365 ΧΟ. ἀλλὰ καὶ νῦν ἐκπόριζε [ἀντ.]
μηχανὴν ὅπως τάχισθ᾽· ἕ-
ως γάρ, ὦ μελίττιον.
ΦΙ. διατραγεῖν τοίνυν κράτιστόν ἐστί μοι τὸ δίκτυον.
ἡ δέ μοι Δίκτυννα συγγνώμην ἔχοι τοῦ δικτύου.
ΧΟ. ταῦτα μὲν πρὸς ἀνδρός ἐστ᾽ ἄνοντος εἰς σωτηρίαν.
370 ἀλλ᾽ ἔπαγε τὴν γνάθον.
ΦΙ. διατέτρωκται τοῦτό γ᾽. ἀλλὰ μὴ βοᾶτε μηδαμῶς,
ἀλλὰ τηρώμεσθ᾽ ὅπως μὴ Βδελυκλέων αἰσθήσεται.
ΧΟ. μηδέν, ὦ τᾶν, δέδιθι, μηδέν·
ὡς ἐγὼ τοῦτόν γ᾽, ἐὰν γρύ-
ξῃ τι, ποιήσω δακεῖν τὴν
375 καρδίαν καὶ τὸν περὶ ψυ-
χῆς δρόμον δραμεῖν, ἵν᾽ εἰδῇ
μὴ πατεῖν τὰ
τοῖν θεοῖν ψηφίσματα.
ἀλλ᾽ ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον εἶτα καθίμα
380 δήσας σαυτὸν καὶ τὴν ψυχὴν ἐμπλησάμενος Διοπείθους.
ΦΙ. ἄγε νυν, ἢν αἰσθομένω τούτω ζητῆτόν μ᾽ ἐσκαλαμᾶσθαι
κἀνασπαστὸν ποιεῖν εἴσω, τί ποιήσετε; φράζετε νυνί.
ΧΟ. ἀμυνοῦμέν σοι τὸν πρινώδη θυμὸν ἅπαντες καλέσαντες
ὥστ᾽ οὐ δυνατόν σ᾽ εἴργειν ἔσται· τοιαῦτα ποήσομεν ἡμεῖς.
385 ΦΙ. δράσω τοίνυν ὑμῖν πίσυνος, καὶ —μανθάνετ᾽;— ἤν τι πάθω ᾽γώ,
ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες θεῖναί μ᾽ ὑπὸ τοῖσι δρυφάκτοις.
ΧΟ. οὐδὲν πείσει· μηδὲν δείσῃς. ἀλλ᾽, ὦ βέλτιστε, καθίει
σαυτὸν θαρρῶν κἀπευξάμενος τοῖσι πατρῴοισι θεοῖσιν.
ΦΙ. ὦ Λύκε δέσποτα, γείτων ἥρως· σὺ γὰρ οἷσπερ ἐγὼ κεχάρησαι,
390 τοῖς δακρύοισιν τῶν φευγόντων ἀεὶ καὶ τοῖς ὀλοφυρμοῖς·
ᾤκησας γοῦν ἐπίτηδες ἰὼν ἐνταῦθ᾽ ἵνα ταῦτ᾽ ἀκροῷο,
κἀβουλήθης μόνος ἡρώων παρὰ τὸν κλάοντα καθῆσθαι.
ἐλέησον καὶ σῶσον νυνὶ τὸν σαυτοῦ πλησιόχωρον,
κοὐ μή ποτέ σου παρὰ τὰς κάννας οὐρήσω μηδ᾽ ἀποπάρδω.
395 ΒΔ. οὗτος, ἐγείρου. ΞΑ. τί τὸ πρᾶγμ᾽; ΒΔ. ὥσπερ φωνή μέ τις ἐγκεκύκλωται.
μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται ‹αὖ›; ΞΑ. μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλὰ καθιμᾷ
αὑτὸν δήσας. ΒΔ. ὦ μιαρώτατε, τί ποεῖς; οὐ μὴ καταβήσει.
ἀνάβαιν᾽ ἁνύσας κατὰ τὴν ἑτέραν καὶ ταῖσιν φυλλάσι παῖε,
ἤν πως πρύμναν ἀνακρούσηται πληγεὶς ταῖς εἰρεσιώναις.
400 ΦΙ. οὐ ξυλλήψεσθ᾽ ὁπόσοισι δίκαι τῆτες μέλλουσιν ἔσεσθαι,
ὦ Σμικυθίων καὶ Τεισιάδη καὶ Χρήμων καὶ Φερέδειπνε;
πότε δ᾽, εἰ μὴ νῦν, ἐπαρήξετέ μοι, πρίν μ᾽ εἴσω μᾶλλον ἄγεσθαι;
***
ΧΟΡ. Μα και τώρα κοίταξε
νά᾽ βρεις τρόπο γρήγορα.
