[314] Εἶτα τῶν πρότερον γεγενημένων ἀγαθῶν ἀνδρῶν μέμνησαι. καὶ καλῶς ποιεῖς. οὐ μέντοι δίκαιόν ἐστιν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὴν πρὸς τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν προλαβόντα παρ᾽ ὑμῶν πρὸς ἐκείνους ἐξετάζειν καὶ παραβάλλειν ἐμὲ τὸν νῦν ζῶντα μεθ᾽ ὑμῶν.
[315] τίς γὰρ οὐκ οἶδε τῶν πάντων, ὅτι τοῖς μὲν ζῶσι πᾶσιν ὕπεστί τις ἢ πλείων ἢ ἐλάττων φθόνος, τοὺς τεθνεῶτας δ᾽ οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν οὐδεὶς ἔτι μισεῖ; οὕτως οὖν ἐχόντων τούτων τῇ φύσει, πρὸς τοὺς πρὸ ἐμαυτοῦ νῦν ἐγὼ κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; μηδαμῶς· οὔτε γὰρ δίκαιον οὔτ᾽ ἴσον, Αἰσχίνη, ἀλλὰ πρὸς σὲ καὶ ἄλλον εἴ τινα βούλει τῶν ταὐτά σοι προῃρημένων καὶ ζώντων.
[316] κἀκεῖνο σκόπει. πότερον κάλλιον καὶ ἄμεινον τῇ πόλει διὰ τὰς τῶν πρότερον εὐεργεσίας, οὔσας ὑπερμεγέθεις, οὐ μὲν οὖν εἴποι τις ἂν ἡλίκας, τὰς ἐπὶ τὸν παρόντα βίον γιγνομένας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄγειν, ἢ πᾶσιν, ὅσοι τι μετ᾽ εὐνοίας πράττουσι, τῆς παρὰ τούτων τιμῆς καὶ φιλανθρωπίας μετεῖναι;
[317] καὶ μὴν εἰ καὶ τοῦτ᾽ ἄρα δεῖ μ᾽ εἰπεῖν, ἡ μὲν ἐμὴ πολιτεία καὶ προαίρεσις, ἄν τις σκοπῇ, ταῖς τῶν τότ᾽ ἐπαινουμένων ἀνδρῶν ὁμοία καὶ ταὐτὰ βουλομένη φανήσεται, ἡ δὲ σὴ ταῖς τῶν τοὺς τοιούτους τότε συκοφαντούντων· δῆλον γὰρ ὅτι καὶ κατ᾽ ἐκείνους ἦσάν τινες, οἳ διασύροντες τοὺς ὄντας τότε τοὺς [δὲ] πρότερον γεγενημένους ἐπῄνουν, βάσκανον πρᾶγμα καὶ ταὐτὸ ποιοῦντες σοί.
[318] εἶτα λέγεις ὡς οὐδὲν ὅμοιός εἰμ᾽ ἐκείνοις ἐγώ; σὺ δ᾽ ὅμοιος, Αἰσχίνη; ὁ δ᾽ ἀδελφὸς ὁ σός; ἄλλος δέ τις τῶν νῦν ῥητόρων; ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδένα φημί. ἀλλὰ πρὸς τοὺς ζῶντας, ὦ χρηστέ, ἵνα μηδὲν ἄλλ᾽ εἴπω, τὸν ζῶντ᾽ ἐξέταζε καὶ τοὺς καθ᾽ αὑτόν, ὥσπερ τἄλλα πάντα, τοὺς ποιητάς, τοὺς χορούς, τοὺς ἀγωνιστάς.
[319] ὁ Φιλάμμων οὐχ ὅτι Γλαύκου τοῦ Καρυστίου καί τινων ἑτέρων πρότερον γεγενημένων ἀθλητῶν ἀσθενέστερος ἦν, ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει, ἀλλ᾽ ὅτι τῶν εἰσελθόντων πρὸς αὐτὸν ἄριστ᾽ ἐμάχετο, ἐστεφανοῦτο καὶ νικῶν ἀνηγορεύετο. καὶ σὺ πρὸς τοὺς νῦν ὅρα με ῥήτορας, πρὸς σαυτόν, πρὸς ὅντινα βούλει τῶν ἁπάντων· οὐδέν᾽ ἐξίσταμαι.
