ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ
(αστερισμός)
Καταγωγή
Ο Ασκληπιός είναι ο καρπός του έρωτα του θεού Απόλλωνα και μιας θνητής, το όνομα της οποίας ποικίλλει ανάλογα με τις τοπικές παραδόσεις.
Η εκδοχή του Πινδάρου
Ο Πίνδαρος, στον Πυθιόνικο* για τον Ιέρωνα τον Συρακόσιο, παραδίδει την ιστορία της γέννησης του Ασκληπιού, καρπό του έρωτα του θεού της μαντικής για την Κορωνίδα, κόρη του Θεσσαλού βασιλιά Φλεγύα. Εκείνη, τον καιρό που περίμενε το παιδί της και ενάντια στη βούληση του πατέρα της που ήθελε άλλο γάμο, δόθηκε στον Ίσχη, γιο του Έλατου και αδελφό του Καινέα. Και ο Απόλλωνας την κουρούνα που του έφερε την είδηση (άλλοι λένε ότι η τέχνη του του αποκάλυψε την αλήθεια) την καταράστηκε και από άσπρη που ήταν την έκανε μαύρη. Όσο για την Κορωνίδα, τη σκότωσε για την απιστία της. Αλλά όπως ο Δίας δεν μπορούσε να αφήσει τον γιο του Διόνυσο να καεί μαζί με τη μητέρα του Σεμέλη και τράβηξε το παιδί από τα σπλάχνα της, το ίδιο και ο Απόλλωνας, άρπαξε το μωρό από την κοιλιά της μάνας του, την ώρα που το σώμα της Κορωνίδας καιγόταν στη νεκρική πυρά**.
Παραλλαγή στην εκδοχή του Πινδάρου θέλει την Άρτεμη να σκοτώνει την Κορωνίδα για την ύβρη που διέπραξε η θνητή απέναντι στον θεϊκό αδελφό της και τον Ερμή να σώζει το παιδί από την πυρά (Παυσ. 2.26.4).
Η εκδοχή της Επιδαύρου
Για να εξηγηθεί η έντονη παρουσία του Ασκληπιού στην Επίδαυρο της Πελοποννήσου, ο καταγωγικός μύθος του ήρωα και θεού της ιατρικής τροποποιήθηκε ελαφρά. Ο παππούς του Φλεγύας ήταν πολεμοχαρής ληστής που ήρθε στην Πελοπόννησο υποτίθεται για να την επισκεφθεί και να τη θαυμάσει, στην πραγματικότητα όμως για να διαπιστώσει το μάχιμο των κατοίκων και πόσοι ήταν, ώστε να καταστρώσει το σχέδιό του για να την καταλάβει. Τον συνόδευε η κόρη του που δεν του είχε αποκαλύψει την εγκυμοσύνη της από τον Απόλλωνα. Με το που έφτασαν στη γη των Επιδαυρίων, η Κορωνίδα γέννησε, στους πρόποδες του βουνού που τότε ονομαζόταν Μύρτιο, Τίτθιο στην εποχή του Παυσανία. Το παιδί που γέννησε το άφησε εκτεθειμένο στο βουνό. Κι εκείνο επιβίωσε χάρη σε μια κατσίκα που το θήλασε και σε ένα σκύλο που το προστάτευε από άλλα ζώα. Ο κύρης των δυο ζώων, ο βοσκός Αρέσθανας, βγήκε σε αναζήτηση της χαμένης κατσίκας -γιατί βρήκε τα ζώα του λειψά στο μέτρημα. Μαζί με την κατσίκα του βρήκε και το εκτεθειμένο παιδί που θέλησε να το πάρει για να το μεγαλώσει. Όμως μόλις πλησίασε, το παιδί περιβλήθηκε από τη λάμψη μιας αστραπής. Αυτό προκάλεσε τρόμο στον βοσκό, τόσο που άφησε το παιδί μόνο του στην προστασία του μυστηρίου που το περιέβαλλε.
Η Μεσσηνιακή εκδοχή
Μητέρα του Ασκληπιού είναι η Αρσινόη, κόρη του Λεύκιππου και αδελφή της Ιλάειρας και της Φοίβης που τις άρπαξαν οι Διόσκουροι. Την εκδοχή αυτή τη θεωρεί πλαστή ο Παυσανίας, πόσο μάλλον που τα επιφανέστερα Ασκληπιεία ήταν υπό τον έλεγχο της Επιδαύρου (2.26.7-8). Πάντως, μυθογράφοι, στην προσπάθεια να συνενώσουν τις παραδόσεις, βεβαίωναν πως το παιδί ήταν της Αρσινόης αλλά το ανέθρεψε η Κορωνίδα.
