Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

4.4.Γ. Λυρική ποίηση


Ο λυρισμός ξανανθίζει στα ελληνιστικά χρόνια, όπου δίπλα στα γνωστά μας είδη ακμάζουν τρία ακόμα: το επύλλιο, το ειδύλλιο, που τώρα πρωτοεμφανίζεται, και ο παραμελημένος λογοτεχνικός μίμος, ο μιμίαμβος. Χαρακτηριστικό ότι οι ποιητές καλλιέργησαν καθένας περισσότερα από ένα ποιητικά, και όχι μόνο ποιητικά, είδη. Κοινή σε όλους η αγάπη για το κατεξοχήν αλεξανδρινό λυρικό είδος, το επίγραμμα.

Τα αλεξανδρινά επιγράμματα είναι ποικίλα: θρηνητικά, αναθηματικά, ερωτικά, πολεμικά, σατιρικά, συμποτικά[1] κλπ. - και μας έχουν σωθεί πολλά, γιατί γρήγορα βρέθηκαν ποιητές και λόγιοι να τα συγκεντρώσουν σε ανθολογίες, που η καθεμιά τους αντίγραφε και επαύξανε τις προηγούμενες.[2] Ένα βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα μάς διασώζει την Ἑλληνική ἀνθολογία, όπως την ονομάζουμε, που περιέχει πάνω από 4000 δίστιχα, τετράστιχα ή και κάπως μεγαλύτερα επιγράμματα, τα περισσότερα αλεξανδρινά.

Από την Ελληνική ανθολογία μάς είναι γνωστοί πλήθος αξιόλογοι επιγραμματοποιοί, που γεωγραφικά καλύπτουν όλο τον ελληνικό χώρο και χρονολογικά ολόκληρη την Ελληνιστική εποχή. Ενδεικτικά μόνο σημειώνουμε τον Λεωνίδα από τον Τάραντα, τον Φάλαικο από τη Φωκίδα, τον Ποσείδιππο από την Πέλλα, τον Ηράκλειτο από την Αλικαρνασσό, τον Διοσκουρίδη από την Αλεξάνδρεια - και δύο ποιήτριες: την Ανύτη από την Τεγέα, που έγραψε επιτάφια επιγράμματα για το τριζόνι της και για τον πετεινό της, και τη Νόσση από την Κάτω Ιταλία, που σε ένα της επίγραμμα στέλνει χαιρετισμό στη Σαπφώ.

Ονομαστός για τα ερωτικά και συμποτικά του επιγράμματα ήταν ο Ασκληπιάδης από τη Σάμο (4ος/3ος π.Χ. αι.). Στα σαράντα πάνω κάτω έργα του που μας σώθηκαν απαντά συχνά ο μικρός τοξότης Έρωτας, γνωστός και από τις απεικονίσεις της εποχής. Δικό του είναι και το χαριτωμένο παρακλαυσίθυρο επίγραμμα (Ελληνική ανθολογία 5.188):

Μεγάλη νύχτα, χαλασμός, η πούλια πάει να δύσει,
κι εγώ μπροστά στην πόρτα της έρχομαι και μουσκεύω
.

Ελάχιστα μόνο αποσπάσματα και δύο επιγράμματα σώθηκαν από το πλούσιο έργο του Φιλίτα, φιλόλογου και ποιητή από την Κω, που έζησε και δίδαξε στο γύρισμα του 4ου προς τον 3ο π.Χ. αιώνα· όμως η φήμη και η επίδρασή του, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες των διαδόχων του ποιητών, Ελλήνων και Ρωμαίων, ήταν μεγάλη. Τα ποιήματά του ήταν ποικίλα, άλλα ευτράπελα (Παίγνια), άλλα ερωτικά, άλλα αφηγηματικά, όπως η Δήμητρα σε ελεγειακούς και ο Ἑρμῆς σε εξάμετρους στίχους (το τελευταίο με θέμα τον κρυφό έρωτα της Πολυμήλης, κόρης του Αιόλου, με τον Οδυσσέα). Ως φιλόλογος ο Φιλίτας ασχολήθηκε με τον Όμηρο και ακόμα μάζεψε σπάνιες και διαλεκτικές λέξεις, κατάλληλες να αξιοποιηθούν στη λόγια ποίηση της εποχής του. Μαθητές του ήταν ο Πτολεμαίος Β', ο Ζηνόδοτος, ο Θεόκριτος, και ο Ερμησιάνακτας.

Ακολουθώντας τον δρόμο που είχαν ανοίξει ο Μίμνερμος και ο Αντίμαχος, ο Ερμησιάνακτας από την Κολοφώνα σύνθεσε ερωτικές ελεγείες, αφηγηματικές, και τους έδωσε το όνομα της αγαπημένης του Λεόντιον.[3] Μας σώθηκε ένα μεγάλο απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο, όπου παρουσιάζοντας τους έρωτες των προκατόχων του ποιητών έγραψε, κοντά σε άλλα παράδοξα, πως ο Όμηρος είχε αγαπήσει την Πηνελόπη, και πως γι᾽ αυτό και μόνο ύμνησε ένα νησί μικρό σαν την Ιθάκη.

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ (περ. 305-240 π.Χ.)

Μέγα βιβλίον μέγα κακόν.[4]

Ο διασημότερος ποιητής της Αλεξανδρινής εποχής γεννήθηκε στην Κυρήνη, αλλά νέος μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, όπου για ένα διάστημα δούλεψε ως γραμματοδιδάσκαλος. Αργότερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη, χωρίς ποτέ να οριστεί προϊστάμενός της, ίσως γιατί οι πρωτοποριακές ιδέες του για την ποιητική τέχνη προκαλούσαν διαφωνίες.

Προεξοφλώντας τις τάσεις της εποχής του, ο Καλλίμαχος θέλησε όχι τόσο να ανατρέψει όσο να ανανεώσει την ποιητική παράδοση. «Το εχθρεύομαι το ποίημα το κυκλικό», έγραψε σε ένα του επίγραμμα (28), εννοώντας τα μακρόπνοα έπη που σαν τα ομηρικά εξακολουθούσαν με παχιά λόγια να υμνούν τις δόξες των ηρώων και συνέχισε: «δεν μ᾽ ευχαριστεί ο δρόμος που τον περπατούν πολλοί πάνω και κάτω… » Ιδανικό του ήταν, όπως του είχε τάχα συστήσει ο Απόλλωνας (Αίτια 1.25-34), να αναζητά «δρόμους απάτητους, στενούς», να συνθέτει έργα ὀλιγόστιχα, πρωτότυπα, κομψά, διακριτικά - σαν «τον ήχο του τζίτζικα», όχι σαν «το θόρυβο του γαϊδάρου». Τέτοιες προκλητικές ιδέες και εκφράσεις φυσικό ήταν να προκαλέσουν αντιδράσεις από άλλους ποιητές, που τον κατηγόρησαν ότι δεν ήταν άξιος να γράψει μεγάλα έργα· και εκείνος συνέχισε την πολεμική ονομάζοντάς τους «Τελχίνες» (κακόβουλους δαίμονες) και «άσχετους, που δεν τους αγάπησαν οι Μούσες» (Αίτια 1.1-2).

Ο Καλλίμαχος έγραψε πολλά. Ως φιλόλογος κατάρτισε τους Πίνακες τῶν ἐν πάσῃ παιδείᾳ διαλαμψάντων καὶ ὧν συνέγραψαν, τεράστιο έργο σε 120 βιβλία, μια πρώτη γραμματολογία που παρουσίαζε καταταγμένους κατά λογοτεχνικά είδη όλους τους προγενέστερους συγγραφείς, με τη βιογραφία και τους τίτλους των έργων τους.

Τα ποικίλα του επιστημονικά ενδιαφέροντα και το συλλεκτικό του πάθος μαρτυρούν πολλά ακόμα, χαμένα σήμερα, έργα του σε πεζό: διατριβές όπως οι Περὶ ἀνέμων, Περὶ νυμφῶν, Περὶ ὀρνίθων, Περὶ τῶν ἐν τῇ οἰκουμένῃ ποταμῶν, Περὶ ἀγώνων, και ακόμα έργα όπως το Βαρβαρικὰ νόμιμα, για τα έθιμα των ξένων λαών, και η Θαυμάτων τῶν εἰς ἅπασαν τὴν γῆν κατὰ τόπους συναγωγή, όπου είχε συγκεντρώσει όλα του κόσμου τα «παράδοξα»· παράδειγμα: «λέει ο Τίμαιος ότι από τα ποτάμια της Ιταλίας ο Κράθης ξανθίζει τις τρίχες» (απόσπ. 46 Pf.).

Τεράστια ήταν και η ποιητική του παραγωγή: ιαμβικά ποικίλα ποιήματα, ελεγείες, επύλλια, επίνικοι κλπ., και ένα δυσφημιστικό - καταραστικό για κάποιον εχθρό του, ο Ἶβις (αιγυπτιακό πουλί ρυπαροφάγον).

Σημαντικότερο έργο του θεωρούνται τα Αἴτια, μια σειρά από σύντομες αφηγηματικές ελεγείες, όπου ο ποιητής ρωτούσε τάχα τις Μούσες, και εκείνες του απαντούσαν εκθέτοντας τις αιτίες που προκάλεσαν ορισμένες ονομασίες, γιορτές, έθιμα, φαινόμενα κλπ.· παράδειγμα ο Πλόκαμος της Βερενίκης, που αιτιολογεί τον ομώνυμο αστερισμό.[5] Ονομαστό ήταν και το επύλλιο Ἑκάλη, όπου ο Θησέας, στον δρόμο του να εξοντώσει τον ταύρο του Μαραθώνα, νύχτα με κοσμοχαλασιά κατάφυγε στο φτωχικό μιας γριάς, της Εκάλης, που τον καλοσκάμνισε. Στον γυρισμό τη βρήκε νεκρή και την ετίμησε, δίνοντας το όνομα της σε ένα δήμο[6] και καθιερώνοντας ως αττική γιορτή τα Ἑκαλήσια (ἱερά). Έτσι, στο ηρωικό θέμα εισάγεται ως κεντρικό πρόσωπο μια γριούλα, περιγράφονται σκηνές λιτής φιλοξενίας με ψωμί κι ελιές - και αιτιολογούνται το όνομα ενός δήμου και μια γιορτή.

Τα παραπάνω έργα έχουν όλα χαθεί. Σώθηκαν όμως πολλά, μικρά ή μεγαλύτερα, αποσπάσματα, άλλα από την έμμεση παράδοση, άλλα από παπύρους, και κάποιες περιλήψεις, που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μιαν αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για τη μορφή και το περιεχόμενό τους.

Ολόκληροι μας σώθηκαν μόνο έξι Ὕμνοι σε διάφορους θεούς, που σε πολλά θυμίζουν τους Ομηρικούς ύμνους, σε πολλά όχι, καθώς ο Καλλίμαχος θέλησε και μπόρεσε να παραλλάξει το υμνητικό είδος επιλέγοντας μύθους μαρτυρημένους αλλά σπάνιους,[7] ποικίλλοντας τη λογιότητα με το χιούμορ και τη διήγηση με τη θεατρική παρουσίαση, παρεμβάλλοντας στοιχεία πολεμικής για τους αντιπάλους του και κολακείας για τους Πτολεμαίους. Στα χέρια μας έφτασαν και 58 μαστορικά επιγράμματα - ελάχιστα μπροστά στα πολλά που είχε συνθέσει.

Η υψηλή ποιητική γλώσσα του Καλλίμαχου είναι στη βάση της ομηρική· φανερή όμως είναι πάλι η προσπάθεια να αλλοιωθούν το ύφος και η γλώσσα του έπους τόσο ώστε ο αναγνώστης ή ακροατής να έχει την αίσθηση ότι γνωρίζει κάτι καινούργιο. Ο Καλλίμαχος κάνει παραχωρήσεις στη δωρική διάλεκτο, χρησιμοποιεί με απροσδόκητο τρόπο τις τυπικές ομηρικές εκφράσεις, προτιμά τις σπάνιες λέξεις και τους ασυνήθιστους γραμματικούς τύπους, ακόμα και όταν δεν απαντούν στον Όμηρο, προσθέτει νέους αυστηρούς κανόνες στη μετρική - δε χάνει ευκαιρία να επιδείξει τη βαθιά του γνώση της λογοτεχνικής παράδοσης και τη δεξιότητά του να τη μετασχηματίζει.

Τυπικά και ουσιαστικά αλεξανδρινός, ο Καλλίμαχος αποτελεί λαμπρό παράδειγμα συγγραφέα όπου η λογιότητα συνυπάρχει και συνεργάζεται με την ποιητική έμπνευση και μαστοριά. Όσο ζούσε το ακροατήριό του περιοριζόταν στους λίγους και εκλεκτούς· όμως αυτό δεν εμπόδισε η επίδρασή του τόσο στους Έλληνες όσο και στους λατίνους ποιητές που ακολούθησαν να είναι τεράστια.

Αν εξαιρέσουμε τη Νέα κωμωδία, που αναπτύχτηκε στην Αθήνα και γρήγορα εξαντλήθηκε, η θεατρική παραγωγή της Αλεξανδρινής εποχής δεν είχε υψηλές αισθητικές απαιτήσεις, αλλά περιορίστηκε σε απλούστερες λαϊκές μορφές, που τους δώσαμε το γενικό όνομα μίμοι. Αυτή η απουσία του έντεχνου θεάτρου έδωσε, όπως φαίνεται, στη λυρική ποίηση την ευκαιρία να υιοθετήσει και να εκμεταλλευτεί θεατρικά στοιχεία όπως η τοποθέτηση της δράσης σε συγκεκριμένο σκηνικό, ο ζωηρός διάλογος, η μιμητική απαγγελία κ.ά. - στοιχεία που τα συναντούμε σε όλους λίγο πολύ τους αλεξανδρινούς ποιητές.

Ιδιαίτερα έντονα είναι τα θεατρικά στοιχεία στο έργο του Θεόκριτου και του Ηρώνδα, που καλλιέργησαν ένα παραμελημένο, παραθεατρικό ας το πούμε, είδος, τον λογοτεχνικό μίμο. Ο λογοτεχνικός μίμος πρωτοεμφανίστηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Σικελία, όπου ανθούσε η λαϊκή φάρσα, και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση, όταν το ίδιο είδος βλέπουμε να αναβιώνει σε εποχή όπου πάλι κυριαρχούσε το λαϊκό κωμικό θέατρο.

Σικελική προέλευση φαίνεται να έχει και ένα ακόμα λαϊκό στοιχείο που προβάλλεται εξευγενισμένο στην αλεξανδρινή ποίηση: ο βουκολιασμός, τα τραγούδια των βοσκών,[8] που ακούγονταν στις αγροτικές γιορτές της Σικελίας, ανεξάρτητα ή και στο πλαίσιο αυτοσχέδιων ή εθιμικών διαγωνισμών. Σε αυτά υποθέτουμε πως πρωταγωνιστούσε συχνά ο μυθικός βοσκός, ο Δάφνης, με τους συντρόφους του και τις ερωτικές τους ιστορίες.

Μέσα στη γενικότερη νοσταλγία για την απλή ζωή που χαρακτήριζε την αστική και πολυτάραχη αλεξανδρινή κοινωνία, ένας σημαντικός ποιητής, ο Θεόκριτος, που είχε ο ίδιος γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σικελία, μετουσίωσε σε υψηλή ποίηση τις συναναστροφές των απλών ανθρώπων και τα τραγούδια τους, εγκαινιάζοντας νέο λογοτεχνικό είδος, τη βουκολική ποίηση.

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ (4ος/3ος π.Χ. αι.)

Γεννήθηκε από απλή οικογένεια στις Συρακούσες και νωρίς επιδόθηκε στην ποίηση. Απογοητευμένος γιατί ο ισχυρός τύραννος των Συρακουσών, ο Ιέρων, δε θέλησε να τον υποστηρίξει, ξενιτεύτηκε και έζησε πότε στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, όπου σχετίστηκε με τον Καλλίμαχο, πότε στην Κω, νησί με έντονη πνευματική κίνηση, που τα χρόνια εκείνα ανήκε στην επικράτεια των Πτολεμαίων.

Ακολουθώντας τη γραμμή του Καλλίμαχου, ο Θεόκριτος έγραψε σχετικά μικρά σε έκταση, ανεξάρτητα ποιήματα με ποικίλο περιεχόμενο. Αργότερα οι σχολιαστές έδωσαν στο καθένα έναν τίτλο, και όλα μαζί τα ονόμασαν ειδύλλια.[9]

Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα βουκολικά ειδύλλια, με πρωταγωνιστές βοσκούς και βοσκοπούλες: τα Θαλύσια, όπου οδεύοντας για μιαν αγροτική γιορτή ο Θεόκριτος, με το ψευδώνυμο Συμμιχίδας, και ένας γιδοβοσκός, ο Λυκίδας, που ίσως και αυτός να αντιπροσωπεύει κάποιον ποιητή, συνερίζονται στο τραγούδι· ο Θύρσις, όπου ένας βουκόλος τραγουδά σε ένα γιδοβοσκό τον άτυχο έρωτα και τον θάνατο του Δάφνη· ο Κῶμος, ιδιότυπο παρακλαυσίθυρο, όπου ένας γιδοβοσκός πολιορκεί την αγαπημένη του βοσκοπούλα, που μένει κλεισμένη στη σπηλιά της κ.ά. Συγγενικό είναι και το Θερισταί, όπου ένας ράθυμος δουλευτής τραγουδά τον έρωτά του για τη χαρίεσσαν Βομβύκα, ενώ ένας άλλος, εργατικός, προτιμά το παραδοσιακό τραγούδι των θεριστάδων.

Σε αστικό περιβάλλον κινούνται ειδύλλια όπως το Συρακόσιαι ἢ ἀδωνιάζουσαι, όπου δυο κυράδες από τις Συρακούσες σεργιανούν στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της γιορτής του Άδωνη θαυμάζοντας την πολυκοσμία και την πολυτέλεια της γιορτής, και το Φαρμακεύτριαι, όπου νύχτα στο σπίτι της η Σιμαίθα κάνει μάγια για να ξαναφέρει κοντά της τον αγαπημένο της Δέλφη, και εξιστορεί τον έρωτά τους στη Σελήνη.

Αρκετά ειδύλλια έχουν μυθολογικό θέμα: ο Κύκλωψ παρουσιάζει τις μάταιες προσπάθειες του ερωτευμένου Πολύφημου να κατακτήσει τη Νηρηίδα Γαλάτεια·[10] ο Ὕλας εξιστορεί πώς χάθηκε, αρπαγμένος από τις Νύμφες, ο αγαπημένος του Ηρακλή· ο Ἡρακλίσκος πώς, μωρό ακόμα, ο ήρωας έπνιξε τα δύο φίδια που είχε στείλει η Ήρα να τον σκοτώσουν κ.ά. Εδώ ανήκουν και οι Διόσκουροι, αφηγηματικός ύμνος στους ομώνυμους θεούς, και ο Ἑλένης ἐπιθαλάμιος, νυφιάτικο τραγούδι για το γάμο της ηρωίδας με τον Μενέλαο.

Αυλικά μπορούν να χαρακτηριστούν τα ειδύλλια Ἱέρων ἢ Χάριτες και το Ἐγκώμιον εἰς Πτολεμαῖον τον Β', τον Φιλάδελφο, που ο ποιητής βρήκε και αλλού ευκαιρίες να τον μνημονεύσει επαινετικά.

Στα γνήσια έργα του Θεόκριτου ανήκουν ακόμα η Ἀλακάτα, έπαινος για τη σύζυγο ενός φίλου που ο ποιητής θέλησε να της χαρίσει μια φιλντισένια ρόκα (ἠλακάτη) κατασκευασμένη στις Συρακούσες, είκοσι τέσσερα επιγράμματα, ένα τεχνοπαίγνιο, η Σῦριγξ, ποίημα όπου κάθε στίχος είναι συντομότερος από τον προηγούμενο έτσι ώστε καταγραμμένο να μοιάζει με την καλαμένια σύριγγα των βοσκών, και μερικά ακόμα ποιητικά έργα, τα περισσότερα ερωτικά.

