Η ποιητική στέψη του Ησιόδου
Στο έπος που φέρει τον τίτλο Θεογονία ο Ησίοδος εξιστορεί την γένεση των θεών και τα γεγονότα που οδήγησαν στην οριστική επικράτηση του Δία. Το ποίημα έχει τη δομή γενεαλογικού καταλόγου, στον οποίο εντάσσονται περισσότερες από τριακόσιες θεότητες και προσωποποιημένες κοσμικές δυνάμεις, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται αρκετές μυθικές διηγήσεις ποικίλης έκτασης. Στην αρχή της γενεαλογίας βρίσκεται η "γέννηση" του Χάους· ακολουθούν η Γη, ο Τάρταρος και ο Έρως. Την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης από τον Ουρανό διαδέχεται η δεύτερη της κυριαρχίας του Κρόνου, ο οποίος τρώει τα παιδιά του, για να ακολουθήσει στο τέλος ο Δίας, ο οποίος ανατρέπει τον Κρόνο, αφού καταφέρνει προηγουμένως να τον ξεγελάσει και να σωθεί. Ύστερα από τον "μύθο της διαδοχής", ο οποίος παρουσιάζει εμφανείς αντιστοιχίες με παρόμοιους μύθους της Εγγύς Ανατολής, η αφήγηση επικεντρώνεται στην οριστική κυριαρχία του Δία: η τιμωρία του Προμηθέα, η νίκη στον πόλεμο με τους Τιτάνες, η καθυπόταξη του τέρατος Τυφωέα, η ανάδειξη του Δία σε βασιλιά των θεών, και μια σειρά γάμων τόσο του ίδιου του Δία όσο και των υπολοίπων θεών.
Το προοίμιο του έργου αποτελείται από έναν ύμνο προς τις Μούσες. Παρόμοιοι ύμνοι, δείγματα των οποίων σώζονται στους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους,προτάσσονταν ως προοίμιο σε ποιήματα (κυρίως επικά) γραμμένα σε εξάμετρο. Στο τμήμα του προοιμίου που ακολουθεί περιγράφονται οι Μούσες, που χορεύουν και τραγουδούν στον Ελικώνα (στ. 1-21), η επιφάνειά τους στον ποιητή, ο οποίος αποκτά το χάρισμα να τραγουδά (στ. 22-34), και ο ύμνος του χρισμένου πια ποιητή προς τις Μούσες, οι οποίες τραγουδούν στα δώματα του Ολύμπου και ευφραίνουν τον Δία (στ. 35-52). Στο προοίμιο αυτό πρώτη φορά ποιητής αυτοσυστήνεται στο έργο του. Πρώτη φορά επίσης ποιητής παραδέχεται ότι η ποίηση δεν λέει πάντα την αλήθεια.
Θεογονία 1-35
Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν,
αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος·
5 καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἢ Ἵππου κρήνης ἢ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι, κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ,
10 ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
15 ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ᾽ Ἀφροδίτην
{Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
19 Ἠῶ τ᾽ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην}
18 Λητώ τ᾽ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
20 Γαῖάν τ᾽ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὑπὸ ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
25 Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
30 καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
35 ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
***
Με τις Ελικωνιάδες1 Μούσες ας αρχίσει το τραγούδι μας·
κατοικούν τον Ελικώνα, όρος μέγα κι ιερό,
και χορεύουν γύρω στη μαβιά πηγή με τα πόδια ανάλαφρα,
στον βωμό του παντοδύναμου Κρονίδη.2
Λούζουν πρώτα το κορμί τους τρυφερό στα νερά του Περμησσού5
και της Ιπποκρήνης ή του θεϊκού Ολμειού·3
ύστερα ψηλά ανεβαίνουν στου Ελικώνα τις απάτητες κορφές,
και χορούς συστήνουν, όμορφους, χαριτωμένους,
τον ρυθμό κρατώντας με τα πόδια τους.