[320] ὧν, ὅτε μὲν τῇ πόλει τὰ βέλτισθ᾽ ἑλέσθαι παρῆν, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδ᾽ εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης, ἐγὼ κράτιστα λέγων ἐφαινόμην, καὶ τοῖς ἐμοῖς καὶ ψηφίσμασι καὶ νόμοις καὶ πρεσβείαις ἅπαντα διῳκεῖτο, ὑμῶν δ᾽ οὐδεὶς ἦν οὐδαμοῦ, πλὴν εἰ τούτοις ἐπηρεάσαι τι δέοι· ἐπειδὴ δ᾽ ἃ μήποτ᾽ ὤφελεν συνέβη, καὶ οὐκέτι συμβούλων ἀλλὰ τῶν τοῖς ἐπιταττομένοις ὑπηρετούντων καὶ τῶν κατὰ τῆς πατρίδος μισθαρνεῖν ἑτοίμων καὶ τῶν κολακεύειν ἕτερον βουλομένων ἐξέτασις ἦν, τηνικαῦτα σὺ καὶ τούτων ἕκαστος ἐν τάξει καὶ μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος, ἐγὼ δ᾽ ἀσθενής, ὁμολογῶ, ἀλλ᾽ εὔνους μᾶλλον ὑμῶν τουτοισί.
[321] δύο δ᾽, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν φύσει μέτριον πολίτην ἔχειν δεῖ (οὕτω γάρ μοι περὶ ἐμαυτοῦ λέγοντι ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν), ἐν μὲν ταῖς ἐξουσίαις τὴν τοῦ γενναίου καὶ τοῦ πρωτείου τῇ πόλει προαίρεσιν διαφυλάττειν, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ καὶ πράξει τὴν εὔνοιαν· τούτου γὰρ ἡ φύσις κυρία, τοῦ δύνασθαι δὲ καὶ ἰσχύειν ἕτερα. ταύτην τοίνυν παρ᾽ ἐμοὶ μεμενηκυῖαν εὑρήσεθ᾽ ἁπλῶς.
[322] ὁρᾶτε δέ. οὐκ ἐξαιτούμενος, οὐκ εἰς Ἀμφικτύονας δίκας ἐπαγόντων, οὐκ ἀπειλούντων, οὐκ ἐπαγγελλομένων, οὐχὶ τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβαλλόντων, οὐδαμῶς ἐγὼ προδέδωκα τὴν εἰς ὑμᾶς εὔνοιαν. τὸ γὰρ ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς ὀρθὴν καὶ δικαίαν τὴν ὁδὸν τῆς πολιτείας εἱλόμην, τὰς τιμάς, τὰς δυναστείας, τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν, ταύτας αὔξειν, μετὰ τούτων εἶναι.
[323] οὐκ ἐπὶ μὲν τοῖς ἑτέρων εὐτυχήμασι φαιδρὸς ἐγὼ καὶ γεγηθὼς κατὰ τὴν ἀγορὰν περιέρχομαι, τὴν δεξιὰν προτείνων καὶ εὐαγγελιζόμενος τούτοις οὓς ἂν ἐκεῖσ᾽ ἀπαγγελεῖν οἴωμαι, τῶν δὲ τῆς πόλεως ἀγαθῶν πεφρικὼς ἀκούω καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν, ὥσπερ οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ τὴν μὲν πόλιν διασύρουσιν, ὥσπερ οὐχ αὑτοὺς διασύροντες, ὅταν τοῦτο ποιῶσιν, ἔξω δὲ βλέπουσι, καὶ ἐν οἷς ἀτυχησάντων τῶν Ἑλλήνων ηὐτύχησ᾽ ἕτερος, ταῦτ᾽ ἐπαινοῦσι καὶ ὅπως τὸν ἅπαντα χρόνον μενεῖ φασὶ δεῖν τηρεῖν.
[324] Μὴ δῆτ᾽, ὦ πάντες θεοί, μηδεὶς ταῦθ᾽ ὑμῶν ἐπινεύσειεν, ἀλλὰ μάλιστα μὲν καὶ τούτοις βελτίω τινὰ νοῦν καὶ φρένας ἐνθείητε, εἰ δ᾽ ἄρ᾽ ἔχουσιν ἀνιάτως, τούτους μὲν αὐτοὺς καθ᾽ ἑαυτοὺς ἐξώλεις καὶ προώλεις ἐν γῇ καὶ θαλάττῃ ποιήσατε, ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖς τὴν ταχίστην ἀπαλλαγὴν τῶν ἐπηρτημένων φόβων δότε καὶ σωτηρίαν ἀσφαλῆ.
