10.4. Αθηνά - Οδυσσεύς
Όσο για την Αθηνά, επιστρέφει στα δρώμενα του έπους μετά το τέλος των «Απολόγων», αναλαμβάνοντας πάλι προγραμματικό ρόλο, στην αιχμή μάλιστα μετάβασης από τον εξωτερικό στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Βρισκόμαστε στην αρχή της δέκατης τρίτης ραψωδίας. Μετά από ολοήμερη αναμονή του ήρωα, καθώς πέφτει το βράδυ, αρχίζει η ετοιμασία για την προπομπή του: αποχαιρετισμός στον Αλκίνοο και στην Αρήτη, σπονδή, κάθοδος στην παραθαλάσσια ακτή, επιβίβαση στο καράβι, ύπνος βαθύς, όμοιος με θάνατο, ταξίδι προς Ιθάκη. Σ᾽ αυτό ακριβώς το σημείο ο ποιητής παραθέτει τους επόμενους σημαδιακούς στίχους (ν 86-92):
Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι,
το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
Σαν το γεράκι και το πλοίο πετώντας έσχιζε το θαλάσσιο κύμα,
τον άντρα ταξιδεύοντας, που η στόχασή του έμοιαζε θεού·
ένας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του,
που πέρασε ανδρείους πολέμους, άγρια κύματα της θάλασσας,
τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ᾽ αμέτρητα παθήματά του.
Υπάρχουν πολλά σήματα, που επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε εδώ το δεύτερο προοίμιο του έπους. Πρόκειται για τομή που τέμνει το έπος στη μέση. Η διαίρεση αυτή στα δύο, με έντονη και βαθιά τη γραμμή του διαχωρισμού, ενισχύεται και με άλλα επιμέρους μοτίβα και υποδηλώσεις· στοιχεία που δείχνουν πως το πρώτο μέρος του έπους περατώθηκε και αναμένεται τώρα το δεύτερο.
Ο βαθύς, παρ᾽ ολίγον θανάσιμος, ύπνος του ήρωα λειτουργεί ως γέφυρα και συνάμα ως χάσμα ανάμεσα στα δύο μέρη του έπους· η λήθη όλων των προηγούμενων παθών από τον ίδιο τον ήρωα (λελασμένος ὅσσ᾽ ἐπεπόνθει στο πρωτότυπο) προτείνεται και στον ακροατή, ο οποίος καλείται να λησμονήσει όσα πάθη του Οδυσσέα προηγήθηκαν, για να υποδεχθεί τη δοκιμασία και τα άθλα του που θα ακολουθήσουν. Η αίσθηση εξάλλου ότι ο ποιητής συντάσσει εδώ δεύτερο προοίμιο, προκύπτει και από το γεγονός ότι σημαίνουσες λέξεις και εκφράσεις του ανακαλούν το πρώτο προοίμιο: ο στίχος, λόγου χάριν, 90 της δέκατης τρίτης ραψωδίας ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾽ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν επαναλαμβάνει σχεδόν επί λέξει τον στίχο 4 της πρώτης ραψωδίας: πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν.
Αυτή την τομή, που υπόσχεται συνάμα συνέχεια, έρχεται να επικυρώσει η Αθηνά, προγραμματίζοντας, τώρα μαζί με τον Οδυσσέα, τα δρώμενα του δεύτερου μέρους, τα οποία σκοπεύουν στη μνηστηροφονία, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της.
Οι Φαίακες αφήνουν ενύπνιο τον Οδυσσέα στο λιμάνι του Φόρκυνα. Ο Οδυσσέας ξυπνά, δεν αναγνωρίζει όμως την Ιθάκη, γιατί η Αθηνά την έχει περιβάλει με θολή νεφέλη - πρώτο σήμα για τη μέθοδο της παράλλαξης, που θα ασκηθεί σε όλο το μήκος του δεύτερου μέρους, ενόψει της μνηστηροφονίας. Αμήχανος μπροστά στο παραλλαγμένο νησί, που δεν το αναγνωρίζει, νιώθει ο Οδυσσέας ανακούφιση, όταν παρουσιάζεται μπροστά του ένα νεαρό βοσκόπουλο. Είναι η Αθηνά, παραλλαγμένη κι αυτή, όπως η Ιθάκη. Στην ερώτηση του Οδυσσέα ποιος είναι ο αγνώριστος τόπος όπου βρέθηκε, η μεταμορφωμένη θεά εκθειάζει τη φήμη της Ιθάκης. Εκείνος ωστόσο δεν φανερώνει αμέσως τη δική του πραγματική ταυτότητα: διηγείται μια πλαστή ιστορία, την πρώτη στο έπος, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η Αθηνά χαμογελά και τον χαϊδεύει.
Έτσι προγραμματίζεται με τρία σήματα η μέθοδος που θα κριθεί αποτελεσματική για την επικείμενη μνηστηροφονία: παράλλαξη χώρου, παράλλαξη όψης, παράλλαξη λόγου. Αυτή τη μέθοδο την ορίζουν και τη συμμερίζονται η Αθηνά κι ο Οδυσσέας, με υποβολέα τον ποιητή, που τους εμπιστεύεται τη συνέχεια του έπους του. Ακολουθεί το σχέδιο εφαρμογής. Πρώτα θεά και ήρωας ανταλλάσσουν τις ενδιάμεσες εμπειρίες τους. Ασφαλίζουν μετά μαζί τα δώρα των Φαιάκων σε παραπλήσια σπηλιά. Τέλος, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον κάτω από μια ελιά και συναποφασίζουν τον τρόπο αντίδρασης και δράσης. Και η δεκάτη τρίτη ραψωδία καταλήγει (ν 439-440):
Κι αφού τα βρήκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν,
πήρε τον δρόμο του ο καθένας.
Συμπέρασμα: τα στοιχεία που συστήνουν στην αρχή του έπους τον προγραμματικό ρόλο της Αθηνάς, εδώ επαναλαμβάνονται και συμπληρώνονται, ώστε το πρόγραμμα να ανταποκριθεί στις συνθετικές απαιτήσεις τώρα του δεύτερου μέρους. Η θεά, μεταμορφώνεται πάλι, κινείται και παρακινεί. Το θέμα ωστόσο της μεταμόρφωσης τη φορά αυτή διευρύνεται. Στη διπλή μεταμόρφωση της Αθηνάς αντιστοιχεί η παραμόρφωση του Οδυσσέα. Η σωματική παράλλαξη επεκτείνεται, όπως είδαμε, στις περιοχές του χώρου και του λόγου. Εφεξής η παράλλαξη και ο δόλος θα αποτελέσουν (αμυντικά στην αρχή, επιθετικά ύστερα) μέσα, με τα οποία ο ήρωας θα διασφαλίσει την επιτυχία της μνηστηροφονίας. Στο μεταξύ, οι πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα θα πολλαπλασιαστούν, ενώ ο δόλος του θα μεταβιβαστεί στη συμπεριφορά λιγότερο του Τηλεμάχου και περισσότερο της Πηνελόπης (το αγώνισμα του τόξου, με το οποίο προάγεται η μνηστηροφονία, είναι δική της ιδέα, δεύτερη μετά το προηγούμενο τέχνασμα του ιστού).
Αλλά και το θέμα της κίνησης και της μετακίνησης διπλασιάζεται: μεταφέρεται από τον Οδυσσέα στον Τηλέμαχο, με διάμεσο πάντα αγωγό την Αθηνά. Γενικότερα, στην αφετηρία και του δεύτερου μέρους ο ποιητής αναθέτει πάλι στην Αθηνά την εξαγγελία του συνθετικού του σχεδίου, τώρα όμως με συνεργό τον Οδυσσέα. Θεά και ήρωας συμβάλλονται στην κοινή αυτή υπόθεση, καθώς και οι δύο διαθέτουν εφευρετικό και πολύτροπο νου, ομόλογη, όπως ομολογεί η Αθηνά, βουλήν και μῆτιν.
Η συνεργασία αυτή ευοδώνεται και από το γεγονός ότι ο αντίπαλος θεός του νόστου, ο Ποσειδών, κάνει την τελευταία του εμφάνιση στο πρώτο μέρος της δέκατης τρίτης ραψωδίας, και μετά εξαφανίζεται (ν 125-187). Μόλις αποθέτουν κοιμισμένο τον Οδυσσέα οι φαίακες ναυτικοί στην ακτή του Φόρκυνα, ο Ποσειδών, που τους παίρνει είδηση, εξανίσταται, εκφράζοντας έντονη διαμαρτυρία στον Δία. Ισχυρίζεται πως κανείς θεός και θνητός πλέον δεν θα τον τιμήσει, εφόσον οι Φαίακες, φύτρα δική του, τον αγνόησαν, μεταφέροντας (σώο, αβλαβή, με τιμές και πολύτιμα δώρα) τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, τον νόστο του οποίου ο ίδιος δεν τον είχε τελεσίδικα αρνηθεί, τον θέλησε όμως εμποδισμένο με πάθη και βάσανα.
Ο Δίας απορρίπτει την υπόθεση της υποτίμησης του Ποσειδώνα από τους άλλους θεούς (κάτι τέτοιο, λέει, αντιβαίνει στην εξέχουσα θέση του μέσα στο δωδεκάθεο). Αν όμως η προσβολή προέρχεται από θνητούς, δικαιούται ο Ποσειδών να αντιδράσει όπως νομίζει. Οπότε εκείνος προκρίνει να πληρώσουν οι Φαίακες με δύο ποινές την αστόχαστη προπομπή του Οδυσσέα στην Ιθάκη με δικό τους καράβι: στον γυρισμό τους, το καράβι να μαρμαρώσει καταμεσής του πελάγους· ένα ψηλό βουνό να αποκλείσει τριγύρω την πόλη τους. Ο Δίας εγκρίνει τη σκέψη του Ποσειδώνα, διαβαθμίζοντας ωστόσο τα δύο μέρη της: να προηγηθεί, λέει, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Φαιάκων το μαρμάρωμα του καραβιού· μετά να αποκλειστεί η πόλη με περίγυρο βουνό. Ως προς το πρώτο μέρος της, η απειλή του Ποσειδώνα πραγματοποιείται αμέσως. Κατάπληκτοι οι μαζεμένοι στο λιμάνι Φαίακες βλέπουν ξαφνικά το πλοίο τους γυρίζοντας να πετρώνει στην ανοιχτή θάλασσα. Μεσολαβεί όμως ο Αλκίνοος, ο οποίος αναθυμάται τώρα έναν ξεχασμένο χρησμό, που προέλεγε τη διπλή αυτή εκδίκηση του Ποσειδώνα, και προτείνει να θυσιάσουν δώδεκα ταύρους στον θυμωμένο θεό, μήπως τους λυπηθεί και δεν πλακώσει την πόλη τους μ᾽ ένα θεόρατο όρος. Η θυσία τελείται δίχως καθυστέρηση, ο ποιητής ωστόσο αφήνει τον ακροατή μετέωρο: δεν λέει λέξη για τη θετική ή την αρνητική αντίδραση του Ποσειδώνα σ᾽ αυτή τη θυσιαστική ικεσία των Φαιάκων. Ξαναγυρίζουμε τώρα στην Αθηνά.
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023
Παιών ή Παινίωνας ο θεραπευτής των Θεών
Στην Ελληνική μυθολογία με το όνομα Παιώνας (Παιών) ή Παινίωνας είναι γνωστός ένας θεός, ανεξάρτητος αρχικώς, του οποίου το όνομα διαβάστηκε σε πινακίδες της Κνωσού. Στα ομηρικά έπη ο Παιών παρουσιάζεται ως θεραπευτής θεός και θεραπεύει τον τραυματισμένο Άδη.
Ο Παιώνας γιάτρευε με τη βοήθεια βοτάνων και ονομαζόταν «πολυφάρμακος Παιών». Βαθμιαία ο Παιώνας ταυτίσθηκε με τον θεό Απόλλωνα και το όνομά του αναφερόταν πλέον ως μία από τις πολλές επικλήσεις του Απόλλωνα.
Στην πέμπτη ραψωδία ο ποιητής αφηγείται τις πληγές των θεών από τις μάχες τους με τους θνητούς. Η Αφροδίτη, η Ήρα, ο τερατώδης Άδης ή ο Άρης αναζητούν στον Όλυμπο τον Παιώνα να θεραπεύσει τις πληγές τους.
Ποιος είναι όμως αυτός ο γιατρός που εγγυάται τη θεραπεία των θεών; Είναι η προσωποποιημένη θεραπευτική δύναμη, εξυψωμένη στον ολύμπιο ουρανό. Ο Όμηρος στην αφήγησή του βάζει μια απαραβίαστη γραμμή που οριοθετεί τον κόσμο των θνητών και τον κόσμο των αθανάτων.
Ο Χείρων, αν και θεός, είναι ευάλωτος και υποκύπτει στη σκιά του θανάτου. Το ίδιο και ο Ασκληπιός που παραμένει δεμένος με τη σφαίρα της θνητότητας. Δεν μπορούν λοιπόν να χειριστούν τον κόσμο των αθανάτων. Τούτος ο αυστηρός διαχωρισμός δεν είναι ο μοναδικός.
Η ομηρική θεολογία χαράζει την ίδια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ολύμπιους θεούς και τους μη-ολύμπιους. Ό,τι είναι Ολύμπιο προσδένεται σταθερά στο άρμα του αιώνιου φωτός. Ό,τι είναι μη-Ολύμπιο φέρει τη σκιά του θανάτου.
Ο Παιών συνδεδεμένος με τον Απόλλωνα στην Οδύσσεια, διακριτός σε άλλες αφηγήσεις, είναι η αληθινή πηγή της θεραπευτικής τέχνης. Αντιπροσωπεύει μια μορφή θεραπείας ανώτερη από εκείνη του Ασκληπιού ή του Χείρωνα, την ουσία της αφηρημένης, καθαρής θεραπευτικής δύναμης του φωτός. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που ο παιάν στους Δελφούς ακουγόταν από την άνοιξη ως τα τέλη του φθινόπωρου, όσο κρατούσε δηλαδή η επιφάνεια του φωτός.
Στην Ιλιάδα, όμως, ο γεννήτωρ της θεραπευτικής τέχνης δεν είναι ο Ασκληπιός. Ο Ασκληπιός αναφέρεται απλώς ως πατέρας των δυο γιων του. Ο ποιητής δε γνωρίζει κανέναν Ασκληπιό θεό της θεραπείας.
Τον παρουσιάζει απλά ως θνητό ιατρό που έγινε ημίθεος μετά τον θάνατό του. Πίσω από τους δύο γιους του, τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο στέκει μια άλλη μορφή, που η προέλευσή της χάνεται πίσω από την αχλύ του μύθου, ο αρχαϊκός Χείρων, στον οποίο επιστρέφουμε αναζητώντας τον αιτιολογικό παράγοντα του μύθου.
Ως πατέρα του Ασκληπιού ο Όμηρος δεν αναφέρει κανέναν, παρά μόνον τον Χείρωνα, τον πατρικό φίλο και δάσκαλό του, που του δίδαξε τη θεραπευτική φύση των βοτάνων. Αλλά αυτό δεν τον ξεχωρίζει από τον κύκλο των ηρώων που μαθήτευσαν με τον Χείρωνα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας συμμετείχε στη θεραπευτική παράδοση με το χειρώνιον, το θεραπευτικό βοτάνι για τις πληγές του Πάτροκλου. Ωστόσο και ο ίδιος ο Χείρων πληγώνεται, όπως μαθαίνουμε από μεταγενέστερους μύθους.
Είναι ένας αθάνατος με αγιάτρευτη πληγή και ο μαθητής του ο Ασκληπιός έχει την ίδια τύχη. Γιατί ο Όμηρος αποσιωπά τη θεϊκή καταγωγή του δεύτερου; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στον ιατρό των θεών, τον Παιώνα ή Παιήωνα.
Ο Παιώνας γιάτρευε με τη βοήθεια βοτάνων και ονομαζόταν «πολυφάρμακος Παιών». Βαθμιαία ο Παιώνας ταυτίσθηκε με τον θεό Απόλλωνα και το όνομά του αναφερόταν πλέον ως μία από τις πολλές επικλήσεις του Απόλλωνα.
Στην πέμπτη ραψωδία ο ποιητής αφηγείται τις πληγές των θεών από τις μάχες τους με τους θνητούς. Η Αφροδίτη, η Ήρα, ο τερατώδης Άδης ή ο Άρης αναζητούν στον Όλυμπο τον Παιώνα να θεραπεύσει τις πληγές τους.
Ποιος είναι όμως αυτός ο γιατρός που εγγυάται τη θεραπεία των θεών; Είναι η προσωποποιημένη θεραπευτική δύναμη, εξυψωμένη στον ολύμπιο ουρανό. Ο Όμηρος στην αφήγησή του βάζει μια απαραβίαστη γραμμή που οριοθετεί τον κόσμο των θνητών και τον κόσμο των αθανάτων.
Ο Χείρων, αν και θεός, είναι ευάλωτος και υποκύπτει στη σκιά του θανάτου. Το ίδιο και ο Ασκληπιός που παραμένει δεμένος με τη σφαίρα της θνητότητας. Δεν μπορούν λοιπόν να χειριστούν τον κόσμο των αθανάτων. Τούτος ο αυστηρός διαχωρισμός δεν είναι ο μοναδικός.
Η ομηρική θεολογία χαράζει την ίδια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ολύμπιους θεούς και τους μη-ολύμπιους. Ό,τι είναι Ολύμπιο προσδένεται σταθερά στο άρμα του αιώνιου φωτός. Ό,τι είναι μη-Ολύμπιο φέρει τη σκιά του θανάτου.
Ο Παιών συνδεδεμένος με τον Απόλλωνα στην Οδύσσεια, διακριτός σε άλλες αφηγήσεις, είναι η αληθινή πηγή της θεραπευτικής τέχνης. Αντιπροσωπεύει μια μορφή θεραπείας ανώτερη από εκείνη του Ασκληπιού ή του Χείρωνα, την ουσία της αφηρημένης, καθαρής θεραπευτικής δύναμης του φωτός. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που ο παιάν στους Δελφούς ακουγόταν από την άνοιξη ως τα τέλη του φθινόπωρου, όσο κρατούσε δηλαδή η επιφάνεια του φωτός.
Στην Ιλιάδα, όμως, ο γεννήτωρ της θεραπευτικής τέχνης δεν είναι ο Ασκληπιός. Ο Ασκληπιός αναφέρεται απλώς ως πατέρας των δυο γιων του. Ο ποιητής δε γνωρίζει κανέναν Ασκληπιό θεό της θεραπείας.
Τον παρουσιάζει απλά ως θνητό ιατρό που έγινε ημίθεος μετά τον θάνατό του. Πίσω από τους δύο γιους του, τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο στέκει μια άλλη μορφή, που η προέλευσή της χάνεται πίσω από την αχλύ του μύθου, ο αρχαϊκός Χείρων, στον οποίο επιστρέφουμε αναζητώντας τον αιτιολογικό παράγοντα του μύθου.
Ως πατέρα του Ασκληπιού ο Όμηρος δεν αναφέρει κανέναν, παρά μόνον τον Χείρωνα, τον πατρικό φίλο και δάσκαλό του, που του δίδαξε τη θεραπευτική φύση των βοτάνων. Αλλά αυτό δεν τον ξεχωρίζει από τον κύκλο των ηρώων που μαθήτευσαν με τον Χείρωνα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας συμμετείχε στη θεραπευτική παράδοση με το χειρώνιον, το θεραπευτικό βοτάνι για τις πληγές του Πάτροκλου. Ωστόσο και ο ίδιος ο Χείρων πληγώνεται, όπως μαθαίνουμε από μεταγενέστερους μύθους.
Είναι ένας αθάνατος με αγιάτρευτη πληγή και ο μαθητής του ο Ασκληπιός έχει την ίδια τύχη. Γιατί ο Όμηρος αποσιωπά τη θεϊκή καταγωγή του δεύτερου; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στον ιατρό των θεών, τον Παιώνα ή Παιήωνα.
«Πετριχώρ», το επιστημονικό όνομα της μυρωδιάς της βροχής.
Μέτα την βροχή τα πάντα μυρίζουν πιο έντονα. Η υπέροχη οσμή του βρεγμένου εδάφους και των φυτών, έχει αποκτήσει και επιστημονικό όνομα, το οποίο οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε.
Ηδη από το 1967, δύο ερευνητές της Αυστραλίας οι Isabel Bear και Dick Thomas, σε επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ονόμασαν την οσμή της βροχής ως «πετριχώρ», από των συνδυασμό των Ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ (που στην Ελληνική μυθολογία ήταν το αιθέριο χρυσό υγρό που κυλούσε στις φλέβες των θεών και των αθανάτων).
Οι δύο ερευνητές κατάληξαν στο συμπέρασμα, πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους και απελευθερώνεται όταν πέφτει η βροχή.
Ένα σημαντικό συστατικό του πετριχώρ είναι οργανική ένωση που ονομάζεται γεωσμίνη. Η οσμή έχει μεγαλύτερη ένταση ιδιαίτερα όταν οι πρώτες βροχές μιας εποχής πέσουν σε ξηρό έδαφος.
Το έλαιο φαίνεται ότι βοηθά τα φυτά να αποτρέπουν την ανάπτυξη άλλων φυτών γύρω τους σε περιόδους ξηρασίας που έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού για το διαθέσιμο νερό.
Πέραν του ελαίου, βρήκαν ότι σημαντικό ρόλο παίζει η παρουσία της γεωσμίνης, μιας οργανικής ένωσης που παράγεται από τους ακτινομύκητες αλλά και το όζον. Κατέληξαν πως όλες μαζί αυτές οι ενώσεις συνθέτουν το υπέροχο οσφρητικό αποτέλεσμα του πετριχώρου.
Όταν μια σταγόνα βροχής προσγειώνεται στο έδαφος, ο αέρας που βρίσκεται στους πόρους σχηματίζει μικρές φυσαλίδες που εγκλωβίζουν μέσα τους τα στερεά σωματίδια του πετριχώρου και δημιουργούν τα λεγόμενα αερολύματα. Αυτά τα αερολύματα σιγά σιγά επιπλέουν προς την επιφάνεια του νερού και απελευθερώνονται.
Μάλιστα, οι σταγόνες βροχής που κινούνται με πιο αργό ρυθμό τείνουν να παράγουν περισσότερα αερολύματα. Γι’ αυτό θα έχετε παρατηρήσει ότι σε μικρής έντασης μπόρες η μυρωδιά είναι πιο έντονη.
Επιπρόσθετα με τον πετριχώρο, πριν την έλευση καταιγίδας μπορείτε να διακρίνετε και μία άλλη οσμή στην ατμόσφαιρα που θυμίζει χλώριο. Η μυρωδιά αυτή οφείλεται στο όζον («όζει» στα αρχαία Eλληνικά σημαίνει «μυρίζει») που παράγεται από ηλεκτρικές εκκενώσεις στα νέφη (σωρειτομελανίες).
Το όζον παράγεται με τη διάσπαση διατομικών μορίων οξυγόνου με προσφερόμενη ενέργεια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις, και στη συνέχεια τα άτομα οξυγόνου σχηματίζουν δεσμό με διατομικά μόρια οξυγόνου, δηλαδή παράγεται ένα μόριο όζοντος κ.ο.κ. Τα ισχυρά καθοδικά ρεύματα των καταιγίδων μεταφέρουν το όζον στο έδαφος και μας προειδοποιούν (κατά μία έννοια) για την εκδήλωση καταιγίδας.
Ηδη από το 1967, δύο ερευνητές της Αυστραλίας οι Isabel Bear και Dick Thomas, σε επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ονόμασαν την οσμή της βροχής ως «πετριχώρ», από των συνδυασμό των Ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ (που στην Ελληνική μυθολογία ήταν το αιθέριο χρυσό υγρό που κυλούσε στις φλέβες των θεών και των αθανάτων).
Οι δύο ερευνητές κατάληξαν στο συμπέρασμα, πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους και απελευθερώνεται όταν πέφτει η βροχή.
Ένα σημαντικό συστατικό του πετριχώρ είναι οργανική ένωση που ονομάζεται γεωσμίνη. Η οσμή έχει μεγαλύτερη ένταση ιδιαίτερα όταν οι πρώτες βροχές μιας εποχής πέσουν σε ξηρό έδαφος.
Το έλαιο φαίνεται ότι βοηθά τα φυτά να αποτρέπουν την ανάπτυξη άλλων φυτών γύρω τους σε περιόδους ξηρασίας που έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού για το διαθέσιμο νερό.
Πέραν του ελαίου, βρήκαν ότι σημαντικό ρόλο παίζει η παρουσία της γεωσμίνης, μιας οργανικής ένωσης που παράγεται από τους ακτινομύκητες αλλά και το όζον. Κατέληξαν πως όλες μαζί αυτές οι ενώσεις συνθέτουν το υπέροχο οσφρητικό αποτέλεσμα του πετριχώρου.
Όταν μια σταγόνα βροχής προσγειώνεται στο έδαφος, ο αέρας που βρίσκεται στους πόρους σχηματίζει μικρές φυσαλίδες που εγκλωβίζουν μέσα τους τα στερεά σωματίδια του πετριχώρου και δημιουργούν τα λεγόμενα αερολύματα. Αυτά τα αερολύματα σιγά σιγά επιπλέουν προς την επιφάνεια του νερού και απελευθερώνονται.
Μάλιστα, οι σταγόνες βροχής που κινούνται με πιο αργό ρυθμό τείνουν να παράγουν περισσότερα αερολύματα. Γι’ αυτό θα έχετε παρατηρήσει ότι σε μικρής έντασης μπόρες η μυρωδιά είναι πιο έντονη.
