ΗΛ. οὐκ ἄξι᾽ ἀνδρός, ὦ γέρον, σοφοῦ λέγεις,
525 εἰ κρυπτὸν ἐς γῆν τήνδ᾽ ἂν Αἰγίσθου φόβωι
δοκεῖς ἀδελφὸν τὸν ἐμὸν εὐθαρσῆ μολεῖν.
ἔπειτα χαίτης πῶς συνοίσεται πλόκος,
ὁ μὲν παλαίστραις ἀνδρὸς εὐγενοῦς τραφείς,
ὁ δὲ κτενισμοῖς θῆλυς; ἀλλ᾽ ἀμήχανον.
530 πολλοῖς δ᾽ ἂν εὕροις βοστρύχους ὁμοπτέρους
καὶ μὴ γεγῶσιν αἵματος ταὐτοῦ, γέρον.
ΠΡ. σὺ δ᾽ εἰς ἴχνος βᾶσ᾽ ἀρβύλης σκέψαι βάσιν
εἰ σύμμετρος σῶι ποδὶ γενήσεται, τέκνον.
ΗΛ. πῶς δ᾽ ἂν γένοιτ᾽ ἂν ἐν κραταιλέωι πέδωι
535 γαίας ποδῶν ἔκμακτρον; εἰ δ᾽ ἔστιν τόδε,
δυοῖν ἀδελφοῖν ποὺς ἂν οὐ γένοιτ᾽ ἴσος
ἀνδρός τε καὶ γυναικός, ἀλλ᾽ ἅρσην κρατεῖ.
ΠΡ. οὐκ ἔστιν, εἰ καὶ γῆν κασίγνητος μολὼν
‹ . . . ›
κερκίδος ὅτωι γνοίης ἂν ἐξύφασμα σῆς,
540 ἐν ὧι ποτ᾽ αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν;
ΗΛ. οὐκ οἶσθ᾽, Ὀρέστης ἡνίκ᾽ ἐκπίπτει χθονός,
νέαν μ᾽ ἔτ᾽ οὖσαν; εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους,
πῶς ἂν τότ᾽ ὢν παῖς ταὐτὰ νῦν ἔχοι φάρη,
εἰ μὴ ξυναύξοινθ᾽ οἱ πέπλοι τῶι σώματι;
545 ἀλλ᾽ ἤ τις αὐτοῦ τάφον ἐποικτίρας ξένος
†ἐκείρατ᾽ ἢ τῆσδε σκοποὺς λαβὼν χθονός†.
ΠΡ. οἱ δὲ ξένοι ποῦ; βούλομαι γὰρ εἰσιδὼν
αὐτοὺς ἐρέσθαι σοῦ κασιγνήτου πέρι.
ΗΛ. οἵδ᾽ ἐκ δόμων βαίνουσι λαιψηρῶι ποδί.
550 ΠΡ. ἀλλ᾽ εὐγενεῖς μέν, ἐν δὲ κιβδήλωι τόδε·
πολλοὶ γὰρ ὄντες εὐγενεῖς εἰσιν κακοί.
ὅμως δὲ χαίρειν τοὺς ξένους προσεννέπω.
ΟΡ. χαῖρ᾽, ὦ γεραιέ. τοῦ ποτ᾽, Ἠλέκτρα, τόδε
παλαιὸν ἀνδρὸς λείψανον φίλων κυρεῖ;
555 ΗΛ. οὗτος τὸν ἁμὸν πατέρ᾽ ἔθρεψεν, ὦ ξένε.
ΟΡ. τί φήις; ὅδ᾽ ὃς σὸν ἐξέκλεψε σύγγονον;
ΗΛ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας κεῖνον, εἴπερ ἔστ᾽ ἔτι.
ΟΡ. ἔα·
τί μ᾽ ἐσδέδορκεν ὥσπερ ἀργύρου σκοπῶν
λαμπρὸν χαρακτῆρ᾽; ἦ προσεικάζει μέ τωι;
560 ΗΛ. ἴσως Ὀρέστου σ᾽ ἥλιχ᾽ ἥδεται βλέπων.
