Για τον Σωκράτη η πολιτική είναι το καθήκον του πολιτικού να «επιμελείται» των ψυχών όλων των συμπολιτών του και να τους κάνει «όσο το δυνατόν καλύτερους». Ηταν ο πρώτος που υπέβαλε σε «έλεγχο» και τους πολιτικούς, ενώ καταλόγιζε σε όλους σχεδόν τους επώνυμους άρχοντες ακόμη και της λαμπρής πεντηκονταετίας της Αθήνας το ότι κανένας τους δεν βελτίωσε ηθικά τους πολίτες της
ΟΣωκράτης ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που αγωνίστηκε για τη συνάφεια ηθικής και πολιτικής, ο πρώτος που απέρριψε τη συμβατική πολιτική, και όχι μόνο της ταραγμένης εποχής του, που αμφισβήτησε την αξία και τη χρησιμότητά της, αλλά και ο μόνος που απέκρουσε την κατηγορία για πολιτική απραξία με τον προκλητικό ισχυρισμό ότι «μόνος αυτός έπραττε τα πολιτικά».
Ως τότε πολιτική και φιλοσοφία σχεδόν συμπορεύονταν. Νομοθέτες ήταν κάποιοι από τους επτά σοφούς. Πολιτικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν μερικοί από τους προσωκρατικούς «φυσιολόγους». Συμβουλευτικό και νομοθετικό έργο αλλά και ιδεολογική στήριξη της δημοκρατίας αποδίδονταν σε σοφιστές που έθεσαν και τα θεμελιώδη ερωτήματα για το φύσει ή θέσει του δικαίου και των θεσμών, για τη σημασία της πολιτικής συναίνεσης και την κοινή μοίρα του αυτοσεβασμού και της δικαιοσύνης. Μερικοί μάλιστα καυχιόνταν ότι δίδασκαν την πολιτική τέχνη και την πολιτική αρετή. Δεν φαίνεται λοιπόν ως την εποχή του να υπήρχε διάσταση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πολιτική. Ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος που υπέβαλε σε «έλεγχο» την πολιτική και τους πολιτικούς, που κλόνισε το γόητρο της τρέχουσας πολιτικής και αναζήτησε το νόημα της αληθινής, που στηλίτευσε τους πολιτικούς, ακόμη και τους πιο αναγνωρισμένους, για ανεπιστημοσύνη και ηθική ανεπάρκεια, πληρώνοντας την προκλητικότητά του με τη θυσία του που τόσο λίγο θέλησε ο ίδιος να μυθοποιήσει.
Το ζήτημα βεβαίως είναι: Ποιος Σωκράτης; Ο ιστορικός Σωκράτης, ο Σωκράτης του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, των μικρών σωκρατικών, των Κυνικών ή το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου που υπήρξε για τους Στωικούς; Δεν είναι τυχαίο ότι και τα πιο πρόσφατα βιβλία που του αφιερώθηκαν τον αντιμετωπίζουν ως «αίνιγμα», «παράδοξο», «μύθο» και «θρύλο». Και παρά τη σχεδόν γενική πεποίθηση ότι, έστω συγκεκαλυμμένα λόγω της τότε αμνηστίας, πολιτικοί στην πραγματικότητα ήταν οι λόγοι της καταδίκης του, ελάχιστη ομοφωνία επικρατεί για τις όποιες πολιτικές πεποιθήσεις και στάσεις του. Σε συνάφεια κάποτε αλλά περισσότερο σε αντιδιαστολή από τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης χαρακτηρίζεται από τη σχετική βιβλιογραφία άλλοτε συντηρητικός, ελιτιστής και αριστοκρατικός, ακόμη και φιλοσπαρτιατικός, οπαδός του φωτισμένου δεσποτισμού και του πολιτικού αυταρχισμού, και άλλοτε αναθεωρητικός, μετριοπαθής ή ακραίος δημοκρατικός, επαναστατικός λαϊκιστής, αναρχικός, προοδευτικός, ακόμη και «παιδί του λαού». Και ανεξάρτητα από την πανθομολογούμενη νομιμοφροσύνη του, εξαίρεται, υποβαθμίζεται ή και μηδενίζεται ο πατριωτισμός του, κάποτε μάλιστα στο όνομα κάποιου ηθικοπολιτικού οικουμενισμού.
Δεν εμπίπτει στο πλαίσιο αυτού του χώρου η εμπλοκή με το «σωκρατικό πρόβλημα», διόλου λιγότερο περίπλοκο από το ομηρικό ή το ορφικό. Είναι τελικά αναπόφευκτο, όπως επεσήμανε κορυφαίος ιστορικός της φιλοσοφίας, «να έχει καθένας μας τον δικό του Σωκράτη και να μπορεί να δώσει λόγο γι’ αυτόν». Και κατά τον ίδιο, οι πολωτικά αντίθετες απόψεις σχετικά με τη δήθεν πολιτική του ταυτότητα αποτελούν μοναδικό παράδειγμα διαστρέβλωσης των μαρτυριών, αυθαίρετης και παραπλανητικής ερμηνείας τους, αφού δεν έχει γίνει απόλυτα κατανοητό αν είχε ο Σωκράτης κάποια πολιτική σκοπιά με τη συμβατική έννοια. Πράγματι ο Σωκράτης είχε νοηματοδοτήσει τον περιβόητο χρησμό ως μέρος της θεϊκής του αποστολής να ασκεί εποικοδομητική κριτική και, όπως τονίστηκε, θα ασκούσε κριτική σε κάθε πολίτευμα που δεν θα νοιαζόταν για το αγαθό και την αλήθεια.
Η αναμόρφωση των πολιτών
Οπως προκύπτει από την Απολογία, από κάποιους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους και κυρίως από τον Γοργία, αλλά και από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και άλλες πηγές, ο Σωκράτης δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική. Είτε τον απέτρεπε το «δαιμόνιο» είτε γιατί γνώριζε ότι, αν το έκανε σύμφωνα με τις αρχές του, θα είχε καταδικασθεί από τους Αθηναίους πολύ ενωρίτερα. Ετσι, σύμφωνα με το πνεύμα του Επιταφίου του Περικλή, θα μπορούσε, περιοριζόμενος στον ιδιωτικό και όχι τον δημόσιο έλεγχο και αγώνα για το δίκαιο, να χαρακτηρισθεί «αχρείος». Κάποιες, με το σημερινό πνεύμα γνήσια πολιτικές, πράξεις και αντιστάσεις που πρόβαλε απέναντι τόσο στη δημοκρατία όσο και στην τυραννία της εποχής του, ο ίδιος δεν φαίνεται να τις αξιολογούσε πολιτικά αλλά ηθικά όταν ομολογούσε απολογητικά ότι πράγματι με την τρέχουσα έννοια «δεν έπραττε τα πολιτικά» περιοριζόμενος στην ιδιωτική κριτική πολιτικών πρακτικών, όπως της εκκλησίας του δήμου, και του αιτήματος να έχει ο καθένας λόγο για τα κοινά, της κλήρωσης των αρχών από τους «τυχόντες» κτλ., και δημοσίων προσώπων γιατί διεκδικούσαν σοφία που δεν είχαν και δεν συνέβαλλαν στην ηθική βελτίωση των πολιτών.
Κύριο μέλημα της πολιτικής για τον Σωκράτη ήταν η ηθική θωράκιση και αναμόρφωση των πολιτών. Ετσι, παρά τα όποια επιτεύγματά τους για την ασφάλεια, την οικονομική άνθηση και το γόητρο της πόλης πολιτικές στρατηγικές για μας σήμερα θεμελιωδώς σημαντικές , καταλόγιζε σε όλους σχεδόν τους επώνυμους άρχοντες ακόμη και της λαμπρής πεντηκονταετίας της Αθήνας το ότι κανένας τους δεν βελτίωσε ηθικά τους πολίτες της. Ισχυριζόταν λοιπόν ότι από μια άποψη αυτός «έπραττε τα πολιτικά» καλύτερα γιατί, αντί να τα πράττει μόνος του, φρόντιζε να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερους ικανούς για τούτο. Καταδίκαζε και αυτός την πολιτική αδιαφορία ενθαρρύνοντας, με τεχνοκρατικό κάπως, ανάλογο με το πλατωνικό, πνεύμα, την ενεργό ανάμειξη στην πολιτική των «επισταμένων άρχειν». «Άνευ παρασκευής και επιμελείας», έλεγε, δεν μπορεί κάποιος να «πράττει τα πολιτικά» γιατί η πολιτική τέχνη είναι η «μεγίστη τέχνη» και η «καλλίστη αρετή».
Η ηθική ακεραιότητα
Με την πεποίθηση ότι «ο ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω» και ότι κανείς δεν έπρεπε να «ιδιωτεύει της αρετής» αγωνιζόταν ο Σωκράτης σαν την αλογόμυγα να αφυπνίσει τις συνειδήσεις, να κεντρίσει την αυτογνωσία και να επιτύχει την ηθική αναμόρφωση. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι η για πολλούς ενοχλητική αυτή πρακτική, με το πολύ βαρύ, όπως αποδείχθηκε, τίμημα, ήταν αυθεντική πολιτική πράξη, όπως φαίνεται από την τελική του σχετική απάντηση στον Γοργία. Ενώ παραδέχεται ότι «ουκ έστι των πολιτικών» και μάλιστα σημειώνει ότι γινόταν συχνά περίγελως με την άγνοιά του των πολιτικών πραγμάτων, μη ξέροντας ούτε καν να «επιψηφίζει», και νηφάλια εξηγεί ότι δεν θα τον ξαφνιάσει καθόλου η καταδίκη του, διακηρύσσει:«Οἶμαι μετ’ ὀλίγων Ἀθηναίων, ἵνα μή εἴπω μόνος, ἐπιχειρεῖν τῇ ὡς ἀληθῶς πολιτική τέχνη καί πράττειν τά πολιτικά μόνος τῶν νύν· ἅτε οὖν οὐ πρός χάριν λέγω τούς λόγους οὖς λέγω ἑκάστοτε, ἀλλά πρός τό βέλτιστον, οὐ πρός τό ἥδιστον, καί οὐκ ἐθέλων ποιεῖν ἅ σύ παραινεῖς, τά κομψά ταῦτα»(521d). Στο χωρίο αυτό δίνει ο Σωκράτης την πρώτη απάντηση στην ιστορία του πνεύματος στο ερώτημα «σε τι χρησιμεύει η πολιτική;»: Η αληθινή πολιτική αποσκοπεί κυρίως στην καλλιέργεια της ηθικής ακεραιότητας των πολιτών.
Πολλά από τα επιχειρήματα του Σωκράτη δεν αντέχουν στην κριτική. Η δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τα ύψιστα πολιτισμικά γεγονότα του αιώνα μας. Μερικοί σοφιστές, θεωρητικοί της δημοκρατίας και της ιδεολογίας οικουμενικών δικαιωμάτων βρίσκονται γενικώς εγγύτερα από τον Σωκράτη στο πνεύμα των καιρών. Αλλά μετά τον Μακιαβέλι, τη realpolitik και τα πρόσφατα «σύνδρομα», κεφαλαιώδες αίτημα της εφαρμοσμένης και της δημόσιας ηθικής είναι η επαναπροσέγγιση ηθικής και πολιτικής. Η πολιτική δεν επιτρέπεται να παρέχει στα δημόσια πρόσωπα ηθικό άλλοθι. Η απάντηση του Σωκράτη, παρά τις υπερβολές και τις παραλείψεις της, είναι σήμερα από την άποψη αυτή μοναδικά επίκαιρη.
Αν κατορθώσουμε να αντικρούσουμε το “κλασσικό ήθος”, όχι σαν αφηρημένο ιδεατοτυπικό σχήμα, αλλά σαν μια ζωντανή ιστορική πραγματικότητα, τότε θάχουμε και το κλειδί για την κατανόηση αυτής της ειδικής μορφής συνέχειας, που παρουσιάζει η ιστορία του 5ου αιώνα.
Κι εδώ χρειάζεται να εφοδιαστούμε με ορισμένες βασικές Ελληνικές απόψεις και ιδέες. Συνέχεια για τους Έλληνες δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά διατήρηση μιας αδιάλειπτα διαφοροποιούμενης Ενότητας. Αυτός ο ορισμός εκφράζει την απόλυτα καταφατική και ενεργητική στάση του Έλληνα απέναντι στην Ιστορία. Ας προσπαθήσουμε ν’ αναπλάσουμε αυτή την πρωταρχική εκδήλωση κάθε γεννωμένου πολιτισμού, αυτή τη μυστική ιδέα τη γεμάτη από βάθη της λαϊκής ψυχής και που μ’ αυτήν κάθε πολιτισμός στα πρώτα του σκιρτήματα εκφράζει το πεπρωμένο του, τη μυστική εικόνα του εαυτού του.
Στις Ινδίες, η θλίψη, η οδύνη και η αηδία που γεννάει το θέαμα της αιώνιας και μάταιης πάλης, που γίνεται ανάμεσα στις ατομικότητες και που καταλήγει στο Μηδέν, στο θάνατο, με λίγα λόγια, το θέαμα του “ιστορικού γίγνεσθαι” γέννησε μια καθαρά αρνητική στάση απέναντι στο γίγνεσθαι και την αλλαγή. Η επί χιλιάδες χρόνια αναλλοίωτη διατήρηση του συστήματος των καστών, όπου μέσα του αποστεώθηκε όλο το “ιστορικό γίγνεσθαι” και η ινδική Φιλοσοφία της Φυγής, της Επιστροφής πίσω σε κάποια αιώνια αδιαφοροποίητη Παγκόσμια Ενότητα μέσα στην οποία εξαφανίζεται η ατομική ψυχή…είναι οι δυο πιο τυπικές εκδηλώσεις της αρνητικής αυτής στάσης.
Αντίθετα οι Έλληνες από τα πρώτα τους βήματα είδαν σαν κάτι ολότελα θετικό το γεγονός της διαφοροποίησης, του κατατεμαχισμού σε ατομικότητες, του γίγνεσθαι και της φθοράς. Ο άνθρωπος σαν ατομικότητα δεν είναι κλειστή μονάδα δίχως παράθυρα, χαμένη μες την παγερή της απομόνωση, έρμαιο του χρόνου και της φθοράς, που η μόνη της ελπίδα να σβυστή, να αφανιστή μέσα σε μια παγκόσμια ύπαρξη, που θα’ ναι η δική της ανυπαρξία.
Βέβαια, οι Έλληνες ποτέ δεν αποτράβηξαν το βλέμμα τους από το ζοφερό θέαμα των “εφήμερων” όντων που στροβιλίζονται μες το χρόνο σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, σαν “σκιάς ονείρατα”. Στον 7ο αιώνα μάλιστα, όταν η κρίση είχε φτάσει στο κατακόρυφο και ο διονυσιασμός είχε κατακλύσει όλη την Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ο Ελληνισμός ήταν έτοιμος να βυθιστή σε κάποια ασιατική Θεοκρατούμενη βαρβαρότητα. Εκείνη την εποχή μέσα στη φοβερή εξαθλίωση, την αποσύνθεση της αριστοκρατίας και τις πρώτες αυθόρμητες και ανώριμες επαναστατικές κινήσεις του Δήμου, σα να φάνηκε ότι η Ελλάδα θα ριχνόταν μες το δίλημμα να χαθή μέσα σε μια απάνθρωπη πολιτεία “στρατοπέδου” τύπου Σπάρτης ή μέσα σε μια νομιμοποιημένη διονυσιακή αναρχία, σαν κι αυτή που περιοδικά επαναλαμβανόμενη είναι φαινόμενο κοινό για όλους τους πρωτογόνους.
Ποια ήταν η σωτήρια εκείνη δύναμη που προφύλαξε τον ελληνισμό από τον κίνδυνο να εξαφανιστεί μέσα σ’ ένα κοινωνικά ξεπερασμένο στρατοκρατικό σχήμα ή μέσα στην αντιουμανιστική διονυσιακή μυστικοπάθεια; Και πως πραγματοποιήθηκε ιστορικά η δύναμη αυτή; Η δύναμη αυτή, για την οποία θα μιλήσουμε, είναι ακριβώς ο Νόμος του κλασσικού πολιτισμού ή ελληνικώτερα, ο Δαίμων του.
