Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (11.150-11.224)

150 Ὣς φαμένη ψυχὴ μὲν ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω
Τειρεσίαο ἄνακτος, ἐπεὶ κατὰ θέσφατ᾽ ἔλεξεν·
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, ὄφρ᾽ ἐπὶ μήτηρ
ἤλυθε καὶ πίεν αἷμα κελαινεφές· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω,
καί μ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
155 «Τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα
ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι.
μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα,
Ὠκεανὸς μὲν πρῶτα, τὸν οὔ πως ἔστι περῆσαι
πεζὸν ἐόντ᾽, ἢν μή τις ἔχῃ εὐεργέα νῆα.
160 ἦ νῦν δὴ Τροίηθεν ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνεις
νηΐ τε καὶ ἑτάροισι πολὺν χρόνον; οὐδέ πω ἦλθες
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾽ εἶδες ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκα;»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀΐδαο
165 ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο·
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος, οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχων ἀλάλημαι ὀϊζύν,
ἐξ οὗ τὰ πρώτισθ᾽ ἑπόμην Ἀγαμέμνονι δίῳ
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μαχοίμην.
170 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;
ἢ δολιχὴ νοῦσος, ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν;
εἰπὲ δέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος, ὃν κατέλειπον,
175 ἢ ἔτι πὰρ κείνοισιν ἐμὸν γέρας, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλος ἔχει, ἐμὲ δ᾽ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι.
εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε,
ἠὲ μένει παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσει
ἦ ἤδη μιν ἔγημεν Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.»
180 Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο πότνια μήτηρ·
«καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ
σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν· ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.
σὸν δ᾽ οὔ πώ τις ἔχει καλὸν γέρας, ἀλλὰ ἕκηλος
185 Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας
δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾽ ἀλεγύνειν·
πάντες γὰρ καλέουσι. πατὴρ δὲ σὸς αὐτόθι μίμνει
ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κατέρχεται· οὐδέ οἱ εὐναὶ
δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
190 ἀλλ᾽ ὅ γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ
ἐν κόνι ἄγχι πυρός, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷται·
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος τεθαλυῖά τ᾽ ὀπώρη,
πάντῃ οἱ κατὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο
φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήαται εὐναί·
195 ἔνθ᾽ ὅ γε κεῖτ᾽ ἀχέων, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἀέξει
σὸν νόστον ποθέων· χαλεπὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει.
οὕτω γὰρ καὶ ἐγὼν ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον·
οὔτ᾽ ἐμέ γ᾽ ἐν μεγάροισιν ἐΰσκοπος ἰοχέαιρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν,
200 οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥ τε μάλιστα
τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν·
ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ,
σή τ᾽ ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ γ᾽ ἔθελον φρεσὶ μερμηρίξας
205 μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης.
τρὶς μὲν ἐφωρμήθην, ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει,
τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ
ἔπτατ᾽· ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
210 «Μῆτερ ἐμή, τί νύ μ᾽ οὐ μίμνεις ἑλέειν μεμαῶτα,
ὄφρα καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε
ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο;
ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ᾽ ἀγαυὴ Περσεφόνεια
ὄτρυν᾽, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω;»
215 Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο πότνια μήτηρ·
«ὤ μοι, τέκνον ἐμόν, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν,
οὔ τί σε Περσεφόνεια, Διὸς θυγάτηρ, ἀπαφίσκει,
ἀλλ᾽ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν·
οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν,
220 ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος αἰθομένοιο
δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ᾽ ὀστέα θυμός,
ψυχὴ δ᾽ ἠΰτ᾽ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται.
ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο· ταῦτα δὲ πάντα
ἴσθ᾽, ἵνα καὶ μετόπισθε τεῇ εἴπῃσθα γυναικί.»

***
150 Αυτά μου μήνυσε η ψυχή του μάντη Τειρεσία, και πίσω κίνησε
για το παλάτι του Άδη, αφού τα θέσφατα προφήτεψε.
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Οπότε η μάνα μου
πλησίασε, ήπιε το μαύρο αίμα, κι αμέσως με αναγνώρισε,
ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
«Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ᾽ αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Μεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
160 Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Τροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Ιθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;»
Ρωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
«Μάνα, το χρέος μ᾽ έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Αχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω, αφότου
τότε, στην αρχή, κινούσα, τον θεϊκό Αγαμέμνονα ακολουθώντας,
και βρέθηκα στο Ίλιο με τις καλές φοράδες, τους Τρώες να πολεμώ.
170 Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Αχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;»
180 Αυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
«Ησύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες,
πνίγεται στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Τηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ᾽ όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει,
γιατί ακόμη όλοι τον καλούν.
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια·
δεν κατεβαίνει πια στην πόλη· δεν έχει να πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, με φλοκάτες, σεντόνια αστραφτερά.
190 Σαν βαρυχειμωνιάσει, κοιμάται στο υποστατικό, μαζί με δούλους,
καταγής, πλάι στη φωτιά, ντυμένος στα κουρέλια του.
Όταν καλοκαιριάζει πάλι, έρχεται ο θέρος, μεστώνουν οι καρποί,
τότε παντού, όπου βρεθεί, στους κήπους, σε πλαγιές κι αμπέλια,
μαζεύει τα πεσμένα φύλλα, και κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
200 δεν πήγα απ᾽ τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
Μόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Οδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη — αυτά μου στέρησαν
τη γλύκα της ζωής.»
Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν᾽ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ᾽ τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
210 «Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός και αν αγέρωχη η Περσεφόνη μόνο τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν᾽ αναστενάζω.»
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
«Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,
όχι, δεν σ᾽ απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
220 όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά —
μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»

Η σχέση, έχει τελειώσει πολύ πριν το αντίο

Τον άνθρωπο που φεύγει από την ζωή σου, δεν τον χάνεις ποτέ εκείνη την στιγμή.
Είτε τον έχεις χάσει καιρό πριν, ή θα τον χάσεις καιρό μετά.

Καμία σχέση δεν φτάνει στο τέρμα της ουσιαστικά, την ώρα του αντίο.
Συνήθως αυτό έχει συμβεί καιρό πριν, αλλά δεν θέλουμε να δούμε τα σημάδια ή να το παραδεχτούμε.
Όταν αρχίζει να πέφτει η αυλαία του τέλους, αυτή είναι η επιβεβαίωση ότι έχει προηγηθεί καιρό πριν κάτι άλλο.

Απλά ίσως εμείς δεν είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο ,ίσως δεν είναι επιλογή μας ,ή ακόμα μπορεί και να βολευόμαστε μέσα σε μία κατάσταση που δεν οδηγεί πουθενά.

Την ώρα το αντίο απλά κόβεται ο ομφάλιος λώρος και αποδεσμεύονται και οι δύο.

Αν όμως δεν είναι επιλογή αυτό το αντίο, τότε ο ουσιαστικός χωρισμός θα έρθει καιρό μετά.

Όταν θα σταματήσεις να σκέφτεσαι, να αναζητάς, να αναφέρεις τον άλλον άνθρωπο.
Όταν θα απαλύνουν οι θύμησες, τα αγγίγματα, οι ματιές.
Όταν ξεθυμάνει ο πόθος και την θέση του πάρει η παραδοχή.
Όλα τελειώνουν μόνο όταν τελειώνουν και μέσα μας.

Γι’ αυτό την ώρα του αντίο σκέψου διπλά, αν έχεις χάσει κάτι από καιρό ή έχεις χαθεί εσύ πρώτα.
Όπως και να έχει αποδέσμευσε και αποδεσμεύσου, τίποτα δεν μένει κοντά μας με το ζόρι και ότι τελειώνει τελειώνει για να αρχίσει κάτι άλλο.

Παρατήρησε τα σημάδια είναι πάντα εκεί και μας δίνουν μηνύματα.

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος

Χωρίς τον ερωτισμό ο άνθρωπος δεν θα ήταν άνθρωπος.

Προσοχή όμως: ο ερωτισμός δεν είναι ξέφρενη ακολασία, ξέφραγη ασέλγεια, κουτή και κούφια κραιπάλη.

Ο ερωτισμός είναι μοναξιά, σιωπή, αγωνία, τρόμος κι αντιμετώπιση της ακρότητας, δηλαδή του θανάτου.

Ο ερωτισμός δεν είναι ηδονισμός χαρούμενος, επιπόλαιος και εύκολος, δεν είναι ικανοποίηση των ενστίκτων, χορτασμός των ορμών, παιχνίδι των ιδιόρρυθμων τάσεων, ανακούφιση μιας επιτακτικής φυσικής ανάγκης, χαλάρωση της έντασης του πόθου και κατευνασμός του πάθους, μηχανική εκσπερμάτωση, το σύνολο των «διαστροφών», και κάποιος ιδιωτικός ή κοινωνικός τίτλος τιμής που κάνει τα άτομα να ξιπάζονται και να αισθάνονται απαλλαγμένα από τα «περιττά βάρη» ή βασανιστικά συμπλέγματα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απελευθέρωση.

Ο ερωτισμός είναι μια συμπεριφορά, που οδηγεί στα άκρα, δηλαδή στην αγωνία και στην πτώση, στη διακύβευση της ακεραιότητας, στο διασυρμό των αξιών, στην απώλεια, στην παράδοση άνευ όρων στα χέρια της τύχης και στην καταστροφή.

Η καταστροφή, εδώ, έχει το νόημα που έχει στην τραγωδία. Η «καταστροφή», μέσα από τη διάσταση του ερωτισμού, παίρνει έναν καθολικό χαρακτήρα και σημαδεύει καίρια την ανθρώπινη ζωή, ξεγυμνώνοντάς της απ’ όλες της τις αυταπάτες και δείχνοντάς της, μέσα σε κατάσταση ιλίγγου και έξαρσης, το αβυσσαλέο βάθος των αποθεμάτων της…

Ο ερωτισμός είναι απόλυτο κι απεριόριστο ξόδεμα όλων των δυνάμεων, ένας παροξυσμός τους, μια δαπάνη του ανθρώπινου δυναμικού που δεν έχει σχέση ούτε με τη διαλεκτική ούτε με το δυϊσμό, αλλά κατευθύνεται ίσια και προς ένα μοναδικό σημείο όπου ο άνθρωπος τα παίζει όλα για όλα, γι αυτό και η κατεύθυνσή του είναι πρόσ-τυχη, μια κατεύθυνση δηλαδή που οδηγεί μόνη αυτή στην κυριαρχία του ανθρώπου και στην υπέρτατη κατάκτησή του, που δεν είναι άλλη από την ακραία βίωση της πληγής του, η οποία δεν κλείνει ποτέ και με τίποτα”.

Διότι η ερωτική πράξη μπορεί να επέλθει με οιονδήποτε, ο οργασμός όμως, ο αφανισμός του ενός σώματος μέσα στο άλλο, ο σχεδόν θανατηφόρος σπασμός του, δεν μπορεί να «επιτευχθεί με οιονδήποτε.

Όπως γράφει και ο Βίλχελμ Ράιχ, “βιοενεργητικά, ο οργασμός σημαίνει απώλεια της ατομικότητας του ανθρώπου μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης”.

Νίτσε: Η εργασία και η ανία

Η εργασία και η ανία

Σήμερα, με το να ζητάμε μια εργασία με σκοπό να κερδίσουμε χρήματα, είναι μια κοινή φροντίδα για όλους τους ανθρώπους που ζουν σε μια πολιτισμένη χώρα.

Γι’ αυτούς τους ανθρώπους η εργασία είναι ένα μέσο, κι έχει σταματήσει πια να είναι αυτοσκοπός, γι’ αυτό και δεν είναι πολύ δύσκολοι στο θέμα εκλογής της εργασίας τους, φτάνει αυτή να τους εξασφαλίζει ικανοποιητικά κέρδη.

Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που προτιμούν να πεθάνουν παρά να εργαστούν χωρίς χαρά.

Άνθρωποι δύσκολοι, που δεν αρκούνται στα λίγα και που τα πολλά κέρδη δεν τους ικανοποιούν, όσο δεν θεωρούν την ίδια εργασία σαν το ανώτερο κέρδος.

Ένα μέρος της σπάνιας αυτής κατηγορίας είναι οι διάφοροι καλλιτέχνες και στοχαστές.

Αλλά τέτοιοι είναι κι εκείνοι οι αργόσχολοι που περνούν τη ζωή τους κυνηγώντας ή κάνοντας ταξίδια και που ασχολούνται με τον έρωτα ή με άλλες περιπέτειες.

Όλοι τους ψάχνουν την εργασία και τον κόπο, αλλά μονάχα μέχρι το σημείο εκείνο που η εργασία και ο κόπος μπορούν να συνδέονται με την ηδονή, και, αν είναι ανάγκη, ας είναι και η σκληρότερη εργασία και ο χειρότερος κόπος.

Όταν όμως βγουν από εκεί, τότε εκδηλώνουν αποφασιστική τεμπελιά, έστω κι αν η τεμπελιά αυτή τους οδηγεί στην καταστροφή, την ατίμωση, κι ακόμα έστω κι αν κινδυνεύουν να αρρωστήσουν ή και να πεθάνουν.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν φοβούνται τόσο την ανία, όσο φοβούνται την άχαρη εργασία.

Και μάλιστα, πρέπει να νοιώθουν μεγάλη πλήξη για να πετύχει η δουλειά τους.

Ενώ, για τον στοχαστή και το εφευρετικό πνεύμα, πλήξη είναι εκείνη η «επίπεδη ηρεμία» της ψυχής, εκείνη η «επίπεδη ηρεμία» που αισθανόμαστε πριν από κάθε ευχάριστο ταξίδι και που πρέπει να ανεχθεί αυτή την ηρεμία, ο άνθρωπος, και να περιμένει τα αποτελέσματά της μέσα του.

Εδώ είναι το δύσκολο. Αυτό ακριβώς δεν είναι σε θέση να πετύχουν οι λιγότερο υψηλές ανθρώπινες φύσεις!

Είναι χυδαίο να απομακρύνεις με κάθε τρόπο και θυσία την πλήξη, όπως είναι το ίδιο να εργάζεσαι χωρίς ευχαρίστηση.

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Μπέρτραντ Ράσελ: Η αίσθηση της αμαρτίας

Η αίσθηση της αμαρτίας, είναι μία από τις σπουδαιότερες ψυχολογικές αιτίες δυστυχίας στην ενήλικο ζωή. Υπάρχει μία παραδοσιακή θρησκευτική ψυχολογία της αμαρτίας, την οποία κανείς σύγχρονος ψυχολόγος δεν μπορεί να δεχθεί.

Υποτίθεται, ιδιαίτερα κατά τους προτεστάντες, ότι η συνείδηση αποκαλύπτει στον κάθε άνθρωπο, το πότε μια πράξη, την οποία μπαίνει στον πειρασμό να διαπράξει, είναι αμαρτωλή, και ότι μετά τη διάπραξή της βιώνει ένα από δύο οδυνηρά συναισθήματα, εκ των οποίων το ένα λέγεται "τύψη", και δεν έχει καμία αξία, και το άλλο λέγεται "μετάνοια", που είναι ικανό να σβήσει την ενοχή του. Στις προτεσταντικές χώρες, ακόμη και εκείνοι που έχασαν την πίστη τους, συνέχισαν για αρκετό καιρό να δέχονται, με κάποιες τροποποιήσεις, την ορθόδοξη άποψη της αμαρτίας.

