Πριν λίγες ημέρες είδα στον κινηματογράφο την ταινία “Agora”, που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο της φιλοσόφου Υπατίας, στην Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. Ομολογώ οτι εντυπωσιάστηκα με το οτι μια ταινία που παρουσιάζει τους χριστιανούς ως καταστροφείς και φονιάδες προβλήθηκε στις μεγάλες αίθουσες, ακόμα και στις αλυσίδες των πολυκινηματογράφων. Στις σύγχρονες, «πολιτισμένες» κοινωνίες μας μέχρι και ο φαιδρός «κώδικας Da Vinci» είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στους κύκλους των φανατικών, ενώ μερικές γελοιογραφίες με το πρόσωπο του Μωάμεθ παραλίγο να οδηγήσουν στη δολοφονία των σκιτσογράφων από αφηνιασμένους μουσουλμάνους… Παρά κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, η ταινία νομίζω οτι αποδίδει θαυμάσια το πνεύμα της σκοτεινής εκείνης εποχής και σας την προτείνω χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η ταινία αυτή, εκτός από τον προβληματισμό που μου προκάλεσε, με παρακίνησε να γράψω το παρόν άρθρο για ένα θέμα, με το οποίο είχα υποσχεθεί πως θα ασχοληθώ αρκετά παλιότερα. Δυστυχώς όμως, πολυάριθμες υποχρεώσεις όσο και νέα θέματα που προέκυπταν με απέτρεψαν συστηματικά από τη συγγραφή του, μέχρι που στο τέλος πέρασε στη λήθη. Το θέμα που αναφέρομαι είναι η καταστροφή της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, της μεγαλύτερης και πληρέστερης βιβλιοθήκης ολόκληρου του αρχαίου κόσμου. Σε μια ανταλλαγή απόψεων που είχα τότε με μια χριστιανή blogger, αυτή είχε υποστηρίξει πως η καταστροφή της βιβλιοθήκης ήταν έργο του Ιουλίου Καίσαρα και του χαλίφη Ομάρ, ενώ οι χριστιανοί απείχαν ολοκληρωτικά από οποιαδήποτε βεβήλωση του χώρου. Μια εκδοχή ιδιαίτερα συμφέρουσα για την Εκκλησία, δυστυχώς όμως πολύ καλή για να είναι αληθινή…
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω τις τέσσερις διαδοχικές καταστροφές της βιβλιοθήκης, με όσα ιστορικά στοιχεία συνέλεξα, αλλά και να καταθέσω την άποψή μου για τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη και την παρακμή της. Το πρώτο μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε η συλλογή της βιβλιοθήκης ήταν το 48 π.Χ., κατά τη διαμάχη μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Πτολεμαίου του 13ου. Από το σύνολο των 16 ιστορικών της εποχής, οι 6 μόνο αναφέρονται στην καταστροφή της βιβλιοθήκης, ενώ οι υπόλοιποι δεν αναφέρουν τίποτα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Καίσαρας διέταξε να βάλουν φωτιά στα ίδια του τα πλοία για να αποτρέψει τον εχθρό από το να τους περικυκλώσει, μια φωτιά που στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα κτίρια του λιμανιού. Σύμφωνα με την εκδοχή του Άουλου Γέλλιου, τη φωτιά την έβαλαν κατά λάθος οι στρατιώτες του Καίσαρα στο λιμάνι. Οι κατά πολύ μεταγενέστεροι (4ος αι.) Αμμιανός Μαρκελλινός και Ορόσιος συμφωνούν οτι η βασιλική βιβλιοθήκη καταστράφηκε από τη συγκεκριμένη πυρκαγιά.