Παρατηρήστε τους αρχαϊκούς κούρους πως βγαίνουν απ’ την πέτρα, βαρείς ακόμα από ύλη και από προϊστορικό ύπνο, με σφιγμένες τις γροθιές, το βλέμμα υγρό από δίψα ζωής και εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο του όντος, που δεν έχει διαφοροποιηθή ακόμα από τον Κόσμο και σα φυτό χώνει τις ρίζες του και θρέφεται από τον Κόσμο. Προσέχτε αυτή την τέλεια χαρά της καθαρής ασυνειδησίας και την παντοδυναμία του αδιάφθορου ακόμα από κάθε είδους πολιτισμό ενστίκτου, που διαισθάνεται όμως το πεπρωμένο του και την ιστορία που το περιμένει. Παρατηρήστε όλη την εξέλιξη του αρχαϊκού κόσμου, πως βγαίνει μέσα από την πέτρα, πως χειραφετείται απ’ αυτή τη σχεδόν αιγυπτιακή ακινησία, πως αρχίζει να περπατά και βγάζει τονα πόδι μπρος απ’ τ’ άλλο, πως τα χέρια του αποχτάν ζωή, υψώνονται και οπλίζονται…λες και βλέπουμε μπροστά μας τα πρώτα βήματα του κλασσικού πολιτισμού.
Λοιπόν ακριβώς μέσα από το χαμόγελο των κούρων μπορούμε να δούμε όλη την Φιλοσοφία της Ιστορίας των Ελλήνων, αυτή την ιδέα της απόλυτης θετικότητας της ύπαρξης, που αψηφάει το θάνατο και βεβαιώνει τον εαυτό της μέσα στον αγώνα, εκεί όπου η ζωή συνορεύει με τον θάνατο. Μπορούμε να δουμε στο έμβρυό της όλη την κλασσική πίστη στην αξία της ύπαρξης και στη δημιουργικότητά της, στην ανθρώπινη ιστορία, δηλ. σ’ αυτή τη δαιμονική δύναμη, που όπως την ορίζει αργότερα ο Πλάτων, επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπερνάη τη σχετική και θνητή ατομικότητά του με τον Πολιτισμό και την Ιστορία, “κινητή εικόνα της αθανασίας”και όχι με την ινδική μέθοδο της προσκόλλησης στην Παράδοση ή με την διονυσιακή μέθοδο της εξαφάνισης του ανθρώπου πίσω από τη μάσκα του Θεού.
Είναι τελείως χαρακτηριστικό το ότι, εκτός από τον Παρμενίδη, το στασιώτη του όλου[1], “αυτόν που αναστάτωσε το Σύμπαν ακινητοποιώντας το”, όλη την Ελληνική Φιλοσοφία εξέφρασε την ίδια θετική και ενεργητική στάση απέναντι στην ιστορία και το Γίγνεσθαι. Ας προσπαθήσουμε τώρα να κατανοήσουμε τη σημασία των “αφηρημένων” εννοιών, με τις οποίες η φιλοσοφία εξέφρασε την κοσμοθεωρία και τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Ελληνισμού, επί παραδείγματι, ποια είναι η βαθύτερη σημασία της αντίθεσης ανάμεσα στο είναι και το γίγνεσθαι, αυτής της αντίθεσης που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Ελληνικής Φιλοσοφίας;
Ποιο είναι το νόημα της αντίθεσης αυτής στο θείο (το Έν, το Απόλυτο, το Όν, το αιώνιο, το “αεί κατά ταύτα έχον”) και το ανθρώπινο (το Σχετικό, το Γιγνόμενο, το διάφορο, το εφήμερο) και ποια είναι η λύση, η “κάθαρση” που έδωσε ο Ελληνισμός στην αγωνιώδη αξεπέραστη (π.χ στις Ινδίες), αυτή αντίθεση; Γιατί η αντίθεση αυτή δεν είναι μια άσαρκη, εγκεφαλική έννοια αλλά εκφράζει τη συνειδητή στάση ενός ολάκερου πολιτισμού πάνω στο πρόβλημα της ανθρώπινης σχετικότητας, δηλ. πάνω στο πρώτο θεμελιώδες πρόβλημα που θέτει και μ’ ένα οποιοδήποτε (θετικό ή αρνητικό) τρόπο λύνει κάθε πολιτισμός.
Στις Ινδίες π.χ την οδυνηρή απειροποικιλία και ρευστότητα του γίγνεσθαι δεν την είδαν παρά σαν γυμνό χάος, σαν απατηλή φαινομενικότητα ή σαν πηγή θλίψης και απογοήτεψης, δηλ. σαν κάτι απόλυτα και ανεπανόρθωτα. Κακό που προσπάθησαν να το απαρνηθούν με μια αυστηρή ασκητική και με μια ακόμα αυστηρότερη προσήλωση στον Τραντισιοναλισμό.
Στην Αίγυπτο πάλι, όπου το αίσθημα της απεραντοσύνης του χρόνου είχε δημιουργήσει μια γεροντική περιφρόνηση της μηδαμινότητας και της σχετικότητας της ανθρώπινης ζωής, η απόλυτα καταφατική στάση του κλασσικού Έλληνα απέναντι στη ζωή θα φαινόταν σαν μια παράξενη παιδαριωδία. “Ω Έλληνες” –είχε πη στο Σόλωνα ένας αιγύπτιος ιερέας–, αεί παίδες εστέ, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν”… “Νέοι εστί τας ψυχάς πάντες. Ουδεμίαν γάρ εν αυταίς έχετε δι’ αρχαίαν ακοήν παλαιάν δόξαν, ουδέ μάθημα χρόνω πολιόν ουδέν”. [2] Φυσικά με τα παραπάνω ο Αιγύπτιος ιερέας δεν υποστήριζε τη σπεγκλερική ιδέα [3] ότι οι Έλληνες δεν είχαν ιστορική συνείδηση· αντίθετα, διαπίστωνε ότι οι Έλληνες ήταν ανίκανοι να δουν sub specie aeternitatis τη σχετικότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο Herder λέει σχετικά: “Αν ένας αρχαίος Αιγύπτιος έμπαινε σε ένα Ελληνικό Μουσείο θα τρόμαζε, θα ξαφνιαζόταν και ίσως στο τέλος γύριζε αλλού με περιφρόνηση. «Τι ανακάτωμα, θαλεγε, τι θράσος! Ξιφομάχε! πόσην ώρα θα ρίχνεσαι μπροστά; Και συ νεανία! πόσον καιρό θ’ απλώνης το χέρι στο στεφάνι; Και συ Αφροδίτη! Ολοένα θα βγαίνης από το λουτρό; Και σεις παλαιστές ακόμα δεν νικήσατε; Πόσο αλλοιώτικα είμαστε εμείς! Εμείς παρασταίνουμε μόνο εκείνο που διαρκεί αιώνια, τη στάση της ηρεμίας και της ιερής σιωπής»”…
Απέναντι στις θεμελιώδεις αυτές αντιθέσεις, ανάμεσα στην ηρεμία και την κίνηση, το όν και το γιγνόμενο, την ενότητα και την πολλότητα, την ταυτότητα και την ποικιλία, ο κλασσικός πολιτισμός αντέταξε σαν σωτήρια σύνθεση την ιδέα του Δαίμονα-Μεταξύ. Πρώτοι οι Έλληνες στην Ιστορία ένοιωσαν πως η αδιάκοπη αλλαγή και κίνηση, που χαρακτηρίζει τη ζωή, φαινομενικά μόνο είναι άπιαστη και φευγαλέα.
Ύστερα από τον 6ο αιώνα, όταν η τάση προς το Νόμο και τον Κανόνα, προς ό,τι είναι γενικό και αναγκαίο, με μια λέξη προς την “ιδέα”, που μένει ατάραχη στο βάθος κάθε αλλαγής, γίνηκε το θεμέλιο της πολιτιστικής τους ζωής, μπόρεσε ο Έλληνας Καλλιτέχνης και μόλις αντιμετώπισε στην πλαστική του π.χ. το πρόβλημα της κίνησης δεν περιορίστηκε στην απλή μίμηση- κατά την πλατωνική ορολογία – τυχαίων, αυθαίρετων και στιγμιαίων κινήσεων, αλλά κατόρθωσε να εκφράση αυτόν ακριβώς τον ίδιο το ρυθμό τους, τον εσωτερικό Νόμο της λειτουργίας τους.
Μόλις έθεσε το πρόβλημα του γίγνεσθαι στην τέχνη, μόλις δηλ. μπόρεσε να χειραφετηθή από τη θρησκευτική υποταγή στο θέμα της άχρονης και αναλλοίωτης θεϊκής μακαριότητας και προσπάθησε να εκφράση αισθητικά μιαν ανθρώπινη μορφή κατόρθωσε να δώση έναν άνθρωπο έχοντας για μοντέλο για μοντέλο όχι το απλό εμπειρικό ατομικό αντικείμενο, αλλά τους γενικούς ρυθμιστικούς κανόνες της σωματικής κατασκευής και κίνησης, την “ιδέα” του ανθρώπινου κορμιού και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έτσι η “ιδέα” στην πλαστική γίνεται ρυθμός, στη ζωή γίνεται μέτρο και στην πολιτική “Νόμος”. Το ίδιο και στη Φιλοσοφία. Ξεπέρασαν την αντίθεση ανάμεσα στο αναλλοίωτο ον και στο διαφοροποιούμενο γίγνεσθαι με την έννοια του Νόμου και της Ενότητας, που η παρουσία τους δίνει νόημα και ύπαρξη στον κόσμο των φαινομένων, μες στον οποίο ζη ο άνθρωπος. Κανείς π.χ δεν τόνισε περισσότερο από τον Ηράκλειτο –τον κατ’ εξοχήν φιλόσοφο του Γίγνεσθαι– τη σημασία της ενότητας και του Νόμου σαν πρωταρχικών και σωτήριων κοσμικών, κοινωνικών και ψυχικών δυνάμεων. Ο Πλάτων αφιερώνει μερικές από τις καλύτερες σελίδες του Φαίδωνα[4], για να αποδείξη τη θετική συμμετοχή του αισθητού στη διαδικασία της γνώσης και τονίζει ότι δεν μπορεί να φτάσουμε στην Ιδέα παρά μόνο διαμέσου του αισθητού· όταν δε ένας παρεξηγημένος πλατωνισμός και ελεατικές επιδράσεις εγέννησαν μες την πλατωνική Ακαδημία την τάση των “φίλων των ειδών” δηλ. τη θεωρία της απόλυτης “χωριστής”(χωρίς) ύπαρξης των ιδεών και των φαινομένων, ο Πλάτων έσπευσε στον “Παρμενίδη”, οδηγούμενος από το γνήσιον Ελληνικό του ένστικτο, να καταδείξη τι παραλογισμούς γεννούσε μια θεωρία, που καταδίκαζε τον κόσμο της εμπειρίας στο ρόλο μιας απόλυτα απατηλής και αρνητικής φαινομενικότητας και που αρνιόταν κάθε δυνατότητα επαφής της ανθρώπινης ιστορικής ύπαρξης[5] με την κοσμική αιώνια πραγματικότητα[6].
Η Ενότητα και ο Νόμος είναι αυτά που “σώζουν”, δηλ. που διατηρούν το φαινομενικό και το ατομικό, δηλ. γενικά το υποκείμενο στη γένεση και τη φθορά. Αυτή είναι η βασική ιδέα που διέπει όλη την Ελληνική Φιλοσοφία από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων μάλιστα (που η αφελής δογματική άποψη από τον Αριστοτέλη και δώθε τον είδε σαν τον θεωρητικό της “χωριστής” απόλυτης Ιδέας), μόλις ξεκαθάρισε από κάθε είδους δογματισμό το αληθινό περιεχόμενο της Ιδεοκρατίας, υπέδειξε ρητά τη μέθοδο των ιδεών σαν την μέθοδο εκείνη που “σώζει τα φαινόμενα”[7] δηλ. που τους δίνει ενότητα και ύπαρξη υπάγοντάς τα κάτω από το Νόμο. Στο Γοργία μάλιστα, και ιδιαίτερα στις σελίδες 500-508, όπου ο Πλάτων συμπυκνώνει όλη την προηγούμενη εμπειρία του Ελληνισμού, αποκαλύπτεται η οργανική σχέση που έβλεπε το κλασσικό πνεύμα ανάμεσα στις έννοιες της ύπαρξης, της Ενότητας, του Νόμου, του Λόγου, του Αγαθού και της Τάξης.
Το Αγαθό, δηλ. το θεμέλιο κάθε ανθρώπινης και κοσμικής ύπαρξης (που δεν είναι παρά η πλατωνική, “ουμανιστική” μετάφραση της έννοιας της Δίκης του Σόλωνα και των προσωκρατικών) δεν είναι για τον Πλάτωνα παρά ο Νόμος καθ’ εαυτόν, η έννοια της νομιμότητας, η συμφωνία προς το Νόμο. Νόμος είναι η πρωταρχική Δύναμη, που υπερβαίνει “πρεσβεία και δυνάμει” (κατά λογική προτεραιότητα και σπουδαιότητα) κάθε ατομικό, μερικό φαινόμενο, η δύναμη που δίνει ενότητα, μορφή και νόημα (το “είδος” τους) στα φαινόμενα και που επιβάλλει τάξη, δηλ. ενιαίο συνολικό νόημα στη χαώδη απειροποικιλία τους.
Έτσι η τελευταία έννοια του Νόμου είναι τάξη, μορφή, δηλ. διατήρηση ενότητας μέσα στη γένεση και την εξαφάνιση των πολλών και διαφόρων ατομικοτήτων. Από θεωρητική άποψη, είναι Λόγος, δηλ. η Ενότητα της Συνείδησης που χωρίς αυτήν είναι αδύνατη η κατανόηση των πολλών και διαφόρων αντικειμένων και η διατήρηση τους μέσα στη γνώση. Από κοσμολογική άποψη, είναι “κόσμος”, δηλ. διατήρηση της θεμελιώδους ενότητας του είναι μέσα στο γίγνεσθαι από κοινωνική, ηθική και πολιτική άποψη, είναι αγαθό, έννομη τάξη, δηλ. διατήρηση της έννοιας της Νομιμότητας μέσα στο άτομο και την Κοινωνία. Από την άποψη του πολιτισμού είναι δαίμων, διατήρηση της Πρωταρχικής Ενότητας του πολιτισμού μέσα στη συνεχή διαφοροποίηση του ανθρώπινου Γίγνεσθαι, μέσα στην Ιστορία, δηλ. μέσα στην γένεση και τον αφανισμό των ατόμων και των γενών.
-----------------
[1] ΠλάτωνΘεαίτ. 181α [2] Τίμ. 22β [3] Spengler: Le declin de Occident 1, 28-29. Η άποψη αυτή του Spengler είναι τελείως αστήρικτη, ιδίως μάλιστα όταν σκεφτούμε ότι ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης είναι οι πατέρες της Ιστορίας [4] Αυτή την έννοια έχει η θεωρία της ανάμνησης, βλ. Φαιδ. 72-77 [5] “Παρ’ ημίν, εν ημίν”: “Παρμ”, 130c, 133d, 134b βλ. και Φαιδ. 102β 103 χωρίς παρμ. 139c [6] “Εν τη φύσει”, βλ. τα προαναφερθέντα χωρία του “Πάρμεν” και του “Φαίδωνα”. [7] “Σώζειν τα φαινόμενα”- “αποδεδόντι τα φαινόμενα”- Θεόφραστος Diels Vorrokz ΙΙ, 43, “τα φαινόμενα αποδούναι”, Αριστοτέλης “Μετ. Τ. Φυσικά” 107 3β 36 107 4α 1.
Αν προσεγγίζεις τη μέση ηλικία ή βρίσκεσαι α’ αυτήν, ίσως έχεις κι εσύ κάποιες ανησυχίες. Τι είναι βασικά η κρίση της μέσης ηλικίας; Τι την προκαλεί; Περνούν απ’ αυτή όλα τα μέσης ηλικίας άτομα;
Αν είσαι γυναίκα ξέρεις ότι, αν ζήσεις αρκετά, θα περάσεις από την εμμηνόπαυση και θα συμβούν σε σένα βιολογικές αλλαγές που δεν θα σου επιτρέπουν πια να συλλάβεις πάλι. Αν είσαι άνδρας θα έχεις ακούσει για την ανδρική κλιμακτήριο. Ο πατέρας σου πιθανότατα δεν γνώριζε αυτό τον όρο, μόλο που και σ’ αυτή την εποχή οι άνθρωποι βίωναν αυτό που τώρα αυτός περιγράφει. Στις μέρες μας μπορεί να δίνεται ίσως όλο και περισσότερη έμφαση στην ανδρική κλιμακτήριο.