Στις μέρες μας, εν μέρει εξαιτίας της ψυχανάλυσης, έχουμε την αντίθετη κατάσταση: Το παλαιό δόγμα της αμαρτίας το απορρίπτουν, όχι μόνο όσοι δεν πιστεύουν, αλλά και πολλοί από αυτούς που παραμένουν ακόμη πιστοί. Η συνείδηση έπαυσε να είναι κάτι το μυστηριώδες το οποίο, λόγω του μυστηρίου του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι η φωνή του Θεού.

Γνωρίζουμε ότι η συνείδηση επιβάλλει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και ότι σε γενικές γραμμές συμφωνεί με τα έθιμα της φυλής. Τί συμβαίνει λοιπόν όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου τον τύπτει;

Η λέξη "συνείδηση" στην πραγματικότητα καλύπτει διαφορετικά συναισθήματα· το απλούστερο από αυτά είναι ο φόβος να μη σε ανακαλύψουν.

Εσύ, αναγνώστη μου, είμαι βέβαιος ότι έχεις ζήσει μια άμεμπτη ζωή, αλλά αν ρωτήσεις κάποιον που κάποτε έκανε μια πράξη για την οποία θα τιμωρούνταν αν τον πιάνανε, θα διαπιστώσεις ότι αν η ανακάλυψη ήταν επικείμενη, το εν λόγω πρόσωπο ήταν έτοιμο να μετανοήσει για την πράξη του.

Δεν εννοώ ότι αυτό ισχύει για τον επαγγελματία κλέφτη, ο οποίος ούτως ή άλλως περιμένει κάποια φυλακή αν τον πιάσουν, γιατί έχει αποδεχθεί τον κίνδυνο της δραστηριότητάς του· ισχύει όμως για αυτόν που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ευυπόληπτο παραβάτη, όπως ο τραπεζικός που υπεξαίρεσε χρήματα σε άσχημη στιγμή, ή ο κληρικός που υπέκυψε στον πειρασμό να διαπράξει κάποια ασελγή πράξη.

Οι άνθρωποι αυτοί θα ξεχάσουν το έγκλημά τους, αν οι πιθανότητες να τους ανακαλύψουν είναι ελάχιστες, αλλά αν τους πιάσουν ή επίκειται η σύλληψή τους θα εύχονταν να είχαν υπάρξει ηθικότεροι, και αυτή η ευχή τούς δίνει μια έντονη αίσθηση της αμαρτίας που διέπραξαν. Συναφής με αυτό το συναίσθημα είναι ο φόβος να γίνουν απόβλητοι της αγέλης.

Ο άνθρωπος που κλέβει στα χαρτιά ή δεν πληρώνει τα χρέη του, δεν έχει τίποτα μέσα του που θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει την αποδοκιμασία της αγέλης όταν τον ανακαλύψουν. Ως προς αυτό, δεν μοιάζει καθόλου με τον θρησκευτικό καινοτόμο, τον αναρχικό και τον επαναστάτη, οι οποίοι αισθάνονται ότι, όποια και αν είναι η τύχη τους στο παρόν, το μέλλον είναι μαζί τους και θα τους τιμήσει τόσο, όσο το παρόν τους απεχθάνεται.

Οι άνθρωποι αυτοί, παρά την εχθρότητα της αγέλης, δεν αισθάνονται ότι είναι αμαρτωλοί· ο άνθρωπος όμως που αποδέχεται εξ ολοκλήρου την ηθική της αγέλης, ενώ την παραβαίνει είναι δυστυχής όταν ξεπέσει κοινωνικά, και ο φόβος αυτής της συμφοράς ή η οδύνη όταν συμβεί μπορούν εύκολα να τον κάνουν να θεωρήσει τις πράξεις του αμαρτωλές.

Αλλά η αίσθηση της αμαρτίας στις σημαντικότερες μορφές της πηγαίνει βαθύτερα. Έχει τις ρίζες της στο ασυνείδητο και δεν εμφανίζεται στη συνείδηση σαν φόβος της αποδοκιμασίας των άλλων. Στη συνείδηση ορισμένα είδη πράξεων θεωρούνται αμαρτία χωρίς κανέναν προφανή λόγο.

Όταν κάποιος διαπράξει αυτές τις πράξεις, αισθάνεται άβολα χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί. Θα ήθελε να είναι το είδος του ανθρώπου που μπορεί να απέχει από αυτό που πιστεύει ότι είναι αμαρτία. Θαυμάζει από ηθική άποψη μόνο εκείνους των οποίων η καρδιά, καθώς πιστεύει, είναι αγνή. Αναγνωρίζει, και λυπάται λίγο ή πολύ, που δεν έχει τη στόφα του αγίου. Η αντίληψη που έχει για την αγιοσύνη είναι, βέβαια, κάτι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί στον κοινό καθημερινό βίο. Κατά συνέπεια, ζει με μια αίσθηση ενοχής, νιώθοντας ότι αυτά δεν είναι για αυτόν και οι καλύτερες στιγμές του είναι οι στιγμές της μεμψίμοιρης μετάνοιας.

Πηγή όλων αυτών, είναι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η ηθική διδασκαλία που έλαβε προτού γίνει έξι χρονών στα χέρια της μητέρας του ή της νταντάς του. Έμαθε πριν από αυτή την ηλικία, ότι είναι κακό να βρίζεις και δεν είναι ωραίο να χρησιμοποιείς άλλη γλώσσα από αυτή που αρμόζει στις κυρίες, ότι μόνοι οι κακοί άνθρωποι πίνουν και ότι το κάπνισμα είναι ασυμβίβαστο με την αρετή. Έμαθε ότι ποτέ δεν πρέπει να λέει ψέμματα.

Πάνω απ' όλα, έμαθε ότι το ενδιαφέρον για τα γεννητικά όργανα είναι απεχθές. Ήξερε ότι αυτά είναι απόψεις της μητέρας του και πίστευε ότι είναι απόψεις του Δημιουργού του.

Η μεγαλύτερη ευχαρίστησή του ήταν να του φέρεται στοργικά η μητέρα του ή, αν τον παραμελούσε, η νταντά του, και ήξερε ότι αυτή η στοργή θα του δοθεί μόνο όταν είναι σαφές ότι δεν έχει παραβεί τον ηθικό κώδικα. Ως εκ τούτου έμαθε να συνδέει κάτι αόριστα φοβερό με οποιαδήποτε συμπεριφορά που την αποδοκιμάζουν η μητέρα του ή η νταντά του. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας, ξέχασε την προέλευση του ηθικού του κώδικα και ποια ήταν αρχικά η τιμωρία της παράβασης· δεν ξέχασε όμως τον ηθικό κώδικα και δεν έπαυσε να αισθάνεται ότι κάτι φοβερό θα του συμβεί αν τον παραβεί.

Πολλές εντολές αυτής της νηπιακής ηθικής διδασκαλίας στερούνται εντελώς έλλογης θεμελίωσης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ισχύσουν στην κανονική συμπεριφορά των κανονικών ανθρώπων. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί αυτό που λένε "κακή γλώσσα", λογικά δεν είναι χειρότερος από αυτόν που δεν τη χρησιμοποιεί. Ωστόσο, αν ζητήσεις να σου πουν τι κάνει έναν άγιο, σχεδόν όλοι θα θεωρήσουν ότι η αποχή από την κακή γλώσσα είναι ουσιώδες στοιχείο. Υπό το πρίσμα της λογικής, αυτό είναι καθαρή ανοησία. Το ίδιο ισχύει και με το αλκοόλ και το κάπνισμα.

Ως προς το αλκοόλ, αυτή η αίσθηση είναι ανύπαρκτη στις νότιες χώρες· υπάρχει εκεί πράγματι ένα στοιχείο ασέβειας ως προς την οινοποσία καθόσον είναι γνωστό ότι ο Κύριός μας και οι Απόστολοι έπιναν κρασί.

Ως προς το κάπνισμα, είναι ευκολότερο να έχεις αρνητική θέση, διότι όλοι οι μεγάλοι άγιοι έζησαν προτού γίνει γνωστή η συνήθεια. Αλλά και εδώ το επιχείρημα πάσχει λογικά. Η άποψη ότι κανένας άγιος δεν θα κάπνιζε, βασίζεται σε τελευταία ανάλυση στην άποψη, ότι κανένας άγιος δεν θα έκανε τίποτα απλώς και μόνον χάριν της ευχαρίστησης.

Αυτό το ασκητικό στοιχείο στην κοινή ηθική, έχει γίνει σχεδόν ασυνείδητο αλλά λειτουργεί με διάφορες μορφές που κάνουν τον ηθικό μας κώδικα παράλογο. Σε μια έλλογη ηθική θα ήταν αξιέπαινο να δίνεις ευχαρίστηση σε οποιονδήποτε, ακόμη και στον εαυτό σου, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει αντισταθμιστικό άλγος στον εαυτό σου ή στους άλλους.

Ο ιδανικός ενάρετος άνθρωπος, αν απαλλαγούμε από τα ιδεώδη του ασκητισμού, είναι αυτός που επιτρέπει την απόλαυση όλων των καλών πραγμάτων, όταν δεν υπάρχουν βλαβερές συνέπειες που ξεπερνούν την απόλαυση.

Ας πάρουμε τα ψέμματα. Δεν αρνούμαι ότι κυκλοφορεί πολύ ψέμμα στον κόσμο και ότι όλοι θα ήμασταν καλύτεροι αν υπήρχε περισσότερη φιλαλήθεια· αρνούμαι όμως, όπως πιστεύω κάθε λογικός άνθρωπος, ότι το ψέμμα δεν είναι δικαιολογημένο σε καμμία περίπτωση.

Κάποτε, σε έναν περίπατο στην εξοχή, είδα μια αλεπού στα όρια της εξάντλησης που πάλευε ακόμη να τρέξει. Λίγα λεπτά αργότερα συνάντησα τους κυνηγούς. Με ρώτησαν αν είχα δει την αλεπού και απάντησα ναι. Τότε με ρώτησαν προς τα πού πήγε και τους είπα ψέμματα. Δεν νομίζω ότι θα ήμουν καλύτερος άνθρωπος αν τους είχα πει την αλήθεια.

Αλλά είναι κυρίως στο θέμα του σεξ, που η ηθική διδασκαλία προκαλεί τη μεγαλύτερη βλάβη.

Αν ένα παιδί ανατραφεί συμβατικά από αυστηρούς γονείς ή νταντάδες, η σύνδεση μεταξύ αμαρτίας και γεννητικών οργάνων έχει εδραιωθεί τόσο σταθερά στην ηλικία των έξι ετών, ώστε είναι απίθανο να ξεριζωθεί εντελώς σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αυτή η αίσθηση ενισχύεται, φυσικά, από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, διότι η πιο αξιαγάπητη γυναίκα στην παιδική ηλικία, είναι αυτή με την οποία οι σεξουαλικές ελευθερίες είναι αδύνατες.

Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ενήλικοι αισθάνονται πως οι γυναίκες εξευτελίζονται με το σεξ και δεν σέβονται τις συζύγους τους, εκτός εάν αυτές απεχθάνονται τη σεξουαλική επαφή. Αλλά, ο άντρας που η γυναίκα του είναι ψυχρή, θα αναζητήσει ενστικτωδώς την ικανοποίηση του ενστίκτου αλλού.

Ωστόσο, η ενστικτώδης ικανοποίησή του, ακόμη και αν την βρει προς στιγμήν, θα δηλητηριαστεί από μια αίσθηση ενοχής, με αποτέλεσμα να μην είναι ευτυχής σε καμμία σχέση με καμμία γυναίκα, είτε εντός είτε εκτός γάμου. Από την πλευρά της γυναίκας συμβαίνει το ίδιο, εφ' όσον της δίδαξαν εμφατικά να είναι αυτό που λένε "αγνή".

Ενστικτωδώς, συγκρατιέται κατά τις συνευρέσεις με τον άντρα της και φοβάται να αντλήσει ικανοποίηση. Σήμερα, ωστόσο, αυτό έχει ελαττωθεί από την πλευρά των γυναικών σε σχέση με το τι συνέβαινε πενήντα χρόνια πριν. Θα έλεγα πως σήμερα, μεταξύ των μορφωμένων, η σεξουαλική ζωή των ανδρών είναι πιο παραμορφωμένη και πιο δηλητηριασμένη με την αίσθηση της αμαρτίας από τη σεξουαλική ζωή των γυναικών.

Έχει αρχίσει να γίνεται ευρύτερα αντιληπτό -αν και όχι, φυσικά, εκ μέρους των δημοσίων αρχών- το κακό που έχει προκαλέσει η παραδοσιακή σεξουαλική αγωγή στα παιδιά. Ο ορθός κανόνας είναι απλός: Ωσότου το παιδί φτάσει στην εφηβεία, μην του διδάξεις καμμία σεξουαλική ηθική και απόφυγε επιμελώς να του ενσταλάξεις την ιδέα ότι υπάρχει κάτι το αηδιαστικό στις φυσικές σωματικές λειτουργίες.

Όταν φτάσει ο καιρός που είναι αναγκαία η σεξουαλική αγωγή, πρόσεξε ό,τι θα πεις να είναι έλλογο και να το στηρίζεις με επιχειρήματα. Αλλά δεν είναι ο σκοπός μου να μιλήσω για την αγωγή. Αυτό που με απασχολεί εδώ, είναι το τι μπορεί να κάνει ένας ενήλικος για να ελαχιστοποιήσει τα κακά αποτελέσματα μιας ασύνετης αγωγής που επέφερε την παράλογη αίσθηση της αμαρτίας.

Το πρόβλημα είναι το πώς θα εξαναγκάσουμε το ασυνείδητο να λάβει υπ' όψιν του τις έλλογες αντιλήψεις που ελέγχουν τη συνειδητή σκέψη μας. Δεν πρέπει να αφήνουμε τις διαθέσεις μας να μας εξουσιάζουν, να πιστεύουμε ένα πράγμα τη μία στιγμή και άλλο την άλλη.

Η αίσθηση της αμαρτίας οξύνεται σε στιγμές που το συνειδητό αποδυναμώνεται από κόπωση, αρρώστια, ποτό, ή άλλη αιτία. Αυτό που νιώθει κανείς σε αυτές τις στιγμές (εκτός και αν προκαλείται από το ποτό) υποτίθεται ότι είναι μια αποκάλυψη του ανώτερου εγώ. "Ο Διάβολος είναι άρρωστος, ο Διάβολος θα γίνει άγιος".

Αλλά, είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι οι στιγμές της αδυναμίας οξύνουν την αντιληπτικότητά μας, περισσότερο από τις στιγμές που έχουμε όλες μας τις δυνάμεις. Στις στιγμές της αδυναμίας είναι δύσκολο να αντισταθούμε σε παιδαριώδεις ιδέες του ασυνείδητου, αλλά δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να θεωρήσουμε αυτές τις ιδέες καλύτερες από τις πεποιθήσεις του ώριμου ανθρώπου με όλες του τις διανοητικές δυνάμεις σε λειτουργία.

