμένη ήταν η ρητορική σχολή στη Ρόδο, όπου τον 1ο π.Χ. αιώνα παρακολούθησαν μαθήματα ο Κικέρωνας και ο Ιούλιος Καίσαρ.
Ιστοριογραφία
Ιστορία έγραψαν στα ελληνιστικά χρόνια πολλοί. Στόχος τους από τη μια να καταγράψουν την αλήθεια, όπως την έβλεπαν, από την άλλη να εντυπωσιάσουν και να γοητέψουν τους αναγνώστες, δραματοποιώντας τα γεγονότα και αξιοποιώντας τα διδάγματα της ρητορικής τέχνης.
Οι πρώτοι που θα περιμέναμε να ξεχωρίσουν είναι οι ιστορικοί του Μεγαλέξανδρου· όμως θα απογοητευτούμε. Κανένας από όσους συνέγραψαν για τον στρατηλάτη δε φαίνεται να στάθηκε αντάξιος του έργου, ή, πιο σωστά, κανενός η συγγραφή δεν αποδείχτηκε ικανή να αποφύγει τη φθορά του χρόνου και να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Μόνο από αποσπάσματα μας είναι γνωστές οι Ἀλεξάνδρου πράξεις του Καλλισθένη,[183] Τὰ κατὰ Ἀλέξανδρον του Λέοντα από το Βυζάντιο, και οι Περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαι που έγραψαν ο Κλείταρχος από την Αλεξάνδρεια, ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια, ο Χάρης από τη Μυτιλήνη, ο Πολύκλειτος από τη Λάρισα, ο Ονεσίκριτος από την Αστυπάλαια και τόσοι άλλοι.
Λιγοστές σημειώσεις μόνο σώζονται και από τις Ἐφημερίδες, το ημερολόγιο που με εντολή του Αλέξανδρου τηρούσαν δύο γραμματικοί, και από το Σταθμοὶ τῆς Ἀλεξάνδρου πορείας του Βαίτωνα του βηματιστή.[184] Κάπως μεγαλύτερα αποσπάσματα, της μιας και των δύο σελίδων, σώθηκαν μονάχα από την Ιστορία που έγραψε στα γεράματά του ο Πτολεμαίος Α', και αυτό γιατί τη χρησιμοποίησε ως πηγή ο Αρριανός, όταν αιώνες αργότερα συγκέντρωσε υλικό για το Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις. Ο Πτολεμαίος, θυμίζουμε, πριν γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν στρατηγός και σωματοφύλακας του Αλέξανδρου, και δίκαια η Ιστορία του θεωρήθηκε αξιόπιστη.
Αξιόπιστη πηγή για τους νεότερους ιστορικούς αποτέλεσαν και οι Διαδόχων ἱστορίαι του Ιερώνυμου από την Καρδία της Θράκης (4ος/3ος π.Χ. αι.). Έχοντας διαδραματίσει ο ίδιος σημαντικό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων, ο Ιερώνυμος αφηγήθηκε πιστά τα γεγονότα από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ως και τον θάνατο του Πύρρου (272 π.Χ.), αλλά το έργο του, εκτός από λίγα αποσπάσματα, έχει χαθεί.
Αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τα Ἰταλικὰ καὶ Σικελικά του Τίμαιου από το Ταυρομένιο της Σικελίας (περ. 350-254 π.Χ.). Αναγκασμένος να εγκαταλείψει για πολιτικούς λόγους την πατρίδα του, ο Τίμαιος έζησε στην Αθήνα, όπου συνέγραψε την ιστορία των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (264 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε ως χρονολογική βάση τις Ολυμπιάδες, όχι όμως και ο πρώτος που κακολόγησε τους προκατόχους του, τόσο ώστε οι Αθηναίοι του έδωσαν το παρανόμι Ἐπιτίμαιος - διὰ τὸ πολλὰ ἐπιτιμᾶν (Σούδα). Ήρθε καιρός να κατηγορηθεί και ο ίδιος από τον Πολύβιο, που του καταμαρτύρησε ότι πολλά ἱστορεῖ ψευδῆ (12.7).
ΠΟΛΥΒΙΟΣ (περ. 200-118 π.Χ.)
Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και έδρασε, όπως και ο πατέρας του, ως πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, μαζί με άλλους συντοπίτες του, βρέθηκε όμηρος στη Ρώμη, όπου γρήγορα συνδέθηκε με τον νεαρό Σκιπίωνα τον Αιμιλιανό και τους φιλέλληνες διανοούμενους του κύκλου του. Αργότερα ακολούθησε τον Σκιπίωνα στις εκστρατείες του, έζησε από κοντά την καταστροφή της Καρχηδόνας και πήρε μέρος στη θαλασσινή εξερεύνηση των ακτών του Ατλαντικού. Πίσω στην πατρίδα του συνέχισε, και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την πολιτική του δράση, μεσολαβώντας ανάμεσα στους κατακτητές και στις ελληνικές πόλεις - με επιτυχία, όπως μαρτυρούν τα τιμητικά αγάλματα που του είχαν στήσει στη Μαντινεία, στην Τεγέα και αλλού. Ήταν ογδόντα δύο χρονών, όταν έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε.
Τα μικρότερα έργα του Πολύβιου (το Περὶ Φιλοποίμενος, τα Τακτικά κ.ά.) έχουν χαθεί· όμως από το μεγάλο του έργο, που μνημονεύεται ως Ρωμαϊκὴ ἱστορία σε σαράντα βιβλία, μας έχει σωθεί περίπου το ένα τρίτο. Η αφήγηση ξεκινά από τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (όπου σταματούσε η ιστορία του Τίμαιου) και φτάνει ως το 144 π.Χ., τότε που η Ρώμη, έχοντας καταβάλει τους Καρχηδόνιους και τους Μακεδόνες, δεν είχε πια κανέναν να φοβηθεί. Η παρουσίαση είναι γενικά αντικειμενική και αξιόπιστη, καθώς ο Πολύβιος είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων.
Περισσότερο ίσως από την ιστορική ύλη αυτή καθαυτή μας ενδιαφέρουν στη συγγραφή του Πολύβιου η μέθοδος που ακολούθησε και οι θεωρίες του για την εξέλιξη των ιστορικών φαινομένων. Πίστευε ότι σκοπός της ιστορίας δεν είναι να τέρψει αλλά να ωφελήσει τους αναγνώστες, βοηθώντας τους να χειρίζονται σωστά τις τωρινές και να προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις, και ότι έργο του ιστορικού είναι τόσο να εκθέσει τα πραγματικά γεγονότα όσο και να τα αιτιολογήσει. Κύριος στόχος του ήταν να δείξει πώς και γιατί η Ρώμη κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να επεκταθεί τόσο· όμως η ιστορία του είναι ουσιαστικά παγκόσμια,[185] καθώς αναγνώριζε ότι όπου και να συμβαίνουν, στην Ανατολή ή στη Δύση, οι εξελίξεις συνδέονται και αποτελούν ένα σώμα. Θεωρούσε ότι στις πολιτείες, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής» (6.51.4). Έτσι εξήγησε και την υπεροχή της Ρώμης απέναντι στις παλαιότερες πολιτείες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ένα μεγάλο μέρος από τις ιστορικές εξελίξεις να το αποδώσει στην τύχη - όχι στη θεά Τύχη αλλά στην απλή συγκυρία.
Με συνέπεια στον στόχο του να ωφελήσει και όχι να τέρψει, ο Πολύβιος χρησιμοποίησε απλή γλώσσα, την Κοινή, χωρίς λογοτεχνικές απαιτήσεις. Το παραδέχτηκε άλλωστε και ο ίδιος ότι ο λόγος του ήταν «αυστηρός και μονότροπος» (9.1.3). Ακόμα και οι δημηγορίες, υποστήριξε, δεν επιτρέπεται να αποτελούν ρητορικά κατασκευάσματα· σωστό είναι ο ιστορικός να γνωρίζει και να καταγράφει όσα πραγματικά ειπώθηκαν (12.25b.1).[186]
Το ιστορικό έργο του Πολύβιου συνέχισαν πρώτα ο Ποσειδώνιος, που θα τον γνωρίσουμε ως στωικό φιλόσοφο, αργότερα και ο Στράβων.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία, ούτε το θεωρούσαν υποτιμητικό ένας συγγραφέας να ενσωματώνει στα κείμενά του κομμάτια από τα έργα ενός ή περισσότερων άλλων. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως ορισμένοι αλεξανδρινοί ιστορικοί αποφάσισαν να συνθέσουν τις ιστορίες τους ως συμπιλήματα, επιλέγοντας, τακτοποιώντας και συνδέοντας αποσπάσματα από τα έργα των προκατόχων τους. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
ΔΙΟΔΩΡΟΣ (1ος π.Χ. αι.)
Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι γεννήθηκε στο Αγύριον της Σικελίας (πόλη που πίστευε ότι την είχε επισκεφτεί ο Ηρακλής), και ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Στο έργο του Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη ο Διόδωρος είχε συμπεριλάβει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους μυθικούς χρόνους ως την κατάκτηση της Βρετανίας από τον Καίσαρα, το 54 π.Χ. - και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση πως ένα τέτοιο έργο σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε ακριβώς στα χρόνια όπου η Ρώμη κατόρθωσε να ενώσει κάτω από την εξουσία της τον κόσμον όλο.
Από τα σαράντα βιβλία της Βιβλιοθήκης μάς σώζονται δεκαπέντε ολόκληρα και τα υπόλοιπα αποσπασματικά. Όπως θα το περιμέναμε, ο Διόδωρος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ελληνική, στη ρωμαϊκή και στη σικελική ιστορία, μελετώντας πλήθος προγενέστερά του έργα και ενσωματώνοντας ολόκληρα κομμάτια τους στη συγγραφή του. Έτσι, η αξιοπιστία των πληροφοριών του, αν εξαιρέσουμε τα σύγχρονά του γεγονότα, κυμαίνεται ανάλογα με την αξιοπιστία των πηγών. Παρόμοια, ανάλογα με τις πηγές παραλλάζουν το ύφος και η γλώσσα· όμως σε γενικές γραμμές το έργο είναι γραμμένο σε στρωτή και προσεγμένη Κοινή.
Ο Πτολεμαίος, ο Ιερώνυμος, ο Τίμαιος, ο Πολύβιος, ο Διόδωρος - όλοι τους επιδίωξαν να παρουσιάσουν την αλήθεια γυμνή, να ωφελήσουν περισσότερο παρά να εντυπωσιάσουν και να τέρψουν τους αναγνώστες τους. Διαφορετικό δρόμο ακολούθησαν ιστορικοί άλλοι, που θεώρησαν πρώτη τους υποχρέωση να θέλξουν το κοινό τους παρουσιάζοντας την ιστορία με τρόπο ιδιαίτερα ελκυστικό, δραματοποιώντας τα γεγονότα και χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα της ρητορικής καλλιέπειας.
Κιόλας ο Δούρης από τη Σάμο (περ. 340-270 π.Χ.) κατηγόρησε ορισμένους προγενέστερούς του ιστορικούς ότι «το μόνο που φρόντισαν ήταν να καταγράψουν τα γεγονότα· δε μπόρεσαν καθόλου να τα ζωντανέψουν, ούτε να τα παρουσιάσουν με τρόπο ευχάριστο» (απόσπ. 1). Στα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα Μακεδονικά του διαπιστώνουμε ότι ο ίδιος έδινε έμφαση στα συναισθήματα των ιστορικών προσώπων και δε δίσταζε να προσθέτει εντυπωσιακές λεπτομέρειες «σκηνοθετώντας» τα γεγονότα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλοι ιστορικοί, νεότεροί του.