Σύμφωνα όμως με τον ανώνυμο συγγραφέα των πολέμων της Αλεξάνδρειας, το κτίριο που καταστράφηκε δεν ήταν η βασιλική βιβλιοθήκη, αλλά μια αποθήκη που περιείχε αντίγραφα έργων της βιβλιοθήκης, τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από κάποιους σύγχρονους ιστορικούς, που αποδίδουν την παρανόηση σε λανθασμένη μετάφραση. Ένα ακόμα επιχείρημα των ιστορικών αυτών είναι οτι η κύρια βιβλιοθήκη βρισκόταν στη βασιλική συνοικία της πόλης, στην οποία βρήκαν καταφύγιο οι στρατιώτες του Καίσαρα από τη φωτιά, κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν αν η πυρκαγιά είχε εξαπλωθεί εκεί. Επίσης, ο Σενέκας ο νεότερος (1ος αι. μ.Χ.) αναφέρει οτι καταστράφηκαν 40.000 αντίτυπα στη συγκεκριμένη φωτιά. Ο αριθμός αυτός θεωρείται μικρός σε σύγκριση με το σύνολο των έργων που φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια, οπότε ακόμα και αν κάηκε η κύρια βιβλιοθήκη, η πλειοψηφία των αντιτύπων γλίτωσε την καταστροφή. Εκτός αυτού, η βασιλική βιβλιοθήκη δεν ήταν η μοναδική της πόλης, καθώς υπήρχαν τουλάχιστον ακόμη δύο, αυτές των ναών Σεραπείου και Μουσείου, η τελευταία εκ των οποίων επικοινωνούσε με την κεντρική βιβλιοθήκη.
Η επόμενη καταστροφή των έργων της βιβλιοθήκης έγινε στην εισβολή του αυτοκράτορα Αυρηλιανού, το 273 μ.Χ., κατά τον πόλεμο μεταξύ αυτού και της βασίλισσας Ζηνοβίας της Παλμύρας. Ένα μεγάλο τμήμα της Αλεξάνδρειας παραδόθηκε στις φλόγες, συμπεριλαμβανομένης και της συνοικίας στην οποία βρισκόταν η βιβλιοθήκη. Δυστυχώς, οι μαρτυρίες που έχουμε για το μέγεθος της καταστροφής δεν είναι επαρκείς. Αν κάηκε ολόκληρη η βιβλιοθήκη ή τμήμα της δεν μας είναι γνωστό, πάντως θεωρείται βέβαιο οτι πολλοί πάπυροι λεηλατήθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, που έμελλε να αποτελέσει τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Περνάμε τώρα στο 391 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος αποφασίζει με διάταγμά του την ερήμωση και καταστροφή όλων των παγανιστικών ναών, απαγορεύοντας τη λατρεία οποιασδήποτε άλλης θεότητας πέρα από το Χριστό και το Γιαχβέ των Ιουδαίων. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ξεκινά αμέσως με την καταστροφή του ναού του Σεράπιδος, στον οποίο όπως προείπαμε υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Είναι θέμα αντιδικίας μεταξύ των σημερινών ερευνητών το κατά πόσο η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε την εποχή του διατάγματος του Θεοδοσίου. Οι χριστιανοί ιστορικοί Σωκράτης ο σχολαστικός και Ορόσιος αναφέρονται στην καταστροφή αγαλμάτων και θρησκευτικών συμβόλων, χωρίς να κάνουν νύξη για βιβλία (κάτι που φυσικά μπορεί να παρέλειψαν για ευνόητους λόγους). Ακόμα, ο παγανιστής ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλινός περιγράφει και αυτός την καταστροφή του Σεραπείου, χωρίς να αναφέρεται σε βιβλία. Ο Ορόσιος αφήνει να εννοηθεί πως ένας αριθμός των έργων αυτών λεηλατήθηκε από τους χριστιανούς και μεταφέρθηκε σε εκκλησίες και μοναστήρια (6ο βιβλίο της «ιστορίας κατά των παγανιστών»): “ Σήμερα υπάρχουν σε εκκλησίες σεντούκια με βιβλία που εμείς οι ίδιοι έχουμε δει και, όταν αυτοί οι (παγανιστικοί) ναοί λεηλατήθηκαν, αυτά, όπως μας είπαν, πάρθηκαν από τους ίδιους τους ανθρώπους μας, κάτι που, σίγουρα, είναι αληθινό.”
