10.7. Ερμής - Δίας - Αθηνά
Το έπος της Οδύσσειας όμως δεν τερματίζεται εδώ, όπως το θέλησαν κάποιοι αλεξανδρινοί γραμματικοί αλλά και νεότεροι ομηρολόγοι. Ο ποιητής αποκρούει την εύκολη αυτή λύση, που ακούγεται λίγο πολύ ρομαντική, επιφυλάσσοντας ένα τέλος διφορούμενο και προβληματικό. Ήδη ο Οδυσσέας έχει ανακοινώσει στην Πηνελόπη τον χρησμό του Τειρεσία, που του επιβάλλει σύντομα μια δεύτερη αποδημία. Τώρα αποφασίζει ο ποιητής να δραματοποιήσει τα παρεπόμενα και τις συνέπειες της μνηστηροφονίας. Σ᾽ αυτό το πρόγραμμα ανταποκρίνονται τα δρώμενα της τελευταίας ραψωδίας του έπους, που μοιράζονται στον κάτω και στον πάνω κόσμο.
Προτάσσεται ο κάτω κόσμος, που ονομάστηκε «Μικρή Νέκυια», για να διακρίνεται από τη «Μεγάλη Νέκυια» της ενδέκατης ραψωδίας. Η κάθοδος στον Άδη πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Ερμή, ο οποίος, ως ψυχοπομπός, οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον ασφοδελό λειμώνα, όπου κατοικούν και κυκλοφορούν τα είδωλα των νεκρών. Καθ᾽ οδόν οι ψυχές των μνηστήρων τρίζουν σαν νυχτερίδες που πετούν στο βάθος μιας μεγάλης σπηλιάς.
Στον κάτω κόσμο συναντούν οι ψυχές τους σκιές ιλιαδικών ηρώων: του Αχιλλέα, του Πατρόκλου, του Αντίλοχου, του Αίαντα, αλλά και του οδυσσειακού Αγαμέμνονα. Με τον οποίο ο Αχιλλέας ανοίγει όψιμο διάλογο, υπογραμμίζοντας το άδοξο τέλος του άλλοτε ένδοξου Αγαμέμνονα. Εκείνος ανταποκρίνεται, διηγούμενος διεξοδικά το μεταθανάτιο κλέος του μεγάλου ιλιαδικού ήρωα: τον αγώνα των Αχαιών γύρω από το νεκρό σώμα του και τη μεταφορά του στα πλοία· τον πάνδημο θρήνο, στον οποίο πήραν μέρος η Θέτις, με τις θυγατέρες του Νηρέα, και οι Μούσες· την πυρά και την περισυλλογή των λευκών οστών, που έσμιξαν με τα οστά του Πατρόκλου στον ίδιο χρυσό αμφορέα· τα επιτάφια άθλα και έπαθλα· τον επιφανή τύμβο πάνω στον κάβο, αντίκρυ στον Ελλήσποντο, για να τον βλέπουν όσοι παραπλέουν.
Η διήγηση μετά διπλασιάζεται, καθώς ο Αγαμέμνων ρωτά την ψυχή του Αμφιμέδοντα γιατί και πώς οι μνηστήρες βρέθηκαν στον κάτω κόσμο. Κι εκείνος εξιστορεί τα διαδοχικά κεφάλαια της περιπέτειάς τους, πριν και μετά την άφιξη του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ακούγοντας ο Αγαμέμνων, μακαρίζει τον Οδυσσέα, συγκρίνοντας την πιστή Πηνελόπη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα. Εδώ κλείνει η «Μικρή Νέκυια», και η αφήγηση μεταφέρεται τώρα στον πάνω κόσμο, μοιρασμένη πάλι στα δύο.
Το πρώτο μέρος της αφιερώνεται στην έξοδο του Οδυσσέα προς τους αγρούς, όπου βρίσκει τον πατέρα του να σκαλίζει μόνος ένα δεντράκι, βρώμικος, με κακοραμμένο χιτώνα και γιδίσιο σκούφο στο κεφάλι. Ο επόμενος αναγνωρισμός διαβαθμίζεται: προηγείται πλαστή διήγηση του γιου, ακολουθεί ο θρήνος του πατέρα, τέλος φανερώνονται τα αναγνωριστικά σήματα· η ουλή στο πόδι, τα κληροδοτημένα δέντρα κι αμπέλια. Πατέρας και γιος εναγκαλίζονται και προχωρούν στο παραπλήσιο υποστατικό, όπου δούλοι πιστοί ετοιμάζουν δείπνο, μια σικελιώτισσα γυναίκα λούζει τον Λαέρτη, η Αθηνά τον εξωραΐζει.
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της αφήγησης, σε έντονη αντίστιξη, απειλείται εμφύλιος πόλεμος. Δικοί και γονείς των σκοτωμένων μνηστήρων, συναθροισμένοι στην αγορά, διαβουλεύονται την εκδίκησή τους. Ο μάντης Αλιθέρσης δεν κατορθώνει να τους κατευνάσει, μιλώντας για δίκαιη τιμωρία. Επιβάλλει ο Ευπείθης, πατέρας του Αντίνοου, τη δική του εκδικητική λύση, μ᾽ ένα προκλητικό και όχι εντελώς ασύστατο επιχείρημα, που ο ποιητής το αφήνει ασχολίαστο (ω 426-429).
Η σύγκρουση πάει να αρχίσει. Αλλά σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο, παρεμβαίνει η Αθηνά ρυθμιστικά, εκμαιεύοντας τη συμφιλιωτική πρόταση του Δία. Λέει (ω 473-476):
Πατέρα μας Κρονίδη, ο πρώτος όλων των θεών, δώσε μου
τώρα απόκριση σε μιαν ερώτηση: στο βάθος τι να κρύβει πάλι ο νους σου;
θ᾽ ανοίξεις πόλεμο φριχτό, άγρια σφαγή ανάμεσό τους; ή μήπως
σκέφτεσαι να επιβάλεις μεταξύ τους συμφιλίωση;
Ο Δίας όμως της επιστρέφει την ερώτηση: αφού το θέλησε η ίδια, γυρίζοντας ο Οδυσσέας πίσω, να πάρει εκδίκηση από τους μνηστήρες, δικό της είναι τώρα και το πρόβλημα· ας κάνει ό,τι θέλει. Εκείνος πάντως προτείνει λήθη των παθών, αποκατάσταση της τάξης και ένορκη ειρήνη. Η Αθηνά με ανακούφιση αφήνει τον Όλυμπο, και φτάνοντας ορμητική στην αγορά αντιμετωπίζει την εμφύλια σύρραξη. Στο μεταξύ, ο Οδυσσέας εξάπτει το αγωνιστικό μένος του Τηλεμάχου, η θεά αφήνει τον Λαέρτη να ακοντίσει τον Ευπείθη, χτυπούν σπαθιά, σμίγουν δόρατα. Αλλά η Αθηνά τώρα βγάζει φωνή μεγάλη (ω 531-532):
Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.
Οι αντίπαλοι, πράσινοι από τρόμο, παραιτούνται. Ο Οδυσσέας μόνον κινείται ακάθεκτος. Όμως, στην ώρα του, του Δία ο κεραυνός πέφτει στα πόδια της θεάς, οπότε εκείνη αποτρέπει τον προστατευόμενό της ήρωα μ᾽ αυτά τα λόγια (ω 542-544):
Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.
Ο Οδυσσέας, αναγνωρίζοντας τη φωνή της θεάς, υπακούει στην προσταγή της. Οπότε η Αθηνά βάζει τους δυο στρατούς να ορκιστούν τη συμφιλίωσή τους για το παρόν και για το μέλλον, κυκλοφορώντας με τη μορφή του Μέντορα. Εδώ πέφτει η αυλαία του έπους.
Συγκρίνοντας πέρας και αρχή της Οδύσσειας, εύκολα αναγνωρίζεται η συμμετρική τους ανταπόκριση σε όλα τα βασικά σημεία τους. Στην αφετηρία του έπους ζητούμενο ήταν το πέρασμα από την αδράνεια στη δράση, από την καθήλωση στην κίνηση, από τον ασυντέλεστο στον συντελεσμένο νόστο. Πλαίσιο για το ξεκίνημα ορίστηκε εκεί η θεών αγορά, όπου συνάπτεται ο κρίσιμος διάλογος Δία και Αθηνάς. Στον οποίο η θεά, με τη διπλή της πρόταση, αναλαμβάνει ρόλο προγραμματικό και ρυθμιστικό. Ο Δίας συγκατανεύει και ο ποιητής εμπιστεύεται την εκκίνηση και την εξέλιξη του έπους του στην κόρη του Διός, η οποία καθ᾽ οδόν επιλέγει ως συνεργάτη της τον Οδυσσέα. Έτσι τα ασύνδετα συνδέονται, τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: ο γιος με τον πατέρα, ο νόστος με τη μνηστηροφονία, η διήγηση με τη δράση, η αλήθεια με το ψέμα, η ειλικρίνεια με τον δόλο.
Για να περατωθεί το έπος επαναλαμβάνεται η σκηνοθεσία της αρχής του: διάλογος Δία και Αθηνάς· παραχώρηση από τον Δία (και ανάθεση από τον ποιητή) στη θεά να αναλάβει τον τελικό της ρόλο· εκείνη που άνοιξε το ποίημα, εκείνη τώρα και να το σφραγίσει. Οριστικά τώρα τα ασύνδετα συνδέονται και τα ασύμπτωτα συμπίπτουν: η διασάλευση με τη σταθερότητα· η έχθρα με τη συμφιλίωση· ο εμφύλιος με την ένορκη ειρήνη· ο κεραυνός με την τελική ηρεμία του πλήθους, όπου η θεά κυκλοφορεί μεταμορφωμένη.
Στην Ιλιάδα κυρίαρχος ρυθμιστής του έπους είναι ο Δίας. Στην Οδύσσεια ο Δίας υποχωρεί προς όφελος της κόρης του, της Αθηνάς. Παραιτείται κατά κάποιον τρόπο από τον ποιητικό του ρόλο για δική της χάρη. Αυτή η απόφαση του ποιητή καθιστά την Οδύσσεια οικειότερο έπος από την Ιλιάδα, στον βαθμό που η θεά συχνά πυκνά κατεβαίνει από τον Όλυμπο και ανακατεύεται με τους ανθρώπους, παίρνοντας μάλιστα και τη μορφή τους. Από την άποψη αυτή η Οδύσσεια, λιγότερο ηρωική από την Ιλιάδα, μοιάζει ανθρωπινότερη: συμμερίζεται περισσότερο τα πάθη των ανθρώπων και φαίνεται να προτείνει μια διαχείρισή τους λίγο πολύ πολιτική, που την εκπροσωπούν μέσα στο έπος συνεργατικά η Αθηνά και ο Οδυσσέας. Σ᾽ αυτούς ο νους (λέξη που προβάλλεται και στο προοίμιο του έπους: νόον ἔγνω), η εφευρετική δηλαδή και πολύτροπη σκέψη, έχει το πάνω χέρι.
Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023
Σοπενχάουερ: οι 3 δυνάμεις κι αυτά τα 3 είδη απολαύσεων
Στους κυρίους αυτούς, όσο είναι νέοι, την λύση δίνουν η μυϊκή δύναμη και η γενετήσια ορμή. Αργότερα, όμως, δεν απομένουν παρά οι πνευματικές δυνάμεις· εάν τούτες δεν υπάρχουν η δεν έχουν καλλιεργηθεί η δεν έχει συσσωρευτεί το απαιτούμενο για την δραστηριότητά τους υλικό, τότε ό θρήνος είναι μέγας.
Όντας η μοναδική ανεξάντλητη δύναμη, η βούληση υποβάλλεται τώρα σ’ ερεθισμό μέσω της διέγερσης των παθών, μέσω λ.χ. ριψοκίνδυνων τυχερών παιχνιδιών, του αναξιοπρεπούς αυτού αμαρτήματος. Γενικά δε, το κάθε άεργο άτομο θα επιλέξει ένα παιχνίδι για ν’ απασχολείται ανάλογα με τις δυνάμεις που δεσπόζουν μέσα του: λ.χ. μπόουλινγκ ή σκάκι, κυνηγεσία ή ζωγραφική, ιπποδρομίες ή μουσική, χαρτοπαιξία ή ποίηση, εραλδική ή φιλοσοφία κ.ο.κ.
Μπορούμε, μάλιστα, να διερευνήσουμε το θέμα κατά τρόπο μεθοδικό, ανατρέχοντας στις ρίζες όλων των εκδηλώσεων της ανθρώπινης δυνάμεως, δηλ. στις τρεις βασικές δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογίας τούτες, επομένως, πρέπει να τις εξετάσουμε ως προς το χωρίς σκοπό παιχνίδι τους, κατά το όποιο εμφανίζονται ως οι πηγές τριών ειδών ενδεχομένων απολαύσεων, από τα όποια αυτά ειδή ό κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το ποιά δύναμη κυριαρχεί μέσα του, θα επιλέξει εκείνο πού του ταιριάζει.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έχουμε τις απολαύσεις της αναπαραγωγικής δυνάμεως, εκείνες δηλ. της βρώσεως, πόσεως, πέψεως, αναπαύσεως και του ύπνου. Τούτες, μάλιστα, ολόκληρα έθνη φέρονται να τις έχουν κάνει εθνικές απολαύσεις και να δοξάζονται γι’ αυτές.
Κατόπιν, έχουμε τις απολαύσεις της διεγερσιμότητας, εκείνες δηλ. της πεζοπορίας, του άλματος, της πάλης, του χορού, της ξιφασκίας, της ιππασίας και των αθλητικών παιχνιδιών κάθε είδους, καθώς επίσης και της κυνηγεσίας, της μάχης και του πολέμου.
Τέλος, έχουμε και τις απολαύσεις της αισθαντικότητας, εκείνες δηλ. της θέασης, της νόησης, του συναισθήματος, της ποίησης, της γλυπτικής, της μουσικής, της μάθησης, της μελέτης, του διαλογισμού, της εφεύρεσης, τού φιλοσοφείν κ.ο.κ.
Σχετικά με την αξία, την ένταση, την διάρκεια καθενός απ’ αυτά τα είδη των απολαύσεων, μπορούν να γίνουν ποικίλες επισημάνσεις, τις όποιες αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Σ’ όλους, όμως, είναι ευνόητο πώς ή απόλαυσή μας (ή όποια εξαρτάται πάντοτε από την χρήση των δικών μας δυνάμεων) και, συνεπώς, και ή ευτυχία μας (ή όποια συνίσταται στην συχνή ύπαρξη της απόλαυσης) θα είναι τόσο μεγαλύτερες όσο ευγενέστερου είδους είναι ή δύναμη πού τις παράγει. ’Επίσης, κανείς δεν θ’ αμφισβητήσει τα πρωτεία πού κατέχει απ’ αυτήν την άποψη η αισθαντικότητα – η ουσιαστική υπεροχή της οποίας συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου έναντι των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου- σε σχέση με τις δύο άλλες βασικές φυσιολογικές δυνάμεις, οι όποιες απαντούν στον ίδιο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στα άλλα ζώα. Στην σφαίρα της αισθαντικότητας ανήκουν οι γνωστικές μας δυνάμεις, ώστε ή υπεροχή αυτής να μας καθιστά δεκτικούς για τις απολαύσεως της γνώσης, τις καλούμενες δηλ. πνευματικές απολαύσεις, οι όποιες, μάλιστα, είναι τόσο πιο έντονες όσο μεγαλύτερη είναι ή υπεροχή της αισθαντικότητας.>
Ό κοινός, ό συνηθισμένος άνθρωπος αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι μόνον όταν τούτο διεγείρει την βούλησή του, όταν δηλ. παρουσιάζει προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τώρα βέβαια, κάθε διαρκής διέγερση της βούλησης έχει έναν μικτό τουλάχιστον χαρακτήρα, είναι δηλ. συνδεδεμένη με πόνο. Ένα μέσο για την εκούσια διέγερσή της, και συγκεκριμένα μέσα) ενδιαφερόντων τόσο μικρών ώστε να προκαλούν στιγμιαίους μόνο κι ελαφρούς, όχι επίμονους και βαρείς πόνους, ενδιαφερόντων, άρα, που μπορούν να θεωρηθούν απλό γαργάλημα της βούλησης, είναι ή χαρτοπαιξία, η διαρκής αυτή απασχόληση της «καλής κοινωνίας» όλων των χωρών.
Ό άνθρωπος, αντίθετα, στον όποιον υπερτερούν οι πνευματικές δυνάμεις έχει την ικανότητα, μάλιστα την ανάγκη ν’ αναπτύσσει το πλέον ζωηρό ενδιαφέρον διά της οδού της αμιγούς γνώσης, εκείνης δηλ. χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη της βούλησης. Χάρη δε σ’ αυτό το ενδιαφέρον, μεταβαίνει κατόπιν σε μία επικράτεια στην όποια ό πόνος δεν έχει πρόσβαση, στους αιθέρες, ούτως ειπείν, των ευκόλως διαβιούντων θεών, θεώνρεία ζωόντων [Ίλ., Ζ, 138].
Συνεπώς, ενώ ή ζωή των υπολοίπων ρέει και παρέρχεται μέσα σε πνευματική ατονία -καθώς ή διάνοια και ή καρδιά τους είναι ολοκληρωτικά εστραμμένες στα ευτελή ενδιαφέροντα της προσωπικής ευμάρειας κι έτσι σε δυστυχίες κάθε είδους, ώστε οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ή ενασχόληση με τούτα μειωθεί και οι ’ίδιοι παραπεμφθούν πίσω στον εαυτό τους, να πλήττονται από αφόρητη ανία, αφού μόνο τα φλογερά πάθη καταφέρνουν να επιφέρουν μία κάποια κίνηση στην αδρανή μάζα-, ό άνθρωπος, αντίθετα, ό προικισμένος με δεσπόζουσες πνευματικές δυνάμεις χαίρει υπάρξεως πλούσιας σε σκέψεις, διαρκώς ζωογονούμενης και σπουδαίας, ασχολείται με αντικείμενα αξιόλογα κι ενδιαφέροντα, μόλις του επιτραπεί ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, και φέρει εντός του τις πηγές των ευγενέστερων απολαύσεων. Παρακίνηση έξωθεν του προσφέρουν τα δημιουργήματα της φύσης και ή όψη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κατόπιν οι τόσο διαφορετικές επιδόσεις των υπερπροικισμένων ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των λαών, τις όποιες αυτές επιδόσεις, στην πραγματικότητα, μόνον αυτός μπορεί ν’ απολαύσει ουσιαστικά, καθώς μόνον αυτός μπορεί να τις κατανοήσει και να τις νιώσει. Για χάρη δική του, άρα, έζησαν οι υπερπροικισμένοι εκείνοι, σ’ αυτόν ουσιαστικά απευθύνθηκαν, ενώ οι λοιποί, ως εκ συμπτώσεως και μόνον ακροατές, ημικατανοούν τα όσα σκόρπια τύχει να γνωρίσουν.
’Εντούτοις, ό άνθρωπος αυτός έχει μία ανάγκη επιπλέον σε σχέση με τους άλλους, την ανάγκη να μαθαίνει, να βλέπει, να μελετά, να διαλογίζεται, να εξασκείται, άρα και την ανάγκη για ελεύθερη σχόλη· όμως, ακριβώς επειδή -όπως ορθά επισημαίνει ό Βολταίρος- «δεν υπάρχουν πραγματικές απολαύσεις παρά μόνο με πραγματικές ανάγκες» , η ανάγκη αυτή είναι ή προϋπόθεση για να έχει πρόσβαση στις απολαύσεως εκείνες -όπως το κάλλος στην φύση και στην τέχνη, καθώς και τα πνευματικά έργα κάθε είδους- που δεν είναι ποτέ προσβάσιμες στους λοιπούς, για τους οποίους τέτοιου είδους πράγματα, ακόμη και όταν υπάρχουν γύρω τους σε αφθονία, δεν είναι παρά ότι είναι και οι εταίρες για τον γέρο άνδρα.
Ως συνέπεια τούτου, ένας τόσο ευνοημένος άνθρωπος ζει, παράλληλα με τον προσωπικό του βίο, κι έναν δεύτερο, συγκεκριμένα έναν πνευματικό βίο, τον όποιον αντιμετωπίζει βαθμιαία ως τον ουσιαστικό σκοπό της ύπαρξης, εκλαμβάνοντας τον πρώτο ως απλό μέσο γι’ αυτόν οι λοιποί, αντίθετα, είναι αναγκασμένοι να θεωρούν την άνοστη, κενή και θλιβερή επιβίωση ως σκοπό. Ό πνευματικός βίος είναι εκείνος που πρωτίστως τον απασχολεί και ό όποιος, με την διαρκή αύξηση της κατανόησης και της γνώσης, προσλαμβάνει μία εσωτερική αλληλουχία κι έναν χαρακτήρα όλο και πιο εντατικό, μία όλο και περισσότερο πληρούμενη ολότητα και τελειότητα, όπως ένα έργο τέχνης κατά την δημιουργία του. Σε σχέση με τον βίο αυτόν, ή πρακτική ζωή των λοιπών -ή όποια είναι προσανατολισμένη στην προσωπική ευμάρεια κι επιδέχεται αύξηση μόνον ως προς την διάρκεια, όχι όμως και ως προς το βάθος- δημιουργεί ζωηρή και θλιβερή αντίθεση, ισχύει, όμως, κατ’ ανάγκη ως αυτοσκοπός για τούς ανθρώπους αυτούς, ενώ, για εκείνον, ως απλό μέσο.
Ή πρακτική, πραγματική ζωή μας, όταν δεν την κινούν τα πάθη, είναι άνοστη και πληκτική· όταν δε την κινούν, τότε γίνεται σύντομα οδυνηρή. Να γιατί είναι ευτυχείς όσοι έλαβαν ένα οποιοδήποτε πλεόνασμα νοός, πέραν δηλ. τού απαιτούμενου για την εξυπηρέτηση της βούλησης: διότι μ’ αυτό διάγουν, παράλληλα με τον πραγματικό, κι έναν πνευματικό επιπλέον βίο, ό όποιος τούς απασχολεί και τούς ψυχαγωγεί διαρκώς κατά τρόπο μη οδυνηρό, και όμως έντονο. Σκέτη σχόλη, νοός δηλ. μη απασχολούμενος προς εξυπηρέτηση της βούλησης, δεν επαρκεί γι’ αυτό· απαιτείται κι ένα πλεόνασμα δυνάμεως, καθώς μόνο τούτο καθιστά κάποιον ικανό για μία απασχόληση πού δεν εξυπηρετεί την βούληση, αμιγώς πνευματική· αντίθετα, «σχόλη χωρίς πνευματική ενασχόληση είναι θάνατος και ταφή ζωντανού ανθρώπου» (Σενέκας)
Ανάλογα δε τώρα με το μικρότερο η μεγαλύτερο μέγεθος του πλεονάσματος αυτού, υπάρχουν και αναρίθμητες διαβαθμίσεις του πνευματικού εκείνου βίου πού μπορεί κανείς να διάγει παράλληλα με τον πραγματικό: από την συλλογή και περιγραφή μετάλλων, εντόμων, πτηνών ή νομισμάτων μέχρι τις ύψιστες επιδόσεις στην ποίηση και την φιλοσοφία. Ως παρεπόμενο, ένας τέτοιος πνευματικός βίος αποτελεί προμαχώνα κατά των πολλών εκείνων κινδύνων, συμφορών, απωλειών και σπαταλών έναντι των οποίων είναι κανείς εκτεθειμένος όσο αναζητεί την ευτυχία του στον πραγματικό κόσμο…; Σ’ εμένα λ.χ. ή φιλοσοφία μου δεν έχει ποτέ αποδώσει το παραμικρό, μ’ έχει όμως γλυτώσει από πάρα πολλά.
Ό κοινός άνθρωπος, αντίθετα, εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα πού βρίσκονται έκτος του. από την ιδιοκτησία, τούς βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ.λπ.· σ’ αυτά στηρίζεται ή ευτυχία της ζωής του, ή όποια, για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά. Για να εκφράσουμε την σχέση αυτή, μπορούμε να πούμε πώς το κέντρο βάρους του βρίσκεται εκτός του. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, έχει διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες και ιδιοτροπίες: εάν ή οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, την μία θ’ αγοράζει εξοχικά και άλογα, την άλλη θα διοργανώνει δεξιώσεις, την άλλη θα πραγματοποιεί ταξίδια, συνολικά δε θα ζει σε μεγάλη πολυτέλεια, επειδή ακριβώς αναζητεί ικανοποίηση έξωθεν με κάθε είδους πράγματα, ενεργώντας, έτσι, όπως ό εξασθενημένος πού ελπίζει με δυναμωτικά και φάρμακα ν’ ανακτήσει την υγεία και την ρώμη του, ή πραγματική πηγή των οποίων δεν είναι παρά ή ζωτική ενέργεια εντός του.
Αφορισμοί, για την πρακτική σοφία της ζωής
Όντας η μοναδική ανεξάντλητη δύναμη, η βούληση υποβάλλεται τώρα σ’ ερεθισμό μέσω της διέγερσης των παθών, μέσω λ.χ. ριψοκίνδυνων τυχερών παιχνιδιών, του αναξιοπρεπούς αυτού αμαρτήματος. Γενικά δε, το κάθε άεργο άτομο θα επιλέξει ένα παιχνίδι για ν’ απασχολείται ανάλογα με τις δυνάμεις που δεσπόζουν μέσα του: λ.χ. μπόουλινγκ ή σκάκι, κυνηγεσία ή ζωγραφική, ιπποδρομίες ή μουσική, χαρτοπαιξία ή ποίηση, εραλδική ή φιλοσοφία κ.ο.κ.
Μπορούμε, μάλιστα, να διερευνήσουμε το θέμα κατά τρόπο μεθοδικό, ανατρέχοντας στις ρίζες όλων των εκδηλώσεων της ανθρώπινης δυνάμεως, δηλ. στις τρεις βασικές δυνάμεις της ανθρώπινης φυσιολογίας τούτες, επομένως, πρέπει να τις εξετάσουμε ως προς το χωρίς σκοπό παιχνίδι τους, κατά το όποιο εμφανίζονται ως οι πηγές τριών ειδών ενδεχομένων απολαύσεων, από τα όποια αυτά ειδή ό κάθε άνθρωπος, ανάλογα με το ποιά δύναμη κυριαρχεί μέσα του, θα επιλέξει εκείνο πού του ταιριάζει.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, έχουμε τις απολαύσεις της αναπαραγωγικής δυνάμεως, εκείνες δηλ. της βρώσεως, πόσεως, πέψεως, αναπαύσεως και του ύπνου. Τούτες, μάλιστα, ολόκληρα έθνη φέρονται να τις έχουν κάνει εθνικές απολαύσεις και να δοξάζονται γι’ αυτές.