Από εκεί κινώντας, σκεπασμένες την πυκνήν ομίχλη,
προχωρούν μέσα στη νύχτα, τραγουδούν10
με την περίκαλλη φωνή τους, εξυμνώντας
τον αιγίοχο Δία και την Ήρα του Άργους ,4
χρυσοπέδιλη βαδίζοντας·
εξυμνούν τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα, παντοκράτορα της γης,15
σεβαστή τη Θέμη και την Αφροδίτη ελικοβλέφαρη,
την Ήβη χρυσοστέφανη και την ωραία Διώνη·
τη Λητώ, τον Ιαπετό, τον πανούργο Κρόνο,
την Αυγή, τον μέγαν Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη·
και τη Γη, τη μαύρη Νύχτα, τον απέραντο Ωκεανό -20
το γένος των άλλων αθανάτων, ιερό και αιώνιο.
Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του,
στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές.
Κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος τους, όπως μου μίλησαν
οι Ολυμπιάδες Μούσες, θεές και θυγατέρες του αιγίοχου Δία:25
«Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.»
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους,
οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω30
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής,5
και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν,
προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών,
όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες -
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά,35
για δέντρα και για βράχια;
----------
Το προοίμιο του έργου αποτελείται από έναν ύμνο προς τις Μούσες. Παρόμοιοι ύμνοι, δείγματα των οποίων σώζονται στους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους,προτάσσονταν ως προοίμιο σε ποιήματα (κυρίως επικά) γραμμένα σε εξάμετρο. Στο τμήμα του προοιμίου που ακολουθεί περιγράφονται οι Μούσες, που χορεύουν και τραγουδούν στον Ελικώνα (στ. 1-21), η επιφάνειά τους στον ποιητή, ο οποίος αποκτά το χάρισμα να τραγουδά (στ. 22-34), και ο ύμνος του χρισμένου πια ποιητή προς τις Μούσες, οι οποίες τραγουδούν στα δώματα του Ολύμπου και ευφραίνουν τον Δία (στ. 35-52). Στο προοίμιο αυτό πρώτη φορά ποιητής αυτοσυστήνεται στο έργο του. Πρώτη φορά επίσης ποιητής παραδέχεται ότι η ποίηση δεν λέει πάντα την αλήθεια.
Θεογονία 1-35
Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν,
αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος·
5 καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἢ Ἵππου κρήνης ἢ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι, κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ,
10 ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
15 ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ᾽ Ἀφροδίτην
{Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
19 Ἠῶ τ᾽ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην}
18 Λητώ τ᾽ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
20 Γαῖάν τ᾽ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὑπὸ ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
25 Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
30 καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
35 ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
***
Με τις Ελικωνιάδες1 Μούσες ας αρχίσει το τραγούδι μας·
κατοικούν τον Ελικώνα, όρος μέγα κι ιερό,
και χορεύουν γύρω στη μαβιά πηγή με τα πόδια ανάλαφρα,
στον βωμό του παντοδύναμου Κρονίδη.2
Λούζουν πρώτα το κορμί τους τρυφερό στα νερά του Περμησσού5
και της Ιπποκρήνης ή του θεϊκού Ολμειού·3
ύστερα ψηλά ανεβαίνουν στου Ελικώνα τις απάτητες κορφές,
και χορούς συστήνουν, όμορφους, χαριτωμένους,
τον ρυθμό κρατώντας με τα πόδια τους.
Από εκεί κινώντας, σκεπασμένες την πυκνήν ομίχλη,
προχωρούν μέσα στη νύχτα, τραγουδούν10
με την περίκαλλη φωνή τους, εξυμνώντας
τον αιγίοχο Δία και την Ήρα του Άργους ,4
χρυσοπέδιλη βαδίζοντας·
εξυμνούν τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα, παντοκράτορα της γης,15
σεβαστή τη Θέμη και την Αφροδίτη ελικοβλέφαρη,
την Ήβη χρυσοστέφανη και την ωραία Διώνη·
τη Λητώ, τον Ιαπετό, τον πανούργο Κρόνο,
την Αυγή, τον μέγαν Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη·
και τη Γη, τη μαύρη Νύχτα, τον απέραντο Ωκεανό -20
το γένος των άλλων αθανάτων, ιερό και αιώνιο.
Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του,
στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές.
Κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος τους, όπως μου μίλησαν
οι Ολυμπιάδες Μούσες, θεές και θυγατέρες του αιγίοχου Δία:25
«Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.»