Στην περίπτωση των γυναικών είναι προφανές ότι στην εμμηνόπαυση παίζουν ρόλο οι βιολογικοί παράγοντες. Κάποιοι έχουν ισχυρισθεί ότι υπάρχει επίσης βιολογικός παράγοντας στην περίπτωση της ανδρικής αλλαγής ζωής, ίσως μικρότερης σημασίας, αλλά αυτό δεν έχει διαπιστωθεί κλινικά.
Ωστόσο οι βιολογικοί παράγοντες δεν είναι το βασικό θέμα της κρίσης της μέσης ηλικίας. Π.χ. οι εξάψεις και όχι η κατάθλιψη αποτελούν μέρος της γυναικείας εμμηνόπαυσης. Ωστόσο η ψυχολογική αντίδραση μιας γυναίκας στις εξάψεις μπορεί να προκαλέσει μια κρίση. Παρά το ενδεχόμενο ορμονικών αλλαγών στους άνδρες τα μόνα συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά στην κρίση της μέσης ηλικίας είναι ψυχολογικά και πνευματικά.
Οι σωματικές αλλαγές, όπως οι ρυτίδες της επιδερμίδας, η απώλεια των μαλλιών, η χαλάρωση του σώματος, που συνοδεύουν την απώλεια της νεότητας, αν και έχουν μια βιολογική βάση, έχουν κυρίως ψυχολογική επίδραση στον μεσήλικα η οποία καθορίζεται από το σύστημα αξιών του.
Ποια είναι η φύση της ψυχολογικής κρίσης; Είναι μια κρίση αξιών. Μια σωστή κατανόηση αυτής της κρίσης είναι η άποψη ότι η κρίση αυτή είναι μια άλλη εφηβεία. Ερωτήματα για το νόημα της ζωής που σε ταλαιπώρησαν στην εφηβεία μπορεί να επιστρέψουν στη μέση ηλικία.
Στην εφηβεία συνειδητοποιούμε έντονα την ατομικότητά μας, την μοναχικότητά μας, καθώς αρχίζουμε να χάνουμε τους δεσμούς μας με την οικογένειά μας και αυτό μπορεί να είναι μια τρομακτική εμπειρία. Αυτό το αίσθημα μοναχικότητας μπορεί να επιστρέψει στη μέση ηλικία και να είναι εξίσου τρομακτικό.
Ένας παράγοντας που μπορεί να επισπεύσει την κρίση της μέσης ηλικίας είναι η αλλαγή της σχέσης των γονιών με τα παιδιά τους. Αν και η κοινωνία τους θεωρεί υπεύθυνους για τα παιδιά τους, συχνά η επιρροή τους σ’ αυτά είναι πολύ περιορισμένη. Ως νεώτεροι γονείς μπορεί να δήλωναν τι θα μπορούσαν να ανεχθούν και τι δεν θα μπορούσαν να ανεχθούν απ’ τα παιδιά τους.
Οι γονείς των εφήβων χρειάζεται να αντιστέκονται , όταν τα παιδιά τους δεν σέβονται τις αξίες που τους έχουν διδάξει, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η πολύ αντίσταση εμποδίζει την πρόοδο και η λίγη αντίσταση επιτρέπει αλλαγές χωρίς στάθμιση των συνεπειών. Πόσο είναι πολύ και πόσο λίγη, αυτές είναι ερωτήσεις που ταλαιπωρούν τους γονείς. Εξ άλλου είναι πολύ πιθανόν οι αξίες που έχουν διδάξει στα παιδιά τους να μην είναι γνήσιες.
Ακούς γύρω σου να μιλούν για οικονομικά προβλήματα, επιπλέον φόρους, κρατικούς ελέγχους… κι όμως, επιλέγεις να ανοίξεις μια νέα επιχείρηση παρ' όλο το φόβο πως ίσως να μην πάει καλά. Θέλεις οι υπηρεσίες που παρέχεις να είναι διάφανες, να κάνεις αυτό που σου αναλογεί στην χώρα όπου βρίσκεσαι και να είσαι εντάξει απέναντι στον κρατικό μηχανισμό.
Να είσαι δίκαιος, ευθύς, διάφανος και θα βρεις τρόπο να παίξεις με τα εργαλεία που σου απλώνουν άλλοι στο τραπέζι… η ανάγκη να ελιχθείς και να δημιουργήσεις με αυτά που φτάνει ο ίσκιος σου, ξυπνάει μέσα σου τον πολυμήχανο Οδυσσέα και τα καταφέρνεις.
Ολάκερη η σφαίρα του κόσμου, σε υποστηρίζει. Περπατάς, σκοντάφτεις, ζητάς από τα παιδιά εκεί πάνω να σου φωτίσουν όπου δεν μπορείς να δεις αλλά πάνω απ” όλα, ακολουθείς το δικό σου χτυποκάρδι. Τα σημάδια είναι σαν τη σπάνια απόλαυση… δεν την εκτιμάς, δεν την ζυγίζεις αν την έχεις όλη την ώρα διαθέσιμη. Ξέρεις πότε να ζητήσεις καθοδήγηση και πότε να ακολουθήσεις το τραγούδι της καρδιάς σου.
Υπάρχουν στιγμές που αποθαρρύνεσαι από τα λόγια των άλλων, από τις ειδήσεις που ακούς… Κάποιες άλλες λες να τα παρατήσεις και αναρωτιέσαι γιατί πας ξυπόλυτος στα αγκάθια… και τότε το Σύμπαν απλώνει το χέρι του και κάνει τα αγκάθια να λυγάνε κάτω από το πέλμα σου. Συνέχισε αυτό που κάνεις, μη τα παρατάς ακόμη κι αν φαίνεται πως δεν οδηγεί πουθενά. Είναι δυνατόν η καρδιά να σφάλει; Από τη στιγμή που θα ακούσεις το τραγούδι της και θα νιώσεις πάθος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ξέρεις πως θα υλοποιήσεις αυτό το πάθος στη Γη, ο κόσμος να χαλάσει. Εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο, μην αφήνεις τον κόσμο να σε αλλάξει. Εσύ χαράζεις πορεία και η Γη έχει ανάγκη από νέα μονοπάτια να σκαφτούν – βούλιαξαν οι πεπατημένοι δρόμοι και έχουν γίνει πολύ ψεύτικοι. Αναζητάς κάτι να κάνεις για τούτο τον τόπο, κοιτάς τα χέρια σου και τα βλέπεις μικρά… τί να πρωτοκρατήσουν αυτές οι παλάμες; Θες να χτίσεις παλάτια για να γκρεμίσεις τους χάρτινους πύργους της ψευδαίσθησης αλλά τα υλικά δε φτάνουν, το σώμα δεν αντέχει να σηκώσει τη βαριά πέτρα.
Κάνε κάτι άλλο. Πήγαινε δίπλα στους χάρτινους πύργους και άρχισε να τους φωτίζεις. Οι τοίχοι θα γίνουν λεπτοί σα ριζόχαρτο και όλοι θα δουν την απατηλή τους ύπαρξη και θα τους γυρίσουν την πλάτη. Δε θέλει κόντρες η αλλαγή αλλά ανάσα και φως. Αντί να παλεύεις να ξεριζώσεις τα αγριόχορτα, φύτεψε δίπλα τους μαρούλια και ταΐσε τους πεινασμένους. Τα αγριόχορτα θα φύγουν μόνα τους γιατί οι άνθρωποι θα τρέξουν στα χωράφια να καρπωθούν τα δώρα που τους τρέφουν, ποδοπατώντας τα ζιζάνια καθώς σκύβουν να γεμίσουν το καλάθι τους.
Μη προσπαθείς να γκρεμίσεις αυτό που σάπισε αλλά χτίσε δίπλα του κάτι καινούριο.
Ο Ουρανός αποκρίνεται στον γενναίο και φωτίζει τον δρόμο του.
Αγκάλιασε τον φόβο σου και προχώρησε μπροστά. Μη περιμένεις να γίνουν όλα ασφαλή για να προχωρήσεις, μη ματαιώνεις σχέδια επειδή κάποιοι λίγοι κάνουν τα πάντα για να σε αποθαρρύνουν. Η Γη έχει ανάγκη να οργωθεί και μόνο όσοι χαράζουν νέα μονοπάτια το καταφέρνουν.
Ο φόβος υπάρχει, είναι στη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας να φοβάται. Γύρισέ του την πλάτη και ασχολήσου με αυτό που ξέρεις πως θα σου ανοίξει νέους ορίζοντες. Μη σταματάς το ταξίδι σου λόγω του φόβου… ο φόβος υπάρχει για να σου υπενθυμίζει πως η ψευδαίσθηση του υλικού κόσμου είναι τόσο ευμετάβλητη. Όσο λογαριάζεσαι με την ύλη και προσπαθείς να επενδύσεις πάνω της, πάντα θα βρίσκεσαι μεταξύ χαράς και λύπης, αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, χαράς και κατάθλιψης. Ενώ αν εδραιωθείς στον Εαυτό, αν εσύ και ο Θεός γίνετε Ένα, η ανιδιοτελής αγάπη θα είναι το μόνο υπαρκτό συναίσθημα… και αυτό το συναίσθημα θα μεταβληθεί γρήγορα σε μια μόνιμη κατάσταση. Και τότε απλά θα ακολουθείς αυτό που νιώθεις χωρίς προσδοκίες… και αυτό είναι που θα σου δώσει καρπούς.
Η ύλη ακολουθεί την ενέργεια κι έτσι αλλάζει ο κόσμος. Άλλαξε την ενέργεια μέσα σου, άλλαξε την αντίληψή σου και θα ακολουθήσει και η Γη. Είσαι γενναίος… μη το ξεχνάς αυτό ποτέ. Ας είναι όλα καλά στον κόσμο σου!
Zoύμε σε έναν κόσμο πνευματικό αλλά και σκοτεινό, το πνεύμα μας είναι φυλακισμένο μέσα στην λήθη του σάρκινου σώματος το οποίο καλύπτει με το πέπλο της την ψυχή με το σκοτάδι του σώματος μας που το περιβάλλει.
Το ότι είμαστε συναισθηματικά όντα σημαίνει ότι συμπεριφερόμαστε ακριβώς όπως το είδωλλο του αληθινού πνευματικού φωτεινού κόσμου της αγάπης.
Αν λοιπόν θέλουμε πραγματικά να κατανοήσουμε την αληθινή μας φύση, και όχι το είδωλλο της, θα πρέπει να σκεφτόμαστε πνευματικά.
Πνευματικός άνθρωπος σημαίνει να σκέφτεσαι να εκφράζεσαι και πράττεις αληθινά μέσα από την ψυχή, κάτι που πολλοί το συγχέουν με τα πάθη και τα συναισθήματα.
Οι πρόγονοι μας όταν μίλησαν για την ψυχή και τον πνευματικό μας νου ήταν ξεκάθαροι σε αυτό, και διαχώρισαν τα συναισθήματα μαζί με τα πάθη τις επιθυμίες ως κάτι θνητό και σκοτεινό, αφού ανήκουν στις καθολικές ενέργειες του θνητού σύμπαντος μας της φύσης των αντιθέτων.
Αν λοιπόν υπάρχει το κακό μα και το καλό, δεν είναι τίποτα άλλο από την άγνοια μας προς την αλήθεια, διότι η αλήθεια είναι το αγαθό.
Αγαθός όμως δεν είναι ο δικός μας κόσμος, κι εμείς με την συμπεριφορά μας γινόμαστε σαν αυτόν, διότι εφόσον μας προσφέρει απλόχερα τον θάνατο γινόμαστε όμοιοι και ένα με αυτόν κι εμείς με τις πράξεις μας.
Αν λοιπόν κατανοήσουμε σε ποιον κόσμο ζούμε, θα μπορέσουμε να δούμε ως παρατηρητές της ζωής ποιοι κυβερνούν αυτόν τον κόσμο, τους δεσμοφύλακες, που μας κρατούν τυφλούς και φυλακισμένους συνεχώς, μέσα από τις επιθυμίες τα πάθη της ζωής και βέβαια από τα αρνητικά συναισθήματα, ώστε ποτέ να μην αντιληφθούμε ποιοι μας κατευθύνουν τις ζωές μας και να απελευθερωθούμε.
Διότι όταν δούμε καθαρά την αλήθεια, θα δούμε ότι είμαστε πνευματικά όντα ελεύθερα στις επιλογές μας, μόνον που οι επιλογές μας σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι δικές μας, μα των κοσμοκρατόρων αυτού του κόσμου, και αυτοί είναι οι σκοτεινοί αποστάτες, όντα πολύ χαμηλών συχνοτήτων που πάλλονται σε χαμηλές και σκοτεινές δονήσεις ενός κόσμου πολύ κατώτερου των φωτεινών πεδίων όπου ζουν τα ανώτερα πνευματικά όντα που είναι και αθάνατα όπως το φωτεινό πνεύμα των ανθρώπων.
Το ότι μας κρατούν τυφλωμένους οι αποστάτες ώστε να μην δούμε την αλήθεια, είναι γιατί είμαστε η τροφή τους, διότι κάθε φωτεινή πνευματική ψυχή από εμάς, παράγει και εκπέμπει τεράστιες παλμικές δονήσεις, που ενοποιεί τις δυνάμεις του σύμπαντος και μέσα από την επικέντρωση των ενεργειών που συμπυκνώνει το φωτεινό μας πνεύμα, παράγει την ζωϊκή ενέργεια η οποία δίνει ζωή και υλοποιεί το περιβάλλον του τρισδιάστατου κόσμου στον οποίο ζούμε.
Αυτή την ζωϊκή ενέργεια αποζητούν οι δεσμοφύλακες μας, μέσα από τις αρνητικές μας σκέψεις τον φόβο τα πάθη τις επιθυμίες τα συναισθήματα, διότι κάθε θετική μας σκέψη τους απωθεί και τους διώχνει μακριά μας.
Δεν Βλέπουμε Αυτό που Υπάρχει Βλέπουμε
Αυτό που Σκεφτόμαστε
Αυτό που βλέπουμε πόσο ταυτίζεται τελικά με αυτό που όντως υπάρχει; Μπορούν
οι αυστηρά καθορισμένες γραμμές να ξεφύγουν απο την πορεία τους, τουλάχιστον στα
μάτια μας;
Κοιτάζοντας γύρω μας, έχουμε πάντα τη βεβαιότητα ότι αυτό που βλέπουμε είναι
μια πιστή αποτύπωση του πραγματικού κόσμου που μας περιβάλλει. Ο γνωστός
νευροφυσιολόγος Vernon Mountcastle λέγει ότι «στην πραγματικότητα είμαστε φυλακισμένοι μέσα σε
έναν εγκέφαλο και η μόνη μας επικοινωνία με τον έξω κόσμο γίνεται με διαύλους
επικοινωνίας, τις αισθήσεις, που μεταφέρουν ένα πολύ μικρό κομμάτι πληροφοριών
για το τι συμβαίνει εκεί έξω»
Σ’ αυτή τη φιλτραρισμένη αναπαράσταση του κόσμου θα πρέπει να προσθέσουμε και
τη διαστρέβλωση, μεγέθυνση ή σμίκρυνση του
ποσού πληροφοριών που γίνεται σε όλα τα επίπεδα επεξεργασίας καθώς οι
πληροφορίες αυτές οδεύουν μέσα στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Θα μπορούσε να πει
κανείς ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι τελικά παρά το αποτέλεσμα πολλαπλής
σύνθετης και επιλεκτικής επεξεργασίας του σήματος που διεγείρει την όραση,
δηλαδή της φωτεινής ακτινοβολίας που έρχεται από τον κόσμο που βρίσκεται έξω από
εμάς.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να παρακολουθήσουμε τα βήματα αυτής της επεξεργασίας
καθώς η φωτεινή ακτινοβολία από το περιβάλλον διεγείρει το όργανο της όρασης,
δηλαδή τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Τα κύτταρα του χιτώνα αυτού είναι
ευαίσθητα στην ένταση της ακτινοβολίας και στο μήκος κύματος της ακτινοβολίας
που είναι και τα χαρακτηριστικά που την καθορίζουν. Από το σημείο αυτό και πέρα,
το σύστημα αρχίζει να γίνεται επιλεκτικό.
Ενώ το μήκος κύματος της φωτεινής ακτινοβολίας είναι συνεχές στο ορατό φάσμα,
οι φωτοϋποδοχείς, τα φωτοευαίσθητα δηλαδή κύτταρα του ματιού μας, απαντούν
επιλεκτικά σε τρεις ζώνες μήκους κύματος που αντιστοιχούν στο μπλε, πράσινο και
κίτρινο κόκκινο χρώματα. Έτσι το συνεχές φάσμα μετατρέπεται σε έναν συνδυασμό
τριών βασικών στοιχείων και με το συνδυασμό αυτό αντιλαμβανόμαστε το μήκος
κύματος της φωτεινής ακτινοβολίας και το κωδικοποιούμε σε κατηγορίες, τα χρώματα.
