Ξέρετε, ασφαλώς, πως ένας φλωρεντινός ευπατρίδης, που κατοικούσε στο Παρίσι, αναγκάστηκε απ’ τη φτώχεια να γίνει έμπορος, και οι δουλειές του πήγαν τόσο καλά, που έκανε μεγάλη περιουσία. Από τη γυναίκα του απόκτησε μονάχα ένα γιο, τον Λοντοβίκο, που πήρε απ’ τον πατέρα του μονάχα τις αριστοκρατικές ροπές και καμιά κλίση για το εμπόριο. Για τούτο ο πατέρας του δεν του εμπιστεύτηκε τη δουλειά του, αλλά τον έβαλε μαζί με άλλους νεαρούς ευγενείς στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας, όπου έμαθε καλούς τρόπους και συμπεριφορά.
Στο διάστημα που έμενε στην Αυλή, πολλοί ιππότες, που γύριζαν απ’ τους Αγίους Τόπους, τύχαινε να κουβεντιάζουν μπροστά του, όπως συνηθίζουν οι νέοι, για τις ωραίες γυναίκες της Γαλλίας, της Αγγλίας κι άλλων χωρών του κόσμου. Ένας από τους ιππότες άρχισε να λέει πως στις διάφορες περιπλανήσεις του δεν είχε δει ομορφιά που να μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά της ντόνας Βεατρίκης, της γυναίκας του Εγκάνο Γκαλούτσι, στην Μπολόνια. Και όλοι οι σύντροφοί του, που την είχαν δει στην Μπολόνια, συμφώνησαν μαζί του.
Σαν το άκουσε ο Λοντοβίκο, που ήταν ακόμη αρχάριος στον έρωτα, ένιωσε τόσο μεγάλη επιθυμία να τη δει, που δεν είχε άλλη σκέψη στο νου του. Μ’ αυτό το σκοπό, αποφάσισε να πάει οπωσδήποτε στην Μπολόνια, και μάλιστα να μείνει εκεί, αν του άρεσε η κυρά. Είπε λοιπόν στον πατέρα του πως ήθελε δήθεν να πάει στον Πανάγιο Τάφο για προσκύνημα, και με τα πολλά κατάφερε να πάρει την άδειά του. Έφτασε στην Μπολόνια με το όνομα Ανιτσίνο, και τα ’φερε η τύχη να δει την άλλη μέρα κιόλας την κυρά σε μια γιορτή. Τη βρήκε ακόμα πιο ωραία απ’ ό,τι είχε φανταστεί, την ερωτεύτηκε φλογερά κι αποφάσισε να μη φύγει απ’ την Μπολόνια δίχως να χαρεί τον έρωτά της.
Κάθισε να σκεφτεί πώς θα το πετύχαινε, και βρήκε πως ο μόνος τρόπος που παρουσίαζε κάποιες πιθανότητες ήταν να μπει στην υπηρεσία του άντρα της, που είχε πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. Πούλησε τα άλογά του, βόλεψε τους υπηρέτες του και τους έδωσε οδηγίες να κάνουν πως δεν τον γνωρίζουν αν τύχαινε να τον ανταμώσουν. Ύστερα, πήρε παράμερα τον ξενοδόχο και του ανακοίνωσε την επιθυμία του να μπει, αν ήταν δυνατόν, στην υπηρεσία κάποιου μεγάλου αφέντη.
«Μου φαίνεται» του αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, «πως είσαι ό,τι χρειάζεται για ν’ αρέσεις σ’ έναν μεγάλο άρχοντα αυτού του τόπου, τον Εγκάνο με τ’ όνομα. Έχει πολλούς υπηρέτες και τους θέλει με καλό παρουσιαστικό, σαν εσένα. Άσε — θα του μιλήσω».
Έκανε όπως είπε, κι ο Εγκάνο δέχτηκε να προσλάβει τον Ανιτσίνο, που η χαρά του δεν περιγράφεται.
Ο Ανιτσίνο, στην υπηρεσία τώρα του Εγκάνο, είχε συχνά την ευκαιρία να βλέπει την κυρά. Και υπηρετούσε τον αφέντη του τόσο καλά και με τόση αφοσίωση, που ο Εγκάνο τον συμπάθησε σε σημείο που να μην μπορεί τίποτα να κάνει δίχως αυτόν. Και εκτός που τον είχε στην προσωπική του υπηρεσία, του ανέθεσε και τη διαχείριση όλης της περιουσίας του.