Κατόπιν, έχουμε τις απολαύσεις της διεγερσιμότητας, εκείνες δηλ. της πεζοπορίας, του άλματος, της πάλης, του χορού, της ξιφασκίας, της ιππασίας και των αθλητικών παιχνιδιών κάθε είδους, καθώς επίσης και της κυνηγεσίας, της μάχης και του πολέμου.
Τέλος, έχουμε και τις απολαύσεις της αισθαντικότητας, εκείνες δηλ. της θέασης, της νόησης, του συναισθήματος, της ποίησης, της γλυπτικής, της μουσικής, της μάθησης, της μελέτης, του διαλογισμού, της εφεύρεσης, τού φιλοσοφείν κ.ο.κ.
Σχετικά με την αξία, την ένταση, την διάρκεια καθενός απ’ αυτά τα είδη των απολαύσεων, μπορούν να γίνουν ποικίλες επισημάνσεις, τις όποιες αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Σ’ όλους, όμως, είναι ευνόητο πώς ή απόλαυσή μας (ή όποια εξαρτάται πάντοτε από την χρήση των δικών μας δυνάμεων) και, συνεπώς, και ή ευτυχία μας (ή όποια συνίσταται στην συχνή ύπαρξη της απόλαυσης) θα είναι τόσο μεγαλύτερες όσο ευγενέστερου είδους είναι ή δύναμη πού τις παράγει. ’Επίσης, κανείς δεν θ’ αμφισβητήσει τα πρωτεία πού κατέχει απ’ αυτήν την άποψη η αισθαντικότητα – η ουσιαστική υπεροχή της οποίας συνιστά το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου έναντι των άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου- σε σχέση με τις δύο άλλες βασικές φυσιολογικές δυνάμεις, οι όποιες απαντούν στον ίδιο ή σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και στα άλλα ζώα. Στην σφαίρα της αισθαντικότητας ανήκουν οι γνωστικές μας δυνάμεις, ώστε ή υπεροχή αυτής να μας καθιστά δεκτικούς για τις απολαύσεως της γνώσης, τις καλούμενες δηλ. πνευματικές απολαύσεις, οι όποιες, μάλιστα, είναι τόσο πιο έντονες όσο μεγαλύτερη είναι ή υπεροχή της αισθαντικότητας.>
Ό κοινός, ό συνηθισμένος άνθρωπος αναπτύσσει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι μόνον όταν τούτο διεγείρει την βούλησή του, όταν δηλ. παρουσιάζει προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Τώρα βέβαια, κάθε διαρκής διέγερση της βούλησης έχει έναν μικτό τουλάχιστον χαρακτήρα, είναι δηλ. συνδεδεμένη με πόνο. Ένα μέσο για την εκούσια διέγερσή της, και συγκεκριμένα μέσα) ενδιαφερόντων τόσο μικρών ώστε να προκαλούν στιγμιαίους μόνο κι ελαφρούς, όχι επίμονους και βαρείς πόνους, ενδιαφερόντων, άρα, που μπορούν να θεωρηθούν απλό γαργάλημα της βούλησης, είναι ή χαρτοπαιξία, η διαρκής αυτή απασχόληση της «καλής κοινωνίας» όλων των χωρών.
Ό άνθρωπος, αντίθετα, στον όποιον υπερτερούν οι πνευματικές δυνάμεις έχει την ικανότητα, μάλιστα την ανάγκη ν’ αναπτύσσει το πλέον ζωηρό ενδιαφέρον διά της οδού της αμιγούς γνώσης, εκείνης δηλ. χωρίς την παραμικρή πρόσμειξη της βούλησης. Χάρη δε σ’ αυτό το ενδιαφέρον, μεταβαίνει κατόπιν σε μία επικράτεια στην όποια ό πόνος δεν έχει πρόσβαση, στους αιθέρες, ούτως ειπείν, των ευκόλως διαβιούντων θεών, θεώνρεία ζωόντων [Ίλ., Ζ, 138].
Συνεπώς, ενώ ή ζωή των υπολοίπων ρέει και παρέρχεται μέσα σε πνευματική ατονία -καθώς ή διάνοια και ή καρδιά τους είναι ολοκληρωτικά εστραμμένες στα ευτελή ενδιαφέροντα της προσωπικής ευμάρειας κι έτσι σε δυστυχίες κάθε είδους, ώστε οι άνθρωποι αυτοί, μόλις ή ενασχόληση με τούτα μειωθεί και οι ’ίδιοι παραπεμφθούν πίσω στον εαυτό τους, να πλήττονται από αφόρητη ανία, αφού μόνο τα φλογερά πάθη καταφέρνουν να επιφέρουν μία κάποια κίνηση στην αδρανή μάζα-, ό άνθρωπος, αντίθετα, ό προικισμένος με δεσπόζουσες πνευματικές δυνάμεις χαίρει υπάρξεως πλούσιας σε σκέψεις, διαρκώς ζωογονούμενης και σπουδαίας, ασχολείται με αντικείμενα αξιόλογα κι ενδιαφέροντα, μόλις του επιτραπεί ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, και φέρει εντός του τις πηγές των ευγενέστερων απολαύσεων. Παρακίνηση έξωθεν του προσφέρουν τα δημιουργήματα της φύσης και ή όψη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κατόπιν οι τόσο διαφορετικές επιδόσεις των υπερπροικισμένων ανθρώπων όλων των εποχών και όλων των λαών, τις όποιες αυτές επιδόσεις, στην πραγματικότητα, μόνον αυτός μπορεί ν’ απολαύσει ουσιαστικά, καθώς μόνον αυτός μπορεί να τις κατανοήσει και να τις νιώσει. Για χάρη δική του, άρα, έζησαν οι υπερπροικισμένοι εκείνοι, σ’ αυτόν ουσιαστικά απευθύνθηκαν, ενώ οι λοιποί, ως εκ συμπτώσεως και μόνον ακροατές, ημικατανοούν τα όσα σκόρπια τύχει να γνωρίσουν.
’Εντούτοις, ό άνθρωπος αυτός έχει μία ανάγκη επιπλέον σε σχέση με τους άλλους, την ανάγκη να μαθαίνει, να βλέπει, να μελετά, να διαλογίζεται, να εξασκείται, άρα και την ανάγκη για ελεύθερη σχόλη· όμως, ακριβώς επειδή -όπως ορθά επισημαίνει ό Βολταίρος- «δεν υπάρχουν πραγματικές απολαύσεις παρά μόνο με πραγματικές ανάγκες» , η ανάγκη αυτή είναι ή προϋπόθεση για να έχει πρόσβαση στις απολαύσεως εκείνες -όπως το κάλλος στην φύση και στην τέχνη, καθώς και τα πνευματικά έργα κάθε είδους- που δεν είναι ποτέ προσβάσιμες στους λοιπούς, για τους οποίους τέτοιου είδους πράγματα, ακόμη και όταν υπάρχουν γύρω τους σε αφθονία, δεν είναι παρά ότι είναι και οι εταίρες για τον γέρο άνδρα.
Ως συνέπεια τούτου, ένας τόσο ευνοημένος άνθρωπος ζει, παράλληλα με τον προσωπικό του βίο, κι έναν δεύτερο, συγκεκριμένα έναν πνευματικό βίο, τον όποιον αντιμετωπίζει βαθμιαία ως τον ουσιαστικό σκοπό της ύπαρξης, εκλαμβάνοντας τον πρώτο ως απλό μέσο γι’ αυτόν οι λοιποί, αντίθετα, είναι αναγκασμένοι να θεωρούν την άνοστη, κενή και θλιβερή επιβίωση ως σκοπό. Ό πνευματικός βίος είναι εκείνος που πρωτίστως τον απασχολεί και ό όποιος, με την διαρκή αύξηση της κατανόησης και της γνώσης, προσλαμβάνει μία εσωτερική αλληλουχία κι έναν χαρακτήρα όλο και πιο εντατικό, μία όλο και περισσότερο πληρούμενη ολότητα και τελειότητα, όπως ένα έργο τέχνης κατά την δημιουργία του. Σε σχέση με τον βίο αυτόν, ή πρακτική ζωή των λοιπών -ή όποια είναι προσανατολισμένη στην προσωπική ευμάρεια κι επιδέχεται αύξηση μόνον ως προς την διάρκεια, όχι όμως και ως προς το βάθος- δημιουργεί ζωηρή και θλιβερή αντίθεση, ισχύει, όμως, κατ’ ανάγκη ως αυτοσκοπός για τούς ανθρώπους αυτούς, ενώ, για εκείνον, ως απλό μέσο.
Ή πρακτική, πραγματική ζωή μας, όταν δεν την κινούν τα πάθη, είναι άνοστη και πληκτική· όταν δε την κινούν, τότε γίνεται σύντομα οδυνηρή. Να γιατί είναι ευτυχείς όσοι έλαβαν ένα οποιοδήποτε πλεόνασμα νοός, πέραν δηλ. τού απαιτούμενου για την εξυπηρέτηση της βούλησης: διότι μ’ αυτό διάγουν, παράλληλα με τον πραγματικό, κι έναν πνευματικό επιπλέον βίο, ό όποιος τούς απασχολεί και τούς ψυχαγωγεί διαρκώς κατά τρόπο μη οδυνηρό, και όμως έντονο. Σκέτη σχόλη, νοός δηλ. μη απασχολούμενος προς εξυπηρέτηση της βούλησης, δεν επαρκεί γι’ αυτό· απαιτείται κι ένα πλεόνασμα δυνάμεως, καθώς μόνο τούτο καθιστά κάποιον ικανό για μία απασχόληση πού δεν εξυπηρετεί την βούληση, αμιγώς πνευματική· αντίθετα, «σχόλη χωρίς πνευματική ενασχόληση είναι θάνατος και ταφή ζωντανού ανθρώπου» (Σενέκας)
Ανάλογα δε τώρα με το μικρότερο η μεγαλύτερο μέγεθος του πλεονάσματος αυτού, υπάρχουν και αναρίθμητες διαβαθμίσεις του πνευματικού εκείνου βίου πού μπορεί κανείς να διάγει παράλληλα με τον πραγματικό: από την συλλογή και περιγραφή μετάλλων, εντόμων, πτηνών ή νομισμάτων μέχρι τις ύψιστες επιδόσεις στην ποίηση και την φιλοσοφία. Ως παρεπόμενο, ένας τέτοιος πνευματικός βίος αποτελεί προμαχώνα κατά των πολλών εκείνων κινδύνων, συμφορών, απωλειών και σπαταλών έναντι των οποίων είναι κανείς εκτεθειμένος όσο αναζητεί την ευτυχία του στον πραγματικό κόσμο…; Σ’ εμένα λ.χ. ή φιλοσοφία μου δεν έχει ποτέ αποδώσει το παραμικρό, μ’ έχει όμως γλυτώσει από πάρα πολλά.
Ό κοινός άνθρωπος, αντίθετα, εξαρτάται για τις απολαύσεις της ζωής του από πράγματα πού βρίσκονται έκτος του. από την ιδιοκτησία, τούς βαθμούς, από γυναίκα και παιδιά, φίλους, συντροφιά κ.λπ.· σ’ αυτά στηρίζεται ή ευτυχία της ζωής του, ή όποια, για τον λόγο αυτόν, καταρρέει μόλις διαπιστώσει ότι τα έχασε ή ότι εξαπατήθηκε ως προς αυτά. Για να εκφράσουμε την σχέση αυτή, μπορούμε να πούμε πώς το κέντρο βάρους του βρίσκεται εκτός του. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, έχει διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες και ιδιοτροπίες: εάν ή οικονομική του κατάσταση το επιτρέπει, την μία θ’ αγοράζει εξοχικά και άλογα, την άλλη θα διοργανώνει δεξιώσεις, την άλλη θα πραγματοποιεί ταξίδια, συνολικά δε θα ζει σε μεγάλη πολυτέλεια, επειδή ακριβώς αναζητεί ικανοποίηση έξωθεν με κάθε είδους πράγματα, ενεργώντας, έτσι, όπως ό εξασθενημένος πού ελπίζει με δυναμωτικά και φάρμακα ν’ ανακτήσει την υγεία και την ρώμη του, ή πραγματική πηγή των οποίων δεν είναι παρά ή ζωτική ενέργεια εντός του.
Αφορισμοί, για την πρακτική σοφία της ζωής
Μαμά μάθε με τι νιώθω
Δώσε όνομα στο... συναίσθημά σου!
Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά κάνουν τα πρώτα βήματα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Περνούν από πολλά συναισθηματικά στάδια και μέσα σ' αυτά τα χρόνια παρατηρούμε πολλές αλλαγές στα συναισθήματα και στις κοινωνικές τους δεξιότητες.
Αυτό είναι τόσο συναρπαστικό όσο και τρομακτικό.
Ως γονείς υπάρχουν πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να βοηθήσετε να αναπτύξουν τα παιδιά σας καλές κοινωνικές δεξιότητες και να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους ώστε να είναι έτοιμα για όλες τις προκλήσεις της ζωής.
Είναι πολύ βασικό να μάθετε τα παιδιά σας να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα τους.
Πότε μπορείτε να το κάνετε αυτό;
Μια καλή ώρα για να συζητήσετε με το παιδί σας τα συναισθήματα του είναι η ώρα λίγο πριν τον ύπνο. Είναι μια ώρα χαλάρωσης, χωρίς ένταση τόσο για σας όσο και για τα παιδιά. Μπορείτε να ξαπλώσετε μαζί με το παιδί σας στο πάτωμα και να ξεκινήσετε να κάνετε ερωτήσεις ο ένας στον άλλον σαν παιχνίδι. Το παιχνίδι των ερωτήσεων δημιουργεί ένα μυστήριο στο παιδί.
Ακόμα μπορείτε να ξεκινήσετε μια φανταστική ιστορία που να ταιριάζει με το πρόβλημα που υποθέτετε πως απασχολεί το παιδί σας. Σε καμία περίπτωση όμως μην το ταυτίσετε, τα παιδιά είναι πολύ περισσότερο έξυπνα από όσο φαντάζεστε, και τότε θα χάσετε την ευκαιρία να σας μιλήσει αλλά θα ακυρώσετε και αυτό τον τρόπο για να εκμαιεύετε τα συναισθήματα του παιδιού σας.
Ένας άλλος τρόπος είναι μέσα από τις δραστηριότητες της ημέρας. Μπορείτε να τα ρωτήσετε πως νιώθουν; Τι περιμένουν από την επόμενη μέρα; Η αναγνώριση των συναισθημάτων από τα ίδια τα παιδιά θα τα βοηθήσει να βάλουν τα ίδια ένα όνομα στα συναισθήματα τους.
Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούν με το συναίσθημα στην καθημερινότητα τους, είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να ξεκινάμε να τα αναγνωρίζουμε από παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουμε την ζωή τους και όλα τα πολύπλοκα γίνονται εύκολα αφού έχουν όνομα.
Αυτό σημαίνει πως ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τα παιδιά κάνουν τα πρώτα βήματα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Περνούν από πολλά συναισθηματικά στάδια και μέσα σ' αυτά τα χρόνια παρατηρούμε πολλές αλλαγές στα συναισθήματα και στις κοινωνικές τους δεξιότητες.
Αυτό είναι τόσο συναρπαστικό όσο και τρομακτικό.
Ως γονείς υπάρχουν πράγματα που μπορείτε να κάνετε για να βοηθήσετε να αναπτύξουν τα παιδιά σας καλές κοινωνικές δεξιότητες και να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους ώστε να είναι έτοιμα για όλες τις προκλήσεις της ζωής.
Είναι πολύ βασικό να μάθετε τα παιδιά σας να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα τους.
Πότε μπορείτε να το κάνετε αυτό;
Μια καλή ώρα για να συζητήσετε με το παιδί σας τα συναισθήματα του είναι η ώρα λίγο πριν τον ύπνο. Είναι μια ώρα χαλάρωσης, χωρίς ένταση τόσο για σας όσο και για τα παιδιά. Μπορείτε να ξαπλώσετε μαζί με το παιδί σας στο πάτωμα και να ξεκινήσετε να κάνετε ερωτήσεις ο ένας στον άλλον σαν παιχνίδι. Το παιχνίδι των ερωτήσεων δημιουργεί ένα μυστήριο στο παιδί.
Ακόμα μπορείτε να ξεκινήσετε μια φανταστική ιστορία που να ταιριάζει με το πρόβλημα που υποθέτετε πως απασχολεί το παιδί σας. Σε καμία περίπτωση όμως μην το ταυτίσετε, τα παιδιά είναι πολύ περισσότερο έξυπνα από όσο φαντάζεστε, και τότε θα χάσετε την ευκαιρία να σας μιλήσει αλλά θα ακυρώσετε και αυτό τον τρόπο για να εκμαιεύετε τα συναισθήματα του παιδιού σας.
Ένας άλλος τρόπος είναι μέσα από τις δραστηριότητες της ημέρας. Μπορείτε να τα ρωτήσετε πως νιώθουν; Τι περιμένουν από την επόμενη μέρα; Η αναγνώριση των συναισθημάτων από τα ίδια τα παιδιά θα τα βοηθήσει να βάλουν τα ίδια ένα όνομα στα συναισθήματα τους.
Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούν με το συναίσθημα στην καθημερινότητα τους, είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να ξεκινάμε να τα αναγνωρίζουμε από παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουμε την ζωή τους και όλα τα πολύπλοκα γίνονται εύκολα αφού έχουν όνομα.
Αυτό σημαίνει πως ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Στοχασμοί του Sigmund Freud
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (6 Μαΐου 1856 – 23 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Αυστριακός ιατρός, φυσιολόγος, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, την απώθηση και την παιδική σεξουαλικότητα.
Αποφθέγματα:
-Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία, που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία.
-Η θρησκεία είναι νεύρωση.
-Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.
-Η ψυχική ανάπτυξη του ατόμου είναι μια σύντομη επανάληψη της πορείας ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους.
-Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;»
-Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν.
-Η πείρα διδάσκει αργά και αφού πρώτα την πληρώσουμε με τα σφάλματά μας.
-Η αμάθεια γεννάει πάντα την σκληρότητα.
-Σε αποφάσεις δευτερευούσης σημασίας, είναι χρήσιμο να εξετάζουμε τα υπέρ και τα κατά. Σε κρίσιμα ζητήματα όμως, η απόφαση πρέπει να προέρχεται από την καρδιά.
-Το πρώτο προαπαιτούμενο του πολιτισμού είναι η Δικαιοσύνη.
-Η θρησκεία είναι μια ψευδαίσθηση και αντλεί τη δύναμή της από την ευκολία της να προσαρμόζεται στις ενστικτώδεις μελαγχολικές παρορμήσεις μας.
-Κάποια μέρα κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια που αγωνίστηκες θα σου φαίνονται τα πιο ωραία.
-Η σκέψη είναι δράση σε πρόβα.
-Ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να παλεύει να εξαφανίσει τα σύνδρομα του, αλλά να συντονιστεί με αυτά, γιατί είναι αυτά που κατευθύνουν την επαφή του με τον κόσμο.
Αποφθέγματα:
-Αν ένας άνθρωπος υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της μητέρας του, διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία, που συχνά οδηγεί πραγματικά στην επιτυχία.
-Η θρησκεία είναι νεύρωση.
-Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.
-Η ψυχική ανάπτυξη του ατόμου είναι μια σύντομη επανάληψη της πορείας ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους.
-Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;»
-Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν.
-Η πείρα διδάσκει αργά και αφού πρώτα την πληρώσουμε με τα σφάλματά μας.
-Η αμάθεια γεννάει πάντα την σκληρότητα.
-Σε αποφάσεις δευτερευούσης σημασίας, είναι χρήσιμο να εξετάζουμε τα υπέρ και τα κατά. Σε κρίσιμα ζητήματα όμως, η απόφαση πρέπει να προέρχεται από την καρδιά.
-Το πρώτο προαπαιτούμενο του πολιτισμού είναι η Δικαιοσύνη.
-Η θρησκεία είναι μια ψευδαίσθηση και αντλεί τη δύναμή της από την ευκολία της να προσαρμόζεται στις ενστικτώδεις μελαγχολικές παρορμήσεις μας.
-Κάποια μέρα κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια που αγωνίστηκες θα σου φαίνονται τα πιο ωραία.
-Η σκέψη είναι δράση σε πρόβα.
-Ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να παλεύει να εξαφανίσει τα σύνδρομα του, αλλά να συντονιστεί με αυτά, γιατί είναι αυτά που κατευθύνουν την επαφή του με τον κόσμο.
Όσκαρ Ουάιλντ: Ελλάς
Επηρεασμένο από το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1877.
Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.
* * *
Στο θέατρο του Άργους
Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!
Όσκαρ Ουάιλντ Άργος, 1877
Οscar Wilde
Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.
* * *
Στο θέατρο του Άργους
Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα, το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!
Όσκαρ Ουάιλντ Άργος, 1877
Οscar Wilde
Honoré de Balzac: Το "θέλω" μας καίει, το "μπορώ" μας καταστρέφει
Θα σας φανερώσω με λίγα λόγια ένα μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής.
Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του.
Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: "θέλω" και "μπορώ".
Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. · αλλά το "ξέρω" αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης.
Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις.
Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου.
Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.
Καμιά υπερβολή δεν πλήγωσε ούτε το σώμα μου ούτε την ψυχή μου.
Παρ' όλα αυτά, έχω ιδεί όλον τον κόσμο.
Τα πόδια μου έχουν περπατήσει τα πιο ψηλά βουνά της Ασίας και της Αμερικής, έμαθα όλες τις γλώσσες του κόσμου κ' έχω ζήσει κάτω απ' όλα τα καθεστώτα.
Δάνεισα το χρήμα μου σ' έναν Κινέζο παίρνοντας για ενέχειρο τον πατέρα του, κοιμήθηκα κάτω από την τέντα του Άραβα, εμπιστευμένος στο λόγο της τιμής του, υπόγραφα συμβόλαια σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κι άφησα άφοβα το χρυσάφι μου στα χωριά των αγρίων· μ' έναν λόγο, πέτυχα τα πάντα γιατί ήξερα να περιφρονώ τα πάντα.
Η μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να ιδώ.
Το να βλέπεις, δεν είναι γνώση;
Ω! η γνώση, νέε μου, δεν είναι μια πνευματική απόλαυση;
Τι μένει από την υλική κατοχή ενός πράγματος; μια ιδέα...
Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα
Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του.
Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: "θέλω" και "μπορώ".
Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. · αλλά το "ξέρω" αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης.
Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις.
Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου.
Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.
Καμιά υπερβολή δεν πλήγωσε ούτε το σώμα μου ούτε την ψυχή μου.
Παρ' όλα αυτά, έχω ιδεί όλον τον κόσμο.
Τα πόδια μου έχουν περπατήσει τα πιο ψηλά βουνά της Ασίας και της Αμερικής, έμαθα όλες τις γλώσσες του κόσμου κ' έχω ζήσει κάτω απ' όλα τα καθεστώτα.
Δάνεισα το χρήμα μου σ' έναν Κινέζο παίρνοντας για ενέχειρο τον πατέρα του, κοιμήθηκα κάτω από την τέντα του Άραβα, εμπιστευμένος στο λόγο της τιμής του, υπόγραφα συμβόλαια σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κι άφησα άφοβα το χρυσάφι μου στα χωριά των αγρίων· μ' έναν λόγο, πέτυχα τα πάντα γιατί ήξερα να περιφρονώ τα πάντα.
Η μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να ιδώ.
Το να βλέπεις, δεν είναι γνώση;
Ω! η γνώση, νέε μου, δεν είναι μια πνευματική απόλαυση;
Τι μένει από την υλική κατοχή ενός πράγματος; μια ιδέα...
Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα
Eckhart Tolle: Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να έχουμε ένα σκοπό στο ταξίδι της ζωής μας διαφορετικά, απλώς περιπλανιόμαστε άσκοπα, και σκοπός σημαίνει μέλλον, σωστά; Πώς το συμβιβάζουμε αυτό με το να ζούμε στο παρόν;
Όταν κάνεις ένα ταξίδι, είναι βέβαια χρήσιμο να ξέρεις που πας ή τουλάχιστον τη γενική κατεύθυνση προς την οποία κινείσαι, αλλά μην ξεχνάς: το μόνο πράγμα που τελικά είναι αληθινό σε σχέση με το ταξίδι σου είναι το βήμα που κάνεις ετούτη τη στιγμή. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει.
Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα!
Ανέφερες ότι το να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για το παρελθόν όταν δεν είναι απαραίτητο, είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποφεύγουμε το παρόν. Όμως, πέρα από το παρελθόν που θυμόμαστε και με το οποίο ίσως ταυτιζόμαστε, δεν υπάρχει άλλο ένα επίπεδο παρελθόντος μέσα μας, που είναι πολύ πιο βαθιά εδραιωμένο; Μιλάω για το ασυνείδητο παρελθόν που καθορίζει τη ζωή μας, ιδιαίτερα μέσα από τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ίσως και από εμπειρίες περασμένων ζωών.
Έπειτα υπάρχει και η πολιτισμική μας εκπαίδευση, που έχει να κάνει με το πού ζούμε, γεωγραφικά, καθώς και με την ιστορική χρονική περίοδο στην οποία ζούμε. Όλα αυτά καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο, πώς αντιδρούμε, τι σκεφτόμαστε, τι είδους σχέσεις έχουμε, πώς ζούμε γενικά τη ζωή μας. Πώς είναι δυνατόν να τα συνειδητοποιήσουμε όλ' αυτά ή να απαλλαγούμε απ’ αυτά; Πόσος καιρός θα χρειαζόταν για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα κι αν το καταφέρναμε, τι θα απέμενε τελικά;
Τι απομένει όταν τελειώνει η ψευδαίσθηση;
Δεν είναι ανάγκη να ερευνήσεις το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, παρά μόνο καθώς εκδηλώνεται ετούτη τη στιγμή σαν σκέψη, σαν συναίσθημα, επιθυμία, αντίδραση ή σαν ένα εξωτερικό γεγονός που σου συμβαίνει. Οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρεις γύρω από το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, θα το φέρουν στην επιφάνεια οι προκλήσεις του παρόντος. Αν αρχίσεις να σκαλίζεις το παρελθόν, θα γίνει ένα απύθμενο πηγάδι: υπάρχει πάντα κι άλλο.
Μπορεί να πιστεύεις ότι χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να καταλάβεις το παρελθόν και να ελευθερωθείς απ' αυτό, με άλλα λόγια, ότι το μέλλον θα σε λυτρώσει τελικά από το παρελθόν. Αυτό είναι πλάνη. Μόνο το παρόν μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελθόν. Ο περισσότερος χρόνος δεν μπορεί να σε ελευθερώσει από το χρόνο. Προσέγγισε τη δύναμη του Τώρα. Αυτό είναι το κλειδί.