***
[314] Κοντά στα άλλα κάνεις μνεία και για τους παλαιούς γενναίους άνδρες· και καλά κάνεις. Ωστόσο, δεν είναι δίκαιο, Αθηναίοι, εκμεταλλευόμενος την εκ μέρους σας εκτίμηση προς τους νεκρούς, να με συγκρίνει και να με βάζει δίπλα δίπλα σ᾽ εκείνους, εμένα που ζω ακόμη ανάμεσά σας.
[315] Γιατί ποιός άνθρωπος δεν ξέρει ότι για τους ζωντανούς υποκρύπτεται κάποιος φθόνος, για άλλους μεγαλύτερος για άλλους μικρότερος, ενώ τους νεκρούς δεν τους μισεί κανένας πια, ούτε και από τους εχθρούς ακόμη; Ενώ λοιπόν αυτά είναι έτσι από τη φύση τους, θα πρέπει τώρα εγώ να κρίνομαι και να εξετάζομαι συγκρινόμενος με τους προγενεστέρους μου; Όχι βέβαια· γιατί αυτό ούτε δίκαιο είναι, Αισχίνη, ούτε και τίθεται σε σωστή βάση· σύγκρινέ με όμως με εσένα και με όποιον άλλον θέλεις από όσους έχουν ασπασθεί τις ίδιες απόψεις με εσένα και βρίσκονται ακόμη στη ζωή.
[316] Σκέψου ακόμη και τούτο· ποιό θα ήταν ωραιότερο και προτιμότερο για την πόλη; Να δείχνει αχαριστία και περιφρόνηση στις ευεργεσίες που της γίνονται σήμερα, συγκρίνοντάς τες με εκείνες των προγόνων μας, που ήταν τεράστιες και ίσως είναι αδύνατο να πει κανείς πόσο μεγάλες ήταν, ή όλοι, όσοι κάνουν κάτι με καλή διάθεση, να αποκομίζουν κάποιαν αναγνώριση και αγάπη εκ μέρους αυτών εδώ;
[317] Επίσης, αν ίσως πρέπει να αναφέρω και τούτο, οι δικές μου αρχές καθώς και η πολιτική μου, αν κάποιος τις εξετάσει, θα φανούν ότι είναι όμοιες και ότι είχαν τους ίδιους στόχους με εκείνες των τότε επαινούμενων ανδρών, ενώ η δική σου πολιτική είναι ίδια με εκείνων που συκοφαντούσαν τότε τους ένδοξους εκείνους άνδρες. Γιατί προφανώς και εκείνο των καιρό δεν έλειπαν αυτοί που διασύροντας τους συγχρόνους τους επαινούσαν τους παλαιότερους, κακοήθης τακτική όμοια με τη δική σου.
[318] Και έπειτα επιμένεις ότι δεν μοιάζω με εκείνους σε τίποτε; Αλλά μήπως μπάζεις εσύ, Αισχίνη; Μήπως ο αδερφός σου; Ή μήπως κάποιος άλλος από τους σημερινούς ρήτορες; Εγώ τουλάχιστον φρονώ πως κανένας δεν τους μοιάζει. Όμως, καλέ μου άνθρωπε, για να μη σε χαρακτηρίσω κάπως αλλιώς, σύγκρινε τον ζωντανό με τους ζωντανούς και με τους συγχρόνους του, όπως γίνεται σε όλες γενικά τις περιπτώσεις, τους ποιητές, τους χορούς, τους αθλητές.
[319] Ο Φιλάμμων δεν έφυγε αστεφάνωτος από την Ολυμπία, επειδή ήταν κατώτερος από τον Γλαύκο τον Καρυστινό και κάποιους άλλους παλαιότερους αθλητές, αλλά στεφανώθηκε και αναγορεύτηκε νικητής, επειδή αγωνίστηκε καλύτερα από όλους όσοι ήρθαν να τον συναγωνιστούν. Έτσι και συ σύγκρινέ με με τους σημερινούς ρήτορες, με εσένα τον ίδιο, με όποιον από όλους θέλεις. Δεν εξαιρώ κανέναν.