ΟΡ. φίλου γε φωτός. τί δὲ κυκλεῖ πέριξ πόδα;
ΗΛ. καὐτὴ τόδ᾽ εἰσορῶσα θαυμάζω, ξένε.
***
ΗΛΕ. Γέροντα, δεν μιλάς σωστά, αν νομίζεις
πως απ᾽ τον φόβο του Αίγισθου θα ᾽ρχόταν
ο αντρειωμένος μου αδερφός κρυφά στη χώρα.
Έπειτα πώς να μοιάζουν τα βοστρύχια
παλικαριού καλής γενιάς το ένα
που το ᾽θρεψε η παλαίστρα, και το άλλο
παρθένας απ᾽ το χτένισμα απαλό;
Αδύνατο. Μαλλιά με το ίδιο χρώμα,
530 γέροντα, θα βρεις σε πολλούς, μα δίχως
να ᾽χουν το ίδιο αίμα μες στις φλέβες.
ΓΕΡ. Πήγαινε τότε, κόρη μου, και κοίτα
τα χνάρια του αν στο πόδι σου ταιριάζουν.
ΗΛΕ. Πώς είναι δυνατό ν᾽ αφήσουν χνάρια
πατημασιές σε βραχοτόπι; Ωστόσο
κι αν γίνει αυτό, και πάλι ίσα δεν είναι
τα πόδια δυο αδερφιών, γυναίκας κι άντρα·
του άντρα θα ᾽ναι πάντα πιο μεγάλα.
ΓΕΡ. Αν γύριζ᾽ ο αδερφός σου, δεν υπάρχει
…
κάτι απ᾽ τα ρούχα του ν᾽ αναγνωρίσεις,
που εσύ τα ᾽χες υφάνει, όταν τον πήρα
540 κρυφά, για να γλιτώσει τον χαμό του;
ΗΛΕ. Δεν ξέρεις πως σαν έφυγεν ο Ορέστης
από τη χώρα, ήμουν παιδούλα ακόμη;
Μα κι αν εγώ τα πέπλα τού ᾽χα φτιάξει,
πώς τώρα θα φοράει τα ίδια ρούχα
μ᾽ εκείνο το παιδάκι; Εκτός κι αν έτσι
κορμί και ρούχα αντάμα μεγαλώνουν.
Λυπήθηκε τον τάφο κάποιος ξένος
κι έχει προσφέρει τα μαλλιά του ή κάποιος
ντόπιος, που πήρε τους φρουρούς βοηθούς του.
ΓΕΡ. Πού είναι οι ξένοι; Θέλω να τους δω,
να τους ρωτήσω για τον αδερφό σου.
(Ο Ορέστης και ο Πυλάδης βγαίνουν από το καλύβι.)
ΗΛΕ. Νά τοι που βγαίνουν κιόλας απ᾽ το σπίτι.
ΓΕΡ. Καλή δείχνουν γενιά, μα μπορεί τούτο
550 και να μην είναι αλήθεια· ο χαρακτήρας
σε πολλούς είναι φαύλος, κι ας κρατούνε
από γενιές αρχοντικές. Ωστόσο
εσάς τους ξένους σάς καλωσορίζω.
ΟΡΕ. Κι εσύ, γέροντα, χαίρε. Ηλέκτρα, πες μου
σε ποιόν από τους φίλους σου ν᾽ ανήκει
τ᾽ απομεινάρι αυτό του ανθρώπου;
ΗΛΕ. Αυτός έθρεψε, ω! ξένε, τον γονιό μου.
ΟΡΕ. Τί λες; Αυτός φυγάδεψε τον αδερφό σου;
ΗΛΕ. Αυτός τον γλίτωσε, αν ακόμα ζει.
ΟΡΕ. Καλά.
Γιατί με τέτοιο βλέμμα με κοιτάζει,
λες και λαμπρό σημάδι ξεχωρίζει
σε νόμισμα ασημένιο; Ή με παίρνει
για κάποιον άλλο που του μοιάζω;
560 ΗΛΕ. Ίσως να χαίρεται που του Ορέστη έχεις τα χρόνια.
ΟΡΕ. Με κάποιον που αγαπά· γιατί με τριγυρίζει;
ΗΛΕ. Ξένε, κι εγώ απορώ καθώς τον βλέπω.