Αντιθέτως, αυτό που πιστεύει ακράδαντα ένας άνθρωπος όταν είναι ακμαίος θα έπρεπε να αποτελεί γι' αυτόν, τον κανόνα τού τι πρέπει να πιστεύει πάντα. Μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτές τις παιδαριώδεις υποβολές του ασυνείδητου, εφαρμόζοντας τη σωστή τεχνική. Όποτε αρχίσεις να αισθάνεσαι τύψεις για κάτι που η λογική σού λέει ότι δεν είναι κακό, εξέτασε εξονυχιστικά τις αιτίες των τύψεών σου και εξήγησε στον εαυτό σου πόσο παράλογες είναι. Οι συνειδητές πεποιθήσεις σου ας είναι ισχυρές και ακράδαντες ώστε να εντυπωθούν στο ασυνείδητό σου και να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις εντυπώσεις που σχηματίστηκαν εκεί από τη νταντά σου ή τη μητέρα σου όταν ήσουν νήπιο.

Μην εφησυχάζεις με την εναλλαγή μεταξύ των στιγμών της λογικής και των στιγμών του παράλογου. Εξέτασε προσεκτικά το παράλογο με την απόφαση να μην το σεβαστείς και να μην το αφήσεις να σε κυριεύσει. Όποτε ρίχνει παράλογες ιδέες ή συναισθήματα στη συνείδησή σου, ξερίζωσέ τα, εξέτασέ τα και απόρριψέ τα.

Μην αφήσεις τον εαυτό σου να ταλαντεύεται ανάμεσα στη λογική και τις παιδιάστικες χαζομάρες. Μην φοβάσαι ότι θα ασεβήσεις στη μνήμη αυτών που ήλεγχαν τη παιδική σου ηλικία. Τότε σου φαίνονταν δυνατοί και σοφοί γιατί ήσουν εσύ αδύναμος και χαζός· τώρα που δεν είσαι ούτε το ένα ούτε το άλλο, θα πρέπει να εξετάσεις τη φαινομενική δύναμη και σοφία τους, να σκεφτείς αν πράγματι αξίζουν τον σεβασμό που από συνήθεια τρέφεις ακόμη για αυτούς.

Αναρωτήσου σοβαρά, αν ο κόσμος είναι καλύτερος με την ηθική αγωγή που δόθηκε στα παιδιά. Σκέψου πόση καθαρή δεισιδαιμονία υπάρχει στην ψυχοσύνθεση του συμβατικά ηθικού ατόμου, και συλλογίσου ότι, ενώ φανταστικοί ηθικοί κίνδυνοι κάθε είδους είχαν αποσοβηθεί με απίστευτα ανόητες απαγορεύσεις, οι πραγματικοί ηθικοί κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι ενήλικοι δεν μνημονεύονταν καν.

Ποιές είναι οι πραγματικά κακές πράξεις που δελεάζουν έναν ενήλικο; Ανέντιμες πρακτικές στις εμπορικές δοσοληψίες που δεν τιμωρούνται από τον νόμο, σκληρή μεταχείριση των υφισταμένων σου, σκληρότητα στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου, κακεντρέχεια στους ανταγωνιστές σου, αγριότητα στις πολιτικές συγκρούσεις -αυτές είναι οι όντως βλαβερές αμαρτωλές πράξεις που ενδημούν στους κύκλους των ευυπόληπτων πολιτών.

Με αυτές τις πράξεις, ένας άνθρωπος σκορπίζει τη δυστυχία στον άμεσο κύκλο του και βάζει ένα χεράκι στην καταστροφή του πολιτισμού. Και ωστόσο, δεν είναι αυτά τα πράγματα που τον κάνουν, όταν είναι άρρωστος, να θεωρεί τον εαυτό του απόβλητο που έχασε κάθε δικαίωμα στην θεία εύνοια. Δεν είναι αυτά τα πράγματα που τον κάνουν να έχει εφιάλτες και να οραματίζεται τη μητέρα του να σκύβει από πάνω του ρίχνοντας επιτιμητικά βλέμματα.

Γιατί η υποσυνείδητη ηθική έχει πάρει διαζύγιο από τη λογική; Διότι η ηθική στην οποία πίστευαν αυτοί που τον ανέθρεψαν ήταν ανόητη· διότι δεν απέρρεε από τη μελέτη των καθηκόντων του ατόμου έναντι της κοινωνίας· διότι ήταν φτιαγμένη από υπολείμματα παράλογων ταμπού· και διότι περιείχε στοιχεία νοσηρά, μακάβρια, κληρονομημένα από τον επιθανάτιο ρόγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η κατ' όνομα ηθική μας, έχει φτιαχτεί από παπάδες και διανοητικά υποδουλωμένες γυναίκες. Όσοι πρέπει να αναλάβουν έναν φυσιολογικό ρόλο στη φυσιολογική ζωή του κόσμου, είναι καιρός να εξεγερθούν ενάντια σε αυτές τις νοσηρές σαχλαμάρες.

Αλλά για να επιτύχει αυτή η επανάσταση, για να φέρει την ατομική ευτυχία και να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να ζήσει με συνέπεια με ένα πρότυπο και να μην ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο, είναι αναγκαίο να σκεφτούμε και να αισθανθούμε βαθιά, τι μας λέει η λογική.

Οι περισσότεροι, αφού απορρίψουν επιφανειακά τις δεισιδαιμονίες της παιδικής τους ηλικίας, νομίζουν ότι αυτό ήταν όλο κι όλο. Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτές οι δεισιδαιμονίες καραδοκούν ακόμη στο βάθος.

Όταν φτάσουμε σε μια έλλογη πεποίθηση, είναι ανάγκη να την σκεφτούμε σοβαρά, να φανταστούμε τις συνέπειές της, να διερευνήσουμε ποιες πεποιθήσεις που είναι ασυμβίβαστες με τη νέα αντίληψη θα μπορούσαν να επιβιώσουν, και όταν η αίσθηση της αμαρτίας δυναμώνει, όπως συμβαίνει από καιρού εις καιρόν, να την αντιμετωπίσουμε όχι σαν αποκάλυψη και έκκληση για πράγματα ανώτερα, αλλά σαν αρρώστια και αδυναμία, εκτός βέβαια αν προκαλείται από κάποια πράξη που η ορθολογική ηθική θα καταδίκαζε.

Δεν εννοώ ότι θα πρέπει να είμαστε άμοιροι ηθικής -εννοώ ότι θα πρέπει να είμαστε άμοιροι δεισιδαίμονος ηθικής, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Αλλά ακόμη και αν κάποιος παραβεί τον ίδιο τον δικό του έλλογο κώδικα, αμφιβάλλω αν η αίσθηση της αμαρτίας είναι η καλύτερη μέθοδος για να επιτύχει μια καλύτερη ζωή. Υπάρχει στην αίσθηση της αμαρτίας κάτι το απεχθές, κάτι αναξιοπρεπές. Κανείς πού έχασε την αξιοπρέπειά του δεν κέρδισε τίποτα. Ο έλλογος άνθρωπος θα πρέπει να βλέπει τις άτοπες πράξεις του όπως βλέπει και κρίνει τις άτοπες πράξεις των άλλων, ως πράξεις τις οποίες προκάλεσαν οι περιστάσεις και πρέπει να αποφεύγονται είτε με τη συνειδητοποίηση ότι είναι άτοπες είτε, όταν είναι εφικτό, με την αποφυγή των περιστάσεων που τις προκάλεσαν.

Είναι γεγονός ότι η αίσθηση της αμαρτίας όχι μόνο δεν συμβάλλει σε μια καλή ζωή, αλλά προκαλεί το αντίθετο: Κάνει τον άνθρωπο δυστυχή και τον κάνει να νιώθει κατώτερος.

Όντας δυστυχής, θα είναι απαιτητικός και φορτικός και δεν θα μπορεί να χαρεί τις προσωπικές του σχέσεις. Νιώθοντας κατώτερος, θα μισεί αυτούς που του φαίνονται ανώτεροι. Ο θαυμασμός θα του είναι δύσκολος και η ζήλια εύκολη. Θα γίνει αντιπαθητικό άτομο και κανείς δεν θα τον κάνει παρέα.

Μια ανοιχτή και γενναιόδωρη στάση προς τους άλλους, όχι μόνο τους δίνει χαρά, αλλά κάνει και σένα ευτυχή διότι είσαι αρεστός. Η στάση όμως αυτή δεν είναι εφικτή για τον άνθρωπο που κατατρέχεται από την αίσθηση της αμαρτίας. Είναι αποτέλεσμα ψυχικής ισορροπίας και αυτοπεποίθησης· απαιτεί αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ψυχική ολοκλήρωση, όπου τα διάφορα στρώματα του χαρακτήρα του ατόμου, η συνείδηση, το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο, συνυπάρχουν αρμονικά και δεν μάχονται το ένα το άλλο.

Την αρμονία αυτή μπορεί να την επιτύχει στις περισσότερες περιπτώσεις η σωστή ανατροφή, αλλά όταν η ανατροφή ήταν απερίσκεπτη η θεραπεία είναι πιο δύσκολη. Αυτή τη θεραπεία εφαρμόζουν οι ψυχαναλυτές, νομίζω όμως ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να αναλάβει ο ίδιος το έργο που, στις σοβαρές περιπτώσεις, απαιτεί τη βοήθεια του ειδικού. Μην πεις: "Δεν έχω καιρό για αυτές τις ψυχολογικές ωδίνες, είμαι πολυάσχολος, άσε το υποσυνείδητό μου να παίζει τα κόλπα του". Τίποτα δεν περιορίζει τόσο την ατομική ευτυχία αλλά και την αποδοτικότητα όσο μια διχασμένη προσωπικότητα.

Ο χρόνος που θα διαθέσεις για να εναρμονίσεις τα διάφορα μέρη της προσωπικότητάς σου δεν είναι χρόνος χαμένος. Δεν εννοώ ότι πρέπει κανείς να διαθέτει μία ώρα, ας πούμε, την ημέρα για αυτοανάλυση. Πιστεύω ότι δεν είναι αυτή η καλύτερη μέθοδος, διότι εντείνει τον εγωκεντρισμό, που είναι μέρος της ασθένειας που πρέπει να θεραπευθεί, διότι μια ισορροπημένη προσωπικότητα είναι στραμμένη προς τα έξω.

Αυτό που εννοώ είναι ότι πρέπει κανείς να αποφασίσει τι ακριβώς πιστεύει με τη λογική του και να μην αφήνει παράλογες ιδέες να περνούν ανενόχλητες ή και να τον κυριεύουν, έστω και για λίγο. Το ζήτημα είναι να πείσεις με λογικά επιχειρήματα τον εαυτό σου τις στιγμές εκείνες που παρασύρεσαι σε ένα παιδισμό, αλλά η επιχειρηματολογία, αν είναι αρκετά εμφατική, μπορεί να είναι σύντομη.

Πολλοί άνθρωποι αντιπαθούν την έλλογη σκέψη, και όσα λέω μπορεί να φανούν σε αυτούς άσχετα ή άνευ σημασίας. Υπάρχει μια άποψη, ότι η λογική, αν την αφήσουμε ελεύθερη, θα σκοτώσει τα βαθύτερα συναισθήματα. Νομίζω ότι η αντίληψη αυτή, οφείλεται σε μία εντελώς λανθασμένη έννοια της λειτουργίας της λογικής στην ανθρώπινη ζωή. Δεν είναι δουλειά της λογικής να γεννά συναισθήματα, αν και μέρος της λειτουργίας της μπορεί να είναι το να βρίσκει τρόπους να μην αφήνει αυτά τα συναισθήματα να αναστατώσουν τη ζωή μας.

Το να βρίσκει τρόπους να ελέγξει το μίσος και τον φθόνο, είναι αναμφίβολα αρμοδιότητα μιας έλλογης ψυχολογίας. Αλλά είναι λάθος να υποθέσουμε ότι ελέγχοντας αυτά τα πάθη, θα περιορίσουμε ταυτόχρονα τη δύναμή τους, την οποία η λογική δεν καταδικάζει. Στον φλογερό έρωτα, στη στοργή για τα παιδιά, στη φιλία, στην αγαθοεργία, στην αφοσίωση στην επιστήμη ή στην τέχνη, δεν υπάρχει τίποτα που να θέλει η λογική να το ελέγξει.

Ο λογικός άνθρωπος, όταν νιώθει αυτά τα πάθη, ευχαριστείται που τα νιώθει και δεν θα κάνει τίποτα για να μειώσει τη δύναμή τους, διότι όλα αυτά τα συναισθήματα αποτελούν στοιχεία της καλής ζωής, της ζωής, δηλαδή, που συμβάλλει στην ευτυχία, τη δική μας και των άλλων.

Δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο στα πάθη καθεαυτά, και πολύ παράλογοι άνθρωποι κατέχονται μόνο από τα πιο ασήμαντα πάθη. Κανείς να μη φοβάται ότι αν γίνει λογικός, η ζωή του θα είναι ανιαρή.

Αντιθέτως, εφόσον η λογική υπηρετεί πρωτίστως την εσωτερική αρμονία, ο άνθρωπος που τη διαθέτει είναι πιο ελεύθερος, στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο και στην αξιοποίηση των δυνάμεών του για να επιτύχει εξωτερικούς στόχους, από τον άνθρωπο που εμποδίζεται συνεχώς από εσωτερικές διαμάχες.

Τίποτα το πιο βαρετό από το να είσαι κλεισμένος στον εαυτό σου, τίποτα πιο συναρπαστικό από το να στρέφεις την προσοχή σου και τις δυνάμεις σου προς τα έξω.

Η παραδοσιακή μας ηθική, υπήρξε πάντα λίαν εγωκεντρική και η έννοια της αμαρτίας είναι στοιχείο αυτής της άσκεφτης εστίασης στο εγώ. Γι' αυτούς που ποτέ δεν ένιωσαν την αθυμία που προκαλεί αυτή η λαθεμένη ηθική, η λογική μπορεί να μην είναι απαραίτητη. Αλλά για όσους πέρασαν αυτή την αρρώστια, έστω και μία φορά, η λογική είναι αναγκαία για θεραπεία. Και δεν αποκλείεται, η αρρώστια να είναι ένα αναγκαίο στάδιο στη διανοητική ανάπτυξη.

Τείνω να πιστέψω ότι ο άνθρωπος που την ξεπέρασε με τη βοήθεια της λογικής έφτασε σε ένα ανώτερο επίπεδο, που δεν το έφτασε εκείνος που ποτέ δεν βίωσε ούτε την αρρώστια ούτε τη θεραπεία.

Το μίσος της λογικής, που είναι κοινό στην εποχή μας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το έργο της λογικής δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς.

Ο διχασμένος άνθρωπος αναζητεί ζωηρές συγκινήσεις και διασκεδάσεις· του αρέσουν τα έντονα πάθη, όχι για ουσιαστικούς λόγους, αλλά διότι μπορούν να τον βγάλουν προς στιγμήν από τον εαυτό του και να αποτρέψουν την οδυνηρή αναγκαιότητα της σκέψης. Κάθε πάθος είναι για αυτόν ένα είδος μέθης, και εφ' όσον δεν μπορεί να συλλάβει την ουσιαστική ευτυχία, η μόνη ανακούφιση από τον πόνο που του φαίνεται εφικτή είναι με τη μέθη. Αλλά αυτό είναι σύμπτωμα μιας βαθιά ριζωμένης ασθένειας.