Με το έργο του Σαμίων ὧροι (χρονικά) ο Δούρης συγκαταλέγεται και στην ομάδα των αλεξανδρινών ιστορικών που συνέγραψαν τοπική ιστορία - της πατρίδας τους. Εδώ ανήκουν ακόμα ο Νεάνθης από την Κύζικο (Ὧροι Κυζικινῶν), ο Μέμνων από την Ηράκλεια του Πόντου (Περὶ Ἡρακλείας) και άλλοι, ανάμεσά τους πολλοί αθηναίοι ατθιδογράφοι.
Ο σημαντικότερος ατθιδογράφος, ο Φιλόχορος (4ος/3ος π.Χ. αι.), δεν ήταν μόνο ιστορικός αλλά και μάντης και εξηγητής των παλιών χρησμών, φλογερός αθηναίος πατριώτης, συντηρητικός και, φυσικά, αντιμακεδόνας. Ορισμένα από τα έργα του ήταν σχετικά με τη λατρεία, άλλα φιλολογικά ή φιλοσοφικά· τα περισσότερα όμως αφορούσαν την Αθήνα, με σπουδαιότερο το Ἀτθίς, σε δεκαεπτά βιβλία, όπου ήταν καταγραμμένη η αθηναϊκή ιστορία από τη μυθική εποχή ως το 262 (;) π.Χ. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Ἐπιγράμματα ἀττικά, καθώς για πρώτη φορά τώρα ένας ιστορικός ενδιαφέρεται να θησαυρίσει παλιές επιγραφές.
Με μεγάλο ζήλο μελέτησε αργότερα τις επιγραφές και ο Πολέμων από το Ίλιο (2ος π.Χ. αι.),[187] που έγραψε μια σειρά από έργα περιηγητικά, περιγράφοντας με επιστημονική επιμονή και ακρίβεια τα αρχιτεκτονικά μνημεία, τα αγάλματα, τις ζωγραφιές, τα αναθήματα κλπ., όπως τα είδε ο ίδιος στην Ακρόπολη, στην Ιερά οδό, στη Σπάρτη, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και σε άλλες σημαντικές περιοχές. Ο ίδιος έγραψε και τοπικές ιστορίες, κτίσεις, πόλεων του Πόντου και της Μεγάλης Ελλάδας.
Τα γεωγραφικά, ιστορικά και εθνολογικά ενδιαφέροντα των Ελλήνων για ξένους τόπους και λαούς έχουν μυθικό πρόδρομο τον Οδυσσέα και πρωτοφανερώθηκαν, θυμίζουμε, σε συγγραφείς όπως ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος. Η παράδοση συνεχίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, όπου πάλι βρέθηκαν έλληνες ιστορικοί να ασχοληθούν και να συγγράψουν έργα για τη Λυδία, για τη Λυκία, ακόμα και για τις μακρινές Ινδίες, όπου είχε οδηγήσει τον στρατό του ο Μεγαλέξανδρος.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Νέαρχος από την Κρήτη, ο ναύαρχος που με εντολή του Αλέξανδρου έπλευσε από τον Ινδό ποταμό ως την Περσία και κατάγραψε τις γεωγραφικές, εθνολογικές κ.ά. παρατηρήσεις του. Ο Περίπλους του έχει χαθεί αλλά δε μας είναι τελείως άγνωστος, καθώς τον χρησιμοποίησαν αργότερα ο Αρριανός και ο Στράβων.
Τελευταίος και σπουδαιότερος από τους ιστορικούς και εθνολόγους που ενδιαφέρθηκαν για ξένους τόπους ήταν ο Αλέξανδρος από τη Μίλητο (1ος π.Χ. αι.), ο πολυΐστωρ (πολύξερος) όπως ονομάστηκε, που από τα αμέτρητα βιβλία του ορισμένα αφορούσαν την Ιουδαία, τη Φοινίκη, την Αιθιοπία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και άλλες χώρες της Ανατολής.
Είναι αξιοπρόσεχτο ότι στα αλεξανδρινά χρόνια ορισμένοι ξένοι ιστορικοί αποφάσισαν να καταγράψουν την ιστορία του τόπου τους και του λαού τους στα ελληνικά. Μας σώθηκαν αποσπάσματα από τα Αἰγυπτιακά του Μανέθωνα, ιερέα στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, και από τα Βαβυλωνιακά ή Χαλδαϊκά του Βηρωσού, ιερέα του θεού Βάαλ, που διηγόνταν την ιστορία των ανατολικών λαών από την κοσμογένεση και τον κατακλυσμό ως την κατάκτηση τους από τον Μεγαλέξανδρο. Γραμμένα στα ελληνικά από ξένους είναι και ορισμένα από τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ
Νεότεροι συγγραφείς θρυλούσαν πως ο Πτολεμαίος Β' ο Φιλάδελφος προσκάλεσε εβδομήντα σοφούς και τους ανάθεσε να μεταφράσουν τα εβραϊκά ιερά βιβλία στα ελληνικά για τη Βιβλιοθήκη. Κλείστηκαν, λέει, οι ἑβδομήκοντα στο νησάκι Φάρος, στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας, και με τη φώτιση του θεού παράδωσαν τη μετάφραση ολοκληρωμένη σε εβδομήντα μέρες. Όμορφη η ιστορία τους· όχι όμως και αληθινή.
Η αλήθεια είναι πως μεταφράσεις των ιερών ιουδαϊκών βιβλίων γίνονταν στα ελληνιστικά χρόνια πολλές, καθώς το μεγάλο πλήθος των Εβραίων της διασποράς[188] είχαν σχεδόν ξεχάσει τη γλώσσα τους και προτιμούσαν να διαβάζουν ελληνικά. Από το πλήθος των μεταφράσεων ξεχώρισαν σιγά σιγά ορισμένες που επικράτησαν και συναποτέλεσαν ένα σώμα, την ενιαία, τάχα, Μετάφραση των εβδομήκοντα.
Στην τελική του μορφή το σώμα των Εβδομήκοντα δεν περιείχε μόνο παλιά βιβλία, όπως η Γένεσις, η Ἔξοδος κ.ά., μεταφρασμένα από τα εβραϊκά ή τα αραμαϊκά, αλλά και κάποια νεότερα, όπως το Β' και Γ' βιβλίο των Μακκαβαίων, γραμμένα εξαρχής στα ελληνικά από ελληνόφωνους Ιουδαίους. Από αυτά τα ποικίλα κείμενα η χριστιανική θεολογική παράδοση ξεχώρισε τα κανονικά, που συναπαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη.
Πιστές ή λιγότερο πιστές μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, βιβλία γραμμένα στα ελληνικά από ξένους, το σώμα των Εβδομήκοντα αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση και ποικιλία γλωσσικό μνημείο της Ελληνιστικής εποχής. Στις σελίδες του μπορούμε να μελετήσουμε σε βάθος την Κοινή, αυτή καθαυτή όσο και στην ιδιαίτερη μεταφραστική σχέση της με τις σημιτικές γλώσσες.
Θρησκεία, μύθους, ιστορία και φαντασία ανακάτεψε στα έργα του ο Εκαταίος από τα Άβδηρα (4ος/3ος π.Χ. αι.), που έγραψε Περὶ Αἰγυπτίων και Περὶ Ὑπερβορέων, παρουσιάζοντας τους δύο αυτούς λαούς ως πρωτοπόρους του πολιτισμού και ως υποδείγματα ευσέβειας, δικαιοσύνης, αυτάρκειας κλπ.
Παρόμοια και ο Ευήμερος από τη Μεσσήνη (4ος/3ος π.Χ. αι.), φίλος του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, υποστήριξε, στο έργο του Ἱερὰ ἀναγραφή, ότι βρέθηκε κάποτε σε ένα νησάκι του Ινδικού ωκεανού, την Παγχαίαν, και γνώρισε τους κατοίκους της εὐσεβείᾳ διαφέροντας καὶ τοὺς θεοὺς τιμῶντας μεγαλοπρεπεστάταις θυσίαις καὶ ἀναθήμασιν (απόσπ. 1). Εκεί διάβασε σε μια χρυσή στήλη τα έργα του Κρόνου και του Δία, που τότε δεν ήταν ακόμα θεοί αλλά βασιλιάδες της οικουμένης. Τα καταλαβαίνουμε καλύτερα όλα αυτά, όταν σκεφτούμε ότι ο Ευήμερος έγραψε σε εποχή όπου οι μεγαλοβασιλιάδες διάδοχοι του Αλεξάνδρου ονειρεύονταν να κυριαρχήσουν στον κόσμον όλο και πίστευαν στη δυνατότητα της προσωπικής τους αποθέωσης.[189]
Οριακή θέση στην ιστοριογραφία διεκδικούν και οι αλεξανδρινοί παραδοξογράφοι, που διάλεξαν να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν όλα του κόσμου τα παράξενα. Πιο γνωστός ανάμεσά τους ο Αντίγονος από την Κάρυστο (3ος π.Χ. αι.), που η Ἱστοριῶν παραδόξων συναγωγή του σώθηκε και μας πληροφορεί, για παράδειγμα, ότι «το περισσότερο που μπορεί να γεννήσει μια γυναίκα είναι πέντε παιδιά· και θυμούνται μία που με τέσσερις γέννες απόκτησε είκοσι παιδιά - και τα περισσότερα μεγάλωσαν» (110).
Είναι αλήθεια ότι ο Εκαταίος, ο Ευήμερος, οι Παραδοξογράφοι, ως ένα σημείο και όλοι όσοι με τη συγγραφή τους επιδίωξαν να τέρψουν περισσότερο παρά να διδάξουν, απομακρύνθηκαν από την καθαυτό ιστορία· προετοίμασαν όμως με τα έργα τους ένα νέο, λογοτεχνικότερο είδος αφηγηματικής πεζογραφίας, το μυθιστόρημα, που θα κάνει την εμφάνιση του και θα ακμάσει στα ρωμαϊκά χρόνια.
-----------------
183 Ο Καλλισθένης από την Όλυνθο (περ. 370-327 π.Χ.), συγγενής και μαθητής του Αριστοτέλη, έγραψε πολλά και σημαντικά φυσιογνωστικά, φιλολογικά και ιστορικά έργα, που έχουν όλα χαθεί. Ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του, θεωρώντας τον γιο του Δία και πρόμαχο των Ελλήνων· αρνήθηκε όμως να τον προσκυνήσει και εκτελέστηκε.
184 Βηματισταί ονομάζονταν οι ειδικευμένοι οπλίτες που με σταθερό βήμα μετρούσαν και κατάγραφαν τις πορείες.
186 Ολοφάνερη είναι στο θέμα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η διαφορά του Πολύβιου από τον Θουκυδίδη.
187 Το παρανόμι του στηλοκόπας σημαίνει αυτόν που τρώει με τα μάτια του τις στῆλες όπου ήταν χαραγμένες επιγραφές.