Επιπρόσθετα με τον πετριχώρο, πριν την έλευση καταιγίδας μπορείτε να διακρίνετε και μία άλλη οσμή στην ατμόσφαιρα που θυμίζει χλώριο. Η μυρωδιά αυτή οφείλεται στο όζον («όζει» στα αρχαία Eλληνικά σημαίνει «μυρίζει») που παράγεται από ηλεκτρικές εκκενώσεις στα νέφη (σωρειτομελανίες).
Το όζον παράγεται με τη διάσπαση διατομικών μορίων οξυγόνου με προσφερόμενη ενέργεια από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις, και στη συνέχεια τα άτομα οξυγόνου σχηματίζουν δεσμό με διατομικά μόρια οξυγόνου, δηλαδή παράγεται ένα μόριο όζοντος κ.ο.κ. Τα ισχυρά καθοδικά ρεύματα των καταιγίδων μεταφέρουν το όζον στο έδαφος και μας προειδοποιούν (κατά μία έννοια) για την εκδήλωση καταιγίδας.
Ο έρωτας ως άλλοθι
Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα - μήπως δεν κάνω τίποτα από τα δύο;
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του σεξουαλικού πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - έρωτας και πόθος στο μίξερ.
Η φράση αυτή, σε ένα πρώτο άκουσμα, φαίνεται σαν να «ξεκαθαρίζει» κάποια πράγματα. Όμως, ποια ακριβώς πράγματα; Και, μήπως, αντί να ξεκαθαρίζεται οτιδήποτε, πρόκειται για έναν περίτεχνο ελιγμό (ασχέτως αν υπάρχει πρόθεση ή όχι), με τον οποίο ο έρωτας χρησιμοποιείται ως άλλοθι της σεξουαλικής μας ανάγκης; Μήπως, από μία άποψη, πρόκειται για ένα ακόμη χωνεμένο και άριστα καλυμμένο ταμπού μιας πατριαρχικής νοοτροπίας;
Ας δούμε κάποιες πιθανές αναγνώσεις αυτής της δήλωσης, για όλους τους παραπάνω λόγους.
Το προφανές κυριολεκτικό και γενικό νόημα της φράσης
Φυσικά, εν πρώτοις, καταλαβαίνουμε το προφανές νόημα της φράσης, αν μείνουμε κυρίως στον απλό συνδυασμό των λέξεων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σημαίνει κάτι σαν: «Εγώ προτιμώ να κάνω σεξ όταν ερωτεύομαι, από το να κάνω σεξ χωρίς να είμαι ερωτευμένος». Θα δήλωνε δε κάτι καθαρό, μια επιλογή, μια στάση με προσωπική ευθύνη.
Κάτι ανάλογο ισχύει και αν κάποιος πει ότι την καταλαβαίνει ως δήλωση προθέσεων, ορίων: «Κοίτα, μη νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει μια νέτη σκέτη σεξουαλική εκτόνωση» – ανεξάρτητα αν κάτι τέτοιο μπορεί πάντα να ειπωθεί σταράτα, άμεσα, χωρίς να είναι καν κρυπτογραφημένο στη φράση μας.
Και βέβαια κάποιος μπορεί να αντιληφθεί αυτήν τη φράση (όπως και κάθε φράση) με τον δικό του τρόπο, αφού είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς, τι και με ποια απόχρωση την εννοεί ή τι υπονοεί κάτω από τις λέξεις, εάν δεν ρωτήσει τον ίδιο.
Ωστόσο, υπάρχει μια πιθανή ανάγνωση που μπορεί να είναι εξαιρετικά «ύποπτη».
Το νόημα της φράσης σε ένα άλλο φόντο.
Χωρίς να γίνομαι ισοπεδωτικός, είμαι της άποψης ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το νόημα αυτής της δήλωσης - ιδιαίτερα αν σκεφτούμε το σημερινό λαβυρινθώδες φόντο των συναντήσεών μας, με τον νεοσυντηρητισμό τους και τις συγχύσεις του πάμφτωχου λεξιλογίου τους. Κι αυτό είναι, πάντοτε κατά τη γνώμη μου, το εξής:
Η συγκεκριμένη έκφραση συχνότατα υπονοεί κυρίως μια προκατάληψη, έναν «ρατσισμό» ως προς τη σεξουαλική μας ανάγκη. Οπότε, αν την ακούσουμε στο φόντο της προκατάληψης αυτής, ίσως είναι δυνατόν να φέρει και τα εξής νοήματα:
Να δηλώνει ότι υπάρχει κάτι που λέγεται «σεξ», το οποίο, επειδή είναι ποταπό και φτηνιάρικο, χρειάζεται να φιλτραριστεί στο φόντο του έρωτα για να γίνει έγκριτο, αποδεκτό, αλλά τότε λέγεται «κάνω έρωτα».
Να δηλώνει ότι το «σκέτο» σεξ, χωρίς έρωτα, δεν περιλαμβάνει καθόλου συναισθήματα – ή, και αν περιλαμβάνει, το «σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα» διαχωρίζεται από το «σεξ με τα συναισθήματα του έρωτα».
Να εισάγει ένα είδος «κάθετης» ποιοτικής αξιολόγησης. Αν πω «εγώ δεν παίζω μπάσκετ, παίζω βόλεϊ», δεν ακούγεται κάποια ηθικού τύπου αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία το μπάσκετ είναι «καλύτερο», από το βόλεϊ. Σε θέματα όμως καυτά και ιδιαιτέρως φορτισμένα για τις κοινωνικές μας νόρμες, όπως είναι το σεξ, τα πράγματα αλλάζουν.
Στην εν λόγω φράση που μας απασχολεί, έτσι όπως είναι δομημένη, υπάρχει ο απόηχος μιας αόριστης ηθικής τάξης. Σύμφωνα με αυτήν, το «σεξ με έρωτα», μοιάζει να θεωρείται υψηλό, ανώτερο, σε «καλύτερη» θέση από το σεξ το οποίο συνοδεύουν οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα, ή από το λεγόμενο «σκέτο σεξ», το οποίο συνήθως νοείται ως βρόμικο, χωρίς κανένα συναίσθημα.
Άρα, εγώ που κάνω έρωτα και όχι σεξ αποκτώ αξία στα μάτια τα δικά μου και των άλλων, δηλώνω ότι είμαι ένα ον που κινείται σε ανώτερα επίπεδα και όχι στα φτηνά του σκέτου σεξ ή του σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα εκτός από αυτά του έρωτα.
Ιδιαιτέρως με τη χρήση της λέξης «έρωτας», είναι σαν η φράση αυτή να μας λέει ότι «δεν κάνω ακριβώς σεξ, αλλά πραγματώνω τον έρωτά μου μέσω του σεξ, χρησιμοποιώ το σεξ ως ένα εργαλείο, ένα στοιχείο του έρωτά μου, ο οποίος παραμένει το κέντρο βάρους της εμπειρίας μου».
Η αυτονομία και η ολότητα του σεξουαλικού πόθου
Όταν μιλούμε για αγάπη, έρωτα και σεξουαλικό πόθο, εννοούμε τρεις μεγάλες ομάδες αναγκών, εκ των οποίων η κάθε μία αποτελείται από πολλές επί μέρους ανάγκες.
Οι τρεις αυτοί μεγάλοι «αστερισμοί» αναγκών, αν και σαφέστατα συναντιούνται και τέμνονται μερικώς, αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς αυτόνομες στον πυρήνα τους εκδηλώσεις της ύπαρξής μας. Αποκτούν δε την ταυτότητά τους ως εξής:
* Στην «αγάπη» μεταξύ συντρόφων, το χρώμα δίνουν οι επί μέρους ανάγκες για ψυχική εγγύτητα, συμπόρευση, επίγνωση αλλά και αποδοχή της αναπόφευκτης διαφορετικότητάς μας.
* Στον «έρωτα», αντιθέτως, κυριαρχούν οι επί μέρους ανάγκες μας να ξεχάσουμε τη διαφορετικότητά μας, να υπερβούμε τα όρια του προσωπικού μας σύμπαντος, να χάσουμε την ατομικότητά μας βουτώντας στο ομοιογενές σύνολο που συνεπάγεται η απόλυτη, ιδανική ένωση με τον Άλλον - βλ. το σχετικό άρθρο μου «Οδεύοντας προς τον έρωτα: Πίσω από τις κουίντες».
* Στη «σεξουαλικότητά» μας, στο προσκήνιο βρίσκονται οι επί μέρους ανάγκες μας να κατέβουμε στις χθόνιες ρίζες μας, να χαρούμε το άρωμα, τον ιδρώτα, το σμήγμα, τις εκκρίσεις των ζωντανών, παλλόμενων σωμάτων, να έρθουμε σε επαφή με κύριο όχημα τη φυσική μας διάσταση, «εντός» των σωμάτων μας.
Επίσης, το σεξ (όπως και ο έρωτας και η αγάπη και κάθε άλλο βίωμά μας) είναι πάντα ένα βίωμα ολιστικό, αφού σε κάθε εμπειρία μας, λόγω της κατασκευής μας, πάντα συμπράττουν νους, σώμα συναίσθημα. Αυτό το «τριπλό ολιστικό πακέτο» πραγματώνεται έτσι κι αλλιώς κάθε φορά που κάνουμε σεξ, απλώς με διαφορετικές αναλογίες και ποιότητες, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση, την ανάγκη και το νόημα που δίνουμε σε κάθε κατάσταση.
Δηλαδή, μπορεί να κάνουμε σεξ με πάμπολλα συναισθήματα που παράγονται για χίλιους λόγους: επειδή είμαστε ερωτευμένοι, επειδή αγαπούμε, επειδή απλώς ποθούμε, επειδή, επειδή, επειδή κλπ - και κάθε φορά είναι μια διαφορετική εμπειρία στο σύνολό της.
Πάντα είναι όμως σεξ με νου, σώμα, συναίσθημα, ανεξαρτήτως ποιο συναίσθημα είναι αυτό.
Μεταμοντέρνα ηθικολογία
Όπως και να το δούμε, το σώμα, τόσο κάποιου που κάνει σεξ με οποιαδήποτε συναισθήματα όσο και του ερωτευμένου, χυμάει μπροστά με ασυγκράτητη ορμή, πρωταγωνιστεί.
Ο σεξουαλικός πόθος, με ή χωρίς έρωτα, πάντα ξεχύνεται ασυγκράτητος ούτως ή άλλως από τα πρωτογενή υπόγεια, από τα σπλάχνα μας και από τους πυρήνες των κυττάρων μας. Δεν χρειάζεται γαρνίρισμα. Δεν είναι κατώτερος θεός.
Με άλλα λόγια, το σεξ μπορεί, με δική μας ευθύνη, να συμπράττει κατά βούληση με μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων και επιλογών κι όχι μόνο αυτών του έρωτα ή της αγάπης. Στην περίπτωση που η φράση «δεν κάνω σεξ αλλά κάνω έρωτα» έχει συνειδητά ή (συνήθως) ασυνείδητα την προκατάληψη για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, τότε, δεν κάνουμε ούτε σεξ ούτε έρωτα, ούτε καν αυνανιζόμαστε.
Απλώς ησυχάζουμε ενοχές και ντροπές που έχουμε ενδοβάλλει (που έχουμε «καταπιεί»).
Ο σεξουαλικός πόθος δεν ξεκινά από τα πάνω πατώματα της ύπαρξής μας. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται ήδη εν τη γενέσει του στα εκλεπτυσμένα, αριστοκρατικά στρώματα της συναισθηματικής σφαίρας του ερωτευμένου.
Αλλά και γενικότερα, ο πόθος δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται στη σφαίρα οποιωνδήποτε συναισθημάτων που υποθετικά αναλογούν σε ένα «ανώτερο» επίπεδο ύπαρξης, έτσι ώστε η «κατώτερη» σεξουαλικότητα να υπηρετεί τα όποια «ανώτερα» συναισθήματά μας.
Η ανάγκη να εξιλεώνουμε τη σεξουαλικότητά μας «καπελώνοντάς» την υποχρεωτικά με τα συναισθήματα του έρωτα ως άλλοθι για να την αποδεχτούμε, θα λέγαμε ότι είναι ένα πανίσχυρο και πολύ ύπουλο πατριαρχικό ταμπού. Ένα ταμπού άψογα καλυμμένο πίσω από αυθαίρετες βαθμολογίες συστημάτων πεποιθήσεων και αξιών.
Είναι τεράστιο το κόστος της μετάλλαξης του έρωτα και του σεξουαλικού πόθου, δύο μεγαλειωδών φαινομένων της ανθρώπινης ζωής, στριμώχνοντάς τα αμφότερα σε ένα στενό καλάθι ηθικολογίας, μεταμορφωμένης σε μεταμοντέρνα θεώρηση.
Δεν είναι δύσκολο, σε όλα αυτά, να διαπιστώσουμε αδιόρατα ίχνη βολικά σμιλεμένων χριστιανικών ιδεών, τα οποία στηρίζουν την όλη μετάλλαξη.
Ανάλογα, θα δούμε να καταλύουν τη μετάλλαξη αυτή και πολλές μεταμοντέρνες ιδέες περί πνευματικότητας. Εννοώ τα αμέτρητα πλέον ιδεολογικά κατασκευάσματα που είναι τερατωδώς δομημένα με κατάχρηση ιδεών από διάφορες παραδόσεις και θρησκείες ενώ, επίσης, οι ιδέες αυτές συνδυάζονται αφελώς με απόψεις της σύγχρονης φυσικής.
Τα αποτελέσματα; Πολλά και καταστροφικότατα. Ο υπερτονισμός της αγάπης, η καταπίεση της θετικής σκέψης, της αδιάλειπτης αισιοδοξίας, της υποχρεωτικής συγχώρεσης, της επιβεβλημένης πόλωσης θετικών και αρνητικών σκέψεων.
Και βέβαια, ανάμεσα σε όλα αυτά είναι και ο διωγμός του σώματος ως κάτι λίγο, ηθικά φτηνό, σε σχέση με την ανυπέρβλητη ηθική αξία μιας αυθαίρετα οριζόμενης πνευματικής οδού, στην οποία το υλικό μας μέρος είναι εμπόδιο και πρέπει να πεταχτεί βάναυσα στα Τάρταρα. Οπότε, αφού το σεξουαλικός πόθος έχει ως πρωταγωνιστεί το σώμα, πρέπει να εξοριστεί ή τουλάχιστον να υποστεί καθοριστική μετάλλαξη, μπαίνοντας στην υπηρεσία του έρωτα και της συναισθηματικής μας σφαίρας.
Η καταδίκη του σεξουαλικού πόθου
Για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι η φράση του τίτλου αυτού του άρθρου, κάποιες φορές, τοποθετεί στο εκτελεστικό απόσπασμα τον σεξουαλικό πόθο.
Ταυτόχρονα, πυροδοτεί και μια αλυσίδα άλλων επιπλοκών στις σχέσεις, γιατί η κάθετη ηθική που πολώνει τον έρωτα και το σεξ σε «ανώτερο vs. κατώτερου», περνά και μολύνει τα πρόσωπα με τα οποία συναντιόμαστε και ψάχνουμε το πώς να χτίσουμε ένα κοινό μονοπάτι.
Για παράδειγμα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σεξ είναι για να «ικανοποιούμε την ανάγκη μας» και το «κάνω έρωτα» αναφέρεται σε κάποιον που αγαπούν.
Όμως, έτσι, θεωρώ ότι:
* Αδικείται το πρόσωπο με το οποίο κάποιος πάει «για να ικανοποιήσει την ανάγκη του», καθώς αυτό το πρόσωπο στριμώχνεται σε έναν συγκεκριμένο «δευτεροκλασάτο» ρόλο - «αυτός ή αυτή δεν κάνουν για άλλα πράγματα, μόνο για γούστα».
* Αδικείται το αγαπώμενο πρόσωπο, γιατί επίσης στριμώχνεται Προκρούστεια σε έναν ρόλο μαμάς - νοικοκυράς «α!, εγώ τη γυναίκα τη θέλω κυρία, σεμνή στο κρεβάτι, γιατί αν εκεί θέλει τρελά πράγματα, ποιος ξέρει με πόσους τα έκανε ήδη ή ποιον θα ψάξει να βρει να κάνει αυτά τα γούστα της», ή «καλός κουβαλητής, καλός άνθρωπος, αλλά λίγο βαρετός και δεν λέει και πολλά σαν εραστής, αλλά, πάλι, τι να κάνεις...»
* Αδικείται το ίδιο το πρόσωπο που κάνει αυτόν τον κάθετο ηθικό διαχωρισμό, καθώς τέμνει και κλείνει σε «κουτάκια» τις ανάγκες του και, παράλληλα, αδικούνται ο ίδιος ο έρωτας, η αγάπη και ο σεξουαλικός πόθος.
Άλλωστε, το «σεξ+ αγάπη/έρωτας» σε μία φάση ζωής και σε μία συγκεκριμένη συμπόρευση με κάποιον, δεν σημαίνει ότι θα είναι πάντα το ίδιο, ακόμα και μετά 3 ή 5 μόνο χρόνια σχέσης. Με τη ροή του χρόνου, ο συνδυασμός των στοιχείων της εξίσωσης αλλάζει, γιατί αλλάζουμε και εμείς και ο άλλος. Και τότε;
Τότε, αν έχουμε κλεισμένο σε τετραγωνάκια και τον εαυτό μας, τον άλλον και τη σχέση μας, να οι ενοχές και πάλι ενοχές που αλλάζω, που αλλάζεις, που αλλάζει η σύνδεσή μας, που πιθανά θέλω πλέον να παραβώ τις αγγελικές «ηθικές» μου αξίες γιατί με «τραβά» κάτω ο σατανικός πόθος.
Τελικά, όταν πολώνουμε την αναζήτηση του άλλου, όταν δηλαδή κρατούμε τον έναν συνοδοιπόρο μας σε εικόνισμα άσηπτο και άγιο και τον άλλον σε βιτρίνα πορνείου, μοιράζουμε απλώς ρόλους: σκηνοθετούμε τη ζωή μας και τις συναντήσεις μας με βάση ταμπού και προκαταλήψεις, που συχνά αλληλοενισχύονται με τραύματα και αποθηκευμένο υλικό στον μη συνειδητό χώρο της Σκιάς μας.
Στερούμε φασιστικά από εμάς και από το άλλο πρόσωπο τη δυνατότητα αλλαγής, του προχωρήματος, της συνδιαμόρφωσης της όποιας κοινής μας πορείας, της αυθεντικότητας των αλλαγών μας - άρα και της αυθεντικής μας σχέσης.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Κι έτσι, στις μέρες μας, η φράση του τίτλου ίσως γίνεται συχνά μια μοδάτη υπεκφυγή, ένα είδος ρούχου, το οποίο φορά κάποιος για να ανέβει βαθμίδες στην κλίμακα μιας ιδιάζουσας ψευδοφιλελεύθερης ηθικής των σχέσεων· ή, με άλλα λόγια, για να καλύψει κάποια υποθετικά ισχύοντα κριτήρια αξίας της εικόνας του στα δικά του μάτια ή στα μάτια των άλλων.
Εντούτοις, σημειώνω ότι με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι η έκφραση «κάνω σεξ» θα έπρεπε να αντικαταστήσει την έκφραση «κάνω έρωτα».
Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ ποια ή ποιες εκφράσεις θα ήταν καταλληλότερες.
Αυτό που όμως σίγουρα γνωρίζω, είναι ότι νους και γλώσσα χρειάζονται νέους και καθαρούς χώρους, νέες άνετες αναπνοές, για να επινοήσουν εκφράσεις που να αντικατοπτρίζουν καίρια αυτό που μπορούν να κάνουν σήμερα δύο άνθρωποι όταν χαίρονται ο ένας τον άλλον με αμέτρητους τρόπους και σε αμέτρητα πλαίσια.
Η έκφραση «κάνω έρωτα», όταν χρησιμοποιείται ως υπεκφυγή, είναι διάτρητη.
Το ίδιο όμως ισχύει αν πω «κάνω σεξ» με μια ελευθεριάζουσα χροιά ή με τη σύγχρονη ωμότητα των σεξουαλικών συναντήσεων, από την οποία σχεδόν υποχρεωτικά πρέπει να λείπει κάθε στοιχείο συναισθήματος και κομψής προσέγγισης.
Φαίνεται ότι, τελικά, όσο το λεξιλόγιό μας παραμένει φτωχό στα περί σχέσεων, η κατάσταση όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους συναντιούνται το σεξ με τον έρωτα, είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Επίλογος
Μερικές πιθανά χρήσιμες ερωτήσεις στον εαυτό μας:
* Τι συναισθήματα δημιουργούνται ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο στο οποίο επιλέγω να εκφράζω τη σεξουαλική μου ανάγκη;
* Πώς σχετίζονται αυτά τα συναισθήματα μεταξύ τους, κατά πόσον είναι ενδεχομένως αντιφατικά;
* Πώς διαχειρίζομαι αυτά τα συναισθήματα;
* Ποιος είναι ο τωρινός μου τρόπος διαχείρισης της σεξουαλικής μου ανάγκης και πώς είμαι εγώ με αυτόν τον τρόπο; - με εκφράζει; αυτο-καταπιέζομαι για χ ή ψ λόγους;
* Τι χρειάζομαι για να νιώσω άνετα σεξουαλικά και πώς νιώθω που χρειάζομαι αυτήν ή την άλλη συνθήκη;
* Προς τα πού χρειάζομαι και θα ήθελα να αναπτύξω τον όποιον τωρινό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζομαι τη σεξουαλική μου ανάγκη;
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του σεξουαλικού πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - ο έρωτας ως άλλοθι του πόθου.
«Εγώ δεν κάνω σεξ, κάνω έρωτα» - έρωτας και πόθος στο μίξερ.
Η φράση αυτή, σε ένα πρώτο άκουσμα, φαίνεται σαν να «ξεκαθαρίζει» κάποια πράγματα. Όμως, ποια ακριβώς πράγματα; Και, μήπως, αντί να ξεκαθαρίζεται οτιδήποτε, πρόκειται για έναν περίτεχνο ελιγμό (ασχέτως αν υπάρχει πρόθεση ή όχι), με τον οποίο ο έρωτας χρησιμοποιείται ως άλλοθι της σεξουαλικής μας ανάγκης; Μήπως, από μία άποψη, πρόκειται για ένα ακόμη χωνεμένο και άριστα καλυμμένο ταμπού μιας πατριαρχικής νοοτροπίας;
Ας δούμε κάποιες πιθανές αναγνώσεις αυτής της δήλωσης, για όλους τους παραπάνω λόγους.
Το προφανές κυριολεκτικό και γενικό νόημα της φράσης
Φυσικά, εν πρώτοις, καταλαβαίνουμε το προφανές νόημα της φράσης, αν μείνουμε κυρίως στον απλό συνδυασμό των λέξεων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σημαίνει κάτι σαν: «Εγώ προτιμώ να κάνω σεξ όταν ερωτεύομαι, από το να κάνω σεξ χωρίς να είμαι ερωτευμένος». Θα δήλωνε δε κάτι καθαρό, μια επιλογή, μια στάση με προσωπική ευθύνη.
Κάτι ανάλογο ισχύει και αν κάποιος πει ότι την καταλαβαίνει ως δήλωση προθέσεων, ορίων: «Κοίτα, μη νομίζεις ότι μ’ ενδιαφέρει μια νέτη σκέτη σεξουαλική εκτόνωση» – ανεξάρτητα αν κάτι τέτοιο μπορεί πάντα να ειπωθεί σταράτα, άμεσα, χωρίς να είναι καν κρυπτογραφημένο στη φράση μας.
Και βέβαια κάποιος μπορεί να αντιληφθεί αυτήν τη φράση (όπως και κάθε φράση) με τον δικό του τρόπο, αφού είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς, τι και με ποια απόχρωση την εννοεί ή τι υπονοεί κάτω από τις λέξεις, εάν δεν ρωτήσει τον ίδιο.
Ωστόσο, υπάρχει μια πιθανή ανάγνωση που μπορεί να είναι εξαιρετικά «ύποπτη».
Το νόημα της φράσης σε ένα άλλο φόντο.
Χωρίς να γίνομαι ισοπεδωτικός, είμαι της άποψης ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το νόημα αυτής της δήλωσης - ιδιαίτερα αν σκεφτούμε το σημερινό λαβυρινθώδες φόντο των συναντήσεών μας, με τον νεοσυντηρητισμό τους και τις συγχύσεις του πάμφτωχου λεξιλογίου τους. Κι αυτό είναι, πάντοτε κατά τη γνώμη μου, το εξής:
Η συγκεκριμένη έκφραση συχνότατα υπονοεί κυρίως μια προκατάληψη, έναν «ρατσισμό» ως προς τη σεξουαλική μας ανάγκη. Οπότε, αν την ακούσουμε στο φόντο της προκατάληψης αυτής, ίσως είναι δυνατόν να φέρει και τα εξής νοήματα:
Να δηλώνει ότι υπάρχει κάτι που λέγεται «σεξ», το οποίο, επειδή είναι ποταπό και φτηνιάρικο, χρειάζεται να φιλτραριστεί στο φόντο του έρωτα για να γίνει έγκριτο, αποδεκτό, αλλά τότε λέγεται «κάνω έρωτα».
Να δηλώνει ότι το «σκέτο» σεξ, χωρίς έρωτα, δεν περιλαμβάνει καθόλου συναισθήματα – ή, και αν περιλαμβάνει, το «σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα» διαχωρίζεται από το «σεξ με τα συναισθήματα του έρωτα».