Όπου δεν υπάρχει αυτή η κακοδαιμονία, η μεγαλύτερη ευτυχία έρχεται με την πλήρη ανάπτυξη των δυνάμεών σου. Στις στιγμές που ο νους βρίσκεται σε πλήρη δράση και τα πιο ελάχιστα πράγματα ξεχνιούνται, στις στιγμές αυτές βιώνονται οι πιο έντονες χαρές. Αυτό είναι η λυδία λίθος της ευτυχίας. Η ευτυχία που χρειάζεται τη μέθη, οποιασδήποτε μορφής, είναι κίβδηλη και ανεπαρκής.

Η αυθεντική ευτυχία συνοδεύεται από την πλήρη άσκηση των δυνάμεών μας και την πλήρη κατανόηση του κόσμου στον οποίο ζούμε.

Μπέρτραντ Ράσελ, Κείμενα για τη θρησκεία

Oscar Wilde: Μαθήματα ισόβιας ευτυχίας

Εκτός από σπουδαίος συγγραφέας, δραματουργός και αμφισβητίας, ο Όσκαρ Ουάιλντ θεωρείται ο καλύτερος δημιουργός αφορισμών της σύγχρονης ιστορίας.

Οι διάσημοι συλλογισμοί που συμπύκνωνε σε μία και μόνη φράση είναι ανατρεπτικοί και βαθυστόχαστοι μαζί.

«Η καθαρή και απλή αλήθεια σπάνια είναι καθαρή και ποτέ δεν είναι απλή».

Η αφετηρία των περισσότερων τριβών μεταξύ των ανθρώπινων πλασμάτων είναι ότι πιστεύουμε πως η αλήθεια μας είναι αλάνθαστη και βρίσκεται πάνω από την αλήθεια κάθε άλλου ανθρώπου.

Η στάση αυτή μάς κάνει να φερόμαστε με ακαμψία και να δείχνουμε ελάχιστη συναισθηματική κατανόηση για τους άλλους.

Το να βαδίζεις στη ζωή με βεβαιότητες είναι ο καλύτερος τρόπος να καταλήξεις θυμωμένος με όλο τον κόσμο.

Για να καταπολεμήσει τον πειρασμό της μονοσήμαντης σκέψης, ο διάσημος ψυχολόγος Έντουαρντ ντε Μπόνο μάς προτείνει τα παρακάτω εργαλεία για να αναπτύξουμε την παράπλευρη σκέψη:

-Να αλλάξουμε την ορθολογική ανάλυση με πρόκληση. Αντί να εκτιμούμε πώς είναι τα πράγματα, ας παίξουμε με το πώς θα μπορούσαν να είναι αν...

-Να είμαστε αυθόρμητοι και να «ανοίγουμε τα φράγματα» για να μπαίνουν κάθε είδους ιδέες, όπως συμβαίνει σε μια συνεδρία brain-storming.

-Να αφήνουμε κατά μέρος τις παλιές εκτιμήσεις ή κρίσεις, δηλαδή: να παράγουμε ιδέες χωρίς προκαταλήψεις.

-Να αποδεχόμαστε όλους τους πιθανούς δρόμους και να αποφεύγουμε τις ετικέτες στην άσκηση της σκέψης.

«Η καρδια ειναι φτιαγμένη για να ραγίζει».

Ο Όσκαρ Ουάιλντ αγάπησε με πάθος επειδή ήξερε πως κανένα παιχνίδι δεν συγκρίνεται με το παιχνίδι δύο ανθρώπων που αγγίζονται και γνωρίζονται, δύο πλασμάτων που προσπαθούν να προσεγγίσουν το ένα το άλλο, διακινδυνεύοντας έτσι να πληγωθούν βαθιά.

Ωστόσο, όπως επανειλημμένα έλεγε, υπάρχει σ' αυτά τα βάσανα μια ομορφιά.

Το ίδιο διαβεβαιώνει και ο Τζιάκομο Λεοπάρντι σ' ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα:

Τα μυστικά της ανθρώπινης καρδιάς
είναι κάποτε τόσο βαθιά
που δεν μπορείς εύκολα να τα κατανοήσεις·
γι' αυτόν τον λόγο,
οι καλύτερες στιγμές ενός έρωτα
είναι όταν σε κυριεύει μια ήρεμη, γλυκιά μελαγχολία·
όταν κλαις και δεν ξέρεις γιατί·

όταν αβίαστα υποκύπτεις μπροστά σε μια συμφορά
χωρίς να ξέρεις ποια είναι·
όταν ευφραίνεσαι μ' ένα τίποτα και χαμογελάς με ακόμα λιγότερα...

Μπορεί όταν παραδινόμαστε σε κάποιον που αγαπάμε
να εκθέτουμε το πιο ευαίσθητο όργανό μας,
δεν πρέπει όμως να φοβόμαστε τον τρελό έρωτα.

«Η πραγματική ζωή είναι πολύ συχνά η ζωή που δεν ζούμε».

Το δράμα πολλών ζωών είναι η αναμονή για κάτι εξαιρετικό ή διαφορετικό, που θα μας επιτρέψει να ΖΗΣΟΥΜΕ με κεφαλαία.

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η παθητική στάση είναι που εμποδίζει τη ζωή που επιθυμούμε επιτέλους να ξεκινήσει.

«Αντί να κλείνεται σ' ένα φρούριο περιμένοντας να δει πώς θα πάνε τα πράγματα, ο συβαρίτης της ζωής κοιτάζει γύρω του για να γευτεί τους καρπούς κάθε στιγμής».

Η αναζήτηση του ανθρώπου για το υπέρτατο νόημα της ζωής

Το κύριο μέλημα του ανθρώπου δεν είναι να κερδίσει την ευχαρίστηση ή να αποφύγει τον πόνο, αλλά μάλλον να βρει ένα νόημα στη ζωή του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι έτοιμος ακόμη και να υποφέρει, με την προϋπόθεση, να είναι σίγουρος, ότι το μαρτύριο του έχει νόημα.

Βίκτορ Φρανκλ (1905-1997) Αυστριακός νευρολόγος, ψυχίατρος, φιλόσοφος, συγγραφέας. Ήταν ο ιδρυτής της λογοθεραπείας, μιας σχολής ψυχοθεραπείας, που περιγράφει την αναζήτηση του νοήματος μιας ζωής ως την κεντρική ανθρώπινη κινητήρια δύναμη.

Ο Frankl πρότεινε πως το νόημα της ζωής είναι κάτι που διαρκώς μεταβάλλεται όσο ζούμε. Πώς όμως μπορεί κανείς να ανακαλύψει νόημα στη ζωή του; Υπάρχουν τρία μονοπάτια μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να βρει νόημα.

Πρώτον, μέσα από τη δημιουργικότητα και την επίτευξη σημαντικών -για το άτομο-στόχων.

Δεύτερον, μέσα από βαθιά συναισθήματα και βιώματα, όπως η επαφή με την ομορφιά, την αλήθεια και κυρίως την αγάπη και

Tρίτον, μέσα από κάποια αναπόφευκτη, οδυνηρή κατάσταση που ωθεί το άτομο σε αλλαγή. Η τελευταία περίπτωση δεν αποτελεί απλή κι εύκολη διαδικασία και πολλές φορές χρειάζεται ψυχοθεραπεία για να καταφέρει κανείς να αντέξει τα επώδυνα συναισθήματά του και τελικά να νοηματοδοτήσει το βίωμά του μετατρέποντας την απόγνωσή του σε ελπίδα.

Μερικές φορές για κάποιο λόγο η ανάγκη μας για νόημα ματαιώνεται με αποτέλεσμα να βιώνουμε ένα αίσθημα υπαρξιακού κενού και ανίας. Αυτή η ματαίωση δε θεωρείται ψυχική ασθένεια, αλλά πνευματική δοκιμασία που μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες και τις στάσεις μας.

Σύμφωνα με τον Frankl το να κυνηγούμε την ευτυχία μας εμποδίζει από το να ζούμε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία είναι κάτι που προκύπτει όταν η ζωή μας προχωρά καλά. Με το να ανακαλύπτουμε, όμως, κάποιο νόημα για τη ζωή μας ουσιαστικά επινοούμε λόγους που μπορούν να μας κάνουν ευτυχισμένους.

Διδάξτε με αγάπη και όχι με υπακοή που βασίζεται στο φόβο και τους περιορισμούς

Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι, η αυστηρή διαπαιδαγώγηση δεν εγγυάται την επιτυχία στην ανατροφή των παιδιών. Η υπακοή που προέρχεται από τις φωνές και τους σκληρούς κανόνες οδηγεί στο φόβο και την ανασφάλεια.

Στην πραγματικότητα, είναι περίεργο το πώς μπορούμε να συνδέουμε στη γλώσσα μας «το υπάκουο και πειθήνιο παιδί» με κάτι το οποίο επιθυμούν και ελπίζουν οι περισσότερες οικογένειες.

Μερικές φορές όμως υπάρχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυστυχία πίσω από αυτό το πειθήνιο παιδί. Είναι ένα παιδί που έχει συναντήσει τόσους τοίχους γύρω του και αντιλαμβάνεται ότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φυλακή.

Εκτός αυτού, το μυαλό του δεν έχει τη δυνατότητα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες καθώς περιμένει από τους άλλους ανθρώπους να του λένε συνεχώς τι μπορεί να κάνει και τι όχι.

Ευτυχισμένο παιδί είναι εκείνο που ανακαλύπτει, παίζει, γελάει και επικοινωνεί. Αυτό συμβαίνει επειδή ο φόβος και η αυστηρότητα κόβουν τα φτερά της ανάπτυξης και της αυτοπεποίθησής τους.

Επομένως, όταν επιλέγετε τι είδος γονέας θα θέλετε να είστε για τα παιδιά σας, θα πρέπει να επιλέξετε εκείνο που θα τους επιτρέπει να αναπτυχθούν με ακεραιότητα. Το είδος που θα τα βοηθήσει να ζήσουν με σεβασμό προς τον κόσμο και θα έχουν την ικανότητα να είναι ευτυχισμένα αλλά και να προσφέρουν ευτυχία στους άλλους.

Παρακάτω, θα σας δώσουμε μερικές απλές κατευθυντήριες γραμμές για να εξετάσετε.

Περιορισμοί στην εκπαίδευση

Όλοι θέλουν να έχουν ένα παιδί που τους ακούει, τους ικανοποιεί και τηρεί τα πρότυπα που του έχουν θέσει.

Αν και αληθεύει το γεγονός ότι είναι κάτι επιθυμητό, μην ξεχνάτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά θα πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τις υπόλοιπες.

Η υπακοή στους κανόνες θα πρέπει να συμβαδίζει με την κατανόησή τους.
  • Τα παιδιά πρέπει να κατανοήσουν τι οφείλουν να κάνουν κάθε στιγμή και γιατί υπάρχουν οι κανόνες.
  • Κάνω ό,τι μου λέει η μαμά μου επειδή εκείνη θέλει το καλύτερο για μένα. Τακτοποιώ τα παιχνίδια μου κάθε βράδυ επειδή πρέπει να διατηρώ το δωμάτιό μου καθαρό. Από σεβασμό πρέπει να παραμένω σιωπηλός όταν μιλούν οι άλλοι και να τους ακούω.
Τα παιδιά δεν πρέπει να υπακούν κανόνες επειδή φοβούνται ή επειδή φοβούνται την τιμωρία. Η συμπεριφορική ψυχολογία δεν λειτουργεί πάντα στον τομέα της εκπαίδευσης.

Όταν το παιδί σας έχει συνηθίσει τις φωνές ή κάποιο άλλο είδος επίπληξης κάθε φορά που κάνει ένα λάθος ή δεν συμπεριφέρεται σωστά, θα αναπτύξει συναισθήματα φόβου και θυμού απέναντί σας, απέναντι στους γονείς του.

Αμέσως μετά, θα το αναλύσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες.

Η εκπαίδευση που βασίζεται στο φόβο δημιουργεί δυστυχία

Η ηλικία των παιδιών της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι από ενός μηνών έως και επτά ετών. Οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτή την περίοδο είναι το κλειδί για τη μελλοντική ανάπτυξή του.

Κάθε γονέας θέλει το παιδί του να τον υπακούει όποτε του ζητάει να κάνει κάτι.
Αυτό βοηθά το παιδί να ενσωματώνεται στη δυναμική της οικογένειας ενώ παράλληλα το διατηρεί ασφαλές.

Παρόλα αυτά, τα παιδιά πάντα θέλουν να υπερβαίνουν τα όρια για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι μπορούν, όπως κι εμείς οι ίδιοι.
  • Αν κάθε φορά που υπερβαίνουν αυτά τα όρια αντιμετωπίζονται με σοβαρή τιμωρία, φωνές ή επίπληξη τότε το παιδί μπορεί να αντιδράσει με δυο τρόπους.
  • Θα θρέψει το θυμό του, προσπαθώντας να σας προκαλέσει ακόμη περισσότερο ή θα κλειστεί περισσότερο στον εαυτό του.
  • Τα παιδιά δεν πρέπει να περνούν την πρώιμη παιδική τους ηλικία με καθημερινό φόβο.
  • Ο φόβος φθείρει την αυτοεκτίμησή τους και προκαλεί αδικαιολόγητη πίεση στον υπό ανάπτυξη εγκέφαλό τους.
  • Όταν η ανατροφή του παιδιού βασίζεται στην τιμωρία, το παιδί επικεντρώνεται μόνο στην εξωτερική αναγνώριση. Μπορεί να δημιουργήσετε ένα αναποφάσιστο άτομο που δεν έχει αυτοπεποίθηση.
Όσα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο μέσα από το φόβο λόγω της οικογένειάς τους, μεγαλώνουν με δυστυχία.

«Αν οι άνθρωποι που με αγαπούν περισσότερο με κάνουν να φοβάμαι τότε θα πρέπει να προστατεύω τον εαυτό μου σε αυτό τον κόσμο.»

Διδάξτε με αγάπη και σεβασμό
  • Διδασκαλία με σεβασμό σημαίνει να λέτε στο παιδί σας τι πρέπει να κάνει κάθε στιγμή. Παράλληλα, σημαίνει να το ενθαρρύνετε να είναι ο εαυτός του, ελεύθερο να ανακαλύπτει τον κόσμο στο πλευρό σας με ασφάλεια.
  • Όταν διδάσκετε με αγάπη, σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να φωνάζετε και οι διαφωνίες μπορούν να επιλύονται με έναν ήρεμο και καθαρό τόνο της φωνής σας.
  • Αν θέλετε να διδάξετε στα παιδιά σας με αγάπη πώς να είναι υπάκουα, θα πρέπει κι εσείς να τα ακούσετε. Δώστε προσοχή στις σκέψεις τους και βάσει αυτών μπορείτε να κάνετε προτάσεις, διευκρινίσεις και να προσθέσετε την καθοδήγηση.
  • Μην προσπαθείτε να κάνετε τα παιδιά σας τέλεια. Ο στόχος σας είναι να μεγαλώσετε ευτυχισμένα παιδιά που γνωρίζουν τους κανόνες της οικογένειας και της κοινωνίας.
  • Για να διδάξετε το παιδί σας θα πρέπει να του δώσετε την ελευθερία να μιλάει. Αν επικεντρωθείτε στην τιμωρία και την επίπληξη και τους τονίζετε μόνο τα λάθη τους τότε θα μεγαλώσουν χωρίς να μπορούν να διεκδικήσουν τον εαυτό τους.
  • Αντί να είστε σκληροί μαζί τους όταν δεν συμπεριφέρονται σωστά, εξηγήστε τους τι έχουν κάνει λάθος και πώς μπορούν να το κάνουν καλύτερα.
  • Να θυμάστε ότι δεν είναι καλό να έχετε πολλές απαιτήσεις. Δεν θέλετε να δημιουργήσετε ένα παιδί υποχωρητικό και σιωπηλό.
Επικεντρωθείτε στα φυσικά ταλέντα του παιδιού σας, ώστε να αισθάνεται σιγουριά όταν θα έρθει η ώρα να αγωνιστεί για όσα το κάνουν ευτυχισμένο.

