Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Paleo diet: Η δίαιτα των προїστορικών προγόνων μας

Η παλαιολιθική διατροφή (αναφέρεται και ως Paleo diet) είναι η δίαιτα που ακολουθούσαν οι πρόγονοί μας για πάνω από ένα εκατομμύριο χρόνια. Η διατροφή που ταιριάζει σε ένα ζώο, είναι αυτή με την οποία εξελίχθηκε ως είδος. Κι επειδή τα σημερινά γονίδια του ανθρώπου ελάχιστα διαφέρουν από αυτά των παλαιολιθικών προγόνων, ορισμένοι διατροφολόγοι πιστεύουν ότι ο σημερινός άνθρωπος είναι γενετικά προγραμματισμένος να τρέφεται όπως ο πρόγονός του. Έτσι ορισμένοι προτείνουν να επιστρέψουμε στην παλαιολιθική διατροφή, θεωρώντας ότι πολλές από τις σύγχρονες ασθένειες (στεφανιαία νόσος, διαβήτης τύπου 2, παχυσαρκία κλπ) του πολιτισμού οφείλονται ότι στο γεγονός ότι υιοθετήσαμε μια διατροφή που δεν ταιριάζει στα γονίδιά μας.
Τι περιλαμβάνει η παλαιολιθική διατροφή
Μπορεί η ιδέα να ακούγεται καλή αλλά δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το ποια ήταν η παλαιολιθική διατροφή. Τι ακριβώς έτρωγαν οι πρόγονοί μας; Έτρωγαν περισσότερο κρέας ή φυτά; Προκλήθηκε λοιπόν μια διαμάχη γύρω από το τι περιελάμβανε η παλαιολιθική διατροφή. Βέβαια δεν χρειάζεται κανείς να έχει ζήσει στο παρελθόν για να αντιληφθεί ποιά ήταν η παλαιολιθική διατροφή. Υπάρχουν σήμερα ένα σωρό πρωτόγονες φυλές που ακολουθούν μια διατροφή που μπορεί να προσομοιάζει με την παλαιολιθική. Και φαίνεται ότι ο παλαιολιθικός άνθρωπος, ανάλογα το μήκος και πλάτος του πλανήτη στο οποίο ζούσε είχε πολύ διαφορετική διατροφή. Ακόμα φυλές οι οποίες ζουν δίπλα η μία με την άλλη μπορεί να έχουν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές στη διατροφή τους.
Για παράδειγμα, η παραδοσιακή διατροφή σε δύο φυλές που ζουν στην Κένυα, στους Κικούγου και στους Μασάι, διαφέρουν όπως η μέρα με τη νύχτα. Οι Κικούγου ήταν χορτοφάγοι ενώ οι Μασάι έτρωγαν κρέας, γάλα και αίμα. Μια άλλη φυλή, οι Σαμπούρου, έπινε απίστευτες ποσότητες γάλατος από βοοειδή, πρόβατα και κατσίκια που έφταναν τα 5-7 λίτρα την ημέρα. Άρα η παλαιολιθική διατροφή δεν ήταν μια. Αυτοί που ζούσαν στους πάγους έτρωγαν κυρίως ζωικά προϊόντα (μια ανάλυση στα οστά ανθρώπων του Νεάντερταλ έδειξε ότι τρέφονταν σαν την αρκτική αλεπού) ενώ αυτοί που ζούσαν στα τροπικά δάση έτρωγαν πολλά λαχανικά και φρούτα.
Ξέρουμε ωστόσο τι δεν έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Για παράδειγμα, δεν κατανάλωναν ζάχαρη, αλεύρι, έλαια, αλάτι (εκτός αυτό που περιέχουν εκ φύσεως οι τροφές). Δεν κατανάλωναν επίσης γάλα (παρά μόνο το μητρικό) ούτε τρανς λιπαρά (ποτέ κανείς άνθρωπος δεν είχε καταναλώσει ελαϊδικό οξύ πριν από έναν αιώνα). Ακόμη, δεν είχαν στο διαιτολόγιό τους τις επεξεργασμένες τροφές που δημιούργησε η βιομηχανία τροφίμων και είναι βασισμένες στη γλυκόζη, τη φρουκτόζη, το άμυλο και τα υδρογονωμένα λίπη. Και βέβαια, ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν έβαζε στο στόμα του τα γλυκαντικά, τα συντηρητικά και τα αντιβιοτικά που εισάγει η σύγρονη βιομηχανία μέσα στις τροφές της.
Η διατροφή των παλαιολιθικών ανθρώπων αποτελούνταν από άπαχα κρέατα, ψάρια, όσπρια, σπόρους, ξηρούς καρπούς, εποχιακά φρούτα και λαχανικά. Και όλα αυτά ήταν φυσικά πάντα φρέσκα. Η ιδέα λοιπόν της παλαιολιθικής διατροφής είναι απλή: αγνοήστε τα επεξεργασμένα τρόφιμα της βιομηχανίας και τραφείτε όσο πιο φυσικά μπορείτε.
Παλαιολιθική διατροφή και κορεσμένο λίπος
Η ιδέα της παλαιολιθικής διατροφής διαδόθηκε τη δεκαετία του 1980 και ήταν ανατρεπτική. Διότι ενώ η επίσημη διατροφική άποψη μέχρι και τη δεκαετία του 1990 ήταν ότι η υγιεινή διατροφή δεν πρέπει περιέχει πολύ κρέας (και ειδικά κόκκινο το οποίο έχει αρκετή χοληστερίνη) η παλαιολιθική διατροφή θεωρούσε το κρέας απόλυτα συμβατό με τον άνθρωπο. Η παλαιολιθική διατροφή προωθεί ωστόσο το άπαχο κρέας διότι τα ζώα σ’ εκαίνη την εποχή είχαν λιγότερο λίπος (τα ζώα σήμερα έχουν περισσότερο λίπος διότι ο άνθρωπος τα εκτρέφει έτσι ώστε να παχύνουν).
Ο Λόρεν Κορντέν, ο άνθρωπος που έκανε γνωστή την ιδέα της παλαιολιθικής διατροφής στο ευρύ κοινό, καθηγητής υγείας και άσκησης στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο των ΗΠΑ, θεώρησε επιβεβλημένη την καθημερινή κατανάλωση κρέατος, χωρίς να κάνει διάκριση στο αν πρόκειται για άσπρος ή κόκκινο κρέας. Σύμφωνα με το βιβλίο του Κορντέν, The Paleo Diet: Lose Weight and Get Healthy by Eating the Foods You Were Designed to Eat (Παλαιολιθική δίαιτα: Χάστε βάρος και αποκτήστε υγεία τρώγοντας τις τροφές τις οποίες είστε φτιαγμένοι να τρώτε), το κόκκινο κρέας εφοδιάζει τον οργανισμό με ζωτικής σημασίας θρεπτικές ουσίες. «Φροντίστε να επιλέγετε άπαχα κομμάτια χωρίς λίπος, αλλά και να προτιμάτε το βιολογικό κρέας, το οποίο προέρχεται από ζώα που τρέφονται με χόρτα», γράφει ο Κορντέν συνιστώντας στον κόσμο να τρώει κρέας ή ψάρι σε κάθε του γεύμα, όπως κατά τη γνώμη του έκανε ο παλαιολιθικός άνθρωπος.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις μελέτες του, ο Κορντέν βρήκε ότι η παλαιολιθική διατροφή δεν περιείχε λίγα κορεσμένα λίπη όπως ήταν η σύγχρονη διατροφική σύσταση. Μέχρι την δεκαετία του 1990 τα κορεσμένα λίπη θεωρούνταν πολύ κακά για την υγεία ενώ τα ακόρεστα λίπη θεωρούνταν υγιεινά (σήμερα οι μελέτες δείχνουν ότι τα τρανς λιπαρά, αν και ακόρεστα, είναι 4 με 10 φορές χειρότερα από τα κορεσμένα λίπη). Συνεπώς ο Κορντέν βρέθηκε εκτός της επίσημης διατροφικής γραμμής και αυτό δημιούργησε μια διαμάχη για το πόσο υγιεινή είναι τελικά η παλαιολιθική διατροφή.
Η παλαιολιθική διατροφή έχει και μια άλλη πλευρά που προκάλεσει διαξιφισμούς, την ωμοφαγία. Οι πρόγονοι είχαν φυσικά ανακαλύψει την φωτιά αλλά δεν μπορούσνα να τη χρησιμοποιούσαν εκτεταμένα στη διατρφοή τους ούτε μπορούσαν να έχουν υψηλές θερμοκρασίες σαν κι αυτές της βιομηχανίας τροφίμων. Τα ακατέργαστα τρόφιμα περιέχουν ένζυμα που ενεργούν ως καταλύτες και ρυθμίσουν τη χωνευτική διαδικασία στο σώμα. Η θέρμανση (ή πάγωμα) των τροφίμων υποβιβάζει ή καταστρέφει αυτά τα ένζυμα. Τα τρόφιμα χωρίς ένζυμα ενδέχεται να οδηγούν μακροπρόθεσμα σε ένα είδος τοξικότητας στο σώμα και στην παχυσαρκία. Και βέβαια τα ακατέργαστα τρόφιμα έχουν περισσότερες βιταμίνες και αντιοξειδωτικά διότι οι θερμότητα καταστρέφει ένα μέρος τους.
Παλαιολιθική διατροφή και απώλεια βάρους
Η παλαιολιθική διατροφή εκτός του ότι βρίσκεται πιο κοντά στη βιολογία του ανθρώπου έχει και την ιδιότητα να αδυνατίζει. Ο λόγος είναι απλός: Όπως συμβαίνει με τη δίαιτα Άτκινς (Atkins) ή τη δίαιτα Ντούκαν (Doukan), η παλαιολιθική δίαιτα δεν περιλαμβάνει ένα σωρό προϊόντα που της σύγχρονης βιομηχανίας τροφίμων που βασίζονται στους επεξεργασμένους υδατάνθρακες (ζάχαρη) και στα τρανς λιπαρά. Οι επεξεργασμένες τροφές είναι οι πιο νόστιμες λιχουδιές που τρώγονται ευχάριστα στο τέλος κάθε γεύματος, ακόμη κι κάποιος έχει ήδη χορτάσει. Αυτές οι τροφές είναι ουσιαστικά που προσφέρουν τις παραπανίσιες θερμίδες και οδηγούν σε αύξηση του βάρους.
Όταν μια δίαιτα απαγορεύει απλώς τη ζάχαρη και το αλεύρι, αυτό μόνο του είναι ικανό να οδηγήσει σε λιγότερες θερμίδες και απώλεια κιλών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κόλπο. Οι δίαιτες με αυξημένες πρωτείνες (παλαιολιθική, Άτκινς, Ντούκαν) δεν περιορίζουν τη ποσότητα της τροφής αλλά απαγορεύουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα, κυρίως αυτά που βασίζονται στη ζάχαρη και τα ζυμαρικά. Όταν όμως κάποιος αποφεύγει τα επεξεργασμένα τρόφιμα καταναλώνει αναγκαστικά λιγότερες θερμίδες έστω κι αν η δίαιτα του επιτρέπει να φάει όσο θέλει. Διότι μετά από ένα πρωτεϊνικό γεύμα δεν μπορεί κάποιος να φάει ως επιδόρπιο πάλι πρωτεϊνες. Θέλει να τελειώσει το φαγητό του με κάτι γλυκό. Αν λοιπόν δεν τρώει επεξεργασμένα τρόφιμα (π.χ. σοκολάτες και γλυκά) είναι φυσικό να αδυνατίσει και μάλιστα χωρίς να αισθάνεται πείνα. Έτσι συνεχίζει την δίαιτα ώσπου να φτάσει στο στόχο που έχει βάλει για τα κιλά του.
Σε μια μελέτη, όταν οι ερευνητές υπέβαλλαν 14 εθελοντές σε μια παλαιολιθική δίαιτα αποτελούμενη από άπαχο κρέας, λαχανικά, βατόμουρα και καρύδια (χωρίς να θέσουν περιορισμό στις καταναλισκόμνες θερμίδες) οι εθελοντές έχασαν αυθόρμητα κατά μέσο όρο 2,5 κιλά σε τρεις εβδομάδες. Παράλληλα μείωσαν και την αρτηριακή τους πίεση 3 μονάδες. Πού οφείλεται αυτή η επιτυχία; Αποφεύγοντας τις επεξεργασμένες τροφές, μείωσαν την πρόσληψη θερμίδων κατά 36%, ανέφερε ο κεντρικός συγγραφέας αυτής της μελέτης Περ Βάντελ.
Γάλα και παλαιολιθική διατροφή
Tο διαιτολόγιο της παλαιολιθικής διατροφής είναι ασφαλώς αυστηρό, για παράδειγμα, το μόνο αποδεκτό υγρό είναι το νερό! Επιτρέπονται τα φρούτα αλλά όχι οι επεξεργασμένοι χυμοί φρούτων που θεωρείται ότι διαφέρουν διότι περιέχουν λιγότερες φυτικές ίνες. Επίσης δεν επιτρέπεται το γάλα και τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά καθώς στην παλαιολιθική εποχή δεν υπήρχαν. Ο άνθρωπος βέβαια μεγαλώνει αποκλειστικά με το μητρικό γάλα αλλά στη συνέχεια αυτό εξαφανιζόταν από τη παλαιολιθική διατροφή.
Φαίνεται ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει προσαρμοστεί απόλυτα στην εισαγωγή του γάλατος στη διατροφή τα τελευταία 10,000 χρόνια. Τα βασικά μόρια των υδατανθράκων στην ανθρώπινη διατροφή είναι τρία: η γλυκόζη, η φρουκτόζη και η γαλακτόζη. Η τελευταία υπάρχει μόνο στο γάλα, μέσα στη λακτόζη. Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο γαλακτόζης. Οι δισακχαρίτες (λέγονται έτσι γιατί αποτελούνται από δύο μόρια σακχάρων) διασπώνται από το ανθρώπινο σώμα σε μονοσακχαρίτες αλλά δεν μπορούν όλοι οι ενήλικοι άνθρωποι να διασπάσουν τη λακτόζη όταν βρεθεί σε μεγάλη ποσότητα στο σώμα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται δυσανεξία στη λακτόζη. Οι Ασιάτες έχουν σε μεγάλα ποσοστά δυσανεξία στη λακτόζη αλλά και πολλοί άλλοι λαοί έχουν πρόβλημα διότι η παραγωγή του ενζύμου που διασπά τη λακτόζη, η λακτάση, μειώνεται με το πέρασμα των δεκαετιών. Έτσι καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος, μειώνεται η ποσότητα του γάλατος που μπορεί να τρώει καθημερινά χωρίς να έχει κάποιες παρενέργειες. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο παλαιολιθικός άνθρωπος δεν είχε εισαγάγει το γάλα στη διατροφή του.
Καθώς οι πρόγονοί μας δεν έπιναν γάλα, οι ερευνητές θεωρούν ότι μια παλαιολιθική διατροφή των 2.200 θερμίδων δεν μπορεί να δίνει πάνω 700 mg ασβεστίου, στην καλύτερη περίπτωση. Αυτή η ποσότητα του ασβεστίου αποτελεί περίπου το 70% της σημερινής επίσημης σύστασης ασβεστίου για να προληφθεί ο οστεοπόρωση. Αυτό σημαίνει ότι ένας σύγχρονος άνθρωπος που υιοθετεί την παλαιολιθική διατροφή μπορεί να μην παίρνει αρκετό ασβέστιο.
Ο παλαιολιθικός άνθρωπος, παρότι κατανάλωνε λιγότερο ασβέστιο από τον σημερινό, είχε πιο γερά κόκαλα κάτι που έχει αποδειχθεί από τους σκελετούς οι οποίοι έχουν ανακαλυφθεί. Επίσης οι σημερινοί πρωτόγονοι άνθρωποι έχουν πιο γερά κόκκαλα από τον άνθρωπο των πόλεων. Αυτό συμβαίνει διότι οι πρωτόγονες φυλές έχουν αυξημένη φυσική δραστηριότητα. Το ασβέστιο εναποτίθεται στα κόκαλα μόνο όταν το σώμα ασκείται. Ακόμα κι αν κάποιος καταπιεί το ασβέστιο όλου του κόσμου, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό αν όλη μέρα είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Οι αστροναύτες που ζουν χωρίς βαρύτητα έχουν εκτεταμένη απώλεια ασβεστίου χάνοντας 1-1,5% της οστικής μάζας το μήνα και το ταξίδι στον Άρη που διαρκεί ένα χρόνο δεν μπορεί να γίνει σήμερα διότι θα αφήσει το πλήρωμα ανάπηρο για πάντα.
Επιπλέον, ο παλαιολιθικός άνθρωπος δεν κατανάλωνε πολύ αλάτι και αυτό προστάτευε τα κόκκαλά του (το πολύ νάτριο οδηγεί το ασβέστιο έξω από το σώμα). Τέλος, οι πρωτείνες που έτρωγε βοηθούσαν στο σώμα του να απορροφήσει περισσότερο ασβέστιο από την διατροφή. Όμως ο σύγχρονος άνθρωπος που δεν έχει τη φυσική δραστηριότητα του προγόνου του χρειάζεται μάλλον περισσότερο ασβέστιο από αυτό που του παρέχει η παλαιολιθική διατροφή.
Η περίπτωση του γάλατος δείχνει ότι η παλαιολιθική διατροφή ίσως δεν είναι απολύτως κατάλληλη για τον σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος δεν ζει όπως ο πρόγονός του. Δεν θα μετακομίσουμε στα σπήλαια, ούτε θα αρχίσουμε να κυνηγάμε για να φάμε, ούτε θα γυμναζόμαστε χτυπώντας βαριοπούλα. Όσοι ασκούν κριτική στην παλαιολιθική διατροφή λένε ότι καλύτερα είναι να γίνονται διατροφικές συγκρίσεις μεταξύ σύγχρονων πληθυσμών και όχι με την παλαιολιθική διατροφή. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να έτρωγε αρκετό κρέας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υιοθετηθεί από το σύχρονο άνθρωπο. Το κρέας μπορεί να μην έκανε κακό στον πρωτόγονο άνθρωπο αλλά να κάνει κακό στον σύγχρονο ο οποίος πάσχει από διαβήτη τύπου 2, έχει υψηλή χοληστερίνη, είναι αδρανής σωματικά και έχει πολλά περιττά κιλά. Από την άλλη, οι οπαδοί της παλαιολιθικής διατροφής λένε ότι οι ασθένειες του πολιτισμού οφείλονται στο γεγονός ότι ο σημερινός άνθρωπος έχει αποκοπεί από τις διατροφικές του ρίζες

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ:Ο ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Επίκουρος: ο φιλόσοφος της ηδονής.