Ο Ασκληπιός γιατρός
Όπως και άλλα μυθολογικά παιδιά, έτσι και τον Ασκληπιό ο πατέρας του Απόλλωνας τον εμπιστεύτηκε στον Κένταυρο Χείρωνα,
ο οποίος τον ανέθρεψε και του δίδαξε την ιατρική και την τέχνη του κυνηγού. Έγινε μάλιστα χειρουργός και ασκώντας την τέχνη του για πολύ καιρό όχι μόνο εμπόδιζε κάποιους να πεθάνουν αλλά ανάσταινε και τους νεκρούς· γιατί πήρε από την Αθηνά το αίμα που έτρεξε από τις φλέβες της Γοργόνας, και το αίμα που είχε χυθεί από τα αριστερά το χρησιμοποιούσε για την καταστροφή των ανθρώπων [ήταν δηλητήριο], ενώ αυτό που είχε τρέξει από τις δεξιές φλέβες για τη σωτηρία τους [ήταν ευεργετικό], και με αυτό ανάσταινε τους νεκρούς. (Απολλόδωρος 3.10.3)
Μάλιστα ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι είχε ανακαλύψει μαρτυρίες για αυτούς που ανέστησε ο Ασκληπιός:
τον Καπανέα και τον Λυκούργο, όπως λέει ο Στησίχορος <στην> Εριφύλη, τον Ιππόλυτο, όπως λέει ο συγγραφέας των Ναυπακτικών, τον Τυνδάρεω, όπως λέει ο Πανύασσις, τον Υμέναιο, όπως λένε οι Ορφικοί, τον Γλαύκο, τον γιο του Μίνωα, όπως αναφέρει ο Μελησαγόρας. [ό.π.]
Στη διάρκεια της μαθητείας του κοντά στον Χείρωνα, έμαθε από τη μάντισσα κόρη του Κένταυρου Ωκυρρόη και τη μυστική ιστορία των θεών.
Θάνατος και απαθανάτιση
Ο θάνατος του Ασκληπιού προήλθε είτε από τον Δία είτε από τον Πλούτωνα κι αυτό γιατί διαταρασσόταν η κοσμική ισορροπία, καθώς παρατεινόταν η ζωή των θνητών με τις διάφορες θεραπείες, μέχρι και την επιδίωξη της αθανασίας που ήταν προνόμιο των θεών, ή γιατί ο Πλούτωνας είδε τον πληθυσμό της χώρας κυριαρχίας του να μειώνεται. Τον θάνατό του εκδικήθηκε ο Απόλλωνας σκοτώνοντας τους Κύκλωπες που είχαν ευεργετήσει τον Δία· με τη σειρά του ο Απόλλωνας τιμωρήθηκε από τον Δία για τον φόνο των αμέτοχων στον θάνατο του Ασκληπιού Κυκλώπων (Απολλόδωρος 3.10.4***).
Ύστερα από τον θάνατό του ο Ασκληπιός μεταμορφώθηκε στον αστερισμό του Οφιούχου****.
Άλλες πληροφορίες
Σύμφωνα με μια παράδοση το όνομά του ήταν αρχικά Ήπιος και αφού θεράπευσε τον τύραννο της Επιδαύρου Άσκλη, που υπέφερε στα μάτια, ονομάστηκε Ασκληπιός, επειδή τὰ ἀσκελῆ (ὃ ἐστι σκληρὰ) τῶν νοσημάτων ἥπια ποιεῖ, τα σκληρά νοσήματα τα μαλακώνει, γιατρεύει δηλαδή τις επίπονες και δύσκολες ασθένειες (Λυκόφρ. Αλεξ. 1054).
Λεγόταν ότι είχε πάρει μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου -είχε μάθει την τέχνη του κυνηγιού από τον Χείρωνα- και στην Αργοναυτική εκστρατεία και ότι τα παιδιά του, οι γιατροί Ποδαλείριος και Μαχάονας, μνηστήρες και αυτοί της Ελένης, συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο. Εξάλλου, κάθε εκστρατεία έχει και τους γιατρούς της και οι ηγεμόνες ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ιατρική τέχνη, ώστε να θεραπεύονται τα τραύματα των πολεμιστών.