Μάθετε να «συνδέεστε» με το παιδί σας αντί να το τιμωρείτε. Αν κατανοήσετε τις ανάγκες του, θα μπορέσετε να το βοηθήσετε να αναπτύσσεται μέρα με τη μέρα.

Ο μύθος του Χρόνου

Στον τόπο μας κάποτε βασίλευε ο θεός Χρόνος ή Κρόνος. Μαζί του ζούσαν οι κόρες του Ουρανού Γαία και Ρέα. Ο Μέγας αυτός θεός ήταν πολύ μοναχικός και αδρανής. Κρατούσε δε φυλακισμένες στις εφτά αποθήκες κάτω από το όρος Κάλαμος, τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα, τις στιγμές, τους μήνες, τις εποχές τους ενιαυτούς. Ο Άχρονος αυτός ερημίτης βαριόταν να ορίσει τις διάρκειες της ώρας, της ημέρας και του ενιαυτού για να αρχίσει η ροή του χρόνου. Έτσι ήταν ο ίδιος το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, καθώς πριν δεν υπήρχε χρονολογία.

Η Γαία και η Ρέα ζούσαν μαζί του δυστυχισμένες. Τα θεϊκά σώματά τους, άφηναν τον Χρόνο αδιάφορα και επομένως έμειναν στείρα και άγονα.

Κάποια στιγμή κατέφθασε από τις μακρινές βόρειες χώρες ο θεός Δίας με την αποστολή να θέσει σε λειτουργία τη ροή του Χρόνου. Οι δύο γυναίκες αναγνώρισαν αμέσως τον γυμνό έφηβο με το τηλεσκόπιο που αποβιβάστηκε στο όρος Κάλαμος, τον πλησίασαν και η συνεύρεσή τους προκάλεσε θεϊκό κατακλυσμό. Το γόνιμο σπέρμα του Δία τις απελευθέρωσε. Η Γαία κυοφόρησε τα σύμπαντα, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, φυτά, ζώα και ανθρώπους.

Λίγο αργότερα του αποκάλυψαν το φοβερό μυστικό. Μόνο αν έκοβε τον ναρκωμένο φαλλό του Κρόνου θα γινόταν αυτός ο νέος βασιλιά του Χρόνου και των καιρών. Οδηγούμενος από τις δύο ερωμένες ανταποκρίθηκε στην πρόκληση.

Η Ρέα με τα δυνατά ρεύματά της ξώκειλε το μέγα φαλλό, η Γαία του έδωσε το μέγα δρέπανο που γέννησε στα κατάβαθα του σώματός της, και ο Ζεύς με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το φαλλό από τη ρίζα και τον έδωσε στους δύο ακολούθους του, να τον κρατούν ορθό , ως τρόπαιο εξουσίας. Μετά την κοπή, οι αποθήκες του Χρόνου άνοιξαν και οι ώρες απελευθερώθηκαν. Ο Ζευς, ως συνεχιστής της δημιουργίας του κόσμου, διέταξε την Αυγή να ανατείλει το φως και τα ρολόγια ήταν έτοιμα να δώσουν τον πρώτο παρθενικό τους χτύπο.

Πρόκειται για μια εκδοχή του μύθου του Χρόνου, που καταδεικνύει την αγωνία του ανθρώπου να εξηγήσει την απόλυτη ευθυγράμμιση της ροής του χρόνου με εκείνη της ζωής. Η διακοπή του χρόνου σημαίνει παύση παντός (σύμπαντος). Και θεωρείται ανέφικτη. Είναι όμως;

Γιατί υποφέρουμε;

Υποφέρουμε μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε κάτι που επιθυμούμε, ή μόλις ενημερωθούμε για κάποιαν απώλεια. Υποφέρουμε όταν αυτό που καταφέραμε απέχει πολύ από αυτό που περιμέναμε, κι όταν νομίζουμε ότι για ορισμένα πράγματα είναι πια πολύ αργά.

Ο πόνος, έλεγε ο Βούδας, είναι πανανθρώπινος, έχει όμως μία μόνο ρίζα.

Και η ρίζα αυτή, φρονούσε ο δάσκαλος, είναι η επιθυμία.

Επιθυμίες, προσκόλληση, πόθοι και προσδοκίες – ιδού οι ρίζες του πόνου μας. Αν λοιπόν πηγάζουν από δω τα βάσανά μας, συνεχίζει ο Βούδας, τότε ο πόνος έχει λύση.

Η λύση είναι να πάψουμε να επιθυμούμε. Να αποδεχτούμε. Να αφήσουμε πίσω. Να διαγράψουμε την επιτακτική ανάγκη να είναι τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι.

Σταματήστε την προσπάθεια να αποκτήσετε όλα όσα θα θέλατε αυτή τη στιγμή -υλικά, συναισθηματικά ή πνευματικά-, και ο πόνος θα εξαφανιστεί.

Υπήρχε ένας που λεγόταν Άντονι δε Μέγιο, και μερικές φορές του άρεσε να παίζει με τις λέξεις στις συγκεντρώσεις που έκανε.

«Θέλετε να γίνετε ευτυχισμένοι;» έλεγε στον κόσμο που πήγαινε να τον ακούσει. «Εγώ μπορώ να σας δώσω την ευτυχία αυτή τη στιγμή, και μπορώ να σας την εξασφαλίσω για πάντα. Ποιος από σας δέχεται;»

Αρκετοί από τους παρισταμένους σήκωναν το χέρι…

«Πολύ ωραία» συνέχιζε ο Δε Μέγιο. «Ανταλλάσσω την ευτυχία σας με ό,τι έχετε. Δώστε μου όλα όσα έχετε, κι εγώ σας δίνω για αντάλλαγμα την ευτυχία.»

Ο κόσμος τον κοίταζε. Νόμιζαν ότι μιλούσε συμβολικά, και γελούσαν…

«Σας το εγγυώμαι» τους διαβεβαίωνε. «Δεν αστειεύομαι.»

Τα χέρια άρχιζαν να κατεβαίνουν… κι αυτός έλεγε τότε, χαμογελώντας σαν τον Βούδα:

«Χμμμ… Δεν θέλετε… Δεν θέλει κανένας.»

Και μετά, τους εξηγούσε.

Ταυτίζουμε την ευτυχία με τις ανέσεις μας, με την επιτυχία, τη δόξα, τη δύναμη, την αναγνώριση, τα χρήματα, τις απολαύσεις, τη στιγμιαία ευχαρίστηση. Και δεν φαίνεται να είμαστε ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάτι που έχουμε. Ούτε και με αντάλλαγμα την ευτυχία. Ξέρουμε καλά ότι πολλά από τα βάσανά μας προέρχονται απ’ όσα κάνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε όλα όσα επιθυμούμε, κανείς όμως δεν μπορεί να μας πείσει να παραιτηθούμε απ’ αυτά.

Ο άνθρωπος που δεν τρέφεται από τα όνειρά του γερνάει γρήγορα

Το εγχειρίδιο αυτό επικεντρώνεται στο ρομαντικό πάθος και στο ζευγάρι, αλλά δε σταματούν εδώ οι κυριαρχίες του έρωτα. Όπως λέγαμε στον πρόλογο, ο έρωτας κινεί τον κόσμο, και τα μεγαλύτερα επιτεύγματά μας, τόσο τα ατομικά όσο και τα συλλογικά, τα ωθεί ο έρωτάς μας για κάποιο μας όνειρο.

Στην περίπτωση των εραστών της Βερόνας, το όνειρο του Ρωμαίου είναι να έχει την Ιουλιέτα και αντιστρόφως, όμως υπάρχουν πολλά άλλα όνειρα που τρέφουν το πνεύμα μας και το κρατάνε νεανικό, όπως δήλωνε ο Σαίξπηρ.

Ο έρωτας για τη γνώση, για το διάβασμα, για μια συγκεκριμένη τέχνη ή δραστηριότητα κατέχει την ικανότητα να τρέφει το όνειρό μας και να μας αποζημιώνει για τις πίκρες της πεζής καθημερινότητας.
Ωστόσο, όπως το ερωτικό πάθος έχει εχθρούς του τη ρουτίνα και την έλλειψη φαντασίας, έτσι και τα άλλα όνειρα έχουν εχθρούς που τα απειλούν, κι αυτά κατά βάση είναι:
  • Η αρνητικότητα από κάποιες παρέες που, λόγω της δικής τους παθητικότητας, μας αποθαρρύνουν στα σχέδιά μας.
  • Ο φόβος μήπως δεν μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που σχεδιάζουμε.
  • Η έλλειψη επικέντρωσης στον στόχο μας ή η αδυναμία μας να αναπτύξουμε ένα σχέδιο εφικτό, βήμα βήμα, που να μας οδηγήσει στον στόχο.
Αν μπορέσουμε να νικήσουμε τους τρεις αυτούς εχθρούς των πραγματοποιήσιμων ονείρων, θα καταφέρουμε να γίνουμε ήρωες από έρωτα και να ζήσουμε τα πάθη μας, όποια κι αν είναι αυτά.

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τό φίλημα, καί ἢν ἄχρι χείλεος ἔλθῃ,
ἡδύ γε, κἂν ψαύσῃ μοῦνον ἄκρου στόματος·
ψαύει δ’ οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσιν, ἀλλ’ ἐρίσασα
τό στόμα τήν ψυχήν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει.

Γλυκύτατο της Ευρώπης είναι το φίλημα,
κι ας σου ακραγγίξει μονάχα λίγο τα χείλη.
Μα η Ευρώπη δεν σ’ τ’ ακραγγίζει απλώς·
μέσα σου το κολλά και σε ρουφάει με λύσσα
την ψυχή για να σου ξεκολλήσει από τα σπλάχνα.

ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μᾶλλον τῶν σοβαρῶν τάς δουλίδας ἐκλεγόμεσθα,
οἱ μή τοῖς σπαταλοῖς κλέμμασι τερπόμενοι.
ταῖς μέν χρώς ἀπόδωδε μύρου σοβαρόν τε φρύαγμα
και μέχρι κινδύνου πεσσομένη σύνοδος·
ταῖς δε χάρις και χρώς ἴδιος καί λέκτρον ἑτοῖμον,
δώροι’ ἐκ σπατάλης οὐκ ἀλεγιζόμενον.
μιμοῦμαι Πύρρον τόν Ἀχιλλέος, ὃς προέκρινεν
Ἑρμιόνης ἀλόχου τήν λάτριν Ἀνδρομάχην.

Αντί γυναίκες σοβαρές και με σειρά κοινωνική
χίλιες φορές τα δουλικά να προτιμάμε πρέπει
όλοι εμείς οι σπάταλοι των απολαύσεων οι λειτουργοί.
Τα μύρα τρέχουν στις κλασάτες απ’ όλο το κορμί τους,
η σοβαρότητά τους σε τρομάζει, σου κόβει την ορμή,
η όποια επαφή μαζί τους με χαρά εγκυμονεί κινδύνους.
Για δείτε όμως και τις δούλες, για…!
Δέρμα καθαρό, αμύρωτο,
κορμιά χυτά, χάρη φυσική και στρωμένη κλίνη να σε καρτεράει –
όσο για δώρα; …
ψευτοπράγματα σου ζητούν, όχι σπατάλες!
Εγώ που σας μιλάω τώρα εδώ, εγώ στον Πύρρο μοιάζω,
στο γιο του Αχιλλέα, που όχι την Ερμιόνη, την κυρά του,
μα τη θεραπαινίδα της την Ανδρομάχη έριξε στο κρεβάτι.

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Των εραστών τα μάτια είναι πάντα σα βροχή…

Ρυπογόνα και επικίνδυνα για την υγεία χημικά PFAS κατάφεραν να εξουδετερώσουν ερευνητές

Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανέπτυξαν μια απλή νέα τεχνική, με την οποία είναι δυνατό για πρώτη φορά να καταστραφούν οι λεγόμενες «παντοτινές» υπερφθοριωμένες και πολυφθοριωμένες αλκυλιωμένες χημικές ουσίες PFAS (per- and polyfluoroalkyl substances).

Είναι οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως αντικολλητικές και αδιάβροχες σε διάφορα προϊόντα (μαγειρικά σκεύη, καλλυντικά, ρούχα κ.α.).

Τα PFAS, μια ομάδα χιλιάδων συγγενικών βιομηχανικών χημικών που χρησιμοποιούνται ευρέως από τη δεκαετία του 1940, αποκαλούνται «παντοτινά», επειδή τα βακτήρια δεν μπορούν να τα «φάνε», ούτε η φωτιά να τα κάψει, ούτε το νερό να τα διαλύσει. Αν αυτές οι τοξικές χημικές ουσίες ταφούν στο έδαφος, θα διαρρεύσουν στο χώμα και θα αποτελέσουν πρόβλημα ρύπανσης για αρκετές γενιές.
Τι κατάφεραν οι ερευνητές με τις χημικές ουσίες

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Northwestern του Ιλινόις, με επικεφαλής τον καθηγητή χημείας Ουίλιαμ Ντίχτελ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», κατάφεραν αυτό που έως τώρα φαινόταν ανέφικτο: χρησιμοποιώντας χαμηλές θερμοκρασίες και φθηνές δραστικές ουσίες, ανέπτυξαν μια διαδικασία που διασπά δύο βασικές κατηγορίες των PFAS (υπερφθοροαλκυλοκαρβοξυλικά οξέα PFCA και PFECA). Το επίτευγμα μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική λύση για την οριστική απαλλαγή από αυτά τα χημικά που είναι επιβλαβή για τους ανθρώπους, τα ζώα και το περιβάλλον, καθώς, μεταξύ άλλων, έχουν ανιχνευθεί στο πόσιμο νερό και στο αίμα.

Η έκθεση σε αυτές τις ουσίες έχει συσχετιστεί με μειωμένη γονιμότητα, αναπτυξιακά προβλήματα στα παιδιά, αυξημένο κίνδυνο για διάφορους καρκίνους, βλάβες στον θυρεοειδή και στο ήπαρ, μειωμένη ανοσολογική ικανότητα για καταπολέμηση των λοιμώξεων, αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης κ.α. Η αμερικανική Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας (ΕΡΑ) πρόσφατα χαρακτήρισε αρκετές PFAS ως μη ασφαλείς, ακόμη και σε πολύ μικρές ποσότητες.

