Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 10. Οδύσσεια

10.7. Ερμής - Δίας - Αθηνά


Το έπος της Οδύσσειας όμως δεν τερματίζεται εδώ, όπως το θέλησαν κάποιοι αλεξανδρινοί γραμματικοί αλλά και νεότεροι ομηρολόγοι. Ο ποιητής αποκρούει την εύκολη αυτή λύση, που ακούγεται λίγο πολύ ρομαντική, επιφυλάσσοντας ένα τέλος διφορούμενο και προβληματικό. Ήδη ο Οδυσσέας έχει ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον χρησμό του Τειρεσία, που του επιβάλλει σύντομα μια δεύτερη αποδημία. Τώρα αποφασίζει ο ποιητής να δραματοποιήσει τα παρεπόμενα και τις συνέπειες της μνηστηροφονίας. Σ᾽ αυτό το πρόγραμμα ανταποκρίνονται τα δρώμενα της τελευταίας ραψωδίας του έπους, που μοιράζονται στον κάτω και στον πάνω κόσμο.

Προτάσσεται ο κάτω κόσμος, που ονομάστηκε «Μικρή Νέκυια», για να διακρίνεται από τη «Μεγάλη Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας. Η κάθοδος στον Άδη πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Ερμή, ο οποίος, ως ψυχοπομπός, οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον ασφοδελό λειμώνα, όπου κατοικούν και κυκλοφορούν τα είδωλα των νεκρών. Καθ᾽ οδόν οι ψυχές των μνηστήρων τρίζουν σαν νυχτερίδες που πετούν στο βάθος μιας μεγάλης σπηλιάς.

Στον κάτω κόσμο συναντούν οι ψυχές τους σκιές ιλιαδικών ηρώων: του Αχιλλέα, του Πατρόκλου, του Αντίλοχου, του Αίαντα, αλλά και του οδυσσειακού Αγαμέμνονα. Με τον οποίο ο Αχιλλέας ανοίγει όψιμο διάλογο, υπογραμμίζοντας το άδοξο τέλος του άλλοτε ένδοξου Αγαμέμνονα. Εκείνος ανταποκρίνεται, διηγούμενος διεξοδικά το μεταθανάτιο κλέος του μεγάλου ιλιαδικού ήρωα: τον αγώνα των Αχαιών γύρω από το νεκρό σώμα του και τη μεταφορά του στα πλοία· τον πάνδημο θρήνο, στον οποίο πήραν μέρος η Θέτις, με τις θυγατέρες του Νηρέα, και οι Μούσες· την πυρά και την περισυλλογή των λευκών οστών, που έσμιξαν με τα οστά του Πατρόκλου στον ίδιο χρυσό αμφορέα· τα επιτάφια άθλα και έπαθλα· τον επιφανή τύμβο πάνω στον κάβο, αντίκρυ στον Ελλήσποντο, για να τον βλέπουν όσοι παραπλέουν.

Η διήγηση μετά διπλασιάζεται, καθώς ο Αγαμέμνων ρωτά την ψυχή του Αμφιμέδοντα γιατί και πώς οι μνηστήρες βρέθηκαν στον κάτω κόσμο. Κι εκείνος εξιστορεί τα διαδοχικά κεφάλαια της περιπέτειάς τους, πριν και μετά την άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ακούγοντας ο Αγαμέμνων, μακαρίζει τον Οδυσσέα, συγκρίνοντας την πιστή Πηνελόπη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα. Εδώ κλείνει η «Μικρή Νέκυια», και η αφήγηση μεταφέρεται τώρα στον πάνω κόσμο, μοιρασμένη πάλι στα δύο.

Το πρώτο μέρος της αφιερώνεται στην έξοδο του Οδυσσέα προς τους αγρούς, όπου βρίσκει τον πατέρα του να σκαλίζει μόνος ένα δεντράκι, βρώμικος, με κακοραμμένο χιτώνα και γιδίσιο σκούφο στο κεφάλι. Ο επόμενος αναγνωρισμός διαβαθμίζεται: προηγείται πλαστή διήγηση του γιου, ακολουθεί ο θρήνος του πατέρα, τέλος φανερώνονται τα αναγνωριστικά σήματα· η ουλή στο πόδι, τα κληροδοτημένα δέντρα κι αμπέλια. Πατέρας και γιος εναγκαλίζονται και προχωρούν στο παραπλήσιο υποστατικό, όπου δούλοι πιστοί ετοιμάζουν δείπνο, μια σικελιώτισσα γυναίκα λούζει τον Λαέρτη, η Αθηνά τον εξωραΐζει.

Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της αφήγησης, σε έντονη αντίστιξη, απειλείται εμφύλιος πόλεμος. Δικοί και γονείς των σκοτωμένων μνηστήρων, συναθροισμένοι στην αγορά, διαβουλεύονται την εκδίκησή τους. Ο μάντης Αλιθέρσης δεν κατορθώνει να τους κατευνάσει, μιλώντας για δίκαιη τιμωρία. Επιβάλλει ο Ευπείθης, πατέρας του Αντίνοου, τη δική του εκδικητική λύση, μ᾽ ένα προκλητικό και όχι εντελώς ασύστατο επιχείρημα, που ο ποιητής το αφήνει ασχολίαστο (ω 426-429).

Η σύγκρουση πάει να αρχίσει. Αλλά σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο, παρεμβαίνει η Αθηνά ρυθμιστικά, εκμαιεύοντας τη συμφιλιωτική πρόταση του Δία. Λέει (ω 473-476):

Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θεών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι να κρύβει πάλι ο νους σου;
θ᾽ ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμεσό τους; ή μήπως
σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφιλίωση;


Ο Δίας όμως της επιστρέφει την ερώτηση: αφού το θέλησε η ίδια, γυρίζοντας ο Οδυσσέας πίσω, να πάρει εκδίκηση από τους μνηστήρες, δικό της είναι τώρα και το πρόβλημα· ας κάνει ό,τι θέλει. Εκείνος πάντως προτείνει λήθη των παθών, αποκατάσταση της τάξης και ένορκη ειρήνη. Η Αθηνά με ανακούφιση αφήνει τον Όλυμπο, και φτάνοντας ορμητική στην αγορά αντιμετωπίζει την εμφύλια σύρραξη. Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας εξάπτει το αγωνιστικό μένος του Τηλεμάχου, η θεά αφήνει τον Λαέρτη να ακοντίσει τον Ευπείθη, χτυπούν σπαθιά, σμίγουν δόρατα. Αλλά η Αθηνά τώρα βγάζει φωνή μεγάλη (ω 531-532):

Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.


Οι αντίπαλοι, πράσινοι από τρόμο, παραιτούνται. Ο Οδυσσέας μόνον κινείται ακάθεκτος. Όμως, στην ώρα του, του Δία ο κεραυνός πέφτει στα πόδια της θεάς, οπότε εκείνη αποτρέπει τον προστατευόμενό της ήρωα μ᾽ αυτά τα λόγια (ω 542-544):

Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.


Ο Οδυσσέας, αναγνωρίζοντας τη φωνή της θεάς, υπακούει στην προσταγή της. Οπότε η Αθηνά βάζει τους δυο στρατούς να ορκιστούν τη συμφιλίωσή τους για το παρόν και για το μέλλον, κυκλοφορώντας με τη μορφή του Μέντορα. Εδώ πέφτει η αυλαία του έπους.

Συγκρίνοντας πέρας και αρχή της Οδύσσειας, εύκολα αναγνωρίζεται η συμμετρική τους ανταπόκριση σε όλα τα βασικά σημεία τους. Στην αφετηρία του έπους ζητούμενο ήταν το πέρασμα από την αδράνεια στη δράση, από την καθήλωση στην κίνηση, από τον ασυντέλεστο στον συντελεσμένο νόστο. Πλαίσιο για το ξεκίνημα ορίστηκε εκεί η θεών αγορά, όπου συνάπτεται ο κρίσιμος διάλογος Δία και Αθηνάς. Στον οποίο η θεά, με τη διπλή της πρόταση, αναλαμβάνει ρόλο προγραμματικό και ρυθμιστικό. Ο Δίας συγκατανεύει και ο ποιητής εμπιστεύεται την εκκίνηση και την εξέλιξη του έπους του στην κόρη του Διός, η οποία καθ᾽ οδόν επιλέγει ως συνεργάτη της τον Οδυσσέα. Έτσι τα ασύνδετα συνδέονται, τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: ο γιος με τον πατέρα, ο νόστος με τη μνηστηροφονία, η διήγηση με τη δράση, η αλήθεια με το ψέμα, η ειλικρίνεια με τον δόλο.

Για να περατωθεί το έπος επαναλαμβάνεται η σκηνοθεσία της αρχής του: διάλογος Δία και Αθηνάς· παραχώρηση από τον Δία (και ανάθεση από τον ποιητή) στη θεά να αναλάβει τον τελικό της ρόλο· εκείνη που άνοιξε το ποίημα, εκείνη τώρα και να το σφραγίσει. Οριστικά τώρα τα ασύνδετα συνδέονται και τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: η διασάλευση με τη σταθερότητα· η έχθρα με τη συμφιλίωση· ο εμφύλιος με την ένορκη ειρήνη· ο κεραυνός με την τελική ηρεμία του πλήθους, όπου η θεά κυκλοφορεί μεταμορφωμένη.

Στην Ιλιάδα κυρίαρχος ρυθμιστής του έπους είναι ο Δίας. Στην Οδύσσεια ο Δίας υποχωρεί προς όφελος της κόρης του, της Αθηνάς. Παραιτείται κατά κάποιον τρόπο από τον ποιητικό του ρόλο για δική της χάρη. Αυτή η απόφαση του ποιητή καθιστά την Οδύσσεια οικειότερο έπος από την Ιλιάδα, στον βαθμό που η θεά συχνά πυκνά κατεβαίνει από τον Όλυμπο και ανακατεύεται με τους ανθρώπους, παίρνοντας μάλιστα και τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια, λιγότερο ηρωική από την Ιλιάδα, μοιάζει ανθρωπινότερη: συμμερίζεται περισσότερο τα πάθη των ανθρώπων και φαίνεται να προτείνει μια διαχείρισή τους λίγο πολύ πολιτική, που την εκπροσωπούν μέσα στο έπος συνεργατικά η Αθηνά και ο Οδυσσέας. Σ᾽ αυτούς ο νους (λέξη που προβάλλεται και στο προοίμιο του έπους: νόον ἔγνω), η εφευρετική δηλαδή και πολύτροπη σκέψη, έχει το πάνω χέρι.

Σοπενχάουερ: οι 3 δυνάμεις κι αυτά τα 3 είδη απολαύσεων

Στους κυρίους αυτούς, όσο είναι νέοι, την λύση δίνουν η μυϊκή δύναμη και η γενετήσια ορμή. Αργότερα, όμως, δεν απομένουν παρά οι πνευματικές δυνάμεις· εάν τούτες δεν υπάρχουν η δεν έχουν καλλιεργηθεί η δεν έχει συσσωρευτεί το απαιτούμενο για την δραστηριότητά τους υλικό, τότε ό θρήνος είναι μέγας.

Όντας η μοναδική ανεξάντλητη δύναμη, η βούληση υποβάλλεται τώρα σ’ ερεθισμό μέσω της διέγερσης των παθών, μέσω λ.χ. ριψοκίνδυνων τυχερών παιχνιδιών, του αναξιοπρεπούς αυτού αμαρτήματος. Γενικά δε, το κάθε άεργο άτομο θα επιλέξει ένα παιχνίδι για ν’ απασχολείται ανάλογα με τις δυνάμεις που δεσπόζουν μέσα του: λ.χ. μπόουλινγκ ή σκάκι, κυνηγεσία ή ζωγραφική, ιπποδρομίες ή μουσική, χαρτοπαιξία ή ποίηση, εραλδική ή φιλοσοφία κ.ο.κ.

Μπορούμε, μάλιστα, να διερευνήσουμε το θέμα κατά τρόπο μεθοδικό, ανατρέχοντας στις ρίζες όλων των εκδηλώσεων της ανθρώπινης δυνάμεως, δηλ. στις τρεις βασικές δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογίας τούτες, επομένως, πρέπει να τις εξετάσουμε ως προς το χωρίς σκοπό παιχνίδι τους, κατά το όποιο εμφανίζονται ως οι πηγές τριών ειδών ενδεχομένων απολαύσεων, από τα όποια αυτά ειδή ό κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το ποιά δύναμη κυριαρχεί μέσα του, θα επιλέξει εκείνο πού του ταιριάζει.

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έχουμε τις απολαύσεις της αναπαραγωγικής δυνάμεως, εκείνες δηλ. της βρώσεως, πόσεως, πέψεως, αναπαύσεως και του ύπνου. Τούτες, μάλιστα, ολόκληρα έθνη φέρονται να τις έχουν κάνει εθνικές απολαύσεις και να δοξάζονται γι’ αυτές.

Κατόπιν, έχουμε τις απολαύσεις της διεγερσιμότητας, εκείνες δηλ. της πεζοπορίας, του άλματος, της πάλης, του χορού, της ξιφασκίας, της ιππασίας και των αθλητικών παιχνιδιών κάθε είδους, καθώς επίσης και της κυνηγεσίας, της μάχης και του πολέμου.

Τέλος, έχουμε και τις απολαύσεις της αισθαντικότητας, εκείνες δηλ. της θέασης, της νόησης, του συναισθήματος, της ποίησης, της γλυπτικής, της μουσικής, της μάθησης, της μελέτης, του διαλογισμού, της εφεύρεσης, τού φιλοσοφείν κ.ο.κ.

Σχετικά με την αξία, την ένταση, την διάρκεια καθενός απ’ αυτά τα είδη των απολαύσεων, μπορούν να γίνουν ποικίλες επισημάνσεις, τις όποιες αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Σ’ όλους, όμως, είναι ευνόητο πώς ή απόλαυσή μας (ή όποια εξαρτάται πάντοτε από την χρήση των δικών μας δυνάμεων) και, συνεπώς, και ή ευτυχία μας (ή όποια συνίσταται στην συχνή ύπαρξη της απόλαυσης) θα είναι τόσο μεγαλύτερες όσο ευγενέστερου είδους είναι ή δύναμη πού τις παράγει. ’Επίσης, κανείς δεν θ’ αμφισβητήσει τα πρωτεία πού κατέχει απ’ αυτήν την άποψη η αισθαντικότητα – η ουσιαστική υπεροχή της οποίας συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου έναντι των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου- σε σχέση με τις δύο άλλες βασικές φυσιολογικές δυνάμεις, οι όποιες απαντούν στον ίδιο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στα άλλα ζώα. Στην σφαίρα της αισθαντικότητας ανήκουν οι γνωστικές μας δυνάμεις, ώστε ή υπεροχή αυτής να μας καθιστά δεκτικούς για τις απολαύσεως της γνώσης, τις καλούμενες δηλ. πνευματικές απολαύσεις, οι όποιες, μάλιστα, είναι τόσο πιο έντονες όσο μεγαλύτερη είναι ή υπεροχή της αισθαντικότητας.>

Ό κοινός, ό συνηθισμένος άνθρωπος αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι μόνον όταν τούτο διεγείρει την βούλησή του, όταν δηλ. παρουσιάζει προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τώρα βέβαια, κάθε διαρκής διέγερση της βούλησης έχει έναν μικτό τουλάχιστον χαρακτήρα, είναι δηλ. συνδεδεμένη με πόνο. Ένα μέσο για την εκούσια διέγερσή της, και συγκεκριμένα μέσα) ενδιαφερόντων τόσο μικρών ώστε να προκαλούν στιγμιαίους μόνο κι ελαφρούς, όχι επίμονους και βαρείς πόνους, ενδιαφερόντων, άρα, που μπορούν να θεωρηθούν απλό γαργάλημα της βούλησης, είναι ή χαρτοπαιξία, η διαρκής αυτή απασχόληση της «καλής κοινωνίας» όλων των χωρών.

Ό άνθρωπος, αντίθετα, στον όποιον υπερτερούν οι πνευματικές δυνάμεις έχει την ικανότητα, μάλιστα την ανάγκη ν’ αναπτύσσει το πλέον ζωηρό ενδιαφέρον διά της οδού της αμιγούς γνώσης, εκείνης δηλ. χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη της βούλησης. Χάρη δε σ’ αυτό το ενδιαφέρον, μεταβαίνει κατόπιν σε μία επικράτεια στην όποια ό πόνος δεν έχει πρόσβαση, στους αιθέρες, ούτως ειπείν, των ευκόλως διαβιούντων θεών, θεώνρεία ζωόντων [Ίλ., Ζ, 138].