Φιλοσοφία
Σημαντικότερο πνευματικό κέντρο στάθηκε αναμφίβολα στην Ελληνιστική εποχή η Αλεξάνδρεια· όμως για τη φιλοσοφία παγκόσμιο κέντρο έμεινε η Αθήνα, όπου όχι μόνο συνέχισαν να λειτουργούν η Ακαδημία και το Λύκειο αλλά ιδρύθηκαν και νέες σχολές. Η ολοκληρωμένη έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών δεν είναι έργο της Γραμματολογίας, που περιορίζεται σε μια γενική παρουσίαση των σχολών, των σπουδαιότερων εκπροσώπων τους και του συγγραφικού τους έργου.[190]
Η Ακαδημία συνέχισε την πλατωνική παράδοση, δίνοντας βαρύτητα στις ιδέες και στους ιδεατούς αριθμούς περισσότερο παρά στον πραγματικό κόσμο. Παράλληλα, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας ήρθε στιγμή να επιστρέψουν στη σωκρατική παράδοση, εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους στην ηθική, αλλά και αμφισβητώντας ακόμα και τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης. Για να περιγράψουν την εξέλιξη της ακαδημαϊκής σκέψης, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας ξεχώρισαν μετά την Παλαιά Ακαδημία (του Πλάτωνα), δύο ακόμα φάσεις: τη Μέση και τη Νέα Ακαδημία.
Σημαντικός μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη σχολάρχης της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.) στάθηκε ο Πολέμων ο Αθηναίος, που υποστήριξε ότι στη συμπεριφορά του ανθρώπου η αρετή πρέπει να συμβαδίζει με τη φύση. Έγραψε αρκετά, μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος,[191] αλλά έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν με την καταστροφή της Ακαδημίας.
Μαθητής του Πολέμωνα, και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας, ο Κράτης ο Αθηναίος, που «άφησε πίσω του βιβλία (άλλα φιλοσοφικά, άλλα για την κωμωδία, άλλα με ομιλίες δημόσιες και πρεσβευτικές) αλλά και μαθητές αξιόλογους, ανάμεσά τους τον Αρκεσίλαο…» (Διογένης Λαέρτιος 4.23).
Ο Αρκεσίλαος από τη μικρασιατική Πιτάνη (316-242 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου αλλά και του Πολέμωνα και του Κράτη, σηματοδότησε τη στροφή από την Παλαιά στη Μέση Ακαδημία. Συγκεκριμένα, αντιδρώντας στον δογματισμό των Στωικών, ο Αρκεσίλαος ξαναγύρισε στους σωκρατικούς διαλεκτικούς τρόπους: πρόβαλλε επιχειρήματα ενισχύοντας ή αναιρώντας κάθε θέση χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μόνη σωστή στάση ήταν κατά τη γνώμη του η ἐποχή, όπως την εδίδασκε ο Πύρρων, δηλαδή η αναστολή κάθε οριστικής κρίσης - και γι᾽ αυτό δεν έγραψε τίποτα!
Για τον ίδιο λόγο, πιστεύοντας στην ἐποχή, δεν άφησε συγγραφικό έργο και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Μέσης Ακαδημίας, ο Καρνεάδης από την Κυρήνη (214-129 π.Χ.), άνθρωπος φιλόπονος με σημαντικά ρητορικά προσόντα, που ως αποσταλμένος στη Ρώμη[192] είχε αγορεύσει τη μια μέρα υπέρ και την άλλη εναντίον της δικαιοσύνης. Ωστόσο, αν και πίστευε πως κάθε σταθερή θέση είναι άσκοπη, γιατί δεν υπάρχει οριστικό κριτήριο της αλήθειας, πάλι δίδασκε ότι μπορεί κανείς μελετώντας τις πιθανότητες να αποφύγει τα μεγάλα λάθη.
Η στροφή προς τη Νέα Ακαδημία σημειώθηκε μετά την καταστροφή της σχολής, της βιβλιοθήκης και του αρχείου της από τον Σύλλα (84 π.Χ.), όταν επικεφαλής ήταν ο Αντίοχος από την Ασκάλωνα της Συρίας. Ως φιλόσοφος ο Αντίοχος μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί εκλεκτικός, καθώς η διδασκαλία του βασίστηκε σε θέματα όπου οι ακαδημαϊκοί, οι περιπατητικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν. Ο εκλεκτισμός του μεταδόθηκε και στον διασημότερο μαθητή του, τον Κικέρωνα, που παρακολούθησε μαθήματά του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, το 77 π.Χ.
Από τα έργα των παραπάνω διαδόχων του Πλάτωνα σώζονται μόνο περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.
Το Λύκειο συνέχισε την περιπατητική φιλοσοφική παράδοση του ιδρυτή του, τον εμπειρισμό και την καλλιέργεια των επιμέρους επιστημών. Ενώ όμως το διδακτικό και ερευνητικό έργο εξακολούθησε για αιώνες σε αυτό το πραγματικό παν-επιστήμιο, η φιλοσοφική θεωρία του Αριστοτέλη παραμελήθηκε και τα συγγράμματά του, εξαιρώντας κάποιους εξωτερικούς διάλογους, έμεναν άγνωστα. Σταθμό και ανανέωση της περιπατητικής φιλοσοφίας αποτέλεσε, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η ανεύρεση και η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον τότε επικεφαλής του Λυκείου, τον Ανδρόνικο από τη Ρόδο.
Μαθητής του Αριστοτέλη ο Εύδημος (4ος/3ος π.Χ. αι.) γύρισε, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Όπως ο Θεόφραστος, έτσι και ο Εύδημος έμεινε πιστός στην αριστοτελική διδασκαλία. Από τα πολλά του λογικά, μαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. έργα πιο γνωστά μάς είναι τα Φυσικά, όπου με ελάχιστες παραλλαγές επαναλάβαινε και διευκρίνιζε το ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη.
Μαθητής του Αριστοτέλη ήταν και ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος/3ος π.Χ. αι.), ρήτορας, πολιτικός και νομοθέτης, που ως εκπρόσωπος του Κασσάνδρου κυβέρνησε για δέκα χρόνια την Αθήνα και θέλησε, ως ένα σημείο και πέτυχε, να επιβάλει στους Αθηναίους τις περιπατητικές ηθικές και πολιτικές αρχές. Αντίστοιχα, στο μεγάλο πλήθος των έργων του περιλαμβάνονταν διατριβές Περὶ νόμων, Περὶ τῆς δεκαετίας, Περὶ δημαγωγίας, Περὶ ῥητορικῆς κ.ά.π.
Ο Στράτων από τη Λάμψακο ήταν για πολλά χρόνια δάσκαλος του Πτολεμαίου Β' πριν διαδεχτεί τον Θεόφραστο στη διεύθυνση του Λυκείου (287 π.Χ.). Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε πιο γνωστές ήταν οι διατριβές του σε θέματα κοσμολογίας και φυσικής, ίσως γιατί σε αυτές δε δίστασε να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη.
Ο Κριτόλαος από τη μικρασιατική Φάσηλη ήταν διευθυντής του Λυκείου από το 180 ως το 170 π.Χ. Αξιοσημείωτη ήταν η τάση του να υποτιμά τους πολιτικούς ρήτορες και γενικά τη ρητορική, που τη θεωρούσε «περισσότερο κακοτεχνία παρά τέχνη». Αξία είχαν γι᾽ αυτόν οι θεωρητικοί φιλόσοφοι ως διδάσκαλοι κάθε αρετής.
Από τα έργα των μετά τον Θεόφραστο περιπατητικών φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής δε σώζονται παρά περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)[193]
Λάθε βιώσας.[194]
Γεννήθηκε στη Σάμο από αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. Κατά την παράδοση μαθήτεψε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα. Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια. Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς […], γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).
Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση. Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).
Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις,[195] (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές - σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική. Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.[196]
Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του Για τη φύση των πραγμάτων (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.
Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.[197]
ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)
Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από τη Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας. Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά,[198] απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές. Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος, δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό - για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών. Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή. Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»[199]
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων - όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.
Το Ζήνωνα διαδέχτηκε στη Στοά ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330-232 π.Χ.). Στην Αθήνα είχε έρθει ως φτωχός πυγμάχος, αλλά ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του Ζήνωνα τόσο ώστε τη νύχτα να δουλεύει στα περιβόλια και την ημέρα να σπουδάζει. Ως επικεφαλής της σχολής ἐφιλοσόφησε γενναιότατα: έμεινε πιστός στις θεωρίες του δασκάλου του, έγραψε πλήθος βιβλία να τις στηρίξει και να τις συμπληρώσει, ανάπτυξε τη στωική θεολογία και σύνθεσε έναν τεχνικά άρτιο και φιλοσοφικά μεστό Ύμνο στον Δία, που μας σώζεται. Ωστόσο, στα χρόνια του η στωική φιλοσοφία αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές και η σχολή ίσως να είχε διαλυθεί, αν δεν τύχαινε ο επόμενος σχολάρχης της, ο Χρύσιππος, να αποδειχτεί τόσο δυναμικός και αξιόλογος.
ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)
Εἰ μὴ γὰρ ἦν Χρύσιππος, οὐκ ἂν ἦν στοά.[200]
Διογένης Λαέρτιος 7.183
Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος […] τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179). Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία και οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέριες ορθολογικές βάσεις.
Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.
Η στροφή της Αρχαίας προς τη Μέση Στοά πραγματοποιήθηκε με τον Παναίτιο από τη Ρόδο (περ. 185-109 π.Χ.). Πριν ενταχτεί στη Στοά, ο Παναίτιος είχε μαθητέψει στον Κράτη, τον άξιο φιλόλογο της Περγάμου. Έζησε στη Ρόδο, όπου ήταν ιερέας του Ποσειδώνα, στη Ρώμη, όπου συντρόφεψε με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στην Αθήνα, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του ως επικεφαλής της Στοάς προσέλκυσε και δίδαξε πλήθος αξιόλογους μαθητές. Η φιλοσοφία του, λιγότερο αυστηρή από των προκατόχων του, αποδεχόταν ορισμένες από τις προτάσεις της Ακαδημίας και του Περιπάτου· και σε θέματα ηθικής η διδασκαλία του ήταν προσαρμοσμένη στα ιδανικά των (ρωμαίων) πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τα συγγράμματα του Παναίτιου έχουν χαθεί· όμως το έργο του Κικέρωνα De officiis ακολουθεί σε πολλά τη δική του ομότιτλη διατριβή Περὶ τοῦ καθήκοντος.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ (περ. 135-50 π.Χ.)
Ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας ήταν μαθητής του Παναίτιου. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλατία και τη Βόρεια Αφρική, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, όπου παρακολούθησαν για λίγο τα μαθήματά του και αναγνώρισαν την αξία του πρώτα ο Κικέρωνας (77 π.Χ.), αργότερα και ο Πομπήιος (66 και 62 π.Χ.).[201]
Τα ενδιαφέροντα, αντίστοιχα και τα συγγράμματα, του Ποσειδώνιου δεν περιορίζονταν στην ηθική, τη λογική και τα άλλα καθαυτό φιλοσοφικά πεδία, αλλά επεκτείνονταν και στη θεολογία, την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσιογνωσία, τη γεωγραφία, την εθνογραφία και την ιστορία. Στο τελευταίο αυτό πεδίο ο Ποσειδώνιος αποφάσισε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Πολύβιου και έγραψε τη Μετὰ Πολύβιον ἱστορίην σε 56 βιβλία, καλύπτοντας τα χρόνια από το 146 ως το 88 π.Χ.