Μια μέρα, ο Εγκάνο βγήκε να κυνηγήσει πουλιά, δίχως να πάρει μαζί του τον Ανιτσίνο.
Η Βεατρίκη δεν είχε καταλάβει ακόμα πως ο Ανιτσίνο ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά οι τρόποι του και το παρουσιαστικό του την έκαναν πολλές φορές να σκεφτεί πως ήταν χαριτωμένος και πως της άρεσε. Κάθισαν λοιπόν σ’ ένα τραπέζι και βάλθηκαν να παίζουν σκάκι, κι ο Ανιτσίνο, θέλοντας να την ευχαριστήσει, άφησε μ’ επιτηδειότητα να νικηθεί, προς μεγάλη χαρά της Βεατρίκης. Οι κοπέλες της συνοδείας της παράτησαν τότε να παρακολουθούν το παιχνίδι, και τους άφησαν μόνους. Ο Ανιτσίνο αναστέναξε βαθιά, και τότε εκείνη τον κοίταξε και τον ρώτησε:
«Τι έχεις, Ανιτσίνο: Σου κακοφάνηκε που σε κέρδισα! «Ντόνα» της αποκρίθηκε, «μια πολύ πιο σοβαρή αιτία με κάνει κι αναστενάζω».
«Για το καλό που μου θέλεις» του λέει, «πες μου την».
Ο Ανιτσίνο, ακούγοντας τη γυναίκα που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο να τον εξορκίζει «για το καλό που της θέλει», αναστέναξε ακόμα πιο βαθιά. Η Βεατρίκη τον παρακάλεσε και πάλι να της πει ποια αιτία τον έκανε να αναστενάζει.
«Ντόνα» της αποκρίθηκε ο Ανιτσίνο, «φοβάμαι πως θα σας ενοχλήσω αν σας το πω. Φοβάμαι μην το πείτε και σε άλλους».
«Σου υπόσχομαι» του λέει, «να μη στενοχωρηθώ. Πες μου ό,τι έχεις να μου πεις, και να ’σαι βέβαιος πως δε θα το πω σε κανέναν δίχως τη συγκατάθεσή σου».
«Αφού μου το υπόσχεστε» είπε ο Ανιτσίνο, «θα σας το πω».
Λες και τρεμόπαιζαν δάκρυα στα βλέφαρά του, όσο της διηγόταν ποιος ήταν, τι είχε μάθει γι’ αυτήν, πού και πώς την είχε ερωτευτεί, και για ποιο λόγο είχε μπει στην υπηρεσία του άντρα της. Ύστερα, όσο γίνεται πιο ταπεινά, την παρακάλεσε να τον λυπηθεί και να στέρξει στον τόσο μυστικό και φλογερό πόθο του. Αν όχι, δίχως τίποτα ν’ αλλάξει στις σχέσεις τους, να ανεχτεί τη λατρεία του.
Ω, αίμα μπολονέζικο, μοναδικό για τη γλύκα σου! Πόσες φορές δε σ’ έχουν υμνήσει σε τέτοιες περιστάσεις! Μακριά τα δάκρυα κι οι αναστεναγμοί, και πάντα υποκύπτεις στις ικεσίες και στον ερωτικό πόθο· κι αν ήμουν κατάλληλη να εγκωμιάσω τις αρετές σου, ποτέ δε θα ’σβηνε η φωνή μου.
Όσο μιλούσε ο Ανιτσίνο, η όμορφη κυρά τον κοίταζε κατάματα και πίστευε απόλυτα όσα της έλεγε. Οι ικεσίες κι ο έρωτας του νεαρού τρύπησαν τόσο βαθιά την καρδιά της, που άρχισε κι αυτή να αναστενάζει. Κι αφού αναστέναξε μερικές φορές, του αποκρίθηκε:
«Γλυκέ μου Ανιτσίνο, μην απελπίζεσαι. Έχω τραβήξει -και τραβάω ακόμα— ένα πλήθος θαυμαστές. Μα ούτε τα δώρα, ούτε οι υποσχέσεις, ούτε το φλογερό πάθος, απ’ όποιον κι αν προέρχονταν, είτε από ιππότη, είτε από μεγάλο άρχοντα, είτε απ’ όποιον άλλο, δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκινήσουν την καρδιά μου. Κι έφτασε τόσο λίγη ώρα. όσο κράτησαν τα λόγια σου, για να γίνει η καρδιά μου περισσότερο δική σου παρά δική μου. Μπόρεσες να κερδίσεις απόλυτα τον έρωτά μου. Σου τον χαρίζω και σου υπόσχομαι να τον χαρείς πριν να περάσει η νύχτα που έρχεται. Και για να κρατήσω την υπόσχεσή μου, έλα στην κάμαρά μου τα μεσάνυχτα — θ’ αφήσω την πόρτα ανοιχτή, ξέρεις σε ποια μεριά του κρεβατιού κοιμάμαι, έλα εκεί, κι αν τύχει και κοιμάμαι, σκούντησε με ανάλαφρα για να ξυπνήσω, και θα σε αποζημιώσω για τον μακροχρόνιο πόθο σου. Και για να με πιστέψεις, πάρε για αρραβώνα ένα φιλί».
Τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό, κι έδωσαν ένα μακρόσυρτο ερωτικό φιλί.
Ύστερα, ο Ανιτσίνο την άφησε για ν’ ασχοληθεί με διάφορες υποθέσεις, περιμένοντας με χαρούμενο καρδιοχτύπι να νυχτώσει.
Ο Εγκάνο γύρισε απ’ το κυνήγι, κάθισε να φάει, κι όπως ήταν κουρασμένος, πήγε να πλαγιάσει. Δεν άργησε ν’ ανέβει κι η γυναίκα του, και σύμφωνα με την υπόσχεσή της, άφησε την πόρτα ανοιχτή. Την ορισμένη ώρα πήγε κι ο Ανιτσίνο, μπήκε στην κάμαρα πατώντας στ’ ακροδάχτυλα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Τράβηξε προς το μέρος όπου πλάγιαζε η ντόνα Βεατρίκη, της άγγιξε το στήθος και είδε πως ήταν ξύπνια. Όταν κατάλαβε η Βεατρίκη πως ήταν ο Ανιτσίνο, του έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά. Ύστερα, γύρισε απ’ την άλλη, ξύπνησε τον άντρα της που κοιμόταν, κι άρχισε να του λέει: «Δε θέλησα να σου πω τίποτα σαν ήρθες, γιατί μου φάνηκες κουρασμένος. Μα πες μου, ο Θεός μαζί σου, Εγκάνο, απ’ όλους τους υπηρέτες σου, ποιος είναι ο καλύτερος, ο πιο πιστός, αυτός που προτιμάς;»
«Ωραία ερώτηση!» της αποκρίθηκε. «Δεν τον ξέρεις; Ούτε είχα ποτέ, ούτε έχω σε κανέναν τόση εμπιστοσύνη, όση στον αγαπητό μου και πιστό Ανιτσίνο. Αλλά γιατί με ρωτάς;»
Ο Ανιτσίνο, βλέποντας πως ο Εγκάνο είχε ξυπνήσει, κι ακούγοντας να μιλούν γι’ αυτόν, φοβήθηκε πως η κυρά τού είχε στήσει παγίδα, και δοκίμασε πολλές φορές να τραβήξει το χέρι του και να το βάλει στα πόδια, μα η Βεατρίκη το κρατούσε τόσο σφιχτά, που δεν μπόρεσε. Στο μεταξύ, αποκρινόταν εκείνη στον Εγκάνο:
«Θα σου πω. Τον νόμιζα κι εγώ, όπως εσύ, πιο αφοσιωμένο απ’ όλους. Και με έβγαλε ο ίδιος απ’ την πλάνη μου. Σαν έφυγες για το κυνήγι, εκείνος έμεινε, διάλεξε τη στιγμή και δεν ντράπηκε να μου κάνει ανήθικες προτάσεις. Και τότε εγώ, για να μη χρειαστεί να σου δώσω πολλές αποδείξεις και για να πειστείς με τα μάτια σου, του αποκρίθηκα πως είμαι σύμφωνη και πως απόψε κιόλας, μετά τα μεσάνυχτα, θα πάω να τον περιμένω στον κήπο, κάτω από το πεύκο. Φυσικά, δεν το ’χω σκοπό να πάω. Μα αν θες να διαπιστώσεις πόσο λίγο σου είναι πιστός, είναι πολύ εύκολο: φόρεσε μια ρόμπα μου, τύλιξε το κεφάλι σου με μια σάρπα και πήγαινε να τον περιμένεις. Είμαι βέβαιη πως θα ’ρθει».
«Σίγουρα θα πάω να δω» αποκρίθηκε ο Εγκάνο στα λόγια της γυναίκας του.
Σηκώθηκε όπως όπως στα σκοτεινά, φόρεσε μια ρόμπα της κυράς, τύλιξε μια σάρπα στο κεφάλι του, ύστερα πήγε στον κήπο κι άρχισε να παραμονεύει κοντά σ’ ένα πεύκο.
