Ποιοι και πότε πρωτοέγραψαν ελληνικά
Ας αρχίσουμε από το πιο εύκολο ερώτημα αυτού του κεφαλαίου. Πότε πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα;
Η γραφή πρωτοεμφανίζεται στην ΕΛΛΑΔΑ, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΛΑΔΗ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον, 1989, σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Ελληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.
Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000 π.Χ. Πράγματι στο Δισπηλιό, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250 π.Χ.
Τα επόμενα γραπτά κείμενα της ελληνικής χρονολογούνται στον 14ο-13ο αιώνα π.Χ. Προέρχονται από τα αρχεία των μεγάλων κέντρων (παλατιών, διοικητικών κέντρων) του μυκηναϊκού πολιτισμού: Μυκήνες, Πύλος, Τίρυνθα, Θήβα, αλλά και από τα αρχεία της Κρήτης (Κνωσός, Χανιά), όπου επεκτάθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Ο μυκηναϊκός κόσμος, που εκτεινόταν σε όλη την κεντρική και τη νότια Ελλάδα, αλλά και σε μερικά νησιά, ήταν οργανωμένος σε μικρά κράτη που διοικούνταν από ανακτορικά κέντρα (παλάτια), όπου είχαν την έδρα τους οι βασιλιάδες και η αριστοκρατία που κυβερνούσαν τα κράτη αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μυκήνες με τα «κυκλώπεια» τείχη τους, την Πύλη των Λεόντων και τους θολωτούς τάφους όπου θάβονταν οι βασιλιάδες. Απόηχο αυτού του κόσμου βρίσκουμε στα τραγούδια του Ομήρου, τα ομηρικά έπη .
Στα μυκηναϊκά παλάτια είχε λοιπόν την έδρα της η κρατική διοικητική μηχανή η οποία διαχειριζόταν τον πλούτο που τη συντηρούσε και της έδινε τη δύναμή της: αγαθά, καλλιέργειες, ανταλλαγές, άνθρωποι (αξιωματούχοι, τεχνίτες, δούλοι). Αυτός ο σύνθετος διοικητικός μηχανισμός είχε (για τους ίδιους λόγους που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) την ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής και διατήρησης της πληροφορίας. Η ανάγκη δηλαδή για ένα σύστημα γραφής προέκυψε, γιατί η κοινωνική ζωή ήταν πια αρκετά σύνθετη, ώστε να μην εξυπηρετείται από τον προφορικό (και μόνο) λόγο.
Έτσι λοιπόν οι μυκηναίοι άρχοντες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα σύστημα γραφής κυρίως για τις λογιστικές ανάγκες των βασιλείων τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς (για λόγους που θα δούμε παρακάτω) γραμμική Β και είναι συλλαβικό. Κάθε σημάδι δηλαδή αντιστοιχεί, όπως λέγαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε μία συλλαβή. Υπάρχουν ενενήντα τέτοια συλλαβικά σημεία καθώς επίσης και εκατό περίπου εικονογράμματα ή ιδεογράμματα. Τα σημεία αυτά, μαζί με άλλα που δηλώνουν αριθμούς, χρησιμοποιούνται για να σημάνουν τα πράγματα (κρασί, λάδι, ανθρώπους, τόπους κλπ.) που καταγράφονται και απαριθμούνται στα κείμενα. Τα κείμενα δηλαδή έχουν, όπως είπαμε, λογιστικό χαρακτήρα. Εξυπηρετούν τις λογιστικές ανάγκες ενός σύνθετου διοικητικού μηχανισμού, όπως ακριβώς και στις περιπτώσεις των ανατολικών πολιτισμών που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι γραμμένα πάνω σε πινακίδες από πηλό . Οι πινακίδες αυτές πλάθονταν από ωμό πηλό, ενισχύονταν εξωτερικά με αχυρένιο πλέγμα και στέγνωναν στον ήλιο. Πινακίδες από πηλό χρησιμοποιούνταν, όπως είδαμε, και στους παλαιότερους ανατολικούς πολιτισμούς. Η διαφορά είναι ότι, ενώ εκεί ψήνονταν, στον μυκηναϊκό κόσμο δεν ψήνονταν αλλά απλά στέγνωναν στον ήλιο και στη συνέχεια αποθηκεύονταν σε ξύλινα κιβώτια ή καλάθια και τοποθετούνταν σε ράφια, όπως γίνεται σήμερα στα αρχεία των δημόσιων υπηρεσιών.
Οι πινακίδες αυτές δεν θα είχαν φτάσει ως εμάς, αν δεν είχε μεσολαβήσει ένα γεγονός που βοήθησε να διατηρηθούν: στις αρχές του 14ου και στην πορεία του 13ου αιώνα π.Χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται. Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις καταστροφές. Οι φωτιές όμως στις οποίες παραδόθηκαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα έψησαν τις ωμές πινακίδες που ήταν αποθηκευμένες στα αρχεία των παλατιών και έτσι βοήθησαν στη διατήρηση και την ανεύρεσή τους στις ανασκαφές. Ο πηλός σίγουρα δεν θα ήταν το μόνο υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα της γραμμικής Β. Είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιούσαν δέρματα πάνω στα οποία έγραφαν ή και, πάπυρο. Τα υλικά αυτά όμως δεν αντέχουν στον χρόνο και έτσι δεν έφτασαν ως εμάς.
Γραμμική Β: τα πρώτα ελληνικά κείμενα
Τα πρώτα δείγματα της γραμμικής Β βρέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στις ανασκαφές που έκανε ο άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans στην Κρήτη. Έπρεπε, ωστόσο, να περιμένουμε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική Β. Αυτό το κατάφερε ένας άγγλος ερασιτέχνης, ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε ειδικευτεί στο «σπάσιμο» των μυστικών κωδίκων της πολεμικής μηχανής των Γερμανών. Με τη βοήθεια του ειδικού στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας John Chadwick του Πανεπιστημίου του Cambridge έδειξε πειστικά ότι η γραμμική Β «έκρυβε» κείμενα στην ελληνική γλώσσα: ήταν το πρώτο σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε για να γραφτεί η ελληνική γλώσσα.
Στην αποκρυπτογράφηση βοήθησε ένα σύστημα γραφής συγγενικό με τη γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο, για το οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο. Με το σύστημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα όπως μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος). Με βάση τις ομοιότητες των σημείων του κυπριακού συλλαβαρίου με τα σημεία της γραμμικής Β, έγιναν υποθέσεις για τις συλλαβές στις οποίες αντιστοιχούν τα σημεία της γραμμικής Β. Οι σειρές των σημείων στη γραμμική Β χωρίζονται από κάθετες γραμμές. Αυτό δηλώνει ότι οι ομάδες των σημείων που διαχωρίζονται με αυτό τον τρόπο αντιστοιχούν σε λέξεις. Όταν βρίσκουμε την ίδια σειρά σημείων να επαναλαμβάνεται με κάποιες αλλαγές στο τέλος της, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό σε διαφορετικές πτώσεις. Και για να καταλάβετε, ας δούμε ένα παράδειγμα: Αν βρούμε να επανέρχεται στις πινακίδες μια ακολουθία τριών σημείων, λ.χ. d<l, αλλά συχνά αυτή εμφανίζεται και με μια εκτενέστερη μορφή, d<lS, τότε μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι το τελευταίο σημείο αντιπροσωπεύει μια μορφή κατάληξης, όπως στη λέξη αλεπού, αλεπού-δες. Με τέτοιου είδους παρατηρήσεις ο Ventris κατέληξε στην αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β.
Μία από τις πρώτες λέξεις που διαβάστηκε και έπεισε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν η ελληνική ήταν ακριβώς η λέξη d<lS, που διαβάστηκε ως ti-ri-po-de. Το εικονόγραμμα ενός τρίποδα που τη συνόδευε έπεισε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η ανάγνωση ήταν ορθή και ότι πρόκειται για μια μορφή (σε κάποια πτώση και σε κάποιον αριθμό) της αρχαίας ελληνικής λέξης τρίπους 'τρίποδο (αγγείο)'. Τις λέξεις της συλλαβικής γραμμικής Β τις γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες για να τις ξεχωρίζουμε (για λόγους που θα δούμε αμέσως πιο κάτω) από τις λέξεις της «αλφαβητικής» ελληνικής, της ελληνικής δηλαδή όπως γράφεται σήμερα, με τα «σημάδια» (τα γράμματα) του αλφαβήτου. Οι παύλες, όπως στη λέξη ti-ri-po-de, μπαίνουν για να δηλώσουν τα συλλαβικά «σημάδια» που «στέκονται» για κάθε συλλαβή: στο ti αντιστοιχεί ένα συλλαβικό σημάδι, στο ri άλλο σημάδι κλπ.
Αλλά γιατί στη γραμμική Β ο πληθυντικός τρίποδες γράφεται ti-ri-po-de; Έτσι προφερόταν εκείνη την εποχή; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η γραμμική Β (που, όπως είπαμε, είναι συλλαβικό σύστημα γραφής που αποτυπώνει συλλαβές, οι οποίες αποτελούνται από ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν) δεν έχει σημάδια για συμφωνικά συμπλέγματα, συμπλέγματα δηλαδή που αποτελούνται από σύμφωνα στη σειρά. Τα συμφωνικά συμπλέγματα (όπως το τρ του τρίπους λ.χ.) αναλύονται. Αυτό που γίνεται είναι ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα παριστάνεται με δύο σημάδια, καθένα από τα οποία δηλώνει ένα από τα σύμφωνα μαζί με το φωνήεν που ακολουθεί. Έτσι, η ακολουθία τρι δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια: ti-ri. Η ακολουθία πτο, όπως στη λέξη πτόλις 'πόλη', αναλύεται (χωρίζεται) και δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια, και η πλήρης λέξη είναι po-to-li. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί η λέξη τρίποδες δεν σημαίνεται με τρία σημάδια (συλλαβικά) που αντιστοιχούν στις τρεις συλλαβές που τη συγκροτούν, τρί-πο-δες, και αντί γι' αυτό βρίσκουμε το ti-ri-po-de;
Η πιθανότερη πηγή από την οποία δανείστηκαν οι Μυκηναίοι το σύστημα γραφής τους, τη γραμμική Β, ήταν το σύστημα που χρησιμοποιούσε ο μινωικός πολιτισμός, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην Κρήτη στη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., με κέντρα την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλλια, τη Ζάκρο και άλλες θέσεις, όπου βρέθηκαν τα ανάκτορα και τα διοικητικά κέντρα της μινωικής Κρήτης. Οι Μινωίτες ανέπτυξαν πριν από τους Μυκηναίους ένα σύστημα γραφής (συλλαβικό και αυτό) για να εξυπηρετήσουν τις λογιστικές ανάγκες των διοικητικών μηχανισμών τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς γραμμική Α. Γι' αυτό και το (χρονικά μεταγενέστερο) σύστημα των Μυκηναίων ονομάστηκε γραμμική Β. Η γραμμική Α, και θα μιλήσουμε γι' αυτήν σε λίγο, ήταν ο «πρόγονος» της γραμμικής Β. Αλλά ενώ η γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Από τα λίγα που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι η γλώσσα αυτή, η γλώσσα του μινωικού κόσμου, δεν ήταν ελληνική.
Το συλλαβικό σύστημα, λοιπόν, για την καταγραφή της άγνωστης μινωικής γλώσσας που είναι γραμμένη με τη γραμμική Α, το δανείστηκαν οι Μυκηναίοι για να καταγράψουν τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Φαίνεται όμως ότι κράτησαν από αυτό το παλιότερο σύστημα κάποια χαρακτηριστικά που ανήκαν στη γλώσσα που κατέγραψε, παρόλο που δεν «ταίριαζαν» στη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό ίσως ήταν η αποφυγή συμφωνικών συμπλεγμάτων που δίνει την παράξενη, για τα ελληνικά, καταγραφή της λέξης τρίποδες ως ti-ri-po-de. Φαίνεται δηλαδή ότι η γλώσσα των Μινωιτών απέφευγε τα συμφωνικά συμπλέγματα, «δούλευε» δηλαδή με συλλαβές που αποτελούνταν από φωνήεν + σύμφωνο ή σύμφωνο + φωνήεν, και όχι σύμφωνο + σύμφωνο + φωνήεν. Αυτό το χαρακτηριστικό (που δεν «ταιριάζει» στα ελληνικά) φαίνεται ότι το κράτησαν οι Μυκηναίοι και η γραμμική Β. Δεν προσάρμοσαν δηλαδή το σύστημα που δανείστηκαν στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής. Γι' αυτό και εμφανίζεται αυτή η περίεργη «ορθογραφία».