Διαδικασία
Μετατροπής της Πληροφορίας
Ήδη λοιπόν από τον αμφιβληστροειδή ξεκινά
μια διαδικασία μετατροπής της πληροφορίας, για το μήκος κύματος του
φυσικού ερεθίσματος, σε περιορισμένο αριθμό κατηγοριών που είναι ουσιαστικά μια
μείωση της πληροφορίας. Τα φωτοευαίσθητα κύτταρα μεταφέρουν την πληροφορία για
την ένταση της φωτεινής ακτινοβολίας στα γαγγλιακά κύτταρα που είναι ο πρώτος
νευρικός σταθμός επεξεργασίας των οπτικών ερεθισμάτων. Τα γαγγλιακά κύτταρα
κωδικοποιούν την πληροφορία για την ένταση της φωτεινής ακτινοβολίας σε κάθε
σημείο όχι κατά απόλυτη τιμή αλλά σαν διαφορά έντασης.
Έτσι, κάθε γαγγλιακό κύτταρο απαντά όχι στο επίπεδο φωτεινότητας που έρχεται
από ένα σημείο του εξωτερικού χώρου, αλλά στην αλλαγή του επιπέδου φωτεινότητας
ανάμεσα σε γειτονικά σημεία. Για να κάνει αυτή την επεξεργασία το κάθε γαγγλιακό
κύτταρο συλλέγει την πληροφορία έντασης φωτεινής ακτινοβολίας από ένα σύνολο
γειτονικών φωτοϋποδοχέων του αμφιβληστροειδούς. Το σύνολο αυτό είναι μεγάλο για
την περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς και πολύ μικρότερο για την κεντρική περιοχή
της ωχράς κηλίδος.
Τα γαγγλιακά κύτταρα λοιπόν κωδικοποιούν διαφορές φωτεινότητας σε έναν χάρτη
που αντιστοιχεί στον αμφιβληστροειδή. Η σάρωση στο χάρτη αυτόν είναι πολύ
λεπτομερής για το κέντρο και αδρή για την περιφέρεια. Η διαφοροποίηση αυτή
διατηρείται σε όλη την πορεία της αισθητικής οδού μέχρι και τον φλοιό του
εγκεφάλου. Το αδρό σύστημα, ή «μακροκυτταρικό», συλλέγει πληροφορία αλλαγής
φωτεινότητας, από μεγάλες περιοχές του χώρου και είναι ευαίσθητο σε ταχείες
αλλαγές φωτεινότητας όπως για παράδειγμα κατά την κίνηση αντικειμένων στο
χώρο.
Το λεπτομερές σύστημα, ή «μικροκυτταρικό», συλλέγει πληροφορία από μικρές
περιοχές του χώρου και είναι ευαίσθητο σε λεπτομέρειες και στο μήκος κύματος που
θα μεταφραστεί στο χρώμα. Η δομή αυτού του χάρτη που είναι ουσιαστικά μια
διαστρεβλωμένη στο χώρο οπτική αναπαράσταση μεταβολών φωτεινότητας θα διατηρηθεί
και στον πρώτο σταθμό επεξεργασίας της οπτικής οδού δηλαδή τον έξω γονατώδη
πυρήνα του θαλάμου. Από εκεί ο επόμενος σταθμός θα είναι ο πρωτοταγής οπτικός
φλοιός στον ινιακό φλοιό (περιοχή V1 κατά Broadman). Στην περιοχή αυτή θα
διατηρηθεί η διάκριση μακροκυτταρικού και μικροκυτταρικού συστήματος που θα
οδεύσουν σε διαφορετικές περιοχές (στοιβάδες) του φλοιού.
Παράλληλα, τα κύτταρα του οπτικού φλοιού είναι πλέον ευαίσθητα σε μεταβολές
φωτεινότητας κατά μήκος ενός άξονα και όχι ανάμεσα σε δυο σημεία. Τα «απλά»
λεγόμενα κύτταρα του φλοιού κωδικοποιούν έτσι μεταβολές φωτεινότητας σε
συγκεκριμένη περιοχή του χώρου κατά μήκος συγκεκριμένου άξονα, ενώ τα «σύνθετα»
λεγόμενα κύτταρα κωδικοποιούν μεταβολές φωτεινότητας κατά μήκος ενός
συγκεκριμένου κάθε φορά άξονα, ανεξαρτήτως της θέσης του στο χώρο. Βλέπουμε
λοιπόν ότι ο πρωτοταγής οπτικός φλοιός αρχίζει να αναγνωρίζει περιγράμματα από
τις αλλαγές φωτεινότητας.
Τα περιγράμματα αυτά θα αποτελέσουν το υλικό για την αναγνώριση σχημάτων. Τα
απλά και σύνθετα κύτταρα κατανέμονται σε κολόνες στον πρωτοταγή οπτικό φλοιό και
γειτονικές κολόνες έχουν παρόμοια προτίμηση στη διεύθυνση του άξονα που
αναγνωρίζουν. Ανάμεσα στις κολόνες υπάρχουν «κηλίδες» με κύτταρα που μεταφέρουν
την πληροφορία του χρώματος. Αυτή η πολύπλοκη δομή χάρτη στον πρωτοταγή οπτικό
φλοιό, επαναλαμβάνεται και στον δευτεροταγή οπτικό φλοιό (περιοχές V2,V3 κατά
Broadman) όπου πλέον τα κύτταρα είναι ευαίσθητα σε πιο σύνθετα περιγράμματα.
Από εκεί και πέρα υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός της οδού σε ένα ραχιαίο
τμήμα που καταλήγει στην περιοχή V5 κατά Broadman και από εκεί στον οπίσθιο
βρεγματικό φλοιό και ένα κοιλιακό τμήμα που οδεύει στον κροταφικό φλοιό.
Η ραχιαία οδός δέχεται
πληροφορίες κυρίως από το μακροκυτταρικό σύστημα και τα κύτταρα στις περιοχές
αυτές κωδικοποιούν κίνηση αντικειμένων στο χώρο, καθώς και τη σχετική κίνηση του
ίδιου του ατόμου (ή μελών του σώματός του) σε σχέση με σταθερά αντικείμενα στο
χώρο. Το σύστημα αυτό δηλαδή επεξεργάζεται το κομμάτι αυτό των πληροφοριών της
οπτικής εικόνας που είναι απαραίτητο για να μπορούμε να κινούμαστε στο χώρο, να
αποφεύγουμε αντικείμενα και να πιάνουμε αντικείμενα.
Η κοιλιακή οδόςθα
καταληξει στον κάτω κροταφικό φλοιό
Εδώ υπάρχουν κύτταρα που είναι ευαίσθητα σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Μάλιστα
η διάκριση μπορεί να είναι τόσο εντυπωσιακή, ώστε κάποια κύτταρα να
«αναγνωρίζουν» μόνο αντικείμενα που χρησιμοποιούμε ως εργαλεία, ενώ άλλα κύτταρα
να «αναγνωρίζουν» μόνο έμψυχα όντα όπως τα ζώα. Δεν γνωρίζουμε ακόμα με ποιους
πολύπλοκους κανόνες λειτουργούν τα κύτταρα αυτης της περιοχής διαμορφώνοντας
αυτές τις καταπληκτικές ειδικότητες στην αναγνώριση συγκεκριμένων μορφών.
Στην περιοχή αυτη βρίσκονται και τα περίφημα κύτταρα που απαντούν με
ενεργοποίηση στην εμφάνιση στην οπτικη εικόνα ανθρώπινων προσώπων (Gross &
Sergent. Υπάρχει δε μια συγκεκριμένη βλάβη στον αριστερό κάτω κροταφικό φλοιό
που οδηγεί στο σύνδρομο της προσωποαγνωσίας. Στη διαταραχη αυτη το άτομο βλέπει
κανονικά αλλά δεν μπορεί να αναγνωρίσει πρόσωπα. Μία άλλη περιοχη όπου καταληγει
η κοιλιακη οδός είναι στον ινιακό φλοιό, η περιοχη V4 κατά Broadman, η οποία
κάνει την τελικη επεξεργασία του χρώματος. Σε βλάβη της περιοχης αυτης, το άτομο
πάσχει από αχρωματοψία, δηλαδή βλέπει τον κόσμο μαυρόασπρο.
Είναι λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι με όσα μπορούμε να γνωρίζουμε ώς
σημερα η οπτικη εικόνα του κόσμου που μας περιβάλλει μέσα στον εγκέφαλο
αποτελείται από κομμάτια πληροφορίας που αφορούν προϊόντα επεξεργασίας πολύ
συγκεκριμένου τμήματος της φωτεινής ακτινοβολίας και οδηγεί στη σύνθετη
πληροφορία για συγκεκριμένα αντικείμενα, χρώμα η κίνηση αντικείμενων.
Ένα εμφανές πρόβλημα που προκύπτει από όλη αυτη τη διαδικασία είναι πως
συντίθενται αυτά τα διασπασμένα και διασκορπισμένα στο φλοιό τμηματα που
επεξεργάζονται διαφορετικές πληροφορίες στο ένα, ενιαίο, σύνολο που
αντιλαμβανόμαστε σαν οπτικη εικόνα. Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό της σύζευξης
έχει προταθεί ότι είναι η σύξευξη στο χρόνο της ενεργοποίησης των περιοχών
αυτών. Είναι σαν μια ορχηστρα όπου το κάθε
όργανο παίζει το δικό του κομμάτι και το σύνολο των οργάνων που παίζουν
ταυτόχρονα προκαλεί την μουσικη όπως την ακούμε.
Μια άλλη ερώτηση είναι αν αυτά που
επιλέγουμε να δούμε τα επιλέγουμε τυχαία η υπάρχει επιλογη από
πριν.
Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και οι δυο διαδικασίες. Η διαδικασία από κάτω
προς τα επάνω επιλέγει τυχαία περιοχές του χώρου όπου κοιτάμε. Η διαδικασία από
πάνω προς τα κάτω κατευθύνει την προσοχη μας και αντίστοιχα και την όραση μας σε
συγκεκριμένες περιοχές του χώρου που θεωρούμε από πριν ότι μπορεί να έχουν
σημασία. Η διαδικασία αυτη επιλογής εφορεύεται από περιοχές του φλοιού όπως ο
μετωπιαίος και ο βρεγματικός φλοιός. Στο σύνδρομο αμέλειας χώρου που εμφανίζεται
έπειτα από βλάβες του βρεγματικού φλοιού, τα άτομα δεν κοιτούν μια συγκεκριμένη
περιοχή του χώρου γιατί η προσοχή τους δεν στρέφεται στην περιοχή αυτη.
Μια τελευταία ερώτηση που σημερα έχει αρχίσει να διερευνάται αφορά το κατά πόσον το άτομο είναι ενημερο για όλα τα
στοιχεία που συνθέτουν την οπτικη εικόνα. Σε πειράματα με διχοτομημένη
όραση όπου κάθε μάτι βλέπει μια διαφορετικη εικόνα έχει φανεί ότι τα άτομα είναι
ενημερα για μια από τις δυο εικόνες και μετά λίγα δευτερόλεπτα είναι ενημερα για
την άλλη. Η εναλλαγη ενημερότητας συμβαίνει με έναν στοχαστικό τρόπο στο
χρόνο.
Ο Νικόλαος Λογοθέτης έδειξε το 1989 (Logothetis & Schall, 1989) ότι, όταν
ο πίθηκος βλέπει μια εικόνα με διχοτομημένη όραση, αναφέρει συνειδητή
ενημερότητα με το ίδιο στοχαστικό πρότυπο στο χρόνο όπως και ο άνθρωπος, πράγμα
που σημαίνει ότι και στον πίθηκο υπάρχει αυτη η μορφη συνειδητης ενημερότητας
για την οπτικη εικόνα. Προχωρώντας σε νευρωνικές καταγραφές, ο Λογοθέτης έδειξε
ότι ορισμένοι νευρώνες στον κάτω κροταφικό φλοιό απαντούσαν περισσότερο όταν το
αντικείμενο προτίμησης τους ηταν στη συνειδητη ενημερότητα του ζώου από την
περίπτωση που το ίδιο αντικείμενο έφευγε από την ενημερότητα. Οι νευρώνες αυτοί,
λοιπόν, έδιναν και το στίγμα της συνειδητης ενημερότητας που αφορούσε την οπτικη
εικόνα.
Αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που
σκεπτόμαστε
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που περιγράφουμε σαν «οπτικη αναγνώριση» είναι ένα σύνολο διεργασιών
επεξεργασίας πληροφορίας σε πολλαπλές περιοχές του Νευρικού Συστήματος.
Οι διεργασίες αυτές, που ακόμα δεν έχουν κατανοηθεί πληρως, οδηγούν σε μια
επιλεκτική αναγνώριση συγκεκριμένων δομών στην οπτικη εικόνα, ενώ η επιλογη του
τι θα δούμε και πότε γίνεται πάλι με τη συμμετοχη πολλών περιοχών του φλοιού.
Τέλος, το τι βλέπουμε συνειδητά και τι ασυνείδητα στην οπτικη εικόνα φαίνεται να
αποτυπώνεται επίσης στα χαρακτηριστικά λειτουργίας του πολύπλοκου αυτού
συστήματος.
Είναι λοιπόν η οπτικη αναγνώριση μια διαδικασία αποτύπωσης του οπτικού
ερεθίσματος που έρχεται από τον κόσμο που μας περιβάλλει η είναι μια πολύπλοκη
νοητικη επεξεργασία συγκεκριμένων και πολύ περιορισμένων πληροφοριών του οπτικού
κόσμου που γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μας επιτρέπει να ερμηνεύουμε τον
κόσμο που μας περιβάλλει και όχι απλά να τον βλέπουμε. Ή, για να το πούμε
διαφορετικά, αυτό που βλέπουμε είναι τελικά
αυτό που σκεπτόμαστε;
Η στροφή των
νευροεπιστημών στη γνωστική λειτουργία
Mετά τη δεκαετία του 1960, οι ψυχολόγοι έστρεψαν την προσοχή
τους από τα ερεθίσματα και τις απαντήσεις -που αποτελούσαν το κύριο θέμα έρευνας
του μπηχαβιορισμού- σ’ αυτό που παρεμβάλλεται ανάμεσά τους, τη νοητική
συγκρότηση του ατόμου που λαμβάνει το ερέθισμα και παράγει τις απαντήσεις.. Την
ίδια επίσης εποχή, επίσης, άρχισε να επικρατεί η άποψη ότι η συμπεριφορά δεν
εξαρτάται παθητικά από τα ερεθίσματα αλλά διαμορφώνεται ενεργητικά από
εσωτερικούς αντιληπτικούς μηχανισμούς νοητικού τύπου. Η αντίληψη δηλαδή αποτελεί
μια δημιουργική διεργασία, η οποία βασίζεται στις υπολογιστικές ικανότητες των
αλληλοσυνδεόμενων νευρώνων.
Η στροφή αυτή είχε σημαντική επίδραση και στις
νευροεπιστήμες. Η πειραματική έρευνα σταμάτησε να ερευνά αποκλειστικά τη σχέση
των απαντήσεων με τα ερεθίσματα και στράφηκε στην παρακολούθηση της ροής των
αισθητικών πληροφοριών από τη μετατροπή τους, μέσω κατάλληλων αισθητικών
υποδοχέων, μέχρι την εσωτερική τους «νοητική» αναπαράσταση στον εγκέφαλο.
Η αντίληψη είναι η θύρα προς τη
νόηση. Η ίδια η νόηση θεωρήθηκε ως καταγραφή, μετασχηματισμός και
επεξεργασία των αισθητικών πληροφοριών. Στις βασικές νευροεπιστήμες η θεώρηση
αυτή συνοδεύτηκε με ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα αισθητικά συστήματα, η
μελέτη των οποίων δέσποσε στη δεκαετία του 1970 και εξακολουθεί σε ένα βαθμό έως
σήμερα.
Ο ρόλος των αισθητικών συστημάτων είναι να παρέχουν μια
αξιόπιστη αναπαράσταση των γεγονότων του εξωτερικού κόσμου που έχουν κάποια
βιολογική αξία για τον οργανισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ακατέργαστα
σήματα που μεταβιβάζονται μέσω των αισθητικών υποδοχέων δεν επαρκούν γι’ αυτό το
ρόλο και δεν αντιστοιχούν στις πολύπλοκες δομές του περιβάλλοντος που τα
γεννούν. Τα αισθητικά μας όμως συστήματα κατορθώνουν, μέσω λεπτών και πολύπλοκων
υπολογισμών, να κατασκευάσουν αποτελεσματικές και αξιόπιστες αναπαραστάσεις
αυτού του περιβάλλοντος κόσμου.
