Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (13.526-13.600)

Οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀσκαλάφῳ αὐτοσχεδὸν ὁρμήθησαν·
Δηΐφοβος μὲν ἀπ᾽ Ἀσκαλάφου πήληκα φαεινὴν
ἥρπασε, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
δουρὶ βραχίονα τύψεν ἐπάλμενος, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς
530 αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα.
Μηριόνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐπάλμενος, αἰγυπιὸς ὥς,
ἐξέρυσε πρυμνοῖο βραχίονος ὄβριμον ἔγχος,
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο. τὸν δὲ Πολίτης
αὐτοκασίγνητος, περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας,
535 ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος, ὄφρ᾽ ἵκεθ᾽ ἵππους
ὠκέας, οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο
ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔχοντες·
οἳ τόν γε προτὶ ἄστυ φέρον βαρέα στενάχοντα
τειρόμενον· κατὰ δ᾽ αἷμα νεουτάτου ἔρρεε χειρός.
540 Οἱ δ᾽ ἄλλοι μάρναντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
ἔνθ᾽ Αἰνέας Ἀφαρῆα Καλητορίδην ἐπορούσας
λαιμὸν τύψ᾽ ἐπὶ οἷ τετραμμένον ὀξέϊ δουρί·
ἐκλίνθη δ᾽ ἑτέρωσε κάρη, ἐπὶ δ᾽ ἀσπὶς ἑάφθη
καὶ κόρυς, ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο θυμοραϊστής.
545 Ἀντίλοχος δὲ Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας
οὔτασ᾽ ἐπαΐξας, ἀπὸ δὲ φλέβα πᾶσαν ἔκερσεν,
ἥ τ᾽ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς αὐχέν᾽ ἱκάνει·
τὴν ἀπὸ πᾶσαν ἔκερσεν· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
κάππεσεν, ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας.
550 Ἀντίλοχος δ᾽ ἐπόρουσε, καὶ αἴνυτο τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων
παπταίνων· Τρῶες δὲ περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλος
οὔταζον σάκος εὐρὺ παναίολον, οὐδὲ δύναντο
εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα νηλέϊ χαλκῷ
Ἀντιλόχου· πέρι γάρ ῥα Ποσειδάων ἐνοσίχθων
555 Νέστορος υἱὸν ἔρυτο καὶ ἐν πολλοῖσι βέλεσσιν.
οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἄνευ δηΐων ἦν, ἀλλὰ κατ᾽ αὐτοὺς
στρωφᾶτ᾽· οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχ᾽ ἀτρέμας, ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ
σειόμενον ἐλέλικτο· τιτύσκετο δὲ φρεσὶν ᾗσιν
ἤ τευ ἀκοντίσσαι, ἠὲ σχεδὸν ὁρμηθῆναι.
560 Ἀλλ᾽ οὐ λῆθ᾽ Ἀδάμαντα τιτυσκόμενος καθ᾽ ὅμιλον,
Ἀσιάδην, ὅ οἱ οὖτα μέσον σάκος ὀξέϊ χαλκῷ
ἐγγύθεν ὁρμηθείς· ἀμενήνωσεν δέ οἱ αἰχμὴν
κυανοχαῖτα Ποσειδάων, βιότοιο μεγήρας.
καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν᾽ ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος,
565 ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο, τὸ δ᾽ ἥμισυ κεῖτ᾽ ἐπὶ γαίης·
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων·
Μηριόνης δ᾽ ἀπιόντα μετασπόμενος βάλε δουρὶ
αἰδοίων τε μεσηγὺ καὶ ὀμφαλοῦ, ἔνθα μάλιστα
γίγνετ᾽ Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν.
570 ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξεν· ὁ δ᾽ ἑσπόμενος περὶ δουρὶ
ἤσπαιρ᾽ ὡς ὅτε βοῦς, τόν τ᾽ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες
ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν·
ὣς ὁ τυπεὶς ἤσπαιρε μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν,
ὄφρα οἱ ἐκ χροὸς ἔγχος ἀνεσπάσατ᾽ ἐγγύθεν ἐλθὼν
575 ἥρως Μηριόνης· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε.
Δηΐπυρον δ᾽ Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην
Θρηϊκίῳ μεγάλῳ, ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν ἄραξεν.
ἡ μὲν ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε, καί τις Ἀχαιῶν
μαρναμένων μετὰ ποσσὶ κυλινδομένην ἐκόμισσε·
580 τὸν δὲ κατ᾽ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν.
Ἀτρεΐδην δ᾽ ἄχος εἷλε, βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
βῆ δ᾽ ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ ἥρωϊ ἄνακτι,
ὀξὺ δόρυ κραδάων· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε.
τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ὁμαρτήδην ὁ μὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι
585 ἵετ᾽ ἀκοντίσσαι, ὁ δ᾽ ἀπὸ νευρῆφιν ὀϊστῷ.
Πριαμίδης μὲν ἔπειτα κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ
θώρηκος γύαλον, ἀπὸ δ᾽ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν
θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι,
590 πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
ὣς ἀπὸ θώρηκος Μενελάου κυδαλίμοιο
πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ἑκὰς ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἄρα χεῖρα, βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
τὴν βάλεν ᾗ ῥ᾽ ἔχε τόξον ἐΰξοον· ἐν δ᾽ ἄρα τόξῳ
595 ἀντικρὺ διὰ χειρὸς ἐλήλατο χάλκεον ἔγχος.
ἂψ δ᾽ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ᾽ ἀλεείνων,
χεῖρα παρακρεμάσας· τὸ δ᾽ ἐφέλκετο μείλινον ἔγχος.
καὶ τὸ μὲν ἐκ χειρὸς ἔρυσεν μεγάθυμος Ἀγήνωρ,
αὐτὴν δὲ ξυνέδησεν ἐϋστρεφεῖ οἰὸς ἀώτῳ,
600 σφενδόνῃ, ἣν ἄρα οἱ θεράπων ἔχε ποιμένι λαῶν.

***
Κι επάνω στον Ασκάλαφον απ᾽ τα δυο μέρη ορμήσαν·
και ως άρπασ᾽ ο Δηίφοβος το κράνος του Ασκαλάφου
ο Μηριόνης πηδηκτά, σαν Άρης, τον επήρε
με λόγχην στον βραχίονα, και από το χέρι εκείνου
530 χάμω με βρόντον έπεσεν η περικεφαλαία.
Και ωσάν γεράκι εχύθηκε και πάλι ο Μηριόνης
κι έβγαλε απ᾽ του βραχίονος την ρίζαν το κοντάρι
κι εσύρθη στους συντρόφους του· κι εκείνον ο Πολίτης
αυτάδελφός του αγκαλιαστά τον πήρε του πολέμου
535 από την άχαρην βοήν στο μέρος όπου εμέναν
πίσω απ᾽ την μάχην τα γοργά πουλάρια του ζεμένα
στην τεχνικήν των άμαξαν και τα ᾽χε ο κυβερνήτης.
Κείνα στην μάχην έφεραν τον άνδρα που εβογγούσε
απ᾽ την αιματοστάλακτην πληγήν βασανισμένος.
540 Κι οι άλλοι με ατελεύτητην ορμήν επολεμούσαν.
Στον Αφαρήα χύνεται Καλητορίδην πρώτος
ο Αινείας και μες στον λαιμόν αντίκρυ τον λογχίζει.
Δίπλα τού γέρν᾽ η κεφαλή, κράνος ομού και ασπίδα·
πέφτουν, και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.
545 Ο Αντίλοχος τον Θόωνα τον τήρησε, ως εστράφη,
και ορμώντας τον εκτύπησε και του ᾽κοψε την φλέβα·
που άνω εις τα νώτ᾽ αδιάκοπα πέρα ως το ζνίχι τρέχει,
την έκοψ᾽ όλην· έπεσε τ᾽ ανάσκελα στο χώμα
κείνος μ᾽ αγκάλες πεταχτές στους ποθητούς συντρόφους.
550 Ο Αντίλοχος τότ᾽ όρμησε και τ᾽ άρματ᾽ απ᾽ τους ώμους
του έπαιρνε κι επρόσεχε, και κύκλωθέν του οι Τρώες
του κτύπαν την ευρύχωρην περίλαμπρην ασπίδα,
αλλά μέσα δεν δίνονταν το τρυφερό του σώμα
καν ν᾽ αποσχίσουν, ότι εκεί του Νέστορος τον γόνον
555 ο κοσμοσείστης έσωζεν, όσα και αν πέφταν βέλη.
Ότι ποτέ δεν του ᾽λειπαν εχθροί και αυτός σ᾽ εκείνους
εστρέφετο, ούδ᾽ ασάλευτο κρατούσε το κοντάρι,
αλλά το ετίναζε άπαυτα κι ή κάποιον ν᾽ ακοντίσει
μακρόθεν ή και από σιμά να ορμήσει εμέτρα ο νους του.
560 Τον είδε, πώς σημάδευε στο πλήθος, ο Ασιάδης
Αδάμας και του λόγχισε στην μέσην την ασπίδα,
αλλά στην άκρην νέκρωσεν ο μέγας κοσμοσείστης
και την ζωήν δεν του άφησε να πάρει του Αντιλόχου.
Και ωσάν παλούκι φλογιστό μες στην ασπίδα εστάθη
565 μέρος κοντάρι κι έμεινε τ᾽ άλλο μισό στο χώμα.
Και στους συντρόφους να σωθεί τραβήχθη τότ᾽ εκείνος.
Κατάποδα τ᾽ ακόντι του του ρίχν᾽ ο Μηριόνης
κάτω απ᾽ τ᾽ αφάλι, ως τα κρυφά, στο μέρος όπου εξόχως
θανατερός στους άμοιρους θνητούς ο Άρης είναι.
570 Αυτού την λόγχην του ᾽μπηξε και αυτός με το κοντάρι
εσπαρταρούσε ως σπαρταρά το βόδι οπού στα όρη
αφού το δέσαν στανικώς άνδρες τραβούν βουκόλοι·
όμοια σπαρνούσε, όχι πολύν καιρόν ο κτυπημένος
ωσπού ᾽λθ᾽ εγγύς και ανέσπασε τ᾽ ακόντι ο Μηριόνης
575 από το σώμα κι έκλεισε τα μάτια του μαυρίλα.
Ο Έλενος τον μήνιγγα κτυπά του Δηιπύρου
με ξίφος μέγα θρακικό, του ξεπετά το κράνος,
κι εκείνο μες στων μαχητών τα σκέλη ροβολάει,
και κάποιος απ᾽ τους Αχαιούς το σήκωσε από χάμου·
580 του Δηιπύρου εσκέπασε τα μάτια μαύρη νύκτα.
Ο ανδράγαθος Μενέλαος λυπήθη, και το δόρυ
τινάζοντας φοβεριστά στον Έλενον εχύθη·
και ο Έλενος τα κέρατα ετέντωσε του τόξου
και πρόθυμοι αντικρίσθηκαν ο Ατρείδης ν᾽ ακοντίσει
585 με λόγχην και ο Έλενος απ᾽ την χορδήν το βέλος.
Ο Πριαμίδης του ᾽ριξε στα στήθη, αλλ᾽ ετινάχθη
μακράν από τον θώρακα το πικροφόρο ακόντι.
Και ως από φτυάρι διάπλατο, σ᾽ ένα μεγάλο αλώνι,
τα μελαψά κουκιά σκιρτούν ή τα ρεβύθια πέρα,
590 καθώς αέρας τα φυσά και ο λιχνιστής τα παίζει,
όμοια και από τον θώρακα του ενδόξου Μενελάου
πολύ μακράν τινάχθηκε το φονικό κοντάρι.
Και ο δυνατός Μενέλαος στο χέρι αυτό που εκράτει
το τόξο τον ελόγχισε και αντίκρυ αυτού στο τόξο
595 το χέρι τού διαπέρασε η λόγχη, κι εκρεμούσε
το χέρι κάτω κι έσερνε το φράξινο κοντάρι
κι εις τους συντρόφους να σωθεί αυτός εσύρθη οπίσω·
και το ᾽βγαλεν ο ψυχερός Αγήνωρ, και το χέρι
με μάλλινην καλόστριφτην του εφάσκιωσε σφενδόνην
600 που ο πολεμάρχος έλαβεν απ᾽ τον ακόλουθόν του.

Φοβού τους αναμάρτητους, τους τέλειους, τους άσπιλους κι αμόλυντους αυτού του κόσμου

Φοβού τους αναμάρτητους, τους τέλειους, τους άσπιλους κι αμόλυντους αυτού του κόσμου φίλε μου. Να τους φοβάσαι την ώρα που σου συστήνονται με την τελειότητά τους για φωτοστέφανο, την μπέσα τους για φτερά αγγέλου και την ειλικρίνειά τους για ασπίδα κατά κάθε “κακού”.

Να παίρνεις δρόμο μόλις ακούσεις εκείνο το “εγώ, δεν είμαι σαν τους άλλους”, αν και είναι και η μόνη αληθινή αλήθεια που θα ξεστομίσει.

Όντως, δεν είναι σαν τους άλλους. Είναι χειρότερος.

Είναι το χείριστο είδος του υποκριτή, γιατί τουλάχιστον, οι άλλοι, δεν διαφημίζουν την τελειότητά τους σαν διαφήμιση για χλωρίνη που όλα τα ξεπλένει και λεκέδες δεν αφήνει.

Να μένεις με εκείνους τους άλλους, που ξέρουν να κάνουν λάθη.

Που ξέρουν να γλεντάνε τη ζωή όχι για το φαίνεσθαι και το θεαθήναι, αλλά απλά, γιατί ξημέρωσε άλλη μια μέρα που τους βρήκε ανάμεσα σε ανθρώπους.

Ανάμεσα σε ανθρώπους απλούς, τρωτούς, σημαδεμένους.

Ανθρώπους που ξέρουν να σου λένε “ευχαριστώ”, “συγγνώμη”.

Ανθρώπους που σε κοιτούν στα μάτια και σου λένε αυτό που νιώθουν χωρίς λογαριασμούς και υπολογισμούς.

Κι εσύ, ζήσε στην αλήθεια σου και σε μια ζωή γεμάτη επιλογές σου, κι ας είναι και λάθος, κι άσε τους αναμάρτητους και τους αλάνθαστους, να κάνουν παιχνίδι μεταξύ τους, να δουλεύονται για το ποιος είναι ο πιο τέλειος, ο πιο ιδανικός και ο πιο αμόλυντος, ο πιο μόνος...

Να βρίσκεις τρόπους να φωτίζεις το μυαλό και την ψυχή σου

Φως και σκοτάδι, από αυτά είναι καμωμένη η ψυχή μας, από συναισθήματα όμορφα και άσχημα.

Από συναισθήματα που γεννιούνται “αυτοβούλως” με έναυσμα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.

Συναντάμε έναν άνθρωπο και νιώθουμε συμπάθεια ή αντιπάθεια, τον γνωρίζουμε καλύτερα και τον αγαπάμε ή, αν μας πληγώσει πολύ, τον μισούμε.

Γίνεται κάτι ενοχλητικό στη δουλειά και θυμώνουμε, κινδυνεύει κάποιος αγαπημένος μας και φοβόμαστε. Τα συναισθήματα δημιουργούνται χωρίς να μας ρωτήσουν, χωρίς να πάρουν την άδειά μας. Θα μπορούσες ίσως να πεις, ότι είναι η αντανακλαστική αντίδραση της ψυχής μας στη δράση του κόσμου.

Μόνο που κάποιες φορές αυτή η ακούσια αντίδραση σκοτεινιάζει το είναι μας κι αυτό δεν μας αρέσει.

Σε κανέναν δεν αρέσει να μισεί, να θυμώνει, να φοβάται. Συμβαίνει όμως, κι εσύ τότε θα πρέπει να το αναγνωρίσεις, να το παραδεχτείς και να το εκφράσεις. Να φωνάξεις, να βρίσεις, να κλάψεις, για να το βγάλεις από μέσα σου.