Γραμμική Β: μια ελλειπτική γραφή
Αλλά η γραμμική Β εμφανίζει και άλλες ιδιαιτερότητες (ίσως για τον ίδιο λόγο) που την κάνουν ένα δύσκολο και ελλειπτικό σύστημα γραφής. Έτσι, δεν σημειώνονται σε αυτήν τα τελικά σύμφωνα. Η λέξη θυγάτηρ, π.χ., που σημαίνει στα αρχαία ελληνικά ό,τι και στα νέα, τη θυγατέρα, γράφεται στη γραμμική Β tu-ka-te, χωρίς σημάδι για το τελικό ρ. Εδώ θα προσέξετε ότι γίνεται και κάτι άλλο. Το θ (που στα αρχαία ελληνικά, όπως θα δούμε, προφερόταν ως [th]) δεν διακρίνεται από το τ, όπως το βρίσκουμε στη λέξη ti-ri-po-de. Έτσι, λοιπόν, τα σύμβολα ta, te, ti, to, tu μπορούν να διαβαστούν είτε ως θα, θε, θι, θο, θυ = [tha], [the], [thi], [tho], [thu] (θυμηθείτε ότι το υ παριστάνει το φωνήεν [u]), είτε ως τα, τε, τι, το, τυ = [ta], [te], [ti], [to], [tu]. Για να καταλάβετε τί σημαίνει αυτό σκεφτείτε τις δύο λέξεις της νέας ελληνικής τάμα και θάμα (π.χ. πράματα και θάματα 'θαύματα'). Οι δυο αυτές λέξεις διαφέρουν ως προς τα αρχικά τους σύμφωνα, και αυτή η διαφορά είναι που δημιουργεί τις διαφορετικές σημασίες τους (θυμηθείτε τί λέγαμε γι' αυτό το ζήτημα στο δεύτερο κεφάλαιο). Οι δυο αυτές λέξεις, αν τις γράφαμε με το σύστημα της γραμμικής Β, δεν θα διέφεραν καθόλου - θα γράφονταν με τον ίδιο τρόπο: ta-ma.
Καταλαβαίνετε το πρόβλημα που δημιουργεί μια τέτοια ασάφεια. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για ποια λέξη πρόκειται, εκτός αν βοηθά το υπόλοιπο κείμενο (αυτό που ονομάζουμε συμφραζόμενα). Και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, καθώς προσπαθούμε να καταλάβουμε τα κείμενα αυτά. Για τους ίδιους τους Μυκηναίους αυτό δεν θα πρέπει να ήταν πρόβλημα. Η γραφή δεν είχε πλατιά διάδοση, όπως θα γίνει αργότερα με την αλφαβητική γραφή και έως τις μέρες μας. Ήταν κτήμα μιας περιορισμένης ομάδας ειδικών, των γραφέων, που κατέγραφαν ένα περιορισμένο φάσμα πληροφοριών (λογιστικούς καταλόγους προϊόντων, προσώπων κλπ.). Οι κατάλογοι αυτοί, με το περιορισμένο περιεχόμενο, δεν απευθύνονταν σε ένα ευρύ κοινό αλλά στη «γραφειοκρατία» των ανακτόρων. Έτσι, δεν υπήρχε πρόβλημα συνεννόησης και κατανόησης, παρά τις ασάφειες του συστήματος γραφής, όπως δεν υπάρχει σήμερα πρόβλημα κατανόησης για έναν επιχειρηματία που διαβάζει τα λογιστικά έγγραφα που του δίνει το λογιστήριό του. Ξέρει για ποιο πράγμα γίνεται λόγος και δεν τον εμποδίζει ο συντομογραφικός ή και ελλειπτικός τρόπος γραφής ενός λογιστικού εγγράφου. Για κάποιον όμως «απ' έξω», τα λογιστικά αυτά έγγραφα είναι «σκοτεινά» με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από τα αντίστοιχα προβλήματα που δημιουργούν τα κείμενα της γραμμικής Β.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής χωρίς υπερβολική ασάφεια και ελλειπτικότητα γεννιέται όταν διευρύνεται το είδος της πληροφορίας που καταγράφεται. Η διεύρυνση αυτή σημαίνει ότι οι αποδέκτες, αλλά και οι κάτοχοι της γνώσης της γραφής (του γραμματισμού, όπως λέμε), δεν περιορίζονται σε μια μικρή, προνομιούχα ομάδα ειδικών αλλά επεκτείνονται σε ευρύτατες ομάδες ανθρώπων. Η διεύρυνση στο είδος της πληροφορίας που καταγράφεται συμβαδίζει λοιπόν με τη διεύρυνση του κοινού που διαβάζει. Έτσι γεννιέται η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής που απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον λόγο. Και αυτό βέβαια είναι το αλφαβητικό, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει και θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
Και άλλα «μπερδέματα» της γραμμικής Β
Αλλά ας συνεχίσουμε την περιγραφή του συστήματος της γραμμικής Β και των κανόνων του. Το αρχικό σ (το σ στην αρχή της λέξης) δεν δηλώνεται όταν ακολουθεί σύμφωνο. Έτσι, η λέξη σπέρμα γράφεται pe-ma. Αλλά, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, δεν δηλώνεται και το σύμφωνο ρ. Το σύμφωνο αυτό, καθώς και τα σύμφωνα ν και λ, συνήθως δεν δηλώνονται όταν βρίσκονται στο τέλος συλλαβής, δηλαδή μπροστά από ένα άλλο σύμφωνο, ή στην αρχή συλλαβής όταν ακολουθεί σύμφωνο, όπως και στην περίπτωση του σ: pe-ma. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη pa-ka-na συνήθως συνοδεύεται στις πινακίδες από το εικονόγραμμα ενός σπαθιού. Σημαίνει λοιπόν 'σπαθιά' και είναι λέξη που είναι γνωστή από τα υστερότερα ελληνικά κείμενα ως φάσγανον, πληθ. φάσγανα. Όπως βλέπετε, δεν δηλώνεται το σ: pa-ka-na. Επιπλέον, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, η γραμμική Β δεν ξεχωρίζει το π, το φ και το β. Έτσι, το φ της λέξης pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως το π της λέξης pe-ma = σπέρμα.
Φαντάζεστε λοιπόν τις δυσκολίες που έχουμε να καταλάβουμε τί σημαίνει μια λέξη της γραμμικής Β, όταν δεν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για να δώσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα, οι δυο λέξεις της νέας ελληνικής φαγάνα και παγάνα 'ενέδρα' στη γραμμική Β θα γράφονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: pa-ka-na. Αλλά η λέξη pa-ka-na = φάσγανα δείχνει και κάτι άλλο. Η γραμμική Β δεν κάνει τη διάκριση κ, γ, χ. Έτσι η λέξη pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως η λέξη ko-to-na = κτοίνα 'περιουσία σε γη', παρόλο που στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με γ και στην άλλη με κ.
Μια ακόμη ιδιομορφία της γραμμικής Β είναι ότι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα «υγρά» σύμφωνα ρ και λ. Έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα με βάση τα νέα ελληνικά, η λέξη re-o μπορεί να αντιστοιχεί είτε στη λέξη ρέω είτε στη λέξη λέω. Πώς αποφασίζει κανείς για ποια από τις δυο λέξεις πρόκειται; Για μας που προσπαθούμε να διαβάσουμε τα μυκηναϊκά κείμενα, αυτό είναι πολύ δύσκολο, εκτός αν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για τους ίδιους του Μυκηναίους της ανακτορικής γραφειοκρατίας αυτό δεν θα ήταν δύσκολο, για τους λόγους που εξηγήσαμε λίγο πριν.
Το σύστημα της γραμμικής Β δηλώνει τις διφθόγγους. Έτσι η λέξη οὐ, που σήμαινε 'δεν' στα αρχαία ελληνικά, γράφεται με δύο συλλαβογράμματα, το ένα για το ο και το άλλο για το υ: o-u· το ίδιο συμβαίνει και με τις διφθόγγους αυ και ευ, π.χ. e-u-me-de, δηλαδή το κύριο όνομα Εὐμήδης. Θυμηθείτε τί λέγαμε στο δεύτερο κεφάλαιο για το η στα αρχαία ελληνικά: δήλωνε ένα μακρό [e] = [ee]. Η γραμμική Β δεν είχε ειδικό σύμβολο για το μακρό [e], όπως και για τα άλλα μακρά φωνήεντα. Οι δίφθογγοι που είχαν ως δεύτερο στοιχείο τους το ι γράφονταν χωρίς το ι. Έτσι η λέξη ἒλαιον 'λάδι' γράφεται ως e-ra-wo, χωρίς το ι της διφθόγγου αι. Το τελευταίο συλλαβόγραμμα, που αντιστοιχεί στη συλλαβή wo, εμφανίζει έναν φθόγγο, το [w] , τον οποίο έχουμε ήδη συζητήσει στο δεύτερο κεφάλαιο. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σε πολλές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής της επόμενης χιλιετίας, αλλά στα μυκηναϊκά διατηρείται.
Στα μυκηναϊκά διατηρείται επίσης μια κατηγορία φθόγγων που δεν εμφανίζονται (έχουν χαθεί) στα ελληνικά της επόμενης χιλιετίας. Οι φθόγγοι αυτοί λέγονται χειλοϋπερωικοί, γιατί σχηματίζονται από τα χείλη και το στρογγύλεμά τους, και το ανέβασμα της γλώσσας προς τον ουρανίσκο (υπερώα): qa, qe, qi, qo = [kwa].
Η ελληνική γλώσσα πρωτογράφτηκε λοιπόν με τη χρήση ενός συλλαβικού συστήματος, της γραμμικής Β. Το κίνητρο που οδήγησε στην υιοθέτηση αυτού του συστήματος (δανεισμένου από τον αρχαιότερο πολιτισμό της μινωικής Κρήτης) ήταν η εξυπηρέτηση των λογιστικών αναγκών των μυκηναϊκών παλατιών. Η ελλειπτικότητα και οι ατέλειες του συστήματος αυτού εξηγούνται τόσο από τον περιορισμένο στόχο του (κείμενα λογιστικού χαρακτήρα για τις εσωτερικές ανάγκες της μυκηναϊκής ανακτορικής γραφειοκρατίας) όσο και από την ατελή προσαρμογή του συστήματος αυτού (που επινοήθηκε για μια άλλη γλώσσα) στην ελληνική γλώσσα και στα χαρακτηριστικά της.
Το κυπριακό συλλαβάριο
Ένα παρόμοιο με τη γραμμική Β συλλαβικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε και για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, της κυπριακής διαλέκτου (θα μιλήσουμε για τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αργότερα). Τα πρώτα κείμενα αυτής της συλλαβικής γραφής της Κύπρου χρονολογούνται γύρω στο 800 π.Χ. Το σύστημα αυτό εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως τον 3ο αιώνα π.Χ. και για ένα διάστημα παράλληλα με την αλφαβητική γραφή. Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. επικρατεί ολοκληρωτικά η αλφαβητική γραφή.
Η ανακάλυψη ότι η κυπριακή συλλαβική γραφή καταγράφει την ελληνική γλώσσα έγινε από τον άγγλο George Smith στη δεκαετία 1870-1880. Σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι υπήρχαν επιγραφές που είχαν ταυτόχρονα το κείμενο στη συλλαβική γραφή, το ίδιο κείμενο στην ελληνική που χρησιμοποιεί το αλφάβητο και, τέλος, το ίδιο κείμενο στη φοινικική γραφή, τη γραφή δηλαδή που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες (θα μιλήσουμε γι' αυτήν αργότερα), οι οποίοι κατοικούσαν σε αρκετές περιοχές της Κύπρου. Αυτή η συνύπαρξη είναι το «όνειρο» της κάθε αποκρυπτογράφησης, γιατί βοηθάει να συνδεθεί το άγνωστο με το γνωστό. Έτσι, άλλωστε, αποκρυπτογραφήθηκε η ιερογλυφική της Αιγύπτου, με βάση την περίφημη πινακίδα της Ροζέτας , όπου συνυπήρχε το ιερογλυφικό κείμενο με κείμενα σε γνωστές γραφές και γλώσσες (μία από αυτές ήταν η ελληνική).
Το κυπριακό συλλαβικό σύστημα, όπως λέγεται· αποτελείται από πενήντα πέντε συλλαβογράμματα, σημεία δηλαδή τα οποία, όπως και στη γραμμική Β, αντιστοιχούν σε συλλαβές. Ας δούμε μερικές ομοιότητες και διαφορές του κυπριακού συλλαβαρίου με τη γραμμική Β. Όπως και στη γραμμική Β, το συλλαβόγραμμα pa που δηλώνει τη συλλαβή [pa] δεν αντιστοιχεί μόνο σε αυτή την ακολουθία ήχων αλλά και στις ακολουθίες [ba] ( = βα· θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του β στα αρχαία ελληνικά) και [pha] (= φα). Έτσι η λέξη βασιλεύς γράφεται pa-si-re-u-se, με τον ίδιο τρόπο (όσον αφορά την πρώτη συλλαβή) όπως και η λέξη pa-i-te-se = παῖδες. Όπως δείχνει η τελευταία λέξη, το δ της λέξης παῖδες(το δ προφερόταν ως [d] στα αρχαία ελληνικά) γράφεται με t(te), με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που δηλώνεται το άηχο οδοντικό [t]. Δεν διακρίνει δηλαδή το σύστημα, αντίθετα με τη γραμμική Β, το άηχο οδοντικό τ από το ηχηρό οδοντικό δ (= [d]).