[320] Όταν ήταν να επιλέξει η πόλη την καλύτερη πολιτική και όλοι γενικά συναγωνίζονταν να δείξουν τον πατριωτισμό τους, αποδείχτηκε, ότι εγώ από όλους αυτούς έδινα τότε τις καλύτερες συμβουλές και όλα ρυθμίζονταν σύμφωνα με τα δικά μου ψηφίσματα, με τους δικούς μου νόμους, με τις δικές μου διπλωματικές αποστολές· κανένας από σας δεν παρουσιαζόταν πουθενά, εκτός και αν ήταν να υπονομεύσετε τα μέτρα αυτά. Όταν όμως συνέβησαν όσα μακάρι να μην είχαν γίνει ποτέ, και αναζητούνταν όχι πλέον οι σύμβουλοι αλλά αυτοί που δεν θα έφερναν αντίρρηση στις διαταγές και ήταν πρόθυμοι να γίνουν μίσθαρνα όργανα εναντίον της πατρίδας τους και όσοι ήθελαν να κολακεύουν έναν ξένο, τότε εσύ και ο καθένας από τους ομοίους σου βρισκόσασταν στη θέση σας και ήσασταν μεγάλοι και ονομαστοί ιπποτρόφοι, ενώ εγώ χωρίς δύναμη, το παραδέχομαι· ωστόσο, πιο φιλικός σ᾽ αυτούς εδώ από ό,τι εσείς.
[321] Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει, Αθηναίοι, ο ενάρετος από τη φύση του πολίτης (αυτόν τον χαρακτηρισμό αν δώσω στον εαυτό μου, θα προκαλέσω το λιγότερο φθόνο)· όταν βρίσκεται στην εξουσία, πρέπει η επιλογή της πολιτικής του να στοχεύει πάντοτε στο υψηλό φρόνημα και την υπεροχή της πόλης του, αλλά και σε κάθε περίσταση και με κάθε του ενέργεια να διατηρεί τον πατριωτισμό του. Το δεύτερο βέβαια εξαρτάται από τον χαρακτήρα του, αλλά για τη δύναμη και την ισχύ παίζουν ρόλο άλλοι παράγοντες. Θα διαπιστώσετε λοιπόν ότι η αγάπη μου για την πατρίδα υπήρξε σταθερή και απόλυτη.
[322] Δείτε τα γεγονότα: ούτε όταν ο Αλέξανδρος απαιτούσε να με παραδώσετε, ούτε όταν οι μακεδονίζοντες επιδίωκαν την παραπομπή μου ενώπιον των Αμφικτιόνων, όταν με απειλούσαν, όταν μου έδιναν υποσχέσεις, όταν αυτοί εδώ οι καταραμένοι έπεφταν επάνω μου σαν τα θηρία, σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις δεν έχω προδώσει την αγάπη μου για σας. Από την πρώτη στιγμή της πολιτικής μου σταδιοδρομίας επέλεξα να ακολουθήσω τον σωστό και έντιμο δρόμο, να φροντίζω δηλαδή για τις διακρίσεις, τη δύναμη και το καλό όνομα της πατρίδας, να προσπαθώ να αυξηθούν, να συνδέσω τον εαυτό μου με αυτά.
[323] Δεν τριγυρίζω στην αγορά γεμάτος χαρά, πανηγυρίζοντας για τις επιτυχίες των Μακεδόνων, χαιρετώντας και ανακοινώνοντας τα ευχάριστα νέα σε όσους πιστεύω ότι θα τα μεταφέρουν στη Μακεδονία. Δεν ακούω με φρίκη, με αναστεναγμούς λύπης και με σκυμμένο το κεφάλι τις επιτυχίες της πόλης, όπως αυτοί εδώ οι βλάσφημοι, που διασύρουν την πόλη, λες και δεν διασύρουν τους εαυτούς τους όταν κάνουν αυτό, που στηρίζονται στους ξένους, που, όταν ο άλλος ευημερεί με τις κακοτυχίες των Ελλήνων, τον χειροκροτούν και υποστηρίζουν ότι πρέπει να κοιτάξουμε πώς θα διατηρηθεί αυτή η κατάσταση για πάντα.
[324] Ποτέ, ω θεοί, κανείς σας να μη συγκατανεύσει σ᾽ αυτά, αλλά πάνω απ᾽ όλα βάλτε στο μυαλό τους κάποιες καλύτερες ιδέες και νουθετήστε τους. Αν όμως δεν υπάρχει περίπτωση να βάλουν μυαλό, εξολοθρεύστε τους ολοκληρωτικά και γρήγορα σε στεριά και θάλασσα. Εμάς όμως τους υπόλοιπους απαλλάξτε μας όσο πιο γρήγορα γίνεται από τον κίνδυνο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και επιτρέψτε μας να ζούμε ασφαλείς.