Το πλάτος των ενδιαφερόντων και η ανθρωπολογική πολυμάθεια του Ποσειδώνιου τον βοήθησαν να διαμορφώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα οικουμενικό, ταιριαστό με την ιστορική εικόνα της εποχής, όπου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατείχε και καθόριζε τα πάντα. Ενιαίο και ταχτικό το σύμπαν του Ποσειδώνιου περιλάβαινε τους θεούς, τους ανθρώπους και τον φυσικό κόσμο, όλα σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία, δεμένα με αυτό που οι στωικοί ονόμαζαν συμπάθειαν.
Από τα πάμπολλα έργα του Ποσειδώνιου δε μας σώθηκε κανένα. Μόνο πληροφορίες έχουμε, κάποια παραθέματα και αναφορές, που δείχνουν τη μεγάλη του επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές, έλληνες και ρωμαίους.
Τα έργα του Ποσειδώνιου δεν ήταν τα μόνα που χάθηκαν. Αν εξαιρέσουμε τον Ύμνο στον Δία του Κλεάνθη, από την πλούσια παραγωγή της Αρχαίας και τη Μέσης Στοάς κανένα έργο δε μας έχει σωθεί. Παράξενο, γιατί οι έμμεσες αναφορές και πληροφορίες δείχνουν πως η στωική διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στη σκέψη όχι μόνο της Ελληνιστικής εποχής αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν.
Η τρίτη φιλοσοφική κατεύθυνση που αναπτύχτηκε στα αλεξανδρινά χρόνια, η Σκέψις, δεν οργανώθηκε σε σχολή με την κυριολεκτική έννοια, αλλά βασίστηκε στην προφορική διδασκαλία του Πύρρωνα, όπως διαμορφώθηκε και συμπληρώθηκε από τους μαθητές του.
ΠΥΡΡΩΝ (περ. 360-270 π.Χ.)
Παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται.[202]
Διογένης Λαέρτιος 9.74
Γεννήθηκε στην Ηλεία και κατά την παράδοση ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του ως τις Ινδίες, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία των Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Βέβαιο είναι μόνο ότι για πολλά χρόνια έζησε φτωχός και τιμημένος στην πατρίδα του ως ανεξάρτητος δάσκαλος της φιλοσοφίας.
Ο Πύρρων δεν άφησε πίσω του κανένα σύγγραμμα - φυσικά, θα λέγαμε, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι ο κάθε λόγος ισχύει ακριβώς όσο και ο αντίθετός του, δηλαδή καθόλου. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να σκέπτεται (δηλαδή να παρατηρεί) τα φαινόμενα, παραμένοντας αδιάφορος, ατάραχος και κατά συνέπεια ευτυχισμένος.
Πρόδρομοι του σκεπτικισμού[203] μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι κατά καιρούς είχαν αμφισβητήσει είτε την ίδια την ύπαρξη της αλήθειας είτε τη δυνατότητα των ανθρώπων να την καθορίσουν· όμως η απόλυτη ἐποχή, δηλαδή η άρνηση του σοφού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να αποδοθεί στη διδασκαλία του Πύρρωνα, απ᾽ όπου και την υιοθέτησαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης της Μέσης Ακαδημίας.
Η διδασκαλία του Πύρρωνα συστηματοποιήθηκε και καταγράφηκε πολύ αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, από τον κρητικό Αινεσίδημο που δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Τα Πυρρωνείων λόγων ὀκτὼ βιβλία που έγραψε έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους χαθεί· όμως το περιεχόμενό τους μας είναι λίγο πολύ γνωστό από άλλους συγγραφείς, σύγχρονους όπως ο Κικέρων, ή μεταγενέστερους όπως ο Σέξτος ο εμπειρικός.
Στο κεφάλαιο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας εντάσσονται τρεις ακόμα συγγραφείς, που προτίμησαν να φιλοσοφήσουν με σατιρική διάθεση, και σε στίχους:
Ο Τίμων από τη Φλιούντα (περ. 320-230 π.Χ.) ήταν μαθητής του Πύρρωνα. Έγραψε πλήθος έργα, πεζά και ποιητικά, ανάμεσά τους και σατιρικούς σίλλους, όπου διακωμωδούσε τα ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα και τους εκπροσώπους τους.
Ο Κερκίδας από τη Μεγαλόπολη (περ. 290-220 π.Χ.), πολιτικός, νομοθέτης και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, έγραψε ηθικοπλαστικούς Μελιάμβους σε δωρική διάλεκτο, όπου επαινούσε τον Έρωτα όταν έρχεται ευνοϊκός, αλλά κατηγορούσε τον πλούτο και τους θεούς που δεν τον μοιράζουν σωστά.
Σύγχρονος του Κερκίδα και μαθητής των κυνικών ήταν ο Μένιππος από τα Γάδαρα της Συρίας, που με τη σειρά του διακωμώδησε τα φιλοσοφικά συστήματα και τους φιλοσόφους. Τα έργα του, όπου ο πεζός λόγος διανθιζόταν με στίχους, έχουν χαθεί, αλλά η ολοφάνερη επίδρασή τους σε κατοπινούς έλληνες και ρωμαίους σατιρικούς συγγραφείς μάς επιτρέπει να μαντέψουμε την ευστοχία και την ευρηματικότητά τους.
--------------------
190 Για την ελληνιστική φιλοσοφία βλ. Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι..
191 Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε τη Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγή, που αποτελεί την καλύτερή μας πηγή για τη ζωή και τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων.
192 Το 156 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να υποστηρίξουν τη θέση τους σε μια διαφορά που είχαν με τους κατοίκους του Ωρωπού, έστειλαν στη Ρώμη αντί για άλλους εκπροσώπους τρεις φιλοσόφους: τον ακαδημαϊκό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Οι τρεις τους εντυπωσίασαν με τη σοφία και την ευγλωττία τους τους Ρωμαίους τόσο, ώστε ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουν τους νέους και φρόντισαν να τους ξαποστείλουν το γρηγορότερο.
196 Ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας (περ. 110-40 π.Χ.), φιλόσοφος και ποιητής, έζησε για ένα διάστημα στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, όπου με τη διδασκαλία, τις γνωριμίες και τα πολλά του συγγράμματα βοήθησε να διαδοθεί η φιλοσοφία του Επίκουρου.
198 Ποικίλη (πολύχρωμη) ονομαζόταν μια από τις στοές της αθηναϊκής αγοράς, γιατί την κοσμούσαν πλήθος τοιχογραφίες, ανάμεσά τους και η περίφημη «Ιλίου πέρσις» του Πολύγνωτου.
199 Μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοις δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας· εἷς δὲ βίος ᾗ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης (απόσπ. 262 = Πλούταρχος, Ηθικά 329a-b).
201 Χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Ποσειδώνιος έγραψε μια ξεχωριστή Περὶ Πομπήιον ἱστορίαν, ο Κικέρωνας ζήλεψε και του έστειλε μιαν έκθεση της δικής του προσωπικής δράσης· όμως η ελπίδα να τον τιμήσει και αυτόν ο φιλόσοφος με ένα του έργο διαψεύστηκε.
203 Σκεπτικισμός ονομάζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας η θεωρία του Πύρρωνα και Σκεπτικοί (φιλόσοφοι) οι οπαδοί της. Ωστόσο, στη νεότερη γλώσσα ο όρος σκεπτικισμός χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία της «αμφιβολίας,» της «αμφισβήτησης», ακόμα και της «δυσπιστίας» απέναντι σε κάθε ισχυρισμό· και όσοι τηρούν αυτή τη στάση ονομάζονται «σκεπτικιστές».
Επιστήμες
Στους αρχαϊκούς και κλασικούς αιώνες είδαμε τη φιλοσοφία να μην περιορίζεται στην ηθική, στην οντολογία και σε όσα ακόμα πεδία θα θεωρούσαμε σήμερα φιλοσοφικά, αλλά να αγκαλιάζει πολλές ακόμα θεματικές περιοχές που με τις σημερινές αντιλήψεις ανήκουν σε χωριστές επιστήμες: στην κοσμολογία, στη φυσική, στα μαθηματικά, στη μετεωρολογία, στη βιολογία κλπ.
Η καθολικότητα της φιλοσοφίας υποχώρησε στην Ελληνιστική εποχή. Ορισμένες φιλοσοφικές σχολές εξακολουθούσαν, βέβαια, να διδάσκουν μεγάλη ποικιλία γνώσεων και ορισμένοι φιλόσοφοι κατάφεραν, όπως είδαμε, να καλλιεργήσουν περισσότερα από ένα, συγγενικά ή και όχι πεδία· οι ανθρώπινες γνώσεις είχαν ωστόσο πολλαπλασιαστεί, οι διάφοροι γνωστικοί κλάδοι έτειναν να γίνουν ανεξάρτητοι και οι πιο πολλοί ερευνητές και στοχαστές προτιμούσαν, ή υποχρεώνονταν από τα πράγματα, να περιορίσουν τα ενδιαφέροντα τους σε ένα μονάχα πεδίο, να ειδικευτούν.
Ο χωρισμός των επιστημών, η εξειδίκευση των ερευνητών, ο πλούτος της εποχής, η ανεμπόδιστη από σύνορα και γλώσσες κυκλοφορία των ιδεών, η φιλοδοξία των αρχόντων να συνδέσουν το όνομά τους με την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών - όλα μαζί προκάλεσαν την άνθιση των επιστημών, αντίστοιχα και της τεχνολογίας, που χαρακτηρίζει την Ελληνιστική εποχή. Πρώτη και ιδιαίτερα σημαντική για μας επιστήμη που αναπτύχτηκε, η φιλολογία.
Φιλολογικά ενδιαφέροντα υπήρχαν πάντα: ο Αλκίνοος έκρινε πως ο Οδυσσέας είχε αφηγηθεί τις περιπέτειές του «όμορφα, με τέχνη, σαν να ήταν επαγγελματίας τραγουδιστής» (λ 367-8), ο σοφιστής Πρόδικος μελέτησε τα συνώνυμα, ο Πλάτωνας παρουσίασε τον Σωκράτη να ερμηνεύει ένα τραγούδι του Σιμωνίδη (Πρωταγόρας 339-47), ο Αριστοτέλης δίδασκε Ποιητική κλπ. Ωστόσο, έχουμε δίκιο να θεωρούμε πως η επιστήμη της φιλολογίας συγκροτήθηκε και θεμελιώθηκε στην Αλεξανδρινή εποχή, καθώς για πρώτη φορά τα χρόνια εκείνα προγραμματίστηκε και εκτελέστηκε συστηματικά και μεθοδικά το κύριο φιλολογικό έργο: η μελέτη, η συντήρηση, η ερμηνεία, ο σχολιασμός και η διάδοση, με μια λέξη: η φροντίδα, για τα μνημεία του λόγου.
Όλα άρχισαν όταν ο Πτολεμαίος Α', θέλοντας να καταστήσει την Αλεξάνδρεια πνευματικό κέντρο εφάμιλλο της Αθήνας, προσκάλεσε στην Αλεξάνδρεια τον περιπατητικό Δημήτριο τον Φαληρέα. Με την καθοδήγησή του ιδρύθηκαν και οργανώθηκαν το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη, όπου τους αιώνες που ακολούθησαν συγκεντρώθηκαν και έδρασαν οι αλεξανδρινοί γραμματικοί, όπως συνήθως ονομάζουμε τους πρώτους εκείνους φιλολόγους.