 Οποιες κι αν είναι οι θρησκευτικές ή οι φιλοσοφικές μας πεποιθησεις περί των αιωνίων υπαρξιακών ερωτημάτων, καλό είναι να γνωρίζουμε τις απόψεις του φιλοσόφου για τον οποίο ο Νίτσε είπε: "Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο"

Το παρακάτω κείμενο είναι από τα πιο συμπυκνωμένα και αποδίδει με συντομία και σαφήνεια την Επικούρεια κοσμοθεωρία:

Ο φιλόσοφος Επίκουρος που γεννήθηκε στη Σάμο, γιος του Αθηναίου Νεοκλή, ήταν ιδρυτής της Σχολής των Επικουρείων στην Αθήνα. Σε ηλικία 14 ετών άκουσε μαθήματα από τον πλατωνιστή Πάμφιλο. Για τη φιλοσοφική του εξέλιξη έπαιξε ρόλο η σπουδή του (327-324) με δάσκαλο τον Ναυσιφάνη, ο οποίος του δίδαξε την Ατομιστική του Δημόκριτου και τη θεωρία της ηδονής της Κυρηναϊκής Σχολής. Αργότερα ο ίδιος έλεγε ότι όλα όσα ήξερε τα έμαθε μόνος του, γιατί οι δάσκαλοι δεν μπορούσαν να του εξηγήσουν, τί υπήρχε πριν από το χάος, από το οποίο προέκυψε η ζωή.

Στα έτη 323-321 ο Επίκουρος ήταν στρατιώτης στην Αθήνα. Το 323 πέθανε ο Μεγαλέξανδρος στη Βαβυλώνα, με αποτέλεσμα το 322 να ξεσηκωθούν οι Αθηναίοι ενάντια στους Μακεδόνες. Ταυτόχρονα ο Αριστοτέλης, φοβούμενος λιντσάρισμα, εγκατέλειψε το «Λύκειο», τη Σχολή που είχε στην Αθήνα και διέφυγε στη Χαλκίδα όπου, μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Η προσπάθεια των Αθηναίων για απεξάρτηση από τους Μακεδόνες κατέληξε σε ήττα, οπότε ο πατέρας του Επίκουρου εξεδιώχθη με άλλους Αθηναίους από τη Σάμο και κατέφυγε στον ιωνικό Κολοφώνα. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο Επίκουρος, όπου εμβάθυνε σε φιλοσοφικά προβλήματα, στη συνέχεια δίδαξε δε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο (Ελλήσποντος).

Αρκετοί φίλοι και μαθητές από τη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο ακολούθησαν τον Επίκουρο στην Αθήνα, όταν αυτός ίδρυσε τη σχολή του «Κήπου», κάπου στο σημερινό Βοτανικό, μεταξύ Διπύλου και Ακαδημίας. Περίπου την ίδια εποχή ίδρυσε σχολή στην «Ποικίλη Στοά» και ο Ζήνων ο Κιτιεύς. Η επικούρεια Σχολή του «Κήπου» καλλιεργούσε φιλοσοφικό ανταγωνισμό με τους ακαδημαϊκούς (πλατωνικούς) και τους περιπατητικούς (αριστοτελικούς). Στον «Κήπο» δίδαξε ο Επίκουρος περίπου 40 χρόνια.

Οι επικούρειοι είχαν φυσιοκρατικές αντιλήψεις και μίλαγαν ενάντια στις δεισιδαιμονίες, τη μαντική, τα θρησκευτικά ιερατεία και τους δημοκόπους πολιτευτές, προκαλώντας έτσι την αντιπάθεια των κατεστημένων ολιγαρχικών κύκλων. Τα κυριότερα έργα του ίδιου του Επίκουρου γέμιζαν περί τους 300 παπύρους, έχουν όμως διασωθεί ελάχιστα, γιατί τα περισσότερα καταστράφηκαν κατά τις συστηματικές πυρπολήσεις βιβλιοθηκών από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά.

Στην επικούρεια διδασκαλία διαιρείται η φιλοσοφία, η οποία θεωρείται «φάρμακο της ψυχής», σε τρεις τομείς, τη φυσική, τη λογική και την ηθική. Υπέρτατο αγαθό κατά τον Επίκουρο είναι η ευχαρίστηση στη ζωή, για την απόλαυση της οποίας πρέπει να επιστρατεύονται όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου. Η επικούρεια ευχαρίστηση (ηδονή) αφορούσε όλες τις ψυχικές απολαύσεις, την καλλιέργεια του πνεύματος και την άσκηση της αρετής, χωρίς έπαρση και αυτοπροβολή. Σε επιστολή του προς τον Μενοικέα ο Επίκουρος γράφει:

«Όταν λέμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές του ασώτου και αυτές που βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις, όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι. Αλλά εννοούμε να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.»

Οι ιδανικές καταστάσεις για τον άνθρωπο είναι, αρνητικά μεν η αταραξία, η αφοβία και η απονία και θετικά, η ευθυμία, η χαρά, η ευφροσύνη και η απαλλαγή από το φόβο του θανάτου. Κύρια προσπάθεια του ανθρώπου πρέπει να είναι η απολύτρωση από τον πόνο, η οποία εξασφαλίζει μία παθητική ηδονή. Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο «λάθε βιώσας» (= να ζεις απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή). Στην ίδια επιστολή του προς Μενοικέα γράφει ο Επίκουρος:

«Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για μας (τους επικούρειους), επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, αυτός δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς.»

Για το δίλημμα πεπερασμένη – αιώνια ζωή που εισάγουν τεχνητά οι θρησκείες ώστε να προσφέρουν υπηρεσίες με διάφορες αυθαίρετες κατασκευές περί αιωνιότητας της ζωής, έγραφε:

«Η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, κάνει απολαυστική τη θνητότητα της ζωής, όχι επειδή της προσθέτει άπειρο χρόνο, αλλά επειδή την απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.»

Ενώ ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν τα ουράνια σώματα θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση, τα οποία παρακολουθούσαν τους ανθρώπους, ο Επίκουρος γράφει ότι αυτά τα σώματα πήραν από την αρχή, μαζί με το σφαιρικό τους σχήμα, την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους και δεν πρόκειται για μακάριες και άφθαρτες οντότητες.

Αναφέρει ο Επίκουρος για τη θεωρία του
Ηδονή είναι να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.

Η αξία της γνώσης, υποστηρίζει ο Επίκουρος, αντίθετα με τον Αριστοτέλη, μετριέται με τη χρησιμότητά της. Η γνώση πρέπει να βοηθάει για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η ψυχική γαλήνη. Δεν υπάρχει και δεν χρειαζόμαστε γνώση που δεν έχει σχέση με τη ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας, που δεν μειώνει τον πόνο μας – επικούρειες αντιλήψεις που επικράτησαν οριστικά από την Αναγέννηση και εντεύθεν.

Επίσης έγραψε
«Η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, κάνει απολαυστική τη θνητότητα της ζωής, όχι επειδή της προσθέτει άπειρο χρόνο, αλλά επειδή την απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.»

Επίσης αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος θεωρεί τις γυναίκες ισότιμες στην κοινωνική ζωή με τους άνδρες και τις δέχεται ως μαθήτριες στη Σχολή. Εξ ίσου ισότιμη ανθρώπινη αντιμετώπιση αξίζουν οι δούλοι, οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα στον Κήπο και να αναδειχθούν σε φιλοσόφους. Το όνομα ενός εξ αυτών, Μυς, διασώθηκε σε μας από τον ιστορικό Λαέρτιο. Για τις γυναίκες έγραψε ο Επίκουρος:

«Η γυναίκα σου να σε σέβεται πρέπει και όχι να σε φοβάται, διότι δεν την πήρες για υπηρέτρια, αλλά για σύντροφο στη ζωή.»

Μια σύγκριση αυτών των αντιλήψεων με αντίστοιχες μεταγενέστερες που επικράτησαν στον ελληνόφωνο χώρο, δείχνει ποια ανατολίτικη οπισθοδρομικότητα επεβλήθη στον Ελληνισμό με τις μεσανατολικές δοξασίες.

Μέσα σε ένα περιβάλλον πολεμικών και πολιτικών ανακατατάξεων των ελληνιστικών κρατών, όπου τίθενται ερωτήματα για ανεξαρτησία (από τους Μακεδόνες) και αυτονομία των πόλεων, οι Επικούρειοι έχουν σαφή άποψη για το θέμα των πατρίδων, όχι με την ιδιοκτησιακή έννοια που δημιουργούν στους ανθρώπους, μέχρι των ημερών μας, οι κυβερνήτες για λόγους διατήρησης της εξουσίας και διακίνησης εξοπλισμών, αλλά με την έννοια του ενιαίου περιβάλλοντος, της κοινής πατρίδας και της αδελφοσύνης επί Γης. Έγραφε ο επικούρειος Διογένης Οινοανδέας (2ος αιώνα π.Χ.):

«Με το κάθε κομμάτιασμα της γης βέβαια άλλη είναι η πατρίδα για τον καθένα. Αλλά εάν δούμε όλη την επιφάνεια αυτού του κόσμου, τότε μία είναι η πατρίδα όλων μας, όλη η Γη, και μία η κατοικία μας, όλος ο κόσμος.»

Αντιλήψεις, οι οποίες επανέρχονται τον 21ο αιώνα ως νέες σοφίες, μπροστά στα πολλαπλά προβλήματα που προέκυψαν, είτε από τις φυσικές αλλαγές, είτε από τις δραστηριότητες του ανθρώπου, π.χ. επιβάρυνση περιβάλλοντος, πυρηνικά όπλα, διατροφικά προβλήματα, ενεργειακή ανεπάρκεια, αμάθεια και οπισθοδρομικότητα κ.ά.

Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Αν έκαναν δε πράγματι οι θεοί όσα τους ζητούσαν οι άνθρωποι, θα εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα, γιατί όλοι επιζητούν και εύχονται το κακό των άλλων… Για κάθε στιγμή και κάθε δυσκολία της ανθρώπινης ζωής, οι επικούρειοι φιλόσοφοι είχαν διατυπώσει ως πνευματικό βοήθημα την τετραφάρμακον, τέσσερις φράσεις για συνεχή χρήση:

«Δεν μας φοβίζει ο θεός, δεν μας ανησυχεί ο θάνατος, εύκολα αποκτιέται το Καλό, εύκολα υποφέρεται το Κακό.»

Αυτό δηλώνει ότι, πέρα από τις φυσικές δυνάμεις και τους νόμους του σύμπαντος,
δεν υπάρχουν θεοί τιμωροί και μπαμπούλες, όπως επαναλαμβάνουν καταπιεστικά
οι θρησκείες, οπότε και δεν χρειάζεται κάποιος να ζει με το φόβο τους
δεν μας ανησυχεί ο θάνατος που δεν μας αφορά, εφόσον εμείς δεν υπάρχουμε πια
το καλό που χρειάζεται για να ζήσει κάποιος, σύμφωνα με τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές ανάγκες του, αποκτάται για έναν ολιγαρκή άνθρωπο εύκολα και τέλος,
με την επικούρεια αταραξία αντιμετωπίζεται κάθε κακό, κάθε δυσάρεστη κατάσταση και κάθε φόβος.

Ένας σημαντικός τομέας που απασχόλησε εντατικά τον Επίκουρο, από τον οποίο έχουμε όμως λίγες πληροφορίες, είναι η φυσική του φιλοσοφία. Η επιρροή του ατομισμού του Λεύκιππου και του Δημόκριτου είναι παραπάνω από εμφανής στο έργο του Επίκουρου. Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος έγραψε, μεταξύ άλλων, και ένα τεράστιο συναφές σύγγραμμα, «Περί Φύσεως», το οποίο είχε έκταση 37 τόμων. Τα λίγα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί από αυτό το έργο, είναι κυρίως κείμενα του Λουκρήτιου και του Διογένη Οινοανδέα, αλλά και λίγα του ίδιου του Επίκουρου.

Μερικές από τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του Επίκουρου

* Τίποτα δεν δημιουργείται ποτέ από το τίποτα.
* Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από θεία παρέμβαση.
* Ακόμα και αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν επιδρούν στο φυσικό κόσμο.
* Η ύλη δεν καταστρέφεται σε τίποτα.
* Πρωταρχικά στοιχεία της ύλης δεν είναι τα αριστοτελικά στοιχεία πυρ, αήρ, γη και ύδωρ, αλλά μικρά αδιαίρετα άφθαρτα σωματίδια (άτμητα σωμάτια = άτομα).
* Τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό αν δεν έχει υλική υπόσταση.
* Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τα άτομα και το κενό ανάμεσά τους.
* Όλα τα σώματα, είτε είναι άτομα, είτε προέρχονται από ένωση ατόμων.
* Το σύμπαν είναι αχανές. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά είμαστε ένας από τους αναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος.
* Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα στο κενό. Μπορούν να συνεχίσουν σε ευθεία, να συγκρουστούν, να αλλάξουν κατεύθυνση, να ενωθούν με άλλα άτομα στη δημιουργία σύνθετων σωμάτων.
* Οι κόσμοι και τα έμβια όντα δημιουργούνται από τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικής
κίνησης των ατόμων.
* Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή» είναι σωματική οντότητα με υλικά χαρακτηριστικά και
δεν συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο.
* Η αίσθηση είναι αξιόπιστη, διότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάτι άλλο πιο αξιόπιστο από αυτήν.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οι απόψεις, τις οποίες είχε προσεγγίσει διαισθητικά ο Επίκουρος, δεν απέχουν σημαντικά από τα επιστημονικά ευρήματα και τη σημερινή γνώση μας για τα ουράνια σώματα και τη φύση γενικότερα. Δεν είχε, λοιπόν, άδικο ο Νίτσε που διαπίστωνε στα τέλη του 19ου αιώνα ότι: «Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο!»

Είναι πασιφανές, πόσο αρνητική ήταν για την πρόοδο της ανθρωπότητας η αποσιώπηση αυτού του μεγάλου διανοητή κατά την ύστερη Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. Μπορούμε δε εύκολα να σκεφτούμε, πόσο θα είχαν προωθηθεί η επιστήμη, η τεχνολογία και γενικότερα ο (ελληνικός) πολιτισμός, αν είχε εξελιχθεί ομαλά η επιστήμη των ελληνορωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων και δεν είχε παρεμβληθεί ο οπισθοδρομικός Μεσαίωνας με την υποστήριξη της εισροής στις πολιτισμένες κοινωνίες βαρβάρων από Βορρά και Ανατολή και της άνωθεν επιβολής σκοτεινών δεσποτικών και θεόπληκτων αντιλήψεων.

Από τα προηγούμενα είναι επίσης κατανοητό, γιατί οι πλατωνιστές και αριστοτελιστές απεχθάνονταν αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο, τους μαθητές του και τη φιλοσοφία τους και γιατί συνεχίζεται αυτή η εχθρότητα μέχρι των ημερών μας από όλους τους ελιτίστικους μηχανισμούς.

Περίπου 300 χρόνια μετά την εποχή του Επίκουρου, γράφει ο Πλούταρχος (~50 – 125 μ.Χ.) ότι ο ιδρυτής της Σχολής του «Κήπου» προσπάθησε να ανατρέψει τους «θεσμούς της πόλης» και ότι θεωρούσε τον εαυτό του «σοφότερο από τον Πλάτωνα» – έγκλημα καθοσιώσεως για τους ολιγαρχικούς. Γι’ αυτές λοιπόν τις αντιλήψεις έπρεπε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο που είχε ο ίδιος ολιγαρχικές προτιμήσεις, να μαστιγωθούν όλοι οι επικούρειοι, όχι με το απλό μαστίγιο αλλά με το αστραγωτό! Αυτή η εκδήλωση αντιπάθειας και εκδικητικότητας δείχνει, πόση επιρροή πρέπει να είχαν ακόμα κατά το 2ο μ.Χ. αιώνα στην κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι επικούρειοι φιλόσοφοι.

Ο Επίκουρος δεν έτυχε μέχρι σήμερα, λόγω των δημοκρατικών και φυσιοκρατικών του αντιλήψεων, οποιασδήποτε προβολής μέσα από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία κατά κύριο λόγο στηρίζουν ακόμα ολιγαρχικές και θεοκρατικές αντιλήψεις. Μόλις τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία δειλά η βιογραφία του Επίκουρου και αναπτύσσεται η φιλοσοφία του. Μερικοί σύγχρονοι δυσφημιστές εξηγούν δε, κάνοντας μεταφραστικά άλματα, ότι το λάθε βιώσας (= να ζεις απαρατήρητος) του σπουδαίου αυτού φιλοσόφου σημαίνει πως κάποιος ζει λαθραία, σε βάρος των άλλων – ένα ακόμα δείγμα της διαχρονικής οπισθοδρομικής αθλιότητας που υποστηρίζεται κατά κανόνα από μηχανισμούς προπαγάνδας, θεσμοποιημένους και άτυπους.

