435 «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια,
θάρσει· μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ οὐδ᾽ ἔσσεται οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Τηλεμάχῳ σῷ υἱέϊ χεῖρας ἐποίσει
ζώοντός γ᾽ ἐμέθεν καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο.
440 ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται·
αἶψά οἱ αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρὶ
ἡμετέρῳ, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς
πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.
445 τῷ μοι Τηλέμαχος πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν
ἀνδρῶν, οὐδέ τί μιν θάνατον τρομέεσθαι ἄνωγα
ἔκ γε μνηστήρων· θεόθεν δ᾽ οὐκ ἔστ᾽ ἀλέασθαι.»
Ὣς φάτο θαρσύνων, τῷ δ᾽ ἤρτυεν αὐτὸς ὄλεθρον.
ἡ μὲν ἄρ᾽ εἰσαναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
450 κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Ἑσπέριος δ᾽ Ὀδυσῆϊ καὶ υἱέϊ δῖος ὑφορβὸς
ἤλυθεν· οἱ δ᾽ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὁπλίζοντο,
σῦν ἱερεύσαντες ἐνιαύσιον. αὐτὰρ Ἀθήνη
455 ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα,
λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ, μή ἑ συβώτης
γνοίη ἐσάντα ἰδὼν καὶ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ
ἔλθοι ἀπαγγέλλων μηδὲ φρεσὶν εἰρύσσαιτο.
460 Τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
ἦ ῥ᾽ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν
ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾽ αὖθ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
465 «οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
ἄστυ καταβλώσκοντα· τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει
ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾽ ἀπονέεσθαι.
ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς,
κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
470 ἄλλο δέ τοι τό γε οἶδα· τὸ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν.
ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν,
ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν
ἐς λιμέν᾽ ἡμέτερον· πολλοὶ δ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ,
βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι·
475 καί σφεας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι, οὐδέ τι οἶδα.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο
ἐς πατέρ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾽ ὑφορβόν.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
480 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
θάρσει· μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ οὐδ᾽ ἔσσεται οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Τηλεμάχῳ σῷ υἱέϊ χεῖρας ἐποίσει
ζώοντός γ᾽ ἐμέθεν καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο.
440 ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται·
αἶψά οἱ αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρὶ
ἡμετέρῳ, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς
πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.
445 τῷ μοι Τηλέμαχος πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν
ἀνδρῶν, οὐδέ τί μιν θάνατον τρομέεσθαι ἄνωγα
ἔκ γε μνηστήρων· θεόθεν δ᾽ οὐκ ἔστ᾽ ἀλέασθαι.»
Ὣς φάτο θαρσύνων, τῷ δ᾽ ἤρτυεν αὐτὸς ὄλεθρον.
ἡ μὲν ἄρ᾽ εἰσαναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
450 κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Ἑσπέριος δ᾽ Ὀδυσῆϊ καὶ υἱέϊ δῖος ὑφορβὸς
ἤλυθεν· οἱ δ᾽ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὁπλίζοντο,
σῦν ἱερεύσαντες ἐνιαύσιον. αὐτὰρ Ἀθήνη
455 ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα,
λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ, μή ἑ συβώτης
γνοίη ἐσάντα ἰδὼν καὶ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ
ἔλθοι ἀπαγγέλλων μηδὲ φρεσὶν εἰρύσσαιτο.
460 Τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
ἦ ῥ᾽ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν
ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾽ αὖθ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
465 «οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι
ἄστυ καταβλώσκοντα· τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει
ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾽ ἀπονέεσθαι.
ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς,
κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
470 ἄλλο δέ τοι τό γε οἶδα· τὸ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν.
ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν,
ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν
ἐς λιμέν᾽ ἡμέτερον· πολλοὶ δ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ,
βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι·
475 καί σφεας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι, οὐδέ τι οἶδα.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο
ἐς πατέρ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾽ ὑφορβόν.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
480 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
***
Πετάχτηκε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, να της απαντήσει:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, θάρρος·
μη βασανίζεις το μυαλό σου εσύ με τέτοια. Ακόμη δεν γεννήθηκε
αυτός ο άντρας, μήτε θα γεννηθεί, δεν γίνεται, που θα τολμήσει
ν᾽ απλώσει χέρι στον Τηλέμαχο, τον γιο σου — όσο ακόμη
εγώ θα ζω, όσο θα βλέπουν φως τα μάτια μου σ᾽ αυτή τη γη.