[315] τίς γὰρ οὐκ οἶδε τῶν πάντων, ὅτι τοῖς μὲν ζῶσι πᾶσιν ὕπεστί τις ἢ πλείων ἢ ἐλάττων φθόνος, τοὺς τεθνεῶτας δ᾽ οὐδὲ τῶν ἐχθρῶν οὐδεὶς ἔτι μισεῖ; οὕτως οὖν ἐχόντων τούτων τῇ φύσει, πρὸς τοὺς πρὸ ἐμαυτοῦ νῦν ἐγὼ κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; μηδαμῶς· οὔτε γὰρ δίκαιον οὔτ᾽ ἴσον, Αἰσχίνη, ἀλλὰ πρὸς σὲ καὶ ἄλλον εἴ τινα βούλει τῶν ταὐτά σοι προῃρημένων καὶ ζώντων.
[316] κἀκεῖνο σκόπει. πότερον κάλλιον καὶ ἄμεινον τῇ πόλει διὰ τὰς τῶν πρότερον εὐεργεσίας, οὔσας ὑπερμεγέθεις, οὐ μὲν οὖν εἴποι τις ἂν ἡλίκας, τὰς ἐπὶ τὸν παρόντα βίον γιγνομένας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄγειν, ἢ πᾶσιν, ὅσοι τι μετ᾽ εὐνοίας πράττουσι, τῆς παρὰ τούτων τιμῆς καὶ φιλανθρωπίας μετεῖναι;
[317] καὶ μὴν εἰ καὶ τοῦτ᾽ ἄρα δεῖ μ᾽ εἰπεῖν, ἡ μὲν ἐμὴ πολιτεία καὶ προαίρεσις, ἄν τις σκοπῇ, ταῖς τῶν τότ᾽ ἐπαινουμένων ἀνδρῶν ὁμοία καὶ ταὐτὰ βουλομένη φανήσεται, ἡ δὲ σὴ ταῖς τῶν τοὺς τοιούτους τότε συκοφαντούντων· δῆλον γὰρ ὅτι καὶ κατ᾽ ἐκείνους ἦσάν τινες, οἳ διασύροντες τοὺς ὄντας τότε τοὺς [δὲ] πρότερον γεγενημένους ἐπῄνουν, βάσκανον πρᾶγμα καὶ ταὐτὸ ποιοῦντες σοί.
[318] εἶτα λέγεις ὡς οὐδὲν ὅμοιός εἰμ᾽ ἐκείνοις ἐγώ; σὺ δ᾽ ὅμοιος, Αἰσχίνη; ὁ δ᾽ ἀδελφὸς ὁ σός; ἄλλος δέ τις τῶν νῦν ῥητόρων; ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδένα φημί. ἀλλὰ πρὸς τοὺς ζῶντας, ὦ χρηστέ, ἵνα μηδὲν ἄλλ᾽ εἴπω, τὸν ζῶντ᾽ ἐξέταζε καὶ τοὺς καθ᾽ αὑτόν, ὥσπερ τἄλλα πάντα, τοὺς ποιητάς, τοὺς χορούς, τοὺς ἀγωνιστάς.
[319] ὁ Φιλάμμων οὐχ ὅτι Γλαύκου τοῦ Καρυστίου καί τινων ἑτέρων πρότερον γεγενημένων ἀθλητῶν ἀσθενέστερος ἦν, ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει, ἀλλ᾽ ὅτι τῶν εἰσελθόντων πρὸς αὐτὸν ἄριστ᾽ ἐμάχετο, ἐστεφανοῦτο καὶ νικῶν ἀνηγορεύετο. καὶ σὺ πρὸς τοὺς νῦν ὅρα με ῥήτορας, πρὸς σαυτόν, πρὸς ὅντινα βούλει τῶν ἁπάντων· οὐδέν᾽ ἐξίσταμαι.