Μεταγενέστεροι μύθοι του δίνουν για γυναίκα την Ηπιόνη ή τη Λαμπετία ή την Ξάνθη ή την Αρσινόη ή την Αριστοδάμα και κόρες την Ακεσώ, την Ιασώ, την Πανάκεια, την Αίγλη και την Υγίεια. Και γιους τον Αλεξήνορα, τον Ιανίσκο, τον Άρατο.
Τέλος, ο παραδοξογράφος του 1ου ή 2ου αι. μ..Χ. Ηράκλειτος θεωρεί ότι η ιστορία της κατακεραύνωσης του Ασκληπιού είναι μυθολόγημα που προέκυψε από τον πολύ υψηλό πυρετό από τον οποίο «ψηνόταν» ο Ασκληπιός και από τον οποίο τελικά πέθανε (περί απίστων 26).
Λατρεία
Ο Ασκληπιός τιμήθηκε ως καλός γιατρός και ήρωας και μόνο αργότερα κατατάχθηκε ανάμεσα στους αθανάτους. Λατρεία του και Ασκληπιεία βεβαιώνονται στην
Τρίκκη της Θεσσαλίας, πιθανό τόπο καταγωγής του, ήταν μάλιστα το
ἀρχαιότατον καὶ ἐπιφανέστατον κατά τον γεωγράφο του 1ου αι. π.Χ. Στράβωνα· στην
Κω, στην
Αθήνα, στην
Επίδαυρο (βλ. και
Επίδαυρος). Εκεί η λατρεία του αναδείχθηκε σε σχολή ιατρικής με εφαρμογές από τη μαγεία, με χρήση βοτάνων, με χειρουργικές επεμβάσεις. Η θεραπεία περιλάμβανε καθαρμούς και λουτρά, γι' αυτό και τα περισσότερα Ασκληπιεία ήταν κτισμένα κοντά σε ιαματικές πηγές, ενώ περιβάλλονταν από ιερά άλση, στα οποία δεν επιτρεπόταν να πεθαίνει κανείς ούτε να γεννούν εκεί οι γυναίκες -ό,τι οριζόταν και για το ιερό νησί της Δήλου. Επιπλέον, όσα ζώα θυσιάζονταν καταναλώνονταν στο ιερό.
Σύμβολα του Ασκληπιού ήταν κουκουνάρια από κυπαρίσσια, στεφάνια δάφνης (από τον πατέρα του), μια κατσίκα ή ένας σκύλος (η κατσίκα τον έθρεψε, ο σκύλος τον φύλαξε), φίδια τυλιγμένα γύρω από ένα ραβδί. Ο Παυσανίας μαρτυρεί ότι το άγαλμα του Ασκληπιού στην Επίδαυρο τον παρίστανε να κρατά βακτηρία με φίδι τυλιγμένο γύρω της, ενώ το άλλο του χέρι το είχε πάνω στο κεφάλι του φιδιού· δίπλα στέκεται σκύλος. Αντίστοιχα, ο Ερατοσθένης αναφέρει ότι ως αστερισμός ο Ασκληπιός εμφανίζεται να κρατά φίδια και στα δυο του χέρια. Ο ήρωας/θεός δεν παλεύει με τον όφι αλλά τον κρατά στα χέρια του· σε αυτή την περίπτωση δεν θεωρείται κακοποιός δύναμη αλλά αγαθοποιός. Όπως και το αίμα της Γοργόνας, από τη μια αρτηρία ήταν δηλητηριώδες, από την άλλη ευεργετικό.
Η τέχνη του γιατρού εξασκήθηκε από τους Ασκληπιάδες, τους απογόνους του Ασκληπιού, μια κλειστή συντεχνία ιατρών, με πιο φημισμένο τον Ιπποκράτη, που κρατούσε τα μυστικά της ιατρικής τέχνης όπως άλλες συντεχνίες (π.χ. των σιδεράδων, των αγαλματοποιών κτλ.) τα δικά τους.