525 εἰ κρυπτὸν ἐς γῆν τήνδ᾽ ἂν Αἰγίσθου φόβωι
δοκεῖς ἀδελφὸν τὸν ἐμὸν εὐθαρσῆ μολεῖν.
ἔπειτα χαίτης πῶς συνοίσεται πλόκος,
ὁ μὲν παλαίστραις ἀνδρὸς εὐγενοῦς τραφείς,
ὁ δὲ κτενισμοῖς θῆλυς; ἀλλ᾽ ἀμήχανον.
530 πολλοῖς δ᾽ ἂν εὕροις βοστρύχους ὁμοπτέρους
καὶ μὴ γεγῶσιν αἵματος ταὐτοῦ, γέρον.
ΠΡ. σὺ δ᾽ εἰς ἴχνος βᾶσ᾽ ἀρβύλης σκέψαι βάσιν
εἰ σύμμετρος σῶι ποδὶ γενήσεται, τέκνον.
ΗΛ. πῶς δ᾽ ἂν γένοιτ᾽ ἂν ἐν κραταιλέωι πέδωι
535 γαίας ποδῶν ἔκμακτρον; εἰ δ᾽ ἔστιν τόδε,
δυοῖν ἀδελφοῖν ποὺς ἂν οὐ γένοιτ᾽ ἴσος
ἀνδρός τε καὶ γυναικός, ἀλλ᾽ ἅρσην κρατεῖ.
ΠΡ. οὐκ ἔστιν, εἰ καὶ γῆν κασίγνητος μολὼν
‹ . . . ›
κερκίδος ὅτωι γνοίης ἂν ἐξύφασμα σῆς,
540 ἐν ὧι ποτ᾽ αὐτὸν ἐξέκλεψα μὴ θανεῖν;
ΗΛ. οὐκ οἶσθ᾽, Ὀρέστης ἡνίκ᾽ ἐκπίπτει χθονός,
νέαν μ᾽ ἔτ᾽ οὖσαν; εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους,
πῶς ἂν τότ᾽ ὢν παῖς ταὐτὰ νῦν ἔχοι φάρη,
εἰ μὴ ξυναύξοινθ᾽ οἱ πέπλοι τῶι σώματι;
545 ἀλλ᾽ ἤ τις αὐτοῦ τάφον ἐποικτίρας ξένος
†ἐκείρατ᾽ ἢ τῆσδε σκοποὺς λαβὼν χθονός†.
ΠΡ. οἱ δὲ ξένοι ποῦ; βούλομαι γὰρ εἰσιδὼν
αὐτοὺς ἐρέσθαι σοῦ κασιγνήτου πέρι.
ΗΛ. οἵδ᾽ ἐκ δόμων βαίνουσι λαιψηρῶι ποδί.
550 ΠΡ. ἀλλ᾽ εὐγενεῖς μέν, ἐν δὲ κιβδήλωι τόδε·
πολλοὶ γὰρ ὄντες εὐγενεῖς εἰσιν κακοί.
ὅμως δὲ χαίρειν τοὺς ξένους προσεννέπω.
ΟΡ. χαῖρ᾽, ὦ γεραιέ. τοῦ ποτ᾽, Ἠλέκτρα, τόδε
παλαιὸν ἀνδρὸς λείψανον φίλων κυρεῖ;
555 ΗΛ. οὗτος τὸν ἁμὸν πατέρ᾽ ἔθρεψεν, ὦ ξένε.
ΟΡ. τί φήις; ὅδ᾽ ὃς σὸν ἐξέκλεψε σύγγονον;
ΗΛ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας κεῖνον, εἴπερ ἔστ᾽ ἔτι.
ΟΡ. ἔα·
τί μ᾽ ἐσδέδορκεν ὥσπερ ἀργύρου σκοπῶν
λαμπρὸν χαρακτῆρ᾽; ἦ προσεικάζει μέ τωι;
560 ΗΛ. ἴσως Ὀρέστου σ᾽ ἥλιχ᾽ ἥδεται βλέπων.
ΟΡ. φίλου γε φωτός. τί δὲ κυκλεῖ πέριξ πόδα;
ΗΛ. καὐτὴ τόδ᾽ εἰσορῶσα θαυμάζω, ξένε.