Κυνηγώντας κατά το δυνατό την ιστορική αλήθεια, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι ο Ορόσιος αναφερόταν στο Σεράπειο, από την άλλη όμως υπήρχαν και άλλοι αρχαίοι ναοί με αξιόλογες βιβλιοθήκες, όπως το Μουσείο που αναφέραμε προηγουμένως. Για το Μουσείο, ο σύγχρονος ιστορικός Mostafa El-Abbadi γράφει στο έργο του «ζωή και μοίρα της αρχαίας βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας»: “Ο Συνέσιος της Κυρήνης (χριστιανός επίσκοπος), που σπούδασε στη σχολή της Υπατίας στα τέλη του 4ου αιώνα, είδε το Μουσείο και περιέγραψε τις εικόνες των φιλοσόφων μέσα σε αυτό. Δεν έχουμε μεταγενέστερη μαρτυρία για την ύπαρξή του κατά τον 5ο αιώνα. Καθώς ο Θέων, διακεκριμένος μαθηματικός και πατέρας της Υπατίας… ήταν ο τελευταίος καταγεγραμμένος ερευνητής-μέλος (του Μουσείου), είναι πιθανό οτι το Μουσείο δεν επέζησε πολύ μετά το διάταγμα του Θεοδοσίου το 391 να καταστρέψουν όλους τους παγανιστικούς ναούς της πόλης”. Παρατηρούμε οτι ακόμα και στην περίπτωση που το Σεράπειο ήταν άδειο από βιβλία κατά τη χριστιανική εισβολή, το Μουσείο λειτουργούσε ακόμη σαν βιβλιοθήκη, ενώ οι αναφορές σε αυτό παύουν απότομα μετά τον σύγχρονο της Υπατίας Συνέσιο. Εύκολα συμπεραίνουμε οτι τα διατάγματα του Θεοδοσίου επηρέασαν καταλυτικά τη μοίρα των τελευταίων βιβλιοθηκών που είχαν απομείνει στην Αλεξάνδρεια…
Η τελευταία χρονολογικά καταστροφή των παπύρων που φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια τοποθετείται στον 7ο αιώνα, όταν ο χαλίφης Ομάρ κατέλαβε την πόλη. Σύμφωνα με κείμενα χριστιανών του 13ου αιώνα (600 χρόνια μετά), ο χαλίφης διέταξε την καταστροφή των έργων της βιβλιοθήκης που ερχόταν σε αντίθεση με το Κοράνι και οι στρατιώτες του έκαψαν όλα τα βιβλία εκτός από αυτά του Αριστοτέλη, μια πράξη που τους πήρε 6 μήνες (!), ενώ χρησιμοποίησαν τη φωτιά για να ζεστάνουν τα δημόσια λουτρά στα οποία διασκέδαζαν. Σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, η παραπάνω ιστορία συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της εσκεμμένης παραποίησης. Οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι είχαν κάθε λόγο να λοιδορήσουν τους Μωαμεθανούς εχθρούς τους, οι οποίοι κατά την περίοδο εκείνη κατακτούσαν ολοένα και περισσότερα εδάφη. Ο ιστορικός Bernard Lewis αναφέρει: “Η σύγχρονη έρευνα έχει δείξει οτι η συγκεκριμένη ιστορία είναι εντελώς αβάσιμη. Κανένα ιστορικό κείμενο της εποχής (7ος αι.), ούτε ακόμα και τα χριστιανικά, δεν αναφέρει αυτήν την ιστορία, η οποία εμφανίζεται στον 13ο αιώνα, και σε κάθε περίπτωση η μεγάλη βιβλιοθήκη του Σεραπείου είχε ήδη καταστραφεί από τις εσωτερικές διαμάχες πριν την έλευση των Αράβων”.
Μελετώντας τα ιστορικά κείμενα της εποχής, αλλά και αυτά των σύγχρονων μελετητών, καταλήγω όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα οτι η ιστορία πρέπει να μελετάται κατά το εφικτό σφαιρικά. Επιρροές από προσωπικές απόψεις, πολιτικά και θρησκευτικά συμφέροντα, ελλιπής έρευνα και τυφλή αντιγραφή παλιότερων ιστορικών ήταν σφάλματα στα οποία έπεφταν συνέχεια οι συγγραφείς. Για να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την ιστορική αλήθεια πρέπει να μελετήσουμε όσες περισσότερες πηγές μπορούμε, ενώ από την άλλη να τις αξιολογήσουμε με βάση το πολιτικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, εθνικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούταν. Τα συμπεράσματά μου από τη μελέτη που έκανα στο παρόν θέμα είναι οτι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την τύχη των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας, της βασιλικής και αυτών του Σεραπείου και του Μουσείου.
