Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Προμηθεὺς δεσμώτης (609-639)

ΠΡ. λέξω τορῶς σοι πᾶν ὅπερ χρῄζεις μαθεῖν,
610 οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ᾽, ἀλλ᾽ ἁπλῷ λόγῳ,
ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα.
πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ᾽ ὁρᾷς Προμηθέα.
ΙΩ. ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς,
τλῆμον Προμηθεῦ, τοῦ δίκην πάσχεις τάδε;
615 ΠΡ. ἁρμοῖ πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους.
ΙΩ. οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρειὰν ἐμοί;
ΠΡ. λέγ᾽ ἥντιν᾽ αἰτεῖ· πᾶν γὰρ ἂν πύθοιό μου.
ΙΩ. σήμηνον ὅστις ἐν φάραγγί σ᾽ ὤχμασεν.
ΠΡ. βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ.
620 ΙΩ. ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις;
ΠΡ. τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον.
ΙΩ. καὶ πρός γε τούτοις τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης
δεῖξον, τίς ἔσται τῇ ταλαιπώρῳ χρόνος.
ΠΡ. τὸ μὴ μαθεῖν σοι κρεῖσσον ἢ μαθεῖν τάδε.
625 ΙΩ. μήτοι με κρύψῃς τοῦθ᾽ ὅπερ μέλλω παθεῖν.
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος.
ΙΩ. τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν;
ΠΡ. φθόνος μὲν οὐδείς, σὰς δ᾽ ὀκνῶ θράξαι φρένας.
ΙΩ. μή μου προκήδου μᾶσσον ὧν ἐμοὶ γλυκύ.
630 ΠΡ. ἐπεὶ προθυμῇ, χρὴ λέγειν· ἄκουε δή.
ΧΟ. μήπω γε· μοῖραν δ᾽ ἡδονῆς κἀμοὶ πόρε.
τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον,
αὐτῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας·
τὰ λοιπὰ δ᾽ ἄθλων σοῦ διδαχθήτω πάρα.
635 ΠΡ. σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν,
ἄλλως τε πάντως καὶ κασιγνήταις πατρός.
ὡς τἀποκλαῦσαι κἀποδύρασθαι τύχας
ἐνταῦθ᾽, ὅπου μέλλοι τις οἴσεσθαι δάκρυ
πρὸς τῶν κλυόντων, ἀξίαν τριβὴν ἔχει.

***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλα θα σου τα πω, που λαχταράς να μάθεις,
610 με λόγια απλά και ξάστερα, δίχως να πλέκω
αινίγματα, μα όπως σε φίλους είναι δίκιο
ν᾽ ανοίγεις στόμα: Λοιπόν είμαι ο Προμηθέας
εγώ, που στους ανθρώπους τη φωτιά έχω δώσει.
ΙΩ
Ω, που είδαν τόσο όλοι οι θνητοί καλό από σένα,
δύστυχε Προμηθέα, γιατί να πάσχεις τέτοια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ότι κι έπαψα πια να θρηνώ τα δεινά μου.
ΙΩ
Τότε λοιπόν αυτή τη χάρη δε μου κάνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λέγε ν᾽ ακούσω, κι ό,τι μου ζητάς θα μάθεις.
ΙΩ
Πε μου, ποιός σ᾽ αλυσόδεσε σ᾽ αυτούς τους βράχους;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Του Δία είναι η βουλή και του Ήφαιστου το χέρι.
ΙΩ
620 Και ποιό το κρίμα το βαρύ που έτσι πλερώνεις;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι αρκετά κι αυτά που σου έχω φανερώσει.
ΙΩ
Μα καν δε θα μου πεις να ξέρω ακόμη, πότε
τέλος θα δω η ταλαίπωρη στους παιδεμούς μου;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θα ᾽ταν καλύτερα για σε να μην το μάθεις.
ΙΩ
Μη μου το κρύβεις ό,τι ᾽ναι γραφτό να πάθω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε στο ζηλεύω αυτό που μου ζητάς το δώρο.
ΙΩ
Λοιπόν γιατί μ᾽ αργείς και δε μου λες τα πάντα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Φτάνει να θες, μα δεν τολμώ να σε ταράξω.
ΙΩ
Μη γνοιάζεσαι για με πιότερο κι απ᾽ την ίδια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
630 Ανάγκη, αφού έχεις τόση βια· και λοιπόν άκου.
ΧΟΡΟΣ
Μη ακόμα· δωσ᾽ κι εμένα μέρος απ᾽ τη χάρη·
πρώτα ν᾽ ακούσομε απ᾽ αυτή να μας πει η ίδια
τη συμφορά και τις βαριόμοιρές της τύχες,
κι όσ᾽ άλλα πια της μέλλουνται, από σε ας τα μάθει.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σε σένα στέκει, Ιώ, τη χάρη να των κάμεις,
μια που είναι μάλιστα κι αδερφές του πατρός σου·
γιατί και να κλαυτεί κανείς και να θρηνήσει
τα πάθη του, όταν θα βρει δάκρυα από κείνους
που τον ακούουν, ο κόπος του δεν πάει του κάκου.

Η ΣΚΟΠΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός εμφανίζεται, λοιπόν, ως το κατά προτίμηση αντικείμενο της προσοχής και της σκέψης του Θουκυδίδη· όμως, η όψη που αποκτά μέσα στο έργο είναι ηθελημένα απογυμνωμένη. μάλιστα ορισμένες φορές και ατελής. Ωστόσο, καθένα από τα χαρακτηριστικά που, δίκαια ή άδικα, θυσιάζει και αφήνει στη σκιά ο Θουκυδίδης, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα ένα στοιχείο που δεν εισέρχεται στην κρίση που εκφέρει: η καθεμιά παράλειψη εξηγείται από μια βαθύτερη διανοητική διάθεση, η οποία ανιχνεύεται σε όλους τους τομείς. Προβάλλοντας την εικόνα της αθηναϊκής φιλοδοξίας, αναγνωρίζει αναμφίβολα την ευθύνη της Αθήνας· αδιαφορώντας για την αθηναϊκή κυριαρχία, δείχνει μια έλλειψη ευαισθησίας για τα σφάλματά της. Γι' αυτό η κρίση του διαφοροποιείται τόσο από ορισμένες απολογίες όσο και από ορισμένες επιθέσεις.
 
Όμως, πιο συγκεκριμένα, οι παραλείψεις που σημειώνονται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό μπορούν να μας βοηθήσουν έτσι ώστε να διευκρινίσουμε εκ προοιμίου την ποιότητα αυτής της κρίσης, ή καλύτερα να απορρίψουμε εκ προοιμίου ορισμένες συσχετίσεις, που θα ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν ως a priori προσδιορισμοί.
 
Εννοούμε τις απόψεις που συνδέουν τον ιμπεριαλισμό με μια ολόκληρη σειρά από θεωρητικές εκτιμήσεις, που εκτείνονται από το πιο αφηρημένο αίσθημα ηθικής μέχρι τα παραταξιακά δόγματα της μιας ή της άλλης πολιτικής ομάδας, καθώς και διάφορες ενδιάμεσες έννοιες, όπως το αίσθημα του πανελληνισμού.
 
Οι ηθικές εκτιμήσεις δεν παρεμβαίνουν, πράγματι, με κανένα τρόπο στην κρίση του Θουκυδίδη. Και παρ’ όλο που είναι βέβαιο ότι ο ίδιος έδινε τεράστια αξία στην ιδέα της δικαιοσύνης και σε όλα τα θέματα ηθικής τάξεως - και μόνο η ανάλυσή του στο Γ΄. 82 για τις ταραχές στην Ελλάδα θα έφτανε για να το αποδείξει -, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν εννοεί να τις χρησιμοποιήσει ως κριτήρια στη διαμόρφωση της κρίσης του για τον ιμπεριαλισμό. Αλλιώς δεν θα είχε παραμερίσει, όπως έκανε, τα “εγκλήματα” της Αθήνας, δεν θα είχε προσφέρει στους αντιπάλους του ιμπεριαλισμού την ευκαιρία να εκφωνούν μια ολόκληρη σειρά λόγων, οι οποίοι, την ίδια στιγμή που καταγγέλλουν την ύπαρξή του, δεν επισημαίνουν ποτέ τα άδικά του. Δηλώνουν ασφαλώς ότι η Αθήνα είναι ένοχη (ἀδικεῖ), αλλά δεν παραπέμπουν σε καμία απολύτως ηθική έννοια· η ενοχή που καταγγέλλουν, είναι καθαρά πολιτική· συνίσταται στην περιφρόνηση των συνθηκών ή στην επίθεση· αναγκαστικά δημιουργεί αντιστάσεις· αλλά δεν εκτείνεται πέρα από την περιοχή του γεγονότος και, τελικά, του προφανούς. Διότι αυτός ο “άδικος” χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού είναι κάτι παραδεκτό και ασυζήτητο· ο Θουκυδίδης το δηλώνει καθαρά ευθύς εξαρχής, όταν γράφει στο Α΄. 98. 4: πρώτη τε αὕτη πόλις ξυμμαχίς παρά τό καθεστηκός ἐδουλώθη. Οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές δεν νοιάζονται να το διαψεύσουν[1]. Μόνο που δεν βλέπουν την αδικία, παρά μια κατάσταση κανονική και ολότελα δικαιολογημένη μέσα στην τάξη της πραγματικότητας· δέχονται την άσκηση μιας άδικης πολιτικής, όπως ένας τύραννος δέχεται την άσκηση μιας άδικης εξουσίας, επειδή το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν δεν είναι πρόβλημα ηθικής τάξεως. Και, καθώς φαίνεται, ο Θουκυδίδης δεν έβλεπε διαφορετικά το όλο θέμα. Η απόδειξη είναι ότι ακόμη και εδώ οι αντίπαλοι πρόθυμα συμφωνούν και ότι οι λόγοι εναντίον του ιμπεριαλισμού συχνά σ’ αυτό το σημείο υιοθετούν την άποψη του κατακτητή. Οι Κορίνθιοι καταλογίζουν στους Λακεδαιμονίους την πραγματική ευθύνη για τα γεγονότα, εφόσον δεν κατάφεραν να τα αποφύγουν[2]· ο Ερμοκράτης δηλώνει ότι το σφάλμα βαραίνει αυτούς που υποχωρούν και ότι το ιμπεριαλιστικό αίσθημα της Αθήνας είναι μια φυσική διάθεση μέσα στον άνθρωπο[3]· τα ίδια και στην Αθήνα, όταν ο Διόδοτος αντιτίθεται στις υπερβολές του Κλέωνα και υπερασπίζεται εναντίον του τη μετριοπάθεια, εξηγεί πολύ καθαρά ότι δεν έχει καμία πρόθεση να αναμίξει τη δικαιοσύνη με τις πολιτικές υποθέσεις[4]. Παντού ο ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζεται ως γεγονός. Αντιβαίνει στη δικαιοσύνη, και κάτι τέτοιο προκαλεί θλίψη. Αλλά, όσο και να είναι βέβαιη η ηθική καταδίκη, παραμένει εντούτοις στη δεύτερη γραμμή· δεν είναι το θέμα που ο Θουκυδίδης εννοεί να εξετάσουν οι ρήτορές του, και κατά κάθε βεβαιότητα δεν είναι αυτό το θέμα του. Και, πάντως, η ίδια η αφήγηση δεν διαφέρει, ως προς τις αρχές που τη διαπνέουν, από τους λόγους που παρεμβάλλονται. Μεταξύ άλλων, η “Πεντηκονταετία” αρκείται να εξηγήσει με έναν αδιάφορο τρόπο την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού· τον διαπραγματεύεται όπως ένα οποιοδήποτε δεδομένο, με μια αντικειμενική αμεροληψία, πάρα πολύ χαρακτηριστική[5]. Για τον Θουκυδίδη, στο άδικο της Αθήνας αντιστοιχεί το διαφορετικό, αλλά όχι μικρότερο, άδικο της Σπάρτης. Φαίνεται να δέχεται ότι γενικά οι άνθρωποι και οι πόλεις πράττουν κατά το συμφέρον τους[6] και ότι πάνω σ’ αυτή τη βάση πρέπει να τοποθετούνται όλα τα προβλήματα που αναφέρονται στις μεταξύ τους σχέσεις. Και επειδή βλέπει τον ιμπεριαλισμό ως ένα δεδομένο που εντάσσεται στην τάξη των πολιτικών πραγμάτων, η κρίση του για αυτόν δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από πολιτική[7].
 