Ο Aesculapius των Ρωμαίων
Στον ποταμό Τίβερη υπάρχουν δύο νησιά, η νήσος Τίβερη ή Τιμπερίνα και η νήσος της Αφροδίτης. Το πρώτο νησί μοιάζει με πλοίο και ταυτίζεται με το πλοίο που στάλθηκε από τη Ρώμη στην Αθήνα, για να παραλάβει άγαλμα του θεού που θα έσωζε τη Ρώμη και το Λάτιο από λιμό που ενέσκηψε το 293 π.Χ. Τα θύματα του λιμού ήταν πολλά, οι άνθρωποι είχαν κουραστεί να θάβουν νεκρούς, οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί το κακό έπεφτε στο κενό και οι θεραπευτές έμοιαζαν ανήμποροι. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπεία στους Δελφούς, για να παρακαλέσουν τον θεό να τους βοηθήσει, να τους γιατρέψει από τη μιζέρια τους και να βάλει τέλος στα δεινά της μεγάλης πόλης. Την ώρα του χρησμού έτρεμαν το ιερό, η δάφνη, η φαρέτρα του Απόλλωνα, ενώ από το πιο βαθύ κομμάτι του τρίποδα ακούστηκαν λόγια που προκάλεσαν τρόμο στους αντιπροσώπους· ότι αυτό που ζητούσαν στους Δελφούς θα έπρεπε να το είχαν ζητήσει από τον γιο του, τον θεραπευτή Ασκληπιό, που είχε τη δύναμη να τους βοηθήσει και μπορούσαν να βασιστούν πάνω του. Και ξεπροβόδιζε η φωνή τους Ρωμαίους με τους καλύτερους οιωνούς. Και εκείνοι απέπλευσαν για την Επίδαυρο. Όταν έφτασαν, παρακαλούσαν τους ιερείς για το άγαλμα του Ασκληπιού, και άλλοι από αυτούς δεν είχαν αντίρρηση, άλλοι όμως ήθελαν να κρατήσουν τον θεό τους, τον πλούτο, τη βοήθεια και τη φύλαξη που τους παρείχε. Κυριάρχησε η αμφιβολία, όμως όταν έπεσε η νύχτα, ο Ασκληπιός φάνηκε σε όνειρο μπροστά στους αντιπροσώπους, με όλη του τη λαμπρότητά όπως ακριβώς τον παρίσταναν τα αγάλματά του. Μέσα στο ύπνο τους τους καθησύχασε, τους είπε να μην φοβούνται και ότι θα έλθει και θα αφήσει το άγαλμά του στην πόλη τους. Μόνο τους κάλεσε να παρατηρήσουν καλά το φίδι που εμφανιζόταν τυλιγμένο γύρω από τη ράβδο που κρατούσε, γιατί θα ερχόταν σαν εκείνο το φίδι, μόνο μεγαλύτερο, σαν μια ουράνια παρουσία, φράση που συνδέει την ιστορία αυτή με τη μεταμόρφωσή του στον αστερισμό του Οφιούχου. Και ο Ασκληπιός χάθηκε από μπροστά τους την ώρα που ξημέρωνε και το φως του ήλιου έδιωχνε τα άστρα. Οι ιερείς, σε βαθιά αμφιβολία για τον τόπο διαμονής του θεού τους, προσευχήθηκαν να τους στείλει ένα σημάδι. Και ο θεός εμφανίστηκε σαν φίδι που σύριξε δυνατά και έκανε τα πάντα να τρέμουν, αποχαιρέτησε τους γνώριμους βωμούς του και γλίστρησε από τις μαρμάρινες σκάλες του ναού του στα λουλούδια που είχαν φυτέψει στο άλσος προς τιμή του μέχρι το λιμάνι, όπου περίμενε το πλοίο των Ρωμαίων. Επιβιβάστηκε και το πλοίο έγειρε από το βάρος του θεού. Ανακουφισμένοι οι πρεσβευτές από την έκβαση τέλεσαν θυσία προς τιμή του θεού στην ακρογιαλιά, στεφάνωσαν το πλοίο με λουλούδια και απέπλευσαν. Πέντε μέρες κράτησε το ταξίδι τους, οι άνεμοι ήταν ευνοϊκοί γι' αυτό. Όταν έφτασαν στον Τίβερη, άνθρωποι πολλοί πήγαν να τον προϋπαντήσουν και στους βωμούς και στις δύο πλευρές του ποταμού τελούνταν θυσίες και το αίμα από τα θυσιασμένα ζώα έτρεχε άφθονο. Εκείνος πάλι έψαχνε για τον νέο τόπο του, και τον βρήκε στο νησάκι Τιμπερίνα. Εκεί, ο γιος του Απόλλωνα αποβιβάστηκε, πήρε ξανά την ουράνια μορφή του και έφερε στους ανθρώπους υγεία και τέλος στα δεινά τους. (Οβ., Μετ. 15.626-744)
Όλη αυτή η ιστορία φαίνεται ότι αποτυπώνει τη διάδοση της λατρείας του Ασκληπιού στη Ρώμη.