Οι εσωτερικές αναπαραστάσεις είναι ταυτόχρονα πολύ
πλουσιότερες αλλά και πολύ απλούστερες από τις μετρήσεις της φωτεινό-τητας, της
δύναμης ή της χημικής σύστασης που τις παράγουν. Είναι πλουσιότερες επειδή
περιέχουν αναπαραστάσεις των αντικειμένων, των καταστάσεων και των γεγονότων που
α-ποτελούν αφαιρέσεις από τα πρωτογενή αισθητικά σήματα. Είναι επίσης
απλούστερες επειδή αντιπροσωπεύουν το «απόσταγμα» της τεράστιας ποσότητας της
ακατέργαστης πληροφορίας που μεταβιβάζει στο κεντρικό νευρικό σύστημα το κάθε
αισθητικό σύστημα.
Αισθητική
Εμπειρία
Για την πλήρη κατανόηση του πλούτου των αισθητικών διεργασιών
πρέπει να εκτιμήσουμε τόσο τον απαραίτητο όγκο των υπολογισμών όσο και τις
λεπτές αφαιρετικές διαδικασίες που καταλήγουν στην αισθητική εμπειρία.
Οι διαπιστώσεις αυτές, όπως αναφέραμε και παραπάνω, οδήγησαν
στη διαμόρφωση των νέων ερωτημάτων στις νευροεπιστήμες, τα οποία εντάσσονται στο
δεύτερο γνωστικό ή νοητικό επίπεδο που περιγράψαμε. Οι νευροεπιστήμονες, βέβαια,
για πολλές δεκαετίες αναρωτιόνταν ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα φυσικά
ερεθίσματα και τα νευρικά γεγονότα, πώς κωδικο-ποιούνται τα αισθητικά σήματα
στους μεμονωμένους νευρώνες, πόσο αξιόπιστη και αποτελεσματική είναι αυτή η
κωδικοποίηση, πώς η νευρωνική δραστηριότητα μετασχηματίζεται και πλουτίζεται στα
διάφορα επίπεδα επεξεργασίας. Από τις ερωτήσεις αυτές προέκυψε αρχικά το πεδίο
της ψυχοφυσικής και αργότερα εκείνο της αισθητικής φυσιολογίας.
Η ψυχοφυσική εστίασε το ενδιαφέρον της στη σχέση μεταξύ των
φυσικών χαρακτηριστικών ενός ερεθίσματος και των ιδιοτήτων της αντίληψής του. Η
αισθητική φυσιολογία μελέτησε τις νευρικές συνέπειες των φυσικών ερεθισμάτων,
πώς δηλαδή τα ερεθίσματα μετασχηματίζονται από τους αισθητικούς υποδοχείς και
πώς γίνεται η επεξεργασία τους στον εγκέφαλο. Από τη συγχώνευση των δύο αυτών
πεδίων σε πειράματα με ανθρώπους προέκυψε ουσιαστικά η γνωστική νευροεπιστήμη, η
οποία στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη χρήση των σύγχρονων μεθόδων της
λειτουργικής απεικόνισης του εγκεφάλου, όπως είναι η τομογραφία εκπομπής
ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI).
Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα πειράματα με τις νέες αυτές
μεθόδους στράφηκαν προς την επιβεβαίωση των βασικών νευροεπιστημονικών μοντέλων
και θεωριών, με πρώτη εκείνη των Wernicke-Cajal για την ύπαρξη εξειδικευμένων
περιοχών στον εγκέφαλο όπου εντοπίζονται συγκεκριμένες λειτουργίες. Οι πρώτες
λειτουργικές απεικονίσεις του εγκεφάλου δεν εξέπλη-ξαν βέβαια τους
νευροεπιστήμονες, επιβεβαίωσαν όμως οριστικά την εμπειρική άποψη ότι ο εγκέφαλος
δεν αποτελεί έναν ενιαίο μηχανισμό επεξεργασίας ερεθισμάτων και παραγωγής
απαντήσεων, όπως διατείνονταν οι θεωρητικοί του μπηχαβιορισμού ή οι οπαδοί της
«μαζικής δράσης», αλλά ένα σύνολο εξειδικευμένων μηχανισμών, με ξεχωριστή
ανατομική και λειτουργική οργάνωση, που συνεργάζονται όμως μεταξύ τους για την
επιτέλεση πιο σύνθετων λειτουργιών, όπως η αντίληψη, η γλώσσα, ο προγραμματισμός
της δράσης, κλπ.
Η γλώσσα δεν αποτελεί ενιαία λειτουργία
του εγκεφαλικού φλοιού αλλά στηρίζεται στη συνεργασία ανεξάρτητων φλοιωδών
περιοχών, οι οποίες ενεργοποιούνται ξεχωριστά ανάλογα με τη συγκεκριμένη
γλωσσική λειτουργία. Το στοιχείο εισόδου της γλώσσας, το διάβασμα ή το άκουσμα
μιας λέξης, ενεργοποιεί τις εγκεφαλικές περιοχές που φαίνονται στις δύο επάνω
εικόνες από τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ).
Το κινητικό στοιχείο εξόδου ενεργοποιεί τις περιοχές που
φαίνονται στις δύο κάτω εικόνες. Επάνω αριστερά: οι ενεργές περιοχές κατά το
διάβασμα. Έχει διαβαστεί μία μόνο λέξη, που προκαλεί μια απάντηση τόσο στον
πρωτογενή οπτικό φλοιό, όσο και στο συνειρμικό οπτικό φλοιό. Επάνω δεξιά: οι
ενεργές περιοχές κατά την ακρόαση της λέξης.
Η προφορική λέξη ενεργοποιεί τελείως διαφορετικές περιοχές
στον κροταφικό φλοιό και στη συμβολή κροταφικού-βρεγματικού φλοιού. Άρα οι
οπτικές απαντήσεις δε μετασχηματίζονται σε έναν ακουστικό κώδικα, αλλά έχουν τις
δικές τους περιοχές για την επεξεργασία της γλώσσας. Κάτω αριστερά: οι ενεργές
περιοχές κατά την ομιλία. Η προφορά μιας λέξης ενεργοποιεί την παραπληρωματική
κινητική περιοχή, δίπλα στην κινητική περιοχή, στο μέσο μετωπιαίο φλοιό.
Επιπλέον, ενεργοποιείται και η περιοχή του Broca, ανεξάρτητα
από το αν η λέξη ακούστηκε ή διαβάστηκε πριν προφερθεί. Άρα, τόσο οι οπτικές όσο
και οι ακουστικές οδοί συγκλίνουν στην περιοχή του Broca, την κοινή περιοχή του
προγραμματισμού και της εκφοράς του λόγου. Κάτω δεξιά. Η πρόσθια έσω περιοχή του
μετωπιαίου φλοιού ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια νοητικών διεργασιών, όπως η
ανάλυση του νοήματος μιας λέξης. Στα άτομα ζητήθηκε να απαντήσουν σε αντικείμενα
(π.χ. «εγκέφαλος» ή «μήλο») με κάποιο κατάλληλο ρήμα (π.χ. «σκέφτομαι» ή «τρώω»)
(Petersen et al, 1988).
Τα πρώτα αποτελέσματα των μελετών με τις νέες αυτές τεχνικές
αποκάλυψαν αμέσως μια άλλη αδυναμία στην επιχειρηματολογία του μπηχαβιορισμού, η
οποία είχε επισημανθεί επίσης και από τους γνωστικούς ψυχολόγους και
γλωσσολόγους που αναφέραμε παραπάνω: ο νους του ανθρώπου δεν είναι κενός κατά τη
γέννηση (λευκό χαρτί -tabula rasa-, που πάνω του γράφει η εμπειρία), ούτε οι
αντιληπτικές εμπειρίες μας σχηματίζονται από ένα άθροισμα παθητικών επαφών με
τις φυσικές ιδιότητες των αντικειμένων. Αντίθετα, οι αντιλήψεις μας διαφέρουν
ποιοτικά από τις φυσικές ιδιότητες των ερεθισμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή το
νευρικό μας σύστημα παίρνει ορισμένες μόνο πληροφορίες από ένα ερέθισμα,
αδιαφορώντας για άλλες, και, στη συνέχεια, ερμηνεύει αυτές τις πληροφορίες στο
πλαίσιο προηγούμενων εμπειριών.
Δεχόμαστε, λόγου χάρη, ηλεκτρομαγνητικά κύματα διαφόρων
συχνοτήτων, αλλά αντιλαμβανόμαστε χρώματα.
Δεχόμαστε κύματα πίεσης, αλλά ακούμε λέξεις και μουσική.
Ερχόμαστε σε επαφή με εκατομμύρια χημικές ενώσεις που υπάρχουν στον αέρα ή το
νερό, αντιλαμβανόμαστε όμως οσμές και γεύσεις.
Τίποτα δεν υπάρχει έξω από τον Εγκέφαλο
Τα χρώματα, οι ήχοι, οι οσμές ή οι γεύσεις αποτελούν νοητικά
δημιουργήματα της αισθητικής επεξεργασίας που γίνεται στον εγκέφαλο. Δεν
υπάρχουν έξω από τον εγκέφαλο.
Η διαπίστωση αυτή είναι σημαντική όχι μόνο για τις
νευροεπιστήμες και την ψυχολογία, αλλά και για τη φιλοσοφία. Ας αναλογιστούμε το
κλασικό φιλοσοφικό ερώτημα: ένα δέντρο που πέφτει στο δάσος δημιουργεί ήχο εάν
δεν είναι κανείς εκεί κοντά να τον ακούσει; Μπορούμε πια να βεβαιώσουμε ότι, ενώ
η πτώση προκαλεί κύματα πίεσης στον αέρα, δεν δημιουργεί ήχο. Ο ήχος
δημιουργείται μόνον όταν τα κύματα πίεσης από το δέντρο που πέφτει φθάσουν και
γίνουν αντιληπτά από έναν ζωντανό οργανισμό.
Κατά συνέπεια, οι αντιλήψεις μας δεν
αποτελούν άμεσες καταγραφές του κόσμου που μας περιβάλλει αλλά δημιουργούνται
εσωτερικώς σύμφωνα με εγγενείς κανόνες και περιορισμούς που επιβάλλονται από τη
δομή, τη λειτουργία και τις ιδιότητες του νευρικού μας
συστήματος.
Όπως όμως είδαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, το νευρικό
μας σύστημα απο-τελείται από τα ίδια δομικά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται
και εκείνα των υπόλοιπων ζώων. Όλα λοιπόν τα αισθητικά συστήματα, όχι μόνο στον
άνθρωπο αλλά στην εξέλιξη όλων των ζώων, βασίζονται στις ίδιες θεμελιώδεις αρχές
επεξεργασίας και οργάνωσης των πληροφοριών. Γι’ αυτό, οι βασικοί μηχανισμοί της
αντίληψης φαίνεται ότι έχουν διατηρηθεί με καταπληκτικό τρόπο κατά τη διάρκεια
της εξέλιξης.
Η
οπτική αντίληψη του χρώματος
Όπως αναφέραμε παραπάνω, τα χρώματα δεν υπάρχουν ουσιαστικά
στη φύση, εμείς όμως όχι μόνον τα αντιλαμβανόμαστε αλλά μπορούμε να κάνουμε
λεπτές διακρίσεις των αποχρώσεών τους, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζουμε πολλές
δεκάδες διαφορετικών χρωμάτων. Πώς όμως φθάνει ο εγκέφαλος στην αναγνώριση όλων
αυτών των χρωμάτων;
Η οπτική περιοχή του εγκεφάλου εντοπίζεται στον ινιακό λοβό
και σε παρακείμενες περιοχές του κροταφικού και του βρεγματικού λοβού. Είναι
οργανωμένη σε μικρότερες περιοχές, οι οποίες σήμερα έχει επικρατήσει να
ονομάζονται από V1 έως V5. Στην περιοχή V1 ή πρωτογενή οπτική περιοχή,
καταλήγουν οι πληροφορίες από τον αμφιβληστροειδή, όπου σχηματίζουν έναν ακριβή
τοπογραφικό χάρτη του οπτικού μας πεδίου. Από την V1 η πληροφορία μεταβιβάζεται
στην V2, άλλα από τα κύτταρα της οποίας προβάλλουν στην V4 και άλλα στην V3 και
την V5. Από πειράματα σε πιθήκους και από εγκεφαλικές απεικονίσεις σε ανθρώπους
με τη μέθοδο του ΡΕΤ γνωρίζουμε σήμερα πως η περιοχή V4 είναι υπεύθυνη για την
αναγνώριση των χρωμάτων ενώ η V3 και η V4 είναι υπεύθυνες για την αναγνώριση της
μορφής και της κίνησης των αντικειμένων. Διαφορετικές εικόνες ενεργοποιούν
διαφορετικές περιοχές του οπτικού φλοιού.
Ένας πίνακας του μοντέρνου ζωγράφου Modrian με ζωντανά
χρώματα ενεργοποιεί την περιοχή V4, ενώ ασπρόμαυρα κινούμενα σχήματα
ενεργοποιούν την V5. Και οι δύο εικόνες ενεργοποιούν ταυτόχρονα τις περιοχές V1
και V2, που έχουν λιγότερο εξειδικευμένες λειτουργίες και κατανέμουν τις
πληροφορίες στις άλλες οπτικές περιοχές.
Όπως έδειξαν οι πρωτοποριακές έρευνες του Semir Zeki (1984,
1993) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, στο πρωτογενές πεδίο V1 υπάρχουν κύτταρα
τα οποία αντιδρούν όταν αντανακλώμενο φως με δεδομένο μήκος κύματος εισέρχεται
στο οπτικό τους πεδίο. Καθένα από αυτά τα κύτταρα λειτουργεί ως ανιχνευτής της
παρουσίας ακτινοβολίας συγκεκριμένου μήκους κύματος. Τα εν λόγω κύτταρα όμως δεν
αναγνωρίζουν χρώματα.
Αν φωτίσουμε έναν πίνακα του Modrian με ένα μονοχρωματικό
κόκκινο φως, τότε ένα «κόκκινο» κύτταρο της V1 θα ανταποκρίνεται σε διαφορετικό
βαθμό σε κάθε τμήμα του πίνακα, γιατί καθένα από αυτά τα τμήματα αντανακλά
τουλάχιστον εν μέρει τα ερυθρά φωτεινά κύματα: το κύτταρο καταγράφει μόνο τη
διαφορά στη φωτεινότητά τους. Το κύτταρο δεν μπορεί να εντοπίσει ποιες περιοχές
είναι κόκκινες επειδή αντιδρά πάντοτε όταν διεγείρεται από το αντανακλώμενο φως
στην ερυθρή περιοχή του φάσματος, ακόμη κι αν αυτό προέρχεται, για παράδειγμα,
από πράσινη επιφάνεια.
Στην περιοχή V4 όμως υπάρχουν κύτταρα για τα συγκεκριμένα
χρώματα. Εντοπίζουν το χρώμα διενεργώντας μια διαδικασία σύγκρισης ανάμεσα στα
πεδία που αντανακλούν διαφορετικά μήκη κύματος. Τα «κόκκινα» κύτταρα της V4
αντιδρούν τότε, και μόνον τότε, όταν το οπτικό τους πεδίο περιέχει όχι μόνο μια
περιοχή που αντανακλά το φως στη ερυθρά περιοχή του φάσματος αλλά και κάποιο φως
διαφορετικού μήκους κύματος, που αντανακλάται από μια γειτονική περιοχή. Αν
ολόκληρο το οπτικό πεδίο φωτίζεται από φως ενός μόνο μήκους κύματος, τα κύτταρα
αυτά δεν αντιδρούν καθόλου.
Το παράδειγμα αυτό αποτελεί μια γενική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο
λειτουργεί ο εγκέφαλος ώστε να μας παρέχει χρήσιμες ενδείξεις για τη
φύση του κόσμου. Τα αισθητήρια όργανα παρέχουν ανεπεξέργαστα δεδομένα σχετικά με
τις μεταβολές που συμβαίνουν, λόγου χάρη, όταν κινούνται τα μάτια ή τα δάχτυλα.
Τα πρωτογενή αισθητικά πεδία του φλοιού, όπως η περιοχή V1, περιέχουν κύτταρα
που απομονώνουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η κατανομή των
περιγραμμάτων ή οι περιοχές που αντανακλούν διαφορετικά μήκη κύματος.