Ούτε και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν επιτρέπει να εισχωρήσει το αίσθημα της ελληνικής αδελφοσύνης. Ο Grundy αποφαίνεται ότι ο Θουκυδίδης ψέγει τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, στον βαθμό που αγανακτεί “βλέποντας Έλληνες να υποδουλώνουν άλλους Έλληνες”[8].
 
Αλλά, αν ήταν έτσι, ο Θουκυδίδης θα τόνιζε περισσότερο και την παραβίαση του ίδιου του σκοπού της ομοσπονδίας, και την κατάλυση της αυτονομίας στις σύμμαχες πόλεις, και, κυρίως, την αντίθεση ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά προγράμματα, το ακραίο και το μετριοπαθές· κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και δεν θα μπορούσε να συμβεί, γιατί θα σήμαινε πως αισθανόταν αρκετά έντονα την αντίθεση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βαρβάρους, δηλαδή κάτι τελείως αντίθετο προς τη δική του σκέψη.
 
Όπως δεν επιδιώκει να αναδείξει την προστατευτική δράση της Αθήνας για τους άλλους Έλληνες, αποφεύγει επίσης να αποδοκιμάσει, στο όνομα της συγγένειας των Ελλήνων, τη μορφή που παίρνει ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός. Οι Έλληνες και οι Βάρβαροι βρίσκονται στην ίδια μοίρα -και η ιδέα αυτή γίνεται ακόμα πιο αποδεικτική, εφόσον δεν ταυτίζεται με τη γενική αντίληψη[9]. Επίσης δεν αγανακτεί όταν, στο βιβλίο Η΄, η Σπάρτη συνάπτει συμφωνία με τον Μεγάλο Βασιλιά[10]· ήδη δεν τον ενδιέφεραν οι πρώτες διαπραγματεύσεις που γίνονταν στην αρχή του πολέμου[11]· και με ευχαρίστηση αναφέρει πλάι – πλάι Έλληνες και Βαρβάρους (όπως στο Α'. 82. 1) ή σημειώνει τη σύμπρα­ξή τους στον κατάλογο του Ζ΄. 57.
 
Επιπλέον, σε ένα απόσπασμα όπου η συγκίνηση δεν μπορεί να κρυφτεί, δείχνει τον Περικλή να υπερηφανεύεται τόσο πολύ, ακριβώς επειδή πολύ η αθηναϊκή κυριαρχία ασκείται, όπως θάλεγε ο Grundy, πάνω σε Έλληνες: Ἑλλήνων τε ὅτι Ἕλληνες πλείστων δή ἤρξαμεν (Β΄. 64. 3): χωρίς αμφιβολία, το γεγονός ότι οι υπήκοοι είναι λαοί πολιτισμένοι, που κανονικά θα ήταν ανεξάρτητοι, του φαίνεται ότι αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο τίτλο δόξας.
 
Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, κρίνει τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό από τη θέση όχι της Ελλάδας αλλά της Αθήνας. Η Ελλάδα μπορεί να βλάπτεται από αυτόν τον ιμπεριαλισμό, όπως βλάπτεται και η ηθική· αυτή η δεύτερη αντίρρηση έχει ακόμη λιγότερη σημασία από την προηγούμενη· βλέπει την κατακτητική πολιτική αποκλειστικά σε αναφορά με την πόλη, και την κρίνει μόνο ως προς αυτήν.
 
Τέλος, ακόμα και αυτά τα όρια δεν είναι αρκετά περιοριστικά. Πρέπει επίσης να αποκλεισθούν όλες εκείνες οι αντιλήψεις που συνδέουν τον ιμπεριαλισμό με ένα ορισμένο σύστημα και με μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Εξαιτίας των κατηγορηματικών επικρίσεων του Θουκυδίδη για τις ακρότητες της δημοκρατίας, και για ανθρώπους σαν τον Κλέωνα[12], εξαιτίας του εγκωμίου του για το καθεστώς του Θηραμένη[13], κάποιοι θέλησαν να τον δουν σαν έναν από εκείνους τους “αντιδραστικούς” που τους ενοχλούσαν συγχρόνως και το δημοκρατικό καθεστώς και η ιμπεριαλιστική πολιτική[14]. Η κρίση είναι πολύ εσπευσμένη. Ασφαλώς, η απέχθεια του Θουκυδίδη για την ακραία δημοκρατία είναι καλά τεκμηριωμένη· όμως, άνθρωποι με πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις κατέκριναν ομόφωνα τις έκδηλες ακρότητες στις οποίες αυτή παρασύρθηκε· και δεν χρειαζόταν κανένας κομματικός ζήλος, για να είναι κάποιος αυστηρός απέναντι τους. Άρα, με εξαίρεση αυτό το σημείο, η ένταξη του Θουκυδίδη σε ένα συγκεκριμένο κόμμα μοιάζει αρκετά δύσκολη: επιδοκίμασε το καθεστώς του Θηραμένη· όμως επιδοκίμασε άλλο τόσο ανεπιφύλαχτα το καθεστώς του Περικλή, αυτό το καθεστώς που, όπως λέει, ήταν δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα παραχωρούσε την εξουσία σε ένα μόνο άτομο (Β΄. 65. 9)· υπερασπίστηκε εν παρόδω ως και το καθεστώς των αρχαίων τυράννων (ΣΤ΄. 54). Αλλά οι γνήσιοι “μετριοπαθείς”, οι άνθρωποι του κόμματος του Θηραμένη, δεν συμμερίζονταν κανέναν από τους δύο αυτούς θαυμασμούς· και ιδιαίτερα δεν συμμερίζονταν καθόλου τη φλογερή συμπάθεια του Θουκυδίδη για το έργο και το πρόσωπο του Περικλή· αυτοί πήγαιναν πίσω στον Σόλωνα, στον Κλεισθένη[15]· και, τουλάχιστον για αυτόν τον λόγο, ο Θουκυδίδης δεν μπορεί να εξομοιωθεί μαζί τους[16].
 
Όμως, πάνω απ’ όλα, ό,τι εμποδίζει τον Θουκυδίδη σ’ αυτό το σημείο να κρίνει με μονομέρεια και να έχει τις αντιδράσεις του οπαδού μιας, οποιασδήποτε, πολιτικής παράταξης, είναι ακριβώς η άρνη­σή του να συνδέσει εκ των προτέρων τα δύο προβλήματα, το εσωτερικό και το εξωτερικό· αν δεν ήταν έτσι, πράγματι δεν θα είχε αφήσει στη σκιά τις σχέσεις που συνέδεαν γενικά τον ιμπεριαλισμό με την πολιτική ζωή της Αθήνας. Αν σκόπιμα αγνόησε τις δογματικές αντιθέσεις και τους δεσμούς που ένωναν τον ιμπεριαλισμό και τη δημοκρατία, η αιτία είναι ότι, από τη δική του σκοπιά, τα διάφορα πεδία παρέμεναν ανεξάρτητα. Ο Ed. Lange, στην πολύ διεισδυτική και διεξοδική μελέτη του Thucydide et lespartis (Ο Θουκυδίδης και τα κόμματα), κατόρθωσε να αποσπάσει τον Θουκυδίδη από όλες τις γνωστές ομάδες και να διακρίνει κατηγορίες αναφορών στην εξωτερική πολιτική, στην εσωτερική πολιτική και στα κοινωνικά δεδομένα. Για τον Θουκυδίδη, ο ιμπεριαλισμός ανήκε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και στην αποτίμησή του για αυτό το θέμα δεν αφήνει να παρέμβει κανένα στοιχείο ξένο ως προς το πεδίο που εξετάζει.
 