Οι παρενέργειες του μύθου: Αλέξανδρος (ο ψευδομάντης) και Ασκληπιός
Στο μέσον του δεύτερου μεταχριστιανικού αιώνα, ο Αλέξανδρος, ένας εθνικός προφήτης, που ισχυριζόταν ότι αντλούσε την έμπνευσή του από τον Ασκληπιό, κέρδισε με τη δραστηριότητά του μεγάλη φήμη στην Παφλαγονία, που έφτασε και στη Ρώμη. Προκειμένου να είναι πειστικός ως νέος Ασκληπιός μηχανεύτηκε τέχνασμα, μια ολόκληρη θεατρική παράσταση, ώστε μπροστά σε αφελείς και εύπιστους να συντελεστεί εκ νέου η «γέννηση» του Ασκληπιού με τη μορφή φιδιού, το οποίο πολύ γρήγορα «μεγάλωσε» -είχε ήδη ένα έτοιμο φίδι μεγάλο από την Πέλλα αλλά και ένα πάνινο που είχε κατασκευάσει ο ίδιος.
Πολέμιος των Χριστιανών και των Επικούρειων ο Αλέξανδρος, έκαιγε τα έργα του Επίκουρου και προέτρεπε τους φανατικούς οπαδούς του να λιθοβολούν τους Επικούρειους, κυρίως εκείνους που ξεσκέπαζαν τις απάτες του. Προφήτευεσε για τον εαυτό του ότι θα πέθαινε σε ηλικία εκατόν πενήντα ετών, χτυπημένος από κεραυνό. Πέθανε στα εβδομήντα από γάγγραινα στο πόδι.
Ο Λουκιανός, επικούρειος και ο ίδιος, συγκέντρωσε πληροφορίες και τον επισκέφθηκε προσωπικά. Στο έργο Αλέξανδρος (ή Ψευδομάντης) ξεδιπλώνει με σκωπτική διάθεση τον βίο και την πολιτεία του Αλέξανδρου και ξεσκεπάζει την αγυρτεία των αποκαλούμενων προφητών κι εκπροσώπων θεού επί γης, που εκμεταλλεύονταν την αμάθεια, την πίστη και την δεισιδαιμονία του αμόρφωτου κόσμου. [Αλέξανδρος ή Ψευδομάντης*****]
-----------------------
*Βίος Ασκληπιού κατά Πίνδαρο
Ο Χίρωνας θα ήθελα, το τέκνο της Φιλύρας
-αν πρέπει να πουν τα χείλη μου την ευχή που όλος ο κόσμος λέει-
να ζούσε, του Κρόνου του Ουρανίδη ο πανίσχυρος γόνος
που έχει αποδημήσει,
και να βασίλευε στου Πηλίου τα λαγκάδια το άγριο θεριό
που 'χε για τους θνητούς καρδιά γεμάτη αγάπη.
Αυτός κάποτε ανάθρεψε τον ευγενικό Ασκληπιό,
που 'φερνε απ' τους πόνους ανακούφιση
και δύναμη στο σώμα,
τον ήρωα που γιάτρευε κάθε λογής αρρώστια.
Αυτόν, λοιπόν, η κόρη του Φλεγύα, του άξιου καβαλάρη,
προτού τον φέρει στη ζωή με τη βοήθεια της Ειλείθυιας
που τις μητέρες σκέπει,
από τα χρυσά της Άρτεμης τα βέλη χτυπημένη
από τον κοιτώνα της στου Άδη κατέβη τα παλάτια,
γιατί τέτοιο στάθηκε του Απόλλωνα το σχέδιο·
η οργή των τέκνων του Διός δεν πάει ποτέ χαμένη.
Αυτή τον περιφρόνησε πάνω στην αμυαλιά της
και μ' άλλον άντρα ενώθηκε, κρυφά από τον γονιό της,
αφού πρωτύτερα με τον μακρύμαλλο Φοίβο είχε σμίξει.
Και φέρνοντας στα σπλάχνα της του θεού το αμόλυντο σπέρμα,
δεν εκαρτέρεψε να 'ρθει στο νυφικό τραπέζι
ούτε των υμεναίων την πολύφωνη ιαχή ν' ακούσει
που οι συνομήλικες οι φίλες της παρθένες
προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε.
Αλλά κάποιον που μακριά της ήταν ερωτεύθη-
αυτό το παθαίνουνε πολλοί.
Μες στων ανθρώπων τις γενιές οι πιο ανέμυαλοι είναι
όσοι περιφρονούν τα κοντινά και ρίχνουν τη ματιά τους
στα μακρινά, και μ' ελπίδες κούφιες τ' άπιαστα κυνηγούνε.
Σε τέτοια μεγάλη συφορά έριξε την ωριόπεπλη το πάθος Κορωνίδα.