Στη συνέχεια, σε παρακείμενες περιοχές του φλοιού, η σχετική
κατανομή αυτών των χαρακτηριστικών υποβάλλεται σε σύγκριση που παρέχει
ενδεικτικά στοιχεία , η σημασία των οποίων μαθαίνεται χάρη στη σύνδεση με την
ικανοποίηση βασικών αναγκών του οργανισμού, μέσω της επιτυχίας ή της αποτυχίας,
της ηδονής ή του πόνου.
Στη μαθηματική λογική, τα θεωρήματα μη πληρότητας του
Γκόντελ, τα οποία αποδείχτηκαν από τον Κουρτ Γκόντελ (Kurt Gödel) το 1931, είναι
δύο θεωρήματα που υποδεικνύουν έμφυτους περιορισμούς σε όλα τα (πλην των
τετριμμένων) τυπικά συστήματα των μαθηματικών. Τα θεωρήματα είναι πολύ σημαντικά
για τη φιλοσοφία των μαθηματικών.
Ερμηνεύονται γενικά ως μια
απόδειξη πως το πρόγραμμα του Χίλμπερτ να βρεθεί ένα πλήρες και συνεπές σύνολο
από αξιώματα για όλα τα μαθηματικά είναι αδύνατο, δίνοντας έτσι αρνητική
απάντηση στο δεύτερο πρόβλημα του Χίλμπερτ.
Στη μαθηματική λογική, μια
θεωρία είναι ένα σύνολο από προτάσεις εκφρασμένες σε μια τυπική γλώσσα. Μερικές
δηλώσεις σε μια θεωρία (τα αξιώματα) συμπεριλαμβάνονται χωρίς απόδειξη και άλλες
(τα θεωρήματα) συμπεριλαμβάνονται επειδή συνάγονται από τα
αξιώματα.
Επειδή οι δηλώσεις μιας τυπικής θεωρίας γράφονται σε
συμβολική μορφή, είναι δυνατόν να επαληθευτεί μηχανικά ότι μία τυπική απόδειξη
από ένα πεπερασμένο σύνολο από αξιώματα είναι έγκυρη. Αυτή η δουλειά, γνωστή ως
αυτοματοποιημένη επαλήθευση αποδείξεων, σχετίζεται στενά με την αυτοματοποιημένη
απόδειξη θεωρημάτων.
Η διαφορά είναι ότι αντί
να κατασκευάσει μια νέα απόδειξη, ο επαληθευτής αποδείξεων απλά ελέγχει
αν μια δεδομένη τυπική απόδειξη (ή, σε μερικές περιπτώσεις, οι οδηγίες που
μπορεί να ακολουθήσει κανείς για να δημιουργήσει μια τυπική απόδειξη) είναι
σωστή. Αυτό δεν είναι απλά και μόνο υποθετικό. Συστήματα όπως το Isabelle
χρησιμοποιούνται σήμερα για να τυποποιούν αποδείξεις και μετά να ελέγχουν την
εγκυρότητά τους.
Παρόλα αυτά, πολλές θεωρίες που μας ενδιαφέρουν περιλαμβάνουν
ένα άπειρο σύνολο από αξιώματα. Για να επαληθευτεί μια τυπική απόδειξη όταν το
σύνολο των αξιωμάτων είναι άπειρο, πρέπει να είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε αν
μία δήλωση η οποία θεωρείται ότι είναι αξίωμα είναι πράγματι αξίωμα. Αυτό το
ζήτημα προκύπτει στις πρώτου βαθμού θεωρίες της αριθμητικής, όπως η αριθμητική
του Πεάνο, επειδή η αρχή της μαθηματικής επαγωγής εκφράζεται ως ένα άπειρο
σύνολο αξιωμάτων (ένα αξιωματικό σχήμα).
Μια τυπική θεωρία λέγεται πως είναι αποτελεσματικά παραχθείσα
αν το σύνολο των αξιωμάτων της είναι ένα αναδρομικά απαριθμήσιμο σύνολο. Αυτό
σημαίνει ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα υπολογιστή που, κατ` αρχήν, θα μπορούσε να
απαριθμήσει όλα τα αξιώματα της θεωρίας χωρίς να συμπεριλάβει στη λίστα καμία
δήλωση που δεν είναι αξίωμα.
Αυτό είναι ισοδύναμο με την ικανότητα να απαριθμήσει όλα τα
θεωρήματα της θεωρίας χωρίς να απαριθμήσει καμία δήλωση που δεν είναι θεώρημα.
Για παράδειγμα, η θεωρία της αριθμητικής του Πεάνο (η αξιωματική περιγραφή των
φυσικών αριθμών) και η θεωρία συνόλων των Τσερμέλο-Φρένκελ έχουν άπειρο αριθμό
αξιωμάτων η κάθε μια, και κάθε μια είναι αποτελεσματικά παραχθείσα.
Κατά την επιλογή ενός συνόλου από αξιώματα, ο στόχος είναι με
βάση αυτά να μπορεί να αποδείξει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερα σωστά
αποτελέσματα, χωρίς να μπορεί να αποδείξει κανένα λανθασμένο αποτέλεσμα. Ένα
σύνολο από αξιώματα είναι πλήρες αν, για κάθε δήλωση στη γλώσσα των αξιωμάτων,
είτε η αυτή δήλωση είτε η άρνησή της μπορεί να αποδειχτεί από τα αξιώματα. Ένα
σύνολο αξιωμάτων είναι (απλά) συνεπές αν δεν υπάρχει δήλωση τέτοια ώστε και αυτή
και η άρνηση της να μπορούν να αποδειχτούν από τα αξιώματα.
Στο πρότυπο σύστημα της λογικής πρώτου βαθμού ένα συνεπές
σύνολο αξιωμάτων θα αποδείξει κάθε δήλωση στη γλώσσα της (αυτό μερικές φορές
καλείται η αρχή της έκρηξης) και είναι επομένως αυτόματα πλήρες. Ένα σύνολο από
αξιώματα που είναι και πλήρες και συνεπές, παρόλα αυτά, αποδεικνύει ένα μέγιστο
σύνολο από μη-αντιφατικά θεωρήματα. Τα θεωρήματα μη πληρότητας του Γκόντελ
δείχνουν ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να έχουμε μια
αποτελεσματικά παραχθείσα, πλήρη και συνεπή θεωρία.
Πρώτο
θεώρημα μη πληρότητας
Το πρώτο θεώρημα
μη πληρότητας του Γκόντελ δηλώνει ότι Οποιαδήποτε αποτελεσματικά παραχθείσα
θεωρία που είναι ικανή να εκφράσει τη στοιχειώδη αριθμητική δεν μπορεί να είναι
και συνεπής και πλήρης. Συγκεκριμένα, για κάθε συνεπή, αποτελεσματικά παραχθείσα
τυπική θεωρία που αποδεικνύει συγκεκριμένες αλήθειες βασικής αριθμητικής,
υπάρχει μία αριθμητική δήλωση η οποία είναι αληθής, αλλά δεν μπορεί να
αποδειχθεί από τη θεωρία (Kleene 1967, p. 250).
Η αληθής δήλωση που δεν μπορεί να αποδειχθεί στην οποία
αναφέρεται το θεώρημα συχνά αναφέρεται ως “η πρόταση Γκόντελ” της θεωρίας. Αυτή
δεν είναι μοναδική. Υπάρχουν άπειρες δηλώσεις στη γλώσσα της θεωρίας οι οποίες
έχουν την ιδιότητα ότι είναι αληθείς και δεν μπορούν να αποδειχθούν.
Για κάθε συνεπή τυπική θεωρία Θ που περιλαμβάνει αρκετές
ιδιότητες της θεωρίας αριθμών, η αντίστοιχη πρόταση Γκόντελ G ισχυρίζεται: “Η G
δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι αληθής μέσα στη θεωρία Θ”. Αν η G μπορούσε να
αποδειχθεί μέσω των αξιωμάτων και των κανόνων συμπερασμού της Θ, τότε η Θ θα
είχε ένα θεώρημα G, το οποίο αντίκειται στον εαυτό του, και άρα η θεωρία Θ θα
ήταν ασυνεπής.
Αυτό σημαίνει ότι αν η θεωρία Θ είναι συνεπής τότε η G δεν
μπορεί να αποδειχθεί μέσα σ` αυτή. Αυτό σημαίνει ότι ο ισχυρισμός της G, ότι η
ίδια δεν αποδεικνύεται, είναι σωστός. Υπό αυτήν την έννοια η G όχι μόνο δεν
μπορεί να αποδειχθεί αλλά είναι και αληθής. Συνεπώς
αποδεικνύεται-μέσα-στη-θεωρία-Θ και αλήθεια δεν είναι το ίδιο. Η θεωρία Θ δεν
είναι πλήρης (είναι μη πλήρης).
Αν η G είναι αληθής τότε η G δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσα
στη θεωρία, και η θεωρία είναι μη πλήρης. Αν η G είναι ψευδής τότε η G μπορεί να
αποδειχθεί μέσα στη θεωρία, και η θεωρία είναι ασυνεπής μιας και η G και
αποδεικνύεται και αντικρούεται από την Θ.
Είναι δυνατόν να ορίσουμε μια μεγαλύτερη θεωρία Θ’ που να
περιέχει όλη την Θ, συν την G ως πρόσθετο αξίωμα. Σε αυτήν την περίπτωση, η G
είναι πράγματι θεώρημα στην Θ’ (τετριμμένα, μιας και είναι αξίωμα). Παρόλα αυτά,
αυτό το θεώρημα μη πληρότητας τότε εφαρμόζεται στην Θ’. Θα υπάρχει μια νέα
πρόταση Γκόντελ G’ για την Θ’, που θα δείχνει ότι η Θ’ είναι επίσης μη πλήρης.
Κάθε θεωρία έχει τη δική της πρόταση Γκόντελ.
Για να αποδείξει το πρώτο θεώρημα μη πληρότητας, ο Γκόντελ
απαρίθμησε τις προτάσεις της θεωρίας: Σε κάθε πρόταση αντιστοίχισε έναν αριθμό.
Σε αυτές τις προτάσεις συμπεριέλαβε και δηλώσεις πάνω στις ίδιες τις προτάσεις,
οι οποίες θα πρέπει να είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Θεώρησε την πρόταση “η
πρόταση με τον αριθμό x δεν μπορεί να αποδειχτεί”.
Κατόπιν έδειξε ότι υπάρχει μια αντιστοίχιση, τέτοια ώστε η
παραπάνω πρόταση να έχει τον αριθμό x. Έτσι η πρόταση παίρνει τη μορφή: “Η
παρούσα πρόταση δεν μπορεί να αποδειχτεί”. Αν είναι αληθής, τότε υπάρχει μια
πρόταση στη θεωρία που δεν είναι αποδείξιμη και επομένως η θεωρία δεν είναι
πλήρης. Αν είναι ψευδής, τότε η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να αποδειχτεί. Μια
θεωρία όμως μέσα στην οποία μπορεί να αποδειχτεί μια λάθος πρόταση είναι
αντιφατική και άρα ασυνεπής.
Δεύτερο θεώρημα μη
πληρότητας
Το δεύτερο
θεώρημα μη πληρότητας Γκόντελ μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Για κάθε
αποτελεσματικά παραχθείσα τυπική θεωρία Θ που συμπεριλαμβάνει βασικές
αριθμητικές αλήθειες και επίσης συγκεκριμένες αλήθειες για την δυνατότητα
τυπικής απόδειξης, η Θ συμπεριλαμβάνει δήλωση περί της ιδίας συνέπειας αν και
μόνο αν η Θ είναι ασυνεπής.
Αυτό ενισχύει το πρώτο θεώρημα μη πληρότητας, επειδή η δήλωση
που κατασκευάσαμε στο πρώτο θεώρημα μη πληρότητας δεν εκφράζει ευθέως την
συνέπεια της θεωρίας. Η απόδειξη του δεύτερου θεωρήματος μη πληρότητας
λαμβάνεται, ουσιαστικά, τυπικοποιόντας την απόδειξη του πρώτου θεωρήματος μη
πληρότητας μέσα στην ίδια την θεωρία.
Μια τεχνική λεπτομέρεια στο δεύτερο θεώρημα μη πληρότητας
είναι πως να εκφράσουμε την συνέπεια της Θ ως φόρμουλα στην γλώσσα της Θ.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το κάνουμε, και δεν οδηγούν όλοι στο ίδιο αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, διαφορετικές τυπικοποιήσεις της αξίωσης ότι η Θ είναι συνεπής
μπορεί να είναι ή να μην είναι ισοδύναμες στην Θ, και μερικές μπορεί ακόμα και
να μπορούν να αποδειχθούν. Για παράδειγμα, η πρώτου βαθμού αριθμητική του Πεάνο
(PA: Peano arithmetic) μπορεί να αποδείξει ότι το μεγαλύτερο συνεπές υποσύνολο
της PA είναι συνεπές.
Αλλά μιας και η PA είναι συνεπής, το μεγαλύτερο συνεπές υποσύνολο της PA
είναι απλά η PA, οπότε υπό αυτή την έννοια η PA «αποδεικνύει ότι είναι συνεπής».
Αυτό που η PA δεν αποδεικνύει είναι πως το μεγαλύτερο συνεπές υποσύνολο της PA
είναι, στην πραγματικότητα, ολόκληρη η PA. (Ο όρος «μεγαλύτερο συνεπές υποσύνολο
της PA» είναι μάλλον ασαφής, αλλά αυτό που εννοούμε εδώ είναι το μεγαλύτερο
συνεπές αρχικό κομμάτι των αξιωμάτων της PA ταξινομημένο σύμφωνα με κάποια
κριτήρια. Για παράδειγμα, με τους «αριθμούς Γκόντελ», τους αριθμούς που
κωδικοποιούν τα αξιώματα όπως στο σχήμα που χρησιμοποίησε ο Γκόντελ που
αναφέρθηκε παραπάνω).
Περιορισμοί των θεωρημάτων
του Γκόντελ
Τα συμπεράσματα των θεωρημάτων του Γκόντελ ισχύουν μόνο για
τις τυπικές θεωρίες που ικανοποιούν τις απαραίτητες υποθέσεις. Δεν ικανοποιούν
όλα τα αξιωματικά συστήματα αυτές τις υποθέσεις, ακόμα και όταν αυτά τα
συστήματα έχουν μοντέλα που συμπεριλαμβάνουν τους φυσικούς αριθμούς ως
υποσύνολο. Για παράδειγμα, υπάρχουν πρώτου βαθμού αξιωματικοποιήσεις της
Ευκλείδειας γεωμετρίας και των πραγματικών κλειστών πεδίων που δεν ικανοποιούν
τις υποθέσεις των θεωρημάτων του Γκόντελ.
Το γεγονός κλειδί είναι ότι αυτές οι αξιωματικοποιήσεις δεν
είναι αρκετά εκφραστικές ώστε να ορίσουν το σύνολο των φυσικών αριθμών ή να
αναπτύξουν βασικές ιδιότητες των φυσικών αριθμών.Οι Αρχαίοι
Έλληνες, θεωρώντας ότι τα Μαθηματικά πρέπει να είναι διαχωρισμένα από την
εμπειρική γνώση οδηγήθηκαν στη θεμελίωση του πρώτου αξιωματικού συστήματος των
μαθηματικών, αυτό της Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Ευκλείδης
περίπου το 300 π.κ.ε. με το βιβλίο του «Στοιχεία» που το αποτελούσαν 13 τόμοι,
ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε τη γεωμετρία σε αξιωματική βάση, δικαιολογημένος
λοιπόν και ο όρος «Ευκλείδεια γεωμετρία».
Το αντικείμενο της
Ευκλείδειας Γεωμετρίας είναι η μελέτη του χώρου και των σχημάτων που μπορούν να
νοηθούν μέσα σε αυτόν. Γενικότερα στο χώρο διακρίνουμε τα σημεία (χωρίς
καμία διάσταση), τις γραμμές (με μία διάσταση) και τις επιφάνειες (με δύο
διαστάσεις). Οι επιφάνειες διαχωρίζουν τα αντικείμενα μεταξύ τους ή από το
περιβάλλον. Πάνω σε μια επιφάνεια μπορούμε να θεωρήσουμε γραμμές, οι οποίες
μάλιστα μπορούν να οριοθετηθούν. Στην καθημερινή γλώσσα μιλάμε π.χ. για «γραμμές
της ασφάλτου» ή «σιδηροδρομικές γραμμές», ή «ακτοπλοϊκές γραμμές» λαμβάνοντας
πάντα υπόψη κάποια αρχή (αφετηρία) και κάποιο τερματικό σημείο.