[320] ὧν, ὅτε μὲν τῇ πόλει τὰ βέλτισθ᾽ ἑλέσθαι παρῆν, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδ᾽ εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης, ἐγὼ κράτιστα λέγων ἐφαινόμην, καὶ τοῖς ἐμοῖς καὶ ψηφίσμασι καὶ νόμοις καὶ πρεσβείαις ἅπαντα διῳκεῖτο, ὑμῶν δ᾽ οὐδεὶς ἦν οὐδαμοῦ, πλὴν εἰ τούτοις ἐπηρεάσαι τι δέοι· ἐπειδὴ δ᾽ ἃ μήποτ᾽ ὤφελεν συνέβη, καὶ οὐκέτι συμβούλων ἀλλὰ τῶν τοῖς ἐπιταττομένοις ὑπηρετούντων καὶ τῶν κατὰ τῆς πατρίδος μισθαρνεῖν ἑτοίμων καὶ τῶν κολακεύειν ἕτερον βουλομένων ἐξέτασις ἦν, τηνικαῦτα σὺ καὶ τούτων ἕκαστος ἐν τάξει καὶ μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος, ἐγὼ δ᾽ ἀσθενής, ὁμολογῶ, ἀλλ᾽ εὔνους μᾶλλον ὑμῶν τουτοισί.
[321] δύο δ᾽, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν φύσει μέτριον πολίτην ἔχειν δεῖ (οὕτω γάρ μοι περὶ ἐμαυτοῦ λέγοντι ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν), ἐν μὲν ταῖς ἐξουσίαις τὴν τοῦ γενναίου καὶ τοῦ πρωτείου τῇ πόλει προαίρεσιν διαφυλάττειν, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ καὶ πράξει τὴν εὔνοιαν· τούτου γὰρ ἡ φύσις κυρία, τοῦ δύνασθαι δὲ καὶ ἰσχύειν ἕτερα. ταύτην τοίνυν παρ᾽ ἐμοὶ μεμενηκυῖαν εὑρήσεθ᾽ ἁπλῶς.
[322] ὁρᾶτε δέ. οὐκ ἐξαιτούμενος, οὐκ εἰς Ἀμφικτύονας δίκας ἐπαγόντων, οὐκ ἀπειλούντων, οὐκ ἐπαγγελλομένων, οὐχὶ τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβαλλόντων, οὐδαμῶς ἐγὼ προδέδωκα τὴν εἰς ὑμᾶς εὔνοιαν. τὸ γὰρ ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς ὀρθὴν καὶ δικαίαν τὴν ὁδὸν τῆς πολιτείας εἱλόμην, τὰς τιμάς, τὰς δυναστείας, τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν, ταύτας αὔξειν, μετὰ τούτων εἶναι.
[323] οὐκ ἐπὶ μὲν τοῖς ἑτέρων εὐτυχήμασι φαιδρὸς ἐγὼ καὶ γεγηθὼς κατὰ τὴν ἀγορὰν περιέρχομαι, τὴν δεξιὰν προτείνων καὶ εὐαγγελιζόμενος τούτοις οὓς ἂν ἐκεῖσ᾽ ἀπαγγελεῖν οἴωμαι, τῶν δὲ τῆς πόλεως ἀγαθῶν πεφρικὼς ἀκούω καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν, ὥσπερ οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ τὴν μὲν πόλιν διασύρουσιν, ὥσπερ οὐχ αὑτοὺς διασύροντες, ὅταν τοῦτο ποιῶσιν, ἔξω δὲ βλέπουσι, καὶ ἐν οἷς ἀτυχησάντων τῶν Ἑλλήνων ηὐτύχησ᾽ ἕτερος, ταῦτ᾽ ἐπαινοῦσι καὶ ὅπως τὸν ἅπαντα χρόνον μενεῖ φασὶ δεῖν τηρεῖν.
[324] Μὴ δῆτ᾽, ὦ πάντες θεοί, μηδεὶς ταῦθ᾽ ὑμῶν ἐπινεύσειεν, ἀλλὰ μάλιστα μὲν καὶ τούτοις βελτίω τινὰ νοῦν καὶ φρένας ἐνθείητε, εἰ δ᾽ ἄρ᾽ ἔχουσιν ἀνιάτως, τούτους μὲν αὐτοὺς καθ᾽ ἑαυτοὺς ἐξώλεις καὶ προώλεις ἐν γῇ καὶ θαλάττῃ ποιήσατε, ἡμῖν δὲ τοῖς λοιποῖς τὴν ταχίστην ἀπαλλαγὴν τῶν ἐπηρτημένων φόβων δότε καὶ σωτηρίαν ἀσφαλῆ.