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους,
οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω30
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής,5
και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν,
προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών,
όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες -
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά,35
για δέντρα και για βράχια;
----------
1 Ο Ελικών ήταν βουνό στη νοτιοδυτική Βοιωτία, από όπου καταγόταν ο Ησίοδος. Το επίθετο δηλώνει τον τόπο όπου λατρεύονταν οι Μούσες. Παρακάτω χαρακτηρίζονται "Ολυμπιάδες", δηλαδή γεννημένες στον Όλυμπο.
2 Ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, ήταν ο ύψιστος των θεών αλλά και ο πατέρας των Μουσών.
3 Ο Περμησσός και ο Ολμειός ήταν ποτάμια στον Ελικώνα. Η Ιπποκρήνη ήταν η περίφημη πηγή που σχηματίστηκε από το χτύπημα της οπλής του Πήγασου στον βράχο.
4 Η Ήρα λατρευόταν ιδιαίτερα στο Άργος. Μετά τη σύζυγο του Δία αναφέρονται τα παιδιά του Αθηνά, Απόλλων και Άρτεμις, και ο πιο σημαντικός ύστερα από τον Δία θεός, ο Ποσειδών. Ακολουθούν δύο άλλες σημαντικές θεές, η Θέμις και η Αφροδίτη. Η Αφροδίτη οδηγεί συνειρμικά στην Ήβη (προσωποποίηση της εφηβείας) και στην Διώνη (μητέρα της Αφροδίτης στον Όμηρο). Με την Διώνη ως μητέρα συνδέεται η Λητώ, μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Τους γονείς των μεγάλων θεών ακολουθούν μεγάλοι Τιτάνες: ο Ιαπετός, πατέρας του Προμηθέα, και ο Κρόνος, πατέρας του Δία. Στο τέλος του καταλόγου αναφέρεται σειρά από σημαντικές προσωποποιημένες θεότητες.
5 Οι ραψωδοί κρατούσαν συνήθως κατά την απαγγελία των επών είτε λύρα είτε δάφνινο ραβδί. Εδώ ο Ησίοδος λαμβάνει ένα ραβδί, γιατί δεν έχει μάθει πριν από το γεγονός αυτό να παίζει λύρα.
Ἔργα καὶ ἡμέραι 109-201
Ο μύθος των γενών
Στο διδακτικό έπος Ἔργα καὶ ἡμέραι δύο είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν τον Ησίοδο: η δικαιοσύνη και η εργασία. Ως αφορμή για τη συγγραφή του αναφέρεται από τον ποιητή η (πιθανώς επινοημένη) διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση, ο οποίος δωρωδόκησε τους "βασιλιάδες" για να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον Ησίοδο να απευθύνει παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα αλλά και διδαχές με καθαρά πρακτικό περιεχόμενο. Επειδή παρόμοια ποιήματα πρακτικής σοφίας υπήρχαν ήδη στην Εγγύς Ανατολή, θεωρείται πιθανόν ότι το έπος του Ησιόδου προϋποθέτει γνώση αυτής της παράδοσης. Στο πρώτο μέρος του ποιήματος ο ποιητής, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, μύθους, αλληγορίες και γνωμικά, προσπαθεί να δείξει στον αδελφό του ότι η ύπαρξη των κακών στους ανθρώπους οφείλεται στην ὕβριν παλαιοτέρων γενεών, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτη την επίπονη εργασία. Στο δεύτερο μέρος (στ. 342 κ.ε.) ακολουθούν πρακτικές συμβουλές, ώστε να μπορεί ο αδελφός του να ζει με έντιμο τρόπο από την εργασία του. Ένας από τους μύθους που διηγείται ο Ησίοδος στο πρώτο μέρος είναι αυτός των γενών: πέντε γένη ή είδη ανθρώπων διαδέχονται στη διάρκεια του χρόνου το ένα το άλλο σε μια πορεία σταδιακής κατάπτωσης. Τα τέσσερα από τα γένη αντιστοιχούν σε ισάριθμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, χαλκός, σίδηρος). Πριν από το τελευταίο όμως παρεμβάλλεται ένα επιπλέον γένος, για να ενταχθούν σ᾽ αυτό οι ήρωεςπου σύμφωνα με τους μύθους των Ελλήνων πολέμησαν στη Θήβα και στην Τροία. Τα σημάδια της φθίνουσας πορείας του ανθρώπινου γένους εντοπίζονται κάθε φορά στον βαθμό της ηθικής κατάπτωσης, της πρόωρης γήρανσης και της άδοξης μεταθανάτιας ζωής.
χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
110 ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
115 τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ᾽ ἐθελημοὶ
119 ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
121 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
{οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
125 ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,}
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·
130 ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
135 ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
140 αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων
χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
145 ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος
ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
{ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.}
150 τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι,
χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος.
καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο,
νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας
155 εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
160 ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
165 ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
{ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε}
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας
168 Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
170 καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
175 ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
180 Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
185 αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}
190 οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
195 ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
200 Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
***
Χρυσό πρωτόπλασαν το γένος των βροτών ανθρώπων
οι αθάνατοι του Ολύμπου.110
Στην εποχή του Κρόνου,1 όταν εκείνος δέσποζε στον ουρανό,
ζούσαν κι εκείνοι σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος,
πάθη και συμφορές μακριά τους, μήτε τα μαύρα γηρατειά
τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι,πόδια και χέρια,
στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό έμενε απ᾽ έξω.115
Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν ο θάνατός τους ύπνος
που τους δάμαζε, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους·
χωράφια γόνιμα τους έδιναν καρπό από μόνα τους,
μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι, ησυχασμένοι
σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι
με τα πολλά αγαθά τους.
Κι όταν με τον καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος,121
έγιναν επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν
το κακό, φύλακες των θνητών ανθρώπων.
Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα ανόσια έργα·
κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,125
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε.
Μετά, δεύτερο γένος, πολύ χειρότερο, αργυρό
έπλασαν οι θεοί του Ολύμπου· σε τίποτε δεν έμοιαζε με το χρυσό,
μήτε στην όψη μήτε και στο φρόνημα.
Έπρεπε το παιδί να μείνει κολλημένο στην καλή του μάνα,130
χρόνια εκατό· να το ταΐζει και να το νταντεύει, κι αυτό να παίζει
μες στο σπίτι -μεγάλο, αφύσικο μωρό.
Αλλά, κι όταν περνούσανε στην ήβη, κόντευαν πια
στην ανθηρή τους νιότη,
ζούσαν ελάχιστα, δυστυχισμένοι με τον λίγο χρόνο τους
και το λειψό μυαλό τους. Γιατί δεν είχαν σθένος
να αντισταθούν στη μεταξύ τους βία, στην αμοιβαία135
αλαζονεία τους· καν δεν τιμούσαν τους θεούς, μήτε και δέχονταν
να θυσιάσουν στους αγνούς βωμούς, όπως το ορίζει
η τάξη των ανθρώπων, όπου κι αν κατοικούν.
Γι᾽ αυτό ο Κρονίδης Δίας τους έκρυψε από θυμό,
που δεν σεβάστηκαν τις οφειλές τους
στους μάκαρες ολύμπιους θεούς.
Και μόλα ταύτα, όταν της γης το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,140
τους είπαν μάκαρες θνητούς του κάτω κόσμου,
έστω και δεύτερης σειράς -κάποια τιμή κι αυτούς τους συνοδεύει.2
Ύστερα ο Δίας‒πατέρας έφτιαξε τρίτο γένος
των βροτών ανθρώπων, χάλκινο, που να μη μοιάζει
στο ασημένιο πουθενά·
φράξινο, ανελέητο, φριχτό. Άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους145
πάρεξ τα υπερφίαλα έργα του πολέμου,
βαριά σε στεναγμούς· στάρι δεν έτρωγαν3 κι ήταν σκληρή
η καρδιά τους σαν το ατσάλι.
Άπιαστοι κι άγριοι, υπερδύναμοι, με χέρια ανίκητα
που φύτρωναν στους ώμους, πάνω σε μέλη στιβαρά.
Χάλκινα τα όπλα, χάλκινα τα σπίτια τους,150
δούλευαν μόνον τον χαλκό -δεν είχε ακόμη εφευρεθεί
ο μαύρος σίδηρος.4
Κι αφού απ᾽ τα ίδια τους τα χέρια ξεκληρίστηκαν,
κατέβηκαν στον σκοτεινό, άραχλο δόμο του Άδη,
ανώνυμοι. Όσο κι αν ήταν τρομεροί, τους εξαφάνισε
μαύρος ο χάρος, κι άφησαν πίσω τους το φως,155
τη λάμψη του ήλιου.