Να εισάγει ένα είδος «κάθετης» ποιοτικής αξιολόγησης. Αν πω «εγώ δεν παίζω μπάσκετ, παίζω βόλεϊ», δεν ακούγεται κάποια ηθικού τύπου αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία το μπάσκετ είναι «καλύτερο», από το βόλεϊ. Σε θέματα όμως καυτά και ιδιαιτέρως φορτισμένα για τις κοινωνικές μας νόρμες, όπως είναι το σεξ, τα πράγματα αλλάζουν.
Στην εν λόγω φράση που μας απασχολεί, έτσι όπως είναι δομημένη, υπάρχει ο απόηχος μιας αόριστης ηθικής τάξης. Σύμφωνα με αυτήν, το «σεξ με έρωτα», μοιάζει να θεωρείται υψηλό, ανώτερο, σε «καλύτερη» θέση από το σεξ το οποίο συνοδεύουν οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα, ή από το λεγόμενο «σκέτο σεξ», το οποίο συνήθως νοείται ως βρόμικο, χωρίς κανένα συναίσθημα.
Άρα, εγώ που κάνω έρωτα και όχι σεξ αποκτώ αξία στα μάτια τα δικά μου και των άλλων, δηλώνω ότι είμαι ένα ον που κινείται σε ανώτερα επίπεδα και όχι στα φτηνά του σκέτου σεξ ή του σεξ με οποιαδήποτε άλλα συναισθήματα εκτός από αυτά του έρωτα.
Ιδιαιτέρως με τη χρήση της λέξης «έρωτας», είναι σαν η φράση αυτή να μας λέει ότι «δεν κάνω ακριβώς σεξ, αλλά πραγματώνω τον έρωτά μου μέσω του σεξ, χρησιμοποιώ το σεξ ως ένα εργαλείο, ένα στοιχείο του έρωτά μου, ο οποίος παραμένει το κέντρο βάρους της εμπειρίας μου».
Η αυτονομία και η ολότητα του σεξουαλικού πόθου
Όταν μιλούμε για αγάπη, έρωτα και σεξουαλικό πόθο, εννοούμε τρεις μεγάλες ομάδες αναγκών, εκ των οποίων η κάθε μία αποτελείται από πολλές επί μέρους ανάγκες.
Οι τρεις αυτοί μεγάλοι «αστερισμοί» αναγκών, αν και σαφέστατα συναντιούνται και τέμνονται μερικώς, αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς αυτόνομες στον πυρήνα τους εκδηλώσεις της ύπαρξής μας. Αποκτούν δε την ταυτότητά τους ως εξής:
* Στην «αγάπη» μεταξύ συντρόφων, το χρώμα δίνουν οι επί μέρους ανάγκες για ψυχική εγγύτητα, συμπόρευση, επίγνωση αλλά και αποδοχή της αναπόφευκτης διαφορετικότητάς μας.
* Στον «έρωτα», αντιθέτως, κυριαρχούν οι επί μέρους ανάγκες μας να ξεχάσουμε τη διαφορετικότητά μας, να υπερβούμε τα όρια του προσωπικού μας σύμπαντος, να χάσουμε την ατομικότητά μας βουτώντας στο ομοιογενές σύνολο που συνεπάγεται η απόλυτη, ιδανική ένωση με τον Άλλον - βλ. το σχετικό άρθρο μου «Οδεύοντας προς τον έρωτα: Πίσω από τις κουίντες».
* Στη «σεξουαλικότητά» μας, στο προσκήνιο βρίσκονται οι επί μέρους ανάγκες μας να κατέβουμε στις χθόνιες ρίζες μας, να χαρούμε το άρωμα, τον ιδρώτα, το σμήγμα, τις εκκρίσεις των ζωντανών, παλλόμενων σωμάτων, να έρθουμε σε επαφή με κύριο όχημα τη φυσική μας διάσταση, «εντός» των σωμάτων μας.
Επίσης, το σεξ (όπως και ο έρωτας και η αγάπη και κάθε άλλο βίωμά μας) είναι πάντα ένα βίωμα ολιστικό, αφού σε κάθε εμπειρία μας, λόγω της κατασκευής μας, πάντα συμπράττουν νους, σώμα συναίσθημα. Αυτό το «τριπλό ολιστικό πακέτο» πραγματώνεται έτσι κι αλλιώς κάθε φορά που κάνουμε σεξ, απλώς με διαφορετικές αναλογίες και ποιότητες, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση, την ανάγκη και το νόημα που δίνουμε σε κάθε κατάσταση.
Δηλαδή, μπορεί να κάνουμε σεξ με πάμπολλα συναισθήματα που παράγονται για χίλιους λόγους: επειδή είμαστε ερωτευμένοι, επειδή αγαπούμε, επειδή απλώς ποθούμε, επειδή, επειδή, επειδή κλπ - και κάθε φορά είναι μια διαφορετική εμπειρία στο σύνολό της.
Πάντα είναι όμως σεξ με νου, σώμα, συναίσθημα, ανεξαρτήτως ποιο συναίσθημα είναι αυτό.
Μεταμοντέρνα ηθικολογία
Όπως και να το δούμε, το σώμα, τόσο κάποιου που κάνει σεξ με οποιαδήποτε συναισθήματα όσο και του ερωτευμένου, χυμάει μπροστά με ασυγκράτητη ορμή, πρωταγωνιστεί.
Ο σεξουαλικός πόθος, με ή χωρίς έρωτα, πάντα ξεχύνεται ασυγκράτητος ούτως ή άλλως από τα πρωτογενή υπόγεια, από τα σπλάχνα μας και από τους πυρήνες των κυττάρων μας. Δεν χρειάζεται γαρνίρισμα. Δεν είναι κατώτερος θεός.
Με άλλα λόγια, το σεξ μπορεί, με δική μας ευθύνη, να συμπράττει κατά βούληση με μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων και επιλογών κι όχι μόνο αυτών του έρωτα ή της αγάπης. Στην περίπτωση που η φράση «δεν κάνω σεξ αλλά κάνω έρωτα» έχει συνειδητά ή (συνήθως) ασυνείδητα την προκατάληψη για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, τότε, δεν κάνουμε ούτε σεξ ούτε έρωτα, ούτε καν αυνανιζόμαστε.
Απλώς ησυχάζουμε ενοχές και ντροπές που έχουμε ενδοβάλλει (που έχουμε «καταπιεί»).
Ο σεξουαλικός πόθος δεν ξεκινά από τα πάνω πατώματα της ύπαρξής μας. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται ήδη εν τη γενέσει του στα εκλεπτυσμένα, αριστοκρατικά στρώματα της συναισθηματικής σφαίρας του ερωτευμένου.
Αλλά και γενικότερα, ο πόθος δεν χρειάζεται να μετουσιώνεται στη σφαίρα οποιωνδήποτε συναισθημάτων που υποθετικά αναλογούν σε ένα «ανώτερο» επίπεδο ύπαρξης, έτσι ώστε η «κατώτερη» σεξουαλικότητα να υπηρετεί τα όποια «ανώτερα» συναισθήματά μας.
Η ανάγκη να εξιλεώνουμε τη σεξουαλικότητά μας «καπελώνοντάς» την υποχρεωτικά με τα συναισθήματα του έρωτα ως άλλοθι για να την αποδεχτούμε, θα λέγαμε ότι είναι ένα πανίσχυρο και πολύ ύπουλο πατριαρχικό ταμπού. Ένα ταμπού άψογα καλυμμένο πίσω από αυθαίρετες βαθμολογίες συστημάτων πεποιθήσεων και αξιών.
Είναι τεράστιο το κόστος της μετάλλαξης του έρωτα και του σεξουαλικού πόθου, δύο μεγαλειωδών φαινομένων της ανθρώπινης ζωής, στριμώχνοντάς τα αμφότερα σε ένα στενό καλάθι ηθικολογίας, μεταμορφωμένης σε μεταμοντέρνα θεώρηση.
Δεν είναι δύσκολο, σε όλα αυτά, να διαπιστώσουμε αδιόρατα ίχνη βολικά σμιλεμένων χριστιανικών ιδεών, τα οποία στηρίζουν την όλη μετάλλαξη.
Ανάλογα, θα δούμε να καταλύουν τη μετάλλαξη αυτή και πολλές μεταμοντέρνες ιδέες περί πνευματικότητας. Εννοώ τα αμέτρητα πλέον ιδεολογικά κατασκευάσματα που είναι τερατωδώς δομημένα με κατάχρηση ιδεών από διάφορες παραδόσεις και θρησκείες ενώ, επίσης, οι ιδέες αυτές συνδυάζονται αφελώς με απόψεις της σύγχρονης φυσικής.
Τα αποτελέσματα; Πολλά και καταστροφικότατα. Ο υπερτονισμός της αγάπης, η καταπίεση της θετικής σκέψης, της αδιάλειπτης αισιοδοξίας, της υποχρεωτικής συγχώρεσης, της επιβεβλημένης πόλωσης θετικών και αρνητικών σκέψεων.
Και βέβαια, ανάμεσα σε όλα αυτά είναι και ο διωγμός του σώματος ως κάτι λίγο, ηθικά φτηνό, σε σχέση με την ανυπέρβλητη ηθική αξία μιας αυθαίρετα οριζόμενης πνευματικής οδού, στην οποία το υλικό μας μέρος είναι εμπόδιο και πρέπει να πεταχτεί βάναυσα στα Τάρταρα. Οπότε, αφού το σεξουαλικός πόθος έχει ως πρωταγωνιστεί το σώμα, πρέπει να εξοριστεί ή τουλάχιστον να υποστεί καθοριστική μετάλλαξη, μπαίνοντας στην υπηρεσία του έρωτα και της συναισθηματικής μας σφαίρας.
Η καταδίκη του σεξουαλικού πόθου
Για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι η φράση του τίτλου αυτού του άρθρου, κάποιες φορές, τοποθετεί στο εκτελεστικό απόσπασμα τον σεξουαλικό πόθο.
Ταυτόχρονα, πυροδοτεί και μια αλυσίδα άλλων επιπλοκών στις σχέσεις, γιατί η κάθετη ηθική που πολώνει τον έρωτα και το σεξ σε «ανώτερο vs. κατώτερου», περνά και μολύνει τα πρόσωπα με τα οποία συναντιόμαστε και ψάχνουμε το πώς να χτίσουμε ένα κοινό μονοπάτι.
Για παράδειγμα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σεξ είναι για να «ικανοποιούμε την ανάγκη μας» και το «κάνω έρωτα» αναφέρεται σε κάποιον που αγαπούν.
Όμως, έτσι, θεωρώ ότι:
* Αδικείται το πρόσωπο με το οποίο κάποιος πάει «για να ικανοποιήσει την ανάγκη του», καθώς αυτό το πρόσωπο στριμώχνεται σε έναν συγκεκριμένο «δευτεροκλασάτο» ρόλο - «αυτός ή αυτή δεν κάνουν για άλλα πράγματα, μόνο για γούστα».
* Αδικείται το αγαπώμενο πρόσωπο, γιατί επίσης στριμώχνεται Προκρούστεια σε έναν ρόλο μαμάς - νοικοκυράς «α!, εγώ τη γυναίκα τη θέλω κυρία, σεμνή στο κρεβάτι, γιατί αν εκεί θέλει τρελά πράγματα, ποιος ξέρει με πόσους τα έκανε ήδη ή ποιον θα ψάξει να βρει να κάνει αυτά τα γούστα της», ή «καλός κουβαλητής, καλός άνθρωπος, αλλά λίγο βαρετός και δεν λέει και πολλά σαν εραστής, αλλά, πάλι, τι να κάνεις...»
* Αδικείται το ίδιο το πρόσωπο που κάνει αυτόν τον κάθετο ηθικό διαχωρισμό, καθώς τέμνει και κλείνει σε «κουτάκια» τις ανάγκες του και, παράλληλα, αδικούνται ο ίδιος ο έρωτας, η αγάπη και ο σεξουαλικός πόθος.
Άλλωστε, το «σεξ+ αγάπη/έρωτας» σε μία φάση ζωής και σε μία συγκεκριμένη συμπόρευση με κάποιον, δεν σημαίνει ότι θα είναι πάντα το ίδιο, ακόμα και μετά 3 ή 5 μόνο χρόνια σχέσης. Με τη ροή του χρόνου, ο συνδυασμός των στοιχείων της εξίσωσης αλλάζει, γιατί αλλάζουμε και εμείς και ο άλλος. Και τότε;
Τότε, αν έχουμε κλεισμένο σε τετραγωνάκια και τον εαυτό μας, τον άλλον και τη σχέση μας, να οι ενοχές και πάλι ενοχές που αλλάζω, που αλλάζεις, που αλλάζει η σύνδεσή μας, που πιθανά θέλω πλέον να παραβώ τις αγγελικές «ηθικές» μου αξίες γιατί με «τραβά» κάτω ο σατανικός πόθος.
Τελικά, όταν πολώνουμε την αναζήτηση του άλλου, όταν δηλαδή κρατούμε τον έναν συνοδοιπόρο μας σε εικόνισμα άσηπτο και άγιο και τον άλλον σε βιτρίνα πορνείου, μοιράζουμε απλώς ρόλους: σκηνοθετούμε τη ζωή μας και τις συναντήσεις μας με βάση ταμπού και προκαταλήψεις, που συχνά αλληλοενισχύονται με τραύματα και αποθηκευμένο υλικό στον μη συνειδητό χώρο της Σκιάς μας.
Στερούμε φασιστικά από εμάς και από το άλλο πρόσωπο τη δυνατότητα αλλαγής, του προχωρήματος, της συνδιαμόρφωσης της όποιας κοινής μας πορείας, της αυθεντικότητας των αλλαγών μας - άρα και της αυθεντικής μας σχέσης.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Κι έτσι, στις μέρες μας, η φράση του τίτλου ίσως γίνεται συχνά μια μοδάτη υπεκφυγή, ένα είδος ρούχου, το οποίο φορά κάποιος για να ανέβει βαθμίδες στην κλίμακα μιας ιδιάζουσας ψευδοφιλελεύθερης ηθικής των σχέσεων· ή, με άλλα λόγια, για να καλύψει κάποια υποθετικά ισχύοντα κριτήρια αξίας της εικόνας του στα δικά του μάτια ή στα μάτια των άλλων.
Εντούτοις, σημειώνω ότι με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι η έκφραση «κάνω σεξ» θα έπρεπε να αντικαταστήσει την έκφραση «κάνω έρωτα».
Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ ποια ή ποιες εκφράσεις θα ήταν καταλληλότερες.
Αυτό που όμως σίγουρα γνωρίζω, είναι ότι νους και γλώσσα χρειάζονται νέους και καθαρούς χώρους, νέες άνετες αναπνοές, για να επινοήσουν εκφράσεις που να αντικατοπτρίζουν καίρια αυτό που μπορούν να κάνουν σήμερα δύο άνθρωποι όταν χαίρονται ο ένας τον άλλον με αμέτρητους τρόπους και σε αμέτρητα πλαίσια.
Η έκφραση «κάνω έρωτα», όταν χρησιμοποιείται ως υπεκφυγή, είναι διάτρητη.
Το ίδιο όμως ισχύει αν πω «κάνω σεξ» με μια ελευθεριάζουσα χροιά ή με τη σύγχρονη ωμότητα των σεξουαλικών συναντήσεων, από την οποία σχεδόν υποχρεωτικά πρέπει να λείπει κάθε στοιχείο συναισθήματος και κομψής προσέγγισης.
Φαίνεται ότι, τελικά, όσο το λεξιλόγιό μας παραμένει φτωχό στα περί σχέσεων, η κατάσταση όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους συναντιούνται το σεξ με τον έρωτα, είναι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Επίλογος
Μερικές πιθανά χρήσιμες ερωτήσεις στον εαυτό μας:
* Τι συναισθήματα δημιουργούνται ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο στο οποίο επιλέγω να εκφράζω τη σεξουαλική μου ανάγκη;
* Πώς σχετίζονται αυτά τα συναισθήματα μεταξύ τους, κατά πόσον είναι ενδεχομένως αντιφατικά;
* Πώς διαχειρίζομαι αυτά τα συναισθήματα;
* Ποιος είναι ο τωρινός μου τρόπος διαχείρισης της σεξουαλικής μου ανάγκης και πώς είμαι εγώ με αυτόν τον τρόπο; - με εκφράζει; αυτο-καταπιέζομαι για χ ή ψ λόγους;
* Τι χρειάζομαι για να νιώσω άνετα σεξουαλικά και πώς νιώθω που χρειάζομαι αυτήν ή την άλλη συνθήκη;
* Προς τα πού χρειάζομαι και θα ήθελα να αναπτύξω τον όποιον τωρινό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζομαι τη σεξουαλική μου ανάγκη;
Προβλήματα επικοινωνίας σε μια σχέση
Οι ερωτικές σχέσεις είναι καταπληκτικές, όταν όλα κυλούν ομαλά, αλλά όταν ξεκινούν τα προβλήματα, οι συχνά μη υγιείς τεχνικές επικοινωνίας που έχουμε με κάποιους τρόπους εγκαθιδρύσει/ συνηθίσει έρχονται στο προσκήνιο και προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά. Δυστυχώς, αυτές οι ανθυγιεινές συνήθειες μας οδηγούν σε αντιπαραγωγικούς κύκλους που φέρνουν αχρείαστες δυσκολίες και πόνο στις ερωτικές μας σχέσεις.
Αν η επικοινωνία δεν είναι το φόρτε σας, μην ανησυχείτε. Τα παρακάτω 10 σημάδια θα σας βοηθήσουν να εξετάσετε και τη δική σας ποιότητα σχέσης και στη συνέχεια, έχοντας την απαραίτητη επίγνωση, να αλλάξετε τα βλαβερά μοτίβα.
1. Κάποιος πρέπει πάντα να κερδίζει
Αν αντιληφθείτε ότι επικεντρώνεστε εσείς ή η άλλη πλευρά στη νίκη – στο να αποδειχθεί ότι κάποιος «έχει δίκιο» – όταν διαφωνείτε, τότε βαδίζετε σε λάθος μονοπάτι. Η υγιής επικοινωνία επικεντρώνεται σε μια συνεργατική στάση που κάνει χώρο για τις οπτικές και των δύο πλευρών.
2. Κατηγορούμε και δημιουργούμε ενοχές
Όταν ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι έχουν αναπτύξει τη συνήθεια του να κατηγορούν και να δημιουργούν ενοχές ο ένας στον άλλο, η επικοινωνία – και κατά συνέπεια η σχέση – έχει πάρει την κάτω βόλτα. Αντί να διαιωνίζουμε αυτή τη συμπεριφορά, είναι προτιμότερο να εστιάζουμε στη φύση του ίδιου του προβλήματος και όχι να επιτιθόμαστε στο πρόσωπο που έκανε το λάθος.
3. Κριτική αντί για υγιής ανατροφοδότηση
Αν και πολλοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στη προσφορά ανατροφοδότησης, σχεδόν κανείς δεν εκτιμά την επίκριση. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο μπορεί να είναι εμφανής ή διακριτική, οπότε καλύτερα προσπαθήστε να συνηθίσετε στο να προσφέρετε θετική, υγιή ανατροφοδότηση παρά αρνητική κριτική.
4. Η οπτική επαφή και η γλώσσα του σώματος χρησιμοποιούνται χειριστικά
Η γλώσσα του σώματος τις περισσότερες φορές δηλώνει πολλά, περισσότερα κι από τις λέξεις. Είναι εύκολο να αφεθούμε σε αρνητικές συνήθειες κατά τη διάρκεια των συζητήσεών μας στη σχέση. Από την αποστροφή του βλέμματος έως το ειρωνικό κούνημα του κεφαλιού και μέχρι το αμυντικό δίπλωμα των χεριών, αυτή η αρνητική γλώσσα του σώματος σηματοδοτεί ασέβεια, εκνευρισμό, θυμό και απαξίωση.
Τις περισσότερες φορές άθελά μας χρησιμοποιούμε τέτοιες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς παθητικο-επιθετικά για να ελέγξουμε τη ροή και το αποτέλεσμα της συζήτησης. Μια υγιής συζήτηση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι περιέχει την ειλικρινή οπτική επαφή και τον σεβασμό.
5. Το multitasking μπερδεύει τα πράγματα
Ναι, έχουμε πολυάσχολες ζωές, αλλά αυτές οι συνεχώς διακοπτόμενες συζητήσεις ενώ κάνουμε κάτι άλλο παράλληλα δεν βοηθούν στην προσοχή. Και όταν δεν υπάρχει προσοχή, δημιουργούνται παρερμηνείες και κάποιος πληγώνεται. Το multitasking επίσης στέλνει κι ένα μήνυμα στο/στη σύντροφό μας: Ό,τι άλλο θέλω ή χρειάζεται να κάνω είναι πιο σημαντικό από το να σου δώσω την αμέριστη προσοχή μου.
6. Παθητικές τακτικές και θυμός κυριαρχούν
Εκεί που ο θυμός, η παθητικο-επιθετική και παθητική συμπεριφορά είναι νόρμες, η επικοινωνία είναι σχεδόν αδύνατη. Τα οργισμένα σχόλια – λεκτικές προσβολές – είναι σημάδι προβλήματος. Ο σαρκασμός και τα αστεία που χρησιμοποιούνται ως όπλα είναι παθητικο-επιθετικές στρατηγικές που δημιουργούν περίεργα δυναμικά.
7. Το να διακόπτουμε τον συνομιλητή είναι συνηθισμένο
Η αγενής διακοπή στέλνει το μήνυμα ότι αυτό που επιθυμεί να εκφράσει ο άλλος είναι ασήμαντο ή λάθος. Αν τα μοτίβα διακοπής είναι χρόνια (ή τείνουν να γίνουν), σύγχυση και πικρία σύντομα κυριαρχούν. Η ενεργητική ακρόαση απαιτεί από εμάς να χαλαρώσουμε τους ρυθμούς μας και να ακούσουμε πραγματικά τι μας λέει ο άλλος. Όσοι διακόπτουν, στην πραγματικότητα δεν θέλουν να μπουν καν σε διάλογο, θέλουν απλώς να ακουστεί η δική τους πλευρά.
8. Οι διαφωνίες γίνονται καυγάδες
Είναι σημαντικό να παρατηρήσετε αν μια διαφορά στις απόψεις γρήγορα κλιμακώνεται σε καυγά. Ο καυγάς δημιουργεί μια πολεμική ατμόσφαιρα όπου ανθίζουν η οργή και η πικρία. Οι καυγάδες σπάνια καταλήγουν σε μια θετική λύση. Οι διαφωνίες, από την άλλη πλευρά, συχνά φέρνουν το ζευγάρι σε έναν χώρο αμοιβαίας ακρόασης και ενδιαφέροντος. Αυτά τα ζευγάρια γνωρίζουν ότι μπορούν να διαφωνούν με ασφάλεια σε θέματα χωρίς επίθεση.
9. Η τεχνολογία εμποδίζει την πραγματική επικοινωνία
Από τα κινητά τηλέφωνα και τους υπολογιστές μέχρι την οθόνη της τηλεόρασης, είναι εύκολο να χαθούμε στον κόσμο της τεχνολογίας. Αν αντιληφθείτε ότι καταφεύγετε στην τεχνολογία και αποφεύγετε την δια ζώσης επαφή με τον/τη σύντροφό σας, είναι σημάδι ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ σας που χρειάζεται να συζητηθεί για να γεφυρωθεί· να βρεθείτε ξανά στον ίδιο χώρο και χρόνο.
10. Πικρία και ανεπίλυτα ζητήματα καραδοκούν στο παρασκήνιο
Αν ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι συσσωρεύουν τα προβλήματα αντί να τα εκφράζουν και να τα φέρνουν στη συζήτηση ανοιχτά, τότε η σχέση φθείρεται με ραγδαίους ρυθμούς. Κάποιοι προτιμούν να κρατούν αυτά τα προβλήματα ώστε αργότερα να τα χρησιμοποιούν ως όπλα σε μετέπειτα διαξιφισμούς.
Και ακόμα κι όταν η άλλη πλευρά προσπαθεί να τα επιλύσει, το παθητικο-επιθετικό άτομο συχνά επιλέγει να συντηρήσει αυτά τα συσσωρευμένα προβλήματα. Άλλοι προσπαθούν τόσο πολύ να τα απωθήσουν, να τα αρνηθούν, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα υποχωρήσουν. Αν και ορισμένα μικρά ζητήματα πράγματι ξεθωριάζουν αν μείνουν ανεπίλυτα, πολλά ανακυκλώνονται και μεγεθύνονται.
Αν η επικοινωνία δεν είναι το φόρτε σας, μην ανησυχείτε. Τα παρακάτω 10 σημάδια θα σας βοηθήσουν να εξετάσετε και τη δική σας ποιότητα σχέσης και στη συνέχεια, έχοντας την απαραίτητη επίγνωση, να αλλάξετε τα βλαβερά μοτίβα.
10 σημάδια που μαρτυρούν προβλήματα επικοινωνίας σε μια σχέση, σύμφωνα με ψυχολόγο
1. Κάποιος πρέπει πάντα να κερδίζει
Αν αντιληφθείτε ότι επικεντρώνεστε εσείς ή η άλλη πλευρά στη νίκη – στο να αποδειχθεί ότι κάποιος «έχει δίκιο» – όταν διαφωνείτε, τότε βαδίζετε σε λάθος μονοπάτι. Η υγιής επικοινωνία επικεντρώνεται σε μια συνεργατική στάση που κάνει χώρο για τις οπτικές και των δύο πλευρών.
2. Κατηγορούμε και δημιουργούμε ενοχές
Όταν ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι έχουν αναπτύξει τη συνήθεια του να κατηγορούν και να δημιουργούν ενοχές ο ένας στον άλλο, η επικοινωνία – και κατά συνέπεια η σχέση – έχει πάρει την κάτω βόλτα. Αντί να διαιωνίζουμε αυτή τη συμπεριφορά, είναι προτιμότερο να εστιάζουμε στη φύση του ίδιου του προβλήματος και όχι να επιτιθόμαστε στο πρόσωπο που έκανε το λάθος.