Στην καθημερινή γλώσσα δεχόμαστε τις προσεγγίσεις ενώ στην
γεωμετρία όχι. Λειτουργούμε αναγκαστικά πολλές φορές και με αφηρημένες έννοιες
που αποκαλούμε άλλοτε «πρωταρχικούς όρους» και άλλοτε «γεωμετρικές προτάσεις».
Λέγεται ότι, όταν ζητήθηκε στον Ευκλείδη από τον Πτολεμαίο να του μάθει
γεωμετρία, ο Πτολεμαίος του ζήτησε να μάθει μια «βασική» Γεωμετρία. Η απάντηση
του Ευκλείδη ήταν «δεν υπάρχει βασιλικός
δρόμος για τη Γεωμετρία»
Πρωταρχικές έννοιες (ή αλλιώς, θεμελιώδεις έννοιες) στη
Γεωμετρία είναι το σημείο, η ευθεία γραμμή, η γραμμή, το επίπεδο και η
επιφάνεια.
Η Ευκλείδεια Γεωμετρία θεμελιώνεται πάνω σε κάποιες προτάσεις
που δεχόμαστε [όχι ότι απαραίτητα είναι] ως αληθινές: τα αξιώματα. Κάθε άλλη πρόταση (διαφορετική
από τα αξιώματα) την θεωρούμε ώς αληθή μόνο εάν έχουμε καταλήξει – συμφωνήσει σε
αυτή αποδεικνύοντας την με βάση τα αξιώματα, κατά συνέπεια κάθε αποδεδειγμένη
πρόταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη μίας άλλης πρότασης.
Κάθε πρόταση περιέχει την Υ Π Ο Θ Ε Σ Η και το συμπέρασμα,
στο οποίο καταλήγουμε με τη βοήθεια της όποιας απόδειξης.
Η
«υπόθεση» και το «συμπέρασμα» λέγονται συνθήκες της πρότασης.
Στη Γεωμετρία δύο
προτάσεις μπορεί να λέγονται:
-αντίστροφες: όταν κάθε μια έχει ως υπόθεση
το συμπέρασμα της άλλης.
-αντίθετες: όταν οι συνθήκες (υπόθεση και
συμπέρασμα) της μιας αποτελούν αρνήσεις των συνθηκών της άλλης, και τέλος
-αντιστροφοαντίθετες: όταν κάθε μια έχει ως
υπόθεση την άρνηση του συμπεράσματος της άλλης.
Αν δύο προτάσεις σχετίζονται με μία από τις
τρεις προηγούμενες σχέσεις τότε η μία καλείται ευθεία πρόταση και η άλλη
«αντίστροφη» ή «αντίθετη» ή «αντιστροφοαντίθετη», αντίστοιχα.
Δύο αντίστροφες προτάσεις λέγονται και
ισοδύναμες όπου η κάθε μια εξ αυτών ονομάζεται αναγκαία και ικανή συνθήκη για
την άλλη.
Κατά την εξέταση των γεωγραφικών σχημάτων η
Γεωμετρία διακρίνεται στην Επιπεδομετρία και στη Στερεομετρία.
Σχέση με την υπολογισιμότητα
Το θεώρημα μη πληρότητας έχει στενή συγγένεια με αρκετά
αποτελέσματα σχετικά με τα μη-αποφασίσιμα σύνολα στη θεωρία αναδρομής, η οποία
αποτελεί κεντρικό πυλώνα της επιστήμης υπολογιστών.
Ο Στίβεν Κλέινι (Stephen Cole Kleene) (1943) παρουσίασε μία
απόδειξη του θεωρήματος μη πληρότητας του Γκόντελ χρησιμοποιώντας βασικά
αποτελέσματα της θεωρίας υπολογισμού. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δείχνει ότι το
πρόβλημα τερματισμού δεν έχει λύση: δεν υπάρχει πρόγραμμα υπολογιστή που
δοθέντος ενός προγράμματος Π ως είσοδο, να μπορεί να αποφασίσει σωστά αν το Π
τελικά σταματά όταν τρέξει χωρίς είσοδο.
Ο Κλιν έδειξε ότι η ύπαρξη μιας πλήρους, αποτελεσματικής
θεωρίας της αριθμητικής με συγκεκριμένες ιδιότητες συνέπειας θα σήμαινε πως το
πρόβλημα του τερματισμού είναι αποφασίσιμο (υπολογίσιμο), μια αντίφαση. Η
μη-υπολογισιμότητα μπορεί επομένως να περιγραφεί ως συνέπεια της μη πληρότητας
του Γκόντελ.
Επιγραμματικά
Για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος του θεωρήματος της μη
πληρότητας του Godel, είναι κρίσιμο να καταλάβουμε πώς τα μαθηματικά ήταν
αντιληπτά την περίοδο που αποδείχθηκε. Μετά από πολλούς αιώνες συνύπαρξης υπό
ίσους όρους ασαφών διαισθητικών αντιλήψεων και ακριβούς λογικής, τα μαθηματικά
στο τέλος του 19ου αιώνα άρχισαν να αποσαφηνίζονται. Επινοήθηκαν τα αποκαλούμενα
τυπικά συστήματα.
Στα τυπικά συστήματα τα θεωρήματα, με χρήση αυστηρών κανόνων,
βλαστάνουν από τα αξιώματα όπως τα κλαδιά από ένα δέντρο. Αυτή η διαδικασία
έπρεπε να αρχίσει από κάπου. Και τα αξιώματα ήταν αυτοί οι αρχέγονοι σπόροι από
τους οποίους όλα τα άλλα αναπήδησαν.
Η δύναμη αυτού του μηχανιστικού οράματος των μαθηματικών ήταν
ότι εξάλειπτε την ανάγκη για τη σκέψη ή την κρίση. Εφ’ όσον τα αξιώματα ήταν
σωστά και εφ’ όσον οι κανόνες με τους οποίους γινόταν η χρήση τους διατηρούσαν
την αλήθεια, τα μαθηματικά δεν θα μπορούσαν να εκτροχιαστούν σε αναλήθειες. Η
αλήθεια θεωρητικά ήταν εξασφαλισμένη μέσω μιας αυτόματης θεωρητικής
μεθοδολογίας.
Έτσι εάν κάναμε τη δήλωση «κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος από
2 είναι το άθροισμα δύο πρώτων» θα ήμασταν σε θέση να αποδείξουμε αυστηρά, από
τα αξιώματα, είτε ότι είναι αληθής είτε ότι είναι ψευδής. Οι λέξεις «αληθές» και
«ψευδές» θα γίνονταν συνώνυμα των «αποδείξιμο» και «διαψεύσιμο» αντίστοιχα, μέσα
στο σύστημα αυτό. Το Principia Mathematica των Russell και Whitehead ήταν η
διασημότερη προσπάθεια να βρεθεί ένα τέτοιο σύστημα.
Το θεώρημα του Godel
κατέρριψε την ελπίδα αυτήν εντελώς. Δε βρήκε απλά μια ρωγμή στο
συλλογισμό των Russell και Whitehead, η οποία πιθανώς θα μπορούσε να
επιδιορθωθεί. Έδειξε ότι ο ολόκληρος στόχος είναι ανεπίτευκτος! Πιο
συγκεκριμένα, ο Godel έδειξε ότι σε οποιοδήποτε τυπικό σύστημα, υπάρχει πάντα
μια δήλωση για τους φυσικούς αριθμούς που είναι αληθινή, αλλά που δεν μπορεί να
αποδειχθεί στο σύστημα.
Με άλλα λόγια, τα μαθηματικά δεν θα είναι ποτέ το αυστηρό κι
ακλόνητο σύστημα που οι μαθηματικοί ονειρεύονταν επί χιλιετίες. Το θεώρημα του
Godel έχει χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει ότι ένας υπολογιστής δεν μπορεί
ποτέ να γίνει τόσο έξυπνος όσο ένας άνθρωπος επειδή η έκταση της γνώσης του
πρώτου περιορίζεται από ένα δεδομένο σύνολο αξιωμάτων, ενώ οι άνθρωποι μπορούν
να ανακαλύψουν απροσδόκητες αλήθειες.
Παίζει ρόλο στις σύγχρονες γλωσσικές θεωρίες, οι οποίες
υπογραμμίζουν τη δύναμη της γλώσσας να βρίσκει νέους τρόπους να εκφραστούν οι
ιδέες.
Eχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει ότι δεν θα γίνουμε ποτέ κατανοητοί από τον εαυτό
μας, δεδομένου ότι το μυαλό σας, είναι κι αυτό ένα κλειστό σύστημα.
Όπως δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά μας με τα μάτια μας, δεν μπορούμε να
καθρεπτίσουμε πλήρως τις διανοητικές μας δομές στον ίδιο μας τον εγκέφαλο.
Ένα άλλο παραπλήσιο πόρισμα του θεωρήματος είναι πως δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε βέβαιοι πως δεν έχουμε
παραφρονήσει. Ο παράφρων ερμηνεύει τον κόσμο μέσω της (παραδόξως)
συνεπούς λογικής του. Πώς μπορούμε να αποφανθούμε εάν η λογική μας είναι
παράδοξη ή όχι, δεδομένου ότι έχουμε μόνο τη λογική μας για να το κρίνουμε;
«Πιστεύω, ότι ο Όσκαρ
Ουάιλντ δεν πιστεύει, ότι πιστεύω, ότι δεν πιστεύει πως
πιστεύω, αυτή τη ρήση. ‘Η όχι.» ~ Ο Όσκαρ Ουάιλντ για το Θεώρημα της μη
πληρότητας
«Δεν το τρώω αυτό, μην
επιμένετε» ~ Κουρτ Γκέντελ για το ίδιο Θεώρημα
Ο Αννίβας (ή Αννίβας Βάρκας, 247 π.Χ. – 183 π.Χ.) ήταν Καρχηδόνιος κρατικός λειτουργός και στρατηγός και το όνομά του σήμαινε : «η χάρη του Βάαλ»
Ήμαστε στις 2 Αυγούστου του 216 π.Χ., όταν ο στρατηγός των Καρχηδονίων συντρίβει τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη Μάχη των Καννών, μετατρέποντας τη σύγκρουση σε μια από τις χειρότερες ανθρωποσφαγές της παγκόσμιας ιστορίας.
Περισσότεροι από 50.000 Ρωμαίοι πέφτουν στο πεδίο της μάχης στην περιφέρεια της Απουλίας (νοτιοανατολική Ιταλία) και ο δρόμος για τη Ρώμη είναι πια ορθάνοιχτος για τον καρχηδόνιο στρατηλάτη: το «Hannibal ante portas» βγαίνει με τρόμο από τα στόματα όλων.
Ο Αννίβας Βάρκας υποχρέωσε την πανίσχυρη αυτοκρατορία να μετρήσει τη δεύτερη χειρότερη ήττα στα στρατιωτικά χρονικά της, εφαρμόζοντας δαιμόνιες στρατηγικές και ιδιοφυείς τακτικές μάχες, κάνοντας πολλούς ιστορικούς να τον χαρακτηρίσουν «πατέρα της στρατηγικής»!
Ο Αννίβας επιδόθηκε με σφοδρότητα σε εκστρατεία κατά της Ρώμης και τα κατακτητικά του χρονικά θα έμεναν γνωστά ως Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος, που δεν ήταν τίποτα άλλο από το τελικό προϊόν της ευφυΐας και της τακτικής αντίληψης ενός και μόνο στρατηγού.
Αντιμετωπίζοντας το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η Ρώμη, επιστρατεύοντας τους δεκάδες συμμάχους και υποτελείς της από ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, ο καρχηδόνιος πολέμαρχος απέδειξε την πρωτοφανή στρατιωτική ιδιοφυΐα του σε μια μακρά σειρά μαχών, εφαρμόζοντας καινοτόμες τεχνικές μάχης που θα γίνονταν κατόπιν στόχοι ζωής για κάθε μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη της Ιστορίας.
Οι εμφατικές νίκες του Αννίβα κατά του ορκισμένου εχθρού του με πολύ μικρότερο στράτευμα μάλιστα στα χέρια του παραμένουν ορόσημο στρατηγικής διάνοιας, ενθρονίζοντάς τον στην κορυφή των στρατηλατών του αρχαίου κόσμου.
Μέσω της συνδυασμένης χρήσης ιππικού και πεζικού, ο Αννίβας περικύκλωνε και υπερφαλάγγιζε τους αντιπάλους του, δημιουργώντας μια τακτική μάχης που θα σφράγιζε τα παγκόσμια χρονικά του πολέμου: η πολεμική ανθρωπότητα του χρωστά την τακτική της «Διπλής Υπερκέρασης» (γνωστή και ως «Ελιγμός των Καννών»).
Ο Αννίβας ταπείνωσε τη Ρώμη και έβλαψε ανεπανόρθωτα το γόητρό της ψάχνοντας εκδίκηση για την ήττα της χώρας του κατά τον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Και το έκανε με τρόπο θεαματικό και στρατιωτικά ιδιοφυή. Ίσως όλα να είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι ως εννιάχρονο αγόρι, πριν τον πάρει μαζί του ο επίσης στρατηγός πατέρας του στην εκστρατεία του στην Ισπανία, τον έβαλε να ορκιστεί αιώνιο μίσος κατά της Ρώμης…
Πρώτα χρόνια
Ο Αννίβας Βάρκας γεννιέται περί το 247 π.Χ. στην Καρχηδόνα ως ένας από τους τρεις γιους του αρχιστράτηγου Αμίλκα Βάρκα (οι άλλοι δύο ήταν ο Ασδρούβας και ο Μάγωνας). Ο δαφνοστεφανωμένος Αμίλκας μεγάλωσε τα παιδιά του με τρεις βασικές αρχές: την αγάπη προς την πατρίδα, την εξοικείωση με τα πολεμικά έργα και το άσβεστο μίσος για τη Ρώμη!
Σύμφωνα με τον ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, όταν η Καρχηδόνα ηττήθηκε στον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο (241 π.Χ.) και οι Ρωμαίοι την ταπείνωσαν εξαναγκάζοντας τη να καταστρέψει τον στόλο της, ο Αμίλκας οδήγησε τα παιδιά του στην αγορά της πόλης και τα όρκισε δημοσίως να μισούν τη Ρώμη για όλη τους τη ζωή.
Ο Αννίβας ήταν 9 χρονών όταν έδωσε τον ιερό όρκο, τον οποίο δεν ξέχασε ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό πως οι άλλοι δύο γιοι του Αμίλκα πέθαναν στο πεδίο της μάχης κατά των Ρωμαίων, ως στρατηγοί πάντα, ενώ ο Αννίβας διεξήγαγε μια από τις εκπληκτικότερες στρατιωτικές εκστρατείες όλων των εποχών εναντίον της Ρώμης!
Για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Αννίβα οι πληροφορίες είναι λιγοστές, μιας και η καθολική καταστροφή της Καρχηδόνας εξαφάνισε κάθε πρωτογενή πηγή, σε σημείο να μη γνωρίζουμε πια ούτε τα βασικά χαρακτηριστικά του καρχηδονιακού πολιτισμού.
Οι πηγές που τον αναφέρουν είναι μάλιστα οι ορκισμένοι εχθροί του, οι Ρωμαίοι! Σύμφωνα με των Δίωνα Κάσσιο, ο Αννίβας είχε μελετήσει κατά την εφηβεία του τα έργα των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, διδάχτηκε Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Όμηρο, Ευριπίδη, Ερατοσθένη, Αριστοτέλη, Δημοσθένη, έμαθε για τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου και μελέτησε ελληνικά, όταν βέβαια δεν εκπαιδευόταν στις τέχνες του πολέμου, καθώς προοριζόταν να γίνει στρατιώτης.
Η δυναστεία των Βαρκιδών ήταν η αριστοκρατική παράταξη της Καρχηδόνας, που με αρχηγό τον Αμίλκα είχε βαλθεί να προσαρτήσει στα καρχηδονιακά εδάφη την Ιβηρική Χερσόνησο. Το 236 π.Χ., ο Αμίλκας αποβίβασε στρατό στην Ισπανία και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να καθυποτάξει όλη τη νοτιοδυτική περιοχή της Ιβηρικής. Ο Αννίβας συνόδεψε τον πατέρα του στην ισπανική εκστρατεία, όπου και παρέμεινε για εννιά χρόνια.