Αυτό όμως για το οποίο μπορώ να αποφανθώ με βεβαιότητα είναι πως η πολιτική των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων καθόρισε αναπόφευκτα τη μοίρα της σπουδαίας εκείνης βιβλιοθήκης. Η έλλειψη παιδείας και αγάπης για τα γράμματα και τις επιστήμες που τους διέκρινε οδήγησε σταδιακά στην παρακμή όλων των υπολειμμάτων πολιτισμού του αρχαίου κόσμου, των φιλοσοφικών σχολών και των βιβλιοθηκών. Όταν ο Χριστιανισμός αναρριχήθηκε σε κυρίαρχη θρησκεία, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο σκοτεινά για τα δείγματα της αρχαίας διανόησης που είχαν απομείνει. Πλέον οτιδήποτε είχε σχέση με την αρχαία γνώση ταυτίζονταν αυτόματα με την ειδωλολατρεία και έπρεπε να καταστραφεί. Οι αξιωματούχοι δεν νοιάζονταν πλέον για την επιστημονική πρόοδο και την πολιτισμική ανάπτυξη, αλλά για τη μέλλουσα κρίση και τη σωτηρία των ψυχών τους! Δεν έχει λοιπόν καμία σημασία αν επί Θεοδοσίου καταστράφηκαν τα τελευταία αντίτυπα της βιβλιοθήκης ή αν κάποια επέζησαν. Το κύριο είναι πως με τη μισαλλόδοξη στάση του απέναντι στα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες, ο φανατικός και απαίδευτος αυτοκράτορας έσβησε τα τελευταία φώτα του αρχαίου κόσμου και ώθησε τους υπηκόους του ολοταχώς προς το μεσαίωνα…
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω τις τέσσερις διαδοχικές καταστροφές της βιβλιοθήκης, με όσα ιστορικά στοιχεία συνέλεξα, αλλά και να καταθέσω την άποψή μου για τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη και την παρακμή της. Το πρώτο μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε η συλλογή της βιβλιοθήκης ήταν το 48 π.Χ., κατά τη διαμάχη μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Πτολεμαίου του 13ου. Από το σύνολο των 16 ιστορικών της εποχής, οι 6 μόνο αναφέρονται στην καταστροφή της βιβλιοθήκης, ενώ οι υπόλοιποι δεν αναφέρουν τίποτα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Καίσαρας διέταξε να βάλουν φωτιά στα ίδια του τα πλοία για να αποτρέψει τον εχθρό από το να τους περικυκλώσει, μια φωτιά που στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλα τα κτίρια του λιμανιού. Σύμφωνα με την εκδοχή του Άουλου Γέλλιου, τη φωτιά την έβαλαν κατά λάθος οι στρατιώτες του Καίσαρα στο λιμάνι. Οι κατά πολύ μεταγενέστεροι (4ος αι.) Αμμιανός Μαρκελλινός και Ορόσιος συμφωνούν οτι η βασιλική βιβλιοθήκη καταστράφηκε από τη συγκεκριμένη πυρκαγιά.
Σύμφωνα όμως με τον ανώνυμο συγγραφέα των πολέμων της Αλεξάνδρειας, το κτίριο που καταστράφηκε δεν ήταν η βασιλική βιβλιοθήκη, αλλά μια αποθήκη που περιείχε αντίγραφα έργων της βιβλιοθήκης, τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από κάποιους σύγχρονους ιστορικούς, που αποδίδουν την παρανόηση σε λανθασμένη μετάφραση. Ένα ακόμα επιχείρημα των ιστορικών αυτών είναι οτι η κύρια βιβλιοθήκη βρισκόταν στη βασιλική συνοικία της πόλης, στην οποία βρήκαν καταφύγιο οι στρατιώτες του Καίσαρα από τη φωτιά, κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν αν η πυρκαγιά είχε εξαπλωθεί εκεί. Επίσης, ο Σενέκας ο νεότερος (1ος αι. μ.Χ.) αναφέρει οτι καταστράφηκαν 40.000 αντίτυπα στη συγκεκριμένη φωτιά. Ο αριθμός αυτός θεωρείται μικρός σε σύγκριση με το σύνολο των έργων που φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια, οπότε ακόμα και αν κάηκε η κύρια βιβλιοθήκη, η πλειοψηφία των αντιτύπων γλίτωσε την καταστροφή. Εκτός αυτού, η βασιλική βιβλιοθήκη δεν ήταν η μοναδική της πόλης, καθώς υπήρχαν τουλάχιστον ακόμη δύο, αυτές των ναών Σεραπείου και Μουσείου, η τελευταία εκ των οποίων επικοινωνούσε με την κεντρική βιβλιοθήκη.