3. Κριτική αντί για υγιής ανατροφοδότηση
Αν και πολλοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στη προσφορά ανατροφοδότησης, σχεδόν κανείς δεν εκτιμά την επίκριση. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο μπορεί να είναι εμφανής ή διακριτική, οπότε καλύτερα προσπαθήστε να συνηθίσετε στο να προσφέρετε θετική, υγιή ανατροφοδότηση παρά αρνητική κριτική.
4. Η οπτική επαφή και η γλώσσα του σώματος χρησιμοποιούνται χειριστικά
Η γλώσσα του σώματος τις περισσότερες φορές δηλώνει πολλά, περισσότερα κι από τις λέξεις. Είναι εύκολο να αφεθούμε σε αρνητικές συνήθειες κατά τη διάρκεια των συζητήσεών μας στη σχέση. Από την αποστροφή του βλέμματος έως το ειρωνικό κούνημα του κεφαλιού και μέχρι το αμυντικό δίπλωμα των χεριών, αυτή η αρνητική γλώσσα του σώματος σηματοδοτεί ασέβεια, εκνευρισμό, θυμό και απαξίωση.
Τις περισσότερες φορές άθελά μας χρησιμοποιούμε τέτοιες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς παθητικο-επιθετικά για να ελέγξουμε τη ροή και το αποτέλεσμα της συζήτησης. Μια υγιής συζήτηση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι περιέχει την ειλικρινή οπτική επαφή και τον σεβασμό.
5. Το multitasking μπερδεύει τα πράγματα
Ναι, έχουμε πολυάσχολες ζωές, αλλά αυτές οι συνεχώς διακοπτόμενες συζητήσεις ενώ κάνουμε κάτι άλλο παράλληλα δεν βοηθούν στην προσοχή. Και όταν δεν υπάρχει προσοχή, δημιουργούνται παρερμηνείες και κάποιος πληγώνεται. Το multitasking επίσης στέλνει κι ένα μήνυμα στο/στη σύντροφό μας: Ό,τι άλλο θέλω ή χρειάζεται να κάνω είναι πιο σημαντικό από το να σου δώσω την αμέριστη προσοχή μου.
6. Παθητικές τακτικές και θυμός κυριαρχούν
Εκεί που ο θυμός, η παθητικο-επιθετική και παθητική συμπεριφορά είναι νόρμες, η επικοινωνία είναι σχεδόν αδύνατη. Τα οργισμένα σχόλια – λεκτικές προσβολές – είναι σημάδι προβλήματος. Ο σαρκασμός και τα αστεία που χρησιμοποιούνται ως όπλα είναι παθητικο-επιθετικές στρατηγικές που δημιουργούν περίεργα δυναμικά.
7. Το να διακόπτουμε τον συνομιλητή είναι συνηθισμένο
Η αγενής διακοπή στέλνει το μήνυμα ότι αυτό που επιθυμεί να εκφράσει ο άλλος είναι ασήμαντο ή λάθος. Αν τα μοτίβα διακοπής είναι χρόνια (ή τείνουν να γίνουν), σύγχυση και πικρία σύντομα κυριαρχούν. Η ενεργητική ακρόαση απαιτεί από εμάς να χαλαρώσουμε τους ρυθμούς μας και να ακούσουμε πραγματικά τι μας λέει ο άλλος. Όσοι διακόπτουν, στην πραγματικότητα δεν θέλουν να μπουν καν σε διάλογο, θέλουν απλώς να ακουστεί η δική τους πλευρά.
8. Οι διαφωνίες γίνονται καυγάδες
Είναι σημαντικό να παρατηρήσετε αν μια διαφορά στις απόψεις γρήγορα κλιμακώνεται σε καυγά. Ο καυγάς δημιουργεί μια πολεμική ατμόσφαιρα όπου ανθίζουν η οργή και η πικρία. Οι καυγάδες σπάνια καταλήγουν σε μια θετική λύση. Οι διαφωνίες, από την άλλη πλευρά, συχνά φέρνουν το ζευγάρι σε έναν χώρο αμοιβαίας ακρόασης και ενδιαφέροντος. Αυτά τα ζευγάρια γνωρίζουν ότι μπορούν να διαφωνούν με ασφάλεια σε θέματα χωρίς επίθεση.
9. Η τεχνολογία εμποδίζει την πραγματική επικοινωνία
Από τα κινητά τηλέφωνα και τους υπολογιστές μέχρι την οθόνη της τηλεόρασης, είναι εύκολο να χαθούμε στον κόσμο της τεχνολογίας. Αν αντιληφθείτε ότι καταφεύγετε στην τεχνολογία και αποφεύγετε την δια ζώσης επαφή με τον/τη σύντροφό σας, είναι σημάδι ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ σας που χρειάζεται να συζητηθεί για να γεφυρωθεί· να βρεθείτε ξανά στον ίδιο χώρο και χρόνο.
10. Πικρία και ανεπίλυτα ζητήματα καραδοκούν στο παρασκήνιο
Αν ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι συσσωρεύουν τα προβλήματα αντί να τα εκφράζουν και να τα φέρνουν στη συζήτηση ανοιχτά, τότε η σχέση φθείρεται με ραγδαίους ρυθμούς. Κάποιοι προτιμούν να κρατούν αυτά τα προβλήματα ώστε αργότερα να τα χρησιμοποιούν ως όπλα σε μετέπειτα διαξιφισμούς.
Και ακόμα κι όταν η άλλη πλευρά προσπαθεί να τα επιλύσει, το παθητικο-επιθετικό άτομο συχνά επιλέγει να συντηρήσει αυτά τα συσσωρευμένα προβλήματα. Άλλοι προσπαθούν τόσο πολύ να τα απωθήσουν, να τα αρνηθούν, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα υποχωρήσουν. Αν και ορισμένα μικρά ζητήματα πράγματι ξεθωριάζουν αν μείνουν ανεπίλυτα, πολλά ανακυκλώνονται και μεγεθύνονται.
Η αντανάκλαση της ενσυναίσθησης: Γιατί κάποιοι άνθρωποι σας αντιπαθούν αμέσως
Όλοι το έχουμε ζήσει. Βρισκόμαστε με κάποιους που είτε μας αντιπάθησαν από την πρώτη στιγμή, ή κάποιοι τους οποίους γνωρίζουμε λίγο ξαφνικά δυσαρεστούν μαζί μας.
Μπορεί να μην υπάρχουν ξεκάθαροι λόγοι γι αυτή την αλλαγή στην συμπεριφορά τους. Ανεξάρτητα από το πόσο προσπαθούν να κρύψουν τα συναισθήματα τους, κάποιος με ενσυναίσθηση μπορεί να αισθανθεί τα συναισθήματα τους.
Μερικές φορές, το να αντιπαθούμε κάποιον είναι ένα εντελώς φυσιολογικό και αποδεκτό κομμάτι της ζωής. Όλοι είμαστε διαφορετικοί και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν τα πάμε καλά.
Αυτό που συχνά προκαλεί σύγχυση στα άτομα με ενσυναίσθηση είναι το γιατί οι άνθρωποι τους συμπεριφέρονται άσχημα όταν ξέρουν πως είναι αγαπητά και αξιόπιστα άτομα.
Παρά το γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι θέλουν να πάρουν το φως αυτών που λάμπουν, έχω ανακαλύψει πως υπάρχουν τρεις άλλοι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αντιπαθούν κατευθείαν τα άτομα με ενσυναίσθηση.
Τα άτομα με ενσυναίσθηση:
«Δεν ακούω απλώς τα λόγια σου. Ακούω το πώς χρησιμοποιείς τις λέξεις, τον τόνο σου, τις κινήσεις του σώματος σου, τα μάτια σου, τις διακριτικές εκφράσεις του προσώπου σου. Ερμηνεύω την σιωπή σου. Μπορώ να ακούσω όσα δεν λες με τα λόγια.»
Η αντανάκλαση
Είναι συνηθισμένο οι άνθρωποι να μην συμπεριφέρονται όπως πραγματικά είναι. Κρύβουν το ποιοι είναι επειδή δεν τους αρέσουν πτυχές της προσωπικότητας τους. Ένα άτομο με ενσυναίσθηση έχει την ικανότητα να τα αντανακλάσει αυτά πίσω τους.
Υπάρχουν κάποιοι που κρύβουν πτυχές της προσωπικότητας τους για να χειραγωγήσουν τους άλλους. Αλλά η πλειοψηφία που συμπεριφέρεται έτσι το κάνει για να ταιριάξει.
Ο φόβος του να τους κρίνουν ή να τους αντιπαθήσουν γι αυτά που δεν τους αρέσουν στον εαυτό τους κάνει κάποιους να φοράνε μάσκες. Ακόμα και αυτοί με ευαίσθητη φύση φοράνε μάσκες όταν είναι έξω στον κόσμο. Υπάρχουν κάποιοι ωστόσο, που ποτέ δεν βγάζουν την μάσκα τους, και βρίσκονται στην ζωή με λάθος ταυτότητα.
Όταν κάποιος βρίσκεται με ένα άτομο με ενσυναίσθηση δεν μπορεί να κρύψει αυτά τα χαρακτηριστικά: η μάσκα πέφτει. Τα χαρακτηριστικά που έχουν δουλέψει τόσο σκληρά για να κρύψουν ή αρνούνται βρίσκονται τώρα μπροστά στο πρόσωπο τους. Αυτό συχνά προκαλεί άσχημα συναισθήματα προς το άτομο με ενσυναίσθηση.
Επειδή το να βρίσκονται κοντά σε κάποιον με ενσυναίσθηση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια πολλά κρυμμένα πράγματα, ίσως προκαλεί ένα έντονο συναίσθημα δυσαρέσκειας στους άλλους. Ωστόσο, αυτοί που βιώνουν αυτή την «δυσαρέσκεια» δεν συνειδητοποιούν πως η έντονη αντιπάθεια που έχουν προς το άτομο με ενσυναίσθηση, είναι απλώς η αντανάκλαση της σκοτεινής πλευράς τους. Βλέπουν οτιδήποτε κρυμμένο με την «αντανάκλαση της ενσυναίσθησης».
Ο καθρέφτης
Επειδή αυτοί με ενσυναίσθηση μπορούν να νιώσουν τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, τις κρυμμένες συμπεριφορές και τα αληθινά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους, μπορούν να τα προβάλλουν πίσω σε αυτόν που τα έχει όλα αυτά. Μπορούν να φορέσουν την αλήθεια που οι άλλοι κρύβουν πίσω από την μάσκα τους. Ακόμα και αν δεν γνωρίζουν πως το κάνουν.
Οτιδήποτε κρυμμένο, όπως η ανασφάλεια, η ντροπή, η ενοχή ή ο θυμός, χτίζεται όσο περισσότερο μένει κρυμμένο. Αν κάποιος έχει χαρακτηριστικά τα οποία δεν του αρέσουν, τα θυμάται με την παρουσία ατόμων με ενσυναίσθηση. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο διαμορφώνεται στιγμιαία αντιπάθεια προς τα άτομα με ενσυναίσθηση.
Αν αυτό σας έχει συμβεί, θα μπορούσε να σημαίνει πως αντανακλάτε την αλήθεια που αρνούνται. Ή θα μπορούσε να συμβαίνει για άλλον λόγο…
Σκέψη των ανθρώπων με ενσυναίσθηση:
Καλύτερα να είσαι αυτός που πραγματικά είσαι γιατί θα το αισθανθώ ούτως ή άλλως.
Η δόνηση σας είναι πολύ γρήγορη
Όπως τα άτομα με ενσυναίσθηση χρειάζονται να μην είναι με άτομα που εκπέμπουν αρνητικότητα, υπάρχουν κάποιοι που δεν αντέχουν να βρίσκονται με ανθρώπους που δονούν καθαρή ενέργεια.
Όταν βελτιώνετε τον εαυτό σας και κάνετε οποιαδήποτε θετική αλλαγή στο μυαλό, στο σώμα ή στο πνεύμα σας, γίνεστε καθαρότεροι και αγνότεροι. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την απόρριψη από αυτούς που θέλουν βρίσκονται σε χαμηλές δονήσεις.
Μπορεί επίσης να έχετε παρατηρήσει πως όταν βρίσκεστε σε χαμηλότερη συναισθηματική κατάσταση, κάποιοι άνθρωποι σας προτιμούν έτσι. Όταν όμως κάνετε αλλαγές και είστε σε υψηλή δόνηση, αυτοί οι ίδιοι φίλοι δεν σας θέλουν. Μπορεί ίσως να προσπαθήσουν να σας κατεβάσουν και να καταστρέψουν το εσωτερικό φως και την ευτυχία σας.
Το να δονείστε σε ανώτερο επίπεδο μπορεί να απωθήσει ακόμα και αυτούς που αγαπάτε. Οι άνθρωποι αισθάνονται την αλλαγή, είτε είναι οπτικά εμφανής είτε όχι. Και νιώθουν πότε κάποιος άλλος έχει αλλάξει ή έχει ανέβει πάνω από την δική τους συχνότητα.
Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αυξήσουν την δόνηση τους. Κάποιοι ακόμα μαθαίνουν το επίπεδο της δόνησης τους και δεν είναι έτοιμοι να προχωρήσουν. Και επειδή δεν είναι έτοιμοι , ίσως να προσπαθήσουν να σας τραβήξουν πάλι κάτω.
Επίσης, αν νιώθετε πως δεν ταιριάζετε μαζί τους πλέον, μπορεί να τους κάνει να συμπεριφέρονται εχθρικά εναντίον σας ή να τους απωθήσει.
Η ηρεμία σας ερμηνεύεται λάθος
Γι αυτούς με ανασφαλή φύση, οι ήρεμοι, και μερικές φορές απόμακροι, τρόποι σας φαίνονται ως έλλειψη σεβασμού ή ότι σνομπάρετε.
Επειδή κατά καιρούς μπορεί να φαίνεστε λίγο απόμακροι, μερικοί θεωρούν ότι έχετε ανώτερη συμπεριφορά. Υποθέτουν λάθος ότι πιστεύετε πως είστε ανώτεροι από αυτούς.
Φυσιολογικά, όταν αυτοί με ενσυναίσθηση συμπεριφέρονται λίγο απόμακρα το κάνουν επειδή είναι υπερφορτωμένοι.
Όταν έχουν δεχθεί πολλά ερεθίσματα από τους γύρω τους και θέλουν οπωσδήποτε να επαναφορτίσουν, θέλουν να είναι αόρατοι στους άλλους.
Και όταν κατευθύνονται προς την κόπωση, το τελευταίο πράγμα που θέλουν τα άτομα με ενσυναίσθηση είναι να αντιμετωπίσουν κάποιον που θέλει να τους γεμίσει με τα προβλήματα του, όπως πολλοί κάνουν. Ακόμα και οι ευγενικές συζητήσεις είναι κάτι πολύ γι αυτούς. Αυτό συχνά παρερμηνεύεται ως απόρριψη ή προσβολή.
Επειδή οι άλλοι δεν νιώθουν αυτά που αισθάνονται τα άτομα με ενσυναίσθηση, είναι δύσκολο γι αυτούς να καταλάβουν γιατί αυτά τα άτομα πρέπει να απομακρυνθούν έτσι.
Δυστυχώς, όσο περισσότερο ανασφαλής είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ θα προσβληθεί από τους ήρεμους τρόπους σας. Αν νομίζουν ότι είστε μία κρύο, μία ζέστη, θα το θεωρήσουν ασέβεια και θα σας απορρίψουν για να σας πληγώσουν.
Έτσι, αν κάποιος σας αντιπαθεί χωρίς λόγο, θυμηθείτε να μην το πάρετε προσωπικά. Είναι απλώς η αντανάκλαση της ενσυναίσθησης.
Μπορεί να μην υπάρχουν ξεκάθαροι λόγοι γι αυτή την αλλαγή στην συμπεριφορά τους. Ανεξάρτητα από το πόσο προσπαθούν να κρύψουν τα συναισθήματα τους, κάποιος με ενσυναίσθηση μπορεί να αισθανθεί τα συναισθήματα τους.
Μερικές φορές, το να αντιπαθούμε κάποιον είναι ένα εντελώς φυσιολογικό και αποδεκτό κομμάτι της ζωής. Όλοι είμαστε διαφορετικοί και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν τα πάμε καλά.
Αυτό που συχνά προκαλεί σύγχυση στα άτομα με ενσυναίσθηση είναι το γιατί οι άνθρωποι τους συμπεριφέρονται άσχημα όταν ξέρουν πως είναι αγαπητά και αξιόπιστα άτομα.
Παρά το γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι θέλουν να πάρουν το φως αυτών που λάμπουν, έχω ανακαλύψει πως υπάρχουν τρεις άλλοι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αντιπαθούν κατευθείαν τα άτομα με ενσυναίσθηση.
Τα άτομα με ενσυναίσθηση:
- Λειτουργούν ως καθρέφτες
- Η δόνηση τους είναι πολύ γρήγορη
- Η ηρεμία τους ερμηνεύεται λάθος
«Δεν ακούω απλώς τα λόγια σου. Ακούω το πώς χρησιμοποιείς τις λέξεις, τον τόνο σου, τις κινήσεις του σώματος σου, τα μάτια σου, τις διακριτικές εκφράσεις του προσώπου σου. Ερμηνεύω την σιωπή σου. Μπορώ να ακούσω όσα δεν λες με τα λόγια.»
Η αντανάκλαση
Είναι συνηθισμένο οι άνθρωποι να μην συμπεριφέρονται όπως πραγματικά είναι. Κρύβουν το ποιοι είναι επειδή δεν τους αρέσουν πτυχές της προσωπικότητας τους. Ένα άτομο με ενσυναίσθηση έχει την ικανότητα να τα αντανακλάσει αυτά πίσω τους.
Υπάρχουν κάποιοι που κρύβουν πτυχές της προσωπικότητας τους για να χειραγωγήσουν τους άλλους. Αλλά η πλειοψηφία που συμπεριφέρεται έτσι το κάνει για να ταιριάξει.
Ο φόβος του να τους κρίνουν ή να τους αντιπαθήσουν γι αυτά που δεν τους αρέσουν στον εαυτό τους κάνει κάποιους να φοράνε μάσκες. Ακόμα και αυτοί με ευαίσθητη φύση φοράνε μάσκες όταν είναι έξω στον κόσμο. Υπάρχουν κάποιοι ωστόσο, που ποτέ δεν βγάζουν την μάσκα τους, και βρίσκονται στην ζωή με λάθος ταυτότητα.
Όταν κάποιος βρίσκεται με ένα άτομο με ενσυναίσθηση δεν μπορεί να κρύψει αυτά τα χαρακτηριστικά: η μάσκα πέφτει. Τα χαρακτηριστικά που έχουν δουλέψει τόσο σκληρά για να κρύψουν ή αρνούνται βρίσκονται τώρα μπροστά στο πρόσωπο τους. Αυτό συχνά προκαλεί άσχημα συναισθήματα προς το άτομο με ενσυναίσθηση.
Επειδή το να βρίσκονται κοντά σε κάποιον με ενσυναίσθηση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια πολλά κρυμμένα πράγματα, ίσως προκαλεί ένα έντονο συναίσθημα δυσαρέσκειας στους άλλους. Ωστόσο, αυτοί που βιώνουν αυτή την «δυσαρέσκεια» δεν συνειδητοποιούν πως η έντονη αντιπάθεια που έχουν προς το άτομο με ενσυναίσθηση, είναι απλώς η αντανάκλαση της σκοτεινής πλευράς τους. Βλέπουν οτιδήποτε κρυμμένο με την «αντανάκλαση της ενσυναίσθησης».
Ο καθρέφτης
Επειδή αυτοί με ενσυναίσθηση μπορούν να νιώσουν τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, τις κρυμμένες συμπεριφορές και τα αληθινά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους, μπορούν να τα προβάλλουν πίσω σε αυτόν που τα έχει όλα αυτά. Μπορούν να φορέσουν την αλήθεια που οι άλλοι κρύβουν πίσω από την μάσκα τους. Ακόμα και αν δεν γνωρίζουν πως το κάνουν.
Οτιδήποτε κρυμμένο, όπως η ανασφάλεια, η ντροπή, η ενοχή ή ο θυμός, χτίζεται όσο περισσότερο μένει κρυμμένο. Αν κάποιος έχει χαρακτηριστικά τα οποία δεν του αρέσουν, τα θυμάται με την παρουσία ατόμων με ενσυναίσθηση. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο διαμορφώνεται στιγμιαία αντιπάθεια προς τα άτομα με ενσυναίσθηση.
Αν αυτό σας έχει συμβεί, θα μπορούσε να σημαίνει πως αντανακλάτε την αλήθεια που αρνούνται. Ή θα μπορούσε να συμβαίνει για άλλον λόγο…
Σκέψη των ανθρώπων με ενσυναίσθηση:
Καλύτερα να είσαι αυτός που πραγματικά είσαι γιατί θα το αισθανθώ ούτως ή άλλως.
Η δόνηση σας είναι πολύ γρήγορη
Όπως τα άτομα με ενσυναίσθηση χρειάζονται να μην είναι με άτομα που εκπέμπουν αρνητικότητα, υπάρχουν κάποιοι που δεν αντέχουν να βρίσκονται με ανθρώπους που δονούν καθαρή ενέργεια.
Όταν βελτιώνετε τον εαυτό σας και κάνετε οποιαδήποτε θετική αλλαγή στο μυαλό, στο σώμα ή στο πνεύμα σας, γίνεστε καθαρότεροι και αγνότεροι. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την απόρριψη από αυτούς που θέλουν βρίσκονται σε χαμηλές δονήσεις.
Μπορεί επίσης να έχετε παρατηρήσει πως όταν βρίσκεστε σε χαμηλότερη συναισθηματική κατάσταση, κάποιοι άνθρωποι σας προτιμούν έτσι. Όταν όμως κάνετε αλλαγές και είστε σε υψηλή δόνηση, αυτοί οι ίδιοι φίλοι δεν σας θέλουν. Μπορεί ίσως να προσπαθήσουν να σας κατεβάσουν και να καταστρέψουν το εσωτερικό φως και την ευτυχία σας.
Το να δονείστε σε ανώτερο επίπεδο μπορεί να απωθήσει ακόμα και αυτούς που αγαπάτε. Οι άνθρωποι αισθάνονται την αλλαγή, είτε είναι οπτικά εμφανής είτε όχι. Και νιώθουν πότε κάποιος άλλος έχει αλλάξει ή έχει ανέβει πάνω από την δική τους συχνότητα.
Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αυξήσουν την δόνηση τους. Κάποιοι ακόμα μαθαίνουν το επίπεδο της δόνησης τους και δεν είναι έτοιμοι να προχωρήσουν. Και επειδή δεν είναι έτοιμοι , ίσως να προσπαθήσουν να σας τραβήξουν πάλι κάτω.
Επίσης, αν νιώθετε πως δεν ταιριάζετε μαζί τους πλέον, μπορεί να τους κάνει να συμπεριφέρονται εχθρικά εναντίον σας ή να τους απωθήσει.
Η ηρεμία σας ερμηνεύεται λάθος
Γι αυτούς με ανασφαλή φύση, οι ήρεμοι, και μερικές φορές απόμακροι, τρόποι σας φαίνονται ως έλλειψη σεβασμού ή ότι σνομπάρετε.
Επειδή κατά καιρούς μπορεί να φαίνεστε λίγο απόμακροι, μερικοί θεωρούν ότι έχετε ανώτερη συμπεριφορά. Υποθέτουν λάθος ότι πιστεύετε πως είστε ανώτεροι από αυτούς.
Φυσιολογικά, όταν αυτοί με ενσυναίσθηση συμπεριφέρονται λίγο απόμακρα το κάνουν επειδή είναι υπερφορτωμένοι.
Όταν έχουν δεχθεί πολλά ερεθίσματα από τους γύρω τους και θέλουν οπωσδήποτε να επαναφορτίσουν, θέλουν να είναι αόρατοι στους άλλους.
Και όταν κατευθύνονται προς την κόπωση, το τελευταίο πράγμα που θέλουν τα άτομα με ενσυναίσθηση είναι να αντιμετωπίσουν κάποιον που θέλει να τους γεμίσει με τα προβλήματα του, όπως πολλοί κάνουν. Ακόμα και οι ευγενικές συζητήσεις είναι κάτι πολύ γι αυτούς. Αυτό συχνά παρερμηνεύεται ως απόρριψη ή προσβολή.
Επειδή οι άλλοι δεν νιώθουν αυτά που αισθάνονται τα άτομα με ενσυναίσθηση, είναι δύσκολο γι αυτούς να καταλάβουν γιατί αυτά τα άτομα πρέπει να απομακρυνθούν έτσι.
Δυστυχώς, όσο περισσότερο ανασφαλής είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ θα προσβληθεί από τους ήρεμους τρόπους σας. Αν νομίζουν ότι είστε μία κρύο, μία ζέστη, θα το θεωρήσουν ασέβεια και θα σας απορρίψουν για να σας πληγώσουν.
Έτσι, αν κάποιος σας αντιπαθεί χωρίς λόγο, θυμηθείτε να μην το πάρετε προσωπικά. Είναι απλώς η αντανάκλαση της ενσυναίσθησης.