Όταν με τον καιρό το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,
έπλασε γένος τέταρτο στη σιτοφόρο γη ο Κρονίδης Δίας,
πιο δίκαιο κι αντρειωμένο·
το θείο γένος των ηρώων που λέγονται κι ημίθεοι,5
την προηγούμενη από μας γενιά, να ζουν στην άπειρη οικουμένη.160
Αλλά κι αυτούς τους χάλασε ολέθριος πόλεμος, κακόφωνη
σφαγή· άλλους εκεί μπροστά στη Θήβα την επτάπυλη,
χώρα του Κάδμου, έτσι που μεταξύ τους μάχονταν
ποιος θα κερδίσει βόδια και πρόβατα του Οιδίποδα·6
άλλους ο πόλεμος τους έφερε στην Τροία, με τα καράβια τους165
περνώντας πάνω απ᾽ το μέγα κύμα της θαλάσσης,
για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Όπου τους πιο πολλούς στο χώμα τους παράχωσε
το τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρη
ο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ᾽ τους ανθρώπους·
σαν αγαθός πατέρας τούς κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,
κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,170
κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροές
του Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·
που τους προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γη τον χρόνο
ώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι.
Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ᾽ αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να ᾽χα πεθάνει πιο μπροστά175
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·180
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα ᾽ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,185
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ᾽ εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,190
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ᾽ όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους 195
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ᾽ ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα ᾽ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,200
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά.
-----------
χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
110 ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
115 τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἳ δ᾽ ἐθελημοὶ
119 ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
121 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ἐπιχθόνιοι τελέθουσιν
ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
{οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
125 ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,}
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·
130 ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
135 ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
140 αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων
χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
145 ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος
ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
{ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.}
150 τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι,
χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος.
καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο,
νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας
155 εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
160 ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
165 ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
{ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε}
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας
168 Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
170 καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι
175 ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ ἦμαρ
παύσονται καμάτου καὶ ὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ
φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας.
ἀλλ᾽ ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν.
180 Ζεὺς δ᾽ ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων,
εὖτ᾽ ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν.
οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες
οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶ ἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ.
185 αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι,
σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέν κεν οἵ γε
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν·
{χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·}
190 οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου
οὐδ᾽ ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς
οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ ὅρκον ὀμεῖται.
195 ζῆλος δ᾽ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν
ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ ἀνθρώπους
200 Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ
θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.
***
Χρυσό πρωτόπλασαν το γένος των βροτών ανθρώπων
οι αθάνατοι του Ολύμπου.110
Στην εποχή του Κρόνου,1 όταν εκείνος δέσποζε στον ουρανό,
ζούσαν κι εκείνοι σαν θεοί· ο νους τους ξέγνοιαστος,
πάθη και συμφορές μακριά τους, μήτε τα μαύρα γηρατειά
τους άγγιζαν· άφθαρτοι κι αναλλοίωτοι,πόδια και χέρια,
στις χαρές δοσμένοι, κι ό,τι κακό έμενε απ᾽ έξω.115
Ακόμη κι όταν πέθαιναν, ήταν ο θάνατός τους ύπνος
που τους δάμαζε, κι είχανε όλα τα καλά δικά τους·
χωράφια γόνιμα τους έδιναν καρπό από μόνα τους,
μεγάλη κι άφθονη σοδειά· κι εκείνοι πράοι, ησυχασμένοι
σε έργα ευχάριστα, ευλογημένοι
με τα πολλά αγαθά τους.
Κι όταν με τον καιρό της γης το χώμα σκέπασε τούτο το γένος,121
έγιναν επιχθόνια πνεύματα, αγνά, καλόγνωμα, να διώχνουν
το κακό, φύλακες των θνητών ανθρώπων.
Αυτοί φυλάν το δίκιο, αυτοί αποτρέπουνε τα ανόσια έργα·
κυκλοφορούν, ντυμένοι την ομίχλη, σ᾽ όλη την οικουμένη,125
πηγή ευτυχίας και πλούτου - τέτοια βασιλική τιμή τους έλαχε.
Μετά, δεύτερο γένος, πολύ χειρότερο, αργυρό
έπλασαν οι θεοί του Ολύμπου· σε τίποτε δεν έμοιαζε με το χρυσό,
μήτε στην όψη μήτε και στο φρόνημα.