Το ίδιο ισχύει, όπως στη γραμμική Β, και για τους φθόγγους κ, γ (= [g]), χ (= [kh]): ka-si-ke-ne-ta = κασιγνήτα 'αδελφή, ma-ka = μάχη. Όπως βλέπετε, το k δηλώνει τόσο το κ [k] όσο και το γ [g] και το χ [kh]. Η λέξη pa-si-re-u-se = βασιλεύς δείχνει μια διαφορά της κυπριακής συλλαβικής γραφής από τη μυκηναϊκή, τη γραμμική Β. Ενώ στη γραμμική Β δεν δηλώνονται τα τελικά σύμφωνα (tu-ka-te = θυγάτηρ), στο κυπριακό σύστημα τα τελικά σύμφωνα δηλώνονται με την «κατασκευή» μιας συλλαβής που αποτελείται από το τελικό σύμφωνο και το «νεκρό» φωνήεν e: pa-si-re-u-se, te-me-no-se = τέμενος. Δείτε μια τελευταία διαφορά. Η λέξη σπέρμα στη γραμμική Β αποδίδεται ως pe-ma. Δεν δηλώνεται ούτε το σ ούτε το ρ. Στο κυπριακό σύστημα η απόδοση είναι πληρέστερη. Τα σύμφωνα σ και ρ δηλώνονται αφού διαχωριστούν τα συμφωνικά συμπλέγματα σπ, ρμ: se-pe-re-ma, .
Ένα βελτιωμένο συλλαβικό σύστημα γραφής
Το κυπριακό συλλαβικό σύστημα γραφής, αν και δεν παύει να έχει τις αδυναμίες που επισημάναμε συζητώντας τη γραμμική Β, είναι σαφώς πληρέστερο, δηλαδή βελτιωμένο ως προς την καταγραφή της γλώσσας. Και αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η χρήση του δεν περιορίζεται στην αποκλειστική καταγραφή πληροφοριών λογιστικού τύπου αλλά έχει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα: δημόσιες επιγραφές πάνω σε λίθο, επιγραφές επιτύμβιες (πάνω σε τάφους), αναθηματικές (επιγραφές δηλαδή που καταγράφουν αφιερώσεις σε θεότητες) κλπ.
Όπως λέγαμε λίγο πιο πριν, η ανάγκη για ένα ακριβέστερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας γεννιέται όταν οι πληροφορίες που καταγράφονται δεν είναι στενά λογιστικού τύπου (και επομένως αφορούν ένα περιορισμένο θέμα και ένα περιορισμένο κοινό) αλλά καλύπτουν ευρύτερες πλευρές και όψεις της κοινωνικής ζωής και, επομένως, έχουν ένα ευρύτερο κοινό αποδεκτών, δηλαδή αναγνωστών. Αυτό πιθανότατα εξηγεί γιατί το κυπριακό συλλαβάριο είναι, συγκριτικά με τη γραμμική Β, λιγότερο ελλειπτικό στην καταγραφή της γλώσσας. Και αυτή την αυξανόμενη ανάγκη της κοινωνίας για ένα ακριβέστερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας που θα καλύπτει όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής και δεν θα απαιτεί για τη χρήση του και την ανάγνωσή του ειδικούς γραφείς και ειδικούς αναγνώστες (ο λογιστής, για να μιλήσουμε με ένα σύγχρονο παράδειγμα που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει, είναι ένας ειδικός γραφέας, και αυτός που διαβάζει το λογιστικό κείμενο είναι ένας ειδικός αναγνώστης), αυτή την ανάγκη θα την ικανοποιήσει ένα νέο σύστημα γραφής, το αλφαβητικό.
Η υιοθέτηση λοιπόν αυτού του νέου συστήματος γραφής (πληρέστερου και ακριβέστερου ως προς την απόδοση της γλώσσας) είχε ως κίνητρο το ίδιο κίνητρο που οδήγησε στη γέννηση της γραφής: τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτές οι ανάγκες αλλάζουν μέσα στον χρόνο. Η αλφαβητική γραφή έρχεται να ικανοποιήσει την ανάγκη για ένα ευρύτερο φάσμα πληροφόρησης, που δεν αφορά έναν κλειστό, προνομιούχο κύκλο ανθρώπων αλλά ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Αλλά σε αυτό θα ξαναγυρίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Η γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο αλλά και η αλφαβητική γραφή, όπως θα δούμε αργότερα, είναι δάνεια από παλαιότερους πολιτισμούς. Η γραφή ήταν, από τις πρώτες αρχές της, ένα εργαλείο που ένωνε διαφορετικούς πολιτισμούς.
Η γραμμική Α
Ας γυρίσουμε για λίγο πίσω στον χρόνο και στην περιοχή απ' όπου οι Μυκηναίοι δανείστηκαν το συλλαβικό σύστημα γραφής. Η περιοχή αυτή ήταν η μινωική Κρήτη . Από τη μινωική Κρήτη προέρχεται η γραμμική Α , δηλαδή το σύστημα γραφής που δανείστηκαν και τροποποίησαν οι Μυκηναίοι δημιουργώντας το δικό τους σύστημα, τη γραμμική Β, για να καταγράψουν για πρώτη φορά την ελληνική γλώσσα. Τα πρώτα δείγματα αυτού του συστήματος γραφής πηγαίνουν πίσω στο 1800 π.Χ. και προέρχονται από το παλάτι της Φαιστού. Η γραφή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι περίπου το 1400 π.Χ. και δείγματα της βρίσκουμε σε όλα τα κέντρα του μινωικού κόσμου της Κρήτης , με πιο σημαντικό την Κνωσό και το παλάτι της. Τα βρίσκουμε επίσης και σε περιοχές που ήταν σε επαφή με τον μινωικό κόσμο: τη Θήρα, τη Μήλο, την Κέα, τα Κύθηρα, τη Σαμοθράκη, ως και τη μακρινή Μίλητο της Μικράς Ασίας.
Το υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα ήταν ωμός πηλός, ξεραμένος στον ήλιο, σε σχήμα πινακίδας, όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Β. Οι φωτιές που κατέστρεψαν τα μινωικά κέντρα (όπως έγινε και
με τα μυκηναϊκά) έψησαν τις πινακίδες και έτσι αυτές διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο και βρέθηκαν στις ανασκαφές. Εκτός από τις πήλινες πινακίδες βρίσκουμε επιγραφές της γραμμικής Α και σε λίθινα ή μεταλλικά αντικείμενα που φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Βρέθηκαν επίσης επιγραφές σε γραμμική Α γραμμένες με μελάνι σουπιάς στο εσωτερικό κωνικών κυπέλλων, που και αυτά φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα.
Η γραμμική Α μοιάζει να είναι, όπως και η γραμμική Β, ένα συλλαβικό σύστημα γραφής. Πώς το ξέρουμε, αφού, όπως είπαμε νωρίτερα, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η γλώσσα δηλαδή που γράφεται με το σύστημα αυτό είναι άγνωστη; Πέρα από τα εικονογράμματα ή ιδεογράμματα που απεικόνιζαν, όπως και στη γραμμική Β, πράγματα ή αντικείμενα, και πέρα από σημάδια που σίγουρα εκφράζουν αριθμούς, υπάρχουν εβδομήντα περίπου σημεία που επανέρχονται. Αν το σύστημα ήταν (ολόκληρο) εικονογραφικό/σημασιογραφικό, δηλαδή τα σημεία στέκονταν για πράγματα και σημασίες, τότε θα χρειάζονταν πολύ περισσότερα σημεία για να δηλωθεί η πληθώρα των πραγμάτων και των σημασιών. Θυμηθείτε τα χιλιάδες σημεία που έχει το κινέζικο σύστημα γραφής, που βασίζεται σε εικονογράμματα/ιδεογράμματα. Αν ήταν αλφαβητικό, τότε τα εκατό σημεία είναι υπερβολικά πολλά, εφόσον ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται στην απεικόνιση του περιορισμένου αριθμού φθόγγων που συνδυάζονται για να σχηματίσουν τις λέξεις. Το ελληνικό αλφάβητο απεικονίζει τους φθόγγους με 24 γράμματα, και σε άλλα αντίστοιχα συστήματα τα γράμματα δεν είναι πολύ περισσότερα. Επομένως ο αριθμός των σημείων (100 περίπου) της γραμμικής Α (πέρα από τα εικονογράμματα/ιδεογράμματα και τα σημάδια που δηλώνουν αριθμούς) μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το σύστημα αυτό ήταν συλλαβικό, κάθε σημείο δηλαδή απεικονίζει μια συλλαβή.
Οι ομοιότητες των συλλαβικών σημείων της γραμμικής Α με τα συλλαβικά σημεία της γραμμικής Β δημιουργούν τον έντονο πειρασμό να αποδοθούν στα σημεία της γραμμικής Α οι ίδιες φωνητικές αξίες με εκείνες των αντίστοιχών τους στη γραμμική Β. Αυτό είναι επιτρεπτό και σε αυτό βασίζονται όλες οι (αποτυχημένες έως τώρα) προσπάθειες εντοπισμού της γλώσσας που καταγράφει η γραμμική Β. Είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα επικίνδυνο, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι ένα ίδιας μορφής συλλαβικό σημείο στη γραμμική Α και στη γραμμική Β θα έχει αναγκαστικά την ίδια ακριβώς φωνητική αξία (την ίδια προφορά). Για να γίνει κατανοητό αυτό, σκεφτείτε το γράμμα Χ στα ελληνικά και στα αγγλικά. Έχει την ίδια μορφή αλλά προφέρεται διαφορετικά: χαρά, fax.
Κρητική ιερογλυφική
Πριν από τη γραμμική Α, και για ένα διάστημα παράλληλα με αυτήν (περίπου 1900 π.Χ. μέχρι 1550 π.Χ.), χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη ένα σύστημα γραφής που ονομάστηκε κρητική ιερογλυφική γραφή , επειδή θυμίζει την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου. Οι παλαιότερες ιερογλυφικές επιγραφές βρίσκονται χαραγμένες σε πολύπλευρα πρίσματα και σφραγίδες. Χαράζονται επίσης πάνω σε πινακίδες από ωμό πηλό ή σε φυλλόσχημα τετράπλευρα ραβδάκια ή σε δισκία. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σημείων που έχουν χαρακτήρα εικονογράμματος/ιδεογράμματος, απεικονίζουν δηλαδή αντικείμενα ή εκφράζουν έννοιες. Άλλα σημεία (περίπου 90) ενδεχομένως είχαν συλλαβικό χαρακτήρα, κατέγραφαν δηλαδή συλλαβές. Δεν ξέρουμε όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Α, τη γλώσσα που καταγράφεται στις επιγραφές αυτές.
Ετεοκρητική
Η παλιά, άγνωστη γλώσσα (ή και γλώσσες) που καταγράφουν οι πινακίδες της γραμμικής Α, αλλά και της κρητικής ιερογλυφικής, φαίνεται ότι συνέχισε να μιλιέται σε κάποιες περιοχές της Κρήτης πολλούς αιώνες μετά το τέλος του μινωικού πολιτισμού και τη γενίκευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας στο νησί.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και αργότερα στις αρχές του 20ού βρέθηκε στις αρχαίες κρητικές πόλεις Πραισό (στην ανατολική Κρήτη ) και Δρήρο (σημερινή Νεάπολη στην κεντρική Κρήτη) ένας μικρός αριθμός επιγραφών πάνω σε πέτρα. Οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται στο διάστημα 650-200 π.Χ., είναι γραμμένες με ελληνικό αλφάβητο, , αλλά η γλώσσα τους δεν είναι ελληνική. Είναι πολύ πιθανόν ότι στις επιγραφές σώζεται η χαμένη αρχαία γλώσσα των Μινωιτών, ή μία από τις χαμένες γλώσσες των Μινωιτών.
Άλλωστε το δέκατο ένατο τραγούδι της Οδύσσειας (η δέκατη ένατη ραψωδία), μιλάει για τους πολλούς λαούς και τις πολλές γλώσσες που υπήρχαν στην Κρήτη και ανάμεσα σε αυτούς αναφέρει τους «βέρους», πραγματικούς Κρητικούς (Ετεόκρητες· ἐτεός σημαίνει 'αληθινός, πραγματικός). Οι επιγραφές αυτές πιθανότατα συνδέονται με αυτούς τους Ετεόκρητες και γι' αυτό ονομάζονται Ετεοκρητικές
Κυπρομινωικές γραφές, ετεοκυπριακή
Ας ξαναγυρίσουμε για λίγο στην Κύπρο. Και εκεί πριν από το κυπριακό συλλαβάριο με το οποίο καταγράφηκε η ελληνική γλώσσα στη μορφή που μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος), χρησιμοποιούνταν, ήδη από το 1600 π.Χ. και μέχρι το 1000 π.Χ., οι λεγόμενες κυπρομινωικές γραφές. Οι γραφές αυτές (πιθανότατα συλλαβικού τύπου, όπως η γραμμική Α και η γραμμική Β) καταγράφουν άγνωστες γλώσσες που μιλιούνταν στην Κύπρο. Ονομάζονται κυπρομινωικές γιατί μοιάζουν με τις γραμμικές γραφές (γραμμική Α) της Κρήτης. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και στην Κύπρο σώζονται σε πολύ πιο πρόσφατη εποχή (6ος-4ος αιώνας π.Χ.) κάποιες επιγραφές που χρησιμοποιούν το κυπριακό συλλαβάριο για να καταγράψουν μία από τις παλιές αυτές άγνωστες γλώσσες. Οι επιγραφές αυτές προέρχονται από την πόλη Αμαθούντα , στις νότιες ακτές της Κύπρου, και ονομάζονται ετεοκυπριακές. Την ονομασία αυτή δεν την έφτιαξαν οι αρχαίοι αλλά οι νεότεροι ερευνητές με βάση την ονομασία Ετεόκρητες - ετεοκρητική, που συζητήσαμε πριν λίγο.