«Ξημερώνει, αγάπη μου».
ΦΙΛ. Λέω το δίχτυ να μασήσω, το καλύτερο είν᾽ αυτό.
Αν μασώ το δίχτυ, θεά μου Δίχτυννα, συχώρα με.
ΚΟΡ. Μπράβο σου, έτσι κάνει ο άντρας που πασκίζει να σωθεί·
370 βάλε τη μασέλα μπρος.
ΦΙΛ. Τούτο δω το᾽ χω μασήσει. Μα εσείς τώρα τσιμουδιά·
να᾽ χουμε το νου μας μήπως νιώσει ο γιος μου τίποτα.
ΧΟΡ. Μη φοβάσαι, φίλε μας·
γιατί αν βγάλει τσιμουδιά,
θα τον κάμω να αισθανθεί
μαχαιριά μες στην καρδιά
και να τρέχει να σωθεί
και να μην ποδοπατεί
των θεαινών ψηφίσματα.
ΚΟΡ. Στο φεγγίτη στερέωσε καλά το σκοινί,
δέσου κι ο ίδιος, κι αφού την ψυχή σου
380 τη γεμίσεις με πίστη βαθιά στους θεούς,
σιγανά κι απαλά γλίστρα κάτω.
ΦΙΛ. Πάει καλά, μ᾽ αν εκείνοι με νιώσουν οι δυο
και βαλθούν να με σύρουν απάνω
καλαμίδι ψαράδικο ρίχνοντας; Ε,
τί θα κάμετε τότε; Γιά πέστε!
ΚΟΡ. Σ᾽ ολωνών μας τα στήθια θα κάμουμ᾽ εμείς
πουρναρίσιο ν᾽ ανάψει κουράγιο
και βοηθοί σου θα τρέξουμε· αδύνατο αυτοί
φυλακή μες στο σπίτι να σ᾽ έχουν.
ΦΙΛ. Θα το κάμω λοιπόν· δίνω βάση σ᾽ εσάς·
κι αν χαθώ, αφού με κλάψετε, θέλω
από κάτω απ᾽ τα κάγκελα, εκεί στων δικών
την καθέδρα, να γίνει η ταφή μου.
ΚΟΡ. Μη φοβάσαι, όλα, φίλε, θα πάνε καλά·
στων προγόνων σου μόνο δεήσου
τους θεούς, και με θάρρος πολύ στην καρδιά
το σκοινί σου έλα πιάσε και γλίστρα.
ΦΙΛ. Ήρωα γείτονα, εσύ, Λύκε αφέντη, σ᾽ εσέ
δέηση κάνω· κοινές δα οι χαρές μας·
390 εύφρανση είναι για σένα καθώς και για με
των υπόδικων δάκρυα και θρήνοι.
Για ν᾽ ακούς όλο τέτοια, πηγαίνεις εκεί
που δικάζουν και στήνεις λημέρι,
κι απ᾽ τους ήρωες ο μόνος εσύ ᾽σαι που πας
και θρονιάζεσαι πλάι σ᾽ όποιον κλαίει.
Αχ σπλαχνίσου και σώσε έναν τέτοιο λοιπόν
γείτονά σου, και τάζω σου, αφέντη,
πως στο φράχτη σου απάνω ποτέ δε θα δεις
κατουρλιές και πορδές ν᾽ αμολάω.
Αρχίζει να κατεβαίνει σιγά και αθόρυβα, μα ο Βδελυκλέωνας
ξυπνά και από το δώμα φωνάζει το δούλο.
ΒΔΕ. Μωρέ ξύπνα, γιά ξύπνα. ΞΑΝ. Τί τρέχει; ΒΔΕ. Θαρρώ
μια φωνή πως ακούστηκε γύρω.
Μην ο γέρος και πάλι κοιτά να χωθεί
πουθενά; ΞΑΝ. Όχι, δέθηκε, βλέπω,
και γλιστρά κατακάτω. ΒΔΕ. (στο Φιλοκλέωνα.) Τί κάνεις εσύ;
Σιχαμένε! Όχι κάτω, σταμάτα.
(Στο δούλο.) Γιά σκαρφάλωσ᾽ εσύ από την άλλη μεριά
και με λιόκλαδα βάρα τον, βάρα·
των κλαδιών τις χτυπιές αν τις νιώσει γερές,
ξανά πλώρη θα βάλει για πάνω.
ΦΙΛ., στους θεατές.
400 Δώστε χέρι, βοηθάτε, βοηθάτε όλοι εσείς,
όσοι φέτο θα μπείτε σε δίκες.
Ε Φερέδειπνε, ακούς; Σμικυθίωνα! Καλέ
Χρήμονά μου, κι εσύ, Τεισιάδη!
Τώρα είν᾽ ώρα βοήθεια να δώσετε, πριν
να με κλείσουνε πάλι στο σπίτι.
μηχανὴν ὅπως τάχισθ᾽· ἕ-
ως γάρ, ὦ μελίττιον.
ΦΙ. διατραγεῖν τοίνυν κράτιστόν ἐστί μοι τὸ δίκτυον.
ἡ δέ μοι Δίκτυννα συγγνώμην ἔχοι τοῦ δικτύου.
ΧΟ. ταῦτα μὲν πρὸς ἀνδρός ἐστ᾽ ἄνοντος εἰς σωτηρίαν.
370 ἀλλ᾽ ἔπαγε τὴν γνάθον.
ΦΙ. διατέτρωκται τοῦτό γ᾽. ἀλλὰ μὴ βοᾶτε μηδαμῶς,
ἀλλὰ τηρώμεσθ᾽ ὅπως μὴ Βδελυκλέων αἰσθήσεται.
ΧΟ. μηδέν, ὦ τᾶν, δέδιθι, μηδέν·
ὡς ἐγὼ τοῦτόν γ᾽, ἐὰν γρύ-
ξῃ τι, ποιήσω δακεῖν τὴν
375 καρδίαν καὶ τὸν περὶ ψυ-
χῆς δρόμον δραμεῖν, ἵν᾽ εἰδῇ
μὴ πατεῖν τὰ
τοῖν θεοῖν ψηφίσματα.
ἀλλ᾽ ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον εἶτα καθίμα
380 δήσας σαυτὸν καὶ τὴν ψυχὴν ἐμπλησάμενος Διοπείθους.
ΦΙ. ἄγε νυν, ἢν αἰσθομένω τούτω ζητῆτόν μ᾽ ἐσκαλαμᾶσθαι
κἀνασπαστὸν ποιεῖν εἴσω, τί ποιήσετε; φράζετε νυνί.
ΧΟ. ἀμυνοῦμέν σοι τὸν πρινώδη θυμὸν ἅπαντες καλέσαντες
ὥστ᾽ οὐ δυνατόν σ᾽ εἴργειν ἔσται· τοιαῦτα ποήσομεν ἡμεῖς.
385 ΦΙ. δράσω τοίνυν ὑμῖν πίσυνος, καὶ —μανθάνετ᾽;— ἤν τι πάθω ᾽γώ,
ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες θεῖναί μ᾽ ὑπὸ τοῖσι δρυφάκτοις.
ΧΟ. οὐδὲν πείσει· μηδὲν δείσῃς. ἀλλ᾽, ὦ βέλτιστε, καθίει
σαυτὸν θαρρῶν κἀπευξάμενος τοῖσι πατρῴοισι θεοῖσιν.
ΦΙ. ὦ Λύκε δέσποτα, γείτων ἥρως· σὺ γὰρ οἷσπερ ἐγὼ κεχάρησαι,
390 τοῖς δακρύοισιν τῶν φευγόντων ἀεὶ καὶ τοῖς ὀλοφυρμοῖς·
ᾤκησας γοῦν ἐπίτηδες ἰὼν ἐνταῦθ᾽ ἵνα ταῦτ᾽ ἀκροῷο,
κἀβουλήθης μόνος ἡρώων παρὰ τὸν κλάοντα καθῆσθαι.
ἐλέησον καὶ σῶσον νυνὶ τὸν σαυτοῦ πλησιόχωρον,
κοὐ μή ποτέ σου παρὰ τὰς κάννας οὐρήσω μηδ᾽ ἀποπάρδω.
395 ΒΔ. οὗτος, ἐγείρου. ΞΑ. τί τὸ πρᾶγμ᾽; ΒΔ. ὥσπερ φωνή μέ τις ἐγκεκύκλωται.
μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται ‹αὖ›; ΞΑ. μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽, ἀλλὰ καθιμᾷ
αὑτὸν δήσας. ΒΔ. ὦ μιαρώτατε, τί ποεῖς; οὐ μὴ καταβήσει.
ἀνάβαιν᾽ ἁνύσας κατὰ τὴν ἑτέραν καὶ ταῖσιν φυλλάσι παῖε,
ἤν πως πρύμναν ἀνακρούσηται πληγεὶς ταῖς εἰρεσιώναις.
400 ΦΙ. οὐ ξυλλήψεσθ᾽ ὁπόσοισι δίκαι τῆτες μέλλουσιν ἔσεσθαι,
ὦ Σμικυθίων καὶ Τεισιάδη καὶ Χρήμων καὶ Φερέδειπνε;
πότε δ᾽, εἰ μὴ νῦν, ἐπαρήξετέ μοι, πρίν μ᾽ εἴσω μᾶλλον ἄγεσθαι;
***
ΧΟΡ. Μα και τώρα κοίταξε
νά᾽ βρεις τρόπο γρήγορα.
«Ξημερώνει, αγάπη μου».