«Τα PFAS έχουν εξελιχτεί σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα. Ακόμη και μια μικροσκοπική ποσότητά τους προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, ενώ στη συνέχεια δεν διασπάται. Δεν μπορούμε απλώς να περιμένουμε για να λυθεί το πρόβλημα από μόνο του. Χρησιμοποιήσαμε τη χημεία για να βρούμε μια λύση που ο κόσμος μπορεί να χρησιμοποιήσει και μάλιστα είναι εντυπωσιακό πόσο απλή – και παραγνωρισμένη έως τώρα – είναι αυτή η λύση», δήλωσε ο Ντίχτελ, ο οποίος επεσήμανε ότι, από άποψη κινδύνου, «αρκετές PFAS βρίσκονται στην ίδια κατηγορία κινδύνου με τον μόλυβδο».

Η ανθεκτικότητά τους οφείλεται στο ότι τα PFAS περιέχουν αρκετούς δεσμούς ατόμων άνθρακα-φθορίου, που είναι από τους πιο ισχυρούς στην οργανική χημεία. Οι Αμερικανοί ερευνητές βρήκαν μια χημική «αχίλλειο πτέρνα» των PFAS και έτσι έναν τρόπο -με τη βοήθεια του διμεθυλοσουλφοξείδιου (DMSO)- να διασπούν το μόριο PFAS σε διοξείδιο του άνθρακα και φθορίδια, που είναι ασφαλέστερες φθοριούχες ενώσεις.

Η μέθοδος θα δοκιμαστεί πλέον και σε άλλους τύπους PFAS, καθώς η ΕΡΑ έχει εντοπίσει περισσότερες από 12.000 τέτοιες ουσίες. Ο Ντίχτελ δήλωσε αισιόδοξα ότι «η έως τώρα μελέτή μας αντιμετώπισε μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες PFAS, που περιλαμβάνει πολλές από τις πιο ανησυχητικές ουσίες. Υπάρχουν και άλλες κατηγορίες που δεν έχουν την ίδια αχίλλειο πτέρνα, αλλά η κάθε μία θα έχει τη δική της αδυναμία. Αν μπορέσουμε να την εντοπίσουμε, τότε θα μάθουμε πώς να τις καταστρέφουμε και αυτές».

H Επικούρεια φιλία

Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε πως όλες οι φιλοσοφικές σχολές του αρχαίου κόσμου εμφανίζονται σαν ομάδες φίλων. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά διακρίνουν τους Επικούρειους «φίλους» από τους προγενέστερούς τους στην Αθήνα ή στην Ιταλία· κι είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν τις αλλαγές που η πίεση των συνθηκών είχε επιφέρει στη σκέψη και στους τρόπους, στο τέλος του τέταρτου αιώνα.

Ο Επίκουρος εμφανίζεται σαν πραγματικός άνθρωπος της νέας εποχής, άνθρωπος που είναι πεπεισμένος για την έντονη δυστυχία της ζωής και που αναζητεί καταφύγιο στην αταραξία. «Όλος ο κόσμος ζει μέσα στον πόνο, για τον πόνο έχει μεγαλύτερη ικανότητα. Δεν χρειάζεται να αποδείξουμε αυτό το γεγονός για το κάθε ζωντανό πλάσμα ξεχωριστά καθώς η μοίρα ακόμη και των ανώτερων υπάρξεων δεν αντιφάσκει μ’ αυτήν την οικουμενική αλήθεια». Αν, λοιπόν, η σωτηρία βρίσκεται στην απουσία των δυσάρεστων αισθημάτων θα ήταν παράλογο να παραδοθείς στις δυσαρέσκειες της πολιτικής ζωής. Αυτή ήταν η βασική πεποίθηση[1] και όχι η σεμνότητα που ώθησε τον Επίκουρο να απέχει από τις δημόσιες υποθέσεις και να ζήσει στην αφάνεια («λάθε βιώσας»). Ορίστε πως το έθεσε ο ίδιος:

«Μερικοί θέλουν να γίνουν διάσημοι και ιδιαίτερα σεβαστοί, πιστεύοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται απέναντι στους ανθρώπους. Αν η ύπαρξή τους είναι πραγματικά ασφαλής, έχουν κερδίσει το αγαθό που αναζητά η φύση. Αν δεν είναι πραγματικά ασφαλής δεν κατέχουν αυτό το οποίο λαχταρούσαν αρχικά, ακολουθώντας τις φυσιολογικές παρορμήσεις της φύσης». (Κύρια Δόξα 7).

«Πρέπει να απελευθερωθούμε από την φυλακή των δημόσιων υποθέσεων και της πολιτικής» (Επικούρου Προσφώνησις 58).

«Ζώντας ελεύθερα είναι αδύνατον να αποκτήσεις μεγάλα πλούτη· μια τέτοια απόκτηση δεν είναι εύκολη χωρίς να υποδουλωθείς στον όχλο ή στους δυνάστες. Αλλά μια ζωή ελευθερίας έχει τα πάντα σε συνεχή αφθονία. Κι αν κατά τύχει αποκτήσεις μεγάλα πλούτη, είναι εύκολο να τα μοιράσεις ώστε να κερδίσεις την ευμένεια του πλησίον» (Επικ. Προσφ. 67).

«Η ταραχή της ψυχής δεν μπορεί να καταπραϋνθεί ούτε η αληθινή χαρά δημιουργείται από την κατοχή πλούτου ή από το θαυμασμό του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο που τα αίτιά του έχουν ακαθόριστα όρια» (Επικ. Προσφ. 81).

Από αυτή τη βασική αρχή απορρέει η όλη συμπεριφορά του Σοφού κι ιδιαίτερα η λατρεία της φιλίας. Πρώτα απ’ όλα, καθώς η φιλοσοφική μόρφωση δεν αποβλέπει πια στη διάπλαση πολιτικών, ο κύκλος των μαθητών είναι ανοιχτός στις γυναίκες, είτε είναι παντρεμένες, είτε εταίρες. Ο μεγάλος αριθμός των εταίρων μπορεί αρχικά να μας εκπλήσσει –και είναι γνωστό πως η παρουσία τους στη σχολή έδωσε αφορμή για κάποιες δυσάρεστες φημολογίες-, αλλά πρέπει να θυμηθούμε πως η αρχαία ηθική δεν ήταν, σ’ αυτό το ζήτημα, ίδια με τη χριστιανική και πως είναι σωστό να την κρίνουμε σύμφωνα με τα δικά της δεδομένα. Ένας μαθητής του Επίκουρου, ο Μητρόδωρος, γράφει στο νεαρό Πυθοκλή που βασανίζεται από έντονες φυσικές επιθυμίες:

«Μου λες πως τα κεντρίσματα της σάρκας σε κάνουν να υπερβάλλεις στις απολαύσεις του έρωτα. Αν δεν παραβιάζεις τους νόμους ή δεν προσβάλλεις τους γενικά αποδεκτούς καλούς τρόπους, αν δεν ενοχλείς τους γείτονές σου, δεν εξαντλείς τη δύναμή σου και δεν σπαταλάς την ουσία σου, παραδόσου χωρίς ανησυχία στην κλίση σου. Αλλά είναι αδύνατον να μην αναχαιτιστείς τουλάχιστον από ένα από αυτά τα εμπόδια· οι ερωτικές απολαύσεις δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν· είναι πολύ σημαντικό αν τουλάχιστον δεν βλάπτουν».

Επιπλέον, αυτές οι νεαρές γυναίκες έβρισκαν στον Κήπο μια συντροφιά όπου τις μεταχειρίζονταν σαν ίσες πράγμα που αποτελούσε για κείνες μια εντελώς καινούρια εμπειρία.

Αλλά η αποδοχή των γυναικών στην ομάδα δεν είναι παρά ένα εξωτερικό γνώρισμα. Δεν αρκεί για να εξηγήσουμε την ουσία της Επικούρειας φιλίας. Η εσώτερη σημασία αυτής της φιλίας εμπεριέχεται στο εξής σημαντικό στοιχείο: δεν είναι μονάχα μέσον, όπως στην Ακαδημία, αλλά αποτελεί και αυτοσκοπό. Στο πλατωνικό σύστημα, ο έρως ή η φιλία εκτιμούνται μόνον ως μέσον (Συμπόσιον 201e 7-202b 4, 212b 3).

Το συναίσθημα που ξυπνάει στη θέα ενός αγαπημένου προσώπου πρέπει να αποτελεί το σημείο εκκίνησης μιας σειράς βημάτων προς τα μπρος, χάρη στα οποία ο άνθρωπος ανυψώνεται σ’ αυτό το απέραντο κάλλος που η διαυγής Ύπαρξη και, πέρα απ’ αυτό, στο Ένα που ενοποιεί όλες τις διαυγείς υπάρξεις. Τη φιλία που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο τα μέλη της Ακαδημίας τη βίωναν σαν μια συνεχή πρόκληση για μια υψηλότερη μορφή αγάπης, την αγάπη της σοφίας. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον έτσι ώστε να αλληλοπαροτρύνονται στην περισυλλογή.

Η αγάπη είναι απαραίτητη στη διαλεκτική, που χωρίς αυτήν θα ήταν εριστική. Η συνδυασμένη προσπάθεια είναι απαραίτητη εκεί που υπάρχει ο κίνδυνος της αποθάρρυνσης. Η φιλία αποκτά μεγάλη αξία στη διάρκεια της εξέλιξης προς τα μπρος που απαιτείται για το μελλοντικό κυβερνήτη· αναζωογονεί, δυναμώνει και στηρίζει αυτή την παρόρμηση. Αλλά δεν αποτελεί στόχο. Ο στόχος είναι το αόρατο Ον και ο στοχασμός που αφιερώνεται στο Ον αυτό. Η πλατωνική φιλία μπορεί να συγκριθεί με τον ενθουσιασμό που μοιράζονται σε μια τάξη ο δάσκαλος και οι μαθητές του, όταν αγαπούν και οι δύο πλευρές τη σωστή μάθηση.

Αντίθετα, η Επικούρεια φιλία είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στο μονοπάτι της σοφίας· αποτελεί από μόνη της σοφία. Πως προκύπτει αυτό; Για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει να επιστρέψουμε στην αφετηρία της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου.

Μπρος στις κακοδαιμονίες της ζωής, η στάση της ελληνικής σοφίας ήταν, και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μετά, μια στάση υπομονής, υπομονής εμπνευσμένης όχι από κατάθλιψη αλλά από σθένος· ο Σοφός υπομένει τα χτυπήματα της Μοίρας αλλά αντιστέκεται και κρατιέται ακλόνητος.

Μπορείς να ξεφύγεις από τη Μοίρα με το να υιοθετήσεις μια στάση αδιαφορίας· μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεις να της παραχωρήσεις την παραμικρή εξουσία πάνω σου· αρκεί να ξέρεις επακριβώς την αξία των επιθυμιών σου και να ικανοποιείς μονάχα εκείνες που αν παραμεληθούν απειλούν την ίδια σου την ύπαρξη (Κύριαι Δόξαι 29, Πρβλ. Κ. Δόξαι 26).

Σ’ αυτή τη βαθμιαία εξάλειψη, οι πρώτες επιθυμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι εκείνες του στόματος. Τίποτα πιο εύκολο από το να τις ικανοποιήσεις.

«Το να αρκείται κανείς σ’ αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά –με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα· ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν θα έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής, και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη» (Κύριαι Δόξαι, 15, 21, Επ. Προσφ. 25, Επιστ. Προς Μενοικέα, 130- 1, Επ. Προσφ. 68).

«Η φωνή της σάρκας γυρεύει να μην πεινά, να μη διψά, να μην κρυώνει. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει αυτήν την κατάσταση και ελπίζει να την απολαμβάνει και στο μέλλον, μπορεί να συναγωνιστεί σε ευτυχία τον ίδιο τον Δία» (Επικ. Προσφ. 33).

Ο Έλληνας, σε γενικές γραμμές, είναι εγκρατής και αυτές οι αντιλήψεις δεν έχουν τίποτα που να τον φοβίζει.Αλλά ο Έλληνας ενδιαφέρεται με πάθος για τις τιμές και τη δόξα. Ο επικούρειος σοφός είναι εξίσου απαλλαγμένος και από τις επιθυμίες αυτού του είδους. Όχι μονάχα δεν συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις,[2]αλλά και δεν προσπαθεί να κερδίσει την επιδοκιμασία του πλήθους στη διδασκαλία του.

«Όταν μιλώ για τη φύση, ειλικρινά προτιμώ να μιλώ με παρρησία για αυτά που ωφελούν την ανθρωπότητα, έστω κι αν μοιάζω να λέω χρησμούς ακαταλαβίστικους, παρά να συμβιβάζομαι με την κοινή γνώμη και να δέχομαι τον έπαινο που ο πολύς κόσμος σκορπά τόσο σπάταλα» (Επικ. Προσφ. 29).

«Η μελέτη της φύσης δεν κάνει τους ανθρώπους αλαζόνες ούτε παραγωγούς κενών λόγων, δεν τους ωθεί να επιδεικνύουν τη μόρφωση που είναι τόσο αξιοζήλευτη από το πλήθος· αντιθέτως τους κάνει αξιοπρεπείς και αυτάρκεις και τους διδάσκει να περηφανεύονται για τα αγαθά που εξαρτώνται από τους ίδιους και όχι για εκείνα που εξαρτώνται από εξωτερικές περιστάσεις» (Επικ. Προσφ. 45).

«Τώρα στα γεράματα, συμμορφώθηκες με το πρότυπο που σε συμβούλευσα να ακολουθήσεις, και έμαθες τη διαφορά ανάμεσα στο να φιλοσοφείς για τον εαυτό σου και το να φιλοσοφείς για χάρη της Ελλάδας. Χαίρομαι και εγώ μαζί σου» (Επικ. Προσφ. 76).

Αυτάρκης όσον αφορά τις ανάγκες του, ανέγγιχτος από τα συνηθισμένα πάθη, ο Σοφός δεν αφήνεται να επηρεαστεί απ’ τους φόβους που βασανίζουν την πλειονότητα των ανθρώπων, το φόβο των θεών, του πόνου και του θανάτου. Αυτό είναι το πιο γνωστό κομμάτι της επικούρειας θεωρίας  Αρκεί μονάχα να θυμηθούμε την τετραφάρμακο.

Σε διαφορετικό κλίμα, με διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, ένα παρόμοιο σύστημα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει οδηγήσει σ’ ένα είδος απάλειψης της προσωπικότητας, παρόμοιας με τη βουδιστική νιρβάνα. Αν αληθεύει ότι η σοφία συνίσταται στο να εξαλείψεις όλες σου τις επιθυμίες, στο να γίνεις αδιάφορος σε όλα τα ερεθίσματα για ανθρώπινη δραστηριότητα, το ιδανικό θα εύρισκε την πραγμάτωσή του στο να γίνεις εντελώς αναίσθητος, εντελώς ανέκφραστος και απαθής. Η καλύτερη ζωή θα ήταν αυτή στην οποία ζεις το λιγότερο· θα έμοιαζε ήδη με τον ύπνο του θανάτου. Παρ’ όλο που είναι πως αυτή η οπτική της ζωής έχει τα πλεονεκτήματά της, παραμένει γεγονός ότι δεν προσέλκυσε ποτέ το δυτικό πνεύμα και ειδικά τους Έλληνες και πως οι όποιες αντιστοιχίες με την επικούρεια θεωρία είναι επιφανειακές.

Η αδιαφορία για τα πλούτη και τις τιμές, η τετραφάρμακος, όλα αυτά είναι μονάχα το μέσον για να κατακτήσεις την αταραξία. Η αταραξία δεν περικλείει από μόνη της την ευτυχία. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση· είναι αδύνατο να είσαι ευτυχισμένος αν πονάς σωματικά ή ψυχικά. Όμως υπάρχει ένα θετικό περιεχόμενο στη μακαριότητα· οι αρνητικοί όροι που υποδηλώνουν την απουσία της ανησυχίας, του φόβου, ή του πόνου (αταραξία, αφοβία, απονία) εξισορροπούνται με θετικούς όρους που υποδηλώνουν μια κατάσταση φυσικής και πνευματικής χαράς (ευθυμία, χαρά, ευφροσύνη).

Αυτές οι ενεργές απολαύσεις, προφανώς, δεν πρέπει να σημαίνουν εξάρτηση από ανθρώπους ή περιστάσεις, που η έλλειψή τους θα μας έκανε να υποτροπιάσουμε σε ταραχή της ψυχής – γιατί αυτές οι απολαύσεις, καθώς εξαρτώνται από άλλους, μπορεί να εκλείψουν και θα υποφέραμε από την έλλειψή τους. Θα είναι τέτοιες που ο Σοφός θα μπορεί πάντα να τις έχει στη διάθεσή του και που θα συμμορφώνονται στην ιδέα της «αυτάρκειας». Θα είναι πάνω απ’ όλα πνευματικές απολαύσεις.

Αλλά ποια είναι η φύση αυτών των απολαύσεων; Το να ρωτάς σημαίνει ότι θέτεις το ζήτημα του «τρόπου ζωής» που ταιριάζει περισσότερο στο Σοφό· και ξέρουμε πως ο Επίκουρος είχε γράψει ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα (Περί Βίων). Μερικά χρόνια πριν από τον Επίκουρο, ο Αριστοτέλης, στον Προτρεπτικό, είχε δείξει πόσο ανώτερη είναι μια ζωή μελέτης και περισυλλογής απ’ ό,τι η ζωή του πολιτικού ή του δημόσιου ανθρώπου.

Εκ πρώτης όψεως, ο φιλόσοφος του Κήπου δείχνει να συμμερίζεται αυτή την άποψη. «Ο Επίκουρος», μας λένε, «ήταν ο πολυγραφότερος συγγραφέας και ξεπέρασε όλους τους άλλους με τον αριθμό των έργων του. Υπάρχουν περισσότερα από τριακόσια έργα δικά του· και σε όλα, ο Επίκουρος διατυπώνει δικές του σκέψεις χωρίς να δανείζεται τίποτα από άλλους». Μόνον ο Χρύσιππος έδειχνε να συναγωνίζεται τον Επίκουρο απ’ αυτήν την άποψη (Ο Καρνεάδης τον αποκαλούσε άπληστο σκουλήκι που τρεφόταν από τα βιβλία του αντιπάλου του) μα τα γραπτά του ήταν γεμάτα παραθέματα όπως αυτά του Ζήνωνα και του Αριστοτέλη (Διογ. Λαέρτιος 26-27).

Ο Επίκουρος, συγγραφέας τριάντα επτά βιβλίων Περί Φύσεως και πολλών άλλων έργων πάνω σε παρόμοια θέματα, δεν μπορεί να θεωρούσε «τη μελέτη της φύσης» σαν εντελώς άσκοπη απασχόληση. Άλλωστε ο ίδιος δεν είχε πει στον Μενοικέα πως δεν θα έπρεπε ποτέ κανείς να σταματά τη μελέτη της φιλοσοφίας;

«Ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να αναβάλλει τη μελέτη της φιλοσοφίας ούτε πρέπει να τον κουράζει όταν μεγαλώνει. Γιατί δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς ή πολύ αργά για να ασχοληθεί ο άνθρωπος με την υγεία της ψυχής του. Το να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα για να αφοσιωθούμε στη φιλοσοφία ή πως έχει περάσει, είναι σα να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμα η ώρα για να είμαστε ευτυχισμένοι ή πως έχει περάσει. Γι’ αυτό αποτελεί καθήκον μας να μελετάμε φιλοσοφία τόσο οι νέοι όσο και οι γέροι» (Επιστολή προς Μενοικέα 122).

Το να διαλογίζεται χωρίς ανάπαυλα στα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, το να διαλογίζεται μέρα νύχτα, μόνος ή παρέα με ανθρώπους σαν και κείνον, είναι, πίστευε ο Επίκουρος, η ουσιαστική υποχρέωση του Σοφού.

Αλλά πρέπει να καθορίσουμε επακριβώς τι σημαίνει αυτή η ζωή μελέτης και τι περιλαμβάνει. Κατ’ αρχήν, όχι μόνο δεν περιλαμβάνει αλλά κατηγορηματικά αποκλείει οτιδήποτε σηματοδοτούσε για τους Έλληνες η λέξη παιδεία, δηλαδή όλες τις «ελευθέριες τέχνες»· αυτό αποτελεί μια ριζική διαφορά μεταξύ της Επικούρειας Σοφίας και εκείνης, για παράδειγμα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. «Μακάριε», γράφει ο δάσκαλος στο νεαρό Πυθοκλή, «άνοιξε τα πανιά της βαρκούλας σου και σάλπαρε μακριά από κάθε παιδεία».

Οι επικούρειοι αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν εχθροί της μάθησης:

«Εκείνοι που έχουν δείξει την πιο ολοκληρωτική αντίθεση στη μάθηση είναι, όπως φαίνεται, οι Επικούρειοι, είτε γιατί πιστεύουν πως η μάθηση δεν προσφέρει τίποτα στην τελειοποίηση της σοφίας είτε, όπως πιστεύουν κάποιοι, γιατί ελπίζουν πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα καλύψουν τη δική τους άγνοια (πράγματι η άγνοια του Επίκουρου για πολλά θέματα είναι σκανδαλώδης) είτε ίσως γιατί οι δύσκολες σπουδές των μαθητών του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων σαν κι αυτούς τους δίνουνε στα νεύρα». (αποσπ. 227 Us.).

Ο Κικέρωνας μας πληροφορεί επίσης ότι αυτός ο αποκλεισμός επεκτεινόταν σε όλες τις ελευθέριες τέχνες.[3]

«Σας φαίνεται πως ο Επίκουρος δεν είναι τόσο μορφωμένος; Αυτό συμβαίνει γιατί σύμφωνα με την κρίση του δεν μετράει κανένα είδος μάθησης που δεν συνεισφέρει στην τέχνη του να ζεις ευτυχισμένος. Θα σπαταλήσει ο Σοφός το χρόνο του διαβάζοντας τους ποιητές που δεν προσφέρουν καμία στέρεη τροφή και από τους οποίους δεν αποκομίζεις τίποτα πέρα από μια παιδιάστικη απόλαυση; Θα γίνει σαν τον Πλάτωνα και θα ξοδεύεται στη μελέτη της μουσικής, της γεωμετρίας, της αριθμητικής και της αστρονομίας –σπουδές οι οποίες, ξεκινώντας από λαθεμένες αρχές, δεν μπορούν να είναι πραγματικές επιστήμες και οι οποίες, ακόμη, κι αν ήταν, δεν θα μας βοηθούσαν καθόλου στο να ζήσουμε όλοι πιο ευτυχισμένοι, δηλαδή, στο να ζήσουμε καλύτερα; Όσο καλλιεργεί αυτές τις τέχνες, δεν πρέπει να εγκαταλείψει εκείνη την άλλη τέχνη που είναι τόσο σημαντική, τόσο απαιτητική κι όμως, τόσο γόνιμη –την τέχνη του ζειν; Ας μην αποκαλούμε τον Επίκουρο αμαθή αλλά ανοήτους εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν πως πρέπει να συνεχίζουν μέχρι τα γεράματα τις σπουδές που θα ήταν ατιμωτικό γι’ αυτούς να μην τις έχουν ακολουθήσει στη νεαρή τους ηλικία».

Κατά δεύτερο λόγο, αν απομένουν για το Σοφό μια σειρά από απαραίτητες σπουδές, αυτές από μόνες τους δεν συμποσούνται στη σοφία. Απλά σε προετοιμάζουν, απομακρύνοντας τα εμπόδια για την κατάκτηση της ευτυχίας. Αυτή είναι η αλήθεια της «Φυσικής» και της «Κανονικής» που εξαρτάται από τη «Φυσική». Τα κείμενα είναι σαφέστατα σ’ αυτό το σημείο:

«Αν δεν βασανιζόμασταν από τις ανησυχίες μας για τα ουράνια φαινόμενα, ή για το θάνατο, φοβούμενοι μήπως κατά κάποιο τρόπο μας αφορούν, και επιπλέον από την ανικανότητά μας να συλλάβουμε τα όρια των ταλαιπωριών και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη τη μελέτη της φύσης (Κ. Δ. 11).

«Κάποιος που δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος και ζει με το φόβο που προξενούν οι μύθοι, δεν μπορεί να απελευθερωθεί από το φόβο για τα πιο ουσιαστικά ζητήματα. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να απολαύσουμε τη χαρά στην αγνή της μορφή χωρίς τη μελέτη της φύσης» (Κ. Δ. 12).

«Δεν ωφελεί να ασφαλιζόμαστε απέναντι στους ανθρώπους αν τα πράγματα πάνω και κάτω από τη γη, και γενικά οτιδήποτε στο άπειρο σύμπαν, παραμένουν για μας αντικείμενο φόβου» (Κ. Δ. 13).

«Πρώτα απ’ όλα ας καταλάβουμε πως η γνώση των ουράνιων φαινομένων, κρινόμενη είτε σε σχέση με άλλες θεωρίες είτε από μόνη της, δεν έχει άλλο στόχο από την ηρεμία του νου και μια ακλόνητη πεποίθηση· ακριβώς αυτός είναι και ο σκοπός όλων των άλλων σπουδών» (Επιστ. Προς Πυθοκλή 85· πρβλ. Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78-82).

Μπορούμε τώρα να καθορίσουμε σε τι επίπεδο η μελέτη της φύσης αποκαλείται στοιχείο της μακαριότητας:

«Επιπλέον πρέπει να ξέρουμε πως το έργο της φυσικής επιστήμης είναι να μας οδηγήσει στην ακριβή γνώση των αιτίων των πιο ουσιαστικών ζητημάτων, και ότι η ευτυχία μας εξαρτάται ακριβώς από αυτή τη γνώση. Πρέπει να μάθουμε τι πραγματικά είναι τα ουράνια φαινόμενα και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτά, για να φτάσουμε στην ευτυχία» (Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78).

Για να ανακεφαλαιώσουμε, η ευτυχία έγκειται στην ηρεμία του νου. Οι πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πνευματική γαλήνη είναι ο περιορισμός των επιθυμιών –εξ’ ου και η αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές- και μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τους θεούς, τον πόνο και το θάνατο. Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ακριβή γνώση της φύσης. Η μελέτη της φύσης που απομακρύνει τις αιτίες του φόβου δεν έχει παρά μόνο «προοδευτική» αξία. Σαν τέτοια, παρ, όλα αυτά, είναι απαραίτητη για την απόκτηση της ευτυχίας.

Αλλά, θα ρωτήσει κανείς, αν η μελέτη της φύσης δεν αποτελεί την ουσία της ευτυχίας, σε τι συνίσταται η ευτυχία; Χωρίς αμφιβολία η απουσία του πόνου και της ανησυχίας αποτελούν από μόνα τους ευχαρίστηση, γιατί δεν υπάρχει ουδέτερη κατάσταση, σύμφωνα με τον Επίκουρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς να παίζουμε με τις λέξεις, πως αυτή η αρνητική κατάσταση (α-πονία, α-ταραξία) προσδίδει κάποιο θετικό περιεχόμενο στην ιδέα της μακαριότητας. Επιπλέον, η ίδια η διδασκαλία και το παράδειγμα του Επίκουρου μας αναγκάζουν να ψάξουμε για κάτι παραπάνω.

Η επιστολή στον Μενοικέα παροτρύνει νέους και γέρους πάντα να διαλογίζονται. Στο φυσικό πόνο ο Σοφός παρηγορεί τον εαυτό του με τη θύμηση της περασμένης ευτυχίας. Και μάλιστα, σ’ έναν αφορισμό του (Επικ. Προσφ. 27), λέει:

«Σε πολλές άλλες ασχολίες, ο καρπός των προσπαθειών έρχεται αφού ολοκληρωθούν οι προσπάθειες· ενώστη φιλοσοφία η χαρά συμβαδίζει με τη γνώση. Γιατί η απόλαυση δεν έπεται της μάθησης, αλλά μάθηση και απόλαυση είναι ταυτόχρονες».

Οπότε η συζήτηση στρέφεται στην έννοια που δίνουμε σ’ αυτήν την «άσκηση της σοφίας». Στις αντίπαλες σχολές, ιδιαίτερα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η φιλοσοφία συνεπάγεται μακροχρόνιες σπουδές, από τη ρητορική μέχρι την επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των ουρανίων σωμάτων. Όπως είδαμε, ο Επίκουρος, δεν σταμάτησε ποτέ να διακηρύσσει την ματαιότητα αυτών των σπουδών. Είναι άχρηστες ως προς την τέχνην του ζειν. Και πέρα απ’ αυτό, το να ακολουθείς είναι σαν να επιδιώκεις τον έπαινο του κοινού ανθρώπου· προσδίδει κύρος το να περνάς σαν ειδικός. «Ας αφήσουμε τους άλλους», ανταπαντά, «να μας επαινέσουν, αν θέλουν, και να μας ακολουθήσουν· εμάς το μόνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η θεραπεία της ψυχής μας» (Επικ. Προσφ. 64)[4].

Αυτό είναι το σημαντικό σημείο. Η σοφία σημαίνει πνευματική ζωή και η άσκηση της σοφίας είναι η εξάσκηση αυτής της ζωής. Αλλά ο Επίκουρος ήταν πολύ Έλληνας για να πιστεύει πως η γιατρειά της ψυχής μπορεί να επιτευχθεί στη μοναξιά. Ο άνθρωπος χρειάζεται γιατρό, πρέπει να νιώθει τη ζεστασιά της φιλίας γύρω του· γι’ αυτό πρέπει να εδραιωθεί αυτή η ιδανική συντροφικότητα του Δασκάλου με τους μαθητές του. Τόσο τα λεγόμενα του Σοφού για τη φιλία όσο και η συμπεριφορά του προς τους μαθητές του δείχνουν πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος που παίζει η Επικούρεια Φιλία.