Θα ξαναγυρίσουμε σε λίγο σε αυτές τις χαμένες γλώσσες που προβάλλουν μέσα από την κρητική ιερογλυφική, τις κυπρομινωικές γραφές, τη γραμμική Α, τις ετεοκρητικές και τις ετεοκυπριακές επιγραφές. Ας κρατήσουμε για την ώρα αυτά που μας μαθαίνουν: ότι στον γλωσσικό χάρτη της αρχαιότητας τα γλωσσικά σύνορα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα όσο στις μέρες μας (αν και σήμερα η οικονομική μετανάστευση αλλάζει σιγά σιγά αυτή την εικόνα). Σε μικρές, σχετικά, γεωγραφικές περιοχές μιλιούνταν και συνυπήρχαν πολλές γλώσσες και σίγουρα αλληλοεπηρεάζονταν. Αυτό έχει σημασία για το επόμενο, δύσκολο, ζήτημα που θα εξετάσουμε.
Πότε γεννήθηκε η ελληνική γλώσσα;
Η ελληνική γλώσσα δεν γεννήθηκε βέβαια ταυτόχρονα με τα πρώτα γραπτά κείμενά της, τη γραμμική Β. Σίγουρα υπήρχε πολύ πιο πριν από την πρώτη καταγραφή της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε ακριβώς μπαίνει στην ιστορία ως ξεχωριστή γλώσσα. Ξέρουμε ωστόσο ότι ανήκει σε μια μεγάλη και πολύ παλιά γλωσσική οικογένεια . Γλωσσικές οικογένειες ονομάζουμε ομάδες γλωσσών που έχουν κοινή καταγωγή. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη πατήρ (που προφερόταν [patéer] με μακρό [e]), τη λατινική (τη γλώσσα από την οποία κατάγονται τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλικά, τα ισπανικά) pater και την αρχαία ινδική pitar, θα παρατηρήσετε ότι μοιάζουν πολύ . Το ίδιο θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις μήτηρ της αρχαίας ελληνικής (προφερόταν [méeteer], με μακρό [e]), mater της λατινικής και matar της αρχαίας ινδικής. Το ίδιο, τέλος, θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις fero στα λατινικά, που σημαίνει 'φέρω', τη λέξη φέρω (που προφερόταν [phéroo], με μακρό [ο], δηλαδή το ω) της αρχαίας ελληνικής, και τη λέξη bharami της αρχαίας ινδικής, που σημαίνει και αυτή 'φέρω'.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ομοιότητες, και αυτό που δείχνουν είναι ότι οι διαφορετικές αυτές γλώσσες αποτελούν μια γλωσσική οικογένεια, «γεννήθηκαν» δηλαδή από τον ίδιο «πρόγονο», την ίδια γλώσσα. Αυτή την οικογένεια την ονομάζουμε ινδοευρωπαϊκή, γιατί περιλαμβάνει γλώσσες της Ευρώπης αλλά και της Ινδίας. Η ινδοευρωπαϊκή δεν είναι βέβαια η μόνη γλωσσική οικογένεια. Με την ίδια λογική με την οποία εντοπίστηκε η ύπαρξή της, εντοπίστηκαν και άλλες γλωσσικές οικογένειες , όπως η ουραλική, η αλταϊκή, η καυκασιανή και άλλες.
Ποιες είναι οι γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια;
Πέρα από την αρχαία ελληνική, τη λατινική (από την οποία προέρχονται οι νεολατινικές γλώσσες, η γαλλική, η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική) και την αρχαία ινδική (ή σανσκριτική), στην οικογένεια αυτή ανήκουν οι κελτικές γλώσσες (η γαλατική [η γλώσσα του Αστερίξ], η ιρλανδική, η βρετονική, η ουαλική), οι τευτονικές γλώσσες (η γοτθική [μια γλώσσα της Γερμανίας που δεν μιλιέται πια], η γερμανική, η ολλανδική, η αγγλική, οι σκανδιναβικές γλώσσες: νορβηγική, δανική, σουηδική), οι βαλτικές γλώσσες (λιθουανική, λετονική), οι σλαβικές γλώσσες (ρωσική, ουκρανική, πολωνική, τσεχική, σερβοκροατική, βουλγαρική), καθώς και αρχαίες ανατολικές γλώσσες όπως η χεττιτική, μια γλώσσα που έγινε γνωστή το 1915 με την αποκρυπτογράφηση των σφηνοειδών κειμένων της χεττιτικής πρωτεύουσας στο Μπογάζ-Κιόι, η τοχαρική που ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, η αρχαία και η νέα ιρανική (δηλαδή η περσική), η αρμενική, η αλβανική.
Πώς προέκυψαν οι ξεχωριστές γλώσσες από αυτή την αρχική ενότητα, τον αρχικό γλωσσικό πρόγονο που υποδεικνύουν οι ομοιότητες που εμφανίζουν μεταξύ τους; Ο πιο απλός τρόπος να σκεφτεί κανείς αυτό το ζήτημα είναι με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Σκεφτείτε έναν Έλληνα που φεύγει μετανάστης (και αυτό έγινε σε μεγάλη έκταση στο παρελθόν) σε μια ξένη χώρα (λ.χ. Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική). Καθώς ζει πια σε ένα περιβάλλον όπου μιλιέται μια άλλη γλώσσα, την οποία είναι αναγκασμένος να μάθει, η μητρική του θα αρχίσει να επηρεάζεται: αλλάζει η προφορά του, οι λέξεις που χρησιμοποιεί αλλά και οι εκφράσεις. Έτσι, σιγά σιγά και αν δεν ανανεώνει τη σχέση του με τη γλώσσα της πατρίδας του είτε με ταξίδια είτε με διαβάσματα (αν ξέρει γράμματα), η μητρική του γλώσσα θα αλλάξει.
Με αυτό το σύγχρονο παράδειγμα στο μυαλό μας, ας σκεφτούμε τα παμπάλαια χρόνια στα οποία υπήρχε αυτός ο κοινός πρόγονος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, κάπου στα σύνορα Ευρώπης και Ασίας, ή και ανατολικότερα (αυτό το υποθέτουμε γιατί μία από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μιλιέται στην Ινδία). Οι μετακινήσεις προς τα δυτικά των ανθρώπων που μιλούσαν αυτή την προγονική γλώσσα, μετακινήσεις είτε μικρής κλίμακας είτε μεγάλης (μεταναστεύσεις), τους διαχώρισαν και τους έφεραν σε επαφή με άλλους λαούς που μιλούσαν άλλες γλώσσες. Μέσα από αυτό τον διαχωρισμό.
Τί ξέρουμε για τις προελληνικές γλώσσες;
Πολύ λίγα πράγματα. Όπως λέγαμε νωρίτερα, η γραμμική Α, που «κρύβει» μια τέτοια γλώσσα, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Το ίδιο ισχύει για τις κυπρομινωικές, ετεοκρητικές και ετεοκυπριακές επιγραφές. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ονόμαζαν τους φορείς μερικών από αυτές τις γλώσσες: Πελασγοί , Λέλεγες και άλλοι.
Σε αυτές τις γλώσσες φαίνεται να ανήκουν μια σειρά από ονόματα τόπων. Αυτό δεν είναι παράξενο. Οι νέοι κάτοικοι μιας περιοχής κρατούν το όνομα που της έδιναν οι παλιοί κάτοικοι. Έτσι, σε πολλά μέρη της Τουρκίας επιζούν ελληνικά τοπωνύμια : Λατάκια = Λαοδίκεια, Ιζμίρ = Σμύρνη κλπ., επειδή για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία ήταν ελληνόφωνοι. Τέτοια τοπωνύμια που πιθανότατα ανήκουν σε προελληνικές γλώσσες είναι όσα λήγουν σε -άνθος (π.χ. Ερύμανθος), -ινθος (π.χ. Κόρινθος), -υνθος (π.χ. Ζάκυνθος), -σσος/-ττος (π.χ. Παρνασσός, Λυκαβηττός).
Από προελληνικές γλώσσες προέρχονται πιθανότατα οι λέξεις ἀσάμινθος 'μπανιέρα', ἐρέβινθος 'ρεβίθι', λαβύρινθος, ὑάκινθος, δάφνη, κολοκύνθη 'κολοκύθα', λωτός, ὄλυνθος 'αγριόσυκο', σῦκον, σαργός, σάλπη (οι δύο τελευταίες λέξεις είναι ονόματα ψαριών). Θα προσέξετε ότι πολλές από αυτές δηλώνουν φυτά, ψάρια κλπ. Αυτό συμβαίνει συχνά. Η εγκατάσταση σε έναν νέο χώρο σημαίνει γνωριμία με νέα προϊόντα, νέα χλωρίδα (φυτικό περιβάλλον), νέα πανίδα (ζώα). Έτσι υιοθετούνται τα ονόματα που δίνουν οι παλιοί κάτοικοι σε αυτά τα στοιχεία. Οι Τούρκοι π.χ., που απώτερη πατρίδα τους ήταν η κεντρική Ασία, όταν μετακινούνται προς τη Μεσόγειο, δανείζονται από τους παλαιότερους πληθυσμούς, τους Έλληνες, τα ονόματα των ψαριών που δεν υπήρχαν στη μακρινή τους πατρίδα. Έτσι, όλα σχεδόν τα ονόματα ψαριών στην τουρκική γλώσσα είναι δανεισμένα από τα ελληνικά, π.χ. levrek = λαβράκι. Και οι Έλληνες με τη σειρά τους είχαν δανειστεί πολλά από αυτά τα ονόματα από τους πληθυσμούς που ζούσαν πριν από αυτούς στον ελλαδικό χώρο, τους προελληνικούς πληθυσμούς.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Είδαμε λοιπόν στο κεφάλαιο αυτό πότε και πώς πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη γραφή γεννιέται όταν η κοινωνία έχει γίνει αρκετά σύνθετη ώστε να μην επαρκεί ο προφορικός λόγος για τη λειτουργία της. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός συστήματος γραφής που να καταγράφει τη γλώσσα κατά το δυνατόν πιστά (και όχι ελλειπτικά, όπως η γραμμική Β) γεννιέται όταν η γραφή απλώνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και δεν υπηρετεί έναν περιορισμένο χώρο πληροφορίας, τον λογιστικό.
Όταν λοιπόν τα κείμενα που πρέπει να γραφούν απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος πληροφορίας και επομένως αφορούν ένα μεγάλο (και όχι ένα περιορισμένο) κοινό, τότε ακριβώς γεννιέται και η ανάγκη για ένα πιστότερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας, που δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής (γραφείς) και ειδικούς αναγνώστες, αναγνώστες δηλαδή που κατανοούν το γραπτό κείμενο, παρά την ελλειπτικότητά του, γιατί ξέρουν το «θέμα».
Αξίζει, ακόμα, να θυμόμαστε ότι η ελληνική γλώσσα γεννήθηκε σιγά σιγά μέσα στον χρόνο μέσα από τα «σπλάχνα» της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνάντηση και τη «μείξη» της με άλλες παλιότερες γλώσσες που μιλιούνταν στον ελληνικό χώρο.
Έχει σημασία, τέλος, να θυμόμαστε ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ιστορική πορεία της γραφής, όπως την παρακολουθήσαμε στο κεφάλαιο αυτό: η γραφή είναι η γέφυρα που ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Έτσι, οι Μυκηναίοι δανείζονται από τους Μινωίτες το σύστημα γραφής τους (γραμμική Α) για να γράψουν (γραμμική Β) τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Αργότερα όλοι οι Έλληνες θα γράψουν τη δική τους γλώσσα, την κοινή ελληνική.
Ας αρχίσουμε από το πιο εύκολο ερώτημα αυτού του κεφαλαίου. Πότε πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα;
Η γραφή πρωτοεμφανίζεται στην ΕΛΛΑΔΑ, ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΛΑΔΗ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor (έτος 16ον, 1989, σελ.2288) ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Ετσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Ελληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία.