Οι ακτές του Κοσμικού Ωκεανού. Carl Sagan

Ο Carl Sagan Edward, Ph.D. (1934-1996) ήταν Αμερικανός αστρονόμος, αστροχημικός, συγγραφέας, και άκρως επιτυχημένος παρουσιαστής της αστρονομίας, της αστροφυσικής και των άλλων φυσικών επιστημών. Ήταν από τους πρωτοπόρος εξω-βιολογίας και προώθησε την αναζήτηση για Εξωγήινη Νοημοσύνη (SETI).
Έγινε παγκοσμίως γνωστός για το συγγραφικό επιστημονικό του έργο και για την από κοινού σύνταξη και την παρουσίαση της βραβευμένης τηλεοπτικής σειράς του ’80 «Cosmos: A Personal Voyage», το οποίο έχει δει κατά περισσότερο από 600 εκατομμύρια άνθρωποι σε περισσότερες από 60 χώρες, καθιστώντας τη μία από της πιο δημοφιλής τηλεοπτικές σειρές ντοκυμαντέρ στην ιστορία. (Η σειρά είχε προβληθεί τη δεκαετία του ’80 και στη χώρα μας).


 

Εγώ, η Παλλάς Αθηνά

Εγώ, η Παλλάς Αθηνά. Του Ανατόλ Φρανς

Είμαι ή Σοφία. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, ακόμη και για τους καλύτερους, να με αναγνωρίσουν αμέσως, με τους πέπλους πού με σκεπάζουν και γιατί, σαν τον ουρανό, είμαι θύελλα συνάμα και γαλήνη.
Αλλά έσύ, καλέ μου  με αναζήτησες πάντα και κάθε φορά πού μέ συνάντησες, έβαλες τά δυνατά σου, μέ όλο σου τό πνεύμα καί όλη τήν καρδιά σου, για νά μέ αναγνώρισης. Ό,τι έγραψες γιά μένα, ω ποιητή, είναι αληθινό. Η ελληνική μεγαλοφυία μ’ έκαμε νά κατεβώ στην γή καί τήν εγκατέλειψα όταν παρέδωσε τό πνεύμα της.
Οι βάρβαροι, πού εισέβαλαν στον κόσμο τής τάξεως πού έδωσαν οί νόμοι μου, αγνοούσαν τό μέτρο καί τήν αρμονία.  Η ομορφιά τους προκαλούσε φόβο καί τους φαινόταν σάν κάτι κακό. Βλέποντας πώς ήμουν όμορφη, δέν πίστεψαν ότι ήμουν ή Σοφία. Μ’ έδιωξαν. Όταν, σκορπίζοντας μιά νύχτα δέκα αιώνων, φάνηκε ή αυγή της Αναγεννήσεως, ξανακατέβηκα στην γη.
Επισκέφθηκα τους άνθρωπιστές καί τους φιλοσόφους μέσα στά κελιά τους, όπου μέ πάθος φύλαγαν, στό βάθος τών συρταριών τους μερικά βιβλία, τους ζωγράφους καί τους γλύπτες στά εργαστήρια τους, πού δέν ήταν παρά φτωχικά μαγαζιά τεχνιτών.
Μερικοί προτίμησαν νά καούν ζωντανοί, παρά νά μέ απαρνη­θούν. Αλλοι, όπως ό Έρασμος, διέφυγαν άπό τους ηλιθίους αντιπά­λους τους μέ τήν είρωνεία(…). Από τότε, από τήν στιγμή πού ή σκέψις, στά ανώτερα επίπεδα της, είναι ελεύθερη, είμαι ακατάπαυστα αντικείμενο σεβασμού τών έπιστημόνων, των καλλιτεχνών καί των φιλοσόφων. ‘ Αλλά άπό σένα δέχθηκα τήν πιό τρυφερή καί τήν πιό λιτή Ισως λατρεία. Από σένα καί τις πιό αγνές καί γεμάτες πίστι προσευχές.
Πάνω στην ιερή μου  Ακρόπολι, μπροστά στον ερειπωμένο Παρθενώνα μου, μέ χαιρέτησες μέ τά ωραιότερα λόγια πού ειπώθηκαν ποτέ σ’ αυτόν τόν κόσμο, άπό τήν εποχή πού οι μέλισσες μου απέθεταν τό μέλι τους στά χείλη του Σοφοκλέους καί του Πλάτωνος. Οι αθάνατοι οφείλουν περισσότερα άπ’ όσο νομίζεται σ’ αυτούς πού τους λατρεύουν. Τους οφείλουν τήν ζωή. Είναι κι αυτό ένα μυστήριο στό οποίο μυήθηκες.
Οι θεοί παίρνουν τήν τροφή τους άπό τους ανθρώπους. Τρέφονται άπό τόν καπνό πού ανεβαίνει άπό τό αίμα τών θυσιών τους. Ξέρεις ότι αυτό σημαίνει πώς ή ουσία τους αποτελείται άπ’ όλες τίς σκέψεις καί άπ’ όλα τά αισθήματα τών ανθρώπων. Οι σπονδές τών αγαθών ανθρώπων τρέφουν τους αγαθούς θεούς.
Οι μαύρες θυσίες τής αγνοίας καί του μίσους παχαίνουν τους άγροίκους θεούς. Τό έχεις πει: οι θεοί δέν είναι πιό αθάνατοι άπό τους ίδιους τους ανθρώπους. Υπάρχουν αυτοί πού ζουν άπό δυό χιλιάδες χρόνια, βραχύβιοι άν συγκριθούν μέ τά χρόνια τής γης, ή έστω καί της άνθρωπότητος, ελάχιστη καί αδιόρατη στιγμή της ζωής του σύμπαντος.
Σέ δυό χιλιάδες χρόνια, οί φλογεροί ήλιοι πού εκτοξεύονται στό διάστημα, δέν φαίνονται κάν νά έχουν μετακινηθή. ‘Εγώ, ή Παλλάς Αθηνά, ή θεά μέ τά ανοιχτόχρωμα μάτια, σέ σένα οφείλω τό ότι ζώ ακόμη. Αλλά ήταν λίγο πράγμα ή παράτασις της ζωής μου. Λυπάμαι τους θεούς πού σέρνονται μέσα στους άχρωμους καπνούς ενός υπολείμματος λιβανιού, τήν χλωμή καί θλιμμένη παρακμή τους.
Μ’ έκαμες πιό όμορφη καί πιό μεγάλη άπ’ όσο ήμουν. Μέ έθρεψες μέ τήν δύναμί σου καί μέ τήν ιδεολογία σου καί διά μέσου εσού καί αυτών πού σού μοιάζουν, τό πνεύμα μου έπλάτυνε τόσο, ώστε νά μπορή νά συμπεριλαμβάνει τό σύμπαν του Κέπλερ καί του Νεύτωνος.

Η θέση της γυναίκας, στην Αθήνα και στη Σπάρτη, κατά την αρχαιότητα

Πρόλογος
Τον τελευταίο καιρό επανέρχονται συνέχεια διάφοροι, συνήθως απολογητές για να αναμασήσουν την καραμέλα «της βελτίωσης της θέσης της γυναίκας από τον Χριστιανισμό», κάτι που είναι ένα αισχρό και παραπλανητικό ψέμα. Θα προσπαθήσουμε να δούμε εν συντομία ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην ελληνική αρχαιότητα μέσα από την εστίασή μας σε δύο χαρακτηριστικές και ακραίες περιπτώσεις: Της Αθηναίας και της Σπαρτιάτισσας.

Οι υπόλοιπες Ελληνίδες ζούσαν σε ένα καθεστώς ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, άρα έχει σημασία η γνωριμία τους από εμάς. Αυτό που επίσης έχει σημασία, είναι να κατανοήσουμε το γιατί υπήρχε η διαφορά στην αντιμετώπισή τους από την κοινωνία, και αν αυτή η αντιμετώπιση έχει καμιά σχέση με το σήμερα.

Εισαγωγή
Η καθοριστική παράμετρος της αρχαϊκής και κλασσικής εποχής είναι η δημιουργία και άνθηση των πόλεων – κρατών σε όλη την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Η “πόλις” είναι μία αυτοδύναμη οντότητα που ελέγχει οικονομικά και διοικητικά όλη την γύρω της ύπαιθρο, και έχει ξεχωριστά συμφέροντα από τις γειτονικές της πόλεις, αρκετές φορές μάλιστα είναι εχθρικά.
Οι διαμάχες μεταξύ των πόλεων, που ήταν κάτι συνηθισμένο, είχαν αρκετές συνέπειες στην δομή και εξέλιξη των κοινωνιών τους. Η συνεχής ανάγκη ετοιμότητας και προετοιμασίας των κατοίκων για τον επόμενο πόλεμο, αφού η κακή του έκβαση σήμαινε συνήθως τον θάνατο των ανδρών και τον εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων, οδήγησε στην αύξηση της δύναμης των οπλιτών – πολιτών, που πλέον αποκτούσαν περισσότερο ενεργό ρόλο στην διοίκηση.

Με βάση αυτή την γενική λογική, οι άνδρες ως οι έχοντες την γνώση και δυνατότητα να φέρουν όπλα, αναλάμβαναν όλες τις εξωτερικές δουλειές δηλαδή να φέρουν τα προς το ζην, ενώ είχαν την διοίκηση και την ασφάλεια της πόλης, οι δε γυναίκες ανάλαβαν την ευθύνη για τις εργασίες του οίκου και την διαιώνιση της κοινωνίας τους, γεννώντας, μεγαλώνοντας και ανατρέφοντας τους επόμενους πολίτες.

Άλλη μία σημαντική παράμετρος, η θρησκεία της εποχής, δείχνει μία σαφή ισότητα ως προς την έκφραση αρσενικού και θηλυκού στοιχείου, και την αναφέρουμε μόνο και μόνο γιατί ακόμα και σήμερα, η θέση της γυναίκας επηρεάζεται ιδιαίτερα από το πώς οι θρησκείες της ερήμου που μας ταλαιπωρούν, βλέπουν το θηλυκό στοιχείο.

Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτή η γενική εικόνα της εποχής διαφοροποιείται στις ελληνικές πόλεις κατά τόπους. Εμείς θα δούμε πως αυτή εμφανίζεται στην Αθήνα και την Σπάρτη επιδρώντας στην ζωή των γυναικών με διαφορετικό τρόπο…

Αθηναίες
Η ανατροφή της μικρής Αθηναίας γινόταν από την μητέρα της ή και την τροφό στο σπίτι και συνέχιζε εκεί ακόμα και όταν οι αδερφοί της πήγαιναν σε σχολεία ή γυμναστήρια (Είναι γνωστό ότι στην Αθήνα η εκπαίδευση ήταν καθαρά ιδιωτική υπόθεση). Η εκπαίδευσή της περιελάμβανε οικιακές εργασίες, παιχνίδια, μουσική, και προφανώς ανάγνωση και γραφή[1]. Φαίνεται να υπήρχαν επίσης κάποιες αθλητικές ή χορευτικές δραστηριότητες εκτός σπιτιού, που ακολουθούσαν την συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές, όπως οι «άρκτοι» της Βραυρώνας[2], τα Παναθήναια και ο χορός του Γερανού στην Δήλο[3]. Αυτά συνέβαιναν μέχρι την εφηβεία ή αμέσως μετά το τέλος της, οπότε η νέα παντρευόταν, έφευγε από την πατρική οικία και πήγαινε στο σπίτι του συζύγου της.
Ο γάμος της Αθηναίας ήταν κατά κανόνα προσυμφωνημένος από τους γονείς ή τους συγγενείς των μελλονύμφων και δεν φαίνεται να μετρούσε ιδιαίτερα η θέλησή του ζευγαριού ούτε να υπήρχε καθόλου ερωτικό στοιχείο[4]. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση μίας αγωνίας των γονιών, ώστε τα κορίτσια να παντρευτούν το συντομότερο δυνατό. Υπάρχουν επίσης αρκετές αναφορές για την πλήρη άγνοια των νέων γυναικών, του τι θα συναντούσαν μετά τον γάμο. Αν μπορούσε να δημιουργηθεί έρωτας στο ζευγάρι στο μέλλον, τότε τα πράγματα πήγαιναν καλά, αν όχι υπήρχαν και οι πόρνες για την ικανοποίηση του συζύγου[5]. Πάντως αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, δεν φαίνεται οι Αθηναίες να ήταν παραμελημένες ερωτικά[6]. Η απόδειξη μοιχείας για την γυναίκα ήταν σημαντικό παράπτωμα[7], το χειρότερο όμως που μπορούσε να της συμβεί ήταν διαζύγιο και ίσως κάποια κοινωνική απαξίωση, αντίθετα για τον άντρα, αν γινόταν με Αθηναία, (για μη Αθηναίες δεν υπήρχε θέμα) υπήρχε αυστηρή τιμωρία και κίνδυνος για την ζωή του (Αριστοτέλους, Αθ. Πολιτεία 57.3.7).

Το διαζύγιο πέρα από το θέμα της μοιχείας ήταν σίγουρο αν το ζεύγος δεν έκανε παιδιά, και θεωρητικά δεν ήταν δύσκολο. Για την γυναίκα έπρεπε να το δηλώσει μέσω του πατέρα της (ή όποιου συγγενή υπήρχε από τον οίκο του) και αν δεν υπήρχε τέτοιος, μπορούσε η ίδια να το ζητήσει στον (επώνυμο) άρχοντα. Ο άνδρας μπορούσε απλά να το ζητήσει απευθείας, το θέμα για αυτόν ήταν ότι ανεξαρτήτως του ποιος το ζητούσε, επέστρεφε την προίκα της γυναίκας του με τόκους, στον πατέρα ή κηδεμόνα της.

Ο γενικός ηθικός κανόνας για μία καθώς πρέπει Αθηναία ήταν να είναι όσο γίνεται πιο αφανής κοινωνικά[8], για αυτό και λίγα ονόματα Αθηναίων γυναικών γνωρίζουμε, αφού οι περισσότερες ήταν γνωστές σαν σύζυγοι ή κόρες κάποιου Αθηναίου. Θα λέγαμε ότι αυτός ήταν ένας κανόνας που απευθυνόταν μάλλον στις ευκατάστατες ή ευγενείς Αθηναίες παρά σε όλες τις γυναίκες, ήταν όμως ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς για όλες, τονίζοντας επιπλέον την διαφορά των πραγματικών Αθηναίων από τους υπόλοιπους και ακόμα περισσότερο τονίζοντας την διαφορά των τάξεων. Η λογική αυτή ήθελε την έγγαμη γυναίκα στο σπίτι και μάλιστα υποτίθεται μόνο στον γυναικωνίτη, αποφεύγοντας την επαφή με άλλους μη συγγενείς της άνδρες, που η εμβέλειά τους έφθανε μέχρι τον ανδρώνα[9]. Η κύρια ασχολία της Αθηναίας ήταν η διαχείριση του οίκου[10], κάτι όχι απλό βέβαια, αφού ο οίκος περιείχε συχνά αρκετές προμήθειες και δούλους, η δε καθημερινή τους εργασία περιελάμβανε την σωστή διατήρηση των προμηθειών, την ύφανση των ρούχων του οίκου και την κατεργασία του μαλλιού[11]. Οι μόνες θεωρητικά επιτρεπτές έξοδοι από τον οίκο, φαίνεται να ήταν σε συγκεκριμένες κοινωνικές εκδηλώσεις, δηλαδή σε γάμους, κηδείες καθώς και στις πολυάριθμες και πολυήμερες θρησκευτικές εκδηλώσεις[12], που οι γυναίκες έπαιζαν συνήθως κυρίαρχο ρόλο. Το ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά δρώμενα είναι ότι σε αρκετά από αυτά οι γυναίκες δρούσαν μόνες τους χωρίς την παρουσία ανδρών[13].

Από τον γενικό αυτό κανόνα έχουμε αρκετές αναφορές που αποκλίνουν: Αναφέρθηκε γυναίκα που φαίνεται να διαβάζει και να κατανοεί οικονομικά έγγραφα (Λυσία, Κατά Διογείτονος, 32.11-17). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι φίλοι του Σωκράτη έφερναν τις γυναίκες τους στην Ασπασία για να την ακούσουν (Περικλής, 24). Υπάρχει η αναφορά για ψήφιση νόμου που επιτρέπει στις Αθηναίες να σπουδάζουν ιατρική (Υγίνος, «Μύθοι», 274)[14]. Η γυναίκα του Σωκράτη, η Ξανθίππη, παρέθετε δείπνα ακόμα και σε ξένους, κυκλοφορούσε επίσης στην αγορά με τον άντρα της[15] (Διογένης, 2.34-37). Η Ελπινίκη κόρη του Μιλτιάδη και ετεροθαλής αδελφή του Κίμωνα, πέρα από την έντονη ερωτική της ζωή, φαίνεται να έχει και πολιτική δράση, κατηγορώντας τον Περικλή για την πολιτική του στην Σάμο (Schild ο.π. σ.320). Υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα που βρίσκει κανείς διάσπαρτα στα κείμενα και δείχνουν ότι στην πράξη αυτός ο κανόνας είχε πολλές και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις.

Φυσικά υπήρχαν δούλες και μέτοικοι γυναίκες που δεν δεσμευόντουσαν από τον άγραφο αυτό και μάλλον θεωρητικό κανόνα του «εγκλεισμού»[16]. Είναι επίσης προφανές ότι οι γυναίκες των φτωχότερων τάξεων[17] δεν είχαν την πολυτέλεια να κάθονται μόνες στο σπίτι και να διευθύνουν έναν οίκο που περιείχε ελάχιστες δυνατότητες, αλλά δούλευαν (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1300a & 1323a), μαζί με τους άνδρες στα κτήματα ή πουλούσαν την παραγωγή τους στην αγορά[18]. Δεν ακολουθούσαν επίσης τον γενικό κανόνα οι εταίρες, γυναίκες συνήθως μορφωμένες (κυρίως μέτοικοι), που κυκλοφορούσαν με άνεση στα συμπόσια και την συντήρησή τους εξασφάλιζαν οι εραστές τους. Δεν έχουμε επίσης σαφείς αναφορές για το αν οι γυναίκες επισκεπτόντουσαν ή όχι τα θέατρα[19], μολονότι όλοι οι ηθοποιοί ήσαν άντρες (ακόμα και οι υποδυόμενοι τους γυναικείους ρόλους).

