ΟΙ. πατρός γε χρῄζων μὴ φονεὺς εἶναι, γέρον.
ΑΓ. τί δῆτ᾽ ἐγὼ οὐχὶ τοῦδε τοῦ φόβου σ᾽, ἄναξ,
ἐπείπερ εὔνους ἦλθον, ἐξελυσάμην;
ΟΙ. καὶ μὴν χάριν γ᾽ ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ.
1005 ΑΓ. καὶ μὴν μάλιστα τοῦτ᾽ ἀφικόμην, ὅπως
σοῦ πρὸς δόμους ἐλθόντος εὖ πράξαιμί τι.
ΟΙ. ἀλλ᾽ οὔποτ᾽ εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ᾽ ὁμοῦ.
ΑΓ. ὦ παῖ, καλῶς εἶ δῆλος οὐκ εἰδὼς τί δρᾷς.
ΟΙ. πῶς, ὦ γεραιέ; πρὸς θεῶν δίδασκέ με.
1010 ΑΓ. εἰ τῶνδε φεύγεις οὕνεκ᾽ εἰς οἴκους μολεῖν.
ΟΙ. ταρβῶν γε μή μοι Φοῖβος ἐξέλθῃ σαφής.
ΑΓ. ἦ μὴ μίασμα τῶν φυτευσάντων λάβῃς;
ΟΙ. τοῦτ᾽ αὐτό, πρέσβυ, τοῦτό μ᾽ εἰσαεὶ φοβεῖ.
ΑΓ. ἆρ᾽ οἶσθα δῆτα πρὸς δίκης οὐδὲν τρέμων;
1015 ΟΙ. πῶς δ᾽ οὐχί, παῖς γ᾽ εἰ τῶνδε γεννητῶν ἔφυν;
ΑΓ. ὁθούνεκ᾽ ἦν σοι Πόλυβος οὐδὲν ἐν γένει.
ΟΙ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ Πόλυβος ἐξέφυσέ με;
ΑΓ. οὐ μᾶλλον οὐδὲν τοῦδε τἀνδρός, ἀλλ᾽ ἴσον.
ΟΙ. καὶ πῶς ὁ φύσας ἐξ ἴσου τῷ μηδενί;
1020 ΑΓ. ἀλλ᾽ οὔ σ᾽ ἐγείνατ᾽ οὔτ᾽ ἐκεῖνος οὔτ᾽ ἐγώ.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ᾽ ὠνομάζετο;
ΑΓ. δῶρόν ποτ᾽, ἴσθι, τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών.
ΟΙ. κᾆθ᾽ ὧδ᾽ ἀπ᾽ ἄλλης χειρὸς ἔστερξεν μέγα;
ΑΓ. ἡ γὰρ πρὶν αὐτὸν ἐξέπεισ᾽ ἀπαιδία.
1025 ΟΙ. σὺ δ᾽ ἐμπολήσας, ἢ τυχών μ᾽ αὐτῷ δίδως;
ΑΓ. εὑρὼν ναπαίαις ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς.
ΟΙ. ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τί τούσδε τοὺς τόπους;
ΑΓ. ἐνταῦθ᾽ ὀρείοις ποιμνίοις ἐπεστάτουν.
ΟΙ. ποιμὴν γὰρ ἦσθα κἀπὶ θητείᾳ πλάνης;
1030 ΑΓ. σοῦ δ᾽, ὦ τέκνον, σωτήρ γε τῷ τότ᾽ ἐν χρόνῳ.
ΟΙ. τί δ᾽ ἄλγος ἴσχοντ᾽ ἐν χεροῖν με λαμβάνεις;
ΑΓ. ποδῶν ἂν ἄρθρα μαρτυρήσειεν τὰ σά.
ΟΙ. οἴμοι, τί τοῦτ᾽ ἀρχαῖον ἐννέπεις κακόν;
ΑΓ. λύω σ᾽ ἔχοντα διατόρους ποδοῖν ἀκμάς.
1035 ΟΙ. καλόν γ᾽ ὄνειδος σπαργάνων ἀνειλόμην.
ΑΓ. ὥστ᾽ ὠνομάσθης ἐκ τύχης ταύτης ὃς εἶ.
ΟΙ. ὦ πρὸς θεῶν, πρὸς μητρός, ἢ πατρός; φράσον.
ΑΓ. οὐκ οἶδ᾽· ὁ δοὺς δὲ ταῦτ᾽ ἐμοῦ λῷον φρονεῖ.
ΟΙ. ἦ γὰρ παρ᾽ ἄλλου μ᾽ ἔλαβες οὐδ᾽ αὐτὸς τυχών;
1040 ΑΓ. οὔκ, ἀλλὰ ποιμὴν ἄλλος ἐκδίδωσί μοι.
ΟΙ. τίς οὗτος; ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ;
ΑΓ. τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο.
ΟΙ. ἦ τοῦ τυράννου τῆσδε γῆς πάλαι ποτέ;
ΑΓ. μάλιστα· τούτου τἀνδρὸς οὗτος ἦν βοτήρ.