Αλλά οι αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια απέδωσαν και άλλες πολλές και μεγάλες εκπλήξεις: Οι Έλληνες έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Β Γραφές τους αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του Αλφαβήτου τουλάχιστον από το 6000 π.Χ. Πράγματι στο Δισπηλιό, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μέσα στα νερά της λίμνης της Καστοριάς, ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης ανεκάλυψε ενεπίγραφη πινακίδα με γραφή σχεδόν όμοια με την αλφαβητική, η οποία χρονολογήθηκε με τις σύγχρονες μεθόδους του ραδιενεργού άνθρακα (C14) και της οπτικής θερμοφωταύγειας στο 5250 π.Χ.
Τα επόμενα γραπτά κείμενα της ελληνικής χρονολογούνται στον 14ο-13ο αιώνα π.Χ. Προέρχονται από τα αρχεία των μεγάλων κέντρων (παλατιών, διοικητικών κέντρων) του μυκηναϊκού πολιτισμού: Μυκήνες, Πύλος, Τίρυνθα, Θήβα, αλλά και από τα αρχεία της Κρήτης (Κνωσός, Χανιά), όπου επεκτάθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Ο μυκηναϊκός κόσμος, που εκτεινόταν σε όλη την κεντρική και τη νότια Ελλάδα, αλλά και σε μερικά νησιά, ήταν οργανωμένος σε μικρά κράτη που διοικούνταν από ανακτορικά κέντρα (παλάτια), όπου είχαν την έδρα τους οι βασιλιάδες και η αριστοκρατία που κυβερνούσαν τα κράτη αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μυκήνες με τα «κυκλώπεια» τείχη τους, την Πύλη των Λεόντων και τους θολωτούς τάφους όπου θάβονταν οι βασιλιάδες. Απόηχο αυτού του κόσμου βρίσκουμε στα τραγούδια του Ομήρου, τα ομηρικά έπη .
Στα μυκηναϊκά παλάτια είχε λοιπόν την έδρα της η κρατική διοικητική μηχανή η οποία διαχειριζόταν τον πλούτο που τη συντηρούσε και της έδινε τη δύναμή της: αγαθά, καλλιέργειες, ανταλλαγές, άνθρωποι (αξιωματούχοι, τεχνίτες, δούλοι). Αυτός ο σύνθετος διοικητικός μηχανισμός είχε (για τους ίδιους λόγους που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο) την ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής και διατήρησης της πληροφορίας. Η ανάγκη δηλαδή για ένα σύστημα γραφής προέκυψε, γιατί η κοινωνική ζωή ήταν πια αρκετά σύνθετη, ώστε να μην εξυπηρετείται από τον προφορικό (και μόνο) λόγο.
Έτσι λοιπόν οι μυκηναίοι άρχοντες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα σύστημα γραφής κυρίως για τις λογιστικές ανάγκες των βασιλείων τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς (για λόγους που θα δούμε παρακάτω) γραμμική Β και είναι συλλαβικό. Κάθε σημάδι δηλαδή αντιστοιχεί, όπως λέγαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σε μία συλλαβή. Υπάρχουν ενενήντα τέτοια συλλαβικά σημεία καθώς επίσης και εκατό περίπου εικονογράμματα ή ιδεογράμματα. Τα σημεία αυτά, μαζί με άλλα που δηλώνουν αριθμούς, χρησιμοποιούνται για να σημάνουν τα πράγματα (κρασί, λάδι, ανθρώπους, τόπους κλπ.) που καταγράφονται και απαριθμούνται στα κείμενα. Τα κείμενα δηλαδή έχουν, όπως είπαμε, λογιστικό χαρακτήρα. Εξυπηρετούν τις λογιστικές ανάγκες ενός σύνθετου διοικητικού μηχανισμού, όπως ακριβώς και στις περιπτώσεις των ανατολικών πολιτισμών που συζητήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι γραμμένα πάνω σε πινακίδες από πηλό . Οι πινακίδες αυτές πλάθονταν από ωμό πηλό, ενισχύονταν εξωτερικά με αχυρένιο πλέγμα και στέγνωναν στον ήλιο. Πινακίδες από πηλό χρησιμοποιούνταν, όπως είδαμε, και στους παλαιότερους ανατολικούς πολιτισμούς. Η διαφορά είναι ότι, ενώ εκεί ψήνονταν, στον μυκηναϊκό κόσμο δεν ψήνονταν αλλά απλά στέγνωναν στον ήλιο και στη συνέχεια αποθηκεύονταν σε ξύλινα κιβώτια ή καλάθια και τοποθετούνταν σε ράφια, όπως γίνεται σήμερα στα αρχεία των δημόσιων υπηρεσιών.
Οι πινακίδες αυτές δεν θα είχαν φτάσει ως εμάς, αν δεν είχε μεσολαβήσει ένα γεγονός που βοήθησε να διατηρηθούν: στις αρχές του 14ου και στην πορεία του 13ου αιώνα π.Χ. τα μυκηναϊκά παλάτια καταστρέφονται. Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτές τις καταστροφές. Οι φωτιές όμως στις οποίες παραδόθηκαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα έψησαν τις ωμές πινακίδες που ήταν αποθηκευμένες στα αρχεία των παλατιών και έτσι βοήθησαν στη διατήρηση και την ανεύρεσή τους στις ανασκαφές. Ο πηλός σίγουρα δεν θα ήταν το μόνο υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα της γραμμικής Β. Είναι πολύ πιθανόν να χρησιμοποιούσαν δέρματα πάνω στα οποία έγραφαν ή και, πάπυρο. Τα υλικά αυτά όμως δεν αντέχουν στον χρόνο και έτσι δεν έφτασαν ως εμάς.
Γραμμική Β: τα πρώτα ελληνικά κείμενα
Τα πρώτα δείγματα της γραμμικής Β βρέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στις ανασκαφές που έκανε ο άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans στην Κρήτη. Έπρεπε, ωστόσο, να περιμένουμε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική Β. Αυτό το κατάφερε ένας άγγλος ερασιτέχνης, ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε ειδικευτεί στο «σπάσιμο» των μυστικών κωδίκων της πολεμικής μηχανής των Γερμανών. Με τη βοήθεια του ειδικού στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας John Chadwick του Πανεπιστημίου του Cambridge έδειξε πειστικά ότι η γραμμική Β «έκρυβε» κείμενα στην ελληνική γλώσσα: ήταν το πρώτο σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε για να γραφτεί η ελληνική γλώσσα.
Στην αποκρυπτογράφηση βοήθησε ένα σύστημα γραφής συγγενικό με τη γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο, για το οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο. Με το σύστημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά η ελληνική γλώσσα όπως μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος). Με βάση τις ομοιότητες των σημείων του κυπριακού συλλαβαρίου με τα σημεία της γραμμικής Β, έγιναν υποθέσεις για τις συλλαβές στις οποίες αντιστοιχούν τα σημεία της γραμμικής Β. Οι σειρές των σημείων στη γραμμική Β χωρίζονται από κάθετες γραμμές. Αυτό δηλώνει ότι οι ομάδες των σημείων που διαχωρίζονται με αυτό τον τρόπο αντιστοιχούν σε λέξεις. Όταν βρίσκουμε την ίδια σειρά σημείων να επαναλαμβάνεται με κάποιες αλλαγές στο τέλος της, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ουσιαστικό σε διαφορετικές πτώσεις. Και για να καταλάβετε, ας δούμε ένα παράδειγμα: Αν βρούμε να επανέρχεται στις πινακίδες μια ακολουθία τριών σημείων, λ.χ. d<l, αλλά συχνά αυτή εμφανίζεται και με μια εκτενέστερη μορφή, d<lS, τότε μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι το τελευταίο σημείο αντιπροσωπεύει μια μορφή κατάληξης, όπως στη λέξη αλεπού, αλεπού-δες. Με τέτοιου είδους παρατηρήσεις ο Ventris κατέληξε στην αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β.
Μία από τις πρώτες λέξεις που διαβάστηκε και έπεισε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν η ελληνική ήταν ακριβώς η λέξη d<lS, που διαβάστηκε ως ti-ri-po-de. Το εικονόγραμμα ενός τρίποδα που τη συνόδευε έπεισε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η ανάγνωση ήταν ορθή και ότι πρόκειται για μια μορφή (σε κάποια πτώση και σε κάποιον αριθμό) της αρχαίας ελληνικής λέξης τρίπους 'τρίποδο (αγγείο)'. Τις λέξεις της συλλαβικής γραμμικής Β τις γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες για να τις ξεχωρίζουμε (για λόγους που θα δούμε αμέσως πιο κάτω) από τις λέξεις της «αλφαβητικής» ελληνικής, της ελληνικής δηλαδή όπως γράφεται σήμερα, με τα «σημάδια» (τα γράμματα) του αλφαβήτου. Οι παύλες, όπως στη λέξη ti-ri-po-de, μπαίνουν για να δηλώσουν τα συλλαβικά «σημάδια» που «στέκονται» για κάθε συλλαβή: στο ti αντιστοιχεί ένα συλλαβικό σημάδι, στο ri άλλο σημάδι κλπ.
Αλλά γιατί στη γραμμική Β ο πληθυντικός τρίποδες γράφεται ti-ri-po-de; Έτσι προφερόταν εκείνη την εποχή; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η γραμμική Β (που, όπως είπαμε, είναι συλλαβικό σύστημα γραφής που αποτυπώνει συλλαβές, οι οποίες αποτελούνται από ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν) δεν έχει σημάδια για συμφωνικά συμπλέγματα, συμπλέγματα δηλαδή που αποτελούνται από σύμφωνα στη σειρά. Τα συμφωνικά συμπλέγματα (όπως το τρ του τρίπους λ.χ.) αναλύονται. Αυτό που γίνεται είναι ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα παριστάνεται με δύο σημάδια, καθένα από τα οποία δηλώνει ένα από τα σύμφωνα μαζί με το φωνήεν που ακολουθεί. Έτσι, η ακολουθία τρι δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια: ti-ri. Η ακολουθία πτο, όπως στη λέξη πτόλις 'πόλη', αναλύεται (χωρίζεται) και δηλώνεται με δύο συλλαβικά σημάδια, και η πλήρης λέξη είναι po-to-li. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί η λέξη τρίποδες δεν σημαίνεται με τρία σημάδια (συλλαβικά) που αντιστοιχούν στις τρεις συλλαβές που τη συγκροτούν, τρί-πο-δες, και αντί γι' αυτό βρίσκουμε το ti-ri-po-de;
Η πιθανότερη πηγή από την οποία δανείστηκαν οι Μυκηναίοι το σύστημα γραφής τους, τη γραμμική Β, ήταν το σύστημα που χρησιμοποιούσε ο μινωικός πολιτισμός, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην Κρήτη στη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., με κέντρα την Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλλια, τη Ζάκρο και άλλες θέσεις, όπου βρέθηκαν τα ανάκτορα και τα διοικητικά κέντρα της μινωικής Κρήτης. Οι Μινωίτες ανέπτυξαν πριν από τους Μυκηναίους ένα σύστημα γραφής (συλλαβικό και αυτό) για να εξυπηρετήσουν τις λογιστικές ανάγκες των διοικητικών μηχανισμών τους. Το σύστημα αυτό ονομάστηκε από τους ειδικούς γραμμική Α. Γι' αυτό και το (χρονικά μεταγενέστερο) σύστημα των Μυκηναίων ονομάστηκε γραμμική Β. Η γραμμική Α, και θα μιλήσουμε γι' αυτήν σε λίγο, ήταν ο «πρόγονος» της γραμμικής Β. Αλλά ενώ η γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Από τα λίγα που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι η γλώσσα αυτή, η γλώσσα του μινωικού κόσμου, δεν ήταν ελληνική.
Το συλλαβικό σύστημα, λοιπόν, για την καταγραφή της άγνωστης μινωικής γλώσσας που είναι γραμμένη με τη γραμμική Α, το δανείστηκαν οι Μυκηναίοι για να καταγράψουν τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Φαίνεται όμως ότι κράτησαν από αυτό το παλιότερο σύστημα κάποια χαρακτηριστικά που ανήκαν στη γλώσσα που κατέγραψε, παρόλο που δεν «ταίριαζαν» στη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό ίσως ήταν η αποφυγή συμφωνικών συμπλεγμάτων που δίνει την παράξενη, για τα ελληνικά, καταγραφή της λέξης τρίποδες ως ti-ri-po-de. Φαίνεται δηλαδή ότι η γλώσσα των Μινωιτών απέφευγε τα συμφωνικά συμπλέγματα, «δούλευε» δηλαδή με συλλαβές που αποτελούνταν από φωνήεν + σύμφωνο ή σύμφωνο + φωνήεν, και όχι σύμφωνο + σύμφωνο + φωνήεν. Αυτό το χαρακτηριστικό (που δεν «ταιριάζει» στα ελληνικά) φαίνεται ότι το κράτησαν οι Μυκηναίοι και η γραμμική Β. Δεν προσάρμοσαν δηλαδή το σύστημα που δανείστηκαν στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής. Γι' αυτό και εμφανίζεται αυτή η περίεργη «ορθογραφία».