ΦΙΛ. Λέω το δίχτυ να μασήσω, το καλύτερο είν᾽ αυτό.
Αν μασώ το δίχτυ, θεά μου Δίχτυννα, συχώρα με.
ΚΟΡ. Μπράβο σου, έτσι κάνει ο άντρας που πασκίζει να σωθεί·
370 βάλε τη μασέλα μπρος.
ΦΙΛ. Τούτο δω το᾽ χω μασήσει. Μα εσείς τώρα τσιμουδιά·
να᾽ χουμε το νου μας μήπως νιώσει ο γιος μου τίποτα.
ΧΟΡ. Μη φοβάσαι, φίλε μας·
γιατί αν βγάλει τσιμουδιά,
θα τον κάμω να αισθανθεί
μαχαιριά μες στην καρδιά
και να τρέχει να σωθεί
και να μην ποδοπατεί
των θεαινών ψηφίσματα.
ΚΟΡ. Στο φεγγίτη στερέωσε καλά το σκοινί,
δέσου κι ο ίδιος, κι αφού την ψυχή σου
380 τη γεμίσεις με πίστη βαθιά στους θεούς,
σιγανά κι απαλά γλίστρα κάτω.
ΦΙΛ. Πάει καλά, μ᾽ αν εκείνοι με νιώσουν οι δυο
και βαλθούν να με σύρουν απάνω
καλαμίδι ψαράδικο ρίχνοντας; Ε,
τί θα κάμετε τότε; Γιά πέστε!
ΚΟΡ. Σ᾽ ολωνών μας τα στήθια θα κάμουμ᾽ εμείς
πουρναρίσιο ν᾽ ανάψει κουράγιο
και βοηθοί σου θα τρέξουμε· αδύνατο αυτοί
φυλακή μες στο σπίτι να σ᾽ έχουν.
ΦΙΛ. Θα το κάμω λοιπόν· δίνω βάση σ᾽ εσάς·
κι αν χαθώ, αφού με κλάψετε, θέλω
από κάτω απ᾽ τα κάγκελα, εκεί στων δικών
την καθέδρα, να γίνει η ταφή μου.
ΚΟΡ. Μη φοβάσαι, όλα, φίλε, θα πάνε καλά·
στων προγόνων σου μόνο δεήσου
τους θεούς, και με θάρρος πολύ στην καρδιά
το σκοινί σου έλα πιάσε και γλίστρα.
ΦΙΛ. Ήρωα γείτονα, εσύ, Λύκε αφέντη, σ᾽ εσέ
δέηση κάνω· κοινές δα οι χαρές μας·
390 εύφρανση είναι για σένα καθώς και για με
των υπόδικων δάκρυα και θρήνοι.
Για ν᾽ ακούς όλο τέτοια, πηγαίνεις εκεί
που δικάζουν και στήνεις λημέρι,
κι απ᾽ τους ήρωες ο μόνος εσύ ᾽σαι που πας
και θρονιάζεσαι πλάι σ᾽ όποιον κλαίει.
Αχ σπλαχνίσου και σώσε έναν τέτοιο λοιπόν
γείτονά σου, και τάζω σου, αφέντη,
πως στο φράχτη σου απάνω ποτέ δε θα δεις
κατουρλιές και πορδές ν᾽ αμολάω.
Αρχίζει να κατεβαίνει σιγά και αθόρυβα, μα ο Βδελυκλέωνας
ξυπνά και από το δώμα φωνάζει το δούλο.
ΒΔΕ. Μωρέ ξύπνα, γιά ξύπνα. ΞΑΝ. Τί τρέχει; ΒΔΕ. Θαρρώ
μια φωνή πως ακούστηκε γύρω.
Μην ο γέρος και πάλι κοιτά να χωθεί
πουθενά; ΞΑΝ. Όχι, δέθηκε, βλέπω,
και γλιστρά κατακάτω. ΒΔΕ. (στο Φιλοκλέωνα.) Τί κάνεις εσύ;
Σιχαμένε! Όχι κάτω, σταμάτα.
(Στο δούλο.) Γιά σκαρφάλωσ᾽ εσύ από την άλλη μεριά
και με λιόκλαδα βάρα τον, βάρα·
των κλαδιών τις χτυπιές αν τις νιώσει γερές,
ξανά πλώρη θα βάλει για πάνω.
ΦΙΛ., στους θεατές.
400 Δώστε χέρι, βοηθάτε, βοηθάτε όλοι εσείς,
όσοι φέτο θα μπείτε σε δίκες.
Ε Φερέδειπνε, ακούς; Σμικυθίωνα! Καλέ
Χρήμονά μου, κι εσύ, Τεισιάδη!
Τώρα είν᾽ ώρα βοήθεια να δώσετε, πριν
να με κλείσουνε πάλι στο σπίτι.