Συνάγεται, λοιπόν, ότι το θέμα για αυτόν είναι να κρίνει μια ορισμένη πολιτική, από μια καθαρά πρακτική σκοπιά, λαμβάνοντας υπόψη μόνο ό,τι αφορά την Αθήνα και εξετάζοντας μόνο τα θέματα του εξωτερικού τομέα. Και ακριβώς αυτή η αυστηρότητα με την οποία περιχαρακώνει το πρόβλημα, αυτή η αμέτοχη αντιμετώπιση, αυτή η άρνηση κάθε προκατάληψης, εξηγούν συνολικά τόσο τις αποχρώσεις της κρίσης του όσο και τις οξύτητες που αυτή προκάλεσε. Γιατί το πρόβλημα, όπως το θέτει, συνεχώς ανανεώνεται. Καμιά εκ των προτέρων αιτία δεν υπαγορεύει τον έπαινο ή την επίκρισή του. Μόνο οι περιστάσεις προστάζουν. Το νόημα και η αξία των μέτρων που λαμβάνονται διαδοχικά, προσδιορίζονται μόνο από την επικαιρότητά τους. Ο Θουκυδίδης αγαπάει τη δύναμη της Αθήνας· την εγκωμιάζει με λέξεις γεμάτες από συγκίνηση· θαυμάζει τους συντελεστές της· ξέρει όμως και να επικρίνει όλους όσους θέλησαν να την αναπτύξουν με τρόπους αδέξιους ή υπερβολικούς ή άκαιρους: μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κατασταλαγμένη μορφή της κρίσης του δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο μέσα από συσχετισμούς μιας ολόκληρης σειράς αποτιμήσεων, που αλληλοπεριορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
 
Επειδή, όμως, οι αποτιμήσεις αυτές αντιστοιχούν σε μια σειρά ανεξάρτητων κρίσεων, η σύγκλισή τους δεν γίνεται πάντοτε με τρόπο προφανή: ο Θουκυδίδης παρουσιάζει με αυστηρότητα την έλλειψη μετριοπάθειας του Κλέωνα, αλλά δηλώνει επίσης, μέσα από τα λεγόμενα του Περικλή, ότι οι δυνατότητες της Αθήνας είναι σχεδόν απεριόριστες· παρουσιάζει με αυστηρότητα την απερισκεψία του Αλκιβιάδη, δηλώνει όμως για την εκστρατεία της Σικελίας ότι το πιο μεγάλο λάθος βρισκόταν στην εκτέλεση παρά στην αρχή που την υπαγόρευσε, και, σε άλλο σημείο, ότι είναι μεγάλο λάθος να υποτιμάται η αθηναϊκή δύναμη. Υπάρχουν διατυπώσεις σχεδόν όμοιες για τον Περικλή και τον Κλέωνα από τη μία πλευρά, για τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη από την άλλη· εντούτοις, η γενική αποτίμηση μεταβάλλεται από τη μία στην άλλη περίπτωση. Η μετριοπάθεια παρουσιάζεται ως αρετή ουσιαστική για ορισμένες πόλεις και σε ορισμένες περιπτώσεις· όμως, για άλλες πόλεις ή σε άλλες περιπτώσεις, παραχωρεί τη θέση της στην τόλμη. Τίποτα δεν είναι ορισμένο εκ των προτέρων και σε καθεμιά περίπτωση όλα εξαρτώνται από τις περιστάσεις της στιγμής.
 
Συνάγεται, λοιπόν, ότι η ίδια η αντικειμενικότητα του Θουκυδίδη προσδιορίζει με ακρίβεια το έργο που αναλάβαμε σ’ αυτή τη μελέτη· και, επειδή ο ίδιος αντιμετώπισε την καθεμιά ενέργεια της Αθήνας αυτή καθαυτήν, όπως έγινε και τη στιγμή που έγινε, οφείλουμε και εμείς με τη σειρά μας να εξετάσουμε καθένα από τα επεισόδια που ανιστορούν τις αθηναϊκές ενέργειες, αυτό καθαυτό και σε συνάρτηση με τον χρόνο της σύνταξής του. Όταν θα έχουμε κατορθώσει να αποκαταστήσουμε μία ισορροπία ή μία αλληλουχία ανάμεσα σ’ αυτά τα ποικίλα και φαινομενικά ασύμφωνα στοιχεία, θα μπορέσουμε να καταδείξουμε τη γενική κρίση του Θουκυδίδη για την αξία του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. 
--------------------
[1] Πβ. Α΄. 76. 2· Β΄. 63. 2· Γ΄. 40. 4· Ε΄. 89· ΣΤ΄. 85. 1. 
[2] Α΄. 69. 1: οὐ γάρ ὁ δουλωσάμενος ἀλλ’ ὁ δυνάμενος μέν παῦσαι, περιορῶν δέ ἀληθέστερον αὐτό δρᾷ, εἴπερ καί τήν ἀξίωσιν τῆς ἀρετῆς ὡς ἐλευθερῶν τήν Ἑλλάδα φέρεται.
[3] Δ΄. 61. 5: καί τούς μέν Ἀθηναίους ταῦτα πλεονεκτεῖν τε καί προνοεῖσθαι πολλή ξυγγνώμη, καί οὐ τοῖς ἄρχειν βουλομένοις μέμφομαι, ἀλλά τοῖς ὑπακούειν ἑτοιμοτέροις οὖσιν· πέφυκε γάρ τό ἀνθρώπειον διά παντός ἄρχειν μέν τοῦ εἴκοντος, φυλάσσεσθαι δε τό ἐπιόν.
[4] Γ΄. 47. 5: καί τό Κλέωνος τό αὐτό δίκαιον καί ξύμφορον τῆς τιμω­ρίας οὐχ εὑρίσκεται ἐν αὐτῷ δυνατόν ὄν ἅμα γίγνεσθαι.
[5] Πβ. Lange, σελ. 629 - 630.
[6] Πβ. Lange, παρακάτω, σελ. 348.
[7] Αυτό δεν θα εμποδίσει την ανάλυση να αναχθεί σε έννοιες της ηθικής, οι οποίες όμως θα αποτελέσουν μέρος μιας αντικειμενικής διερεύνησης, έστω και αν πρόκειται να ενταχθούν στη διατύπωση μιας άμεσης κρίσης.
[8] Grundy, σελ. 32. Πρέπει εξάλλου να πούμε ότι το παράθεμα στο οποίο βασίζεται, είναι το Α'. 98. 4, που είδαμε προηγουμένως· το θέμα είναι ότι σ’ αυτό ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει μάλλον τη νομική παράβαση παρά το πλήγμα που υφίσταται η αυτονομία των Ελλήνων.  
[9] Βρίσκουμε στον Ηρόδοτο την πρώτη εμφάνιση του αισθήματος του πανελληνισμού (πβ. ιδιαίτερα το Η'. 144). Στην Αθήνα του 5ου αιώνα, η ιδέα βρίσκεται σε συνάρτηση με την κριτική του κατακτητικού ιμπεριαλισμού, κατά το μέτρο που αυτός εξακολουθεί να αγωνίζεται εναντίον της Σπάρτης. Βρίσκουμε έ­ναν πολύ σαφή απόηχο στον Αριστοφάνη, ιδιαίτερα σε έργα όπως η Ειρήνη ή η Λυσιστράτη (πβ. σχετικά με αυτό το σημείο: W. Meredith Hugill, Panhellenism in Aristophanes, University Chicago Press, 1936). Στον Ευριπίδη, τα σπάνια έργα όπου θα το συναντήσουμε, όπως η Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε στιγμές κατά τις οποίες ο δημιουργός τους χάνει την ελπίδα της νίκης. Η έκβαση βρίσκεται στα μεγάλα δόγματα του πανελληνισμού του 4ου αιώνα, με τον Γοργία, τον Λυσία και κυρίως τον Ισοκράτη. Συνολικά για το θέμα, πβ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του J.H. Sussmann, Die Grundziige der Panhellenischen Idee im V und IV Jahruhunder v. Chr., Diss. In., Zurich, 1921 και, κυρίως, του Mathieu, These, III, L Unite hellenique avant Isocrate, σελ. 17-28. Πβ. εξάλλου και, σελ. 244.
[10] Ωστόσο, το σκάνδαλο είναι βεβαιωμένο (και μόνο η αντίθεση του Λίχα στο Η΄. 43. 3 θα έφτανε για να πεισθούμε)· και η έμπρακτη αυτή εγκατάλειψη της πολιτικής της “απελευθέρωσης” καθιστούσε την ενέργεια ακόμη πιο προκλητική.
[11] Πβ. Α΄. 82.1 και Β΄. 67.1· πρόκειται για απόπειρες των Λακεδαιμονίων, αλλά και οι δύο περιπτώσεις μνημονεύονται σαν κάτι δευτερεύον και ασφαλώς δεν οφείλεται σε πατριωτικούς ενδοιασμούς, όπως πιστεύει ο Glotz (σελ. 159), το ότι ο Θουκυδίδης δεν κάνει λόγο για την ειρήνη του Καλλία ή για το αττικο-περσικό σύμφωνο του 424· η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στις αρχές γενι­κής φύσεως που εξετάστηκαν στο δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της μελέτης μας.
[12] Γ΄. 36. 6· Δ΄. 28. 5· πβ. για την περιφρόνηση που δείχνει απέναντι στον όχλο: Β΄. 65.4· Δ΄. 28. 3· Δ΄. 65. 3 - 4 κ.λπ.
[13] Το Η΄. 97.2: καί οὐχ ἥκιστα δή τόν πρῶτον χρόνον ἐπί γ’ ἐμοῦ Ἀθη­ναῖοι φαίνονται εἰ πολιτεύσαντες· μετρία γάρ ἥ τε ἐς τοΰς ὀλίγους καί τούς πολλούς ξύγκρασις ἐγένετο· τόν πρῶτον χρόνον ἐπί γ’ έμοῦ, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά όπως το κατανοούν ο Classen και ο Herbst: “για πρώτη φορά από τότε που ζω”· το παράδειγμα του Ζ΄. 87. 1 (τούς πρώτους χρόνους) που αναφέρει ο Lange, είναι πολύ διαφορετικό.
[14] Ο συγγραφέας του Βίου προχωρεί ακόμη πιο πέρα: δηλώνει στην παράγραφο 4 ότι ολόκληρο το έργο εξηγείται με τη μνησικακία που έτρεφε ο Θουκυδίδης για αυτούς που τον εξόρισαν· και ότι, κατά συνέπεια, το έργο του είναι μονομερές διά τοῦτο δοκεῖ πολλά χαρίζεσθαι μέν Αακεδαιμονίοις, κατηγορεῖν δέ Ἀθηναίων τυραννίδα καί πλεονεξίαν. Η βεβαιότητα, έτσι όπως διατυπώνεται, συνιστά ηλιθιότητα, όμως αποκαλύπτει τους πειρασμούς που προσφέρονται σε έναν απρόσεκτο παρατηρητή.
[15] Είναι αυτό που κάνει επίσης ο Ισοκράτης· πβ. Mathieu, These, σελ. 22 και 138.
[16] Είναι αυτό που δέχεται ιδιαίτερα ο Ed. Meyer (ForschII, σελ. 403)· ο Θουκυδίδης εκπροσωπεί ευρύτερα, όπως πολύ σωστά το σημειώνει ο Beloch (Att. Pol., σελ. 20 σημ. 1) την άποψη της τάξης των ευπόρων, που διάκειντο ευνοϊκά απέναντι στον Περικλή.