Ο νόμος της αντεστραμμένης προσπάθειας: γιατί πετυχαίνετε το αντίθετο από αυτό που επιθυμείτε
Πετυχαίνετε το αντίθετο από αυτό που επιθυμείτε; Έχετε ακούσει ποτέ για τον νόμο της αντεστραμμένης προσπάθειας;
Ο Émile Coué, ο γνωστός Γάλλος ψυχολόγος, έχει ορίσει τον νόμο της αντεστραμμένης προσπάθειας ως τον ακόλουθο:
Η εσωτερική σύγκρουση συμβαίνει ανάμεσα στην θέληση καις την φαντασία, αλλά η φαντασία είναι πάντα δυνατότερη.
Αν για παράδειγμα, σας ζητούσαν να περπατήσετε πάνω σε μια σανίδα, θα το κάνατε χωρίς πρόβλημα. Αλλά αν η ίδια σανίδα τοποθετούνταν σε ύψος έξι μέτρων ανάμεσα σε δύο τοίχους, θα την περπατούσατε;
Η επιθυμία σας να περπατήσετε στη σανίδα θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη φαντασία ή τον φόβο που σας υπαγορεύει πως θα πέσετε. Η ιδέα που θα σας κατέβαλε και που είναι η εικόνα της πτώσης, θα κέρδιζε την μάχη. Η επιθυμία σας, η θέληση ή η προσπάθεια να περπατήσετε στη σανίδα θα αντιστρεφόταν και θα επικρατούσε η ιδέα της αποτυχίας.
Η εσωτερική προσπάθεια οδηγεί πάντα στην αποτυχία και έχει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αυτό-προβολή της ιδέας του ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ένα πρόβλημα κυριαρχεί στο μυαλό. Και το υποσυνείδητο σας πάντα ελέγχεται από την ιδέα που κυριαρχεί.
Μεταξύ των δύο αντιφατικών προτάσεων, το υποσυνείδητο μας θα αποδεχτεί την δυνατότερη. Ο καλύτερος τρόπος είναι αυτός που δεν περιλαμβάνει προσπάθεια.
Αν πείτε «θέλω να θεραπευτώ, αλλά δεν μπορώ», «προσπαθώ τόσο πολύ», «πιέζω τον εαυτό μου να τα καταφέρει», «βάζω όλη τη δύναμη της θέλησης μου» , πρέπει να ξέρετε πως το λάθος βρίσκεται στην προσπάθεια.
Ποτέ μην προσπαθήσετε να αναγκάσετε το υποσυνείδητο σας να αποδεχτεί μια ιδέα με την δύναμη της θέλησης σας. Τέτοιες προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν και οδηγούν στο αντίθετο αποτελέσματα από αυτό που ζητούσατε.
Το ακόλουθο παράδειγμα είναι μια μάλλον κοινή εμπειρία
Ένας μαθητής που έχει εξετάσεις παίρνει το διαγώνισμα και προσπαθεί να το λύσει. Τότε, βλέπει πως όλη του η γνώση τον έχει εγκαταλείψει.
Ξαφνικά, νιώθει το κεφάλι του άδειο και δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα από όσα ήξερε για το μάθημα. Και όσο πιο πολύ σφίγγει τα δόντια του και προσπαθεί να σκεφτεί, τόσο πιο δύσκολο είναι να θυμηθεί. Αλλά μόλις φεύγει από την αίθουσα εξέτασης και ανακουφίζεται από την ένταση, οι απαντήσεις των ερωτήσεων έρχονται η μία μετά την άλλη.
Η προσπάθεια να αναγκάσει τον εαυτό του να θυμηθεί ήταν η αιτία της αποτυχίας. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του νόμου της αντεστραμμένης προσπάθειας και γιατί παίρνουμε το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε.
Ο Émile Coué, ο γνωστός Γάλλος ψυχολόγος, έχει ορίσει τον νόμο της αντεστραμμένης προσπάθειας ως τον ακόλουθο:
Η εσωτερική σύγκρουση συμβαίνει ανάμεσα στην θέληση καις την φαντασία, αλλά η φαντασία είναι πάντα δυνατότερη.
Αν για παράδειγμα, σας ζητούσαν να περπατήσετε πάνω σε μια σανίδα, θα το κάνατε χωρίς πρόβλημα. Αλλά αν η ίδια σανίδα τοποθετούνταν σε ύψος έξι μέτρων ανάμεσα σε δύο τοίχους, θα την περπατούσατε;
Η επιθυμία σας να περπατήσετε στη σανίδα θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη φαντασία ή τον φόβο που σας υπαγορεύει πως θα πέσετε. Η ιδέα που θα σας κατέβαλε και που είναι η εικόνα της πτώσης, θα κέρδιζε την μάχη. Η επιθυμία σας, η θέληση ή η προσπάθεια να περπατήσετε στη σανίδα θα αντιστρεφόταν και θα επικρατούσε η ιδέα της αποτυχίας.
Η εσωτερική προσπάθεια οδηγεί πάντα στην αποτυχία και έχει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αυτό-προβολή της ιδέας του ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε ένα πρόβλημα κυριαρχεί στο μυαλό. Και το υποσυνείδητο σας πάντα ελέγχεται από την ιδέα που κυριαρχεί.
Μεταξύ των δύο αντιφατικών προτάσεων, το υποσυνείδητο μας θα αποδεχτεί την δυνατότερη. Ο καλύτερος τρόπος είναι αυτός που δεν περιλαμβάνει προσπάθεια.
Αν πείτε «θέλω να θεραπευτώ, αλλά δεν μπορώ», «προσπαθώ τόσο πολύ», «πιέζω τον εαυτό μου να τα καταφέρει», «βάζω όλη τη δύναμη της θέλησης μου» , πρέπει να ξέρετε πως το λάθος βρίσκεται στην προσπάθεια.
Ποτέ μην προσπαθήσετε να αναγκάσετε το υποσυνείδητο σας να αποδεχτεί μια ιδέα με την δύναμη της θέλησης σας. Τέτοιες προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν και οδηγούν στο αντίθετο αποτελέσματα από αυτό που ζητούσατε.
Το ακόλουθο παράδειγμα είναι μια μάλλον κοινή εμπειρία
Ένας μαθητής που έχει εξετάσεις παίρνει το διαγώνισμα και προσπαθεί να το λύσει. Τότε, βλέπει πως όλη του η γνώση τον έχει εγκαταλείψει.
Ξαφνικά, νιώθει το κεφάλι του άδειο και δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα από όσα ήξερε για το μάθημα. Και όσο πιο πολύ σφίγγει τα δόντια του και προσπαθεί να σκεφτεί, τόσο πιο δύσκολο είναι να θυμηθεί. Αλλά μόλις φεύγει από την αίθουσα εξέτασης και ανακουφίζεται από την ένταση, οι απαντήσεις των ερωτήσεων έρχονται η μία μετά την άλλη.
Η προσπάθεια να αναγκάσει τον εαυτό του να θυμηθεί ήταν η αιτία της αποτυχίας. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του νόμου της αντεστραμμένης προσπάθειας και γιατί παίρνουμε το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε.
Ανδρόγεως: Ο λαμπρός γιος του Μίνωα
Στην Ελληνική μυθολογία με το όνομα Ανδρόγεως αναφέρεται κυρίως ο γιος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, εγγονός του θεού Ήλιου από τη μητέρα του και αδελφός του Κατρέως, του Δευκαλίωνα (συνονόματου του Δευκαλίωνα του «κατακλυσμού») και του Γλαύκου. Επίσης είχε και 5 ετεροθαλείς αδελφούς με διαφορετικές μητέρες. Από όλα αυτά τα παιδιά του Μίνωα ο Ανδρόγεως ήταν ο πιο ρωμαλέος και επιδόθηκε στον αθλητισμό. Ως αθλητής λοιπόν πήγε στην Αθήνα και έλαβε μέρος στους «Παναθηναϊκούς Αγώνες», όπου νίκησε όλους τους άλλους συναθλητές του. Αλλά ο Αθηναίος βασιλιάς Αιγέας, ο πατέρας του Θησέα, φοβήθηκε τη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Ανδρόγεω, μελλοντικό βασιλιά της Κρήτης, και τους αντιπάλους των Αθηναίων Παλλαντίδες. Για τον λόγο αυτό έστειλε τον Ανδρόγεω τοεναντίον του Μαραθώνιου Κάπρου, οπότε το θηρίο σκότωσε τον Ανδρόγεω. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τον σκότωσαν σε ενέδρα οι ανταγωνιστές του, ενώ πήγαινε στη Θήβα για να συμμετάσχει και στους αγώνες του Λαΐου.
Μόλις ο Μίνωας πληροφορήθηκε τα του θανάτου του παιδιού του, θέλοντας να εκδικηθεί ως ηγέτης της «υπερδύναμης» της εποχής του, εξεστράτευσε κατά των Αθηνών. Αρχικά κυρίευσε τα Μέγαρα και σκότωσε τον βασιλιά τους Νίσο. Στη συνέχεια άρχισε να πολιορκεί την Αθήνα, η οποία ήδη έπασχε από ένα κακό: Ο Δίας, ύστερα από κατάρα του Ανδρόγεω, προκάλεσε πείνα και θανατικό στους Αθηναίους. Αυτοί τότε, για να εξευμενίσουν τους θεούς, θυσίασαν τις κόρες του Υακίνθου, μάταια όμως. Στο μεταξύ, ο Μίνωας είχε υποβάλει τους όρους του στους Αθηναίους, οι οποίοι στην αρχή δεν τους δέχθηκαν. Καθώς όμως το θανατικό συνεχιζόταν, ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να σωθούν και πήραν την απάντηση ότι έπρεπε να αποδεχθούν τους όρους του Μίνωα, που ουσιαστικά συνοψίζονταν στο ότι θα ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν κάθε χρόνο εφτά νέους κι εφτά νέες στην Κρήτη ως τροφή του Μινώταυρου. Οι Αθηναίοι δέχθηκαν τους όρους, οπότε ο Μίνωας έλυσε την πολιορκία και έφυγε. Από αυτό τον «φόρο αίματος» για τον Ανδρόγεω απάλλαξε την Αθήνα ο Θησέας, πηγαίνοντας ως ένας από τους νέους στην Κρήτη και σκοτώνοντας τον Μινώταυρο.
Αργότερα, οι Αθηναίοι, αναγνωρίζοντας το άδικο που διέπραξαν στέλνοντας στον θάνατο τον Ανδρόγεω, τον ανεκήρυξαν ήρωα και ίδρυσαν βωμό του στο Φάληρο, ενώ τελούσαν στη μνήμη του και «επιτάφιους» αθλητικούς αγώνες στον Κεραμεικό, που τους ονόμαζαν «αγώνες επ’ Ευρυγύη».
Ωστόσο, Ανδρόγεως, ονομαζόταν και ένας Έλληνας στρατιώτης που, κατά την άλωση της Τροίας νόμισε μέσα στη νύχτα ότι η ομάδα του Αινεία ήταν ελληνικό απόσπασμα, πληρώνοντας το λάθος αυτό με τη ζωή του. Στη συνέχεια, ο σύντροφος του Αινεία Κόροιβος φόρεσε την πανοπλία του Ανδρόγεω προκειμένου να παραπλανήσει και άλλους Έλληνες. Αυτά τα αναφέρει μόνο ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του (Βιβλίο ΙΙ)
Μόλις ο Μίνωας πληροφορήθηκε τα του θανάτου του παιδιού του, θέλοντας να εκδικηθεί ως ηγέτης της «υπερδύναμης» της εποχής του, εξεστράτευσε κατά των Αθηνών. Αρχικά κυρίευσε τα Μέγαρα και σκότωσε τον βασιλιά τους Νίσο. Στη συνέχεια άρχισε να πολιορκεί την Αθήνα, η οποία ήδη έπασχε από ένα κακό: Ο Δίας, ύστερα από κατάρα του Ανδρόγεω, προκάλεσε πείνα και θανατικό στους Αθηναίους. Αυτοί τότε, για να εξευμενίσουν τους θεούς, θυσίασαν τις κόρες του Υακίνθου, μάταια όμως. Στο μεταξύ, ο Μίνωας είχε υποβάλει τους όρους του στους Αθηναίους, οι οποίοι στην αρχή δεν τους δέχθηκαν. Καθώς όμως το θανατικό συνεχιζόταν, ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να σωθούν και πήραν την απάντηση ότι έπρεπε να αποδεχθούν τους όρους του Μίνωα, που ουσιαστικά συνοψίζονταν στο ότι θα ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν κάθε χρόνο εφτά νέους κι εφτά νέες στην Κρήτη ως τροφή του Μινώταυρου. Οι Αθηναίοι δέχθηκαν τους όρους, οπότε ο Μίνωας έλυσε την πολιορκία και έφυγε. Από αυτό τον «φόρο αίματος» για τον Ανδρόγεω απάλλαξε την Αθήνα ο Θησέας, πηγαίνοντας ως ένας από τους νέους στην Κρήτη και σκοτώνοντας τον Μινώταυρο.
Αργότερα, οι Αθηναίοι, αναγνωρίζοντας το άδικο που διέπραξαν στέλνοντας στον θάνατο τον Ανδρόγεω, τον ανεκήρυξαν ήρωα και ίδρυσαν βωμό του στο Φάληρο, ενώ τελούσαν στη μνήμη του και «επιτάφιους» αθλητικούς αγώνες στον Κεραμεικό, που τους ονόμαζαν «αγώνες επ’ Ευρυγύη».
Ωστόσο, Ανδρόγεως, ονομαζόταν και ένας Έλληνας στρατιώτης που, κατά την άλωση της Τροίας νόμισε μέσα στη νύχτα ότι η ομάδα του Αινεία ήταν ελληνικό απόσπασμα, πληρώνοντας το λάθος αυτό με τη ζωή του. Στη συνέχεια, ο σύντροφος του Αινεία Κόροιβος φόρεσε την πανοπλία του Ανδρόγεω προκειμένου να παραπλανήσει και άλλους Έλληνες. Αυτά τα αναφέρει μόνο ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του (Βιβλίο ΙΙ)
Έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν (Συνηθίζεται στους Κλαζομένιους να διαπράττουν απρέπειες)
Έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν, είναι έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «υποτιμητικά και απαξιωτικά για κάποιον ότι είναι γνωστός για την απρεπή συμπεριφορά του, ότι δηλ. η απρέπειά του είναι σύνηθες γνώρισμα του χαρακτήρα του, ότι η απρέπεια είναι αναμενόμενη από αυτόν.»
Η φράση έγινε παροιμιώδης έκφραση και χρησιμοποιείται σήμερα για να «χαρακτηρίσει τη ροπή κάποιου ανθρώπου στην ασχημοσύνη (απρέπεια, ακοσμία)», την έκφραση περιφρόνησης για ανθρώπους τέτοιας ποιότητας από τους οποίους είναι αναμενόμενη απρεπής συμπεριφορά.
Από τον Κλαύδιο Αιλιανό συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του Ποικίλη Ιστορία
Από τον Κλαύδιο Αιλιανό συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα, στο έργο του Ποικίλη Ιστορία
Η δημιουργία της μουσικής
Η Μουσική δημιουργήθηκε την ίδια στιγμή που γεννήθηκε ο Κόσμος και το Σύμπαν. Όχι δεν είναι η μουσική κάποια επινόηση του νοήμονα ανθρώπου.
Προϋπήρξε του ανθρώπου, αφού γνωρίζουμε από την εποχή του Πυθαγόρα, ότι όλες οι αναλογίες που υπάρχουν στις νότες σε σχέση με τις χορδές, τον αέρα των πνευστών και τις επιφάνειες των κρουστών ενυπάρχουν στους πλανήτες και τις τροχιές τους μέσα από τους αριθμούς και τους λόγους τους. Το ότι είναι για παράδειγμα το Φεγγάρι βρίσκεται σε αυτή την απόσταση από τη Γη και εκτελεί τη συγκεκριμένη τροχιά με συγκεκριμένη συχνότητα είναι απευθείας ανάλογο με το ότι χορδή συγκεκριμένου μήκους παράγει συγκεκριμένη νότα.
Ο κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή φέρει στο σώμα του εκ γενετής, εκτός από τα ζωτικά του όργανα και δύο μουσικά όργανα. Το πρώτο είναι η καρδιά. Είναι το κατεξοχήν ζωτικό όργανο αλλά και ένα έξοχο μουσικό όργανο. Γιατί η καρδιά είναι ο μετρονόμος, είναι εκείνη που με το χτύπο της δίνει την εσωτερική αίσθηση του χρόνου και του ρυθμού. Και μουσική είναι πρώτα-πρώτα ρυθμός.
Ο πρώτος άνθρωπος άρχισε να χτυπά ασυναίσθητα αντικείμενα για να παράξει ρυθμό. Και όταν ήθελε να είναι ήρεμος ο ρυθμός για να νανουρίσει τα μωρά τα χτυπούσε αργά, όταν ήθελε ένταση το έκανε γρήγορα. Και έπεφτε και κοιμόταν το μωρό καθώς συντονιζόταν η καρδιά του σε χαμηλούς σφυγμούς. Και πεταγόταν και χόρευε εκστασιασμένος με εκείνους τους έντονους ρυθμούς που συντονίζονταν με την καρδιά του, μη ξέροντας και μη καταλαβαίνοντας ότι οφείλεται στον εσωτερικό ρυθμό που του έδινε το πρώτο του αυτό μουσικό όργανο.
Το άλλο μουσικό όργανο είναι η φωνή. Άκουσε ο πρώτος άνθρωπος το κελάηδισμα των πουλιών και το μιμήθηκε με τη φωνή του. Γιατί τα πουλιά κελαηδούσαν πάντοτε αυθόρμητα αφού η μουσική προϋπάρχει της ζωής. Το μιμήθηκε και με το σφύριγμά του. Διαπίστωσε πώς όταν εκπνέει τον αέρα από μέσα του δημιουργεί μελωδίες. Με την εξέλιξη της γλώσσας τραγούδησε τα έπη του Ομήρου και τη λυρική ποίηση της Σαπφούς.
Έπειτα άκουσε τον αέρα να σφυρίζει καθώς περνούσε μέσα από τις καλαμιές. Πήρε το καλάμι, που είναι κούφιο από τη φύση του, και το φύσηξε και έβγαλε ήχο. Διαπίστωσε ότι αλλάζοντας μέγεθος στο καλάμι άλλαζε και το τονικό ύψος του ήχου. Έτσι κατασκεύασε τον αυλό του Πάνα, δένοντας μια σειρά καλάμια με διαφορετικά μήκη, το ένα πλάι στο άλλο.
Στη συνέχεια τρύπησε ένα καλάμι και είδε ότι ανοιγοκλείνοντας με τα δάχτυλα των δυο χεριών του τις τρύπες, έπαιρνε ξανά τα ίδια μουσικά αποτελέσματα. Η τελευταία ανακάλυψη ήταν και πιο συμφέρουσα καθώς χρησιμοποιούσε ένα μόνο καλάμι. Κι έτσι έφτιαξε ο ποιμένας τη φλογέρα του Μαρσύα και έπαιζε για να σκοτώσει τις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς του.
Και μάζεψε ο βοσκός τα κέρατα από τα πεθαμένα ζώα και παρατήρησε ότι αν αφαιρέσει τον μυελό απομένει ένας στριφογυριστός σωλήνας που φαρδαίνει σαν καμπάνα, που αν τον φυσήξεις παράγει ξανά τους ίδιους ήχους, αλλά πολύ πιο δυνατούς. Και χρησιμοποίησε τον δυνατό ήχο του κέρατος όταν πήγαινε για κυνήγι γιατί μπορούσε να επικοινωνήσει καλύτερα με τους συντρόφους του που ήταν πολύ μακριά. Και δημιουργήθηκε το κέρας της Αμάλθειας.
Και όταν τέντωσε τη χορδή του τόξου ο κυνηγός για να στοχεύσει το θήραμά του άκουσε ξανά τους ίδιους μουσικούς ήχους. Και χρησιμοποίησε τα κέρατα και με άλλο τρόπο τεντώνοντας χορδές με διαφορετικά μήκη όπως είχε κάνει άλλοτε με τα καλάμια και τον αυλό του Πάνα. Και έκανε το ίδιο με τα καύκαλα από νεκρές χελώνες. Και έφτιαξε τις λύρες του Απόλλωνα και του Ορφέα.
Αλλά και ο άνθρωπος της θάλασσας βρήκε το άδειο βούκινο και αφού πρώτα το έβαλε στο αφτί και ρούφηξε μέσα από τα σπλάχνα του τον άνεμο και τα κύματα, μετά το έβαλε στο στόμα και το φύσηξε και άκουσε ακόμα δυνατότερο ήχο. Και το πήραν οι ναυτικοί στα καράβια τους για να κάνουν ηχητικά σήματα. Και έφτιαξε τη σάλπιγγα της μούσας Κλειούς.
Και άκουσαν οι ναυτικοί τον άνεμο να χτυπάει στα πανιά και κατάλαβαν ότι και το τεντωμένο πανί βγάζει ήχο όπως η χορδή. Και έφτιαξαν το τύμπανο της Κυβέλης.
Κι έτσι στο πέρασμα των αιώνων δημιουργήθηκαν τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας. Τα έγχορδα με δοξάρι από τα τόξα και τη λύρα: βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και η άρπα του αρπιστή της Κέρου με το πιάνο.
Τα ξύλινα πνευστά φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο από τους καλαμένιους αυλούς και ας κατασκευάζονται τώρα πια από ανθεκτικότερα ξύλα όπως ο έβενος.
Τα χάλκινα πνευστά. Το κόρνο από το κέρας (cornu), και την τρομπέτα, το τρομπόνι και την τούμπα από το βούκινο (στρόμβος). Και τα έφτιαξαν αυτά από μέταλλο εκμεταλλευόμενοι την ελατότητα και την ολκιμότητα του μετάλλου, να περιστρέφεται σπειροειδώς ο μακρύς σωλήνας γύρω από τον εαυτό του για να μην πιάνει χώρο και για να δίνει ένταση.
Τέλος τα κρουστά τα τύμπανα, το ταμπούρο και την γκραν κάσα από τα τεντωμένα δέρματα, το γκονγκ, το τρίγωνο και τα πιάτα καθώς και το ξυλόφωνο, το μεταλλόφωνο και τις καμπάνες.
Μαζί με τον Κόσμο δημιουργήθηκε και τη Μουσική. Κι έκανε δωρεά οργάνων στον άνθρωπο από τα νεκρά πλάσματα του Κόσμου του για να ζήσει. Του δώρισε το ξύλο, το κέρατο, το βούκινο, το καύκαλο και το δέρμα, για να παράγουν μελωδία και αρμονία. Για να μπορεί να την απολαμβάνει όσο ζει, με την καρδιά του…
Προϋπήρξε του ανθρώπου, αφού γνωρίζουμε από την εποχή του Πυθαγόρα, ότι όλες οι αναλογίες που υπάρχουν στις νότες σε σχέση με τις χορδές, τον αέρα των πνευστών και τις επιφάνειες των κρουστών ενυπάρχουν στους πλανήτες και τις τροχιές τους μέσα από τους αριθμούς και τους λόγους τους. Το ότι είναι για παράδειγμα το Φεγγάρι βρίσκεται σε αυτή την απόσταση από τη Γη και εκτελεί τη συγκεκριμένη τροχιά με συγκεκριμένη συχνότητα είναι απευθείας ανάλογο με το ότι χορδή συγκεκριμένου μήκους παράγει συγκεκριμένη νότα.
Ο κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή φέρει στο σώμα του εκ γενετής, εκτός από τα ζωτικά του όργανα και δύο μουσικά όργανα. Το πρώτο είναι η καρδιά. Είναι το κατεξοχήν ζωτικό όργανο αλλά και ένα έξοχο μουσικό όργανο. Γιατί η καρδιά είναι ο μετρονόμος, είναι εκείνη που με το χτύπο της δίνει την εσωτερική αίσθηση του χρόνου και του ρυθμού. Και μουσική είναι πρώτα-πρώτα ρυθμός.
Ο πρώτος άνθρωπος άρχισε να χτυπά ασυναίσθητα αντικείμενα για να παράξει ρυθμό. Και όταν ήθελε να είναι ήρεμος ο ρυθμός για να νανουρίσει τα μωρά τα χτυπούσε αργά, όταν ήθελε ένταση το έκανε γρήγορα. Και έπεφτε και κοιμόταν το μωρό καθώς συντονιζόταν η καρδιά του σε χαμηλούς σφυγμούς. Και πεταγόταν και χόρευε εκστασιασμένος με εκείνους τους έντονους ρυθμούς που συντονίζονταν με την καρδιά του, μη ξέροντας και μη καταλαβαίνοντας ότι οφείλεται στον εσωτερικό ρυθμό που του έδινε το πρώτο του αυτό μουσικό όργανο.
Το άλλο μουσικό όργανο είναι η φωνή. Άκουσε ο πρώτος άνθρωπος το κελάηδισμα των πουλιών και το μιμήθηκε με τη φωνή του. Γιατί τα πουλιά κελαηδούσαν πάντοτε αυθόρμητα αφού η μουσική προϋπάρχει της ζωής. Το μιμήθηκε και με το σφύριγμά του. Διαπίστωσε πώς όταν εκπνέει τον αέρα από μέσα του δημιουργεί μελωδίες. Με την εξέλιξη της γλώσσας τραγούδησε τα έπη του Ομήρου και τη λυρική ποίηση της Σαπφούς.
Έπειτα άκουσε τον αέρα να σφυρίζει καθώς περνούσε μέσα από τις καλαμιές. Πήρε το καλάμι, που είναι κούφιο από τη φύση του, και το φύσηξε και έβγαλε ήχο. Διαπίστωσε ότι αλλάζοντας μέγεθος στο καλάμι άλλαζε και το τονικό ύψος του ήχου. Έτσι κατασκεύασε τον αυλό του Πάνα, δένοντας μια σειρά καλάμια με διαφορετικά μήκη, το ένα πλάι στο άλλο.