Έπρεπε το παιδί να μείνει κολλημένο στην καλή του μάνα,130
χρόνια εκατό· να το ταΐζει και να το νταντεύει, κι αυτό να παίζει
μες στο σπίτι -μεγάλο, αφύσικο μωρό.
Αλλά, κι όταν περνούσανε στην ήβη, κόντευαν πια
στην ανθηρή τους νιότη,
ζούσαν ελάχιστα, δυστυχισμένοι με τον λίγο χρόνο τους
και το λειψό μυαλό τους. Γιατί δεν είχαν σθένος
να αντισταθούν στη μεταξύ τους βία, στην αμοιβαία135
αλαζονεία τους· καν δεν τιμούσαν τους θεούς, μήτε και δέχονταν
να θυσιάσουν στους αγνούς βωμούς, όπως το ορίζει
η τάξη των ανθρώπων, όπου κι αν κατοικούν.
Γι᾽ αυτό ο Κρονίδης Δίας τους έκρυψε από θυμό,
που δεν σεβάστηκαν τις οφειλές τους
στους μάκαρες ολύμπιους θεούς.
Και μόλα ταύτα, όταν της γης το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,140
τους είπαν μάκαρες θνητούς του κάτω κόσμου,
έστω και δεύτερης σειράς -κάποια τιμή κι αυτούς τους συνοδεύει.2
Ύστερα ο Δίας‒πατέρας έφτιαξε τρίτο γένος
των βροτών ανθρώπων, χάλκινο, που να μη μοιάζει
στο ασημένιο πουθενά·
φράξινο, ανελέητο, φριχτό. Άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους145
πάρεξ τα υπερφίαλα έργα του πολέμου,
βαριά σε στεναγμούς· στάρι δεν έτρωγαν3 κι ήταν σκληρή
η καρδιά τους σαν το ατσάλι.
Άπιαστοι κι άγριοι, υπερδύναμοι, με χέρια ανίκητα
που φύτρωναν στους ώμους, πάνω σε μέλη στιβαρά.
Χάλκινα τα όπλα, χάλκινα τα σπίτια τους,150
δούλευαν μόνον τον χαλκό -δεν είχε ακόμη εφευρεθεί
ο μαύρος σίδηρος.4
Κι αφού απ᾽ τα ίδια τους τα χέρια ξεκληρίστηκαν,
κατέβηκαν στον σκοτεινό, άραχλο δόμο του Άδη,
ανώνυμοι. Όσο κι αν ήταν τρομεροί, τους εξαφάνισε
μαύρος ο χάρος, κι άφησαν πίσω τους το φως,155
τη λάμψη του ήλιου.
Όταν με τον καιρό το χώμα κάλυψε κι αυτό το γένος,
έπλασε γένος τέταρτο στη σιτοφόρο γη ο Κρονίδης Δίας,
πιο δίκαιο κι αντρειωμένο·
το θείο γένος των ηρώων που λέγονται κι ημίθεοι,5
την προηγούμενη από μας γενιά, να ζουν στην άπειρη οικουμένη.160
Αλλά κι αυτούς τους χάλασε ολέθριος πόλεμος, κακόφωνη
σφαγή· άλλους εκεί μπροστά στη Θήβα την επτάπυλη,
χώρα του Κάδμου, έτσι που μεταξύ τους μάχονταν
ποιος θα κερδίσει βόδια και πρόβατα του Οιδίποδα·6
άλλους ο πόλεμος τους έφερε στην Τροία, με τα καράβια τους165
περνώντας πάνω απ᾽ το μέγα κύμα της θαλάσσης,
για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Όπου τους πιο πολλούς στο χώμα τους παράχωσε
το τέλος του θανάτου. Σε κάποιους όμως έδωσε τη χάρη
ο Κρονίδης Ζευς να μείνουν πέρα απ᾽ τους ανθρώπους·
σαν αγαθός πατέρας τούς κατοίκισε στα πέρατα του κόσμου,
κι εκεί, με δίχως λύπη στην ψυχή τους,170
κατοικούν στις Νήσους των Μακάρων, πλάι στις ροές
του Ωκεανού, του βαθυστρόβιλου, ήρωες ευτυχείς·
που τους προσφέρει τρεις φορές η σιτοφόρα γη τον χρόνο
ώριμους και γλυκούς καρπούς, σαν μέλι.