Συνεπώς, ενώ ή ζωή των υπολοίπων ρέει και παρέρχεται μέσα σε πνευματική ατονία -καθώς ή διάνοια και ή καρδιά τους είναι ολοκληρωτικά εστραμμένες στα ευτελή ενδιαφέροντα της προσωπικής ευμάρειας κι έτσι σε δυστυχίες κάθε είδους, ώστε οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ή ενασχόληση με τούτα μειωθεί και οι ’ίδιοι παραπεμφθούν πίσω στον εαυτό τους, να πλήττονται από αφόρητη ανία, αφού μόνο τα φλογερά πάθη καταφέρνουν να επιφέρουν μία κάποια κίνηση στην αδρανή μάζα-, ό άνθρωπος, αντίθετα, ό προικισμένος με δεσπόζουσες πνευματικές δυνάμεις χαίρει υπάρξεως πλούσιας σε σκέψεις, διαρκώς ζωογονούμενης και σπουδαίας, ασχολείται με αντικείμενα αξιόλογα κι ενδιαφέροντα, μόλις του επιτραπεί ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, και φέρει εντός του τις πηγές των ευγενέστερων απολαύσεων. Παρακίνηση έξωθεν του προσφέρουν τα δημιουργήματα της φύσης και ή όψη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κατόπιν οι τόσο διαφορετικές επιδόσεις των υπερπροικισμένων ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των λαών, τις όποιες αυτές επιδόσεις, στην πραγματικότητα, μόνον αυτός μπορεί ν’ απολαύσει ουσιαστικά, καθώς μόνον αυτός μπορεί να τις κατανοήσει και να τις νιώσει. Για χάρη δική του, άρα, έζησαν οι υπερπροικισμένοι εκείνοι, σ’ αυτόν ουσιαστικά απευθύνθηκαν, ενώ οι λοιποί, ως εκ συμπτώσεως και μόνον ακροατές, ημικατανοούν τα όσα σκόρπια τύχει να γνωρίσουν.

’Εντούτοις, ό άνθρωπος αυτός έχει μία ανάγκη επιπλέον σε σχέση με τους άλλους, την ανάγκη να μαθαίνει, να βλέπει, να μελετά, να διαλογίζεται, να εξασκείται, άρα και την ανάγκη για ελεύθερη σχόλη· όμως, ακριβώς επειδή -όπως ορθά επισημαίνει ό Βολταίρος- «δεν υπάρχουν πραγματικές απολαύσεις παρά μόνο με πραγματικές ανάγκες» , η ανάγκη αυτή είναι ή προϋπόθεση για να έχει πρόσβαση στις απολαύσεως εκείνες -όπως το κάλλος στην φύση και στην τέχνη, καθώς και τα πνευματικά έργα κάθε είδους- που δεν είναι ποτέ προσβάσιμες στους λοιπούς, για τους οποίους τέτοιου είδους πράγματα, ακόμη και όταν υπάρχουν γύρω τους σε αφθονία, δεν είναι παρά ότι είναι και οι εταίρες για τον γέρο άνδρα.

Ως συνέπεια τούτου, ένας τόσο ευνοημένος άνθρωπος ζει, παράλληλα με τον προσωπικό του βίο, κι έναν δεύτερο, συγκεκριμένα έναν πνευματικό βίο, τον όποιον αντιμετωπίζει βαθμιαία ως τον ουσιαστικό σκοπό της ύπαρξης, εκλαμβάνοντας τον πρώτο ως απλό μέσο γι’ αυτόν οι λοιποί, αντίθετα, είναι αναγκασμένοι να θεωρούν την άνοστη, κενή και θλιβερή επιβίωση ως σκοπό. Ό πνευματικός βίος είναι εκείνος που πρωτίστως τον απασχολεί και ό όποιος, με την διαρκή αύξηση της κατανόησης και της γνώσης, προσλαμβάνει μία εσωτερική αλληλουχία κι έναν χαρακτήρα όλο και πιο εντατικό, μία όλο και περισσότερο πληρούμενη ολότητα και τελειότητα, όπως ένα έργο τέχνης κατά την δημιουργία του. Σε σχέση με τον βίο αυτόν, ή πρακτική ζωή των λοιπών -ή όποια είναι προσανατολισμένη στην προσωπική ευμάρεια κι επιδέχεται αύξηση μόνον ως προς την διάρκεια, όχι όμως και ως προς το βάθος- δημιουργεί ζωηρή και θλιβερή αντίθεση, ισχύει, όμως, κατ’ ανάγκη ως αυτοσκοπός για τούς ανθρώπους αυτούς, ενώ, για εκείνον, ως απλό μέσο.

Ή πρακτική, πραγματική ζωή μας, όταν δεν την κινούν τα πάθη, είναι άνοστη και πληκτική· όταν δε την κινούν, τότε γίνεται σύντομα οδυνηρή. Να γιατί είναι ευτυχείς όσοι έλαβαν ένα οποιοδήποτε πλεόνασμα νοός, πέραν δηλ. τού απαιτούμενου για την εξυπηρέτηση της βούλησης: διότι μ’ αυτό διάγουν, παράλληλα με τον πραγματικό, κι έναν πνευματικό επιπλέον βίο, ό όποιος τούς απασχολεί και τούς ψυχαγωγεί διαρκώς κατά τρόπο μη οδυνηρό, και όμως έντονο. Σκέτη σχόλη, νοός δηλ. μη απασχολούμενος προς εξυπηρέτηση της βούλησης, δεν επαρκεί γι’ αυτό· απαιτείται κι ένα πλεόνασμα δυνάμεως, καθώς μόνο τούτο καθιστά κάποιον ικανό για μία απασχόληση πού δεν εξυπηρετεί την βούληση, αμιγώς πνευματική· αντίθετα, «σχόλη χωρίς πνευματική ενασχόληση είναι θάνατος και ταφή ζωντανού ανθρώπου» (Σενέκας)

Ανάλογα δε τώρα με το μικρότερο η μεγαλύτερο μέγεθος του πλεονάσματος αυτού, υπάρχουν και αναρίθμητες διαβαθμίσεις του πνευματικού εκείνου βίου πού μπορεί κανείς να διάγει παράλληλα με τον πραγματικό: από την συλλογή και περιγραφή μετάλλων, εντόμων, πτηνών ή νομισμάτων μέχρι τις ύψιστες επιδόσεις στην ποίηση και την φιλοσοφία. Ως παρεπόμενο, ένας τέτοιος πνευματικός βίος αποτελεί προμαχώνα κατά των πολλών εκείνων κινδύνων, συμφορών, απωλειών και σπαταλών έναντι των οποίων είναι κανείς εκτεθειμένος όσο αναζητεί την ευτυχία του στον πραγματικό κόσμο…; Σ’ εμένα λ.χ. ή φιλοσοφία μου δεν έχει ποτέ αποδώσει το παραμικρό, μ’ έχει όμως γλυτώσει από πάρα πολλά.

Ό κοινός άνθρωπος, αντίθετα, εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα πού βρίσκονται έκτος του. από την ιδιοκτησία, τούς βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ.λπ.· σ’ αυτά στηρίζεται ή ευτυχία της ζωής του, ή όποια, για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά. Για να εκφράσουμε την σχέση αυτή, μπορούμε να πούμε πώς το κέντρο βάρους του βρίσκεται εκτός του. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, έχει διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες και ιδιοτροπίες: εάν ή οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, την μία θ’ αγοράζει εξοχικά και άλογα, την άλλη θα διοργανώνει δεξιώσεις, την άλλη θα πραγματοποιεί ταξίδια, συνολικά δε θα ζει σε μεγάλη πολυτέλεια, επειδή ακριβώς αναζητεί ικανοποίηση έξωθεν με κάθε είδους πράγματα, ενεργώντας, έτσι, όπως ό εξασθενημένος πού ελπίζει με δυναμωτικά και φάρμακα ν’ ανακτήσει την υγεία και την ρώμη του, ή πραγματική πηγή των οποίων δεν είναι παρά ή ζωτική ενέργεια εντός του.

Αφορισμοί, για την πρακτική σοφία της ζωής

Μαμά μάθε με τι νιώθω

Δώσε όνομα στο... συναίσθημά σου!

Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά κάνουν τα πρώτα βήματα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Περνούν από πολλά συναισθηματικά στάδια και μέσα σ' αυτά τα χρόνια παρατηρούμε πολλές αλλαγές στα συναισθήματα και στις κοινωνικές τους δεξιότητες.

Αυτό είναι τόσο συναρπαστικό όσο και τρομακτικό.

Ως γονείς υπάρχουν πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να βοηθήσετε να αναπτύξουν τα παιδιά σας καλές κοινωνικές δεξιότητες και να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους ώστε να είναι έτοιμα για όλες τις προκλήσεις της ζωής.

Είναι πολύ βασικό να μάθετε τα παιδιά σας να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα τους.

Πότε μπορείτε να το κάνετε αυτό;

Μια καλή ώρα για να συζητήσετε με το παιδί σας τα συναισθήματα του είναι η ώρα λίγο πριν τον ύπνο. Είναι μια ώρα χαλάρωσης, χωρίς ένταση τόσο για σας όσο και για τα παιδιά. Μπορείτε να ξαπλώσετε μαζί με το παιδί σας στο πάτωμα και να ξεκινήσετε να κάνετε ερωτήσεις ο ένας στον άλλον σαν παιχνίδι. Το παιχνίδι των ερωτήσεων δημιουργεί ένα μυστήριο στο παιδί.

Ακόμα μπορείτε να ξεκινήσετε μια φανταστική ιστορία που να ταιριάζει με το πρόβλημα που υποθέτετε πως απασχολεί το παιδί σας. Σε καμία περίπτωση όμως μην το ταυτίσετε, τα παιδιά είναι πολύ περισσότερο έξυπνα από όσο φαντάζεστε, και τότε θα χάσετε την ευκαιρία να σας μιλήσει αλλά θα ακυρώσετε και αυτό τον τρόπο για να εκμαιεύετε τα συναισθήματα του παιδιού σας.

Ένας άλλος τρόπος είναι μέσα από τις δραστηριότητες της ημέρας. Μπορείτε να τα ρωτήσετε πως νιώθουν; Τι περιμένουν από την επόμενη μέρα; Η αναγνώριση των συναισθημάτων από τα ίδια τα παιδιά θα τα βοηθήσει να βάλουν τα ίδια ένα όνομα στα συναισθήματα τους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούν με το συναίσθημα στην καθημερινότητα τους, είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να ξεκινάμε να τα αναγνωρίζουμε από παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουμε την ζωή τους και όλα τα πολύπλοκα γίνονται εύκολα αφού έχουν όνομα.

Αυτό σημαίνει πως ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Στοχασμοί του Sigmund Freud

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (6 Μαΐου 1856 – 23 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, την απώθηση και την παιδική σεξουαλικότητα.

Αποφθέγματα:

-Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία, που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία.

-Η θρησκεία είναι νεύρωση.

-Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.

-Η ψυχική ανάπτυξη του ατόμου είναι μια σύντομη επανάληψη της πορείας ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους.

-Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;»

-Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν.

-Η πείρα διδάσκει αργά και αφού πρώτα την πληρώσουμε με τα σφάλματά μας.

-Η αμάθεια γεννάει πάντα την σκληρότητα.

-Σε αποφάσεις δευτερευούσης σημασίας, είναι χρήσιμο να εξετάζουμε τα υπέρ και τα κατά. Σε κρίσιμα ζητήματα όμως, η απόφαση πρέπει να προέρχεται από την καρδιά.

-Το πρώτο προαπαιτούμενο του πολιτισμού είναι η Δικαιοσύνη.

-Η θρησκεία είναι μια ψευδαίσθηση και αντλεί τη δύναμή της από την ευκολία της να προσαρμόζεται στις ενστικτώδεις μελαγχολικές παρορμήσεις μας.

-Κάποια μέρα κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια που αγωνίστηκες θα σου φαίνονται τα πιο ωραία.

-Η σκέψη είναι δράση σε πρόβα.

-Ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να παλεύει να εξαφανίσει τα σύνδρομα του, αλλά να συντονιστεί με αυτά, γιατί είναι αυτά που κατευθύνουν την επαφή του με τον κόσμο.

Όσκαρ Ουάιλντ: Ελλάς

Επηρεασμένο από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1877.

Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.

* * *

Στο θέατρο του Άργους

Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!

Όσκαρ Ουάιλντ Άργος, 1877

Οscar Wilde

Honoré de Balzac: Το "θέλω" μας καίει, το "μπορώ" μας καταστρέφει

Θα σας φανερώσω με λίγα λόγια ένα μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής.

Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του.

Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: "θέλω" και "μπορώ".

Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. · αλλά το "ξέρω" αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης.

Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις.

Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου.

Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.

Καμιά υπερβολή δεν πλήγωσε ούτε το σώμα μου ούτε την ψυχή μου.

Παρ' όλα αυτά, έχω ιδεί όλον τον κόσμο.

Τα πόδια μου έχουν περπατήσει τα πιο ψηλά βουνά της Ασίας και της Αμερικής, έμαθα όλες τις γλώσσες του κόσμου κ' έχω ζήσει κάτω απ' όλα τα καθεστώτα.

Δάνεισα το χρήμα μου σ' έναν Κινέζο παίρνοντας για ενέχειρο τον πατέρα του, κοιμήθηκα κάτω από την τέντα του Άραβα, εμπιστευμένος στο λόγο της τιμής του, υπόγραφα συμβόλαια σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κι άφησα άφοβα το χρυσάφι μου στα χωριά των αγρίων· μ' έναν λόγο, πέτυχα τα πάντα γιατί ήξερα να περιφρονώ τα πάντα.

Η μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να ιδώ.

Το να βλέπεις, δεν είναι γνώση;

Ω! η γνώση, νέε μου, δεν είναι μια πνευματική απόλαυση;

Τι μένει από την υλική κατοχή ενός πράγματος; μια ιδέα...

Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα

Eckhart Tolle: Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε ένα σκοπό στο τα­ξίδι της ζωής μας διαφορετικά, απλώς περιπλανιόμαστε άσκοπα, και σκοπός σημαίνει μέλλον, σωστά; Πώς το συμβιβάζουμε αυτό με το να ζούμε στο παρόν;

Όταν κάνεις ένα ταξίδι, είναι βέβαια χρήσιμο να ξέρεις που πας ή τουλάχιστον τη γενική κατεύθυνση προς την οποία κινείσαι, αλλά μην ξεχνάς: το μόνο πράγμα που τελικά είναι αληθινό σε σχέση με το ταξίδι σου είναι το βήμα που κάνεις ετούτη τη στιγμή. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει.

Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα!

Ανέφερες ότι το να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για το παρελθόν όταν δεν είναι απαραίτητο, είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποφεύγουμε το παρόν. Όμως, πέρα από το παρελθόν που θυμόμαστε και με το οποίο ίσως ταυτιζόμα­στε, δεν υπάρχει άλλο ένα επίπεδο παρελθόντος μέσα μας, που είναι πολύ πιο βαθιά εδραιωμένο; Μιλάω για το ασυνεί­δητο παρελθόν που καθορίζει τη ζωή μας, ιδιαίτερα μέσα α­πό τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ίσως και από εμπειρίες περασμένων ζωών.

Έπειτα υπάρχει και η πολιτισμική μας εκπαίδευση, που έχει να κάνει με το πού ζούμε, γεωγραφικά, καθώς και με την ιστορική χρονική περίοδο στην οποία ζούμε. Όλα αυτά καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο, πώς αντιδρούμε, τι σκεφτόμαστε, τι είδους σχέσεις έχουμε, πώς ζούμε γενικά τη ζωή μας. Πώς είναι δυνατόν να τα συνειδητοποιήσουμε όλ' αυτά ή να απαλλαγούμε απ’ αυτά; Πόσος καιρός θα χρειαζόταν για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα κι αν το καταφέρναμε, τι θα α­πέμενε τελικά;

Τι απομένει όταν τελειώνει η ψευδαίσθηση;

Δεν είναι ανάγκη να ερευνήσεις το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, παρά μόνο καθώς εκδηλώνεται ετούτη τη στιγμή σαν σκέψη, σαν συναίσθημα, επιθυμία, αντίδραση ή σαν ένα εξωτερικό γεγο­νός που σου συμβαίνει. Οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρεις γύρω από το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, θα το φέρουν στην επιφάνεια οι προκλήσεις του παρόντος. Αν αρχίσεις να σκαλίζεις το παρελθόν, θα γίνει ένα απύθμενο πηγάδι: υπάρχει πάντα κι άλλο.

Μπορεί να πιστεύεις ότι χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να καταλάβεις το παρελθόν και να ελευθερωθείς απ' αυτό, με άλλα λό­για, ότι το μέλλον θα σε λυτρώσει τελικά από το παρελθόν. Αυτό εί­ναι πλάνη. Μόνο το παρόν μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελ­θόν. Ο περισσότερος χρόνος δεν μπορεί να σε ελευθερώσει από το χρόνο. Προσέγγισε τη δύναμη του Τώρα. Αυτό είναι το κλειδί.

Τι είναι η δύναμη του Τώρα;

Δεν είναι άλλη από τη δύναμη της παρουσίας σου, είναι η συνειδητότητά σου απαλλαγμένη από σκεπτομορφές.