1045 ΟΙ. ἦ κἄστ᾽ ἔτι ζῶν οὗτος, ὥστ᾽ ἰδεῖν ἐμέ;
ΑΓ. ὑμεῖς γ᾽ ἄριστ᾽ εἰδεῖτ᾽ ἂν οὑπιχώριοι.
***
1000 ΑΓΓ. Αυτά φοβόσουν και στερήθηκες την πόλη σου;
ΟΙΔ. Για να μη γίνω του πατέρα μου φονιάς.
ΑΓΓ. Κι από το φόβο δεν σε λύτρωσα;
Δεν έφερα καλές ειδήσεις, βασιλιά, μου;
ΟΙΔ. Αξίζεις την ευγνωμοσύνη μου.
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτό το λόγο κόπιασα.
Σα θα γυρίσεις στην πατρίδα
κάτι κι εγώ προσμένω να κερδίσω.
ΟΙΔ. Ποτέ μου δεν θα ξαναδώ τον τόπο που γεννήθηκα.
ΑΓΓ. Μου φαίνεται, παιδί μου, πως δε νογάς τί κάνεις.
ΟΙΔ. Γιατί το λες αυτό;
Εξήγησέ μου, γέροντα. Σε παρακαλώ.
1010 ΑΓΓ. Γιατί πραγματικά
το σπίτι των γονιών σου αποφεύγεις;
ΟΙΔ. Η σκέψη με τρομάζει
μήπως ο Φοίβος βγει αληθινός.
ΑΓΓ. Μήπως τα γονικά σου σε μολύνουν;
ΟΙΔ. Αυτός ο φόβος, γέροντα,
με πνίγει χρόνια τώρα.
ΑΓΓ. Γνωρίζεις τάχα πως τρέμεις άδικα;
ΟΙΔ. Γιατί; Παιδί τους δε γεννήθηκα;
ΑΓΓ. Ο Πόλυβος κι εσύ
δεν είχατε συγγένεια καμία.
ΟΙΔ. Τί είπες; Ο Πόλυβος δε μ᾽ έσπειρε;
ΑΓΓ. Είναι πατέρας σου, όσο κι εγώ.
ΟΙΔ. Ένας τυχαίος κι ο πατέρας μου
δεν είναι ίσα κι όμοια.
1020 ΑΓΓ. Κανένας απ᾽ τους δυο μας δε σε γέννησε.
ΟΙΔ. Τότε γιατί μ᾽ ονόμαζε παιδί του;
ΑΓΓ. Μάθε λοιπόν πως τα δικά μου χέρια
δώρο σε πρόσφεραν σ᾽ αυτόν.
ΟΙΔ. Και πώς το ξένο δώρο
τ᾽ αγάπησε παράφορα;
ΑΓΓ. Άτεκνος ήταν πριν. Υπέφερε.
ΟΙΔ. Μ᾽ αγόρασες ή με βρήκες
και μ᾽ έδωσες;
ΑΓΓ. Στου Κιθαιρώνα τις πλαγιές σε βρήκα.
ΟΙΔ. Πώς βρέθηκες σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΑΓΓ. Βοσκούσα πρόβατα στα κορφοβούνια.
ΟΙΔ. Σε πλήρωναν λοιπόν
από βοσκή να τριγυρνάς σ᾽ άλλη βοσκή.
1030 ΑΓΓ. Τότε σε βρήκα, γιόκα μου, και σ᾽ έσωσα.
ΟΙΔ. Με βρήκες; Πόναγα; Υπέφερα;
ΑΓΓ. Ρώτα τους αστραγάλους σου να μαρτυρήσουν.
ΟΙΔ. Γιατί ξυπνάς στη μνήμη
πληγές αρχαίες;
ΑΓΓ. Σου λύνω τα σχοινιά
που σφίγγαν τα σφυρά τα τρυπημένα.
ΟΙΔ. Από τα σπάργανα κληρώθηκα
σακατεμένος.
ΑΓΓ. Απ᾽ τα σακατεμένα πόδια σου
σ᾽ ονόμασα Οιδίποδα.
ΟΙΔ. Πες μου για το θεό
πατέρας ή μητέρα μού το ᾽κανε αυτό;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω. Καλύτερα θα ξέρει
αυτός που σ᾽ έδωσε σε μένα.
ΟΙΔ. Απ᾽ άλλο με πήρες;
Δε με βρήκες τυχαία;
1040 ΑΓΓ. Όχι. Άλλος βοσκός σε μένα
σε παρέδωσε.
ΟΙΔ. Ποιός ήταν;
Ξέρεις να πεις πώς ήταν;
ΑΓΓ. Λέγαν πως ήταν δούλος του Λαΐου.
ΟΙΔ. Αυτού που κυβερνούσε κάποτε
τη χώρα τούτη;
ΑΓΓ. Βεβαίως· ήταν βοσκός του.
ΟΙΔ. Ζει; Μπορώ να του μιλήσω;
Να τον δω;
ΑΓΓ. Εσείς οι ντόπιοι ξέρετε καλύτερα.
1000 ΑΓΓ. Αυτά φοβόσουν και στερήθηκες την πόλη σου;
ΟΙΔ. Για να μη γίνω του πατέρα μου φονιάς.
ΑΓΓ. Κι από το φόβο δεν σε λύτρωσα;
Δεν έφερα καλές ειδήσεις, βασιλιά, μου;
ΟΙΔ. Αξίζεις την ευγνωμοσύνη μου.
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτό το λόγο κόπιασα.
Σα θα γυρίσεις στην πατρίδα
κάτι κι εγώ προσμένω να κερδίσω.
ΟΙΔ. Ποτέ μου δεν θα ξαναδώ τον τόπο που γεννήθηκα.
ΑΓΓ. Μου φαίνεται, παιδί μου, πως δε νογάς τί κάνεις.
ΟΙΔ. Γιατί το λες αυτό;
Εξήγησέ μου, γέροντα. Σε παρακαλώ.
1010 ΑΓΓ. Γιατί πραγματικά
το σπίτι των γονιών σου αποφεύγεις;
ΟΙΔ. Η σκέψη με τρομάζει
μήπως ο Φοίβος βγει αληθινός.
ΑΓΓ. Μήπως τα γονικά σου σε μολύνουν;
ΟΙΔ. Αυτός ο φόβος, γέροντα,
με πνίγει χρόνια τώρα.
ΑΓΓ. Γνωρίζεις τάχα πως τρέμεις άδικα;
ΟΙΔ. Γιατί; Παιδί τους δε γεννήθηκα;
ΑΓΓ. Ο Πόλυβος κι εσύ
δεν είχατε συγγένεια καμία.
ΟΙΔ. Τί είπες; Ο Πόλυβος δε μ᾽ έσπειρε;
ΑΓΓ. Είναι πατέρας σου, όσο κι εγώ.
ΟΙΔ. Ένας τυχαίος κι ο πατέρας μου
δεν είναι ίσα κι όμοια.
1020 ΑΓΓ. Κανένας απ᾽ τους δυο μας δε σε γέννησε.
ΟΙΔ. Τότε γιατί μ᾽ ονόμαζε παιδί του;
ΑΓΓ. Μάθε λοιπόν πως τα δικά μου χέρια
δώρο σε πρόσφεραν σ᾽ αυτόν.
ΟΙΔ. Και πώς το ξένο δώρο
τ᾽ αγάπησε παράφορα;
ΑΓΓ. Άτεκνος ήταν πριν. Υπέφερε.
ΟΙΔ. Μ᾽ αγόρασες ή με βρήκες
και μ᾽ έδωσες;
ΑΓΓ. Στου Κιθαιρώνα τις πλαγιές σε βρήκα.
ΟΙΔ. Πώς βρέθηκες σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΑΓΓ. Βοσκούσα πρόβατα στα κορφοβούνια.
ΟΙΔ. Σε πλήρωναν λοιπόν
από βοσκή να τριγυρνάς σ᾽ άλλη βοσκή.
1030 ΑΓΓ. Τότε σε βρήκα, γιόκα μου, και σ᾽ έσωσα.
ΟΙΔ. Με βρήκες; Πόναγα; Υπέφερα;
ΑΓΓ. Ρώτα τους αστραγάλους σου να μαρτυρήσουν.
ΟΙΔ. Γιατί ξυπνάς στη μνήμη
πληγές αρχαίες;
ΑΓΓ. Σου λύνω τα σχοινιά
που σφίγγαν τα σφυρά τα τρυπημένα.
ΟΙΔ. Από τα σπάργανα κληρώθηκα
σακατεμένος.
ΑΓΓ. Απ᾽ τα σακατεμένα πόδια σου
σ᾽ ονόμασα Οιδίποδα.
ΟΙΔ. Πες μου για το θεό
πατέρας ή μητέρα μού το ᾽κανε αυτό;
ΑΓΓ. Δεν ξέρω. Καλύτερα θα ξέρει
αυτός που σ᾽ έδωσε σε μένα.
ΟΙΔ. Απ᾽ άλλο με πήρες;
Δε με βρήκες τυχαία;
1040 ΑΓΓ. Όχι. Άλλος βοσκός σε μένα
σε παρέδωσε.
ΟΙΔ. Ποιός ήταν;
Ξέρεις να πεις πώς ήταν;
ΑΓΓ. Λέγαν πως ήταν δούλος του Λαΐου.
ΟΙΔ. Αυτού που κυβερνούσε κάποτε
τη χώρα τούτη;
ΑΓΓ. Βεβαίως· ήταν βοσκός του.
ΟΙΔ. Ζει; Μπορώ να του μιλήσω;
Να τον δω;
ΑΓΓ. Εσείς οι ντόπιοι ξέρετε καλύτερα.