Με τη θεματική ποικιλία τους και τη λαμπρή τεχνική τους τα ειδύλλια του Θεόκριτου αντιπροσωπεύουν την αλεξανδρινή ποίηση στις καλύτερες στιγμές της. Ο Θεόκριτος συνδυάζει τον λογοτεχνικό μίμο με τα λαϊκά τραγούδια, τον διάλογο με την αφήγηση, τη μυθολογία με τον ρεαλισμό και την ηθογραφία. Αντίθετα όμως απ᾽ ό,τι θα περιμέναμε, η γλώσσα των ειδυλλίων απέχει πολύ από την καθημερινή ομιλία. Στα θέματα της γλωσσικής και μετρικής μορφής ο Θεόκριτος ακολούθησε τη γενικότερη λόγια τάση της εποχής: έγραψε έργα στη δωρική αλλά και στην ιωνική και στην αιολική διάλεκτο, και χειρίστηκε με άνεση τον επικό δακτυλικό εξάμετρο στίχο. Μπορεί οι βοσκοί του να φορούν προβιές και να μυρίζουν πυτιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να συνθέτουν περίτεχνα τραγούδια σε λόγιο ποιητικό ιδίωμα, να γνωρίζουν τα κλασικά έργα και να ασκούν εύστοχη λογοτεχνική κριτική.

Με όλα αυτά, και αν ακόμα τα ειδύλλια δεν προορίζονταν για απλή ανάγνωση αλλά και για να παρουσιαστούν απαγγελτικά, πάλι στο ακροατήριο δε θα βρίσκονταν παρά οι ελάχιστοι που μπορούσαν να καταλάβουν τις ποικίλες διαλέκτους, να εκτιμήσουν τη μετρική μαστοριά και να αποκρυπτογραφήσουν τους λόγιους υπαινιγμούς του κειμένου.

Μαζί με τα γνήσια έργα του Θεόκριτου τα χειρόγραφα παραδίδουν και άλλα βουκολικά έργα μεταγενέστερων ποιητών που ακολούθησαν τα χνάρια του γράφοντας ειδύλλια, βουκολικά σαν το Ὀαριστύς («Κουβεντούλα»), όπου ένας βοσκός ξελογιάζει μια βοσκοπούλα, μυθολογικά σαν το Ἡρακλῆς λεοντοφόνος και το Ἐπιθαλάμιος Ἀχιλλέως καὶ Δηιδαμείας κ.ά. - ανάμεσά τους και τα λίγα έργα που ανήκουν σε γνωστούς μας βουκολικούς ποιητές, τον Μόσχο και τον Βίωνα.

Συρακούσιος σαν τον Θεόκριτο ήταν και ο Μόσχος, που έζησε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Από τα έργα του μας σώθηκαν λίγα βουκολικά αποσπάσματα και το σύντομο ειδύλλιο Ἔρως δραπέτης, όπου μικρό παιδί ο Έρωτας έχει εξαφανιστεί, και η μητέρα του, η Αφροδίτη, τον παρουσιάζει ως επικίνδυνο και ορίζει αμοιβή για όποιον τον εντοπίσει ένα φιλί της, και όχι μόνο. Πιο γνωστό είναι το επύλλιο Εὐρώπη, όπου ο Μόσχος περιγράφει με πολλή χάρη την αρπαγή της θυγατέρας του βασιλιά της Φοινίκης από τον Δία και το γαμήλιο ταξίδι τους στην Κρήτη.

Ο Βίων (2ος/1ος π.Χ. αι.) γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά προτίμησε να ζήσει στη Σικελία. Τα βουκολικά του ειδύλλια έχουν, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, χαθεί· σώζεται όμως και του αποδίδεται ο Ἀδώνιδος ἐπιτάφιος, όπου με φλογερό πάθος η Αφροδίτη, πλαισιωμένη από τον Χορό των Ερώτων, μοιρολογά τον αγαπημένο της Άδωνη και γύρω της συμπάσχει η φύση. Μαζί του σώζεται και ένας Ἐπιτάφιος Βίωνος, όπου ένας μαθητής του ποιητή θρηνεί, με πολύ παρόμοιο τρόπο, τον «όμορφο τραγουδιστή, τον Δώριο Ορφέα».

ΗΡΩΝΔΑΣ (3ος π.Χ. αι.)

Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβοι οι χαριτωμένοι
.

Οι στίχοι είναι του Κ. Καβάφη και αφορούν τους Μιμιάμβους του Ηρώνδα, που θα ήταν για πάντα χαμένοι, αν το 1889 δεν είχε ανασκαφεί στην Αίγυπτο ένας πάπυρος που τους περιέχει. Πρόκειται για οκτώ πολύστιχους λογοτεχνικούς μίμους που

οι ευτράπελοί των τόνοι
μας επανέφεραν τας ευθυμίας
Ελληνικών οδών και αγορών
κι εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας
.

Πραγματικά, σε αντίθεση με τα ειδύλλια του Θεόκριτου, που τα περισσότερα αφορούν την ύπαιθρο, οι μίμοι του Ηρώνδα προσφέρουν μια ζωντανή εικόνα της αστικής ζωής σε κοινές και συνηθισμένες την εποχή εκείνη καταστάσεις: η μεσίτρα που προσπαθεί να κάμψει την αρετή μιας παντρεμένης, ο πορνοβοσκός που κατηγορεί στο δικαστήριο έναν κακότροπο πελάτη, η μάνα που φέρνει με το ζόρι τον ατίθασο γιο της στον δάσκαλο να τον τσακίσει στο ξύλο, οι γυναίκες που θυσιάζουν πετεινό στον ναό του Ασκληπιού, οι φιλενάδες που συζητούν τα μυστικά τους, ο υποδηματοποιός που παρουσιάζει την πραμάτεια του στις πελάτισσες - όλοι συμπεριφέρονται με απόλυτη φυσικότητα: κατηγορούν τους δούλους και τις δούλες τους, παραπονιούνται, θυμώνουν, λοιδωρούν ή κολακεύουν, υπόσχονται ή απειλούν, και πάνω απ᾽ όλα φλυαρούν ακατάσχετα.

Για τον συγγραφέα δεν ξέρουμε ουσιαστικό τίποτα πέρα από το ότι έζησε στα χρόνια του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη και γνώριζε καλά την Κω. Λόγιος ήταν οπωσδήποτε, καθώς στους μίμους του διάλεξε να χρησιμοποιήσει τον ιδιότυπο ιαμβικό στίχο και την ιωνική διάλεκτο του Ιππώνακτα. Έτσι, γελιούνται πάλι όσοι περίμεναν να δούμε επιτέλους τους απλούς ανθρώπους να μιλούν την Κοινή, γλώσσα της αγοράς: «η ιωνική διάλεκτος που ανακαλεί τον αρχαϊκό Ιππώνακτα του 6ου π.Χ. αιώνα φαίνεται να διαψεύδει τον "ταπεινό" ρεαλισμό των χαρακτήρων και των δραματικών καταστάσεων».

Ιδιότυπο ποιητικό είδος που καλλιεργήθηκε στα πρώιμα αλεξανδρινά χρόνια αποτελούν τα τεχνοπαίγνια, ποιήματα προορισμένα, όταν καταγραφούν, να παίρνουν το σχήμα ενός αντικειμένου. Εκτός από τη Σύριγγα του Θεόκριτου, μας σώζονται ο Πέλεκυς, οι Πτέρυγες και το Ὠιόν («Αβγό») του Σιμμία από τη Ρόδο, και ο Βωμός του Δωσιάδα. Με την πολύπλοκη μετρική τους και με το αινιγματικό, σχεδόν ακατάληπτο για μας, περιεχόμενό τους, τα τεχνοπαίγνια αποτελούν οριακά δείγματα της λόγιας, εξεζητημένης και επιδεικτικής αλεξανδρινής ποίησης, που πια στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι φανερό ότι δεν απευθυνόταν σε ακροατές αλλά μόνο σε επαρκείς αναγνώστες.

Λυρικοί ποιητές στα αλεξανδρινά χρόνια υπήρξαν ακόμα πολλοί, αλλά τα έργα τους, εκτός από λιγοστά αποσπάσματα, έχουν χαθεί:

Ο Σωτάδης από τη Μαρώνεια της Θράκης (3ος π.Χ. αι.) έγραψε τολμηρούς στίχους κακίζοντας διάφορους μεγαλουσιάνους, και βέβαια τιμωρήθηκε σκληρά όταν κατηγόρησε και τον Πτολεμαίο Β' τον Φιλάδελφο γιατί είχε παντρευτεί την αδελφή του Αρσινόη.

Ο Φοίνικας από την Κολοφώνα της Μικρασίας (3ος π.Χ. αι.) έγραψε ιάμβους. Από τα έργα του σώθηκε μόνο μια παραλλαγή του τραγουδιού των Κορωνιστών, που μιαν ορισμένη μέρα τριγύριζαν για καλοσημαδιά τα σπίτια κρατώντας ομοίωμα κουρούνας, τραγουδούσαν και μάζευαν δώρα.

Ο Ευφορίων από τη Χαλκίδα (3ος π.Χ. αι.) σπούδασε στην Αθήνα φιλοσοφία και για ένα διάστημα εργάστηκε ως προϊστάμενος της βιβλιοθήκης στην Αντιόχεια. Οι τίτλοι και τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα έργα του δείχνουν ότι ακολούθησε τον Καλλίμαχο γράφοντας επύλλια με μυθολογικό και αιτιολογικό περιεχόμενο - δυσνόητα, φορτωμένα νεολογισμούς, σπάνιες λέξεις και σκοτεινούς υπαινιγμούς.

Ο Παρθένιος από τη Νίκαια της Μικρασίας (1ος π.Χ. αι.) έζησε στην Ιταλία, όπου με επιτυχία διάδωσε τους αλεξανδρινούς ποιητικούς τρόπους. Τα δικά του ποιητικά έργα έχουν χαθεί· σώθηκαν όμως τα Ἐρωτικὰ παθήματα, όπου ο Παρθένιος είχε καταγράψει σε πεζό διάφορες μυθολογικές διηγήσεις για να τις χρησιμοποιήσει ο ρωμαίος φίλος του ποιητής Κορνήλιος Γάλλος ως υλικό για τις ελεγείες του.

Από τα ελληνιστικά χρόνια μάς σώθηκαν και αρκετοί ύμνοι σε θεούς, όχι λογοτεχνικοί, όπως οι λεγόμενοι Ομηρικοί και οι ύμνοι του Καλλιμάχου, αλλά λατρευτικοί, προορισμένοι να τραγουδηθούν στις τελετουργίες. Οι ανασκαφές στην Επίδαυρο αποκάλυψαν χαραγμένο στην πέτρα έναν ύμνο στον Ασκληπιό, έργο του Ίσυλλου, που έζησε στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα· παρόμοια, οι ανασκαφές στους Δελφούς αποκάλυψαν έναν ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, έργο του Αριστόνοου, χρονολογημένο γύρω στο 222 π.Χ., και δύο ακόμα Παιάνες από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, καθώς στην επιγραφή που τους διασώζει διακρίνονται και τα καθοριστικά για τη μελωδία τους μουσικά σημεία.
-----------------------
1. Στα αλεξανδρινά συμπόσια τα επιγράμματα είχαν αντικαταστήσει τα σκόλια.

2. Σημαντική ήταν η ανθολογία που δημοσίευσε, με τον τίτλο Στέφανος («Στεφάνι»), ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα της Συρίας (2ος/1ος π.Χ. αι.). Επιγραμματοποιός και ο ίδιος, ο Μελέαγρος μνημονεύει στο ελεγειακό προοίμιο σαράντα επτά ονόματα ποιητών, συνδέοντας τον καθένα με ένα λουλούδι, δέντρο ή καρπό: την Ανύτη με τα κρίνα, τον Καλλίμαχο με τη μυρτιά, τον Λεωνίδα με τα τσαμπιά του κισσού, κλπ. (Ελληνική Ανθολογία 4.1).

3.Στην αρχαιότητα οι εταίρες έπαιρναν συχνά ως ψευδώνυμο το (ουδέτερο) υποκοριστικό ενός ζώου: Λεόντιον (Λιονταράκι), Κωνώπιον (Κουνουπάκι) κλπ.

4. (Ο Καλλίμαχος) τὸ μέγα βιβλίον ἴσον ἔλεγεν εἶναι τῷ μεγάλῳ κακῷ (απόσπ. 465 Pf.).

5. Βερενίκη ονομαζόταν η σύζυγος του Πτολεμαίου Γ' του Ευεργέτη. Όταν εκείνος έφυγε να πολεμήσει στη Συρία, η Βερενίκη αφιέρωσε στον ναό μια μπούκλα της (πλόκαμον), που όμως εξαφανίστηκε. Τότε οι αστρολόγοι της αυλής βεβαίωσαν πως το αφιέρωμα καταστερίστηκε, δηλαδή πως οι θεοί πήραν την μπούκλα και την τοποθέτησαν στον ουρανό ως αστερισμό. Η Βερενίκη και ο άντρας της θεοποιήθηκαν ήδη πριν από τον θάνατό τους.

6. Σήμερα η Εκάλη δεν αποτελεί δήμο, αλλά ανεξάρτητη κοινότητα.

7. Είναι γνωστός ο ισχυρισμός του ότι ἀμάρτυρον οὐδὲν ἀείδω (απόσπ. 612 Pf.).

8. Όχι μόνο των βουκόλων αλλά όλων των βοσκών, που οι μουσικές τους επιδόσεις μνημονεύονται ήδη στην Ιλιάδα, όπου ακολουθούν τα κοπάδια τερπόμενοι σύριγξι, «διασκεδάζοντας με τις φλογέρες τους» (Σ 526).

9. Ως όρος το εἰδύλλιον είναι υποκοριστικό του εἶδος (τύπος, μορφή), όπως και το ἐπύλλιον είναι υποκοριστικό του ἔπος. Σήμερα ονομάζουμε ειδύλλια τις ερωτικές σχέσεις, και χαρακτηρίζουμε ειδυλλιακό (τοπίο, ατμόσφαιρα, περιβάλλον κλπ.) κάθε τι που ξεχωρίζει για τη φυσική ομορφιά και την απλότητά του.

10. Για μυθολογικό παιχνίδι πρόκειται, όταν σε ένα βουκολικό ειδύλλιο, όχι του Θεόκριτου, δύο Βουκολιασταί παρουσιάζουν στα τραγούδια τους τη Γαλάτεια να προκαλεί ερωτικά τον Πολύφημο, και αυτός να κάνει τον δύσκολο.

Οι τεχνικές της μαγείας: Θέλξις και φάρμακα στον Όμηρο

Μιλάμε για μαγεία όταν αναφερόμαστε σε μια τάξη τελετουργιών που μοιάζουν ακατανόητες ή ασύμβατες με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες εξηγήσεις και τεχνικές στις οποίες ο δυτικός πολιτισμός μάς έχει συνηθίσει. Συμβαίνει, ωστόσο, σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, να υιοθετούμε τελικά –έστω και άθελά μας– ορολογίες και οπτικές οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν καθιερωθεί από το πνεύμα του ορθολογισμού, αλλά έχουν μάλλον επιβληθεί από εκείνο το μακραίωνο, ανηλεές, παράλογα βίαιο και αποτρόπαιο “κυνήγι”, με το οποίο ο χριστιανισμός προσπάθησε –και εν πολλοίς κατάφερε– να εξαφανίσει οτιδήποτε έδειχνε να διαφεύγει του δόγματος και του ελέγχου του.

Η πρώιμη Ελληνική αρχαιότητα δεν γνώριζε τη λέξη μαγεία κι ούτε στεκόταν απορριπτικά, ή έστω απαξιωτικά, απέναντι στις αντίστοιχες τελετουργίες. Χρησιμοποιούσε εντελώς διαφορετικούς –και ακριβέστερους – όρους για να αποδώσει ενδιαφέροντα ή πρακτικές, που είχαν ρίζες στην κοινοτική παράδοση και δίνουν την εντύπωση ότι εντάσσονταν σε ενιαίο ιεροπρακτικό όλον. Έτσι, υπήρχε καταρχάς ο όρος φαρμακεία που σχετιζόταν με βοτανολογικές αναζητήσεις. Αυτές όμως εντάσσονταν στην ευρύτερη σφαίρα της θέλξεως η οποία αφορούσε σε μια αναγκαστική, αναπότρεπτη και μηχανιστική σχεδόν επίτευξη επιθυμητών αποτελεσμάτων, μέσω της γνώσης και εφαρμογής συγκεκριμένων τεχνικών.

Στα ομηρικά έπη πρωτοκαταγράφεται η λέξη φάρμακον, με σημασίες που κυμαίνονται απ’ το ευφορικό, το ίαμα και το ξόρκι μέχρι το επικίνδυνο δηλητήριο και με αντίστοιχα ευρεία γκάμα συμπαραδηλώσεων που ξεκινούν από ωφέλιμες πρακτικές και φτάνουν έως τις κακόβουλες. Τα έπη δεν ενδιαφέρονται τόσο για τη σύσταση των φαρμάκων, όσο για τα αποτελέσματά τους. Η ποικιλία των αντιστίξεων φανερώνεται στη ραψωδία κ της Οδύσσειας, όπου ο ήρωας φτάνει στο νησί όπου κατοικεί η Κίρκη “η ωριοπλέξουδη, η φοβερή θεά (δεινὴ θεὸς) που ανθρώπινα λαλούσε,/ η ομοαίματη του δολοπλέχτη Αιήτη”. Η Κίρκη έχει δώσει ένα καταστροφικό βοτάνι (φάρμακον οὐλόμενον) στους συντρόφους του Οδυσσέα, για να τους μετατρέψει σε γουρούνια. Όμως με φάρμακον ἄλλο τούς αλείφει έναν έναν, για να εξαφανίσει τη ζωώδη τριχοφυία και να τους επαναφέρει στην κανονική τους μορφή, όταν ο ήρωας την απειλεί. Η θεά σκιαγραφείται ως απόλυτη γνώστης της θέλξεως. Επίσης, ξέρει να εξαπατά. Είναι δολοφρονέουσα. Κατέχει “ολέθρια τεχνάσματα” (ὀλοφώια δήνεα). Θα είχε καταφέρει, εξάλλου, να μεταμορφώσει και τον ίδιο τον Οδυσσέα σε ζώο, όταν του προσέφερε κούπα με μείγμα (κυκεῶ) μέσα στο οποίο είχε ρίξει βοτάνι με κακό σκοπό (ἐν δέ τε φάρμακον ἧκε κακὰ φρονέουσα ἐνὶ θυμῷ), αν δεν είχε εφοδιάσει έγκαιρα τον ήρωα ο χρυσόραβδος Ερμής με το κατάλληλο αντίδοτο, ένα καλό βοτάνι (φάρμακον ἐσθλόν), τον μῶλυ:

έτσι είπε και ξερίζωσε βοτάνι ο Αργειφόντης
τραβώντας το από τη γη και μου ’δειξε το κάθε γνώρισμά του,
μαύρη είχε ρίζα και λευκό σαν γάλα το άνθος του ήταν,
μῶλυ το λεν οι αθάνατοι, και δύσκολα απ’ το χώμα
το ξεριζώνουν οι θνητοί, μα δύνανται όλα εκείνοι
.”

Τα μαντζούνια που ξέρουν οι θεοί ξεπερνούν κάθε φαντασία. Οι σχετικές γνώσεις και τεχνικές εκπλήσσουν κυρίως όταν η θεουργία είναι γένους θηλυκού. Τα φάρμακα της Κίρκης δεν είναι άσχετα με τα κόλπα της που εμπίπτουν στη σφαίρα της ερωτικής θέλξεως και ίσως προοιωνίζουν τις αφροδισιακές επωδούς τις οποίες κατέγραψε η ύστερη αρχαιότητα στους λεγόμενους Μαγικούς Παπύρους. Εκείνα τα κόλπα που αποσκοπούσαν στην ἁγωγήν, την αναγκαστική κατάληξη των επιθυμητών εραστών στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Κι έτσι, μπορεί το αντίδοτο του Ερμή να προστάτευσε τον Οδυσσέα από την θέλξιν μιας κτηνώδους μεταμόρφωσης, όμως η Κίρκη τελικά οδήγησε τον ήρωα στο κρεβάτι της.