Κύριο έργο αποτέλεσε στην αρχή η συλλογή και η καταλογογράφηση των λογοτεχνικών και άλλων έργων. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε ότι πολλά κείμενα είχαν αλλοιωθεί, είτε από αντιγραφικά λάθη είτε και από διάφορες αυθαίρετες παρεμβάσεις. Ήταν λοιπόν απαραίτητο τα πρώτα ερευνητικά προγράμματα, όπως θα τα ονομάζαμε σήμερα, να αφορούν την αντιβολή, δηλαδή τη συγκριτική μελέτη των διαφόρων αντιγράφων, τη διόρθωση των σφαλμάτων, την αποκατάσταση των κειμένων στην αρχική τους μορφή και την οριστική τους έκδοση. Έτσι, αν πιστέψουμε μια μεταγενέστερη πληροφορία, ο Πτολεμαίος Β' είχε αναθέσει στον Αλέξανδρο τον Αιτωλό, τον Λυκόφρονα από τη Χαλκίδα και τον Ζηνόδοτο από την Έφεσο να μελετήσουν και να διορθώσουν, ο πρώτος τους τραγικούς, ο δεύτερος τους κωμικούς και ο τρίτος τους επικούς ποιητές.
Από την πρώτη αυτή φιλολογική ομάδα, ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός και ο Λυκόφρων από τη Χαλκίδα ήταν τραγικοί ποιητές, μέλη της Πλειάδας·[204] όμως ο τρίτος, ο Ζηνόδοτος από την Έφεσο (περ. 325- 260 π.Χ.), μαθητής του Φιλίτα, δάσκαλος του Πτολεμαίου Β' και πρώτος διευθυντής της Βιβλιοθήκης, ήταν καθαρόαιμος φιλόλογος: δικές του είναι οι πρώτες επιστημονικές ἐκδόσεις του Ομήρου, του Ησιόδου και άλλων ποιητών, δικός του ίσως και ο χωρισμός της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σε είκοσι τέσσερις ραψωδίες. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στη λεξικογραφία: στα έργα του Γλῶσσαι και Ἐθνικαὶ ὀνομασίαι οι δυσνόητες λέξεις που ερμηνεύονταν ήταν για πρώτη φορά καταταγμένες αλφαβητικά.
Οι ομηρολογικές εργασίες του Ζηνόδοτου προκάλεσαν την αντίδραση του Απολλώνιου Ρόδιου, διαδόχου του στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης, που έγραψε ολόκληρο έργο, το Πρὸς Ζηνόδοτον, για να τις αναιρέσει. Το είχαν εξαρχής και το διατηρούν ως σήμερα αυτό το χαρακτηριστικό τα ομηρικά έπη: από τη μια γοητεύουν και απασχολούν όχι μόνο τους ειδικούς αλλά και πλήθος ερασιτέχνες φιλολόγους· από την άλλη προκαλούν έντονες διαφωνίες, φιλολογικές έριδες, και… ομηρικούς καβγάδες.
ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ (περ. 285-194 π.Χ.)
Ο Ερατοσθένης από την Κυρήνη (ποιητής, φιλόσοφος, φιλόλογος, ιστορικός, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωγράφος) μαθήτεψε πρώτα στον Καλλίμαχο, ύστερα στην Ακαδημία και τη Στοά. Αργότερα εγκαταστάθηκε, με πρόσκληση του Πτολεμαίου Γ', στην Αλεξάνδρεια, όπου διαδέχτηκε τον Απολλώνιο στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Το φιλολογικό του έργο ήταν σημαντικό, και πρώτος ονόμασε τον εαυτό του φιλόλογον με την πιο πλατιά σημασία. Ωστόσο, τα ενδιαφέροντά του ήταν εξαιρετικά ποικίλα, οι επιδόσεις του σημαντικές σε πλήθος πεδία και σωστά οι σύγχρονοί του τον ονόμασαν πένταθλον.
Ως ποιητής ο Ερατοσθένης έγραψε μυθολογικά επύλλια και ελεγείες· ως φιλόσοφος διατριβές σε θέματα ηθικής. Ως μαθηματικός επινόησε μέθοδο (κόσκινον) για την εύρεση των πρώτων αριθμών· ως ιστορικός εδραίωσε τα χρονολογικά συστήματα σε επιστημονική βάση. Ως αστρονόμος στο έργο του Καταστερισμοί κατάγραψε τη μυθολογική προέλευση των αστερισμών από ανθρώπους, όπως ο Ωρίων και η Ανδρομέδα, από ζώα, όπως ο Λέων και ο Σκορπιός, ή και από πράγματα, όπως η Αργώ και ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που οι θεοί τα είχαν καταστερίσει.
Οι μεγαλύτερες επιδόσεις του Ερατοσθένη σημειώθηκαν στο πεδίο της γεωγραφίας. Πίστευε πως η γη είναι σφαιρική και υπολόγισε με σχετική ακρίβεια την περιφέρεια, τη διάμετρο και την απόστασή της από τον ήλιο· ακόμα, στα Γεωγραφικά του έκρινε τα προγενέστερα γεωγραφικά έργα και προχώρησε σε μια δική του χαρτογραφική περιγραφή της γης, όπου για πρώτη φορά ορίζονταν ως ιδεατές διαχωριστικές γραμμές οι μεσημβρινοί και οι παράλληλοι.
Ως ειδικός ο Ερατοσθένης διαπίστωσε πόσο σφαλερές ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι γεωγραφικές πληροφορίες των ομηρικών επών, διατύπωσε τη σωστή αρχή ότι ο Όμηρος, όπως κάθε ποιητής, «επιδιώκει να ψυχαγωγήσει, όχι να διδάξει» (Στράβων 1.1.10), και είπε ειρωνικά ότι «τότε θα βρει κανείς πού περιπλανήθηκε ο Οδυσσέας, όταν ανακαλύψει τον τεχνίτη που έραψε τον ασκό των ανέμων» (Στράβων 1.2.15). Ωστόσο, τα κύρια φιλολογικά του ενδιαφέροντα δεν αφορούσαν τον Όμηρο. Βασικό του έργο ήταν το Περὶ ἀρχαίας κωμωδίας, όπου μελετούσε τόσο τους συγγραφείς, τα κείμενα και τη γλώσσα των κωμωδιών όσο και τον τρόπο της παρουσίασής τους στο θέατρο - και βέβαια δεν παράλειψε να συγκεντρώσει σε χωριστή, πολεμική διατριβή τις διαφωνίες του Πρὸς Λυκόφρονα, που είχε προηγηθεί στη φιλολογική μελέτη της κωμωδίας.
Τα έργα του έχουν όλα χαθεί, αλλά πληροφορίες και αποσπάσματα μας σώζονται άφθονα, καθώς τις γνώμες του άλλοι συγγραφείς, όπως ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό και ο Αρριανός, τις παραθέτουν για να τις αποδεχτούν, άλλοι, όπως ο Ίππαρχος και ο Στράβων, για να τις αναιρέσουν.
Ακούραστος φιλόλογος αποδείχτηκε ο Αριστοφάνης από το Βυζάντιο (περ. 257-180 π.Χ.), που διαδέχτηκε τον Ερατοσθένη στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Είχε εκδώσει τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αλκαίο, τον Αλκμάνα, τον Πίνδαρο, τον Ευριπίδη και τον συνονόματό του Αριστοφάνη τον κωμωδιογράφο. Δικές του ήταν και ορισμένες υποθέσεις, σύντομα εισηγητικά κείμενα που προτάσσονταν στις εκδόσεις των δραματικών έργων και περιείχαν, εκτός από τη σύνοψη του μύθου, μια μικρή αξιολόγηση και πληροφορίες για το πότε και με πόση επιτυχία είχαν πρωτοπαρασταθεί. Από τα πολλά του ακόμα φιλολογικά επιτεύγματα ξεχωρίζουμε την αποφασιστική συμβολή του στη δημιουργία και στην καθιέρωση του συστήματος των σημείων της στίξης και των τόνων, που τόσο βοηθούν στη σωστή ανάγνωση και κατανόηση των αρχαίων κειμένων.[205] Μαθητής του ήταν ο σημαντικότερος αλεξανδρινός γραμματικός, ο Αρίσταρχος.
ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ (περ. 216-144 π.Χ.)
Ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη διατέλεσε πρώτα παιδαγωγός στη βασιλική αυλή, ύστερα διευθυντής της Βιβλιοθήκης από το 153 ως το 145 π.Χ., οπότε διωγμένος από τον μαθητή του Πτολεμαίο Η' τον Ευεργέτη[206] βρήκε καταφύγιο στην Κύπρο, όπου και πέθανε. Αν κρίνουμε από την ποσότητα και την ποιότητα των έργων του, ο γραμματικώτατος Αρίσταρχος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καθιστός, στο γραφείο του, μελετώντας και συγγράφοντας. Τα έργα του μπορούν να καταταχτούν σε τρεις κατηγορίες: εκδόσεις κειμένων, σχόλια (ὑπομνήματα) και φιλολογικές μονογραφίες.
Ο Αρίσταρχος ξέρουμε ότι είχε εκδώσει τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τον Αλκαίο, τον Ανακρέοντα και τον Πίνδαρο. Παράλληλα, έγραψε και δημοσίευσε σε χωριστά υπομνήματα σχόλια (στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον Αρχίλοχο, στον Πίνδαρο, στον Αισχύλο, στον Σοφοκλή, στον Ίωνα, στον Αριστοφάνη και στον Ηρόδοτο), όπου συγκέντρωνε πληροφορίες και συζητούσε όλα τα ιστορικά, πραγματολογικά, λεξιλογικά, γραμματικά, μετρικά κ.ά. προβλήματα του κειμένου.
Από τις μονογραφίες του ξεχωρίζουν οι καθαυτό ομηρολογικές, Περὶ Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας, Περὶ τοῦ ναυστάθμου, και ορισμένες πολεμικές, ανάμεσά τους η Πρὸς Ξένωνος παράδοξον, όπου ο Αρίσταρχος αναιρούσε τη γνώμη των χωριζόντων, δηλαδή όσων υποστήριζαν ότι άλλος είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας. Γνωστή είναι και η αντίθεσή του προς την αλληγορική ερμηνεία των ποιητικών κειμένων και τη γλωσσική αρχή της ανωμαλίας, που θα δούμε ότι υποστήριζαν οι φιλόλογοι της Περγάμου.
Για ένα διάστημα η φιλολογία άνθισε και σε ένα ακόμα μεγάλο πνευματικό κέντρο της Ελληνιστικής εποχής, στην πρωτεύουσα των Ατταλιδών, την Πέργαμο, όπου ο Ευμένης Β' (197-160 π.Χ) είχε ιδρύσει βιβλιοθήκη. Σύμβουλο και συνεργάτη είχε τον αρχηγέτη της περγαμηνής φιλολογικής σχολής, τον Κράτη Μαλλώτη.
ΚΡΑΤΗΣ (3ος/2ος π.Χ. αι.)