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΓΝΩΣΗΣ

Επίγνωση (στην Πραγματική Βιωματική Προσέγγισή της – άσχετα πως το αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος) Είναι Αυτοαναβλύζουσα Αντίληψη της Ύπαρξης, που στην Βάση της, στην Πλήρη Λειτουργία της και στην Αληθινή Κατάστασή της, Είναι Αντίληψη Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Όρια, Χωρίς Περιεχόμενο – Μια Αδιαφοροποίητη Αντίληψη Συνέχειας, Αιωνιότητας, Πληρότητας κι Ολοκλήρωσης.
 
Όταν η Επίγνωση Συσχετίζεται με Περιεχόμενο τότε αποκτά ένα Απεριόριστο Βάθος, σαν Χώρος Αντίληψης, Βάθρο Αντίληψης πάνω στο Οποίο μπορεί να θεωρηθεί, (να θεμελιωθεί, να παρατηρηθεί και να αναλυθεί) το ιδιαίτερο. Η Επίγνωση του Χώρου Ύπαρξης, της Ενότητας του Αδιαφοροποίητου, όχι μόνο Προηγείται αλλά και Προϋποτίθεται σε κάθε επίγνωση του ιδιαίτερου. Η επίγνωση του ιδιαίτερου δεν είναι παρά μια πολύ μερική επίγνωση-αντίληψη, μια εξαρτημένη κατάσταση αντίληψης και ποτέ (ποτέ) η πλήρης ολοκληρωμένη επίγνωση. Η Επίγνωση Είναι το Λευκό Φόντο που είτε Υπάρχει Από Μόνο του, στην Καθαρή Κατάστασή του, είτε χρησιμοποιείται σαν Φόντο, Βάση πάνω στην Οποία σχηματίζεται οποιοδήποτε σχήμα, που αποτελεί είτε ένα ολοκληρωμένο «νόημα», είτε στοιχείο κάποιου νοήματος (ύπαρξης, δραστηριότητας, κατάστασης, κλπ.)… Αυτό το Λευκό Φόντο είναι Πλήρες Δυνάμεως Δυνατότητας και Ζωής κι όχι «κενός» «ανύπαρκτος» «χώρος»… Επιτέλους, είναι θέμα απλής κοινής λογικής: για να γράψεις κάτι χρειάζεσαι χαρτί, ή κάποιο άλλο υλικό σαν βάση.
 
Συνήθως οι άνθρωποι (από τους φιλοσόφους, επιστήμονες, μέχρι τους απλούς ανθρώπους) αντιλαμβάνονται την «Επίγνωση» και την ορίζουν σαν «επίγνωση του κάτι» (επειδή ακριβώς δεν έχουν «εμπειρία» κάποιας άλλης κατάστασης επίγνωσης). Παραβλέπουν, τόσο την  Ουσιαστική Παρουσία (τους) που Συνιστά την Επίγνωση, όσο και το Πλαίσιο Χώρο Αντίληψης και προσδιορίζουν και ορίζουν σαν επίγνωση μόνο την άμεση παρούσα συμβαίνουσα αντίληψη του συγκεκριμένου (δηλαδή δεν έχουν αντίληψη του πλήρους φαινομένου αλλά μόνον του «περιεχομένου»). Αυτή είναι μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση ενός Φαινομένου, που έχει τις Αιτίες του, τις Ρίζες του, την Ουσιαστική Λειτουργία του, πολύ βαθιά (μεταφυσικά), πολύ μακριά (μέσα στην ποικιλία των καταστάσεων επίγνωσης που είναι δυνατές), και πολύ ψηλότερα από το απλό «κοίταγμα» του αφελούς ανθρώπου, και ασφαλώς (γελάμε με αυτό ακόμα κι αν διατυπώνεται από δήθεν επιστήμονες και) δεν μπορούμε να πάρουμε μια τέτοια αντίληψη στα σοβαρά… Κάποιοι θεωρούν ακόμα την επίγνωση σαν επιφαινόμενο της υλικής εγκεφαλικής λειτουργίας και δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι μπορεί να υπάρξει «Επίγνωση» χωρίς ύλη, χωρίς εγκέφαλο, χωρίς έμβια ζωή. Παραβλέπουν προκλητικά το γεγονός ότι προϋποτίθεται η «Επίγνωση» για να μπορέσουν να συλλάβουν όλες αυτές τις ωραίες ηλίθιες θεωρίες - αφού πάντα ο παρατηρητής προϋποτίθεται σε κάθε δραστηριότητα, ενέργημα, γνώσης – και μετά κάνουν το επιστημονικό ηλίθιο λάθος να περιορίζουν και να προσδιορίζουν σαν Ζωή (που στην πραγματική της Ουσία είναι Κίνηση, Ενέργεια, Δραστηριότητα) το υλικό φαινόμενο της ζωής (και μάλιστα της γήινης, ενώ είναι μαθηματικά βέβαιο ότι υπάρχουν εκατομμύρια πλανήτες στους Γαλαξίες με έμβια ζωή, πολλές φορές δομημένη σε διαφορετική υλική βάση…)… Και τέλος το ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν εμπειρία μιας Ανώτερης Κατάστασης Επίγνωσης, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας μια τέτοια κατάσταση: Τότε κι ο τυφλός έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν υπάρχει φως, αντίδραση της αντίληψης των αισθήσεων, όραση. Πολύ επιστημονικό ακούγεται αυτό!
 
Στην πραγματικότητα η Επίγνωση Προηγείται της Ύπαρξης (αφού η ύπαρξη δεν εμφανίζεται παρά σαν αντιληπτική σύλληψη, ιδιότητες, φαινόμενα) ό,τι κι αν λέει η «τετράγωνη» λογική των ανθρώπων. Και μάλιστα, είναι η Επίγνωση που δημιουργεί όλα τα φαινόμενα της ύπαρξης, τη ζωή, ακόμα και τα υλικά φαινόμενα. Όλα είναι «συμβάντα επίγνωσης», «νοητικά» φαινόμενα, που μέσα στην (μετρήσιμη) «νοητική» λειτουργία εμφανίζονται σαν φαινόμενα μιας χονδροειδούς «υλικής» ουσίας… Έτσι μας δίδαξαν όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, ο Βούδας… κι έτσι διαπιστώσαμε, βιωματικά, ότι συμβαίνει… Κι αν κάποιοι θεωρούν το «μυστικό βίωμα» σαν υποκειμενική παραφροσύνη και φαντασία με το ίδιο δικαίωμα τους θεωρούμε με τη σειρά μας που δεν «βλέπουν» αυτό που είναι μπροστά στα μάτια τους. Η Ευγένεια είναι αμοιβαία!
 
Η Επίγνωση Εκδηλώνεται σε διάφορες μορφές (Βαθμίδες Επίγνωσης, που δημιουργούν τα Πεδία Δραστηριότητας), σαν «Είναι», σαν «Νοείν», σαν «Ενέργεια», σαν «Φαινόμενο» που «μελέτησαν» οι Έλληνες Σοφοί (Ορφέας, Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Ηράκλειτος, Πλάτωνας… Πλωτίνος), που «διευκρίνισε» ο Λάο Τσε στην «Οδό» του κι εξάντλησε η βουδιστική μεταφυσική (Σιντάρτα, Ναγκαρζούνα, Ασάνγκα και Βασουμπάντχου, Μποντιντάρμα… Όταν η Επίγνωση συνδέεται με ένα υλικό φορέα δημιουργούνται, εκδηλώνονται και λειτουργούν όλες εκείνες οι δραστηριότητες που εμφανίζονται σαν «ψυχολογική λειτουργία» (που ο Πλάτωνας όριζε σαν «υλική ψυχή» και την θεωρούσε σαν ένα πρόσκαιρο φαινόμενο που όφειλε ακριβώς την ύπαρξή του στην «σύνδεση της Επίγνωσης-Ψυχής με το σώμα), σαν ψυχοσωματική δραστηριότητα… Η Επίγνωση μπορεί να λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση μέσω των ψυχοσωματικών λειτουργιών και μέσω των αισθήσεων και να δραστηριοποιείται στον κόσμο… αλλά μπορεί να Υπάρχει (όταν Απελευθερώνεται) και χωρίς το σώμα… Αυτός είναι ο Δρόμος των Σοφών. Τον Ακολούθησαν πολλοί. Ο Καθένας μπορεί να το διαπιστώσει μόνος του, με δική του προσωπική εμπειρία…
 
Πως Μπορεί λοιπόν Κάποιος (Ξεκινώντας από την Παρούσα Επίγνωση) να Προχωρήσει στο Απέραντο Βάθος της Επίγνωσης, πέρα από την επίγνωση του συγκεκριμένου, στην Ουσία της Επίγνωσης, στην Ίδια την Πηγή της Επίγνωσης, που Είναι η Αληθινή Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή, η Χωρίς Όρια Κατάσταση, η Ίδια η Θεότητα (Gottheit του Μάιστερ Έκχαρτ);
 
Αυτή η Κατάσταση Επίγνωσης που δεν είναι κατάσταση αλλά Υπέρβαση όλων των καταστάσεων επίγνωσης, στον Χωρίς Όρια Χώρο Αντίληψης, είναι το Άδυτο του ΙΕΡΟΥ, το ΙΕΡΟ, όπου λιώνουν τα Πάντα σε Μια Απέραντη Ήρεμη Θάλασσα Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες.

Στα όνειρα μη συμβιβάζεσαι ποτέ

Είναι συχνό το φαινόμενο να εμμένουμε σε μία κατάσταση, σε μία σχέση παρ’ όλο που βλέπουμε ότι τελικά δεν μας ταιριάζει. Υπάρχουν τόσα αδιέξοδα, βλέπουμε ότι δεν προχωράμε, δεν εξελισσόμαστε σαν άνθρωποι και επιμένουμε να προσπαθούμε και έτσι περνούν τα χρόνια και τελικά το μόνο που έχουμε καταφέρει είναι να έχουμε χάσει τον χρόνο μας.

Προσπαθώντας να «συντηρήσουμε» κάτι που στην πραγματικότητα έχει τελειώσει μας οδηγεί στο να είμαστε δυστυχισμένοι, απεγνωσμένοι και εγκλωβισμένοι σε κάτι που δεν έχει πρόοδο.