Σημαντικότερη παράμετρος για την κατανόηση της ιδεολογίας της αθηναϊκής κοινωνίας είναι η αδυναμία της γυναίκας να κληρονομήσει πρακτικά την πατρική περιουσία, θεωρούμενη κομμάτι της μάλλον παρά δικαιούχος. Θέλοντας να δώσουν μεγαλύτερη δύναμη στον οίκο και την διατήρησή του, οι Αθηναίοι θεωρούσαν μόνο τους άρρενες ικανούς να διαχειριστούν μία περιουσία και σε περίπτωση που δεν υπήρχε γιος κληρονόμος, τότε την πατρική περιουσία ή και την «επίκληρο κόρη»[20], όφειλε να διεκδικήσει ή να προικίσει ο πλησιέστερος συγγενείς[21]. Η προίκα ήταν επίσης χαρακτηριστικό δεδομένο στον γάμο. Προσφερόταν πάντα από τον πατέρα ή τον συγγενή μαζί με την γυναίκα στον άντρα της, αντιπροσωπεύοντας τα έξοδά της, θέλοντας όμως να εξασφαλίσουν την σταθερότητα του γάμου, αφού σε περίπτωση διαζυγίου όπως είδαμε θα έπρεπε να επιστραφεί εντόκως.

Γενικά η γυναίκα δεν φαίνεται να θεωρείται στην Αθήνα φυσικό πρόσωπο με την σημερινή έννοια, αφού δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα και μιλούσε ή φαινόταν στην κοινωνία διά άρρενος αντιπροσώπου[22]. Αυτό καθόριζε και την θέση της γυναίκας στην πολιτική ζωή της Αθήνας, δεν είχε μεν πολιτικά δικαιώματα, μπορούσε όμως (και μάλιστα όφειλε) να γεννά πολίτες. Μόνο οι γεννηθέντες από Αθηναίους και Αθηναίες, είχαν την δυνατότητα να θεωρηθούν γνήσιοι πολίτες[23] και ίσως ήταν το σημαντικότερο όπλο της Αθηναίας στον γάμο, για να αντισταθμίσει την φαινόμενη σε εμάς ανισομέρεια στην αντιμετώπισή της.

Τέλος στην αναφορά μας στην Αθήνα θα δούμε το φαινόμενο της “έκθεσης” των βρεφών. Η “έκθεση” ήταν το συνηθισμένο στην αρχαία εποχή, σύστημα ελέγχου του πληθυσμού ή αντιμετώπισης μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης[24]. Έτσι και στην Αθήνα όταν είχε εξασφαλιστεί η συνέχεια του οίκου και υπήρχε ένα ικανοποιητικός αριθμός παιδιών, (που γενικά ήταν μικρός), ή αν κάποιο παιδί αφού γεννηθεί διαπιστωθεί ότι είχε πρόβλημα δυσπλασίας – δυσμορφίας ή έστω απλά ο πατέρας θεωρούσε ότι δεν μπορεί να αναθρέψει[25], εκτίθετο στην φύση ή και σε ναούς[26]. Οι περισσότερες αναφορές είναι για αρσενικά εκτεθειμένα παιδιά[27], αυτό όμως δεν λέει κάτι για το ποσοστό τους στο σύνολο. Προτίμηση στο γένος των παιδιών που ήθελε μια οικογένεια δεν φαίνεται να υπάρχει, δεδομένου ότι είναι επιθυμητά τα αρσενικά παιδιά για την διασφάλιση της συνέχειας του οίκου αλλά και τα θηλυκά είναι αυτά που δίνουν ζωή και παραγωγή μέσα στον οίκο, δίνουν θα λέγαμε την δικαιολογία στους άνδρες να παλεύουν στην πολιτική ζωή για μια καλύτερη θέση του οίκου τους σε καλύτερη κοινωνία[28].

Σε γενικές γραμμές η δύναμη που έπαιρναν οι άνδρες πολίτες από την άσκηση εξουσίας στην δημοκρατική Αθήνα και τα εκπληκτικά αποτελέσματα του πολιτισμού που δημιουργήθηκε, τους οδήγησαν σε μεγαλύτερη απόσταση από τους υπόλοιπους κατοίκους και κυρίως τις γυναίκες, που μάλλον τις έβλεπαν με φόβο[29], και που φρόντιζαν να τις κρατούν στην εφηβική ηλικία, «προστατεύοντας» αυτές έτσι, ώστε να εξασφαλίσουν ή και να διαιωνίσουν οι ίδιοι την μελλοντική δύναμή τους.

Σπαρτιάτισσες
[30] Σπάρτη είναι η ίδια η συντηρητική σπαρτιάτικη κοινωνία και η άμυνα της από εσωτερικές ή εξωτερικές επιβολές. Η προσωπική και οικογενειακή ζωή δεν έχουν την αξία, που της αποδίδουν οι Αθηναίοι, αυτό βέβαια προς όφελος του δημοσίου, με αποκλειστικό σκοπό την διατήρηση στρατιωτικής ισχύος και αυτό είναι που καθορίζει και την θέση της γυναίκας στην Σπάρτη, να βρίσκεται δηλαδή σε διαφορετική κατάσταση από την Αθηναία όπως θα δούμε.

Η βασική ιδεολογική αρχή στην «αριστοκρατική»
Η ανατροφή των γυναικών ακολουθούσε την ανατροφή των ανδρών. Κοινή στο σπίτι αρχικά υπό την καθοδήγηση της μητέρας, χωριστά αργότερα (μετά τα επτά), στις αγέλες με όλα τα υπόλοιπα κορίτσια της πόλης. Μπορεί να μην ασκούνται στον πόλεμο και στις στερήσεις όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά φαίνεται εκτός της συμμετοχής σε θρησκευτικά δρώμενα (όπως και οι Αθηναίαες)[31], να αθλούνται, να χορεύουν, να τραγουδούν, να ασκούνται στον δρόμο, στην πάλη (Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 600) στο δίσκο και το ακόντιο[32] (Πλουτ., Ηθικά, 227D 12), η δε μόρφωσή τους που ίσως και να ήταν ανώτερη των ανδρών[33], ήταν υπόθεση της πολιτείας και όχι ιδιωτική όπως στην Αθήνα.

Ο γάμος της Σπαρτιάτισσας γίνεται κατά κανόνα[34] με κλοπή από τον μέλλοντα άντρα της[35], σε πολύ πιο λογική ηλικία από την Αθηναία γύρω στα είκοσί της χρόνια. Υπήρχε από ότι φαίνεται και εδώ ο θεσμός της προίκας που μάλλον ήταν μεγάλη (Αριστοτέλη Πολιτικά 1270a)[36]. Ένας περίεργος θεσμός υποχρέωνε τον σύζυγο μέχρι να γίνει 30 ετών να βλέπει την γυναίκα του στα κρυφά και μόνο νύκτα[37]. Η μοιχεία πρέπει να ήταν άγνωστη στην Σπάρτη[38], αφού φαίνεται ότι μπορούσε η Σπαρτιάτισσα να κοιμηθεί με άλλους εύρωστους ή ανδρείους άνδρες με συναίνεση του συζύγου της (Πλούταρχος, Λυκ, 15)[39]. Όπως και να έχει το θέμα όλη η πρακτική αυτή αποσκοπούσε στην ευγονία πέρα από κάθε άλλη λογική που είχαμε μέχρι τότε[40].

Από κοινωνικής πλευράς πάλι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη θεώρηση που να θέλει τις Σπαρτιάτισσες κλεισμένες στο σπίτι όπως στην Αθήνα. Ήταν πανέμορφες λόγω της άσκησης, πνευματώδεις[41] και αυστηρές λόγω της ανατροφής, είχαν την ευχέρεια να κινούνται χωρίς συνοδεία, να συνάπτουν μεταξύ τους σχέσεις[42], να χορεύουν ή να αθλούνται ημίγυμνες, να τρώγουν επίσης και να πίνουν γενναιόδωρα[43]. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι όλες οι δουλειές στο σπίτι ή τα κτήματα γινόντουσαν από δούλους ή είλωτες, ο χρόνος τους θα ήταν σε μεγάλο βαθμό ελεύθερος και φαίνεται να ασχολούνται άνετα με την ανατροφή των μικρών παιδιών, με την διαχείριση του κλήρου και του οίκου τους, με ιππασία και αρματοδρομίες στον ιππόδρομο[44] με θρησκευτικές, χορευτικές αλλά κυρίως με αθλητικές εκδηλώσεις με ένα προφανή σκοπό, να αποκτήσουν υγιή και αθλητικά κορμιά, για να αποκτήσουν εύρωστα και δυνατά παιδιά που θα διαφυλάξουν το μέλλον και την ευτυχία της κοινότητας[45].

Προφανώς, μας φαίνεται δύσκολο οι γυναίκες να συμμετείχαν στην Απέλλα και να έπαιρναν αποφάσεις μαζί με τους άνδρες τους. Σίγουρα δεν είχαν καμία άμεση πρόσβαση στα κλιμάκια εξουσίας της Σπάρτης (Βασιλείς, Γερουσία, Έφοροι). Όπως και οι Αθηναίες ήταν μόνο αυτές που μπορούσαν να γεννήσουν ένα Σπαρτιάτη πολίτη. Η βασική όμως διαφορά με την Αθηναία είναι ότι η Σπαρτιάτισσα έχει την δυνατότητα να κληρονομεί και να διαχειριστεί η ίδια την πατρική περιουσία[46]. Αυτό της έδωσε βαθμιαία μεγάλη οικονομική δυνατότητα[47] και πολιτικό ρόλο για τον οποίο ο Αριστοτέλης[48] εκφράζει σκεπτικισμό για την έμμεση επίδραση και ισχύ των γυναικών στην Σπάρτη, που θεώρησε ότι οδηγούσε την πόλη σε συρρίκνωση («Πολιτικά», 1296b).

Όπως στην Αθήνα και σε όλη ίσως την αρχαία εποχή έτσι και στην Σπάρτη γινόταν έκθεση των παιδιών, που αφήνονταν στους Αποθέτες κοντά στον Ταΰγετο[49], αλλά μάλλον αυτό αφορούσε μόνο αγόρια[50] που δεν ήταν γερά για πόλεμο[51], την απόφαση δε για αυτό έπαιρναν οι πρεσβύτεροι των φυλών (φυλέτες) και όχι οι ίδιοι οι γονείς. Μάλιστα η αποδοχή του βρέφους από τους φυλέτες ήταν και η επίσημη είσοδός του στην πολιτεία[52].

Σε γενικές γραμμές η Σπαρτιάτισσα φαίνεται να ήταν πιο ανοικτή, πιο άνετη, πιο χειραφετημένη και πιο γνωστή από την Αθηναία, σε βαθμό να θεωρείται σκάνδαλο η δράση της στην αρχαία εποχή. Άλλο ένα σημείο υπεροχής της είναι ότι η συνεχής εμφάνιση των κοριτσιών ημίγυμνων μπροστά στους επίσης γυμνούς νέους κάνει να φαίνεται πιο ερωτική και λογική σήμερα η κλοπή για γάμο, παρά η από συμφέρον λογοδοσία δύο ανθρώπων, που ίσως δεν είχαν ιδωθεί ποτέ πριν.
Από την απόλυτη υποταγή λοιπόν του ατόμου στο σύνολο, ξεπήδησε η σχετικά πρωτοποριακή θέση της γυναίκας για τα δεδομένα της εποχής.

Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι δεν αναφέραμε κάτι για τις γυναίκες των Περιοίκων και των Ειλώτων γιατί δεν υπάρχουν και σχετικές πληροφορίες. Μόνο η φαντασία μας μπορεί να μας βοηθήσει σε τι βαθμό υπήρχε επηρεασμός αφού είχαν πολλές κοινές θρησκευτικές εκδηλώσεις οι πολίτισσες Σπαρτιάτισσες μαζί τους και τι σήμαινε αυτό για τις άλλες γυναίκες.

Συμπεράσματα
Είναι μάλλον φανερό ότι η θέση των γυναικών την εποχή εκείνη δεν καθορίζεται τόσο από προγενέστερους ηθικο-θρησκευτικούς παράγοντες, αλλά από ξεκάθαρες ανάγκες και πρακτικές της ίδιας της εποχής και κοινωνίας που ζούσαν. Η βασική διαφορά μεταξύ των Αθηναίων γυναικών και των Σπαρτιατισσών έχει να κάνει με την κύρια ιδεολογική κατεύθυνση της πόλης στην οποία ζούσαν. Στην δημοκρατική Αθήνα κυρίαρχος κοινωνικός θεσμός είναι ο «οίκος» και η συνέχειά του πάση θυσία, αφού αυτός αποτελεί το δομικό και κυρίαρχο στοιχείο της πόλης καθιστώντας τις γυναίκες φαινομενικά υπόδουλες αυτής της λογικής και περιορισμένες, αν και το μόνο πραγματικά σίγουρο δεν ήταν τόσο ο περιορισμός αλλά η δικαιοπρακτική τους δυνατότητα. Στην αριστοκρατική Σπάρτη αντίστοιχα ο οίκος διευρύνεται σε όλη την πόλη, τα πάντα απορρέουν και εξυπηρετούν την συνολική κοινωνία και όχι κάποια μονάδα της, δίνοντας έτσι στις γυναίκες μεγαλύτερη άνεση και τελικά δύναμη. Αυτό καθόρισε και την διαφορά στην αντιμετώπιση των γυναικών και την θέση τους στην κοινωνία, δίνοντάς μας δύο χαρακτηριστικά και μάλλον ακραία παραδείγματα των γυναικών της αρχαίας ελληνικής εποχής.

Μια απογοητευτική σκέψη είναι η σύγκριση με την νεώτερη εποχή, και με το πόσο η θρησκευτική θεώρηση πλέον και αποκλειστικά επηρέασε για αιώνες και επηρεάζει ακόμα την θέση της γυναίκας. Στην Ανατολή και στις κοινωνίες που επηρεάζονται από το Ισλάμ η θέση της είναι η χειρότερη από όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Στην χριστιανική Δύση μέσα από τον Διαφωτισμό και την ανεξιθρησκία, δόθηκαν αρκετοί διέξοδοι ώστε να θεωρείται η γυναίκα πλήρως ανεξάρτητη από τον άντρα, κάτι που δεν ήταν προφανές και η χριστιανική θρησκεία πάλεψε και παλεύει συνέχεια, να επαναφέρει στην πρότερη ηθική και ουσιαστική υποδούλωσή της, με μόνη την λογική, ότι υπάρχει ένας θεός, που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα άμεσα ή έμμεσα, για την συναισθηματική και σεξουαλική ζωή των ανθρώπων και κυρίως των γυναικών.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. [1] Η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων μας δίνει την δυνατότητα να συμπεράνουμε από διάφορα στοιχεία. Όπως και να έχει η σωστή διαχείριση του οίκου σε μια πόλη με τέτοιο πολιτισμό, μας κάνει να σκεφτούμε ότι χρειαζόταν μία στοιχειώδης τουλάχιστον εκπαίδευση σε γραφή, αριθμητική και ανάγνωση. Περισσότερα στην Sue Blundell, «Οι γυναίκες στην κλασική Αθήνα», Καρδαμίτσα, Αθήνα 2006, σ.16. και Β. Ξενίδου. Schild, «Οι Γυναίκες στην Ελληνική Αρχαιότητα –Καταδίκη μνήμης», Ερμής, Αθήνα 2001, σ. 307. 
  2. [2] Ζούσαν για κάποιο διάστημα, ίσως ενός χρόνου, στην Βραυρώνα στο ιερό της Αρτέμιδας και συμμετείχαν σε δραστηριότητες από τις οποίες γνωστός είναι ο αγώνας δρόμου προς τιμή της θεάς. Οι πληροφορίες για το πόσα κορίτσια συμμετείχαν δεν είναι ξεκάθαρες. Υπάρχει πάντως θραύσμα αγγείου που τις δείχνει να τρέχουν γυμνές στην φύση. (El.Fantham κ.α., «Οι Γυναίκες στον Αρχαίο Κόσμο», μτφρ. Κ.Μπούρας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σ.119). 
  3. [3] Χορός από νέους και παρθένες γύρω από τον αρχαίο βωμό του Απόλλωνα στην Δήλο που κάθε χρόνο στελνόντουσαν σε ανάμνηση της περιπέτειας του Θησέα . Αγ.Τσαγκράκης, «Ο Θεσμός της εφηβείας στην Αττική. Αρχές και προέλευση του θεσμού», σελ.14. Η αποστολή γινόταν με ιερό καράβι μάλλον το «Σαλαμινία». Όσο διαρκούσε η αποστολή δεν μπορούσαν να εκτελεστούν αποφάσεις ή ποινές για θανατικό (Σε αυτό οφείλεται η καθυστέρηση της εκτέλεσης της ποινής του Σωκράτη). 
  4. [4] Υπάρχουν γνωστές εξαιρέσεις. Οι κόρες του Καλλία επέλεξαν μόνες τους συζύγους τους (Ηρόδοτος, 6.122). Επίσης η Ελπινίκη, κόρη του Μιλτιάδη, παντρεύτηκε από έρωτα τον ετεροθαλή αδελφό της Κίμωνα (Schild, ο.π., σ.320). 
  5. [5] Διαβάζοντας τις θεωρίες του Πλάτωνα («Πολιτεία», 449-466) και λαμβάνοντας υπόψη μας τη θρησκείας της εποχής, βγαίνει το συμπέρασμα ότι το θέμα των εξωσυζυγικών σχέσεων για την Αθηναία δεν ήταν ηθικό με την έννοια που ίσως το φανταζόμαστε σήμερα. Αποκλειστικός γνώμονας ήταν αν τα παιδιά που θα γεννηθούν ήταν ξεκάθαρα δικαιούχοι του οίκου, κάτι που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί σε περίπτωση μοιχείας. Αν υπήρχε τρόπος να λυθεί αυτό το πρόβλημα πιθανόν να μην υπήρχε θέμα και για την γυναίκα να πάει με άλλον άνδρα, όπως αυτό για παράδειγμα διευθετήθηκε κατά κάποιο τρόπο στην Σπάρτη ή τον ονειρευόταν ο Πλάτων. ↩
  6. [6] Στην αντίδραση που δείχνουν οι γυναίκες, όταν η Λυσιστράτη ανακοινώνει το σχέδιό της αλλά και στις «Εκκλησιάζουσες», 220. 
  7. [7] Προφανώς γιατί απειλούσε κατευθείαν τον θεσμό του “οίκου”. Παρόλα αυτά υπάρχουν αναφορές ότι ήταν κάτι το σχετικά συχνό ή έστω συχνά συζητήσιμο για τις γυναίκες («Εκκλησιάζουσες», 220). 
  8. [8] Όπως ακριβώς το εξέφρασε ο Περικλής (ή ο Θουκυδίδης) (Θουκ Β.45). Δες και Ξενοφών «Οικονομικός», 7.30). 
  9. [9] Ο Ανδρώνας βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού, ενώ ο γυναικωνίτης συνήθως στον όροφο. Θεωρητικά δεν υπήρχαν μεγάλες αποστάσεις, και όλα τα δωμάτια επικοινωνούσαν μέσα από την εσωτερική αυλή με ή χωρίς σκάλα. 
  10. [10] Κυριότερη πηγή ο Ξενοφών (Ξενοφών, «Οικονομικός») πολλές αναφορές επίσης διάσπαρτες (Αριστοφάνους, «Εκκλησιάζουσαι» 208-9 & «Λυσιστράτη» 493-5). 
  11. [11] «Μέσο που μπορούσε να κάνει ισχυρή μια γυναίκα». (Blundell, ο.π., σ.102). 
  12. [12] Η Joan Koneli υπολογίζει γύρω στα 2000 ιερά καταμετρημένα στην Αττική και 170 θρησκευτικές γιορτές. Π. Κατημερτζή, Αρχαίες ιέρειες έφεραν την ισότητα των φύλων, άρθρο και συνέντευξη από την Joan Koneli στην εφημερίδα «Τα Νέα» Τετάρτη 24 Ιαν. 2007. Αν ισχύει αυτό σημαίνει ότι τελικά είτε σαν ιέρειες είτε σαν απλές συμμετέχουσες στα δρώμενα, είχαν αρκετό χρόνο να ξοδέψουν εφόσον το ήθελαν. 
  13. [13] Γνωστότερα τα Θεσμοφόρια. Δημιουργούνται βέβαια πολλά ερωτήματα στο πώς οι εκδηλώσεις αυτές οργανωνόντουσαν και ερχόντουσαν σε πέρας από τις «άβουλες και αφανείς» κατά τα άλλα γυναίκες. Θα πρέπει επίσης να τους άρεσε η συμμετοχή τους σε αυτές -δες σχετικά για την αδερφή του Δημόκριτου που λυπήθηκε που αυτός θα πέθαινε πάνω στην γιορτή των «θεσμοφορίων» (Διογένης, 9.43). 
  14. [14] Στο Sue Blundell, ο.π., σ.22. 
  15. [15] Ο ρήτορας Αισχύνης κατηγορήθηκε ότι οι περισσότεροι διάλογοι του ήταν του Σωκράτη που ο Αισχύνης τους έπαιρνε μέσω της Ξανθίππης (Διογένης, Αισχύνης, 2.60). 
  16. [16] Αναφέρονται 2 μαθήτριες της σχολής του Πλάτωνα, η Λασθένεια από τη Μαντινεία και η Αξιοθέα από τη Φλειούντα (Διογένης 3.46 & 4.2). 
  17. [17] Η μητέρα του Σωκράτη ήταν μαμή. 
  18. [18] Χαρακτηριστική η πρόταση του Σωκράτη στον Αρίσταρχο: «Αφού οι δούλες μπορούν να βγάζουν τα προς το ζην το ίδιο μπορούν και οι ελεύθερες γυναίκες εφόσον υπάρχει οικονομικό πρόβλημα» (Ξενοφών «Απομνημονεύματα» 2,7,7) -η προτροπή απέδωσε (ο.π. 2.7.12). 
  19. [19] Θεωρητικά δεν φαίνεται να υπήρχε λόγος για το αντίθετο αφού το θέατρο αρχικά ήταν καθαρά θρησκευτική τελετή προς τιμήν του Διονύσου, που ήταν πολύ αγαπητός στις γυναίκες. Ο Σ. Καργάκος δείχνει σίγουρος για αυτό. Σ. Καργάκος, «Η γένεση του Δράματος –Το αποκορύφωμα της θεατρικής τέχνης», δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 1/1/1996
  20. [20] Μοναδική κληρονόμος οίκου. 
  21. [21] Με προφανή σκοπό την διατήρηση και ενδυνάμωση του οίκου. 
  22. [22] Πατέρα, συζύγου, ενήλικα υιού ή όποιου άλλου είχε την ευθύνη της, για τις χήρες και όσες δεν είχαν κάποιον άλλον συγγενή, την δουλειά αυτή αναλάμβανε σε πολλές περιπτώσεις ο «επώνυμος» άρχων. 
  23. [23] Μετά από τον γνωστό νόμο που εισηγήθηκε ο Περικλής (451/9π.Χ.) (Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 26.4) μέχρι τότε οι «μητρόξενοι» εθεωρούντο επίσης Αθηναίοι πολίτες. Ο νόμος ίσχυσε αναδρομικά αλλά ατόνησε μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το 403 η παλινορθωμένη δημοκρατία τον έθεσε ξανά σε ισχύ. Αν και ο νόμος αυτός δείχνει να ενισχύει την θέση και δύναμη της γυναίκας, εντούτοις φαίνεται ότι την περιόρισε περισσότερο εξαιτίας της ασφυκτικής προστασίας που της επιφυλάχθηκε από την κοινωνία, για να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των μελλοντικών πολιτών. 
  24. [24] Αντίστοιχο των σημερινών εκτρώσεων. 
  25. [25] Επίσης μπορεί να ήταν αποτέλεσμα μιας παράνομης σχέσης και να εκτίθεται από την μητέρα. 
  26. [26] Το δεύτερο βοηθούσε στην εύρεση παιδιών από στείρες γυναίκες, υπάρχουν πάντως πολλές αναφορές για ανεύρεση και «υιοθέτηση» ή πώληση από βοσκούς παιδιών που εκτέθηκαν στην φύση. 
  27. [27] Προφανώς για αυτά ήταν πιο λογικό να μιλήσουν οι συγγραφείς. Εμφανίζονται επίσης ιστορίες αγορών αρρένων παιδιών από μητέρες που έπρεπε με κάποιο τρόπο να γεννήσουν τον διάδοχο του οίκου, αλλά δεν μπορούσαν, που σημαίνει ότι πολλά από τα εκτεθειμένα αρσενικά παιδιά ίσως είχαν καλύτερη τύχη από τα αντίστοιχα θηλυκά ή δεν έφθαναν καν στην έκθεση και είχαν προκαταβολικά πουληθεί. 
  28. [28] Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο θεσμός της προίκας με τον τρόπο που ήταν τοποθετημένος δεν δείχνει σαν ιδιαίτερο αντικίνητρο για την ύπαρξη των γυναικών (κάτι για παράδειγμα που δυστυχώς γίνεται σήμερα στην Ινδία), αφού είναι και αυτή κομμάτι του οίκου και μπορεί να επιστρέψει. Αν η προίκα δεν επιστρέψει στον οίκο πάει να πει ότι η γυναίκα έκανε έναν πετυχημένο γάμο και άρα ενισχύει έναν άλλο οίκο που είναι κομμάτι της πόλης και που τελικά μακροπρόθεσμα βοηθάει και τον πατρικό της οίκο. Άλλωστε η αθηναϊκή κοινωνία μπορεί να μην αφήνει την γυναίκα να μεγαλώσει αλλά δεν δείχνει να μην την εκτιμάει, το αντίθετο μάλιστα για αυτό και την προικίζει. Η Α. Πετροπούλου θεωρεί την προίκα σαν πρόβλημα που μειώνει την κοινωνική αξία των κοριτσιών και έχει την γνώμη ότι η πλειοψηφία των εκτεθειμένων παιδιών θα έπρεπε να ήταν κορίτσια. Η Blundell συμμερίζεται την λογική αυτή, λέει όμως ότι δεν έχουμε στοιχεία (Blundell, ο.π., σ.73). Η Schild αντίθετα αναφέρει ότι μεγαλύτερος θα ήταν ο φόβος του φτωχού αγρότη για το πώς θα μοιραστεί ο ήδη μικρός κλήρος του σε δύο αγόρια, παρά η ούτως ή άλλως λίγη προίκα που θα έδινε στις κόρες του (Schild, ο.π. σ.300). 
  29. [29] Μία ευρεία θεώρηση της «Μήδειας» του Ευριπίδη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, ενσαρκώνει όλους τους φόβους των ανδρών για τη γυναίκα που θα αρνηθεί αυτή την λογική ευνουχίζοντάς τους (στερώντας τους από τους μελλοντικούς πολίτες). 
  30. [30] Ο όρος είναι ο συνηθισμένος αλλά δεν είναι απόλυτα ακριβής. Η Σπάρτη θεωρείται σαν η πρώτη γνωστή μίξη των τριών πολιτευμάτων: Δημοκρατίας, Αριστοκρατίας, Μοναρχίας. Η ατονική όμως έκφραση του δημοκρατικού στοιχείου, η αντίθεσή της με την δημοκρατική Αθήνα και η έλλειψη άλλου σχετικού όρου, μας αναγκάζουν να την δηλώνουμε έτσι. 
  31. [31] Παράδειγμα η λατρεία της Ορθίας Αρτέμιδος όπου χόρευαν παρθένες και είχε μεγάλη σημασία στην αγωγή των αγοριών. Σωτ. Κωνσταντινίλη, «Μύθοι –Λατρείες»
  32. [32] Αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντική λατρεία της πόλης είναι η ένοπλη Αφροδίτη («Ηθικά», 239 28). 
  33. [33] Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι οι Σπαρτιάτες δεν φαίνεται να είχαν σπουδαία μόρφωση (δες και «Ηθικά», 237a4), αφού ο αποκλειστικός τους σκοπός ήταν να είναι καλοί στρατιώτες, παρόλα αυτά υπάρχει η αναφορά του Ανάχαρση που τους θεωρεί τους σοφότερους (Ηρόδοτος 4. 77) και του Πλάτωνα τους φιλοσοφικότερους όλων των Ελλήνων, (στην γνωστή θέση του Σωκράτη για την ποίηση, Πλάτων «Πρωταγόρας», 342e-343b), αφήνοντάς μας σε απορία για το αν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για την μόρφωσή τους. 
  34. [34] Οι πιο αριστοκρατικές οικογένειες μάλλον προαποφάσιζαν τους γάμους όπως και στην Αθήνα 
  35. [35] Μπορούμε εδώ να δούμε ένα πιθανό ερωτικό παιγνίδι αφού και η Σπαρτιάτισσα θα ενδιαφερόταν για το ποιος θα την κλέψει, επίσης μπορούμε να υποθέσουμε εύκολα και προσυνεννόηση με κάποιο τρόπο. 
  36. [36] Ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Λυκούργος νομοθέτησε για να μην υπάρχει προίκα, προφανώς αυτό με τον καιρό άλλαξε (Πλούταρχος, «Αποφθέγματα Λακωνικά», 228 15). ↩
  37. [37] Αυτό σημαίνει για μερικούς μέχρι και 10 χρόνια κρυφών συνευρέσεων, πάντως φαίνεται ένα ενδιαφέρον τρικ που δυναμώνει τον ερωτισμό και παρατείνει την αρχική επιθυμία. Επίσης κάνει καθοριστική την γυναικεία λειτουργία της ανατροφής των πρώτων παιδιών που πιθανόν να μην συναντούσαν τον πατέρα τους αφού από επτά ετών έμπαιναν σταδιακά στις αγέλες. Για το θέμα της κρυφής συνεύρεσης, οι W.K. Lacey και P. Cartledge, συμφωνούν ότι πρόκειται για «γάμο υπό δοκιμή» που εμφανίστηκε και αλλού στην Ελλάδα. Θεσμός που προστάτευε την υπόληψή του ζεύγους αν δεν γεννιόντουσαν παιδιά, άλλος ένας θεσμός με αποκλειστικό γνώμονα την υποταγή του ατόμου στο σύνολο (Schild, ο.π. σ.241). 
  38. [38] «Ὦ ξένε, οὐδεὶς γίνεται μοιχὸς παρ’ ἡμῖν». (Πλούταρχος, «Λυκούργος», 15) 
  39. [39] Δες και «Ηθικά», 242b23 
  40. [40] Ο Λυκούργος θεωρούσε ότι τα παιδιά δεν ανήκουν στους γονείς αλλά στην πόλη, για τον λόγο αυτό οι πολίτες πρέπει να γεννιούνται όχι από τυχόντες αλλά από τους άριστους (Πλούταρχος, «Λυκούργος», 15). Παρόμοια πιο εξελιγμένη θέση περί ευγονίας παρουσίασε ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία». 
  41. [41] Ο Πλούταρχος έγραψε ένα βιβλίο με «Αποφθέγματα Λακωνικά» περιλαμβάνει πολλές σχετικές ρήσεις. 
  42. [42] Αντίστοιχες της ανδρικής παιδεραστίας (φυσικά με την αρχαία έννοια, χωρίς απαραίτητα σεξ), δηλαδή ευγενείς μεγάλες σε ηλικία γυναίκες αναλάμβαναν νέες με σκοπό την εκμάθηση της γυναικείας σπαρτιάτικης αρετής (Πλούταρχος, «Λυκούργος», 18). 
  43. [43] Έπιναν κρασί όχι μόνο στις εορτές αλλά σε καθημερινή βάση, ο δε Ξενοφών λέει ότι ήσαν οι μόνες Ελληνίδες που τρέφονταν γενναιόδωρα. (Σ. Καργάκος, «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης», Gutenberg, Αθήνα 2006, σ.539). 
  44. [44] Όπως ισχυρίζεται και ο Decker θα πρέπει να υπήρχε σχετικός χώρος ιπποδρόμου στην Σπάρτη μετά το 400 π.Χ. -δες παρακάτω την σημείωση 47. 
  45. [45] Η προτροπή – ρητό « ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τᾶς», όταν έδιναν στο πολεμιστή άντρα τους την ασπίδα, δείχνει ξεκάθαρα την «λακωνική» φιλοσοφία της Σπαρτιάτισσας, πιο αναλυτικά στο Πλούταρχος, «Λακαινών αποφθέγματα», («Ηθικά» 240c-243) 
  46. [46] Αρχικά ο νόμος καθόριζε ότι η περιουσία κληρονομείται μόνο από τον πρώτο γιο. Μετά τον νόμο του Επιταδέα επιτρεπόταν η κατά βούληση διάθεση του κλήρου (Cl. Mosse, «Κοινωνική και πολιτική ισότητα», μτφρ Γ. Γεωργαμλής
  47. [47] Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση μετά το 392 π.Χ. Σπαρτιατισσών ολυμπιονικών (Κυνίσκα 2 φορές και Ευρυλεωνίς), αποτέλεσμα πλουτισμού, εκτροφής και εκγύμνασης αλόγων. Ακολούθησαν και άλλες Ελληνίδες συνολικά δεκαπέντε. (Καργάκος ο.π. σ.547-8). 
  48. [48] Αναφέρει επίσης ότι τα 2/5 της αγροτικής έκτασης της Σπάρτης στις μέρες του, ήταν στα χέρια γυναικών (Αριστοτέλη, «Πολιτικά», 1270a). 
  49. [49] Καμιά σχέση με τον γνωστό Καιάδα που πετούσαν τα πτώματα των κακούργων. 
  50. [50] Τα κορίτσια παραδίδονταν αμέσως στην μητέρα τους. «ἐὰν μὲν θῆλυ τεχθῇ, παραδοῦναι ταῖς γυναιξίν, ἐὰν δὲ ἄρρεν, κομίσαι πρὸς ἑαυτὸν ὅ τι ἂν τύχῃ πράττων.» (Πλούταρχος, «Λυκούργος», 3). 
  51. [51] Να σημειωθεί ότι ο Αγησίλαος που είναι ίσως και ο γνωστότερος βασιλιάς στην Σπάρτη, αναφέρεται σαν χωλός, βραχύσωμος και ισχνός, αυτό δείχνει ότι η μη ευρωστία που μπορεί να μην έκανε δεκτό το παιδί έχει να κάνει μόνο με την μελλοντική ικανότητά του για τον πόλεμο. 
  52. [52] Στην Αθήνα αυτό γινόταν αντίστοιχα από τον πατέρα των παιδιών που τα παρουσίαζε στην φρατρία σε συγκεκριμένες εορτές

ΡΟΜΠΟΤΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΘΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η απάτη είναι το αρχαιότερο και το πιο επιτυχημένο συντηρητικό της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας και του ανάλογου δέους που τρέφει την ισχύ των αμαρτωλών και παμπόνηρων ιερατείων, μηδενός εξαιρουμένου.

Μπορείτε να δείτε εδώ αναπαραστάσεις των μηχανών της απάτης, οι οποίες περιγράφονται και παρουσιάζονται με θαυμαστή παραστατικότητα.
Η ορθόδοξη λεγόμενη ιουδαιοχριστιανική θρησκεία, αρκέστηκε πλέον, εκ των πραγμάτων, στο φακιρικό άναμμα του αγίου της φωτός, στο οποίο πιστεύουν ακόμα και πανεπιστημιακοί άνθρωποι. Και μετά απορούμε για το άθλιο κατάντημα της παιδείας, στη χώρα αυτή.
Ο περιορισμός στη μηχανή, του ανάμματος του αγίου φωτός, είναι και η αιτία που το παπαδαριό του έχει προσδώσει τέτοιο κύρος, το οποίο ξεπερνά κι αυτό του προέδρου της δημοκρατίας. Δημοκρατία να σου πετύχει!




Να γιατί ο Διόνυσος θα νικήσει το Γιαχβέ!

Τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζεται το εξής παράδοξο φαινόμενο: ενώ σε διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο επικρατεί μεγάλη παρακμή, στο πνευματικό επίπεδο έχουμε πρωτοφανή άνθιση.
Σε όσους έχουν εμβαθύνει την έρευνα, το φαινόμενο δεν προκαλεί εντύπωση.
Την περίοδο αυτή η πολιτική και πνευματική ελίτ της βυζαντινής αριστοκρατίας αναζητά νέα εθνική και πολιτιστική ταυτότητα.
Ο « αυτοκρατορικός ρωμαϊσμός » και ο « χριστιανικός σκοταδισμός » έχουν χρεοκοπήσει.
Γι” αυτό, όλο και περισσότεροι στρέφονται στην κλασσική αρχαιότητα.
Και το όνομα « Έλλην », που παλιότερα αρκούσε να σε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα, τώρα βρίσκεται συχνά στα χείλη ακόμα και των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων…

Η Βυζαντινή Αριστοκρατία έχει αντιληφθεί πως για την επιβίωση τη δικιά της και του κράτους της απαιτείται μια διπλή στροφή:
α) Προς τη Δύση, για την εξασφάλιση πολιτικής και στρατιωτικής βοήθειας.
β) Προς την κλασσική ελληνική αρχαιότητα για την απαραίτητη ανανέωση των πνευματικών δυνάμεων.
Αυτοί οι δυο άξονες συγκροτούσαν το πολιτικό πρόγραμμα της παράταξης των « Ενωτικών ».
Στο μοναστικό-εκκλησιαστικό στρατόπεδο χτυπάει « κόκκινος συναγερμός ».
Τρέμουν και μόνο στην ιδέα της δρομολογούμενης περιθωριοποίησής τους.
Και παραλύουν μπροστά στον κίνδυνο της αναβίωσης του τρισκατάρατου « ελληνορωμαϊσμού ».
Γι” αυτό συγκροτούν την αντίπαλη παράταξη των « ανθενωτικών », με βασική πολιτική επιδίωξη την υποταγή στον οθωμανικό παρά στον « παπικό » ζυγό.
Πιστεύουν και ελπίζουν πως η οθωμανική κυριαρχία θα εξασφαλίσει τα προνόμιά τους και θα θάψει οριστικά τη λερναία ύδρα του « ελληνισμού », βυθίζοντας στο πνευματικό σκότος τους ραγιάδες.
Η νίκη των « ανθενωτικών » ήταν προσωρινή.
Το 1832 ιδρύεται « ελληνικό » κράτος και σε λίγα χρόνια καθιερώνεται το « αυτοκέφαλο » και η Εκκλησία ονομάζεται πλέον « ελληνική »!
Και μόνο η λέξη προκαλεί ρίγος στους ιουδαιο-χριστιανούς.
Γι” αυτό και οι Μεταλληνοί και οι Ζήσηδες φαγώνονται να μας αποκαλούν « Ρωμιούς » και λυσσάνε με τη « Ρωμιοσύνη » τους.
Θέλουν να βγάλουν απ” το λεξιλόγιό μας τη λέξη « Έλλην » και « Ελλάδα »!
Όμως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
Η σημερινή γενιά των Ελλήνων θα ζήσει τον χωρισμό της Εκκλησίας απ” το Κράτος.
Και κάποια μελλοντική γενιά, όταν οι ιστορικές συνθήκες το επιτρέψουν, θα ζήσει την επιστροφή σε τούτη τη χώρα του ορθού λόγου και της καθαρής και ελεύθερης σκέψης.
Είμαι σίγουρος πως τελικά ο Διόνυσος θα νικήσει τον Γιαχβέ…

Θεόκριτος (Ο βουκολικός)


Σε μια έκρηξη της Αίτνας βρέθηκα στη Σικελία… Είχα πάει για το «φαινόμενο». Σκαρφάλωσα προς τη Βάλε ντελ Μπόσε κι έπειτα ροβόλησα κατά τους καινούργιους κρατήρες, διασχίζοντας την όμορφη σικελική φύση. Από τα σπλάχνα του βουνού ανάβρυζε η λάβα, σαν πάθος ερωτικό που κατακαίει κι αφανίζει. Και τη νύχτα βλέπαμε τις φλόγες της να τρέχουν, να κυματίζουν, στις πλαγιές του βουνού, σε σχηματισμένες κοίτες, κάτω, προς το πέλαγος, σαν νάμπαινε το πρωτόγονο πάθος σε ζυγό ρυθμού και να γινότανε τραγούδι. Που και που ξέφευγε, τιναζότανε ψηλά κανένας μύδρος, έγραφε το πύρινο τόξο του στον αέρα, σαν ξαφνική έξαρση, για να δουπήσει σε λίγο και να σβήσει…

Ξέμακρα, από τη μεγαλόπρεπη φωτοχυσία, οι Σικελοί τσοπάνηδες είχαν ανάψει τις μικρές φωτιές τους για να κόψουν τη νυχτερινή ψύχρα του βουνού. Τους ζυγώσαμε. Η ζεστή λάμψη της φωτιάς, που κάθονταν γύρω, έδινε στις γραφικές αναμαλλιάρικες μορφές τους μνημειώδη σημασία. Ο πανάρχαιος ουρανός τους κοίταζε με μυριάδες μυστηριώδη μάτια. Θάρρευε κανένας, ότι, όπως τ’ άστρα, ήτανε κι αυτοί προαιώνιοι, πως ήταν οι ίδιοι, πούδοσαν στο Θεόκριτο το ποιητικό του ξεκίνημα. Ο αέρας, γεμάτος από αρώματα οπώρας, φλοίσβο από φυλλωσιές, κελάρυσμα πηγών, ανακατεμένα από οσμές από προβιές, από γάλα και «σβουνιές», ξυπνούσε στη μνήμη μας τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της Θεοκριτικής δημιουργίας… Πρόσμενε κανένας, ότι, από στιγμή σε στιγμή, κάποιος, απ’ αυτούς τους τσοπάνηδες θάβγαζε από το ταγάρι του την καλαμένια σύριγγα του Πανός, για να φυσήσει το προανάκρουσμα «βουκολιασμών» και θ’ αντιλαλούσε, μέσα στη νύχτα, στη γεμάτη πλατιά φωνήεντα δωρική λαλιά, η εξόρμηση:
 
Δεύτε τάν βουκολικάν, Μούσαι, ψάλλετ’ αοιδάν!
Κάποιος ανόητος είχε παραλληλίσει το Θεόκριτο με τον Βαττώ. Τίποτα πιο άσχετο προς το βουκολικό τραγούδι του Θεόκριτου από τους ειδυλλιακούς πίνακες του Γάλλου αυτού ζωγράφου, όπου ανεμίζουν μεταξωτά κορδελλάκια και τραμπαλίζονται σε κούνιες, πλαισιωμένες με λουλούδια, γοβάκια μαρκησίας. Καμμιά σχέσι δεν έχουν οι πίνακες του Βαττώ, ούτε τα τραγούδια του Σενιέ, ούτε τα ειδύλλια και ο αισθησιασμός των σαλονιών με τη μούσα του Θεόκριτου.
 
Αυτή την έχει δαγκάσει, την έχει ψήσει, ο Σικελιανός ήλιος. Στις φλέβες της δεν τρέχει, μα βράζει, σαν μούστος πιπεράτος, το αψύ αίμα των παιδιών του μεγάλου μεσημβρινού υπαίθρου. Δεν ξεχνούμε, βέβαια, ότι με το Θεόκριτο, βρίσκομαστε στην εποχή του Ιέρωνα και του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου, που ο μέγας Παν, ο δάσκαλος του Διόνυσου, ο οιστρηλάτης των πρωτόγονων παθών, που μοιάζουν με θεομηνίες, ψυχομαχά μέσα στα πλαίσια της υπερπολιτισμένης και υπερεκλεπτυσμένης ελληνιστικής περιόδου. Ξαίρουμε συνάμα πως η βουκολική ποίηση, ολάκαιρη, δεν είναι παρά δημιούργημα κι έκφραση νοσταλγίας των περασμένων καιρών της μεγάλης ακμής του Πανός.
 
Αλλά του Θεόκριτου η αξία και η χάρη στέκεται όλη στο ότι η νοσταλγία του δεν είναι «εκ του μακρόθεν». Είναι, βέβαια, κι αυτός γνήσιο παιδί της ελληνιστικής περιόδου, ένας «ποιητής παιδείας» κι εδώ κι εκεί ξεμυτίζει συχνά η βιβλιακή του τροφή, όπως λεπτότατα είδε ο μεγάλος μελετητής του ο Λεγκράν. Είχε ακόμα και τους μεγάλους δασκάλους του, που σε μερικά, και τους μιμήθηκε. Η διαφορά του όμως και η υπεροχή του, κολοσσιαία, από τους ποιητές της εποχής του φανερώθηκε, όταν το δαιμόνιό του, αφήνοντας τα βιβλία και τα ποιητικά πρότυπα των προκατόχων του, κατάφυγε άμεσα στη ζωντανή ζωή και στη λαϊκή παράδοση.
 
Το ανώτερο μέρος της Θεοκριτικής ποίησης, αυτό που αποτελεί την πρωτοτυπία και τη δόξα του, βγαίνει από τους «βουκολιασμούς». Τι ήταν αυτοί; Τραγούδια του λαού. Ποιητικοί διαγωνισμόι μεταξύ τσοπάνηδων -Σικελών προ πάντων- που παράβγαιναν ανάμεσά τους, παίζοντας με τη σύριγγα και τραγουδώντας τ’ αυτοσχέδια ποιήματά τους. Αγωνίζονταν είτε ωδή με ωδή, τελειώνοντας ο ένας και αρχίζοντας ο άλλος, είτε στροφή με στροφή, σ’ ένα είδος τραγουδιστής «επαμοιβής», που πάσχιζε ο ένας να βάλει κάτω τον άλλο σ’ έμπνευση, δύναμη και χάρη. Ήτανε, μ’ άλλα λόγια, για να μεταχειριστώ σύγχρονη έκφραση, η δημοτική ποίηση της εποχής του. Απ’ αυτό το αυτοδημιούργητο αισθητικό φαινόμενο ξεκινάει το πρωτότυπο και αναμφισβήτητα πιο δυνατό μέρος του έργου του.
 
Καλά-καλά δεν ξαίρουμε την ακριβή χρονολογία ούτε τον ακριβή τόπο που γεννήθηκε. Ξαίρουμε μονάχα πως έζησε στην Κω, στη Σικελία και στην Αλεξάνδρεια. Η ποίησή του όμως -το βλέπουμε μέσα στο έργο του- πήρε το γνήσιο πέταγμά της στη Σικελία. Η νοσταλγία του για τους μεγάλους καιρούς της ακμής του Πανός βρήκε τροφή πλούσια στα πρωτόρμητα παιδιά του μεγάλου υπαίθρου.
 
Εκεί βρήκε, πρώτα-πρώτα, μια φύση γελαστή, λεύτερη και χαριτωμένη -μια φύση γεμάτη ομορφιές- τη φύση του βουνού, που ακούραστα μας δίνει, με ακρίβεια και λεπτότητα, τη θαυμαστή ζωγραφιά της. Η φύση του Θεόκριτου δεν είναι η μονότονη φύση του κάμπου, που κάνει σκυθρωπό τον Ησίοδο, προ πάντων όταν βλέπει τις βαρειές και σκληρές δουλειές, που χρειάζεται για να υποταχθεί στο γεωργό και ν’ αποδόσει. Ο Θεόκριτος, μέσα στη χαρούμενη φύση του βουνού, έζησε αυτό που νοσταλγούσε, πλάι στον αμέριμνο σικελό τσοπάνο, με τις κατσίκες του, που τις ξαίρει, μιά-μιά, με τ’ όνομά τους, με τα σκυλιά του, τις γραφικές του δοξασίες, τους θρύλους, το βαθύ του κι αγιάτρευτο ερωτισμό, το τραγούδι του τέλος, που έχει όλον τον καιρό να συνθέτει, όταν οι γίδες βοσκούν γύρω του ή σταλίζουν στον ίσκιο της φτελιάς ή της βελανιδιάς, αντικρύζοντας τη γαλάζια λουρίδα της θάλασσας, που στραφταλίζει στον ήλιο πίσω από τα δέντρα…
 
Απ’ αυτό το τραγούδι γέμισε την ακοή του, το νου και την καρδιά του ο Θεόκριτος, για να το μεταπλάσει, να το μεταμορφώσει και να το υψώσει στη σφαίρα μεγάλης προσωπικής δημιουργίας. Τα ειδύλλιά του είναι εικόνες, που σπαρτάρουν από ζωή κι αλήθεια, τεχνουργημένες από μεγάλο ταλέντο δραματικό, με την έννοια της πλαστικής απόδοσης των τύπων, που παρελαύνουν και που ο καθένας παρουσιάζεται μ’ ανάγλυφα τα χαρακτηριστικά του, το χαρακτήρα, τους καημούς του, τα πάθη του και το δικό του τρόπο της έκφρασης. Καμμιά νοησιαρχική τάση, κανένας εγκεφαλισμός και καμμιά μεταφυσική ανησυχία δεν θολώνουν την αχόρταγη χαρά της ζωής, που διαπνέει την ποίησή του. Είναι όλος αίσθημα ζωής και προ πάντων αισθήσεις. Όλες είναι άγρυπνες. Στο κέντρο της γοητευτικής ορασιάς, που μας δίνει από τη ζωή, στέκει κυρίαρχος ο έρωτας, σαν πάθος απροσμέτρητο, θεία μανία τυραννική, που βρίσκει το ξέσπασμα και την κάθαρσή της στο τραγούδι. Ο φλογερός όμως ερωτισμός του ξαίρει τόσο να συγκρατιέται στα όρια του επιτρεπτού, ώστε, σε μια ωρισμένη εποχή τον είχαν οι Βυζαντινοί στα σχολεία τους. Ο ρεαλιστής ωστόσο αυτός βρίσκει κάποτε υψηλούς τόνους Πινδάρου και ο αισθησιασμός ανεβαίνει στη δημιουργία μορφών ιδανικών, πλασμένων από το καθαρώτερο γαλάζιο του αιθέρα.
 
Όσο για την τεχνική του στίχου του ο αρχαίος εξάμετρος γίνεται στα χέρια του όργανο καταπληκτικής ευκαμψίας και ποικιλίας: Αφηγηματικός, που κυλάει απαλά, διαλογικός, ζωηρός κι ευκίνητος, λαχανιαστός στις βίαιες σκηνές, προσαρμοσμένος στο θέμα πάντα, πιστά παρακολουθώντας τα κινήματα της ψυχής… Μεγάλος εαρινός καλλιτέχνης του λόγου που τον προσφέρουμε στην αρχή της άνοιξης, σαν πρότυπο χαράς κι αισιοδοξίας αλλά και σαν δίδαγμα ποιητή, που άντλησε από τη λαϊκή παράδοση για να την υψώσει σ’ ανώτερο κι επίφθονο επίπεδο.
 
Θύρσις ή Ωδή
 
Γλυκά θροεί η κουκουναριά στης ρεμματιάς το πλάι,
όμως και συ, γιδοβοσκέ, γλυκειά φλογέρα παίζεις•
δώρο σου πρέπει δεύτερο, ύστερ” από τον Πάνα.
Αν τράγο θα διάλεξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα,
μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει•
κ” είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν” ακόμα
κι απ” το νερό που ηχολογά στάζοντας απ” το βράχο.
Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες,
θα πάρης το μαννάρι εσύ• κι αν πάλι της αρέση
να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.
ΘΥΡΣΙΣ
Κάθεσ” εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα;
όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα
τώρα καταμεσήμερα• φοβόμαστε τον Πάνα.
Την ώρ” αυτή κατάκοπος απ” το πολύ κυνήγι
κοιμάται κι αναπαύεται• κ” είνε πικρός, αλήθεια,
είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ” τη μύτη.
Μα, Θύρσι, εσύ που τραγουδείς τα βάσανα του Δάφνι
και πρόκοψες στο γλυκερό βουκολικό τραγούδι,
έλα από κάτω απ” τη φτελιά κοντά μου να καθίσης,
αγνάντια εκεί στον Πρίαπο κι αντίκρυ στις Νεράιδες
πούνε τσοπάνικο σκαμνί, βελανιδιές το ησκιώνουν•
κι αν τραγουδήσης ώμορφα σαν την ημέρα εκείνη
που στο τραγούδι ενίκησες το Χρόμι απ” τη Λιβύα,
μιά γίδα διπλομάννα εγώ σου τάζω να σου δώσω
να την αρμέξης τρεις φορές, πούχει τα δυο κατσίκια
και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια
πουν” αλειμμένο με κερί κ” είνε καινούργιο τόσο,
τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίσει το γλυφάνι.
Απάνω από τα χείλη του πλέκη κισσός κλωνάρια,
κισσός μαζί μ” ελίχρυσο• του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μιά κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μιά της τη μεριά κι απ” τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πώς δεν τη νοιάζει•
και πότε με χαμόγελο θωρεί από “δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.
Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
σέρνει με βία το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ” όλη του τη δύναμι στα χέρια•
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.
Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο.
είν” έν” αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στό “να πλευρό του μιά αλεπού, στ” άλλο πλευρό του μιά άλλη•
χώνετ” η μιά στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
ωσάν να λέη και στο παιδί πώς δεν θε να “συχάση
αν δεν τ” αφήση νηστικό κι αν δεν του φάη ό,τ” έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει•
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι” αμπέλι και ταγάρι
ίση χαρά έχει μέσα του γι” αυτό το πλέξιμο του.
Στρώνονται φύλλ” απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι•
μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.
Από “να Καλυδώνιο τ” αγόρασα βαρκάρη
κ” έδωκα γίδα κ” έδωκα κ” ένα κεφαλοτύρι•
δεν τ” άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.
Θα σου το δώσω με χαρά και μ” όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσης να μου πης το γλυκερό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, “πες το•
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ” όλα εκεί ξεχνιούνται.
 
ΘΥΡΣΙΣ
(Ωδή)
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ο Θύρσις απ” την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι•
Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, που κ” οι Νύμφες ;
Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια;
Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια
εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν,
πολλές “γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες.
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
[Κατέβηκε πρώτος ο Ερμής απ' το βουνό• Δάφνη,
ποιός σε κατατρέχει και ποιάν τόσο αγαπάς ;]
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθαν βουκόλοι κ” ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω
κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ” εκείνος κ” είπε:
«Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι;
Η κόρη εκείνη π” αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα
σε βρύσες με τα κρύα νερά και σε πυκνά λαγκάδια.
«Τις γίδες πού βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας
λιγώνεται απ” τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγος.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Τι σε ζαλίζω ; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.»
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
«Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε
λιγώνεσαι απ” τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις».
Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ήρθεν ακόμα κ” η γλυκειά και γελαστή Αφροδίτη
κ” ήταν στην όψη γελαστή, μα δολερή η καρδιά της•
κ” είπε : «Καυχώσουν πώς λυγάς τον Έρωτα συ, Δάφνι,
μα ο τρομερός ο Έρωτας σ” ελύγησεν εσένα».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
Κι αυτός της αποκρίθηκε : «Απάνθρωπη Αφροδίτη,
πού σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου•
λες τάχα να φοβόμαστε πράγματα τιποτένια;
αί! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Σύρε να βρής τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου,
σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.
[. . .]
[. . .]
[. . .]
[. . .]
Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη
λέγοντας πώς ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Λύκοι, τσακάλια, αφήνω “γεια. κι αφήνω “γεια και πάλι,
αρκούδες πού φωλιάζετε μεσ” σε σπηλιές βουνήσιες•
ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους,
δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.
Αρέθουσα, σ” αφήνω “γεια, κι αφήνω “γεια, ποτάμια».
Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι.
«Ω Πάν, είτε στ” ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ” ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ” οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ” έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν” ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ” τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες
και συ, ζιμπούλι, στόλισε τ” αγκαθωτά βοτάνια,
οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ” αχλάδια,
τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους
και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν τ” αηδόνια να σωπαίνουν
κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μιά που πεθαίνει ο Δάφνις».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
Αυτά είπ” ο Δάφνις κ” έπεσε, κ” έδραμ” η Αφροδίτη .
κ” έδραμε κ” εδοκίμασε να τον ανασηκώση•
μα της ζωής του την κλωστή την είχαν κόψει οι Μοίρες
και τον επήρε αγύριστα του χάρου το ποτάμι,
το Δάφνι που τον έστεργαν Μούσες και Νύμφες όλες.
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ” αγροτικό τραγούδι.
Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι,
δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα,
να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες.
Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για “δική σας χάρι
άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω.
ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ
Θύρσι, τ” ώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι,
σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν
γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.
Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει•
λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο.
Έλα κοντά, Κισσαίθα μου• και συ άρμεξε την τώρα.
Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε,
γιατ” είν” ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη.
 
Φαρμακεύτριαι
 
Θέστυλι, πουν” οι δάφνες μου και που τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα “μέρες πέρασαν, ούτ” ήρθε κι ούτ” εφάνη,
ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ” έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα “μέρες τώρα.
Ώ! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει.
Τώρα μ” ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε•
στα μάγια πρίν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μεσ” απ” της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οί σκύλλοι.
Ώ! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ” την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ” αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ” της Μηδείας τα μάγια
μηδ” απ” τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.
Α”
Φέρε τον, σουσoυράδα (1) μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα.
Θέστυλι, σκορπά το λοιπόν. Άμοιρη, πούν” ο νους σου;
Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ” έχεις;
σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι».
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Ο Δέλφις μου με πίκρανε• δάφνη γι” αυτόν θα κάψω
κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση
και θε ν” ανάψη στη στιγμή και σταχτή δε θ” αφήση
έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Όπως ετούτο το κερί μεσ” στη φωτιά το λειώνω
έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις•
κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη
έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη δική μου.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τώρα θα κάψω πίτουρα κ η Άρτεμι ας μαλάξη
και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο.
Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγίζουν
θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη.
Κρούσε μιαν ώρ” αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Οι άνεμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος,
ο πόθος μεσ” στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει,
μα καίω και φλέγομαι γι” αυτόν, που μ” έκανε τη μαύρη,
αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κραζω:
Μ” όποια γυναίκα τώρ” αυτός ερωτικά πλαγιάζει,
τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ωμορφομαλλούσα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον “δω ν” αφήση την παλαίστρα
κ” έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει,
κ” είν” απ” το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο•
το ξαίνω και τα νήματα μεσ” στη φωτιά τα ρίχνω.
Άχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ” τη λίμνη αβδέλλα;
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κ” ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω.
Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
και την κορφή της πόρτας του σύρε μ” αυτά ν” αλείψης
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.»
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Β”
Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτα μου ας κλάψω.
Πούθε ν” αρχίσω να θρηνώ, ποιός μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε•
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού “γεννήθ” η αγάπη.
Κ” η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι•
κ” η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν” ακλουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με τ” αχνό της Κλεαρίστας πέπλο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου•
ξανθότερ” από ελίχρυσο είχαν κ” οι δυο τα γένεια
κ” εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ” απ” τη Σελήνη,
δείχνοντας πώς εγύριζαν μόλις απ” την παλαίστρα.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πως μου “γεννήθη η αγάπη.
Τον είδα κ” ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κ” έσβυσ” η ομορφιά μου,
κι ούτ” ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο
ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι•
μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κ” ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Συχνά – πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες
κ” εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλα μου απάνω.
Και που δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποιά γερόντισσ” άφησα που ξέρει να ξορκίζη;
Τίποτα δε μ” αλάφραινε κ” έλειωνα με το χρόνο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
Κ” εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια.
»Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ” έχει•
»μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευε τον•
»εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί τ” αρέσει νάνε».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση,
και πες του πώς τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ” είπαμε• κ” επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι,
κ” εγώ μόλις τον ένοιωσα κ” εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
(Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη)
μου “πάγωσ” όλο το κορμί πειότερο κι απ” το χιόνι
κ” έσταζ” ιδρώτας άφθονος από το μέτωπο μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ” εκόπηκ” η φωνή μου
και δε μ” απόμεινε φωνή μηδ” όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο•
κ” ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γέννηθη η αγάπη.
Και μόλις μ” είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε:
«Πρόλαβες και μ” εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα,
»όπως εγώ στο τρέξιμο “πρόλαβα το Φιλίνο.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθ” η αγάπη.
«Όμως λογάριαζα κ” εγώ νάρθω τη νύκτ” απόψε,
»μά το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ” άλλους μου φίλους,
»κρύβοντας μέσ” στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
»κ” ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
»στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
»στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου
»αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό “φιλούσα
»—γιατ” είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ” όλους—
»μ” αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
»θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
»κ” ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
»που μ” έβγαλες απ” τη φωτιά του πόθου πριν με καψη
»κ” έστειλες και μ” εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου•
»γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας
»πιό καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου “γεννήθη η αγάπη.
«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη,
»την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι,
»και κάνει και τη νιόνυφη ν” αφήνη, ν” απαρνιέται
»το στρώμ” ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη».
Είπε• κ” εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ” απ” το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα•
κι άρχισαν να μαλάζονται μαζί τα δυο κορμιά μας
και τα ζεστά μας πρόσωπα ν” ανάβουν, να κορώνουν•
κ” εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυό μας.
Και να μη σ” τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κ” ήρθαμ” οι δυό σε πόθο.
Κι ως χθες κανείς μας απ” τους δυό παράπονο δεν είχε•
μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ” τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή• και κοντά στ” άλλα μούπε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη,
μα ποια αγάπη, δεν ήθελε να μου το φανερώση,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πώς στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ” ευωδιαστά στεφάνια•
κ” ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη
κ” εγώ τ” αναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω•
γιατ” άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι (2).
Μα τώρα πούχω να τον “δω σωστά δώδεκα “μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα.
Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω,
κι αν πάλι θα με τυραγνά, τ” ωρκίζομαι στις Μοίρες,
την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.
Βαθυά μεσ” στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα.
Μα εσύ στρέψε χαρούμενη τ” αλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό• κ” εγώ θε να υπομένω
όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
Σ” αφήνω “γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.
--------------------
Σημειώσεις:
1) Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήτο αφιερωμένη εις την Αφροδίτην και για τούτο τήν μεταχειρίζοντο εις τάς ερωτικάς μαγγανείας.
2) Το ελαιοδοχείον δια την παλαίστραν. Θέλει να δείξη την μεγάλην οικειότητα που τους συνέδεε.
 
Κύκλωψ
 
Νικία, για τον έρωτα βοτάνι δεν είν” άλλο,
μηδέ κανένα γιατρικό παρά τα τραγουδάκια•
αυτά αλαφρώνουν τα δεινά και τους καϊμούς γλυκαίνουν,
φθάνει να νοιώθης να τα βρης και να τα τραγουδήσης.
Θαρρώ πώς θα το ξέρης δα και θα το καλοξέρης,
τ” είσαι γιατρός κι’αγαπητός και στίς εννιά τις Μούσες.
Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του
κι ο Κυκλομμάτης ο παληός Πολύφημος εκείνος,
όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ” ερωτευμένος
τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.
Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα
μάτανε τρέλλ” αληθινή, κ” έξω απ” τον έρωτά του
τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε.
Πολλές φορές εγύριζαν απ” τα χλωρά λιβάδια
δίχως αυτόν τα πρόβατα κ” έρημα στο μαντρί των
κ” εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας
στα φύκια της ακρογιαλιάς απ” την αυγή ως το βράδυ,
ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ” έλειων” από τον πόνο.
Μα τώχε βρη το γιατρικό• σε βράχο καθισμένος
και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε.
 
(Ωδή)
Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τί μ” αποδιώχνεις έτσι
σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα,
και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι
και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϋμένος
σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;
Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες
θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης
απ” το βουνό, κ” εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα.
Άχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω
και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς• μα δε σε νοιάζει εσένα.
Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι•
γιατ” έχω φρύδι τριχωτό σ” όλο το μέτωπο μου
που αρχίζει απ” τώνα μου τ” αυτί και φθάνει ίσα με τάλλο
κ” έχω ένα μάτι μοναχά κατ” απ” το φρύδι εκείνο,
και πέφτ” η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ” απάνω.
Μα μ” όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω,
κι αρμέγοντας τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα•
και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι
μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα
κ” είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα.
Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ” απ” τους άλλους
τους Κυκλομμάτες που είν” εδώ• και παίζω τη φλογέρα
για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου
τη νύχτα τα μεσάνυχτα. Κ” έχω πολλά λαφάκια
με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ” αρκουδάκια.
Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ” έχω χάρισμα σου.
Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα
και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηλιά μου.
Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος
και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και τ” αμπέλι
που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι
που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα
βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.
Μπροστά σε τόσα πούχω “γώ, ποιός με τη θέλησή του
θα προτιμά τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;
Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ” όσο πρέπει νάμαι
έχω βελανιδόξυλα κ” έχω φωτιά στη στάχτη•
κ” εγώ για το χατήρι σου μέσ” στη φωτιά θα πέσω
κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι
που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.
Ωιμέ! που δε μ” εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα,
νάπεφτα μέσ” στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι
αν δε σ” αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα•
κ” είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα
είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες.
Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα.
Όμως αν έρθη, κόρη μου, κάποιος καραβοκύρης
μαζί με το καράβι του, κολύμπι θε να μάθω
να κολυμπήσω και ναρθώ στης θάλασσας τα βάθη
να “δω τι βρίσκεις μέσα εκεί και τ” είνε πού σ” ευφραίνει.
Έβγα, Γαλάτεια, στη στεριά και μείνε και ξεχάσου
όπως εδώ ξεχνάω κ” εγώ στο σπίτι να γυρίσω.
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι,
ν” αρμέγης γάλα και μ” αυτό χλωρό τυρί να πήζης
μ” εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα.
Μένα μου φταίγ” η μάννα μου κ” εγώ μαζί της τάχω,
που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα,
ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
Όμως κ” εγώ θε να της “πω τάχα πώς μ” έχουν πιάσει
σπασμοί στα δυο ποδάρια μου και πόνοι στο κεφάλι,
για να την “δω να θλίβεται όπως θλιμμένος είμαι.
Αί! Κυκλομμάτη, που πετούν, που πάν” τα λογικά σου;
Αν έπλεκες καλάθια εδώ κι αν μάζευες χορτάρι
και τώφερνες στα πρόβατα, πιο γνωστικός θε νάσουν.
Εκεί πού φθάνεις άπλωνε• τι κυνηγάς του κάκου
αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ” απ” ομπρός σου ;
Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από “κείνη.
Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζωμε τη νύκτα
κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω.
Αυτό μου δείχνει πώς κ” εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι.
Έτσι ο Πολύφημος αυτός τον έρωτα περνούσε
με τα γλυκά τραγούδια του• κ” ήταν πιο κερδισμένος
παρά αν ζητούσε γιατρειά ξοδεύοντας χρυσάφι.

Κηριοκλέπτης
 
Εκέντρωσε μιά μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη
όταν της έκλεβε κερί μέσ” από την κυψέλη,
κι όλα του τ” ακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της.
Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ” εφύσαγε τα χέρια
κ” εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ” τον πόνο•
κ” έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη
κ” έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη
πώς είν” η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.
Κ” εγέλασ” η μητέρα του και στράφηκε και τούπε:
Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις;
Έτσι μικρός είσαι και συ κ” έτσι σκληρά πληγώνεις.
 
Αλιείς
 
[1] Δυό γέροι ψαροκυνηγοί μαζ” ήταν πλαγιασμένοι
“πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ” στην πλεκτή καλύβα.
Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους•
τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια,
τ” αγκίστρια, τα δολώματα, τις πετονιές, τα δίχτυα•
τα βρόχια τους και τα κουπιά και τη γρηά τους βάρκα.
Και κάτω απ” τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι
ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.
Αυτά είν” όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων.
Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακα τους σκύλλο,
μηδέ φοβούνται από κλεψιά—η φτώχια τους φυλάει.
Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα
και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι
κ” οι δυό ψαράδες ξύπνησαν απ” της δουλειάς την έννοια•
εδιώξανε τον ύπνο τους κι άρχισαν να “μιλούνε:
—Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες
το καλοκαίρ” είν” πλιό μικρές που μεγαλών” η “μέρα•
Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη !…
Μην τύχη κ” εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες;
— Άδικα “βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ” ο καιρός από τον ίσιο δρόμο,
μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν.
— Μην ξέρεις απ” ονείρατα; γιατ” είδα απόψε κάτι,
κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης.
Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυό την ψαρική μας,
το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατα μας.
Θα το “ξηγήσης με τον νου και δε θε να λαθέψης•
γιατ” όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση,
εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης.
Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τί κανείς να κάνη”
πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;…
— Έλα, για λέγε τώνειρο, κι αφού το λες σ” εμένα,
στον σύντροφο σου τον παληό, καλά να το “στορήσης.
— Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ” τις δουλειές κομμένοι
(θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα
και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι)
είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ” ένα βράχο
τα ψάρια παραμόνευα μ” ένα μακρύ καλάμι.
Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι
γλυκάθηκε κ” ετσίμπησε και πιάστηκε σ” τ” αγκίστρι —
όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει
κ” εγ” όλο βλέπω ψαρικές και σ” τώνειρό μου ακόμα,—
λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ” αγκίστρι,
κ” εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι,
γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.
Μα όταν έσκυψα “μπροστά, εσάστισεν ο νους μου•
πώς μ” έν” αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι;
Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ” αγκίστρι
για να την νοιώση την πληγή σ” τα σπάραχνά του μέσα,
και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τ” ανασέρνω
και βλέπω πλούσια πληρωμή σ” τον τόσο μου τον κόπο,
ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.
Μ” αληθινά φοβήθηκα, γιατ” είπα μήπως είνε
κανένα ψάρι “ξωτικό η ψάρι μαγεμμένο.
Προσεκτικά ξεκάρφωσα τ” αγκίστρι από τα χείλη,
μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι•
τώρριξα απάνω σ” τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα
πως δε θε να πατήσω πια σ” το πέλαγος το πόδι,
παρά θα ζήσω σ” τη στεριά με το χρυσάφι πούχω.
Τα είδ” αυτά και “ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφε μου,
πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι
μ” αυτόν τον όρκο πώκανα μην πέσω σ” αμαρτία.
— Κ” εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι,
γιατί μηδ” όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες•
ήτανε ψεύτικ” όνειρο, κι αν θες να βγή σ” τ” αλήθεια,
ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας,
γιατί μ” ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνης.
----------------
Σημειώσεις:
1) Ἡ φτώχια, ὦ Διοφάντη, αὐτὴ σπρώχνει τὶς τέχνες,
αὐτὴ μᾶς δασκαλεύει νἀ κάνωμε δουλειά,
γιατὶ οἱ σκοτοῦρες οἱ σκληρὲς ταράζουν τὸν ἐργάτη τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται,
κι᾽ ἂν ξεχαστῆ καμμιὰ φορὰ καὶ κάνει νὰ τὸν πάρει,
ἔρχονται ὅλες ξαφνικὰ καὶ τοῦ χαλοῦν τὸν ὕπνο.
 
Λήναι ή Βάκχαι
 
Αγαύη κι Αυτονόη κ” Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες,
τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου
στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα
πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωροί κισσού κλωνάρια,
επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια
κ” έκαναν δώδεκα βωμούς σ” ολάνοιχτο λιβάδι,
εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.
Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ” από το κουτί των
και στους βωμούς τ” απίθωσαν μ” ευχές πολλές στο Βάκχο,
όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει.
Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο,
πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν.
Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως
έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας
εγκρέμισε κ” εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου
πούν” άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι.
Τότε κ” εκείνη εμάνιωσε κ” εμάνιωσαν κ” οι άλλες.
Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος,
κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα ως τη ζώνη,
έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.
Κ” είπεν ο δύστυχος Πενθεύς: «τί θέλετε. γυναίκες;».
«Τώρα θα “δης τί θέλομε» τούπεν η Αυτονόη.
Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη
τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι” ας ήταν,
και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας
του σύντριψε τον ώμο του μ” όλη την ωμοπλάτη•
τα ίδια κι απαράλλαχτα κ” η τρίτη η Αυτονόη•
κ” οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν
τ” απομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των,
κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα
φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.
Δε νοιάζομαι• μηδέ κανείς ας νοιάζεται για “κείνον
που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη,
άντρας απ” τη γυναίκα του ή και παιδί απ” τη μάννα•
εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους.
Πάντοτ” ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ” το Δία.
Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.
Χαίρε, Διόνυσε, που ο Ζευς σ” έβγαλ” απ” το μερί του
και σ” έρριξε στο Δράκανο το χιονοσκεπασμένο•
χαίρε, Σεμέλη, χαίρετε και σεις οι αδερφές της
κόρες του Κάδμου ηρωικές που δίκαια τιμωρείτε•
αυτό που εσείς εκάνατε τώχε προστάξει ο Βάκχος.
Κανείς ας μην καταφρονή ό,τι οι θεοί προστάζουν.
 
Οαριστύς
 
ΥΠΟΘΕΣΙΣ
Μέσα στὰ εἰδύλλια του Θεόκριτου ὁ Ὁαριστὺς εὶναι κατὰ βάθος τὸ πιὸ ερωτικό.
Ἕνας γιδοβοσκὸς καὶ μιὰ κόρη συναντιῶνται σὲ κάποιο βοσκοτόπι καὶ κουβεντιάζουν, καθὼς βόσκουν τὰ πρόβατά τους.
Ὁπως ἀρχίζει τὸ εἰδύλλιο, χωρὶς εἰσαγωγὴ, φαίνεται πὼς εἶναι συνέχεια ὁμιλίας τῶν δύο μικρῶν βοσκῶν, ποὺ κάπου ἐκεῖ θὰ ἔδιναν τὰ ραντεβοῦ τους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε.
ΚΟΡΗ (στίχος 11): « Οὐκ ἐθέλω· καὶ πρὶν με παρήπαφες ἁδέϊ μύθῳ », ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν τίτλο, ποὺ ἔχει τὸ ποίημα, φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ στενώτατες σχέσεις.
Ὁαριστὺς στὴν ἀρχαία ποιητικὴ γλῶσσα σημαίνει « συνομιλία » ποὺ γίνεται μὲ μεγάλη οἰκειότητα, στενὴ φιλία, σύνδεσμο ἀχώριστο.
Βέβαια ὁ ἔρωτας, ποὺ περιγράφει στὸ εἰδύλλιο αὐτὸ ὁ Θεόκριτος, δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχομε γιὰ τὴν ἰδεαλιστικὴ πλευρὰ τοῦ αἰσθήματος, μὰ ὁ Θεόκριτος εἶναι, ὅπως εἴπαμε καὶ στὰ προλεγόμενά μας, ἕνας ποιητὴς ρεαλιστὴς.
Ἂν κάποτε ὁ ρεαλισμός του θίγει τὰ ὅρια τοῦ ἐλευθερισμοῦ, αὐτὸ δὲν πρέπει, νομίζω, νὰ τὸ καταλογίσωμε εἰς βάρος του. Γνωρίζομε πόσο ἁπλὸς καὶ τρυφερὸς εἶναι στὴν ἔμπνευση του, καὶ πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε πὼς ἕνας ποιητὴς τόσο λυρικὸς, ἂν κάποτε ἐλευθεριάζει, τὸ κάνει τοῦτο, ἂς ποῦμε, σὰν ἕνα καρὺκευμα, ὄχι γιὰ νὰ βωμολοχήσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ δώσει ὅλο τὸ τοπικὸ χρῶμα.
ΚΟΡΗ
Καὶ τὴν Ἑλένη τὴ μυαλωμένη τὴν ἅρπαξεν ὁ Πάρις,
ἕνας βουκόλος.
ΔΑΦΝΙΣ
Πὲς πὼς αὐτὴ τὸν ἅρπαξε μ᾽ ἕνα φιλί της.
ΚΟΡΗ
Μὴ τὰ παραλές, σατυρίσκε• λένε πὼς ἕνα φίλημα εἶναι
ἕνα πρᾶμα κούφιο.
ΔΑΦΝΙΣ
Καὶ στ᾽ ἀδειανὰ φιλήματα ὑπάρχει μιὰ γλυκάδα.
ΚΟΡΗ
Σκουπίζω ἐγὼ τὸ στόμα μου καὶ φτύνω τὸ φιλί σου.
ΔΑΦΝΙΣ
Σκούπιζε σὺ τὰ χείλια σου καὶ δός μου τα νὰ τὰ φι-
λήσω πάλι.
ΚΟΡΗ
Καλός ᾽σαι τὶς δαμάλες γιὰ νὰ φιλᾶς κι᾽ ὄχι ἀνύπαν-
τρες κοπέλλες.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὴ καυχιέσαι• σὰν ὄνειρο θενὰ περάσει ἡ νιότη σου.
ΚΟΡΗ
Καὶ τὰ σταφύλια σὰν καμωθοῦν, γλυκιὲς σταφίδες γί-
νονται· κι᾽ ἂν τάχατες περάσει τὸ ρόδο, ἀπὸ τὰ φύλλα του
τὴν εὐωδιὰ θὰ χάσει;
ΔΑΦΝΙΣ
Πᾶμε ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὶς ἐλιές, γιὰ νὰ σοῦ πώ ἕνα λόγο.
ΚΟΡΗ
Δὲ θέλω• καὶ πρὶν μ᾽ ἔχεις γελάσει μ᾽ αὐτὸ τὸ λόγο
τὸ γλυκό.
ΔΑΦΝΙΣ
Πᾶμε ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὶς φτελιὲς ν᾽ ἀκούσεις τὴ φλο-
γέρα μου.
ΚΟΡΗ
Χαῖρε την μοναχός σου• δὲ μ᾽ ἀρέσει τὸ στριγγὸ τὸ
λάλημα.
ΔΑΦΝΙΣ
Ὠιμέ. Φοβᾶσαι τῆς Παφίας τὸ θυμὸ κι᾽ ἐσύ, κόρη.
ΚΟΡΗ
Ἂς πάει στὸ καλὸ ἡ Παφία• μονάχα φτάνει ἡ Ἄρτεμις
νὰ θέλει τὸ καλό μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὴ μιλᾶς ἔτσι, μὴ σὲ πληγώσει καὶ σὲ πιάσει στ᾽
ἀξεδιάλεχτά της δίχτυα.
ΚΟΡΗ
Ἂς ρίξει ὅσες σαγίττες θέλει• πάλιν ἐμένα ἡ Ἄρτεμις
θενὰ μὲ βοηθήσει.
ΔΑΦΝΙΣ
Δὲ θὰ ξεφύγεις ἀπ᾽ τὸν ἔρωτα, ὅπως καὶ καμμιὰ ἄλλη
δὲν ξὲφυγε παρθένα.
ΚΟΡΗ
Πολλοὶ μὲ γύρεψαν, μὰ ἐγὼ δὲν κύτταξα κανένα.
ΔΑΦΝΙΣ
Μὲ τοὺς πολλοὺς καὶ μένανε λογάριασε με τώρα.
ΚΟΡΗ
Μἀ τί να κάνω, φίλε μου, ποὺ ὁ γάμος ἔχει πίκρες;
ΔΑΦΝΙΣ
Πόνους δὲν ἔχει ἡ παντρειὰ καὶ πίκρες• χοροὺς ἔχει.
ΚΟΡΗ
Ναὶ, μὰ οἱ γυναῖκες, μοὔπανε πὼς τρέμουν τοὺς ἀντρά-
δες τους.
ΔΑΦΝΙΣ
Μᾶλλον αὐτὲς μᾶς κυβερνοῦν• ποιὸν τρέμουν οἱ γυναῖκες;
ΚΟΡΗ
Τρέμω τὴ γέννα• κάνει πληγὲς σκληρὲς ή Ἐλευθώ (1).
ΔΑΦΝΙΣ
Ἡ ξεγεννήτρα Ἄρτεμις θενὰ σὲ προστατέψει.
ΚΟΡΗ
Τρέμω, τὴ χάρη τοῦ κορμιοῦ, σὰν παντρευτῶ, μὴ χάσω.
ΔΑΦΝΙΣ
Νὰ μεγαλώνει θὰ τὴ δεῖς στὸ κάθε σου βλαστάρι.
ΚΟΡΗ
Ἂν γίνω ταίρι σου, σὰν τί ριγάλο θὰ μοῦ κάνεις ;
ΔΑΦΝΙΣ
Θἄχεις τὰ δάση, τὰ σουριὰ (2) κι᾽ αὐτὰ τὰ βοσκοτόπια.
ΚΟΡΗ
Ὁρκίσου με πὼς ἔπειτα δὲ θὰ μὲ παρατήσεις.
ΔΑΦΝΙΣ
Στὸν Πᾶνα σοῦ τ᾽ ὀρκίζομαι κι᾽ἀκόμα ἂν σὺ μὲ διώξεις.
ΚΟΡΗ
Ἑτοίμασες καὶ σπιτικὰ κι᾽ αὐλόγυρο καὶ στάνη;
ΔΑΦΝΙΣ
Ἔχω φτιασμένο σπιτικὸ κι᾽ ἔχω καὶ βοσκοτόπια.
ΚΟΡΗ
Μὰ σὰν τὸ μάθῃ ὁ γέρος μου ὁ πατέρας τί θὰ γίνω;
ΔΑΦΝΙΣ
Φτάνει ν᾽ ἀκούσει τ᾽ ὄνομα μονάχα ποὺ σοῦ δίνω.
ΚΟΡΗ
Πὲς μου, λοιπόν, πῶς λέγεσαι, γιὰ νὰ χαρῆ ἡ
καρδιὰ μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Ὁ Δάφνις, τοῦ Λυκίδα γιὸς καὶ μάννα μου ἡ Νομαία
ΚΟΡΗ
Ἀπὸ εὐγενεῖς• ἀλλὰ κι᾽ ἐγὼ δὲν πάγω παρακάτω.
ΔΑΦΝΙΣ
Τὸ ξέρω, εἶσαι ἡ εὐγενικιὰ ἡ κόρη τοῦ Μενάλκα.
ΚΟΡΗ
Δεῖξε μου τὰ ρουμάνια σου, τὶς στάνες νὰ ξανοίξω.
ΔΑΦΝΙΣ
Κύττα τὰ βεργολυγερὰ ἐκεῖνα κυπαρίσσια.
ΚΟΡΗ
Βόσκετε, γίδες μου, νὰ δῶ τὸ βιὸς τοῦ ἀγελαδάρη.
ΔΑΦΝΙΣ
Βόσκετε, βώδια μου καλά, νὰ δείξω στὴν παρθένα.
ΚΟΡΗ
Τι κάνεις, σάτυρε, γιατὶ τὸν κόρφο μου μοῦ πιάνεις;
ΔΑΦΝΙΣ
Νὰ μάθης πῶς καμώνονται τὰ μῆλα μὲ τὴν ὥρα τους.
ΚΟΡΗ
Ἀνατριχιάζω, τράβηξε τὸ χέρι σου ἀπὸ μέσα.
ΔΑΦΝΙΣ
Τί μὲ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου, καὶ τρέμεις, φοβιτσιάρα;
ΚΟΡΗ
Μέσα στὴ λάσπη μ᾽ ἔρριξες• πάει τὸ φόρεμά μου.
ΔΑΦΝΙΣ
Γιὰ δὲς ποὺ σοὖστρωσα προβιὰ γιὰ τὰ φορέματά σου.
ΚΟΡΗ
Ἀλλοίμονό μου• μὰ γιατί μοῦ λύνεις τὸ ζωνάρι;
ΔΑΦΝΙΣ
Εἶναι τὸ πρῶτο τάμα μου ποὺ δίνω στὴν Παφία.
ΚΟΡΗ
Στάσου, γιατὶ μοῦ φάνηκαν πατημασιὲς ᾽κεῖ πέρα.
ΔΑΦΝΙΣ
Τὄνα μὲ τ᾽ ἄλλο ἀναμιλοῦν γιὰ μᾶς τὰ κυπαρίσσια.
ΚΟΡΗ
Μοῦ ξέσκισες τὸ φόρεμα καὶ μ᾽ ἄφησες ὁλόγυμνη.
ΔΑΦΝΙΣ
Θενὰ σοῦ δώσω ἕνα ἄλλο ἐγὼ καλύτερο ἀπ᾽ αὐτό.
ΚΟΡΗ
Λὲς ὅλο θὰ μοῦ δώσεις, κι᾽ ἀπύστερα δὲ θενὰ ᾽δῶ οὔτε
ἁλατιοῦ σπειρί.
ΔΑΦΝΙΣ
Γιὰ σένανε θὲ νάδινα κι᾽ αὐτὴ μου τὴν ψυχή.
ΚΟΡΗ
Μὴ μοῦ θυμώνεις, Ἄρτεμις• ἡ ἐρημιά σου εἶναι ἄπιστη.
ΔΑΦΝΙΣ
Στὸν Ἔρωτα θυσία θὰ κάνω μιὰ δαμάλα, κι᾽ ἀκόμα
μιὰ ἀγελάδα στὴν Ἀφροδίτη τὴ θεά.
ΚΟΡΗ
Παρθένα ἦβγα ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, καὶ θὰ στραφῶ γυναίκα.
ΔΑΦΝΙΣ
Γυναίκα, μάννα ὅμως παιδιῶν ποὺ θὰ τὰ μεγαλώνεις.
Ἔτσι μιλοῦσαν χαμηλὰ, κι᾽ ἀφοῦ τὴ νιότη τους δρο-
σίσανε, ἀφήσανε τὴ στρώση τους, κι᾽ ἡ κόρη τράβηξε ἀπ᾽
τὴ μιὰ τὰ γίδια νὰ βοσκήσει μὲ μάτια χαμηλὰ, μὰ καὶ
κρυφὴ χαρὰ, κι᾽ ἐκεῖνος ἀπ᾽ τὴν ἄλλη στῶν ταύρων τὸ κο-
πάδι χαρούμενος ἐτράβηξε.
-------------------
Σημειώσεις:
1. Θεὰ τοῦ τοκετοῦ. Ἴσως ἀπὸ τὸ «ἐλευθερῶ».
2. Κοπάδι πρόβάτων.
 
Βουκολίσκος
 
Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ’ την Ευνίκη
κ’ εκείνη μ’ αναγέλασε και τέτοια λόγια μούπε:
- «Γρεμίσου, κακορρίζικε, και φύγε από κοντά μου!
Βοσκός εσύ πως τόλμησες φιλί να μου ζητήσης;
Εγώ δεν συνήθισα να με φιλούν χωριάτες
μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυό μου χείλη.
Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσης.
Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι όμορφα χωρατεύεις
κ’ είν’ απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια
κ’ έχεις γένεια μαλακά κι όμορφα τα μαλλιά σου!
Τα χείλη σου έχουν αρρωστιά κ’ έχεις τα χέρια μαύρα
κ’ η μυρουδιά σου είναι κακιά• φύγε μη με λερώνεις».
Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυνε μεσ’ στον κόρφο
κι αδιάκοπα μ’ εκοίταζεν απ’ την κορφή ως τα νύχια
και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε
κ’ έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκειά ομορφιά της
άπονα με περίπαιξε μ’ ένα συρτό της γέλιο.
Κ’ εμένα μέσα μου έβρασε κ’ εκόχλασε το αίμα
κι από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ’ η θωριά μου
όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν’ απ’ τη δροσούλα!
Κ’ έφυγε, με παράτησε• κ’ εμέ ο θυμός με πνίγει
πώς έτσι μ’ επερίπαιξε με τόσες χάρις πού’ χω.
Βοσκοί, δεν είμ’ ομορφονιός; Πέτε μου την αλήθεια•
ή μήπως άξαφν’ ο θεός άλλαξε τη θωριά μου;
Γιατ’ άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε
κ’ εσκέπαζε κ’ εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου,
όπως του δέντρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει•
και τα μαλλιά σαν σέλινα μου πέφταν στα μηλίγγια
κ’ είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ’ τα μαύρα φρύδια,
κ’ ήταν τα δυό τα μάτια μου πιο χαρωπά απ’ τα μάτια
της Αθηνάς της όμορφης και της γαλανομάτας,
κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι,
κ’ έβγαινεν απ’ το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου
κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ’ την κυρήθρα
κ’ ήταν και το τραγούδι μου γλυκό-γλυκό κ’ εκείνο,
είτε φλογέρα έπαιζα, σουραύλι, είτε καλάμι•
και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες,
όλες με βρίσκαν όμορφο κι όλες των μ’ αγαπούσαν.
και μόνο εκείνη, η χωριανή, δε μού’ δειξεν αγάπη
παρά με καταφρόνεσε γιατ’ είμαι βοϊδολάτης.
Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βόδια στα λιβάδια
έβοσκεν ο Διόνυσος, ο όμορφος γιός του Δία;
Τάχα δεν ξέρ’ η άπονη πως ένα βοϊδολάτη
κ’ η Αφροδίτη αγάπησε κ’ ήταν τρελλή για κείνον
και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα,
κι αγάπησε τον Άδωνι μες στα πυκνά λαγκάδια,
και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη;
Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης;
μα τόσο τον αγάπησε κ’ εκείνον η Σελήνη
πού’ φευγεν απ’ τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη
και στις χαράδρες πήγαινε κ’ επλάγιαζε μαζί του.
Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαίς το βοϊδολάτη;
Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη;
Μόνο η Ευνίκη, πιο όμορφη τάχα κι απ’ την Κυβέλη
κι απ’ τη Σελήνη πιο όμορφη κι από την Αφροδίτη,
αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη.
Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ’ εμπρός μην αγαπάς εκείνον,
μη τον γυρεύεις στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα,
μα μόνη κι ολομόναχη τη νύχτα να κοιμάσαι.