Ο Κράτης γεννήθηκε στη Μαλλό της Κιλικίας, μαθήτεψε πιθανότατα στον στωικό Διογένη από τη Βαβυλώνα και εγκαταστάθηκε στην Πέργαμο, όπου συνδέθηκε με τον Ευμένη Β'. Το 168 π.Χ. ταξίδεψε με διπλωματική αποστολή στη Ρώμη, όπου έμεινε αρκετό καιρό, γιατί παραπάτησε σε έναν οχετό και έσπασε το πόδι του. Περιμένοντας να αναρρώσει, ο Κράτης έδωσε διαλέξεις που εντυπωσίασαν και προώθησαν σημαντικά τις ρωμαϊκές φιλολογικές σπουδές.
Ασχολήθηκε με τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη και τον Άρατο· όμως ο τρόπος του να προσεγγίζει τα κείμενα, φανερά επηρεασμένος από τη στωική φιλοσοφία, ήταν διαφορετικός από τη μέθοδο των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας. Ο Κράτης αναζητούσε στα ποιητικά κείμενα την επιβεβαίωση της φιλοσοφικής αλήθειας, και για να την πετύχει κατάφευγε σε αλληγορικές ερμηνείες. Έτσι, π.χ., υποστήριξε ότι ο Όμηρος, όταν έγραψε ότι την ασπίδα του Αγαμέμνονα «τη ζώναν δέκα χάλκινα στεφάνια» (Λ 33), υπαινισσόταν τους δέκα ουράνιους κύκλους.
Τη στωική διδασκαλία ακολούθησε ο Κράτης και σε γλωσσικά θέματα, υποστηρίζοντας ότι η ανωμαλία είναι φυσικό αποτέλεσμα του χειρισμού της γλώσσας από τους ανθρώπους, οπότε «ορθό είναι ό,τι συνηθίζεται». Αντίθετα, ο Αρίσταρχος και η σχολή του υποστήριζαν ότι στη γλώσσα υπάρχουν σταθεροί κανόνες και ότι οι αποκλίσεις αποτελούν σφάλματα και πρέπει να διορθώνονται. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο θεωρίες, ιδιαίτερα όταν εφαρμόζονταν στην αποκατάσταση των κειμένων, ήταν μεγάλη, και η έριδα συνεχίστηκε για καιρό.
Από τα έργα του Κράτη ξεχώριζαν τα Ὁμηρικά, τα Διορθωτικά και μια διατριβή Περὶ ἀττικῆς διαλέκτου.
Μαθητές του Κράτη υπήρξαν αρκετοί· όμως οι επιδόσεις τους, αν εξαιρέσουμε τον Παναίτιο, που αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία, ήταν μέτριες, και η πνευματική κίνηση της Περγάμου ατόνησε όταν το 133 π.Χ. ο Άτταλος Γ' κληροδότησε το βασίλειό του στους Ρωμαίους. Αντίθετα, στη φιλολογική σχολή της Αλεξάνδρειας οι μαθητές και διάδοχοι του Αρίσταρχου συνέχισαν για δύο ακόμα αιώνες να προσφέρουν σημαντικό έργο.
Μαθητής του Αρίσταρχου ήταν ο Απολλόδωρος από την Αθήνα (περ. 180-120 π.Χ.). Όταν ο Πτολεμαίος Η' απόδιωξε όλους τους λόγιους, ο Απολλόδωρος εγκαταστάθηκε και δούλεψε πρώτα στην Πέργαμο, ύστερα στην Αθήνα. Οι τίτλοι και ορισμένα αποσπάσματα που σώζονται από τα έργα του φανερώνουν τα ποικίλα φιλολογικά, και όχι μόνο, ενδιαφέροντά του: Περὶ θεῶν (σε 24 βιβλία), Χρονικά (έμμετρη αφήγηση της παγκόσμιας ιστορίας από τον Τρωικό πόλεμο ως τις μέρες του), Ἐτυμολογίαι, Περὶ τοῦ νεῶν καταλόγου (σχόλια στον κατάλογο των πλοίων που περιέχεται στην Ιλιάδα), Περὶ Σώφρονος, Περὶ Ἐπιχάρμου και το σχετικό με την κωμωδία Περὶ τῶν Ἀθήνησιν ἑταιρίδων.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (περ. 170-90 π.Χ.)
Μαθητής και αυτός του Αρίσταρχου, ο Διονύσιος είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια, αλλά ονομάστηκε Θρᾴξ γιατί ο πατέρας του καταγόταν, φαίνεται, από τη Θράκη. Διωγμένος και αυτός από τον Πτολεμαίο Η', ο Διονύσιος εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, που ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί σημαντικό πνευματικό κέντρο.
Πιστός στην αλεξανδρινή γραμματική παράδοση, ο Διονύσιος σχολίασε τον Όμηρο, υπερασπίστηκε την αρχή της αναλογίας και πολέμησε τις απόψεις του Κράτη. Δικό του είναι το μόνο αλεξανδρινό φιλολογικό έργο που έφτασε ως τα χέρια μας, η Τέχνη γραμματική: πενήντα πάνω κάτω σελίδες, όπου ο Διονύσιος συμπύκνωσε και συστηματοποίησε την από αιώνες συσσωρευμένη γνώση για τα καθαυτό γραμματικά, με τη σημερινή έννοια, θέματα: τους φθόγγους και τα γράμματα, τις συλλαβές, τα γένη και τις πτώσεις των ονομάτων, τα κλιτά και άκλιτα μέρη του λόγου κλπ.
Η Τέχνη γραμματική είχε μεγάλη επιτυχία: διαδόθηκε, σχολιάστηκε, μεταφράστηκε και, το σπουδαιότερο, για αιώνες χρησιμοποιήθηκε ως διδακτικό βιβλίο. Ακόμα και σήμερα πολλές γραμματικές, όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας αλλά και άλλων γλωσσών, ακολουθούν στην ορολογία, στους ορισμούς και στη διάταξη της ύλης το εγχειρίδιο του Διονυσίου.
Τελευταίος στη σειρά των μεγάλων αλεξανδρινών φιλολόγων ο Δίδυμος από την Αλεξάνδρεια (περ. 80-10 π.Χ.), που οι νεότεροι τον ονόμασαν χαλκέντερο για την εργατικότητα και την παραγωγικότητά του. Αναρίθμητα τα έργα του (οι αρχαίες πηγές αναφέρουν 3500 βιβλία!) εκάλυπταν όλα τα πεδία της φιλολογίας, με έμφαση στη λεξικογραφία και στον σχολιασμό όχι μόνο του Ομήρου και άλλων ποιητών αλλά και ορισμένων πεζογράφων. Μέθοδός του ήταν να καταγράφει και να συζητά σε κάθε θέμα πρώτα τις γνώμες των προκατόχων του και τελευταία τη δική του.
Τα έργα των φιλολόγων της Ελληνιστικής εποχής έχουν σχεδόν στο σύνολό τους χαθεί· όμως οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι: το πλούσιο πληροφοριακό υλικό που είχαν συγκεντρώσει και επεξεργαστεί, οι προβληματισμοί και οι θεωρίες τους, οι διορθωτικές και άλλες παρατηρήσεις τους στα κείμενα, οι εκτιμήσεις τους για τη γνησιότητα των κλασικών έργων, τα ερμηνευτικά τους σχόλια και τα λεξικογραφικά και άλλα βοηθήματα που είχαν συνθέσει - όλα μελετήθηκαν από τους νεότερους, αξιοποιήθηκαν και θεμελίωσαν την επιστήμη της φιλολογίας.
Διαφορετική είναι η εικόνα στα μαθηματικά, τη φυσική, την ιατρική και τις εφαρμοσμένες επιστήμες, που και αυτές είχαν εξαιρετική άνθιση στα ελληνιστικά χρόνια. Τις καλλιέργησαν σημαντικές προσωπικότητες, που τα πορίσματα των ερευνών τους δεν είχαν μόνο θεωρητικό-επιστημονικό αλλά και πρακτικό-τεχνολογικό ενδιαφέρον, και που από τα έργα τους πολλά μας έχουν σωθεί αυτούσια. Θα γνωρίσουμε τους σημαντικότερους ακολουθώντας χρονολογική σειρά.
Ο Ηρόφιλος από τη Χαλκηδόνα (4ος/3ος π.Χ. αι.) ήταν γιατρός στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας, ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά, σε πτώματα, την ανατομία του ανθρώπου και αναγνώρισε τη λειτουργία των νεύρων. Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία των σκεπτικών, ο Ηρόφιλος δεν ερευνούσε, όπως οι ιπποκρατικοί, τα αίτια, αλλά περιόριζε το ενδιαφέρον του στα συμπτώματα της κάθε αρρώστιας, φυσικά και στη θεραπεία της, όπου δε δίσταζε να χρησιμοποιήσει τα πιο παράξενα φάρμακα, π.χ. περιττώματα κροκοδείλου ως αλοιφή για τα μάτια. Ο Ηρόφιλος και ο μαθητής του Φιλίνος από την Κω θεωρούνται ιδρυτές της σχολής των εμπειρικών.
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)
Στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας έδρασε και ο διασημότερος μαθηματικός και γεωμέτρης όλων των εποχών, ο Ευκλείδης, που είχε μαθητέψει στην Ακαδημία. Στο έργο του Στοιχεῖα (ορισμοί, αξιώματα, θεωρήματα, προβλήματα και αποδείξεις) συγκέντρωσε, συμπλήρωσε και συστηματοποίησε την ως τότε μαθηματική και γεωμετρική γνώση σε θέματα επιπεδομετρίας, γεωμετρικής άλγεβρας, αριθμολογίας, στερεομετρίας κ.ά.
Τα Στοιχεῖα είχαν μεγάλη επιτυχία, σχολιάστηκαν, μεταφράστηκαν, διαδόθηκαν στον κόσμον όλο και εξακολουθούν ως σήμερα να αποτελούν τη βάση της γεωμετρίας. Από τα μικρότερα έργα του μας έχουν σωθεί τα (αλγεβρικά) Δεδομένα, τα (αστρονομικά) Φαινόμενα, τα Ὀπτικά και ένα κομμάτι από τη (μουσικολογική) Κατατομὴ κανόνος.
Σημαντικός γιατρός, φυσιολόγος και παθολογοανατόμος, ήταν ο Ερασίστρατος από τη Τζια (4ος/3ος π.Χ. αι.), μαθητής των περιπατητικών του Λυκείου, που μελέτησε το αναπνευστικό και κυκλοφοριακό σύστημα. Ιστορική έμεινε η διάγνωσή του, όταν τον κάλεσαν στη Συρία να εξετάσει τον Αντίοχο, γιο του Σέλευκου, που ήταν ερωτευμένος κρυφά: «Έρωτας είναι του νεαρού η αρρώστια, και ο έρωτας είναι ανίατος», είπε (Πλούταρχος, Δημήτρ. 38) - και όμως βρήκε τρόπο να τον γιατρέψει.
Ο Αρίσταρχος από τη Σάμο (περ. 310-230 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Στράτωνα, ασχολήθηκε με την αστρονομία, βελτίωσε το ηλιακό ρολόι και πρότεινε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα όπου τα άστρα μένουν ακίνητα ενώ η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. Η θεωρία του απορρίφτηκε από τους νεότερους, ώσπου τον 16ο μ.Χ. αιώνα ο Κοπέρνικος απόδειξε την ορθότητά της. Στο μόνο έργο του που σώζεται, το Περὶ μεγεθῶν καὶ ἀποστημάτων, ο Αρίσταρχος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να υπολογίσει τα μεγέθη του ήλιου και του φεγγαριού και τις αποστάσεις τους από τη γη.