Σαν τον είδε όρθιο η Βεατρίκη και τον άκουσε να βγαίνει, σηκώθηκε κι αυτή και σύρτωσε την πόρτα από μέσα. Ο Ανιτσίνο, που είχε δοκιμάσει τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής του, είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τα χέρια της κυράς και καταριόταν εκατό χιλιάδες φορές τη Βεατρίκη, τον έρωτά του και την απλοϊκότητα που είχε δείξει, μα σαν είδε πού κατέληγαν όλα αυτά, ένιωσε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Η κυρά ξαναγύρισε στο κρεβάτι, κι όταν τον κάλεσε, πλάγιασε κι αυτός, γδυτός όπως εκείνη, και για πολλή ώρα χάρηκαν τον αμοιβαίο έρωτά τους.
Σαν έκρινε η κυρά πως ο Ανιτσίνο δεν έπρεπε να μείνει περισσότερο, τον έβαλε να σηκωθεί και να ντυθεί και του είπε:
«Γλυκό μου στοματάκι, πάρε ένα χοντρό ραβδί, πήγαινε στον κήπο και προσποιήσου πως είχες θελήσει να με δοκιμάσεις. Βρίσε τον Εγκάνο σαν να ’μουν εγώ, και δώσ’ του κάμποσες με το ραβδί. Θα δεις το αποτέλεσμα και τι ωραία που θα περάσουμε οι δυο μας».
Ο Ανιτσίνο σηκώθηκε, κατέβηκε μ’ ένα ραβδί από ξύλο ιτιάς στο χέρι και σίμωσε στο πεύκο. Ο Εγκάνο, που τον είδε να ‘ρχεται, σηκώθηκε και προχώρησε με προσποιητή χαρά να τον υποδεχτεί, μα ο Ανιτσίνο έβαλε τις φωνές:
«Α, παλιογυναίκα! Ήρθες, λοιπόν! Πίστεψες πως θα πρόδινα τον αφέντη μου, ε; Χίλιες φορές καταραμένη η ώρα που ήρθες!»
Ο Εγκάνο, ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας το ραβδί, το ‘βαλε στα πόδια, κι ο Ανιτσίνο, ξοπίσω του, δε σταματούσε να φωνάζει:
«Ε, που να το βρεις απ’ το Θεό, παλιοβρόμα! Έννοια σου, όμως, αύριο θα τα πω όλα στον Εγκάνο».
Ο Εγκάνο, που είχε φάει κάμποσες ξυλιές, γύρισε σε κακά χάλια στην κάμαρά του. Η γυναίκα του τον ρώτησε αμέσως αν είχε πάει ο Ανιτσίνο στον κήπο.
«Να ’δινε ο Θεός να μην είχε έρθει!» της αποκρίθηκε. «Με πήρε για σένα, με μαύρισε στο ξύλο και με έβρισε με τα χειρότερα λόγια, σαν να ’μουν καμιά πόρνη. Για να ’μαι ειλικρινής, μου φάνηκε πολύ παράξενο να σου είχε κάνει τέτοιες προτάσεις με την υστεροβουλία να με ατιμάσει. Θέλησε να σε δοκιμάσει, καθώς σ’ έβλεπε πάντα γελαστή και πεταχτή».
«Δόξα να ’χει ο Θεός, που εμένα με δοκίμασε με τα λόγια κι εσένα με τα έργα. Και σίγουρα μπορεί να λέει πως υπομένω τα λόγια καλύτερα απ’ ό,τι εσύ τα έργα. Ωστόσο, μια και σου είναι τόσο πιστός, πρέπει να του δείξεις φιλία και να τον τιμάς».
«Ναι, έχεις δίκιο» αποκρίθηκε ο Εγκάνο.
Κι από κείνη την περιπέτεια, έβγαλε το συμπέρασμα πως είχε, απ’ όλους τους αριστοκράτες του τόπου, την τιμιότερη γυναίκα και τον πιστότερο υπηρέτη. Και πολλές φορές οι τρεις τους ξεκαρδίζονταν στα γέλια όταν θυμόνταν το επεισόδιο – που, δίχως αυτό, ίσως να μην έβρισκαν, ο Ανιτσίνο και η κυρά, την ίδια ευκολία στις σχέσεις τους, που τις συνέχισαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Κι ο Ανιτσίνο έμεινε όσον καιρό θέλησε στο σπίτι του Εγκάνο, στην Μπολόνια.
ΒΟΚΑΚΙΟΣ, Το δεκαήμερο