Ας ξεκινήσουμε μελετώντας τα ακόλουθα κείμενα: «Ο ευγενής αφοσιώνεται στη σοφία και στη φιλία· απ’ αυτές, η μια είναι θνητό αγαθό, η άλλη αθάνατο» (Επικ. Προσφ. 78). «Απ’ όλα τα πράγματα που μας προσφέρει η σοφία για να γίνει η ζωή μας ολοκληρωτικά ευτυχισμένη, το πιο σημαντικό είναι η φιλία» (Κύρια Δόξα 27). «Η φιλία χορεύει ολόγυρα από την οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας» (Επικ. Προσφ. 52). «Κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή, παρ’ όλο που έχει τις ρίζες της στην ανάγκη για βοήθεια» [Επικ. Προσφ. 23 – πρβλ. Διογ. Λαέρτιο I20: «Οι ανάγκες της ζωής γεννούν τη φιλία· οπωσδήποτε κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή (όπως ρίχνουμε το σπόρο στη γη). Αλλά η φιλία δι8αμορφώνεται και συντηρείται με τη συντροφικότητα στην απόλαυση των ηδονών της ζωής»]. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι τόσο η βοήθεια που μας δίνουν οι φίλοι μας όσο η πίστη μας σ’ αυτή τη βοήθεια» (Επικ. Προσφ. 34). «Ούτε ο άνθρωπος που κοιτάζει πάντα το δικό του συμφέρον είναι φίλος ούτε ο άνθρωπος που δεν συνδέει ποτέ το συμφέρον με τη φιλία· γιατί ο πρώτος κάνει χάρες για να επωφεληθεί απ’ αυτές, ενώ ο δεύτερος ξεριζώνει κάθε ελπίδα για το μέλλον» (Επικ. Προσφ. 39). «Η ίδια πεποίθηση που μας καθησυχάζει ότι κανένα κακό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα ή για πολύ καιρό, μας βοηθάει επίσης να αντιληφθούμε πως η ακλόνητη αντοχή της φιλίας έγκειται ειδικά σ’ αυτόν τον περιορισμό των κακών στη ζωή μας» (Κύρια Δόξα 28). «Τόσο η μεγάλη βιασύνη όσο και η διστακτικότητα στη δημιουργία μιας φιλίας είναι εξίσου κατακριτέες· όμως για χάρη της φιλίας θα πρέπει να ’μαστε διατεθειμένοι ακόμα και κινδύνους να διατρέξουμε» (Επικ. Προσφ. 28). «Ο Σοφός υποφέρει περισσότερο όταν βλέπει τους φίλους του να βασανίζονται παρά όταν βασανίζεται ο ίδιος» (Επικ. Προσφ. 56). «Συμπάσχουμε με τους φίλους μας όχι με θρήνους αλλά βοηθώντας τους» (Επικ. Προσφ. 66). «Το να αντικρίζουμε τους κοντινούς μας συγγενείς είναι το ωραιότερο πράγμα, όταν οι δεσμοί αίματος είναι και δεσμοί της καρδιάς ή όταν μας ωθούν σε τέτοια σχέση» (Επικ. Προσφ. 61).

Από τα κείμενα αυτά, τα υπ’ αριθμ. 1-3 υπογραμμίζουν την αξία της φιλίας, τα 4-6 ορίζουν τη φύση της και τα 7-10 δείχνουν πόσο δυνατή είναι η πραγματική φιλία και σε τι επίπεδα μπορεί να φτάσει.

Αλλά αν τη πάρουμε συνολικά, ποια είναι η σημασία της Επικούρειας φιλίας; η κατανόηση των αναγκών εκείνης της εποχής θα μας βοηθήσει να συμπεράνουμε την πραγματική της φύση.

Το τέλος του τέταρτου αιώνα ήταν μια εποχή μεγάλης ηθικής σύγχυσης. Από τη μια, καθώς η πόλη είχε χάσει την ελεύθερη απόλαυση της ανεξαρτησίας της, η δομή του Κράτους, για την οποία μπορούσε κανείς να πει πως είχε την ακαμψία Εκκλησίας, είχε εξασθενίσει και δεν ήταν το ίδιο ικανή να υποστηρίξει το άτομο, να το καθοδηγήσει ή να το εμψυχώσει σε περίπτωση ανάγκης. Επιπλέον, οι δεσμοί της οικογένειας δεν ήταν το ίδιο ισχυροί στην Ελλάδα όσο τα προηγούμενα χρόνια. Από την άλλη, η δομή του κράτους και της οικογένειας εξασθενούσαν σε μια περίοδο που η ανάλυση των λεπτών διακρίσεων της σκέψης και του συναισθήματος, είχαν ήδη φτάσει στα άκρα και είχαν οδηγήσει σε μια εκλεπτυσμένη πολιτισμική κατάσταση που δεν μπορούσε παρά να κάνει τις συνειδήσεις πιο ευαίσθητες και πιο ανήσυχες. Σύντομα θα εμφανιζόταν η ανάγκη για ηθική καθοδήγηση· σύντομα ο Σοφός θα ήταν ουσιαστικά ένας πνευματικός καθοδηγητής.

Ο Επίκουρος είχε προετοιμαστεί ιδανικά γι’ αυτό το έργο. Κανείς δεν είχε υποφέρει περισσότερο από τις πολιτικές αναταραχές της εποχής. Στην ηλικία των δεκαεννιά χρόνων είχε διωχθεί από την πατρίδα του. Αναγκάστηκε, χωρίς δάσκαλο, να οικοδομήσει το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ευτυχία, αυτή, όμως, η οικουμενική επιδίωξη συνεχώς αναχαιτίζεται. Γιατί συνέβαινε αυτό; Μήπως γιατί, μέχρι τότε, οι άνθρωποι είχαν σχηματίσει μια λαθεμένη ιδέα της ευτυχίας; Ο Επίκουρος έλυσε το πρόβλημα για τον εαυτό του με τη θεωρία της αταραξίας· βρήκε τη σωτηρία και, σαν συνέπεια, θέλησε να γίνει ο σωτήρας της ανθρωπότητας, και ιδιαίτερα των νέων.

Οι νέοι, πράγματι, συνέρρεαν γύρω του. Γνώριζε πως μια από τις πιο βαθιές ανάγκες της εφηβείας είναι το να βρεις έναν καθοδηγητή του οποίου ο λόγος και το παράδειγμα θα είναι νόμος· και πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά σ’ αυτήν την ηλικία από τον ενθουσιασμό για έναν δάσκαλο. «Ο σεβασμός για τον Σοφό είναι μεγάλη ευλογία γι’ αυτούς που τον νιώθουν» (Επικ. Προσφ. 32). Επιπλέον η ζωή που ζούσε, η σίγουρη αυθεντία της θεωρίας του, και η ακλόνητη σταθερότητα του στα χτυπήματα της μοίρας έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος: «Η ζωή του Επίκουρου, συγκρινόμενη με τις ζωές των άλλων ανθρώπων, θα μπορούσε να θεωρηθεί μύθος· τόση ηρεμία και αυτάρκεια είχε». (Επικ. Προσφ. 36). Έτσι μιλούσαν οι πρώτης γενιάς μαθητές του.

Τρεις αιώνες αργότερα, ο Λουκρήτιος επαναλαμβάνει τον έπαινο:

«Ήταν θεός! Ναι, Μέμμιε, μονάχα ένας θεός θα μπορούσε να ανακαλύψει πρώτος αυτόν τον τρόπο ζωής που σήμερα ονομάζουμε Σοφία».

Βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση για να κατανοήσουμε τη σημασία της φιλίας που έδενε το Δάσκαλο με τους μαθητές του στη Σχολή και τους μαθητές μεταξύ τους.

Προστατευμένη από τον κόσμο και τα χτυπήματα της Μοίρας, αυτή η μικρή ομάδα είχε την αίσθηση πως είχε βρει ένα λιμάνι. Φώλιαζαν μαζί κάτω από την προστασία του Σοφού του οποίου τα λόγια εκλαμβάνονταν σαν χρησμοί. Δεν χρειαζόταν πια να αμφιβάλουν ή να επανεξετάζουν τα προβλήματά τους· ο Επίκουρος τους τα είχε λύσει άπαξ και δια παντός. Τους αρκούσε να πιστεύουν, να υπακούουν και να αγαπάνε ο ένας τον άλλον· «Ω δρόμε ανοιχτέ, εύκολε και ίσιε» (Κικέρων, Περί Ορίων…). Καθώς δεν είχαν πια άλλη φροντίδα πέρα από το να πασχίζουν να καταλαβαίνουν καλύτερα όσα έλεγε ο Δάσκαλος, η φιλία δεν ήταν μονάχα, όπως σε άλλες σχολές, ένα ερέθισμα στη διαδικασία της έρευνας· έγινε η πρωταρχική επιδίωξη των εκλεκτών. Ο καθένας έπρεπε να συνεισφέρει για να δημιουργηθεί εκείνη η ατμόσφαιρα στην οποία οι καρδιές θα άνθιζαν σαν λουλούδια. Το να είσαι ευτυχισμένος ήταν ζήτημα πρωταρχικής σημασίας και η αμοιβαία αγάπη και εμπιστοσύνη με την οποία οι μαθητές βασίζονταν ο ένας στον άλλο συνεισέφερε τα μέγιστα σ’ αυτήν την ευτυχία.

Αναμφίβολα ο Επικούρειος κύκλος δεν θα απέφυγε τα λάθη που είναι κοινά στις κλίκες. Θεωρούσαν τους εαυτούς του ανώτερους από τους υπόλοιπους ανθρώπους και υπήρχε ένα πνεύμα κολακείας.[5] Αλλά όλα δείχνουν πως η Επικούρεια Φιλία παρέμεινε το κύριο θέλγητρο της Σχολής μέχρι και την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

Ο Επικουρισμός ήταν περισσότερο ένα πνεύμα παρά θεωρία, ένα πνεύμα ενσαρκωμένο στους στενά δεμένους κύκλους των οποίων τα μέλη τηρούσαν ευσυνείδητα τα λόγια του Δασκάλου και λάτρευαν τη φιλία. Σ’ έναν κόσμο όπου η δομή της πόλης και της οικογένειας έτειναν να εξαφανιστούν, ο Επίκουρος πέτυχε να δημιουργήσει μια καινούργια οικογένεια. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως σ’ αυτό το σημείο κρύβεται το μυστικό της μακροχρόνιας γοητείας του.
-------------------------
[1] Δ. Λαέρτιος, 10: Από υπερβολική εύνοια προς τους ανθρώπους, ο Επίκουρος δεν καταπιάστηκε με την πολιτική.

[2] Γι’ αυτή την περιφρόνηση των τιμών και της δημόσιας προβολής, πρβλ. Κύριαι Δόξαι 7 (ένδοξοι και περίβλεπτοι), Επικ. Προσφ. 81 (η παρά τοις πολλοίς τιμή και περίβλεψις).

[3] Κικέρων, Περί των Ορίων του Καλού και του Κακού (De Finibus I, 27,71).

[4] Πρβλ. Επιστολή προς Μενοικέα, 122. Επικ. Προσφ. 54.

[5] Αφθάρτους και ισοθέους αποκαλούντες αυτούς (Πλουτάρχου Ότι ουκ έστιν ηδέως ζην κατ’ Επίκουρον 7).

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΡΟΟΙΜΙΑ

ΔΗΜ πρ 20.1–3

Γιατί περιττεύουν οι αιτιάσεις και οι κατηγορίες κατά τις αγορεύσεις – Ο στόχος του ομιλητή

[1] Καὶ δίκαιον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ συμφέρον ὑμῖν
ἡγοῦμαι τὰς μὲν αἰτίας καὶ τὰς κατηγορίας, ὅταν βου-
λεύεσθαι δέῃ, παραλείπειν, περὶ τῶν παρόντων δὲ λέγειν ὅ
τι βέλτιστον ἕκαστος ἡγεῖται. ὅτι μὲν γάρ τινων αἰτίων
ὄντων κακῶς τὰ πράγματ’ ἔχει, πάντες ἐπιστάμεθα· ἐξ ὅτου
δὲ τρόπου βελτίω δύναιτ’ ἂν γενέσθαι, τοῦτο τοῦ συμβου-
λεύοντος ἔργον εἰπεῖν. [2] ἔπειτ’ ἔγωγε νομίζω καὶ κατηγόρους
εἶναι τῶν ἀδικούντων χαλεποὺς οὐ τοὺς ἐν τοιούτοις καιροῖς
ἐξετάζοντας τὰ πεπραγμένα, ὅτ’ οὐδεμίαν δώσουσι δίκην,
ἀλλὰ τοὺς τοιοῦτό τι συμβουλεῦσαι δυνηθέντας ἀφ’ οὗ
βελτίω τὰ παρόντα γένοιτ’ ἄν· διὰ γὰρ τούτους ἐφ’ ἡσυχίας
καὶ παρ’ ἐκείνων ἐγγένοιτ’ ἂν ὑμῖν δίκην λαβεῖν. [3] τοὺς μὲν
οὖν ἄλλους λόγους πάντας περιέργους ἡγοῦμαι, ἃ δ’ ἂν οἶμαι
συνενεγκεῖν περὶ ὧν νυνὶ σκοπεῖτε, ταῦτ’ εἰπεῖν πειράσομαι,
τοσοῦτον ἀξιώσας μόνον· ἂν ἄρα του μεμνῶμαι τῶν πεπραγ-
μένων, μὴ κατηγορίας μ’ ἕνεχ’ ἡγεῖσθε λέγειν, ἀλλ’ ἵνα δείξας
ἃ τόθ’ ἡμάρτετε, νῦν ἀποτρέψω ταὐτὰ παθεῖν.

***
[1] Και δίκαιον, άνδρες Αθηναίοι, και συμφέρον νομίζω ότι είναι εις σας τας μεν αιτιάσεις και κατηγορίας να παραλείπη τις, οσάκις πρέπει να σκέπτεται, να λέγη δε περί των παρόντων ό,τι έκαστος θεωρεί άριστον. Διότι, ότι μεν τα πράγματα έχουν κακώς, επειδή μερικοί πταίουν διά τούτο, όλοι γνωρίζομεν καλώς, με ποίον δε τρόπον ήθελον δυνηθή αυτά να γίνουν καλύτερα, τούτο είναι έργον του συμβουλεύοντος να είπη. [2] Έπειτα εγώ νομίζω ότι και φοβεροί κατήγοροι των αδικούντων δεν είναι εκείνοι οι οποίοι εξετάζουν τας πράξεις εις τοιαύτας περιστάσεις, κατά τας οποίας δεν θα τιμωρηθούν καθόλου οι αδικούντες, αλλ' εκείνοι, οι οποίοι θα δυνηθούν να συμβουλεύσουν τοιούτον τι, διά του οποίου τα παρόντα θα γίνουν καλύτερα· διότι εξ αιτίας τούτων εν καιρώ ειρήνης και εκείνους ηθέλετε δυνηθή να τιμωρήσετε. [3] Λοιπόν τους μεν άλλους λόγους θεωρώ περιττούς, εκείνα δε τα οποία νομίζω, ότι θα ήσαν ωφέλιμα εις σας εν σχέσει προς εκείνα περί των οποίων σκέπτεσθε, ταύτα θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω, αφού διατυπώσω την εξής μόνον αξίωσιν· αν τυχόν μνημονεύσω κάτι εκ των πεπραγμένων, να μη νομίζετε ότι λέγω ταύτα διά να κατηγορήσω, αλλά ίνα, αφού δείξω εκείνα διά τα οποία τότε διεπράξατε σφάλματα, τώρα σας αποτρέψω από του να πάθετε τα ίδια.