Η επόμενη καταστροφή των έργων της βιβλιοθήκης έγινε στην εισβολή του αυτοκράτορα Αυρηλιανού, το 273 μ.Χ., κατά τον πόλεμο μεταξύ αυτού και της βασίλισσας Ζηνοβίας της Παλμύρας. Ένα μεγάλο τμήμα της Αλεξάνδρειας παραδόθηκε στις φλόγες, συμπεριλαμβανομένης και της συνοικίας στην οποία βρισκόταν η βιβλιοθήκη. Δυστυχώς, οι μαρτυρίες που έχουμε για το μέγεθος της καταστροφής δεν είναι επαρκείς. Αν κάηκε ολόκληρη η βιβλιοθήκη ή τμήμα της δεν μας είναι γνωστό, πάντως θεωρείται βέβαιο οτι πολλοί πάπυροι λεηλατήθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, που έμελλε να αποτελέσει τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Περνάμε τώρα στο 391 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος αποφασίζει με διάταγμά του την ερήμωση και καταστροφή όλων των παγανιστικών ναών, απαγορεύοντας τη λατρεία οποιασδήποτε άλλης θεότητας πέρα από το Χριστό και το Γιαχβέ των Ιουδαίων. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ξεκινά αμέσως με την καταστροφή του ναού του Σεράπιδος, στον οποίο όπως προείπαμε υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Είναι θέμα αντιδικίας μεταξύ των σημερινών ερευνητών το κατά πόσο η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε την εποχή του διατάγματος του Θεοδοσίου. Οι χριστιανοί ιστορικοί Σωκράτης ο σχολαστικός και Ορόσιος αναφέρονται στην καταστροφή αγαλμάτων και θρησκευτικών συμβόλων, χωρίς να κάνουν νύξη για βιβλία (κάτι που φυσικά μπορεί να παρέλειψαν για ευνόητους λόγους). Ακόμα, ο παγανιστής ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλινός περιγράφει και αυτός την καταστροφή του Σεραπείου, χωρίς να αναφέρεται σε βιβλία. Ο Ορόσιος αφήνει να εννοηθεί πως ένας αριθμός των έργων αυτών λεηλατήθηκε από τους χριστιανούς και μεταφέρθηκε σε εκκλησίες και μοναστήρια (6ο βιβλίο της «ιστορίας κατά των παγανιστών»): “ Σήμερα υπάρχουν σε εκκλησίες σεντούκια με βιβλία που εμείς οι ίδιοι έχουμε δει και, όταν αυτοί οι (παγανιστικοί) ναοί λεηλατήθηκαν, αυτά, όπως μας είπαν, πάρθηκαν από τους ίδιους τους ανθρώπους μας, κάτι που, σίγουρα, είναι αληθινό.”
Κυνηγώντας κατά το δυνατό την ιστορική αλήθεια, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι οτι ο Ορόσιος αναφερόταν στο Σεράπειο, από την άλλη όμως υπήρχαν και άλλοι αρχαίοι ναοί με αξιόλογες βιβλιοθήκες, όπως το Μουσείο που αναφέραμε προηγουμένως. Για το Μουσείο, ο σύγχρονος ιστορικός Mostafa El-Abbadi γράφει στο έργο του «ζωή και μοίρα της αρχαίας βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας»: “Ο Συνέσιος της Κυρήνης (χριστιανός επίσκοπος), που σπούδασε στη σχολή της Υπατίας στα τέλη του 4ου αιώνα, είδε το Μουσείο και περιέγραψε τις εικόνες των φιλοσόφων μέσα σε αυτό. Δεν έχουμε μεταγενέστερη μαρτυρία για την ύπαρξή του κατά τον 5ο αιώνα. Καθώς ο Θέων, διακεκριμένος μαθηματικός και πατέρας της Υπατίας… ήταν ο τελευταίος καταγεγραμμένος ερευνητής-μέλος (του Μουσείου), είναι πιθανό οτι το Μουσείο δεν επέζησε πολύ μετά το διάταγμα του Θεοδοσίου το 391 να καταστρέψουν όλους τους παγανιστικούς ναούς της πόλης”. Παρατηρούμε οτι ακόμα και στην περίπτωση που το Σεράπειο ήταν άδειο από βιβλία κατά τη χριστιανική εισβολή, το Μουσείο λειτουργούσε ακόμη σαν βιβλιοθήκη, ενώ οι αναφορές σε αυτό παύουν απότομα μετά τον σύγχρονο της Υπατίας Συνέσιο. Εύκολα συμπεραίνουμε οτι τα διατάγματα του Θεοδοσίου επηρέασαν καταλυτικά τη μοίρα των τελευταίων βιβλιοθηκών που είχαν απομείνει στην Αλεξάνδρεια…