Αν η Κίρκη είχε μια φορά τέτοιες συνταγές κρυμμένες στην κουζίνα της, οι ολύμπιες θεές ήξεραν άλλες τόσες. Η Ιλιάδα Ξ προσφέρει μια σύνθετη εικόνα. Προκειμένου να δικαιώσει τον οργισμένο Αχιλλέα που απέχει από τον πόλεμο, ο Δίας προσφέρει προς στιγμήν καλή τύχη στον Έκτορα για να αρχίσει να πυρπολεί τα καράβια των Αχαιών. Προκειμένου να τους προστατεύσει, μια και είναι οι αγαπημένοι της, η Ήρα αποφασίζει να τραβήξει από τους Τρώες το ευνοϊκό βλέμμα του Δία. Πρέπει να τον απομακρύνει, να αποσπάσει την έγνοια του απ’ τη μάχη, να τον αποπλανήσει. Ξεμοναχιάζεται λοιπόν στο δώμα της, λούζεται, αλείφει το θαυμαστό κορμί της με έλαια αρωματικά, ντύνεται και στολίζεται (170-86). Ετοιμάζει τα όπλα της θηλυκότητάς της με τον ίδιο αέρα αυτάρεσκης περισυλλογής κι ακαταμάχητης αυτοπεποίθησης, με τον οποίο ένας πολεμιστής φοράει την πανοπλία του πριν απ’ τον πόλεμο όταν η ομηρική αφήγηση κάνει λόγο για τα έργα και τα επιτεύγματα τα αντρικά. Και, στη συνέχεια, για να ενισχύσει τη δύναμη της γοητείας της, η Ήρα εξαπατά την Αφροδίτη ώστε να πάρει απ’ αυτήν λαμπρά υφασμένο στηθοπάνι που “πάνω του είχε όλες τις γητειές” (θελκτήρια πάντα τέτυκτο). Εκεί ήταν κι η αγάπη (φιλότης), εκεί κι ο πόθος (ἵμερος) και τα γλυκόλογα του ξελογιάσματος (ὀαριστὺς πάρφασις) “που πλανεύουνε και συνετό ακόμα”. Κι ούτε σ’ αυτά αρκείται η Ήρα για να πετύχει τον δόλο της – γιατί είναι κι αυτή δολοφρονέουσα (197). Διαπραγματεύεται με τον Ύπνο, τάζοντάς του γυναίκα που επιθυμεί, για να χυθεί αυτός γλυκός κι ακαταμάχητος στα βλέφαρα του Δία μετά τον έρωτα. Και τελικά, βεβαίως, κάνει τα απαραίτητα νάζια στον Δία, για να τον οδηγήσει εκεί ακριβώς που θέλει: σε ερωτική φωλιά πάνω στην Ίδη, μακρυά απ’ την Τροία, μακρυά από το κρίσιμο θέατρο της μάχης.

Σε όποια εκδοχή τους, οι γητειές που μέχρι τώρα είδαμε φαίνονται να αποτελούν γνώσεις που αποτελούν προνόμιο ενός κόσμου υπερφυσικού. Αναμφίβολα, ωστόσο, αντανακλούν υπαρκτές ανησυχίες. Η εικόνα για το πώς η ανθρώπινη κοινότητα χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της θέλξεως γίνεται ξεκάθαρη στη ραψωδία δ της Οδύσσειας, όπου ο Τηλέμαχος έχει επισκεφθεί το παλάτι του Μενέλαου στη Λακεδαίμονα, για να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του. Ενώ το τραπέζι του δείπνου έχει στρωθεί και οι συνδαιτυμόνες συζητούν, η Ελένη ρίχνει κρυφά στο κρασί τους “βοτάνι που σβήνει τους πόνους, διώχνει την οργή και φέρνει λήθη σε κάθε οδύνη” (φάρμακον… νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων).

Μες στο ποτήρι ανάμιχτο αν το έπινε κανένας
ολημερίς δεν θα ’κλαιγε με δάκρυ θαλερό
ούτε κι αν πέθαινε ο πατέρας του ή η μάνα του ή εμπρός του έβλεπε
να σφάζουν αδερφό για αγαπημένο γιο.
Τέτοια σοφά βοτάνια κάτεχε του Δία η θυγατέρα,
εκπληκτικά, δοσμένα απ’ την Πολύδαμνα του Θώνα τη γυναίκα,
την Αιγυπτία, εκεί που πλούσια βγαίνουνε στη γη τη ζωοδότρα
βοτάνια, ποικίλα, άλλα ωφέλιμα κι άλλα θανατερά.
Καθένας είναι εκεί γιατρός που όλα τα ξέρει, πιότερο
από τους άλλους τους λαούς
.” 
(222-32)

Η Ελένη, βέβαια, είναι κόρη του Δία. Εδώ, όμως οι γνώσεις της φαίνονται να προκύπτουν από πολιτισμική διάδοση. Το μαγικό της βοτάνι το έχει μάθει στην Αίγυπτο, τόπο που παρουσιάζεται ως λίκνο της λαϊκής βοτανολογίας και πρακτικής ιατρικής. Το φάρμακον της Οδύσσειας δ μάλλον ήταν όπιο – εξάλλου, η παπαρούνα είναι γνωστή στην Ιλιάδα Θ 305-6, όπου αναφέρεται ως μήκων που “γέρνει το κεφάλι της, βαριά απ’ τους χυμούς της στην ανοιξιάτικη δροσιά.”

Τόσο χαριτωμένες ήταν οι αναπαραστάσεις της φαρμακείας και της θέλξεως στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια: γειτονικές με το μυστήριο και το παιχνίδι, τον πειραματισμό και τη μάχη, τη διεκδίκηση και τον έρωτα. Δίνουνε την εντύπωση ενός χαρακτήρα αγωνιστικού. Σαν να ’χει βαλθεί ο άνθρωπος να ψιλαφήσει και να κατακτήσει, να αξιοποιήσει και να κλείσει στο σακούλι του όλες τις εκφάνσεις, όλα τα μυστικά της ζωής. Σ’ ένα διαρκή μετεωρισμό ανάμεσα στην ανακούφιση, τη χαρά, την ηδονή και τον κίνδυνο. Αποενοχοποιημένα και αθώα τραγουδούσαν τα έπη την θέλξιν. Κι έτσι, οι ανθρώπινες κοινότητες κέρδιζαν το μερίδιό τους στις δυνάμεις της φύσης γύρω τους και στη φύση τη θεϊκή.

Η Μέση Οδός

Αντιλαμβάνομαι πως είμαι «τίποτα»… κι αυτό όχι μόνο δεν με νοιάζει, αλλά με ανακουφίζει, γιατί δεν χρειάζεται να αποδείξω ότι είμαι «κάτι»… Οι άνθρωποι συνεχώς προσπαθούν να αποδείξουν στον εαυτό τους και στους άλλους ότι είναι «κάτι»… Κατανοώ βέβαια πως και γιατί γίνεται αυτό, αλλά έτσι, ρωτάω. Αλήθεια! Τι «είστε»;

Δεν έχω τίποτα να «κάνω»… αλλά δεν αισθάνομαι άχρηστος. Δεν έχω πουθενά να «πάω»… αλλά δεν νοιώθω χαμένος. Δεν έχω τίποτα να «πραγματοποιήσω»… αλλά είμαι ολοκληρωμένος. Γιατί; Επειδή Αφήνω το Αρχαίο Ρεύμα της Ζωής να με ταξιδεύει, χωρίς να ανησυχώ… Αντίθετα οι άνθρωποι, κάνουν διάφορα πράγματα, έχουν συνεχώς κάποιο προορισμό και πραγματοποιούν πάντα, και πάντα θέλουν κάτι περισσότερο… Γιατί; Επειδή ακολουθούν το εγώ στους δρόμους του. Τελικά… ποιος έχει δίκιο; Είναι απλά θέμα επιλογής.

Όταν κάποιος δεν έχει Απελευθερωθεί και δεν έχει Εμπειρία του Ελεύθερου Χώρου, νομίζει πως ο περιορισμένος χώρος της σκέψης όπου υπάρχει και «κινείται» είναι όλος ο χώρος… Δεν αντιλαμβάνεται την αυταπάτη του. Αντίθετα, πιστεύει ότι αυτό που αντιλαμβάνεται είναι το Όλον… το «επεκτείνει» για να συμπεριλάβει τα πάντα, και τον Θεό ακόμα, και τα Πάντα… Μπερδεύει την Αληθινή Κατάσταση με την νοητική σύλληψη… και μένει ικανοποιημένος ότι πέτυχε την Ένωση με τον Θεό, την Φώτιση και δεν ξέρω τι άλλο… Παίρνει σαν Αληθινό μια απλή νοητική σύλληψη. Ας δει ο καθένας (από τους λίγους που διαβάζουν εδώ) την αντίδρασή του διαβάζοντας τούτες τις γραμμές… Αν απλά Δει την Αλήθεια εντάξει… αλλά αν διαμαρτυρηθεί, έστω και βουβά και πει, «Α! Όχι εγώ δεν το κάνω» έχει ήδη αποδείξει ότι λειτουργεί μέσα από το εγώ.

Όταν αφήνεσαι χωρίς προσπάθεια… όλες οι «συνθήκες» διαλύονται κι Είσαι Ελεύθερος. Με την ελάχιστη προσπάθεια βρίσκεις την Τέλεια Ισορροπία πάνω στο κύμα της ζωής. Η «προσπάθεια» γίνεται ένταση και σε «κρατά» δεμένο… Έτσι… Για Αυτόν που «έχει φτάσει» δεν υπάρχει πορεία… Για όποιον είναι στον «δρόμο» η αληθινή ατραπός περνάει από την μέση κι ο διαλογισμός του ισορροπεί στην κόψη ανάμεσα στη δράση και την αδράνεια… Αυτοί που είναι χαμένοι στην προσπάθεια ψηλαφούν σαν τους τυφλούς το κενό. Για αυτό… Να βαδίζεις ξεκούραστος και χαρούμενος την οδό των σοφών, ανάμεσα στα άκρα.

Η Μέση Οδός είναι το Μονοπάτι που ανοίγεις μόνος σου, με τη δική σου εμπειρία… και σου Αποκαλύπτει την Όποια Αλήθεια Υπάρχει στη Φύση σου… Οι χιλιοπερπατημένοι δρόμοι των ανθρώπων οδηγούν πάντα στα ίδια αδιέξοδα. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι προτιμούν τους ασφαλείς δρόμους της άγνοιας από τον κουραστικό δρόμο της Αληθινής Γνώσης. Ας είναι. Αν είναι ευχαριστημένοι δεν πειράζει… αυτό που είναι ανυπόφορο είναι η γκρίνια τους.

Ουσία, Αντίληψη και Πραγματικότητα

Η ανθρώπινη νοημοσύνη, εκ των πραγμάτων, λειτουργεί ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα, αντιληπτικό, συμβολικό, διανοητικό, παραστατικό και υλικό, οδηγώντας τον στοχασμό στο ίδιο «συμπέρασμα», μέσα από πολλούς δρόμους.

Μιλώντας φιλοσοφικά λέμε πως η Ουσία Είναι Μία, η Αντίληψη είναι Ενιαία, κι η Πραγματικότητα είναι αυτό που Συμβαίνει, Εδώ, Τώρα. Λέγοντας Εδώ συμπεριλαμβάνουμε τα πάντα (σε όλες τις διαστάσεις, σε όλους τους κόσμους) και λέγοντας Τώρα, εννοούμε την «κόψη» του Άμεσου Παρόντος. Η Ουσία (που Είναι Ύπαρξη, Αντίληψη, Πραγματικότητα) είναι Ολιστική. Αυτό σημαίνει ότι Όλη η Ουσία, Μέρος της Ουσίας και το Ελάχιστο της Ουσίας έχουν ακριβώς τις ίδιες ιδιότητες και δυνατότητες κι έτσι, στην πραγματικότητα «ταυτίζονται». Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή, στην πραγματικότητα, οι «διαχωρισμοί» δεν είναι αληθινοί, οφείλονται μόνο στην «αντίληψη». Αυτό σημαίνει, σε μια επέκταση του στοχασμού, πως κάθε ύπαρξη, κάθε συνείδηση είναι η Μία Συνείδηση και κάθε αντιληπτή πραγματικότητα δεν είναι παρά μια περιορισμένη, μεροληπτική αντίληψη.

Για να το κατανοήσουμε σε παραστατικό επίπεδο μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε την Ουσία με την Μεγάλη Θάλασσα. Όλη η Θάλασσα, μέρος της Θάλασσας, ή μια σταγόνα, είναι ακριβώς το «ίδιο» (με τις ίδιες ιδιότητες).

Έτσι, για να οδηγηθούμε σε κάποια συμπεράσματα, κάθε ον, κάθε συνείδηση, είναι Αυτή η Μία Συνείδηση. Ζει εδώ, Τώρα. Αυτό που μας «διαφοροποιεί» από την Μία Συνείδηση, από την Ενιαία Αντίληψη, από την Μοναδική Πραγματικότητα, είναι ο τρόπος που βλέπουμε. Όταν η Συνείδηση, Περιορίζεται, όταν Βλέπει Ιδιαίτερα ή Τοπικά είναι επόμενο πως η εμπειρία της πραγματικότητας θα διαφοροποιείται. Έτσι ανάλογα με το που κοιτάμε, πως βλέπουμε οδηγούμαστε εδώ ή εκεί, η πέρα από όλους τους περιορισμούς. Είναι θέμα Κατανόησης, Επιλογής, Ηθικής και Ορθής Πράξης. Όλα είναι φυσιολογικά, φυσικά κι αποτελούν μέρος της Μιας Πραγματικότητας.

Είναι όπως συμβαίνει με τα μάτια, με την όραση. Όταν κρατάμε το βλέμμα συγκεντρωμένο σε ένα σημείο, δεν λειτουργεί η γενική όραση, χάνουμε την «μεγάλη εικόνα». Όταν «αποσπάσουμε» το «βλέμμα» μας από το μέρος, οι ορίζοντες καταρρέουν, βλέπουμε το Όλον.

Έτσι η ίδια Ψυχή, η ίδια Συνείδηση, μπορεί να είναι Ελεύθερη ή σκλαβωμένη. Εξαρτάται μόνο από τις επιλογές της, που είναι καρπός της όποιας ωριμότητας και της κατανόησης που προκύπτει από την δεδομένη ωριμότητά της.

Ο Σοφός Άνθρωπος Ζει στην πραγματικότητα των συμβαινόντων, Ακολουθεί την Ροή της Ζωής, ισορροπώντας στην Κόψη του Παρόντος. Οι ανόητοι άνθρωποι τρέχουν πίσω από τα πράγματα, πίσω από εμπειρίες, εμμονές, μνήμες και φαντασίες. Δεν ζουν την Ζωή και έτσι δεν μπορούν να ελευθερωθούν από την Μάγια του Ονείρου, απλά ονειρεύονται την ζωή, ονειρεύονται ξύπνιοι. Έτσι η ζωή των ανόητων δεν είναι ζωή, είναι «συνειδητό» ονείρεμα.

Η Μυστικιστική Ουσία της Παρουσίας και της Αντίληψης

Στη σφαίρα του μυστικισμού, υπάρχει μια αινιγματική αλήθεια: η αναγνώριση του ΤΙ ΕΙΝΑΙ. Αυτή η βαθιά αναγνώριση, συχνά τυλιγμένη σε στρώματα αντίληψης, υπερβαίνει την απλή αισθητηριακή εμπειρία και αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ίδιας της ύπαρξης. Όταν το ΤΙ ΕΙΝΑΙ αναγνωρίζεται θετικά ως Παρουσία, η αντίληψη που προκύπτει δεν είναι η ουσία του ΤΙ ΕΙΝΑΙ αλλά μάλλον μια αντανάκλαση, μια απλή ηχώ της βαθύτερης πραγματικότητας. Αυτή η αντίληψη, αν και ζωντανή και απτή, δεν είναι παρά μια σκιά που ρίχνει η αληθινή φύση της Παρουσίας.

Η Φύση της Αντίληψης και της Παρουσίας

Η αντίληψη, από τον ίδιο της τον ορισμό, συνεπάγεται έναν διαχωρισμό μεταξύ του αντιλήπτη και του αντιληπτού. Είναι μια γέφυρα που συνδέει τον εσωτερικό κόσμο του υποκειμένου με το εξωτερικό βασίλειο των αντικειμένων. Ωστόσο, στην αναγνώριση της Παρουσίας, αυτή η δυαδικότητα διαλύεται σε μια απρόσκοπτη ενότητα. Η Αντίληψη του ΤΙ ΕΙΝΑΙ μεταμορφώνεται σε μια άμεση συνάντηση με την Παρουσία, μια εμπειρία τόσο αγνή και ανόθευτη που υπερβαίνει τη συμβατική κατανόηση.

Αυτή η Παρουσία δεν είναι μια στατική οντότητα αλλά μια δυναμική, απεριόριστη ροή. Είναι μια ανοιχτή σύλληψη, απαλλαγμένη από περιορισμούς, ομοιογενής στην ουσία της και χωρίς κεντρικό σημείο ή άξονα. Είναι μια συνεχής ροή ζωής, διαρκώς μεταβαλλόμενη αλλά αιώνια αμετάβλητη. Σε αυτή την κατάσταση της καθαρής Παρουσίας, ο χρόνος και ο χώρος χάνουν τη συμβατική τους σημασία, συγχωνεύονται σε μια ατελείωτη συνέχεια ύπαρξης.

Το Φως ως Εκδήλωση Παρουσίας

Όταν γίνεται αντιληπτή η Παρουσία, βιώνεται ως ΦΩΣ. Αυτό το ΦΩΣ δεν είναι απλώς ένα φυσικό φαινόμενο αλλά η ίδια η ουσία της ίδιας της αντίληψης. Είναι η ορατή εκδήλωση του αόρατου, η απτή έκφραση του άυλου. Αυτό το ΦΩΣ αποτελεί την ουσία ΟΛΩΝ — το υποκείμενο και οι διαφοροποιήσεις του υποκειμένου από τον αυτοπραγματοποιημένο ως χώρο, τον αντικειμενικό χώρο.

Σε αυτή τη μυστικιστική άποψη, το ΦΩΣ είναι και η πηγή και η ουσία όλων όσων υπάρχουν. Είναι η ουσία κάθε υποκειμένου, που περιορίζεται σε ένα αντιληπτικό κέντρο και διαφοροποιείται από τον κόσμο των αντικειμένων, καθώς και η ουσία όλων των αντικειμένων που γίνονται αντιληπτά. Αυτό το ΦΩΣ είναι η ενοποιητική αρχή που δένει το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, τον εαυτό και τον άλλο, το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Η συνεχής ροή της ζωής

Η ζωή, όπως βιώνεται μέσα από το φακό της Παρουσίας, είναι μια συνεχής ροή, ένα αδιάσπαστο ρεύμα ύπαρξης που ξεπερνά μεμονωμένες στιγμές και γεγονότα. Αυτή η ροή είναι αμετάβλητη στην ουσία της, ωστόσο εκδηλώνεται ως μια διαρκώς μεταβαλλόμενη αλληλουχία εμπειριών. Στη μυστικιστική συνειδητοποίηση της Παρουσίας, αντιλαμβάνεται κανείς αυτή τη ροή όχι ως μια σειρά διακριτών περιστατικών αλλά ως μια ενιαία, αδιαίρετη διαδικασία.

Αυτή η συνεχής ροή είναι η ουσία της ίδιας της ζωής, ένας απεριόριστος ποταμός συνείδησης που φέρει μέσα του τους σπόρους όλης της δημιουργίας. Είναι η πηγή κάθε διαφοροποίησης, η μήτρα από την οποία αναδύονται όλες οι μορφές και στην οποία τελικά διαλύονται. Αναγνωρίζοντας αυτή τη ροή, βλέπει κανείς τη ζωή όχι ως αγώνα ενάντια στα ρεύματα του χρόνου και της αλλαγής, αλλά ως έναν αρμονικό χορό μέσα στο αιώνιο ρεύμα της Παρουσίας.

Η Ουσία ΟΛΩΝ

Η συνειδητοποίηση της Παρουσίας ως ΦΩΣ αποκαλύπτει την αληθινή ουσία όλων των όντων και των αντικειμένων. Αυτή η ουσία δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες μορφές ή ταυτότητες, αλλά διαπερνά ολόκληρο τον ιστό της ύπαρξης. Είναι η θεμελιώδης ουσία από την οποία προκύπτουν όλα τα πράγματα και στην οποία επιστρέφουν. Σε αυτή την άποψη, οι διακρίσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, εαυτού και άλλου, θεωρούνται απατηλές, απλές κατασκευές του αντιληπτικού νου.

Η ουσία ΟΛΩΝ είναι το αγνό ΦΩΣ της Παρουσίας, ένα αδιαίρετο και ομοιογενές πεδίο συνείδησης. Αυτό το ΦΩΣ είναι η πηγή κάθε διαφοροποίησης, η μήτρα μέσα στην οποία δημιουργούνται όλες οι μορφές και οι ταυτότητες. Είναι η ενοποιητική αρχή που ενώνει όλα τα πράγματα, το κοινό νήμα που υφαίνει την ταπισερί της ύπαρξης.

Η Μυστική Ενότητα της Ύπαρξης

Στη μυστικιστική εμπειρία της Παρουσίας, αντιλαμβάνεται κανείς την ενότητα όλης της ύπαρξης. Αυτή η ενότητα δεν είναι μια απλή αφαίρεση, αλλά μια βιωμένη πραγματικότητα, μια άμεση συνάντηση με τη θεμελιώδη ουσία της ύπαρξης. Είναι μια εμπειρία βαθιάς απλότητας, μια επιστροφή στην πρωταρχική κατάσταση της ενότητας από την οποία προκύπτει κάθε διαφοροποίηση.

Αυτή η ενότητα είναι απεριόριστη και άπειρη, που περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν και όλα όσα δεν υπάρχουν. Είναι μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, του υποκειμένου και του αντικειμένου. Σε αυτή την κατάσταση, βιώνει κανείς την αληθινή φύση της Παρουσίας, το ΦΩΣ που είναι η ουσία όλης της ύπαρξης.

Συμπέρασμα

Το μυστικιστικό ταξίδι προς την αναγνώριση της Παρουσίας είναι μια διαδρομή βαθιάς μεταμόρφωσης. Είναι ένα ταξίδι που ξεπερνά τους περιορισμούς της αντίληψης και αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ίδιας της ύπαρξης. Αναγνωρίζοντας την Παρουσία ως ΦΩΣ, αντιλαμβάνεται κανείς την αληθινή ουσία όλου αυτού που είναι, ένα αδιαίρετο και απεριόριστο πεδίο συνείδησης που αποτελεί την ουσία ΟΛΩΝ.

Αυτή η συνειδητοποίηση φέρνει μια βαθιά αίσθηση ειρήνης και αρμονίας, μια αναγνώριση της συνεχούς ροής της ζωής που είναι ταυτόχρονα αμετάβλητη και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Αποκαλύπτει τη θεμελιώδη ενότητα κάθε ύπαρξης, τη μυστικιστική ενότητα που βρίσκεται στην καρδιά κάθε διαφοροποίησης. Σε αυτή την κατάσταση της καθαρής Παρουσίας, βιώνει κανείς την αληθινή φύση της ύπαρξης, μια ανοιχτή και απεριόριστη αντίληψη της ζωής που υπερβαίνει όλους τους περιορισμούς και τις διακρίσεις.

Αυτοαγάπη

Η αποδοχή και η επιδοκιμασία του εαυτού μας είναι το μαγικό κλειδί που ανοίγει την πόρτα για τις θετικές αλλαγές μας.

"Μα πώς θα αλλάξω αν δεν κάνω την αυτοκριτική μου"; σε άκουσα να λες.
Δεν χρειάζεσαι αυτοκριτική μάτια μου αλλά κατανόηση και αποδοχή. Χρειάζεσαι αυτοαγάπη...
Η αυτοκριτική δεν είναι παρά σκέψεις που ακολουθούν την παλιά τους τακτική. Μας έχουν υψώσει πολλές φορές το δάχτυλο, όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μας. Μας έχουν κρίνει, επικρίνει, τιμωρήσει και στο τέλος μας έχουν κάνει να πιστέψουμε ότι μόνο αν συμμορφωνόμαστε και αν υψώνουμε και εμείς με τη σειρά μας το δάχτυλο στον εαυτό μας γινόμαστε καλοί άνθρωποι.

Και σε ρωτώ ποιος ορίζει το σωστό και το λάθος; Ποιος είναι ικανός να σου πει ποιο είναι το λάθος και το σωστό για σένα. Κανένας δεν φοράει τα δικά σου παπούτσια ούτε περπατάει στα δικα σου βήματα Κανένας δεν χρησιμοποιεί τα δικά σου φτερά για να πετάξει και κανένας δεν δονείται στους χτύπους της δικής σου καρδιάς...

Εγώ ένα πράγμα έμαθα περπατώντας στο μονοπάτι της ζωής μου. Αυτό που είναι σωστό φέρνει γαλήνη στο μυαλό και την καρδιά μου ενώ αντίθετα το λάθος μόνο αναστάτωση με πλημμυρίζει. Κι αν υψώσω το δάχτυλο φέρνω επιπλέον σύγχυση και αναστάτωση. Όταν κριτικάρω τον εαυτό μου και τον αρνούμαι φέρνω διάσπαση γιατί διαχωρίζω το σώμα, το μυαλό και την καρδιά μου.

Ενώ αν αντικρύσω με ξεκάθαρο βλέμμα το τι έχει συμβεί,
  • Αν κατανοήσω τις πράξεις μου αλλά και τι με παρακίνησε σε αυτές,
  • Αν συγχωρήσω όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον εαυτό μου για το δικό του μερίδιο ευθύνης,
  • Αν έχω το θάρρος να ζητήσω συγνώμη εκεί που νιώθω ότι έσφαλλα κι όλα αυτά χωρίς κρίσεις, επικρίσεις, με ηρεμία και πολλή αγάπη και αποδοχή για ότι εχει συμβεί και για όσους εμπλέκονται σε κάθε γεγονός, τότε, μπορώ να έχω τη συνειδητότητα του ποιος/α είμαι και που θέλω να πάω. Τότε μπορώ να βαδίζω συνειδητά το μονοπάτι της ζωής μου νιώθοντας πληρότητα.
Η αυτοκριτική το υψωμένο δάχτυλο ενισχύουν το: Αξίζω; -Δεν αξίζω!

Οι πεποιθήσεις και οι χτισμένες σκέψεις είναι η πιο σκληρή φυλακή και οδηγούν μόνο στην ανελευθερία. Ενώ η ελευθερία συμβαδίζει με την πληρότητα και η πληρότητα συμβαδίζει με την καλή υγεία. Και η καλή υγεία με την αγάπη για τον εαυτό μας. Και η αγάπη για τον εαυτό μας συμβαδίζει με την ευημερία, τη δημιουργική έκφραση, την αφθονία και την Αγάπη...

Αν θες να είσαι ένας άνθρωπος ολόκληρος, ένας άνθρωπος ελεύθερος τότε άρχισε αυτήν εδώ τη στιγμή αγαπώντας τον εαυτό σου. Κοιτάξου στον καθρέφτη και πες: "Σε Αγαπώ και σε αποδέχομαι οπως ακριβώς είσαι".

Παρατήρησε πώς νιώθεις και πες το ξανά ! Ξανά και ξανά... Όσες φορές χρειαστεί... Συνέχισε και την επόμενη μέρα... Άρχισε να αγαπάς στην αρχή εκείνα τα στοιχεία που θεωρείς ¨καλά¨ και σιγά, σιγά προσέγγισε με αγάπη και εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα σου που δεν τα αποδέχεσαι και τα καταχωνιάζεις στα υπόγεια της κοιλιάς σου. Εκείνα που ντρέπεσαι για την ύπαρξη τους. Είναι και αυτά όμορφα, έχουν την δική τους ξεχωριστή ομορφιά και το μόνο που χρειάζονται από εσένα είναι αποδοχή για να μπορέσουν να μετουσιωθούν.

Κι όταν αρχίζεις να αλλάζεις τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, όταν αρχίζεις να υποδέχεσαι τη σκοτεινιά σου και να τη φωτίζεις τότε θα θυμώνεις, λιγότερο, θα επικρίνεις λιγότερο, θα κάνεις μαύρες και απαισιόδοξες σκέψεις λιγότερο, θα φοβάσαι λιγότερο και θα εμπιστεύεσαι και θα αγαπάς περισσότερο...

Το αντίθετο του Φόβου

Εκείνη τη νύχτα ο Διηνέκης κοιμήθηκε λιγότερο ακόμα. Τον ένιωσα να σαλεύει και σηκώθηκα. «Ξάπλωσε» πρόσταξε. Με έσπρωξε πάλι κάτω. «Δεν πέρασε ακόμα ούτε η δεύτερη σκοπιά». Είχε αποκοιμηθεί με τη σπολάδα και καθώς σηκωνόταν όλες οι ταλαιπωρημένες αρθρώσεις του διαμαρτυρήθηκαν. Άκουσα τα κόκαλα του σβέρκου του να τρίζουν και να βγάζει πηχτό φλέγμα από τα πνευμόνια του, που είχε κάψει στην Οινόη ανασαίνοντας φωτιά. Κι αυτή η πληγή, όπως οι άλλες, δεν είχε γιάνει ποτέ πραγματικά.

«Άσε με να σε βοηθήσω, αφέντη».

«Κοιμήσου. Μη με αναγκάσεις να σ' το ξαναπώ».

Άρπαξε ένα από τα κοντάρια του, από ‘κει που ήταν τα όπλα και κρέμασε την ασπίδα του στον ώμο απ' το λουρί της. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Κατευθύνθηκε εκεί που βρίσκονταν η ομάδα του Λεωνίδα και οι ιππείς του. Ίσως ο βασιλιάς να ήταν ξυπνητός και να ήθελε παρέα.

Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο αφέντης μου κάποτε για τα πεδία των μαχών. Συνέβη στην Τρίτεια, όταν ο στρατός ήρθε αντιμέτωπος με τους πολεμιστές της Αχαΐας σε ένα λιβάδι με ώριμο κριθάρι. Η φοβερή σφαγή έγινε απέναντι από έναν ναό, όπου σε καιρό ειρήνης οι παράφρονες και οι σεληνιασμένοι, μεταφέρονταν από τις οικογένειές τους για να προσευχηθούν και να προσφέρουν θυσία στη Φιλεύσπλαχνη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. «Κανένας χωρομέτρης δε σημειώνει μια περιοχή και δηλώνει: "Εδώ θα γίνει μάχη". Το έδαφος είναι συνήθως αφιερωμένο σε έναν ειρηνικό σκοπό, συχνά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και οίκτο. Αυτή είναι η ειρωνεία της υπόθεσης».

Ακόμα και μέσα στα ορεινά και εχθρικά από τοπογραφικής άποψης όρια της Ελλάδας, υπάρχουν αυτές οι φιλόξενες για πόλεμο τοποθεσίες, όπως τα Οινόφυτα, η Τανάγρα, η Κορώνεια, ο Μαραθώνας, η Χαιρώνεια, τα Λεύκτρα. Πεδιάδες και περάσματα όπου οι στρατοί συγκρούονταν γενιές ολόκληρες.

Το πέρασμα στις Θερμοπύλες ήταν ένα τέτοιο μέρος. Εδώ σ' αυτά τα απόκρημνα στενά, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις αλληλοσκοτώνονταν από την εποχή του Ιάσονα και του Ηρακλή. Εδώ είχαν πολεμήσει ορεινές φυλές, άγριες φατρίες, κουρσάροι, ομάδες μεταναστών, βάρβαροι και εισβολείς από τον Βορρά και τη Δύση. Ο πόλεμος και η ειρήνη εναλλάσσονταν σ' αυτό το μέρος για αιώνες, οι λουόμενοι και οι πολεμιστές, οι μεν έρχονταν για τα νερά, οι δε για το αίμα.

Το τείχος ήταν έτοιμο πια.

Από δω που βρισκόμουν έβλεπα τις σκοπιές πάνω στο τείχος και τα τρία έτοιμα τάγματα, δύο αρκαδικά και ένα σπαρτιατικό, με πλήρη πανοπλία, σε κάθε πυργίσκο.

Ο Λεωνίδας ήταν, πράγματι, ξυπνητός. Τα μακριά ατσαλόχρωμα μαλλιά του διακρίνονταν καθαρά δίπλα στη φωτιά των διοικητών. Ο Διηνέκης τον βρήκε να κάθεται ανάμεσα σε μια ομάδα αξιωματικών. Κατάφερα να ξεχωρίσω τον Διθύραμβο, τον αρχηγό των Θεσπιέων· τον Λεοντιάδη, τον Θηβαίο διοικητή· τον Πολύνεικο· τα αδέλφια Αλφεό και Μάρωνα και αρκετούς Σπαρτιάτες ιππείς.

Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Ένιωσα ανθρώπους να κινούνται δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας είχαν ξυπνήσει κι αυτοί και τώρα στέκονταν πλάι μου. Οι νεαροί πολεμιστές, όπως κι εγώ, κάρφωσαν το βλέμμα στους αξιωματικούς και πρωταθλητές που περιέβαλλαν τον βασιλιά. Όλοι οι παλαίμαχοι το ήξεραν, θα πολεμούσαν τιμημένα. «Εμείς πώς θα τα πάμε;» Ο Αλέξανδρος έβαλε λόγια στην άφατη αγωνία, που είχε κυριεύσει τις καρδιές των νεαρών συντρόφων του. «Θα βρούμε την απάντηση στο ερώτημα του Διηνέκη; Θα ανακαλύψουμε μέσα μας το αντίθετο του φόβου;»

Τρεις μέρες πριν την αναχώρηση από τη Σπάρτη, ο αφέντης μου είχε συγκεντρώσει τους πολεμιστές και τους βοηθητικούς της ενωμοτίας του και διοργάνωσε ένα κυνήγι με δικά του έξοδα. Ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετήσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο αλλά και τα βουνά της πατρίδας τους. Κανείς δεν είπε λέξη για τις Πύλες ή για τις επερχόμενες δοκιμασίες. Ήταν μια θαυμάσια εκδρομή, που την ευλόγησαν οι θεοί με αρκετά εξαίρετα θηράματα, όπως ένα υπέροχο αγριογούρουνο που σκότωσαν ο Αυτόχειρας και ο Αρίστωνας με το ακόντιο και την αιχμή του που ήταν ίση με ένα πόδι.

Κατά το σούρουπο οι κυνηγοί, καμιά δεκαριά περίπου, και οι διπλάσιοι βοηθοί και είλωτες που υπηρετούσαν στα κυνήγια, στρογγυλοκάθισαν ευδιάθετοι γύρω από αρκετές φωτιές, ανάμεσα στους λόφους πάνω από τις Θυρίδες. Ο φόβος θρονιάστηκε κι αυτός ανάμεσά τους. Ενώ οι άλλοι κυνηγοί κουβέντιαζαν γύρω από τις χωριστές φωτιές τους, διασκεδάζοντας με ψέματα για τα θηράματα και φιλικά πειράγματα, ο Διηνέκης καθάρισε τον χώρο δίπλα του και κάλεσε τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα να καθίσουν. Κατάλαβα την πρόθεση του αφέντη μου. Θα μιλούσε για τον φόβο, γιατί εκείνοι οι νεαροί που δεν είχαν χύσει ακόμα σταγόνα αίμα στη μάχη, παρά τη σιωπή τους ή ίσως εξαιτίας της, είχαν αρχίσει να λιποψυχούν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν.

«Όλη μου τη ζωή» άρχισε ο Διηνέκης «ένα ερώτημα με έκαιγε. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;».

«Το να το πεις αφοβία δεν έχει νόημα. Είναι απλώς ένα όνομα, μια θέση που εκφράζεται ως αντίθεση. Το να αποκαλείς το αντίθετο του φόβου αφοβία δε λέει τίποτα. Θέλω να ξέρω το πραγματικό αντίθετό του, όπως μέρα και νύχτα, ουρανός και γη».

«Να είναι μια θετική έκφραση» είπε ο Αρίστωνας.

«Ακριβώς!» Ο Διηνέκης κοίταξε επιδοκιμαστικά τον νέο άντρα. Σταμάτησε να μελετήσει τα πρόσωπα των δύο νέων. Άκουγαν αυτά που τους έλεγε; Ενδιαφέρονταν; Ήταν όπως αυτός, αληθινοί μαθητές του θέματος εκείνου;

«Πώς μπορεί να δαμάσει κανείς τον φόβο του θανάτου, αυτόν τον αρχέγονο τρόμο που κυλάει στο αίμα μας, σε όλη μας τη ζωή, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους;»

Έδειξε τα σκυλιά που είχαν διπλαρώσει τον Αυτόχειρα.

«Μια αγέλη σκύλων βρίσκει το κουράγιο να επιτεθεί σε ένα λιοντάρι. Κάθε σκύλος γνωρίζει τη θέση του. Φοβάται τον σκύλο που είναι μπρος του και τρέφει τον φόβο εκείνου που είναι πίσω του. Ο φόβος δαμάζει τον φόβο. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι Σπαρτιάτες. Βάζουμε πάνω από τον φόβο του θανάτου έναν ακόμα μεγαλύτερο φόβο: αυτόν της ατίμωσης. Του αποκλεισμού από το κοπάδι».

Ο Αυτόχειρας εκείνη τη στιγμή βρήκε να πετάξει αρκετά κομμάτια κρέας στα σκυλιά. Εκείνα άρπαξαν με μανία τα απομεινάρια από το χορτάρι. Το δυνατότερο βούτηξε τη μερίδα του λέοντος.

Ο Διηνέκης χαμογέλασε θλιμμένα.

«Είναι όμως αυτό θάρρος; Το ίδιο δεν είναι όταν ενεργείς από φόβο μήπως ατιμαστείς; Δε σου το επιβάλλει πάλι ο φόβος;»

Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι έψαχνε να βρει.

«Κάτι πιο ευγενικό. Μια υψηλότερη μορφή του μυστηρίου. Αγνή. Αψεγάδιαστη».

Είπε πως για κάθε άλλο ερώτημα μπορούσε να απευθυνθεί κανείς στη σοφία των θεών. «Όχι όμως και για θέματα θάρρους. Τι έχουν να μας διδάξουν οι θεοί; Αυτοί δεν πεθαίνουν. Τα πνεύματά τους δεν κατοικούν, όπως τα δικά μας, σ' αυτό εδώ». Έδειξε το σώμα, τη σάρκα. «Εδώ μέσα παράγεται ο φόβος».

Ο Διηνέκης κοίταξε πάλι τον Αυτόχειρα, μετά τον Αλέξανδρο, τον Αρίστωνα κι εμένα.

«Εσείς οι νέοι φαντάζεστε ότι εμείς οι παλιοί πολεμιστές έχουμε τιθασεύσει τον φόβο. Όμως τον νιώθουμε τόσο έντονα όσο εσείς. Πολύ πιο έντονα, γιατί τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας. Ο φόβος ζει μέσα μας μέρα και νύχτα, στα νεύρα μας και στα κόκαλά μας. Λέω αλήθεια, φίλοι μου;»

Ο Αυτόχειρας έσκασε ένα λοξό θλιμμένο χαμόγελο. Ο αφέντης μου του το ανταπέδωσε.

«Μπαλώνουμε το θάρρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Τα συγκεντρώνουμε μέσα από τους φόβους μας· από τον φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, τον βασιλιά, τους ήρωες των γραμμών μας. Από τον φόβο ότι θα θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, τους συμπολεμιστές μας. Ξέρω πώς ν' αποτελειώσω τον άνθρωπο μου, πώς να πείσω τον εαυτό μου ότι ο φόβος του είναι μεγαλύτερος από τον δικό μου. Μπορεί να είναι. Προσέχω τους στρατιώτες που υπηρετούν κάτω από τις διαταγές μου και προσπαθώ να ξεχάσω τον δικό μου φόβο φροντίζοντας για την επιβίωσή τους. Όμως είναι πάντα παρών. Το καλύτερο που έχω πετύχει είναι να ενεργώ παρά τον φόβο μου. Αλλά ούτε αυτό είναι. Όχι το είδος του θάρρους για το οποίο μιλώ. Δεν είναι ούτε η αυτοπροστασία, που βασίζεται στο ζωώδες ένστικτο και στον πανικό. Αυτά είναι καταλήψεις. Αυτά τα έχει κι ένας ποντικός.

Παρατήρησε ότι συχνά εκείνοι που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου πρεσβεύουν ότι η ψυχή δεν εξαφανίζεται μαζί με το σώμα. Για μένα αυτό είναι ηλίθιο. Ευσεβής πόθος. Άλλοι πάλι, οι βάρβαροι κυρίως, λένε πως όταν πεθαίνουμε πηγαίνουμε στον παράδεισο. Τους ρωτώ λοιπόν: Αν, πράγματι, το πιστεύετε αυτό, γιατί δεν τελειώνετε με τον εαυτό σας αμέσως για να επιταχύνετε το ταξίδι;

Ο Αχιλλέας, μας λέει ο Όμηρος, είχε πραγματική ανδρεία. Είχε όμως, αφού γεννήθηκε από μητέρα αθάνατη, βουτήχτηκε στα νερά της Στύγας όταν ήταν μωρό και ήξερε ότι εκτός από τη φτέρνα ήταν άτρωτος; Οι δειλοί θα ήταν σπανιότεροι κι απ' τα φτερά στα ψάρια αν το ξέραμε όλοι αυτό».

Ο Αλέξανδρος ρώτησε αν κάποιος στην πόλη, κατά τη γνώμη του Διηνέκη, είχε αυτήν την πραγματική ανδρεία.

«Από όλους τους Λακεδαιμονίους, ο φίλος μας ο Πολύνεικος είναι πιο κοντά. Αλλά ακόμα και τη δική του ανδρεία τη θεωρώ ανεπαρκή. Πολεμά όχι από φόβο μήπως ατιμαστεί αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Μπορεί να είναι ευγενικός σκοπός, τουλάχιστον δεν είναι ταπεινός, είναι όμως πραγματική ανδρεία;»

Ο Αρίστωνας ρώτησε αν αυτό το ανώτερο θάρρος υπήρχε πραγματικά.

«Δεν είναι κάτι φανταστικό» δήλωσε ο Διηνέκης με σιγουριά. «Το έχω δει. Ο αδελφός μου ο Ιατροκλής το είχε ορισμένες στιγμές. Όταν έβλεπα τη χάρη του, πάνωθέ του, έμενα εμβρόντητος. Ακτινοβολούσε, ήταν κάτι θεϊκό. Εκείνες τις ώρες πολεμούσε όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν Θεός.

Ο Λεωνίδας το έχει επίσης μερικές φορές. Ο Ολύμπιος δεν το έχει. Ούτε κι εγώ. Κανένας από όσους είμαστε εδώ». Χαμογέλασε. «Υπάρχει ωστόσο μια ένδειξη εδώ. Η ανώτερη αυτή ανδρεία υποπτεύομαι ότι ενυπάρχει σε κάτι που είναι γένους θηλυκού. Οι ίδιες οι λέξεις για το θάρρος, η ανδρεία και η αφοβία, είναι θηλυκού γένους, ενώ ο φόβος και ο τρόμος είναι αρσενικού. Ίσως ο Θεός που αναζητούμε δεν είναι Θεός αλλά Θεά. Δεν ξέρω».

Ήταν ολοφάνερο ότι ο Διηνέκης ευχαριστιόταν να μιλάει γι' αυτό. Ευχαρίστησε τους ακροατές του που είχαν την υπομονή να τον ακούνε ακόμη. «Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν υπομονή για τέτοια ερωτήματα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι ρώτησα κάποτε τον αδελφό μου σε μια εκστρατεία, μια μέρα που είχε πολεμήσει σαν αθάνατος. Ήθελα σαν τρελός να μάθω τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές, τι αισθανόταν μέσα του. Με κοίταξε σαν να είχα βγει από το τρελοκομείο. "Λιγότερη φιλοσοφία, Διηνέκη, και περισσότερη αρετή"».

Γέλασε. «Αυτό είπε μόνο».

Ο αφέντης μου γύρισε τότε στο πλάι, σαν να ήθελε να βάλει τέλος σ' αυτήν τη συζήτηση. Κάτι ωστόσο τον έκανε να στραφεί στον Αρίστωνα, που στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η έκφραση των μικρών παιδιών που δεν τολμούν να απευθύνουν τον λόγο στους μεγαλύτερους τους. «Πες το, φίλε μου» τον παρότρυνε ο Διηνέκης.

«Σκεφτόμουν το θάρρος των γυναικών. Πιστεύω ότι διαφέρει από των αντρών».

Ο νέος δίστασε. Η έκφρασή του μιλούσε πριν από κείνον, μάλλον θεωρούσε απρέπεια ή αλαζονεία να διαλογίζεται πάνω σε θέματα για τα οποία δεν είχε καμία εμπειρία.

Ο Διηνέκης ωστόσο τον πίεσε να μιλήσει. «Διαφορετικό πώς;» Ο Αρίστωνας κοίταξε τον Αλέξανδρο, που με ένα χαμόγελο ενίσχυσε την απόφαση του φίλου του να εκφραστεί. «Το θάρρος ενός άντρα, να δίνει τη ζωή του για την πατρίδα του, δεν είναι κάτι παράξενο. Δεν είναι στη φύση του αρσενικού, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, να πολεμά και να ανταγωνίζεται; Παρακολουθήστε οποιοδήποτε αγόρι. Πριν ακόμα μιλήσει, απλώνει το χέρι να πιάσει από ένστικτο το κοντάρι και το σπαθί — ενώ οι αδελφές του αποφεύγουν αυτά τα σύνεργα των αγώνων κι αντί γι' αυτά κρατούν στην αγκαλιά τους το γατάκι και την κούκλα.

«Τι πιο φυσικό σε έναν άντρα να πολεμάει και σε μια γυναίκα να αγαπάει; Αυτό που επιτάσσει το ένστικτο της μάνας δεν είναι να δίνει και να τρέφει πάνω απ' όλα αυτό που έχει βγάλει από τη μήτρα της, τα παιδιά που έχει γεννήσει με πόνο; Όλοι ξέρουμε ότι η λέαινα ή η λύκαινα, θυσιάζουν τη ζωή τους χωρίς δισταγμό για να προστατέψουν τα μικρά τους. Το ίδιο και οι γυναίκες. Τώρα αναλογιστείτε, φίλοι, αυτό που αποκαλούμε γυναικείο θάρρος:

Υπάρχει κάτι που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη γυναικεία φύση, με τη μητρότητα, από το να στέκεται ακίνητη και ασυγκίνητη καθώς οι γιοι της βαδίζουν προς το θάνατο; Δε θα έπρεπε κάθε ίνα του κορμιού της μητέρας να ουρλιάζει από αγωνία και προσβολή μπροστά σε μια τέτοια ύβρη; Δε θα έπρεπε η καρδιά της να πασχίζει να φωνάξει με όλο της το πάθος: "Όχι! Όχι το γιο μου! Λυπηθείτε τον!". Το ότι οι γυναίκες, από κάποια άγνωστη σε μας πηγή, αντλούν τη θέληση να επιβληθούν σ' αυτό που είναι η αληθινή τους φύση, είναι, πιστεύω, ο λόγος που στεκόμαστε με δέος μπροστά στις μητέρες, στις αδελφές και στις γυναίκες μας. Αυτό, Διηνέκη, πιστεύω ότι είναι η ουσία του γυναικείου θάρρους και γιατί, όπως είπες, είναι ανώτερο των αντρών».

Ο αφέντης μου επιδοκίμασε αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Αλέξανδρος ωστόσο δίπλα του φάνηκε να αντιδρά. Καταλάβαινες ότι ο νέος δεν ήταν ικανοποιημένος.

«Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αρίστωνα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κάτι λείπει ωστόσο. Αν η νίκη των γυναικών ήταν να στέκονται απλώς αδάκρυτες καθώς οι γιοι τους βαδίζουν προς το θάνατο, αυτό δεν είναι μόνο αφύσικο αλλά και απάνθρωπο, χυδαίο και τερατώδες ακόμα. Αυτό που ανυψώνει τούτη την πράξη και την κάνει ευγενή είναι, θαρρώ, επειδή γίνεται για να υπηρετήσει έναν ανώτερο και ανιδιοτελή σκοπό.

Αυτές οι γυναίκες που αντικρίζουμε με δέος χαρίζουν τη ζωή των αγοριών τους στη χώρα τους, στο λαό ως σύνολο, γιατί το έθνος πρέπει να επιβιώσει, έστω κι αν χαθούν τα αγαπημένα τους παιδιά. Σαν τη μητέρα που την ιστορία της μαθαίνουμε από μικρά, η οποία, όταν πληροφορήθηκε ότι και οι πέντε γιοι της είχαν σκοτωθεί στην ίδια μάχη, ρώτησε μόνο: "Το έθνος μας νίκησε;" και, όταν της είπαν πως είχε νικήσει, γύρισε να πάει σπίτι της χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ, λέγοντας μόνο: "Τότε είμαι ευτυχισμένη". Αυτό ακριβώς το στοιχείο —η ευγένεια του να βάζεις το σύνολο πάνω από το μέρος— δεν είναι που μας συγκινεί στη θυσία των γυναικών;»

«Τόση σοφία από στόματα νηπίων!» Ο Διηνέκης γέλασε και χτύπησε και τους δύο νέους στοργικά στον ώμο. «Όμως δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;

Θα σας πω μια ιστορία, νεαροί μου φίλοι, αλλά όχι εδώ και τώρα. Θα την ακούσετε στις Πύλες. Την ιστορία του βασιλιά Λεωνίδα και ένα μυστικό που εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αλέξανδρου, την Παράλεια. Αυτή η ιστορία θα προχωρήσει την έρευνά μας πάνω στο θάρρος και θα μας εξηγήσει πώς ο Λεωνίδας επέλεξε τελικά τους Τριακόσιους. Προς το παρόν όμως ας βάλουμε τελεία στο σαλόνι μας, αλλιώς οι Σπαρτιάτες που μας ακούνε θα πουν ότι είμαστε θηλυπρεπείς. Και θα έχουν δίκιο!»

Τώρα στο στρατόπεδο των Πυλών, εμείς οι τρεις νέοι βλέπαμε τον ενωμοτάρχη μας να ανταποκρίνεται στο πρώτο φως της αυγής, να ζητά την άδεια να φύγει από το συμβούλιο του βασιλιά, να επιστρέφει στην ενωμοτία του, να βγάζει τον μανδύα του και να καλεί τους άντρες του σε γυμνάσια. «Όρθιοι λοιπόν». Ο Αρίστωνας πετάχτηκε πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο κι εμένα από τις ασχολίες μας. «Το αντίθετο του φόβου πρέπει να είναι η δουλειά».

Κάτω από ποια ξένη σημαία θα έβρισκε κανείς στο πλευρό του άντρες σαν το Λεωνίδα, τον Αλφεό, τον Μάρωνα ή εδώ μέσα σ' αυτή τη βρομιά τον Δωριέα, τον Πολύνεικο και τον αφέντη μου, τον Διηνέκη;

Τους άντρες που θα μοιραστούν μαζί του τη βάρκα, η καρδιά του πολεμιστή αγκαλιάζει με μια αγάπη που ξεπερνά όλες τις άλλες που έχουν χαρίσει oι θεοί στους ανθρώπους, εκτός από την αγάπη της μάνας για το παιδί της. Δεσμεύεται για πάντα μαζί τους, όπως κι εκείνοι με αυτόν.

«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και είδα τη φάλαγγα» συνέχισε ο Αυτόχειρας «μου φάνηκε η πιο αστεία μορφή πολέμου που είχα δει ποτέ. Στη χώρα μου πολεμάμε καβάλα στ' άλογα. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, σπουδαίος και ένδοξος, ένα θέαμα που συγκλονίζει την ψυχή. Η φάλαγγα μου φαινόταν αστεία. Αλλά θαύμασα τους άντρες, την αρετή τους, που ήταν φανερά πολύ πιο ανώτερη από κάθε άλλου έθνους που είχα δει και μελετήσει. Ήταν πραγματική σπαζοκεφαλιά για μένα».

Κοίταξα τον Διηνέκη μέσα από τη φωτιά για να δω αν είχε ακούσει αυτές τις σκέψεις από τον Αυτόχειρα και στο παρελθόν, τα χρόνια ίσως πριν μπω στην υπηρεσία του, τότε που ο Σκύθης ήταν ο μοναδικός του βοηθός. Από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβα ότι τον παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή. Προφανώς, τούτα τα γενναιόδωρα λόγια από τα χείλη του Αυτόχειρα, ήταν εντελώς καινούρια για τον αφέντη μου όσο και για τους άλλους.

«Θυμάσαι, Διηνέκη, τότε που πολεμήσαμε τους Θηβαίους στις Ερυθρές; Τότε που έσπασαν και το έβαλαν στα πόδια; Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρόμαξα. Υπάρχει πιο ποταπό, πιο εξευτελιστικό θέαμα κάτω από τον ήλιο, από μια φάλαγγα που διαλύεται από φόβο; Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που είσαι θνητός, που βλέπεις τόση χυδαιότητα ακόμα και σε έναν εχθρό. Παραβιάζει τους υψηλότερους νόμους των θεών». Το πρόσωπο του Αυτόχειρα, που είχε πάρει μια περιφρονητική έκφραση, τώρα έλαμψε από χαρά.

«Α, το αντίθετο: Μια γραμμή που κρατάει! Τι μπορεί να είναι πιο μεγάλο, πιο ευγενικό;»

Ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι προήλαυνα μέσα στη φάλαγγα. Προχωρούσαμε σε μια πεδιάδα για να συναντήσουμε τον αντίπαλο. Η καρδιά μου είχε παγώσει από τον τρόμο. Οι σύντροφοι μου προχωρούσαν με μεγάλα βήματα γύρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, από όλες τις μεριές. Ήταν όλοι εγώ. Εγώ γέρος, εγώ νέος. Τρομοκρατήθηκα ακόμα πιο πολύ, λες και γινόμουν κομματάκια. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν. Όλα τα "εγώ", όλοι οι "εαυτοί μου". Καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία, κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά μου. Ξύπνησα με ένα μόνο στήθος και ήξερα ότι αυτό το όνειρο ήταν σταλμένο κατευθείαν από τους θεούς.

Κατάλαβα τότε ότι η κόλλα έκανε τη φάλαγγα σπουδαία. Η αόρατη κόλλα που την κρατούσε σφιχτοδεμένη. Συνειδητοποίησα ότι όλα τα γυμνάσια και η πειθαρχία, με τα οποία εσείς οι Σπαρτιάτες αρέσκεστε να ζαλίζετε ο ένας το κεφάλι του άλλου, δεν ήταν για να εντυπώσετε τη δεξιοτεχνία ή την τέχνη, αλλά για να δημιουργήσετε αυτήν την κόλλα».

Ο Μέδοντας γέλασε. «Δε μου λες, τι είδους κόλλα διέλυσες εσύ, Αυτόχειρα, που επέτρεψε τελικά στα σαγόνια σου να ανοιγοκλείνουν με τόση αντισκυθική υπερβολή;»

Ο Αυτόχειρας χαμογέλασε. Ο Μέδοντας ήταν αυτός, όπως έλεγαν, που έδωσε στον Σκύθη το παρατσούκλι του, όταν, ένοχος για ένα φόνο στη χώρα του, είχε καταφύγει στη Σπάρτη, όπου επιζητούσε συνέχεια τον θάνατο.

«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και άρχισαν να με φωνάζουν "Αυτόχειρα", δε μου άρεσε καθόλου. Αλλά με τον καιρό μπόρεσα να δω τη σοφία του, αφού δε μου το είχαν δώσει από κακή πρόθεση. Γιατί τι πιο ευγενικό από το να σκοτώσεις τον εαυτό σου; Όχι στην κυριολεξία. Όχι με μια λεπίδα στα σπλάχνα. Αλλά να εξοντώσεις το εγωιστικό εγώ μέσα σου, εκείνο το μέρος που κοιτάζει μόνο τη δική του επιβίωση, να σώσει το δικό του τομάρι. Αυτή ήταν η νίκη που εσείς οι Σπαρτιάτες είχατε πετύχει πάνω στον εαυτό σας. Αυτό ήταν η κόλλα. Αυτό που είχατε μάθει και με έκανε να μείνω, για να το μάθω κι εγώ.»

Όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όταν ο μεγαλύτερος πόθος του δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η σωτηρία της δικής του ζωής, αλλά να διαθέσει την ύπαρξή του ολόκληρη για κείνους, τους συντρόφους του, κι όχι να τους εγκαταλείψει ή να φανεί ανάξιος τους, τότε η καρδιά του περιφρονεί στ' αλήθεια το θάνατο κι έτσι ξεπερνά τον εαυτό του και οι πράξεις του αγγίζουν το τέλειο. Γι' αυτό ο αληθινός πολεμιστής δεν μπορεί να μιλήσει για μάχες, παρά μόνο με τα αδέλφια του που ήταν εκεί μαζί του. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο ιερή και απαραβίαστη, που τα λόγια περισσεύουν. Ούτε κι εγώ θα τολμούσα να την πω πέρα από δω παρά μόνο σε σας».

Ο Μαύρος Λέων άκουγε προσεκτικά. «Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αυτόχειρα, και συγχώρα με που σε λέω έτσι. Αλλά δεν είναι ευγενές ό,τι δε βλέπεται. Και τα ποταπά συναισθήματα είναι αόρατα επίσης. Ο φόβος, η απληστία και η λαγνεία. Τι λες γι' αυτά;»

«Ναι» παραδέχτηκε ο Αυτόχειρας «αλλά κι αυτά που αισθάνεται κανείς δεν είναι ποταπά; Η δυσωδία τους φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Αρρωσταίνουν την καρδιά του ανθρώπου. Τα ευγενικά αόρατα πράγματα έχουν διαφορετική αίσθηση. Είναι σαν μουσική που οι υψηλότερες νότες της είναι οι ωραιότερες.

Άλλο ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν ήρθα στη Λακεδαίμονα. Η μουσική σας. Υπήρχε παντού, όχι μόνο στις πολεμικές ωδές ή στα τραγούδια που λέγατε καθώς βαδίζατε εναντίον του αντιπάλου, αλλά επίσης στους χορούς και στις χορωδίες σας, στις εορτές και στις θυσίες σας. Γιατί αυτοί οι τέλειοι πολεμιστές τιμούν τόσο τη μουσική, όταν απαγορεύουν τα θέατρα και την τέχνη; Πιστεύω πως αισθάνονται ότι οι αρετές είναι σαν τη μουσική. Πάλλονται σε έναν υψηλότερο, ευγενέστερο ρυθμό».

Στράφηκε στον Αλέξανδρο. «Γι' αυτό σε επέλεξε ο Λεωνίδας για τους Τριακόσιους, νεαρέ μου αφέντη, αν και ήξερε ότι δεν είχες βρεθεί ποτέ ανάμεσα στις σάλπιγγες. Πιστεύει ότι θα τραγουδήσεις εδώ στις Θερμοπύλες σ' αυτήν τη θεία καταγραφή, όχι μ' αυτόν» —έδειξε το λαιμό— «αλλά με τούτη». Και το χέρι του άγγιξε την καρδιά.

Ο Αυτόχειρας σώπασε. Φάνηκε αμήχανος και ντροπαλός. Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά τον κοίταζαν με σοβαρότητα και σεβασμό. Ο Διηνέκης ράγισε τη σιωπή με ένα γέλιο.

«Είσαι φιλόσοφος, Αυτόχειρα».

Ο Σκύθης χαμογέλασε κι αυτός. «Ναι» είπε κουνώντας το κεφάλι «του πρόσεξ' τούτο!».

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ένας αγγελιαφόρος, που καλούσε τον Διηνέκη στο συμβούλιο του Λεωνίδα. Ο αφέντης μου μού έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Το ένιωσα καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα δρομάκια που διέσχιζαν τα στρατόπεδα των συμμάχων.

«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, Χίονη, τότε που καθόμαστε με τον Αρίστωνα και τον Αλέξανδρο και μιλούσαμε για τον φόβο και το αντίθετό του;»

Είπα ότι θυμόμουν.

«Έχω την απάντηση στο ερώτημά μου. Μου την έδωσαν οι φίλοι μας ο έμπορος και ο Σκύθης».

Το βλέμμα του στράφηκε στις φωτιές του στρατοπέδου, στους συμμάχους που ήταν μαζεμένοι στις μονάδες τους και στους αξιωματικούς τους, που βλέπαμε να πλησιάζουν από όλες τις μεριές τη φωτιά του βασιλιά, όπως κι εμείς άλλωστε, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να λάβουν τις οδηγίες του.

«Το αντίθετο του φόβου» είπε ο Διηνέκης «είναι η αγάπη».

Η αυτοεξαπάτηση και η δομή των κοινωνικών επιστημών

Ψυχολογία

Τη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι ψυχολόγοι αρνούνταν κατηγορηματικά ότι το επιστημονικό τους πεδίο είχε την παραμικρή συνάφεια με τη βιολογία.

Στο Πανεπιστήμιο του Harvard, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στην ψυχολογία ήταν η παρακολούθηση ενός εξαμηνιαίου μαθήματος φυσικής, σκοπός του οποίου ήταν να διαμορφώσει ο φοιτητής μια εικόνα για το πώς μοιάζουν οι σκληρές επιστήμες. Δεν απαιτούνταν η παρακολούθηση κάποιου μαθήματος βιολογίας.

Σαν τους οικονομολόγους, οι ψυχολόγοι βάλθηκαν να δημιουργήσουν ένα αυθύπαρκτο επιστημονικό πεδίο. Η θεωρία μάθησης, η κοινωνική ψυχολογία και η ψυχανάλυση δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από εναλλακτικές εικασίες, χωρίς βαθύτερα θεμέλια, για τους παράγοντες που διέπουν την ανθρώπινη ανάπτυξη. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ψυχανάλυση ήταν μια καθαρή απάτη. Η θεωρία μάθησης, από τη μεριά της, προέβαλλε μεγαλόσχημους όσο και απίθανους ισχυρισμούς αναφορικά με την ικανότητα της ενίσχυσης να διαπλάθει προσαρμοστικά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σύντομα καταδείχθηκε, μέσω απλών λογικών συλλογισμών, ότι η ενίσχυση όχι μόνο δεν μπορούσε να παραγάγει τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά ούτε καν συσχετισμούς μεταξύ των πράξεων και των συνεπειών τους, όταν η εκδήλωση των τελευταίων καθυστερούσε χρονικά έστω και λίγο.

Το καλό της υπόθεσης είναι ότι η ψυχολογία ανέκαθεν επικεντρωνόταν στο άτομο, και ως εκ τούτου ήταν δεκτική σε προσεγγίσεις που βασίζονται στο ατομικό πλεονέκτημα. Έτσι, όχι μόνο έχει αναπτυχθεί εσχάτως μια σημαντική σχολή εξελικτικής ψυχολογίας, αλλά παρατηρούνται ολοένα ισχυρότερες τάσεις ενοποίησης της ψυχολογίας με άλλους κλάδους της βιολογίας —παλαιότερα με την αισθητική φυσιολογία και τώρα με τη νευροφυσιολογία και την ανοσολογία. Ως αποτέλεσμα, η ψυχολογία μετασχηματίζεται σήμερα γοργά στον κλάδο της εξελικτικής βιολογίας, που πάντοτε ευελπιστούσε να αποτελέσει.

Στα μετόπισθεν των εξελίξεων ασθμαίνει η κοινωνική ψυχολογία —άλλο ένα παράδειγμα της καθυστέρησης που προκαλούν η εξαπάτηση και η αυτοεξαπάτηση στην ανάπτυξη επιστημονικών κλάδων με ισχυρό κοινωνικό περιεχόμενο.

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι επινόησαν μια σειρά από τεχνητές μεθόδους που αποσκοπούσαν στην ταχεία εξαγωγή συμπερασμάτων, παρακάμπτοντας την κοπιαστική επιστημονική μέθοδο. Αυτή η επιθυμία των ερευνητών να πουν περισσότερα απ’ όσα δικαιολογούν οι υφιστάμενες γνώσεις αποτελεί την κατάρα που κατατρύχει την ψυχολογία εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Μια τέτοια μέθοδος που διαδραμάτισε καίριο ρόλο υπήρξε η λεγάμενη «αυτοαναφορά». Ουσιαστικά, η μέθοδος συνίσταται στη μελέτη των απαντήσεων σε ερώτηματολόγια —δηλαδή, στη διερεύνηση του τι λένε τα άτομα για τον εαυτό τους. Εκ των υστέρων, δεν φαντάζει ιδιαίτερα σοφή η επιλογή των κοινωνικών ψυχολόγων να οικοδομήσουν μια επιστήμη για την ανθρώπινη συμπεριφορά επάνω στις λεκτικές αποκρίσεις των ατόμων σε ερωτήσεις.

Κατά πρώτον, πρόκειται για μια συνθήκη η οποία ευνοεί τη δράση δυνάμεων εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης —ή, αν θέλετε, είναι ευάλωτη στις μεροληψίες που διέπουν την αυτοπαρουσίαση και την αυτοαντίληψη του ατόμου. Δεν συνηθίζουμε να αποκαλύπτουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας στους άλλους· μάλιστα, ενδέχεται να μη γνωρίζουμε καν την αλήθεια για τον εαυτό μας. Με τέτοιου είδους εργαλεία, πώς ακριβώς αποκλείουν οι ερευνητές την εξαπάτηση, για να μην αναφέρω και την αυτοεξαπάτηση, ώστε να καταλήξουν στην αλήθεια;

Και πώς μπορούν να εμπιστευτούν την αξιοπιστία των δεδομένων τους χωρίς να διαθέτουν μια επεξεργασμένη θεωρία για την εξαπάτηση και την αυτοεξαπάτηση; Το γεγονός ότι οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο επιστημονικό πεδίο σε τέτοια σαθρά θεμέλια οδήγησε μεν στην ανακάλυψη πολυάριθμων σημαντικών συσχετίσεων ανάμεσα σε ασαφείς και ελλιπώς μετρούμενες μεταβλητές, αλλά ευθύνεται επίσης για τη μηδαμινή σωρευτική ανάπτυξη του πεδίου με την πάροδο του χρόνου. Τα εργαλεία —δηλαδή, τα ερωτηματολόγια— προβάλλονταν ως έγκυρα, με προβλεπτική ικανότητα και εσωτερική συνοχή.

Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε απλώς ότι οι ερωτώμενοι έδιναν τις ίδιες απαντήσεις όταν τους υποβάλλονταν οι ίδιες ερωτήσεις έναν μήνα αργότερα, ότι τα διάφορα μέτρα συσχετίζονταν με κάποια άλλα μέτρα και ότι όλες οι ερωτήσεις είχαν την ίδια γενική λογική. Δεν πρόκειται για αξιοζήλευτη μέθοδο έρευνας, αλλά ευτυχώς η εποχή αυτή φθάνει αισίως στο τέλος της, με την ανάπτυξη νέων μεθόδων που αποτιμούν ευθέως τις ασυνείδητες μεροληψίες των ατόμων.

Ψυχανάλυση: Η αυτοεξαπάτηση στη μελέτη της αυτοεξαπάτησης

Με την ανάπτυξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο Freud υποστήριξε ότι είχε θεμελιώσει ένα λεπτομερές επιστημονικό πεδίο που μελετούσε την αυτοεξαπάτηση και την ανθρώπινη ανάπτυξη. Ωστόσο, ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης ενός επιστημονικού πεδίου είναι το κατά πόσον αναπτύσσεται και ευδοκιμεί ή μαραίνεται και σβήνει —και η ψυχανάλυση δεν έχει ευδοκιμήσει.

Θεμέλιο της ψυχανάλυσης ήταν η κλινική εμπειρική γνώση —κατ’ ουσίαν, οι ιστορίες που έλεγαν μεταξύ τους οι ψυχίατροι όταν κάθονταν να πιουν το ποτό τους στο τέλος της ημέρας. Με άλλα λόγια, όταν κανείς ρωτούσε έναν ψυχίατρο (το αρσενικό γένος εδώ δηλώνει και το φύλο του γιατρού, καθώς όλοι σχεδόν ήταν άνδρες) πού ακριβώς βάσιζε την πεποίθησή του ότι η γυναικεία ψυχή κυριαρχείται από τον «φθόνο του πέους» ή ότι οι άνδρες κατατρύχονται από κάτι που λέγεται «άγχος ευνουχισμού», εκείνος αποκρινόταν ότι τη βάσιζε στις κοινές εμπειρίες, παραδοχές και θεωρήσεις των ψυχαναλυτών γύρω από το τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας —μιας διαδικασίας που δεν ήταν προσβάσιμη σε τρίτους, ήταν αδύνατον να επαληθευτεί και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για βελτιωτικές παρεμβάσεις.

Μάλιστα, η αδυναμία ανάπτυξης μεθοδολογικών εργαλείων ικανών να παράγουν χρήσιμες πληροφορίες συνιστά σχεδόν τον ορισμό της αντιεπιστημονικότητας —και πράγματι, η ψυχανάλυση έχει διαπρέψει σε αυτό. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσατε να πραγματοποιήθηκε κάποια μεγάλη, διπλά τυφλή μελέτη για τον φθόνο του πέους ή το άγχος ευνουχισμού;

Η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud αφορούσε δύο διαφορετικά πράγματα: την αυτοεξαπάτηση και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη. Η θεωρία για την αυτοεξαπάτηση εμπεριείχε πολλές δημιουργικές ιδέες —την άρνηση, την προβολή, τον σχηματισμό αντίδρασης, τους μηχανισμούς άμυνας του Εγώ κ.ο.κ.—, οι οποίες εντάσσονταν, όμως, σε ένα ευρύτερο σύστημα που φάνταζε εντελώς παράλογο.

Η ανθρώπινη ψυχή, σύμφωνα με τον Freud, είχε τρεις διακριτές συνιστώσες: το Εκείνο (ενστικτώδεις δυνάμεις που πηγάζουν από υποτιθέμενα κρίσιμες μεταβάσεις μεταξύ βασικών σταδίων της πρώιμης ανάπτυξης —του πρωκτικού, του στοματικού και του οιδιπόδειου), το Εγώ (χονδρικά, ο συνειδητός νους) και το Υπερεγώ (η ηθική συνείδηση, ή κάτι παρόμοιο, η οποία αναπτύσσεται μέσω της αλληλεπίδρασης του ατόμου με τους γονείς του και τους «σημαντικούς άλλους»).

Η φροϋδική θεωρία της ψυχοσωματικής ανάπτυξης βασιζόταν εξαρχής σε σαθρά θεμέλια, υπό την έννοια ότι είχε οικοδομηθεί επάνω σε αδύναμες, αμφισβητήσιμες παραδοχές, οι οποίες στηρίζονταν ελάχιστα έως καθόλου σε απτά δεδομένα. Το όλο επιχείρημα επικεντρωνόταν εν πολλοίς στην υποτιθέμενη σεξουαλική έλξη εντός της πυρηνικής οικογένειας —και στην απώθησή της.

Ωστόσο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον τα παιδιά διακατέχονται πραγματικά από σεξουαλική έλξη για τους γονείς τους. Σε όλα σχεδόν τα είδη ζώων ασκείται ισχυρή εξελικτική πίεση για να αποφεύγεται η στενή ομομιξία, λόγω του υψηλού γενετικού κόστους της. Έτσι, έχουν εξελιχθεί μηχανισμοί που την ελαχιστοποιούν —φέρ’ ειπείν, η συνύπαρξη του ατόμου, σε νεαρή ηλικία, με τους γονείς και τα αδέλφια του συντελεί στη μετέπειτα σεξουαλική αδιαφορία απέναντι τους. Μάλιστα, ειδικά για τους απογόνους, η σημασία των εν λόγω μηχανισμών είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι για τους γονείς.

Ένας πατέρας ενδεχομένως να μπορούσε, επιβαλλόμενος σεξουαλικά στην κόρη του (και φορτώνοντάς την με ένα παιδί), να αντλήσει επαρκή γενετικά οφέλη ώστε να αντισταθμίσει το γενετικό κόστος της ομομιξίας, αλλά η κόρη είναι απίθανο να ανταμειφθεί επαρκώς ώστε να αντισταθμιστεί το δικό της γενετικό κόστος. Ένας γιος θα μπορούσε θεωρητικά να αποκομίσει κάποιο γενετικό όφελος αφήνοντας έγκυο τη μητέρα του, αλλά το όφελος αυτό δεν θα ήταν μεγάλο, καθώς εκείνη βρίσκεται στο τέλος της αναπαραγωγικά ικανής περιόδου της ζωής της και εκείνος στην αρχή της δικής του. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι βάσιμοι λόγοι για να σέβονται οι γιοι τις επιθυμίες των μητέρων τους (ιδίως από τη σκοπιά των μητρικής προέλευσης γονιδίων τους).

Επομένως, ο ισχυρισμός του Freud ότι οι σεξουαλικές τάσεις εντός της οικογένειας πήγαζαν από τις ασυνείδητες ανάγκες του παιδιού αποτελούσε μια κλασική περίπτωση άρνησης και προβολής —ο Freud αρνιόταν την ύπαρξη των ανάρμοστων σεξουαλικών πιέσεων που ασκούνταν σε νεαρές γυναίκες από τους άρρενες συγγενείς τους (παρά τις λεπτομερείς περιγραφές τους από τις γυναίκες ασθενείς του) και αντ' αυτού φαντασιωνόταν ότι οι γυναίκες στην πραγματικότητα ποθούσαν αυτά ακριβώς τα αιμομικτικά ζευγαρώματα.

Ο Freud παρέβλεψε επίσης τη σημασία της σκληρότητας των γονέων ως αιτίας των παιδικών δυσλειτουργιών. Για άλλη μία φορά, προτιμούσε να κατηγορεί το θύμα. Μία από τις φημισμένες αναλύσεις του ήταν εκείνη του «ανθρώπου με τους λύκους», ενός ψυχωτικού ασθενή ο οποίος κατατρυχόταν από φόβους που δεν μπορούσε να ελέγξει, εκδηλώνοντας έντονα ψυχικά και σωματικά συμπτώματα. Ο Freud συμπέρανε ότι το σύνδρομο του ασθενή οφειλόταν στη μη φυσιολογική ωρίμασή του, στην προσκόλλησή του σε κάποιο πρώιμο στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης. Ωστόσο, ουδέποτε εξέτασε την πιθανή επίδραση του πατέρα του —τον οποίο, μάλιστα, μνημονεύει ευνοϊκά ως έναν πολυδιαβασμένο δάσκαλο με υψηλό κύρος—, παρότι εκδήλωνε σαδιστικές τάσεις τόσο ως δάσκαλος όσο και ως γονέας. Μεταξύ άλλων, ο πατέρας πίστευε ότι τα παιδιά έπρεπε να δένονται τη νύχτα στο κρεβάτι και υποστήριζε τη χρησιμοποίηση διάφορων σκληρών τιμωρητικών μέσων —όλα στο όνομα της καλής διαγωγής. Αλίμονο, εφάρμοσε τις θεωρίες του στα ίδια τα παιδιά του. Η κόρη του αυ-τοκτόνησε- ο γιος του επιβίωσε και έγινε ο «άνθρωπος με τους λύκους» του Freud.

Είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς σε ποιον βαθμό η ροπή του νεαρού Freud στη χρήση κοκαΐνης εξέθρεψε τον επιδεικτισμό του, αλλά φαίνεται να πίστευε σε πολλά απίθανα πράγματα, όπως, λόγου χάριν, ότι ο αριθμός 29 διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, ότι η σκέψη μπορεί να μεταφερθεί στιγμιαία σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς τη μεσολάβηση ηλεκτρικών συσκευών, και άλλα παρόμοια. Αυτό που φαντάζει καθ’ όλα ανεξήγητο είναι ότι κατάφερε να οικοδομήσει μια λατρευτική πίστη η οποία κατέλαβε ολόκληρους τομείς της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, παρέχοντας αφειδώς εργασία σε γενιές ομοϊδεατών, οι οποίοι χρεώνουν παχυλές αμοιβές, τέσσερις φορές την εβδομάδα, για να παρερμηνεύουν τις ζωές των ασθενών τους.

Η στάση του ίδιου του Freud απέναντι στην ιδέα της εμπειρικής επιβεβαίωσης συνοψίζεται εύσχημα στην απάντηση που έδωσε όταν ερωτήθηκε αν, ύστερα από τριάντα χρόνια θεωρητικών αναζητήσεων, είχε έρθει πλέον η ώρα να πραγματοποιήσει κάποιους πειραματικούς ελέγχους. Αν και παραδέχθηκε ότι η πραγματοποίηση πειραμάτων δεν θα έβλαπτε, ο Freud αποκρίθηκε:

Ο πλούτος των έγκυρων παρατηρήσεων από τις οποίες τεκμαίρονται τα συμπεράσματα αυτά καθιστά περιττή την πειραματική επιβεβαίωσή τους.

Πρόκειται για μια εξόχως ασυνήθιστη θέση, διότι υποδηλώνει ότι τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που αντικρούουν τις «έγκυρες παρατηρήσεις» δεν θα μπορούσαν να λογιστούν πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ο κόσμος της ψυχαναλυτικής αλήθειας είναι ανεξάρτητος από τον κόσμο της πειραματικής αλήθειας. Σε αντιδιαστολή με αυτό, δείτε τι λέει επί του θέματος ο διάσημος νομπελίστας φυσικός Richard Feynman:

Δεν έχει σημασία πόσο όμορφη είναι μια εικασία ούτε πόσο ευφυής ή διάσημος είναι εκείνος που τη διατυπώνει- αν η εικασία διαψεύδεται από το πείραμα, τότε είναι εσφαλμένη. Τελεία και παύλα.

Η σοφία, ο ήλιος του μεσονυκτίου, και η γλαύκα της Θεάς Αθηνάς

Όπως έχω γράψει σχετικά σε παλαιότερο άρθρο μου (εδώ), γνωρίζουμε η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας, και η γλαύκα είναι το ιερό πτηνό της. Οι κάτοικοι της Αθήνας πίστευαν πως η θεά Αθηνά έπαιρνε συχνά τη μορφή της γλαύκας, όταν ήθελε να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Η γλαύκα χρησιμοποιόταν επίσης από την Αθηνά ως αγγελιοφόρος της. Για ποιο λόγο λοιπόν επιλέχθηκε η γλαύκα ως το ιερό πτηνό της Θεάς, τι ήθελαν να συμβολίσουν οι αρχαίοι μυθαγωγοί με την επιλογή αυτή;

Όπως γνωρίζουμε η γλαύκα είναι νυχτόβιο πτηνό το οποίο έχει εξαιρετική όραση ακόμα και στο σκοτάδι. Έχει την φυσική συνεπώς ιδιότητα, να βλέπει την «αθέατη πλευρά των πραγμάτων», εκεί που άλλοι αδυνατούν λόγω του σκότους.

Ας εξετάσουμε τι σημαίνει η «σοφία». Η «σοφία» αφορά όχι μία απλή γνωστική διαδικασία, αλλά την μετουσίωση της γνώσης σε βίωμα, αρετή πνευματικότητα και εν τέλη σε μία αρμονική στάση ζωής. Ο Πλάτωνας μας αποκαλύπτει σχετικά:

«H σοφία δεν μπορεί να διατυπωθεί με το λόγο, όπως άλλες γνώσεις, αλλά, μέσα από μακρόχρονη κοινή αναζήτηση της ουσίας του πράγματος και την αδιάκοπη απασχόληση με το πρόβλημα, ξαφνικά, σαν το φως που ανάβει από μια σπίθα, γεννιέται στην ψυχή, και υστέρα τρέφεται μόνη της.»

Στην Πολιτεία αναφέρει πως η αληθινή φιλο-σοφία είναι η περιαγωγή της ψυχής από μια νυχτερινή ημέρα σε μια αληθινή, δηλαδή είναι επάνοδος στο αληθινό ον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αληθινός φιλό-σοφος λοιπόν, από άποψη αρχής, είναι αυτός που έχει ως αποστολή να μεταστρέφει την ψυχή, μηδέ εξαιρουμένης και της δικής του, από την ημερήσια νύχτα της στον αληθινό της φωτισμό. Να την επαναφέρει στην αρχέγονη οντολογική της βάση· σε εκείνο τον τόπο, όπου βασιλεύει η φρόνηση και η δύναμη. Μια τέτοια μεταστροφή όμως δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, 'σαν να στρίβεις ένα όστρακο', αλλά είναι μια ανηφορική και συγχρόνως ανοδική οδός. Ανηφορική και κουραστική οδός είναι η φιλοσοφική παίδευση του ανθρώπου, έτσι ώστε η ίδια η ψυχή του να ενεργοποιεί τον καλύτερο εαυτό της, να φωτίζεται και να φωτίζει: να κατευθύνεται «εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὂντος τὸ φαινότατον».

Ιδού λοιπόν για ποιο λόγο η νυχτόβια γλαύκα συμβολίζει την σοφία. Η σοφία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μακριά από το φως της ημέρας και την φασαρία, όταν ο άνθρωπος απομονώνεται από το φυσικό περιβάλλον του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων, και να έρθει σε επαφή με την Θεία του υπόσταση. Για αυτό τον λόγο και : «η γλαύκα της Αθηνάς πετάει μόλις η μέρα γείρει προς την δύση της...». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος:

«Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα...

Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο.Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)... Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το ΦΩΣ, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:

«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε,. Δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου»..

Ιδού επίσης ο λόγος για τον οποίο όλα τα μυστήρια τελούνταν στο σκότος, με απώτερο σκοπό την αποκάλυψη του φωτός του Ήλιου του μεσονυχτίου, τον πνευματικό ήλιο («Ιερόν Πυρ» ή «Ιερόν Αθάνατον Πυρ») , το οποίο αναγεννούσε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αυτόφωτο όπως ο Ήλιος, και όχι ετερόφωτος, που απλά αντανακλά γνώμες και γνώσεις άλλων.

Ο Απούλιος αναφέρει σχετικά με την «Θέα του Φωτός του Μεσονυκτίου», κατά την μύηση του στα μυστήρια του Διονύσου, όπου πέρασε τις πύλες του Άδη:

«... Επλησίασα τα όρια του θανάτου, επέρασα το κατώφλιον της Περσεφόνης, ωχήθην επί όλων των στοιχείων και επέστρεψα επί της γης. Είδα τον ήλιον να λάμπη με το απαστράπτον λευκόν φως του κατά το μεσονύκτιον και προσήγγισα τους άνω και τους κάτω θεούς και προσηυχήθην προς αυτούς πρόσωπον προς πρόσωπον .... Ο ήλιος του μεσονυχτίου! Ο ήλιος ο διαπερνών τα σκότη και φωτίζων μέσα εις την νύχτα! Ο ήλιος ο σώζων αλλά και ο κατακεραυνώνων ...»

Ολυμπιακοί Ύμνοι

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές δεν επιβεβαιώνουν μόνο τη δημιουργία ενός οικισμού και την κατασκευή ενός ιερού στην Ολυμπία, ήδη από τα μέσα της εποχής του χαλκού, αλλά και την τέλεση ιππικών αγώνων, για να τιμηθεί κάποιος ένδοξος νεκρός, πολύ πριν το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αν και ο επίσημος χρόνος της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων θεωρείται το 776 π.Χ., οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ότι πεντακόσια χρόνια, το λιγότερο πριν από τη χρονολογία αυτή, είχαν οργανωθεί στην Πελοπόννησο αρματοδρομίες κι αγώνες από τον γιο του Ταντάλου Πέλοπα, από τον Ηρακλή, τον Όξυλο, τον Αέθλιο και άλλους. Αγώνες επίσης ακολούθησαν τον θάνατο του Πατρόκλου, όπως αναφέρεται στην «Ιλιάδα». Ο Ηρόδοτος επίσης μας δίνει ανάλογα στοιχεία για τη λατρεία που ασκούσαν οι κάτοικοι της Σικυώνας για τον αρχηγό της εκστρατείας των «Επτά επί Θήβας», ήρωα Άδραστο. Κατά τον Ηρόδοτο, «ανάμεσα στις άλλες τιμές που του απέδιδαν, γιόρταζαν τις δυστυχίες του στους τραγικούς χορούς». Οι αγώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. και οι γιορτές που τους ακολουθούσαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση της Ολυμπιακής Ιδέας και στους ομώνυμους αγώνες που καθιερώθηκαν στην Ολυμπία. Ξεχωριστή θέση στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων έχουν τα επινίκια άσματα που ψάλλονταν προς τιμήν των νικητών. Πίνδαρος, ο μεγάλος υμνωδός ο κατεξοχήν ποιητής των Ολυμπιακών Ύμνων είναι ο Πίνδαρος, μαθητής του διάσημου στην αρχαιότητα ποιητή και μουσικού Λάσου του Ερμιονέα. Στο αντιπροσωπευτικό του έργο «Επίνικοι» καταγράφονται σαράντα τέσσερις ύμνοι, στους οποίους εγκωμιάστηκαν κατά κανόνα οι νικητές των μεγάλων πανελληνίων αγώνων, ολυμπιονίκες, πυθιονίκες, ισθμιονίκες και νεμεονίκες. Στην κορύφωση της ποιητικής του δημιουργίας, κατά τους χρόνους των ελληνοπερσικών πολέμων, ύμνησε όσο ο Αισχύλος και ο Σιμωνίδης το μεγαλείο των Ελληνικών πόλεων.

Μεταξύ των ποιητικών του δημιουργιών ξεχωριστή θέση κατέχουν οι δεκατέσσερις «Ολυμπιονίκες». 
Στον όγδοο υμνεί τη γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων και το πανέμορφο άλσος της Πίσας: «Μητέρα των χρυσοστέφανων άθλων, Ολυμπία, (σε επικαλούμαι) δέσποινα της αλήθειας, όπου άνδρες μάντεις με θυσίες ζητούν να μάθουν από τον κεραύνιο Δία, αν φροντίζει για τους ανθρώπους, οι οποίοι επιθυμούν με πάθος να αποκτήσουν τη δόξα της μεγάλης νίκης και την άνεση των κόπων τους, και που εκπληρώνονται οι ευχές τους λόγω της ευσέβειάς τους… Ω, καλλίδενδρο άλσος της Πίσας που ευδοκιμείς κοντά στον Αλφειό, δέξου τον ύμνο αυτό και την πομπή που γίνεται προς τιμήν του στεφανωμένου νικητή». Οι Ολυμπιακοί Ύμνοι γράφονταν κατά παραγγελία των νικητών ή των φίλων τους. Ο ποιητής, που συνήθως παρακολουθούσε τους αγώνες, των οποίων εγκωμίαζε τους νικητές, πήγαινε και στις πόλεις όπου ψάλλονταν αυτοί. Όταν οι νικητές επέστρεφαν από τους αγώνες στην πατρίδα τους, χορωδίες, τις οποίες διηύθυνε ο ποιητής και σε ορισμένες περιπτώσεις οι χοροδιδάσκαλοι, έψαλλαν τους επινίκιους ύμνους. Οι ίδιοι οι ποιητές επαναλάμβαναν τους ύμνους τη στιγμή που οι Ολυμπιονίκες πήγαιναν με συνοδεία στον προστάτη θεό της πόλης τους, για να καταθέσουν στεφάνια. Παρόμοιο ήταν και το σκηνικό που επαναλαμβανόταν και στα σπίτια των νικητών. Σχετικός ύμνος, προς τον νικητή αρματοδρομίας Χρόμιο τον Αιτναίο, παρουσιάζει τον ποιητή να ψάλλει γι’ αυτό: «Και τώρα βρίσκομαι στα πρόθυρα του σπιτιού και ψάλλω τις εξαιρετικές νίκες του φιλόξενου άνδρα, όπου δείπνο έτοιμο είναι για μένα. Στο σπίτι αυτό συχνά φιλοξενούνται οι ξένοι, ακόμη και οι κακεντρεχείς και οι φθονεροί έχουν φίλους στο σπίτι αυτό». Λίγοι μόνο από τους ύμνους του Πινδάρου απαγγέλθηκαν στον χώρο των αγώνων, όπου συχνότερα πανηγύριζαν πρόχειρα τη νίκη. Τα επινίκια, που ήταν η κύρια υπόθεση του έργου, συνοδεύονταν από συγχαρητήριες ευχές προς τους συγγενείς και τους συμπολίτες του νικητή, με ιδιαίτερη μνεία της πόλης του και με ό,τι στοιχείο, μυθικό και ιστορικό, αναφερόταν σ’ αυτήν. Οι ύμνοι συνοδεύονταν από λύρα ή αυλό ή και τα δύο. Σχεδόν σε όλο του το έργο ο Πίνδαρος μνημονεύει τις Μούσες και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσε στις σχετικές επικλήσεις του: «Χρυσή λύρα, κοινό κτήμα του Απόλλωνα και των πολυπλόκαμων Μουσών, εσένα υπακούει το ρυθμικό βήμα, της γιορτής η αρχή, και στις δικές σου επιταγές πείθονται οι αοιδοί, όταν σε κρούουν και οι ήχοι σου κατευνάζουν τα προοίμια που τον χορό οδηγούν». «Μούσα, πάρε από τον πάσαλο τη δωρική λύρα» και αλλού: «Τώρα, υπό τη συνοδεία των αυλών και της λύρας, έρχομαι εδώ με τον Διαγόρα και ύμνους ψάλλω».

Ο πρώτος Ολυμπιακός Ύμνος

Ο πρώτος Ολυμπιακός Ύμνος του Πινδάρου είναι αφιερωμένος στον Ιέρωνα Α’ των Συρακουσών, ο οποίος νίκησε το 476 π.Χ. στις ιπποδρομίες. Στο προοίμιο παρουσιάζει ξεχωριστά τους αγώνες της Ολυμπίας σαν τη μέγιστη και λαμπρότατη αθλητική εκδήλωση των Ελλήνων. «…Αν αγωνίσματα, ψυχή μου, θέλεις να υμνήσεις, μη ζητάς πιο λαμπρό από τον ήλιο άστρο, που κατακλύζει ολημερίς τον έρημο αιθέρα, ούτε κι αγώνες πιο μεγάλους από αυτούς της Ολυμπίας». Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην απαρχή των Ολυμπιακών Αγώνων που τους ανάγει στον σχετικό μύθο της Πίσας, όπου τελέστηκε η αρματοδρομία του Οινόμαου και του Πέλοπα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο βασιλιάς της Πίσας Οινόμαος, επειδή δεν ήθελε να παντρέψει την κόρη του, Ιπποδάμεια, έλεγε στους μνηστήρες, ότι αυτή θα ανήκε σε εκείνον που θα την έπαιρνε με το άρμα του και θα έφτανε τρέχοντας ως τον Ισθμό. Ο ίδιος, όμως, που ήταν ταχύς αρματοδρόμος, κυνηγούσε τον μνηστήρα και τον σκότωνε. Ο Πέλοπας, ωστόσο, τον νίκησε, αφού πρώτα ζήτησε την εύνοια του Ποσειδώνα: «Ω, Ποσειδώνα… του Οινόμαου το χαλκό δόρυ συγκράτησε και μένα βοήθησε, με ταχύ άρμα, να φτάσω πρώτος στην Ήλιδα». Η νίκη του Πέλοπα σηματοδότησε τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Έτσι νίκησε ο Πέλοπας τον ισχυρό Οινόμαο… και τιμάται με λαμπρές θυσίες, η δε δόξα του περίλαμπρη έγινε παντού με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί όπου των ποδιών η ταχύτητα, και η ακμή της ισχύος αμιλλώνται και όπου ο νικητής την υπόλοιπη ζωή του περνά ευτυχισμένος, όσο αυτή τουλάχιστον εξαρτάται από τους άθλους και τα στέφανα της νίκης». Μετά το προοίμιο ο Πίνδαρος πανηγυρίζει την αρετή του Ιέρωνα και υμνεί τη νίκη του: «Ο ύμνος των αγώνων αυτών περιβάλλει τον νου των ποιητών και τους εμπνέει… Αλλά, ω Μούσα, πάρε από τον πάσαλο τη δωρική λύρα, αν η Πίσα κι ο Φερένικος την καρδιά σου γλύκαναν, όταν κοντά στον Αλφειό έτρεχε και, χωρίς να δοκιμάζει του αναβάτη το κέντημα, έδινε το σώμα πρόθυμο στον αγώνα του δρόμου και νίκη στον κύριό του, τον βασιλιά των Συρακουσών, του οποίου γνωστή είναι η αγάπη για τις αρματοδρομίες… Γι’ αυτό εγώ σήμερα πρέπει να στεφανώσω τον Ιέρωνα και να τον υμνήσω με άσματα αιολικά… Μη ζητάς τίποτε περισσότερο, Ιέρωνα, είθε σε όλη σου τη ζωή να βρίσκεσαι στην κορυφή της δόξας και της ευδαιμονίας, κι εγώ ύμνους στους νικητές να ψάλλω και ξακουστός να είμαι σε όλη την Ελλάδα». Τέλος, επανερχόμενος στον Ιέρωνα, του εύχεται δόξα κι άλλες νίκες στο μέλλον: «Ο θεός είναι προστάτης σου, ω Ιέρων, και παρακολουθεί τα έργα σου. Αυτός φροντίζει για σένα… Ελπίζω και πάλι να έλθω στο περίλαμπρο Κρόνιο και νέους επαίνους με γλυκύτερη ωδή να ψάλω σε σένα και στο ταχύ άρμα σου». Σε άλλο ύμνο του αναφέρει και την παράδοση κατά την οποία, οι Ολυμπιακοί Αγώνες καθιερώθηκαν από τον νικητή του Αυγεία Ηρακλή: «…Και ο Αυγείας… συγκρούστηκε με τον Ηρακλή και βρήκε γρήγορο θάνατο εξαιτίας της απερισκεψίας του. Τότε ο γιος του Δία (ο Ηρακλής) συγκέντρωσε στην Πίσα όλους τους δικούς του και ιερό του πατέρα του χαράζει». Στη συνέχεια αναφέρεται «πώς ίδρυσε την ανά πενταετία γιορτή που ονομάστηκε Ολυμπιάδα και πώς αποδόθηκαν τα πρώτα ολυμπιακά βραβεία».

Ο ύμνος του Ασωπίχου και οι Χάριτες

Οι πιο συγκροτημένοι και περιεκτικοί στίχοι που παρουσιάζουν την εικόνα μιας επινίκιας πομπής, ανήκουν στον 14ο Ολυμπιακό Ύμνο, στον οποίο εξυμνείται ο αθλητής Ασώπιχος από τον Ορχομενό της Βοιωτίας. Ο Ασώπιχος νίκησε στον αγώνα δρόμου παίδων του ενός σταδίου το 488 π.Χ. στην 73η Ολυμπιάδα. Από τους στίχους φαίνεται πως ο ύμνος εκφωνήθηκε κατά τη στιγμή που η γιορταστική πομπή εισερχόταν στον ναό των Χαρίτων στον Ορχομενό: «Εσείς Χάριτες, που άρχετε στα νερά του Κηφισού… δέσποινα Αγλαΐα και συ Ευφροσύνη που τη μουσική αγαπάς και τις ωδές, τέκνα του ύψιστου θεού, ακούστε με. Κι εσύ Θάλεια, που σε θέλγουν τα άσματα, εσύ που βλέπεις την πομπή αυτή να έρχεται με ελαφρά βήματα και με χαρά για τον θρίαμβο, τον οποίο χάρισε με ευμένεια η Τύχη. Ήλθα εδώ τον Ασώπιχο να υμνήσω με λυδικές μελωδίες και άσματα, γιατί από σένα Θάλεια η πόλη των Μινυών, ο Ορχομενός, έχει την ολυμπιακή νίκη. Κι εσύ Ηχώ να μεταφέρεις στα σκοτεινά βασίλεια της Περσεφόνης, στον πατέρα του νικητή, τη χαρμόσυνη αγγελία. Βρες τον Κλεόδημο και πες του ότι ο γιος του, στη φημισμένη πεδιάδα της Πίσας, με τα φτερά της νίκης των ένδοξων αγώνων στεφάνωσε τη νεαρή κόμη του». Η επίκληση του ποιητή στις Χάριτες μαρτυρεί τη βαρύτητα της σχέσης της υμνωδίας με τις θεότητες αυτές. Πρώτος ο μουσικός Πάμφως συνέθεσε άσμα για τις Χάριτες. Το ιερό των Χαρίτων περιγράφεται από τον περιηγητή Παυσανία στο έργο του «Βοιωτικά». Σε ανασκαφές που έγιναν το 1972 στο κοίλο του θεάτρου του Ορχομενού βρέθηκαν 12 ημικυκλικές λίθινες σειρές εδωλίων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος εισηγητής και οργανωτής της λατρείας των Χαρίτων, Ετεοκλής, ο πρώτος βασιλιάς του Ορχομενού, συγκέντρωσε τις πέτρες οι οποίες «είχαν πέσει από τον ουρανό για χάρη του». Από τότε τις τιμούσαν ως Χάριτες. Η σχέση των Χαρίτων με τη μουσική μαρτυρείται και από σχετικό άγαλμα του Απόλλωνα της Δήλου, όπου ο θεός παριστανόταν όρθιος σαν τους κούρους κρατώντας, σύμφωνα με το «Περί Μουσικής» έργο του Πλούταρχου, στο ένα του χέρι το τόξο και στο άλλο τις Χάριτες (…εν μεν τη δεξιά τόξον, εν δε τη αριστερά Χάριτας, των της μουσικής οργάνων εκάστην τι έχουσαν. Η μεν γαρ λύραν κρατεί, η δ’ αυλούς, η δ’ εν μέσω προκειμένην έχει τω στόματι σύριγγα). Εκτός από τις Χάριτες, ο Πίνδαρος επικαλείται και άλλες θεότητες και νύμφες για τη μεταφορά της χαρμόσυνης είδησης της ολυμπιακής νίκης. Αυτές είναι η προσωποποίηση του αντίλαλου, Ηχώ, και η κόρη του Ερμή, Αγγελία, η οποία αναλαμβάνει να μεταφέρει την είδηση της νίκης του Αιγινήτη παλαιστή Αλκιμέδοντα στον πατέρα του και στον θείο του: «Από την Αγγελία, την κόρη του Ερμή, ας μάθει τώρα ο Ιφίων, ο πατέρας τους, κι ας ανακοινώσει στον Καλλίμαχο, τον θείο του Αλκιμέδοντα, τη λαμπρή δόξα που αποκτήθηκε στην Ολυμπία, τη δόξα που έδωσε στη γενιά του ο Δίας. Είθε ο θεός πρόθυμα και αδιάκοπα να τους παρέχει αγαθά». Σε επιγραφές που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Ορχομενού, είναι καταγραμμένα στοιχεία αρχαίων μουσικών αγώνων που ονομάζονταν Χαριτήσια ή Χαριτείσια. Σε αυτούς λάβαιναν μέρος κήρυκες, ραψωδοί, ποιητές, αυλητές, αυλωδοί, κιθαριστές, κιθαρωδοί, τραγωδοποιοί και κωμωδοποιοί. Γι’ αυτό το ιερό ο Ορχομενός ονομάστηκε από τον Πίνδαρο «καλλίχορος πόλις των Χαρίτων», σε έναν άλλο ύμνο όπου αναφέρεται στην πολύφωνη μελωδία με την οποία καλούνται οι άνθρωποι να παρευρεθούν στους αγώνες: «Τη μελωδία αυτή την ανακάλυψε η θεά (Αθηνά) και τη χάρισε στους θνητούς ονομάζοντάς την πολυκέφαλο μουσικό νόμο. Είναι αυτός ο πολυθρύλητος νόμος, που καλεί τους λαούς στους πολυσύχναστους αγώνες. Αυτός που διέρχεται μέσω λεπτού χαλκού και καλάμων, που ευδοκιμούν κοντά στον Ορχομενό, την περικαλλή πόλη των Χαρίτων, στο τέμενος της Κηφισίδας». Σε σχετική επιγραφή που ανήκει στην περίοδο των ρωμαϊκών χρόνων, αναφέρονται ονόματα 11 νικητών με μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Το κείμενο αρχίζει με το όνομα του «άρχοντα» της πόλης και το όνομα του αγωνοθέτη, δηλαδή οργανωτή των αγώνων για τη χρονιά εκείνη. Ακολουθούν τα ονόματα ενός Θηβαίου «άρχοντα», του Κοινού, και επτά αντιπροσώπων βοιωτικών πόλεων (Ορχομενού, Κορώνειας, Ανθηδόνας, Θεσπιών, Θήβας, Τανάγρας και Ωρωπού), ενός γραμματέα από τις Πλαταιές, ενός μάντη από τις Θεσπιές, ενός «θεοπρόπου» Ορχομένιου κι ενός ιερέα, επίσης Ορχομένιου. Οι υμνωδοί πληρώνονταν για το έργο τους. Παλαιότερα, πριν από τον 7ο π.Χ. αιώνα, δεν υπήρχε αμοιβή. Το αναφέρει ο Πίνδαρος, ο οποίος, επικαλούμενος στοιχεία του ποιητή Αλκαίου, καταγράφει παλαιότερη σχετική μαρτυρία που προέρχεται από τον Αριστόδημο τον Σπαρτιάτη. Πράγματι, στον ύμνο του προς τον Ξενοκράτη τον Ακραγαντίνο, που νίκησε σε αρματοδρομία στα Ίσθμια, γράφει απευθυνόμενος στον γιο του νικητή Θρασύβουλο: «…Δεν ήταν τότε φιλοκερδής η Μούσα και δεν εργαζόταν με αμοιβή… Τώρα όμως επιτάσσεται να τηρούμε τον λόγο του Αργείου σοφού (του Σπαρτιάτη Αριστόδημου, που αναφέρεται από τον Αλκαίο), ο οποίος λόγος βρίσκεται κοντά στην αλήθεια». Ο ίδιος ο ποιητής, στον ύμνο του προς τον Ιέρωνα των Συρακουσών για τη νίκη του με τέθριππο στους Πυθικούς Αγώνες, του απευθύνει παραινέσεις: «Να είσαι πρόθυμος στις καλές ενέργειες και, αν θέλεις να ακούς πάντα γλυκούς επαίνους, να μην είσαι πολύ φειδωλός στις δαπάνες… και να δίνεις πλουσιοπάροχα».

Το περιεχόμενο των ύμνων

Η καθημερινή ζωή στον χώρο των Ολυμπιακών Αγώνων αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα επευφημιών, ευωχίας, πανηγυρισμών και διασκεδάσεων. Μετά από κάθε αγώνισμα, οι επίσημοι, οι αθλητές οι επισκέπτες και όλοι οι παρευρισκόμενοι, είχαν την ευκαιρία να ακούνε ποιητικά έργα που αναφέρονταν στη δόξα πόλεων, ανδρών και ιστορικών γεγονότων. Τέτοιοι ξεχωριστοί ύμνοι απαγγέλλονταν προς τις γενέτειρες των νικητών, για τις οποίες ο Πίνδαρος είχε να πει πάντα τα καλύτερα λόγια. Μεταξύ άλλων ύμνησε τον Οπούντα, την πόλη που γεννήθηκε ο παλαιστής Εφάρμοστος, νικητής σε όλους τους πανελλήνιους αγώνες: «Δεν θα είναι μάταιοι οι έπαινοι, αν με τη λύρα ψάλλεις (ψυχή μου) τις γιγαντομαχίες του άνδρα που γέννησε ο ένδοξος Οπούς και υμνήσεις αυτόν και τον γιο του. Ο Οπούς στον οποίο βασιλεύουν η Θέμις και η σώτειρα κόρη της, η μεγαλόδοξη Ευνομία. Αυτή την πόλη, της οποίας, λόγω των αρετών των τέκνων της και κοντά στην πηγή σου, ω Κασταλία, μεγάλη είναι η δόξα και κοντά στην πηγή του Αλφειού, από τον οποίο εκείνη παίρνει υπέροχα στεφάνια, που εξυψώνουν και δοξάζουν την καλλίδενδρο αυτή μητέρα των Λοκρών. Αυτή την πόλη, τον προσφιλή Οπούντα, με λαμπρές θα αναδείξω ωδές. Ταχύτερα δε και από γενναίο ίππο και φτερωτό πλοίο παντού θα φέρω την αγγελία αυτή, αν πράγματι με τη βοήθεια του θεού καλλιεργώ τον εξαίρετο κήπο των Χαρίτων». Ένας άλλος περιεκτικότατος ύμνος, με πολλαπλούς αποδέκτες, είναι εμπνευσμένος από τη νίκη του αρματοδρόμου Θήρωνα του Ακραγαντίνου. Μέσα σε λίγους στίχους κλείνει τη δόξα των αγώνων, τη νικηφόρα αρματοδρομία, την ευλάβεια και την ευνομία του νικητή, το κλέος των προγόνων του, την ιερότητα της Ολυμπίας, αλλά και τη μνεία του ιδρυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, Ηρακλή: «Ύμνοι, βασιλείς της λύρας, ποιο θεό, ποιον ήρωα, ποιον άνδρα θα υμνήσουμε; Ναι, η ιερή Πίσα είναι του Δία, την Ολυμπιάδα της καθιέρωσε ο Ηρακλής, σαν απαρχές πολεμικών λαφύρων. Για την αρματοδρομία του Θήρωνα τη νικηφόρα πρέπει να πανηγυρίσουμε, που είναι ευλαβής τηρητής των νόμων της φιλοξενίας, στήριγμα του Ακράγαντα. Το υπέροχο αυτό τέκνο δοξασμένων προγόνων, που σώζει και δοξάζει την πόλη. Οι άνδρες εκείνοι (οι πρόγονοί του), μετά από πολλούς και γενναίους αγώνες, κατέλαβαν την ιερή πόλη του ποταμού Ακράγαντα. Εκείνοι ήταν το μάτι της Σικελίας και ευτυχισμένη ζωή τούς ακολούθησε φέροντάς τους πλούτο και δόξα, σαν αμοιβή των αρετών τους». Διαγόρας, ο διάσημος ολυμπιονίκης Ο πιο δημοφιλής ολυμπιονίκης της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο Διαγόρας ο Ρόδιος, ο καλύτερος Έλληνας πυγμάχος. Είχε κερδίσει πάμπολλες νίκες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου, στα Μέγαρα και στην Αθήνα και οπουδήποτε αλλού γίνονταν αθλητικοί αγώνες. Στον αθλητή αυτόν, ο Πίνδαρος αφιέρωσε έναν από τους πιο λαμπρούς ύμνους του: «Όπως ο άνθρωπος ο πλούσιος παίρνει στα χέρια χρυσό κύπελλο, μέσα στο οποίο βράζει η δροσιά του αμπελιού και προπίνει και, μετά, το χαρίζει, αν και είναι το πολυτιμότατο από όλα τα πράγματά του… έτσι κι εγώ, νέκταρ αγνό, δώρο των Μουσών, γλυκό καρπό της διάνοιάς μου χαρίζω στους αθλοφόρους άνδρες και προσφέρω τιμή στους νικητές των Ολυμπιακών και των Πυθικών Αγώνων… Με τα άνθη των αγώνων τούτων (της Ολυμπίας) δυο φορές στεφανώθηκε μέχρι τώρα ο Διαγόρας. Τέσσερις φορές εκείνος νίκησε στον Ισθμό κι άλλες δυο απανωτές, στην Αθήνα τη μια και την άλλη στη Νεμέα. Του Άργους ο χαλκός τον γνώρισε κι ακόμη τα έπαθλα της Αρκαδίας, της Θήβας, της Πελλήνης και οι αγώνες στη Βοιωτία. Έξι ακόμη φορές νίκησε στην Αίγινα και στα Μέγαρα νίκες δικές του σαλπίζει η πέτρινη στήλη». Στη συνέχεια ακολουθούν οι παρακλητικοί στίχοι του ποιητή για την ευμένεια του Δία προς τον αθλητή: «Μα, Δία πατέρα, που ψηλά στου Αταβύριου τη ράχη θρονιάζεις, με τιμή δέξου τούτο τον Ολυμπιόνικο ύμνο δικό μου και τον άνδρα που κέρδισε δόξα και νίκη με αυτή τη γροθιά του και δίνε του πάντα σεβάσμια τιμή, από ανθρώπους δικούς του και ξένους. Αυτός είναι ευθύς και δίκαιος και βαδίζει τον αντίθετο προς την ύβρι δρόμο και έχει σαφή αντίληψη των σοφών συμβουλών που του έδωσαν οι πρόγονοί του. Μην αφήσεις την αφάνεια να σκεπάσει το ένδοξο γένος του Καλλιάνακτα».

Η Καλλιπάτειρα

Τους αγώνες μπορούσαν να τους παρακολουθούν ξένοι, βάρβαροι, ακόμη και δούλοι. Μόνο σε μια γυναίκα παραχωρούσαν οι Έλληνες το δικαίωμα να μπαίνει στην Ολυμπία και να παρακολουθεί τους αγώνες και μάλιστα από την πιο τιμητική θέση: Στην ιέρεια της θεάς Δήμητρας. Ο μαρμάρινος θρόνος της βρισκόταν στη βόρεια εξέδρα του σταδίου, κοντά στον αγωνιστικό χώρο. Την απαγόρευση αυτή παραβίασε μια γυναίκα από τη Ρόδο, η Καλλιπάτειρα. Πατέρας της ήταν ο θρυλικός Διαγόρας, που είχε νικήσει πολλές φορές στην Ολυμπία, στα Ίσθμια και στα Νέμεα, που ήταν και αυτά δυο από τις πιο μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις της αρχαίας Ελλάδας. Τρεις γιοι τού Διαγόρα και αδέλφια της Καλλιπάτειρας είχαν κερδίσει ολυμπιακές νίκες. Αλλά και το δικό της παιδί, καθώς και το παιδί της αδελφής της, συνέχισαν τη λαμπρή παράδοση και νίκησαν στην Ολυμπία. Ήταν δηλαδή μια θρυλική οικογένεια Ολυμπιονικών. Όταν ο γιος της, ο Πεισίροδος, αποφάσισε να αγωνιστεί στην Ολυμπία, στο αγώνισμα της πυγμαχίας, η Καλλιπάτειρα πήρε τη μεγάλη απόφαση να τον ακολουθήσει, για να τον καμαρώσει στην παλαίστρα. Φυσικά, έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο ώστε να μην την πάρουν είδηση. Σκέφθηκε, λοιπόν, να φορέσει ανδρικά ρούχα και να χτενιστεί ανάλογα, δηλώνοντας στους αρμόδιους στην Ολυμπία, πως είναι ο γυμναστής του Πεισίροδου. Με μεγαλύτερη ευκολία από όση περίμενε, κατάφερε να περάσει χωρίς να την υποψιαστεί κανείς. Άρχισαν οι αγώνες της πυγμαχίας και η Καλλιπάτειρα, γεμάτη θαυμασμό και περηφάνια, έβλεπε τον γιο της να νικάει τον έναν αντίπαλο μετά τον άλλο. Κι όταν τον είδε να κερδίζει και τον τελευταίο αντίπαλό του, κατακτώντας μια μεγάλη ολυμπιακή νίκη, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. Πήδησε τα κάγκελα του χωρίσματος όπου έμεναν οι γυμναστές των αθλητών, για να τρέξει κοντά του και να τον αγκαλιάσει. Αλλά, για κακή της τύχη, κάπου σκάλωσε ο ανδρικός χιτώνας που φορούσε κι έτσι ξεπρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλανοδικών και των θεατών, το γυναικείο της σώμα. Οι βοηθοί των Ελλανοδικών τη συνέλαβαν αμέσως και την οδήγησαν μπροστά στους αντιπροσώπους της Ολυμπιακής Βουλής, που ήταν αρμόδιοι να της απαγγείλουν την κατηγορία του θανάτου. Αλλά κανείς δεν τολμούσε ούτε και να σκεφτεί ακόμη πως θα μπορούσε να καταδικάσει την κόρη του θρυλικού Διαγόρα, την αδελφή τριών Ολυμπιονικών και τη μητέρα ενός ακόμη Ολυμπιονίκη. Έτσι, της χάρισαν τη ζωή αλλά, για να μην επαναληφθεί αυτή η ιεροσυλία, από την επόμενη Ολυμπιάδα θέσπισαν ένα νέο κανονισμό, όπου οι γυμναστές των αθλητών θα έμπαιναν ολόγυμνοι στο στάδιο.

Επιγράμματα και για τους ηττημένους

Η πυγμαχία, γνωστή ήδη από την ομηρική εποχή, ήταν από τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα, γιατί αναπτύχθηκε από τη φυσική δύναμη του ανθρώπου, την πυγμή. Ονομαστοί ολυμπιονίκες υπήρξαν, ο Θεαγένης ο Θάσιος, ο Γλαύκος ο Καρύστιος, ο Επιζεφύριος Λοκρός Αγησίδαμος και πολλοί άλλοι. Αν φανταστούμε ότι ο πρώτος κέρδισε περισσότερες από 1.400 νίκες, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι πυγμάχοι θα είχαν και αρκετά «στραπάτσα». Πράγματι, σε μια σειρά επιγραμμάτων της «Ελληνικής Ανθολογίας», αναφέρεται ότι ο πυγμάχος Ολυμπιακός «δεν ήταν έτσι. Είχε κι αυτιά και βλέφαρα, είχε και μύτη, γένεια, φρύδια. Ωστόσο τα έχασε όλα αυτά, όταν έγινε πυγμάχος. Ούτε ίχνος δεν του απέμεινε από του πατέρα του την όψη. Ο αδελφός του είχε φιλοτεχνήσει, με ακρίβεια την εικόνα του. Όσοι τον βλέπουν ευθύς αμέσως αποφαίνονται: Είναι διαφορετικός, είναι ένας άλλος τώρα». Μάλιστα ο ίδιος ο επιγραμματοποιός, ο Λουκίλλιος, τον συμβουλεύει: «Με τέτοια μύτη Ολυμπιακέ θα πρέπει να προσέχεις. Ούτε σε διάφανο νερό, στα όρη πάνω, ούτε σε κρήνη το βήμα σου κοντά να φέρνεις. Σαν άλλος Νάρκισσος, αμέσως κοιτώντας τη μορφή σου, θα πεθάνεις, από αηδία για τον εαυτό σου». Από τους πρώτους αγώνες ο πυγμάχος γινόταν αγνώριστος από το ξύλο. Σχετική είναι η παρακάτω μαρτυρία: «Είκοσι χρόνια μετά την επιστροφή τού Οδυσσέα στην πατρική του γη, από τη μορφή του τον γνώρισε ο σκύλος του ο Άργος. Όμως εσύ, ω Στρατοφών, μετά από τέσσερις μήνες πυγμαχία, έγινες αγνώριστος, όχι μόνο στους σκύλους αλλά και στην πόλη ολόκληρη. Ακόμη και στον καθρέφτη αν κοιταχτείς, ίσως, αφού ορκιστείς, θα αποφανθείς: Δεν είμαι ο Στρατοφών, δεν είμαι εκείνος». Αν και τα επικίνδυνα χτυπήματα απαγορεύονταν, στους μεγάλους αγώνες υπήρχαν και θύματα, όπως ο Ανδρόλεως, στον οποίο αφιερώθηκε το παρακάτω επίγραμμα: «Σε όλους τους πυγμαχικούς αγώνες, που είχαν θεσπίσει οι Έλληνες, εγώ ο Ανδρόλεως σαν αθλητής είχα μετάσχει. Στην Πίσα έχασα το ένα μου αυτί, στις Πλαταιές το ένα μάτι, και με μετέφεραν εκτός, νεκρό στους Πυθικούς Αγώνες. Ο Δημοτέλης, ο πατέρας μου, το είπε στους συμπολίτες: Από το στάδιο ας μου τον φέρετε ή κολοβό ή και νεκρό ακόμη». Υπήρξαν όμως και πυγμάχοι που πρόσεχαν μην τραυματίσουν τους αντιπάλους τους. Σε έναν από αυτούς, τον Άπι «στήλη ύψωσαν οι συναγωνιστές του. Αυτός ποτέ του δεν τραυμάτισε κανένα». Σε ένα άλλο επίγραμμα απαθανατίστηκε η ιστορία της οικογενειακής καθημερινότητας του Κλεόμβροτου: «Πυγμάχος ήταν ο Κλεόμβροτος. Κατόπιν αποσύρθηκε. Όμως μετά τον γάμο του, αγώνες και πληγές Νεμέων και Ισθμίων έχει στο σπίτι του. Παντρεύτηκε μια μαχητική γριά. Στην Ολυμπία θαρρεί πως είναι. Την τρέμει αυτή κι από το στάδιο ακόμη περισσότερο. Μόλις ανασάνει από τον αγώνα, αυτή τον δέρνει. Τον προκαλεί να αντιδράσει κι αντιδρά, κι αυτή τον δέρνει περισσότερο».

Οι οπλιτοδρόμοι

Οι πολεμικές αντιπαραθέσεις ενέπνευσαν και το αγώνισμα του διαύλου οπλιτών (δρόμο ταχύτητας δυο σταδίων), που άρχισε το 520 π.Χ. (65η Ολυμπιάδα). Οι δρομείς φορούσαν πανοπλία. Ωστόσο, φαίνεται ότι το αγώνισμα αυτό αντιμετώπισε προβλήματα, λόγω του βάρους που κουβαλούσαν οι αθλητές. Αυτός θα ήταν και ο λόγος που, μετά τα μηδικά, κατάργησαν τις κνημίδες και το κράνος. Στο επίγραμμα που ακολουθεί τονίζεται η βραδύτητα του φορτωμένου με σιδερικά αγωνιστή που προσπαθεί να τερματίσει: «Ήταν ήδη μεσάνυχτα κι ο οπλίτης Μάρκος έτρεχε ακόμη, ώσπου έκλεισαν από παντού οι πόρτες του Σταδίου. Οι φύλακες υπέθεσαν ότι αυτός που φαινόταν στο βάθος, ήταν το πέτρινο άγαλμα που είχε στηθεί τιμητικά, ενός οπλίτη. Τον άλλο χρόνο, σαν άνοιξαν οι πύλες του Σταδίου, είδαν τον Μάρκο να τρέχει ακόμη. Κι απείχε ακόμη ένα στάδιο από το τέρμα του Σταδίου». Παρά τον σκωπτικό χαρακτήρα τους, τα επιγράμματα της «Ελληνικής Ανθολογίας» δίνουν με τον δικό τους τρόπο την εικόνα της προσπάθειας των ηττημένων. «Στην Αρκαδία ο Χάρμος, τρέχοντας με άλλους πέντε ακόμη, έφτασε, θαύμα, γεγονός ωστόσο, έβδομος στο τέρμα. Αφού ήταν έξι, ίσως πεις, πως ήρθε έβδομος; Ένας φίλος του ιμάτιο φορώντας, όρμησε φωνάζοντας στο στάδιο: “Θάρρος Χάρμε”. Να πώς ήρθε έβδομος ο Χάρμος. Αν ήταν πέντε οι φίλοι του, ω Ζωίλε, θα έφτανε δωδέκατος στο τέρμα». Πρωτότυπη καταγραφή της «ηττολαγνείας» παρουσιάζεται και στον αυτοσαρκασμό ενός ανώνυμου αθλητή: «Κανείς από τους αντιπάλους μου πιο γρήγορα από μένα δεν έπεφτε, ούτε έτρεχε βραδύτερα από μένα στο στάδιο. Δίσκο δεν άγγιξα ποτέ ούτε είχα και τη δύναμη να υψώσω τα πόδια μου ποτέ. Κουλός καλύτερα από μένα θα ακόντιζε ασφαλώς. Και στους αγώνες του Πεντάθλου, πέντε φορές με έχουν κηρύξει ηττημένο». Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η μαρτυρία που περιέχεται και σε ένα άλλο επίγραμμα, στο οποίο αναφέρεται ότι κατά τη στιγμή της σταδιοδρομίας έγινε μεγάλος σεισμός: «Χθες τον Ερασίστρατο τον σταδιοδρόμο, όταν τα πάντα σείονταν, η μεγάλη γη, μόνο αυτόν δεν σάλεψε».

Νικητές και εύφημες μνείες

Εκτός από τους ύμνους και τα επιγράμματα, υπήρχε κι ένα άλλο είδος λόγου που τιμούσε γενικά τους αθλητές. Σε πεζά ιστορικά κείμενα γίνεται εύφημος μνεία αθλητών που, όταν αποσύρθηκαν από τα στάδια, έλαβαν ενεργό μέρος στην πολιτική όπου και διέπρεψαν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νικητή του πεντάθλου Γόργου για τον οποίο γράφει ο ιστορικός Πολύβιος: «Ο Μεσσήνιος Γόργος, δεν υστερούσε καθόλου στον πλούτο και στην καταγωγή, για τον λόγο ότι στην ακμή της ηλικίας του ήταν αθλητής και είχε γίνει ο ενδοξότερος από κείνους που επεδίωκαν τον στέφανο της νίκης στους γυμνικούς αγώνες. Γιατί και κατά την εμφάνιση και κατά την αξιοπρέπεια της ζωής του, ακόμη δε και κατά το πλήθος των στεφάνων, από κανένα σύγχρονό του δεν ήταν κατώτερος. Αλλά, όμως, όταν εγκατέλειψε τα αθλητικά και ασχολήθηκε με την πολιτική και τη διακυβέρνηση της πατρίδας του, και στον τομέα αυτό δεν κέρδισε δόξα κατώτερη από εκείνη που είχε πριν, γιατί φαίνεται ότι διέφερε πάρα πολύ από την έλλειψη ανατροφής, φαινόμενο συνηθισμένο στους αθλητές. Ως προς τα πολιτικά ζητήματα πιστευόταν ότι ήταν πρακτικότερος και σωφρονέστερος». Στα αγωνίσματα φυσικά υπήρχαν και ατυχήματα. Πτώσεις αναβατών, σοβαρά χτυπήματα, ακόμη και θάνατοι. Για την υπευθυνότητα των Ελλανοδικών και την αντίληψη που επικρατούσε σχετικά με τα αγωνίσματα, καταγράφεται από τον Παυσανία το περιστατικό της βράβευσης ενός αλόγου που έριξε τον αναβάτη του, αλλά παρ’ όλα αυτά τερμάτισε πρώτο. Πράγματι, στην αρχή της κούρσας, ο Κορίνθιος Φειδώλας έπεσε αλλά το άλογο εξακολούθησε να τρέχει κανονικά και όταν, στην καμπή της κούρσας, άκουσε τη σάλπιγγα, έβαλε τα δυνατά του και έφτασε πρώτο στο τέρμα, στους Ελλανοδίκες, όπου και σταμάτησε καταλαβαίνοντας ότι νίκησε. Οι Ελλανοδίκες ανακήρυξαν νικητή τον Φειδώλα και του επέτρεψαν να στήσει άγαλμα του αλόγου. Άγαλμα έστησαν και οι γιοι του Φειδώλα στο δικό τους άλογο που νίκησε στην ιπποδρομία, αφιερώνοντας και σχετική επιγραφή: «Ο ταχύπους Λύκος (το όνομα του αλόγου), με μια νίκη στα Ίσθμια και δυο στην Ολυμπία, στεφάνωσε των παιδιών τού Φειδώλα τα σπίτια». Στους ανδριάντες των ολυμπιονικών επίσης καταγράφονταν οι νίκες των αθλητών, όπως στον παρακάτω: «Σε όσους θέλουν να μάθουν, αυτός ο λόγος είναι αληθινός. Ότι δηλαδή η ομορφότερη ιππική νίκη έγινε σε κείνη την Ολυμπιάδα που ο Ξενόμβροτος, ένας αθλητής τέτοιος όπως τον βλέπεις, πήρε, πρώτος από τους Κώους όλους στην Πίσα το ιερό βραβείο για το αγώνισμα του δρόμου και το εισήγαγε στο νησί του Μέροπα (την Κω). Η Ελλάδα παντοτινά τον εγκωμιάζει θυμούμενη την ιππική του δεξιότητα».