Άμποτε να μη ζούσα εγώ σ᾽ αυτήν την πέμπτη γενεά,
με τους ανθρώπους της· καλύτερα να ᾽χα πεθάνει πιο μπροστά175
ή να γεννιόμουν ύστερα. Γιατί έφτασε τώρα η ώρα
του γένους του σιδήρου.
Μήτε τη μέρα θα απολείψουν κάματος και πόνος μήτε τη νύχτα
η φθορά τους θα κοπάσει· τους περιμένουν μέριμνες βαριές,
θεόσταλτες, μόλο που κάποτε θα σμίγει και σ᾽ αυτούς
καλό με το κακό.
Ο Δίας όμως θα αφανίσει κι αυτό το γένος των βροτών·180
όταν τα νήπια θα γεννιούνται με κροτάφους γκρίζους·
ούτε ο γονιός θα μοιάζει του παιδιού του μήτε και τα παιδιά
με τους γονείς· ο ξένος στον φιλόξενο, ο σύντροφος στον σύντροφο
μήτε κι ο αδελφός στον αδελφό
δεν θα ᾽ναι φίλος πια, που ήταν άλλοτε ο κανόνας.
Θα τους καταφρονούν τους γέροντες γονείς οι απόγονοί τους,185
θα τους χλευάζουν ξεστομίζοντας λόγια βαριά,
άσπλαχνοι, ανίδεοι μπροστά στον φόβο του θεού·
σ᾽ εκείνους που τους γέννησαν, όταν γεράσουν, δεν θα αποδώσουν
τα τροφεία τους· καμιά αρετή ευορκίας, δικαιοσύνης,190
καλοσύνης· αντίθετα, θα δείχνουν την εκτίμησή τους
σ᾽ όποιον θα πράξει το κακό· το δίκιο καθενός η δυνατή γροθιά·
θα λείψει κι η ντροπή· θα βλάφτει ο τιποτένιος τον καλύτερό του,
με δόλια λόγια ξεγελώντας τον, και θα ορκίζεται αποπάνω·
ο φθόνος μόνον θα συντροφεύει τους ανθρώπους μες στη συμφορά τους 195
κακόγλωσσος, χαιρέκακος, μνησίκακος.
Και τότε προς τον Όλυμπο, μακριά από πλατείες και δρόμους,
καλύπτοντας με τον λευκό τους πέπλο την ωραία θωριά τους,
εγκαταλείποντας για πάντα τους ανθρώπους,
θα φύγουν και θ᾽ ανέβουν στον κόσμο των θεών
η Αιδώς κι η Νέμεση. Ό,τι θα μείνει, θα ᾽ναι μόνο
βάσανα πικρά, κλήρος για τους απόκληρους βροτούς,200
δεν θα υπάρξει στα δεινά τους σωτηρία καμιά.
-----------
1 Βλ. το Εισαγωγικό σημείωμα στο προηγούμενο κείμενο του Ησιόδου.
2 Το δέος που επικρατούσε για τους άγνωστους που ήταν θαμμένοι σε παλιούς τάφους οδήγησε προφανώς τον Ησίοδο στο να ταυτίσει τους ανθρώπους του "αργυρού γένους" με τους νεκρούς αυτών των τάφων.
3 Η γεωργία θεωρούνταν βασικό συστατικό του πολιτισμένου βίου, έτσι ώστε η απουσία της να παραπέμπει σε "πρωτόγονη" κατάσταση του ανθρώπου.
4 Ο μύθος ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, αφού η χρήση του σιδήρου διαδόθηκε στην Ελλάδα τον 11ο αι. π.Χ.. Και στα ομηρικά έπη, τα οποία αφηγούνται ιστορίες που εκτυλίσσονται σε παλαιότερες εποχές, τα μεταλλικά μέρη των όπλων είναι χάλκινα.
5 Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην καταγωγή τους, αφού ήταν γεννημένοι από πατέρα θεό και μητέρα θνητή.
6 Εννοείται η σύγκρουση των γιων του Οιδίποδα Ετεοκλή και Πολυνείκη κατά την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας καθώς και η σύγκρουση των "Επιγόνων", που είχε ως συνέπεια την πτώση της πόλης.