440 Ό,τι θα πω, πες το συντελεσμένο· αυτοστιγμεί
θα τρέξει μαύρο το αίμα του, να βάψει ολόγυρα το δόρυ μου.
Γιατί κι ο φημισμένος πορθητής πολλές φορές στα γόνατά του
με κανάκεψε — ο Οδυσσέας· στα χέρια μου έβαλε
κρέας ψημένο, στα χείλη μου έφερε να πιω το κόκκινο κρασί.
Γι᾽ αυτό και τον Τηλέμαχο τον έχω από όλους πιο πολύ
μες στην καρδιά μου· λέω πως δεν έχει λόγο τον θάνατό του να φοβάται —
σίγουρα όχι απ᾽ τους μνηστήρες· αν όμως έλθει από θεού,
δεν γίνεται να τον ξεφύγει.»
Με τέτοια λόγια προσπαθούσε να της δώσει θάρρος· μέσα του όμως
ακόμη στριφογύριζε τον όλεθρο.
Κι εκείνη ανέβηκε ψηλά στη φωτεινή της κάμαρη,
450 όπου τον Οδυσσέα θρηνούσε, ταίρι αγαπημένο,
ώσπου στα βλέφαρά της στάλαξε ύπνο γλυκύ,
τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά.
Κόντευε να βραδιάσει πια, όταν ο θείος χοιροβοσκός έφτασε πάλι
στον Οδυσσέα και στον γιο του. Στον τόπο αυτοί
το δείπνο ετοίμαζαν, ένα χρονιάρη χοίρο σφάζοντας. Αλλά κι η Αθηνά
πλάι στον Οδυσσέα στάθηκε, γιο του Λαέρτη,
τον κτύπησε με το ραβδί της και γέρο τον ξανάκαμε,
στο σώμα του φορώντας πάλι κουρελιασμένα ρούχα· μήπως ο Εύμαιος
τον δει και τον αναγνωρίσει, τρέξει να πει το νέο
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, και δεν κρατήσει κρυφό το μυστικό.
460 Τον πρόλαβε ο Τηλέμαχος, που πρώτος είπε στον χοιροβοσκό:
«Εύμαιε θείε, καλωσόρισες. Ποια φήμη τάχα κυκλοφορεί τώρα στην πόλη;
βρίσκονται κιόλας οι περήφανοι μνηστήρες στο παλάτι;
έχουν εγκαταλείψει το καρτέρι; ακόμη περιμένουν να γυρίσω πίσω;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Όχι, δεν μ᾽ έμελε, στην πόλη κατεβαίνοντας, ρωτώντας
τον έναν και τον άλλο, να μάθω κάτι· βιαζόμουν το ταχύτερο
να πω το μήνυμά σου και να γυρίσω εδώ.
Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος,
δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
470 Γνωρίζω ωστόσο κάτι, το είδα με τα μάτια μου·
καθώς στον ερχομό μου βάδιζα πάνω απ᾽ την πόλη, εκεί στον λόφο του Ερμή,
πήρε το μάτι μου το γρήγορο καράβι να μπαίνει στο λιμάνι μας.
Φαινόταν πάνω του το πλήρωμα, άντρες πολλοί, και μέσα
ασπίδες, δόρατα με τις αιχμές στριφτές —
φαντάστηκα πως είναι αυτοί, όμως δεν είμαι σίγουρος.»
Έτσι του μίλησε, και χαμογέλασε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γυρίζοντας το βλέμμα στον πατέρα του, να μην τον δει ο Εύμαιος.
Τότε τελειώνοντας τις άλλες τους δουλειές, το δείπνο ετοίμασαν,
κάθησαν στο τραπέζι, και δεν τους έλειψε το δίκαιο μερτικό.
480 Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,
θυμήθηκαν το στρώμα τους, όπου τους συνεπήρε ο ύπνος με τα δώρα του.