Τι είναι η δύναμη του Τώρα;
Δεν είναι άλλη από τη δύναμη της παρουσίας σου, είναι η συνειδητότητά σου απαλλαγμένη από σκεπτομορφές.
Ασχολήσου λοιπόν με το παρελθόν στο επίπεδο του παρόντος. Όσο περισσότερη προσοχή δίνεις στο παρελθόν, τόσο περισσότερο το ενεργοποιείς, και τόσο περισσότερο είναι πιθανό να κατασκευάσεις έναν "εαυτό" απ' αυτό. Μην παρανοήσεις αυτό που σου λέω: η προσοχή είναι ουσιαστικής σημασίας, αλλά όχι για το παρελθόν ως παρελθόν.
Δώσε προσοχή στο παρόν δώσε προσοχή στη συμπεριφορά σου, στις αντιδράσεις, τις διαθέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιθυμίες σου, όπως εκδηλώνονται στο παρόν. Εκεί είναι το παρελθόν σε σένα. Αν μπορείς να είσαι αρκετά παρών ώστε να τα παρατηρείς όλ' αυτά, όχι επικριτικά ή αναλυτικά, αλλά χωρίς κρίσεις, τότε αντιμετωπίζεις με επιτυχία το παρελθόν και το διαλύεις με τη δύναμη της παρουσίας σου. Δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου με το να μπαίνεις στο παρελθόν. Βρίσκεις τον εαυτό σου με το να έρθεις στο παρόν.
Το να καταλάβω το παρελθόν δε με βοηθάει να καταλάβω γιατί κάνω ορισμένα πράγματα, γιατί αντιδρώ με ορισμένους τρόπους ή γιατί δημιουργώ ασυνείδητα το δικό μου "δράμα", τα πρότυπά μου στις σχέσεις και τα λοιπά;
Καθώς αποκτάς μεγαλύτερη συνείδηση της παρούσας σου προσωπικότητας, μπορεί ξαφνικά να αποκτήσεις κάποια ενόραση σχετικά με το γιατί η "εκπαίδευσή" σου λειτουργεί με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους - για παράδειγμα, γιατί οι σχέσεις σου ακολουθούν ορισμένα πρότυπα - και μπορεί να θυμηθείς κάποια γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν ή να τα δεις πιο καθαρά. Αυτό ίσως σε βοηθήσει, αλλά δεν είναι ουσιαστικής σημασίας.
Αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η συνειδητή σου παρουσία. Αυτή διαλύει το παρελθόν. Αυτή είναι ο μεταμορφωτικός παράγοντας. Έτσι, μην επιδιώκεις να καταλάβεις το παρελθόν, αλλά γίνε όσο πιο παρών μπορείς.
Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών. Μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν είσαι απών.
Eckhart Tolle, Η δύναμη του Τώρα
Όταν κάνεις ένα ταξίδι, είναι βέβαια χρήσιμο να ξέρεις που πας ή τουλάχιστον τη γενική κατεύθυνση προς την οποία κινείσαι, αλλά μην ξεχνάς: το μόνο πράγμα που τελικά είναι αληθινό σε σχέση με το ταξίδι σου είναι το βήμα που κάνεις ετούτη τη στιγμή. Αυτό είναι το μόνο που υπάρχει.
Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών στο τώρα!
Ανέφερες ότι το να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για το παρελθόν όταν δεν είναι απαραίτητο, είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους αποφεύγουμε το παρόν. Όμως, πέρα από το παρελθόν που θυμόμαστε και με το οποίο ίσως ταυτιζόμαστε, δεν υπάρχει άλλο ένα επίπεδο παρελθόντος μέσα μας, που είναι πολύ πιο βαθιά εδραιωμένο; Μιλάω για το ασυνείδητο παρελθόν που καθορίζει τη ζωή μας, ιδιαίτερα μέσα από τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας, ίσως και από εμπειρίες περασμένων ζωών.
Έπειτα υπάρχει και η πολιτισμική μας εκπαίδευση, που έχει να κάνει με το πού ζούμε, γεωγραφικά, καθώς και με την ιστορική χρονική περίοδο στην οποία ζούμε. Όλα αυτά καθορίζουν το πώς βλέπουμε τον κόσμο, πώς αντιδρούμε, τι σκεφτόμαστε, τι είδους σχέσεις έχουμε, πώς ζούμε γενικά τη ζωή μας. Πώς είναι δυνατόν να τα συνειδητοποιήσουμε όλ' αυτά ή να απαλλαγούμε απ’ αυτά; Πόσος καιρός θα χρειαζόταν για κάτι τέτοιο; Κι ακόμα κι αν το καταφέρναμε, τι θα απέμενε τελικά;
Τι απομένει όταν τελειώνει η ψευδαίσθηση;
Δεν είναι ανάγκη να ερευνήσεις το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, παρά μόνο καθώς εκδηλώνεται ετούτη τη στιγμή σαν σκέψη, σαν συναίσθημα, επιθυμία, αντίδραση ή σαν ένα εξωτερικό γεγονός που σου συμβαίνει. Οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρεις γύρω από το ασυνείδητο παρελθόν μέσα σου, θα το φέρουν στην επιφάνεια οι προκλήσεις του παρόντος. Αν αρχίσεις να σκαλίζεις το παρελθόν, θα γίνει ένα απύθμενο πηγάδι: υπάρχει πάντα κι άλλο.
Μπορεί να πιστεύεις ότι χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να καταλάβεις το παρελθόν και να ελευθερωθείς απ' αυτό, με άλλα λόγια, ότι το μέλλον θα σε λυτρώσει τελικά από το παρελθόν. Αυτό είναι πλάνη. Μόνο το παρόν μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελθόν. Ο περισσότερος χρόνος δεν μπορεί να σε ελευθερώσει από το χρόνο. Προσέγγισε τη δύναμη του Τώρα. Αυτό είναι το κλειδί.
Τι είναι η δύναμη του Τώρα;
Δεν είναι άλλη από τη δύναμη της παρουσίας σου, είναι η συνειδητότητά σου απαλλαγμένη από σκεπτομορφές.
Ασχολήσου λοιπόν με το παρελθόν στο επίπεδο του παρόντος. Όσο περισσότερη προσοχή δίνεις στο παρελθόν, τόσο περισσότερο το ενεργοποιείς, και τόσο περισσότερο είναι πιθανό να κατασκευάσεις έναν "εαυτό" απ' αυτό. Μην παρανοήσεις αυτό που σου λέω: η προσοχή είναι ουσιαστικής σημασίας, αλλά όχι για το παρελθόν ως παρελθόν.
Δώσε προσοχή στο παρόν δώσε προσοχή στη συμπεριφορά σου, στις αντιδράσεις, τις διαθέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιθυμίες σου, όπως εκδηλώνονται στο παρόν. Εκεί είναι το παρελθόν σε σένα. Αν μπορείς να είσαι αρκετά παρών ώστε να τα παρατηρείς όλ' αυτά, όχι επικριτικά ή αναλυτικά, αλλά χωρίς κρίσεις, τότε αντιμετωπίζεις με επιτυχία το παρελθόν και το διαλύεις με τη δύναμη της παρουσίας σου. Δεν μπορείς να βρεις τον εαυτό σου με το να μπαίνεις στο παρελθόν. Βρίσκεις τον εαυτό σου με το να έρθεις στο παρόν.
Το να καταλάβω το παρελθόν δε με βοηθάει να καταλάβω γιατί κάνω ορισμένα πράγματα, γιατί αντιδρώ με ορισμένους τρόπους ή γιατί δημιουργώ ασυνείδητα το δικό μου "δράμα", τα πρότυπά μου στις σχέσεις και τα λοιπά;
Καθώς αποκτάς μεγαλύτερη συνείδηση της παρούσας σου προσωπικότητας, μπορεί ξαφνικά να αποκτήσεις κάποια ενόραση σχετικά με το γιατί η "εκπαίδευσή" σου λειτουργεί με αυτούς τους συγκεκριμένους τρόπους - για παράδειγμα, γιατί οι σχέσεις σου ακολουθούν ορισμένα πρότυπα - και μπορεί να θυμηθείς κάποια γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν ή να τα δεις πιο καθαρά. Αυτό ίσως σε βοηθήσει, αλλά δεν είναι ουσιαστικής σημασίας.
Αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η συνειδητή σου παρουσία. Αυτή διαλύει το παρελθόν. Αυτή είναι ο μεταμορφωτικός παράγοντας. Έτσι, μην επιδιώκεις να καταλάβεις το παρελθόν, αλλά γίνε όσο πιο παρών μπορείς.
Το παρελθόν δεν μπορεί να επιβιώσει όταν είσαι παρών. Μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν είσαι απών.
Eckhart Tolle, Η δύναμη του Τώρα
Βασίλισσα Γκουινεβίρ και Ιππότης Λάνσελοτ
Η ερωτική ιστορία του Ιππότη Λάνσελοτ και της Βασίλισσας Γκουινεβίρ, συζύγου του Βασιλιά Αρθούρου, αποτελεί έναν από τους γνωστότερους θρύλους που σχετίζονται με τον βασιλιά Αρθούρο και μια από τις τραγικότερες ιστορίες αγάπης όλων των εποχών.
Ο θρύλος
Ο Λάνσελοτ ήταν ένας από τους καλύτερους ιππότες του βασιλιά Αρθούρου. Ήταν αφοσιωμένος, έξυπνος, ευγενικός και δυνατός.
Η βασίλισσα Γκουινεβίρ ήταν η σύζυγος του Αρθούρου. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές ιστορίες το 1325 μ.Χ. στην ουαλική ιστορία Culhwch ac Olwen, ως σύζυγος του Αρθούρου. Σε μετέπειτα μεσαιωνικές ιστορίες, είναι η κόρη του βασιλιά Leodegrance, και παντρεύεται τον Αρθούρο όταν είναι και οι δύο ακόμα πολύ μικροί. Ο Αρθούρος χρειαζόταν έναν αρσενικό κληρονόμο, όμως η Γκουινεβίρ δεν έκανε παιδιά. Αυτό τους έκανε και τους δύο πολύ δυσαρεστημένους.
Ο Λάνσελοτ γνώρισε τη Γκουινεβίρ στο κάστρο του βασιλιά κι ένα ειδύλλιο άρχισε να ανθίζει μεταξύ τους. Σύντομα, έγιναν εραστές, πίσω από την πλάτη του Αρθούρου, με τις φήμες να οργιάζουν.
Ωστόσο, γρήγορα οι ανιψιοί του Αρθούρου, Μόρντρεντ και Άγκραβαϊν, αποκαλύπτουν στον Αρθούρο τη σχέση του Λάνσελοτ και της Γκουινεβίρ. Ο Λάνσελοτ δραπετεύει για να σώσει την ζωή του. Η δε Γκουινεβίρ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από τον άντρα της να καεί στην πυρά. Ο Λάνσελοτ καταφέρνει να τη σώσει την τελευταία στιγμή, σκοτώνοντας δύο από τους υπηρέτες.
Στη συνέχεια, ο βασιλιάς Αρθούρος πρέπει να πάει στη Γαλλία για να πολεμήσει τον Λάνσελοτ και αφήνει τον Μόρντρετ υπεύθυνο. Κατά την απουσία του Αρθούρου, ο Μόρντρεντ έκανε τον εαυτό του βασιλιά κι ανάγκασε την Γκουινεβίρ να τον παντρευτεί. Ο Αρθούρος επανέρχεται για να σώσει το βασίλειό του και την Γκουινεβίρ.
Μετά τη μάχη μεταξύ του Αρθούρου και του Μόρντρεντ, η Γκουινεβίρ και ο Λάνσελοτ συναντιούνται για τελευταία φορά και στη συνέχεια η Γκουινεβίρ μπαίνει σε μοναστήρι και μένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής της, ενώ ο Λάνσελοτ γίνεται ερημίτης.
Ο θρύλος
Ο Λάνσελοτ ήταν ένας από τους καλύτερους ιππότες του βασιλιά Αρθούρου. Ήταν αφοσιωμένος, έξυπνος, ευγενικός και δυνατός.
Η βασίλισσα Γκουινεβίρ ήταν η σύζυγος του Αρθούρου. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτές ιστορίες το 1325 μ.Χ. στην ουαλική ιστορία Culhwch ac Olwen, ως σύζυγος του Αρθούρου. Σε μετέπειτα μεσαιωνικές ιστορίες, είναι η κόρη του βασιλιά Leodegrance, και παντρεύεται τον Αρθούρο όταν είναι και οι δύο ακόμα πολύ μικροί. Ο Αρθούρος χρειαζόταν έναν αρσενικό κληρονόμο, όμως η Γκουινεβίρ δεν έκανε παιδιά. Αυτό τους έκανε και τους δύο πολύ δυσαρεστημένους.
Ο Λάνσελοτ γνώρισε τη Γκουινεβίρ στο κάστρο του βασιλιά κι ένα ειδύλλιο άρχισε να ανθίζει μεταξύ τους. Σύντομα, έγιναν εραστές, πίσω από την πλάτη του Αρθούρου, με τις φήμες να οργιάζουν.
Ωστόσο, γρήγορα οι ανιψιοί του Αρθούρου, Μόρντρεντ και Άγκραβαϊν, αποκαλύπτουν στον Αρθούρο τη σχέση του Λάνσελοτ και της Γκουινεβίρ. Ο Λάνσελοτ δραπετεύει για να σώσει την ζωή του. Η δε Γκουινεβίρ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από τον άντρα της να καεί στην πυρά. Ο Λάνσελοτ καταφέρνει να τη σώσει την τελευταία στιγμή, σκοτώνοντας δύο από τους υπηρέτες.
Στη συνέχεια, ο βασιλιάς Αρθούρος πρέπει να πάει στη Γαλλία για να πολεμήσει τον Λάνσελοτ και αφήνει τον Μόρντρετ υπεύθυνο. Κατά την απουσία του Αρθούρου, ο Μόρντρεντ έκανε τον εαυτό του βασιλιά κι ανάγκασε την Γκουινεβίρ να τον παντρευτεί. Ο Αρθούρος επανέρχεται για να σώσει το βασίλειό του και την Γκουινεβίρ.
Μετά τη μάχη μεταξύ του Αρθούρου και του Μόρντρεντ, η Γκουινεβίρ και ο Λάνσελοτ συναντιούνται για τελευταία φορά και στη συνέχεια η Γκουινεβίρ μπαίνει σε μοναστήρι και μένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής της, ενώ ο Λάνσελοτ γίνεται ερημίτης.
Αυτογνωσία και ψυχής επιμέλεια
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Εγώ, Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε σας· και όσο θα αναπνέω και θα έχω τη δύναμη, δε θα σταματήσω να φιλοσοφώ και να σας παρακινώ και να κάνω υποδείξεις σε οποίον από σας τύχει να συναντήσω, λέγοντας αυτά που συνηθίζω: «Άνθρωπε σπουδαίε, ενώ είσαι Αθηναίος, πολίτης της μεγαλύτερης και της πιο φημισμένης πόλης για τη σοφία και την ισχύ της, δεν ντρέπεσαι από τη μια να πασχίζεις να αποκτήσεις όσο γίνεται περισσότερα χρήματα, φήμη και τιμές, ενώ από την άλλη για τη φρόνηση και την αλήθεια και το πώς η ψυχή σου θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη ούτε φροντίζεις ούτε μεριμνάς:»
Γιατί, να το ξέρετε καλά, αυτά διατάζει ο θεός και εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερο καλό για την πόλη από τη δική μου δραστηριότητα στην υπηρεσία του θεού. Γιατί εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τριγυρίζω και να προσπαθώ να σας πείσω όλους, νέους και γέρους, να μη φροντίζετε πρώτα από όλα και με τόσο ζήλο για το σώμα σας και τα χρήματα, αλλά για το πώς θα κάνετε την ψυχή σας όσο το δυνατόν καλύτερη.Σας λέω ότι «δε δημιουργείται από τα χρήματα η αρετή, αλλά από την αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα αγαθά των ανθρώπων, και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή».
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους
Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν θα επιβιώσει
Σχεδόν τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων είναι ένα ψέμα. Γι’ αυτό ζητώ από τους μαθητές μου να ακολουθήσουν τρεις κανόνες θέασης της αλήθειας. Ο πρώτος είναι: Μη με πιστεύετε. Δεν χρειάζεται να με πιστεύετε- απλά σκεφτείτε και κάντε τις επιλογές σας. Πιστέψτε ό,τι θέλετε από αυτά που σας λέω και μόνο αν σας ακούγεται λογικό, αν σας κάνει χαρούμενους. Αν σας οδηγεί στην αφύπνισή σας, τότε επιλέξτε να το πιστέψετε. Είμαι υπεύθυνος για όσα λέω, αλλά όχι για αυτό που καταλαβαίνετε. Ζούμε σε εντελώς διαφορετικό όνειρο. Αυτό που λέω, ακόμη και αν είναι αλήθεια για μένα, δεν είναι απαραίτητα και για σας. Ο πρώτος κανόνας, λοιπόν, είναι εύκολος: Μη με πιστεύετε.
Ο δεύτερος κανόνας είναι πιο δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας. Μην πιστεύετε τα ψέματα που λέτε στον εαυτό σας – τα ψέματα που δεν επιλέξατε, αλλά σας προγραμμάτισαν να πιστεύετε. Μην πιστεύετε τον εαυτό σας όταν λέτε ότι δεν είστε αρκετά καλοί, δυνατοί ή ευφυείς. Μην πιστεύετε τα όρια και τους περιορισμούς που βάζετε στον εαυτό σας. Μην πιστεύετε ότι δεν αξίζετε την ευτυχία ή την αγάπη. Μην πιστεύετε ότι δεν είστε όμορφοι. Μην πιστεύετε ό,τι σας κάνει να υποφέρετε. Μην πιστεύετε στο δράμα σας. Μην πιστεύετε τον Κριτή ή το Θύμα που έχετε μέσα σας. Μην πιστεύετε την εσωτερική σας φωνή που σας λέει πόσο ανόητοι είστε, που σας λέει να αυτοκτονήσετε. Μην τα πιστεύετε, γιατί δεν είναι αλήθεια. Ανοίξτε τα αυτιά σας, ανοίξτε την καρδιά σας και ακούστε. Όταν ακούτε την καρδιά σας να σας οδηγεί στην ευτυχία, επιλέξτε να την ακολουθήσετε μέχρι το τέλος. Όμως, μην πιστεύετε τον εαυτό σας μόνο και μόνο επειδή σας λέει κάτι, γιατί πάνω από το 80% όσων πιστεύετε είναι ψέματα – απλά δεν είναι αλήθεια. Ο δεύτερος κανόνας, λοιπόν, είναι δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας.
Ο τρίτος κανόνας είναι: Μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί ούτως ή άλλως λένε συνεχώς ψέματα. Όταν δεν έχετε πια συναισθηματικές πληγές, όταν δεν έχετε την ανάγκη να πιστέψετε τους άλλους για να γίνετε αποδεκτοί, βλέπετε τα πάντα πιο καθαρά. Βλέπετε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, αν είναι αλήθεια ή όχι. Κάτι που είναι αλήθεια τώρα, μπορεί σε λίγο να μην είναι, και το αντίστροφο. Όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα, αν, όμως, έχετε επίγνωση αντιλαμβάνεστε την αλλαγή. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί θα χρησιμοποιήσουν την αφέλειά σας για να σας χειραγωγήσουν. Μην πιστεύετε κανέναν που σας λέει ότι ήρθε από τις Πλειάδες και θέλει να σώσει τον κόσμο. Δεν έχουμε ανάγκη από σωτήρες. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από εξωγήινους που θα έρθουν από κάπου αλλού για να μας σώσουν. Ο κόσμος είναι ζωντανός- είναι ένα ζωντανό ον και είναι ευφυέστερος από όλους εμάς μαζί. Αν πιστεύουμε ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από σωτήρες, αργά ή γρήγορα κάποιος θα έρθει και θα πει: “Ακούστε, έρχεται ένας κομήτης, πρέπει να φύγουμε από τον πλανήτη. Αυτοκτονήστε, και ιδού! Η ψυχή σας θα ανέβει στον κομήτη και θα πάει στον παράδεισο”. Μην πιστεύετε αυτούς τους μύθους. Εσείς δημιουργείτε το δικό σας όνειρο για τον παράδεισο και κανείς δεν μπορεί να το δημιουργήσει για σας. Το μόνο που χρειάζεστε για να φτάσετε στην ευτυχία σας, στο δικό σας δημιούργημα, είναι κοινή λογική. Ο τρίτος κανόνας είναι δύσκολος, γιατί έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε τους άλλους. Μην τους πιστεύετε.
Μην πιστεύετε εμένα, μην πιστεύετε τον εαυτό σας, μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Όταν δεν πιστεύετε κανέναν, ό,τι δεν είναι αλήθεια σε αυτόν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων θα εξαφανιστεί. Τα πράγματα είναι όπως είναι. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσετε την αλήθεια· δεν χρειάζεται να την εξηγήσετε. Η αλήθεια δεν χρειάζεται τη στήριξη κανενός. Τα ψέματα χρειάζονται τη στήριξή σας. Πρέπει να δημιουργήσετε ένα ψέμα για να στηρίξετε το προηγούμενο και ούτω καθεξής, μέχρι που δημιουργείτε ένα οικοδόμημα από ψέματα και, όταν αποκαλύπτεται τελικά η αλήθεια, όλα καταρρέουν. Όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να νιώσετε τύψεις επειδή λέτε ψέματα.
Τα περισσότερα ψέματα εξανεμίζονται όταν σταματήσουμε να τα πιστεύουμε. Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν θα επιβιώσει μιας σκεπτικιστικής διάθεσης, αλλά η αλήθεια πάντα επιβιώνει. Η αλήθεια ισχύει πάντα, είτε την πιστεύετε είτε όχι. Το σώμα σας είναι φτιαγμένο από άτομα. Δεν χρειάζεται να το πιστέψετε. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, είναι αλήθεια. Μόνο η αλήθεια θα μείνει, και αυτό ισχύει και για τις απόψεις που έχετε για τον εαυτό σας.
Είπαμε ότι όταν ήμασταν παιδιά, δεν είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε τι θα πιστέψουμε και τι όχι. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα που μεγαλώσαμε, έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε. Μπορούμε να πιστέψουμε ή να μην πιστέψουμε. Ακόμη κι αν κάτι δεν είναι αλήθεια, μπορεί να επιλέξουμε να το πιστέψουμε απλά και μόνο επειδή το θέλουμε.
Μπορείτε να επιλέξετε πώς να ζήσετε τη ζωή σας. Κι αν είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας, θα ξέρετε ότι είστε πάντα ελεύθεροι να κάνετε νέες επιλογές.
Ο δεύτερος κανόνας είναι πιο δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας. Μην πιστεύετε τα ψέματα που λέτε στον εαυτό σας – τα ψέματα που δεν επιλέξατε, αλλά σας προγραμμάτισαν να πιστεύετε. Μην πιστεύετε τον εαυτό σας όταν λέτε ότι δεν είστε αρκετά καλοί, δυνατοί ή ευφυείς. Μην πιστεύετε τα όρια και τους περιορισμούς που βάζετε στον εαυτό σας. Μην πιστεύετε ότι δεν αξίζετε την ευτυχία ή την αγάπη. Μην πιστεύετε ότι δεν είστε όμορφοι. Μην πιστεύετε ό,τι σας κάνει να υποφέρετε. Μην πιστεύετε στο δράμα σας. Μην πιστεύετε τον Κριτή ή το Θύμα που έχετε μέσα σας. Μην πιστεύετε την εσωτερική σας φωνή που σας λέει πόσο ανόητοι είστε, που σας λέει να αυτοκτονήσετε. Μην τα πιστεύετε, γιατί δεν είναι αλήθεια. Ανοίξτε τα αυτιά σας, ανοίξτε την καρδιά σας και ακούστε. Όταν ακούτε την καρδιά σας να σας οδηγεί στην ευτυχία, επιλέξτε να την ακολουθήσετε μέχρι το τέλος. Όμως, μην πιστεύετε τον εαυτό σας μόνο και μόνο επειδή σας λέει κάτι, γιατί πάνω από το 80% όσων πιστεύετε είναι ψέματα – απλά δεν είναι αλήθεια. Ο δεύτερος κανόνας, λοιπόν, είναι δύσκολος: Μην πιστεύετε τον εαυτό σας.
Ο τρίτος κανόνας είναι: Μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί ούτως ή άλλως λένε συνεχώς ψέματα. Όταν δεν έχετε πια συναισθηματικές πληγές, όταν δεν έχετε την ανάγκη να πιστέψετε τους άλλους για να γίνετε αποδεκτοί, βλέπετε τα πάντα πιο καθαρά. Βλέπετε αν κάτι είναι μαύρο ή άσπρο, αν είναι αλήθεια ή όχι. Κάτι που είναι αλήθεια τώρα, μπορεί σε λίγο να μην είναι, και το αντίστροφο. Όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα, αν, όμως, έχετε επίγνωση αντιλαμβάνεστε την αλλαγή. Μην πιστεύετε τους άλλους, γιατί θα χρησιμοποιήσουν την αφέλειά σας για να σας χειραγωγήσουν. Μην πιστεύετε κανέναν που σας λέει ότι ήρθε από τις Πλειάδες και θέλει να σώσει τον κόσμο. Δεν έχουμε ανάγκη από σωτήρες. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από εξωγήινους που θα έρθουν από κάπου αλλού για να μας σώσουν. Ο κόσμος είναι ζωντανός- είναι ένα ζωντανό ον και είναι ευφυέστερος από όλους εμάς μαζί. Αν πιστεύουμε ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από σωτήρες, αργά ή γρήγορα κάποιος θα έρθει και θα πει: “Ακούστε, έρχεται ένας κομήτης, πρέπει να φύγουμε από τον πλανήτη. Αυτοκτονήστε, και ιδού! Η ψυχή σας θα ανέβει στον κομήτη και θα πάει στον παράδεισο”. Μην πιστεύετε αυτούς τους μύθους. Εσείς δημιουργείτε το δικό σας όνειρο για τον παράδεισο και κανείς δεν μπορεί να το δημιουργήσει για σας. Το μόνο που χρειάζεστε για να φτάσετε στην ευτυχία σας, στο δικό σας δημιούργημα, είναι κοινή λογική. Ο τρίτος κανόνας είναι δύσκολος, γιατί έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε τους άλλους. Μην τους πιστεύετε.