Ασχολήσου λοιπόν με το παρελθόν στο επίπεδο του παρόντος. Όσο περισσότερη προσοχή δίνεις στο παρελθόν, τόσο περισσότερο το ενεργοποιείς, και τόσο περισσότερο είναι πιθανό να κατασκευά­σεις έναν "εαυτό" απ' αυτό. Μην παρανοήσεις αυτό που σου λέω: η προσοχή είναι ουσιαστικής σημασίας, αλλά όχι για το παρελθόν ως παρελθόν.

Δώσε προσοχή στο παρόν δώσε προσοχή στη συμπεριφορά σου, στις αντιδράσεις, τις διαθέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιθυμίες σου, όπως εκδηλώνονται στο παρόν. Εκεί είναι το παρελθόν σε σένα. Αν μπορείς να είσαι αρκετά παρών ώστε να τα παρατηρείς όλ' αυτά, όχι επικριτικά ή αναλυτικά, αλλά χωρίς κρίσεις, τότε αντιμετωπίζεις με επιτυχία το παρελθόν και το διαλύεις με τη δύναμη της παρουσίας σου. Δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου με το να μπαίνεις στο παρελθόν. Βρίσκεις τον εαυτό σου με το να έρθεις στο παρόν.

Το να καταλάβω το παρελθόν δε με βοηθάει να καταλάβω γιατί κάνω ορισμένα πράγματα, γιατί αντιδρώ με ορισμένους τρόπους ή γιατί δημιουργώ ασυνείδητα το δικό μου "δράμα", τα πρότυπά μου στις σχέσεις και τα λοιπά;

Καθώς αποκτάς μεγαλύτερη συνείδηση της παρούσας σου προ­σωπικότητας, μπορεί ξαφνικά να αποκτήσεις κάποια ενόραση σχε­τικά με το γιατί η "εκπαίδευσή" σου λειτουργεί με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους - για παράδειγμα, γιατί οι σχέσεις σου ακο­λουθούν ορισμένα πρότυπα - και μπορεί να θυμηθείς κάποια γεγο­νότα που συνέβησαν στο παρελθόν ή να τα δεις πιο καθαρά. Αυτό ίσως σε βοηθήσει, αλλά δεν είναι ουσιαστικής σημασίας.

Αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η συνειδητή σου παρουσία. Αυ­τή διαλύει το παρελθόν. Αυτή είναι ο μεταμορφωτικός παράγοντας. Έτσι, μην επιδιώκεις να καταλάβεις το παρελθόν, αλλά γίνε όσο πιο παρών μπορείς.

Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών. Μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν είσαι απών.

Eckhart Tolle, Η δύναμη του Τώρα

Βασίλισσα Γκουινεβίρ και Ιππότης Λάνσελοτ

Η ερωτική ιστορία του Ιππότη Λάνσελοτ και της Βασίλισσας Γκουινεβίρ, συζύγου του Βασιλιά Αρθούρου, αποτελεί έναν από τους γνωστότερους θρύλους που σχετίζονται με τον βασιλιά Αρθούρο και μια από τις τραγικότερες ιστορίες αγάπης όλων των εποχών.

Ο θρύλος

Ο Λάνσελοτ ήταν ένας από τους καλύτερους ιππότες του βασιλιά Αρθούρου. Ήταν αφοσιωμένος, έξυπνος, ευγενικός και δυνατός.

Η βασίλισσα Γκουινεβίρ ήταν η σύζυγος του Αρθούρου. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές ιστορίες το 1325 μ.Χ. στην ουαλική ιστορία Culhwch ac Olwen, ως σύζυγος του Αρθούρου. Σε μετέπειτα μεσαιωνικές ιστορίες, είναι η κόρη του βασιλιά Leodegrance, και παντρεύεται τον Αρθούρο όταν είναι και οι δύο ακόμα πολύ μικροί. Ο Αρθούρος χρειαζόταν έναν αρσενικό κληρονόμο, όμως η Γκουινεβίρ δεν έκανε παιδιά. Αυτό τους έκανε και τους δύο πολύ δυσαρεστημένους.

Ο Λάνσελοτ γνώρισε τη Γκουινεβίρ στο κάστρο του βασιλιά κι ένα ειδύλλιο άρχισε να ανθίζει μεταξύ τους. Σύντομα, έγιναν εραστές, πίσω από την πλάτη του Αρθούρου, με τις φήμες να οργιάζουν.

Ωστόσο, γρήγορα οι ανιψιοί του Αρθούρου, Μόρντρεντ και Άγκραβαϊν, αποκαλύπτουν στον Αρθούρο τη σχέση του Λάνσελοτ και της Γκουινεβίρ. Ο Λάνσελοτ δραπετεύει για να σώσει την ζωή του. Η δε Γκουινεβίρ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από τον άντρα της να καεί στην πυρά. Ο Λάνσελοτ καταφέρνει να τη σώσει την τελευταία στιγμή, σκοτώνοντας δύο από τους υπηρέτες.

Στη συνέχεια, ο βασιλιάς Αρθούρος πρέπει να πάει στη Γαλλία για να πολεμήσει τον Λάνσελοτ και αφήνει τον Μόρντρετ υπεύθυνο. Κατά την απουσία του Αρθούρου, ο Μόρντρεντ έκανε τον εαυτό του βασιλιά κι ανάγκασε την Γκουινεβίρ να τον παντρευτεί. Ο Αρθούρος επανέρχεται για να σώσει το βασίλειό του και την Γκουινεβίρ.

Μετά τη μάχη μεταξύ του Αρθούρου και του Μόρντρεντ, η Γκουινεβίρ και ο Λάνσελοτ συναντιούνται για τελευταία φορά και στη συνέχεια η Γκουινεβίρ μπαίνει σε μοναστήρι και μένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής της, ενώ ο Λάνσελοτ γίνεται ερημίτης.

Αυτογνωσία και ψυχής επιμέλεια

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εγώ, Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε σας· και όσο θα αναπνέω και θα έχω τη δύναμη, δε θα σταματήσω να φιλοσοφώ και να σας παρακινώ και να κάνω υποδείξεις σε οποίον από σας τύχει να συναντήσω, λέγοντας αυτά που συνηθίζω: «Άνθρωπε σπουδαίε, ενώ είσαι Αθηναίος, πολίτης της μεγαλύτερης και της πιο φημισμένης πόλης για τη σοφία και την ισχύ της, δεν ντρέπεσαι από τη μια να πασχίζεις να αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα χρήματα, φήμη και τιμές, ενώ από την άλλη για τη φρόνηση και την αλήθεια και το πώς η ψυχή σου θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη ούτε φροντίζεις ούτε μεριμνάς:» 

Γιατί, να το ξέρετε καλά, αυτά διατάζει ο θεός και εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερο καλό για την πόλη από τη δική μου δραστηριότητα στην υπηρεσία του θεού. Γιατί εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τριγυρίζω και να προσπαθώ να σας πείσω όλους, νέους και γέρους, να μη φροντίζετε πρώτα από όλα και με τόσο ζήλο για το σώμα σας και τα χρήματα, αλλά για το πώς θα κάνετε την ψυχή σας όσο το δυνατόν καλύτερη.Σας λέω ότι «δε δημιουργείται από τα χρήματα η αρετή, αλλά από την αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα αγαθά των ανθρώπων, και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή».

Πλάτων, Απολογία Σωκράτους

Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν θα επιβιώσει

Σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων είναι ένα ψέμα. Γι’ αυτό ζητώ από τους μαθητές μου να ακολουθήσουν τρεις κανόνες θέασης της αλήθειας. Ο πρώτος είναι: Μη με πιστεύετε. Δεν χρειάζεται να με πιστεύετε- απλά σκεφτείτε και κάντε τις επιλογές σας. Πιστέψτε ό,τι θέλετε από αυτά που σας λέω και μόνο αν σας ακούγεται λογικό, αν σας κάνει χαρούμενους. Αν σας οδηγεί στην αφύπνισή σας, τότε επιλέξτε να το πιστέψετε. Είμαι υπεύθυνος για όσα λέω, αλλά όχι για αυτό που καταλαβαίνετε. Ζούμε σε εντελώς διαφορετικό όνειρο. Αυτό που λέω, ακόμη και αν είναι αλήθεια για μένα, δεν είναι απαραίτητα και για σας. Ο πρώτος κανόνας, λοιπόν, είναι εύκολος: Μη με πιστεύετε.

Ο δεύτερος κανόνας είναι πιο δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας. Μην πιστεύετε τα ψέματα που λέτε στον εαυτό σας – τα ψέματα που δεν επιλέξατε, αλλά σας προγραμμάτισαν να πιστεύετε. Μην πιστεύετε τον εαυτό σας όταν λέτε ότι δεν είστε αρκετά καλοί, δυνατοί ή ευφυείς. Μην πιστεύετε τα όρια και τους περιορισμούς που βάζετε στον εαυτό σας. Μην πιστεύετε ότι δεν αξίζετε την ευτυχία ή την αγάπη. Μην πιστεύετε ότι δεν είστε όμορφοι. Μην πιστεύετε ό,τι σας κάνει να υποφέρετε. Μην πιστεύετε στο δράμα σας. Μην πιστεύετε τον Κριτή ή το Θύμα που έχετε μέσα σας. Μην πιστεύετε την εσωτερική σας φωνή που σας λέει πόσο ανόητοι είστε, που σας λέει να αυτοκτονήσετε. Μην τα πιστεύετε, γιατί δεν είναι αλήθεια. Ανοίξτε τα αυτιά σας, ανοίξτε την καρδιά σας και ακούστε. Όταν ακούτε την καρδιά σας να σας οδηγεί στην ευτυχία, επιλέξτε να την ακολουθήσετε μέχρι το τέλος. Όμως, μην πιστεύετε τον εαυτό σας μόνο και μόνο επειδή σας λέει κάτι, γιατί πάνω από το 80% όσων πιστεύετε είναι ψέματα – απλά δεν είναι αλήθεια. Ο δεύτερος κανόνας, λοιπόν, είναι δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας.

Ο τρίτος κανόνας είναι: Μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί ούτως ή άλλως λένε συνεχώς ψέματα. Όταν δεν έχετε πια συναισθηματικές πληγές, όταν δεν έχετε την ανάγκη να πιστέψετε τους άλλους για να γίνετε αποδεκτοί, βλέπετε τα πάντα πιο καθαρά. Βλέπετε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, αν είναι αλήθεια ή όχι. Κάτι που είναι αλήθεια τώρα, μπορεί σε λίγο να μην είναι, και το αντίστροφο. Όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα, αν, όμως, έχετε επίγνωση αντιλαμβάνεστε την αλλαγή. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί θα χρησιμοποιήσουν την αφέλειά σας για να σας χειραγωγήσουν. Μην πιστεύετε κανέναν που σας λέει ότι ήρθε από τις Πλειάδες και θέλει να σώσει τον κόσμο. Δεν έχουμε ανάγκη από σωτήρες. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από εξωγήινους που θα έρθουν από κάπου αλλού για να μας σώσουν. Ο κόσμος είναι ζωντανός- είναι ένα ζωντανό ον και είναι ευφυέστερος από όλους εμάς μαζί. Αν πιστεύουμε ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από σωτήρες, αργά ή γρήγορα κάποιος θα έρθει και θα πει: “Ακούστε, έρχεται ένας κομήτης, πρέπει να φύγουμε από τον πλανήτη. Αυτοκτονήστε, και ιδού! Η ψυχή σας θα ανέβει στον κομήτη και θα πάει στον παράδεισο”. Μην πιστεύετε αυτούς τους μύθους. Εσείς δημιουργείτε το δικό σας όνειρο για τον παράδεισο και κανείς δεν μπορεί να το δημιουργήσει για σας. Το μόνο που χρειάζεστε για να φτάσετε στην ευτυχία σας, στο δικό σας δημιούργημα, είναι κοινή λογική. Ο τρίτος κανόνας είναι δύσκολος, γιατί έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε τους άλλους. Μην τους πιστεύετε.

Μην πιστεύετε εμένα, μην πιστεύετε τον εαυτό σας, μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Όταν δεν πιστεύετε κανέναν, ό,τι δεν είναι αλήθεια σε αυτόν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων θα εξαφανιστεί. Τα πράγματα είναι όπως είναι. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσετε την αλήθεια· δεν χρειάζεται να την εξηγήσετε. Η αλήθεια δεν χρειάζεται τη στήριξη κανενός. Τα ψέματα χρειάζονται τη στήριξή σας. Πρέπει να δημιουργήσετε ένα ψέμα για να στηρίξετε το προηγούμενο και ούτω καθεξής, μέχρι που δημιουργείτε ένα οικοδόμημα από ψέματα και, όταν αποκαλύπτεται τελικά η αλήθεια, όλα καταρρέουν. Όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να νιώσετε τύψεις επειδή λέτε ψέματα.

Τα περισσότερα ψέματα εξανεμίζονται όταν σταματήσουμε να τα πιστεύουμε. Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν θα επιβιώσει μιας σκεπτικιστικής διάθεσης, αλλά η αλήθεια πάντα επιβιώνει. Η αλήθεια ισχύει πάντα, είτε την πιστεύετε είτε όχι. Το σώμα σας είναι φτιαγμένο από άτομα. Δεν χρειάζεται να το πιστέψετε. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, είναι αλήθεια. Μόνο η αλήθεια θα μείνει, και αυτό ισχύει και για τις απόψεις που έχετε για τον εαυτό σας.

Είπαμε ότι όταν ήμασταν παιδιά, δεν είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε τι θα πιστέψουμε και τι όχι. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα που μεγαλώσαμε, έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε. Μπορούμε να πιστέψουμε ή να μην πιστέψουμε. Ακόμη κι αν κάτι δεν είναι αλήθεια, μπορεί να επιλέξουμε να το πιστέψουμε απλά και μόνο επειδή το θέλουμε.

Μπορείτε να επιλέξετε πώς να ζήσετε τη ζωή σας. Κι αν είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας, θα ξέρετε ότι είστε πάντα ελεύθεροι να κάνετε νέες επιλογές.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: ψυχική γαλήνη

Γιατί την ψυχική γαλήνη τη φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή.

Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες.

Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς το νου του σε πράγματα που ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Να μη δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν. Με αυτό τον τρόπο, τα πράγματα που είναι κοντά του και τα έχει στη διάθεσή του μπορεί κάλλιστα να του φανούν μεγάλα και αξιοζήλευτα· η ψυχή του δεν θα υποφέρει πια επιθυμώντας περισσότερα.

Γιατί όποιος θαυμάζει τους ανθρώπους που έχουν πλούτη και μακαρίζονται από τους άλλους, όποιος εντρυφεί συνεχώς στις αναμνήσεις του, αναγκάζεται να σκαρφίζεται πάντοτε κάτι καινούριο και να σπρώχνεται από την επιθυμία του σε πράξεις ανεπανόρθωτες και παράνομες. Γι᾽ αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Έχοντας στο νου του πόσα υποφέρουν εκείνοι, πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του για το πόσο καλύτερα ζει ο ίδιος. Γιατί αν το βάλεις αυτό καλά στο νου σου, θα ζεις πιο γαλήνια και θα αποτρέψεις όχι λίγα κακά στη ζωή σου -το φθόνο, τη ζήλια και την κακεντρέχεια.

Αρχαίο Κείμενο:

ἀνθρώποισι γὰρ εὐθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος καὶ βίου συμμετρίῃ· τὰ δ᾽ ἐλλείποντα καὶ ὑπερβάλλοντα μεταπίπτειν τε φιλεῖ καὶ μεγάλας κινήσιας ἐμποιεῖν τῇ ψυχῇ. αἱ δ᾽ ἐκ μεγάλων διαστημάτων κινούμεναι τῶν ψυχέων οὔτε εὐσταθέες εἰσὶν οὔτε εὔθυμοι. ἐπὶ τοῖς δυνατοῖς οὖν δεῖ ἔχειν τὴν γνώμην καὶ τοῖς παρεοῦσιν ἀρκέεσθαι τῶν μὲν ζηλουμένων καὶ θαυμαζομένων ὀλίγην μνήμην ἔχοντα καὶ τῇ διανοίᾳ μὴ προσεδρεύοντα, τῶν δὲ ταλαιπωρεόντων τοὺς βίους θεωρέειν, ἐννοούμενον ἃ πάσχουσι κάρτα, ὅκως ἂν τὰ παρεόντα σοι καὶ ὑπάρχοντα μεγάλα καὶ ζηλωτὰ φαίνηται, καὶ μηκέτι πλειόνων ἐπιθυμέοντι συμβαίνῃ κακοπαθεῖν τῇ ψυχῇ. ὁ γὰρ θαυμάζων τοὺς ἔχοντας καὶ μακαριζομένους ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῇ μνήμῃ πᾶσαν ὥραν προσεδρεύων ἀεὶ ἐπικαινουργεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι᾽ ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν. διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι χρεών, ἐπὶ δὲ τοῖς εὐθυμέεσθαι χρεών, παραβάλλοντα τὸν ἑωυτοῦ βίον πρὸς τὸν τῶν φαυλότερον πρησσόντων καὶ μακαρίζειν ἑωυτὸν ἐνθυμεύμενον ἃ πάσχουσιν, ὁκόσῳ αὐτέων βέλτιον πρήσσει τε καὶ διάγει. ταύτης γὰρ ἐχόμενος τῆς γνώμης εὐθυμότερόν τε διάξεις καὶ οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι, φθόνον καὶ ζῆλον καὶ δυσμενίην.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης

Το μυαλό μας έχει την ανάγκη να μειώνει την πληροφορία και γι’ αυτό τον λόγο είναι πιθανότερο να προσπαθήσουμε να στριμώξουμε ένα φαινόμενο σε κάποια γνωστή κατηγορία (ακρωτηριάζοντας το άγνωστο) παρά να καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση και να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Χάρη στην ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ανύπαρκτα μοτίβα αλλά και πραγματικά, το τυχαίο θα φαίνεται λιγότερο τυχαίο και πιο βέβαιο – ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μας είναι πιθανότερο να επιβάλει τη λανθασμένη, απλοϊκή αφήγηση παρά καμία απολύτως αφήγηση.

Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης – δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει πολυπλοκότητες και μη γραμμικές αβεβαιότητες. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, περισσότερη πληροφορία σημαίνει και περισσότερες αυταπάτες: η ικανότητά μας να εντοπίζουμε ανύπαρκτα μοτίβα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως παρενέργεια της νεωτερικότητας και της εποχής της πληροφορίας: υπάρχει μια ασυμβατότητα μεταξύ του μπερδεμένου τυχαίου του πλούσιου σε πληροφορία σύγχρονου κόσμου μας, με όλες τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του, και των ερμηνειών που δίνουμε εμείς στα γεγονότα, που προέρχονται από ένα απλούστερο προγονικό περιβάλλον. Η δομή του μυαλού μας βρίσκεται σε συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζούμε.

Από την εποχή του Διαφωτισμού, στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού (πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα ώστε να βγάζουν νόημα) και εμπειρισμού (πώς είναι τα πράγματα), κατηγορούμε τον κόσμο, επειδή δεν χωρά στα κρεβάτια των «ορθολογικών» μοντέλων, προσπαθούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους ώστε να ταιριάξουν στην τεχνολογία, παραποιούμε την ηθική μας ώστε να ταιριάξει με την ανάγκη μας για εργασία, ζητάμε από την οικονομική ζωή να χωρέσει στις θεωρίες των οικονομολόγων και από την ανθρώπινη ζωή να στριμωχτεί σε μια αφήγηση.

Είμαστε στιβαροί όταν τα λάθη στην αναπαράσταση του αγνώστου και στην κατανόηση των τυχαίων γεγονότων δεν οδηγούν σε δυσμενή αποτελέσματα – διαφορετικά είμαστε ευάλωτοι.

Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από τους αφορισμούς μου, σέβομαι τις μεθόδους στιβαρότητας της μητέρας φύσης (το πέρασμα δισεκατομμυρίων χρόνων επιτρέπει στα περισσότερα από τα αδύναμα να καταστραφούν)· η κλασική σκέψη είναι πιο στιβαρή (στον σεβασμό της απέναντι στο άγνωστο, στην επιστημική ταπεινότητα) απ’ ό,τι ο σύγχρονος, μετα-διαφωτιστικός, αφελής, ψευτο-επιστημονικός αυτισμός. Έτσι, οι κλασικές μου αξίες με κάνουν να υποστηρίζω το τρίπτυχο ευρυμάθεια, φινέτσα και θάρρος, έναντι της ψευτιάς, των σπασίκλων και του φιλισταϊσμού της σύγχρονης εποχής.

Η τέχνη είναι στιβαρή· η επιστήμη όχι πάντα (για να το θέσω λεπτά). Κάποιες Προκρούστειες κλίνες δίνουν νόημα στη ζωή: η τέχνη και η πιο ισχυρή από όλες, ο ποιητικός αφορισμός.

Η Ιλιάδα διδάσκει ότι στον Πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι

Την καταδίκη του πολέμου, ο Όμηρος την καθιστά ξεκάθαρη επανειλημμένως και μάλιστα μεγαλοπρεπώς όσο πουθενά αλλού, στην πασίγνωστη σκηνή προς το τέλος της Ιλιάδας, όπου ο βασιλιάς Πρίαμος πηγαίνει μέσα στη νύχτα στο ελληνικό στρατόπεδο, και παρουσιάζεται ως ικέτης ενώπιον του Αχιλλέα. Σε διαφορετικούς χρόνους μέσα στο έπος, οι δύο άνδρες έχουν ικετέψει τους Ολύμπιους θεούς, χωρίς όμως οι παρακλήσεις τους να εισακουστούν. Τώρα, αποστολή του Πριάμου είναι να ικετέψει για το σώμα του αγαπημένου του γιου, του Έκτορα, τον οποίο ο Αχιλλέας σκότωσε για να εκδικηθεί τον θάνατο του δικού του συντρόφου, του Πάτροκλου. Στα γόνατα του Αχιλλέα, ο Πρίαμος ικετεύει:

«Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,
τον κύρη σου Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια·
τι εβάστηξα, ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,
του αντρός που τον γιο μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!
Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για τον δικό του κύρη,
κι έσπρωξε ανάλαφρα τον γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.
Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου
του Εχτόρου, κι έκλαιγεν ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·
θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε
τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιομίζαν το καλύβι

(Ραψ. Ω, 503-512).

Η δύναμη αυτής της σκηνής δεν απορρέει μόνο από αφηγηματική ευφυΐα, αλλά και από την προσήλωση της Ιλιάδας στην ίδια της την ιστορία.

Η παράδοση του έπους καταγόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα από την περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά ύστερα από την κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού, μεταφέρθηκε, μαζί με τους ποιητές που μετανάστευσαν ανατολικά, στο νησί της Λέσβου και την βορειοδυτική ακτή της Ανατολίας (Τουρκίας σήμερα), η οποία συμπεριλαμβάνει την περιοχή γύρω από την Τροία: Αυτό γνωρίζουμε από γλωσσολογικές έρευνες, από την αρχαιολογία, κι από αρχαίες αναφορές.

Έτσι, μπορεί μεν στην πρώιμη μορφή της η Ιλιάδα να παρουσιαζόταν κατά πάσα πιθανότητα ενώπιον ως επί το πλείστον ελληνικών ακροατηρίων, στη συνέχεια όμως, την εποχή του Ομήρου, το ακροατήριο προερχόταν και από την Ανατολία, ενώ επιπλέον ενδέχεται να αντιμετώπιζε με συμπάθεια και τους Τρώες. Οι ποιητές προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Ιλιάδας να είναι η σταθερή συμπάθεια που εκδηλώνει προς τους Τρώες, οι οποίοι απεικονίζονται ως αδελφά θύματα του πολέμου, κι όχι μονάχα ως εχθροί.

Τι θα είχε συμβεί αλήθεια, αν οι Έλληνες ποιητές που παρουσίαζαν την Ιλιάδα στην Ανατολία, είχαν παραλείψει να την προσαρμόσουν στις ευαισθησίες των διαρκώς μεταβαλλόμενων ακροατηρίων τους; Τι θα είχε γίνει, αν είχαν κωφεύσει στην πορεία της στρατιωτικής ιστορίας των χρόνων εκείνων, και τις συνεπαγόμενες μετατοπίσεις πληθυσμών που αντιμετώπισαν; Ποια θα ήταν η εξέλιξη αν ο Όμηρος έβαζε τον Αχιλλέα να στείλει πίσω τον Πρίαμο άπραγο; Ή να τον κακομεταχειριστεί, να τον ταπεινώσει ή να τον σκοτώσει; Θα ήταν σήμερα η ιστορία διαφορετική, ή όχι;

Πιθανώς όχι. Αλλά σίγουρα, ο κόσμος θα είχε χάσει κάτι. Κι αυτό το κάτι, δεν είναι μονάχα μια μνημειώδης σκηνή στους κόλπους ενός μεγαλειώδους και μακροσκελούς αφηγήματος, αλλά μια πρωτογενής διαπίστωση για την ανθρωπότητα – η οποία έγινε τελικώς αισθητή χάρη στον ακλόνητο ρεαλισμό της μακράς παράδοσης αυτού του έπους.

Ο Λογγίνος, λόγιος του 1ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε ότι «καταγράφοντας τους τραυματισμούς των θεών, τους καυγάδες, την εκδίκησή τους, τα δάκρυα, τις φυλακίσεις και όλα τα πολύμορφα πάθη τους, ο Όμηρος, έκανε μέσα στην Ιλιάδα ό,τι μπορούσε καλύτερο για να κάνει τους ανθρώπους θεούς και τους θεούς ανθρώπους». Η σκηνή ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πρίαμο, επιδεικνύει με ακρίβεια αυτή την αναστροφή, και αποκρυσταλλώνει όλα όσα οι ποιητές της Ιλιάδας είχαν μάθει κατά την διάρκεια του ταξιδιού του έπους τους. Ότι δηλαδή οι θεοί που λατρεύουμε μπορεί και να μην απαντούν στις παρακλήσεις μας, και ότι η ανθρωπότητα πρέπει μερικές φορές να αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και να τους αντικαθιστά. Ότι η δόξα είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την άφατη απώλεια. Ότι ο νικητής μοιράζεται την ανθρώπινη φύση ακόμη και με τους πιο ευάλωτους από τους κατακτημένους. Και τέλος, ότι καθαρή και ανόθευτη νίκη στον πόλεμο, δεν υπάρχει.

Η Ιλιάδα διδάσκει ότι στον Πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Η ΤΕΛΕΙΑ ΦΙΛΙΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σχε­τι­κά ἐ­νω­ρίς στή μα­κρά συ­ζή­τη­ση γιά τή φι­λί­α, στήν ὁ­ποί­α ὁ Ἀριστοτέλης ἀ­φι­ε­ρώ­νει τό ὄ­γδο­ο καί τό ἔ­να­το βι­βλί­ο τῶν Ἠθικῶν Νι­κο­μα­χεί­ων, βρί­σκου­με­ ἕ­να γε­νι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῆς φι­λί­ας, στόν ὁ­ποῖ­ο θά μπο­ρού­σα­με νά δι­α­κρί­νου­με τά στοι­χεῖ­α ἑ­νός ὁ­ρι­σμοῦ τῆς φι­λί­ας: “Σέ σχέ­ση μέ τόν φί­λο λέ­νε ὅτι πρέ­πει νά θέ­λο­με τά ἀ­γα­θά γιά χά­ρη ἐ­κεί­νου τοῦ ἰ­δίου (βού­λε­ο­θαι τά ἀ­γα­θά ἐ­κεί­νου ἕ­νε­κα). Ἀλλά αὐ­τούς πού θέ­λουν τά ἄ­γα­θα μέ αὐτόν τόν τρό­πο, ἄν δέν γί­νε­ται τό ἴ­διο ἀ­πό τήν ἀν­τί­στοι­χη πλευ­ρά, τούς λέ­νε [μό­νο] εὐ­νο­ϊ­κούς (εὔ­νους­ λέ­γου­σιν), για­τί λέ­νε ὅτι ἡ φι­λί­α εἶ­ναι εὐ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση (εὔ­νοι­α) πού βρί­σκει ἀν­τα­πό­κρι­ση (ἐν ἀν­τι­πε­πον­θό­σιν). Ἤ μή­πως πρέ­πει νά προ­σθέ­σο­με: καί πού δέν μέ­νει ἄ­γνω­στη (μή λαν­θά­νον­σαν); Για­τί πολ­λοί εἶ­ναι αὐ­τοί πού ἔ­χουν εὐ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση πρός ἀν­θρώ­πους τούς ὁ­ποί­ους δέν ἔ­χουν δε­ῖ πο­τέ, ἔ­χον­τας τήν ἄν­τι­λη­ψη γι’ αὐ­τούς ὅτι εἶ­ναι ἐ­νά­ρε­τοι (ἐ­πι­ει­κεῖς) ἤ χρή­σι­μοι, ἐ­νῶ κά­ποι­ος ἀ­πό ἐ­κεί­νους μπο­ρε­ῖ νά αἰ­σθά­νε­ται τό ἴ­διο γι’ αὐ­τούς. Αὐ­τοί οἱ ἄν­θρω­ποι λοι­πόν εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι ἔ­χουν εὐ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά πῶς θά μπο­ρού­σα­με νά τούς πού­με φί­λους, ἀ­φοῦ ἀ­γνο­οῦν τήν ἀ­μοι­βαί­α δι­ά­θε­ση τοῦ ἑ­νός γιά τόν ἄλ­λο; Ἑ­πο­μέ­νως [γιά νά εἶ­ναι φί­λοι] πρέ­πει νά ἔ­χουν εὐ­νο­ϊ­κή δά­θε­ση με­τα­ξύ τους καί νά θέ­λουν τά ἀ­γα­θά ὁ ἕ­νας γιά τόν ἄλ­λον, χω­ρίς νά ἀ­γνο­οῦν αὐ­τό τό γε­γο­νός, μέ στό­χο ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά πού εἴ­πα­με πιό πά­νω [ὁ Ἀριστοτέλης ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ στό ἀ­γα­θό, τό εὐ­χά­ρι­στο καί τό χρή­σι­μο, βλ. 1155b19] (1155b31-l 156a5).

Κοι­τά­ζον­τας τό ἀ­πό­σπα­σμα ὑ­πό τό πρί­σμα ἑ­νός ὁ­ρι­σμοῦ τῆς φι­λί­ας, θά μπο­ρού­σα­με νά δι­α­κρί­νο­με ὡς γέ­νος τῆς φι­λί­ας τήν εὐ­νο­ϊ­κή δι­ά­θε­ση (δήλ. τήν βού­λη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν) καί ὡς εἴἰδο­ποι­ές δι­α­φο­ρές τῆς εὔ­νοι­ας: (1) γιά χά­ρη τοῦ φί­λου, (2) μέ ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον καί (3) μέ ἀ­μοι­βαί­α γνώ­ση αἰ­σθη­μά­των.

Χρει­ά­ζε­ται ἀ­κό­μα νά δι­ε­ρευ­νή­σο­με τί ἐν­νο­εῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅταν ὁ­μι­λεῖ γιά τή βού­λη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν γιά χά­ρη τοῦ φί­λου (ἐ­κεῖ­νον ἕ­νε­κα) καί ὅταν ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό γιά τό ὁ­ποιῖο θέ­λει κα­νείς τά ἀ­γα­θά γιά τό φί­λο του. Ὁ Ἀριστοτέλης χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιά τό δεύ­τε­ρο τήν τυ­πι­κή εἰ­δο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α τοῦ “φι­λη­τοῦ” (τοῦ ἀ­γα­πη­τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου), ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ὁ­ποί­ου κά­θε φο­ρᾶ κα­νείς ἀ­γα­πᾶ τό φί­λο του, θέ­λον­τας γι­’­αὐ­τόν τά ἀ­γα­θά. Στη συνέχεια ὁ Στα­γει­ρί­της φι­λό­σο­φος δι­α­κρί­νει τρί­α εἴ­δη τοῦ φι­λη­τοῦ: τό εὐ­χά­ρι­στον (τό ἡ­δύ) καί τό χρή­σι­μον, στά ὁ­ποι­α ἀν­τι­στοι­χοῦν τρία εἴδη φι­λί­ας, πού βα­σί­ζον­ται εἴ­τε στό ἀ­γα­θόν εἴ­τε στό εὐ­χά­ρι­στο εἴ­τε στο χρήσιμον (1155b 18-19, 1 156a7-8). Σέ σχέ­ση μέ τά δύ­ο τε­λευ­ταί­α εἴ­δη ταῆς φιλίας ὁ Ἀριστοτέλης θά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι μό­νο ἐ­πι­φα­νεια­κά καί σύμπωματικά θέ­λει κα­νείς τά ἀ­γα­θά γιά χά­ρη τοῦ φί­λου του. Σ’ αὐ­τές τίς πε­ριπτώσεις ὁ Α ἀ­γα­πᾶ τόν Β ὄ­χι ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ Β κα­θαυ­τοῦ, λό­γω τοῦ τί εἶ­ναι ὁ ἴδιος ὁ Β προ­σω­πι­κά, ἀλ­λά ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ πού ὁ Β ἔ­χει νά προ­σφέ­ρει στον Α σέ εὐ­χα­ρί­στη­ση ἤ χρη­σι­μό­τη­τα: 'Ὅσοι λοι­πόν ἀ­γα­πούν ὁ ἕ­νας τόν γιά τή χρη­σι­μό­τη­τα δέν ἀ­γα­ποῦν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον κα­θαυ­τόν, ἀλ­λά για κάτι το κα­λό πού συμ­βαί­νει στούς ἴ­διους ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ἄλ­λου. Ἔτσι καί με αὐτούς πού ἀ­γα­ποῦν γιά τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση: ἀ­γα­ποῦν τούς πνευ­μα­τώ­δεις (εὐτραπέλους), ὄ­χι ἕξ αἰ­τί­ας τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς πο­σό­τη­τας ἐ­κεί­νων (τῷ ποιούς τινας εἶ­ναι)[1], ἀλ­λά για­τί εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στοι στούς ­ἴ­διους  Συμ­πτω­μα­τικές (κατά συμβε­βη­κός) λοι­πόν εἶ­ναι αὐ­τές οἱ φι­λί­ες, για­τί σ’ αὐ­τές δέν ἀ­γα­πᾶται κάποιος ἐ­πει­δή εἶ­ναι αὐ­τός πού εἶ­ναι (ᾖ ἔ­στιν ὅσπερ ἐ­στίν ὁ φι­λού­μενος) κα­θό­σον πα­ρέ­χει κά­τι, ἄλ­λος κά­ποι­αν ὠ­φέ­λεια καί ἄλ­λος εὐ­χα­ρί­στη­ση (1156a 10-14, 17-19). Ἡ ἄ­πο­ψη τοῦ Ἀριστοτέλη λοι­πόν γιά τίς φιλίες ταῆς χρησιμότητας καί τῆς εὐ­χα­ρί­στη­σης εἶ­ναι ὅτι πρό­κει­ται γιά κα­τά σύμβεβηκός φι­λί­ες, ἐ­πει­δή στε­ροῦν­ται μί­ας αὐ­τό­νο­μης ἀ­να­φο­ρᾶς στόν φί­λο και ἐπειδή ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πό ἕ­να στε­νά ἐ­γω­ϊ­στι­κό κί­νη­τρο.