Ήρθ' ένας ξένος από την Αρκαδία,
κι αυτή πήγε και πλάγιασε μαζί του.
Αλλά δεν ξέφυγε το βλέμμα του θεού· μες στην Πυθώνα
την πλούσια σε θυσίες το 'νιωσε του ναού ο βασιλιάς, ο Λοξίας,
τη γνώμη του στηρίζοντας σε σύμβουλο αλάθευτο,
στον παντογνώστη νου του·
από ψευτιές δεν ξέρει αυτός, και δεν μπορεί κανείς να τον γελάσει,
μήτε θεός μήτε θνητός με λογισμό ή μ' έργα.
Τότε λοιπόν, σαν είδε τον δεσμό μ' έναν ξένο, τον γιο του Έλατου,
τον Ίσχη, και τον αθέμιτο τον δόλο, στέλνει την αδερφή του
που 'βραζε από ακράτητο θυμό στη Λακέρεια
(στης Βοιβηίδας τις απόκρημνες όχτες
ζούσε η κόρη), και τότε γύρισε προς το κακό η τύχη
και την αφάνισε· και γείτονες πολλοί το ίδιο βρήκαν τέλος
και χάθηκαν μαζί της. Γιατί συχνά μες στα βουνά
μια μόνο σπίθα φτάνει να πεταχτεί
κι ολόκληρο το δάσος ν' αφανίσει.
Ωστόσο, όταν οι συγγενείς την κόρη απιθώσαν πάνω
στον ξύλινο σωρό
και λάβρες την εκύκλωσαν οι φλόγες του Ηφαίστου,
τότε ο Απόλλων φώναξε: «Δεν το βαστάει η καρδιά μου
με τέτοιο θάνατο φριχτό ν' αφήσω γόνο να χαθεί δικό μου
μαζί με τη βαριά της μάνας τιμωρία».
Έτσι είπε ο θεός και, κάνοντας ένα μονάχα βήμα,
άρπαξε το παιδί απ' τη νεκρή, δρόμο ανοίγοντας
ανάμεσα στις φλόγες που φουντώναν.
Και, αφού το πήρε, στη Μαγνησία το πήγε
και το παράδωσε στον Κένταυρο για να του μάθει
να γιαίνει των πολύπαθων ανθρώπων τις αρρώστιες.
Κι όσοι έρχονταν κι είχαν πληγές που 'βγαζε το κορμί τους
ή κι απ' αστραφτερό χαλκό τραυματισμένοι
ή από λιθάρι από μακριά ριγμένο
ή με το δέρμα από το θερινό λιοπύρι ρημαγμένο
ή από το ψύχος του χειμώνα, λύτρωνε τον καθένα από τα βάσανά του,
άλλους με ξόρκια μαλακά φροντίζοντάς τους
και σ' άλλους δίνοντας να πιουν πραϋντικά ελιξήρια
ή αλείφοντας με φάρμακα τα μέλη τους ολούθε
κι άλλους με μια τομή τούς έστηνε ορθούς.
Αλλά κι η γνώση ακόμα παρασύρεται από του κέρδους το κυνήγι.
Έτσι κι εκείνον τον ετράβηξε ο γενναίος μισθός,
χρυσάφι που γυαλίζει στην παλάμη,
να φέρει πίσω έναν θνητό απ' τον θάνατο αρπαγμένον.
Τότε ο Κρονίδης σήκωσε το χέρι του ενάντια και στους δύο
κι ακαριαία έκοψε στα στήθια στην πνοή τους,
κι ο φλογισμένος κεραυνός τούς σφράγισε το τέλος.
Ό,τι ταιριάζει στων θνητών τη φύση
πρέπει απ' τους θεούς ν' αποζητούμε,
το τι 'ναι μπρος στα πόδια μας γνωρίζοντας,
τη μοίρα μας ποια είναι μην ξεχνώντας.
Ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή·
ό,τι περνά απ' το χέρι σου εξάντλησέ το.
(Πίνδ. Πυθιονίκαις III - Ἱέρωνι Συρακοσίῳ, στ. 1-62)
**Είναι συνηθισμένο μοτίβο στους μύθους η διάσωση σπουδαίων παιδιών από τη φωτιά αλλά και η προσπάθεια μανάδων να τα απαθανατίσουν «καίγοντάς» τα, όπως για παράδειγμα η Θέτιδα τον Αχιλλέα.