***
[314] Κοντά στα άλλα κάνεις μνεία και για τους παλαιούς γενναίους άνδρες· και καλά κάνεις. Ωστόσο, δεν είναι δίκαιο, Αθηναίοι, εκμεταλλευόμενος την εκ μέρους σας εκτίμηση προς τους νεκρούς, να με συγκρίνει και να με βάζει δίπλα δίπλα σ᾽ εκείνους, εμένα που ζω ακόμη ανάμεσά σας.
[315] Γιατί ποιός άνθρωπος δεν ξέρει ότι για τους ζωντανούς υποκρύπτεται κάποιος φθόνος, για άλλους μεγαλύτερος για άλλους μικρότερος, ενώ τους νεκρούς δεν τους μισεί κανένας πια, ούτε και από τους εχθρούς ακόμη; Ενώ λοιπόν αυτά είναι έτσι από τη φύση τους, θα πρέπει τώρα εγώ να κρίνομαι και να εξετάζομαι συγκρινόμενος με τους προγενεστέρους μου; Όχι βέβαια· γιατί αυτό ούτε δίκαιο είναι, Αισχίνη, ούτε και τίθεται σε σωστή βάση· σύγκρινέ με όμως με εσένα και με όποιον άλλον θέλεις από όσους έχουν ασπασθεί τις ίδιες απόψεις με εσένα και βρίσκονται ακόμη στη ζωή.
[316] Σκέψου ακόμη και τούτο· ποιό θα ήταν ωραιότερο και προτιμότερο για την πόλη; Να δείχνει αχαριστία και περιφρόνηση στις ευεργεσίες που της γίνονται σήμερα, συγκρίνοντάς τες με εκείνες των προγόνων μας, που ήταν τεράστιες και ίσως είναι αδύνατο να πει κανείς πόσο μεγάλες ήταν, ή όλοι, όσοι κάνουν κάτι με καλή διάθεση, να αποκομίζουν κάποιαν αναγνώριση και αγάπη εκ μέρους αυτών εδώ;
[317] Επίσης, αν ίσως πρέπει να αναφέρω και τούτο, οι δικές μου αρχές καθώς και η πολιτική μου, αν κάποιος τις εξετάσει, θα φανούν ότι είναι όμοιες και ότι είχαν τους ίδιους στόχους με εκείνες των τότε επαινούμενων ανδρών, ενώ η δική σου πολιτική είναι ίδια με εκείνων που συκοφαντούσαν τότε τους ένδοξους εκείνους άνδρες. Γιατί προφανώς και εκείνο των καιρό δεν έλειπαν αυτοί που διασύροντας τους συγχρόνους τους επαινούσαν τους παλαιότερους, κακοήθης τακτική όμοια με τη δική σου.
[318] Και έπειτα επιμένεις ότι δεν μοιάζω με εκείνους σε τίποτε; Αλλά μήπως μπάζεις εσύ, Αισχίνη; Μήπως ο αδερφός σου; Ή μήπως κάποιος άλλος από τους σημερινούς ρήτορες; Εγώ τουλάχιστον φρονώ πως κανένας δεν τους μοιάζει. Όμως, καλέ μου άνθρωπε, για να μη σε χαρακτηρίσω κάπως αλλιώς, σύγκρινε τον ζωντανό με τους ζωντανούς και με τους συγχρόνους του, όπως γίνεται σε όλες γενικά τις περιπτώσεις, τους ποιητές, τους χορούς, τους αθλητές.
[319] Ο Φιλάμμων δεν έφυγε αστεφάνωτος από την Ολυμπία, επειδή ήταν κατώτερος από τον Γλαύκο τον Καρυστινό και κάποιους άλλους παλαιότερους αθλητές, αλλά στεφανώθηκε και αναγορεύτηκε νικητής, επειδή αγωνίστηκε καλύτερα από όλους όσοι ήρθαν να τον συναγωνιστούν. Έτσι και συ σύγκρινέ με με τους σημερινούς ρήτορες, με εσένα τον ίδιο, με όποιον από όλους θέλεις. Δεν εξαιρώ κανέναν.