Συνεχίζουμε μία σχέση που δεν μας ταιριάζει μόνο και μόνο επειδή νιώθουμε ανήμποροι να τη διακόψουμε. Είμαστε προσκολλημένοι στο συνηθισμένο, στο σίγουρο, σε αυτό που έχουμε δοκιμάσει και φοβόμαστε να ανοίξουμε τα μάτια μας σε κάτι διαφορετικό που ίσως να μας κάνει περισσότερο ευτυχισμένους. Επιμένουμε σε μία σχέση χωρίς να κερδίζουμε κάτι από αυτή, χωρίς να έχει κάποιο νόημα, χωρίς να υπάρχει αγάπη, σεβασμός, σωστή επικοινωνία. Δεν υπάρχει σεβασμός όχι μόνο προς το σύντροφο αλλά και προς το άτομό μας. Συμβιβαζόμαστε και τα όνειρά μας, οι στόχοι μας απλά εξανεμίζονται, επειδή έτσι πρέπει, επειδή έτσι δείχνουμε στον άλλον ότι τον αγαπάμε, επειδή αλλάζουμε για τον άλλον για να είναι ευτυχισμένος-χαρούμενος ο άλλος… Που πήγαν οι δικές μας ανάγκες; Μήπως συμβιβαστήκαμε για να αρέσουμε στον άλλον; Μήπως αλλάξαμε τον εαυτό μας για τον άλλον;

Μέσα σε μία σχέση είναι λογικό μετά από αρκετό καιρό να έρχεται η ρουτίνα. Η καθημερινότητα είναι απόλυτα φυσιολογικό να φθείρει μία σχέση. Το πρόβλημα είναι όμως όταν μένουμε σε μία σχέση που μόνο ζητάει, έχει υποχρεώσεις και παύει να υπάρχει ο σεβασμός προς τον εαυτό μας. Εν ολίγοις όταν χάνουμε την αξιοπρέπειά μας.

Η σχέση είναι ωραία όταν μαθαίνουμε πράγματα από αυτή, όταν εξελισσόμαστε μέσα σε αυτήν και δεν καταπιεζόμαστε για να γίνουμε αρεστοί από τον σύντροφο. Ο φόβος όμως μας κρατάει δεσμευμένους και μας ακινητοποιεί. Θεωρούμε ότι η όλη κατάσταση θα αλλάξει, πως είναι μία κρίση που περνάνε όλα τα ζευγάρια και πως ο χρόνος θα βελτιώσει τη σχέση.

Πόσο μάταιο είναι αυτό που κάνουμε; Μάλλον χάνουμε πολύτιμο χρόνο… Δεν είπα σε κάθε δυσκολία να τα παρατάμε αλλά αν έχουμε προσπαθήσει τόσο για κάτι και απλά δε διορθώνεται θα ήταν καλύτερο να το αφήσουμε και να ζήσουμε τη ζωή μας διαφορετικά. Η ζωή είναι τόσο μικρή που πρέπει να επιλέγουμε πως θα τη ζήσουμε. Να θυμόμαστε πάντα αυτό: Η ουσία δεν είναι να αλλάξουμε τον εαυτό μας, η ουσία είναι να κρατήσουμε τα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα μας γιατί αυτά είναι που μας κάνουν ξεχωριστούς! Αν παρατηρήσουμε ότι αλλοιώνονται αυτά τα χαρακτηριστικά, μάλλον αρχίζουμε να συμβιβαζόμαστε και πιεζόμαστε σε κάτι που μάλλον δε θα μας ταιριάξει. Αν συμβεί κάτι τέτοιο μάλλον πρέπει να κάνουμε μία αναθεώρηση.

Friedrich Nietzsche: Η έννοια του Θεού, μίσος για τη ζωή

Η έννοια του «Θεού» έχει επινοηθεί ως αντίθεση της ζωής – σε αυτήν συνοψίζεται, σε μία τρομακτική ενότητα, κάθε τι ζημιογόνο, δηλητηριώδες, συκοφαντικό, κάθε μίσος για τη ζωή.

Η έννοια του «υπερπέραν», του «αληθινού κόσμου», έχει επινοηθεί μόνο και μόνο για να υποβιβάσει το μοναδικό κόσμο που υπάρχει – προκειμένου να μη διατηρηθεί για τη γήινη πραγματικότητα μας κανένας σκοπός, κανένας λόγος, κανένα καθήκον!

Οι έννοιες της «ψυχής», του «πνεύματος» και, σε τελική ανάλυση, ακόμα και της «αθάνατης ψυχής» έχουν επινοηθεί για να περιφρονήσουν το σώμα, να το αρρωστήσουν – «ιερό» - για να αποδοθεί σε όλα τα πράγματα που αξίζουν μια σοβαρότητα στη ζωή – στα θέματα διατροφής, στέγασης, πνευματικού επιπέδου, στη φροντίδα των ασθενών, την καθαριότητα, τον καιρό – η πλέον τρομακτική ξεγνοιασιά!

Αντί της υγείας, η «σωτηρία της ψυχής» - θέλω να πω μία κυκλική τρέλα που πάει από τους σπασμούς της μετάνοιας στην υστερία της εξαγοράς!

Η έννοια της «αμαρτίας» έχει επινοηθεί συγχρόνως με το εργαλείο βασανισμού που τη συμπληρώνει, την έννοια της «ελεύθερης βούλησης», για να μπερδέψει τα ένστικτα, για να κάνει τη δυσπιστία απέναντι στα ένστικτα μια δεύτερη φύση.

Friedrich Nietzsche, Ιδέ ο άνθρωπος

Είναι οι στόχοι που θέτεις απόρροια του εαυτού σου;

Για να εξακολουθεί να πορεύεται κανείς στην ζωή, θέτει στόχους και παράλληλα αυτό το ίδιο τον σώζει από την αδράνεια και την επακόλουθη υπαρξιακή σύγχυση. Ο κάθε στόχος αντικαθίσταται από τον επόμενο και αυτή η σειρά διαδοχικών περιπετειών, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, καθορίζει το δικό μας «βιβλίο της ζωής». Το άτομο διαρκώς αναζητά και κατασταλάζει σε νέες προσδοκίες: μια ανώτερη επαγγελματική θέση, ενάν ισχυρό διαπροσωπικό δεσμό, ένα ανανεωμένο μοντέλο συμπεριφοράς, ή ίσως απλά κάποιες γαλήνιες στιγμές ενός απόλυτου τίποτα.
 
Απορροφημένοι στην διαδικασία πραγμάτωσης του πολυπόθητου και νεογέννητου σκοπού, συχνά κάπου εκεί χάνουμε την ουσία. Όχι επειδή δεν απολαμβάνουμε το ταξίδι προς την Ιθάκη -ποσό μάλλον την ξεγνοιασιά που μας προσφέρει- αλλά επειδή δεν αναλογιζόμαστε πως η Ιθάκη αυτή ίσως δεν αποτελεί την πραγματική μας επιθυμία. Το ταξίδι εν τέλει καταλήγει σε μια αλλοτρίωση της ταυτότητας και του «είναι» μας. Οι σελίδες ωστόσο του βιβλίου αδιάκοπα καταγράφουν, γυρίζουν και λιγοστεύουν.
 
Ο καθένας πράττει και αποφασίζει κάθε δεδομένη στιγμή σύμφωνα με τα γεγονότα που περικλείουν εκείνη την χρονική περίοδο την ζωή του. Μια επιλογή όμως περιλαμβάνει και κρυμμένους παράγοντες, όπως υποσυνείδητες σκέψεις και ανάγκες, πρόσωπα του παρελθόντος, του παρόντος ή ενός φανταστικού μέλλοντος και πραγματικά γεγονότα του τώρα. Ίσως κάτι τόσο απλό όπως τα βιβλία που διαλέγεις να διαβάζεις τελευταία να αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό κάποιου συγκεκριμένου ατόμου ή πολλών. Ίσως το ίδιο να συνέβη ακόμα και με τις εκδηλώσεις στις οποίες παρευρίσκεσαι. Ίσως κάπου στο ενδιάμεσο, να έχασες την ταυτότητα σου και η βούληση που φαινομενικά εξέφραζες να μην σου άνηκε, να μην ταυτιζόταν με αυτό που αποκαλείς «εαυτό σου». Ίσως, επίσης, κάποιοι αγώνες που έχεις δώσει, από την εισαγωγή στο πανεπιστημιακό τμήμα στο οποίο σε παρέπεμπαν οι γονείς σου μέχρι την θέση γραφείου που με την πειθώ του φίλου σου δέχτηκες να ακολουθήσεις, να μην ήταν κατ’ουσίαν προϊόντα της βούλησης σου. Ξεφυλλίζοντας τις ολοκληρωμένες σελίδες του βιβλίου, οι αμφιβολίες κυριεύουν και στοιχειώνουν.
 
Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια ακαταπαυστή αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με την ύπαρξη του, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνει να την ορίσει, εφόσον μεταβάλλεται τόσο γρήγορα όσο χτυπούν και οι δείκτες του ρολογιού. Πορευόμενος, ωστόσο, αποκτά μια ιδέα για το ποιά θα μπορούσε να είναι η δική του αλήθεια και κατά αυτόν τον τρόπο κινείται σ’εκείνο το νοητό μονοπάτι. Η πληθώρα των εξωτερικών επιδράσεων είναι αναπόφευκτη και συγχρόνως απολύτως αναγκαία. Όταν, επομένως, επέρχεται η ισορροπία μεταξύ του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, η ανάγνωση των επιθυμιών και κατ’επέκταση ο ορισμός των σωστών στόχων αποτελούν πιο εφικτά εγχειρήματα.

Ανήκουμε μ’ αυτούς που ξέρουν να διαβάζουν τις σιωπές μας

Πόσες φορές επιλέξαμε τη σιωπή από την εξήγηση; Πόσες φορές νιώσαμε τόσο κουρασμένοι να εξηγούμε ή δεν θα θέλαμε να γίνουμε ενοχλητικοί και απλά κατεβάσαμε μούτρα και κλειστήκαμε στον εαυτό μας, μέχρι να “μας περάσει;”. Αν πάμε πίσω στο χρόνο, σίγουρα αρκετές.

Το ότι είναι λάθος να σιωπούμε από το να συζητούμε το οποιοδήποτε πρόβλημα μας σε μία σχέση, δεν το συζητάμε καν. Όταν κρατάμε και στοιβάζουμε μέσα μας όσα μας ενοχλούν, κάποια στιγμή ή αποξενωνόμαστε από τον σύντροφό μας και νιώθουμε μόνοι, ή κάνουμε μία μεγάλη έκρηξη, με συνέπεια το χωρισμό.

Το ότι κάποτε κουραζόμαστε να συζητάμε ή να αντιδρούμε, ειδικά όταν το ίδιο πρόβλημα επαναλαμβάνεται, είναι ανθρώπινο. Το θέμα είναι ο άλλος να καταλαβαίνει τις σιωπές μας και να τις μηδενίζει με όμορφο τρόπο. Και το ανάποδο. Εμείς να κατανοούμε τις σιωπές του συντρόφου μας χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια.