Γραμμική Β: μια ελλειπτική γραφή
Αλλά η γραμμική Β εμφανίζει και άλλες ιδιαιτερότητες (ίσως για τον ίδιο λόγο) που την κάνουν ένα δύσκολο και ελλειπτικό σύστημα γραφής. Έτσι, δεν σημειώνονται σε αυτήν τα τελικά σύμφωνα. Η λέξη θυγάτηρ, π.χ., που σημαίνει στα αρχαία ελληνικά ό,τι και στα νέα, τη θυγατέρα, γράφεται στη γραμμική Β tu-ka-te, χωρίς σημάδι για το τελικό ρ. Εδώ θα προσέξετε ότι γίνεται και κάτι άλλο. Το θ (που στα αρχαία ελληνικά, όπως θα δούμε, προφερόταν ως [th]) δεν διακρίνεται από το τ, όπως το βρίσκουμε στη λέξη ti-ri-po-de. Έτσι, λοιπόν, τα σύμβολα ta, te, ti, to, tu μπορούν να διαβαστούν είτε ως θα, θε, θι, θο, θυ = [tha], [the], [thi], [tho], [thu] (θυμηθείτε ότι το υ παριστάνει το φωνήεν [u]), είτε ως τα, τε, τι, το, τυ = [ta], [te], [ti], [to], [tu]. Για να καταλάβετε τί σημαίνει αυτό σκεφτείτε τις δύο λέξεις της νέας ελληνικής τάμα και θάμα (π.χ. πράματα και θάματα 'θαύματα'). Οι δυο αυτές λέξεις διαφέρουν ως προς τα αρχικά τους σύμφωνα, και αυτή η διαφορά είναι που δημιουργεί τις διαφορετικές σημασίες τους (θυμηθείτε τί λέγαμε γι' αυτό το ζήτημα στο δεύτερο κεφάλαιο). Οι δυο αυτές λέξεις, αν τις γράφαμε με το σύστημα της γραμμικής Β, δεν θα διέφεραν καθόλου - θα γράφονταν με τον ίδιο τρόπο: ta-ma.
Καταλαβαίνετε το πρόβλημα που δημιουργεί μια τέτοια ασάφεια. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για ποια λέξη πρόκειται, εκτός αν βοηθά το υπόλοιπο κείμενο (αυτό που ονομάζουμε συμφραζόμενα). Και αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, καθώς προσπαθούμε να καταλάβουμε τα κείμενα αυτά. Για τους ίδιους τους Μυκηναίους αυτό δεν θα πρέπει να ήταν πρόβλημα. Η γραφή δεν είχε πλατιά διάδοση, όπως θα γίνει αργότερα με την αλφαβητική γραφή και έως τις μέρες μας. Ήταν κτήμα μιας περιορισμένης ομάδας ειδικών, των γραφέων, που κατέγραφαν ένα περιορισμένο φάσμα πληροφοριών (λογιστικούς καταλόγους προϊόντων, προσώπων κλπ.). Οι κατάλογοι αυτοί, με το περιορισμένο περιεχόμενο, δεν απευθύνονταν σε ένα ευρύ κοινό αλλά στη «γραφειοκρατία» των ανακτόρων. Έτσι, δεν υπήρχε πρόβλημα συνεννόησης και κατανόησης, παρά τις ασάφειες του συστήματος γραφής, όπως δεν υπάρχει σήμερα πρόβλημα κατανόησης για έναν επιχειρηματία που διαβάζει τα λογιστικά έγγραφα που του δίνει το λογιστήριό του. Ξέρει για ποιο πράγμα γίνεται λόγος και δεν τον εμποδίζει ο συντομογραφικός ή και ελλειπτικός τρόπος γραφής ενός λογιστικού εγγράφου. Για κάποιον όμως «απ' έξω», τα λογιστικά αυτά έγγραφα είναι «σκοτεινά» με έναν τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από τα αντίστοιχα προβλήματα που δημιουργούν τα κείμενα της γραμμικής Β.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής χωρίς υπερβολική ασάφεια και ελλειπτικότητα γεννιέται όταν διευρύνεται το είδος της πληροφορίας που καταγράφεται. Η διεύρυνση αυτή σημαίνει ότι οι αποδέκτες, αλλά και οι κάτοχοι της γνώσης της γραφής (του γραμματισμού, όπως λέμε), δεν περιορίζονται σε μια μικρή, προνομιούχα ομάδα ειδικών αλλά επεκτείνονται σε ευρύτατες ομάδες ανθρώπων. Η διεύρυνση στο είδος της πληροφορίας που καταγράφεται συμβαδίζει λοιπόν με τη διεύρυνση του κοινού που διαβάζει. Έτσι γεννιέται η ανάγκη για ένα σύστημα γραφής που απεικονίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον λόγο. Και αυτό βέβαια είναι το αλφαβητικό, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει και θα μιλήσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο.
Και άλλα «μπερδέματα» της γραμμικής Β
Αλλά ας συνεχίσουμε την περιγραφή του συστήματος της γραμμικής Β και των κανόνων του. Το αρχικό σ (το σ στην αρχή της λέξης) δεν δηλώνεται όταν ακολουθεί σύμφωνο. Έτσι, η λέξη σπέρμα γράφεται pe-ma. Αλλά, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, δεν δηλώνεται και το σύμφωνο ρ. Το σύμφωνο αυτό, καθώς και τα σύμφωνα ν και λ, συνήθως δεν δηλώνονται όταν βρίσκονται στο τέλος συλλαβής, δηλαδή μπροστά από ένα άλλο σύμφωνο, ή στην αρχή συλλαβής όταν ακολουθεί σύμφωνο, όπως και στην περίπτωση του σ: pe-ma. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη pa-ka-na συνήθως συνοδεύεται στις πινακίδες από το εικονόγραμμα ενός σπαθιού. Σημαίνει λοιπόν 'σπαθιά' και είναι λέξη που είναι γνωστή από τα υστερότερα ελληνικά κείμενα ως φάσγανον, πληθ. φάσγανα. Όπως βλέπετε, δεν δηλώνεται το σ: pa-ka-na. Επιπλέον, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, η γραμμική Β δεν ξεχωρίζει το π, το φ και το β. Έτσι, το φ της λέξης pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως το π της λέξης pe-ma = σπέρμα.
Φαντάζεστε λοιπόν τις δυσκολίες που έχουμε να καταλάβουμε τί σημαίνει μια λέξη της γραμμικής Β, όταν δεν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για να δώσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα, οι δυο λέξεις της νέας ελληνικής φαγάνα και παγάνα 'ενέδρα' στη γραμμική Β θα γράφονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: pa-ka-na. Αλλά η λέξη pa-ka-na = φάσγανα δείχνει και κάτι άλλο. Η γραμμική Β δεν κάνει τη διάκριση κ, γ, χ. Έτσι η λέξη pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως η λέξη ko-to-na = κτοίνα 'περιουσία σε γη', παρόλο που στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με γ και στην άλλη με κ.
Μια ακόμη ιδιομορφία της γραμμικής Β είναι ότι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα «υγρά» σύμφωνα ρ και λ. Έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα με βάση τα νέα ελληνικά, η λέξη re-o μπορεί να αντιστοιχεί είτε στη λέξη ρέω είτε στη λέξη λέω. Πώς αποφασίζει κανείς για ποια από τις δυο λέξεις πρόκειται; Για μας που προσπαθούμε να διαβάσουμε τα μυκηναϊκά κείμενα, αυτό είναι πολύ δύσκολο, εκτός αν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για τους ίδιους του Μυκηναίους της ανακτορικής γραφειοκρατίας αυτό δεν θα ήταν δύσκολο, για τους λόγους που εξηγήσαμε λίγο πριν.
Το σύστημα της γραμμικής Β δηλώνει τις διφθόγγους. Έτσι η λέξη οὐ, που σήμαινε 'δεν' στα αρχαία ελληνικά, γράφεται με δύο συλλαβογράμματα, το ένα για το ο και το άλλο για το υ: o-u· το ίδιο συμβαίνει και με τις διφθόγγους αυ και ευ, π.χ. e-u-me-de, δηλαδή το κύριο όνομα Εὐμήδης. Θυμηθείτε τί λέγαμε στο δεύτερο κεφάλαιο για το η στα αρχαία ελληνικά: δήλωνε ένα μακρό [e] = [ee]. Η γραμμική Β δεν είχε ειδικό σύμβολο για το μακρό [e], όπως και για τα άλλα μακρά φωνήεντα. Οι δίφθογγοι που είχαν ως δεύτερο στοιχείο τους το ι γράφονταν χωρίς το ι. Έτσι η λέξη ἒλαιον 'λάδι' γράφεται ως e-ra-wo, χωρίς το ι της διφθόγγου αι. Το τελευταίο συλλαβόγραμμα, που αντιστοιχεί στη συλλαβή wo, εμφανίζει έναν φθόγγο, το [w] , τον οποίο έχουμε ήδη συζητήσει στο δεύτερο κεφάλαιο. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σε πολλές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής της επόμενης χιλιετίας, αλλά στα μυκηναϊκά διατηρείται.
Στα μυκηναϊκά διατηρείται επίσης μια κατηγορία φθόγγων που δεν εμφανίζονται (έχουν χαθεί) στα ελληνικά της επόμενης χιλιετίας. Οι φθόγγοι αυτοί λέγονται χειλοϋπερωικοί, γιατί σχηματίζονται από τα χείλη και το στρογγύλεμά τους, και το ανέβασμα της γλώσσας προς τον ουρανίσκο (υπερώα): qa, qe, qi, qo = [kwa].
Η ελληνική γλώσσα πρωτογράφτηκε λοιπόν με τη χρήση ενός συλλαβικού συστήματος, της γραμμικής Β. Το κίνητρο που οδήγησε στην υιοθέτηση αυτού του συστήματος (δανεισμένου από τον αρχαιότερο πολιτισμό της μινωικής Κρήτης) ήταν η εξυπηρέτηση των λογιστικών αναγκών των μυκηναϊκών παλατιών. Η ελλειπτικότητα και οι ατέλειες του συστήματος αυτού εξηγούνται τόσο από τον περιορισμένο στόχο του (κείμενα λογιστικού χαρακτήρα για τις εσωτερικές ανάγκες της μυκηναϊκής ανακτορικής γραφειοκρατίας) όσο και από την ατελή προσαρμογή του συστήματος αυτού (που επινοήθηκε για μια άλλη γλώσσα) στην ελληνική γλώσσα και στα χαρακτηριστικά της.
Το κυπριακό συλλαβάριο
Ένα παρόμοιο με τη γραμμική Β συλλαβικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε και για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, της κυπριακής διαλέκτου (θα μιλήσουμε για τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αργότερα). Τα πρώτα κείμενα αυτής της συλλαβικής γραφής της Κύπρου χρονολογούνται γύρω στο 800 π.Χ. Το σύστημα αυτό εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως τον 3ο αιώνα π.Χ. και για ένα διάστημα παράλληλα με την αλφαβητική γραφή. Μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. επικρατεί ολοκληρωτικά η αλφαβητική γραφή.
Η ανακάλυψη ότι η κυπριακή συλλαβική γραφή καταγράφει την ελληνική γλώσσα έγινε από τον άγγλο George Smith στη δεκαετία 1870-1880. Σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι υπήρχαν επιγραφές που είχαν ταυτόχρονα το κείμενο στη συλλαβική γραφή, το ίδιο κείμενο στην ελληνική που χρησιμοποιεί το αλφάβητο και, τέλος, το ίδιο κείμενο στη φοινικική γραφή, τη γραφή δηλαδή που χρησιμοποιούσαν οι Φοίνικες (θα μιλήσουμε γι' αυτήν αργότερα), οι οποίοι κατοικούσαν σε αρκετές περιοχές της Κύπρου. Αυτή η συνύπαρξη είναι το «όνειρο» της κάθε αποκρυπτογράφησης, γιατί βοηθάει να συνδεθεί το άγνωστο με το γνωστό. Έτσι, άλλωστε, αποκρυπτογραφήθηκε η ιερογλυφική της Αιγύπτου, με βάση την περίφημη πινακίδα της Ροζέτας , όπου συνυπήρχε το ιερογλυφικό κείμενο με κείμενα σε γνωστές γραφές και γλώσσες (μία από αυτές ήταν η ελληνική).
Το κυπριακό συλλαβικό σύστημα, όπως λέγεται· αποτελείται από πενήντα πέντε συλλαβογράμματα, σημεία δηλαδή τα οποία, όπως και στη γραμμική Β, αντιστοιχούν σε συλλαβές. Ας δούμε μερικές ομοιότητες και διαφορές του κυπριακού συλλαβαρίου με τη γραμμική Β. Όπως και στη γραμμική Β, το συλλαβόγραμμα pa που δηλώνει τη συλλαβή [pa] δεν αντιστοιχεί μόνο σε αυτή την ακολουθία ήχων αλλά και στις ακολουθίες [ba] ( = βα· θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του β στα αρχαία ελληνικά) και [pha] (= φα). Έτσι η λέξη βασιλεύς γράφεται pa-si-re-u-se, με τον ίδιο τρόπο (όσον αφορά την πρώτη συλλαβή) όπως και η λέξη pa-i-te-se = παῖδες. Όπως δείχνει η τελευταία λέξη, το δ της λέξης παῖδες(το δ προφερόταν ως [d] στα αρχαία ελληνικά) γράφεται με t(te), με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που δηλώνεται το άηχο οδοντικό [t]. Δεν διακρίνει δηλαδή το σύστημα, αντίθετα με τη γραμμική Β, το άηχο οδοντικό τ από το ηχηρό οδοντικό δ (= [d]).