Ὁ Ἀριστοτέλης θε­ω­ρεῖ ὡς τέ­λεια φι­λί­α τήν φι­λί­α αὐ­τῶν πού εἶναι καλοί (ἀ­γα­θοί) καί ὅ­μοι­οι στήν ἀρε­τή (1156b7-8). Ὁ ἕ­νας θέ­λει τά ἀ­γα­θα για τον ἄλ­λον μέ ὅ­μοι­ο τρό­πο, κα­θό­σον ὁ φί­λος θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­γα­θός καί καθόσον ὡ ἐ­νά­ρε­τος, εἶ­ναι ἀγα­θός κα­θ’ ἑ­αυ­τόν. Ὁ Ἀριστοτέλης χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὥ φίλους στόν ὕψι­στο βαθ­μό (μά­λι­στα) αὐ­τούς πού θέ­λουν τά ἀγα­θά γιά τό φί­λο τους, πρᾶγ­μα πού συμ­βαί­νει μέ αὐ­τούς πού θέ­λουν τά ἀ­γαθά γιά τό φί­λο τους ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ἴ­διου τοῦ φί­λου τους (δί’ αὐ­τούς) καί ὄ­χι κατά συμβε­βη­κό­ς (156b8-l 1). Ἡ συλ­λο­γι­στι­κή τοῦ Ἀριστοτέλη ἐ­δῶ προ­ϋ­ποθέτει ταύ­τι­ση τῆς οὐ­σί­ας ἑ­νός προ­σώ­που μέ τόν ἠ­θι­κό του χα­ρα­κτῆρα· ὁ Στα­γει­ρί­της συμ­πε­ραί­νει ὅτι τό­τε πράγ­μα­τι ἀ­γα­πᾶ κα­νείς κά­ποι­ον για χάρη του, ὅταν τόν ἀγα­πᾶ ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἐ­νά­ρε­τος. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προτεί­νει ἕ­να ἀ­ξι­ο­λο­γι­κό πρό­τυ­πο φι­λί­ας στό ὁ­ποῖ­ο ἡ κα­τα­ξί­ω­ση ταῆς φιλίας ἔγ­κει­ται στό ἠ­θι­κό ποι­όν τῶν φίλων. Δέν ἀ­πο­κλεί­ει βέ­βαι­α μιά τέ­τοια ἄποψη τήν ἀ­νάγ­κη γιά ἄλ­λα προ­σόν­τα, τά ὁ­ποῖ­α ὁ φί­λος πρέ­πει νά ἱ­κα­νοποιεῖ γιά νά εἶ­ναι φί­λος τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἀ­τό­μου (βλ. πιό πά­νω τήν νύξη στήν εὐ­τρα­πε­λί­α ὡς θε­τι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ φί­λου, 1156a13, καί πιό κά­τω τήν ἀ­να­φο­ρά στήν στρυφ­νό­τη­τα ὡς ἀρ­νη­τι­κό στοι­χεῖ­ο για το σχημα­τι­σμό φι­λί­ας, 1157b 14-15, 1158a 1 -2, 6). Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀ­ρε­τή τῶν φί­λων στήν τέ­λεια φι­λί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τήν στα­θε­ρή ἐγ­γύ­η­ση τῆς μο­νι­μό­τη­τας τῆς φι­λί­ας τους, μιά καί ἡ ἀ­ρε­τή εἶ­ναι κά­τι τό μό­νι­μο (1156b 11-12).

Ἡ ἀρ­χή τῆς ἀ­νι­δι­ο­τέ­λειας τῆς φι­λί­ας πού ἐκ­φρά­ζε­ται διά τῆς ἀ­πό­ψε­ως ὅτι θέ­λει κα­νείς τά ἀ­γα­θά γιά χά­ρη τοῦ φί­λου του (ἐ­κεῖ­νου ἕ­νε­κα) φαι­νο­με­νι­κῶς ἀ­πο­δυ­να­μώ­νε­ται, ὅταν λί­γο πα­ρα­κά­τω δι­α­βά­ζου­με τά ἑ­ξῆς «καί ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη ὁ κα­θέ­νας τους παίρ­νει ἀ­πό τόν ἄλ­λο τά ἴ­δια καί ἀ­πα­ράλ­λα­χτα πού ἄλ­λος παίρ­νει ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον, πρᾶγ­μα πού πρέ­πει νά ἀ­λη­θεύ­ει γιά τούς φί­λους» (καί κα­τά πάν­τα ταὐ­τά γί­νε­ται καί ὅ­μοι­α ἑ­κά­τε­ρῳ πά­ρ’ ἑ­κα­τέρου. ὅπέρ δεῖ το­ῖς φί­λοις ὑ­πάρ­χειν) (1156b34-35). Ἐ­γεί­ρε­ται ἔ­τσι τό ἐ­ρώ­τη- μά: Ἄ­ρα­γε δέν ἔ­χου­με ἐ­δῶ τήν ἔκ­φρα­ση μί­ας ἐμ­πο­ρι­κῆς νο­ο­τρο­πί­ας γιά ἀν­ταλ­λα­γή ἀ­γα­θῶν πού ἀν­τι­μά­χε­ται τήν ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια τῆς τέ­λειας φι­λί­ας;[2]

Κα­τά τή γνώ­μη μου, γιά νά ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ ἐν­τύ­πω­ση μιᾶς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς ἀ­συμ­φω­νί­ας στίς ἀ­πό­ψεις τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν τε­λεί­α φι­λί­α, εῖ­ναι ἀ­νάγ­κη νά γί­νει ἐμ­φα­νής μί­α δι­ά­κρι­ση, πού μό­νο ἀ­μυ­δρά δια­φαί­νε­ται στήν πραγ­μά­τευ­ση τοῦ θέ­μα­τος τῆς φι­λί­ας. Πρό­κει­ται γιά τή δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ, ἀφ’ ἑ­νός, τῆς φι­λί­ας ὡς βου­λη­τι­κῆς καί συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς δι­ά­θε­σης πού ἑ­δρά­ζε­ται στήν ψυ­χή τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν φί­λο, καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου, τῆς φι­λί­ας ὡς ἑ­νια­ίας ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς κα­τά­στα­σης πού συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τούς δύ­ο φί­λους στίς δυ­να­μι­κές κοι­νοῦ βί­ου, σχέ­σεις ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης καί ἀλ­λη­λε­ξάρ­τη­σης.

Ὁ ‘Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­βάλ­λει τήν ὑ­πο­κει­με­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς φι­λί­ας, ὅταν λέ­γει, «φί­λος πρό πάν­των εἶ­ναι αὐ­τός πού θέ­λει τά ἀ­γα­θά γιά χά­ρη ἐ­κεί­νου γιά τόν ὁ­ποῖ­ον τά θέ­λει, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν πρό­κει­ται κα­νείς νά τό μά­θει» (φί­λος δέ μά­λι­στα ὁ βου­λό­με­νος ᾦ βού­λε­ται τἀ­γα­θά ἐ­κεί­νου ἕ­νε­κα, καί ε­ἰ μη­δείς εἴσ­ε­ται) (1168b2-3). Ἐ­πί­σης τήν ὑ­πο­κει­με­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς φι­λί­ας ἔ­χει ὁ Ἀριστοτέλης ὑ­π’ ὄ­ψη του, ὅταν ἀ­πό τόν ἐ­νερ­γη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του, ἀ­πό τό ἐμ­πει­ρι­κό γε­γο­νός ὅτι ἀ­πο­σποῦν τόν ἔ­παι­νο αὐ­τοί πού ἀγα­ποῦν τούς φί­λους τους, συμ­πε­ραί­νει ὅτι ἡ ἐ­νερ­γη­τι­κή ἀ­γά­πη τοῦ ἄλ­λου καί ὄ­χι τό νά ἀ­γα­πᾶ­ται κα­νείς ἀ­πό τόν ἄλ­λον εἶ­ναι ἡ ξε­χω­ρι­στή ἀ­ρε­τή τῆς φι­λί­ας: «μᾶλ­λον δέ τῆς φι­λί­ας οὔ­σης ἐν τῷ φι­λεῖν, καί τῶν φι­λο­φί­λων ἐ­παι­νού­με­νων, φί­λων ἀ­ρε­τή τό φι­λε­ΐν ἔ­οι­κεν» (1159a33-35).

Ἐ­νῶ ἡ ἀν­τα­πό­κρι­ση τοῦ φί­λου ἀ­πο­τε­λεῖΐ ἕ­να ἀ­πα­ραί­τη­το ὅ­ρο τῆς φι­λί­ας ὡς δι­α­προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης, αὐ­τή ἡ ἀν­τα­πό­κρι­ση εἶ­ναι λο­γι­κῶς ἄ­σχε­τη μέ τήν ὕ­παρ­ξη τῆς φι­λί­ας ὡς ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς δι­ά­θε­σης. Ὁ Ἀριστοτέλης μά­λι­στα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να συγ­κρί­νει τήν φι­λι­κή δι­ά­θε­ση τῆς τέ­λειας φι­λί­ας μέ πε­ρι­πτώ­σεις ἀ­γά­πης, ὅ­που κα­τ’ ἀρ­χάς ἀ­πο­κλεί­ε­ται ἡ προσ­δο­κί­α ἀν­τα­πό­κρι­σης ἀ­πό τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἀγά­πης.

Ἐ­δῶ ἀ­νή­κει τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς μη­τέ­ρας πού πα­ρα­δί­δει σέ ἄλ­λους τό μω­ρό της γιά νά τό με­γα­λώσουν σάν παι­δί τους. καί πού πα­ρα­μέ­νει ἄ­γνω­στη στό παι­δί της, ἀλ­λά γιά τήν ὁ­ποί­α ἡ ἀ­γά­πη γιά τό παι­δί της καί ἡ εὐ­τυ­χί­α του παι­διοῦ της εἶ­ναι πη­γή χα­ρᾶς ἔ­στω κι ἄν λεί­πει ἡ ἀνταπόκριση ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο (1159a28-33). Ὑπάρχει ἐ­πί­σης ἡ ἀ­γά­πη τοῦ τε­χνήτη για τό ἔρ­γο του καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ ποι­η­τῆ γιά τό ποί­η­μά του, πού εἶ­ναι ἀ­γά­πη τοῦ γο­νιοῦ γιά τό παι­δί του, ἄν καί δέν ὑ­πάρ­χει ἡ προσ­δοκία ἀνταπό­κρι­σης ἀ­πό τό δη­μι­ούρ­γη­μα (1167b33-1 168a2). Τέ­λος ὑ­πάρ­χει ἡ ἀφιλοκερ­δής ἀ­γά­πη τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη γιά τόν εὐ­ερ­γε­τού­με­νο, πού δέν ἐ­ξαρτᾶται ἀπό κα­νέ­να τω­ρι­νό ἤ μελ­λον­τι­κό ὄ­φε­λος τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη ἀ­πό τόν εὐ­εργρτούμενο (1167a31-33).

Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἀ­να­ζη­τεῖ τήν ἐ­ξή­γη­ση γι’ αὐ­τά τά φαι­νό­με­να στο γεγονός ὅτι ὁ δη­μι­ουρ­γός ἀ­γα­πᾶ τό ἔρ­γο του, ἐ­πει­δή αὐ­τό ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πό τη δική του ἐ­νέρ­γεια καί τήν ἐν­σω­μα­τώ­νει καί ἐ­πει­δή μέ τό ἔρ­γο τοῦ ὁ δημιουργός ἀ­πο­λαμ­βά­νει τή συ­ναί­σθη­σή του ὅτι ὁ ἴ­διος ὑ­πάρ­χει, ἀ­φοῦ τό να ὑπάρχει κα­νείς εἶ­ναι νά ἐ­νερ­γεῖ (ἐ­σμέν δ’ ἐ­νερ­γείᾳ) (1168a5-9). Ἡ ἀ­γά­πη ὅμως στήν τέ­λεια φι­λί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­νε­ξάρ­τη­τή τοῦ ἀ­τό­μου ὑ­πό­στα­ση τοῦ φίλου ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ὁ­ποί­ου καί γιά χά­ρη τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πάρ­χει.

Ἕ­να ἄ­ξιο μνεί­ας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της φι­λί­ας ὡς ψυ­χι­κῆς διά­θεσης εἶναι ὅτι δέν ὑ­πό­κει­ται στόν κα­νό­να τῆς ἠθι­κῆς με­σό­τη­τος. Γι’αὐ­τό ὁ Ἄ­ριστοτέλης ὁ­μι­λε­ῖ γιά τήν τέ­λεια φι­λί­α ὡς «ὑ­περ­βο­λή» τοῦ αἰ­σθή­μα­τος τῆς ἀγάπης πού ὡς τέ­τοι­α μοιά­ζει μέ τόν ἔ­ρω­τα (1158a 10-12).[3]

Ὡστόσο, πα­ρά τήν ἔν­τα­σή της, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά τυ­φλό πά­θος εἶναι ἡ φι­λί­α, ἀ­φοῦ παίρ­νει τόν χα­ρα­κτή­ρα μιᾶς ἔλ­λο­γης ἐ­πι­λο­γῆς τοῦ φίλου πού ἐκ­φρά­ζε­ται σέ μιά στα­θε­ρή ἕ­ξη ἀ­πέ­ναν­τί του ὕ­στε­ρα ἀ­πό στε­νή γνωριμία, πεί­ρα καί δο­κι­μα­σί­α (1156b25-29, 1158al4-15).

Ἔτσι λοι­πόν ἡ ἔν­νοι­α ὡς ὑ­πο­κει­με­νι­κή δι­ά­θε­ση εἶ­ναι συ­νυ­φασμένη μέ τήν κοι­νή ζω­ή τῶν φί­λων μέ­σα σ’ ἕ­να ἀν­τι­κει­με­νι­κό κα­θε­στώς πού συμπερι­λαμ­βά­νει καί τούς δύ­ο φί­λους καί πού ἔ­χει τά ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­ρίσματά του. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐκ­φρά­ζει τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς φι­λί­ας, ὅταν λέγει ὅτι «ἐν κοι­νω­νί­ᾳ ... πᾶ­σα φι­λί­α ἐστίν» (1161b11), καί «κοι­νω­νία γάρ ἡ φι­λί­α» (1171b32-33). Μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν κοι­νω­νί­α οἱ φί­λοι συ­ζοῦν συνημερεύ­ουν, συν­διά­γουν πραγ­μα­το­ποι­ών­τας μέ ἕ­να ξε­χω­ρι­στό τρό­πο την κοινωνι­κή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καί τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς εὐ­τυ­χί­ας του.

Πό­σο ὑ­ψη­λά θέ­τει ὁ Ἀριστοτέλης τήν κοι­νό­τη­τα τῶν φί­λων φαίνεται ἀπό ὅ­σα λέ­γει γιά τήν σχέ­ση με­τα­ξύ φι­λί­ας καί δι­και­ο­σύ­νης. Ἐνῶ κά­ποια μορφή δι­και­ο­σύ­νης συ­νο­δεύ­ει κά­θε κοι­νω­νί­α, καί ἐ­νῶ ὁ βαθ­μός τῆς δίκαιοσύνης σέ μιά κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γος μέ τό βαθ­μό τῆς φι­λί­ας (1159b26-2 1160a7-8), στήν κοι­νω­νί­α τῶν ἐ­νά­ρε­των φί­λων, ἡ δι­και­ο­σύ­νη ἀποβαίνει πε­ριτ­τή:

«Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅταν εἶ­ναι φί­λοι δέν χρει­ά­ζον­ται τήν δίκαιοσύνη ἀλ­λά ὅταν εἶ­ναι δί­και­οι χρει­ά­ζον­ται ἐ­πί πλέ­ον τή φι­λί­α­» (1155a26-27).