Μην πιστεύετε εμένα, μην πιστεύετε τον εαυτό σας, μην πιστεύετε κανέναν άλλο. Όταν δεν πιστεύετε κανέναν, ό,τι δεν είναι αλήθεια σε αυτόν τον κόσμο των ψευδαισθήσεων θα εξαφανιστεί. Τα πράγματα είναι όπως είναι. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσετε την αλήθεια· δεν χρειάζεται να την εξηγήσετε. Η αλήθεια δεν χρειάζεται τη στήριξη κανενός. Τα ψέματα χρειάζονται τη στήριξή σας. Πρέπει να δημιουργήσετε ένα ψέμα για να στηρίξετε το προηγούμενο και ούτω καθεξής, μέχρι που δημιουργείτε ένα οικοδόμημα από ψέματα και, όταν αποκαλύπτεται τελικά η αλήθεια, όλα καταρρέουν. Όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται να νιώσετε τύψεις επειδή λέτε ψέματα.
Τα περισσότερα ψέματα εξανεμίζονται όταν σταματήσουμε να τα πιστεύουμε. Ό,τι δεν είναι αλήθεια δεν θα επιβιώσει μιας σκεπτικιστικής διάθεσης, αλλά η αλήθεια πάντα επιβιώνει. Η αλήθεια ισχύει πάντα, είτε την πιστεύετε είτε όχι. Το σώμα σας είναι φτιαγμένο από άτομα. Δεν χρειάζεται να το πιστέψετε. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, είναι αλήθεια. Μόνο η αλήθεια θα μείνει, και αυτό ισχύει και για τις απόψεις που έχετε για τον εαυτό σας.
Είπαμε ότι όταν ήμασταν παιδιά, δεν είχαμε την ευκαιρία να επιλέξουμε τι θα πιστέψουμε και τι όχι. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα που μεγαλώσαμε, έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε. Μπορούμε να πιστέψουμε ή να μην πιστέψουμε. Ακόμη κι αν κάτι δεν είναι αλήθεια, μπορεί να επιλέξουμε να το πιστέψουμε απλά και μόνο επειδή το θέλουμε.
Μπορείτε να επιλέξετε πώς να ζήσετε τη ζωή σας. Κι αν είστε ειλικρινείς με τον εαυτό σας, θα ξέρετε ότι είστε πάντα ελεύθεροι να κάνετε νέες επιλογές.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: ψυχική γαλήνη
Γιατί την ψυχική γαλήνη τη φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή.
Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες.
Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς το νου του σε πράγματα που ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Να μη δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν. Με αυτό τον τρόπο, τα πράγματα που είναι κοντά του και τα έχει στη διάθεσή του μπορεί κάλλιστα να του φανούν μεγάλα και αξιοζήλευτα· η ψυχή του δεν θα υποφέρει πια επιθυμώντας περισσότερα.
Γιατί όποιος θαυμάζει τους ανθρώπους που έχουν πλούτη και μακαρίζονται από τους άλλους, όποιος εντρυφεί συνεχώς στις αναμνήσεις του, αναγκάζεται να σκαρφίζεται πάντοτε κάτι καινούριο και να σπρώχνεται από την επιθυμία του σε πράξεις ανεπανόρθωτες και παράνομες. Γι᾽ αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Έχοντας στο νου του πόσα υποφέρουν εκείνοι, πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του για το πόσο καλύτερα ζει ο ίδιος. Γιατί αν το βάλεις αυτό καλά στο νου σου, θα ζεις πιο γαλήνια και θα αποτρέψεις όχι λίγα κακά στη ζωή σου -το φθόνο, τη ζήλια και την κακεντρέχεια.
Αρχαίο Κείμενο:
ἀνθρώποισι γὰρ εὐθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος καὶ βίου συμμετρίῃ· τὰ δ᾽ ἐλλείποντα καὶ ὑπερβάλλοντα μεταπίπτειν τε φιλεῖ καὶ μεγάλας κινήσιας ἐμποιεῖν τῇ ψυχῇ. αἱ δ᾽ ἐκ μεγάλων διαστημάτων κινούμεναι τῶν ψυχέων οὔτε εὐσταθέες εἰσὶν οὔτε εὔθυμοι. ἐπὶ τοῖς δυνατοῖς οὖν δεῖ ἔχειν τὴν γνώμην καὶ τοῖς παρεοῦσιν ἀρκέεσθαι τῶν μὲν ζηλουμένων καὶ θαυμαζομένων ὀλίγην μνήμην ἔχοντα καὶ τῇ διανοίᾳ μὴ προσεδρεύοντα, τῶν δὲ ταλαιπωρεόντων τοὺς βίους θεωρέειν, ἐννοούμενον ἃ πάσχουσι κάρτα, ὅκως ἂν τὰ παρεόντα σοι καὶ ὑπάρχοντα μεγάλα καὶ ζηλωτὰ φαίνηται, καὶ μηκέτι πλειόνων ἐπιθυμέοντι συμβαίνῃ κακοπαθεῖν τῇ ψυχῇ. ὁ γὰρ θαυμάζων τοὺς ἔχοντας καὶ μακαριζομένους ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῇ μνήμῃ πᾶσαν ὥραν προσεδρεύων ἀεὶ ἐπικαινουργεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι᾽ ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν. διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι χρεών, ἐπὶ δὲ τοῖς εὐθυμέεσθαι χρεών, παραβάλλοντα τὸν ἑωυτοῦ βίον πρὸς τὸν τῶν φαυλότερον πρησσόντων καὶ μακαρίζειν ἑωυτὸν ἐνθυμεύμενον ἃ πάσχουσιν, ὁκόσῳ αὐτέων βέλτιον πρήσσει τε καὶ διάγει. ταύτης γὰρ ἐχόμενος τῆς γνώμης εὐθυμότερόν τε διάξεις καὶ οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι, φθόνον καὶ ζῆλον καὶ δυσμενίην.
Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες.
Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς το νου του σε πράγματα που ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει. Να μη δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν. Με αυτό τον τρόπο, τα πράγματα που είναι κοντά του και τα έχει στη διάθεσή του μπορεί κάλλιστα να του φανούν μεγάλα και αξιοζήλευτα· η ψυχή του δεν θα υποφέρει πια επιθυμώντας περισσότερα.
Γιατί όποιος θαυμάζει τους ανθρώπους που έχουν πλούτη και μακαρίζονται από τους άλλους, όποιος εντρυφεί συνεχώς στις αναμνήσεις του, αναγκάζεται να σκαρφίζεται πάντοτε κάτι καινούριο και να σπρώχνεται από την επιθυμία του σε πράξεις ανεπανόρθωτες και παράνομες. Γι᾽ αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Έχοντας στο νου του πόσα υποφέρουν εκείνοι, πρέπει να μακαρίζει τον εαυτό του για το πόσο καλύτερα ζει ο ίδιος. Γιατί αν το βάλεις αυτό καλά στο νου σου, θα ζεις πιο γαλήνια και θα αποτρέψεις όχι λίγα κακά στη ζωή σου -το φθόνο, τη ζήλια και την κακεντρέχεια.
Αρχαίο Κείμενο:
ἀνθρώποισι γὰρ εὐθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος καὶ βίου συμμετρίῃ· τὰ δ᾽ ἐλλείποντα καὶ ὑπερβάλλοντα μεταπίπτειν τε φιλεῖ καὶ μεγάλας κινήσιας ἐμποιεῖν τῇ ψυχῇ. αἱ δ᾽ ἐκ μεγάλων διαστημάτων κινούμεναι τῶν ψυχέων οὔτε εὐσταθέες εἰσὶν οὔτε εὔθυμοι. ἐπὶ τοῖς δυνατοῖς οὖν δεῖ ἔχειν τὴν γνώμην καὶ τοῖς παρεοῦσιν ἀρκέεσθαι τῶν μὲν ζηλουμένων καὶ θαυμαζομένων ὀλίγην μνήμην ἔχοντα καὶ τῇ διανοίᾳ μὴ προσεδρεύοντα, τῶν δὲ ταλαιπωρεόντων τοὺς βίους θεωρέειν, ἐννοούμενον ἃ πάσχουσι κάρτα, ὅκως ἂν τὰ παρεόντα σοι καὶ ὑπάρχοντα μεγάλα καὶ ζηλωτὰ φαίνηται, καὶ μηκέτι πλειόνων ἐπιθυμέοντι συμβαίνῃ κακοπαθεῖν τῇ ψυχῇ. ὁ γὰρ θαυμάζων τοὺς ἔχοντας καὶ μακαριζομένους ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῇ μνήμῃ πᾶσαν ὥραν προσεδρεύων ἀεὶ ἐπικαινουργεῖν ἀναγκάζεται καὶ ἐπιβάλλεσθαι δι᾽ ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν. διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι χρεών, ἐπὶ δὲ τοῖς εὐθυμέεσθαι χρεών, παραβάλλοντα τὸν ἑωυτοῦ βίον πρὸς τὸν τῶν φαυλότερον πρησσόντων καὶ μακαρίζειν ἑωυτὸν ἐνθυμεύμενον ἃ πάσχουσιν, ὁκόσῳ αὐτέων βέλτιον πρήσσει τε καὶ διάγει. ταύτης γὰρ ἐχόμενος τῆς γνώμης εὐθυμότερόν τε διάξεις καὶ οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι, φθόνον καὶ ζῆλον καὶ δυσμενίην.
Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης
Το μυαλό μας έχει την ανάγκη να μειώνει την πληροφορία και γι’ αυτό τον λόγο είναι πιθανότερο να προσπαθήσουμε να στριμώξουμε ένα φαινόμενο σε κάποια γνωστή κατηγορία (ακρωτηριάζοντας το άγνωστο) παρά να καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση και να το κάνουμε πιο χειροπιαστό. Χάρη στην ικανότητά μας να ανιχνεύουμε ανύπαρκτα μοτίβα αλλά και πραγματικά, το τυχαίο θα φαίνεται λιγότερο τυχαίο και πιο βέβαιο – ο υπερδραστήριος εγκέφαλός μας είναι πιθανότερο να επιβάλει τη λανθασμένη, απλοϊκή αφήγηση παρά καμία απολύτως αφήγηση.
Είμαστε στιβαροί όταν τα λάθη στην αναπαράσταση του αγνώστου και στην κατανόηση των τυχαίων γεγονότων δεν οδηγούν σε δυσμενή αποτελέσματα – διαφορετικά είμαστε ευάλωτοι.
Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από τους αφορισμούς μου, σέβομαι τις μεθόδους στιβαρότητας της μητέρας φύσης (το πέρασμα δισεκατομμυρίων χρόνων επιτρέπει στα περισσότερα από τα αδύναμα να καταστραφούν)· η κλασική σκέψη είναι πιο στιβαρή (στον σεβασμό της απέναντι στο άγνωστο, στην επιστημική ταπεινότητα) απ’ ό,τι ο σύγχρονος, μετα-διαφωτιστικός, αφελής, ψευτο-επιστημονικός αυτισμός. Έτσι, οι κλασικές μου αξίες με κάνουν να υποστηρίζω το τρίπτυχο ευρυμάθεια, φινέτσα και θάρρος, έναντι της ψευτιάς, των σπασίκλων και του φιλισταϊσμού της σύγχρονης εποχής.
Η τέχνη είναι στιβαρή· η επιστήμη όχι πάντα (για να το θέσω λεπτά). Κάποιες Προκρούστειες κλίνες δίνουν νόημα στη ζωή: η τέχνη και η πιο ισχυρή από όλες, ο ποιητικός αφορισμός.
Το μυαλό μπορεί να αποτελέσει εξαιρετικό εργαλείο αυταπάτης – δεν σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει πολυπλοκότητες και μη γραμμικές αβεβαιότητες. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, περισσότερη πληροφορία σημαίνει και περισσότερες αυταπάτες: η ικανότητά μας να εντοπίζουμε ανύπαρκτα μοτίβα αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως παρενέργεια της νεωτερικότητας και της εποχής της πληροφορίας: υπάρχει μια ασυμβατότητα μεταξύ του μπερδεμένου τυχαίου του πλούσιου σε πληροφορία σύγχρονου κόσμου μας, με όλες τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις του, και των ερμηνειών που δίνουμε εμείς στα γεγονότα, που προέρχονται από ένα απλούστερο προγονικό περιβάλλον. Η δομή του μυαλού μας βρίσκεται σε συνεχώς αυξανόμενη ασυμφωνία με τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Από την εποχή του Διαφωτισμού, στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού (πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα ώστε να βγάζουν νόημα) και εμπειρισμού (πώς είναι τα πράγματα), κατηγορούμε τον κόσμο, επειδή δεν χωρά στα κρεβάτια των «ορθολογικών» μοντέλων, προσπαθούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους ώστε να ταιριάξουν στην τεχνολογία, παραποιούμε την ηθική μας ώστε να ταιριάξει με την ανάγκη μας για εργασία, ζητάμε από την οικονομική ζωή να χωρέσει στις θεωρίες των οικονομολόγων και από την ανθρώπινη ζωή να στριμωχτεί σε μια αφήγηση.
Από την εποχή του Διαφωτισμού, στη μεγάλη διαμάχη μεταξύ ορθολογισμού (πώς θα θέλαμε να είναι τα πράγματα ώστε να βγάζουν νόημα) και εμπειρισμού (πώς είναι τα πράγματα), κατηγορούμε τον κόσμο, επειδή δεν χωρά στα κρεβάτια των «ορθολογικών» μοντέλων, προσπαθούμε να αλλάξουμε τους ανθρώπους ώστε να ταιριάξουν στην τεχνολογία, παραποιούμε την ηθική μας ώστε να ταιριάξει με την ανάγκη μας για εργασία, ζητάμε από την οικονομική ζωή να χωρέσει στις θεωρίες των οικονομολόγων και από την ανθρώπινη ζωή να στριμωχτεί σε μια αφήγηση.
Είμαστε στιβαροί όταν τα λάθη στην αναπαράσταση του αγνώστου και στην κατανόηση των τυχαίων γεγονότων δεν οδηγούν σε δυσμενή αποτελέσματα – διαφορετικά είμαστε ευάλωτοι.
Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης από τους αφορισμούς μου, σέβομαι τις μεθόδους στιβαρότητας της μητέρας φύσης (το πέρασμα δισεκατομμυρίων χρόνων επιτρέπει στα περισσότερα από τα αδύναμα να καταστραφούν)· η κλασική σκέψη είναι πιο στιβαρή (στον σεβασμό της απέναντι στο άγνωστο, στην επιστημική ταπεινότητα) απ’ ό,τι ο σύγχρονος, μετα-διαφωτιστικός, αφελής, ψευτο-επιστημονικός αυτισμός. Έτσι, οι κλασικές μου αξίες με κάνουν να υποστηρίζω το τρίπτυχο ευρυμάθεια, φινέτσα και θάρρος, έναντι της ψευτιάς, των σπασίκλων και του φιλισταϊσμού της σύγχρονης εποχής.
Η τέχνη είναι στιβαρή· η επιστήμη όχι πάντα (για να το θέσω λεπτά). Κάποιες Προκρούστειες κλίνες δίνουν νόημα στη ζωή: η τέχνη και η πιο ισχυρή από όλες, ο ποιητικός αφορισμός.
Η Ιλιάδα διδάσκει ότι στον Πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Την καταδίκη του πολέμου, ο Όμηρος την καθιστά ξεκάθαρη επανειλημμένως και μάλιστα μεγαλοπρεπώς όσο πουθενά αλλού, στην πασίγνωστη σκηνή προς το τέλος της Ιλιάδας, όπου ο βασιλιάς Πρίαμος πηγαίνει μέσα στη νύχτα στο ελληνικό στρατόπεδο, και παρουσιάζεται ως ικέτης ενώπιον του Αχιλλέα. Σε διαφορετικούς χρόνους μέσα στο έπος, οι δύο άνδρες έχουν ικετέψει τους Ολύμπιους θεούς, χωρίς όμως οι παρακλήσεις τους να εισακουστούν. Τώρα, αποστολή του Πριάμου είναι να ικετέψει για το σώμα του αγαπημένου του γιου, του Έκτορα, τον οποίο ο Αχιλλέας σκότωσε για να εκδικηθεί τον θάνατο του δικού του συντρόφου, του Πάτροκλου. Στα γόνατα του Αχιλλέα, ο Πρίαμος ικετεύει:
«Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,
τον κύρη σου Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια·
τι εβάστηξα, ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,
του αντρός που τον γιο μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!
Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για τον δικό του κύρη,
κι έσπρωξε ανάλαφρα τον γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.
Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου
του Εχτόρου, κι έκλαιγεν ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·
θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε
τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιομίζαν το καλύβι.»
(Ραψ. Ω, 503-512).
Η δύναμη αυτής της σκηνής δεν απορρέει μόνο από αφηγηματική ευφυΐα, αλλά και από την προσήλωση της Ιλιάδας στην ίδια της την ιστορία.
Η παράδοση του έπους καταγόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα από την περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά ύστερα από την κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού, μεταφέρθηκε, μαζί με τους ποιητές που μετανάστευσαν ανατολικά, στο νησί της Λέσβου και την βορειοδυτική ακτή της Ανατολίας (Τουρκίας σήμερα), η οποία συμπεριλαμβάνει την περιοχή γύρω από την Τροία: Αυτό γνωρίζουμε από γλωσσολογικές έρευνες, από την αρχαιολογία, κι από αρχαίες αναφορές.
Έτσι, μπορεί μεν στην πρώιμη μορφή της η Ιλιάδα να παρουσιαζόταν κατά πάσα πιθανότητα ενώπιον ως επί το πλείστον ελληνικών ακροατηρίων, στη συνέχεια όμως, την εποχή του Ομήρου, το ακροατήριο προερχόταν και από την Ανατολία, ενώ επιπλέον ενδέχεται να αντιμετώπιζε με συμπάθεια και τους Τρώες. Οι ποιητές προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Ιλιάδας να είναι η σταθερή συμπάθεια που εκδηλώνει προς τους Τρώες, οι οποίοι απεικονίζονται ως αδελφά θύματα του πολέμου, κι όχι μονάχα ως εχθροί.
Τι θα είχε συμβεί αλήθεια, αν οι Έλληνες ποιητές που παρουσίαζαν την Ιλιάδα στην Ανατολία, είχαν παραλείψει να την προσαρμόσουν στις ευαισθησίες των διαρκώς μεταβαλλόμενων ακροατηρίων τους; Τι θα είχε γίνει, αν είχαν κωφεύσει στην πορεία της στρατιωτικής ιστορίας των χρόνων εκείνων, και τις συνεπαγόμενες μετατοπίσεις πληθυσμών που αντιμετώπισαν; Ποια θα ήταν η εξέλιξη αν ο Όμηρος έβαζε τον Αχιλλέα να στείλει πίσω τον Πρίαμο άπραγο; Ή να τον κακομεταχειριστεί, να τον ταπεινώσει ή να τον σκοτώσει; Θα ήταν σήμερα η ιστορία διαφορετική, ή όχι;
Πιθανώς όχι. Αλλά σίγουρα, ο κόσμος θα είχε χάσει κάτι. Κι αυτό το κάτι, δεν είναι μονάχα μια μνημειώδης σκηνή στους κόλπους ενός μεγαλειώδους και μακροσκελούς αφηγήματος, αλλά μια πρωτογενής διαπίστωση για την ανθρωπότητα – η οποία έγινε τελικώς αισθητή χάρη στον ακλόνητο ρεαλισμό της μακράς παράδοσης αυτού του έπους.
Ο Λογγίνος, λόγιος του 1ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε ότι «καταγράφοντας τους τραυματισμούς των θεών, τους καυγάδες, την εκδίκησή τους, τα δάκρυα, τις φυλακίσεις και όλα τα πολύμορφα πάθη τους, ο Όμηρος, έκανε μέσα στην Ιλιάδα ό,τι μπορούσε καλύτερο για να κάνει τους ανθρώπους θεούς και τους θεούς ανθρώπους». Η σκηνή ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πρίαμο, επιδεικνύει με ακρίβεια αυτή την αναστροφή, και αποκρυσταλλώνει όλα όσα οι ποιητές της Ιλιάδας είχαν μάθει κατά την διάρκεια του ταξιδιού του έπους τους. Ότι δηλαδή οι θεοί που λατρεύουμε μπορεί και να μην απαντούν στις παρακλήσεις μας, και ότι η ανθρωπότητα πρέπει μερικές φορές να αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και να τους αντικαθιστά. Ότι η δόξα είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την άφατη απώλεια. Ότι ο νικητής μοιράζεται την ανθρώπινη φύση ακόμη και με τους πιο ευάλωτους από τους κατακτημένους. Και τέλος, ότι καθαρή και ανόθευτη νίκη στον πόλεμο, δεν υπάρχει.
Η Ιλιάδα διδάσκει ότι στον Πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
«Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα,
τον κύρη σου Αχιλλέα, θυμάμενος· πιο αξίζω εγώ συμπόνια·
τι εβάστηξα, ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,
του αντρός που τον γιο μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!
Είπε, και τον καημό του εφούντωσε για τον δικό του κύρη,
κι έσπρωξε ανάλαφρα τον γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του.
Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν του αντρειωμένου
του Εχτόρου, κι έκλαιγεν ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα τα πόδια·
θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε
τον Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιομίζαν το καλύβι.»
(Ραψ. Ω, 503-512).
Η δύναμη αυτής της σκηνής δεν απορρέει μόνο από αφηγηματική ευφυΐα, αλλά και από την προσήλωση της Ιλιάδας στην ίδια της την ιστορία.
Η παράδοση του έπους καταγόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα από την περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά ύστερα από την κατάρρευση των πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού, μεταφέρθηκε, μαζί με τους ποιητές που μετανάστευσαν ανατολικά, στο νησί της Λέσβου και την βορειοδυτική ακτή της Ανατολίας (Τουρκίας σήμερα), η οποία συμπεριλαμβάνει την περιοχή γύρω από την Τροία: Αυτό γνωρίζουμε από γλωσσολογικές έρευνες, από την αρχαιολογία, κι από αρχαίες αναφορές.
Έτσι, μπορεί μεν στην πρώιμη μορφή της η Ιλιάδα να παρουσιαζόταν κατά πάσα πιθανότητα ενώπιον ως επί το πλείστον ελληνικών ακροατηρίων, στη συνέχεια όμως, την εποχή του Ομήρου, το ακροατήριο προερχόταν και από την Ανατολία, ενώ επιπλέον ενδέχεται να αντιμετώπιζε με συμπάθεια και τους Τρώες. Οι ποιητές προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Ιλιάδας να είναι η σταθερή συμπάθεια που εκδηλώνει προς τους Τρώες, οι οποίοι απεικονίζονται ως αδελφά θύματα του πολέμου, κι όχι μονάχα ως εχθροί.
Τι θα είχε συμβεί αλήθεια, αν οι Έλληνες ποιητές που παρουσίαζαν την Ιλιάδα στην Ανατολία, είχαν παραλείψει να την προσαρμόσουν στις ευαισθησίες των διαρκώς μεταβαλλόμενων ακροατηρίων τους; Τι θα είχε γίνει, αν είχαν κωφεύσει στην πορεία της στρατιωτικής ιστορίας των χρόνων εκείνων, και τις συνεπαγόμενες μετατοπίσεις πληθυσμών που αντιμετώπισαν; Ποια θα ήταν η εξέλιξη αν ο Όμηρος έβαζε τον Αχιλλέα να στείλει πίσω τον Πρίαμο άπραγο; Ή να τον κακομεταχειριστεί, να τον ταπεινώσει ή να τον σκοτώσει; Θα ήταν σήμερα η ιστορία διαφορετική, ή όχι;
Πιθανώς όχι. Αλλά σίγουρα, ο κόσμος θα είχε χάσει κάτι. Κι αυτό το κάτι, δεν είναι μονάχα μια μνημειώδης σκηνή στους κόλπους ενός μεγαλειώδους και μακροσκελούς αφηγήματος, αλλά μια πρωτογενής διαπίστωση για την ανθρωπότητα – η οποία έγινε τελικώς αισθητή χάρη στον ακλόνητο ρεαλισμό της μακράς παράδοσης αυτού του έπους.
Ο Λογγίνος, λόγιος του 1ου μ.Χ. αιώνα, έγραψε ότι «καταγράφοντας τους τραυματισμούς των θεών, τους καυγάδες, την εκδίκησή τους, τα δάκρυα, τις φυλακίσεις και όλα τα πολύμορφα πάθη τους, ο Όμηρος, έκανε μέσα στην Ιλιάδα ό,τι μπορούσε καλύτερο για να κάνει τους ανθρώπους θεούς και τους θεούς ανθρώπους». Η σκηνή ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πρίαμο, επιδεικνύει με ακρίβεια αυτή την αναστροφή, και αποκρυσταλλώνει όλα όσα οι ποιητές της Ιλιάδας είχαν μάθει κατά την διάρκεια του ταξιδιού του έπους τους. Ότι δηλαδή οι θεοί που λατρεύουμε μπορεί και να μην απαντούν στις παρακλήσεις μας, και ότι η ανθρωπότητα πρέπει μερικές φορές να αίρεται στο ύψος των περιστάσεων και να τους αντικαθιστά. Ότι η δόξα είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την άφατη απώλεια. Ότι ο νικητής μοιράζεται την ανθρώπινη φύση ακόμη και με τους πιο ευάλωτους από τους κατακτημένους. Και τέλος, ότι καθαρή και ανόθευτη νίκη στον πόλεμο, δεν υπάρχει.
Η Ιλιάδα διδάσκει ότι στον Πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Η ΤΕΛΕΙΑ ΦΙΛΙΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Σχετικά ἐνωρίς στή μακρά συζήτηση γιά τή φιλία, στήν ὁποία ὁ Ἀριστοτέλης ἀφιερώνει τό ὄγδοο καί τό ἔνατο βιβλίο τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, βρίσκουμε ἕνα γενικό χαρακτηρισμό τῆς φιλίας, στόν ὁποῖο θά μπορούσαμε νά διακρίνουμε τά στοιχεῖα ἑνός ὁρισμοῦ τῆς φιλίας: “Σέ σχέση μέ τόν φίλο λένε ὅτι πρέπει νά θέλομε τά ἀγαθά γιά χάρη ἐκείνου τοῦ ἰδίου (βούλεοθαι τά ἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα). Ἀλλά αὐτούς πού θέλουν τά ἄγαθα μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἄν δέν γίνεται τό ἴδιο ἀπό τήν ἀντίστοιχη πλευρά, τούς λένε [μόνο] εὐνοϊκούς (εὔνους λέγουσιν), γιατί λένε ὅτι ἡ φιλία εἶναι εὐνοϊκή διάθεση (εὔνοια) πού βρίσκει ἀνταπόκριση (ἐν ἀντιπεπονθόσιν). Ἤ μήπως πρέπει νά προσθέσομε: καί πού δέν μένει ἄγνωστη (μή λανθάνονσαν); Γιατί πολλοί εἶναι αὐτοί πού ἔχουν εὐνοϊκή διάθεση πρός ἀνθρώπους τούς ὁποίους δέν ἔχουν δεῖ ποτέ, ἔχοντας τήν ἄντιληψη γι’ αὐτούς ὅτι εἶναι ἐνάρετοι (ἐπιεικεῖς) ἤ χρήσιμοι, ἐνῶ κάποιος ἀπό ἐκείνους μπορεῖ νά αἰσθάνεται τό ἴδιο γι’ αὐτούς. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λοιπόν εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν εὐνοϊκή διάθεση μεταξύ τους, ἀλλά πῶς θά μπορούσαμε νά τούς πούμε φίλους, ἀφοῦ ἀγνοοῦν τήν ἀμοιβαία διάθεση τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο; Ἑπομένως [γιά νά εἶναι φίλοι] πρέπει νά ἔχουν εὐνοϊκή δάθεση μεταξύ τους καί νά θέλουν τά ἀγαθά ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, χωρίς νά ἀγνοοῦν αὐτό τό γεγονός, μέ στόχο ἕνα ἀπό αὐτά πού εἴπαμε πιό πάνω [ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρεται ἐδῶ στό ἀγαθό, τό εὐχάριστο καί τό χρήσιμο, βλ. 1155b19] (1155b31-l 156a5).
