ΧΟ. ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι
στρατὸν Ἀργείων·
290 μάλα δ᾽ ὀξὺς Ἄρης ὁ Μυκηναίων,
ἐπὶ τοῖσι δὲ δὴ μᾶλλον ἔτ᾽ ἢ πρίν.
πᾶσι γὰρ οὗτος κήρυξι νόμος,
δὶς τόσα πυργοῦν τῶν γιγνομένων.
πόσα νιν λέξειν βασιλεῦσι δοκεῖς,
295ὡς δείν᾽ ἔπαθεν καὶ παρὰ μικρὸν
ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι;
ΙΟ. οὐκ ἔστι τοῦδε παισὶ κάλλιον γέρας
ἢ πατρὸς ἐσθλοῦ κἀγαθοῦ πεφυκέναι
γαμεῖν τ᾽ ἀπ᾽ ἐσθλῶν· ὃς δὲ νικηθεὶς πόθωι
300 κακοῖς ἐκοινώνησεν οὐκ ἐπαινέσω,
τέκνοις ὄνειδος οὕνεχ᾽ ἡδονῆς λιπεῖν·
τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει᾽ ἀμύνεται
τῆς δυσγενείας μᾶλλον· ἡμεῖς γὰρ κακῶν
ἐς τοὔσχατον πεσόντες ηὕρομεν φίλους
305καὶ ξυγγενεῖς τούσδ᾽, οἳ τοσῆσδ᾽ οἰκουμένης
Ἑλληνίδος γῆς τῶνδε προύστησαν μόνοι.
δότ᾽, ὦ τέκν᾽, αὐτοῖς χεῖρα δεξιάν, δότε,
ὑμεῖς τε παισί, καὶ πέλας προσέλθετε.
ὦ παῖδες, ἐς μὲν πεῖραν ἤλθομεν φίλων·
310 ἢν δ᾽ οὖν ποθ᾽ ὑμῖν νόστος ἐς πάτραν φανῆι
καὶ δώματ᾽ οἰκήσητε καὶ τιμὰς πατρὸς
σωτῆρας αἰεὶ καὶ φίλους νομίζετε,
καὶ μήποτ᾽ ἐς γῆν ἐχθρὸν αἴρεσθαι δόρυ
μέμνησθέ μοι τήνδ᾽, ἀλλὰ φιλτάτην πόλιν
315 πασῶν νομίζετ᾽. ἄξιοι δ᾽ ὑμῖν σέβειν
οἳ γῆν τοσήνδε καὶ Πελασγικὸν λεὼν
ἡμῶν ἀπηλλάξαντο πολεμίους ἔχειν,
πτωχοὺς ἀλήτας εἰσορῶντες ἀλλ᾽ ὅμως
οὐκ ἐξέδωκαν οὐδ᾽ ἀπήλασαν χθονός.
320 ἐγὼ δὲ καὶ ζῶν καὶ θανών, ὅταν θάνω,
πολλῶι σ᾽ ἐπαίνωι Θησέως, ὦ τᾶν, πέλας
ὑψηλὸν ἀρῶ καὶ λέγων τάδ᾽ εὐφρανῶ,
ὡς εὖ τ᾽ ἐδέξω καὶ τέκνοισιν ἤρκεσας
τοῖς Ἡρακλείοις, εὐγενὴς δ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα
325 σώιζεις πατρώιαν δόξαν, ἐξ ἐσθλῶν δὲ φὺς
οὐδὲν κακίων τυγχάνεις γεγὼς πατρός,
παύρων μετ᾽ ἄλλων· ἕνα γὰρ ἐν πολλοῖς ἴσως
εὕροις ἂν ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός.
***
ΧΟΡ. Καιρός να προνοήσουμε, πριν φτάσει
ο Αργίτικος στρατός στα σύνορά μας·
290 πάρα πολύ ᾽ναι αψοί πολεμιστάδες
και τώρα πολύ πιότερο από πρώτα.
Τι ᾽ναι συνήθειο των κηρύκων όλων
διπλά να μεγαλώνουνε τα γενομένα.
Ω! πόσα δεν θα πει στον βασιλιά του,
ότι πολλά κακά έπαθε και λίγο
έλειψε για να χάσει τη ζωή του;
ΙΟΛ. Για τα παιδιά δώρον αξιότερο δεν είναι
απ᾽ το να γεννηθούν από καλόν πατέρα
και με καλούς να συγγενεύουνε· κι εκείνος
οπού μπερδεύεται, απ᾽ τον πόθο νικημένος,
300 με τους κακούς, κατηγοριέται πως αφήνει
στα παιδιά του ονείδισμα για μια ηδονή του.