Ἡ φι­λί­α τεί­νει πρός τήν ἀ­πό­λυ­τη ἰ­σό­τη­τα πού εἶ­ναι ἡ ἀ­ριθ­μη­τική (κατά πο­σόν) ἰ­σό­τη­τα, ἐ­νῶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη τεί­νει πρός τήν ἀ­να­λο­γι­κή ἰ­σό­τη­τα πού δι­έ­πε­ται ἀ­πό τό ἁρ­μό­ζον (κα­τ’ ἀ­ξί­αν) (1158b30-32). Ὅ­σο πιό ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή εἶ­ναι ἡ ἰ­σό­τη­τα πού δι­έ­πει τά πρό­σω­πα καί τίς σχέ­σεις τῶν φί­λων, τό­σο πιό τέ­λεια εἶ­ναι ἡ φι­λί­α τους. «Οἱ ἴσοι φί­λοι - λέ­γει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης - ὅ­πως ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τήν ἰ­σό­τη­τά τους, πρέ­πει νά εἰ­σά­γουν τήν ἀ­γά­πη (τό φι­λε­ῖν) καί σ’ ὅ­λα τ’ ἄλ­λα» (1162b2-3).

Ἕ­να ἄλ­λο γνώ­ρι­σμα τῆς φι­λί­ας ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς κα­τά­στα­σης, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἰ­σό­τη­τα, εἶ­ναι ἡ ὁ­μό­νοι­α.

Ἡ ὁ­μό­νοι­α ἀν­τλεῖ ὡς ἔν­νοι­α τήν προ­έ­λευ­σή της ἀ­πό τόν πο­λι­τι­κό το­μέ­α σέ συν­θῆ­κες, ὅ­που ὁὅλοι οἱ πο­λί­τες ἤ δι­ά­φο­ρα κρά­τη ἀ­πό κοι­νοῦ συμ­φω­νοῦν γιά τό τί ἀ­πο­τε­λεῖ τό κοι­νό τους συμ­φέ­ρον σέ ζη­τή­μα­τα ὑ­ψη­λῆς δη­μό­σιας ση­μα­σί­ας, καί ἀ­πό κοι­νοῦ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἐ­πί­τευ­ξή του στήν πρά­ξη. Γι’ αὐ­τό καί ὀ­νο­μά­ζε­ται πο­λι­τι­κή φι­λί­α (1167a22-b4). Ὁ Ἀριστοτέλης με­τα­φέ­ρει τήν ὁ­μό­νοι­α ὡς ἔν­νοι­α ἀ­πό τόν πο­λι­τι­κό το­μέ­α στόν ἰ­δι­ω­τι­κό το­μέ­α τῶν φί­λων, το­νί­ζον­τας ὅτι μό­νο οἱ ἐ­νά­ρε­τοι εἶ­ναι ἱ­κα­νοί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν πάν­το­τε ἀ­πό κοι­νοῦ τό κοι­νό τους ἀ­γα­θό, ἀ­φο­ῦ οἱ ἴ­διοι ὁ­μο­νο­οῦν μο­νί­μως μέ τόν ἑ­αυ­τό τους, χω­ρίς νά ὑ­πάρ­χει δι­χα­σμός στήν ψυ­χή τους (116754-16).

Ἡ ὁ­μό­νοι­α ὡς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πού ἀ­νή­κει στήν τέ­λεια φι­λί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει ὅτι ἡ φι­λί­α ἀ­πο­τε­λεῖ μιάν ἰ­δι­αί­τε­ρη κοι­νό­τη­τα πού ἐμ­πε­ρι­έ­χει τό ξε­χω­ρι­στό της κοι­νό ἀ­γα­θό, τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­χουν ἐ­πί­γνω­ση καί τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­δι­ώ­κουν οἱ φί­λοι πού τήν συ­να­παρ­τί­ζουν.

Τά μέ­λη τῆς κοι­νό­τη­τας τῶν φί­λων ἀ­πο­δί­δουν προ­νο­μια­κή θέ­ση στό φί­λο τους. Τό γε­γο­νός ὅτι ἕ­νας φί­λος μας ἀ­πο­τελεῖ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ ἕ­να ἠ­θι­κό λό­γο νά θέ­λο­με νά τόν εὐ­ερ­γε­τή­σο­με, προ­τι­μών­τας τον ἀ­πό ἕ­να ξέ­νο: (1169b 11-1«ἔ­στιν τοῦ ἀ­γα­θοῦ καί τῆς ἀ­ρε­τῆς τό ἐ­νερ­γε­τεῖν, κάλ­λιον δ’ εὖ ποι­ε­ῖν φί­λους ὀ­θνεί­ων». Ό κα­θέ­νας - πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης - ἀ­πο­δί­δει στόν ἄλ­λο τό ἴσο σέ κα­λή θέ­λη­ση καί εὐ­χα­ρί­στη­ση, ἀ­φο­ῦ λέ­γε­ται ἡ φι­λί­α ἰ­σό­τη­τα” (1157b34-36). Ἔτσι ἡ ἀ­μοι­βαί­α δι­ά­θε­ση γιά εὐ­ερ­γε­σί­α τοῦ φί­λου προ­κα­λε­ῖ τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἰ­σό­τη­τα ὠ­φε­λη­μά­των με­τα­ξύ τῶν φί­λων (πβλ.1156b34-35).

Ἕ­να ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως πα­ρά­δο­ξο της ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης γιά τήν τέ­λεια φι­λί­α εἶ­ναι ὁ συν­δυα­σμός σ’ αὐ­τήν τῆς ἀ­νι­δι­ο­τε­λοῦς («ἐ­κεί­νου ἔ­νε­κα»), ἀ­γά­πης γιά τό φί­λο μέ μιά ἔν­το­να ἐ­γω­κεν­τρι­κή προ­ο­πτι­κή ἐ­πί τοῦ φί­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς ἕ­νας ἄλ­λος ἐ­αυ­τός μας : «ἄλ­λος αὐ­τός» ἤ «ἕ­τε­ρος αὐ­τός» (1166a32, I 169b6-7, 1170b6-7). Ὁ φί­λος, ἀ­φ’ ἑ­νός ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ὡς ἕ­να αὐ­τό­νο­μο πρό­σω­πο πού εἶ­ναι τό γνή­σιο ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἀ­γά­πης μας, ἐ­νῶ, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου, ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα τοῦ φί­λου ὡς ἄλ­λου προ­σώ­που ἀ­πα­λεί­φε­ται μέ τό νά θε­ω­ρεῖ­ται ὁ φί­λος, κά­πως ἀν­τι­φα­τι­κά, ὡς ἕ­νας ἄλ­λος ἑ­αυ­τός μας.

Κα­τά τή γνώ­μη μου τό πα­ρά­δο­ξο αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται σέ μιά ἰ­δι­ό­τυ­πη συν­δι­αλ­λα­γή στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή θε­ω­ρί­α με­τα­ξύ ἐ­γω­κεν­τρι­σμο­ῦ καί αὐ­τοῦ πού ἐ­μεῖς θά λέ­γα­με ἀλ­τρου­ϊ­σμό. Αὐ­τή ἡ συν­δι­αλ­λα­γή γί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα φα­νε­ρή στό ἑ­ξῆς χω­ρί­ο: «καί φι­λο­ῦν­τες τόν φί­λον τό αὐ­τοῖς ἀ­γα­θόν φιλοῦσιν· ὁ γάρ ἀ­γα­θός, φί­λος γι­νό­με­νος, ἀ­γα­θόν γί­νε­ται ᾦ φί­λος» (1157b 33-34) («Καί μέ τό νά ἀ­γα­ποῦν τ­όν φί­λο τους ἀ­γα­ποῦν αὐ­τό πού τούς εἶ­ναι ἀγαθό γιά τούς ἴ­διους - για­τί ἕ­νας κα­λός ἄν­θρω­πος πού γί­νε­ται φί­λος, γίνεται ἀγαθό γιά τό πρό­σω­πο γιά τό ὁ­ποι­ο εἶ­ναι φί­λος»).

Ἐ­δῶ ἡ λέ­ξη «ἀγα­θόν» ση­μαί­νει κά­τι πού εἶ­ναι φο­ρέ­ας ἀ­ξίας. Θα μπορού­σα­με νο­μί­ζω νά ποῦ­με ὅτι ὁ φί­λος εἶ­ναι φο­ρέ­ας εὐ­δαι­μο­νι­στικῆς ἀξίας. Ἡ ὁ­λη συ­ζή­τη­ση γιά τήν τέ­λεια φι­λί­α, ἰ­δί­ως στό ἔ­να­το βι­βλί­ο τῶν Ἠθικῶν Νι­κο­μα­χεί­ων, συν­δέ­ε­ται μέ τό θέ­μα τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας. Ὁ Ἀ­ρι­στοτέλης λέγει πολ­λά γιά τήν ἀ­ρε­τή σέ σχέ­ση μέ τήν τέ­λεια φι­λί­α, ἀλ­λά ἡ ἀρετή ἀ­πα­σχο­λεῖ ἐ­δῶ αὐ­τήν κα­θ’ ἑ­αυ­τή, ἀλ­λά μό­νο κα­θό­σον εἶ­ναι σύστατικό τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἐ­νέρ­γεια εὐ­χά­ρι­στου ἡδονικοῦ χα­ρα­κτή­ρα (Πρβλ. 1170a4: «οἴ­ον­ταί τέ δεῖν ἡ­δέ­ως γῆν τόν εὐδαίμονα»). Ὡςἐ­νά­ρε­τος ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἄ­ξιο ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­νι­δι­ο­τε­λοῦς φιλίας καί μπαί­νον­τας ὡς φί­λος μέ­σα στή ζω­ή αὐ­τοῦ πού τόν ἔ­χει φί­λο γίνεται γι’αὐ­τόν ἕ­να εὐ­δαι­μο­νι­κό ἀ­γα­θό.

Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πι­στεύ­ει ὅτι ὁ φί­λος εἶ­ναι ἕ­νας δεύ­τε­ρος ἑαυτός μας μόνο μέ­σα καί χά­ρη στό ἀν­τι­κει­με­νι­κό κα­θε­στώς τῆς φι­λί­ας πού ἑνώνει καί τούς δύ­ο φί­λους.

Τό νά πεῖς τόν φί­λο ἄλ­λον ἑ­αυ­τό σου εἶ­ναι νά πά­ρεις τήν ὑποκειμενική ἄ­πο­ψη ἑ­νός ἀ­πό τους φί­λους. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἀ­πο­τε­λε­ῖ ἕ­να ἑ­νια­ῖο σύ­στη­μα σχέ­σε­ων, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στους δύο φίλους καί πού ὄ­εν παίρ­νει τήν ἄ­πο­ψη τοῦ ἑ­νός ἤ τοῦ ἄλ­λου φί­λου, ἀλλά ἐξίσου καί ταυ­τό­χρο­νά τους ἐμ­πε­ρι­κλεί­ει σέ μιά κοι­νή μορ­φή βί­ου. Ἡ μια αὐτή ἀν­τι­κει­με­νι­κή κα­τά­στα­ση μπο­ρε­ῖ νά ἰ­δω­θεῖ ἀ­πό τήν ὑ­πο­κει­με­νική σκοπιά τοῦ ἕ­νος ἤ τοῦ ἄλ­λου φί­λου, καί τό­τε ὁ ἄλ­λος φί­λος πα­ρου­σιά­ζεται ὡς δεύτε­ρος ἑ­αυ­τός. Ὡ­στό­σο ἡ ἔν­νοι­α τοῦ δεύ­τε­ρου ἑ­αυ­τοῦ ἔ­χει νό­η­μα στήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή κα­τά­στα­ση τῆς φι­λί­ας πού ἑ­νώ­νει ἀλ­λη­λέν­δετα τους δύο φί­λους.

Γιά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἡ ἄλ­τρου­ϊ­στι­κη μέ­ρι­μνα γιά τήν εὐ­δαιμονία τοῦ φί­λου μας συν­δέ­ε­ται ἁρ­μο­νι­κά μέ τή μέ­ρι­μνα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας ἐπειδή οἱ ζω­ές μας εἶ­ναι εὐ­δαι­μο­νι­κά συ­νυ­φα­σμέ­νες με­τα­ξύ τους. Ἡ εὐ­δαιμονία τοῦ φί­λου μου εἶ­ναι μιά πλευ­ρά τῆς δι­κῆς μου εὐ­δαι­μο­νί­ας. Ἡ φροντίδα γιά τήν εὐ­δαι­μο­νί­α τοῦ φί­λου μου εῖ­ναι «ἐ­κεῖ­νου ἕ­νε­κα» καί ἑ­στι­ά­ζε­ται σε ἐκεῖνον ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἐμ­πε­ρι­κλεί­ε­ται μέ­σα στόν ὁ­ρί­ζον­τα τῆς μέ­ριμνας για τή δι­κή μου εὐ­δαι­μο­νί­α. Ὅ­ταν ὁ Α με­ρι­μνᾶ γιά τόν Β γιά χά­ρη τοῦ Β και ὁ Β με­ρι­μνᾶ γιά τόν Α γιά χά­ρη τοῦ Α, ὁ Α καί ὁ Β ταυ­τό­χρο­να μεριμνοῦν γιά τή δι­κή τους εὐ­δαι­μο­νί­α, ἐ­πει­δή τό κα­λό του Β εἶ­ναι γιά τον Α δικό του κα­λό, καί ἀν­τί­στρο­φα.

Ἡ ἐ­γω­κεν­τρι­κή προ­ο­πτι­κή της ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς φι­λί­ας εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐμ­φα­νής στό κέφ. 9 τοῦ ἐ­νά­του βι­βλί­ου τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, ὁ­που ὁ Ἀριστοτέλης, ἀν­τι­δρών­τας στήν ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό με­ρι­κούς της ἀ­νάγ­κης νά ἔ­χει ὁ εὐ­δαί­μων φί­λους, δεί­χνει μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα για­τί ἡ φι­λί­α εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά τόν εὐ­δαί­μο­να.

Ὁ Ἀριστοτέλης συγ­κεν­τρώ­νει τή συ­ζή­τη­ση πά­νω στό πρό­σω­πο αὐ­τοῦ πού εἶ­ναι «μα­κά­ριος» (1169b 17, 25, I 170a2, 8, 27, b 14), δήλ. αὐ­τοῦ πού εἶ­ναι εὐ­δαί­μων ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη, τοῦ πα­νευ­τυ­χῆ, ὅ­πως ἴ­σως θά λέ­γα­με ἐ­μεῖς.

Ἐξ ἀρ­χῆς ὁ Ἀριστοτέλης βά­ζει στό προ­σκή­νιο τῆς συ­ζή­τη­σης τήν κοι­νω­νι­κή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ φί­λος εἶ­ναι τό με­γα­λύ­τε­ρο ἐ­ξω­τε­ρι­κό ἀ­γα­θό τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν μπο­ρε­ῖ νά λεί­ψει ἀ­πό τόν μα­κά­ριο, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρει­ά­ζε­ται τόν φί­λο ὄ­χι γιά νά εὐ­ερ­γε­τη­θεῖ ἀ­πό αὐ­τόν, ἀλ­λά γιά νά τόν εὐ­ερ­γε­τή­σει (1169b 11-16). «Θἆταν δέ ἴσως πα­ρά­λο­γο - προ­σθέ­τει ὁ Ἀριστοτέλης - νά ὑ­πο­θέ­σει κα­νείς μο­νή­ρη (μο­νώ­την) τόν μα­κά­ριο - για­τί κα­νείς δέν θά προ­τι­μοῦ­σε νά ἔ­χει ὁ­λα τά ἀ­γα­θά καί νά εἶ­ναι ὁ­λο­μό­να­χος· για­τί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πο­λι­τι­κό ὄν ἀ­πό τή φύ­ση του καί κα­μω­μέ­νος νά ζῆ μα­ζί μέ ἄλ­λους. Αὐ­τό λοι­πόν ἀ­λη­θεύ­ει καί γιά τόν εὐ­δαί­μο­να, ἀ­φοῦ ἔ­χει ὅ­λα τά ἐκ φύ­σε­ως ἀ­γα­θά. Εἶ­ναι δέ φα­νε­ρό ὅτι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νά περ­νᾶ κα­νείς τίς μέ­ρες του μέ ἐ­νά­ρε­τους φί­λους πα­ρά μέ ξέ­νους καί τυ­χαί­ους ἄν­θρω­πους. Συ­νε­πῶς εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­οι οἱ φί­λοι στόν εὔὐδαί­μο­να» (1169b 16-22). Κα­τά τόν Ἀριστοτέλη λοι­πόν , ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, κα­τα’ ἀ­νάγ­κην ἡ εὐ­δαι­μο­νί­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει τόν φι­λι­κό δε­σμό.