Δύο άνθρωποι που αγαπιούνται πραγματικά, παρατηρούν ο ένας τον άλλο. Γιατί ο σύντροφός τους είναι το άτομο το οποίο τους ενδιαφέρει περισσότερο από όλους τους άλλους. Παρατηρούν τις συμπεριφορές του και προσέχουν τις αλλαγές ακόμη και στα πιο μικρά, στις λεπτομέρειες που κάποιος ο οποίος δεν ενδιαφέρεται πραγματικά δε θα πρόσεχε ποτέ.

Καταλαβαίνει τι κρύβεται πίσω από τη λέξη “τίποτα” όταν ρωτάει “τι έχεις”. Καταλαβαίνει ακόμη και τη σιωπή του χωρίς να χρειαστεί να το αναλύσει ή να το συζητήσει. Έτσι, υπερπηδά το ψυχοφθόρο στάδιο του τσακωμού και πάει κατευθείαν στη λύση του προβλήματος ή του λάθος.

Κάθε σιωπή κρύβει μία πληγή κι έτσι πρέπει να τη χειριζόμαστε. Ως μία πληγή που πρέπει να θεραπεύσουμε είτε κρύβει ανασφάλεια είτε κάποιο φόβο. Ακόμη κι αν είμαστε οι υπαίτιοι που η πληγή αυτή άνοιξε, αν αγαπάμε τον άνθρωπό μας θ’ αγαπήσουμε και τις σιωπές του και θα τις φροντίσουμε. Αν δεν τον αγαπάμε απλά θα ξεσπάσουμε με νεύρα και θυμό πάνω του ή δε θα ασχολήθουμε καν, σπρώχνοντάς τον λίγο ακόμη πιο μακριά μας.

Ανήκουμε, λοιπόν, μ’ αυτούς που κατανοούν τις σιωπές μας. Χωρίς καν να βρίσκονται παρόντες. Ακόμη κι από ένα λιτό μήνυμα πιάνουν τα vibes μας. Το μυαλό τους στροφάρει και χωρίς να πούμε τίποτα λύνουν τη σιωπή μας με μια καλή κουβέντα, με μια απλή κίνηση αγάπης ή με μία εξήγηση που δε χρειάστηκε να ζητήσουμε ποτέ. Όσο πιο εύκολη και λιτή είναι η επικοινωνία ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι κι όσο πιο γρήγορα καταφέρνουν να σπάνε τις σιωπές τους και να εξοντώνουν το θυμό μεταξύ τους, τόσο πιο πολύ αγαπιούνται στο χρόνο.

Έχουν ένα μυστικό κώδικα τα ερωτευμένα ζευγάρια που κανείς άλλος γύρω τους δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει ή να καταλάβει. Μιλάνε με τα βλέμματα, με τη γλώσσα του σώματος και μπορούν να λύσουν ένα πρόβλημα με μια απλή ματιά γεμάτη νοήματα. Και να θέλουν να πούνε ψέματα ο ένας στον άλλο δε θα μπορέσουν να το κάνουν χωρίς να μην αποκαλυφθούν. Και να θέλουν με τη σιωπή τους να κρύψουν κάτι πάλι δε θα τα καταφέρουν. Το αίμα από την πληγή θα στάζει αόρατο για τους άλλους και έντονο για τον άνθρωπό τους.

Αυτός που διαβάζει τις σιωπές μας είναι ο άνθρωπος που νοιάζεται περισσότερο για μας. Είναι ο άνθρωπος που αφιέρωσε χρόνο από το χρόνο του για να μας αναλύσει, να μας μάθει και να δει πιο βαθιά μέσα μας από το επιφανειακό που δείχνουμε στους άλλους. Είναι αυτός που κατάφερε να πάει εκεί που κανείς άλλος δεν προσπάθησε αρκετά να πάει, καταφέρνοντας να μας αποκωδικοποιήσει και στο τέλος να μας ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της καρδιάς, για να βγει από μέσα μας η αλήθεια αγνή και καθαρή χωρίς κανένα τείχος προστασίας και φόβου.

Συμβιβάσου

Συμβιβάσου λίγο, μεγαλώνεις. Ναι, ναι, μην με διαβάζεις σαν να σε ξαφνιάζει αυτό που γράφω. Συμβιβάσου. Όλη η ζωή είναι γεμάτη συμβιβασμούς. Και η καλύτερη συμφωνία, συμβιβασμό έχει μέσα της. Οι άνθρωποι κάποτε δεν χώριζαν, έμεναν και το πάλευαν και άντεξαν στον χρόνο. Συμβιβάσου και με τη δουλειά σου, δεν υπάρχουν πια δουλειές, θα πεινάσεις.

Συμβιβάσου και με τα θέλω των άλλων, έχεις την ανάγκη τους, να τους κάνεις χαρούμενους με το να λες ναι. Ναι, ναι, σε όλα. Συμβιβάσου με το να μην είσαι πια παιδί, με το να μην θέλεις, με το να μην παθιάζεσαι, ντροπή, αυτά είναι για τους ανώριμους. Συμβιβάσου και μεγάλωσε, πρέπει να γίνεις σκληρός, αλλιώς δεν θα αντέξεις.

Συμβιβάσου και συμβιβάσου και συμβιβάσου. Είπαν. Λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, μαθαίνεις να ακούς λόγια και συμβουλές από ανθρώπους που συμβιβάστηκαν και θέλουν να μεταδώσουν τον συμβιβασμό τους λες και είναι κανένα τρόπαιο. Λες και η ζωή πρόκειται να κρατήσει αιώνια κι εμείς χρειάζεται να κάνουμε μόνιμα συμβιβασμούς και υπομονή για να εξασφαλίσουμε μια θέση, πού;

Μια θέση ασφαλείας σε μια αγκαλιά, σε μια δουλειά, σε ένα Σαββατοκύριακο. Μα τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει ίδιο. Τίποτα δεν μπορεί να σου παρέχει ασφάλεια. Κάθε τι αλλάζει, μαζί κι εσύ. Σε όλη αυτή τη διαδικασία της αλλαγής κανένας δεν σε προετοιμάζει. Μόνος σου την μαθαίνεις. Με την κάθε δυσκολία, την κάθε απόρριψη, τον κάθε φόβο, την κάθε πληγή, την κάθε φορά που θα χρειαστεί να βρεις μια λύση χωρίς χέρι βοηθείας.

Μόνο τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως το άγνωστο τρομάζει περισσότερο σαν σκέψη παρά σαν πραγματικότητα. Πως ο συμβιβασμός είναι μια μορφή θανάτου που δεν σου επιτρέπει να αγκαλιάζεις την αναπόφευκτη αλλαγή. Πως ο συμβιβασμός είναι σύμμαχος της αντίστασης που ποθεί να παραμένουμε στάσιμοι, αδρανείς.

Είσαι μέσα στη ροή και δεν την αγκαλιάζεις, γιατί ο συμβιβασμός σε βάζει στην αίθουσα αναμονής. Να περιμένεις, κάτι να περιμένεις. Μια αρχή, κάτι να συμβεί. Περιμένεις την αρχή του «πέτυχα», την αρχή του «είμαι αρκετός», την αρχή του «αποδέχομαι την ήττα μου», την αρχή του «είμαι ευτυχισμένος». Περιμένεις κάτι και αυτό το κάτι δεν έρχεται και συνεχίζεις με το να υπομένεις.

Είσαι μέσα στη ροή και δεν την αγκαλιάζεις γιατί περιμένεις την αρχή. Μα είναι όλα μια συνέχεια. Ατελή. Κάθε μέρα μια επανάληψη ενώ είσαι φτιαγμένος από πιθανότητες. Πιθανότητες που μπορείς να δημιουργήσεις με κάθε σκέψη, κάθε φόβο, κάθε αγκαλιά, κάθε σ’ αγαπώ. Όταν γίνει συνειδητό πως εσύ και μόνο εσύ μπορείς να είσαι ο δημιουργός της πραγματικότητάς σου, σταματάς να φοβάσαι την αλλαγή.

Σταματάς να κατηγορείς τους άλλους για τις αποτυχίες σου. Μαθαίνεις να τις αγκαλιάζεις σαν αναπόσπαστο κομμάτι της διαδρομής σου. Σταματάς να βρίσκεις ισχυρές δικαιολογίες που βρίσκουν αντίκρισμα σε όποιον τις μοιραστείς. Σταματάς να προσπαθείς να βοηθήσεις ανθρώπους που δεν θέλουν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.

Έχε κατά νου, πως για κάτι που αγαπάς δεν χρειάζεται να “προσπαθήσεις”, εντάσσεται αβίαστα μέσα στην καθημερινότητά σου σαν αναπόσπαστο κομμάτι σου. Είναι προτιμότερο όταν κάτι δεν συμβαίνει να αναρωτηθούμε την ευθύνη μας πάνω σε αυτό από το να κατηγορούμε τους άλλους. Έτσι και χρόνο γλιτώνουμε και απογοήτευση. Κράτα πως όλοι είμαστε “ιδιοφυΐες” σε κάτι – ο Αϊνστάιν το είπε, όχι εγώ – και βρες τι είναι αυτό το κάτι.

Και μετά τίποτα δεν θα μοιάζει δύσκολο και κανένας δεν θα σου φταίει. Μετά θα μπορείς σε αυτό το βιαστικό μας πέρασμα, να δηλώσεις πως αν μη τι άλλο έζησες ελεύθερος, πήγες δηλαδή ασυμβίβαστα, προς τα εκεί που αγαπούσες.

Νέμεσις

Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Νέμεσι, αυτή την αρχαιότατη θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία.

Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε μαζί με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη (της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου), όταν αυτή διασαλευόταν. Απέδιδε στον καθένα την ευτυχία ή δυστυχία που αντιστοιχούσε στην αξία του. Ο ρόλος της ήταν συγγενικός με αυτόν των Μοιρών. Μόνο που οι Μοίρες είχαν σχέση με την ειμαρμένη, προαποφάσιζαν δηλαδή τη μοίρα των ανθρώπων πριν ακόμη γεννηθούν, ενώ η Νέμεσις επιβράβευε ή τιμωρούσε κάποιον με γνώμονα το δίκαιο.

Τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Αν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέτει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του, τότε μιλάμε για «θεία δίκη». Έτσι ο Κροίσος, γεμάτος πλούτη και αλαζονεία, οδηγήθηκε από την Νέμεσι στην εκστρατεία εναντίον του Κύρου και καταστράφηκε.

Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας.

Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η «Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται στο φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Μεταφορικά λέγοντας «Νέμεσι» εννοούμε τη θεία δίκη.