Μηχανικός ήταν ο Κτησίβιος (3ος π.Χ. αι.), που έδρασε στην Αλεξάνδρεια και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις υδροπνευματικές αντλίες. Δικές του εφευρέσεις παραδίδεται πως ήταν το υδρομηχανικό ρολόι και η ὕδραυλις, πρόδρομος του νεότερου εκκλησιαστικού μουσικού οργάνου.
Μαθητής του Κτησίβιου, μηχανικός, ήταν ο Φίλων από το Βυζάντιο. Από το έργο του Μηχανικὴ σύνταξις σώζεται το τέταρτο βιβλίο, τα Βελοποιητικά, όπου παριστάνονται και περιγράφονται καταπέλτες και άλλα βλητικά όργανα με τόση ακρίβεια ώστε να μπορούμε σήμερα να τα κατασκευάσουμε - και να λειτουργούν.
ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ (287-212 π.Χ.)
Ξεχωριστή θέση κρατά πάντα ανάμεσα στους μαθηματικούς, τους φυσικούς και τους εφευρέτες (!) ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κράτησε επαφή με τους εκεί σοφούς, αλλά προτίμησε να ζήσει και να εργαστεί στην πατρίδα του, όπου σχετιζόταν με τη βασιλική οικογένεια. Την ημέρα που οι Συρακούσες αλώθηκαν από τους Ρωμαίους, διηγούνται πως ένας λεγεωνάριος τον βρήκε να έχει χαράξει στο χώμα γεωμετρικά σχήματα και να τα μελετά. Όταν ο Αρχιμήδης, αντί να δείξει υποταγή, του ζήτησε να μην του χαλάσει τους κύκλους, ο Ρωμαίος οργίστηκε και τον σκότωσε.
Από τα έργα του, γραμμένα δωρικά με θαυμαστή ενάργεια και οικονομία, σώζονται τα Περὶ ἐπιπέδων ἰσορροπιῶν, για τον γεωμετρικό υπολογισμό του κέντρου βάρους, Περὶ ὀχουμένων, για τη δύναμη που κάνει τα σώματα να επιπλέουν, Τετραγωνισμὸς παραβολῆς, Περὶ σφαίρας καὶ κυλίνδρου, όπου απόδειξε ότι η παράπλευρη επιφάνεια κάθε κυλίνδρου είναι ίση με την επιφάνεια της εγγεγραμμένης του σφαίρας ενώ η σχέση των όγκων τους είναι δύο προς τρία,[207] Περὶ ἑλίκων (γραμμών), όπου η συλλογιστική του μέθοδος προδιαγράφει τον διαφορικό λογισμό, Περὶ κωνοειδέων και Κύκλου μέτρησις, όπου ο σταθερός λόγος π υπολογίστηκε με ακρίβεια τρίτου δεκαδικού.
Σε άλλο του έργο, τον Ψαμμίτη, ο Αρχιμήδης λογάριασε πόσοι κόκκοι άμμου θα χρειάζονταν για να γεμίσει το (σφαιρικό) σύμπαν. Το πρόβλημα φαίνεται παράδοξο, αλλά το νόημά του φανερώνεται αν θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι δε γνώριζαν τους αραβικούς αριθμούς και οι λογαριασμοί ήταν εξαιρετικά δύσκολοι όταν τα ποσά ήταν μεγάλα. Την ιδιαίτερη ικανότητά του να χειρίζεται τεράστιους αριθμούς ο Αρχιμήδης την έδειξε και όταν επινόησε και έστειλε στον Ερατοσθένη ένα πρόβλημα που η λύση του είναι αριθμός με πάνω από 200.000 ψηφία!
Πολλά έργα του Αρχιμήδη έχουν χαθεί· άλλα σώζονται σε αραβική μετάφραση. Χωριστός λόγος ας γίνει μόνο για την πραγματεία του Περὶ μηχανικῶν θεωρημάτων, όπου μιλώντας για τη μέθοδό του διαπιστώνει ότι πολλά γεωμετρικά θεωρήματα τα εμπνεύστηκε από μηχανικές κατασκευές. Απρόσμενη δήλωση, γιατί, αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Αρχιμήδης θεωρούσε τις πρακτικές εφαρμογές γεωμετρίας παιζούσης πάρεργα και χαρακτήριζε «παρακατιανή και βάναυση» κάθε τέχνη που ικανοποιούσε ανάγκες (Μάρκελλος 14-17).
Και όμως, οι εφευρέσεις του Αρχιμήδη ήταν πολλές: μια υδραντλία γνωστή ως κοχλίας, ένα αυτόματο πλανητάριο που παρουσίαζε τις κινήσεις του ήλιου, της σελήνης και πέντε πλανητών, και το πολύσπαστο βαρούλκο, που με αυτό λένε πως μπόρεσε να σύρει μόνος του ολόκληρο καράβι.[208] Τέλος, ιστορία έγραψαν οι μηχανικές εφευρέσεις του όταν, με προτροπή του Ιέρωνα, κατασκεύασε πολεμικές μηχανές για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Ρωμαίων που πολιορκούσαν τις Συρακούσες από ξηρά και θάλασσα. Σίγουρα δεν έκαψε με κοίλα κάτοπτρα τον εχθρικό στόλο, όπως παραδίδεται· του έκανε όμως τόσες ζημιές με τα βλητικά και άλλα μηχανήματα που επινόησε, ώστε οι Ρωμαίοι, «όταν από το τείχος εμφανιζόταν να προεξέχει κάποιο σκοινί ή ξύλο, φώναζαν πως ο Αρχιμήδης κινούσε μηχανή εναντίον τους, έκαναν μεταβολή και το έβαζαν στα πόδια» (ό.π.).
Λίγο νεότερος από τον Αρχιμήδη ήταν ο Απολλώνιος από την Πέργη της Παμφυλίας, διάσημος μαθηματικός και αστρονόμος που έζησε και δίδαξε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, ύστερα και στην Πέργαμο. Από το έργο του Κωνικά μας σώζονται επτά βιβλία, τα τέσσερα πρώτα στο ελληνικό πρωτότυπο, τα άλλα τρία σε αραβική μετάφραση. Πραγματεύονται τις κωνικές τομές (παραβολές, ελλείψεις και υπερβολές) με αλάνθαστη μέθοδο και εκφραστική άνεση.
Μαθηματικός και αστρονόμος ήταν και ο Υψικλής από την Αλεξάνδρεια (2ος π.Χ. αι.). Μελέτησε σε βάθος τα πολύεδρα και τις αριθμητικές προόδους και εφάρμοσε τα πορίσματά του στην αστρονομία. Η μέθοδός του, όπως φανερώνεται στο έργο του Περὶ τῆς τῶν ζῳδίων ἀναφορᾶς, αντλούσε τόσο από τη βαβυλωνιακή όσο και από την αλεξανδρινή αστρονομική επιστήμη.
ΙΠΠΑΡΧΟΣ (2ος π.Χ. αι.)
Ο πιο ονομαστός, μετά τον Αρίσταρχο, αστρονόμος, μαθηματικός και γεωγράφος, ο Ίππαρχος από τη Νίκαια της Βιθυνίας (2ος π.Χ. αι.), έδρασε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρόδο. Έθεσε τις βάσεις της επίπεδης τριγωνομετρίας, υπολόγισε με μεγάλη προσέγγιση τη διάρκεια της χρονιάς και καθόρισε με ακρίβεια τις θέσεις των αστερισμών και τις κινήσεις των πλανητών. Ωστόσο, πολλές από τις εξηγήσεις που έδωσε για τα ουράνια φαινόμενα, αν και μαθηματικά σωστές, απέχουν πολύ από τη φυσική πραγματικότητα.
Από τα έργα του σώζεται μόνο η Τῶν Ἀράτου καὶ Εὐδόξου φαινομένων ἐξήγησις, όπου κρίνονται με αυστηρότητα και διορθώνονται πολλά λάθη των Φαινομένων. Πολεμική άσκησε και με άλλες ευκαιρίες: κατάκρινε τον Ερατοσθένη για τις γεωγραφικές του ανακρίβειες και απόρριψε τη (σωστή) ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου, πιστεύοντας ότι η γη βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου.
Αντίθετα με τον Ίππαρχο, ο σύγχρονός του αστρονόμος Σέλευκος, από τη Σελεύκεια της Μεσοποταμίας, αποδεχόταν την κεντρική θέση του ήλιου, πίστευε ότι το σύμπαν είναι άπειρο και στάθηκε ο πρώτος που ερμήνευσε τα φαινόμενα της παλίρροιας συνδέοντάς τα με τις κινήσεις του φεγγαριού.
Είναι γνωστή η ιστορία του Μιθριδάτη, βασιλιά του Πόντου (132-63 π.Χ), που από φόβο μην τον φαρμακώσουν έπαιρνε κάθε μέρα δηλητήρια σε μικρή δόση, να τα συνηθίσει ο οργανισμός του, να μην του κάνουν ούτε σε μεγάλες δόσεις κακό! Σύμβουλός του ήταν ο διασημότερος βοτανολόγος και φαρμακολόγος της Ελληνιστικής εποχής, ο Κρατεύας ο ριζοτόμος. Τα έργα του έχουν χαθεί· όμως ένα μέρος από τις πληροφορίες και τις χρωματιστές εικόνες των φυτών που περιείχαν ενσωματώθηκε αργότερα στο έργο του Διοσκουρίδη.
ΟΑσκληπιάδης από την Προύσα της Βιθυνίας (2ος/1ος μ.Χ. αι.) ήταν γιατρός και έδρασε στη Ρώμη. Επηρεασμένος από την ατομική θεωρία του Δημόκριτου, πίστεψε ότι και το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από μικρές μονάδες, τους όγκους και τους πόρους, που αυτοί προκαλούν, όταν διαταραχτούν ο αριθμός τους, τα μεγέθη και η γενικότερη κατάσταση τους, τις αρρώστιες. Όλα τα (διαιτητικά, χειρουργικά, γυναικολογικά) συγγράμματά του έχουν χαθεί· όμως η θεωρία του έμεινε και αποτέλεσε το θεμέλιο της μεθοδικής, όπως ονομάστηκε, ιατρικής σχολής.
--------------------
205 Για τα τονικά σημάδια και τη σημασία τους βλ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Παράρτημα 2.
206 Ο Πτολεμαίος Η', που βασίλεψε από το 146 ως το 117 π.Χ., διεκδικούσε τον τίτλο του ευεργέτη· όμως ο λαός τον ονόμαζε κακεργέτη, για τα πολλά του εγκλήματα, και φύσκωνα (κοιλαρά). Στην αρχή της βασιλείας του είχε διατάξει να απομακρυνθούν από την Αλεξάνδρεια όλοι οι λόγιοι. Μετανιωμένος αργότερα όχι μόνο τους ανακάλεσε αλλά και πλούτισε τη Βιβλιοθήκη και απαγόρεψε την εξαγωγή των παπύρων, για να μην μπορεί η πνευματική κίνηση της Περγάμου να συναγωνιστεί την αντίστοιχη της Αλεξάνδρειας.