Κάποιες φορές αυτό το ξέσπασμα μπορεί να φτάνει. Κάποιες άλλες όμως, δεν είναι ικανό να γαληνέψει την ψυχή σου και τότε θα πρέπει να αναλάβει δράση το μυαλό σου. Γιατί το συναίσθημα μπορεί να γεννιέται αυτοβούλως, αλλά το συντηρούμε και το γιγαντώνουμε εμείς με τις σκέψεις μας.

Θυμώνουμε με αυτόν που μας πρόσβαλλε και μισούμε αυτόν που μας παράτησε γιατί ο πληγωμένος εγωισμός μας αδυνατεί να δεχτεί πως φέρθηκαν έτσι σε εμάς. Δεν θέλουμε να χάσουμε κάποιον άνθρωπο που αγαπάμε και πλάθουμε τα χειρότερα σενάρια μέσα στο μυαλό μας, αφήνοντας τον φόβο να μας παραλύει.

Αυτό το συναίσθημα που “ταΐζεις” με σκέψεις, είναι αυτό που δίνει χρώμα στην ψυχή σου, μην το ξεχνάς.

Γι’ αυτό να βρίσκεις λόγους να δικαιολογείς, να συγχωρείς, να αισιοδοξείς. Να βρίσκεις τρόπους να φωτίζεις το μυαλό και την ψυχή σου.

Το ξέρω πως δεν είναι εύκολο. Το να παλεύεις με τα σκοτάδια σου είναι μακράν η δυσκολότερη μάχη.

Αξίζει όμως! Αξίζει να το προσπαθείς γιατί, όταν καταφέρνεις να τα νικήσεις, το Ερεβοκτόνο φως που πλημμυρίζει την ψυχή σου είναι ανεκτίμητο!

Σενέκας: Ο θάνατος του φίλου σου

«Λυπάμαι για τον θάνατο του φίλου σου Φλάκους αλλά δεν θέλω να υποφέρεις περισσότερο. Δεν θα τολμούσα να επιμείνω στο να μην υποφέρεις καθόλου, αν και γνωρίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά ποιος μπορεί να φτάσει σ’ αυτό το ψυχικό σθένος, εκτός αν έχει ξεφύγει μακριά από την πολυπλοκότητα της τύχης; Μην αφήνεις τα δάκρυα να στεγνώνουν όταν χάνεις έναν φίλο ούτε όμως να τ’ αφήνεις να σε πλημμυρίζουν. Μπορείς να δακρύζεις αλλά όχι να οδύρεσαι. Θέλεις να μάθεις τον λόγο της οιμωγής και του υπερβολικού θρήνου; Είναι επειδή στα δάκρυα αναζητούμε τις αποδείξεις του θρήνου και δεν αφήνουμε τη θλίψη να ακολουθήσει, μόνο την επιδεικνύουμε.»
Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.1-2

Το ζήτημα του θανάτου είναι κεντρικό τόσο στη Στωική όσο και στην Επικούρεια φιλοσοφία. Ο θάνατος, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον εαυτό μας. Όσο και να τον φοβόμαστε, δεν τον αισθανόμαστε. Είναι το πέρας της ζωής των αισθήσεων. Αλλά πώς μπορούμε να αποδεχτούμε τον θάνατο των αγαπημένων μας; Σε αυτή την περίπτωση η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο φιλοσοφικών Σχολών γίνεται εντονότερη. Για τους Στωικούς τα συναισθήματα τιθασεύονται με τη λογική. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στην 63η επιστολή ο Σενέκας αποχαιρετά τον Λουκίλιο χωρίς Επικούρειο «δώρο» όπως σε άλλες επιστολές (12, 16, 27). Εδώ τα ρητά του Επίκουρου δεν έχουν θέση, καθώς ο ίδιος δεν θα συμφωνούσε ποτέ με τη Στωική απάθεια, μολονότι προσβλέπει στην αποφυγή του πόνου.

Ο Σενέκας θα αντιμετωπίσει την απώλεια του άλλου όχι με σκληρότητα αλλά με τη λογική που βασίζεται στο αναπόδραστο του θανάτου. Η απέραντη θλίψη της βίωσης του θανάτου ενός φίλου δεν αρμόζει σε όσους ακολουθούν τη Στωική φιλοσοφία. Η θλίψη που συνοδεύει τον θάνατο του αγαπημένου μας προσώπου δεν μπορεί παρά να είναι φυσιολογική, γεγονός που ο φιλόσοφος δεν μπορεί να παραβλέψει. Η ένστασή του αφορά τη χρονική διάρκεια και το μέγεθός της. Αυτά είναι που επιδέχονται κριτική.

Ο θρήνος έχει όριο. Για να υποστηρίξει την άποψή του ο Σενέκας ανατρέχει στον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή (poetarum Graecorum maximus) Όμηρο, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και η Νιόβη, αν και είχε χάσει 12 παιδιά, σκέφτηκε να τραφεί την πρώτη μέρα (Ιλιάδα Ω 602 κ.εξ.). Αλλά και στη ρωμαϊκή παράδοση απαντάται το χρονικό όριο των θρήνων: Ένας χρόνος είναι αρκετός για τις γυναίκες, χωρίς αυτό να αποτελεί υποχρέωση. Μπορούν να θρηνήσουν όσο επιθυμούν. Για τους άντρες όριο δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο χρόνιος θρήνος δεν είναι αποδεκτός και αποτελεί αντικείμενο γελοιοποίησης (inveteratus vero deridetur).Τι προσφέρει ο οδυρμός και η οιμωγή για τον θάνατο του φίλου μας πέρα από την ικανοποίηση του εγωισμού μας;

«Θα ανεχόσουν ανθρώπους που εγκατέλειψαν τους φίλους τους, και μετά θρηνούσαν ελεεινά και δεν αγαπούν κανέναν παρά μόνο όταν τον χάσουν; Ο λόγος που θρηνούν χωρίς σταματημό είναι ότι φοβούνται πως θα υπάρχουν αμφιβολίες για την αγάπη τους. Είναι αργά για να αναζητούν την απόδειξη των αισθημάτων τους.»
Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.9

Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος αντί να θρηνεί είναι να κρατήσει τις αναμνήσεις που είχε, δηλαδή τη ζωή που πέρασε με τον φίλο του. Ο Στωικός φιλόσοφος δεν διστάζει να διαφωνήσει με την άποψη του δασκάλου του, Αττάλου, ο οποίος υποστήριζε ότι η ενθύμηση της απώλειας του φίλου μας έχει γλυκόπικρη γεύση.

«Εγώ δεν αισθάνομαι το ίδιο. Η ανάμνηση των φίλων που έχουν φύγει είναι γλυκιά και ευχάριστη (dulcis ac blanda est). Γιατί όταν τους είχα γνώριζα ότι θα τους χάσω και τώρα που τους έχασα είναι σαν να τους έχω ακόμη μαζί μου.

Γι’ αυτό Λουκίλιε, πράξε σύμφωνα με τη σωφροσύνη σου (aequitatem) και πάψε να δίνεις λανθασμένη ερμηνεία στα δώρα της Τύχης. Η Τύχη έχει αφαιρέσει, αλλά έχει δώσει. Γι’ αυτό ας απολαύσουμε αχόρταγα τους φίλους μας, γιατί δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτό το προνόμιο. Ας σκεφτούμε πόσο σύντομα θα τους αφήσουμε όταν πηγαίνουμε σε μακρινά ταξίδια και πόσο σύντομα θα τους δούμε όταν βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Τότε θα καταλάβουμε ότι χάσαμε πολύ από τον χρόνο τους ενόσω ζούσαν.»
Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.7-8

Πρέπει να ζούμε το σήμερα. Δεν ξέρουμε πόσος χρόνος απομένει στον καθένα. Αν δεν έχουμε κάποιον να μας παρηγορήσει, σημαίνει ότι χάσαμε τον μοναδικό μας φίλο και δεν έχουμε κάπου να στραφούμε. Ποιος ευθύνεται όμως; Η Τύχη που μας στέρησε τον μοναδικό μας φίλο ή εμείς που δεν φροντίσαμε να έχουμε περισσότερους; Ωστόσο, όταν έρθει το άφευκτο τέλος του αγαπημένου μας, αναμφισβήτητα ο πόνος είναι μεγάλος. Η λογική πρέπει να επικρατήσει. Τι κάνουμε όταν υποφέρουμε; Η αποφυγή του πόνου είναι στο στόχαστρο του Στωικισμού. Ο Σενέκας παραλληλίζει τον σωματικό με τον ψυχικό πόνο:

«Αν κάποιος στερηθεί τον μοναδικό του χιτώνα και προτιμήσει να θρηνήσει παρά να κοιτάξει τριγύρω για να βρει κάτι να αποφύγει το κρύο και να καλύψει τους ώμους του, εσύ αυτόν δεν θα τον πεις ανόητο; Αυτόν που αγαπούσες τον κήδεψες. Βρες κάποιον να αγαπήσεις.»
Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.11

Ο Σενέκας όμως δεν έπραξε ανάλογα. Ανήκει στην ομάδα των ανθρώπων τους οποίους πριν από λίγο καταδίκασε, σε εκείνους που θρήνησαν υπερβολικά. Όπως εκμυστηρεύεται στον Λουκίλιο, ο χαμός του φίλου του Ανναίου Σερένα τού στοίχισε πάρα πολύ και αυτό γιατί ο Σενέκας ως γεροντότερος πίστευε ότι θα πέθαινε πρώτος. Αλλά υπάρχει ηλικιακή σειρά στον θάνατο; Πώς δεν το σκέφτηκε τότε; Συμβουλεύει τον Λουκίλιο να μην κάνει το ίδιο λάθος.

«Τώρα σκέψου ότι όλα είναι θνητά και ότι η αβεβαιότητα διέπει τη θνητότητα. Αυτό που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε, μπορεί να συμβεί και σήμερα. Άρα σκέψου, αγαπημένε μου Λουκίλιε, ότι σύντομα θα φτάσουμε εκεί όπου βρίσκεται αυτός για τον οποίο θρηνούσαμε. Και ίσως, αν θεωρήσουμε αληθινά τα λόγια ενός σοφού για έναν άλλο τόπο, τότε αυτός που νομίσαμε ότι χάθηκε, απλώς προηγήθηκε στο δρόμο. Χαίρε.»
Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.15-16

Μεταμορφωτική περίοδος

Τους τελευταίους μήνες πάρα πολλές συζητήσεις και συναντήσεις γίνονται γύρω από μία συγκεκριμένη θεματολογία, και είναι γεγονός: Δεν το περνάς μόνη σου, δεν το περνάς μόνος σου.

Η περίοδος που διανύουμε είναι ιδιαίτερα υψηλής έντασης και με ένα κυκλώνα ενέργειας που μας αναγκάζει να στραφούμε προς τα μέσα.

Σχέσεις, φιλίες, δουλειές, υγεία, όλα φαίνεται να κλονίζονται. Και πραγματικά κλονίζονται. Οτιδήποτε δεν είναι συμβατό με την εσωτερική μας αλήθεια, έχει μετρημένες μέρες μέχρι να φύγει από την πραγματικότητα μας. Αυτό περιλαμβάνει και εμάς τους ίδιους. Από κομμάτια μας, μέχρι το σύνολο… Είναι αρκετά τα δεινά που θα μας χτυπήσουν την πόρτα, αν δεν το έχουν κάνει ήδη…

Λόγω της ταχύτητας των κοσμικών γεγονότων, καθώς και της επιτακτικής ανάγκης για αναβάθμιση προς μια περισσότερο συλλογική τεταρτοδιαστατική / πεμπτοδιαστατική συνείδηση (τέταρτο κέντρο – καρδιάς), ο χρόνος πλέον είναι πιεστικός.

Δεν αρκεί απλά να συγχρονιστούμε με τα θετικά που συμβαίνουν στον πλανήτη, ρεαλιστικά αν γυρίσουμε το εσωτερικό μας βλέμμα πίσω από τις γραμμές είναι ξεκάθαρο πως αυτή η γη, με την ενέργεια από το σύνολο της ανθρωπότητας που κυματικά εκπέμπεται, έσω και έξω της, η κατάσταση τείνει να ξεφύγει προς το μη αναστρέψιμο.

Η γη είτε σαν Γαία – οντότητα είτε σαν φύση και συλλογικός οργανισμός, έχει ξεκινήσει να ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό της σύστημα, είτε αυτό λέγεται φυσικές καταστροφές είτε αυτό λέγεται ενεργειακές εκπομπές, συχνότητες, γεωμαγνητισμός. Και σε μία φωτιά, δεν υπάρχουν διακρίσεις, τα χλωρά καίγονται με τα ξερά. Συλλογικά βέβαια δε χρειαζόμαστε βοήθεια για την αυτοκαταστροφή, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού λειτουργεί κατωδιαφραγματικά, κοινώς με αυτοματισμούς που σχετίζονται με τραύματα, κατώτερα συναισθήματα και νόηση, συμφέρον, εγωισμό, απληστία και ό,τι συνεπάγεται από τις λεγόμενες κατώτερες δονήσεις ύπαρξης.

Αναγκαστικά λοιπόν, πρέπει να στραφούμε εσωτερικά σε ένα πρώτο επίπεδο και άμεσα. Να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε, τι πραγματικά έχει αξία, τι λανθασμένες πεποιθήσεις τραύματα και μηχανισμούς έχουμε που δεν μας εξυπηρετούν. Και τελικά να δούμε την εσωτερική μας αλήθεια, ποιοι είμαστε, και ποιοι είμαστε προορισμένοι να είμαστε ερχόμενοι σε πλήρη σύνδεση και αληθινή επαφή μέσω αυτογνωσίας αγάπης και θεραπείας με τον πυρήνα μας.

Παλαιότερα υπήρχε μια πολύωρη ανάλυση σε βίντεο από μια διάλεξη για το ημερολόγιο των Μάγιας που μηδένιζε, σε συσχετισμό με τις μέρες Δημιουργίας κατά την Βίβλο. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο σε αυτή την ανάλυση, ήταν ο γεωμετρικός ρυθμός με τον οποίο οι περίοδοι μίκραιναν, σταδιακά από δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι λιγότερο από δεκαετία στην τωρινή εποχή μας, καθώς η ενέργεια μεταπηδούσε επίπεδα από το ατομικό (μονοκύτταρος οργανισμός) προς το υπερ-συλλογικό (γαλαξιακή συνείδηση).

Σε κάθε περίοδο, ότι δεν εναρμονιζόταν με την εκάστοτε ενέργεια, δεν μπορούσε να επιβιώσει και να προχωρήσει.

Αυτό συνέβαινε είτε στο φυσικό πεδίο όπως αυτό που βιώνουμε τώρα, είτε σε κβαντικές παράλληλες πραγματικότητες, οι οποίες δεν επικοινωνούν (ή δε ξέρουμε αν και με ποιον τρόπο).

Σε δεύτερο λοιπόν επίπεδο, αν καταφέρουμε και ευθυγραμμιστούμε με την αληθινή μας υπόσταση, τότε και μόνο θα μπορέσουμε να δούμε κάτι το οποίο είναι μονόδρομος, μια συλλογική συνείδηση. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε το “αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν”, αγκαλιάζοντας οτιδήποτε έξω από μας εφόσον κατανοήσουμε την αλληλεξάρτηση και σύνδεση όλων: από συνανθρώπους, ζώα, μέλισσες, ατμόσφαιρα, νερό, φύση.

Ένα από τα παρήγορα είναι πως, απ’ ότι “λένε”, οι αναβαθμισμένες συνειδήσεις έχουν πολύ ισχυρότερη επιρροή από ότι εκείνες κατώτερων δονήσεων. Που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να μετατραπεί το 100% των δισεκατομμυρίων, αλλά σίγουρο όχι μόνο και η κρίσιμη μάζα των 144 χιλιάδων πλανητικά.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

– Να κατανοήσουμε εφόσον ταυτιζόμαστε με αυτή την κατάσταση το πως έχουν τα πράγματα
– Να κατανοήσουμε πως το να φύγουμε από τις κατώτερες εγωικές μας λειτουργίες είναι προς το συμφέρον μας έως και σε βαθμό επιβίωσης, η πληρότητα έρχεται μετά
– Να κατανοήσουμε πως τα εγώ μας και οι μηχανισμοί άμυνας των σκεπτομορφών που έχουμε δημιουργήσει (συμπεριλαμβανομένου και του πονοσώματος κατά Έκχαρτ Τόλε) σαν συμβιωτικά θα αντισταθούν με κάθε τρόπο για την επιβίωσή τους, και λόγω ταύτισης θα νομίζουμε πως είμαστε εμείς
– Να κατανοήσουμε πως ο άνθρωπος δεν θα είναι το τελευταίο ον που θα μείνει όρθιο, και η πολυτέλεια της ελεύθερης βούλησης αν δεν αξιοποιηθεί υπο το πρίσμα ανώτερων αξιών και αρετών θα οδηγήσει στην ανακύκλωση ημών. Δεν χρειάζεται καμία προφητεία να το επιβεβαιώσει.
– Να κάνουμε αυτοσκοπό την βελτίωση και αναβάθμισή μας
– Να ακτινοβολήσουμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο στους γύρω μας σαν φάροι παρέχοντας αλληλοβοήθεια με ερεθίσματα αγάπη πίστη και έμπνευση, ώστε όλο και περισσότεροι να “δουν” και να προχωρήσουν κι εκείνοι, και όλοι μαζί παράλληλα
– Να μοιραστούμε τη γνώση απλόχερα και χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα. Όταν δεν το περιμένουμε, μόνο τότε θα έρθει ωφέλιμα
– Να πιστέψουμε και να δούμε πως υπάρχουν κι άλλοι σε αυτή τη διαδρομή, γιατί σίγουρα δεν είμαστε μόνοι
– Να εστιάσουμε σε ότι μας ενώνει και όχι σε ότι μας χωρίζει όπως κάναμε ως τώρα
– Να φροντίσουμε την φύση με όποιο τρόπο μπορούμε στο κομμάτι που μας αναλογεί

Δεν έχουν σημασία σε αυτή την πορεία οι πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις. Σίγουρα κάποιες ενέργειες και εγρηγορότα είναι βοηθητικά, αλλά αυτό είναι στον καθένα να επιλέξει τι του ταιριάζει.

Οι παραπάνω κατευθύνσεις είναι συγκλίνουσες προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, με την οποία όλες οι διαδρομές είναι σύμφωνες, και πάνω σε αυτό πρέπει να εστιάσουμε.

Η πρόταση λοιπόν είναι να στραφούμε άμεσα μέσα μας, να βοηθήσουμε τους γύρω και το περιβάλλον μας με όποιο τρόπο μπορούμε, και να πιστέψουμε πως τόσο εμείς, όσο και όλοι μαζί, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Όπου στρέφεται ο νους και η ενέργεια μας, αυτή τη δόνηση θα εκπέμπει και αυτή την πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα θα μαγνητίσει. Όλα ήταν, είναι, και θα είναι στο χέρι μας. Πλέον δεν υπάρχουν ιδιαίτερα περιθώρια αναβλητικότητας.

Έστω και αργά, όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά, ας γυρίσουμε επιτέλους προς την σωστή κατεύθυνση. Πρώτα προς τα μέσα, και μετά προς τα έξω, αυτή τη φορά με το σωστό πρόσημο. Και ασφαλώς παρευόμενοι με την πίστη και γνώση, πως κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούμε, θα τα καταφέρουμε, είτε σε αυτή, είτε σε μια παράλληλη πραγματικότητα…

Erich Fromm: Τι σημαίνει να δίνεις

Αλλά τι σημαίνει να δίνεις; Όσο και αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα φαίνεται αρχικά απλή, στην πραγματικότητα είναι γεμάτη αμφισημίες και πολυπλοκότητες. Η πιο διαδεδομένη παρανόηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία όταν δίνεις σημαίνει «ότι παραιτείσαι» εσύ από κάτι, ότι στερείσαι κάτι, ότι το θυσιάζεις. Το άτομο, του οποίου ο χαρακτήρας δεν αναπτύχθηκε πέρα από το στάδιο τού να προσανατολίζεται στο πώς θα επωφεληθεί, θα εκμεταλλευτεί και θα αποθησαυρίσει και μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να νιώσει το δόσιμο. Ο εμπορικός αυτός ανθρώπινος τύπος είναι πρόθυμος να δώσει, αλλά μόνο με το αντάλλαγμα ότι θα λάβει κάτι` το να δώσει χωρίς να πάρει είναι για αυτόν ισοδύναμο με εξαπάτηση. Οι άνθρωποι, των οποίων ο κύριος προσανατολισμός είναι μη δημιουργικός, νιώθουν το δόσιμο σαν κάτι που τους κάνει πιο φτωχούς. Για αυτό ακριβώς οι περισσότεροι άνθρωποι αυτού του τύπου είναι τόσο αρνητικοί στο να δίνουν. Μερικοί ανάγουν το δόσιμο σε θυσία και το αποκαλούν αρετή. Νιώθουν ότι απλώς και μόνο επειδή το να δίνεις είναι οδυνηρό, ο άνθρωπος πρέπει να δίνει` η αρετή τού να δίνεις έγκειται για αυτούς ακριβώς στην αποδοχή της θυσίας. Για αυτούς δηλαδή, το στερεότυπο ότι είναι προτιμότερο να δίνεις παρά να παίρνεις σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να υποφέρεις από τη στέρηση παρά να βιώνεις χαρά.

Για τον δημιουργικό χαρακτήρα, το να δίνεις αποκτά μία εντελώς διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η υψηλότερη έκφραση της ανθρώπινης δυνατότητας. Στην ίδια την πράξη της προσφοράς βιώνω τη δύναμή μου, τον πλούτο μου, την ικανότητά μου. Αυτή η εμπειρία της αυξημένης ζωτικότητας και δυνατότητας με γεμίζει ευδαιμονία. Αισθάνομαι τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να προσφέρει, είμαι γεμάτος ζωή και επομένως ευτυχισμένος. Το να δίνω με γεμίζει με περισσότερη χαρά από ό, τι το να παίρνω όχι επειδή είναι μία πράξη με την οποία στερούμαι κάτι, αλλά επειδή μέσα στην ίδια την πράξη του δοσίματος έγκειται η εκδήλωση της ζωντάνιάς μου.

Στη σφαίρα των υλικών πραγμάτων, το να δίνει κανείς σημαίνει και ότι είναι πλούσιος. Δεν είναι πλούσιος αυτός ο οποίος έχει πολλά, αλλά αυτός ο οποίος δίνει πολλά. Ο άνθρωπος ο οποίος απλώς αποθησαυρίζει γεμάτος άγχος μήπως χάσει και το παραμικρό, είναι από ψυχολογικής άποψης φτωχός, εξαθλιωμένος, ανεξάρτητα από το πόσα πολλά έχει. Πλούσιος είναι όποιος είναι ταυτόχρονα ικανός να δίνει κάτι από τον εαυτό του. Αυτός νιώθει τον εαυτό του ως κάποιον που μπορεί να προσφέρει στους άλλους κάτι από αυτόν ακριβώς τον εαυτό. Μόνο ο άνθρωπος που είναι στερημένος ακόμη και των βασικών μέσων για να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης θα ήταν ανίκανος να απολαύσει την πράξη τού να δίνει υλικά πράγματα. Όμως, η καθημερινή εμπειρία μας δείχνει ότι αυτό το οποίο ο κάθε άνθρωπος θεωρεί και αντιλαμβάνεται ως στοιχειώδεις ανάγκες εξαρτάται τόσο από το τι έχει πραγματικά στην κατοχή του όσο και από το χαρακτήρα του. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι φτωχοί είναι πολύ περισσότερο πρόθυμοι από τους πλούσιους να δώσουν. Ωστόσο, η φτώχεια η οποία υπερβαίνει κάποιο όριο, μπορεί να καταστήσει αδύνατη την πράξη της προσφοράς, και είναι τόσο ταπεινωτική όχι μόνο εξαιτίας των βασάνων που άμεσα προκαλεί αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι στερεί από τον άνθρωπο τη χαρά της προσφοράς.

Όμως ο πιο σημαντικός τομέας της προσφοράς δεν αφορά τα υλικά πράγματα, αλλά την πολύ ιδιαίτερη επικράτεια του ανθρώπου. Τι δίνει λοιπόν ένας άνθρωπος σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Του δίνει κάτι από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, από τη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο – αλλά ότι του δίνει από ό, τι πιο ζωντανό υπάρχει μέσα του` του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, από την κατανόησή του, από τη γνώση του, από το χιούμορ του, από τη θλίψη του – από όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του ζωντανού πυρήνα της ύπαρξής του. Και με αυτού του είδους την προσφορά από την ίδια του τη ζωή εμπλουτίζει τους άλλους, ενδυναμώνει μέσα τους την επίγνωσή τους ότι είναι ζωντανοί, ενδυναμώνοντας έτσι και μέσα στον εαυτό του την ίδια αυτή επίγνωση. Δεν δίνει με σκοπό να πάρει` η προσφορά του είναι από μόνη της μία πηγαία χαρά. Παρ’ όλα αυτά, δίνοντας δεν μπορεί παρά να κάνει να γεννηθεί κάτι μέσα στον άλλο άνθρωπο, και αυτό το οποίο γεννιέται αντανακλάται πάλι σε αυτόν. Το να δίνεις αληθινά σημαίνει και πως δεν μπορεί παρά να λάβεις αυτό που θα σου ξαναδοθεί. Το να δίνεις σημαίνει με άλλα λόγια ότι θα κάνεις και τον άλλο άνθρωπο να δώσει, κι έτσι δύο άτομα πια θα μοιράζονται τη χαρά για αυτό που έκαναν να γεννηθεί. Μέσα στην ίδια την πράξη της προσφοράς, πάντοτε κάτι γεννιέται ώστε και οι δύο άνθρωποι που εμπλέκονται να νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη νέα αυτή ζωντανή κατάσταση η οποία γεννήθηκε και για τους δυο τους. Ειδικότερα όσον αφορά την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που παράγει αγάπη` η αδυναμία είναι η ανικανότητα να γεννήσεις αγάπη.

Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης

Ο πραγματικός έρωτας είναι αυτός που θριαμβεύει διαρκώς πάνω στα εμπόδια που τίθενται από το χρόνο, το χώρο και τον κόσμο

Ήδη από την αρχαιότητα, ο έρωτας έχει απασχολήσει έντονα το ανθρώπινο γένος. Στην τέχνη αποτελεί πηγή έμπνευσης, ενώ στην φιλοσοφία τροφή για σκέψη. Το «Εγκώμιο για τον έρωτα» του Alain Badiou, είναι η μοναδική απόπειρα του μεγάλου Γάλλου Φιλοσόφου, να προσδιορίσει τον έρωτα. Βασικός σκοπός του βιβλίου είναι ο επαναπροσδιορισμός του έρωτα. Μεταξύ άλλων, το βιβλίο πραγματεύεται την επίδραση των διαδικτυακών σελίδων γνωριμιών στον έρωτα, καθώς και την σχέση του έρωτα με την πολιτική και την τέχνη. Κεφάλαιο Πρώτο: «Ο απειλούμενος έρωτας». Σ’ αυτό το κεφάλαιο, ο Badiou θα μας παρουσιάσει τις δύο βασικές απειλές του έρωτα: την ασφάλεια και την άνεση. Παίρνοντας ως παράδειγμα την ιστοσελίδα γνωριμιών, Meetic, ο Badiou, θα υποστηρίξει ότι τέτοιου είδους ιστοσελίδες καταστρέφουν τον έρωτα, καθώς πωλούν έναν είδος εμπορευματοποιημένου έρωτα. Το να αγοράσει κανείς σεξ είναι εφικτό, έρωτα όμως, όχι! Στην προσπάθεια του να διασώσει τον έρωτα από τέτοιου είδους απειλές, θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως το αναπάντεχο και το τυχαίο αποτελούν βασικές προϋποθέσεις ώστε να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί ο έρωτας. «Ο έρωτας χωρίς τον κίνδυνο είναι αδύνατον να υπάρξει, όπως και ο πόλεμος χωρίς τον θάνατο». Επομένως, το ρίσκο, η περιπέτεια και ο κίνδυνος που προκύπτουν μέσα από την διαφορετικότητα του άλλου, είναι στοιχεία ζωτικής σημασίας για τον έρωτα. Ο Badiou αντιλαμβάνεται τον έρωτα ως μία σχέση δέσμευσης μεταξύ δύο ατόμων, προϋπόθεση της οποίας αποτελεί μία πρώτη τυχαία συνάντηση. Ο έρωτας εκτυλίσσεται με την πάροδο του χρόνου και περιλαμβάνει την συνεχή εκ νέου δέσμευση και προσπάθεια. Αυτή η διάρκεια, όμως, που υπονοείται διαφέρει από την συμβατική σημασία της έννοιας και διευκρινίζει: «ως διάρκεια δεν εννοούμε κατά κύριο λόγο ότι ο έρωτας πρέπει να διαρκέσει, να είμαστε ερωτευμένοι πάντα, ή για πάντα. Πρέπει να αντιληφθούμε πως ο έρωτας επινοεί έναν διαφορετικό τρόπο διάρκειας μέσα στη ζωή. Ότι, στη δοκιμασία του έρωτα, η ύπαρξη του καθενός έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα χρονικότητα». Συνεχίζοντας, θα καταλήξει πως ο έρωτας είναι μία διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας στην οποία συμμετέχουν δύο. «Τι είδους κόσμο μπορεί να δει κανείς, όταν τον βιώνει από την οπτική των δύο και όχι του ενός; Τι είναι ο κόσμος όταν βιώνεται, αναπτύσσεται και τον ζει κανείς υπό την οπτική της διαφορετικότητας και όχι της ταυτότητα; Έτσι πιστεύω ότι οφείλει να είναι ο έρωτας». Βλέπει τον έρωτα ως μία συνοδοιπορία για δύο, χωρίς όμως να απαιτείται η «συγχώνευση» των δύο αυτών προσώπων. Ο καθένας διατηρεί την διαφορετικότητα του και η σχέση αναπτύσσεται, εξελίσσεται και λειτουργεί πάνω στην διαφορετικότητα. Είναι η διαφορετικότητα που θα γεννήσει την ένωση των δύο ανθρώπων.

«Ο έρωτας δεν είναι μία σύμβαση ανάμεσα σε δύο ναρκισσιστές» θα συμπληρώσει. Χωρίς να κατακρίνει την σεξουαλική ικανοποίηση, υπογραμμίζει πως το να περιορίζεται κανείς μόνο σε αυτήν, σημαίνει ότι είναι ναρκισσιστής. Θέτοντας ως μοναδική επιδίωξη την σεξουαλική απόλαυση, δεν υφίσταται πραγματική ένωση μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο καθένας παίρνει από τον άλλον αυτό που τον ευχαριστεί και τίποτα παραπάνω. Αυτό όμως, υποστηρίζει ο Badiou δεν είναι ο πραγματικός έρωτας. «Στο σεξ, σε τελική ανάλυση, είστε σε σχέση με τον ίδιο σας τον εαυτό μέσα από τη διαμεσολάβηση του άλλου. Ο άλλος σας χρησιμεύει για να ανακαλύψετε το πραγματικό της απόλαυσης. Στον έρωτα, αντίθετα, η μεσολάβηση του άλλου έχει προς ίδια αξία. Αυτό είναι η ερωτική συνάντηση: εφορμάτε προς κατάκτηση του άλλου, προκειμένου να τον κάνετε να υπάρξει μαζί σας όπως ακριβώς είναι. Πρόκειται για μια σύλληψη πολύ πιο βαθυστόχαστη από εκείνη την τελείως κοινότοπη, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας δεν θα ήταν παρά μια φαντασιακή παράσταση πάνω στο πραγματικό τού φύλου». Και συνεχίζει «Τελικά, είναι αλήθεια ότι η σεξουαλικότητα, όσο θαυμάσια κι αν είναι, και μπορεί να είναι, καταλήγει μέσα σ’ ένα είδος κενού. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο διέπεται από τον νόμο της επανάληψης: πρέπει να ξαναρχίζουμε, ξανά και ξανά από την αρχή. Κάθε μέρα, όταν είμαστε νέοι! Έτσι, ο έρωτας θα ήταν η ιδέα ότι κάτι παραμένει μέσα σ’ αυτό το κενό, και αυτό που συνδέει τους εραστές είναι κάτι άλλο και όχι αυτή η σχέση, η οποία δεν υπάρχει». Ο έρωτας αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, μία από τις τέσσερις προϋποθέσεις της φιλοσοφίας – μαζί με την επιστήμη, την τέχνη και την πολιτική. Ο ορισμός του για τον έρωτα μπορεί να παραλληλιστεί με εκείνον για την πολιτική, υπό την έννοια ότι και η πολιτική ξεκινάει με ένα τυχαίο συμβάν και κινείται προς την κατεύθυνση της αλήθειας. Ωστόσο, η πολιτική και ο έρωτας διακρίνονται από μία καίρια διαφορά. Η πολιτική αναφέρεται σε συλλογικότητες, ενώ ο έρωτας αποκλειστικά σε μία δυάδα. Επιπλέον, για τον ορισμό της πολιτικής η ύπαρξη ενός εχθρού είναι απαραίτητη, αντίθετα στον έρωτα δεν ισχύει αυτό. Στον έρωτα ως εχθρός νοείται ο εγωισμός, στην πολιτική το μίσος. «Στην πολιτική, όπου υπάρχουν εχθροί, ένας από τους ρόλους της οργάνωσης, όποια κι αν είναι αυτή, είναι να ελέγξει, δηλαδή να εξαλείψει, κάθε φαινόμενο μίσους. Κάτι που δεν σημαίνει βέβαια επ’ ουδενί, “να κηρύξει την αγάπη”, αλλά –κι αυτό είναι ένα μείζον διανοητικό πρόβλημα– να ορίσει τον πολιτικό εχθρό με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και αυστηρότητα».Τέλος, ο Badiou θα προβεί σε έναν ακόμη παραλληλισμό, εκείνο του Κομμουνισμού και του έρωτα. Και στους δύο, επισημαίνει, αγνοείται η προέλευση και κυριαρχεί η αποδοχή της διαφορετικότητας. Ο Alain Badiou μας παροτρύνει να αναδιατυπώσουμε τον έρωτα. Μας υποδεικνύει την διαφορετικότητα ως ένα χαρακτηριστικό του έρωτα, το οποίο πρέπει να αποδεχτούμε και να σεβαστούμε. Αναφέρεται στην απαγκίστρωση από κάθε εγωιστικό και ναρκισσιστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Οι σχέσεις θέλουν προσπάθεια, υπομονή και επιμονή και έχουν ως ανταμοιβή την απόλαυση του έρωτα. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο έρωτας είναι μια επίμονη περιπέτεια. Η περιπετειώδης πλευρά είναι απαραίτητη, αλλά εξίσου απαραίτητη είναι και η ανάγκη για επιμονή. Με το να τα παρατήσουμε στο πρώτο εμπόδιο, στη πρώτη διαμάχη, ο έρωτας στρεβλώνεται. Ο πραγματικός έρωτας είναι αυτός που θριαμβεύει διαρκώς, μερικές φορές οδυνηρά, πάνω στα εμπόδια που τίθενται από το χρόνο, το χώρο και τον κόσμο»- Alain Badiou

Ο λόγος δυνάστης μέγας εστίν

Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, τον λόγο και την πράξη, την πόλη και τα πράγματα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε.

[Η Ελένη] έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε.

Αν ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, ούτε σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση και η ανασκευή της κατηγορίας. Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει. 

Πόσοι δεν έχουν πείσει ή δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Ποιά αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ’ αυτόν δύναμη.

Γοργίας, Ελένης Εγκώμιον, 1, 6-8 και 11-12

ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΛΕΟΝΤΊΝΟΣ (483/80-376/5 πΧ)

Κορυφαίος σοφιστής και ρήτορας, δίδαξε στη Σικελία, την Αττική και τη Θεσσαλία. Μελέτησε πρώτος το λόγο και την επίδραση του στον ψυχισμό του ανθρώπου και είδε τη ρητορική ως “πειθούς δημιουργό”, δηλαδή ως μέθοδο για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό

Εντροπία και κοινωνία

Σαν φυσική έννοια, η ενέργεια αποτελεί γενικά το μέτρο της δυνατότητας παραγωγής έργου. Στην περίπτωση της κινητικής ενέργειας φαίνεται καθαρά (από τη σχέση ΔΕκιν = W) ότι κάθε μεταβολή της Εκ συνεπάγεται παραγωγή κάποιου έργου.

Από πρακτικής πλευράς αυτή η μεταβολή σε έργο της Εκ είναι σχετικά εύκολη και ολοκληρωτική. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με όλες τις μορφές ενέργειας. Για τη μετατροπή π.χ. της θερμικής ενέργειας (θερμότητας) σε έργο απαιτούνται ειδικές διατάξεις, οι λεγόμενες θερμικές μηχανές και σύμφωνα με το 2ο θερμοδυναμικό νόμο δεν είναι δυνατή η ολική μετατροπή της θερμότητας σε έργο.

Άρα οι διάφορες μορφές ενέργειας χαρακτηρίζονται από την ευκολία μετατροπής και από την απόδοσή τους στην παραγωγή έργου.

Η θερμότητα σαν μορφή ενέργειας, χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία και τη μικρή απόδοση μετατροπής της σε ωφέλιμο έργο.

Μια ενδιαφέρουσα θερμοδυναμική άποψη είναι ότι όλες οι μορφές ενέργειας που υπάρχουν στο σύμπαν μετατρέπονται τελικά σε θερμότητα. Άρα και η ευκολία παραγωγής έργου ελαττώνεται.

«Η διατήρηση της ενέργειας στο σύμπαν, δεν σημαίνει και διατήρηση της δυνατότητας παραγωγής έργου».

Σύμφωνα με τους νόμους της θερμοδυναμικής, κάθε ποσότητα ενέργειας χαρακτηρίζεται ποιοτικά από την εντροπία της.

Η ενέργεια υποχρεωτικά ρέει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η εντροπία της να αυξάνει.

Έτσι, μπορούμε να κατατάξουμε τις διάφορες μορφές ενέργειας αξιοκρατικά, οπότε η μεγαλύτερης αξίας ενέργεια θα είναι εκείνη με το μικρότερο βαθμό εντροπίας.

Η ενέργεια μεγαλύτερης αξίας (μικρής εντροπίας) μπορεί να μετατραπεί σε χαμηλότερης αξίας (μεγάλης εντροπίας), αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει.

Η ενέργεια με τη μεγαλύτερη αξία είναι η ενέργεια βαρύτητας γιατί μπορεί να μετατραπεί κατά μεγάλο ποσοστό σε έργο (π.χ. υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που έχει συντελεστή απόδοσης n = 0,95 που καμία χημική πηγή (καύσιμα) ή η πυρηνική σχάση είναι δυνατόν να πλησιάσουν).

Μορφή ενέργειας Εντροπία ανά μονάδα ενέργειας σε eV
Ενέργεια βαρύτητας 0
Ενέργεια περιστροφής 0
Ενέργεια πυρην. αντιδραστήρα 10-6
Εσωτερική θερμότητα αστέρων 10-3
Ενέργεια ηλιακής ακτινοβολίας 1
Ενέργεια χημικών αντιδράσεων 1 – 10
Άχρηστη θερμική ενέργεια γης 10 – 100
Ενέργεια κοσμικής ακτινοβολίας μικροκυμάτων 10.000

Κοινωνία και εντροπία

Ο άνθρωπος μιμείται κι εκμεταλλεύεται τη φύση. Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να φανταστούμε πως η ιστορία του ανθρώπου είναι ανεξάρτητη από τη φύση. Δεν θα ‘ταν λοιπόν υπερβολή να αναζητήσουμε αντίστοιχες μεταξύ της ανθρώπινης ιστορίας και της πορείας του σύμπαντος.

Ο Ράσελ δανείζεται την έννοια της εντροπίας από τη Φυσική και την εισάγει στην κοινωνιολογία.

«Το σύμπαν τείνει προς τη “δημοκρατία” και όταν φθάνει σ’ αυτή την κατάσταση δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτε περισσότερο. Στην αρχή της δημιουργίας του ο κόσμος είχε περισσότερες ανισότητες απ’ ότι σήμερα, αλλά από εκείνη τη στιγμή βαδίζει προς το τέλος του, εκτός αν ακολουθήσει κάποια αντίστροφη πορεία…».

Ασφαλώς, η έννοια της «δημοκρατίας» που φαντάζεται ο Ράσελ για τον κόσμο, δεν ταυτίζεται με καμιά απ’ αυτές που διαμορφώνονται στην ανθρώπινη ιστορία.

Είναι ένα σχήμα λόγου, που μεταφράζει την εντροπία του σύμπαντος με σύμβολα κοινωνικά, δηλαδή δέχεται πως ι ισοπεδωτική τάση, τόσο στην κοινωνία όσο και στη φύση, έχει σαν αποτέλεσμα την ακινησία και το θάνατο. Ο 2ος νόμος μας υποχρεώνει να υποθέσουμε, ότι η αρχή του χρόνου ταυτίζεται με τις μεγαλύτερες ανισότητες των στοιχείων του κόσμου και ότι η πορεία προς την απόλυτη ισότητα οδηγεί στο τέλος.

Πώς όμως μεταφέρεται αυτή η επιστημονική αλήθεια στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου;

Υπάρχουν αντιστοιχίες που θεμελιώνονται ιστορικά; Μήπως η ισοπέδωση του κοινωνικού συνόλου οδηγεί στην παρακμή του; Μήπως η διόγκωση της ανθρώπινης μάζας σε βάρος της ελεύθερης προσωπικότητας είναι γιγαντισμός μιας «κοινωνικής εντροπίας»;

Νίτσε: Να γνωρίσουμε αυτή τη δυσαρέσκεια, να την λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν

Καμιά φορά μας απογοητεύει «αυτό που είμαστε». Ποθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ’ όσο είμαστε. Αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ο Νίτσε κατανοεί την ανησυχία μας. Δε μας επιπλήττει λέγοντάς μας πως θα έπρεπε να νιώθουμε ευλογημένοι και να θυμόμαστε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα˙ ή να λέμε πως με βάση τη γενική κατάσταση του κόσμου είμαστε πολύ τυχεροί και άρα θα πρέπει να νιώθουμε βολεμένοι. Απεναντίας, μας καλεί να ενδιαφερθούμε για το τι συμβαίνει όταν δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας. Αυτό το θεωρεί σημάδι καλής ψυχικής υγείας. Ο Νίτσε θέλει να γνωρίσουμε αυτή τη δυσαρέσκεια, να την λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν.

Μερικές πρώτες ιδέες για το πώς θα ήταν μια καλύτερη εκδοχή του καθενός από μας είναι ίσως οι εξής: να βγάζουμε περισσότερα χρήματα, να κάνουμε πιο συναρπαστικά πράγματα, να έχουμε μια δουλειά που να μας αρέσει, να μετακομίσουμε, να φύγουμε από μια απογοητευτική σχέση, να βρούμε καινούριους φίλους, να κάνουμε ένα μεταπτυχιακό. Αυτοί θα ήταν πολύ καλοί στόχοι. Προσέξτε όμως πως είναι όλοι τους εξωτερικοί. Αφορούν πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε ή να έχουμε. Τι συμβαίνει όμως με τον εαυτό μας; Ποιοι είμαστε πραγματικά, αυτοί καθ’ εαυτοί; Και γιατί δε στοχεύουμε προς τα εκεί; Γιατί δε γινόμαστε οι άνθρωποι που θέλουμε να είμαστε; Μήπως είμαστε πολύ τεμπέληδες;

Αυτό το ερώτημα θέτει ο Νίτσε σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός»:

«Ο ταξιδευτής εκείνος, που είχε δει πολλές χώρες και λαούς και κάμποσες ηπείρους, και τον ρώτησαν ποια ιδιότητα των ανθρώπων συνάντησε παντού, έλεγε: «έχουν μια κλίση στην οκνηρία» . Σε μερικούς θα φανεί ότι θα μιλούσε σωστότερα και πιο έγκυρα αν έλεγε: «είναι όλοι δειλοί». Κρύβονται κάτω από ήθη και απόψεις. Κατά βάθος, κάθε άνθρωπος ξέρει καλά πως βρίσκεται στον κόσμο για μία φορά και μόνο, ως κάτι μοναδικό, και πως καμιά άλλη τόσο παράξενη σύμπτωση δε θα συνταιριάξει, για δεύτερη φορά, μια τόσο θαυμάσια πολλαπλότητα σε ενότητα, όπως είναι αυτός: το ξέρει αυτό, αλλά το κρύβει σαν μια κακή συνείδηση – για ποιο λόγο; Από φόβο μπρος στον γείτονα ο οποίος απαιτεί τη σύμβαση, τη στιγμή που και ο ίδιος καλύπτεται με αυτή. Τι είναι όμως αυτό που αναγκάζει κάποιον να φοβάται τον γείτονα, να σκέφτεται και να πράττει αγεληδόν, και να μην είναι ευχαριστημένος με τον ίδιο του τον εαυτό; Η ντροπαλοσύνη, ίσως, για λίγους και σπάνιους. Για τους περισσότερους, όμως, είναι η νωθρότητα, η φυγοπονία, δηλαδή εκείνη η ροπή στην οκνηρία, για την οποία μίλησε ο ταξιδιώτης.

Έχει δίκιο: οι άνθρωποι είναι περισσότερο οκνηροί απ’ ότι δειλοί και φοβούνται περισσότερο τους κόπους που θα τους επέβαλε μια απόλυτη εντιμότητα και γύμνια. Μόνο οι καλλιτέχνες μισούν αυτή την αμέριμνη πορεία, με τα ιδανικά φερσίματα και τις αταίριαστες γνώμες, και φανερώνουν το μυστικό, την κακή συνείδηση του καθενός, την πρόταση πως κάθε άνθρωπος είναι ένα μοναδικό θαύμα. Τολμούν να μας δείξουν τον άνθρωπο˙ πως αυτός, ως και στην κάθε κίνηση των μυών, είναι μόνος του˙ ακόμα περισσότερο πως αυτός, με την αυστηρή συνέπεια της μοναδικότητάς του, είναι όμορφος και αξιοθαύμαστος, καινοφανής και απίστευτος, όπως κάθε έργο της φύσης, και βέβαια καθόλου βαρετός. Όταν ένας μεγάλος στοχαστής περιφρονεί τους ανθρώπους, περιφρονεί την οκνηρία τους˙ διότι εξαιτίας της οι άνθρωποι εμφανίζονται ως βιομηχανικά προϊόντα, ως αδιάφοροι, ανάξιοι για συναναστροφή και νουθεσία. Ο άνθρωπος που δε θέλει να ανήκει στη μάζα χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι στον εαυτό του και θα πρέπει να ακολουθεί τη συνείδησή του η οποία του φωνάζει: «να είσαι ο εαυτός σου! Όλα αυτά δεν είσαι εσύ, αυτά που τώρα κάνεις, σκέφτεσαι και λαχταράς».

Κάθε νεανική ψυχή ακούει αυτή τη φωνή μέρα νύχτα και τρέμει˙ γιατί νιώθει αιωνίως σίγουρη την επιτυχία, όταν συλλογίζεται την πραγματική της απελευθέρωση˙ για τούτη την ευτυχία όμως όσο καιρό βρίσκεται στις αλυσίδες των γνωμών και του φόβου, κανείς και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Και δίχως την απελευθέρωση εκείνη, πόσο απελπισμένη και παράλογη μπορεί να γίνει η ζωή! Δεν υπάρχει πιο βαρετό και αντιπαθητικό πλάσμα από τον άνθρωπο που παραμερίζει το πνεύμα του δεξιά και αριστερά, πίσω και παντού. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν πρέπει τελικά να εναντιωνόμαστε, γιατί είναι φλοιός δίχως πυρήνα, ένα σάπιο, ζωγραφιστό, διογκωμένο ένδυμα, ένα καλλωπισμένο φάντασμα το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο, ούτε ασφαλώς συμπόνια. Και αν δικαίως λέμε πως ο τεμπέλης σκοτώνει το χρόνο, τότε πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά, μήπως μια εποχή που στηρίζει την ευτυχία της στις κοινές γνώμες, δηλαδή στις ατομικές νωθρότητες, σκοτωθεί στ’ αλήθεια: εννοώ ότι θα σβηστεί από την ιστορία της πραγματικής απελευθέρωσης της ζωής.

Πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η απέχθεια κατοπινών γενεών που θα ασχολούνται με την κληρονομιά εκείνης της εποχής, στην οποία βασίλευαν όχι οι ζωντανοί άνθρωποι αλλά ανθρωποειδή της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό τον λόγο, η εποχή μας, για κάποιους μακρινούς απογόνους μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή και πιο άγνωστη, καθότι πιο απάνθρωπη, περίοδος της ιστορίας. Διασχίζω τις καινούριες οδούς των πόλεων μας σκέφτομαι πως από όλα τα φριχτά σπίτια, που έχτισε για λογαριασμό της η γενιά της κοινής γνώμης, δε θα υπάρχει τίποτα σε μια εκατονταετία και πως επίσης, τότε, οι γνώμες αυτών των οικοδόμων πιθανώς θα έχουν διαλυθεί. Πόσο γεμάτοι ελπίδα πρέπει απεναντίας να είναι όλοι εκείνοι που δε νιώθουν πολίτες εκείνης της εποχής. Γιατί, αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε θα συνεργάζονταν για να σκοτώσουν την εποχή τους και μαζί με την εποχή τους να βουλιάξουν – ενώ αυτοί, μάλλον, θέλουν να χαρίσουν στην εποχή τους ζωή για να εξακολουθήσουν, οι ίδιοι, να ζουν σε αυτή τη ζωή. Αλλά ακόμα κι αν το μέλλον δε μας επιτρέπει να ελπίζουμε τίποτα, η αλλόκοτη ύπαρξή μας ακριβώς σε αυτό το Τώρα μας ενθαρρύνει πειστικότατα να ζήσουμε σύμφωνα με έναν ιδιαίτερο νόμο και μέτρο: είναι αυτό το ανεξήγητο, το ότι ζούμε ακριβώς σήμερα, ενώ είχαμε άπειρο χρόνο για να υπάρξουμε, το ότι δεν κατέχουμε τίποτε άλλο από μια σπιθαμή σήμερα και πρέπει να δείξουμε γιατί και προς τι γεννηθήκαμε τώρα ακριβώς.»

ΚΙΚΕΡΩΝ: Και αφού στοχάστηκα επί αυτού για πολύ

Έχω αναλογιστεί συχνά και εις βάθος το ερώτημα κατά πόσον η ευγλωττία και η εμμονική αφοσίωση στην ευφράδεια έχουν κάνει μεγαλύτερο καλό ή κακό στους ανθρώπους και στις πόλεις τους. Όταν στοχάζομαι τα δεινά που έχει επιφέρει στην πολιτεία μας, και επανεξετάζω στο μυαλό μου τις συμφορές των σημαντικότερων πόλεων της αρχαιότητας, διαπιστώνω ότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος των καταστροφών προκλήθηκε από τη δράση ανθρώπων που ήταν ιδιαίτερα έμπειροι στην ομιλία. Από την πλευρά, όταν αναζητώ στα χρονικά της γραμματείας γεγονότα που, λόγω της αρχαιότητάς τους, απέχουν από τη μνήμη της γενιάς μας, διαπιστώνω ότι πολλές πόλεις έχουν ιδρυθεί, οι φλόγες πάρα πολλών πολέμων έχουν σβήσει, οι σταθερότερες συμμαχίες και οι πιο τιμημένες φιλίες έχουν δημιουργηθεί, όχι μόνο από τη δύναμη της λογικής αλλά, επίσης, και με μεγαλύτερη ευκολία, από την ευφράδεια.

Και αφού στοχάστηκα επί αυτού για πολύ, η ίδια τούτη δύναμη της λογικής με οδηγεί να διαμορφώσω πρωτίστως αυτή την άποψη: η σοφία χωρίς την ευγλωττία συμβάλλει ελάχιστα στο καλό των πολιτειών, αλλά η ευγλωττία χωρίς τη σοφία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις εξαιρετικά επιζήμια και ποτέ ωφέλιμη. Αν, λοιπόν, κάποιος αφιερώσει όλη του την ενέργεια στην εξάσκηση της ρητορικής, παραμελώντας τις υψηλότερες και τις ευγενέστερες επιδιώξεις της λογικής και της ηθικής διαγωγής, ανατρέφεται ως πολίτης άχρηστος για τον εαυτό του και επιβλαβής για την πατρίδα του- αλλά όποιος οπλίζεται με ευφράδεια με τέτοιον τρόπο που του επιτρέπει να μην πλήξει τα συμφέροντα της πατρίδος του, αλλά για να προαγάγει, αυτός ο άνδρας, θεωρώ, θα είναι ένας πολίτης αφοσιωμένος στην προώθηση των δικών του συμφερόντων όσο και του δήμου. (Περί ευρέσεως 1.1)

ΜΑΡΚΟΣ ΤΥΛΛΙΟΣ ΚΙΚΕΡΩΝ, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΟΥΣ

Η ανάγνωση του προσώπου μας επηρεάζει στο πώς ψηφίζουμε

Ο Todorov έδειξε στους φοιτητές του φωτογραφίες αντρικών προσώπων, μερικές φορές μόνο επί ένα δέκατο του δευτερολέπτου, και τους ζήτησε να τα βαθμολογήσουν με βάση διάφορα γνωρίσματα της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένων του πόσο συμπαθείς και ικανοί είναι. Οι παρατηρητές συμφώνησαν εντυπωσιακά στις βαθμολογίες τους. Το σύνολο των προσώπων που παρουσίασε ο Todorov δεν ήταν τυχαίο: περιελάμβανε τα πορτρέτα πολιτικών κατά την προεκλογική τους, υποψήφιων για αιρετά αξιώματα. Στη συνέχεια, ο Todorov συνέκρινε τα εκλογικά αποτελέσματα με τις βαθμολογίες των φοιτητών του Πρίνστον, οι οποίες είχαν βασιστεί στη σύντομη παρουσίαση των φωτογραφιών, χωρίς νύξεις για πολιτικά κόμματα. Στο 70% περίπου των περιπτώσεων ανάδειξης μελών στη Γερουσία και στο Κογκρέσο, καθώς και εκλογής κυβερνήτη, νικητής αποδείχθηκε ο υποψήφιος του οποίου το πρόσωπο βρέθηκε υψηλότερα στην κατάταξη των φοιτητών για το πόσο ικανός είναι ο καθένας. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώθηκε γρήγορα στις εθνικές εκλογές της Φιλανδίας, στις δημοτικές εκλογές της Αγγλίας, καθώς και σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις στην Αυστραλία, στη Γερμανία και στο Μεξικό. Στη μελέτη του Todorov, παραδόξως (τουλάχιστον για εμένα), η κατάταξη του πόσο ικανός είναι ο καθένας ταίριαξε καλύτερα στα αποτελέσματα των εκλογών, συγκριτικά με την κατάταξη του πόσο συμπαθής είναι.

Ο Todorov ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι κρίνουν τις ικανότητες ενός ατόμου με το να συνενώνουν τις διαστάσεις της δύναμης και της αξιοπιστίας. Τα πρόσωπα που εμφανίζονται ως τα πιο ικανά συνδυάζουν ένα δυνατό σαγόνι με ένα ελαφρό χαμόγελο που δείχνει αυτοπεποίθηση. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτά τα χαρακτηριστικά του προσώπου όντως προβλέπουν το πόσο καλά θα εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους οι εκλεγμένοι πολιτικοί. Ωστόσο, μελέτες των εγκεφαλικών αποκρίσεων προς τους νικητές και τους ηττημένους υποψηφίους δείχνουν ότι είμαστε βιολογικώς προδιατεθειμένοι να απορρίπτουμε όσους δεν διαθέτουν τα γνωρίσματα που θεωρούμε πολύτιμα — στη συγκεκριμένη έρευνα, οι ηττημένοι προκάλεσαν ισχυρότερες εν δείξεις (αρνητικής) συναισθηματικής αντίδρασης. Αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα της επονομαζόμενης ευρετικής μεθόδου της κρίσης. Οι ψηφοφόροι προσπαθούν να σχηματίσουν μια εντύπωση για το πόσο καλός θα είναι ένας εκλεγμένος υποψήφιος, οπότε στρέφονται στην απλούστερη εκτίμηση που πραγματοποιείται γρήγορα και αυτόματα.

Daniel Kahneman, ΣΚΕΨΗ, ΑΡΓΗ & ГРНГОРН

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

4.2. Η μνημειακή αρχιτεκτονική και αρχιτεκτονικά γλυπτά του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.

4.2.1. Ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα

Το νησί της Αίγινας στο κέντρο του Σαρωνικού κόλπου, στα μισά της διαδρομής από την Αττική στην Επιδαυρία, κατοικήθηκε μετά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής από Δωριείς που ήρθαν από την Επίδαυρο. Στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. η Αίγινα έγινε ανεξάρτητο κράτος και εξελίχθηκε γρήγορα σε σημαντικό λιμάνι και κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου με τη βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο, αλλά και με τη δυτική Μεσόγειο. Οι Αιγινήτες έμποροι, ανταγωνιστές των Σαμίων, με τους οποίους τους χώριζε παλιά έχθρα, όπως μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο (3.59), έφταναν με τα πλοία τους ως την Ισπανία, από όπου έφερναν, εκτός από άλλα εμπορεύματα, και άργυρο. Έτσι η Αίγινα έγινε η πρώτη ελληνική πόλη που έκοψε αργυρό νόμισμα. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο πλουσιότερος έμπορος της αρχαϊκής Ελλάδας ήταν, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος (4.152), ο Αιγινήτης Σώστρατος, γιος του Λαοδάμαντος, που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. Μια ενεπίγραφη λίθινη άγκυρα, αφιέρωμα του Σωστράτου στον Απόλλωνα Αιγινάτα, που βρέθηκε στις ανασκαφές του επινείου της ετρουσκικής πόλης Tarquinia (στη σημερινή Gravisca), στη δυτική ακτή της κεντρικής Ιταλίας, μαρτυρεί την εμπορική του δραστηριότητα στη δυτική Μεσόγειο. Με τον πλούτο που τους απέφερε το εμπόριο οι Αιγινήτες κατασκεύασαν στο νησί τους ναούς και άλλα μνημεία. Ξέρουμε επίσης ότι ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. αναπτύχθηκε στην Αίγινα η τέχνη της χαλκοπλαστικής. Στο τέλος του 6ου και στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. οι Αιγινήτες γλύπτες ήταν περίφημοι, κυρίως ως κατασκευαστές χάλκινων αγαλμάτων. Η γραπτή παράδοση μας διέσωσε μάλιστα τα ονόματα των τριών πιο διάσημων από αυτούς: ήταν, με χρονολογική σειρά, ο Σμίλις, ο Κάλων και ο Ονάτας.

Το πιο σημαντικό ιερό της Αίγινας βρισκόταν μακριά από την πόλη και το λιμάνι, στην άλλη άκρη του νησιού, στην κορυφή ενός υψώματος στη βορειοανατολική του ακτή, απέναντι από την Αττική, και ήταν αφιερωμένο σε μια παλιά θεά του τόπου, την Αφαία, που λατρευόταν εκεί ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια. Ο πρώτος ναός της Αφαίας κατασκευάστηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. για να στεγάσει το νέο άγαλμα της θεάς από ελεφαντόδοντο. Περίπου μια γενιά αργότερα, γύρω στο 570 π.Χ., ο ναός αυτός αντικαταστάθηκε από έναν μεγαλύτερο πώρινο, που το εσωτερικό του χωριζόταν με κίονες σε τρία κλίτη. Προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. ο «πώρινος ναός» καταστράφηκε από πυρκαγιά, και πολύ σύντομα, γύρω στο 500 π.Χ., οι Αιγινήτες άρχισαν να κατασκευάζουν έναν καινούργιο, μεγαλύτερο και πολυτελέστερο ναό για τη θεά. Ο νέος ναός αποτελεί ορόσημο για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική: ξεχωρίζει από τους δωρικούς ναούς του 6ου αιώνα με τον καινοτόμο σχεδιασμό του και εμφανίζει όλα τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά και τις περισσότερες από τις τεχνικές λεπτομέρειες ενός τυπικού περίπτερου δωρικού ναού της κλασικής εποχής. Η κάτοψή του είναι λιγότερο μακρόστενη από ό,τι στους αρχαϊκούς δωρικούς ναούς, καθώς έχει έξι κίονες στις στενές και δώδεκα στις μακρές πλευρές, με συνέπεια ο λόγος τους να είναι περίπου 1:2,1 (διαστάσεις 13,77 m x 28,81 m). Το κυρίως οικοδόμημα αποτελούνταν από έναν σηκό με δύο δίτονες ("δίπατες") δωρικές κιονοστοιχίες στο εσωτερικό του, καθώς και έναν πρόδομο και έναν οπισθόδομο εν παραστάσι. Ο ναός είναι κατασκευασμένος από τοπικό πωρόλιθο, αλλά ήταν επιχρισμένος με ένα λεπτό στρώμα μαρμαροκονιάματος, που τον έκανε να φαίνεται από μακριά σαν μαρμάρινος. Ορισμένα στοιχεία της ανωδομής του ναού ήταν χρωματισμένα με σκούρο γαλάζιο και με έντονο κόκκινο χρώμα.

Αλλά ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα είναι κυρίως γνωστός για τα εξαιρετικής ποιότητας γλυπτά που κοσμούσαν τα δύο αετώματά του. Τα περισσότερα από τα αποσπασματικά σωζόμενα γλυπτά τα ανακάλυψε το 1811 μια ομάδα από τέσσερις φιλάρχαιους Ευρωπαίους (τους αρχιτέκτονες Carl Haller von Hallerstein από τη Γερμανία και Robert Cockerell από την Αγγλία, μαζί με τους φίλους τους Jacob Linckh και John Foster), που ερεύνησαν πρώτοι τα ερείπια του ναού. Τα ευρήματά τους από τον ναό της Αφαίας οι τέσσερις αρχαιοδίφες τα μετέφεραν πρώτα στην Αθήνα, από εκεί στη Ζάκυνθο και έπειτα στη Μάλτα, ενώ διαπραγματεύονταν την πώλησή τους. Τελικός αγοραστής ήταν ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α' (ο πατέρας του Όθωνα, του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας), θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της. Πριν όμως μεταφερθούν τα γλυπτά στο Μόναχο για να εκτεθούν στην πρόσφατα κατασκευασμένη Γλυπτοθήκη, πήγαν στη Ρώμη, όπου τα συμπλήρωσε και τα αποκατέστησε, στα χρόνια 1816- 1818, ένας από τους πιο διάσημους γλύπτες της εποχής, ο Δανός Bertil Thorvaldsen. Η πρώτη αυτή αποκατάσταση των γλυπτών, αν και στηρίχθηκε σε παρατηρήσεις και σχέδια του Cockerell, που ήταν ένας από τους ανασκαφείς, έγινε κυρίως με αισθητικά κριτήρια, με αποτέλεσμα οι συμπληρωμένες μορφές να τοποθετηθούν σε μια σειρά διαφορετική από την αρχική τους θέση επάνω στα αετώματα. Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν τον Γερμανό αρχαιολόγο Adolf Furtwängler, διευθυντή της Γλυπτοθήκης του Μονάχου από το 1894 ως το 1907, να ξεκινήσει μια νέα συστηματική έρευνα στο ιερό της Αφαίας: η ανασκαφή που έκανε το 1901 οδήγησε στη μελέτη και την αποκατάσταση του ναού και στην ανακάλυψη νέων θραυσμάτων από τα αετωματικά γλυπτά του· βρέθηκαν επίσης σε κάποια απόσταση ανατολικά του ναού όμοια κομμάτια μαρμάρινων πολεμιστών της ίδιας εποχής, που δεν προέρχονται όμως από τα δύο αετώματα. Φάνηκε έτσι ότι ο τρόπος έκθεσης των γλυπτών ήταν παραπλανητικός και οι αρχαιολόγοι άρχισαν να ζητούν μια νέα, τεκμηριωμένη παρουσίασή τους. Οι συμπληρώσεις του Thorvaldsen αφαιρέθηκαν τελικά μετά τον Β᾽ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα γλυπτά του ναού της Αφαίας εκτέθηκαν ξανά στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου από τον Dieter Ohly, μετά από μελέτη στηριγμένη στα πορίσματα των νεότερων ερευνών στο ιερό.