Γιατί αντιμάχεται το ευγενικό το σόι
καλύτερ᾽ απ᾽ το πρόστυχο τη δυστυχία.
Κι εμείς στην τελευταία κακοτυχιά πεσμένοι
βρήκαμε συγγενείς και φίλους, οπού μόνοι
απ᾽ όλη την Ελλάδα μάς παρασταθήκαν.
Δώστε τους, δώστε το δεξί σας χέρι, ω τέκνα,
κι εσείς στα τέκνα και σιμώστε ο ένας τον άλλον,
παιδιά, τους δοκιμάσαμε πόσο είναι φίλοι·
310 κι αν γυρισμό σάς δώσ᾽ η τύχη στην πατρίδα
και του πατέρα τις τιμές και το παλάτι
πάρετε, φίλους σας θαρρείτε τους, σωτήρες,
και μη σηκώσετ᾽ εχθρικό στη γη τους δόρυ,
τα τωρινά θυμούμενοι, και τη δική τους
την πόλη πιότερον απ᾽ όλες ν᾽ αγαπάτε.
Είναι άξιοι ναν τους σέβεστε, τι σας γλιτώσαν
από την έχθρητα μιας τόσο τρανής χώρας
και του Πελασγικού λαού της, βλέποντάς σας
φτωχούς, κυνηγημένους· και δεν σας παραδώσαν
κι ούτε απ᾽ τη χώρα τους σας διώξαν· κι εγώ σένα,
320 ω βασιλιά, και ζωντανόν κι αποθαμένον
μ᾽ επαίνους πλήθος στον Θησέα θα σε ανυψώνω
και λέγοντάς του ετούτα θεναν τον ευφράνω·
πως παραδέχτηκες και σύντρεξες τα τέκνα
του Ηρακλή κι ευγενικός σε όλην την Ελλάδα
την πατρική σου δόξα σώζεις· γεννημένος
από καλόν πατέρα εσύ χειρότερός του
δεν φάνηκες, που οι τέτοιοι λιγοστοί πολύ ειναι·
γιατί έναν μόνο στους πολλούς ίσως θενά ᾽βρεις
που να μην είν᾽ χειρότερος απ᾽ τον γονιό του!
στρατὸν Ἀργείων·
290 μάλα δ᾽ ὀξὺς Ἄρης ὁ Μυκηναίων,
ἐπὶ τοῖσι δὲ δὴ μᾶλλον ἔτ᾽ ἢ πρίν.
πᾶσι γὰρ οὗτος κήρυξι νόμος,
δὶς τόσα πυργοῦν τῶν γιγνομένων.
πόσα νιν λέξειν βασιλεῦσι δοκεῖς,
295ὡς δείν᾽ ἔπαθεν καὶ παρὰ μικρὸν
ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι;
ΙΟ. οὐκ ἔστι τοῦδε παισὶ κάλλιον γέρας
ἢ πατρὸς ἐσθλοῦ κἀγαθοῦ πεφυκέναι
γαμεῖν τ᾽ ἀπ᾽ ἐσθλῶν· ὃς δὲ νικηθεὶς πόθωι
300 κακοῖς ἐκοινώνησεν οὐκ ἐπαινέσω,
τέκνοις ὄνειδος οὕνεχ᾽ ἡδονῆς λιπεῖν·
τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει᾽ ἀμύνεται
τῆς δυσγενείας μᾶλλον· ἡμεῖς γὰρ κακῶν
ἐς τοὔσχατον πεσόντες ηὕρομεν φίλους
305καὶ ξυγγενεῖς τούσδ᾽, οἳ τοσῆσδ᾽ οἰκουμένης
Ἑλληνίδος γῆς τῶνδε προύστησαν μόνοι.
δότ᾽, ὦ τέκν᾽, αὐτοῖς χεῖρα δεξιάν, δότε,
ὑμεῖς τε παισί, καὶ πέλας προσέλθετε.
ὦ παῖδες, ἐς μὲν πεῖραν ἤλθομεν φίλων·
310 ἢν δ᾽ οὖν ποθ᾽ ὑμῖν νόστος ἐς πάτραν φανῆι
καὶ δώματ᾽ οἰκήσητε καὶ τιμὰς πατρὸς
σωτῆρας αἰεὶ καὶ φίλους νομίζετε,
καὶ μήποτ᾽ ἐς γῆν ἐχθρὸν αἴρεσθαι δόρυ
μέμνησθέ μοι τήνδ᾽, ἀλλὰ φιλτάτην πόλιν
315 πασῶν νομίζετ᾽. ἄξιοι δ᾽ ὑμῖν σέβειν
οἳ γῆν τοσήνδε καὶ Πελασγικὸν λεὼν
ἡμῶν ἀπηλλάξαντο πολεμίους ἔχειν,
πτωχοὺς ἀλήτας εἰσορῶντες ἀλλ᾽ ὅμως
οὐκ ἐξέδωκαν οὐδ᾽ ἀπήλασαν χθονός.