***Ο θάνατος του Ασκληπιού και η εκδίκηση του Απόλλωνα
Ο Δίας επειδή φοβήθηκε μήπως οι άνθρωποι μάθουν από αυτόν την τέχνη της θεραπείας και βοηθούν ο ένας τον άλλον, τον κατακεραύνωσε. Οργισμένος ο Απόλλωνας από το γεγονός, σκότωσε τους Κύκλωπες που κατασκεύασαν τον κεραυνό για χάρη του Δία. Και ο Δίας σχεδίαζε να τον ρίξει στα Τάρταρα, όμως ύστερα από τη θερμή ικεσία της Λητώς τον διατάζει να μπει στη δουλική υπηρεσία κάποιου ανθρώπου για ένα χρόνο. Και αυτός έφτασε στις Φερές, στον Άδμητο, τον γιο του Φέρητα, έγινε υπηρέτης του, βοσκός στα κοπάδια του, και έκανε τις αγελάδες να γεννούν δίδυμα. (Απολλόδωρος 3.10.4)
****Αστερισμός του Οφιούχου
Οὗτός ἐστιν ὁ ἐπὶ Σκορπίου ἑστηκώς, ἔχων ἐν ἀμφοτέραις χερσὶν [τὸν] ὄφιν· λέγεται δὲ εἶναι Ἀσκληπιός, ὃν Ζεὺς χαριζόμενος Ἀπόλλωνι εἰς τὰ ἄστρα ἀνήγαγεν· τούτου τέχνῃ ἰατρικῇ χρωμένου, ὡς καὶ τοὺς ἤδη τεθνηκότας ἐγείρειν, ἐν οἷς καὶ ἔσχατον Ἱππόλυτον τὸν Θησέως, καὶ τῶν Θεῶν δυσχερῶς τοῦτο φερόντων, εἰ αἱ τιμαὶ καταλυθήσονται αὐτῶν τηλικαῦτα ἔργα Ἀσκληπιοῦ ἐπιτελοῦντος, λέγεται τὸν Δία ὀργισθέντα κεραυνοβολῆσαι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, εἶτα διὰ τὸν Ἀπόλλωνα τοῦτον εἰς τὰ ἄστρα ἀναγαγεῖν· ἔχει δὲ ἐπιφάνειαν ἱκανὴν ἐπὶ τοῦ μεγίστου ἄστρου ὤν, λέγω δὴ τοῦ Σκορπίου, εὐσήμῳ τῷ τύπῳ φαινόμενος.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1, 6
*****Ο Αλέξανδρος ο ψευδομάντης ως Ασκληπιός
Εκεί [στην Πέλλα] είδον [ο Αλέξανδρος και ο Κοκκωνάς] όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη -υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Οι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών.
Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι, ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος, και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι' αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν' αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους.
Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τω όντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ' αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.
Έπειτα, ήρχισαν να σκέπτωνται, πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ' ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ' έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν.
Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα -διότι ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη- έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Αι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα, τυχαίως δήθεν, και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ' όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια.
Τότε ο Κοκκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ' ολίγον απέθανε δηλητηριασθείς υπό εχίδνης, νομίζω. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ' αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε: «Περσείδης γενεήν Φοίβω φίλος ούτος όραται, δίος Αλέξανδρος, Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς» (=Καταγόµενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος).
Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ' εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείον τι.
Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.
Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν' αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής: Μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή -υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο- και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους.
Οι παρόντες -είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων- κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε, επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως εβραϊκάς ή φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τι έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.
Έπειτα, διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν.
Αφού δε, έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιόν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης, αλλ' εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.
Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγόνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.
Να φαντασθής έπειτα, ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς, το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσάκις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.
Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως -διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος- και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ' ότι το παν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές.
Είχε δε ήδη αποστείλη και μερικούς εις την αλλοδαπήν διά να διαφημήσουν μεταξύ των εθνών το μαντείον και να διηγούνται ότι δύναται να προλέγη τα μέλλοντα και ν' ανευρίσκη φυγάδας και ν' αποκαλύπτη κλέπτας και ληστάς, ν' ανακαλύπτη θησαυρούς και να θεραπεύη πάσχοντας, ενίοτε δε να επαναφέρη εις την ζωήν και νεκρούς. Προσέτρεχαν λοιπόν πανταχόθεν πατείς με πατώ σε και επολλαπλασιάζοντο αι θυσίαι και τα αφιερώματα και διπλάσια εδίδοντο εις τον προφήτην και μαθητήν του θεού· διότι απεδίδετο εις τον θεόν και ο εξής χρησμός: «Διατάσσω να αμείβεται ο λειτουργός μου προφήτης· διατί δεν ενδιαφέρομαι τόσον διά τας προς εμέ προσφοράς, όσον διά τον προφήτην».