Οι γλυπτές αετωματικές συνθέσεις του ναού της Αφαίας εικονίζουν μάχες από δύο διαφορετικές εκστρατείες των Ελλήνων εναντίον της Τροίας, που είχαν σημασία για τους Αιγινήτες. Πραγματικά, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, δεν είχε γίνει ένας μόνο Τρωικός Πόλεμος, αλλά δύο: ο πρώτος Έλληνας που είχε πολιορκήσει και καταλάβει την Τροία ήταν ο Ηρακλής, με κύριο σύμμαχο τον Τελαμώνα, τον γιο του Αιακού, γιου του Δία και της νύμφης Αίγινας, από την οποία το νησί είχε πάρει το όνομά του. Ο Αιακός έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Αίγινας και ο γιος του Τελαμώνας βασίλεψε στη γειτονική Σαλαμίνα. Γιος και διάδοχος του Τελαμώνα ήταν ο Αίας, που συμμετείχε μαζί με τον αδελφό του τον Τεύκρο στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Τροίας, τον γνωστό από τα ομηρικά έπη Τρωικό Πόλεμο, συμβάλλοντας μάλιστα καθοριστικά στη νίκη των Ελλήνων, που όμως τον αδίκησαν και δεν τον επιβράβευσαν όπως του άξιζε. Έτσι οι Αιγινήτες μπορούσαν να περηφανεύονται ότι οι πρόγονοι τους είχαν κατακτήσει δύο φορές την Τροία, αφού πρώτα ο γιος και έπειτα ο εγγονός του πρώτου τους βασιλιά είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στις δύο εκστρατείες εναντίον της. Στο κέντρο και των δύο συνθέσεων βρίσκεται η Αθηνά, η θεά που προστάτευε τους Έλληνες και τους βοήθησε να νικήσουν και στους δύο Τροπικούς Πολέμους. Στο ανατολικό αέτωμα αναγνωρίζεται εύκολα η μορφή του Ηρακλή με το τόξο του και το κράνος που απολήγει σε λεοντοκεφαλή — αναφορά στο λιοντάρι της Νεμέας που είχε σκοτώσει ο ήρωας. Στο δυτικό αέτωμα μπορούμε να ταυτίσουμε τη μορφή του Αλεξάνδρου-Πάρη, που εικονίζεται με τα χαρακτηριστικά ενός Σκύθη τοξότη. Ξέρουμε ότι το όπλο του Πάρη ήταν το τόξο. Όσο για τη σκυθική ενδυμασία, αυτή είναι ένας αναχρονισμός που μας οδηγεί στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., όταν οι Σκύθες τοξότες ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι, και υπαινίσσεται σαφώς ότι ο Πάρης δεν ήταν Έλληνας, αλλά βάρβαρος πρίγκιπας. Είμαστε στα χρόνια της ιωνικής εξέγερσης και των Περσικών Πολέμων (500-480 π.Χ.), τότε που Έλληνες αρχίζουν να συνδέουν τον Τρωικό Πόλεμο με τους αγώνες τους εναντίον των Περσών και των άλλων βαρβάρων της Ανατολής, όπως το κάνει αργότερα ο Ηρόδοτος.

Τα αετωματικά γλυπτά του ναού της Αφαίας έχουν δύο αξιοσημείωτες ιδιομορφίες: η πρώτη είναι ότι η πίσω τους πλευρά είναι εξίσου καλά δουλεμένη με την μπροστινή, κάτι που δεν το συναντούμε σε άλλα γλυπτά αυτού του είδους, αφού τοποθετούνται μπροστά στο τύμπανο του αετώματος και η πίσω όψη τους είναι αθέατη· η δεύτερη είναι ότι η σύνθεση του ανατολικού αετώματος διαφέρει σχεδιαστικά και στιλιστικά από εκείνη του δυτικού, έγινε από διαφορετικούς καλλιτέχνες και είναι λίγο νεότερη. Η πιθανότερη εξήγηση για την επιμελή εργασία της πίσω πλευράς των μορφών είναι ότι τα γλυπτά είχαν εκτεθεί για κάποιο χρονικό διάστημα στον χώρο του ιερού πριν τοποθετηθούν στην τελική τους θέση, στα αετώματα του ναού. Η χρονική διαφορά ανάμεσα στα δύο αετωματικά σύνολα είναι όμως δύσκολο να εξηγηθεί, καθώς η μελέτη της αρχιτεκτονικής του ναού έδειξε ότι κατασκευάστηκε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή των εργασιών. Γιατί τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος κατασκευάστηκαν αργότερα από εκείνα του δυτικού και από άλλους γλύπτες παραμένει άγνωστο· μόνο υποθέσεις είναι δυνατόν να κάνουμε, καθώς δεν διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες. Τα γλυπτά του δυτικού αετώματος μπορούν, με βάση την τεχνοτροπία τους, να χρονολογηθούν γύρω στο 500 π.Χ. ή στην πρώτη δεκαετία του 5ου αιώνα, στα χρόνια δηλαδή της κατασκευής του ναού, ενώ τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος ανήκουν πιθανότατα στη δεκαετία 490-480 π.Χ. Σημασία έχει ότι, παρά τη μικρή χρονική απόσταση που χωρίζει τα δύο σύνολα, οι διαφορές μεταξύ τους είναι, όπως θα δούμε, σημαντικές.

Ενδιαφέρον σε σχέση με αυτό το πρόβλημα παρουσιάζουν τα θραύσματα των πολεμιστών που ανακάλυψε ο Furtwängler ανατολικά του ναού της Αφαίας. Τα γλυπτά αυτά ανήκουν, όπως είδαμε, σε μια σύνθεση που απεικόνιζε μια μάχη, στο κέντρο της οποίας υπήρχε πιθανότατα η Αθηνά. Οι μορφές έχουν τις ίδιες διαστάσεις με τους πολεμιστές των αετωμάτων του ναού και τεχνοτροπικά μοιάζουν πολύ με εκείνες του δυτικού αετώματος, που είναι το παλαιότερο από τα δύο. Είναι, επομένως, λογικό να σκεφτούμε ότι η τρίτη αυτή σύνθεση είναι το αρχικό ανατολικό αέτωμα του ναού, το οποίο λίγα χρόνια μετά την αποπεράτωσή του (δέκα ως είκοσι το πολύ) αντικαταστάθηκε, άγνωστο γιατί, από ένα νεότερο. Το παλαιότερο σύνολο διατηρήθηκε μέσα στο ιερό, σε μικρή απόσταση από τον ναό.

Οι διαφορές ανάμεσα στο δυτικό και το ανατολικό αέτωμα του ναού της Αφαίας φαίνονται ήδη από τον τρόπο με τον οποίο οι μορφές τοποθετούνται στον χώρο και συμπλέκονται μεταξύ τους. Η σύνθεση του δυτικού αετώματος είναι πιο πυκνή, με δεκατρείς συνολικά μορφές (την Αθηνά και έξι πολεμιστές από κάθε πλευρά της), που προβάλλονται επάνω στην επίπεδη επιφάνεια του τυμπάνου. Η σχεδίασή τους θυμίζει τις αγγειογραφίες των πρωτοπόρων του ερυθρόμορφου ρυθμού, ιδιαίτερα του Ευφρονίου: παρά τα τολμηρά μοτίβα, τα σώματα απλώνονται σε μία επιφάνεια χωρίς έντονες συστροφές. Αντίθετα, το ανατολικό αέτωμα είναι μια πιο άνετη σύνθεση με έντεκα μόνο μορφές (την Αθηνά και πέντε πολεμιστές από κάθε πλευρά της), που αναπτύσσονται πολύ πιο έντονα στον χώρο και παρουσιάζουν έντονες συστροφές και προοπτικές βραχύνσεις. Η σύνθεση αυτή οφείλεται σε έναν καλλιτέχνη που σχεδιάζει με διαφορετικό τρόπο από τους δασκάλους της όψιμης αρχαϊκής εποχής, και του οποίου η τέχνη συμβαδίζει με εκείνη των επιγόνων των πρωτοπόρων του ερυθρόμορφου ρυθμού, του «ζωγράφου του Βερολίνου» και του «ζωγράφου του Κλεοφράδη». Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης αυτής είναι, όπως είδαμε, ότι το βάρος των μορφών δεν κατανέμεται πλέον εξίσου στα δύο σκέλη, αλλά πέφτει περισσότερο στο ένα, το στάσιμο, αφήνοντας χαλαρό το άλλο, το άνετο. Με τον τρόπο αυτό η κίνηση των μορφών αποδίδεται πολύ πιο πειστικά και σύμφωνα με τη φυσική διαδικασία του βαδίσματος.

Η διαφορά στον σχεδιασμό ανάμεσα στα δυο αετώματα φαίνεται πολύ καθαρά αν συγκρίνουμε μορφές με όμοιο μοτίβο, για παράδειγμα δυο ξαπλωμένους στο έδαφος γυμνούς πολεμιστές που προσπαθούν να τραβήξουν από το στήθος τους ένα βέλος. Η μορφή του δυτικού αετώματος απλώνεται παράλληλα με το φόντο, ενώ η διάσταση του βάθους δηλώνεται μόνο με κάποιες επικαλύψεις (το δεξί χέρι προβάλλεται μπροστά στο στήθος, το δεξί σκέλος διασταυρώνεται με το αριστερό). Αντίθετα, η μορφή του ανατολικού αετώματος δεν αναπτύσσεται σε ένα επίπεδο αλλά συστρέφεται: τα σκέλη αποδίδονται κατενώπιον, ο κορμός σε τρία τέταρτα και το κεφάλι και τα χέρια σε κατατομή (προφίλ). Βλέπουμε ότι οι δύο μορφές φανερώνουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τη σχεδίαση της ανθρώπινης μορφής και τη σχέση της με τον χώρο. Είναι, επομένως, σαφές ότι τα αετώματα του ναού της Αφαίας εκπροσωπούν διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις και συνεπώς δύο διαφορετικές γενιές καλλιτεχνών, η νεότερη από τις οποίες πραγματοποίησε ένα πραγματικό άλμα, αλλάζοντας εντελώς τον τρόπο σχεδιασμού των μορφών και τη σχέση τους με τον χώρο που τις περιβάλλει. Στην πραγματικότητα η νέα καλλιτεχνική αντίληψη σημαδεύει τη μετάβαση της αρχαίας ελληνικής τέχνης σε μια νέα εποχή, που την ονομάζουμε κλασική, και στηρίζεται σε καινοτομίες που εισήγαγαν συνειδητά και μελετημένα πρωτοπόροι καλλιτέχνες με ερευνητικό πνεύμα και νέες απόψεις για την τέχνη. Κανένα μνημείο δεν δείχνει με μεγαλύτερη σαφήνεια πόσο σημαντική και βαθιά ήταν η αλλαγή αυτή και σε πόσο σύντομο χρόνο πραγματοποιήθηκε και υιοθετήθηκε. Φαίνεται ακόμη ότι οι Αιγινήτες γλύπτες συμμετείχαν στην ανάπτυξη και τη διάδοση της νέας καλλιτεχνικής αντίληψης και δεν αποκλείεται να συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία της.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

12.2. Η φιλοσοφική λίθος - Ανηφορίζοντας στα Οινόανδα


Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο.

Φίλτατε φίλε μου, το ταξίδι μου πάει καλά· τα απρόοπτα λίγα, και συνήθως ευχάριστα. Πέρασαν πολλές μέρες από όταν σου έγραψα τελευταία φορά, αλλά δεν μου έμενε χρόνος: πούλησα το δίτροχο προτού φύγω από την Αντιόχεια και συνέχισα με δύο άλογα, το ένα για τις αποσκευές. Διέσχισα την Κιλικία, την Παμφυλία και τη Λυκία χωρίς πολλούς σταθμούς, και τώρα κάθομαι στις αποβάθρες της Ρόδου. Βρήκα κι ένα πλοίο που πάει Αλεξάνδρεια και είπα να σου στείλω στα γρήγορα ένα γράμμα για κάτι πραγματικά αναπάντεχο και φιλοσοφικά προκλητικό.

Βρισκόμασταν στα Πάταρα, ένα λιμάνι στις ακτές της Λυκίας, μια παρέα ταξιδιωτών που συνταιριάσαμε εδώ και μέρες. Αναρωτιόμασταν αν θα παίρναμε καράβι για τη Ρόδο ή θα επισκεπτόμασταν πρώτα την Ξάνθο, να βλέπαμε και το επιτάφιο μνημείο των Νηρηίδων - καθότι φιλότεχνοι. Ένας της παρέας, κάποιος Λάνης από την κοντινή Απολλωνία, έριξε την ιδέα να ανεβούμε σε μια μικρή πόλη προς το εσωτερικό της χώρας, τα Οινόανδα. «Αξίζει να θυσιάσετε μια μέρα από το ταξίδι. Ειδικά εσύ, Λεύκιε, που τόσο αγαπάς τη φιλοσοφία.»

Περάσαμε από την Ξάνθο και με το ομώνυμο ποτάμι στ᾽ αριστερά μας προχωρήσαμε στην ενδοχώρα. Μετά από ώρες φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού και ανηφορίσαμε τον δρόμο για την κορυφή. Ήμασταν κατάκοποι, αλλά το θέαμα μας αντάμειψε: μια μικρή πόλη, με αγορά, δημόσια κτίρια, θέατρο ψηλά στο βουνό και κάπου στο κέντρο ένας μακρύς τοίχος, περισσότερο από 10 πόδια ψηλός. Πλησιάσαμε από περιέργεια, και δεν μπορείς να φανταστείς τι είχαν σκαλίσει στην πέτρα: μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας! Πάνω στη βάση ήταν χτισμένες οι πέτρες σε εφτά ζώνες, η καθεμιά με άλλο θέμα: κάτω κάτω οι Κύριες δόξεςτου Επίκουρου και κείμενα για την ηθική, στη δεύτερη ζώνη η φυσική, και με τη σειρά επιστολές, φράσεις-αξιώματα και πάνω πάνω σκέψεις για τα γηρατειά.

Δεν ήταν τίποτε καινούργιο: ο ατομισμός, οι αδιάφοροι θεοί, η ηδονή, η φιλία. Όλα τους γνωστά, αν και πολλά δεν το αξίζουν. Αυτό δεν καταλαβαίνω με τους επικούρειους: έχουν μείνει απομονωμένοι από τις άλλες φιλοσοφικές Σχολές, σχεδόν δεν ασχολούμαστε μαζί τους (ο Πλούταρχος τους αποστόμωσε), και αυτοί συνεχίζουν απτόητοι! Έχουν ένα αξιοζήλευτο δέσιμο μεταξύ τους, όπου κι αν βρεθούν, ασάλευτη πίστη στα δόγματά τους και σεβασμό υπέρμετρο στον ιδρυτή της Σχολής, τον Επίκουρο. Οι κοινότητές τους επικοινωνούν τακτικά μεταξύ τους και συντρέχουν η μία την άλλη και οικονομικά. Αυτοί στα Οινόανδα έχουν επαφές όχι μόνο με τη Ρόδο, αλλά και με την Αθήνα, τη Χαλκίδα και τη Θήβα. Για μας, Λεύκιε, Πλατωνικούς ή Στωικούς, μπορεί να είναι απαράδεκτη η ηθική τους φιλοσοφία. Αν συγκρίνουμε όμως τον τρόπο (πες τον απλό και μονοκόμματο) που ζουν αρκετοί από τους Επικούρειους με τη ζωή πολλών Στωικών, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η δική μας πλευρά άλλα λέει και άλλα κάνει.