Εκεί διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στη μάχη, πολεμώντας πάντα στην πρώτη γραμμή, και απέκτησε φήμη για την αρετή αλλά και την ορθή κρίση του. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον τοπικών ισπανικών φυλών το 228 π.Χ. και τον αντικατέστησε στην αρχιστρατηγία ο γαμπρός του, Ασδρούβας.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, επέστρεψε για λίγο στην Καρχηδόνα, αλλά ο Ασδρούβας τον κάλεσε εκ νέου στην Ισπανία αναθέτοντάς του την αρχηγία του ιππικού. Η παρουσία του Αννίβα ως επικεφαλής του ιππικού τον καθιέρωσε ως τον σημαντικότερο στρατιωτικό ηγήτορα των Καρχηδονίων!
Η σοφή καθοδήγησή του στη μάχη και οι σωστές επιλογές του γέμιζαν τους στρατιώτες του με αυτοπεποίθηση, μετατρέποντάς τον σταδιακά στον καλύτερο διοικητή του στρατεύματος, την ίδια ώρα που η συνήθειά του να πολεμά στην πρώτη γραμμή αψηφώντας κάθε κίνδυνο και οδηγώντας τους στρατιώτες του αυτοπροσώπως τον έκαναν θρύλο ήδη από νεαρό.
Ακούραστος και ακατάβλητος από τις κακουχίες του πολέμου, συνήθιζε να κοιμάται κατάχαμα μαζί με τους στρατιώτες του, μοιραζόμενος το περιορισμένο συσσίτιό τους. Επιστρέφοντας στην Ισπανία, παντρεύτηκε σε ηλικία 21 ετών την πριγκίπισσα τοπικής φυλής Σιμίλκη, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε ποτέ, και μαζί της απέκτησε τον μοναχογιό του Φουάβα, ο οποίος πέθανε ωστόσο από το κρύο σε βρεφική ηλικία κατά τη διάβαση των Άλπεων, μιας και η Σιμίλκη αρνούταν να αποχωριστεί τον Αννίβα και τον ακολουθούσε κατά πόδας στις πολεμικές του περιπέτειες.
Ο Ασδρούβας, παρά τις νίκες του κατά των Ρωμαίων, συμφώνησε σε ειρήνη ανακόπτοντας την καρχηδονιακή προέλαση, καθώς πίστεψε πως η Καρχηδόνα δεν θα μπορούσε να τα βάλει με την παντοδύναμη Ρώμη σε ολομέτωπη σύγκρουση. Το 221 π.Χ. δολοφονήθηκε και ο στρατός των Καρχηδονίων (60.000 πεζοί, 10.000 ιππείς και 80 ελέφαντες) εξέλεξε διά βοής τον νέο στρατιωτικό του ηγέτη: τον Αννίβα Βάρκα!
Ήταν μόλις 26 ετών, αν και οι αυταπόδεικτες ικανότητές του στο πεδίο της μάχης και η όλη συμπεριφορά του έκαναν την εκλογή του σχεδόν αυτονόητη. Ο νέος αρχιστράτηγος των καρχηδονιακών δυνάμεων επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο της Καρχηδόνας, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για τον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο…
Η πορεία κατά της Ρώμης
Αναλαμβάνοντας την αρχηγία του μόνο σοβαρού εκστρατευτικού σώματος της Καρχηδόνας, της «Ρώμης της Αφρικής», μιας ένδοξης πόλης-κράτους δηλαδή που ενδιαφερόταν περισσότερο για το εμπόριο και τα πλούτη παρά για τον στρατό της, ο Αννίβας βάζει σκοπό από την πρώτη στιγμή να εδραιώσει τον καρχηδονιακό έλεγχο της Ιβηρικής.
Κατακτά ή συνάπτει συμμαχίες με τις τοπικές φυλές, εγκαθιδρύει στην Ισπανία τη στρατιωτική του βάση (στην Καρθαγένη που είχε ιδρύσει στην Ιβηρική ο πατέρας του Αμίλκας) και μόλις νιώσει δυνατός και ασφαλής στα νώτα του, είναι έτοιμος να εκστρατεύσει κατά της Ρώμης.
Πριν το κάνει βέβαια αυτό, εφάρμοσε δικές του ιδέες για την εκπαίδευση του στρατού του, αλλά και τα όπλα και τις τακτικές μάχης. Η προπαρασκευαστική δουλειά του στην εκγύμναση των δυνάμεών του θα φαινόταν σε λίγο, όταν ο στρατός του θα έμενε στα κιτάπια της Ιστορίας ως ένας από τους καλύτερους του αρχαίου κόσμου!
Όπως μας λένε οι ρωμαίοι συγγραφείς: «ονειρευόταν έναν καινούριο στρατό, ένα παγκόσμιο θαύμα, μια επανάσταση στην πολεμική τέχνη, έναν στρατό πειθαρχημένο και εκπαιδευμένο στην εντέλεια, ευκίνητο, αήττητο, προορισμένο να βαδίσει εναντίον της Ρώμης και να τη νικήσει, να βάλει τέρμα στην τυραννία της».
Το 219 π.Χ., ο Αννίβας πολιορκεί την ισπανική πόλη-σύμμαχο της Ρώμης, Σαγούντο (Saguntum), την οποία κατακτά έπειτα από 8 μήνες, συγκεντρώνοντας την οργή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και εγκαινιάζοντας έτσι επισήμως τον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Είχε παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης που είχε συνάψει ο Αμίλκας με τους Ρωμαίους και πλέον η ολομέτωπη σύγκρουση φάνταζε η μόνη λύση.
Στα τέλη της άνοιξης του 218 π.Χ., αφού κατέλαβε μια σειρά ακόμα από ισπανικές πόλεις και όρισε τον αδελφό του Ασδρούβα διοικητή της καρχηδονιακής Ισπανίας, διέσχισε τον ποταμό Έβρο προκειμένου να κυριαρχήσει σε νέα εδάφη.
Η Ρώμη βγήκε να τον σταματήσει και τότε ο Αννίβας θα έκανε την απόλυτη κίνηση-ματ: διέκοψε την εκστρατεία του στην Καταλονία και αποφάσισε να αιφνιδιάσει τους Ρωμαίους εισβάλλοντας στην καρδιά της αυτοκρατορίας, την ίδια την Ιταλία, μέσω Πυρηναίων και Άλπεων!
Ο άθλος του να διασχίσει τα απάτητα κορφοβούνια των Πυρηναίων με 50.000 πεζικό, 9.000 ιππικό και 37 ελέφαντες παραμένει ορόσημο στα στρατιωτικά χρονικά, αφού είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις κακές καιρικές συνθήκες και τα κακοτράχαλα μονοπάτια αλλά και τον ανταρτοπόλεμο των συμμάχων της Ρώμης.
Τα κατάφερε πάντως και τώρα ήταν στη Γαλατία (νότια Γαλλία), ενώ αμέσως μετά σειρά θα είχαν οι Άλπεις! Ο ρωμαίος στρατηγός Πόπλιος Κορνήλιος Σκιπίων (ο Αφρικανός) προσπάθησε να τον ανακόψει, μέχρι να περάσει όμως τον Ρήνο ποταμό ο Αννίβας ήταν ήδη καθοδόν προς τις Άλπεις.
Αφού πέρασε τον Ροδανό ποταμό με σχεδίες, μεταφέροντας πάνω τους ακόμα και τους ελέφαντές του, βάδισε στις καταχιονισμένες Άλπεις σε μια απίστευτα ηρωική εκστρατεία.
Τον Οκτώβριο του 218 π.Χ., έπειτα από 15 μέρες πάνω στα βουνά και 5 μήνες από τη μέρα που ξεκίνησε από την ισπανική του βάση, ο Αννίβας βγήκε από τις Άλπεις, αν και οι κακουχίες είχαν διεκδικήσει τον φόρο τους στο στράτευμά του, που πλέον αριθμούσε 20.000 πεζικό, 6.000 ιππικό και μόλις έναν ελέφαντα!
Για τα επόμενα τρία χρόνια, οι δυνάμεις του Αννίβα και του Σκιπίωνα θα μάχονταν λυσσαλέα για τον έλεγχο της Ιταλίας. Ο Αννίβας μέτρησε εμφατικότατη νίκη στον ποταμό Τίκινο (ανατολικά του Τορίνο), στην πρώτη αναμέτρησή του σε ιταλικό έδαφος, όταν και αποδεκάτισε το ρωμαϊκό ιππικό.
Κατόπιν προσεταιρίστηκε τους Γαλάτες και με 14.000 νέους και σκληροτράχηλους στρατιώτες στις τάξεις του (που αντιστάθμισαν τις τραγικές απώλειες των Άλπεων), υπέταξε για άλλη μια φορά τις ρωμαϊκές λεγεώνες στον ποταμό Τρεβία, φτάνοντας τον Μάρτιο του 217 π.Χ. στην Ετρουρία. Εκεί έχασε το ένα του μάτι, είτε σε μάχη είτε εξαιτίας οφθαλμικής πάθησης, αν και αυτό δεν του στέρησε τη δυνατότητα να νικήσει και πάλι τους Ρωμαίους στη Τρασιμένη το 217 π.Χ., εξοντώνοντας 15.000 ρωμαίους στρατιώτες.
Θέλοντας να κάμψει το ηθικό του εχθρού, κατέστρεψε την Ουμβρία, την Απουλία, τη Λουκερία και την Καμπανία, καθώς οι Ρωμαίοι φαινόταν ανίσχυροι να τον σταματήσουν. Την ώρα που η Ρώμη ανασύντασσε τις δυνάμεις της και άλλαζε τους στρατηγούς σωρηδόν, ο Αννίβας έκανε ότι ήθελε στην καρδιά της κραταιής αυτοκρατορίας λεηλατώντας τα εδάφη της και προσπαθώντας να πείσει τους συμμάχους της Ρώμης να αποστατήσουν.
Και τότε, στις 2 Αυγούστου του 216 π.Χ., η Ρώμη ήταν έτοιμη για την τελική μάχη: απέστειλε στις Κάννες της Απουλίας 87.000 στρατιώτες για να δώσει μια και καλή τέλος στην αναίδεια του Αννίβα. Όπως είπαμε, η μάχη θα μετατρεπόταν σε ανθρωποσφαγή, με τον Αννίβα να επιδεικνύει την πλήρη γκάμα της στρατιωτικής του διάνοιας και να φεύγει από το πεδίο της μάχης με την πλέον ένδοξη νίκη της εκστρατείας του.
Ο στρατός του Αννίβα Βάρκα νίκησε με αποφασιστικό τρόπο τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ολοκληρώνοντας τον θρίαμβο που μετρούσε ήδη τρεις αποφασιστικές μάχες επί ιταλικού εδάφους.
Η Σύγκλητος είχε εμπιστευτεί την τύχη του τεράστιου στρατού που συγκέντρωσε με νέα προγράμματα κατάταξης σε δύο νέους στρατηγούς, τον Κάιο Τερέντιο Βάρρο και τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο. Πλέον ο δρόμος για τη Ρώμη ήταν ανοιχτός και οι συγκυρίες ευνοϊκότατες για τον Αννίβα, αφού μετά τον θρίαμβο των Καννών πολλοί σύμμαχοι των Ρωμαίων άλλαξαν στρατόπεδο!
Χωρίς καμία βοήθεια όμως από την Καρχηδόνα, που δεν πολυνοιαζόταν για τις περιπέτειες του στρατηλάτη, ο Αννίβας δεν μπορούσε να συνεχίσει κατά της οχυρωμένης Ρώμης, την ίδια ώρα που ο Σκιπίων δεν διέθετε τις δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει αποφασιστικά.
Η εκστρατεία ήταν σε αδιέξοδο, την ίδια ώρα που η Ρώμη ανασυντασσόταν και επανέκτησε τελικά κάποια από τα χαμένα εδάφη της: το 212 π.Χ. πήρε πίσω τις Συρακούσες και την Κάπουα, όπου τα εξασθενημένα στρατεύματα του Αννίβα δεν μπόρεσαν να αντέξουν την πολιορκία της.
Σε άλλη μια κίνηση στρατηγικής, ο Αννίβας στράφηκε εναντίον της Ρώμης και πανικόβλητοι οι κάτοικοί της ούρλιαζαν το περιβόητο «Ο Αννίβας προ των πυλών»! Η παροιμιώδης οχύρωση της Αιώνιας Πόλης αποδείχθηκε ωστόσο πολύ ανθεκτική για τα στρατεύματα του αφρικανού κατακτητή, ο οποίος αποσύρθηκε στη νότια Ιταλία.
Εντωμεταξύ, οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέχισαν την επιδρομή στις καρχηδονιακές πόλεις της Ιβηρίας και της Νότιας Αφρικής και επανέκτησαν την Ισπανία νικώντας τον Ασδρούβα, αν και έχασαν πολλούς στρατιώτες και στρατηγούς…
Υπαναχώρηση και τέλος
Ο Σκιπίων, αφού κατάφερε να κατακτήσει όπως είπαμε την Καρθαγένη, την πρωτεύουσα των Καρχηδονίων στην Ισπανία, και έβαλε οριστικό τέλος στον εκεί πόλεμο, αποβιβάστηκε στη Σικελία και από κει πέρασε στην Αφρική με σκοπό να βάλει κατά της Καρχηδόνας.
Η πόλη-κράτος φώναξε εσπευσμένα τον Αννίβα σε βοήθεια, ο οποίος εγκατέλειψε την ιταλική εκστρατεία του για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της πατρίδας του το 203 π.Χ. Την επόμενη χρονιά, Αννίβας και Σκιπίωνας ήρθαν αντιμέτωποι σε αφρικανικό πια έδαφος, αν και ο ρωμαίος αποδείχθηκε ικανότατος αντίπαλος για τον καρχηδόνιο στρατάρχη: η Μάχη της Ζάμα στις 19 Οκτωβρίου του 202 π.Χ. θα σήμανε το τέλος της κατακτητικής πορείας του Αννίβα, καθώς ο για άλλη μια φορά αριθμητικά λιγότερος στρατός του ηττήθηκε!
Ο Αννίβας υποχρεώθηκε να υπογράψει επαχθές σύμφωνο ειρήνης για την Καρχηδόνα, μειώνοντας δραστικά το στράτευμά του και πληρώνοντας δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις. Ο στρατηλάτης ασχολούνταν τώρα με την εσωτερική αναδιάρθρωση της πολιτείας του, εισάγοντας ραγδαίες αλλαγές στη διοίκηση και την καθημερινότητα.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τη βελτίωση των υποδομών και των προμηθειών, την περαιτέρω προώθηση του εμπορίου και των καλλιεργειών, τη σύναψη νέων συμμαχιών κ.λπ. Ταυτοχρόνως, περιέκοψε τη θητεία στα πολιτειακά και δικαστικά αξιώματα από ισόβια που ήταν σε μόλις 2 χρόνια, εισάγοντας περαιτέρω ρυθμίσεις που άλλαξαν το πρόσωπο της Καρχηδόνας.
Το μίσος του όμως για τη Ρώμη παρέμενε άσβεστο και τον πολεμικό σκοπό του δεν τον ξέχασε ποτέ. Οι Ρωμαίοι, ολοένα και πιο ανήσυχοι για την κυβερνητική δράση του Αννίβα, απαίτησαν το 195 π.Χ. να παραδοθεί στη Ρώμη.
Ο ίδιος έφυγε από την Καρχηδόνα και πήγε εξόριστος στη Συρία, ο βασιλιάς της οποίας Αντίοχος Γ’ πολεμούσε ήδη τους Ρωμαίους. Εκεί ανέλαβε τον στόλο του Αντίοχου ως ναύαρχος, αν και έχασε από τους Ρόδιους, συμμάχους της Ρώμης, στην πρώτη του κιόλας ναυμαχία.
Στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο στην Αρμενία, στην αυλή του βασιλιά Αρταξία, και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βιθυνία, όπου βασίλευε ο Προυσίας Β’. Αυτός πολεμούσε με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη, σύμμαχο των Ρωμαίων.
Ο Αννίβας κέρδισε την τελευταία του μάχη για λογαριασμό του Προυσία. Σκόπευε μάλιστα να συντάξει νέο στρατό εναντίον της Ρώμης, αν και οι Ρωμαίοι απαίτησαν από τον Προυσία την παράδοσή του. Γέρος πλέον και κουρασμένος από τη φυγή και την εξορία, δεν προσπάθησε να δραπετεύσει.
Την ώρα που, για να μην πέσει στα χέρια των Ρωμαίων, έπινε το δηλητήριο του χαμού του σε μια πολίχνη κοντά στα στενά του Βοσπόρου το 183 π.Χ., φέρεται να είπε: «Ας απαλλάξουμε τους Ρωμαίους από την ανησυχία, αφού δεν αντέχουν να περιμένουν έναν γέροντα να πεθάνει». Ήταν το τέλος του στρατηλάτη που διαμόρφωσε ένα μεγάλο κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας…