ΟΔ. πόλλ᾽ ἂν λέγειν ἔχοιμι πρὸς τὰ τοῦδ᾽ ἔπη,
εἴ μοι παρείκοι· νῦν δ᾽ ἑνὸς κρατῶ λόγου.
οὗ γὰρ τοιούτων δεῖ, τοιοῦτός εἰμ᾽ ἐγώ·
1050 χὥπου δικαίων κἀγαθῶν ἀνδρῶν κρίσις,
οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν᾽ εὐσεβῆ.
νικᾶν γε μέντοι πανταχοῦ χρῄζων ἔφυν,
πλὴν ἐς σέ· νῦν δὲ σοί γ᾽ ἑκὼν ἐκστήσομαι.
ἄφετε γὰρ αὐτόν, μηδὲ προσψαύσητ᾽ ἔτι·
1055 ἐᾶτε μίμνειν. οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν,
τά γ᾽ ὅπλ᾽ ἔχοντες ταῦτ᾽· ἐπεὶ πάρεστι μὲν
Τεῦκρος παρ᾽ ἡμῖν, τήνδ᾽ ἐπιστήμην ἔχων,
ἐγώ θ᾽, ὃς οἶμαι σοῦ κάκιον οὐδὲν ἂν
τούτων κρατύνειν, μηδ᾽ ἐπιθύνειν χερί.
1060 τί δῆτα σοῦ δεῖ; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν.
ἡμεῖς δ᾽ ἴωμεν. καὶ τάχ᾽ ἂν τὸ σὸν γέρας
τιμὴν ἐμοὶ νείμειεν, ἣν σὲ χρῆν ἔχειν.
ΦΙ. οἴμοι· τί δράσω δύσμορος; σὺ τοῖς ἐμοῖς
ὅπλοισι κοσμηθεὶς ἐν Ἀργείοις φανῇ;
1065 ΟΔ. μή μ᾽ ἀντιφώνει μηδέν, ὡς στείχοντα δή.
ΦΙ. ὦ σπέρμ᾽ Ἀχιλλέως, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι
γενήσομαι προσφθεγκτός, ἀλλ᾽ οὕτως ἄπει;
ΟΔ. χώρει σύ· μὴ πρόσλευσσε, γενναῖός περ ὤν,
ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς.
1070 ΦΙ. ἦ καὶ πρὸς ὑμῶν ὧδ᾽ ἐρῆμος, ὦ ξένοι,
λειφθήσομαι δὴ κοὐκ ἐποικτερεῖτέ με;
ΧΟ. ὅδ᾽ ἐστὶν ἡμῶν ναυκράτωρ ὁ παῖς. ὅσ᾽ ἂν
οὗτος λέγῃ σοι, ταῦτά σοι χἡμεῖς φαμεν.
ΝΕ. ἀκούσομαι μὲν ὡς ἔφυν οἴκτου πλέως
1075 πρὸς τοῦδ᾽· ὅμως δὲ μείνατ᾽, εἰ τούτῳ δοκεῖ,
χρόνον τοσοῦτον, εἰς ὅσον τὰ τῆς νεὼς
στείλωσι ναῦται καὶ θεοῖς εὐξώμεθα.
χοὖτος τάχ᾽ ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι
λῴω τιν᾽ ἡμῖν. νὼ μὲν οὖν ὁρμώμεθον,
1080 ὑμεῖς δ᾽, ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς.
***
ΧΟΡ. Βαρύς και βαριά λόγια σου ᾽πε κι ούτε
στη δυστυχία να υποταχθεί δε λέει.
ΟΔΥ. Θα ᾽χα πολλά να λέω σ᾽ αυτά πού ειπε,
αν ο καιρός το συγχωρούσε· τώρα
ένα μονάχα λόγο εξουσιάζω:
Όπου τέτοιοι χρειάζουνται, είμαι τέτοιος
εγώ· κι όπου είναι πάλι να κριθούνε
1050 οι δίκαιοι κι οι ενάρετοι, κανένα
δε θα ᾽βρισκες καλύτερο από μένα.
Μα έτσι βέβαια γεννήθηκα, να θέλω
να ᾽χω παντού τη νίκη πάνω σ᾽ όλους —
έξω από σένα· γιατί τώρα εμπρός σου
θα το θελήσω εγώ να υποχωρήσω.
Αφήστε του τα χέρια· τραβηχτείτε
και παρατήστε τον εδώ· καμιά σου
ανάγκη πια δεν έχομε, μια πού ειναι
τα τόξ᾽ αυτά δικά μας· στο στρατό μας
είναι κι ο Τεύκρος, πὄχει αυτή την τέχνη,
και ᾽γώ πιστεύω πως καθόλου κάτω
από σένα δεν πέφτω, ούτε στου τόξου
το χειρισμό κι ούτε στο ίσιο σημάδι.
Τί σε χρειαζόμαστε λοιπόν εσένα;
1060 Χαίρε και χαίρου τη Λήμνο σου· εμείς
πηγαίνομε· κι ίσως το δώρο αυτό,
που σου είχαν δώσει για τιμή, μου φέρει
εμένα την τιμή πού ηταν συ να ᾽χεις.
ΦΙΛ. Αχ, τί να κάμω ο δύστυχος; εσύ
με τα δικά μου τα όπλα στολισμένος
θα παρουσιαστείς μπρος στους Αργείους;
ΟΔΥ. Δεν έχω πια ν᾽ ακούσω λόγο· φεύγω.
ΦΙΛ. Ω σπέρμα του Αχιλλέα, ούτε τη δική σου
θ᾽ ακούσω καν φωνή, μα έτσι θα φύγεις;
ΟΔΥ. Προχώρει εσύ, μην τον κοιτάζεις, αν και
γενναίος είσαι, μη μου τα χαλάσεις.
1070Φ ΙΛ. Μα και σεις, φίλοι, θα μ᾽ αφήσετ᾽ έρμον
έτσι και δε θενα με σπλαχνιστείτε;
ΧΟΡ. Κύριος του καραβιού μας είναι ο νέος
αυτός κι ό,τι να πει, τα ίδια θα λέμε.
ΝΕΟ. Θ᾽ ακούσω βέβαι᾽ απ᾽ αυτόν πως είμαι
γεμάτος ψυχοπόνια, μ᾽ αν το θέλει
κι ο Φιλοχτήτης, μείνετε, ώσπου οι ναύτες
το καράβι ετοιμάσουνε και στους θεούς
προσευχηθούμε· ίσως κι αυτός σε τούτο
το μεταξύ πιο φρόνιμη να πάρει
απόφαση. Λοιπόν οι δυο μας τώρα
πηγαίνομε και σεις έτοιμοι να ᾽στε,
1080 ευτύς που σας καλέσομε, να ᾽ρθείτε.
στη δυστυχία να υποταχθεί δε λέει.
ΟΔΥ. Θα ᾽χα πολλά να λέω σ᾽ αυτά πού ειπε,
αν ο καιρός το συγχωρούσε· τώρα
ένα μονάχα λόγο εξουσιάζω:
Όπου τέτοιοι χρειάζουνται, είμαι τέτοιος
εγώ· κι όπου είναι πάλι να κριθούνε
1050 οι δίκαιοι κι οι ενάρετοι, κανένα
δε θα ᾽βρισκες καλύτερο από μένα.
Μα έτσι βέβαια γεννήθηκα, να θέλω
να ᾽χω παντού τη νίκη πάνω σ᾽ όλους —
έξω από σένα· γιατί τώρα εμπρός σου
θα το θελήσω εγώ να υποχωρήσω.
Αφήστε του τα χέρια· τραβηχτείτε
και παρατήστε τον εδώ· καμιά σου
ανάγκη πια δεν έχομε, μια πού ειναι
τα τόξ᾽ αυτά δικά μας· στο στρατό μας
είναι κι ο Τεύκρος, πὄχει αυτή την τέχνη,
και ᾽γώ πιστεύω πως καθόλου κάτω
από σένα δεν πέφτω, ούτε στου τόξου
το χειρισμό κι ούτε στο ίσιο σημάδι.
Τί σε χρειαζόμαστε λοιπόν εσένα;
1060 Χαίρε και χαίρου τη Λήμνο σου· εμείς
πηγαίνομε· κι ίσως το δώρο αυτό,
που σου είχαν δώσει για τιμή, μου φέρει
εμένα την τιμή πού ηταν συ να ᾽χεις.
ΦΙΛ. Αχ, τί να κάμω ο δύστυχος; εσύ
με τα δικά μου τα όπλα στολισμένος
θα παρουσιαστείς μπρος στους Αργείους;
ΟΔΥ. Δεν έχω πια ν᾽ ακούσω λόγο· φεύγω.
ΦΙΛ. Ω σπέρμα του Αχιλλέα, ούτε τη δική σου
θ᾽ ακούσω καν φωνή, μα έτσι θα φύγεις;
ΟΔΥ. Προχώρει εσύ, μην τον κοιτάζεις, αν και
γενναίος είσαι, μη μου τα χαλάσεις.
1070Φ ΙΛ. Μα και σεις, φίλοι, θα μ᾽ αφήσετ᾽ έρμον
έτσι και δε θενα με σπλαχνιστείτε;
ΧΟΡ. Κύριος του καραβιού μας είναι ο νέος
αυτός κι ό,τι να πει, τα ίδια θα λέμε.
ΝΕΟ. Θ᾽ ακούσω βέβαι᾽ απ᾽ αυτόν πως είμαι
γεμάτος ψυχοπόνια, μ᾽ αν το θέλει
κι ο Φιλοχτήτης, μείνετε, ώσπου οι ναύτες
το καράβι ετοιμάσουνε και στους θεούς
προσευχηθούμε· ίσως κι αυτός σε τούτο
το μεταξύ πιο φρόνιμη να πάρει
απόφαση. Λοιπόν οι δυο μας τώρα
πηγαίνομε και σεις έτοιμοι να ᾽στε,
1080 ευτύς που σας καλέσομε, να ᾽ρθείτε.