Στη συνέχεια τρύπησε ένα καλάμι και είδε ότι ανοιγοκλείνοντας με τα δάχτυλα των δυο χεριών του τις τρύπες, έπαιρνε ξανά τα ίδια μουσικά αποτελέσματα. Η τελευταία ανακάλυψη ήταν και πιο συμφέρουσα καθώς χρησιμοποιούσε ένα μόνο καλάμι. Κι έτσι έφτιαξε ο ποιμένας τη φλογέρα του Μαρσύα και έπαιζε για να σκοτώσει τις ώρες της ατέλειωτης μοναξιάς του.
Και μάζεψε ο βοσκός τα κέρατα από τα πεθαμένα ζώα και παρατήρησε ότι αν αφαιρέσει τον μυελό απομένει ένας στριφογυριστός σωλήνας που φαρδαίνει σαν καμπάνα, που αν τον φυσήξεις παράγει ξανά τους ίδιους ήχους, αλλά πολύ πιο δυνατούς. Και χρησιμοποίησε τον δυνατό ήχο του κέρατος όταν πήγαινε για κυνήγι γιατί μπορούσε να επικοινωνήσει καλύτερα με τους συντρόφους του που ήταν πολύ μακριά. Και δημιουργήθηκε το κέρας της Αμάλθειας.
Και όταν τέντωσε τη χορδή του τόξου ο κυνηγός για να στοχεύσει το θήραμά του άκουσε ξανά τους ίδιους μουσικούς ήχους. Και χρησιμοποίησε τα κέρατα και με άλλο τρόπο τεντώνοντας χορδές με διαφορετικά μήκη όπως είχε κάνει άλλοτε με τα καλάμια και τον αυλό του Πάνα. Και έκανε το ίδιο με τα καύκαλα από νεκρές χελώνες. Και έφτιαξε τις λύρες του Απόλλωνα και του Ορφέα.
Αλλά και ο άνθρωπος της θάλασσας βρήκε το άδειο βούκινο και αφού πρώτα το έβαλε στο αφτί και ρούφηξε μέσα από τα σπλάχνα του τον άνεμο και τα κύματα, μετά το έβαλε στο στόμα και το φύσηξε και άκουσε ακόμα δυνατότερο ήχο. Και το πήραν οι ναυτικοί στα καράβια τους για να κάνουν ηχητικά σήματα. Και έφτιαξε τη σάλπιγγα της μούσας Κλειούς.
Και άκουσαν οι ναυτικοί τον άνεμο να χτυπάει στα πανιά και κατάλαβαν ότι και το τεντωμένο πανί βγάζει ήχο όπως η χορδή. Και έφτιαξαν το τύμπανο της Κυβέλης.
Κι έτσι στο πέρασμα των αιώνων δημιουργήθηκαν τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας. Τα έγχορδα με δοξάρι από τα τόξα και τη λύρα: βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και η άρπα του αρπιστή της Κέρου με το πιάνο.
Τα ξύλινα πνευστά φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο από τους καλαμένιους αυλούς και ας κατασκευάζονται τώρα πια από ανθεκτικότερα ξύλα όπως ο έβενος.
Τα χάλκινα πνευστά. Το κόρνο από το κέρας (cornu), και την τρομπέτα, το τρομπόνι και την τούμπα από το βούκινο (στρόμβος). Και τα έφτιαξαν αυτά από μέταλλο εκμεταλλευόμενοι την ελατότητα και την ολκιμότητα του μετάλλου, να περιστρέφεται σπειροειδώς ο μακρύς σωλήνας γύρω από τον εαυτό του για να μην πιάνει χώρο και για να δίνει ένταση.
Τέλος τα κρουστά τα τύμπανα, το ταμπούρο και την γκραν κάσα από τα τεντωμένα δέρματα, το γκονγκ, το τρίγωνο και τα πιάτα καθώς και το ξυλόφωνο, το μεταλλόφωνο και τις καμπάνες.
Μαζί με τον Κόσμο δημιουργήθηκε και τη Μουσική. Κι έκανε δωρεά οργάνων στον άνθρωπο από τα νεκρά πλάσματα του Κόσμου του για να ζήσει. Του δώρισε το ξύλο, το κέρατο, το βούκινο, το καύκαλο και το δέρμα, για να παράγουν μελωδία και αρμονία. Για να μπορεί να την απολαμβάνει όσο ζει, με την καρδιά του…
Αριστοτέλης: Η τέλεια ευδαιμονία
«Αν η ευδαιμονία είναι ενέργεια σύμφωνη με την αρετή είναι λογικό να είναι η καλύτερη.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13
Η ευδαιμονία είναι ο σκοπός της ζωής. Ό,τι πράττουμε έχει στόχο την ευδαιμονία μας. Είναι όμως αυτός ο στόχος, η ευδαιμονία, ίδιος για όλους; Ο Αριστοτέλης θα αναλύσει στους μαθητές του τη θεωρία του, η οποία καταλαμβάνει τα δέκα βιβλία των Ἠθικῶν Νικομαχείων, ενός έργου της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του. Η έννοια της ευδαιμονίας, συνυφασμένη πλήρως με τα βιολογικά έργα του Σταγειρίτη, ερευνάται ενδελεχώς· ο συγγραφέας θα ορίσει το αγαθό του ανθρώπου και θα εξετάσει τις αρετές (ηθικές και διανοητικές) που θα αποτελέσουν τον οδηγό της ευδαιμονίας, για να συνοψίσει στο τελευταίο βιβλίο:
«Αφού μιλήσαμε για τις αρετές, τα είδη της φιλίας και τις ηδονές, είναι η ώρα να πραγματευτούμε εν γένει και την ευδαιμονία, επειδή την έχουμε θεωρήσει σκοπό των ανθρώπινων πράξεων. Αν ανακεφαλαιώσουμε όσα έχουμε πει, ο συλλογισμός μας (ὁ λόγος) θα γίνει συντομότερος. Είπαμε λοιπόν ότι δεν είναι ἕξις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ορίσει την ἕξιν στο Β΄ βιβλίο. Είναι η στάση μας απέναντι στα πάθη (ἕξεις δὲ καθ᾽ ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς 1105b). Οι ηθικές αρετές ανήκουν στις ἕξεις: «Η αρετή είναι μία ἕξις που επιλέγουμε, βρίσκεται στο μέσον σε σχέση με εμάς, καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα από αυτή που θα όριζε ο φρόνιμος άνθρωπος», έχει υποστηρίξει ο Αριστοτέλης. Από την άλλη, η ευδαιμονία δεν μπορεί να είναι ἕξις, αλλιώς και κάποιος που κοιμάται θα ήταν ευδαίμων (σαν τα φυτά) ή ακόμη και αυτός που δυστυχεί. Ως εκ τούτου, η ευδαιμονία ορίζεται ως ἐνέργεια και οι ενέργειες διακρίνονται σε αναγκαίες και σε αυτές που επιλέγουμε. Η ευδαιμονία ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία· την επιλέγουμε για χάρη της ίδιας:
«Όπως είπαμε προηγουμένως, από τις ενέργειες άλλες είναι αναγκαίες και άλλες επιλέγονται καθαυτές. Είναι λοιπόν φανερό ότι θα πρέπει να τοποθετήσουμε την ευδαιμονία στις ενέργειες που επιλέγουμε για χάρη των ιδίων και όχι σ’ αυτές που γίνονται για χάρη άλλου σκοπού. Γιατί η ευδαιμονία δεν έχει έλλειψη από τίποτε αλλά είναι αυτάρκης (οὐδενὸς γὰρ ἐνδεὴς ἡ εὐδαιμονία ἀλλ᾽ αὐτάρκης).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b1-5
Σε όλο το έργο ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται την αρετή έναντι της ηδονής. Σκοπός της ζωής δεν είναι ούτε οι διασκεδάσεις ούτε η ανάπαυση. Τα παιχνίδια, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός της ζωής γιατί γίνονται για χάρη της ευδαιμονίας μας. Η ανάπαυση το ίδιο· στόχος της είναι η ενέργεια.
«Το να είναι κάποιος απασχολημένος και να μοχθεί για χάρη της διασκέδασης (παιδιᾶς χάριν) φαίνεται ηλίθιο και πολύ παιδαριώδες. ‘Το να διασκεδάζει όμως καθώς ασχολείται με σπουδαία θέματα’, όπως υποστηρίζει ο Ανάχαρσης, θεωρείται ότι είναι σωστό. Διότι φαίνεται ότι η διασκέδαση μοιάζει με την ανάπαυση, και επειδή οι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να μοχθούν συνεχώς, χρειάζονται την ανάπαυση. Αλλά η ανάπαυση δεν είναι ο σκοπός (τέλος)· διότι γίνεται για χάρη της απόκτησης ενέργειας (γίνεται γὰρ ἕνεκα τῆς ἐνεργείας). Θεωρείται λοιπόν ότι ο ευδαίμων βίος είναι συνυφασμένος με την αρετή· αυτός όμως που συνοδεύεται από κόπο και δεν βρίσκεται στις διασκεδάσεις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b32-1177a2
Ο Αριστοτέλης είχε την ευκαιρία να συζητήσει όλες τις αρετές που οδηγούν σε μια ευδαίμονα ζωή. Δεν έχουν όμως όλες οι αρετές την ίδια βαρύτητα. Ο συγγραφέας των Ἠθικῶν Νικομαχείων ήδη από το πρώτο βιβλίο είχε κάνει λόγο για την «ἀρίστην καὶ τελειοτάτην» αρετή (1098a18). Στο δέκατο και τελευταίο βιβλίο την ορίζει:
«Αν η ευδαιμονία είναι ενέργεια σύμφωνη με την αρετή είναι λογικό να είναι η καλύτερη. Αυτή τότε θα ήταν [η αρετή] του άριστου μέρους είτε αυτό είναι ο νους είτε κάτι άλλο, το οποίο θεωρείται ότι κυριαρχεί και καθοδηγεί και έχει αντίληψη για τα ωραία και θεϊκά πράγματα, είτε επειδή είναι το ίδιο θείο είτε επειδή το πιο θεϊκό στοιχείο υπάρχει μέσα μας, και η ενέργειά του σύμφωνα με την οικεία αρετή θα είναι η τέλεια ευδαιμονία. Ότι αυτή [η ενέργεια] είναι η θεωρητική, το έχουμε πει.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-18
Ο Αριστοτέλης χρειάστηκε δέκα βιβλία για να αναπτύξει τη θεωρία της ευδαιμονίας του. Όπως έχει υποστηρίξει, η ευδαιμονία είναι κάτι κοινό (πολύκοινον) ανάμεσα στους ανθρώπους, στο οποίο μπορούν να μετέχουν όλοι όσοι δεν είναι ατελείς ως προς την αρετή (πᾶσι τοῖς μὴ πεπηρωμένοις πρὸς ἀρετὴν) με τη βοήθεια κάποιας μάθησης και επιμέλειας. Οι αρετές διακρίνονται σε διανοητικές (που αποκτώνται με διδασκαλία) και ηθικές (που είναι αποτέλεσμα εθισμού και άσκησης). Στο τελευταίο βιβλίο όμως θα μιλήσει όχι για την ευδαιμονία εν γένει, αλλά για την «τελεία εὐδαιμονία», η οποία μπορεί να προέλθει από το ανώτερο μέρος του ανθρώπου, τον νου.
Η θεωρία της ευδαιμονίας βασίζεται στην αριστοτελική βιολογία. Ο Αριστοτέλης έχει ως αφετηρία την επιστήμη. Φαίνεται να θέτει το ερώτημα: Ποια είναι η κατάλληλη ευδαιμονία για κάθε είδος; Είναι ίδια η ευδαιμονία για όλα όσα ζουν; Εφόσον τα φυτά ζουν τη ζωή ενός φυτού (που περιλαμβάνει τη θρέψη) δεν μπορεί η ευδαιμονία τους να είναι η ίδια με του ανθρώπου. Το ίδιο και τα ζώα· έχουν επιπλέον την αίσθηση. Ωστόσο για τον Αριστοτέλη, αυτό δεν αρκεί για τον άνθρωπο. Μπορεί ο ίδιος να έχει εξυμνήσει τη φρόνηση, τη δικαιοσύνη, τη φιλία ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία της ευδαιμονίας, αλλά εν τέλει δείχνει την ξεκάθαρη προτίμησή του για τη θεωρητική ενασχόληση. Ως εκ τούτου, προτού ολοκληρώσει τη θεωρία του, στα τελευταία κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου, θα επιχειρήσει να πείσει τους μαθητές του ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι εκείνη που έχει να κάνει με τον νου.
Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει υποστηρίζοντας ότι η ενέργεια του νου είναι η καλύτερη (κρατίστη τε γὰρ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια) και ο νους το σημαντικότερο από αυτά που έχουμε μέσα μας (τῶν ἐν ἡμῖν). Το ίδιο και το αντικείμενό του. Επομένως, συμπεραίνει, όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με τον νου είναι πιο σημαντικά από τα υπόλοιπα. Επιπλέον, είναι μία συνεχής ενέργεια (συνεχεστάτη), η οποία δεν κουράζει όσο η πράξη. Αυτό εξηγείται, κατά τον Αριστοτέλη, καθώς μπορούμε να σκεφτόμαστε συνεχώς, χωρίς διακοπή, σε αντίθεση με το να πράττουμε που έχει όρια. Πέρα από αυτά, η διανοητική αρετή της σοφίας είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα. Για τον συγγραφέα των Ἠθικῶν Νικομαχείων η θεωρητική ενασχόληση έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην ηδονή: «Θεωρούμε ότι η ευδαιμονία πρέπει να είναι αναμεμειγμένη με την ηδονή, και η πιο ευχάριστη (ἡδίστη) από τις ενέργειες που είναι σύμφωνες με την αρετή είναι ομολογουμένως η σοφία».
Βέβαια, η ηδονή που προσφέρει ο νους (σε αντίθεση με αυτές του σώματος) δεν θα μπορούσε να είναι το κριτήριο της ευδαιμονίας. Τα ισχυρότερα αριστοτελικά επιχειρήματα στηρίζονται στην έννοια της αυτάρκειας. Ο σώφρων, ο δίκαιος και ο ανδρείος άνθρωπος αναμφίβολα χρειάζονται τα προς το ζην (όπως και ο σοφός). Αλλά ακόμη και όταν τα αποκτήσουν δεν είναι αυτάρκεις. Χρειάζονται άλλους ανθρώπους για να ασκήσουν τις αρετές τους. Ο σοφός όμως είναι ο μόνος πραγματικά αυτάρκης:
«Αυτό που ονομάζουμε αυτάρκεια σχετίζεται περισσότερο με τη θεωρητική [ενέργεια]· διότι τα αναγκαία προς το ζην τα χρειάζονται και ο σοφός και ο δίκαιος και όλοι οι άλλοι, όταν όμως τα έχουν επαρκώς, ο μεν δίκαιος χρειάζεται εκείνους με τους οποίους θα ενεργήσει δίκαια (δικαιοπραγήσει) και το ίδιο ο σώφρων και ο ανδρείος και ο καθένας από αυτούς. Ενώ ο σοφός μπορεί μόνος του να στοχάζεται (ὁ δὲ σοφὸς καὶ καθ᾽ αὑτὸν ὢν δύναται θεωρεῖν) και όσο σοφότερος είναι τόσο περισσότερο. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν είχε συνεργάτες (συνεργοὺς), ωστόσο είναι ο πλέον αυτάρκης (αὐταρκέστατος).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a27-1177b1
Η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια, αφού είναι γεγονός ότι ο ευδαίμων δεν έχει ανάγκη από κάτι άλλο. Για τον Αριστοτέλη, η αυτάρκεια δεν σχετίζεται μόνο με τις ανάγκες του σώματος. Αυτό είναι δεδομένο. Οι ηθικές αρετές των Ἠθικῶν Νικομαχείων, οι μεσότητες, τελικά δεν αρκούν. Έχοντας υποστηρίξει στα προηγούμενα εννέα βιβλία την πρωτοκαθεδρία των αρετών, έφτασε η στιγμή στο 8ο κεφάλαιο του δέκατου βιβλίου, ο συγγραφέας να θέσει τις ηθικές αρετές σε δεύτερη βάση (Δευτέρως δ᾽ ὁ κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν). Ο ευδαιμονέστερος βίος είναι ο θεωρητικός και ακολουθεί εκείνος που είναι συνυφασμένος με τις ηθικές αρετές.
Η έννοια της αυτάρκειας επανέρχεται, καθώς ο θεωρητικός βίος δεν έχει τόσο την ανάγκη των εξωτερικών αγαθών, όσο ο ηθικός: ο δίκαιος πρέπει να έχει χρήματα για να ανταποδώσει τα χρέη του, το ίδιο και ο γενναιόδωρος για να προβεί σε ευγενικές πράξεις (τῷ μὲν γὰρ ἐλευθερίῳ δεήσει χρημάτων πρὸς τὸ πράττειν τὰ ἐλευθέρια), ο ανδρείος χρειάζεται δύναμη και ο σώφρων εξουσία ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να λάβει τις ορθές αποφάσεις. Όλες οι ηθικές αρετές κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με το σώμα και με την ανθρώπινη φύση μας. Αναντίρρητα, για τον Αριστοτέλη αποτελούν ένα ασφαλή οδηγό του ευδαίμονος βίου. Ωστόσο η αυτάρκεια απαντάται ολοκληρωμένα μόνο στον θεωρητικό βίο:
«Ο άνθρωπος του θεωρητικού βίου δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά για να ασκήσει την ενέργειά του, αλλά όπως είπαμε μπορεί να αποτελέσουν και εμπόδια για τον φιλοσοφική του ενασχόληση (θεωρίαν). Επειδή όμως είναι άνθρωπος και ζει με πολλούς μαζί, επιλέγει να πράττει σύμφωνα με την αρετή· επομένως, θα τα χρειαστεί και αυτά για να ενεργεί ως άνθρωπος (πρὸς τὸ ἀνθρωπεύεσθαι). Το ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι κάποιου είδους θεωρητική ενέργεια, θα φανεί και από το εξής: όλοι θεωρούμε ότι οι θεοί είναι μακάριοι και ευδαίμονες. Ποιες πράξεις θα πρέπει τότε να τους αποδώσουμε;»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b2-10
Ο Αριστοτέλης γίνεται παραστατικός, προκειμένου να γίνει κατανοητός. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν δίκαιο θεό (είναι δυνατόν οι θεοί να χρωστούν και να επιστρέφουν τις οφειλές;), έναν ανδρείο (εκτίθενται οι θεοί σε κίνδυνο;), έναν γενναιόδωρο (σε ποιον θα δώσουν χρήματα;), έναν σώφρονα (τι είδους πράξεις θα ήταν αυτές;). Η ηθική δεν έχει εφαρμογή στον θεό. «Όλα τα είδη των ηθικών πράξεων είναι μικρά και ανάξια για τους θεούς», συνοψίζει. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ευδαιμονία των θεών είναι η μέγιστη. Από πού προέρχεται όμως, αν δεν πράττουν τίποτε;
«Επομένως, η ενέργεια του θεού επειδή διαφέρει σε μακαριότητα, θα είναι η θεωρητική. Γι’ αυτό από τις ανθρώπινες ενέργειες αυτή που συγγενεύει περισσότερο με τη θεϊκή είναι αυτή που προσφέρει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία. Όσο εκτείνεται η θεωρητική ενασχόληση (θεωρία) τόσο εκτείνεται και η ευδαιμονία. Διότι η θεωρητική ενασχόληση είναι καθαυτή πολύτιμη. Επομένως η ευδαιμονία είναι κάποιο είδος θεωρητικής ενασχόλησης.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b21-32
Η τέλεια ευδαιμονία είναι το μέγιστο αγαθό για τον Αριστοτέλη. Αποτελεί το έργο του ανθρώπου, το οποίο τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα. Η θεωρητική ενασχόληση είναι το θείο στοιχείο στον άνθρωπο, αυτό που έχει κοινό με τον θεό. Ωστόσο, το «θεϊκό μέρος», ο νους που στοχάζεται, είναι το κατεξοχήν ανθρώπινο, αφού απαντάται μόνο στους ανθρώπους. Ο θεωρητικός βίος, θεϊκός ή ανθρώπινος, είναι ο μόνος αυτάρκης. Και η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια.
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13
Η ευδαιμονία είναι ο σκοπός της ζωής. Ό,τι πράττουμε έχει στόχο την ευδαιμονία μας. Είναι όμως αυτός ο στόχος, η ευδαιμονία, ίδιος για όλους; Ο Αριστοτέλης θα αναλύσει στους μαθητές του τη θεωρία του, η οποία καταλαμβάνει τα δέκα βιβλία των Ἠθικῶν Νικομαχείων, ενός έργου της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του. Η έννοια της ευδαιμονίας, συνυφασμένη πλήρως με τα βιολογικά έργα του Σταγειρίτη, ερευνάται ενδελεχώς· ο συγγραφέας θα ορίσει το αγαθό του ανθρώπου και θα εξετάσει τις αρετές (ηθικές και διανοητικές) που θα αποτελέσουν τον οδηγό της ευδαιμονίας, για να συνοψίσει στο τελευταίο βιβλίο:
«Αφού μιλήσαμε για τις αρετές, τα είδη της φιλίας και τις ηδονές, είναι η ώρα να πραγματευτούμε εν γένει και την ευδαιμονία, επειδή την έχουμε θεωρήσει σκοπό των ανθρώπινων πράξεων. Αν ανακεφαλαιώσουμε όσα έχουμε πει, ο συλλογισμός μας (ὁ λόγος) θα γίνει συντομότερος. Είπαμε λοιπόν ότι δεν είναι ἕξις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-13
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ορίσει την ἕξιν στο Β΄ βιβλίο. Είναι η στάση μας απέναντι στα πάθη (ἕξεις δὲ καθ᾽ ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς 1105b). Οι ηθικές αρετές ανήκουν στις ἕξεις: «Η αρετή είναι μία ἕξις που επιλέγουμε, βρίσκεται στο μέσον σε σχέση με εμάς, καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα από αυτή που θα όριζε ο φρόνιμος άνθρωπος», έχει υποστηρίξει ο Αριστοτέλης. Από την άλλη, η ευδαιμονία δεν μπορεί να είναι ἕξις, αλλιώς και κάποιος που κοιμάται θα ήταν ευδαίμων (σαν τα φυτά) ή ακόμη και αυτός που δυστυχεί. Ως εκ τούτου, η ευδαιμονία ορίζεται ως ἐνέργεια και οι ενέργειες διακρίνονται σε αναγκαίες και σε αυτές που επιλέγουμε. Η ευδαιμονία ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία· την επιλέγουμε για χάρη της ίδιας:
«Όπως είπαμε προηγουμένως, από τις ενέργειες άλλες είναι αναγκαίες και άλλες επιλέγονται καθαυτές. Είναι λοιπόν φανερό ότι θα πρέπει να τοποθετήσουμε την ευδαιμονία στις ενέργειες που επιλέγουμε για χάρη των ιδίων και όχι σ’ αυτές που γίνονται για χάρη άλλου σκοπού. Γιατί η ευδαιμονία δεν έχει έλλειψη από τίποτε αλλά είναι αυτάρκης (οὐδενὸς γὰρ ἐνδεὴς ἡ εὐδαιμονία ἀλλ᾽ αὐτάρκης).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b1-5
Σε όλο το έργο ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται την αρετή έναντι της ηδονής. Σκοπός της ζωής δεν είναι ούτε οι διασκεδάσεις ούτε η ανάπαυση. Τα παιχνίδια, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι ο τελικός σκοπός της ζωής γιατί γίνονται για χάρη της ευδαιμονίας μας. Η ανάπαυση το ίδιο· στόχος της είναι η ενέργεια.
«Το να είναι κάποιος απασχολημένος και να μοχθεί για χάρη της διασκέδασης (παιδιᾶς χάριν) φαίνεται ηλίθιο και πολύ παιδαριώδες. ‘Το να διασκεδάζει όμως καθώς ασχολείται με σπουδαία θέματα’, όπως υποστηρίζει ο Ανάχαρσης, θεωρείται ότι είναι σωστό. Διότι φαίνεται ότι η διασκέδαση μοιάζει με την ανάπαυση, και επειδή οι άνθρωποι δεν είναι δυνατό να μοχθούν συνεχώς, χρειάζονται την ανάπαυση. Αλλά η ανάπαυση δεν είναι ο σκοπός (τέλος)· διότι γίνεται για χάρη της απόκτησης ενέργειας (γίνεται γὰρ ἕνεκα τῆς ἐνεργείας). Θεωρείται λοιπόν ότι ο ευδαίμων βίος είναι συνυφασμένος με την αρετή· αυτός όμως που συνοδεύεται από κόπο και δεν βρίσκεται στις διασκεδάσεις.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1176b32-1177a2
Ο Αριστοτέλης είχε την ευκαιρία να συζητήσει όλες τις αρετές που οδηγούν σε μια ευδαίμονα ζωή. Δεν έχουν όμως όλες οι αρετές την ίδια βαρύτητα. Ο συγγραφέας των Ἠθικῶν Νικομαχείων ήδη από το πρώτο βιβλίο είχε κάνει λόγο για την «ἀρίστην καὶ τελειοτάτην» αρετή (1098a18). Στο δέκατο και τελευταίο βιβλίο την ορίζει:
«Αν η ευδαιμονία είναι ενέργεια σύμφωνη με την αρετή είναι λογικό να είναι η καλύτερη. Αυτή τότε θα ήταν [η αρετή] του άριστου μέρους είτε αυτό είναι ο νους είτε κάτι άλλο, το οποίο θεωρείται ότι κυριαρχεί και καθοδηγεί και έχει αντίληψη για τα ωραία και θεϊκά πράγματα, είτε επειδή είναι το ίδιο θείο είτε επειδή το πιο θεϊκό στοιχείο υπάρχει μέσα μας, και η ενέργειά του σύμφωνα με την οικεία αρετή θα είναι η τέλεια ευδαιμονία. Ότι αυτή [η ενέργεια] είναι η θεωρητική, το έχουμε πει.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a12-18
Ο Αριστοτέλης χρειάστηκε δέκα βιβλία για να αναπτύξει τη θεωρία της ευδαιμονίας του. Όπως έχει υποστηρίξει, η ευδαιμονία είναι κάτι κοινό (πολύκοινον) ανάμεσα στους ανθρώπους, στο οποίο μπορούν να μετέχουν όλοι όσοι δεν είναι ατελείς ως προς την αρετή (πᾶσι τοῖς μὴ πεπηρωμένοις πρὸς ἀρετὴν) με τη βοήθεια κάποιας μάθησης και επιμέλειας. Οι αρετές διακρίνονται σε διανοητικές (που αποκτώνται με διδασκαλία) και ηθικές (που είναι αποτέλεσμα εθισμού και άσκησης). Στο τελευταίο βιβλίο όμως θα μιλήσει όχι για την ευδαιμονία εν γένει, αλλά για την «τελεία εὐδαιμονία», η οποία μπορεί να προέλθει από το ανώτερο μέρος του ανθρώπου, τον νου.
