(ΜΟ.) δεῦρο δός. τῶν ἔνδον οὐθείς σ᾽ εἶδεν; (ΠΑ.) οὐθείς. (ΜΟ.) οὐδὲ εἷς
παντελῶς; (ΠΑ.) οὔ φημι. (ΜΟ.) τί λέγεις; ἀλλά σ᾽ ὁ Ζεὺς ἀπολέσαι.
690 (ΠΑ.) πρόαγ᾽ ὅποι μέλλεις· φλυαρεῖς. (ΔΗ.) εἶτα ποῦ ᾽στιν, εἰπέ μοι;
παῖ, τί τοῦτο; (ΠΑ.) πρόαγε θᾶττον. (ΔΗ.) ἡ στολὴ τί β[ούλετα]ι;
τί τὸ πάθος; μέλλεις ἀπαίρειν, εἰπέ μ[οι;
(ΠΑ.) ὡς ὁρᾷς ἤδη βαδίζει κἄστιν ἐν ὁδῷ. [νῦν δὲ δεῖ
κἀμὲ τοὺς ἔνδον προσειπεῖν· ἔρχο[μ᾽ ἤδη. [ΔΗ.] Μοσχίων,
695 ὅτι μὲν ὀργίζει, φιλῶ σε, κοὐχ[
εἰ λελύπησαι γὰρ ἀδίκως αἰτίαν σ[χὼν
ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅμως θεώρει· τίνι πικρὸ[ς σύ γ᾽ εἶ; πατρί;
εἰμὶ γὰρ πατήρ· ἐ[γώ ποτ᾽ ἀν]αλαβών σε παιδίον
ἐξέθρεψ᾽ εἴ σο[ι] χ[ρόνος τι]ς γέγονεν ἡδὺς τοῦ βίου,
700 τοῦτόν εἰμ᾽ ὁ δοὺς [ἐγώ σοι], δι᾽ ὃν ἀνασχέσθαι σ᾽ ἔδει
καὶ τὰ λυπήσαντα [παρ᾽ ἐ]μοῦ καὶ φέρειν τι τῶν ἐμῶν
ὡς ἂν ὑόν. οὐ δικαίως ᾐτιασάμην τί σε·
ἠγνόησ᾽, ἥμαρτον, ἐμάνην. ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ὅρ[α συ νῦν,
εἴς γε τοὺς ἄλλους ἁμαρτὼν σοῦ πρόνοιαν ἡλίκη[ν
705 ἔσχον, ‹ἐν› ἐμαυτῷ τ᾽ ἐτήρουν τοῦθ᾽ ὃ δή ποτ᾽ ἠγνόουν
οὐχὶ τοῖς ἐχθροῖς ἔθηκα φανερὸν ἐπιχαίρειν· σὺ δὲ
τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν νῦν ἐκφέρεις καὶ μάρτυρας
ἐπ᾽ ἐμὲ τῆς ἐμῆς ἀνοίας λαμβάνεις. οὐκ ἀξιῶ,
Μοσχίων. μὴ μνημονεύσῃς ἡμέραν μου τοῦ βίου
710 μίαν ἐν ᾗ διεσφάλην τι, τῶν δὲ πρόσθεν ἐπιλάθῃ.
πόλλ᾽ ἔχων λέγειν ἐάσω· καὶ γὰρ οὐ καλῶς ἔχει
πατρὶ μόλις πιθέσθ᾽, ἀκριβῶς ἴσθι, τὸ δ᾽ ἑτοίμως καλόν.
***
ΠΑΡ. Νά λοιπόν, η χλαμύδα και το σπαθί είναι δω. Πάρε τα.ΜΟΣ. Δώσ᾽ τα μου εδώ. Από τους μέσα κανένας δε σε είδε;
ΠΑΡ. Κανένας. ΜΟΣ. Κανένας εντελώς; ΠΑΡ. Είπα κανένας.
ΜΟΣ. Τί λες; Που να σε κάψει ο Δίας.
690 ΠΑΡ. Ξεκίνα για κει που πας. Άσε τις φλυαρίες. ΔΗΜ. Και πού είναι,
δε μου λες; Μπα! τί είν᾽ αυτό; ΠΑΡ. Προχώρα γρήγορα. ΔΗΜΕ. Τί σημαίνει
αυτή η αμφίεση; Τί έπαθες; Φεύγεις για ταξίδι,
δε μου λες, Μοσχίων; ΠΑΡ. Όπως βλέπεις, ξεκίνησε κιόλας κι είναι
στον δρόμο. Πρέπει τώρα κι εγώ ν᾽ αποχαιρετήσω τους μέσα. Πηγαίνω.
695 ΔΗΜ. Μοσχίων, καταλαβαίνω, αγαπητό μου παιδί,
την οργή σου και τη στενοχώρια σου, που άδικα
κατηγορήθηκες. Αλλά για σκέψου αυτά. Σε ποιόν
συ είσαι εχθρικός; Στον πατέρα σου; Γιατί είμαι
πατέρας σου. Εγώ σε πήρα από παιδάκι και σε μεγάλωσα.
Αν έζησες ευτυχισμένες ημέρες, εγώ στις έδωσα.
700 Γι᾽ αυτές έπρεπε ν᾽ ανεχτείς και τα δυσάρεστα από μένα
και να με βοηθήσεις στις δυσκολίες μου σαν γιος.
Σε κατηγόρησα άδικα. Δεν ήξερα, έκανα λάθος,
παραφέρθηκα. Αλλά πρόσεξε τώρα συ αυτό: όταν
φέρθηκα άδικα στους άλλους, πόσο πολύ φρόντισα
για σένα και κρατούσα μέσα μου μυστικές τις τότε
705 υποψίες μου. Δεν τις φανέρωσα στους εχθρούς μας να χαρούν.
Αλλά τώρα συ φανερώνεις το λάθος μου και κάνεις μάρτυρες
εναντίον μου της τρέλας μου. Δεν μου αξίζει αυτό,
Μοσχίων. Μη θυμάσαι μία ημέρα της ζωής μου, που σ᾽ αυτή
έκανα κάποιο σφάλμα, και μη ξεχνάς τις περασμένες.
710 Αν κι έχω να σου πω πολλά, τ᾽ αφήνω. Γιατί, να ξέρεις καλά,
δεν είναι σωστό να υπακούσεις στον πατέρα σου με δυσκολία,
αλλά καλό είναι με προθυμία.