Ἀλ­λά δέν εἶ­ναι κά­θε λο­γής φί­λοι ἀ­πα­ραί­τη­τοι γιά τόν εὐ­δαί­μο­να, καί γι’ αὐτό ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια στήν ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς ἀ­νάγ­κης τῶν φί­λων. Ἀσφαλῶς δέν χρει­ά­ζε­ται ὁ μα­κά­ριος τους χρή­σι­μους φί­λους, ἀ­φοῦ ἔ­χει αὐ­τάρ­κεια ἀ­πό ἀ­γα­θά, κι οὔ­τε χρει­ά­ζε­ται τούς εὐ­χά­ρι­στους φί­λους, ἀ­φοῦ ἡ ζω­ή του εἶ­ναι ἀ­πό τήν φύ­ση της εὐ­χά­ρι­στη καί δέν ἔ­χει ἀ­ναγ­κη ἀ­πό ἐ­πεί­σα­κτη ἡ­δο­νή ( 1 169b23-27).

Ἀπαραίτητοι ὅ­μως γιά τόν μα­κά­ριο εἶ­ναι οἱ φί­λοι πού εἶ­ναι κα­τά τό ἦ­θος ἀ­γα­θοί. Ἡ ἐ­γω­κεν­τρι­κή προ­ο­πτι­κή ἀ­πό τήν πλευ­ρά τοῦ εὐ­δαί­μο­νος κυ­ρια­ρχεῖ στά τρί­α ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα πού προ­βάλ­λει ἐ­π’ αὐ­τοῦ ὁ Ἀριστοτέλης.

Τό πρῶ­το ἐ­πι­χεί­ρη­μα (1169b29 1170a4) ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν ἀ­νάγ­κη πού ἔ­χει ὁ εὐ­δαί­μων νά γί­νει θε­α­τής τῶν πρά­ξε­ών του, πού ὡς ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς εἶ­ναι συ­στα­τι­κές της εὐ­δαι­μο­νί­ας του. Ἡ ἠ­θι­κή θέ­α­ση ὅ­μως ἐγ­κλεί­ει τήν δυ­σκο­λί­α τοῦ νά μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀ­πα­σχο­λεῖ­ται ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά μέ τήν ἠ­θι­κή δρά­ση, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να νά πα­ρα­τη­ρεῖ ὡς θε­α­τής (θε­ω­ρεῖν) τίς πρά­ξεις του[4]. Δι­έ­ξο­δο σ’ αὐ­τή τή δυ­σκο­λί­α πα­ρέ­χει ὁ φί­λος, ἐ­πει­δή εἶ­ναι πιό εὔ­κο­λο νά πα­ρα­τη­ροῦ­με τίς πρά­ξεις τοῦ φί­λου μας πα­ρά τίς δι­κές μας. Χά­ρη στήν πα­ρα­τή­ρη­ση τῶν πρά­ξε­ων τοῦ φί­λου, ἀ­πο­κτοῦ­με τή θέ­α τῶν δι­κῶν μας.

Γιά δύ­ο λό­γους οἱ πρά­ξεις τοῦ ἐ­νά­ρε­τού μας εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στες. Πρῶ­τον, εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τους ἀ­γα­θές καί συ­νε­πῶς ἀ­πό τή φύ­ση τούς εὐ­χά­ρι­στες νά τίς βλέ­πο­με. Δεύ­τε­ρον, μᾶς εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ες καί ὡς ἐκ τοῦ­του εὐχάριστες ἐ­πει­δή ὅ,τι εἶ­ναι δι­κό μας εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στο.

Ὁ φί­λος ἐ­κλαμ­βά­νε­ται, ἀ­φ’ ἑ­νός ὡς ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πέ­ναντί μας πρόσω­πο τό ὁ­ποι­ο μπο­ροῦ­με νά πα­ρα­τη­ροῦ­με ὡς θε­α­τές, καί, ἀ­φ’ ἑ­τέρου ἄ­το­μο πού εἶ­ναι τό­σο κον­τά μᾶς ἠ­θι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς ὥ­στε να ἀποτελεῖ ἕ­να δεύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό μας.

Ἀξίζει νά σχο­λι­ά­σο­με λί­γο τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τον ξεχωρι­στό ἀ­πό μᾶς ἄλ­λο ἄν­θρω­πο, σέ δι­ά­κρι­ση ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μας, πού ὡς νοητική καί ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ὀν­τό­τη­τα εἶ­ναι ἀν­τι­κεί­με­νο γνώ­σης για μᾶς.Ὁ Ἀριστοτέλης δέν θε­ω­ρεῖ τά ἠ­θι­κά καί ψυ­χο­λο­γι­κά κί­νη­τρα τοῦ ἄλλου σά φαι­νό­με­να πού εἶ­ναι κα­τ’ ἀ­νάγ­κην κρυμ­μέ­να ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό μας και για τά ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με μό­νο ὑ­πο­θέ­σεις ἤ νά μι­λοῦ­με μό­νο κατ’άναλογί­αν μέ τόν ἑ­αυ­τό μας, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζουν πολ­λοί νε­ώ­τε­ροι καί φι­λό­σο­φοι. Δέν πι­στεύ­ει δη­λα­δή ὅτι ὑ­πάρ­χει ἕ­να γνω­σι­ο­λο­γι­κό χάσμα ἀνάμεσα στίς δύ­ο πλευ­ρές τῆς πρά­ξης, πού θέ­λο­με νά γνω­ρί­σο­με, τήν ἐξωτερική συμ­πε­ρι­φο­ρά καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή πρα­ξια­κή πνευ­μα­τι­κή[5] δι­α­δι­κα­σία συμπεριλαμ­βα­νο­μέ­νης καί τῆς ἠ­θι­κῆς προ­αί­ρε­σης. Γιά τόν Ἀ­ρι­στο­τέλη οἱ δύο πλευ­ρές τῆς πρά­ξης τοῦ ἄλ­λου, ἰ­δί­ως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ φί­λου, μᾶς παρέχον­ται ἄ­με­σα ὡς ἀν­τι­κεί­με­να θέ­ας. Ἐπίσης μπο­ροῦ­με νά συ­νά­γομε ὅτι γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἠ­θι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση τῶν πρά­ξε­ών μας δέν εἶ­ναι ἀνεξάρτητη ἀλ­λ’ ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ἀ­πο­τί­μη­ση πα­ρό­μοιων πράξεων τοῦ ἄλ­λου, καί ἰ­δι­αί­τε­ρά του ἐ­νά­ρε­του φί­λου. Λεί­πει ὅ­μως στο πιό πάνω ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἡ θε­μα­τι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν στοι­χεί­ων πού ἀνέφερα.

Ὁ Ἀριστοτέλης κα­τα­λή­γει ὡς ἑ­ξῆς: «Θά χρεια­στεῖ λοι­πόν ὁ μακάριος τέ­τοι­ου εἴ­δους [δήλ. ἐ­νά­ρε­τους] φί­λους, ἐ­φ’ ὅ­σον προ­τί­θε­ται να θεᾶται (θε­ω­ρε­ῖν) πρά­ξεις πού εἶ­ναι κα­λές καί οἰ­κεῖ­ες, καί τέ­τοι­ες εἶ­ναι οἱ πράξεις τοῦ κα­λοῦ ἄν­θρω­που πού εἶ­ναι φί­λος του (ὁ μα­κά­ριος δή φί­λων τοιούτων δ­εήη­σε­ται, εἴ­περ θε­ω­ρεῖν προ­αι­ρεῖ­ται πρά­ξεις ἐ­πι­ει­κεῖς καί οἰ­κεί­ας, τοιαῦται δ’ αἵ τοῦ ἀ­γαθ­οῦ φί­λου ὄντος) (1170a2-4).

Τό δεύ­τε­ρο ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἑ­στι­ά­ζε­ται στήν ἀ­νάγ­κη πού ἔ­χει ὁ εὐδαίμων νά ἐ­νερ­γεῖ συ­νε­χῶς, ἀ­φοῦ ἡ εὐ­δαι­μο­νί­α εἶ­ναι ἐ­νέρ­γεια. Ἔχοντας ἀ­νάγ­κη, ὁ εὐ­δαί­μων θά μπο­ρεῖ πιό εὔ­κο­λα νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει μιά ἐνεργό ζωή πού θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νε­χής, ἄν ἔ­χει ἐ­νά­ρε­τους φί­λους μέ τους ὁποίους θά συμ­πράτ­τει καί γιά χά­ρη τῶν ὁ­ποί­ων θά ἑ­ξα­σκεῖ τήν ἀρετή του. Ἀν­τι­θέ­τως, ἡ μο­να­χι­κή δρά­ση εἶ­ναι δύ­σκο­λη καί κου­ρα­στι­κή: Για το μο­να­χι­κό ἄν­θρω­πο (μο­νώ­τη) ἡ ζω­ή εἶ­ναι δύ­σκο­λη, για­τί δέν εἶναι εὔκολο μό­νος του κα­νείς νά ζῆ ἔἐνερ­γό βί­ο συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ μα­ζί μέ ἄλ­λους και σέ σχέ­ση μέ ἄλ­λους (με­θ’ ἑ­τέ­ρων δέ καί πρός ἄλ­λους) εἶ­ναι πιό εὔκολο. Ἔτσι θά εἶ­ναι ἡ ἐ­νέρ­γεια πιό συ­νε­χής, ὅ­πως καί πρέ­πει νά εἶ­ναι γιά τον πανευτυ­χή (πε­ρί τόν μα­κά­ριον), μιά καί εἶ­ναι ἡ ἐ­νέρ­γεια εὐ­χά­ρι­στη ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό της (κα­θ’ αὐ­τήν) (1170a5-8). Καί, συμ­φω­νών­τας μέ τόν Θέ­ο­γνη, ὁ Ἀριστοτέλης πα­ρα­τη­ρεῖ ὅτι, ὅταν ζῆ κα­νείς μα­ζί μέ ἐ­νά­ρε­τους ἀν­θρώ­πους, μπο­ρεῖ καί ἀ­σκεῖ τήν ἀ­ρε­τή του, τε­λει­ο­ποι­ών­τας την (1170a 11-13).

Τό δεύ­τε­ρο αὐ­τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, πού το­νί­ζει τό ρό­λο τοῦ ἐ­νά­ρε­του φί­λου στήν ἐ­ξά­σκη­ση μί­ας συ­νε­χοῦς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας ἀ­πό τόν εὐ­δαί­μο­να, το­πο­θε­τεῖ­ται ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά μέ­σα στό πλαί­σιο τῆς φι­λί­ας ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς κα­τά­στα­σης πού εὐ­νο­εῖ τήν δρά­ση - γιά χά­ρη τοῦ φί­λου, καί σέ συ­νερ­γα­σί­α καί σύμ­πρα­ξη μέ τό φί­λο.

Τό τρί­το καί τε­λευ­ταῖ­ο ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιά τήν ἀ­ναγ­κη τοῦ φί­λου ἀ­φορ­μᾶ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τήν βα­θύ­τε­ρη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση (φυσικώτερον) τῶν ἐ­νά­ρε­των φί­λων (1170a 13-14).

Ξε­κί­νη­μα τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος εἶ­ναι ἕ­νας γνω­σια­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅτι ὁ ὁ­ρι­σμός τῆς ἀν­θρώ­πινῆς ζω­ῆς ἔ­χει νά κά­νει μέ τίς γνω­στι­κές δυ­νά­μεις τῆς αἴ­σθη­σης καί τῆς νό­η­σης· ἀλ­λά μιά δύ­να­μις ἀ­πο­κα­λύ­πτει τήν οὐ­σία της, ὅταν ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται. Συ­νε­πῶς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ αἰ­σθά­νε­σθαι καί τοῦ νο­εῖν (1170a 16-19). Ἀξιολογικά ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή εἶ­ναι ἀ­γα­θή ἀ­πό τή φύ­ση της, ἐ­πει­δή ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα («ὡ­ρι­σμέ­νον γάρ») καί ὡς ἀ­γα­θή εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στη καί ἐ­πι­θυ­μη­τή ἀ­πό ὁ­λους τους ἄν­θρω­πους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τόν ἐ­νά­ρε­το ἄν­θρω­πο, ἀ­φοῦ ἡ ζω­ή του εἶ­ναι κα­τα’ ἐ­ξο­χήν ἄ­ξια προ­τί­μη­σης καί εὐ­τυ­χε­στά­τη (1170a 14-16. 21-22). Τήν ἐ­ξή­γη­ση γιά τό τί ἐν­νο­εῖ ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν ὁ­μι­λε­ΐ γιά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, πού συ­νί­στα­ται στήν ἐ­νέρ­γεια τῆς αἴ­σθη­σης καί τῆς νό­η­σης, τήν βρί­σκου­με σ’ ἕ­να πα­ράλ­λη­λο χω­ρί­ο στή συ­ζή­τη­ση γιά τήν φι­λί­α στά Ἠθικά Εὐ­δή­μεια, 1245a 1-10. Τό «ὡρι­σμέ­νον» στήν αἴ­σθη­ση καί στή νό­η­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τόν «ὡρι­σμέ­νον» του αἰ­σθη­τοῦ καί τοῦ νο­η­τοῦ εἴ­δους πού ἔ­χουν ὡς ἀν­τι­κεί­με­να τους ἀν­τι­στοί­χως ἡ αἴ­σθη­ση καί ἡ νό­η­ση. Ἡ αἴ­σθη­ση καί ἡ νό­η­ση ταυ­τί­ζον­ται καί γί­νον­ται ἕ­να μέ τό ἀν­τι­κεί­με­νό τους, ὅταν τό γνω­ρί­ζουν, καί ἔ­τσι παίρ­νουν ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο τους χα­ρα­κτή­ρα («ὡρι­σμέ­νον»), πού ἀ­νή­κει στήν τά­ξη τοῦ ἄ­γα­θου[6].

Σέ συ­νέ­χεια ὁ Ἀριστοτέλης ἐ­ξε­τά­ζει τήν ἀν­θρι­ό­πι­νη ζω­ή ἀ­πό τήν ψυ­χο­λο­γι­κή πλευ­ρά αὐ­τοῦ πού αἰ­σθά­νε­ται καί πού νο­εῖ καί πα­ρα­τη­ρεῖ ὅτι ἕ­νας πού αἰ­σθά­νε­ται καί νο­εῖ ταυ­τό­χρο­να αἰ­σθά­νε­ται ὅτι αἰ­σθά­νε­ται καί ὅτι νο­εῖ. «Αἰ­σθά­νε­ται ὅτι» ἔ­χει τή ση­μα­σί­α ἐ­δῶ αὐ­τοῦ πού ἐ­μεῖς θά λέ­γα­με «ἔ­χω συ­νεί­δη­ση ὅτι». Τό νά ἔ­χει ἕ­νας ἄν­θρω­πος συ­νεί­δη­σή τοῦ ὅτι αἰ­σθά­νε­ται καί ὅτι νο­εῖ ση­μαί­νει ὅτι ἔ­χει συ­νεί­δη­σή τοῦ ὅτι ὕ­παρ­χει ὡς ἄν­θρω­πος - πράγ­μα πού εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στο - ἐ­πει­δή ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση της ἀ­γα­θή καί εὐ­χά­ρι­στη. Ἰ­δι­αί­τε­ρα δέ ἐ­πι­θυ­μη­τή εἶ­ναι ἡ ζω­ή γιά τόν ἐ­νά­ρε­το ἄν­θρω­πο πού χαί­ρε­ται μέ­σα του ἀ­νεμ­πό­δι­στα τή συ­νεί­δη­ση τῆς ἀ­γα­θό­τη­τας καί γλυ­κύ­τη­τας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης (1170a31-b5). Ὁ ἐ­νά­ρε­τος ἄν­θρω­πος θέ­λει ὁ­μως νά χα­ρεῖ, ὡς συ­στα­τι­κά της εὐ­δαι­μο­νί­ας του, ὄχι μόνο τή συ­νεί­δη­ση τῆς ὕ­παρ­ξής του, ἀλ­λά ἐ­πί­σης καί τή συ­νεί­δη­ση τῆς ὕπαρξης τοῦ φί­λου του μα­ζί μέ τή συ­νεί­δη­ση πού ἔ­χει γι’ αὐ­τήν ὁ φί­λος του. Προϋπόθεση ἐ­δῶ εἶ­ναι ἡ κοι­νό­τη­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῶν φί­λων μέ­σα στο πλαίσιο τῆς φι­λί­ας ὡς ἑ­νια­ίας ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς κα­τά­στα­σης.