Άραγε, θα μείνει όρθια στους αιώνες αυτή η πέτρα της φιλοσοφίας ή θα γκρεμιστεί με τον καιρό ή από κανένα σεισμό; Οι κακόπιστοι θα έλεγαν ότι έτσι αμετακίνητη που είναι εδώ και αιώνες η επικούρεια φιλοσοφία τής ταιριάζει που απολιθώθηκε σε ένα ξεχασμένο πόλισμα της Λυκίας. Εγώ οπαδός αυτών των αποσυνάγωγων ηδονιστών δεν είμαι - όλοι μας, Πλατωνικοί, Στωικοί, Έλληνες, Ιουδαίοι, χριστιανοί, τους περιφρονούμε. Αλλά δεν αρνούμαι ότι η πράξη αυτή του Διογένη, να σκαλίσει αυτή την τεράστια επιγραφή, με συγκίνησε.

Σ᾽ αφήνω με τα δικά του λόγια [απόσπ. 3], όπως τα θυμάμαι· λόγια που ο καθένας μας θα υπέγραφε: «Τώρα πια που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου και όπου να ᾽ναι θα πεθάνω από γηρατειά, θέλησα, μη με προλάβει ο θάνατος, να βοηθήσω ανθρώπους με νου και κρίση. Δεν είναι μόνον ένας ή δύο οι άνθρωποι που δυστυχούν, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν άρρωστοι με ψεύτικες ιδέες. Και το δίκαιο είναι να βοηθήσω όχι μόνο αυτούς αλλά και όσους ζήσουν μετά από μένα (γιατί κι εκείνοι δικοί μου άνθρωποι είναι, κι ας μην έχουν γεννηθεί ακόμη) καθώς και τους ξένους που έρχονται στα μέρη μας· είναι πράξη αγάπης να τους βοηθάς. Επειδή, λοιπόν, απευθύνομαι σ᾽ όλους αυτούς με το σύγγραμμά μου, εκμεταλλεύτηκα αυτόν εδώ τον χώρο για να εκθέσω στον κόσμο τα φάρμακα που φέρνουν τη σωτηρία, φάρμακα που έχω δοκιμάσει στη ζωή» - και εννοεί τη φιλοσοφία.

Είθε να υγιαίνεις και να ευτυχείς όσο γίνεται περισσότερο, ποθεινότατε φίλε Λεύκιε.

ΔΕΣ: Ο Μύρης στέλνει χαιρετισμό στον Λεύκιο

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (13.455-13.525)

Ὣς φάτο, Δηΐφοβος δὲ διάνδιχα μερμήριξεν,
ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων
ἂψ ἀναχωρήσας, ἦ πειρήσαιτο καὶ οἶος.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
βῆναι ἐπ᾽ Αἰνείαν· τὸν δ᾽ ὕστατον εὗρεν ὁμίλου
460 ἑσταότ᾽· αἰεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ,
οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ ἐσθλὸν ἐόντα μετ᾽ ἀνδράσιν οὔ τι τίεσκεν.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε, νῦν σε μάλα χρὴ
γαμβρῷ ἀμυνέμεναι, εἴ πέρ τί σε κῆδος ἱκάνει.
465 ἀλλ᾽ ἕπευ, Ἀλκαθόῳ ἐπαμύνομεν, ὅς σε πάρος γε
γαμβρὸς ἐὼν ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα·
τὸν δέ τοι Ἰδομενεὺς δουρικλυτὸς ἐξενάριξεν.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς.
470 ἀλλ᾽ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε τηλύγετον ὥς,
ἀλλ᾽ ἔμεν᾽, ὡς ὅτε τις σῦς οὔρεσιν ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τε μένει κολοσυρτὸν ἐπερχόμενον πολὺν ἀνδρῶν
χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ, φρίσσει δέ τε νῶτον ὕπερθεν·
ὀφθαλμὼ δ᾽ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον· αὐτὰρ ὀδόντας
475 θήγει, ἀλέξασθαι μεμαὼς κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας·
ὣς μένεν Ἰδομενεὺς δουρικλυτός, οὐδ᾽ ὑπεχώρει,
Αἰνείαν ἐπιόντα βοηθόον· αὖε δ᾽ ἑταίρους,
Ἀσκάλαφόν τ᾽ ἐσορῶν Ἀφαρῆά τε Δηΐπυρόν τε
Μηριόνην τε καὶ Ἀντίλοχον, μήστωρας ἀϋτῆς·
480 τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«δεῦτε, φίλοι, καί μ᾽ οἴῳ ἀμύνετε· δείδια δ᾽ αἰνῶς
Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν, ὅς μοι ἔπεισιν,
ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν·
καὶ δ᾽ ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
485 εἰ γὰρ ὁμηλικίη γε γενοίμεθα τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ,
αἶψά κεν ἠὲ φέροιτο μέγα κράτος, ἠὲ φεροίμην.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες
πλησίοι ἔστησαν, σάκε᾽ ὤμοισι κλίναντες.
Αἰνείας δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκέκλετο οἷς ἑτάροισι,
490 Δηΐφοβόν τε Πάριν τ᾽ ἐσορῶν καὶ Ἀγήνορα δῖον,
οἵ οἱ ἅμ᾽ ἡγεμόνες Τρώων ἔσαν· αὐτὰρ ἔπειτα
λαοὶ ἕπονθ᾽, ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα
πιόμεν᾽ ἐκ βοτάνης· γάνυται δ᾽ ἄρα τε φρένα ποιμήν·
ὣς Αἰνείᾳ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει,
495 ὡς ἴδε λαῶν ἔθνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ.
Οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἀλκαθόῳ αὐτοσχεδὸν ὡρμήθησαν
μακροῖσι ξυστοῖσι· περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον
ἀλλήλων· δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων,
500 Αἰνείας τε καὶ Ἰδομενεύς, ἀτάλαντοι Ἄρηϊ,
ἵεντ᾽ ἀλλήλων ταμέειν χρόα νηλέϊ χαλκῷ.
Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος,
αἰχμὴ δ᾽ Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
505 ᾤχετ᾽, ἐπεί ῥ᾽ ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην,
ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς
ἤφυσ᾽· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἐκ μὲν νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος
510 ἐσπάσατ᾽, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἄλλα δυνήσατο τεύχεα καλὰ
ὤμοιιν ἀφελέσθαι· ἐπείγετο γὰρ βελέεσσιν.
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπαΐξαι μεθ᾽ ἑὸν βέλος οὔτ᾽ ἀλέασθαι.
τῶ ῥα καὶ ἐν σταδίῃ μὲν ἀμύνετο νηλεὲς ἦμαρ,
515τρέσσαι δ᾽ οὐκέτι ῥίμφα πόδες φέρον ἐκ πολέμοιο.
τοῦ δὲ βάδην ἀπιόντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
Δηΐφοβος· δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί.
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτεν, ὁ δ᾽ Ἀσκάλαφον βάλε δουρί,
υἱὸν Ἐνυαλίοιο· δι᾽ ὤμου δ᾽ ὄβριμον ἔγχος
520 ἔσχεν· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.
οὐδ᾽ ἄρα πώ τι πέπυστο βριήπυος ὄβριμος Ἄρης
υἷος ἑοῖο πεσόντος ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν
ἧστο, Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ἔνθα περ ἄλλοι
525 ἀθάνατοι θεοὶ ἦσαν ἐεργόμενοι πολέμοιο.

***
455 Τον άκουσε ο Δηίφοβος κι εδίσταζε αν θα στρέψει
να πάρει κάποιον σύντροφον απ᾽ τους γενναίους Τρώας,
βοηθόν του ή και τον πόλεμον να δοκιμάσει μόνος
κι έκρινε αυτό καλύτερο, να υπάγει εις τον Αινείαν.
Τον εύρηκε να στέκεται μες στου στρατού την άκρην
460 ως είχε προς τον Πρίαμον θυμόν πάντοτ᾽ εκείνος,
διότι αν κι ήτο ανδράγαθος ποσώς δεν τον τιμούσε.
Του έλεγε ο Δηίφοβος: «Των Τρώων βουληφόρε,
Αινεία, τώρα εκδικητής να δράμεις του γαμβρού σου
χρωστείς, εάν ο θάνατος του συγγενούς σε θλίβει.
465 Αλλ᾽ έλα τον Αλκάθοον μαζί να εκδικηθούμε,
όπου γαμβρός στα σπίτια σας σ᾽ έχει αναστήσει βρέφος.
Τον φόνευσεν ο Ιδομενεύς ο μέγας πολεμάρχος».
Είπε και πόνον άκουσεν ο Αινείας κι επετάχθη
με ορμήν πολέμου ακράτητην προς τον Ιδομενέα.
470 Πλην τούτος δεν εδείλιασεν ως τρομερόν αγόρι,
αλλ᾽ όπως χοίρος ορεινός με θάρρος στην ανδρειά του,
σ᾽ έρημο μέρος καρτερεί πολλών ορμήν ανθρώπων,
καίουν τα μάτια του φωτιά, τα νώτα του αγριώνει
κι έτοιμος εις τον πόλεμον τα δόντια του ακονίζει
475 και άνδρες και σκύλους αψηφά· παρόμοια καρτερούσε
ο ανδράγαθος Ιδομενεύς, επάνω του ως ερχόνταν
ο Αινείας· κι έσυρε φωνήν να κράξει τους συντρόφους
Ασκάλαφον, Δηίπυρον σιμά του και Αφαρέα
Μηριόνην και Αντίλοχον στον πόλεμον τεχνίτες.
480Αυτούς καλούσε κι έλεγεν: «Βοηθάτε αγαπημένοι,
και μόνος είμαι· τρομερά φοβούμαι τον ανδρείον
Αινείαν τον πτερόποδα, που ορμά να με χτυπήσει·
στην μάχην είναι ακούραστος αυτός ανθρωποφόνος·
έχει και της νεότητος το θάρρος και την ρώμην.
485 Αν είχα εγώ τα χρόνια του με τούτην την ψυχήν μου,
η νίκη γρήγορα σ᾽ εμέ θα τύχαιν᾽ ή σ᾽ εκείνον».
Είπε και αυτοί πλησίον του με μίαν γνώμην όλοι
εστήθηκαν, στους ώμους των φορώντας τες ασπίδες.
Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος έκραζεν ο Αινείας τους συντρόφους
490 Δηίφοβον και Πάριδα και Αγήνορα τον θείον,
που ήσαν των Τρώων αρχηγοί, μ᾽ αυτόν, και ακολουθούσαν
τα πλήθη, ωσάν τα πρόβατα κατόπι στο κριάρι,
όταν θα πιουν και την βοσκήν για το ποτάμι αφήνουν
και μέσα χαίρεται ο βοσκός· παρόμοια τότ᾽ εχάρη
495 ο Αινείας στον πολύν λαόν, που τον ακολουθούσε.
Και γύρω εις τον Αλκάθοον με μακριά κοντάρια
εκείνοι ορμήσαν, και ο χαλκός, καθώς αντικτυπούντο,
μες στον αγώνα φοβερά στα στήθη τους βροντούσε.
Και απ᾽ όλους δύο μαχηταί πλιότερο εμανίζαν,
500 ο Αινείας και ο Ιδομενεύς, ισόπαλοι του Άρη,
ο ένας τον άλλον μ᾽ άπονον χαλκόν να σχίσει πέρα.
Ο Αινείας πρώτος έριξεν εις τον Ιδομενέα·
τον είδε αυτός κι εξέφυγε το χαλκοφόρο ακόντι·
κι έπεσε τινακτά στην γην η λόγχη του Αινείου
505 ανώφελ᾽ αφού πέταξεν απ᾽ το βαρύ του χέρι
και τον Οινόμαον κτύπησε στην μέσην στην γαστέρα
ο Ιδομενεύς· του έσχισε τον θώρακα ως τα σπλάχνα·
στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και ο Ιδομενεύς απ᾽ τον νεκρόν το μακρινό κοντάρι
510 έσυρε, αλλά δεν μπόρεσε και τ᾽ άρματα τα ωραία
να του αφαιρέσει, ότι πολλές τον εστενεύαν λόγχες.
Ότι την πρώτην δύναμιν τα πόδια του δεν είχαν
να ορμήσει προς την λόγχην του ή καν ν᾽ αναμερίσει·
όθεν στρατός επάλαιεν να σώσει την ζωήν του,
515 και οι πόδες δεν είχαν ορμήν να φύγει από την μάχην.
Κι εκεί που αναχωρούσε αργά, του έριξεν ακόντι
ο Δηίφοβος, που πάντοτε του ᾽χε χολήν και μίσος.
Όμως και τούτο του ᾽σφαλεν· και το βαρύ κοντάρι
στον ώμον τον Ασκάλαφον υιόν του Άρη εβρήκε·
520 στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.
Και ο Άρης ο βροντόφωνος δεν είχε ακόμη γνώσιν,
ότι στην μάχην έπεσεν ο αγαπητός υιός του,
αλλά κλεισμένος κάθονταν, ως ήθελεν ο Δίας,
κάτω από σύγνεφα χρυσά στην κορυφήν του Ολύμπου,
525 όπου κι οι άλλοι αθάνατοι, μακράν από την μάχην.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 5. Μια μέρα στον ιππόδρομο

5.6.3. Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω


Πάνω στον χρόνο έμαθα ότι ήμουν έτοιμος για την πρώτη επίσημη εμφάνισή μου σε μονομαχία. Μέχρι τότε ήξερα μόνο από ψευτομονομαχίες για προπόνηση, αν και μια δυο φορές από εκνευρισμό λίγο έλειψε να «καθαρίσω» κάποιον συμμαθητή μου. Ένα πρωί ο αρχιεκπαιδευτής, παρουσία του Πολέμωνα, μας συγκέντρωσε στη μεγάλη αυλή της Σχολής και μας ανακοίνωσε ότι τριάντα από μας θα ταξίδευαν στη Ρώμη για τους αγώνες μονομαχίας που έδινε ο καίσαρας. Ήμουν φυσικά ένας από τους τριάντα. Μας είπαν ακόμη ότι θα μονομαχούσαμε σε ζεύγη· ο αντίπαλός μας μπορεί να ήταν από άλλη Σχολή, αλλά δεν αποκλειόταν η κλήρωση να μας έφερνε αντιμέτωπους με πρώην συμμαθητές μας. Αυτό το τελευταίο δεν μας άρεσε και πολύ· όταν το ακούσαμε κοιταχτήκαμε σιωπηλά στα μάτια με τον Μυταρά - γιατί ξέραμε ότι διχτάδες και Σαμνίτες ήταν συνδυασμός που πολύ ενθουσίαζε τους Ρωμαίους θεατές. Μας έδωσαν κι άλλες οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουμε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα - που θα γινόταν, μας είπαν, στο αμφιθέατρο του Φλαβίου στη Ρώμη, που είχε εγκαινιαστεί πέντε χρόνια νωρίτερα και χωρούσε κάπου 50.000 θεατές.

Ήταν η τέταρτη χρονιά της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού· κι ήταν η δεύτερη φορά, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, που πήγαινα στη Ρώμη, αυτή τη φορά όχι σαν αιχμάλωτος πολέμου αλλά σαν «αριστούχος απόφοιτος» της Σχολής Μονομάχων της Νάπολης. Σεπτέμβρης μήνας κι η πόλη γιόρταζε. Νόμιζα πως οι άμαξες θα μας μετέφεραν κατευθείαν στο αμφιθέατρο για τους αγώνες. Αλλά μας περίμενε μια έκπληξη - και μια εμπειρία από αυτές που δεν θα ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.