Η θεωρία της ευδαιμονίας βασίζεται στην αριστοτελική βιολογία. Ο Αριστοτέλης έχει ως αφετηρία την επιστήμη. Φαίνεται να θέτει το ερώτημα: Ποια είναι η κατάλληλη ευδαιμονία για κάθε είδος; Είναι ίδια η ευδαιμονία για όλα όσα ζουν; Εφόσον τα φυτά ζουν τη ζωή ενός φυτού (που περιλαμβάνει τη θρέψη) δεν μπορεί η ευδαιμονία τους να είναι η ίδια με του ανθρώπου. Το ίδιο και τα ζώα· έχουν επιπλέον την αίσθηση. Ωστόσο για τον Αριστοτέλη, αυτό δεν αρκεί για τον άνθρωπο. Μπορεί ο ίδιος να έχει εξυμνήσει τη φρόνηση, τη δικαιοσύνη, τη φιλία ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία της ευδαιμονίας, αλλά εν τέλει δείχνει την ξεκάθαρη προτίμησή του για τη θεωρητική ενασχόληση. Ως εκ τούτου, προτού ολοκληρώσει τη θεωρία του, στα τελευταία κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου, θα επιχειρήσει να πείσει τους μαθητές του ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι εκείνη που έχει να κάνει με τον νου.
Ο Αριστοτέλης θα ξεκινήσει υποστηρίζοντας ότι η ενέργεια του νου είναι η καλύτερη (κρατίστη τε γὰρ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια) και ο νους το σημαντικότερο από αυτά που έχουμε μέσα μας (τῶν ἐν ἡμῖν). Το ίδιο και το αντικείμενό του. Επομένως, συμπεραίνει, όσα μπορούμε να γνωρίσουμε με τον νου είναι πιο σημαντικά από τα υπόλοιπα. Επιπλέον, είναι μία συνεχής ενέργεια (συνεχεστάτη), η οποία δεν κουράζει όσο η πράξη. Αυτό εξηγείται, κατά τον Αριστοτέλη, καθώς μπορούμε να σκεφτόμαστε συνεχώς, χωρίς διακοπή, σε αντίθεση με το να πράττουμε που έχει όρια. Πέρα από αυτά, η διανοητική αρετή της σοφίας είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα. Για τον συγγραφέα των Ἠθικῶν Νικομαχείων η θεωρητική ενασχόληση έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην ηδονή: «Θεωρούμε ότι η ευδαιμονία πρέπει να είναι αναμεμειγμένη με την ηδονή, και η πιο ευχάριστη (ἡδίστη) από τις ενέργειες που είναι σύμφωνες με την αρετή είναι ομολογουμένως η σοφία».
Βέβαια, η ηδονή που προσφέρει ο νους (σε αντίθεση με αυτές του σώματος) δεν θα μπορούσε να είναι το κριτήριο της ευδαιμονίας. Τα ισχυρότερα αριστοτελικά επιχειρήματα στηρίζονται στην έννοια της αυτάρκειας. Ο σώφρων, ο δίκαιος και ο ανδρείος άνθρωπος αναμφίβολα χρειάζονται τα προς το ζην (όπως και ο σοφός). Αλλά ακόμη και όταν τα αποκτήσουν δεν είναι αυτάρκεις. Χρειάζονται άλλους ανθρώπους για να ασκήσουν τις αρετές τους. Ο σοφός όμως είναι ο μόνος πραγματικά αυτάρκης:
«Αυτό που ονομάζουμε αυτάρκεια σχετίζεται περισσότερο με τη θεωρητική [ενέργεια]· διότι τα αναγκαία προς το ζην τα χρειάζονται και ο σοφός και ο δίκαιος και όλοι οι άλλοι, όταν όμως τα έχουν επαρκώς, ο μεν δίκαιος χρειάζεται εκείνους με τους οποίους θα ενεργήσει δίκαια (δικαιοπραγήσει) και το ίδιο ο σώφρων και ο ανδρείος και ο καθένας από αυτούς. Ενώ ο σοφός μπορεί μόνος του να στοχάζεται (ὁ δὲ σοφὸς καὶ καθ᾽ αὑτὸν ὢν δύναται θεωρεῖν) και όσο σοφότερος είναι τόσο περισσότερο. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν είχε συνεργάτες (συνεργοὺς), ωστόσο είναι ο πλέον αυτάρκης (αὐταρκέστατος).»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1177a27-1177b1
Η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια, αφού είναι γεγονός ότι ο ευδαίμων δεν έχει ανάγκη από κάτι άλλο. Για τον Αριστοτέλη, η αυτάρκεια δεν σχετίζεται μόνο με τις ανάγκες του σώματος. Αυτό είναι δεδομένο. Οι ηθικές αρετές των Ἠθικῶν Νικομαχείων, οι μεσότητες, τελικά δεν αρκούν. Έχοντας υποστηρίξει στα προηγούμενα εννέα βιβλία την πρωτοκαθεδρία των αρετών, έφτασε η στιγμή στο 8ο κεφάλαιο του δέκατου βιβλίου, ο συγγραφέας να θέσει τις ηθικές αρετές σε δεύτερη βάση (Δευτέρως δ᾽ ὁ κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν). Ο ευδαιμονέστερος βίος είναι ο θεωρητικός και ακολουθεί εκείνος που είναι συνυφασμένος με τις ηθικές αρετές.
Η έννοια της αυτάρκειας επανέρχεται, καθώς ο θεωρητικός βίος δεν έχει τόσο την ανάγκη των εξωτερικών αγαθών, όσο ο ηθικός: ο δίκαιος πρέπει να έχει χρήματα για να ανταποδώσει τα χρέη του, το ίδιο και ο γενναιόδωρος για να προβεί σε ευγενικές πράξεις (τῷ μὲν γὰρ ἐλευθερίῳ δεήσει χρημάτων πρὸς τὸ πράττειν τὰ ἐλευθέρια), ο ανδρείος χρειάζεται δύναμη και ο σώφρων εξουσία ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να λάβει τις ορθές αποφάσεις. Όλες οι ηθικές αρετές κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με το σώμα και με την ανθρώπινη φύση μας. Αναντίρρητα, για τον Αριστοτέλη αποτελούν ένα ασφαλή οδηγό του ευδαίμονος βίου. Ωστόσο η αυτάρκεια απαντάται ολοκληρωμένα μόνο στον θεωρητικό βίο:
«Ο άνθρωπος του θεωρητικού βίου δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά για να ασκήσει την ενέργειά του, αλλά όπως είπαμε μπορεί να αποτελέσουν και εμπόδια για τον φιλοσοφική του ενασχόληση (θεωρίαν). Επειδή όμως είναι άνθρωπος και ζει με πολλούς μαζί, επιλέγει να πράττει σύμφωνα με την αρετή· επομένως, θα τα χρειαστεί και αυτά για να ενεργεί ως άνθρωπος (πρὸς τὸ ἀνθρωπεύεσθαι). Το ότι η τέλεια ευδαιμονία είναι κάποιου είδους θεωρητική ενέργεια, θα φανεί και από το εξής: όλοι θεωρούμε ότι οι θεοί είναι μακάριοι και ευδαίμονες. Ποιες πράξεις θα πρέπει τότε να τους αποδώσουμε;»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b2-10
Ο Αριστοτέλης γίνεται παραστατικός, προκειμένου να γίνει κατανοητός. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν δίκαιο θεό (είναι δυνατόν οι θεοί να χρωστούν και να επιστρέφουν τις οφειλές;), έναν ανδρείο (εκτίθενται οι θεοί σε κίνδυνο;), έναν γενναιόδωρο (σε ποιον θα δώσουν χρήματα;), έναν σώφρονα (τι είδους πράξεις θα ήταν αυτές;). Η ηθική δεν έχει εφαρμογή στον θεό. «Όλα τα είδη των ηθικών πράξεων είναι μικρά και ανάξια για τους θεούς», συνοψίζει. Παρόλα αυτά κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ευδαιμονία των θεών είναι η μέγιστη. Από πού προέρχεται όμως, αν δεν πράττουν τίποτε;
«Επομένως, η ενέργεια του θεού επειδή διαφέρει σε μακαριότητα, θα είναι η θεωρητική. Γι’ αυτό από τις ανθρώπινες ενέργειες αυτή που συγγενεύει περισσότερο με τη θεϊκή είναι αυτή που προσφέρει τη μεγαλύτερη ευδαιμονία. Όσο εκτείνεται η θεωρητική ενασχόληση (θεωρία) τόσο εκτείνεται και η ευδαιμονία. Διότι η θεωρητική ενασχόληση είναι καθαυτή πολύτιμη. Επομένως η ευδαιμονία είναι κάποιο είδος θεωρητικής ενασχόλησης.»
Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια 1178b21-32
Η τέλεια ευδαιμονία είναι το μέγιστο αγαθό για τον Αριστοτέλη. Αποτελεί το έργο του ανθρώπου, το οποίο τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα. Η θεωρητική ενασχόληση είναι το θείο στοιχείο στον άνθρωπο, αυτό που έχει κοινό με τον θεό. Ωστόσο, το «θεϊκό μέρος», ο νους που στοχάζεται, είναι το κατεξοχήν ανθρώπινο, αφού απαντάται μόνο στους ανθρώπους. Ο θεωρητικός βίος, θεϊκός ή ανθρώπινος, είναι ο μόνος αυτάρκης. Και η ευδαιμονία προϋποθέτει την αυτάρκεια.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΡΟΣ ΝΙΚΟΚΛΕΑ
ΙΣΟΚΡ 2.15–26
Μετά το προοίμιον (2.1–8) ο ρήτορας πέρασε στις συμβουλές του περί χρηστής διακυβέρνησης προς τον νεαρό διάδοχο του κυπριακού θρόνου, τον Νικοκλή. Αφού καθόρισε πώς οφείλει να προετοιμάσει την ψυχή και τη διάνοιά του όποιος πρόκειται να αναλάβει την εξουσία σε μια πόλη, συνεχίζει:
[15] Ἄρχεσθαι μὲν οὖν ἐντεῦθεν χρὴ τοὺς μέλλοντάς τι
τῶν δεόντων ποιήσειν, πρὸς δὲ τούτοις φιλάνθρωπον εἶναι
δεῖ καὶ φιλόπολιν· οὔτε γὰρ ἵππων οὔτε κυνῶν οὔτ’ ἀνδρῶν
οὔτ’ ἄλλου πράγματος οὐδενὸς οἷόν τε καλῶς ἄρχειν, ἂν
μή τις χαίρῃ τούτοις ὧν αὐτὸν δεῖ ποιεῖσθαι τὴν ἐπιμέ-
λειαν. μελέτω σοι τοῦ πλήθους, καὶ περὶ παντὸς ποιοῦ
κεχαρισμένως αὐτοῖς ἄρχειν, [16] γιγνώσκων ὅτι καὶ τῶν
ὀλιγαρχιῶν καὶ τῶν ἄλλων πολιτειῶν αὗται πλεῖστον χρόνον
διαμένουσιν, αἵ τινες ἂν ἄριστα τὸ πλῆθος θεραπεύωσιν.
καλῶς δὲ δημαγωγήσεις, ἐὰν μήθ’ ὑβρίζειν τὸν ὄχλον ἐᾷς
μήθ’ ὑβριζόμενον περιορᾷς, ἀλλὰ σκοπῇς ὅπως οἱ βέλτι-
στοι μὲν τὰς τιμὰς ἕξουσιν, οἱ δ’ ἄλλοι μηδὲν ἀδικήσονται·
ταῦτα γὰρ στοιχεῖα πρῶτα καὶ μέγιστα χρηστῆς πολιτείας
ἐστίν.
[17] Τῶν προσταγμάτων καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων
κίνει καὶ μετατίθει τὰ μὴ καλῶς καθεστῶτα, καὶ μάλιστα
μὲν εὑρετὴς γίγνου τῶν βελτίστων, εἰ δὲ μή, μιμοῦ τὰ παρὰ
τοῖς ἄλλοις ὀρθῶς ἔχοντα. ζήτει νόμους τὸ μὲν σύμπαν
δικαίους καὶ συμφέροντας καὶ σφίσιν αὐτοῖς ὁμολογουμέ-
νους, πρὸς δὲ τούτοις οἵ τινες τὰς μὲν ἀμφισβητήσεις ὡς
ἐλαχίστας τὰς δὲ διαλύσεις ὡς οἷόν τε ταχίστας τοῖς
πολίταις ποιοῦσι· ταῦτα γὰρ ἅπαντα προσεῖναι δεῖ τοῖς
καλῶς κειμένοις νόμοις. [18] τὰς μὲν ἐργασίας αὐτοῖς
καθίστη κερδαλέας, τὰς δὲ πραγματείας ἐπιζημίους, ἵνα
τὰς μὲν φεύγωσιν πρὸς δὲ τὰς προθυμότερον ἔχωσιν. τὰς
κρίσεις ποιοῦ περὶ ὧν ἂν πρὸς ἀλλήλους ἀμφισβητῶσι, μὴ
πρὸς χάριν μηδ’ ἐναντίας ἀλλήλαις, ἀλλ’ ἀεὶ ταὐτὰ περὶ
τῶν αὐτῶν γίγνωσκε· καὶ γὰρ πρέπει καὶ συμφέρει τὴν τῶν
βασιλέων γνώμην ἀκινήτως ἔχειν περὶ τῶν δικαίων, ὥσπερ
τοὺς νόμους τοὺς καλῶς κειμένους. [19] οἴκει τὴν πόλιν
ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον, ταῖς μὲν κατασκευαῖς
λαμπρῶς καὶ βασιλικῶς, ταῖς δὲ πράξεσιν ἀκριβῶς, ἵν’ εὐδο-
κιμῇς ἅμα καὶ διαρκῇς. τὴν μεγαλοπρέπειαν ἐπιδείκνυσο
μηδ’ ἐν μιᾷ τῶν πολυτελειῶν τῶν εὐθὺς ἀφανιζομένων,
ἀλλ’ ἔν τε τοῖς προειρημένοις καὶ τῷ κάλλει τῶν κτημάτων
καὶ ταῖς τῶν φίλων εὐεργεσίαις· τὰ γὰρ τοιαῦτα τῶν ἀνα-
λωμάτων αὐτῷ τε σοὶ παραμενεῖ, καὶ τοῖς ἐπιγιγνομένοις
πλείονος ἄξια τῶν δεδαπανημένων καταλείψεις.
[20] Τὰ μὲν πρὸς τοὺς θεοὺς ποίει μὲν ὡς οἱ πρόγονοι
κατέδειξαν, ἡγοῦ δὲ θῦμα τοῦτο κάλλιστον εἶναι καὶ θερα-
πείαν μεγίστην, ἂν ὡς βέλτιστον καὶ δικαιότατον σαυτὸν
παρέχῃς· μᾶλλον γὰρ ἐλπὶς τοὺς τοιούτους ἢ τοὺς ἱερεῖα
πολλὰ καταβάλλοντας πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν.
τίμα ταῖς μὲν ἀρχαῖς τῶν φίλων τοὺς οἰκειοτάτους, ταῖς δ’
ἀληθείαις αὐταῖς τοὺς εὐνουστάτους. [21] φυλακὴν ἀσφαλε-
στάτην ἡγοῦ τοῦ σώματος εἶναι τήν τε τῶν φίλων ἀρετὴν καὶ
τὴν τῶν πολιτῶν εὔνοιαν καὶ τὴν σαυτοῦ φρόνησιν· διὰ γὰρ
τούτων καὶ κτᾶσθαι καὶ σῴζειν τὰς τυραννίδας μάλιστ’ ἄν τις
δύναιτο. κήδου τῶν οἴκων τῶν πολιτικῶν, καὶ νόμιζε καὶ τοὺς
δαπανῶντας ἀπὸ τῶν σῶν ἀναλίσκειν καὶ τοὺς ἐργαζομένους
τὰ σὰ πλείω ποιεῖν· ἅπαντα γὰρ τὰ τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν
οἰκεῖα τῶν καλῶς βασιλευόντων ἐστί. [22] διὰ παντὸς τοῦ
χρόνου τὴν ἀλήθειαν οὕτω φαίνου προτιμῶν, ὥστε πιστοτέ-
ρους εἶναι τοὺς σοὺς λόγους μᾶλλον ἢ τοὺς τῶν ἄλλων ὅρκους.
ἅπασι μὲν τοῖς ξένοις ἀσφαλῆ τὴν πόλιν πάρεχε καὶ πρὸς τὰ
συμβόλαια νόμιμον, περὶ πλείστου δὲ ποιοῦ τῶν ἀφικνουμένων
μὴ τοὺς σοὶ δωρεὰς ἄγοντας, ἀλλὰ τοὺς παρὰ σοῦ λαμβάνειν
ἀξιοῦντας· τιμῶν γὰρ τοὺς τοιούτους μᾶλλον παρὰ τοῖς ἄλλοις
εὐδοκιμήσεις. [23] τοὺς πολλοὺς φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν,
καὶ μὴ βούλου περιδεεῖς εἶναι τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας· ὅπως
γὰρ ἂν τοὺς ἄλλους πρὸς σαυτὸν διαθῇς, οὕτω καὶ σὺ πρὸς
ἐκείνους ἕξεις. ποίει μὲν μηδὲν μετ’ ὀργῆς, δόκει δὲ τοῖς ἄλλοις,
ὅταν σοι καιρὸς ᾖ. δεινὸς μὲν φαίνου τῷ μηδέν σε λανθάνειν
τῶν γιγνομένων, πρᾶος δὲ τῷ τὰς τιμωρίας ἐλάττους ποιεῖσθαι
τῶν ἁμαρτανομένων.
[24] Ἀρχικὸς εἶναι βούλου μὴ χαλεπότητι μηδὲ τῷ σφόδρα
κολάζειν, ἀλλὰ τῷ πάντας ἡττᾶσθαι τῆς σῆς διανοίας καὶ νο-
μίζειν ὑπὲρ τῆς αὑτῶν σωτηρίας ἄμεινον ἑαυτῶν σὲ βουλεύε-
σθαι. πολεμικὸς μὲν ἴσθι ταῖς ἐπιστήμαις καὶ ταῖς παρασκευ-
αῖς, εἰρηνικὸς δὲ τῷ μηδὲν παρὰ τὸ δίκαιον πλεονεκτεῖν. οὕτως
ὁμίλει τῶν πόλεων πρὸς τὰς ἥττους, ὥσπερ ἂν τὰς κρείττους
πρὸς ἑαυτὸν ἀξιώσειας. [25] φιλονίκει μὴ περὶ πάντων, ἀλλὰ
περὶ ὧν κρατήσαντί σοι μέλλει συνοίσειν. φαύλους ἡγοῦ μὴ
τοὺς συμφερόντως ἡττωμένους, ἀλλὰ τοὺς μετὰ βλάβης περι-
γιγνομένους. μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλ-
λομένους ὧν οἷοί τ’ εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφ-
ιεμένους, ἐξεργάζεσθαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν.
[26] ζήλου μὴ τοὺς μεγίστην ἀρχὴν κτησαμένους, ἀλλὰ τοὺς
ἄριστα τῇ παρούσῃ χρησαμένους, καὶ νόμιζε τελέως εὐδαιμο-
νήσειν οὐκ ἐὰν πάντων ἀνθρώπων μετὰ φόβων καὶ κινδύνων
καὶ κακίας ἄρξῃς, ἀλλ’ ἂν τοιοῦτος ὢν οἷον χρὴ καὶ πράττων
ὥσπερ ἐν τῷ παρόντι μετρίων ἐπιθυμῇς καὶ μηδενὸς τούτων
ἀτυχῇς.
ΙΣΟΚΡ 2.15–26
(ΙΣΟΚΡ 2.15–35: Συμβουλές για μια χρηστή διακυβέρνηση) Ο ενδεδειγμένος τρόπος άσκησης της εξουσίας
Μετά το προοίμιον (2.1–8) ο ρήτορας πέρασε στις συμβουλές του περί χρηστής διακυβέρνησης προς τον νεαρό διάδοχο του κυπριακού θρόνου, τον Νικοκλή. Αφού καθόρισε πώς οφείλει να προετοιμάσει την ψυχή και τη διάνοιά του όποιος πρόκειται να αναλάβει την εξουσία σε μια πόλη, συνεχίζει:
[15] Ἄρχεσθαι μὲν οὖν ἐντεῦθεν χρὴ τοὺς μέλλοντάς τι
τῶν δεόντων ποιήσειν, πρὸς δὲ τούτοις φιλάνθρωπον εἶναι
δεῖ καὶ φιλόπολιν· οὔτε γὰρ ἵππων οὔτε κυνῶν οὔτ’ ἀνδρῶν
οὔτ’ ἄλλου πράγματος οὐδενὸς οἷόν τε καλῶς ἄρχειν, ἂν
μή τις χαίρῃ τούτοις ὧν αὐτὸν δεῖ ποιεῖσθαι τὴν ἐπιμέ-
λειαν. μελέτω σοι τοῦ πλήθους, καὶ περὶ παντὸς ποιοῦ
κεχαρισμένως αὐτοῖς ἄρχειν, [16] γιγνώσκων ὅτι καὶ τῶν
ὀλιγαρχιῶν καὶ τῶν ἄλλων πολιτειῶν αὗται πλεῖστον χρόνον
διαμένουσιν, αἵ τινες ἂν ἄριστα τὸ πλῆθος θεραπεύωσιν.
καλῶς δὲ δημαγωγήσεις, ἐὰν μήθ’ ὑβρίζειν τὸν ὄχλον ἐᾷς
μήθ’ ὑβριζόμενον περιορᾷς, ἀλλὰ σκοπῇς ὅπως οἱ βέλτι-
στοι μὲν τὰς τιμὰς ἕξουσιν, οἱ δ’ ἄλλοι μηδὲν ἀδικήσονται·
ταῦτα γὰρ στοιχεῖα πρῶτα καὶ μέγιστα χρηστῆς πολιτείας
ἐστίν.
[17] Τῶν προσταγμάτων καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων
κίνει καὶ μετατίθει τὰ μὴ καλῶς καθεστῶτα, καὶ μάλιστα
μὲν εὑρετὴς γίγνου τῶν βελτίστων, εἰ δὲ μή, μιμοῦ τὰ παρὰ
τοῖς ἄλλοις ὀρθῶς ἔχοντα. ζήτει νόμους τὸ μὲν σύμπαν
δικαίους καὶ συμφέροντας καὶ σφίσιν αὐτοῖς ὁμολογουμέ-
νους, πρὸς δὲ τούτοις οἵ τινες τὰς μὲν ἀμφισβητήσεις ὡς
ἐλαχίστας τὰς δὲ διαλύσεις ὡς οἷόν τε ταχίστας τοῖς
πολίταις ποιοῦσι· ταῦτα γὰρ ἅπαντα προσεῖναι δεῖ τοῖς
καλῶς κειμένοις νόμοις. [18] τὰς μὲν ἐργασίας αὐτοῖς
καθίστη κερδαλέας, τὰς δὲ πραγματείας ἐπιζημίους, ἵνα
τὰς μὲν φεύγωσιν πρὸς δὲ τὰς προθυμότερον ἔχωσιν. τὰς
κρίσεις ποιοῦ περὶ ὧν ἂν πρὸς ἀλλήλους ἀμφισβητῶσι, μὴ
πρὸς χάριν μηδ’ ἐναντίας ἀλλήλαις, ἀλλ’ ἀεὶ ταὐτὰ περὶ
τῶν αὐτῶν γίγνωσκε· καὶ γὰρ πρέπει καὶ συμφέρει τὴν τῶν
βασιλέων γνώμην ἀκινήτως ἔχειν περὶ τῶν δικαίων, ὥσπερ
τοὺς νόμους τοὺς καλῶς κειμένους. [19] οἴκει τὴν πόλιν
ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον, ταῖς μὲν κατασκευαῖς
λαμπρῶς καὶ βασιλικῶς, ταῖς δὲ πράξεσιν ἀκριβῶς, ἵν’ εὐδο-
κιμῇς ἅμα καὶ διαρκῇς. τὴν μεγαλοπρέπειαν ἐπιδείκνυσο
μηδ’ ἐν μιᾷ τῶν πολυτελειῶν τῶν εὐθὺς ἀφανιζομένων,
ἀλλ’ ἔν τε τοῖς προειρημένοις καὶ τῷ κάλλει τῶν κτημάτων
καὶ ταῖς τῶν φίλων εὐεργεσίαις· τὰ γὰρ τοιαῦτα τῶν ἀνα-
λωμάτων αὐτῷ τε σοὶ παραμενεῖ, καὶ τοῖς ἐπιγιγνομένοις
πλείονος ἄξια τῶν δεδαπανημένων καταλείψεις.