***
ΗΛΕ. Γέροντα, δεν μιλάς σωστά, αν νομίζεις
πως απ᾽ τον φόβο του Αίγισθου θα ᾽ρχόταν
ο αντρειωμένος μου αδερφός κρυφά στη χώρα.
Έπειτα πώς να μοιάζουν τα βοστρύχια
παλικαριού καλής γενιάς το ένα
που το ᾽θρεψε η παλαίστρα, και το άλλο
παρθένας απ᾽ το χτένισμα απαλό;
Αδύνατο. Μαλλιά με το ίδιο χρώμα,
530 γέροντα, θα βρεις σε πολλούς, μα δίχως
να ᾽χουν το ίδιο αίμα μες στις φλέβες.
ΓΕΡ. Πήγαινε τότε, κόρη μου, και κοίτα
τα χνάρια του αν στο πόδι σου ταιριάζουν.
ΗΛΕ. Πώς είναι δυνατό ν᾽ αφήσουν χνάρια
πατημασιές σε βραχοτόπι; Ωστόσο
κι αν γίνει αυτό, και πάλι ίσα δεν είναι
τα πόδια δυο αδερφιών, γυναίκας κι άντρα·
του άντρα θα ᾽ναι πάντα πιο μεγάλα.
ΓΕΡ. Αν γύριζ᾽ ο αδερφός σου, δεν υπάρχει
…
κάτι απ᾽ τα ρούχα του ν᾽ αναγνωρίσεις,
που εσύ τα ᾽χες υφάνει, όταν τον πήρα
540 κρυφά, για να γλιτώσει τον χαμό του;
ΗΛΕ. Δεν ξέρεις πως σαν έφυγεν ο Ορέστης
από τη χώρα, ήμουν παιδούλα ακόμη;
Μα κι αν εγώ τα πέπλα τού ᾽χα φτιάξει,
πώς τώρα θα φοράει τα ίδια ρούχα
μ᾽ εκείνο το παιδάκι; Εκτός κι αν έτσι
κορμί και ρούχα αντάμα μεγαλώνουν.
Λυπήθηκε τον τάφο κάποιος ξένος
κι έχει προσφέρει τα μαλλιά του ή κάποιος
ντόπιος, που πήρε τους φρουρούς βοηθούς του.
ΓΕΡ. Πού είναι οι ξένοι; Θέλω να τους δω,
να τους ρωτήσω για τον αδερφό σου.
(Ο Ορέστης και ο Πυλάδης βγαίνουν από το καλύβι.)
ΗΛΕ. Νά τοι που βγαίνουν κιόλας απ᾽ το σπίτι.
ΓΕΡ. Καλή δείχνουν γενιά, μα μπορεί τούτο
550 και να μην είναι αλήθεια· ο χαρακτήρας
σε πολλούς είναι φαύλος, κι ας κρατούνε
από γενιές αρχοντικές. Ωστόσο
εσάς τους ξένους σάς καλωσορίζω.
ΟΡΕ. Κι εσύ, γέροντα, χαίρε. Ηλέκτρα, πες μου
σε ποιόν από τους φίλους σου ν᾽ ανήκει
τ᾽ απομεινάρι αυτό του ανθρώπου;
ΗΛΕ. Αυτός έθρεψε, ω! ξένε, τον γονιό μου.
ΟΡΕ. Τί λες; Αυτός φυγάδεψε τον αδερφό σου;
ΗΛΕ. Αυτός τον γλίτωσε, αν ακόμα ζει.
ΟΡΕ. Καλά.
Γιατί με τέτοιο βλέμμα με κοιτάζει,
λες και λαμπρό σημάδι ξεχωρίζει
σε νόμισμα ασημένιο; Ή με παίρνει
για κάποιον άλλο που του μοιάζω;
560 ΗΛΕ. Ίσως να χαίρεται που του Ορέστη έχεις τα χρόνια.
ΟΡΕ. Με κάποιον που αγαπά· γιατί με τριγυρίζει;
ΗΛΕ. Ξένε, κι εγώ απορώ καθώς τον βλέπω.