Όσοι είχαν σχολές μονομάχων, σαν τον Πολέμωνα, είχαν καθιερώσει τη συνήθεια να παραθέτουν επίσημο δείπνο στους μονομάχους που επρόκειτο να αγωνιστούν στην αρένα την επόμενη μέρα. Το δείπνο μας, λοιπόν, γινόταν με την ευγενή χορηγία του δικού μας Πολέμωνα και ενός άλλου σχολάρχη, που οι μονομάχοι του θα έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Το μενού ήταν πολύ πλούσιο· αλλά τι να το κάνεις; Ο ποιητής Οράτιος, αν δεν κάνω λάθος, λέει κάπου ότι και το βασιλικότερο γεύμα είναι άνοστο γι᾽ αυτόν που νιώθει ότι από πάνω του κρέμεται το σπαθί του Δαμοκλή. Από πάνω μας κρέμονταν τα σπαθιά των αυριανών αντιπάλων μας, και συνειδητοποιήσαμε ακριβώς εκείνες τις ώρες ότι για πολλούς από μας εκείνο θα ήταν το τελευταίο δείπνο.

Εκείνο το βράδυ κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το προαίσθημα του θανάτου κάνει τους ανθρώπους να φέρονται με παράξενους τρόπους. Ορισμένοι από τους θανατοποινίτες, που ήξεραν ότι έτσι κι αλλιώς οι ώρες τους ήταν μετρημένες, έτρωγαν ασταμάτητα και με φοβερή βουλιμία ό,τι περνούσε μπροστά από τα μάτια τους και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν με τα χέρια τους - μέχρι που έγερναν μισολιπόθυμοι από το φαγητό. Άλλοι έμεναν σιωπηλοί και κοίταζαν στο κενό, ακουμπώντας μετά βίας τα φαγητά. Ο Μυταράς ήταν ένας από αυτούς· γύριζε συχνά και με κοίταζε χωρίς να μιλάει· δεν φαινόταν να φοβάται αλλά ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του και έμενε πολύ μακριά από τις συνηθισμένες γαστριμαργικές επιδόσεις του. Άλλοι πάλι έχαναν σε κάποια στιγμή την ψυχραιμία τους, ξεσπούσαν σε λυγμούς και ζητούσαν να κάνουν τη διαθήκη τους.

Πρέπει να διευκρινίσω ότι αυτό το δείπνο ήταν ελεύθεροι να το παρακολουθούν ως απλοί θεατές διάφοροι περίεργοι, από τους φανατικούς των μονομαχιών, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες φανερώνοντας μια αρρωστημένη ικανοποίηση από το θέαμα. Γι᾽ αυτούς η ιδέα του θανάτου ήταν ένα παιχνίδι που το έβλεπαν από απόσταση ασφαλείας. Προφανώς ηδονίζονταν με το παιχνίδι και διασκέδαζαν με τους ακούσιους παίκτες. Ίσως, είπα τότε στον εαυτό μου, πιο σκληρή κι από τον θάνατο να είναι η ανθρώπινη φύση.

Αλλά στο μεταξύ η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να αποσυρθούμε για ύπνο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σκεφτόμουν, και έφερνα τόσο καθαρά στο μυαλό μου για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, τους δικούς μου, το χωριό μου στη Γερμανία, τα περήφανα δάση του Μέλανα Δρυμού, όπου μεγάλωσα και όπου ένιωσα τη χαρά της ελευθερίας. Τα έβλεπα καθαρά αλλά και πολύ μακριά, παράξενα μακριά. Στο χάραμα οι φύλακες μας ξύπνησαν φωνάζοντας δυνατά και μας παρότρυναν να ετοιμαστούμε.

Αιωνιότητα

Άχρονος χρόνος, πραγματικός χρόνος, νοητικός χρόνος

Η αντίληψη του χωροχρόνου, κάποιου αντικειμενικού χωροχρόνου (και η εκ των υστέρων, θεωρητική περιγραφή αυτής της αντίληψης) προϋποθέτει πάντα την ύπαρξη μίας Συνειδητότητας, που αντιλαμβάνεται τον χωροχρόνο κι έναν αντικειμενικά εκδηλωμένο χωροχρόνο: Η «αντίληψη του χωροχρόνου» προκύπτει από την Σχέση της Συνειδητότητας με τον χωροχρόνο.

Η Συνειδητότητα όμως δεν λειτουργεί σαν καθρέφτης που συλλαμβάνει ό,τι υπάρχει αντικειμενικά, ενώ οι ιδιαίτερες συνθήκες διαμορφώνουν ανάλογα τον κάθε χωρόχρονο. Θεωρώντας ότι μία Συνειδητότητα λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο, (θεωρώντας δηλαδή τον χωροχρόνο «σταθερό», όπως το ηλιακό σύστημα, η γη), μπορούμε να δούμε πως ανάλογα με την ποιότητα της Συνειδητότητας, με την κατάσταση της επίγνωσης, διαφοροποιείται η αντίληψη του χωροχρόνου...

Όταν η Συνειδητότητα διοχετεύεται στον εξωτερικό κόσμο, αντιλαμβάνεται την μεταβολή, τις διαδοχικές στιγμές των φαινομένων, από στιγμή σε στιγμή. Με βάση αυτή την εμπειρία η νόηση δομεί την αντίληψη του χρόνου σαν μία λογική ακολουθία (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Αυτό όμως είναι μόνο μία νοητική κατασκευή, μία ερμηνεία της νόησης, κι όχι κάτι αντικειμενικό. Αυτή η κοινή αντίληψη του χρόνου είναι ο νοητικός χρόνος.

Στην πραγματικότητα η Συνειδητότητα υπάρχει κι αντιλαμβάνεται μόνο στο παρόν. Ο πραγματικός χρόνος λοιπόν (ο μόνος που υπάρχει) είναι μόνο το παρόν που ρέει, μαζί με τις μεταβολές του χώρου: Πιο αναλυτικά αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν πραγματικό χρόνο είναι η ροή του χώρου (των φαινομένων, των αντικειμένων). Έτσι η Συνειδητότητα αποσύρεται από το άμεσα αντικειμενικό, (τα εξωτερικά πράγματα), κι αντιλαμβάνεται αυτό που συμβαίνει τώρα, την ροή του χώρου. Είναι ακριβώς αυτή η ροή του χώρου που αντιλαμβάνεται σαν πραγματικό χρόνο, σαν ένα παρόν που ρέει μαζί με τις μεταβολές του χώρου... Έτσι ο χρόνος γίνεται αλληλένδετος με τον χώρο... είναι ιδιότητα του χώρου... μία ακόμη διάσταση του παλιού τρισδιάστατου χώρου...

Παρατηρώντας ακόμα πιο προσεκτικά αυτό που συμβαίνει (σε βαθύτερο επίπεδο επίγνωσης) αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι η Συνειδητότητα που ρέει αλλά ο χωροχρόνος... όλα συμβαίνουν «έξω» από την Συνειδητότητα. Η Συνειδητότητα βρίσκεται σε ένα «αιώνιο τώρα» αμετάβλητο, εντός του οποίου συμβαίνουν όλες οι εξωτερικές μεταβολές του χωροχρόνου. Αυτό το «αιώνιο τώρα», το «Άχρονο», είναι η τρίτη βαθύτερη αντίληψη του «Αιώνιου Χρόνου», της Αιωνιότητας...

Μία τέτοια Συνειδητότητα που φτάνει σε αυτή την κατάσταση επίγνωσης μπορεί να αντιλαμβάνεται και την Αιώνια Φύση της Συνειδητότητας και τον φυσικό χωροχρόνο (μέσω του σώματος, του εγκεφάλου, του νευρικού συστήματος)... Αλλά μία τέτοια Συνειδητότητα, απελευθερωμένη από την ροή αντιλαμβάνεται τώρα τον Εαυτό και τον φυσικό κόσμο σαν ένα όλον, σαν μία ενότητα (όπου υποκείμενο-αντικείμενο έχουν ξεπερασθεί)... Μία τέτοια Συνειδητότητα, που έχει ήδη ανεξαρτητοποιηθεί από τον κατώτερο υλικό φορέα της και μπορεί να έχει εμπειρία πέρα από τον φυσικό κόσμο, ενός άλλου κόσμου (μεταφυσικού)... όπου μπορεί να προχωρήσει σε μία «ανώτερη σύνθεση της αντίληψης».

Βέβαια, η ανάδυση από την (νοητική, φανταστική) κοινή αντίληψη της πραγματικότητας, στην αντίληψη της ρέουσας πραγματικότητας κι από εκεί στην αιώνια πραγματικότητα, δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και πρέπει να πραγματοποιηθεί όχι μόνο στο επίπεδο της εξωτερικής αντίληψης (νοητικός χωροχρόνος) αλλά και στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης (πραγματικός χρόνος) και ακόμα βαθύτερα στο υπαρξιακό επίπεδο (αιώνιο τώρα).

Η απελευθέρωση από τις λειτουργίες της αντίληψης, της σκέψης, του εγώ, για να φτάσουμε στην επίγνωση της Αληθινής Αιώνιας Φύσης μας, είναι το πνευματικό έργο για το οποίο μιλούν όλες οι μεγάλες θρησκείες, οι αληθινές φιλοσοφίες, το πνευματικό έργο που καλείται να πραγματοποιήσει ο κάθε άνθρωπος...

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τη βαρβαρότητα

«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα.

Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις.

Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου.

Για τον πλήρη εξευτελισμό του.

Για την ατίμωσή του.

Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας;

Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν.

Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ.

Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα.

Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη.

Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό.

Είναι η αμάθεια και το σκότος.

Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.

Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν.

Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα 'μαστε πια εδώ.

Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς.

Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.»
---------------------------
Από τη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευση του Έλληνα ποιητή με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Eckhart Tolle: Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί

Αυτό που συμβατικά αποκαλούμε «αγάπη» είναι η στρατηγική του «εγώ» για να αποφύγει να αφεθεί.

Αναζητάτε κάποιον να σας δώσει κάτι το οποίο μπορεί να έρθει σε εσάς μόνο στην κατάσταση της παράδοσης, στην κατάσταση του να αφήνεστε.

Η Ισπανική γλώσσα είναι η πιο ειλικρινής σε αυτή την εκτίμηση. «Te quiero» σημαίνει ταυτόχρονα «σ' αγαπώ» και «σε θέλω» ενώ η αληθινή αγάπη δεν έχει μέσα της το «σε θέλω», δεν έχει επιθυμία να κατέχει κάποιον ή να θέλει να αλλάξει ο άλλος σύντροφος.

Το «εγώ» θεωρεί τον άλλον ξεχωριστό. Χρησιμοποιεί αυτό το άτομο για να καλύψει τη διαρκή αίσθηση της δυσφορίας που νιώθει, την αίσθηση του ανικανοποίητου, τον θυμό ή το μίσος που αισθάνεται και όλα αυτά συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Αυτές είναι εκφάνσεις μιας υποκειμενικής στάσης η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάσταση του «εγώ».

Όταν το «εγώ» ξεχωρίζει κάτι και λέει «αγαπώ» αυτό ή εκείνο, είναι μια ασυνείδητη προσπάθεια να σκεπάσει ή να αφαιρέσει τα βαθιά ριζωμένα αισθήματα που πάντα συνοδεύουν το «εγώ»: τη δυσαρέσκεια, τη δυστυχία ή την αίσθηση της ανεπάρκειας η οποία είναι τόσο οικεία.

Για λίγο, αυτή η ψευδαίσθηση πραγματικά λειτουργεί.

Έπειτα αναπόφευκτα, σε κάποιο βαθμό, το άτομο που έχετε ξεχωρίσει στα μάτια σας, αποτυχαίνει να λειτουργήσει ως σκέπασμα του πόνου, του μίσους, της δυσαρέσκειας ή της δυστυχίας, τα οποία όλα αυτά έχουν τις ρίζες τους στην ανεπάρκεια και στην μη ολοκλήρωση που αισθάνεται το «εγώ» σας.

Έπειτα, έρχεται το συναίσθημα πως όλα σκεπάστηκαν και έτσι προβάλλετε στο ξεχωριστό εκείνο πρόσωπο την προσδοκία πως θα «σας σώσει».

Ξαφνικά όμως η αγάπη γυρνάει σε μίσος. Το «εγώ» δεν συνειδητοποιεί ότι το μίσος είναι προβολή του γενικού πόνου που ακόμη νιώθετε μέσα σας. Το «εγώ» πιστεύει ότι αυτό το πρόσωπο δημιουργεί αυτόν τον πόνο.

Κι έτσι δεν συνειδητοποιείτε πως ο πόνος είναι το γενικό συναίσθημα το οποίο προέρχεται από το γεγονός ότι δεν είσαστε συνδεδεμένοι με το βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής σας.

Το αντικείμενο της αγάπης είναι ανταλλάξιμο όπως ανταλλάξιμο είναι και το αντικείμενο που θέλει το «εγώ».

Μερικοί άνθρωποι κάνουν πολλές σχέσεις. Ερωτεύονται και παύουν να είναι ερωτευμένοι πολλές φορές. Αγαπούν έναν άνθρωπο για όσο καλύπτει τον πόνο τους, μέχρι να σταματήσει να το κάνει.

Μόνο το να αφήνεστε μπορεί να σας δώσει αυτό που αναζητάτε ως αντικείμενο αγάπης.

Το «εγώ» λέει πως το να αφήνεστε δεν είναι απαραίτητο επειδή αγαπάτε αυτό το άτομο. Είναι φυσικά μια ασυνείδητη διαδικασία.

Τη στιγμή που αποδέχεστε εντελώς αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι μέσα σας συνειδητοποιεί πως νιώθει μια έμφυτη, μόνιμη γαλήνη, ακίνητη και γεμάτη ζωντάνια.

Είναι άνευ όρων, είναι η αληθινή σας ουσία. Είναι αυτό που αναζητούσατε ως αντικείμενο αγάπης. Είναι ο εαυτός σας.

Όταν συμβαίνει, ένα εντελώς διαφορετικό είδος αγάπης είναι παρόν το οποίο δεν υπόκειται στο δίδυμο αγάπη / μίσος.

Αυτή η αγάπη δεν ξεχωρίζει κανέναν. Είναι παράλογο να χρησιμοποιείται ακόμη και η ίδια λέξη γι' αυτήν την κατάσταση.

Τώρα ακόμη και η φυσιολογική αγάπη / μίσος σχέση μπορεί να εισέλθει στην κατάσταση της απελευθέρωσης.

Προσωρινά και για σύντομο χρονικό διάστημα θα συμβαίνει: θα βιώνετε μια βαθύτερη, εσωτερική αγάπη η οποία αποδέχεται ολοκληρωτικά το γεγονός ότι μερικές φορές θα λάμπει ακόμη και μέσα από μια εγωιστική σχέση.

Αν αυτή η απελευθέρωση και παράδοση δεν επιτυγχάνεται, θα καλύπτεται ξανά με το παλιό εγωιστικό μοτίβο.

Οπότε, δεν λέω ότι η βαθιά, αληθινή αγάπη δεν μπορεί να είναι παρούσα σποραδικά, ακόμη και σε μια φυσιολογική αγάπη / μίσους σχέση. Αλλά είναι σπάνιο και κρατάει λίγο.

Όταν αποδεχθείτε αυτό που είναι στην παρούσα στιγμή, κάτι βαθύτερο συγχωνεύεται από αυτό που είναι. Οπότε, μπορεί να τύχει να παγιδευτείτε στο πιο επώδυνο εσωτερικό ή εξωτερικό δίλλημα, στα πιο επώδυνα αισθήματα ή καταστάσεις αλλά από τη στιγμή που αποδέχεστε όλα αυτά ακριβώς όπως είναι, πηγαίνετε πέρα από αυτά.

Ακόμη και αν αισθάνεστε μίσος, τη στιγμή που αποδέχεστε αυτό το μίσος, αυτό δηλαδή που αισθάνεστε, το υπερβαίνετε. Μπορεί ακόμη να βρίσκεται εκεί αλλά απρόσμενα θα βρεθείτε σε αυτό το βαθύτερο μέρος όπου το μίσος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πλέον.

Όλη η φαινομενική ατομικότητα υπάρχει λόγο της έντασης μεταξύ των αντιθέτων. Ζέστη και κρύο, ανάπτυξη και φθορά, κέρδος και απώλεια, επιτυχία και αποτυχία, δηλαδή οι πολικότητες που είναι μέρος της ύπαρξης και φυσικά μέρος κάθε σχέσης.

Eckhart Tolle, Σχέσεις – Η αληθινή αγάπη και η υπέρβαση της δυαδικότητας