Ήταν η Νύχτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσι, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσι κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.

Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού της στον Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής. Το επίθετο Αδράστεια που της αποδόθηκε, «εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει», ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της αποδόθηκε μεταγενέστερα.

Στη Σμύρνη υπήρχε ναός αφιερωμένος σ’ αυτήν.

Το μυθολογικό πλαίσιο
Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον θεό Δία, γέννησε την Ωραία Ελένη. Παρόλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον πόθο του Δία, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της πέρασε η Νέμεσις χώρες και ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε εκείνη συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αβγό το οποίο βρήκε στο δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της. Υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το αβγό αυτό:

 (ι) ότι ο θεός Ερμής το έριξε στον κόρφο της Λήδας
(ιι) ότι έπεσε από τον ουρανό.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη της μυθολογικής διαδρομής της Νεμέσεως.
Λεγόταν πως από την ένωση του Ταρτάρου και της Νεμέσεως γεννήθηκαν οι Τελχίνες. Τα ονόματά τους ήταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα που είχαν ανακαλύψει ή κατά τον Βακχυλίδη Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος. Οι Τελχίνες ήταν μάγοι και προκαλούσαν βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Ήταν πνεύματα της φωτιάς-ηφαιστειακά, από ρίζες έφτιαχναν φίλτρα θαυματουργά και κατείχαν τρομερές δεξιότητες. Περιγράφονται ενίοτε δίχως χέρια ή πόδια. Ήταν όντα αμφίβια και είχαν κάτι από άνθρωπο και κάτι από ψάρι, σαν τον Όανες της σουμερο-βαβυλωνιακής μυθολογίας. Τους περιέγραφαν με μεμβράνη στα δάχτυλα και φημισμένες οικογένειες ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη γενιά τους.

Σύμβολα
Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχης και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικότατα της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νέμεσης και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία: Το λυρικό στοιχείο - Το αμοιβαίο

Ο όρος αμοιβαίον μαρτυρείται στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία και δηλώνει γενικά τον διάλογο στο έπος, τη λυρική ποίηση ή το δράμα. Στο παρόν δοκίμιο χρησιμοποιείται με την έννοια του λυρικού διαλόγου, ο οποίος διεξάγεται είτε με λυρικά μέτρα αποκλειστικά είτε με εν μέρει λυρικά και εν μέρει λεκτικά (επίρρημα). Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του μνημονεύει όρους όπως κομμός ή θρήνος από σκηνής (12ο κεφάλαιο), αλλά είναι προσφορότερος ο όρος αμοιβαίον, γιατί κομμός είναι ο εκστατικός θρήνος, όπως ο κομμός των αισχύλειων Χοηφόρων, άρα ο όρος έχει συγκεκριμένη και περιορισμένη σημασία, ενώ μέλος από σκηνής μπορεί να είναι και η μονωδία ενός υποκριτή.
 
Το αμοιβαίο δεν διακρίνεται σαφώς από τα συμφραζόμενά του όπως το στάσιμο, παρουσιάζει δηλαδή μια ανοιχτή μορφή, που δυσχεραίνει την ακριβή οροθέτησή του. Απαντούν δύο βασικοί τύποι: ο καθαρά λυρικός και ο επιρρηματικός, όπου τα λυρικά μέτρα διαδέχονται λεκτικά. Υπάρχουν όμως και μικτοί τύποι, οπότε οι δύο κατηγορίες συνυπάρχουν. Το αμοιβαίο μοιάζει με το στάσιμο, γιατί και αυτό δομείται σε στροφικά ζεύγη, ο αριθμός των οποίων δεν είναι προκαθορισμένος. Στις αισχύλειες Χοηφόρες ο αριθμός των στροφικών ζευγών ανέρχεται σε δέκα (306-478). Όπως στο στάσιμο (βλ. το σχετικό δοκίμιο), συναντούμε ήδη στον Αισχύλο προωδό και επωδό, ενώ σπανιότερα απαντούν η μεσωδός και το εφύμνιον. Η διαφορά από το στάσιμο έγκειται στον διαλογικό χαρακτήρα του αμοιβαίου. Επιπλέον, διακρίνονται τρεις κατηγορίες αναφορικά με την κατανομή των στίχων σε πρόσωπα: (α) ένα πρόσωπο εκτελεί ολόκληρη στροφή. (β) Η στροφή κατανέμεται σε δύο πρόσωπα. (γ) Η στροφή κατακερματίζεται σε μικρότερα μέρη που τα εκτελούν οι συνομιλητές, με αποτέλεσμα να προκύπτει μια εξαιρετικά ζωηρή συνομιλία. Αυτές οι κατηγορίες δεν είναι απαραίτητο να εκπροσωπούνται με ομοιόμορφο τρόπο στο πλαίσιο του αμοιβαίου, αλλά μπορούν να αναμιγνύονται μεταξύ τους. Στον Ευριπίδη απαντούν συχνά αστροφικά αμοιβαία, είτε αμιγώς λυρικά είτε επιρρηματικά. Εννοείται ότι η ερμηνεία και η λειτουργία τους πρέπει να βασίζονται σε συγκεκριμένες προσεγγίσεις, που υπερβαίνουν το πλαίσιο του παρόντος δοκιμίου.
 
Λεκτικά μέτρα, όπως ιαμβικά τρίμετρα ή ανάπαιστοι, μπορούν να εισάγουν, να κλείνουν ή να μεσολαβούν ανάμεσα σε στροφικά ζεύγη ενός αμοιβαίου ή να ενσωματώνονται σε μια λυρική στροφή, δημιουργώντας έναν συνδυασμό λυρικού μέρους και επιρρήματος. Ο Ευριπίδης συνήθως αποφεύγει τη χρήση αναπαίστων στα επιρρήματα, γιατί το μέτρο αυτό μπορεί να εκληφθεί και ως λυρικό. Συχνά τα επιρρήματα αποτελούνται από ένα έως πέντε ιαμβικά τρίμετρα, τα οποία σπανιότερα μπορούν να αντικατασταθούν από τροχαϊκά τετράμετρα ή εξάμετρα. Τα επιρρήματα εκτελούνται από ένα πρόσωπο, αλλά δεν αποκλείεται και ο διάλογος, ενώ σπανιότερη είναι η χρήση αντιλαβών.
 
Ο Αισχύλος αρχίζει με δύο τριμέτρους στα επιρρήματα των Περσών, τα οποία επαυξάνει σε εκτενείς ρήσεις ή αναπαιστικά μέρη στην Ορέστεια, επειδή προφανώς επιθυμεί να εξισορροπήσει τον λόγο και το πάθος, ενώ στον Σοφοκλή (μετά τον Οιδίποδα Τύραννο) και στον Ευριπίδη τα επιρρήματα περιορίζονται σε έναν ή δύο τριμέτρους, οπότε κυριαρχεί το πάθος.
 
Από την άποψη των προσώπων που μετέχουν στο αμοιβαίο διακρίνονται τρεις τύποι: (α) αμοιβαία αποκλειστικά του Χορού, (β) αμοιβαία του Χορού και των υποκριτών, και (γ) αμοιβαία αποκλειστικά των υποκριτών. Ο διάλογος Χορού και υποκριτή είναι ο αρχαιότερος τύπος και απαντά ήδη στους Αισχύλειους Πέρσες (256-289), ενώ το αμοιβαίο ανάμεσα σε υποκριτές απαντά για πρώτη φορά στον Προμηθέα Δεσμώτη, στο πλησιέστερο χρονολογικά δράμα στον θάνατο του Αισχύλου (456 π.Χ.), αν, βέβαια, το έργο είναι αισχύλειο.
 
Τα αμοιβαία σε σχέση με τον Χορό διακρίνονται σε τρεις τύπους: (α) αμοιβαίο Χορού-υποκριτή με άδοντα τον Χορό (Πέρσες 908-1077), (β) αμοιβαίο Χορού-υποκριτή με ομιλούντα τον Χορό (π.χ. αμοιβαίο άδοντος Χορού και δύο υποκριτών στους Επτά 848-1004, εφόσον γίνει δεκτή η παρουσία των δύο αδερφών των σκοτωμένων γιων του Οιδίποδα, παρουσία που έχει αμφισβητηθεί, και ο θρήνος έχει αποδοθεί αποκλειστικά στον Χορό), και (γ) αμοιβαίο δύο υποκριτών με απουσία του Χορού (Εκάβη 154-215).
 
Στις περιπτώσεις αμοιβαίων με άσμα και επίρρημα διακρίνουμε τους εξής τύπους: (α) άσμα του Χορού-ομιλών υποκριτής, στον οποίο μπορεί να προστεθεί και δεύτερος ομιλών υποκριτής ή ο κορυφαίος του Χορού. Πρόκειται για τον συνηθέστερο τύπο αμοιβαίου, (β) αντιστρόφως, ο υποκριτής άδει, και ο Χορός ομιλεί, ενώ μπορεί να προστεθεί ένας ομιλών υποκριτής, ιδιαίτερα στον Σοφοκλή και πολύ συχνά στον Ευριπίδη, και (γ) αμοιβαίο μεταξύ υποκριτών, από τους οποίους ο ένας άδει, και ο άλλος ομιλεί (πρόκειται για τον επικρατέστερο τύπο). Στον τελευταίο υποκριτή μπορεί να προστεθεί ακόμη ένας, κάτι που συμβαίνει μόνο στις σοφόκλειες Τραχίνιες (971-1043). Οι άδοντες υποκριτές δεν υπερβαίνουν ποτέ τους δύο.
 
Στο τέλος των Περσών και των Επτά, των δύο αρχαιότερων σωζόμενων δραμάτων του Αισχύλου, απαντά, όπως είδαμε, ένα θρηνητικό αμοιβαίο, ένας κομμός, τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι:
 
(α) Ο θρήνος εκτελείται από τον Χορό και τον υποκριτή (Πέρσες) ή τους υποκριτές (Επτά), αλλά δεν αποκλείεται η εκτέλεσή του να πραγματοποιείται από Χορούς, όπως στις ευριπίδειες Ικέτιδες (1153-1164).
(β) Ο θρήνος συνοδεύεται από έντονες χειρονομίες μεγάλης θλίψης, ενδεχομένως ξέσκισμα των παρειών, τράβηγμα των μαλλιών.
(γ) Η εναλλαγή των προσώπων είναι γοργή, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση αλλεπάλληλων χτυπημάτων.
(δ) Κυριαρχούν οι μη συγκεκομμένοι ίαμβοι.
(ε) Επιχωριάζουν θρηνητικά επιφωνήματα, συμφωνία του ομιλητή με τα λεγόμενα του συνομιλητή του, συμπλήρωσή τους ή κλιμάκωσή τους.
 