Κοιτάζοντας τό ἀπόσπασμα ὑπό τό πρίσμα ἑνός ὁρισμοῦ τῆς φιλίας, θά μπορούσαμε νά διακρίνομε ὡς γένος τῆς φιλίας τήν εὐνοϊκή διάθεση (δήλ. τήν βούληση τῶν ἀγαθῶν) καί ὡς εἴἰδοποιές διαφορές τῆς εὔνοιας: (1) γιά χάρη τοῦ φίλου, (2) μέ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνον καί (3) μέ ἀμοιβαία γνώση αἰσθημάτων.
Χρειάζεται ἀκόμα νά διερευνήσομε τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τή βούληση τῶν ἀγαθῶν γιά χάρη τοῦ φίλου (ἐκεῖνον ἕνεκα) καί ὅταν ἀναφέρεται σέ αὐτό γιά τό ὁποιῖο θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά τό φίλο του. Ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ γιά τό δεύτερο τήν τυπική εἰδολογική ἔννοια τοῦ “φιλητοῦ” (τοῦ ἀγαπητοῦ ἀντικειμένου), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κάθε φορᾶ κανείς ἀγαπᾶ τό φίλο του, θέλοντας γι’αὐτόν τά ἀγαθά. Στη συνέχεια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος διακρίνει τρία εἴδη τοῦ φιλητοῦ: τό εὐχάριστον (τό ἡδύ) καί τό χρήσιμον, στά ὁποια ἀντιστοιχοῦν τρία εἴδη φιλίας, πού βασίζονται εἴτε στό ἀγαθόν εἴτε στό εὐχάριστο εἴτε στο χρήσιμον (1155b 18-19, 1 156a7-8). Σέ σχέση μέ τά δύο τελευταία εἴδη ταῆς φιλίας ὁ Ἀριστοτέλης θά ὑποστηρίξει ὅτι μόνο ἐπιφανειακά καί σύμπωματικά θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ Α ἀγαπᾶ τόν Β ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ Β καθαυτοῦ, λόγω τοῦ τί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Β προσωπικά, ἀλλά ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πού ὁ Β ἔχει νά προσφέρει στον Α σέ εὐχαρίστηση ἤ χρησιμότητα: 'Ὅσοι λοιπόν ἀγαπούν ὁ ἕνας τόν γιά τή χρησιμότητα δέν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καθαυτόν, ἀλλά για κάτι το καλό πού συμβαίνει στούς ἴδιους ἐξ αἰτίας τοῦ ἄλλου. Ἔτσι καί με αὐτούς πού ἀγαποῦν γιά τήν εὐχαρίστηση: ἀγαποῦν τούς πνευματώδεις (εὐτραπέλους), ὄχι ἕξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς ποσότητας ἐκείνων (τῷ ποιούς τινας εἶναι)[1], ἀλλά γιατί εἶναι εὐχάριστοι στούς ἴδιους Συμπτωματικές (κατά συμβεβηκός) λοιπόν εἶναι αὐτές οἱ φιλίες, γιατί σ’ αὐτές δέν ἀγαπᾶται κάποιος ἐπειδή εἶναι αὐτός πού εἶναι (ᾖ ἔστιν ὅσπερ ἐστίν ὁ φιλούμενος) καθόσον παρέχει κάτι, ἄλλος κάποιαν ὠφέλεια καί ἄλλος εὐχαρίστηση (1156a 10-14, 17-19). Ἡ ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη λοιπόν γιά τίς φιλίες ταῆς χρησιμότητας καί τῆς εὐχαρίστησης εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κατά σύμβεβηκός φιλίες, ἐπειδή στεροῦνται μίας αὐτόνομης ἀναφορᾶς στόν φίλο και ἐπειδή ἐξαρτῶνται ἀπό ἕνα στενά ἐγωϊστικό κίνητρο.
Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ ὡς τέλεια φιλία τήν φιλία αὐτῶν πού εἶναι καλοί (ἀγαθοί) καί ὅμοιοι στήν ἀρετή (1156b7-8). Ὁ ἕνας θέλει τά ἀγαθα για τον ἄλλον μέ ὅμοιο τρόπο, καθόσον ὁ φίλος θεωρεῖται ἀγαθός καί καθόσον ὡ ἐνάρετος, εἶναι ἀγαθός καθ’ ἑαυτόν. Ὁ Ἀριστοτέλης χαρακτηρίζει ὥ φίλους στόν ὕψιστο βαθμό (μάλιστα) αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους, πρᾶγμα πού συμβαίνει μέ αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἴδιου τοῦ φίλου τους (δί’ αὐτούς) καί ὄχι κατά συμβεβηκός (156b8-l 1). Ἡ συλλογιστική τοῦ Ἀριστοτέλη ἐδῶ προϋποθέτει ταύτιση τῆς οὐσίας ἑνός προσώπου μέ τόν ἠθικό του χαρακτῆρα· ὁ Σταγειρίτης συμπεραίνει ὅτι τότε πράγματι ἀγαπᾶ κανείς κάποιον για χάρη του, ὅταν τόν ἀγαπᾶ ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἐνάρετος. Ὁ Ἀριστοτέλης προτείνει ἕνα ἀξιολογικό πρότυπο φιλίας στό ὁποῖο ἡ καταξίωση ταῆς φιλίας ἔγκειται στό ἠθικό ποιόν τῶν φίλων. Δέν ἀποκλείει βέβαια μιά τέτοια ἄποψη τήν ἀνάγκη γιά ἄλλα προσόντα, τά ὁποῖα ὁ φίλος πρέπει νά ἱκανοποιεῖ γιά νά εἶναι φίλος τοῦ συγκεκριμένου ἀτόμου (βλ. πιό πάνω τήν νύξη στήν εὐτραπελία ὡς θετικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ φίλου, 1156a13, καί πιό κάτω τήν ἀναφορά στήν στρυφνότητα ὡς ἀρνητικό στοιχεῖο για το σχηματισμό φιλίας, 1157b 14-15, 1158a 1 -2, 6). Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρετή τῶν φίλων στήν τέλεια φιλία ἀποτελεῖ τήν σταθερή ἐγγύηση τῆς μονιμότητας τῆς φιλίας τους, μιά καί ἡ ἀρετή εἶναι κάτι τό μόνιμο (1156b 11-12).
Ἡ ἀρχή τῆς ἀνιδιοτέλειας τῆς φιλίας πού ἐκφράζεται διά τῆς ἀπόψεως ὅτι θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του (ἐκεῖνου ἕνεκα) φαινομενικῶς ἀποδυναμώνεται, ὅταν λίγο παρακάτω διαβάζουμε τά ἑξῆς «καί ἀπό κάθε ἄποψη ὁ καθένας τους παίρνει ἀπό τόν ἄλλο τά ἴδια καί ἀπαράλλαχτα πού ἄλλος παίρνει ἀπό ἐκεῖνον, πρᾶγμα πού πρέπει νά ἀληθεύει γιά τούς φίλους» (καί κατά πάντα ταὐτά γίνεται καί ὅμοια ἑκάτερῳ πάρ’ ἑκατέρου. ὅπέρ δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν) (1156b34-35). Ἐγείρεται ἔτσι τό ἐρώτη- μά: Ἄραγε δέν ἔχουμε ἐδῶ τήν ἔκφραση μίας ἐμπορικῆς νοοτροπίας γιά ἀνταλλαγή ἀγαθῶν πού ἀντιμάχεται τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς τέλειας φιλίας;[2]
Κατά τή γνώμη μου, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐντύπωση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀσυμφωνίας στίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν τελεία φιλία, εῖναι ἀνάγκη νά γίνει ἐμφανής μία διάκριση, πού μόνο ἀμυδρά διαφαίνεται στήν πραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς φιλίας. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ, ἀφ’ ἑνός, τῆς φιλίας ὡς βουλητικῆς καί συναισθηματικῆς διάθεσης πού ἑδράζεται στήν ψυχή τοῦ ὑποκειμένου καί ἀναφέρεται στόν φίλο, καί ἀφ’ ἑτέρου, τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους στίς δυναμικές κοινοῦ βίου, σχέσεις ἀλληλεπίδρασης καί ἀλληλεξάρτησης.
Ὁ ‘Ἀριστοτέλης προβάλλει τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει, «φίλος πρό πάντων εἶναι αὐτός πού θέλει τά ἀγαθά γιά χάρη ἐκείνου γιά τόν ὁποῖον τά θέλει, ἀκόμα κι ἄν δέν πρόκειται κανείς νά τό μάθει» (φίλος δέ μάλιστα ὁ βουλόμενος ᾦ βούλεται τἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα, καί εἰ μηδείς εἴσεται) (1168b2-3). Ἐπίσης τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας ἔχει ὁ Ἀριστοτέλης ὑπ’ ὄψη του, ὅταν ἀπό τόν ἐνεργητικό χαρακτήρα του, ἀπό τό ἐμπειρικό γεγονός ὅτι ἀποσποῦν τόν ἔπαινο αὐτοί πού ἀγαποῦν τούς φίλους τους, συμπεραίνει ὅτι ἡ ἐνεργητική ἀγάπη τοῦ ἄλλου καί ὄχι τό νά ἀγαπᾶται κανείς ἀπό τόν ἄλλον εἶναι ἡ ξεχωριστή ἀρετή τῆς φιλίας: «μᾶλλον δέ τῆς φιλίας οὔσης ἐν τῷ φιλεῖν, καί τῶν φιλοφίλων ἐπαινούμενων, φίλων ἀρετή τό φιλεΐν ἔοικεν» (1159a33-35).
Ἐνῶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ φίλου ἀποτελεῖΐ ἕνα ἀπαραίτητο ὅρο τῆς φιλίας ὡς διαπροσωπικῆς σχέσης, αὐτή ἡ ἀνταπόκριση εἶναι λογικῶς ἄσχετη μέ τήν ὕπαρξη τῆς φιλίας ὡς ὑποκειμενικῆς διάθεσης. Ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα ἐπανειλημμένα συγκρίνει τήν φιλική διάθεση τῆς τέλειας φιλίας μέ περιπτώσεις ἀγάπης, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἀποκλείεται ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης.
Ἐδῶ ἀνήκει τό παράδειγμα τῆς μητέρας πού παραδίδει σέ ἄλλους τό μωρό της γιά νά τό μεγαλώσουν σάν παιδί τους. καί πού παραμένει ἄγνωστη στό παιδί της, ἀλλά γιά τήν ὁποία ἡ ἀγάπη γιά τό παιδί της καί ἡ εὐτυχία του παιδιοῦ της εἶναι πηγή χαρᾶς ἔστω κι ἄν λείπει ἡ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνο (1159a28-33). Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἀγάπη τοῦ τεχνήτη για τό ἔργο του καί ἰδιαίτερα τοῦ ποιητῆ γιά τό ποίημά του, πού εἶναι ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά τό παιδί του, ἄν καί δέν ὑπάρχει ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό δημιούργημα (1167b33-1 168a2). Τέλος ὑπάρχει ἡ ἀφιλοκερδής ἀγάπη τοῦ εὐεργέτη γιά τόν εὐεργετούμενο, πού δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κανένα τωρινό ἤ μελλοντικό ὄφελος τοῦ εὐεργέτη ἀπό τόν εὐεργρτούμενο (1167a31-33).
Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναζητεῖ τήν ἐξήγηση γι’ αὐτά τά φαινόμενα στο γεγονός ὅτι ὁ δημιουργός ἀγαπᾶ τό ἔργο του, ἐπειδή αὐτό ἀπορρέει ἀπό τη δική του ἐνέργεια καί τήν ἐνσωματώνει καί ἐπειδή μέ τό ἔργο τοῦ ὁ δημιουργός ἀπολαμβάνει τή συναίσθησή του ὅτι ὁ ἴδιος ὑπάρχει, ἀφοῦ τό να ὑπάρχει κανείς εἶναι νά ἐνεργεῖ (ἐσμέν δ’ ἐνεργείᾳ) (1168a5-9). Ἡ ἀγάπη ὅμως στήν τέλεια φιλία ἀναγνωρίζει τήν ἀνεξάρτητή τοῦ ἀτόμου ὑπόσταση τοῦ φίλου ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί γιά χάρη τοῦ ὁποίου ὑπάρχει.
Ἕνα ἄξιο μνείας χαρακτηριστικό της φιλίας ὡς ψυχικῆς διάθεσης εἶναι ὅτι δέν ὑπόκειται στόν κανόνα τῆς ἠθικῆς μεσότητος. Γι’αὐτό ὁ Ἄριστοτέλης ὁμιλεῖ γιά τήν τέλεια φιλία ὡς «ὑπερβολή» τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγάπης πού ὡς τέτοια μοιάζει μέ τόν ἔρωτα (1158a 10-12).[3]
Ὡστόσο, παρά τήν ἔντασή της, κάθε ἄλλο παρά τυφλό πάθος εἶναι ἡ φιλία, ἀφοῦ παίρνει τόν χαρακτήρα μιᾶς ἔλλογης ἐπιλογῆς τοῦ φίλου πού ἐκφράζεται σέ μιά σταθερή ἕξη ἀπέναντί του ὕστερα ἀπό στενή γνωριμία, πείρα καί δοκιμασία (1156b25-29, 1158al4-15).
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἔννοια ὡς ὑποκειμενική διάθεση εἶναι συνυφασμένη μέ τήν κοινή ζωή τῶν φίλων μέσα σ’ ἕνα ἀντικειμενικό καθεστώς πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους καί πού ἔχει τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐκφράζει τήν ἀντικειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει ὅτι «ἐν κοινωνίᾳ ... πᾶσα φιλία ἐστίν» (1161b11), καί «κοινωνία γάρ ἡ φιλία» (1171b32-33). Μέσα σ’ αὐτήν τήν κοινωνία οἱ φίλοι συζοῦν συνημερεύουν, συνδιάγουν πραγματοποιώντας μέ ἕνα ξεχωριστό τρόπο την κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας του.
Πόσο ὑψηλά θέτει ὁ Ἀριστοτέλης τήν κοινότητα τῶν φίλων φαίνεται ἀπό ὅσα λέγει γιά τήν σχέση μεταξύ φιλίας καί δικαιοσύνης. Ἐνῶ κάποια μορφή δικαιοσύνης συνοδεύει κάθε κοινωνία, καί ἐνῶ ὁ βαθμός τῆς δίκαιοσύνης σέ μιά κοινωνία εἶναι ἀνάλογος μέ τό βαθμό τῆς φιλίας (1159b26-2 1160a7-8), στήν κοινωνία τῶν ἐνάρετων φίλων, ἡ δικαιοσύνη ἀποβαίνει περιττή:
«Οἱ ἄνθρωποι ὅταν εἶναι φίλοι δέν χρειάζονται τήν δίκαιοσύνη ἀλλά ὅταν εἶναι δίκαιοι χρειάζονται ἐπί πλέον τή φιλία» (1155a26-27).
Ἡ φιλία τείνει πρός τήν ἀπόλυτη ἰσότητα πού εἶναι ἡ ἀριθμητική (κατά ποσόν) ἰσότητα, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη τείνει πρός τήν ἀναλογική ἰσότητα πού διέπεται ἀπό τό ἁρμόζον (κατ’ ἀξίαν) (1158b30-32). Ὅσο πιό ὁλοκληρωτική εἶναι ἡ ἰσότητα πού διέπει τά πρόσωπα καί τίς σχέσεις τῶν φίλων, τόσο πιό τέλεια εἶναι ἡ φιλία τους. «Οἱ ἴσοι φίλοι - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ὅπως ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἰσότητά τους, πρέπει νά εἰσάγουν τήν ἀγάπη (τό φιλεῖν) καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα» (1162b2-3).
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης, ἐκτός ἀπό τήν ἰσότητα, εἶναι ἡ ὁμόνοια.
Ἡ ὁμόνοια ἀντλεῖ ὡς ἔννοια τήν προέλευσή της ἀπό τόν πολιτικό τομέα σέ συνθῆκες, ὅπου ὁὅλοι οἱ πολίτες ἤ διάφορα κράτη ἀπό κοινοῦ συμφωνοῦν γιά τό τί ἀποτελεῖ τό κοινό τους συμφέρον σέ ζητήματα ὑψηλῆς δημόσιας σημασίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐπιδιώκουν τήν ἐπίτευξή του στήν πράξη. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται πολιτική φιλία (1167a22-b4). Ὁ Ἀριστοτέλης μεταφέρει τήν ὁμόνοια ὡς ἔννοια ἀπό τόν πολιτικό τομέα στόν ἰδιωτικό τομέα τῶν φίλων, τονίζοντας ὅτι μόνο οἱ ἐνάρετοι εἶναι ἱκανοί νά ἐπιδιώκουν πάντοτε ἀπό κοινοῦ τό κοινό τους ἀγαθό, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ὁμονοοῦν μονίμως μέ τόν ἑαυτό τους, χωρίς νά ὑπάρχει διχασμός στήν ψυχή τους (116754-16).
Ἡ ὁμόνοια ὡς χαρακτηριστικό πού ἀνήκει στήν τέλεια φιλία προϋποθέτει ὅτι ἡ φιλία ἀποτελεῖ μιάν ἰδιαίτερη κοινότητα πού ἐμπεριέχει τό ξεχωριστό της κοινό ἀγαθό, τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐπίγνωση καί τό ὁποῖο ἐπιδιώκουν οἱ φίλοι πού τήν συναπαρτίζουν.
Τά μέλη τῆς κοινότητας τῶν φίλων ἀποδίδουν προνομιακή θέση στό φίλο τους. Τό γεγονός ὅτι ἕνας φίλος μας ἀποτελεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἕνα ἠθικό λόγο νά θέλομε νά τόν εὐεργετήσομε, προτιμώντας τον ἀπό ἕνα ξένο: (1169b 11-1«ἔστιν τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς τό ἐνεργετεῖν, κάλλιον δ’ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων». Ό καθένας - παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης - ἀποδίδει στόν ἄλλο τό ἴσο σέ καλή θέληση καί εὐχαρίστηση, ἀφοῦ λέγεται ἡ φιλία ἰσότητα” (1157b34-36). Ἔτσι ἡ ἀμοιβαία διάθεση γιά εὐεργεσία τοῦ φίλου προκαλεῖ τήν ἀντικειμενική ἰσότητα ὠφελημάτων μεταξύ τῶν φίλων (πβλ.1156b34-35).
Ἕνα ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο της ἀριστοτελικῆς ἀντίληψης γιά τήν τέλεια φιλία εἶναι ὁ συνδυασμός σ’ αὐτήν τῆς ἀνιδιοτελοῦς («ἐκείνου ἔνεκα»), ἀγάπης γιά τό φίλο μέ μιά ἔντονα ἐγωκεντρική προοπτική ἐπί τοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἄλλος ἐαυτός μας : «ἄλλος αὐτός» ἤ «ἕτερος αὐτός» (1166a32, I 169b6-7, 1170b6-7). Ὁ φίλος, ἀφ’ ἑνός ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνα αὐτόνομο πρόσωπο πού εἶναι τό γνήσιο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μας, ἐνῶ, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ ἑτερότητα τοῦ φίλου ὡς ἄλλου προσώπου ἀπαλείφεται μέ τό νά θεωρεῖται ὁ φίλος, κάπως ἀντιφατικά, ὡς ἕνας ἄλλος ἑαυτός μας.
Κατά τή γνώμη μου τό παράδοξο αὐτό ὀφείλεται σέ μιά ἰδιότυπη συνδιαλλαγή στήν ἀριστοτελική θεωρία μεταξύ ἐγωκεντρισμοῦ καί αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε ἀλτρουϊσμό. Αὐτή ἡ συνδιαλλαγή γίνεται ἰδιαίτερα φανερή στό ἑξῆς χωρίο: «καί φιλοῦντες τόν φίλον τό αὐτοῖς ἀγαθόν φιλοῦσιν· ὁ γάρ ἀγαθός, φίλος γινόμενος, ἀγαθόν γίνεται ᾦ φίλος» (1157b 33-34) («Καί μέ τό νά ἀγαποῦν τόν φίλο τους ἀγαποῦν αὐτό πού τούς εἶναι ἀγαθό γιά τούς ἴδιους - γιατί ἕνας καλός ἄνθρωπος πού γίνεται φίλος, γίνεται ἀγαθό γιά τό πρόσωπο γιά τό ὁποιο εἶναι φίλος»).
Ἐδῶ ἡ λέξη «ἀγαθόν» σημαίνει κάτι πού εἶναι φορέας ἀξίας. Θα μπορούσαμε νομίζω νά ποῦμε ὅτι ὁ φίλος εἶναι φορέας εὐδαιμονιστικῆς ἀξίας. Ἡ ὁλη συζήτηση γιά τήν τέλεια φιλία, ἰδίως στό ἔνατο βιβλίο τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, συνδέεται μέ τό θέμα τῆς εὐδαιμονίας. Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει πολλά γιά τήν ἀρετή σέ σχέση μέ τήν τέλεια φιλία, ἀλλά ἡ ἀρετή ἀπασχολεῖ ἐδῶ αὐτήν καθ’ ἑαυτή, ἀλλά μόνο καθόσον εἶναι σύστατικό τῆς εὐδαιμονίας, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνέργεια εὐχάριστου ἡδονικοῦ χαρακτήρα (Πρβλ. 1170a4: «οἴονταί τέ δεῖν ἡδέως γῆν τόν εὐδαίμονα»). Ὡςἐνάρετος ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἄξιο ἀντικείμενο ἀνιδιοτελοῦς φιλίας καί μπαίνοντας ὡς φίλος μέσα στή ζωή αὐτοῦ πού τόν ἔχει φίλο γίνεται γι’αὐτόν ἕνα εὐδαιμονικό ἀγαθό.
Ὁ Ἀριστοτέλης πιστεύει ὅτι ὁ φίλος εἶναι ἕνας δεύτερος ἑαυτός μας μόνο μέσα καί χάρη στό ἀντικειμενικό καθεστώς τῆς φιλίας πού ἑνώνει καί τούς δύο φίλους.
Τό νά πεῖς τόν φίλο ἄλλον ἑαυτό σου εἶναι νά πάρεις τήν ὑποκειμενική ἄποψη ἑνός ἀπό τους φίλους. Ἡ φιλία ὅμως ὡς ἀντικειμενική ἀποτελεῖ ἕνα ἑνιαῖο σύστημα σχέσεων, πού ἀναφέρεται καί στους δύο φίλους καί πού ὄεν παίρνει τήν ἄποψη τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, ἀλλά ἐξίσου καί ταυτόχρονά τους ἐμπερικλείει σέ μιά κοινή μορφή βίου. Ἡ μια αὐτή ἀντικειμενική κατάσταση μπορεῖ νά ἰδωθεῖ ἀπό τήν ὑποκειμενική σκοπιά τοῦ ἕνος ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, καί τότε ὁ ἄλλος φίλος παρουσιάζεται ὡς δεύτερος ἑαυτός. Ὡστόσο ἡ ἔννοια τοῦ δεύτερου ἑαυτοῦ ἔχει νόημα στήν ἀντικειμενική κατάσταση τῆς φιλίας πού ἑνώνει ἀλληλένδετα τους δύο φίλους.
Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἄλτρουϊστικη μέριμνα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μας συνδέεται ἁρμονικά μέ τή μέριμνα γιά τόν ἑαυτό μας ἐπειδή οἱ ζωές μας εἶναι εὐδαιμονικά συνυφασμένες μεταξύ τους. Ἡ εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εἶναι μιά πλευρά τῆς δικῆς μου εὐδαιμονίας. Ἡ φροντίδα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εῖναι «ἐκεῖνου ἕνεκα» καί ἑστιάζεται σε ἐκεῖνον ἀλλά ταυτόχρονα ἐμπερικλείεται μέσα στόν ὁρίζοντα τῆς μέριμνας για τή δική μου εὐδαιμονία. Ὅταν ὁ Α μεριμνᾶ γιά τόν Β γιά χάρη τοῦ Β και ὁ Β μεριμνᾶ γιά τόν Α γιά χάρη τοῦ Α, ὁ Α καί ὁ Β ταυτόχρονα μεριμνοῦν γιά τή δική τους εὐδαιμονία, ἐπειδή τό καλό του Β εἶναι γιά τον Α δικό του καλό, καί ἀντίστροφα.
Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική της ἀριστοτελικῆς θεωρίας τῆς φιλίας εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανής στό κέφ. 9 τοῦ ἐνάτου βιβλίου τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, ὁπου ὁ Ἀριστοτέλης, ἀντιδρώντας στήν ἀμφισβήτηση ἀπό μερικούς της ἀνάγκης νά ἔχει ὁ εὐδαίμων φίλους, δείχνει μέ ἐπιχειρήματα γιατί ἡ φιλία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν εὐδαίμονα.
Ὁ Ἀριστοτέλης συγκεντρώνει τή συζήτηση πάνω στό πρόσωπο αὐτοῦ πού εἶναι «μακάριος» (1169b 17, 25, I 170a2, 8, 27, b 14), δήλ. αὐτοῦ πού εἶναι εὐδαίμων ἀπό κάθε ἄποψη, τοῦ πανευτυχῆ, ὅπως ἴσως θά λέγαμε ἐμεῖς.
Ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀριστοτέλης βάζει στό προσκήνιο τῆς συζήτησης τήν κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φίλος εἶναι τό μεγαλύτερο ἐξωτερικό ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖ νά λείψει ἀπό τόν μακάριο, ὁ ὁποῖος χρειάζεται τόν φίλο ὄχι γιά νά εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν, ἀλλά γιά νά τόν εὐεργετήσει (1169b 11-16). «Θἆταν δέ ἴσως παράλογο - προσθέτει ὁ Ἀριστοτέλης - νά ὑποθέσει κανείς μονήρη (μονώτην) τόν μακάριο - γιατί κανείς δέν θά προτιμοῦσε νά ἔχει ὁλα τά ἀγαθά καί νά εἶναι ὁλομόναχος· γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολιτικό ὄν ἀπό τή φύση του καί καμωμένος νά ζῆ μαζί μέ ἄλλους. Αὐτό λοιπόν ἀληθεύει καί γιά τόν εὐδαίμονα, ἀφοῦ ἔχει ὅλα τά ἐκ φύσεως ἀγαθά. Εἶναι δέ φανερό ὅτι εἶναι καλύτερα νά περνᾶ κανείς τίς μέρες του μέ ἐνάρετους φίλους παρά μέ ξένους καί τυχαίους ἄνθρωπους. Συνεπῶς εἶναι ἀναγκαῖοι οἱ φίλοι στόν εὔὐδαίμονα» (1169b 16-22). Κατά τόν Ἀριστοτέλη λοιπόν , ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κατα’ ἀνάγκην ἡ εὐδαιμονία συμπεριλαμβάνει τόν φιλικό δεσμό.
Ἀλλά δέν εἶναι κάθε λογής φίλοι ἀπαραίτητοι γιά τόν εὐδαίμονα, καί γι’ αὐτό ὑπάρχει κάποια ἀλήθεια στήν ἀμφισβήτηση τῆς ἀνάγκης τῶν φίλων. Ἀσφαλῶς δέν χρειάζεται ὁ μακάριος τους χρήσιμους φίλους, ἀφοῦ ἔχει αὐτάρκεια ἀπό ἀγαθά, κι οὔτε χρειάζεται τούς εὐχάριστους φίλους, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι ἀπό τήν φύση της εὐχάριστη καί δέν ἔχει ἀναγκη ἀπό ἐπείσακτη ἡδονή ( 1 169b23-27).
Ἀπαραίτητοι ὅμως γιά τόν μακάριο εἶναι οἱ φίλοι πού εἶναι κατά τό ἦθος ἀγαθοί. Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική ἀπό τήν πλευρά τοῦ εὐδαίμονος κυριαρχεῖ στά τρία ἐπιχειρήματα πού προβάλλει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἀριστοτέλης.
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα (1169b29 1170a4) ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά γίνει θεατής τῶν πράξεών του, πού ὡς ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι συστατικές της εὐδαιμονίας του. Ἡ ἠθική θέαση ὅμως ἐγκλείει τήν δυσκολία τοῦ νά μπορεῖ κανείς νά ἀπασχολεῖται ὁλοκληρωτικά μέ τήν ἠθική δράση, ἐνῶ ταυτόχρονα νά παρατηρεῖ ὡς θεατής (θεωρεῖν) τίς πράξεις του[4]. Διέξοδο σ’ αὐτή τή δυσκολία παρέχει ὁ φίλος, ἐπειδή εἶναι πιό εὔκολο νά παρατηροῦμε τίς πράξεις τοῦ φίλου μας παρά τίς δικές μας. Χάρη στήν παρατήρηση τῶν πράξεων τοῦ φίλου, ἀποκτοῦμε τή θέα τῶν δικῶν μας.
Γιά δύο λόγους οἱ πράξεις τοῦ ἐνάρετού μας εἶναι εὐχάριστες. Πρῶτον, εἶναι ἀπό τή φύση τους ἀγαθές καί συνεπῶς ἀπό τή φύση τούς εὐχάριστες νά τίς βλέπομε. Δεύτερον, μᾶς εἶναι οἰκεῖες καί ὡς ἐκ τοῦτου εὐχάριστες ἐπειδή ὅ,τι εἶναι δικό μας εἶναι εὐχάριστο.
Ὁ φίλος ἐκλαμβάνεται, ἀφ’ ἑνός ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπέναντί μας πρόσωπο τό ὁποιο μποροῦμε νά παρατηροῦμε ὡς θεατές, καί, ἀφ’ ἑτέρου ἄτομο πού εἶναι τόσο κοντά μᾶς ἠθικῶς καί πνευματικῶς ὥστε να ἀποτελεῖ ἕνα δεύτερο ἑαυτό μας.
Ἀξίζει νά σχολιάσομε λίγο τήν ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τον ξεχωριστό ἀπό μᾶς ἄλλο ἄνθρωπο, σέ διάκριση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού ὡς νοητική καί ψυχοσωματική ὀντότητα εἶναι ἀντικείμενο γνώσης για μᾶς.Ὁ Ἀριστοτέλης δέν θεωρεῖ τά ἠθικά καί ψυχολογικά κίνητρα τοῦ ἄλλου σά φαινόμενα πού εἶναι κατ’ ἀνάγκην κρυμμένα ἀπό τόν ἑαυτό μας και για τά ὁποῖα μποροῦμε νά κάνουμε μόνο ὑποθέσεις ἤ νά μιλοῦμε μόνο κατ’άναλογίαν μέ τόν ἑαυτό μας, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοί νεώτεροι καί φιλόσοφοι. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὑπάρχει ἕνα γνωσιολογικό χάσμα ἀνάμεσα στίς δύο πλευρές τῆς πράξης, πού θέλομε νά γνωρίσομε, τήν ἐξωτερική συμπεριφορά καί τήν ἐσωτερική πραξιακή πνευματική[5] διαδικασία συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἠθικῆς προαίρεσης. Γιά τόν Ἀριστοτέλη οἱ δύο πλευρές τῆς πράξης τοῦ ἄλλου, ἰδίως στήν περίπτωση τοῦ φίλου, μᾶς παρέχονται ἄμεσα ὡς ἀντικείμενα θέας. Ἐπίσης μποροῦμε νά συνάγομε ὅτι γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἠθική ἀποτίμηση τῶν πράξεών μας δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀλλ’ ἀντίθετα εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἀποτίμηση παρόμοιων πράξεων τοῦ ἄλλου, καί ἰδιαίτερά του ἐνάρετου φίλου. Λείπει ὅμως στο πιό πάνω ἐπιχείρημα τοῦ Ἀριστοτέλη ἡ θεματική ἐξέταση τῶν στοιχείων πού ἀνέφερα.
Ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Θά χρειαστεῖ λοιπόν ὁ μακάριος τέτοιου εἴδους [δήλ. ἐνάρετους] φίλους, ἐφ’ ὅσον προτίθεται να θεᾶται (θεωρεῖν) πράξεις πού εἶναι καλές καί οἰκεῖες, καί τέτοιες εἶναι οἱ πράξεις τοῦ καλοῦ ἄνθρωπου πού εἶναι φίλος του (ὁ μακάριος δή φίλων τοιούτων δεήησεται, εἴπερ θεωρεῖν προαιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καί οἰκείας, τοιαῦται δ’ αἵ τοῦ ἀγαθοῦ φίλου ὄντος) (1170a2-4).
Τό δεύτερο ἐπιχείρημα ἑστιάζεται στήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά ἐνεργεῖ συνεχῶς, ἀφοῦ ἡ εὐδαιμονία εἶναι ἐνέργεια. Ἔχοντας ἀνάγκη, ὁ εὐδαίμων θά μπορεῖ πιό εὔκολα νά ἀπολαμβάνει μιά ἐνεργό ζωή πού θά εἶναι περισσότερο συνεχής, ἄν ἔχει ἐνάρετους φίλους μέ τους ὁποίους θά συμπράττει καί γιά χάρη τῶν ὁποίων θά ἑξασκεῖ τήν ἀρετή του. Ἀντιθέτως, ἡ μοναχική δράση εἶναι δύσκολη καί κουραστική: Για το μοναχικό ἄνθρωπο (μονώτη) ἡ ζωή εἶναι δύσκολη, γιατί δέν εἶναι εὔκολο μόνος του κανείς νά ζῆ ἔἐνεργό βίο συνεχῶς, ἐνῶ μαζί μέ ἄλλους και σέ σχέση μέ ἄλλους (μεθ’ ἑτέρων δέ καί πρός ἄλλους) εἶναι πιό εὔκολο. Ἔτσι θά εἶναι ἡ ἐνέργεια πιό συνεχής, ὅπως καί πρέπει νά εἶναι γιά τον πανευτυχή (περί τόν μακάριον), μιά καί εἶναι ἡ ἐνέργεια εὐχάριστη ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της (καθ’ αὐτήν) (1170a5-8). Καί, συμφωνώντας μέ τόν Θέογνη, ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ ὅτι, ὅταν ζῆ κανείς μαζί μέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μπορεῖ καί ἀσκεῖ τήν ἀρετή του, τελειοποιώντας την (1170a 11-13).
Τό δεύτερο αὐτό ἐπιχείρημα, πού τονίζει τό ρόλο τοῦ ἐνάρετου φίλου στήν ἐξάσκηση μίας συνεχοῦς δραστηριότητας ἀπό τόν εὐδαίμονα, τοποθετεῖται ὁλοκληρωτικά μέσα στό πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού εὐνοεῖ τήν δράση - γιά χάρη τοῦ φίλου, καί σέ συνεργασία καί σύμπραξη μέ τό φίλο.
Τό τρίτο καί τελευταῖο ἐπιχείρημα γιά τήν ἀναγκη τοῦ φίλου ἀφορμᾶται περισσότερο ἀπό τήν βαθύτερη ἀνθρώπινη φύση (φυσικώτερον) τῶν ἐνάρετων φίλων (1170a 13-14).
Ξεκίνημα τοῦ ἐπιχειρήματος εἶναι ἕνας γνωσιακός χαρακτηρισμός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς ἀνθρώπινῆς ζωῆς ἔχει νά κάνει μέ τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης· ἀλλά μιά δύναμις ἀποκαλύπτει τήν οὐσία της, ὅταν ἐνεργοποιεῖται. Συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι κυρίως ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι καί τοῦ νοεῖν (1170a 16-19). Ἀξιολογικά ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀγαθή ἀπό τή φύση της, ἐπειδή ἔχει συγκεκριμένο χαρακτήρα («ὡρισμένον γάρ») καί ὡς ἀγαθή εἶναι εὐχάριστη καί ἐπιθυμητή ἀπό ὁλους τους ἄνθρωπους καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι κατα’ ἐξοχήν ἄξια προτίμησης καί εὐτυχεστάτη (1170a 14-16. 21-22). Τήν ἐξήγηση γιά τό τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν ὁμιλεΐ γιά τόν συγκεκριμένο χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού συνίσταται στήν ἐνέργεια τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης, τήν βρίσκουμε σ’ ἕνα παράλληλο χωρίο στή συζήτηση γιά τήν φιλία στά Ἠθικά Εὐδήμεια, 1245a 1-10. Τό «ὡρισμένον» στήν αἴσθηση καί στή νόηση προέρχεται ἀπό τόν «ὡρισμένον» του αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ εἴδους πού ἔχουν ὡς ἀντικείμενα τους ἀντιστοίχως ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση. Ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση ταυτίζονται καί γίνονται ἕνα μέ τό ἀντικείμενό τους, ὅταν τό γνωρίζουν, καί ἔτσι παίρνουν ἀπό ἐκεῖνο τόν συγκεκριμένο τους χαρακτήρα («ὡρισμένον»), πού ἀνήκει στήν τάξη τοῦ ἄγαθου[6].
Σέ συνέχεια ὁ Ἀριστοτέλης ἐξετάζει τήν ἀνθριόπινη ζωή ἀπό τήν ψυχολογική πλευρά αὐτοῦ πού αἰσθάνεται καί πού νοεῖ καί παρατηρεῖ ὅτι ἕνας πού αἰσθάνεται καί νοεῖ ταυτόχρονα αἰσθάνεται ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ. «Αἰσθάνεται ὅτι» ἔχει τή σημασία ἐδῶ αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε «ἔχω συνείδηση ὅτι». Τό νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος συνείδησή τοῦ ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ σημαίνει ὅτι ἔχει συνείδησή τοῦ ὅτι ὕπαρχει ὡς ἄνθρωπος - πράγμα πού εἶναι εὐχάριστο - ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀπό τή φύση της ἀγαθή καί εὐχάριστη. Ἰδιαίτερα δέ ἐπιθυμητή εἶναι ἡ ζωή γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο πού χαίρεται μέσα του ἀνεμπόδιστα τή συνείδηση τῆς ἀγαθότητας καί γλυκύτητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης (1170a31-b5). Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος θέλει ὁμως νά χαρεῖ, ὡς συστατικά της εὐδαιμονίας του, ὄχι μόνο τή συνείδηση τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά ἐπίσης καί τή συνείδηση τῆς ὕπαρξης τοῦ φίλου του μαζί μέ τή συνείδηση πού ἔχει γι’ αὐτήν ὁ φίλος του. Προϋπόθεση ἐδῶ εἶναι ἡ κοινότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν φίλων μέσα στο πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης.
Κρίκος γιά τό δεσμό τῶν δύο ὑπαρκτικῶν συνειδήσεων γίνεται ἡ ἔννοια τοῦ φίλου ὡς ἄλλου ἑαυτοῦ μας (ἕτερος αὑτός) (1170b6). «Ὅπως ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος (σπουδαῖος) διατίθεται πρός τόν ἑαυτό του - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ἔτσι διατίθεται καί πρός τόν φίλο του (γιατί ὁ φίλος εἶναι ἕνας ἄλλος ἐαυτός)· ὅπως λοιπόν ἡ ὕπαρξή του τοῦ εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, το ἴδιο, ἤ παραπλήσια, ἄξια ἐπιλογῆς γι’ αὐτόν εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ φίλου του. Ἀλλά εἴπαμε ὅτι ἡ ὕπαρξη εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, ἐπειδή ἔχομε τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀγαθή (διά τό αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ [δήλ. τοῦ εἶναι][7] ἀγαθοῦ αὐτή ἡ συνειδητότητα (αἴσθησις) εἶναι καθ’ ἑαυτήν εὔχαριστη. Πρέπει συνεπῶς ὁ ἐνάρετος νά συμμετέχει στή συνείδηση πού ἔχει ὁ φίλος του γιά τήν ὕπαρξή του (συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καί τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν) κι αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, ἄν ζοῦνε μαζί καί ἄν μετέχουν σέ κοινούς λόγους καί σκέψεις (κοινωνεῖν λόγων καί διανοίας). Γιατί αὐτό μᾶλλον εἶναι το νόημα τοῦ νά ζοῦν μαζί οἱ ἄνθρωποι, καί ὄχι, ὅπως στήν περίπτωση ταῶν χορτοφάγων ζώων, νά βόσκουν στόν ἴδιο τόπο». (1170b5-14).
Χάρη στήν ἐπικοινωνία τῶν συνειδήσεων, ὁ διάλογος καί οἱ λογισμοί τῶν φίλων ἀποτελοῦν, σύμφωνα μέ τή συλλογιστική του Ἀριστοτέλη ἕνα ἑνιαῖο σύμπλεγμα πνευματικῆς ἐνέργειας, πού ἑνώνει τούς φίλους σε μιά κοινή εὐδαιμονία.
Ὁ φίλος, γιά τούς ἀνωτέρω λόγους, εἶναι ἄξιος ἐπιλογῆς. Και ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει μέ τό συμπέρασμα: «καί ὅ,τι εἶναι γιά τον μακάριο ἄνθρωπο ἄξιο ἐπιλογῆς πρέπει καί νά τό ἔχει, εἰδάλλως θά εἶναι ἀπό αύτή τήν ἄποψη ἐνδεής. Ἄρα θά πρέπει γιά νά εἶναι κάποιος εὐδαίμων να ἔχει ἐνάρετους φίλους» (1170b 17-19).
Μ’ ἔχει ἀπασχολήσει σ’αὐτή τή μελέτη ἡ διάκριση μεταξύ δύο ἐννοιῶν τῆς φιλίας πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θεωρία του γιά την τέλεια φιλία. Αὐτές εἶναι, πρῶτον, ἡ φιλία ὡς ἀνιδιοτελής ὑποκειμενική διάθεση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή βούληση τῶν ἀγαθῶν καί τῆς ὕπαρξης για χάρη τοῦ φίλου ὡς ἠθικῆς προσωπικότητας· καί, δεύτερον, ἡ φιλία ὡς ἀντικειμενική κατάσταση, πού ἑνώνει σέ μιά κοινή ἠθική, γνωσιακή καί συνειδησιακή ζωή, μέ στόχο τήν εὐδαιμονία, πρόσωπα πού εἶναι ἴσα ἀξιολογικά καί ὅμοια μεταξύ τους στίς ἐπιδιώξεις τους, ἀποτελώντας ὁ ἕνας για τον ἄλλο ἕνα δεύτερο ἑαυτό. Μέσα στά ὅρια ἑνός κοινοῦ βίου, ὁ ἐγωκεντρικός εὐδαιμονισμός ἐναρμονίζεται μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἐπιδίωξη τῆς εὐδαιμονίας τοῦ φίλου.
-------------------------------------
[1] Ἡ εὐτραπελία εἶναι γιά τόν Ἀριστοτέλη μιά ἤθικη ἀρετή κοινωνικότητας (Η.Ν..Β. 1108a23-26).
[2] Ἡ φαινομενική τουλάχιστον ἀντίθεση μεταξύ της ἀπαίτησης γιά ἀντιφίλιση στή φιλία καί τοῦ ἐκθειασμοῦ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης, πού ἀγνοεῖ τήν ἀνταπόκριση, ἀπασχολεῖ τόν L. Dugas στό βιβλίο του L’ Amitie antique (Παρίσι, 1894). Ἀρχικά ὁ Γάλλος μελετητής τῆς ἀρχαίας φιλίας ὁμιλεῖ γιά ἀντίφαση στή θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τή φιλία (σ. 197-8), ἀλλά ἀργότερα ἀμβλύνει τήν ἔνταση, μιλώντας γιά δυό διαφορετικές προοπτικές γιά τή φιλία στόν Ἀριστοτέλη, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία εἶναι κοινωνιολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας), ἐνῶ ἤ ἄλλη εἶναι ψυχολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς συναισθηματικῆς ἀγάπης) (βλ. π.χ. σ. 202). Ἡ ὀντολογική δομή τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης , πού μέ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα, δέν ἀπασχολεῖ τόν Dugas.
[3] Τό ὅτι ἤ ἤθική της φιλίας στόν Ἀριστοτέλη δέν εἶναι ἤθική της μεσότητας, μεταξύ ὑπερβολῆς καί ἔλλειψης, ὑποστηρίζεται ἀπό τόν Stanislaw Tatarkiewicz, ὁ ὁποιος διακρίνει τρία διαφορετικά ἤθικα συστήματα στόν Ἀριστοτέλη, τήν ἠθική τοῦ πρακτικοῦ βίου. τήν ἠθική τοῦ θεωρητικοῦ βίου, καί τήν ἠθική της φιλίας (βλ.“ Les trois morales D’ Aristote”, Seances el Travaux de I’Academie des Sciences Morales et Poliriques. Παρίσι, 1931). ’Ἐσφαλμένη μοϋ φαίνεται ἤ ἄποψη τοῦ Paul Schollmeicr πού γράφει ὅτι κατά τόν Ἀριστοτέλη, [g]ood friends love one another neither too much nor too little, tor they find good qualities and activities lovable in each other, and these qualities and activities are in accordance with a mean”, (βλ.Other Selves: Aristotle on Personal and Political Friendship, State University ot New York Press, Albany, 1994. σ. 48.) Κρίνοντας τόν συλλογισμό τοῦ Schollmeier, ἄς παρατηρήσουμε ὅτι μπορεΐ μέν ὁ ἀξιαγάπητος χαρακτήρας τῶν ἐνάρετων φίλωνλων νά ἱκανοποιεῖ τόν κανόνα τοῦ μέτρου καί τῆς μεσότητος, χωρίς νά ἕπεται ὅτι καί ἤ ἀγάπη τῶν φίλων ὑπάγεται στόν κανόνα τοῦ μέτρου.
[4] Πρβλ. τό σχόλιο τῶν R. A. Gautier καί J. Υ. Jolif γιά τούς στίχου; 1169b33-35, στό L'Ethique a Nicomaque, t. II, Commentaire, Louvain-Paris. 1970, σ. 753-754.
[5] Θεωρῶ τό χωρίο τῶν Η.Ν., 1170a22-25 (οὐ δεῖ δέ... ἔστε φανερώτερον) ὡς σχόλιο ξένης χειρός πού παρεισέφρυσε στό κείμενο. Τό ζῆν ὁρίζεται ὡς ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι ἤ νοεῖν· τό «ὡρισμένον» τοῦ ζῆν ἔχει νά κάνει μέ τήν γνωσιακή φύση τοῦ ζῆν καί ὄχι, ὅπως στό , κατ’ ἐμέ, παρείσακτο χωρίο, μέ τήν ἀντίθεση πρός τήν ἀοριστία τῆς μοχθηρᾶς καί διεφθαρμένης ζωῆς. Τό παράλληλο τμῆμα τῶν Ἠθικῶν Εὐδημίων εἶναι σαφές γιά τόν γνωσιακό χαρακτήρα τοῦ «ὡρισμένον».
[6] Τό ρῆμα «αἰσθάνεσθαι», στή συνειδησιακή του σημασία, πιστεύω ὅτι καλύπτει ἐξ ἴσου τήν αἴσθηση ὅσο καί τή νόηση. Γι’ αὐτό καί δέχομαι τήν κριτική διόρθωση τοῦ κειμένου τῶν στίχων 1170a31 -32 ἀπό τόν Bywater: «ὥστε ἄν αἰσθανώμεθ’, ὅτι αἰσθανόμεθα κἄν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν».
[7] Δέχομαι τήν διόρθωση «αὐτοῦ» (ἀντί τῆς γραφῆς «αὑτοῦ» ἤ «ἑαυτοῦ» Κοραη γιά τόν στίχο πού ἀντιστοιχεῖ στό 1 170b9. Ὁ Κοραής σχολιάζει: «Διά το αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ (τουτέστι τοῦ εἶναι καί ζῆν) ὅτι ἄγαθόν ἐστι».
Κοιτάζοντας τό ἀπόσπασμα ὑπό τό πρίσμα ἑνός ὁρισμοῦ τῆς φιλίας, θά μπορούσαμε νά διακρίνομε ὡς γένος τῆς φιλίας τήν εὐνοϊκή διάθεση (δήλ. τήν βούληση τῶν ἀγαθῶν) καί ὡς εἴἰδοποιές διαφορές τῆς εὔνοιας: (1) γιά χάρη τοῦ φίλου, (2) μέ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνον καί (3) μέ ἀμοιβαία γνώση αἰσθημάτων.
Χρειάζεται ἀκόμα νά διερευνήσομε τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τή βούληση τῶν ἀγαθῶν γιά χάρη τοῦ φίλου (ἐκεῖνον ἕνεκα) καί ὅταν ἀναφέρεται σέ αὐτό γιά τό ὁποιῖο θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά τό φίλο του. Ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ γιά τό δεύτερο τήν τυπική εἰδολογική ἔννοια τοῦ “φιλητοῦ” (τοῦ ἀγαπητοῦ ἀντικειμένου), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κάθε φορᾶ κανείς ἀγαπᾶ τό φίλο του, θέλοντας γι’αὐτόν τά ἀγαθά. Στη συνέχεια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος διακρίνει τρία εἴδη τοῦ φιλητοῦ: τό εὐχάριστον (τό ἡδύ) καί τό χρήσιμον, στά ὁποια ἀντιστοιχοῦν τρία εἴδη φιλίας, πού βασίζονται εἴτε στό ἀγαθόν εἴτε στό εὐχάριστο εἴτε στο χρήσιμον (1155b 18-19, 1 156a7-8). Σέ σχέση μέ τά δύο τελευταία εἴδη ταῆς φιλίας ὁ Ἀριστοτέλης θά ὑποστηρίξει ὅτι μόνο ἐπιφανειακά καί σύμπωματικά θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ Α ἀγαπᾶ τόν Β ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ Β καθαυτοῦ, λόγω τοῦ τί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Β προσωπικά, ἀλλά ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πού ὁ Β ἔχει νά προσφέρει στον Α σέ εὐχαρίστηση ἤ χρησιμότητα: 'Ὅσοι λοιπόν ἀγαπούν ὁ ἕνας τόν γιά τή χρησιμότητα δέν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καθαυτόν, ἀλλά για κάτι το καλό πού συμβαίνει στούς ἴδιους ἐξ αἰτίας τοῦ ἄλλου. Ἔτσι καί με αὐτούς πού ἀγαποῦν γιά τήν εὐχαρίστηση: ἀγαποῦν τούς πνευματώδεις (εὐτραπέλους), ὄχι ἕξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς ποσότητας ἐκείνων (τῷ ποιούς τινας εἶναι)[1], ἀλλά γιατί εἶναι εὐχάριστοι στούς ἴδιους Συμπτωματικές (κατά συμβεβηκός) λοιπόν εἶναι αὐτές οἱ φιλίες, γιατί σ’ αὐτές δέν ἀγαπᾶται κάποιος ἐπειδή εἶναι αὐτός πού εἶναι (ᾖ ἔστιν ὅσπερ ἐστίν ὁ φιλούμενος) καθόσον παρέχει κάτι, ἄλλος κάποιαν ὠφέλεια καί ἄλλος εὐχαρίστηση (1156a 10-14, 17-19). Ἡ ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη λοιπόν γιά τίς φιλίες ταῆς χρησιμότητας καί τῆς εὐχαρίστησης εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κατά σύμβεβηκός φιλίες, ἐπειδή στεροῦνται μίας αὐτόνομης ἀναφορᾶς στόν φίλο και ἐπειδή ἐξαρτῶνται ἀπό ἕνα στενά ἐγωϊστικό κίνητρο.
Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ ὡς τέλεια φιλία τήν φιλία αὐτῶν πού εἶναι καλοί (ἀγαθοί) καί ὅμοιοι στήν ἀρετή (1156b7-8). Ὁ ἕνας θέλει τά ἀγαθα για τον ἄλλον μέ ὅμοιο τρόπο, καθόσον ὁ φίλος θεωρεῖται ἀγαθός καί καθόσον ὡ ἐνάρετος, εἶναι ἀγαθός καθ’ ἑαυτόν. Ὁ Ἀριστοτέλης χαρακτηρίζει ὥ φίλους στόν ὕψιστο βαθμό (μάλιστα) αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους, πρᾶγμα πού συμβαίνει μέ αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἴδιου τοῦ φίλου τους (δί’ αὐτούς) καί ὄχι κατά συμβεβηκός (156b8-l 1). Ἡ συλλογιστική τοῦ Ἀριστοτέλη ἐδῶ προϋποθέτει ταύτιση τῆς οὐσίας ἑνός προσώπου μέ τόν ἠθικό του χαρακτῆρα· ὁ Σταγειρίτης συμπεραίνει ὅτι τότε πράγματι ἀγαπᾶ κανείς κάποιον για χάρη του, ὅταν τόν ἀγαπᾶ ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἐνάρετος. Ὁ Ἀριστοτέλης προτείνει ἕνα ἀξιολογικό πρότυπο φιλίας στό ὁποῖο ἡ καταξίωση ταῆς φιλίας ἔγκειται στό ἠθικό ποιόν τῶν φίλων. Δέν ἀποκλείει βέβαια μιά τέτοια ἄποψη τήν ἀνάγκη γιά ἄλλα προσόντα, τά ὁποῖα ὁ φίλος πρέπει νά ἱκανοποιεῖ γιά νά εἶναι φίλος τοῦ συγκεκριμένου ἀτόμου (βλ. πιό πάνω τήν νύξη στήν εὐτραπελία ὡς θετικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ φίλου, 1156a13, καί πιό κάτω τήν ἀναφορά στήν στρυφνότητα ὡς ἀρνητικό στοιχεῖο για το σχηματισμό φιλίας, 1157b 14-15, 1158a 1 -2, 6). Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρετή τῶν φίλων στήν τέλεια φιλία ἀποτελεῖ τήν σταθερή ἐγγύηση τῆς μονιμότητας τῆς φιλίας τους, μιά καί ἡ ἀρετή εἶναι κάτι τό μόνιμο (1156b 11-12).
Ἡ ἀρχή τῆς ἀνιδιοτέλειας τῆς φιλίας πού ἐκφράζεται διά τῆς ἀπόψεως ὅτι θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του (ἐκεῖνου ἕνεκα) φαινομενικῶς ἀποδυναμώνεται, ὅταν λίγο παρακάτω διαβάζουμε τά ἑξῆς «καί ἀπό κάθε ἄποψη ὁ καθένας τους παίρνει ἀπό τόν ἄλλο τά ἴδια καί ἀπαράλλαχτα πού ἄλλος παίρνει ἀπό ἐκεῖνον, πρᾶγμα πού πρέπει νά ἀληθεύει γιά τούς φίλους» (καί κατά πάντα ταὐτά γίνεται καί ὅμοια ἑκάτερῳ πάρ’ ἑκατέρου. ὅπέρ δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν) (1156b34-35). Ἐγείρεται ἔτσι τό ἐρώτη- μά: Ἄραγε δέν ἔχουμε ἐδῶ τήν ἔκφραση μίας ἐμπορικῆς νοοτροπίας γιά ἀνταλλαγή ἀγαθῶν πού ἀντιμάχεται τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς τέλειας φιλίας;[2]
Κατά τή γνώμη μου, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐντύπωση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀσυμφωνίας στίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν τελεία φιλία, εῖναι ἀνάγκη νά γίνει ἐμφανής μία διάκριση, πού μόνο ἀμυδρά διαφαίνεται στήν πραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς φιλίας. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ, ἀφ’ ἑνός, τῆς φιλίας ὡς βουλητικῆς καί συναισθηματικῆς διάθεσης πού ἑδράζεται στήν ψυχή τοῦ ὑποκειμένου καί ἀναφέρεται στόν φίλο, καί ἀφ’ ἑτέρου, τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους στίς δυναμικές κοινοῦ βίου, σχέσεις ἀλληλεπίδρασης καί ἀλληλεξάρτησης.
Ὁ ‘Ἀριστοτέλης προβάλλει τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει, «φίλος πρό πάντων εἶναι αὐτός πού θέλει τά ἀγαθά γιά χάρη ἐκείνου γιά τόν ὁποῖον τά θέλει, ἀκόμα κι ἄν δέν πρόκειται κανείς νά τό μάθει» (φίλος δέ μάλιστα ὁ βουλόμενος ᾦ βούλεται τἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα, καί εἰ μηδείς εἴσεται) (1168b2-3). Ἐπίσης τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας ἔχει ὁ Ἀριστοτέλης ὑπ’ ὄψη του, ὅταν ἀπό τόν ἐνεργητικό χαρακτήρα του, ἀπό τό ἐμπειρικό γεγονός ὅτι ἀποσποῦν τόν ἔπαινο αὐτοί πού ἀγαποῦν τούς φίλους τους, συμπεραίνει ὅτι ἡ ἐνεργητική ἀγάπη τοῦ ἄλλου καί ὄχι τό νά ἀγαπᾶται κανείς ἀπό τόν ἄλλον εἶναι ἡ ξεχωριστή ἀρετή τῆς φιλίας: «μᾶλλον δέ τῆς φιλίας οὔσης ἐν τῷ φιλεῖν, καί τῶν φιλοφίλων ἐπαινούμενων, φίλων ἀρετή τό φιλεΐν ἔοικεν» (1159a33-35).
Ἐνῶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ φίλου ἀποτελεῖΐ ἕνα ἀπαραίτητο ὅρο τῆς φιλίας ὡς διαπροσωπικῆς σχέσης, αὐτή ἡ ἀνταπόκριση εἶναι λογικῶς ἄσχετη μέ τήν ὕπαρξη τῆς φιλίας ὡς ὑποκειμενικῆς διάθεσης. Ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα ἐπανειλημμένα συγκρίνει τήν φιλική διάθεση τῆς τέλειας φιλίας μέ περιπτώσεις ἀγάπης, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἀποκλείεται ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης.
Ἐδῶ ἀνήκει τό παράδειγμα τῆς μητέρας πού παραδίδει σέ ἄλλους τό μωρό της γιά νά τό μεγαλώσουν σάν παιδί τους. καί πού παραμένει ἄγνωστη στό παιδί της, ἀλλά γιά τήν ὁποία ἡ ἀγάπη γιά τό παιδί της καί ἡ εὐτυχία του παιδιοῦ της εἶναι πηγή χαρᾶς ἔστω κι ἄν λείπει ἡ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνο (1159a28-33). Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἀγάπη τοῦ τεχνήτη για τό ἔργο του καί ἰδιαίτερα τοῦ ποιητῆ γιά τό ποίημά του, πού εἶναι ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά τό παιδί του, ἄν καί δέν ὑπάρχει ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό δημιούργημα (1167b33-1 168a2). Τέλος ὑπάρχει ἡ ἀφιλοκερδής ἀγάπη τοῦ εὐεργέτη γιά τόν εὐεργετούμενο, πού δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κανένα τωρινό ἤ μελλοντικό ὄφελος τοῦ εὐεργέτη ἀπό τόν εὐεργρτούμενο (1167a31-33).
Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναζητεῖ τήν ἐξήγηση γι’ αὐτά τά φαινόμενα στο γεγονός ὅτι ὁ δημιουργός ἀγαπᾶ τό ἔργο του, ἐπειδή αὐτό ἀπορρέει ἀπό τη δική του ἐνέργεια καί τήν ἐνσωματώνει καί ἐπειδή μέ τό ἔργο τοῦ ὁ δημιουργός ἀπολαμβάνει τή συναίσθησή του ὅτι ὁ ἴδιος ὑπάρχει, ἀφοῦ τό να ὑπάρχει κανείς εἶναι νά ἐνεργεῖ (ἐσμέν δ’ ἐνεργείᾳ) (1168a5-9). Ἡ ἀγάπη ὅμως στήν τέλεια φιλία ἀναγνωρίζει τήν ἀνεξάρτητή τοῦ ἀτόμου ὑπόσταση τοῦ φίλου ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί γιά χάρη τοῦ ὁποίου ὑπάρχει.
Ἕνα ἄξιο μνείας χαρακτηριστικό της φιλίας ὡς ψυχικῆς διάθεσης εἶναι ὅτι δέν ὑπόκειται στόν κανόνα τῆς ἠθικῆς μεσότητος. Γι’αὐτό ὁ Ἄριστοτέλης ὁμιλεῖ γιά τήν τέλεια φιλία ὡς «ὑπερβολή» τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγάπης πού ὡς τέτοια μοιάζει μέ τόν ἔρωτα (1158a 10-12).[3]
Ὡστόσο, παρά τήν ἔντασή της, κάθε ἄλλο παρά τυφλό πάθος εἶναι ἡ φιλία, ἀφοῦ παίρνει τόν χαρακτήρα μιᾶς ἔλλογης ἐπιλογῆς τοῦ φίλου πού ἐκφράζεται σέ μιά σταθερή ἕξη ἀπέναντί του ὕστερα ἀπό στενή γνωριμία, πείρα καί δοκιμασία (1156b25-29, 1158al4-15).
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἔννοια ὡς ὑποκειμενική διάθεση εἶναι συνυφασμένη μέ τήν κοινή ζωή τῶν φίλων μέσα σ’ ἕνα ἀντικειμενικό καθεστώς πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους καί πού ἔχει τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐκφράζει τήν ἀντικειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει ὅτι «ἐν κοινωνίᾳ ... πᾶσα φιλία ἐστίν» (1161b11), καί «κοινωνία γάρ ἡ φιλία» (1171b32-33). Μέσα σ’ αὐτήν τήν κοινωνία οἱ φίλοι συζοῦν συνημερεύουν, συνδιάγουν πραγματοποιώντας μέ ἕνα ξεχωριστό τρόπο την κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας του.
Πόσο ὑψηλά θέτει ὁ Ἀριστοτέλης τήν κοινότητα τῶν φίλων φαίνεται ἀπό ὅσα λέγει γιά τήν σχέση μεταξύ φιλίας καί δικαιοσύνης. Ἐνῶ κάποια μορφή δικαιοσύνης συνοδεύει κάθε κοινωνία, καί ἐνῶ ὁ βαθμός τῆς δίκαιοσύνης σέ μιά κοινωνία εἶναι ἀνάλογος μέ τό βαθμό τῆς φιλίας (1159b26-2 1160a7-8), στήν κοινωνία τῶν ἐνάρετων φίλων, ἡ δικαιοσύνη ἀποβαίνει περιττή:
«Οἱ ἄνθρωποι ὅταν εἶναι φίλοι δέν χρειάζονται τήν δίκαιοσύνη ἀλλά ὅταν εἶναι δίκαιοι χρειάζονται ἐπί πλέον τή φιλία» (1155a26-27).
Ἡ φιλία τείνει πρός τήν ἀπόλυτη ἰσότητα πού εἶναι ἡ ἀριθμητική (κατά ποσόν) ἰσότητα, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη τείνει πρός τήν ἀναλογική ἰσότητα πού διέπεται ἀπό τό ἁρμόζον (κατ’ ἀξίαν) (1158b30-32). Ὅσο πιό ὁλοκληρωτική εἶναι ἡ ἰσότητα πού διέπει τά πρόσωπα καί τίς σχέσεις τῶν φίλων, τόσο πιό τέλεια εἶναι ἡ φιλία τους. «Οἱ ἴσοι φίλοι - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ὅπως ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἰσότητά τους, πρέπει νά εἰσάγουν τήν ἀγάπη (τό φιλεῖν) καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα» (1162b2-3).
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης, ἐκτός ἀπό τήν ἰσότητα, εἶναι ἡ ὁμόνοια.
Ἡ ὁμόνοια ἀντλεῖ ὡς ἔννοια τήν προέλευσή της ἀπό τόν πολιτικό τομέα σέ συνθῆκες, ὅπου ὁὅλοι οἱ πολίτες ἤ διάφορα κράτη ἀπό κοινοῦ συμφωνοῦν γιά τό τί ἀποτελεῖ τό κοινό τους συμφέρον σέ ζητήματα ὑψηλῆς δημόσιας σημασίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐπιδιώκουν τήν ἐπίτευξή του στήν πράξη. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται πολιτική φιλία (1167a22-b4). Ὁ Ἀριστοτέλης μεταφέρει τήν ὁμόνοια ὡς ἔννοια ἀπό τόν πολιτικό τομέα στόν ἰδιωτικό τομέα τῶν φίλων, τονίζοντας ὅτι μόνο οἱ ἐνάρετοι εἶναι ἱκανοί νά ἐπιδιώκουν πάντοτε ἀπό κοινοῦ τό κοινό τους ἀγαθό, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ὁμονοοῦν μονίμως μέ τόν ἑαυτό τους, χωρίς νά ὑπάρχει διχασμός στήν ψυχή τους (116754-16).
Ἡ ὁμόνοια ὡς χαρακτηριστικό πού ἀνήκει στήν τέλεια φιλία προϋποθέτει ὅτι ἡ φιλία ἀποτελεῖ μιάν ἰδιαίτερη κοινότητα πού ἐμπεριέχει τό ξεχωριστό της κοινό ἀγαθό, τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐπίγνωση καί τό ὁποῖο ἐπιδιώκουν οἱ φίλοι πού τήν συναπαρτίζουν.
Τά μέλη τῆς κοινότητας τῶν φίλων ἀποδίδουν προνομιακή θέση στό φίλο τους. Τό γεγονός ὅτι ἕνας φίλος μας ἀποτελεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἕνα ἠθικό λόγο νά θέλομε νά τόν εὐεργετήσομε, προτιμώντας τον ἀπό ἕνα ξένο: (1169b 11-1«ἔστιν τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς τό ἐνεργετεῖν, κάλλιον δ’ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων». Ό καθένας - παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης - ἀποδίδει στόν ἄλλο τό ἴσο σέ καλή θέληση καί εὐχαρίστηση, ἀφοῦ λέγεται ἡ φιλία ἰσότητα” (1157b34-36). Ἔτσι ἡ ἀμοιβαία διάθεση γιά εὐεργεσία τοῦ φίλου προκαλεῖ τήν ἀντικειμενική ἰσότητα ὠφελημάτων μεταξύ τῶν φίλων (πβλ.1156b34-35).
Ἕνα ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο της ἀριστοτελικῆς ἀντίληψης γιά τήν τέλεια φιλία εἶναι ὁ συνδυασμός σ’ αὐτήν τῆς ἀνιδιοτελοῦς («ἐκείνου ἔνεκα»), ἀγάπης γιά τό φίλο μέ μιά ἔντονα ἐγωκεντρική προοπτική ἐπί τοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἄλλος ἐαυτός μας : «ἄλλος αὐτός» ἤ «ἕτερος αὐτός» (1166a32, I 169b6-7, 1170b6-7). Ὁ φίλος, ἀφ’ ἑνός ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνα αὐτόνομο πρόσωπο πού εἶναι τό γνήσιο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μας, ἐνῶ, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ ἑτερότητα τοῦ φίλου ὡς ἄλλου προσώπου ἀπαλείφεται μέ τό νά θεωρεῖται ὁ φίλος, κάπως ἀντιφατικά, ὡς ἕνας ἄλλος ἑαυτός μας.
Κατά τή γνώμη μου τό παράδοξο αὐτό ὀφείλεται σέ μιά ἰδιότυπη συνδιαλλαγή στήν ἀριστοτελική θεωρία μεταξύ ἐγωκεντρισμοῦ καί αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε ἀλτρουϊσμό. Αὐτή ἡ συνδιαλλαγή γίνεται ἰδιαίτερα φανερή στό ἑξῆς χωρίο: «καί φιλοῦντες τόν φίλον τό αὐτοῖς ἀγαθόν φιλοῦσιν· ὁ γάρ ἀγαθός, φίλος γινόμενος, ἀγαθόν γίνεται ᾦ φίλος» (1157b 33-34) («Καί μέ τό νά ἀγαποῦν τόν φίλο τους ἀγαποῦν αὐτό πού τούς εἶναι ἀγαθό γιά τούς ἴδιους - γιατί ἕνας καλός ἄνθρωπος πού γίνεται φίλος, γίνεται ἀγαθό γιά τό πρόσωπο γιά τό ὁποιο εἶναι φίλος»).
Ἐδῶ ἡ λέξη «ἀγαθόν» σημαίνει κάτι πού εἶναι φορέας ἀξίας. Θα μπορούσαμε νομίζω νά ποῦμε ὅτι ὁ φίλος εἶναι φορέας εὐδαιμονιστικῆς ἀξίας. Ἡ ὁλη συζήτηση γιά τήν τέλεια φιλία, ἰδίως στό ἔνατο βιβλίο τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, συνδέεται μέ τό θέμα τῆς εὐδαιμονίας. Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει πολλά γιά τήν ἀρετή σέ σχέση μέ τήν τέλεια φιλία, ἀλλά ἡ ἀρετή ἀπασχολεῖ ἐδῶ αὐτήν καθ’ ἑαυτή, ἀλλά μόνο καθόσον εἶναι σύστατικό τῆς εὐδαιμονίας, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνέργεια εὐχάριστου ἡδονικοῦ χαρακτήρα (Πρβλ. 1170a4: «οἴονταί τέ δεῖν ἡδέως γῆν τόν εὐδαίμονα»). Ὡςἐνάρετος ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἄξιο ἀντικείμενο ἀνιδιοτελοῦς φιλίας καί μπαίνοντας ὡς φίλος μέσα στή ζωή αὐτοῦ πού τόν ἔχει φίλο γίνεται γι’αὐτόν ἕνα εὐδαιμονικό ἀγαθό.
Ὁ Ἀριστοτέλης πιστεύει ὅτι ὁ φίλος εἶναι ἕνας δεύτερος ἑαυτός μας μόνο μέσα καί χάρη στό ἀντικειμενικό καθεστώς τῆς φιλίας πού ἑνώνει καί τούς δύο φίλους.
Τό νά πεῖς τόν φίλο ἄλλον ἑαυτό σου εἶναι νά πάρεις τήν ὑποκειμενική ἄποψη ἑνός ἀπό τους φίλους. Ἡ φιλία ὅμως ὡς ἀντικειμενική ἀποτελεῖ ἕνα ἑνιαῖο σύστημα σχέσεων, πού ἀναφέρεται καί στους δύο φίλους καί πού ὄεν παίρνει τήν ἄποψη τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, ἀλλά ἐξίσου καί ταυτόχρονά τους ἐμπερικλείει σέ μιά κοινή μορφή βίου. Ἡ μια αὐτή ἀντικειμενική κατάσταση μπορεῖ νά ἰδωθεῖ ἀπό τήν ὑποκειμενική σκοπιά τοῦ ἕνος ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, καί τότε ὁ ἄλλος φίλος παρουσιάζεται ὡς δεύτερος ἑαυτός. Ὡστόσο ἡ ἔννοια τοῦ δεύτερου ἑαυτοῦ ἔχει νόημα στήν ἀντικειμενική κατάσταση τῆς φιλίας πού ἑνώνει ἀλληλένδετα τους δύο φίλους.
Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἄλτρουϊστικη μέριμνα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μας συνδέεται ἁρμονικά μέ τή μέριμνα γιά τόν ἑαυτό μας ἐπειδή οἱ ζωές μας εἶναι εὐδαιμονικά συνυφασμένες μεταξύ τους. Ἡ εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εἶναι μιά πλευρά τῆς δικῆς μου εὐδαιμονίας. Ἡ φροντίδα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εῖναι «ἐκεῖνου ἕνεκα» καί ἑστιάζεται σε ἐκεῖνον ἀλλά ταυτόχρονα ἐμπερικλείεται μέσα στόν ὁρίζοντα τῆς μέριμνας για τή δική μου εὐδαιμονία. Ὅταν ὁ Α μεριμνᾶ γιά τόν Β γιά χάρη τοῦ Β και ὁ Β μεριμνᾶ γιά τόν Α γιά χάρη τοῦ Α, ὁ Α καί ὁ Β ταυτόχρονα μεριμνοῦν γιά τή δική τους εὐδαιμονία, ἐπειδή τό καλό του Β εἶναι γιά τον Α δικό του καλό, καί ἀντίστροφα.
Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική της ἀριστοτελικῆς θεωρίας τῆς φιλίας εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανής στό κέφ. 9 τοῦ ἐνάτου βιβλίου τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, ὁπου ὁ Ἀριστοτέλης, ἀντιδρώντας στήν ἀμφισβήτηση ἀπό μερικούς της ἀνάγκης νά ἔχει ὁ εὐδαίμων φίλους, δείχνει μέ ἐπιχειρήματα γιατί ἡ φιλία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν εὐδαίμονα.
Ὁ Ἀριστοτέλης συγκεντρώνει τή συζήτηση πάνω στό πρόσωπο αὐτοῦ πού εἶναι «μακάριος» (1169b 17, 25, I 170a2, 8, 27, b 14), δήλ. αὐτοῦ πού εἶναι εὐδαίμων ἀπό κάθε ἄποψη, τοῦ πανευτυχῆ, ὅπως ἴσως θά λέγαμε ἐμεῖς.
Ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀριστοτέλης βάζει στό προσκήνιο τῆς συζήτησης τήν κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φίλος εἶναι τό μεγαλύτερο ἐξωτερικό ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖ νά λείψει ἀπό τόν μακάριο, ὁ ὁποῖος χρειάζεται τόν φίλο ὄχι γιά νά εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν, ἀλλά γιά νά τόν εὐεργετήσει (1169b 11-16). «Θἆταν δέ ἴσως παράλογο - προσθέτει ὁ Ἀριστοτέλης - νά ὑποθέσει κανείς μονήρη (μονώτην) τόν μακάριο - γιατί κανείς δέν θά προτιμοῦσε νά ἔχει ὁλα τά ἀγαθά καί νά εἶναι ὁλομόναχος· γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολιτικό ὄν ἀπό τή φύση του καί καμωμένος νά ζῆ μαζί μέ ἄλλους. Αὐτό λοιπόν ἀληθεύει καί γιά τόν εὐδαίμονα, ἀφοῦ ἔχει ὅλα τά ἐκ φύσεως ἀγαθά. Εἶναι δέ φανερό ὅτι εἶναι καλύτερα νά περνᾶ κανείς τίς μέρες του μέ ἐνάρετους φίλους παρά μέ ξένους καί τυχαίους ἄνθρωπους. Συνεπῶς εἶναι ἀναγκαῖοι οἱ φίλοι στόν εὔὐδαίμονα» (1169b 16-22). Κατά τόν Ἀριστοτέλη λοιπόν , ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κατα’ ἀνάγκην ἡ εὐδαιμονία συμπεριλαμβάνει τόν φιλικό δεσμό.
Ἀλλά δέν εἶναι κάθε λογής φίλοι ἀπαραίτητοι γιά τόν εὐδαίμονα, καί γι’ αὐτό ὑπάρχει κάποια ἀλήθεια στήν ἀμφισβήτηση τῆς ἀνάγκης τῶν φίλων. Ἀσφαλῶς δέν χρειάζεται ὁ μακάριος τους χρήσιμους φίλους, ἀφοῦ ἔχει αὐτάρκεια ἀπό ἀγαθά, κι οὔτε χρειάζεται τούς εὐχάριστους φίλους, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι ἀπό τήν φύση της εὐχάριστη καί δέν ἔχει ἀναγκη ἀπό ἐπείσακτη ἡδονή ( 1 169b23-27).
Ἀπαραίτητοι ὅμως γιά τόν μακάριο εἶναι οἱ φίλοι πού εἶναι κατά τό ἦθος ἀγαθοί. Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική ἀπό τήν πλευρά τοῦ εὐδαίμονος κυριαρχεῖ στά τρία ἐπιχειρήματα πού προβάλλει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἀριστοτέλης.
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα (1169b29 1170a4) ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά γίνει θεατής τῶν πράξεών του, πού ὡς ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι συστατικές της εὐδαιμονίας του. Ἡ ἠθική θέαση ὅμως ἐγκλείει τήν δυσκολία τοῦ νά μπορεῖ κανείς νά ἀπασχολεῖται ὁλοκληρωτικά μέ τήν ἠθική δράση, ἐνῶ ταυτόχρονα νά παρατηρεῖ ὡς θεατής (θεωρεῖν) τίς πράξεις του[4]. Διέξοδο σ’ αὐτή τή δυσκολία παρέχει ὁ φίλος, ἐπειδή εἶναι πιό εὔκολο νά παρατηροῦμε τίς πράξεις τοῦ φίλου μας παρά τίς δικές μας. Χάρη στήν παρατήρηση τῶν πράξεων τοῦ φίλου, ἀποκτοῦμε τή θέα τῶν δικῶν μας.
Γιά δύο λόγους οἱ πράξεις τοῦ ἐνάρετού μας εἶναι εὐχάριστες. Πρῶτον, εἶναι ἀπό τή φύση τους ἀγαθές καί συνεπῶς ἀπό τή φύση τούς εὐχάριστες νά τίς βλέπομε. Δεύτερον, μᾶς εἶναι οἰκεῖες καί ὡς ἐκ τοῦτου εὐχάριστες ἐπειδή ὅ,τι εἶναι δικό μας εἶναι εὐχάριστο.
Ὁ φίλος ἐκλαμβάνεται, ἀφ’ ἑνός ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπέναντί μας πρόσωπο τό ὁποιο μποροῦμε νά παρατηροῦμε ὡς θεατές, καί, ἀφ’ ἑτέρου ἄτομο πού εἶναι τόσο κοντά μᾶς ἠθικῶς καί πνευματικῶς ὥστε να ἀποτελεῖ ἕνα δεύτερο ἑαυτό μας.
Ἀξίζει νά σχολιάσομε λίγο τήν ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τον ξεχωριστό ἀπό μᾶς ἄλλο ἄνθρωπο, σέ διάκριση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού ὡς νοητική καί ψυχοσωματική ὀντότητα εἶναι ἀντικείμενο γνώσης για μᾶς.Ὁ Ἀριστοτέλης δέν θεωρεῖ τά ἠθικά καί ψυχολογικά κίνητρα τοῦ ἄλλου σά φαινόμενα πού εἶναι κατ’ ἀνάγκην κρυμμένα ἀπό τόν ἑαυτό μας και για τά ὁποῖα μποροῦμε νά κάνουμε μόνο ὑποθέσεις ἤ νά μιλοῦμε μόνο κατ’άναλογίαν μέ τόν ἑαυτό μας, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοί νεώτεροι καί φιλόσοφοι. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὑπάρχει ἕνα γνωσιολογικό χάσμα ἀνάμεσα στίς δύο πλευρές τῆς πράξης, πού θέλομε νά γνωρίσομε, τήν ἐξωτερική συμπεριφορά καί τήν ἐσωτερική πραξιακή πνευματική[5] διαδικασία συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἠθικῆς προαίρεσης. Γιά τόν Ἀριστοτέλη οἱ δύο πλευρές τῆς πράξης τοῦ ἄλλου, ἰδίως στήν περίπτωση τοῦ φίλου, μᾶς παρέχονται ἄμεσα ὡς ἀντικείμενα θέας. Ἐπίσης μποροῦμε νά συνάγομε ὅτι γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἠθική ἀποτίμηση τῶν πράξεών μας δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀλλ’ ἀντίθετα εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἀποτίμηση παρόμοιων πράξεων τοῦ ἄλλου, καί ἰδιαίτερά του ἐνάρετου φίλου. Λείπει ὅμως στο πιό πάνω ἐπιχείρημα τοῦ Ἀριστοτέλη ἡ θεματική ἐξέταση τῶν στοιχείων πού ἀνέφερα.
Ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Θά χρειαστεῖ λοιπόν ὁ μακάριος τέτοιου εἴδους [δήλ. ἐνάρετους] φίλους, ἐφ’ ὅσον προτίθεται να θεᾶται (θεωρεῖν) πράξεις πού εἶναι καλές καί οἰκεῖες, καί τέτοιες εἶναι οἱ πράξεις τοῦ καλοῦ ἄνθρωπου πού εἶναι φίλος του (ὁ μακάριος δή φίλων τοιούτων δεήησεται, εἴπερ θεωρεῖν προαιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καί οἰκείας, τοιαῦται δ’ αἵ τοῦ ἀγαθοῦ φίλου ὄντος) (1170a2-4).
Τό δεύτερο ἐπιχείρημα ἑστιάζεται στήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά ἐνεργεῖ συνεχῶς, ἀφοῦ ἡ εὐδαιμονία εἶναι ἐνέργεια. Ἔχοντας ἀνάγκη, ὁ εὐδαίμων θά μπορεῖ πιό εὔκολα νά ἀπολαμβάνει μιά ἐνεργό ζωή πού θά εἶναι περισσότερο συνεχής, ἄν ἔχει ἐνάρετους φίλους μέ τους ὁποίους θά συμπράττει καί γιά χάρη τῶν ὁποίων θά ἑξασκεῖ τήν ἀρετή του. Ἀντιθέτως, ἡ μοναχική δράση εἶναι δύσκολη καί κουραστική: Για το μοναχικό ἄνθρωπο (μονώτη) ἡ ζωή εἶναι δύσκολη, γιατί δέν εἶναι εὔκολο μόνος του κανείς νά ζῆ ἔἐνεργό βίο συνεχῶς, ἐνῶ μαζί μέ ἄλλους και σέ σχέση μέ ἄλλους (μεθ’ ἑτέρων δέ καί πρός ἄλλους) εἶναι πιό εὔκολο. Ἔτσι θά εἶναι ἡ ἐνέργεια πιό συνεχής, ὅπως καί πρέπει νά εἶναι γιά τον πανευτυχή (περί τόν μακάριον), μιά καί εἶναι ἡ ἐνέργεια εὐχάριστη ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της (καθ’ αὐτήν) (1170a5-8). Καί, συμφωνώντας μέ τόν Θέογνη, ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ ὅτι, ὅταν ζῆ κανείς μαζί μέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μπορεῖ καί ἀσκεῖ τήν ἀρετή του, τελειοποιώντας την (1170a 11-13).
Τό δεύτερο αὐτό ἐπιχείρημα, πού τονίζει τό ρόλο τοῦ ἐνάρετου φίλου στήν ἐξάσκηση μίας συνεχοῦς δραστηριότητας ἀπό τόν εὐδαίμονα, τοποθετεῖται ὁλοκληρωτικά μέσα στό πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού εὐνοεῖ τήν δράση - γιά χάρη τοῦ φίλου, καί σέ συνεργασία καί σύμπραξη μέ τό φίλο.
Τό τρίτο καί τελευταῖο ἐπιχείρημα γιά τήν ἀναγκη τοῦ φίλου ἀφορμᾶται περισσότερο ἀπό τήν βαθύτερη ἀνθρώπινη φύση (φυσικώτερον) τῶν ἐνάρετων φίλων (1170a 13-14).
Ξεκίνημα τοῦ ἐπιχειρήματος εἶναι ἕνας γνωσιακός χαρακτηρισμός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς ἀνθρώπινῆς ζωῆς ἔχει νά κάνει μέ τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης· ἀλλά μιά δύναμις ἀποκαλύπτει τήν οὐσία της, ὅταν ἐνεργοποιεῖται. Συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι κυρίως ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι καί τοῦ νοεῖν (1170a 16-19). Ἀξιολογικά ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀγαθή ἀπό τή φύση της, ἐπειδή ἔχει συγκεκριμένο χαρακτήρα («ὡρισμένον γάρ») καί ὡς ἀγαθή εἶναι εὐχάριστη καί ἐπιθυμητή ἀπό ὁλους τους ἄνθρωπους καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι κατα’ ἐξοχήν ἄξια προτίμησης καί εὐτυχεστάτη (1170a 14-16. 21-22). Τήν ἐξήγηση γιά τό τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν ὁμιλεΐ γιά τόν συγκεκριμένο χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού συνίσταται στήν ἐνέργεια τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης, τήν βρίσκουμε σ’ ἕνα παράλληλο χωρίο στή συζήτηση γιά τήν φιλία στά Ἠθικά Εὐδήμεια, 1245a 1-10. Τό «ὡρισμένον» στήν αἴσθηση καί στή νόηση προέρχεται ἀπό τόν «ὡρισμένον» του αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ εἴδους πού ἔχουν ὡς ἀντικείμενα τους ἀντιστοίχως ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση. Ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση ταυτίζονται καί γίνονται ἕνα μέ τό ἀντικείμενό τους, ὅταν τό γνωρίζουν, καί ἔτσι παίρνουν ἀπό ἐκεῖνο τόν συγκεκριμένο τους χαρακτήρα («ὡρισμένον»), πού ἀνήκει στήν τάξη τοῦ ἄγαθου[6].
Σέ συνέχεια ὁ Ἀριστοτέλης ἐξετάζει τήν ἀνθριόπινη ζωή ἀπό τήν ψυχολογική πλευρά αὐτοῦ πού αἰσθάνεται καί πού νοεῖ καί παρατηρεῖ ὅτι ἕνας πού αἰσθάνεται καί νοεῖ ταυτόχρονα αἰσθάνεται ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ. «Αἰσθάνεται ὅτι» ἔχει τή σημασία ἐδῶ αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε «ἔχω συνείδηση ὅτι». Τό νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος συνείδησή τοῦ ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ σημαίνει ὅτι ἔχει συνείδησή τοῦ ὅτι ὕπαρχει ὡς ἄνθρωπος - πράγμα πού εἶναι εὐχάριστο - ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀπό τή φύση της ἀγαθή καί εὐχάριστη. Ἰδιαίτερα δέ ἐπιθυμητή εἶναι ἡ ζωή γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο πού χαίρεται μέσα του ἀνεμπόδιστα τή συνείδηση τῆς ἀγαθότητας καί γλυκύτητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης (1170a31-b5). Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος θέλει ὁμως νά χαρεῖ, ὡς συστατικά της εὐδαιμονίας του, ὄχι μόνο τή συνείδηση τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά ἐπίσης καί τή συνείδηση τῆς ὕπαρξης τοῦ φίλου του μαζί μέ τή συνείδηση πού ἔχει γι’ αὐτήν ὁ φίλος του. Προϋπόθεση ἐδῶ εἶναι ἡ κοινότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν φίλων μέσα στο πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης.
Κρίκος γιά τό δεσμό τῶν δύο ὑπαρκτικῶν συνειδήσεων γίνεται ἡ ἔννοια τοῦ φίλου ὡς ἄλλου ἑαυτοῦ μας (ἕτερος αὑτός) (1170b6). «Ὅπως ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος (σπουδαῖος) διατίθεται πρός τόν ἑαυτό του - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ἔτσι διατίθεται καί πρός τόν φίλο του (γιατί ὁ φίλος εἶναι ἕνας ἄλλος ἐαυτός)· ὅπως λοιπόν ἡ ὕπαρξή του τοῦ εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, το ἴδιο, ἤ παραπλήσια, ἄξια ἐπιλογῆς γι’ αὐτόν εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ φίλου του. Ἀλλά εἴπαμε ὅτι ἡ ὕπαρξη εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, ἐπειδή ἔχομε τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀγαθή (διά τό αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ [δήλ. τοῦ εἶναι][7] ἀγαθοῦ αὐτή ἡ συνειδητότητα (αἴσθησις) εἶναι καθ’ ἑαυτήν εὔχαριστη. Πρέπει συνεπῶς ὁ ἐνάρετος νά συμμετέχει στή συνείδηση πού ἔχει ὁ φίλος του γιά τήν ὕπαρξή του (συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καί τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν) κι αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, ἄν ζοῦνε μαζί καί ἄν μετέχουν σέ κοινούς λόγους καί σκέψεις (κοινωνεῖν λόγων καί διανοίας). Γιατί αὐτό μᾶλλον εἶναι το νόημα τοῦ νά ζοῦν μαζί οἱ ἄνθρωποι, καί ὄχι, ὅπως στήν περίπτωση ταῶν χορτοφάγων ζώων, νά βόσκουν στόν ἴδιο τόπο». (1170b5-14).
Χάρη στήν ἐπικοινωνία τῶν συνειδήσεων, ὁ διάλογος καί οἱ λογισμοί τῶν φίλων ἀποτελοῦν, σύμφωνα μέ τή συλλογιστική του Ἀριστοτέλη ἕνα ἑνιαῖο σύμπλεγμα πνευματικῆς ἐνέργειας, πού ἑνώνει τούς φίλους σε μιά κοινή εὐδαιμονία.
Ὁ φίλος, γιά τούς ἀνωτέρω λόγους, εἶναι ἄξιος ἐπιλογῆς. Και ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει μέ τό συμπέρασμα: «καί ὅ,τι εἶναι γιά τον μακάριο ἄνθρωπο ἄξιο ἐπιλογῆς πρέπει καί νά τό ἔχει, εἰδάλλως θά εἶναι ἀπό αύτή τήν ἄποψη ἐνδεής. Ἄρα θά πρέπει γιά νά εἶναι κάποιος εὐδαίμων να ἔχει ἐνάρετους φίλους» (1170b 17-19).
Μ’ ἔχει ἀπασχολήσει σ’αὐτή τή μελέτη ἡ διάκριση μεταξύ δύο ἐννοιῶν τῆς φιλίας πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θεωρία του γιά την τέλεια φιλία. Αὐτές εἶναι, πρῶτον, ἡ φιλία ὡς ἀνιδιοτελής ὑποκειμενική διάθεση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή βούληση τῶν ἀγαθῶν καί τῆς ὕπαρξης για χάρη τοῦ φίλου ὡς ἠθικῆς προσωπικότητας· καί, δεύτερον, ἡ φιλία ὡς ἀντικειμενική κατάσταση, πού ἑνώνει σέ μιά κοινή ἠθική, γνωσιακή καί συνειδησιακή ζωή, μέ στόχο τήν εὐδαιμονία, πρόσωπα πού εἶναι ἴσα ἀξιολογικά καί ὅμοια μεταξύ τους στίς ἐπιδιώξεις τους, ἀποτελώντας ὁ ἕνας για τον ἄλλο ἕνα δεύτερο ἑαυτό. Μέσα στά ὅρια ἑνός κοινοῦ βίου, ὁ ἐγωκεντρικός εὐδαιμονισμός ἐναρμονίζεται μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἐπιδίωξη τῆς εὐδαιμονίας τοῦ φίλου.
-------------------------------------
[1] Ἡ εὐτραπελία εἶναι γιά τόν Ἀριστοτέλη μιά ἤθικη ἀρετή κοινωνικότητας (Η.Ν..Β. 1108a23-26).
[2] Ἡ φαινομενική τουλάχιστον ἀντίθεση μεταξύ της ἀπαίτησης γιά ἀντιφίλιση στή φιλία καί τοῦ ἐκθειασμοῦ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης, πού ἀγνοεῖ τήν ἀνταπόκριση, ἀπασχολεῖ τόν L. Dugas στό βιβλίο του L’ Amitie antique (Παρίσι, 1894). Ἀρχικά ὁ Γάλλος μελετητής τῆς ἀρχαίας φιλίας ὁμιλεῖ γιά ἀντίφαση στή θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τή φιλία (σ. 197-8), ἀλλά ἀργότερα ἀμβλύνει τήν ἔνταση, μιλώντας γιά δυό διαφορετικές προοπτικές γιά τή φιλία στόν Ἀριστοτέλη, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία εἶναι κοινωνιολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας), ἐνῶ ἤ ἄλλη εἶναι ψυχολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς συναισθηματικῆς ἀγάπης) (βλ. π.χ. σ. 202). Ἡ ὀντολογική δομή τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης , πού μέ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα, δέν ἀπασχολεῖ τόν Dugas.
[3] Τό ὅτι ἤ ἤθική της φιλίας στόν Ἀριστοτέλη δέν εἶναι ἤθική της μεσότητας, μεταξύ ὑπερβολῆς καί ἔλλειψης, ὑποστηρίζεται ἀπό τόν Stanislaw Tatarkiewicz, ὁ ὁποιος διακρίνει τρία διαφορετικά ἤθικα συστήματα στόν Ἀριστοτέλη, τήν ἠθική τοῦ πρακτικοῦ βίου. τήν ἠθική τοῦ θεωρητικοῦ βίου, καί τήν ἠθική της φιλίας (βλ.“ Les trois morales D’ Aristote”, Seances el Travaux de I’Academie des Sciences Morales et Poliriques. Παρίσι, 1931). ’Ἐσφαλμένη μοϋ φαίνεται ἤ ἄποψη τοῦ Paul Schollmeicr πού γράφει ὅτι κατά τόν Ἀριστοτέλη, [g]ood friends love one another neither too much nor too little, tor they find good qualities and activities lovable in each other, and these qualities and activities are in accordance with a mean”, (βλ.Other Selves: Aristotle on Personal and Political Friendship, State University ot New York Press, Albany, 1994. σ. 48.) Κρίνοντας τόν συλλογισμό τοῦ Schollmeier, ἄς παρατηρήσουμε ὅτι μπορεΐ μέν ὁ ἀξιαγάπητος χαρακτήρας τῶν ἐνάρετων φίλωνλων νά ἱκανοποιεῖ τόν κανόνα τοῦ μέτρου καί τῆς μεσότητος, χωρίς νά ἕπεται ὅτι καί ἤ ἀγάπη τῶν φίλων ὑπάγεται στόν κανόνα τοῦ μέτρου.
[4] Πρβλ. τό σχόλιο τῶν R. A. Gautier καί J. Υ. Jolif γιά τούς στίχου; 1169b33-35, στό L'Ethique a Nicomaque, t. II, Commentaire, Louvain-Paris. 1970, σ. 753-754.
[5] Θεωρῶ τό χωρίο τῶν Η.Ν., 1170a22-25 (οὐ δεῖ δέ... ἔστε φανερώτερον) ὡς σχόλιο ξένης χειρός πού παρεισέφρυσε στό κείμενο. Τό ζῆν ὁρίζεται ὡς ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι ἤ νοεῖν· τό «ὡρισμένον» τοῦ ζῆν ἔχει νά κάνει μέ τήν γνωσιακή φύση τοῦ ζῆν καί ὄχι, ὅπως στό , κατ’ ἐμέ, παρείσακτο χωρίο, μέ τήν ἀντίθεση πρός τήν ἀοριστία τῆς μοχθηρᾶς καί διεφθαρμένης ζωῆς. Τό παράλληλο τμῆμα τῶν Ἠθικῶν Εὐδημίων εἶναι σαφές γιά τόν γνωσιακό χαρακτήρα τοῦ «ὡρισμένον».
[6] Τό ρῆμα «αἰσθάνεσθαι», στή συνειδησιακή του σημασία, πιστεύω ὅτι καλύπτει ἐξ ἴσου τήν αἴσθηση ὅσο καί τή νόηση. Γι’ αὐτό καί δέχομαι τήν κριτική διόρθωση τοῦ κειμένου τῶν στίχων 1170a31 -32 ἀπό τόν Bywater: «ὥστε ἄν αἰσθανώμεθ’, ὅτι αἰσθανόμεθα κἄν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν».
[7] Δέχομαι τήν διόρθωση «αὐτοῦ» (ἀντί τῆς γραφῆς «αὑτοῦ» ἤ «ἑαυτοῦ» Κοραη γιά τόν στίχο πού ἀντιστοιχεῖ στό 1 170b9. Ὁ Κοραής σχολιάζει: «Διά το αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ (τουτέστι τοῦ εἶναι καί ζῆν) ὅτι ἄγαθόν ἐστι».
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΙΣΟΚΡ 5.53–55
Ο Ισοκράτης έσπευσε να προλάβει τυχόν επιφυλάξεις του Φιλίππου σχετικά με τη δυνατότητά του να συμφιλιώσει τις Ελληνικές πόλεις (βλ. και ΙΣΟΚΡ 5.30–38), δηλώνοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να επιτύχει κάτι τέτοιο. Παρέθεσε, μάλιστα, παραδείγματα, για να αποδείξει ότι στο παρελθόν παρουσιάστηκε συχνά το φαινόμενο οι εχθροί να μεταβληθούν σε ευεργέτες των αντιπάλων τους μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου και αναφέρθηκε στις περιπέτειες της Σπάρτης και του Άργους, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι οι δύο αυτές πόλεις θα δέχονταν με ευχαρίστηση τον συμφιλιωτικό και ηγετικό ρόλο του Φιλίππου, ώστε να απαλλαγούν από τις δυσχέρειες που τις ταλάνιζαν.
[53] Ἀλλὰ μὴν τὰ περὶ Θηβαίους οὐδὲ σὲ λέληθεν. καλ-
λίστην γὰρ μάχην νικήσαντες, καὶ δόξαν ἐξ αὐτῆς μεγίστην
λαβόντες, διὰ τὸ μὴ καλῶς χρῆσθαι ταῖς εὐτυχίαις οὐδὲν
βέλτιον πράττουσι τῶν ἡττηθέντων καὶ δυστυχησάντων.
οὐ γὰρ ἔφθασαν τῶν ἐχθρῶν κρατήσαντες, καὶ πάντων
ἀμελήσαντες ἠνώχλουν μὲν ταῖς πόλεσι ταῖς ἐν Πελο-
ποννήσῳ, Θετταλίαν δ’ ἐτόλμων καταδουλοῦσθαι, Μεγα-
ρεῦσι δ’ ὁμόροις οὖσιν ἠπείλουν, τὴν δ’ ἡμετέραν πόλιν
μέρος τι τῆς χώρας ἀπεστέρουν, Εὔβοιαν δ’ ἐπόρθουν, εἰς
Βυζάντιον δὲ τριήρεις ἐξέπεμπον ὡς καὶ γῆς καὶ θαλάττης
ἄρξοντες. [54] τελευτῶντες δὲ πρὸς Φωκέας πόλεμον
ἐξήνεγκαν ὡς τῶν τε πόλεων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κρατήσοντες,
τόν τε τόπον ἅπαντα τὸν περιέχοντα κατασχήσοντες, τῶν
τε χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς περιγενησόμενοι ταῖς ἐκ
τῶν ἰδίων δαπάναις. ὧν οὐδὲν αὐτοῖς ἀποβέβηκεν, ἀλλ’
ἀντὶ μὲν τοῦ λαβεῖν τὰς Φωκέων πόλεις τὰς αὑτῶν ἀπο-
λωλέκασιν, εἰσβάλλοντες δ’ εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἐλάττω
κακὰ ποιοῦσιν ἐκείνους ἢ πάσχουσιν ἀπιόντες εἰς τὴν
αὑτῶν· [55] ἐν μὲν γὰρ τῇ Φωκίδι τῶν μισθοφόρων τινὰς
ἀποκτείνουσιν, οἷς λυσιτελεῖ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζῆν,
ἀναχωροῦντες δὲ τοὺς ἐνδοξοτάτους αὑτῶν καὶ μάλιστα
τολμῶντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν ἀπολλύουσιν.
εἰς τοῦτο δ’ αὐτῶν περιέστηκε τὰ πράγματα, ὥστ’ ἐλπί-
σαντες ἅπαντας τοὺς Ἕλληνας ὑφ’ αὑτοῖς ἔσεσθαι νῦν ἐν
σοὶ τὰς ἐλπίδας ἔχουσι τῆς αὑτῶν σωτηρίας. ὥστ’ οἶμαι
καὶ τούτους ταχέως ποιήσειν ὅ τι ἂν σὺ κελεύῃς καὶ συμ-
βουλεύῃς.
ΙΣΟΚΡ 5.53–55
Η τρέχουσα κατάσταση της Θήβας
Ο Ισοκράτης έσπευσε να προλάβει τυχόν επιφυλάξεις του Φιλίππου σχετικά με τη δυνατότητά του να συμφιλιώσει τις Ελληνικές πόλεις (βλ. και ΙΣΟΚΡ 5.30–38), δηλώνοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να επιτύχει κάτι τέτοιο. Παρέθεσε, μάλιστα, παραδείγματα, για να αποδείξει ότι στο παρελθόν παρουσιάστηκε συχνά το φαινόμενο οι εχθροί να μεταβληθούν σε ευεργέτες των αντιπάλων τους μετά τη λήξη του μεταξύ τους πολέμου και αναφέρθηκε στις περιπέτειες της Σπάρτης και του Άργους, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του ότι οι δύο αυτές πόλεις θα δέχονταν με ευχαρίστηση τον συμφιλιωτικό και ηγετικό ρόλο του Φιλίππου, ώστε να απαλλαγούν από τις δυσχέρειες που τις ταλάνιζαν.
[53] Ἀλλὰ μὴν τὰ περὶ Θηβαίους οὐδὲ σὲ λέληθεν. καλ-
λίστην γὰρ μάχην νικήσαντες, καὶ δόξαν ἐξ αὐτῆς μεγίστην
λαβόντες, διὰ τὸ μὴ καλῶς χρῆσθαι ταῖς εὐτυχίαις οὐδὲν
βέλτιον πράττουσι τῶν ἡττηθέντων καὶ δυστυχησάντων.
οὐ γὰρ ἔφθασαν τῶν ἐχθρῶν κρατήσαντες, καὶ πάντων
ἀμελήσαντες ἠνώχλουν μὲν ταῖς πόλεσι ταῖς ἐν Πελο-
ποννήσῳ, Θετταλίαν δ’ ἐτόλμων καταδουλοῦσθαι, Μεγα-
ρεῦσι δ’ ὁμόροις οὖσιν ἠπείλουν, τὴν δ’ ἡμετέραν πόλιν
μέρος τι τῆς χώρας ἀπεστέρουν, Εὔβοιαν δ’ ἐπόρθουν, εἰς
Βυζάντιον δὲ τριήρεις ἐξέπεμπον ὡς καὶ γῆς καὶ θαλάττης
ἄρξοντες. [54] τελευτῶντες δὲ πρὸς Φωκέας πόλεμον
ἐξήνεγκαν ὡς τῶν τε πόλεων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ κρατήσοντες,
τόν τε τόπον ἅπαντα τὸν περιέχοντα κατασχήσοντες, τῶν
τε χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς περιγενησόμενοι ταῖς ἐκ
τῶν ἰδίων δαπάναις. ὧν οὐδὲν αὐτοῖς ἀποβέβηκεν, ἀλλ’
ἀντὶ μὲν τοῦ λαβεῖν τὰς Φωκέων πόλεις τὰς αὑτῶν ἀπο-
λωλέκασιν, εἰσβάλλοντες δ’ εἰς τὴν τῶν πολεμίων ἐλάττω
κακὰ ποιοῦσιν ἐκείνους ἢ πάσχουσιν ἀπιόντες εἰς τὴν
αὑτῶν· [55] ἐν μὲν γὰρ τῇ Φωκίδι τῶν μισθοφόρων τινὰς
ἀποκτείνουσιν, οἷς λυσιτελεῖ τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζῆν,
ἀναχωροῦντες δὲ τοὺς ἐνδοξοτάτους αὑτῶν καὶ μάλιστα
τολμῶντας ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν ἀπολλύουσιν.
εἰς τοῦτο δ’ αὐτῶν περιέστηκε τὰ πράγματα, ὥστ’ ἐλπί-
σαντες ἅπαντας τοὺς Ἕλληνας ὑφ’ αὑτοῖς ἔσεσθαι νῦν ἐν
σοὶ τὰς ἐλπίδας ἔχουσι τῆς αὑτῶν σωτηρίας. ὥστ’ οἶμαι
καὶ τούτους ταχέως ποιήσειν ὅ τι ἂν σὺ κελεύῃς καὶ συμ-
βουλεύῃς.
***
Προς τούτοις η κατάστασις των Θηβαίων σου είναι γνωστή. Διότι, αν και ενίκησαν λαμπροτάτην νίκην και απέκτησαν από αυτήν μεγίστην δόξαν, επειδή δεν έκαμαν καλήν χρήσιν της ευνοίας της τύχης, δεν ευρίσκονται εις καλυτέραν θέσιν από εκείνους που ενικήθησαν και εδυστύχησαν. Διότι δεν επρόλαβαν να νικήσουν τους εχθρούς των και, αφήσαντες κατά μέρος κάθε άλλην υπόθεσιν, ήρχισαν να ενοχλούν τας πόλεις της Πελοποννήσου, ετόλμησαν κατόπιν να υποτάξουν την Θεσσαλίαν, ηπείλουν τους γείτονάς των Μεγαρείς, από την ιδικήν μας δε χώραν αφήρεσαν ένα τμήμα, ηρήμωσαν την Εύβοιαν, έστειλαν δε πλοία εις το Βυζάντιον με τον σκοπόν να κυριαρχήσουν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. Τέλος εκήρυξαν τον πόλεμον κατά των Φωκέων με τον σκοπόν να καταλάβουν εντός ολίγου χρόνου τας πόλεις των, να κυριεύσουν ολόκληρον την περιοχήν και να γίνουν κύριοι των θησαυρών των Δελφών διά να επαρκέσουν εις τας δαπάνας του πολέμου. Εκ τούτων όμως τίποτε δεν συνέβη εις αυτούς, αλλ' αντί να καταλάβουν τας πόλεις των Φωκέων έχουν χάσει τας ιδικάς των, όταν δε εισβάλλουν εις την χώραν των εχθρών προξενούν ολιγώτερα κακά εις αυτάς από όσα υποφέρουν αυτοί, όταν αποσύρωνται εις την χώραν των· διότι εις μεν την Φωκίδα φονεύουν μερικούς μισθοφόρους, διά τους οποίους ο θάνατος είναι προτιμότερος της ζωής, όταν δε υποχωρούν, χάνουν τους πλέον εκλεκτούς στρατιώτας των και εκείνους που τολμούν να θυσιάζωνται διά την πατρίδα των. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν έχουν φθάσει τα πράγματά των, ώστε, ενώ ήλπισαν ότι όλοι οι Έλληνες θα περιέλθουν υπό την κυριαρχίαν των, τώρα από σε εξαρτούν τας ελπίδας της σωτηρίας των. Ώστε νομίζω ότι και αυτοί θα κάμουν γρήγορα ό,τι συ τους διατάξης και τους συμβουλεύσης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)