Η τελευταία χρονολογικά καταστροφή των παπύρων που φυλάσσονταν στην Αλεξάνδρεια τοποθετείται στον 7ο αιώνα, όταν ο χαλίφης Ομάρ κατέλαβε την πόλη. Σύμφωνα με κείμενα χριστιανών του 13ου αιώνα (600 χρόνια μετά), ο χαλίφης διέταξε την καταστροφή των έργων της βιβλιοθήκης που ερχόταν σε αντίθεση με το Κοράνι και οι στρατιώτες του έκαψαν όλα τα βιβλία εκτός από αυτά του Αριστοτέλη, μια πράξη που τους πήρε 6 μήνες (!), ενώ χρησιμοποίησαν τη φωτιά για να ζεστάνουν τα δημόσια λουτρά στα οποία διασκέδαζαν. Σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, η παραπάνω ιστορία συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία της εσκεμμένης παραποίησης. Οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι είχαν κάθε λόγο να λοιδορήσουν τους Μωαμεθανούς εχθρούς τους, οι οποίοι κατά την περίοδο εκείνη κατακτούσαν ολοένα και περισσότερα εδάφη. Ο ιστορικός Bernard Lewis αναφέρει: “Η σύγχρονη έρευνα έχει δείξει οτι η συγκεκριμένη ιστορία είναι εντελώς αβάσιμη. Κανένα ιστορικό κείμενο της εποχής (7ος αι.), ούτε ακόμα και τα χριστιανικά, δεν αναφέρει αυτήν την ιστορία, η οποία εμφανίζεται στον 13ο αιώνα, και σε κάθε περίπτωση η μεγάλη βιβλιοθήκη του Σεραπείου είχε ήδη καταστραφεί από τις εσωτερικές διαμάχες πριν την έλευση των Αράβων”.
Μελετώντας τα ιστορικά κείμενα της εποχής, αλλά και αυτά των σύγχρονων μελετητών, καταλήγω όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα οτι η ιστορία πρέπει να μελετάται κατά το εφικτό σφαιρικά. Επιρροές από προσωπικές απόψεις, πολιτικά και θρησκευτικά συμφέροντα, ελλιπής έρευνα και τυφλή αντιγραφή παλιότερων ιστορικών ήταν σφάλματα στα οποία έπεφταν συνέχεια οι συγγραφείς. Για να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την ιστορική αλήθεια πρέπει να μελετήσουμε όσες περισσότερες πηγές μπορούμε, ενώ από την άλλη να τις αξιολογήσουμε με βάση το πολιτικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, εθνικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούταν. Τα συμπεράσματά μου από τη μελέτη που έκανα στο παρόν θέμα είναι οτι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για την τύχη των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας, της βασιλικής και αυτών του Σεραπείου και του Μουσείου.
Αυτό όμως για το οποίο μπορώ να αποφανθώ με βεβαιότητα είναι πως η πολιτική των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων καθόρισε αναπόφευκτα τη μοίρα της σπουδαίας εκείνης βιβλιοθήκης. Η έλλειψη παιδείας και αγάπης για τα γράμματα και τις επιστήμες που τους διέκρινε οδήγησε σταδιακά στην παρακμή όλων των υπολειμμάτων πολιτισμού του αρχαίου κόσμου, των φιλοσοφικών σχολών και των βιβλιοθηκών. Όταν ο Χριστιανισμός αναρριχήθηκε σε κυρίαρχη θρησκεία, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο σκοτεινά για τα δείγματα της αρχαίας διανόησης που είχαν απομείνει. Πλέον οτιδήποτε είχε σχέση με την αρχαία γνώση ταυτίζονταν αυτόματα με την ειδωλολατρεία και έπρεπε να καταστραφεί. Οι αξιωματούχοι δεν νοιάζονταν πλέον για την επιστημονική πρόοδο και την πολιτισμική ανάπτυξη, αλλά για τη μέλλουσα κρίση και τη σωτηρία των ψυχών τους! Δεν έχει λοιπόν καμία σημασία αν επί Θεοδοσίου καταστράφηκαν τα τελευταία αντίτυπα της βιβλιοθήκης ή αν κάποια επέζησαν. Το κύριο είναι πως με τη μισαλλόδοξη στάση του απέναντι στα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες, ο φανατικός και απαίδευτος αυτοκράτορας έσβησε τα τελευταία φώτα του αρχαίου κόσμου και ώθησε τους υπηκόους του ολοταχώς προς το μεσαίωνα…