[20] Τὰ μὲν πρὸς τοὺς θεοὺς ποίει μὲν ὡς οἱ πρόγονοι
κατέδειξαν, ἡγοῦ δὲ θῦμα τοῦτο κάλλιστον εἶναι καὶ θερα-
πείαν μεγίστην, ἂν ὡς βέλτιστον καὶ δικαιότατον σαυτὸν
παρέχῃς· μᾶλλον γὰρ ἐλπὶς τοὺς τοιούτους ἢ τοὺς ἱερεῖα
πολλὰ καταβάλλοντας πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν.
τίμα ταῖς μὲν ἀρχαῖς τῶν φίλων τοὺς οἰκειοτάτους, ταῖς δ’
ἀληθείαις αὐταῖς τοὺς εὐνουστάτους. [21] φυλακὴν ἀσφαλε-
στάτην ἡγοῦ τοῦ σώματος εἶναι τήν τε τῶν φίλων ἀρετὴν καὶ
τὴν τῶν πολιτῶν εὔνοιαν καὶ τὴν σαυτοῦ φρόνησιν· διὰ γὰρ
τούτων καὶ κτᾶσθαι καὶ σῴζειν τὰς τυραννίδας μάλιστ’ ἄν τις
δύναιτο. κήδου τῶν οἴκων τῶν πολιτικῶν, καὶ νόμιζε καὶ τοὺς
δαπανῶντας ἀπὸ τῶν σῶν ἀναλίσκειν καὶ τοὺς ἐργαζομένους
τὰ σὰ πλείω ποιεῖν· ἅπαντα γὰρ τὰ τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν
οἰκεῖα τῶν καλῶς βασιλευόντων ἐστί. [22] διὰ παντὸς τοῦ
χρόνου τὴν ἀλήθειαν οὕτω φαίνου προτιμῶν, ὥστε πιστοτέ-
ρους εἶναι τοὺς σοὺς λόγους μᾶλλον ἢ τοὺς τῶν ἄλλων ὅρκους.
ἅπασι μὲν τοῖς ξένοις ἀσφαλῆ τὴν πόλιν πάρεχε καὶ πρὸς τὰ
συμβόλαια νόμιμον, περὶ πλείστου δὲ ποιοῦ τῶν ἀφικνουμένων
μὴ τοὺς σοὶ δωρεὰς ἄγοντας, ἀλλὰ τοὺς παρὰ σοῦ λαμβάνειν
ἀξιοῦντας· τιμῶν γὰρ τοὺς τοιούτους μᾶλλον παρὰ τοῖς ἄλλοις
εὐδοκιμήσεις. [23] τοὺς πολλοὺς φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν,
καὶ μὴ βούλου περιδεεῖς εἶναι τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας· ὅπως
γὰρ ἂν τοὺς ἄλλους πρὸς σαυτὸν διαθῇς, οὕτω καὶ σὺ πρὸς
ἐκείνους ἕξεις. ποίει μὲν μηδὲν μετ’ ὀργῆς, δόκει δὲ τοῖς ἄλλοις,
ὅταν σοι καιρὸς ᾖ. δεινὸς μὲν φαίνου τῷ μηδέν σε λανθάνειν
τῶν γιγνομένων, πρᾶος δὲ τῷ τὰς τιμωρίας ἐλάττους ποιεῖσθαι
τῶν ἁμαρτανομένων.
[24] Ἀρχικὸς εἶναι βούλου μὴ χαλεπότητι μηδὲ τῷ σφόδρα
κολάζειν, ἀλλὰ τῷ πάντας ἡττᾶσθαι τῆς σῆς διανοίας καὶ νο-
μίζειν ὑπὲρ τῆς αὑτῶν σωτηρίας ἄμεινον ἑαυτῶν σὲ βουλεύε-
σθαι. πολεμικὸς μὲν ἴσθι ταῖς ἐπιστήμαις καὶ ταῖς παρασκευ-
αῖς, εἰρηνικὸς δὲ τῷ μηδὲν παρὰ τὸ δίκαιον πλεονεκτεῖν. οὕτως
ὁμίλει τῶν πόλεων πρὸς τὰς ἥττους, ὥσπερ ἂν τὰς κρείττους
πρὸς ἑαυτὸν ἀξιώσειας. [25] φιλονίκει μὴ περὶ πάντων, ἀλλὰ
περὶ ὧν κρατήσαντί σοι μέλλει συνοίσειν. φαύλους ἡγοῦ μὴ
τοὺς συμφερόντως ἡττωμένους, ἀλλὰ τοὺς μετὰ βλάβης περι-
γιγνομένους. μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλ-
λομένους ὧν οἷοί τ’ εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφ-
ιεμένους, ἐξεργάζεσθαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν.
[26] ζήλου μὴ τοὺς μεγίστην ἀρχὴν κτησαμένους, ἀλλὰ τοὺς
ἄριστα τῇ παρούσῃ χρησαμένους, καὶ νόμιζε τελέως εὐδαιμο-
νήσειν οὐκ ἐὰν πάντων ἀνθρώπων μετὰ φόβων καὶ κινδύνων
καὶ κακίας ἄρξῃς, ἀλλ’ ἂν τοιοῦτος ὢν οἷον χρὴ καὶ πράττων
ὥσπερ ἐν τῷ παρόντι μετρίων ἐπιθυμῇς καὶ μηδενὸς τούτων
ἀτυχῇς.
***
[15] Από εδώ λοιπόν (από την επιμέλειαν της διανοίας) πρέπει να αρχίζουν όσοι είναι προωρισμένοι να κυβερνήσουν καλώς, προς τούτοις δε πρέπει να είναι φιλάνθρωποι και φίλοι της πατρίδος των· διότι ούτε ίππους, ούτε κύνας ούτε άνδρας ούτε κανέν άλλο πράγμα είναι ικανός κανείς να διευθύνη καλώς, αν δεν ευχαριστήται δι' αυτά, διά τα οποία πρέπει αυτός να φροντίζη. Να φροντίζης διά τον λαόν και να εκτιμάς περισσότερον από κάθε άλλο το να άρχης αυτού, χωρίς ούτος να δυσφορή, [16] έχων την πεποίθησιν ότι και εκ των ολιγαρχιών και των άλλων πολιτευμάτων εκείνα διαρκούν περισσότερον χρόνον, τα οποία φροντίζουν όσον το δυνατόν περισσότερον διά το συμφέρον του λαού. Καλώς δε θα κυβερνήσης τον λαόν, αν δεν αφίνης αυτόν να διαπράττη βιαιότητας, και δεν ανέχεσαι να γίνεται αντικείμενον κακομεταχειρίσεως ο λαός, αλλ' αν προσέχης πώς οι άριστοι μεν θα έχουν τα αξιώματα, οι δε άλλοι (οι ιδιώται) δεν θα αδικούνται διόλου· διότι αυτά είναι αι πρώται και μέγισται βάσεις της χρηστής πολιτείας.
[17] Να ακυρώνης και τροποποιής εκ των νόμων και εθίμων όσα δεν έχουν νομοθετηθή καλώς, και προ πάντων μεν να ευρίσκης τους αρίστους νόμους, ει δε μη, να μιμήσαι εκείνους που έχουν αναγνωρισθή ως καλοί εις τους άλλους λαούς. Να ζητής νόμους τοιούτους, οι οποίοι εις μεν το σύνολόν των είναι δίκαιοι και συμφέροντες και δεν παρέχουν αντιφάσεις, προς τούτοις δε τοιούτους νόμους, οι οποίοι τας μεν φιλονικίας μεταξύ των πολιτών κάμνουν όσον το δυνατόν ολιγωτέρας, τους δε συμβιβασμούς μεταξύ των πολιτών όσον το δυνατόν ταχυτέρους διότι οι καλώς κείμενοι νόμοι πρέπει να έχουν όλα αυτά τα προσόντα.
[18] Τας μεν εργασίας των πολιτών να καθιστάς επικερδείς εις αυτούς, την δε πολυπραγμοσύνην αυτών επιζημίαν, διά να αποφεύγουν μεν την πολυπραγμοσύνην, να ασχολούνται δε με μεγαλύτερον ζήλον εις τας εργασίας των. Να εκφέρης κρίσεις διά ζητήματα, διά τα οποία υπάρχουν αμφισβητήσεις μεταξύ των πολιτών, υπαγορευομένας ουχί από εύνοιαν, ούτε αντιφατικάς προς αλλήλας, αλλ' εις τας αυτάς περιστάσεις να κρίνης πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον· διότι επιβάλλεται υπό της ηθικής και είναι συμφέρον αι γνώμαι των βασιλέων να είναι σταθεραί, όταν πρόκειται περί δικαίας υποθέσεως, όπως οι καλώς κείμενοι νόμοι. [19] Να κυβερνάς την πόλιν ομοίως όπως κυβερνάς τον πατρικόν σου οίκον, με μεγαλοδωρίαν και βασιλικήν αξιοπρέπειαν μεν όσον αφορά τα δημόσια κοινωφελή έργα, με φειδώ δε όσον αφορά την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου, και διά να αποκτήσης καλόν όνομα και διά να επαρκής εις τας δαπάνας. Την μεγαλοπρέπειαν να μη επιδεικνύης με καμμίαν πολυτέλειαν εξ εκείνων που εξαφανίζονται αμέσως, αλλά με όσα είπομεν προηγουμένως, δηλαδή με την ωραιότητα και με την επιβολήν των αποκτηθέντων (καλλιτεχνικών και λοιπών δημιουργημάτων) και με τας ευεργεσίας των φίλων· διότι αι δαπάναι, αι οποίαι διετέθησαν διά τους σκοπούς τούτους, και διά σε τον ίδιον δεν θα χαθούν και θα αφήσης εις εκείνους που θα σε διαδεχθούν ωφελείας πολυτιμοτέρας από τα κεφάλαια, τα οποία θα εξοδεύσης.
[20] Να λατρεύης μεν τους θεούς κατά τον τρόπον κατά τον οποίον σε εδίδαξαν οι πρόγονοί σου, να νομίζης δε ότι αύτη είναι η ωραιοτάτη θυσία και μεγίστη λατρεία, δηλαδή να δεικνύης τον εαυτόν σου όσον το δυνατόν χρηστόν και δίκαιον· διότι υπάρχει μεγαλυτέρα ελπίς οι παρέχοντες εαυτούς δικαίους και χρηστούς να επιτύχουν κάτι καλόν εκ μέρους των θεών παρά όσοι προσφέρουν πολλάς θυσίας.
Να τιμάς διά των αξιωμάτων μεν τους στενωτάτους εκ των συγγενών σου, διά δε των αληθεστάτων τιμών που συνεπάγονται πραγματικήν δύναμιν τους πλέον αφωσιωμένους εις σε φίλους. [21] Να θεωρής ως ασφαλεστάτην εγγύησιν του σώματος την ειλικρίνειαν των φίλων σου, την νομιμοφροσύνην των πολιτών και την ιδικήν σου σύνεσιν· διότι διά τούτων προ πάντων ήθελε τις δυνηθή να αποκτήση την βασιλικήν εξουσίαν και να την διατηρήση.
Να φροντίζης διά τας ιδιωτικάς υποθέσεις των υπηκόων σου και να νομίζης ότι όσοι δαπανούν χωρίς φειδώ τα χρήματά των, εξοδεύουν από τα ιδικά σου χρήματα και ότι όσοι πλουτούν με την εργασίαν των αυξάνουν τους θησαυρούς σου. Διότι η περιουσία των πολιτών αποτελεί την περιουσίαν εκείνων που κυβερνούν με φρόνησιν. [22] Να δεικνύης καθ' όλην την ζωήν σου τοιούτον σεβασμόν διά την αλήθειαν, ώστε οι λόγοι σου να εμπνέουν περισσοτέραν εμπιστοσύνην από τους όρκους των άλλων ανθρώπων. Εις όλους μεν τους ξένους να παρέχης την πόλιν ασφαλή και δικαίαν εις τας ιδιωτικάς συμφωνίας, να φροντίζης δε πάρα πολύ δι' εκείνους εκ των ερχομένων προς σε, οι οποίοι δεν σου φέρουν δώρα, αλλά επιθυμούν να λάβουν τοιαύτα παρά σού· διότι, παρέχων τιμάς εις αυτούς, θα αποκτήσης μεγαλυτέραν φήμην ενώπιον των άλλων ανθρώπων. [23] Να εκβάλλης τους πολλούς φόβους από τους πολίτας και να μη θέλης να είναι γεμάτοι φόβον όσοι δεν αδικούν διόλου, διότι τα συναισθήματα, που θα εμβάλης εις τους υπηκόους σου, θα τα δοκιμάσης και συ ο ίδιος. Να μη κάμης τίποτε με οργήν, αλλά να δεικνύεσαι ωργισμένος, όταν η περίστασις το απαιτεί. Να φαίνεσαι φοβερός μεν διά της επαγρυπνήσεως την οποίαν τίποτε δεν διαφεύγει, επιεικής δε διά της φροντίδος να επιβάλλης ποινάς κατωτέρας των παραπτωμάτων.
[24] Να επιθυμής να είσαι ικανός περί το άρχειν όχι με την αυστηρότητα της διοικήσεως, ούτε με τας υπερβολικάς τιμωρίας, αλλά με το να δεικνύεσαι ανώτερος των άλλων δια της συνέσεώς σου και με το να νομίζουν οι υπήκοοί σου ότι συ φροντίζεις διά την σωτηρίαν των καλύτερον από αυτούς τους ιδίους. Να είσαι ικανός διά την διεξαγωγήν του πολέμου διά της γνώσεως της πολεμικής τακτικής και των πολεμικών παρασκευών, φίλος δε της ειρήνης διά της αποφυγής πάσης αδίκου αυξήσεως της δυνάμεώς σου. Να ευρίσκεσαι εις τοιαύτας σχέσεις προς τας ασθενεστέρας πόλεις, εις οποίας σχέσεις ήθελες αξιώσει να ευρίσκωνται αι ισχυρότεραι πόλεις προς τον εαυτόν σου. [25] Να μη αγωνίζεσαι δι' όλα, αλλά δι' εκείνα τα οποία, όταν νικήσης, πρόκειται να σε ωφελήσουν. Να νομίζης φαύλους όχι εκείνους που υποκύπτουν προς το συμφέρον των, αλλά εκείνους, οι οποίοι επιβάλλουν τας θελήσεις των με ζημίαν. Να πιστεύης ότι το μεγαλείον της ψυχής δεν ευρίσκεται εις τους ανθρώπους που επιχειρούν περισσότερα από όσα δύνανται να επιτελέσουν, αλλ' εις εκείνους οι οποίοι επιθυμούν τα ευγενή και μεγάλα και δύνανται να εκτελούν όσα επιχειρούν. [26] Να ζηλεύης όχι εκείνους που απέκτησαν μεγάλην δύναμιν, αλλά εκείνους που διαχειρίζονται άριστα την δύναμιν που έχουν εις τας χείρας των. Επίσης να πιστεύης ότι θα είσαι από πάσης απόψεως ευδαίμων, όχι αν κυβερνήσης όλους τους ανθρώπους με φόβον και κίνδυνον και εχθρότητα, αλλά αν, ων τοιούτος οποίος πρέπει να είσαι και ενεργών όπως ενεργείς τώρα, επιθυμής τα λογικά και δεν αποτυγχάνης εις κανέν από αυτά.
[15] Από εδώ λοιπόν (από την επιμέλειαν της διανοίας) πρέπει να αρχίζουν όσοι είναι προωρισμένοι να κυβερνήσουν καλώς, προς τούτοις δε πρέπει να είναι φιλάνθρωποι και φίλοι της πατρίδος των· διότι ούτε ίππους, ούτε κύνας ούτε άνδρας ούτε κανέν άλλο πράγμα είναι ικανός κανείς να διευθύνη καλώς, αν δεν ευχαριστήται δι' αυτά, διά τα οποία πρέπει αυτός να φροντίζη. Να φροντίζης διά τον λαόν και να εκτιμάς περισσότερον από κάθε άλλο το να άρχης αυτού, χωρίς ούτος να δυσφορή, [16] έχων την πεποίθησιν ότι και εκ των ολιγαρχιών και των άλλων πολιτευμάτων εκείνα διαρκούν περισσότερον χρόνον, τα οποία φροντίζουν όσον το δυνατόν περισσότερον διά το συμφέρον του λαού. Καλώς δε θα κυβερνήσης τον λαόν, αν δεν αφίνης αυτόν να διαπράττη βιαιότητας, και δεν ανέχεσαι να γίνεται αντικείμενον κακομεταχειρίσεως ο λαός, αλλ' αν προσέχης πώς οι άριστοι μεν θα έχουν τα αξιώματα, οι δε άλλοι (οι ιδιώται) δεν θα αδικούνται διόλου· διότι αυτά είναι αι πρώται και μέγισται βάσεις της χρηστής πολιτείας.
[17] Να ακυρώνης και τροποποιής εκ των νόμων και εθίμων όσα δεν έχουν νομοθετηθή καλώς, και προ πάντων μεν να ευρίσκης τους αρίστους νόμους, ει δε μη, να μιμήσαι εκείνους που έχουν αναγνωρισθή ως καλοί εις τους άλλους λαούς. Να ζητής νόμους τοιούτους, οι οποίοι εις μεν το σύνολόν των είναι δίκαιοι και συμφέροντες και δεν παρέχουν αντιφάσεις, προς τούτοις δε τοιούτους νόμους, οι οποίοι τας μεν φιλονικίας μεταξύ των πολιτών κάμνουν όσον το δυνατόν ολιγωτέρας, τους δε συμβιβασμούς μεταξύ των πολιτών όσον το δυνατόν ταχυτέρους διότι οι καλώς κείμενοι νόμοι πρέπει να έχουν όλα αυτά τα προσόντα.
[18] Τας μεν εργασίας των πολιτών να καθιστάς επικερδείς εις αυτούς, την δε πολυπραγμοσύνην αυτών επιζημίαν, διά να αποφεύγουν μεν την πολυπραγμοσύνην, να ασχολούνται δε με μεγαλύτερον ζήλον εις τας εργασίας των. Να εκφέρης κρίσεις διά ζητήματα, διά τα οποία υπάρχουν αμφισβητήσεις μεταξύ των πολιτών, υπαγορευομένας ουχί από εύνοιαν, ούτε αντιφατικάς προς αλλήλας, αλλ' εις τας αυτάς περιστάσεις να κρίνης πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον· διότι επιβάλλεται υπό της ηθικής και είναι συμφέρον αι γνώμαι των βασιλέων να είναι σταθεραί, όταν πρόκειται περί δικαίας υποθέσεως, όπως οι καλώς κείμενοι νόμοι. [19] Να κυβερνάς την πόλιν ομοίως όπως κυβερνάς τον πατρικόν σου οίκον, με μεγαλοδωρίαν και βασιλικήν αξιοπρέπειαν μεν όσον αφορά τα δημόσια κοινωφελή έργα, με φειδώ δε όσον αφορά την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου, και διά να αποκτήσης καλόν όνομα και διά να επαρκής εις τας δαπάνας. Την μεγαλοπρέπειαν να μη επιδεικνύης με καμμίαν πολυτέλειαν εξ εκείνων που εξαφανίζονται αμέσως, αλλά με όσα είπομεν προηγουμένως, δηλαδή με την ωραιότητα και με την επιβολήν των αποκτηθέντων (καλλιτεχνικών και λοιπών δημιουργημάτων) και με τας ευεργεσίας των φίλων· διότι αι δαπάναι, αι οποίαι διετέθησαν διά τους σκοπούς τούτους, και διά σε τον ίδιον δεν θα χαθούν και θα αφήσης εις εκείνους που θα σε διαδεχθούν ωφελείας πολυτιμοτέρας από τα κεφάλαια, τα οποία θα εξοδεύσης.
[20] Να λατρεύης μεν τους θεούς κατά τον τρόπον κατά τον οποίον σε εδίδαξαν οι πρόγονοί σου, να νομίζης δε ότι αύτη είναι η ωραιοτάτη θυσία και μεγίστη λατρεία, δηλαδή να δεικνύης τον εαυτόν σου όσον το δυνατόν χρηστόν και δίκαιον· διότι υπάρχει μεγαλυτέρα ελπίς οι παρέχοντες εαυτούς δικαίους και χρηστούς να επιτύχουν κάτι καλόν εκ μέρους των θεών παρά όσοι προσφέρουν πολλάς θυσίας.
Να τιμάς διά των αξιωμάτων μεν τους στενωτάτους εκ των συγγενών σου, διά δε των αληθεστάτων τιμών που συνεπάγονται πραγματικήν δύναμιν τους πλέον αφωσιωμένους εις σε φίλους. [21] Να θεωρής ως ασφαλεστάτην εγγύησιν του σώματος την ειλικρίνειαν των φίλων σου, την νομιμοφροσύνην των πολιτών και την ιδικήν σου σύνεσιν· διότι διά τούτων προ πάντων ήθελε τις δυνηθή να αποκτήση την βασιλικήν εξουσίαν και να την διατηρήση.
Να φροντίζης διά τας ιδιωτικάς υποθέσεις των υπηκόων σου και να νομίζης ότι όσοι δαπανούν χωρίς φειδώ τα χρήματά των, εξοδεύουν από τα ιδικά σου χρήματα και ότι όσοι πλουτούν με την εργασίαν των αυξάνουν τους θησαυρούς σου. Διότι η περιουσία των πολιτών αποτελεί την περιουσίαν εκείνων που κυβερνούν με φρόνησιν. [22] Να δεικνύης καθ' όλην την ζωήν σου τοιούτον σεβασμόν διά την αλήθειαν, ώστε οι λόγοι σου να εμπνέουν περισσοτέραν εμπιστοσύνην από τους όρκους των άλλων ανθρώπων. Εις όλους μεν τους ξένους να παρέχης την πόλιν ασφαλή και δικαίαν εις τας ιδιωτικάς συμφωνίας, να φροντίζης δε πάρα πολύ δι' εκείνους εκ των ερχομένων προς σε, οι οποίοι δεν σου φέρουν δώρα, αλλά επιθυμούν να λάβουν τοιαύτα παρά σού· διότι, παρέχων τιμάς εις αυτούς, θα αποκτήσης μεγαλυτέραν φήμην ενώπιον των άλλων ανθρώπων. [23] Να εκβάλλης τους πολλούς φόβους από τους πολίτας και να μη θέλης να είναι γεμάτοι φόβον όσοι δεν αδικούν διόλου, διότι τα συναισθήματα, που θα εμβάλης εις τους υπηκόους σου, θα τα δοκιμάσης και συ ο ίδιος. Να μη κάμης τίποτε με οργήν, αλλά να δεικνύεσαι ωργισμένος, όταν η περίστασις το απαιτεί. Να φαίνεσαι φοβερός μεν διά της επαγρυπνήσεως την οποίαν τίποτε δεν διαφεύγει, επιεικής δε διά της φροντίδος να επιβάλλης ποινάς κατωτέρας των παραπτωμάτων.
[24] Να επιθυμής να είσαι ικανός περί το άρχειν όχι με την αυστηρότητα της διοικήσεως, ούτε με τας υπερβολικάς τιμωρίας, αλλά με το να δεικνύεσαι ανώτερος των άλλων δια της συνέσεώς σου και με το να νομίζουν οι υπήκοοί σου ότι συ φροντίζεις διά την σωτηρίαν των καλύτερον από αυτούς τους ιδίους. Να είσαι ικανός διά την διεξαγωγήν του πολέμου διά της γνώσεως της πολεμικής τακτικής και των πολεμικών παρασκευών, φίλος δε της ειρήνης διά της αποφυγής πάσης αδίκου αυξήσεως της δυνάμεώς σου. Να ευρίσκεσαι εις τοιαύτας σχέσεις προς τας ασθενεστέρας πόλεις, εις οποίας σχέσεις ήθελες αξιώσει να ευρίσκωνται αι ισχυρότεραι πόλεις προς τον εαυτόν σου. [25] Να μη αγωνίζεσαι δι' όλα, αλλά δι' εκείνα τα οποία, όταν νικήσης, πρόκειται να σε ωφελήσουν. Να νομίζης φαύλους όχι εκείνους που υποκύπτουν προς το συμφέρον των, αλλά εκείνους, οι οποίοι επιβάλλουν τας θελήσεις των με ζημίαν. Να πιστεύης ότι το μεγαλείον της ψυχής δεν ευρίσκεται εις τους ανθρώπους που επιχειρούν περισσότερα από όσα δύνανται να επιτελέσουν, αλλ' εις εκείνους οι οποίοι επιθυμούν τα ευγενή και μεγάλα και δύνανται να εκτελούν όσα επιχειρούν. [26] Να ζηλεύης όχι εκείνους που απέκτησαν μεγάλην δύναμιν, αλλά εκείνους που διαχειρίζονται άριστα την δύναμιν που έχουν εις τας χείρας των. Επίσης να πιστεύης ότι θα είσαι από πάσης απόψεως ευδαίμων, όχι αν κυβερνήσης όλους τους ανθρώπους με φόβον και κίνδυνον και εχθρότητα, αλλά αν, ων τοιούτος οποίος πρέπει να είσαι και ενεργών όπως ενεργείς τώρα, επιθυμής τα λογικά και δεν αποτυγχάνης εις κανέν από αυτά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)