[320] Όταν ήταν να επιλέξει η πόλη την καλύτερη πολιτική και όλοι γενικά συναγωνίζονταν να δείξουν τον πατριωτισμό τους, αποδείχτηκε, ότι εγώ από όλους αυτούς έδινα τότε τις καλύτερες συμβουλές και όλα ρυθμίζονταν σύμφωνα με τα δικά μου ψηφίσματα, με τους δικούς μου νόμους, με τις δικές μου διπλωματικές αποστολές· κανένας από σας δεν παρουσιαζόταν πουθενά, εκτός και αν ήταν να υπονομεύσετε τα μέτρα αυτά. Όταν όμως συνέβησαν όσα μακάρι να μην είχαν γίνει ποτέ, και αναζητούνταν όχι πλέον οι σύμβουλοι αλλά αυτοί που δεν θα έφερναν αντίρρηση στις διαταγές και ήταν πρόθυμοι να γίνουν μίσθαρνα όργανα εναντίον της πατρίδας τους και όσοι ήθελαν να κολακεύουν έναν ξένο, τότε εσύ και ο καθένας από τους ομοίους σου βρισκόσασταν στη θέση σας και ήσασταν μεγάλοι και ονομαστοί ιπποτρόφοι, ενώ εγώ χωρίς δύναμη, το παραδέχομαι· ωστόσο, πιο φιλικός σ᾽ αυτούς εδώ από ό,τι εσείς.
[321] Δύο είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει, Αθηναίοι, ο ενάρετος από τη φύση του πολίτης (αυτόν τον χαρακτηρισμό αν δώσω στον εαυτό μου, θα προκαλέσω το λιγότερο φθόνο)· όταν βρίσκεται στην εξουσία, πρέπει η επιλογή της πολιτικής του να στοχεύει πάντοτε στο υψηλό φρόνημα και την υπεροχή της πόλης του, αλλά και σε κάθε περίσταση και με κάθε του ενέργεια να διατηρεί τον πατριωτισμό του. Το δεύτερο βέβαια εξαρτάται από τον χαρακτήρα του, αλλά για τη δύναμη και την ισχύ παίζουν ρόλο άλλοι παράγοντες. Θα διαπιστώσετε λοιπόν ότι η αγάπη μου για την πατρίδα υπήρξε σταθερή και απόλυτη.
[322] Δείτε τα γεγονότα: ούτε όταν ο Αλέξανδρος απαιτούσε να με παραδώσετε, ούτε όταν οι μακεδονίζοντες επιδίωκαν την παραπομπή μου ενώπιον των Αμφικτιόνων, όταν με απειλούσαν, όταν μου έδιναν υποσχέσεις, όταν αυτοί εδώ οι καταραμένοι έπεφταν επάνω μου σαν τα θηρία, σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις δεν έχω προδώσει την αγάπη μου για σας. Από την πρώτη στιγμή της πολιτικής μου σταδιοδρομίας επέλεξα να ακολουθήσω τον σωστό και έντιμο δρόμο, να φροντίζω δηλαδή για τις διακρίσεις, τη δύναμη και το καλό όνομα της πατρίδας, να προσπαθώ να αυξηθούν, να συνδέσω τον εαυτό μου με αυτά.
[323] Δεν τριγυρίζω στην αγορά γεμάτος χαρά, πανηγυρίζοντας για τις επιτυχίες των Μακεδόνων, χαιρετώντας και ανακοινώνοντας τα ευχάριστα νέα σε όσους πιστεύω ότι θα τα μεταφέρουν στη Μακεδονία. Δεν ακούω με φρίκη, με αναστεναγμούς λύπης και με σκυμμένο το κεφάλι τις επιτυχίες της πόλης, όπως αυτοί εδώ οι βλάσφημοι, που διασύρουν την πόλη, λες και δεν διασύρουν τους εαυτούς τους όταν κάνουν αυτό, που στηρίζονται στους ξένους, που, όταν ο άλλος ευημερεί με τις κακοτυχίες των Ελλήνων, τον χειροκροτούν και υποστηρίζουν ότι πρέπει να κοιτάξουμε πώς θα διατηρηθεί αυτή η κατάσταση για πάντα.
[324] Ποτέ, ω θεοί, κανείς σας να μη συγκατανεύσει σ᾽ αυτά, αλλά πάνω απ᾽ όλα βάλτε στο μυαλό τους κάποιες καλύτερες ιδέες και νουθετήστε τους. Αν όμως δεν υπάρχει περίπτωση να βάλουν μυαλό, εξολοθρεύστε τους ολοκληρωτικά και γρήγορα σε στεριά και θάλασσα. Εμάς όμως τους υπόλοιπους απαλλάξτε μας όσο πιο γρήγορα γίνεται από τον κίνδυνο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και επιτρέψτε μας να ζούμε ασφαλείς.