Επιλεγόμενα στην Ελληνιστική εποχή
Εξετάζοντας τον συγχρονικό πίνακα, βλέπουμε ότι οι εγγραφές είναι εξαιρετικά πυκνές στο αριστερό μέρος, που αντιστοιχεί στο τέλος του 4ου και στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα· από κει και πέρα όμως αραιώνουν, τόσο περισσότερο όσο πλησιάζουμε στο 30 π.Χ., όπου τυπικά αρχίζει η Ελληνορωμαϊκή εποχή. Και ακόμα προσέχουμε ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις οι προσωπικότητες είναι στην αρχή της εποχής σημαντικότερες από εκείνες που ακολούθησαν· σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι νεότεροι άλλο δεν έκαναν από το να ανακεφαλαιώνουν και να συμπληρώνουν το έργο των προκατόχων τους. Η εικόνα παρουσιάζει ενδιαφέρον, και αξίζει να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις από κοντά.
Στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής, με την άνθιση της Νέας κωμωδίας, η δραματική ποίηση ακμάζει· όμως το φαινόμενο είναι καθαρά αθηναϊκό[209] και ουσιαστικά αποτελεί την τελευταία αναλαμπή στην εξέλιξη του κλασικού αττικού θεάτρου, που η πορεία του είχε ξεκινήσει αιώνες πριν, με τα δράματα του Θέσπη. Από κει και πέρα κάποιες λόγιες προσπάθειες σαν του Λυκόφρονα και του Ιεζεκιήλ αποτελούν εξαιρέσεις σε έναν κόσμο όπου η παραγωγή δραματικών έργων μπορεί να συνεχίζεται, αλλά στη θεατρική ζωή κυριαρχούν άλλες, λαϊκότερες μορφές παραστάσεων, οι λογής λογής μίμοι.
Και η άλλη ποίηση ακμάζει στην πρώτη περίοδο της Ελληνιστικής εποχής, καθώς ο Άρατος, ο Καλλίμαχος, ο Απολλώνιος Ρόδιος, ο Θεόκριτος και οι σύγχρονοί τους ποιητές δημιούργησαν και καλλιέργησαν με επιτυχία τη νέα, αλεξανδρινή ας την πούμε, ποίηση, που ήταν εξαιρετικά περίτεχνη, λόγια και απευθυνόταν σε ένα μικρό κύκλο από διανοούμενους, όσους ήταν σε θέση να την καταλάβουν και να εκτιμήσουν τη μαστοριά της. Από τους λίγους αξιόλογους ποιητές που ακολούθησαν, ο Μόσχος και ο Βίων βάδισαν στα χνάρια του Θεόκριτου, ο Μελέαγρος και ο Παρθένιος δε συνθέσαν μόνο δικά τους ποιητικά έργα, αλλά και συγκέντρωσαν, ο ένας επιγράμματα, ο άλλος ερωτικές ιστορίες.
Στην ιστοριογραφία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές, καθώς τους συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα ακολούθησαν τον 2ο π.Χ. αιώνα ο Πολύβιος, αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος ιστορικός της περιόδου, αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, ο πολυσυλλεκτικός Διόδωρος· και η εικόνα μας θα πλούτιζε πολύ, αν δίπλα στα μεγάλα ονόματα καταγράφαμε και το πλήθος των λιγότερο σημαντικών συγγραφέων που οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με την τοπική ιστορία της πατρίδας τους.
Το σημαντικότερο κεφάλαιο στην πνευματική ιστορία των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί δίχως άλλο η φιλοσοφία, με μόνιμο κέντρο την Αθήνα, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν νέοι από όλες τις γωνιές της γης για να σπουδάσουν.
Οι παλιές σχολές, το Λύκειο και η Ακαδημία, συνέχισαν τη λειτουργία τους, ενώ πλάι τους τρεις μεγάλοι φιλόσοφοι, που έζησαν όλοι στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα, ο Επίκουρος, ο Ζήνων και ο Πύρρων, ίδρυσαν νέες σχολές: τον Κήπο, τη Στοά και τη σχολή των σκεπτικών αντίστοιχα. Τα ονόματα στον πίνακα αραιώνουν μετά την πρώτη εξόρμηση, αλλά τελικά, παρ᾽ όλες τους τις περιπέτειες, και οι πέντε σχολές βρήκαν άξιους συνεχιστές, ανανεώθηκαν, διαδόθηκαν και διατηρήθηκαν ως το τέλος της Ελληνιστικής εποχής - και πάρα πέρα.
Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ότι οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό, που εξηγεί και γιατί οι άνθρωποι της Ελληνιστικής εποχής έδιναν τόση σημασία στη φιλοσοφία. Οι παλιοί προβληματισμοί για την αρετή και τη σχέση της με την κοινωνική επιτυχία, για τη φύση των νόμων, για το καλύτερο πολίτευμα κ.τ.ό. είχαν μετακινηθεί στο περιθώριο. Κυρίαρχο φιλοσοφικό ερώτημα ήταν στα ελληνιστικά χρόνια το πώς, με ποιον τρόπο ζωής και με ποια συμπεριφορά, το άτομο μπορούσε να ευτυχήσει - ως άτομο, όχι ως μέλος ενός πολιτικού συνόλου.
Στερημένοι από τα προνόμια και τις υποχρεώσεις της δημοκρατίας, όχι πια πολίτες αλλά υπήκοοι τεράστιων αυτοκρατοριών που κανείς δεν τις θεωρούσε πατρίδες, ζώντας σε μια πολύγλωσση, πολυεθνική και πολυπολιτισμική κοινωνία, οι άνθρωποι των ελληνιστικών αιώνων φυσικό ήταν να ενδιαφερθούν καθένας για την προσωπική του και μόνο επιβίωση και ευτυχία, και να αναζητήσουν ιδεολογική βοήθεια και καθοδήγηση στη φιλοσοφία.[210]
Ανταγωνιστικές μεταξύ τους οι διάφορες σχολές· όμως η καθεμιά τους έδειχνε ένα δρόμο προς την ευτυχία και, όπως έχει όμορφα διατυπωθεί, «πρώτο βήμα ήταν η επιλογή της κατάλληλης φιλοσοφικής σχολής: όταν την επέλεγες, δεν επέλεγες απλώς μια μέθοδο να γνωρίζεις, έναν τρόπο να σκέφτεσαι, ή κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις· επέλεγες έναν τρόπο να ζήσεις»[211] - φυσικά με την ελπίδα να ευτυχήσεις.
Για τη φιλολογία θυμίζουμε ότι οι πρώτοι της αλεξανδρινοί εργάτες (ο Καλλίμαχος, ο Λυκόφρων, ο Απολλώνιος, ο Ερατοσθένης) ήταν συνάμα και ποιητές· όμως στη συνέχεια προσέχουμε ότι από τους πολλούς φιλολόγους που ακολούθησαν κανείς δεν έγραψε δικά του λογοτεχνικά έργα, ίσως γιατί συμφώνησαν με τον Αρίσταρχο όταν είπε: «Δε γράφω ποιήματα, γιατί έτσι που θα ήθελα δε μπορώ, και έτσι που μπορώ δε θέλω.» Σοφός ο λόγος του, και πρόσφερε την ευκαιρία στους φιλολόγους να επιδοθούν στο κύριο έργο τους - έργο σημαντικό, που τελευταίος στη σειρά ο Δίδυμος δεν παράλειψε να το ανακεφαλαιώσει.
Στα μαθηματικά και στις εφαρμοσμένες επιστήμες οι εξελίξεις είναι συνήθως πιο απλές, καθώς αυτόματα κάθε νέος εργάτης συνεχίζει το έργο των προηγουμένων. Αυτό δεν εμπόδισε να σημειωθεί τον 3ο π.Χ. αιώνα, σε πολλούς παράλληλα τομείς, εξαιρετικά γρήγορη και σημαντική πρόοδος: στην ιατρική με τον Ηρόφιλο και τον Ερασίστρατο, στα μαθηματικά με τον Ευκλείδη, στη φυσική και στις μηχανικές κατασκευές με τον Αρχιμήδη, στη γεωγραφία με τον Ερατοσθένη και στην αστρονομία με τον Αρίσταρχο από τη Σάμο.
Δεν παρακολουθούμε συστηματικά τα κινήματα και τις εξελίξεις στις εικαστικές τέχνες· όμως σημειώνουμε ότι και σε αυτό τον τομέα η Ελληνιστική εποχή, με τις γιγάντιες μνημειακές κατασκευές και με μεμονωμένα αριστουργήματα, όπως η Νίκη της Σαμοθράκης, η Αφροδίτη της Μήλου, το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα και τόσα άλλα, μπορεί άνετα να συγκριθεί με την Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή που προηγήθηκαν.
Αποτέλεσμα των κατακτήσεων του Μεγαλέξανδρου, και χαρακτηριστική για την εποχή, είναι, προσέχουμε, η διάχυση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Σίγουρα η ελληνομάθεια και οι ελληνικοί τρόποι ζωής δεν έφτασαν ως τις κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου οι εντόπιοι λαοί διατήρησαν ακέραιο τον εθνικό τους χαρακτήρα· όμως στις πρωτεύουσες έδρευαν ελληνικές διοικήσεις, στις μεγαλύτερες πόλεις είχαν εγκατασταθεί ελληνικές φρουρές και στις νεοϊδρυμένες πόλεις (στις Αλεξάνδρειες, στις Σελεύκειες, στις Αντιόχειες…) κυριαρχούσαν οι έλληνες έποικοι. Το ένα με το άλλο αυτά τα κέντρα, με τα θέατρα και τα γυμνάσια, με τις βιβλιοθήκες και τα άλλα τους πνευματικά ιδρύματα, συνθέταν ένα δίχτυ γλωσσικού και πολιτισμικού Ελληνισμού που δικαιώνει το χαρακτηρισμό της εποχής ως Ελληνιστικής.
Εξαιρετικά σημαντικές ήταν την ίδια εποχή οι ελληνικές γλωσσικές και πολιτισμικές επιδράσεις στους Ρωμαίους, που από το 210 π.Χ. εξουσίαζαν τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, από το 146 π.Χ. και την Ελλάδα. Τους αλεξανδρινούς ποιητές και πεζογράφους γνώρισαν πρώτους, θαύμασαν και μιμήθηκαν οι Ρωμαίοι· στην Ελληνιστική εποχή συντελέστηκε αυτό που εύστοχα διατύπωσε ο Οράτιος, όταν έγραψε (Επιστολή 2.1.153-4) ότι
κατακτημένη η Ελλάδα κατάκτησε τον άγριο νικητή
και στο αγροτικό Λάτιο έφερε τις τέχνες.
----------------
209 Το ίδιο πρέπει να πούμε και για τη ρητορεία, όπου ο Δείναρχος έδρασε στην Αθήνα ως τελευταίος εκπρόσωπος της μεγάλης σειράς των αττικών ρητόρων.
210 Με διαφορετική διατύπωση μπορούμε να πούμε ότι έχοντας χάσει την πολιτική τους ελευθερία οι άνθρωποι αναζητούσαν καθένας την εσωτερική του ελευθερία (από τον φόβο, τη φιλοδοξία, τα πάθη κλπ.), που κανείς να μη μπορεί να τους τη στερήσει.
211 βλ. Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι.