λέγεις τάδ᾽ ἡμῖν, ἢ βεβῶτος ἐκ δόμων;
ΗΛ. ἦ κάρτα. μὴ δόκει μ᾽ ἄν, εἴπερ ἦν πέλας,
θυραῖον οἰχνεῖν· νῦν δ᾽ ἀγροῖσι τυγχάνει.
ΧΟ. ἦ δὴ ἂν ἐγὼ θαρσοῦσα μᾶλλον ἐς λόγους
315 τοὺς σοὺς ἱκοίμην, εἴπερ ὧδε ταῦτ᾽ ἔχει.
ΗΛ. ὡς νῦν ἀπόντος ἱστόρει· τί σοι φίλον;
ΧΟ. καὶ δή σ᾽ ἐρωτῶ, τοῦ κασιγνήτου τί φής,
ἥξοντος, ἢ μέλλοντος; εἰδέναι θέλω.
ΗΛ. φησίν γε· φάσκων δ᾽ οὐδὲν ὧν λέγει ποεῖ.
320 ΧΟ. φιλεῖ γὰρ ὀκνεῖν πρᾶγμ᾽ ἀνὴρ πράσσων μέγα.
ΗΛ. καὶ μὴν ἔγωγ᾽ ἔσωσ᾽ ἐκεῖνον οὐκ ὄκνῳ.
ΧΟ. θάρσει· πέφυκεν ἐσθλός, ὥστ᾽ ἀρκεῖν φίλοις.
ΗΛ. πέποιθ᾽, ἐπεί τἂν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ.
ΧΟ. μὴ νῦν ἔτ᾽ εἴπῃς μηδέν· ὡς δόμων ὁρῶ
325 τὴν σὴν ὅμαιμον, ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν,
Χρυσόθεμιν, ἔκ τε μητρός, ἐντάφια χεροῖν
φέρουσαν, οἷα τοῖς κάτω νομίζεται.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
τίν᾽ αὖ σὺ τήνδε πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις
ἐλθοῦσα φωνεῖς, ὦ κασιγνήτη, φάτιν,
330 κοὐδ᾽ ἐν χρόνῳ μακρῷ διδαχθῆναι θέλεις
θυμῷ ματαίῳ μὴ χαρίζεσθαι κενά;
καίτοι τοσοῦτόν γ᾽ οἶδα κἀμαυτήν, ὅτι
ἀλγῶ ᾽πὶ τοῖς παροῦσιν· ὥστ᾽ ἄν, εἰ σθένος
λάβοιμι, δηλώσαιμ᾽ ἂν οἷ᾽ αὐτοῖς φρονῶ.
335 νῦν δ᾽ ἐν κακοῖς μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ,
καὶ μὴ δοκεῖν μὲν δρᾶν τι, πημαίνειν δὲ μή.
τοιαῦτα δ᾽ ἄλλα καὶ σὲ βούλομαι ποεῖν.
καίτοι τὸ μὲν δίκαιον, οὐχ ᾗ ᾽γὼ λέγω,
ἀλλ᾽ ᾗ σὺ κρίνεις. εἰ δ᾽ ἐλευθέραν με δεῖ
340 ζῆν, τῶν κρατούντων ἐστὶ πάντ᾽ ἀκουστέα.
***
310 ΧΟΡ. Μα δε μας λες, έτσι που εδώ μιλούμε,ο Αίγιστος είναι μέσα ή λείπει κάπου;
ΗΛΕ. Και βέβαια λείπει·γιατί μην πιστέψεις
πως θα ᾽βγαινα έξω από την πόρτ᾽ αν ήταν
εδώ· βρίσκεται τώρα στα χωράφια.
ΧΟΡ. Τότε λοιπόν πιο ελεύθερα μπορούσα
μαζί σου ν᾽ ανοιχτώ για όσα μας είπες.
ΗΛΕ. Μα ναι· σίγουρη πια, λέγε ό,τι θέλεις.
ΧΟΡ. Νά, θα ᾽θελα να μάθω: ο αδερφός σου
είναι για νά ᾽ρθει, ή θεν᾽ αργήσει ακόμα;
ΗΛΕ. Όλο το λέει· μα ό,τι λέει δεν κάνει.
320 ΧΟΡ. Πάντα του αργεί κανείς σ᾽ έργα μεγάλα.
ΗΛΕ. Όχι κι εγώ, σαν ήταν να τον σώσω.
ΧΟΡ. Έχε θάρρος· είναι φύση γενναία
και δε θ᾽ αφήσει ο Ορέστης τους δικούς του.
ΗΛΕ. Ναι, το πιστεύω· αλλιώς, θα ζούσ᾽ ακόμα;
ΧΟΡ. Μη λες πια τώρα τίποτα· γιατί
βγαίνει από μέσα, βλέπω, η αδερφή σου
κι αίμα σου από πατέρα και μητέρα,
η Χρυσόθεμη, μ᾽ εντάφια στα χέρια
που ορίζει ο νόμος για τους πεθαμένους.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΗ
Τί ᾽ναι αυτά πάλι που ήρθες, αδερφή μου,
στην εξώθυρα εμπρός και ξεφωνίζεις;
330 Τόσος καιρός, και δε θέλεις ακόμα
να μάθεις να μην παραδίνεσ᾽ έτσι
του κάκου στο ανωφέλευτό σου πάθος;
Βέβαια κι εγώ το ξέρω τί υποφέρω
απ᾽ αυτή την κατάσταση, κι αν είχα
τη δύναμη, θα το ᾽δειχνα ποιά τρέφω
αισθήματα γι᾽ αυτούς μες στην καρδιά μου·
μα τώρα, μες στη δυστυχία, το παίρνω
απόφαση να πλέω με τα πανιά
κατεβασμένα και να μην πιστεύω
πως βλάφτω, ενώ τίποτα δεν τους κάνω.
Έτσι και συ θέλω να κάνεις· αν και
δεν είναι όπως το λέγω εγώ το δίκιο,
μα όπως το κρίνεις συ· κι όμως, αν θέλω
ελεύθερη να ζω, πρέπει στα πάντα
340 να υπακούω σ᾽ αυτούς που εξουσιάζουν.