βοῦς ὑλοφορβοὺς πόντον εἰσεβάλλομεν,
ἦν τις διαρρὼξ κυμάτων πολλῷ σάλῳ
κοιλωπὸς ἀγμός, πορφυρευτικαὶ στέγαι.
ἐνταῦθα δισσοὺς εἶδέ τις νεανίας
265 βουφορβὸς ἡμῶν, κἀπεχώρησεν πάλιν
ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων ἴχνος.
ἔλεξε δ᾽· Οὐχ ὁρᾶτε; δαίμονές τινες
θάσσουσιν οἵδε. — θεοσεβὴς δ᾽ ἡμῶν τις ὢν
ἀνέσχε χεῖρε καὶ προσηύξατ᾽ εἰσιδών·
270 Ὦ ποντίας παῖ Λευκοθέας, νεῶν φύλαξ,
δέσποτα Παλαῖμον, ἵλεως ἡμῖν γενοῦ,
εἴτ᾽ οὖν ἐπ᾽ ἀκταῖς θάσσετον Διοσκόρω,
ἢ Νηρέως ἀγάλμαθ᾽, ὃς τὸν εὐγενῆ
ἔτικτε πεντήκοντα Νηρῄδων χορόν.
275 ἄλλος δέ τις μάταιος, ἀνομίᾳ θρασύς,
ἐγέλασεν εὐχαῖς, ναυτίλους δ᾽ ἐφθαρμένους
θάσσειν φάραγγ᾽ ἔφασκε τοῦ νόμου φόβῳ,
κλύοντας ὡς θύοιμεν ἐνθάδε ξένους.
ἔδοξε δ᾽ ἡμῶν εὖ λέγειν τοῖς πλείοσι,
280 θηρᾶν τε τῇ θεῷ σφάγια τἀπιχώρια.
κἀν τῷδε πέτραν ἅτερος λιπὼν ξένοιν
ἔστη κάρα τε διετίναξ᾽ ἄνω κάτω
κἀπεστέναξεν ὠλένας τρέμων ἄκρας,
μανίαις ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸς ὥς·
285 Πυλάδη, δέδορκας τήνδε; τήνδε δ᾽ οὐχ ὁρᾷς
Ἅιδου δράκαιναν, ὥς με βούλεται κτανεῖν
δειναῖς ἐχίδναις εἰς ἔμ᾽ ἐστομωμένη;
ἣ δ᾽ ἐκ χιτώνων πῦρ πνέουσα καὶ φόνον
πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ᾽ ἀγκάλαις ἐμὴν
290 ἔχουσα — πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ.
οἴμοι, κτενεῖ με· ποῖ φύγω; παρῆν δ᾽ ὁρᾶν
οὐ ταῦτα μορφῆς σχήματ᾽, ἀλλ᾽ ἠλλάσσετο
φθογγάς τε μόσχων καὶ κυνῶν ὑλάγματα,
†ἃς φᾶσ᾽† Ἐρινῦς ἱέναι μιμήματα.
295 ἡμεῖς δὲ συσταλέντες, ὡς θαμβούμενοι,
σιγῇ καθήμεθ᾽· ὃ δὲ χερὶ σπάσας ξίφος,
μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως,
παίει σιδήρῳ λαγόνας εἰς πλευράς θ᾽ ἱείς,
δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς ἀμύνεσθαι τάδε,
300 ὡς αἱματηρὸν πέλαγος ἐξανθεῖν ἁλός.
κἀν τῷδε πᾶς τις, ὡς ὁρᾷ βουφόρβια
πίπτοντα καὶ πορθούμεν᾽, ἐξωπλίζετο,
κόχλους τε φυσῶν συλλέγων τ᾽ ἐγχωρίους·
πρὸς εὐτραφεῖς γὰρ καὶ νεανίας ξένους
305 φαύλους μάχεσθαι βουκόλους ἡγούμεθα.
πολλοὶ δ᾽ ἐπληρώθημεν οὐ μακρῷ χρόνῳ.
πίπτει δὲ μανίας πίτυλον ὁ ξένος μεθείς,
στάζων ἀφρῷ γένειον· ὡς δ᾽ ἐσείδομεν
προύργου πεσόντα, πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον
310 βάλλων ἀράσσων. ἅτερος δὲ τοῖν ξένοιν
ἀφρόν τ᾽ ἀπέψη σώματός τ᾽ ἐτημέλει
πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς,
καραδοκῶν μὲν τἀπιόντα τραύματα,
φίλον δὲ θεραπείαισιν ἄνδρ᾽ εὐεργετῶν.
315 ἔμφρων δ᾽ ἀνᾴξας ὁ ξένος πεσήματος
ἔγνω κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον
καὶ τὴν παροῦσαν συμφορὰν αὑτοῖν πέλας,
ᾤμωξέ θ᾽· ἡμεῖς δ᾽ οὐκ ἀνίεμεν πέτροις
βάλλοντες, ἄλλος ἄλλοθεν προσκείμενοι.
320 οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ᾽ ἠκούσαμεν·
Πυλάδη, θανούμεθ᾽, ἀλλ᾽ ὅπως θανούμεθα
κάλλισθ᾽· ἕπου μοι, φάσγανον σπάσας χερί.—
ὡς δ᾽ εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη,
φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας.
325 ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι
ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο,
αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
ἀλλ᾽ ἦν ἄπιστον· μυρίων γὰρ ἐκ χερῶν
οὐδεὶς τὰ τῆς θεοῦ θύματ᾽ ηὐτύχει βαλών.
330 μόλις δέ νιν τόλμῃ μὲν οὐ χειρούμεθα,
κύκλῳ δὲ περιβαλόντες ἐξεκλέψαμεν
πέτροισι χειρῶν φάσγαν᾽, εἰς δὲ γῆν γόνυ
καμάτῳ καθεῖσαν. πρὸς δ᾽ ἄνακτα τῆσδε γῆς
κομίζομέν νιν. ὃ δ᾽ ἐσιδὼν ὅσον τάχος
335 εἰς χέρνιβάς τε καὶ σφαγεῖ᾽ ἔπεμπέ σοι.
ηὔχου δὲ τοιάδ᾽, ὦ νεᾶνί, σοι ξένων
σφάγια παρεῖναι· κἂν ἀναλίσκῃς ξένους
τοιούσδε, τὸν σὸν Ἑλλὰς ἀποτείσει φόνον
δίκας τίνουσα τῆς ἐν Αὐλίδι σφαγῆς.
340 ΧΟ. θαυμάστ᾽ ἔλεξας τὸν μανένθ᾽, ὅστις ποτὲ
Ἕλληνος ἐκ γῆς πόντον ἦλθεν ἄξενον.
***
ΓΕΛ. Στη θάλασσα που εδώ χτυπάει, περνώντας260 τις Συμπληγάδες, βάζαμε τα βόδια,
θρεφτά του λόγγου· εκεί ᾽ναι μια κουφάλα,
σκαμμένη απ᾽ τις φουρτούνες μες στο βράχο,
σκεπή για τους ψαράδες της πορφύρας.
Ένας μας, γελαδάρης, είδε μέσα
δυο νέους, κι ακροπατώντας ήρθε πίσω
και λέει σ᾽ εμάς· «Δε βλέπετε; θεοί ᾽ναι,
δεν ξέρω ποιοί, που κάθονται.» Ένας άλλος
δικός μας, θεοφοβούμενος, τους βλέπει,
τα χέρια υψώνει και μια δέηση κάνει:
270 «Ω γιε της Λευκοθέας της πελαγίσιας,
σώστη των πλοίων, Παλαίμονά μου αφέντη,
γίνε ίλεος· μα κι εσείς, Διόσκουροί μου,
αν είστ᾽ εσείς που κάθεστε στους βράχους,
ή του Νηρέα χαρές, που είν᾽ ο πατέρας
χορού πενήντα ευγενικών Νηρηίδων.»
Μα ένας άλλος μας, άπιστος κι αυθάδης
απ᾽ την ασέβεια, γέλασε για τούτη
τη δέηση κι είπε, ναυτικοί πως θα ήταν
καραβοτσακισμένοι, που θ᾽ ακούσαν
για το έθιμο να σφάζουμε τους ξένους
και κάθονταν στο σπήλιο από το φόβο·
είπαμε οι πιο πολλοί πως είχε δίκιο
και να τους κυνηγήσουμε για σφάγια
280 της θεάς μας, όπως είναι ο ντόπιος νόμος.
Φεύγει απ᾽ το βράχο ωστόσο ο ένας ξένος,
τινάζει πάνω κάτω το κεφάλι,
βογκάει, τρέμουν τα χέρια του, τον πιάνει
μανία, και κράζει κυνηγός σα να ᾽ναι:
«Βλέπεις, Πυλάδη, αυτή; και τούτη του Άδη
δε βλέπεις τη δρακόντισσα, που θέλει
να με σκοτώσει, αρματωμένη ως είναι
με οχιές φριχτές που ενάντια μου τις στρέφει;
Και η άλλη, απ᾽ το χιτώνα της φυσώντας
φωτιά και φόνο, κοίτα, φτερολάμνει
στην αγκαλιά τη μάνα μου κρατώντας,
290 για να τη ρίξει πάνω μου κοτρόνα.
Θα με σκοτώσει· αχ, πού να φύγω;» Ωστόσο
καμιά μορφή από τούτες δε φαινόταν·
των δαμαλιών μουγκρίσματα, των σκύλων
γαβγίσματα, γι᾽ αυτόν τα ουρλιάσματα ήταν
που, καθώς λένε, βγάζουν οι Ερινύες.
Εμείς, βουβοί, ζαρώσαμε στην άκρη,
σα για θάνατο· εκείνος ξεσπαθώνει
κι ως λιοντάρι χιμώντας στα δαμάλια
χτυπά με το σπαθί, πλευρά, λαγόνια,
με την ιδέα πως αντιστέκεται έτσι
300 στις Ερινύες· και βάφτηκε αίμα η άπλα
της θάλασσας. Ως βλέπει πια ο καθένας
τα βόδια του να πέφτουν, να χαλιούνται,
άρματ᾽ αδράχνει και μαζεύει ντόπιους
φυσώντας σε κοχύλες· δεν είν᾽ άξιοι,
κρίναμε, γελαδάρηδες ανθρώποι
με ξένους νέους κι αντρείους να παραβγούνε.
Και γίναμε πολλοί σε λίγην ώρα.
Πέρασε η κρίση της μανίας, και πέφτει
μ᾽ αφρούς στο στόμα ο ξένος· βλέποντάς τον
νά πέφτει απά στην ώρα, όλοι βαλθήκαν
310 από μακριά ή κοντά να τον βαρούνε.
Σφόγγιζε τους αφρούς του ο άλλος ξένος
και τον γνοιαζόταν, κι έβαζε μπροστά του
ωραίο κρουστό υφαντό, να τον σκεπάσει·
είχε απ᾽ τη μια το νου του στις ριξιές μας
και φρόντιζε απ᾽ την άλλη για το φίλο.
Ορθός πηδάει, στα σύγκαλά του, ο ξένος,
κι ως βλέπει να πλακώνει οχτρών φουρτούνα
και να σιμώνει το κακό, βογκάει·
κι εμείς, άλλοι από δω άλλοι κείθε ορμώντας,
320 γραμμή πετροβολούμε· τότε ακούστη
το φοβερό του πρόσταγμα: «Πυλάδη,
ο θάνατός μας βέβαιος, αλλά να ᾽ναι
τιμημένος· ξεσπάθωσε κι ακλούθα.»
Σαν είδαμε τα δυο σπαθιά να παίζουν,
πιάσαμε τα βραχόσπαρτα φαράγγια.
Μα αν φεύγαν μερικοί, ζυγώνανε άλλοι
και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τούς βάζαν,
όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν
το πετροβολητό· μα απίστευτο είναι·
χιλιάδες χέρια, και δεν βρέθηκε ένας
της θεάς τα σφαχτάρια να πετύχει.
330 Και τέλος δεν τους βάλαμε στο χέρι
με την αντρεία· τους ζώσαμε ένα γύρο,
και τα σπαθιά τούς πέσανε απ᾽ τα χέρια,
που οι πέτρες τα παράλυσαν· στο χώμα
γονάτισαν κατάκοποι· στο ρήγα
τούς πήγαμε, κι αυτός, μόλις τους είδε,
πρόσταξε ευθύς σ᾽ εσέ να οδηγηθούνε,
να γίνει ο ραντισμός τους και η σφαγή τους.
Τέτοια να δέεσαι να ᾽ρχονται απ᾽ τα ξένα,
κοπέλα μου, σφαχτά· αν ξεκάνεις τέτοιους,
το φόνο σου η Ελλάδα θα πλερώσει,
που ᾽θελε να σε σφάξει στην Αυλίδα.
340 ΚΟΡ. Παράξενη είναι η τρέλα του Έλληνα, όποιος
και να ᾽ναι, που στον άξενο ήρθε πόντο.