Κρί­κος γιά τό δε­σμό τῶν δύ­ο ὑ­παρ­κτι­κῶν συ­νει­δή­σε­ων γί­νεται ἡ ἔννοια τοῦ φί­λου ὡς ἄλ­λου ἑ­αυ­τοῦ μας (ἕ­τε­ρος αὑ­τός) (1170b6). «Ὅπως ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος (σπου­δαῖ­ος) δι­α­τί­θε­ται πρός τόν ἑ­αυ­τό του - λέ­γει ὁ Ἀριστοτέ­λης - ἔ­τσι δι­α­τί­θε­ται καί πρός τόν φί­λο του (για­τί ὁ φί­λος εἶναι ἕνας ἄλ­λος ἐ­αυ­τός)· ὅπως λοι­πόν ἡ ὕ­παρ­ξή του τοῦ εἶ­ναι ἄ­ξια ἐ­πι­λογῆς, το ἴδιο, ἤ πα­ρα­πλή­σια, ἄ­ξια ἐ­πι­λο­γῆς γι’ ­αὐ­τόν εἶ­ναι ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ φί­λου του. Ἀλλά εἴ­πα­με ὅτι ἡ ὕ­παρ­ξη εἶ­ναι ἄ­ξια ἐ­πι­λο­γῆς, ἐ­πει­δή ἔ­χο­με τή συνείδηση ὅτι εἶ­ναι ἀ­γα­θή (διά τό αἰ­σθά­νε­σθαι αὐ­τοῦ [δήλ. τοῦ εἶ­ναι][7] ἀ­γα­θο­ῦ αὐ­τή ἡ συ­νει­δη­τό­τη­τα (αἴ­σθ­η­σις) εἶ­ναι κα­θ’ ἑ­αυ­τήν εὔ­χα­ριστη. Πρέπει συ­νε­πῶς ὁ ἐ­νά­ρε­τος νά συμ­με­τέ­χει στή συ­νεί­δη­ση πού ἔ­χει ὁ φίλος του γιά τήν ὕ­παρ­ξή του (συ­ναι­σθά­νε­σθαι ἄ­ρα δεῖ καί τοῦ φί­λου ὅτι ἔ­στιν) κι αὐτό μπο­ρε­ῖ νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ, ἄν ζο­ῦ­νε μα­ζί καί ἄν με­τέ­χουν σέ κοι­νούς λόγους καί σκέ­ψεις (κοι­νω­νε­ῖν λό­γων καί δι­α­νοί­ας). Για­τί αὐ­τό μᾶλ­λον εἶναι το νόημα τοῦ νά ζοῦν μα­ζί οἱ ἄν­θρω­ποι, καί ὄ­χι, ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση ταῶν χορτοφά­γων ζώ­ων, νά βό­σκουν στόν ἴ­διο τό­πο». (1170b5-14).

Χά­ρη στήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῶν συ­νει­δή­σε­ων, ὁ δι­ά­λο­γος καί οἱ λογισμοί τῶν φί­λων ἀ­πο­τε­λοῦν, σύμ­φω­να μέ τή συλ­λο­γι­στι­κή του Ἀ­ριστοτέλη ἕνα ἑ­νια­ῖο σύμ­πλεγ­μα πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, πού ἑ­νώ­νει τούς φίλους σε μιά κοι­νή εὐ­δαι­μο­νί­α.

Ὁ φί­λος, γιά τούς ἀ­νω­τέ­ρω λό­γους, εἶ­ναι ἄ­ξιος ἐ­πι­λογῆς. Και ὁ Ἀριστοτέλης κα­τα­λή­γει μέ τό συμ­πέ­ρα­σμα: «καί ὅ,τι εἶ­ναι γιά τον μακάριο ἄν­θρω­πο ἄ­ξιο ἐ­πι­λο­γῆς πρέ­πει καί νά τό ἔ­χει, εἰ­δάλ­λως θά εἶ­ναι ἀπό αύτή τήν ἄ­πο­ψη ἐν­δε­ής. Ἄρα θά πρέ­πει γιά νά εἶ­ναι κά­ποι­ος εὐδαίμων να ἔχει ἐνά­ρε­τους φί­λους» (1170b 17-19).

Μ’ ἔ­χει ἀ­πα­σχο­λή­σει σ’­αὐ­τή τή με­λέ­τη ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ δύο ἐννοιῶν τῆς φι­λί­ας πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θε­ω­ρί­α του γιά την τέλεια φι­λί­α. Αὐ­τές εἶ­ναι, πρῶ­τον, ἡ φι­λί­α ὡς ἀ­νι­δι­ο­τε­λής ὑ­πο­κει­με­νική διάθεση πού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή βού­λη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν καί τῆς ὕπαρξης για χάρη τοῦ φί­λου ὡς ἠ­θι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας· καί, δεύ­τε­ρον, ἡ φι­λί­α ὡς ἀντικειμενική κα­τά­στα­ση, πού ἑ­νώ­νει σέ μιά κοι­νή ἠ­θι­κή, γνω­σια­κή καί συνειδησια­κή ζω­ή, μέ στό­χο τήν εὐ­δαι­μο­νί­α, πρό­σω­πα πού εἶ­ναι ἴ­σα ἀ­ξιολογικά καί ὅ­μοι­α με­τα­ξύ τους στίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τους, ἀ­πο­τε­λών­τας ὁ ἕ­νας για τον ἄλλο ἕ­να δεύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό. Μέ­σα στά ὅ­ρια ἑ­νός κοι­νοῦ βί­ου, ὁ ἐ­γω­κεν­τρικός εὐδαιμο­νι­σμός ἐ­ναρ­μο­νί­ζε­ται μέ τήν ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας τοῦ φί­λου.
-------------------------------------
[1] Ἡ εὐτραπελία εἶναι γιά τόν Ἀριστοτέλη μιά ἤθικη ἀρετή κοινωνικότητας (Η.Ν..Β. 1108a23-26).

[2] Ἡ φαινομενική τουλάχιστον ἀντίθεση μεταξύ της ἀπαίτησης γιά ἀντιφίλιση στή φιλία καί τοῦ ἐκθειασμοῦ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης, πού ἀγνοεῖ τήν ἀνταπόκριση, ἀπασχολεῖ τόν L. Dugas στό βιβλίο του L’ Amitie antique (Παρίσι, 1894). Ἀρχικά ὁ Γάλλος μελετητής τῆς ἀρχαίας φιλίας ὁμιλεῖ γιά ἀντίφαση στή θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τή φιλία (σ. 197-8), ἀλλά ἀργότερα ἀμβλύνει τήν ἔνταση, μιλώντας γιά δυό διαφορετικές προοπτικές γιά τή φιλία στόν Ἀριστοτέλη, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία εἶναι κοινωνιολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας), ἐνῶ ἤ ἄλλη εἶναι ψυχολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς συναισθηματικῆς ἀγάπης) (βλ. π.χ. σ. 202). Ἡ ὀντολογική δομή τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης , πού μέ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα, δέν ἀπασχολεῖ τόν Dugas.

[3] Τό ὅτι ἤ ἤθική της φιλίας στόν Ἀριστοτέλη δέν εἶναι ἤθική της μεσότητας, μεταξύ ὑπερβολῆς καί ἔλλειψης, ὑποστηρίζεται ἀπό τόν Stanislaw Tatarkiewicz, ὁ ὁποιος διακρίνει τρία διαφορετικά ἤθικα συστήματα στόν Ἀριστοτέλη, τήν ἠθική τοῦ πρακτικοῦ βίου. τήν ἠθική τοῦ θεωρητικοῦ βίου, καί τήν ἠθική της φιλίας (βλ.“ Les trois morales D’ Aristote”, Seances el Travaux de I’Academie des Sciences Morales et Poliriques. Παρίσι, 1931). ’Ἐσφαλμένη μοϋ φαίνεται ἤ ἄποψη τοῦ Paul Schollmeicr πού γράφει ὅτι κατά τόν Ἀριστοτέλη, [g]ood friends love one another neither too much nor too little, tor they find good qualities and activities lovable in each other, and these qualities and activities are in accordance with a mean”, (βλ.Other Selves: Aristotle on Personal and Political Friendship, State University ot New York Press, Albany, 1994. σ. 48.) Κρίνοντας τόν συλλογισμό τοῦ Schollmeier, ἄς παρατηρήσουμε ὅτι μπορεΐ μέν ὁ ἀξιαγάπητος χαρακτήρας τῶν ἐνάρετων φίλωνλων νά ἱκανοποιεῖ τόν κανόνα τοῦ μέτρου καί τῆς μεσότητος, χωρίς νά ἕπεται ὅτι καί ἤ ἀγάπη τῶν φίλων ὑπάγεται στόν κανόνα τοῦ μέτρου.

[4] Πρβλ. τό σχόλιο τῶν R. A. Gautier καί J. Υ. Jolif γιά τούς στίχου; 1169b33-35, στό L'Ethique a Nicomaque, t. II, Commentaire, Louvain-Paris. 1970, σ. 753-754.

[5] Θεωρῶ τό χωρίο τῶν Η.Ν., 1170a22-25 (οὐ δεῖ δέ... ἔστε φανερώτερον) ὡς σχόλιο ξένης χειρός πού παρεισέφρυσε στό κείμενο. Τό ζῆν ὁρίζεται ὡς ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι ἤ νοεῖν· τό «ὡρισμένον» τοῦ ζῆν ἔχει νά κάνει μέ τήν γνωσιακή φύση τοῦ ζῆν καί ὄχι, ὅπως στό , κατ’ ἐμέ, παρείσακτο χωρίο, μέ τήν ἀντίθεση πρός τήν ἀοριστία τῆς μοχθηρᾶς καί διεφθαρμένης ζωῆς. Τό παράλληλο τμῆμα τῶν Ἠθικῶν Εὐδημίων εἶναι σαφές γιά τόν γνωσιακό χαρακτήρα τοῦ «ὡρισμένον».

[6] Τό ρῆμα «αἰσθάνεσθαι», στή συνειδησιακή του σημασία, πιστεύω ὅτι καλύπτει ἐξ ἴσου τήν αἴσθηση ὅσο καί τή νόηση. Γι’ αὐτό καί δέχομαι τήν κριτική διόρθωση τοῦ κειμένου τῶν στίχων 1170a31 -32 ἀπό τόν Bywater: «ὥστε ἄν αἰσθανώμεθ’, ὅτι αἰσθανόμεθα κἄν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν».

[7] Δέχομαι τήν διόρθωση «αὐτοῦ» (ἀντί τῆς γραφῆς «αὑτοῦ» ἤ «ἑαυτοῦ» Κοραη γιά τόν στίχο πού ἀντιστοιχεῖ στό 1 170b9. Ὁ Κοραής σχολιάζει: «Διά το αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ (τουτέστι τοῦ εἶναι καί ζῆν) ὅτι ἄγαθόν ἐστι».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΙΣΟΚΡ 5.53–55

Η τρέχουσα κατάσταση της Θήβας

Ο Ισοκράτης έσπευσε να προλάβει τυχόν επιφυλάξεις του Φιλίππου σχετικά με τη δυνατότητά του να συμφιλιώσει τις Ελληνικές πόλεις (βλ. και ΙΣΟΚΡ 5.30–38), δηλώνοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να επιτύχει κάτι τέτοιο. Παρέθεσε, μάλιστα, παραδείγματα, για να αποδείξει ότι στο παρελθόν παρουσιάστηκε συχνά το φαινόμενο οι εχθροί να μεταβληθούν σε ευεργέτες των αντιπάλων τους μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου και αναφέρθηκε στις περιπέτειες της Σπάρτης και του Άργους, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι οι δύο αυτές πόλεις θα δέχονταν με ευχαρίστηση τον συμφιλιωτικό και ηγετικό ρόλο του Φιλίππου, ώστε να απαλλαγούν από τις δυσχέρειες που τις ταλάνιζαν.

[53] Ἀλλὰ μὴν τὰ περὶ Θηβαίους οὐδὲ σὲ λέληθεν. καλ-
λίστην γὰρ μάχην νικήσαντες, καὶ δόξαν ἐξ αὐτῆς μεγίστην
λαβόντες, διὰ τὸ μὴ καλῶς χρῆσθαι ταῖς εὐτυχίαις οὐδὲν
βέλτιον πράττουσι τῶν ἡττηθέντων καὶ δυστυχησάντων.
οὐ γὰρ ἔφθασαν τῶν ἐχθρῶν κρατήσαντες, καὶ πάντων
ἀμελήσαντες ἠνώχλουν μὲν ταῖς πόλεσι ταῖς ἐν Πελο-
ποννήσῳ, Θετταλίαν δ’ ἐτόλμων καταδουλοῦσθαι, Μεγα-
ρεῦσι δ’ ὁμόροις οὖσιν ἠπείλουν, τὴν δ’ ἡμετέραν πόλιν
μέρος τι τῆς χώρας ἀπεστέρουν, Εὔβοιαν δ’ ἐπόρθουν, εἰς
Βυζάντιον δὲ τριήρεις ἐξέπεμπον ὡς καὶ γῆς καὶ θαλάττης
ἄρξοντες. [54] τελευτῶντες δὲ πρὸς Φωκέας πόλεμον
ἐξήνεγκαν ὡς τῶν τε πόλεων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κρατήσοντες,
τόν τε τόπον ἅπαντα τὸν περιέχοντα κατασχήσοντες, τῶν
τε χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς περιγενησόμενοι ταῖς ἐκ
τῶν ἰδίων δαπάναις. ὧν οὐδὲν αὐτοῖς ἀποβέβηκεν, ἀλλ’
ἀντὶ μὲν τοῦ λαβεῖν τὰς Φωκέων πόλεις τὰς αὑτῶν ἀπο-
λωλέκασιν, εἰσβάλλοντες δ’ εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἐλάττω
κακὰ ποιοῦσιν ἐκείνους ἢ πάσχουσιν ἀπιόντες εἰς τὴν
αὑτῶν· [55] ἐν μὲν γὰρ τῇ Φωκίδι τῶν μισθοφόρων τινὰς
ἀποκτείνουσιν, οἷς λυσιτελεῖ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζῆν,
ἀναχωροῦντες δὲ τοὺς ἐνδοξοτάτους αὑτῶν καὶ μάλιστα
τολμῶντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν ἀπολλύουσιν.
εἰς τοῦτο δ’ αὐτῶν περιέστηκε τὰ πράγματα, ὥστ’ ἐλπί-
σαντες ἅπαντας τοὺς Ἕλληνας ὑφ’ αὑτοῖς ἔσεσθαι νῦν ἐν
σοὶ τὰς ἐλπίδας ἔχουσι τῆς αὑτῶν σωτηρίας. ὥστ’ οἶμαι
καὶ τούτους ταχέως ποιήσειν ὅ τι ἂν σὺ κελεύῃς καὶ συμ-
βουλεύῃς.

***
Προς τούτοις η κατάστασις των Θηβαίων σου είναι γνωστή. Διότι, αν και ενίκησαν λαμπροτάτην νίκην και απέκτησαν από αυτήν μεγίστην δόξαν, επειδή δεν έκαμαν καλήν χρήσιν της ευνοίας της τύχης, δεν ευρίσκονται εις καλυτέραν θέσιν από εκείνους που ενικήθησαν και εδυστύχησαν. Διότι δεν επρόλαβαν να νικήσουν τους εχθρούς των και, αφήσαντες κατά μέρος κάθε άλλην υπόθεσιν, ήρχισαν να ενοχλούν τας πόλεις της Πελοποννήσου, ετόλμησαν κατόπιν να υποτάξουν την Θεσσαλίαν, ηπείλουν τους γείτονάς των Μεγαρείς, από την ιδικήν μας δε χώραν αφήρεσαν ένα τμήμα, ηρήμωσαν την Εύβοιαν, έστειλαν δε πλοία εις το Βυζάντιον με τον σκοπόν να κυριαρχήσουν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Τέλος εκήρυξαν τον πόλεμον κατά των Φωκέων με τον σκοπόν να καταλάβουν εντός ολίγου χρόνου τας πόλεις των, να κυριεύσουν ολόκληρον την περιοχήν και να γίνουν κύριοι των θησαυρών των Δελφών διά να επαρκέσουν εις τας δαπάνας του πολέμου. Εκ τούτων όμως τίποτε δεν συνέβη εις αυτούς, αλλ' αντί να καταλάβουν τας πόλεις των Φωκέων έχουν χάσει τας ιδικάς των, όταν δε εισβάλλουν εις την χώραν των εχθρών προξενούν ολιγώτερα κακά εις αυτάς από όσα υποφέρουν αυτοί, όταν αποσύρωνται εις την χώραν των· διότι εις μεν την Φωκίδα φονεύουν μερικούς μισθοφόρους, διά τους οποίους ο θάνατος είναι προτιμότερος της ζωής, όταν δε υποχωρούν, χάνουν τους πλέον εκλεκτούς στρατιώτας των και εκείνους που τολμούν να θυσιάζωνται διά την πατρίδα των. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν έχουν φθάσει τα πράγματά των, ώστε, ενώ ήλπισαν ότι όλοι οι Έλληνες θα περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν των, τώρα από σε εξαρτούν τας ελπίδας της σωτηρίας των. Ώστε νομίζω ότι και αυτοί θα κάμουν γρήγορα ό,τι συ τους διατάξης και τους συμβουλεύσης.