Πετάχτηκε ο Ευρύμαχος, γιος του Πολύβου, να της απαντήσει:
«Του Ικαρίου κόρη, φρόνιμη Πηνελόπη, θάρρος·
μη βασανίζεις το μυαλό σου εσύ με τέτοια. Ακόμη δεν γεννήθηκε
αυτός ο άντρας, μήτε θα γεννηθεί, δεν γίνεται, που θα τολμήσει
ν᾽ απλώσει χέρι στον Τηλέμαχο, τον γιο σου — όσο ακόμη
εγώ θα ζω, όσο θα βλέπουν φως τα μάτια μου σ᾽ αυτή τη γη.
440 Ό,τι θα πω, πες το συντελεσμένο· αυτοστιγμεί
θα τρέξει μαύρο το αίμα του, να βάψει ολόγυρα το δόρυ μου.
Γιατί κι ο φημισμένος πορθητής πολλές φορές στα γόνατά του
με κανάκεψε — ο Οδυσσέας· στα χέρια μου έβαλε
κρέας ψημένο, στα χείλη μου έφερε να πιω το κόκκινο κρασί.
Γι᾽ αυτό και τον Τηλέμαχο τον έχω από όλους πιο πολύ
μες στην καρδιά μου· λέω πως δεν έχει λόγο τον θάνατό του να φοβάται —
σίγουρα όχι απ᾽ τους μνηστήρες· αν όμως έλθει από θεού,
δεν γίνεται να τον ξεφύγει.»
Με τέτοια λόγια προσπαθούσε να της δώσει θάρρος· μέσα του όμως
ακόμη στριφογύριζε τον όλεθρο.
Κι εκείνη ανέβηκε ψηλά στη φωτεινή της κάμαρη,
450 όπου τον Οδυσσέα θρηνούσε, ταίρι αγαπημένο,
ώσπου στα βλέφαρά της στάλαξε ύπνο γλυκύ,
τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά.
Κόντευε να βραδιάσει πια, όταν ο θείος χοιροβοσκός έφτασε πάλι
στον Οδυσσέα και στον γιο του. Στον τόπο αυτοί
το δείπνο ετοίμαζαν, ένα χρονιάρη χοίρο σφάζοντας. Αλλά κι η Αθηνά
πλάι στον Οδυσσέα στάθηκε, γιο του Λαέρτη,
τον κτύπησε με το ραβδί της και γέρο τον ξανάκαμε,
στο σώμα του φορώντας πάλι κουρελιασμένα ρούχα· μήπως ο Εύμαιος
τον δει και τον αναγνωρίσει, τρέξει να πει το νέο
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, και δεν κρατήσει κρυφό το μυστικό.
460 Τον πρόλαβε ο Τηλέμαχος, που πρώτος είπε στον χοιροβοσκό:
«Εύμαιε θείε, καλωσόρισες. Ποια φήμη τάχα κυκλοφορεί τώρα στην πόλη;
βρίσκονται κιόλας οι περήφανοι μνηστήρες στο παλάτι;
έχουν εγκαταλείψει το καρτέρι; ακόμη περιμένουν να γυρίσω πίσω;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Όχι, δεν μ᾽ έμελε, στην πόλη κατεβαίνοντας, ρωτώντας
τον έναν και τον άλλο, να μάθω κάτι· βιαζόμουν το ταχύτερο
να πω το μήνυμά σου και να γυρίσω εδώ.
Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος,
δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
470 Γνωρίζω ωστόσο κάτι, το είδα με τα μάτια μου·
καθώς στον ερχομό μου βάδιζα πάνω απ᾽ την πόλη, εκεί στον λόφο του Ερμή,
πήρε το μάτι μου το γρήγορο καράβι να μπαίνει στο λιμάνι μας.
Φαινόταν πάνω του το πλήρωμα, άντρες πολλοί, και μέσα
ασπίδες, δόρατα με τις αιχμές στριφτές —
φαντάστηκα πως είναι αυτοί, όμως δεν είμαι σίγουρος.»
Έτσι του μίλησε, και χαμογέλασε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γυρίζοντας το βλέμμα στον πατέρα του, να μην τον δει ο Εύμαιος.
Τότε τελειώνοντας τις άλλες τους δουλειές, το δείπνο ετοίμασαν,
κάθησαν στο τραπέζι, και δεν τους έλειψε το δίκαιο μερτικό.
480 Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,
θυμήθηκαν το στρώμα τους, όπου τους συνεπήρε ο ύπνος με τα δώρα του.