Στον πρώιμο Αισχύλο συνήθως εισέρχεται στη σκηνή ένα νέο πρόσωπο ως φορέας κάποιου προβλήματος που διατυπώνεται σε μια ρήση-εφαλτήριο για το επόμενο αμοιβαίο, όπου ο Χορός αντιδρά λυρικά στα νέα δεδομένα και δέχεται σε επίρρημα τις απαντήσεις σχετικά με το πρόβλημα. Αργότερα αυτή η ρήση διακόπτεται μία ή δύο φορές από την παρέμβαση του Κορυφαίου, και ο υποκριτής απαντά στον Κορυφαίο, και στη συνέχεια ο Χορός στο αμοιβαίο παίρνει θέση απέναντι στο πρόβλημα σε συζήτηση με τον υποκριτή. Αυτή η διάσπαση της εισόδιας ρήσης του υποκριτή οδηγεί τελικά στην κατάργησή της στα δράματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Στα επιρρηματικά αμοιβαία ο Χορός με το λυρικό μέρος εκπροσωπεί το πάθος (π.χ. Επτά 686-697), ενώ το ιαμβικό μέρος του υποκριτή τη νηφάλια λογική επιχειρηματολογία (π.χ. Επτά 698-711). Ενώ εκ πρώτης όψεως στους Επτά δημιουργείται η εντύπωση ότι επικρατεί η λογική του Ετεοκλή που επιθυμεί να αντιπαρατεθεί με τον αδερφό του στην έβδομη πύλη, τελικά δικαιώνεται ο Χορός, ο οποίος διαβλέπει ότι τα γεγονότα τα κατευθύνει η Ερινύς.
 
Στην Ορέστεια τα αμοιβαία γίνονται πιο περίτεχνα, καθώς ο ποιητής είναι απόλυτος κυρίαρχος της τέχνης του. Ο λυρικός χαρακτήρας τους ενισχύεται με αναπαιστικά επιρρήματα, ενώ παρατηρούνται χιαστί εναλλαγές ανάμεσα στον άδοντα ρόλο του Χορού και τον ρόλο του ομιλούντος υποκριτή. Τα αμοιβαία έχουν τελετουργικό υπόβαθρο και παραπέμπουν συνήθως στον θρήνο. Στον κομμό των Χοηφόρων, για παράδειγμα, η παρουσία του νεκρού Αγαμέμνονα γίνεται συμβολικά αισθητή μέσω του τάφου του. Τέλος, τα αμοιβαία παρουσιάζουν μια συγκροτημένη πορεία της σκέψης και φωτίζουν ψυχολογικά τη στάση του ήρωα, αλλά δεν προωθούν την εξωτερική δράση. Ο Ορέστης, για παράδειγμα, δεν αποφασίζει τη μητροκτονία στο πλαίσιο του κομμού, αλλά η αποφασιστικότητά του για την επώδυνη πράξη προβάλλει, χάρη στον στατικό θρήνο, με μεγαλύτερη σαφήνεια, καθώς ο ήρωας αποκτά πλήρη συνείδηση της πράξης του. Η πάροδος-αμοιβαίο του Προμηθέα Δεσμώτη και η μονωδία του Τιτάνα που προηγείται είναι ασυνήθιστη τεχνική για τον Αισχύλο, και, αν το έργο είναι πράγματι αισχύλειο, προοιωνίζεται εξελίξεις που θα συντελεστούν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα στην ευριπίδεια Μήδεια.
 
Ο Σοφοκλής αποφεύγει τα αστροφικά αμοιβαία και συνήθως συνθέτει στροφικά. Επίσης συνηθίζει να εισάγει τον διάλογο τόσο στο πλαίσιο της στροφής όσο και του επιρρήματος και χρησιμοποιεί το εσωτερικό επίρρημα, όχι δηλαδή την απλή διαδοχή λυρικής στροφής και (εξωτερικού) επιρρήματος αλλά την ενσωμάτωση στη λυρική στροφή ενός επιρρήματος. Το εσωτερικό επίρρημα έχει συνήθως ιαμβικό μέτρο και διαχωρίζεται ευκρινώς από το περιβάλλον του τόσο μετρικά όσο και συντακτικά, ενώ, σε αντίθεση προς το εξωτερικό επίρρημα, το εσωτερικό χαρακτηρίζεται από διάλογο. Θέμα των σοφόκλειων αμοιβαίων δεν είναι ο τελετουργικός θρήνος, όπως στον Αισχύλο, αλλά η πληροφόρηση, η διένεξη, η συζήτηση ενός θέματος. Ούτε ο χαρακτήρας τους είναι στατικός, όπως στον Αισχύλο, αλλά δυναμικός, με την έννοια ότι προάγει τη δράση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει το τέλος της Αντιγόνης, όπου το αμοιβαίο αρχίζει ως θρήνος για τον θάνατο του Αίμονα και διακόπτεται από την είσοδο ενός αγγελιοφόρου, ο οποίος αναγγέλλει την αυτοκτονία της Ευρυδίκης και στη συνέχεια εγκαταλείπει τη σκηνή. Στον δυναμικό χαρακτήρα του σοφόκλειου αμοιβαίου συντελεί και το γεγονός ότι το εσωτερικό επίρρημα καθιστά τη λυρική στροφή ένα είδος αυτόνομου υποαμοιβαίου στο εσωτερικό του ευρύτερου αμοιβαίου, το οποίο αναπτύσσει ένα συγκεκριμένο θέμα διαφορετικό από το θέμα του επόμενου υποαμοιβαίου. Συχνά το σοφόκλειο αμοιβαίο εκφράζει ένα πάθος, το οποίο είναι διαφορετικό από το αισχύλειο, γιατί δεν οδηγεί στο μάθος ούτε προέρχεται έξωθεν, όπως στον Ευριπίδη, αλλά πηγάζει από τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Το πάθος αυτό δεν γίνεται κατανοητό από το περιβάλλον, με αποτέλεσμα ο ήρωας να απομονώνεται και να νιώθει εγκαταλελειμμένος από θεούς και ανθρώπους. Αυτή η στάση οδηγεί τους σοφόκλειους ήρωες στην απόλυτη μοναξιά. Μόνο στην Ηλέκτρα, χάρη στην αργοπορημένη αναγνώριση, η ηρωίδα μεταβαίνει από τη μοναξιά στη χαρά της επανένωσης με τον αδερφό της, και η αναγνώριση οδηγεί με ταχύτητα στην εκδίκηση.
 
Ο Ευριπίδης διακρίνεται για δύο καινοτομίες: προτιμά τα αστροφικά αμοιβαία και χρησιμοποιεί μονωδίες. Ειδικότερα στο περιβάλλον της παρόδου συχνά συναντούμε αμέσως μετά τον πρόλογο μια μονωδία, το άσμα του Χορού και ένα αμοιβαίο, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα είδος διπλασιασμένης παρόδου. Στις περιπτώσεις αυτές ο υποκριτής είτε εμφανίζεται για πρώτη φορά, όπως συμβαίνει στη μονωδία του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία, είτε παραμένει στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παρόδου, όπως συμβαίνει στην Ελένη. Σε ένα αμοιβαίο η συμμετοχή του επιρρήματος μπορεί να είναι τόσο υποτονική ώστε στην ουσία να ισοδυναμεί με μονωδία.
 
Αρκετά αμοιβαία, όπως επισημάναμε, είναι αστροφικά και περιέχουν ποικίλα μέτρα με κυρίαρχο τους δοχμίους σε μεγάλη ποικιλία και σε συνδυασμό με άλλα μέτρα (π.χ. ιάμβους, τροχαίους, αναπαίστους). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αμοιβαίο των Τρωάδων 239-291 ανάμεσα στον Ταλθύβιο και την Εκάβη. Η τελευταία ρωτά τον Έλληνα αγγελιοφόρο για την τύχη των συγγενών της, και συγκεκριμένα της Κασσάνδρας, της Πολυξένης, της Ανδρομάχης και της ίδιας. Ο Ταλθύβιος προσφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες στο επίρρημα, και τελικά η Εκάβη, όταν μαθαίνει την τύχη της, ξεσπά σε μια γεμάτη πάθος μονωδία. Οι πληροφορίες του Ταλθύβιου αντιστοιχούν σε μια κανονική ρήση, αλλά εδώ η ρήση έχει γίνει ευσύνοπτη και συνοδεύεται από τη γεμάτη πάθος αντίδραση του αποδέκτη της αγγελίας, η αγγελική ρήση έχει χάσει δηλαδή τον επικό της χαρακτήρα και έχει προσλάβει δραματική μορφή.
 
Είναι αυτονόητο ότι ένας μορφολογικά πρωτεϊκός ποιητής όπως ο Ευριπίδης δεν τυποποιεί τα αμοιβαία του, αλλά παρουσιάζει παραλλαγές ή σπάνιες συμπλοκές με τα εκάστοτε συμφραζόμενα. Η Εκάβη προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το έργο, μετά τον πρόλογο των θεών, αρχίζει με μια μονωδία της ομώνυμης ηρωίδας σε λυρικούς αναπαίστους (59-97, όπου εκφράζονται φόβοι για την τύχη των παιδιών της, του Πολυδώρου και της Πολυξένης. Ο Χορός εισέρχεται στην ορχήστρα με βαδιστικούς αναπαίστους (98-153) και αναφέρεται στην απόφαση των Ελλήνων για τη θυσία της Πολυξένης. Η Εκάβη αντιδρά με μια γεμάτη πάθος μονωδία (154-174). Ακολουθεί το αμοιβαίο Εκάβης Πολυξένης, όπου η Εκάβη ανακοινώνει στη θυγατέρα της που έχει εισέλθει στη σκηνή την απόφαση για τη θυσία (177-196), οπότε η Πολυξένη αντιδρά με τη σειρά της με μια μονωδία (197-215). Η πάροδος της Ελένης είναι μουσικά οργανωμένη, καθώς τα δύο στροφικά ζεύγη του αμοιβαίου τα μοιράζονται η Ελένη (στροφή) και ο Χορός (αντιστροφή).
 
Γενικά, στον Ευριπίδη απαντούν τρεις τύποι αμοιβαίου: το επιρρηματικό, το επιρρηματικό-μονωδικό και το καθαρά λυρικό. Στα όψιμα έργα παρατηρούνται μια εντυπωσιακή χαλάρωση στη δομή και πλούσια μετρική ποικιλία που αντιστοιχεί σε πλούσια μουσική επένδυση, καθώς και μια τάση προς τη μονωδία.