Επειδή δε, πολλοί από τους σωφρονούντας, ως να ανένηψαν από βαρείαν μέθην, ήρχισαν να εξεγείρονται κατά του Αλεξάνδρου και μάλιστα οι οπαδοί του Επικούρου, οίτινες ήσαν πολλοί, και εις τας πόλεις απεκαλύπτετο ήδη όλη η απάτη και η πλοκή της κωμωδίας, ο προφήτης απήγγειλε κατηγορητήριον κατ' αυτών και καταδίκην, λέγων, ότι ο Πόντος εγέμισεν από αθέους και χριστιανούς, οίτινες αποτολμούν να βλασφημούν εναντίον αυτού ασεβέστατα, και παρήγγειλε να τους λιθοβολούν όσοι θέλουν να έχουν με το μέρος των τον θεόν. Περί δε του Επικούρου, όταν ηρωτήθη υπό τίνος, τι πράττει εις τον Άδην ο φιλόσοφος, εξέδωκε τοιούτον τίνα χρησμόν: «Φέρων δεσμά εκ μολύβδου κάθηται εις τον βόρβορον».
ίδρυσε μίαν εορτήν με λαμπαδηφορίας και ιεροφαντίας, τελουμένας επί τρεις συνεχείς ημέρας. Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας, λέγουσα· Πας χριστιανός ή επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας εορτάς ευτυχείς. Έπειτα εξεδιώκοντο οι βέβηλοι και ο Αλέξανδρος ελάμβανε την πρωτοβουλίαν αναφωνών: «Έξω οι χριστιανοί!». Το δε πλήθος όλον αντεφώνει: «Έξω οι επικούρειοι!». Έπειτα ετελείτο ο τοκετός της Λητούς και του Απόλλωνος η γέννησις, ο γάμος της Κορωνίδος και η γέννησις του Ασκληπιού· την δε δευτέραν ημέραν εγίνετο η εμφάνισις του Γλύκωνος και η γέννησις του θεού.
Θέλω δε να σου διηγηθώ και έναν διάλογον μεταξύ του Γλύκωνος και κάποιου Σακέρδωτος, κατοίκου της παφλαγονικής Τίου, του οποίου την διανοητικήν κατάστασιν θα εννοήσης από τας ερωτήσεις του. Ανέγνωσα δε τον διάλογον τούτον εις την Τίον, εις την οικίαν του Σακέρδωτος, γραμμένον με χρυσά γράμματα.
- «Ειπέ μου», ηρώτησεν ούτος, «δέσποτα Γλύκων, ποίος είσαι;».
- «Εγώ», απήντησεν ο Γλύκων, «είμαι νέος Ασκληπιός».
- «Διάφορος από τον παλαιόν;».
- «Τι εννοείς; Δεν επιτρέπεται να το μάθης αυτό», απήντησεν ο Γλύκων.
- «Και πόσα έτη θα μείνης εδώ να μας δίδης χρησμούς;».
- «Χίλια και τρία».
- «Έπειτα πού θα μεταβής;».
- «Εις τα Βάκτρα και τα περίχωρα· διότι πρέπει και οι βάρβαροι να απολαύσουν την παρουσίαν μου».
- «Τα δε μαντεία, το μαντείον των Διδύμων, της Κλάρου και των Δελφών έχουν ακόμη τον προπάτορά σου τον Απόλλωνα ή είνε ψευδείς οι χρησμοί τους οποίους δίδουν τώρα;».
- «Μην επιμένεις να μάθης και τούτο, διότι δεν είνε επιτετραμμένον».
- «Εγώ δε τι θα γείνω μετά την παρούσαν ζωήν;».
- «Κάμηλος, έπειτα ίππος, έπειτα άνθρωπος σοφός και προφήτης, όχι κατώτερος του Αλεξάνδρου».
Δεν είναι δε μεγάλη μεταξύ των άλλων η θρασύτης του Αλεξάνδρου να ζητήση παρά του αυτοκράτορος να μετονομασθή το τείχος του Αβώνου, Ιωνόπολις, και να κοπή νόμισμα νέον, το οποίον από μεν την μίαν όψιν να έχη την εικόνα του Γλύκωνος, από δε την άλλην την μορφήν αυτού του ψευδοπροφήτου με τα στέμματα του παππού του Ασκληπιού και το ξιφοδρέπανον του πατρομήτορος Περσέως.