Το ίδιο ισχύει, όπως στη γραμμική Β, και για τους φθόγγους κ, γ (= [g]), χ (= [kh]): ka-si-ke-ne-ta = κασιγνήτα 'αδελφή, ma-ka = μάχη. Όπως βλέπετε, το k δηλώνει τόσο το κ [k] όσο και το γ [g] και το χ [kh]. Η λέξη pa-si-re-u-se = βασιλεύς δείχνει μια διαφορά της κυπριακής συλλαβικής γραφής από τη μυκηναϊκή, τη γραμμική Β. Ενώ στη γραμμική Β δεν δηλώνονται τα τελικά σύμφωνα (tu-ka-te = θυγάτηρ), στο κυπριακό σύστημα τα τελικά σύμφωνα δηλώνονται με την «κατασκευή» μιας συλλαβής που αποτελείται από το τελικό σύμφωνο και το «νεκρό» φωνήεν e: pa-si-re-u-se, te-me-no-se = τέμενος. Δείτε μια τελευταία διαφορά. Η λέξη σπέρμα στη γραμμική Β αποδίδεται ως pe-ma. Δεν δηλώνεται ούτε το σ ούτε το ρ. Στο κυπριακό σύστημα η απόδοση είναι πληρέστερη. Τα σύμφωνα σ και ρ δηλώνονται αφού διαχωριστούν τα συμφωνικά συμπλέγματα σπ, ρμ: se-pe-re-ma, .
Ένα βελτιωμένο συλλαβικό σύστημα γραφής
Το κυπριακό συλλαβικό σύστημα γραφής, αν και δεν παύει να έχει τις αδυναμίες που επισημάναμε συζητώντας τη γραμμική Β, είναι σαφώς πληρέστερο, δηλαδή βελτιωμένο ως προς την καταγραφή της γλώσσας. Και αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η χρήση του δεν περιορίζεται στην αποκλειστική καταγραφή πληροφοριών λογιστικού τύπου αλλά έχει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα: δημόσιες επιγραφές πάνω σε λίθο, επιγραφές επιτύμβιες (πάνω σε τάφους), αναθηματικές (επιγραφές δηλαδή που καταγράφουν αφιερώσεις σε θεότητες) κλπ.
Όπως λέγαμε λίγο πιο πριν, η ανάγκη για ένα ακριβέστερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας γεννιέται όταν οι πληροφορίες που καταγράφονται δεν είναι στενά λογιστικού τύπου (και επομένως αφορούν ένα περιορισμένο θέμα και ένα περιορισμένο κοινό) αλλά καλύπτουν ευρύτερες πλευρές και όψεις της κοινωνικής ζωής και, επομένως, έχουν ένα ευρύτερο κοινό αποδεκτών, δηλαδή αναγνωστών. Αυτό πιθανότατα εξηγεί γιατί το κυπριακό συλλαβάριο είναι, συγκριτικά με τη γραμμική Β, λιγότερο ελλειπτικό στην καταγραφή της γλώσσας. Και αυτή την αυξανόμενη ανάγκη της κοινωνίας για ένα ακριβέστερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας που θα καλύπτει όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής και δεν θα απαιτεί για τη χρήση του και την ανάγνωσή του ειδικούς γραφείς και ειδικούς αναγνώστες (ο λογιστής, για να μιλήσουμε με ένα σύγχρονο παράδειγμα που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει, είναι ένας ειδικός γραφέας, και αυτός που διαβάζει το λογιστικό κείμενο είναι ένας ειδικός αναγνώστης), αυτή την ανάγκη θα την ικανοποιήσει ένα νέο σύστημα γραφής, το αλφαβητικό.
Η υιοθέτηση λοιπόν αυτού του νέου συστήματος γραφής (πληρέστερου και ακριβέστερου ως προς την απόδοση της γλώσσας) είχε ως κίνητρο το ίδιο κίνητρο που οδήγησε στη γέννηση της γραφής: τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτές οι ανάγκες αλλάζουν μέσα στον χρόνο. Η αλφαβητική γραφή έρχεται να ικανοποιήσει την ανάγκη για ένα ευρύτερο φάσμα πληροφόρησης, που δεν αφορά έναν κλειστό, προνομιούχο κύκλο ανθρώπων αλλά ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Αλλά σε αυτό θα ξαναγυρίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Η γραμμική Β, το κυπριακό συλλαβάριο αλλά και η αλφαβητική γραφή, όπως θα δούμε αργότερα, είναι δάνεια από παλαιότερους πολιτισμούς. Η γραφή ήταν, από τις πρώτες αρχές της, ένα εργαλείο που ένωνε διαφορετικούς πολιτισμούς.
Η γραμμική Α
Ας γυρίσουμε για λίγο πίσω στον χρόνο και στην περιοχή απ' όπου οι Μυκηναίοι δανείστηκαν το συλλαβικό σύστημα γραφής. Η περιοχή αυτή ήταν η μινωική Κρήτη . Από τη μινωική Κρήτη προέρχεται η γραμμική Α , δηλαδή το σύστημα γραφής που δανείστηκαν και τροποποίησαν οι Μυκηναίοι δημιουργώντας το δικό τους σύστημα, τη γραμμική Β, για να καταγράψουν για πρώτη φορά την ελληνική γλώσσα. Τα πρώτα δείγματα αυτού του συστήματος γραφής πηγαίνουν πίσω στο 1800 π.Χ. και προέρχονται από το παλάτι της Φαιστού. Η γραφή αυτή χρησιμοποιείται μέχρι περίπου το 1400 π.Χ. και δείγματα της βρίσκουμε σε όλα τα κέντρα του μινωικού κόσμου της Κρήτης , με πιο σημαντικό την Κνωσό και το παλάτι της. Τα βρίσκουμε επίσης και σε περιοχές που ήταν σε επαφή με τον μινωικό κόσμο: τη Θήρα, τη Μήλο, την Κέα, τα Κύθηρα, τη Σαμοθράκη, ως και τη μακρινή Μίλητο της Μικράς Ασίας.
Το υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα ήταν ωμός πηλός, ξεραμένος στον ήλιο, σε σχήμα πινακίδας, όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Β. Οι φωτιές που κατέστρεψαν τα μινωικά κέντρα (όπως έγινε και
με τα μυκηναϊκά) έψησαν τις πινακίδες και έτσι αυτές διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο και βρέθηκαν στις ανασκαφές. Εκτός από τις πήλινες πινακίδες βρίσκουμε επιγραφές της γραμμικής Α και σε λίθινα ή μεταλλικά αντικείμενα που φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Βρέθηκαν επίσης επιγραφές σε γραμμική Α γραμμένες με μελάνι σουπιάς στο εσωτερικό κωνικών κυπέλλων, που και αυτά φαίνεται να είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα.
Η γραμμική Α μοιάζει να είναι, όπως και η γραμμική Β, ένα συλλαβικό σύστημα γραφής. Πώς το ξέρουμε, αφού, όπως είπαμε νωρίτερα, η γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η γλώσσα δηλαδή που γράφεται με το σύστημα αυτό είναι άγνωστη; Πέρα από τα εικονογράμματα ή ιδεογράμματα που απεικόνιζαν, όπως και στη γραμμική Β, πράγματα ή αντικείμενα, και πέρα από σημάδια που σίγουρα εκφράζουν αριθμούς, υπάρχουν εβδομήντα περίπου σημεία που επανέρχονται. Αν το σύστημα ήταν (ολόκληρο) εικονογραφικό/σημασιογραφικό, δηλαδή τα σημεία στέκονταν για πράγματα και σημασίες, τότε θα χρειάζονταν πολύ περισσότερα σημεία για να δηλωθεί η πληθώρα των πραγμάτων και των σημασιών. Θυμηθείτε τα χιλιάδες σημεία που έχει το κινέζικο σύστημα γραφής, που βασίζεται σε εικονογράμματα/ιδεογράμματα. Αν ήταν αλφαβητικό, τότε τα εκατό σημεία είναι υπερβολικά πολλά, εφόσον ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται στην απεικόνιση του περιορισμένου αριθμού φθόγγων που συνδυάζονται για να σχηματίσουν τις λέξεις. Το ελληνικό αλφάβητο απεικονίζει τους φθόγγους με 24 γράμματα, και σε άλλα αντίστοιχα συστήματα τα γράμματα δεν είναι πολύ περισσότερα. Επομένως ο αριθμός των σημείων (100 περίπου) της γραμμικής Α (πέρα από τα εικονογράμματα/ιδεογράμματα και τα σημάδια που δηλώνουν αριθμούς) μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι το σύστημα αυτό ήταν συλλαβικό, κάθε σημείο δηλαδή απεικονίζει μια συλλαβή.
Οι ομοιότητες των συλλαβικών σημείων της γραμμικής Α με τα συλλαβικά σημεία της γραμμικής Β δημιουργούν τον έντονο πειρασμό να αποδοθούν στα σημεία της γραμμικής Α οι ίδιες φωνητικές αξίες με εκείνες των αντίστοιχών τους στη γραμμική Β. Αυτό είναι επιτρεπτό και σε αυτό βασίζονται όλες οι (αποτυχημένες έως τώρα) προσπάθειες εντοπισμού της γλώσσας που καταγράφει η γραμμική Β. Είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα επικίνδυνο, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι ένα ίδιας μορφής συλλαβικό σημείο στη γραμμική Α και στη γραμμική Β θα έχει αναγκαστικά την ίδια ακριβώς φωνητική αξία (την ίδια προφορά). Για να γίνει κατανοητό αυτό, σκεφτείτε το γράμμα Χ στα ελληνικά και στα αγγλικά. Έχει την ίδια μορφή αλλά προφέρεται διαφορετικά: χαρά, fax.
Κρητική ιερογλυφική
Πριν από τη γραμμική Α, και για ένα διάστημα παράλληλα με αυτήν (περίπου 1900 π.Χ. μέχρι 1550 π.Χ.), χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη ένα σύστημα γραφής που ονομάστηκε κρητική ιερογλυφική γραφή , επειδή θυμίζει την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου. Οι παλαιότερες ιερογλυφικές επιγραφές βρίσκονται χαραγμένες σε πολύπλευρα πρίσματα και σφραγίδες. Χαράζονται επίσης πάνω σε πινακίδες από ωμό πηλό ή σε φυλλόσχημα τετράπλευρα ραβδάκια ή σε δισκία. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σημείων που έχουν χαρακτήρα εικονογράμματος/ιδεογράμματος, απεικονίζουν δηλαδή αντικείμενα ή εκφράζουν έννοιες. Άλλα σημεία (περίπου 90) ενδεχομένως είχαν συλλαβικό χαρακτήρα, κατέγραφαν δηλαδή συλλαβές. Δεν ξέρουμε όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Α, τη γλώσσα που καταγράφεται στις επιγραφές αυτές.
Ετεοκρητική
Η παλιά, άγνωστη γλώσσα (ή και γλώσσες) που καταγράφουν οι πινακίδες της γραμμικής Α, αλλά και της κρητικής ιερογλυφικής, φαίνεται ότι συνέχισε να μιλιέται σε κάποιες περιοχές της Κρήτης πολλούς αιώνες μετά το τέλος του μινωικού πολιτισμού και τη γενίκευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας στο νησί.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και αργότερα στις αρχές του 20ού βρέθηκε στις αρχαίες κρητικές πόλεις Πραισό (στην ανατολική Κρήτη ) και Δρήρο (σημερινή Νεάπολη στην κεντρική Κρήτη) ένας μικρός αριθμός επιγραφών πάνω σε πέτρα. Οι επιγραφές αυτές χρονολογούνται στο διάστημα 650-200 π.Χ., είναι γραμμένες με ελληνικό αλφάβητο, , αλλά η γλώσσα τους δεν είναι ελληνική. Είναι πολύ πιθανόν ότι στις επιγραφές σώζεται η χαμένη αρχαία γλώσσα των Μινωιτών, ή μία από τις χαμένες γλώσσες των Μινωιτών.
Άλλωστε το δέκατο ένατο τραγούδι της Οδύσσειας (η δέκατη ένατη ραψωδία), μιλάει για τους πολλούς λαούς και τις πολλές γλώσσες που υπήρχαν στην Κρήτη και ανάμεσα σε αυτούς αναφέρει τους «βέρους», πραγματικούς Κρητικούς (Ετεόκρητες· ἐτεός σημαίνει 'αληθινός, πραγματικός). Οι επιγραφές αυτές πιθανότατα συνδέονται με αυτούς τους Ετεόκρητες και γι' αυτό ονομάζονται Ετεοκρητικές
Κυπρομινωικές γραφές, ετεοκυπριακή
Ας ξαναγυρίσουμε για λίγο στην Κύπρο. Και εκεί πριν από το κυπριακό συλλαβάριο με το οποίο καταγράφηκε η ελληνική γλώσσα στη μορφή που μιλιόταν στην Κύπρο (κυπριακή διάλεκτος), χρησιμοποιούνταν, ήδη από το 1600 π.Χ. και μέχρι το 1000 π.Χ., οι λεγόμενες κυπρομινωικές γραφές. Οι γραφές αυτές (πιθανότατα συλλαβικού τύπου, όπως η γραμμική Α και η γραμμική Β) καταγράφουν άγνωστες γλώσσες που μιλιούνταν στην Κύπρο. Ονομάζονται κυπρομινωικές γιατί μοιάζουν με τις γραμμικές γραφές (γραμμική Α) της Κρήτης. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και στην Κύπρο σώζονται σε πολύ πιο πρόσφατη εποχή (6ος-4ος αιώνας π.Χ.) κάποιες επιγραφές που χρησιμοποιούν το κυπριακό συλλαβάριο για να καταγράψουν μία από τις παλιές αυτές άγνωστες γλώσσες. Οι επιγραφές αυτές προέρχονται από την πόλη Αμαθούντα , στις νότιες ακτές της Κύπρου, και ονομάζονται ετεοκυπριακές. Την ονομασία αυτή δεν την έφτιαξαν οι αρχαίοι αλλά οι νεότεροι ερευνητές με βάση την ονομασία Ετεόκρητες - ετεοκρητική, που συζητήσαμε πριν λίγο.
Θα ξαναγυρίσουμε σε λίγο σε αυτές τις χαμένες γλώσσες που προβάλλουν μέσα από την κρητική ιερογλυφική, τις κυπρομινωικές γραφές, τη γραμμική Α, τις ετεοκρητικές και τις ετεοκυπριακές επιγραφές. Ας κρατήσουμε για την ώρα αυτά που μας μαθαίνουν: ότι στον γλωσσικό χάρτη της αρχαιότητας τα γλωσσικά σύνορα δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα όσο στις μέρες μας (αν και σήμερα η οικονομική μετανάστευση αλλάζει σιγά σιγά αυτή την εικόνα). Σε μικρές, σχετικά, γεωγραφικές περιοχές μιλιούνταν και συνυπήρχαν πολλές γλώσσες και σίγουρα αλληλοεπηρεάζονταν. Αυτό έχει σημασία για το επόμενο, δύσκολο, ζήτημα που θα εξετάσουμε.
Πότε γεννήθηκε η ελληνική γλώσσα;
Η ελληνική γλώσσα δεν γεννήθηκε βέβαια ταυτόχρονα με τα πρώτα γραπτά κείμενά της, τη γραμμική Β. Σίγουρα υπήρχε πολύ πιο πριν από την πρώτη καταγραφή της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε ακριβώς μπαίνει στην ιστορία ως ξεχωριστή γλώσσα. Ξέρουμε ωστόσο ότι ανήκει σε μια μεγάλη και πολύ παλιά γλωσσική οικογένεια . Γλωσσικές οικογένειες ονομάζουμε ομάδες γλωσσών που έχουν κοινή καταγωγή. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη πατήρ (που προφερόταν [patéer] με μακρό [e]), τη λατινική (τη γλώσσα από την οποία κατάγονται τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλικά, τα ισπανικά) pater και την αρχαία ινδική pitar, θα παρατηρήσετε ότι μοιάζουν πολύ . Το ίδιο θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις μήτηρ της αρχαίας ελληνικής (προφερόταν [méeteer], με μακρό [e]), mater της λατινικής και matar της αρχαίας ινδικής. Το ίδιο, τέλος, θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις fero στα λατινικά, που σημαίνει 'φέρω', τη λέξη φέρω (που προφερόταν [phéroo], με μακρό [ο], δηλαδή το ω) της αρχαίας ελληνικής, και τη λέξη bharami της αρχαίας ινδικής, που σημαίνει και αυτή 'φέρω'.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ομοιότητες, και αυτό που δείχνουν είναι ότι οι διαφορετικές αυτές γλώσσες αποτελούν μια γλωσσική οικογένεια, «γεννήθηκαν» δηλαδή από τον ίδιο «πρόγονο», την ίδια γλώσσα. Αυτή την οικογένεια την ονομάζουμε ινδοευρωπαϊκή, γιατί περιλαμβάνει γλώσσες της Ευρώπης αλλά και της Ινδίας. Η ινδοευρωπαϊκή δεν είναι βέβαια η μόνη γλωσσική οικογένεια. Με την ίδια λογική με την οποία εντοπίστηκε η ύπαρξή της, εντοπίστηκαν και άλλες γλωσσικές οικογένειες , όπως η ουραλική, η αλταϊκή, η καυκασιανή και άλλες.
Ποιες είναι οι γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια;
Πέρα από την αρχαία ελληνική, τη λατινική (από την οποία προέρχονται οι νεολατινικές γλώσσες, η γαλλική, η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική) και την αρχαία ινδική (ή σανσκριτική), στην οικογένεια αυτή ανήκουν οι κελτικές γλώσσες (η γαλατική [η γλώσσα του Αστερίξ], η ιρλανδική, η βρετονική, η ουαλική), οι τευτονικές γλώσσες (η γοτθική [μια γλώσσα της Γερμανίας που δεν μιλιέται πια], η γερμανική, η ολλανδική, η αγγλική, οι σκανδιναβικές γλώσσες: νορβηγική, δανική, σουηδική), οι βαλτικές γλώσσες (λιθουανική, λετονική), οι σλαβικές γλώσσες (ρωσική, ουκρανική, πολωνική, τσεχική, σερβοκροατική, βουλγαρική), καθώς και αρχαίες ανατολικές γλώσσες όπως η χεττιτική, μια γλώσσα που έγινε γνωστή το 1915 με την αποκρυπτογράφηση των σφηνοειδών κειμένων της χεττιτικής πρωτεύουσας στο Μπογάζ-Κιόι, η τοχαρική που ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, η αρχαία και η νέα ιρανική (δηλαδή η περσική), η αρμενική, η αλβανική.
Πώς προέκυψαν οι ξεχωριστές γλώσσες από αυτή την αρχική ενότητα, τον αρχικό γλωσσικό πρόγονο που υποδεικνύουν οι ομοιότητες που εμφανίζουν μεταξύ τους; Ο πιο απλός τρόπος να σκεφτεί κανείς αυτό το ζήτημα είναι με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Σκεφτείτε έναν Έλληνα που φεύγει μετανάστης (και αυτό έγινε σε μεγάλη έκταση στο παρελθόν) σε μια ξένη χώρα (λ.χ. Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική). Καθώς ζει πια σε ένα περιβάλλον όπου μιλιέται μια άλλη γλώσσα, την οποία είναι αναγκασμένος να μάθει, η μητρική του θα αρχίσει να επηρεάζεται: αλλάζει η προφορά του, οι λέξεις που χρησιμοποιεί αλλά και οι εκφράσεις. Έτσι, σιγά σιγά και αν δεν ανανεώνει τη σχέση του με τη γλώσσα της πατρίδας του είτε με ταξίδια είτε με διαβάσματα (αν ξέρει γράμματα), η μητρική του γλώσσα θα αλλάξει.
Με αυτό το σύγχρονο παράδειγμα στο μυαλό μας, ας σκεφτούμε τα παμπάλαια χρόνια στα οποία υπήρχε αυτός ο κοινός πρόγονος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, κάπου στα σύνορα Ευρώπης και Ασίας, ή και ανατολικότερα (αυτό το υποθέτουμε γιατί μία από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μιλιέται στην Ινδία). Οι μετακινήσεις προς τα δυτικά των ανθρώπων που μιλούσαν αυτή την προγονική γλώσσα, μετακινήσεις είτε μικρής κλίμακας είτε μεγάλης (μεταναστεύσεις), τους διαχώρισαν και τους έφεραν σε επαφή με άλλους λαούς που μιλούσαν άλλες γλώσσες. Μέσα από αυτό τον διαχωρισμό.
Τί ξέρουμε για τις προελληνικές γλώσσες;
Πολύ λίγα πράγματα. Όπως λέγαμε νωρίτερα, η γραμμική Α, που «κρύβει» μια τέτοια γλώσσα, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί. Το ίδιο ισχύει για τις κυπρομινωικές, ετεοκρητικές και ετεοκυπριακές επιγραφές. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ονόμαζαν τους φορείς μερικών από αυτές τις γλώσσες: Πελασγοί , Λέλεγες και άλλοι.
Σε αυτές τις γλώσσες φαίνεται να ανήκουν μια σειρά από ονόματα τόπων. Αυτό δεν είναι παράξενο. Οι νέοι κάτοικοι μιας περιοχής κρατούν το όνομα που της έδιναν οι παλιοί κάτοικοι. Έτσι, σε πολλά μέρη της Τουρκίας επιζούν ελληνικά τοπωνύμια : Λατάκια = Λαοδίκεια, Ιζμίρ = Σμύρνη κλπ., επειδή για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία ήταν ελληνόφωνοι. Τέτοια τοπωνύμια που πιθανότατα ανήκουν σε προελληνικές γλώσσες είναι όσα λήγουν σε -άνθος (π.χ. Ερύμανθος), -ινθος (π.χ. Κόρινθος), -υνθος (π.χ. Ζάκυνθος), -σσος/-ττος (π.χ. Παρνασσός, Λυκαβηττός).
Από προελληνικές γλώσσες προέρχονται πιθανότατα οι λέξεις ἀσάμινθος 'μπανιέρα', ἐρέβινθος 'ρεβίθι', λαβύρινθος, ὑάκινθος, δάφνη, κολοκύνθη 'κολοκύθα', λωτός, ὄλυνθος 'αγριόσυκο', σῦκον, σαργός, σάλπη (οι δύο τελευταίες λέξεις είναι ονόματα ψαριών). Θα προσέξετε ότι πολλές από αυτές δηλώνουν φυτά, ψάρια κλπ. Αυτό συμβαίνει συχνά. Η εγκατάσταση σε έναν νέο χώρο σημαίνει γνωριμία με νέα προϊόντα, νέα χλωρίδα (φυτικό περιβάλλον), νέα πανίδα (ζώα). Έτσι υιοθετούνται τα ονόματα που δίνουν οι παλιοί κάτοικοι σε αυτά τα στοιχεία. Οι Τούρκοι π.χ., που απώτερη πατρίδα τους ήταν η κεντρική Ασία, όταν μετακινούνται προς τη Μεσόγειο, δανείζονται από τους παλαιότερους πληθυσμούς, τους Έλληνες, τα ονόματα των ψαριών που δεν υπήρχαν στη μακρινή τους πατρίδα. Έτσι, όλα σχεδόν τα ονόματα ψαριών στην τουρκική γλώσσα είναι δανεισμένα από τα ελληνικά, π.χ. levrek = λαβράκι. Και οι Έλληνες με τη σειρά τους είχαν δανειστεί πολλά από αυτά τα ονόματα από τους πληθυσμούς που ζούσαν πριν από αυτούς στον ελλαδικό χώρο, τους προελληνικούς πληθυσμούς.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Είδαμε λοιπόν στο κεφάλαιο αυτό πότε και πώς πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη γραφή γεννιέται όταν η κοινωνία έχει γίνει αρκετά σύνθετη ώστε να μην επαρκεί ο προφορικός λόγος για τη λειτουργία της. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός συστήματος γραφής που να καταγράφει τη γλώσσα κατά το δυνατόν πιστά (και όχι ελλειπτικά, όπως η γραμμική Β) γεννιέται όταν η γραφή απλώνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και δεν υπηρετεί έναν περιορισμένο χώρο πληροφορίας, τον λογιστικό.
Όταν λοιπόν τα κείμενα που πρέπει να γραφούν απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος πληροφορίας και επομένως αφορούν ένα μεγάλο (και όχι ένα περιορισμένο) κοινό, τότε ακριβώς γεννιέται και η ανάγκη για ένα πιστότερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας, που δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής (γραφείς) και ειδικούς αναγνώστες, αναγνώστες δηλαδή που κατανοούν το γραπτό κείμενο, παρά την ελλειπτικότητά του, γιατί ξέρουν το «θέμα».
Αξίζει, ακόμα, να θυμόμαστε ότι η ελληνική γλώσσα γεννήθηκε σιγά σιγά μέσα στον χρόνο μέσα από τα «σπλάχνα» της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνάντηση και τη «μείξη» της με άλλες παλιότερες γλώσσες που μιλιούνταν στον ελληνικό χώρο.
Έχει σημασία, τέλος, να θυμόμαστε ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ιστορική πορεία της γραφής, όπως την παρακολουθήσαμε στο κεφάλαιο αυτό: η γραφή είναι η γέφυρα που ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Έτσι, οι Μυκηναίοι δανείζονται από τους Μινωίτες το σύστημα γραφής τους (γραμμική Α) για να γράψουν (γραμμική Β) τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Αργότερα όλοι οι Έλληνες θα γράψουν τη δική τους γλώσσα, την κοινή ελληνική.