320 ἐγὼ δὲ καὶ ζῶν καὶ θανών, ὅταν θάνω,
πολλῶι σ᾽ ἐπαίνωι Θησέως, ὦ τᾶν, πέλας
ὑψηλὸν ἀρῶ καὶ λέγων τάδ᾽ εὐφρανῶ,
ὡς εὖ τ᾽ ἐδέξω καὶ τέκνοισιν ἤρκεσας
τοῖς Ἡρακλείοις, εὐγενὴς δ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα
325 σώιζεις πατρώιαν δόξαν, ἐξ ἐσθλῶν δὲ φὺς
οὐδὲν κακίων τυγχάνεις γεγὼς πατρός,
παύρων μετ᾽ ἄλλων· ἕνα γὰρ ἐν πολλοῖς ἴσως
εὕροις ἂν ὅστις ἐστὶ μὴ χείρων πατρός.
***
ΧΟΡ. Καιρός να προνοήσουμε, πριν φτάσει
ο Αργίτικος στρατός στα σύνορά μας·
290 πάρα πολύ ᾽ναι αψοί πολεμιστάδες
και τώρα πολύ πιότερο από πρώτα.
Τι ᾽ναι συνήθειο των κηρύκων όλων
διπλά να μεγαλώνουνε τα γενομένα.
Ω! πόσα δεν θα πει στον βασιλιά του,
ότι πολλά κακά έπαθε και λίγο
έλειψε για να χάσει τη ζωή του;
ΙΟΛ. Για τα παιδιά δώρον αξιότερο δεν είναι
απ᾽ το να γεννηθούν από καλόν πατέρα
και με καλούς να συγγενεύουνε· κι εκείνος
οπού μπερδεύεται, απ᾽ τον πόθο νικημένος,
300 με τους κακούς, κατηγοριέται πως αφήνει
στα παιδιά του ονείδισμα για μια ηδονή του.
Γιατί αντιμάχεται το ευγενικό το σόι
καλύτερ᾽ απ᾽ το πρόστυχο τη δυστυχία.
Κι εμείς στην τελευταία κακοτυχιά πεσμένοι
βρήκαμε συγγενείς και φίλους, οπού μόνοι
απ᾽ όλη την Ελλάδα μάς παρασταθήκαν.
Δώστε τους, δώστε το δεξί σας χέρι, ω τέκνα,
κι εσείς στα τέκνα και σιμώστε ο ένας τον άλλον,
παιδιά, τους δοκιμάσαμε πόσο είναι φίλοι·
310 κι αν γυρισμό σάς δώσ᾽ η τύχη στην πατρίδα
και του πατέρα τις τιμές και το παλάτι
πάρετε, φίλους σας θαρρείτε τους, σωτήρες,
και μη σηκώσετ᾽ εχθρικό στη γη τους δόρυ,
τα τωρινά θυμούμενοι, και τη δική τους
την πόλη πιότερον απ᾽ όλες ν᾽ αγαπάτε.
Είναι άξιοι ναν τους σέβεστε, τι σας γλιτώσαν
από την έχθρητα μιας τόσο τρανής χώρας
και του Πελασγικού λαού της, βλέποντάς σας
φτωχούς, κυνηγημένους· και δεν σας παραδώσαν
κι ούτε απ᾽ τη χώρα τους σας διώξαν· κι εγώ σένα,
320 ω βασιλιά, και ζωντανόν κι αποθαμένον
μ᾽ επαίνους πλήθος στον Θησέα θα σε ανυψώνω
και λέγοντάς του ετούτα θεναν τον ευφράνω·
πως παραδέχτηκες και σύντρεξες τα τέκνα
του Ηρακλή κι ευγενικός σε όλην την Ελλάδα
την πατρική σου δόξα σώζεις· γεννημένος
από καλόν πατέρα εσύ χειρότερός του
δεν φάνηκες, που οι τέτοιοι λιγοστοί πολύ ειναι·
γιατί έναν μόνο στους πολλούς ίσως θενά ᾽βρεις
που να μην είν᾽ χειρότερος απ᾽ τον γονιό του!