Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΖΩΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΔΙΗΓΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ (του Ανδρέα Λασκαράτου)
Εγώ εγεννήθηκα σε μίαν εύπορη και έντιμην οικογένειαν ψηλά στον Αρχάγγελον. Οι γονείς μου έχοντες τα μέσα με αναθρέψανε με πολλές ανάπαυσες και χάϊδια, κάνοντες έτσι σ’ εμένα ένα τρυφερό αρχοντόπουλο. Δεν αμελήσανε όμως την καλήν αναθροφή μου. Και αφού ετελείωσα τα μαθήματά μου εις το Γυμνάσιον, μ’ έστειλαν και στο Πανεπιστήμιον εις την Πετρούπολην, να τελειοποιηθώ στη Φιλοσοφία.
Εις το Πανεπιστήμιον έκαμα πολλές γνωριμίες με άλλους νέους απάνου – κάτου συνομήλικούς μου, οι οποίοι δεν ελείψανε από λίγο σε λίγο να μου εμπνεύσουνε μίσος για το κυβερνητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, και να με κάμουνε κ’ εμέ Μηδενιστή, σαν εκείνους. Εσπουδάζαμε μαζύ τα μαθήματά μας, και περισσότερο ακόμη μαζύ εμηχανευόμαστε την καταστροφή της Αυτοκρατορικής οικογενείας. Ο Μηδενισμός ευρήκε μέσα στην ψυχή μου γη πρόσφορη, κ’ ερρίζωσε, κ’ εγίνηκα κι εγώ ένας από τους μηδενιστάς, τους πλέον λυσσιασμένους.
Ήμουνα τότε μόλις ενήλικος, όταν ο Άγγελος του Ολέθρου, η ανθρωποφόνα στρατολογία, μ’ εθυμήθηκε κ’ εμέ, και μ΄ εσήκωσε από τες σπουδές μου, δια να με ρίψη στο στρατώνα, και από εκεί στον πόλεμο. Αμάθητος καθώς ήμουνα στην κακοπάθεια, και στη μεταχείριση των όπλων, έγινα πολύ κακός στρατιώτης.
Όλον όσον καιρόν έζησα στον στρατώνα ασθενούσα πάντοτε. Και στην πρώτη μάχη που μ’ επήγανε εσκοτώθηκα, χωρίς να σκοτώσω κανένα. Το σώμα μου μαζύ με άλλα διάφορα έμεινε άταφο, απάνω στο πεδίον της μάχης, θροφή των σκουλικιών και των κοράκων.
Τρεις χρόνους έπειτα, όταν εγώ και οι λοιποί μου συνάδελφοι ήμασθε καταντημένοι γυμνά κούκκαλα, ήλθ’ εκεί και μας επισκέφθηκε ένας καλόγηρος ζητώντας κούκκαλα. Είχε ήδη γεμάτο ένα δισάκι του από διάφορα τέτοια, π’ επάσχιζε να κόψη την κεφαλή από ένα κοντακιανό μου σκέλεθρο, όταν απείκασε ότι εγώ ήμουνα ήδη χωρισμένη από το σώμα μου. Κι άφησ’ εκείνη κ’ επήρε εμέ στο δισάκι του. Εκεί μέσα ελεεινό κ’ εγώ λείψανο, ευρέθηκα με συντροφιά ελεεινών άλλων λειψάνων, αφανισμός εκείνος διαφόρων εντίμων οικογενειών.
Στο μοναστήρι που μας επήγε, μας έβαλ’ ευθύς και μας έπλυνε και μας επάστρεψε. Έπειτα μας έβρασε μέσα σ’ ένα κακάβι, με πρόκες γαρούφαλο κοπανισμένο, το οποίο μας έδωσε κάποιαν ευωδίαν, την οποίαν αυτός έλεγε ε υ ω δ ί α ν α γ ι ό τ η τ ο ς, και χρώμα μελανωπόν, ως είναι τα λεγόμενα ά γ ι α λ ε ί ψ α ν α.
Όταν μας έβγαλε από το κακάβι και μας εστέγνωσε, μας έδωσε ολωνών ονόματα. Κ’ εμέ με ωνόμασε Κ ά ρ α ν τ ο υ Α γ ί ο υ Ι ω ά ν ν ο υ τ ο υ Β α π τ ι σ τ ο ύ. Εγώ ήθελ’ αισθανθώ ευγνωμοσύνην προς τον καλόγηρον δια την τιμήν οπού μου έκανε, αν δεν ήτανε που μου εφαινότουνε σα ν’ αρνούμαι την οικογένειά μου, ευχαριστούμενος εις την αλλαγήν της προσωπικότητός μου. Χρεωστώ όμως να είπω ότι ο καλόγηρος μ’ επεριποιήθηκε με μεγάλη φιλοξενία, επειδή, εκτός οπού μ’ επάστρεψε, μ’ εθυλήκωσε σε κομμάτι ράσο, και μ’ εφύλαξε με πολλήν επιμέλειαν εις το ιερόν της εκκλησιάς του.
Εκεί πάλιν έμεινα μακαριζομένη και αγιαζομένη έξη μήνες, όταν ακούστηκε στο Μοναστήρι πως η Αυτοκράτηρα της Ρωσίας αγοράζει και ακριβοπληρώνει λείψανα Αγίων. Τότε ο καλόγηρος μ’ έβγαλ’ έξω. Μ’ εθυλήκωσε εις άλλο ιερόν επιτραχήλιον. Μ’ έβαλε μέσα σ’ ένα εύμορφο κιβώτιον επιταυτού φτιασμένο δια εμέ, και συνοδευόμενος από άλλον συγκαλόγηρόν του, μ’ εφέρανε στη Μόσκα, όπου εκείνες τες ημέρες ευρίσκετο η Αυτοκράτειρα.
Όταν μ’ εξεσκέπασε, ευρέθηκα σε μίαν μεγάλην αίθουσαν στο Κρεμλίνο, εμπρός εις την Αυτοκράτειρα. Η Αυτοκράτειρα εγονάτισ’ ευθύς εμπρός μου. Εσταύρωσε τα χέρια της, έκλινε το κεφάλι της, εστραυροκοπήθηκε, και μ’ επροσκύνησε! Τι ωραία θέα για με! Η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας γονατισμένη εμπρός εις την Κάρα ενός Μηδενιστή, να τον προσκυνάει!
Η ταπείνωση εκείνη της Αυτοκράτειρας ενώπιόν μου, μου εφάνηκε σαν ικανοποίηση δια την άδικη σφαγή μου. Αν ο Τσάρος εις το μακελιό του πολέμου μου εσήκωσε τη ζωή, αλλά κ’ εγώ εκείνην τη στιγμή είχα την Τσάρισσα υπόδουλή μου και μ’ επροσκυνούσε, κ’ εγώ την ελεεινολογούσα δια την απάτην της.
Σ’ εκείνην την στιγμήν ένα είδος υπερηφάνειας εμπήκε μέσ’ στο κεφάλι μου. Επειδή η υπερηφάνεια μπαίνει εύκολα μέσ’ στα κούφια κούκκαλα. Αλλ’ ευθύς έπειτα εχρειάσθηκα κ’ εγώ να ταπεινωθώ, και να δειλιάσω, όταν είδα να πουληώμαι σαν απλή πραμμάτεια, και ο καλόγερος να πουσναρώνει τα χρήματα της υποθεμένης αξίας μου.
Αλλ’ ιδού η Αυτοκράτειρα κράζει τότε τον Αρχιδιάκο του Παλατιού, του συσταίνει εμέ την Αγίαν Κάραν του Προδρόμου, και του διορίζει να με θέση εις την αίθουσαν των Αγίων λειψάνων. Είπε και ο Αρχιδιάκος κλίνας κεφαλήν και οφθαλμούς προς την Αυτοκράτειρα, εσταυροκοπήθη έπειτα εννέα φορές ενώπιόν μου, με έλαβε στας αγκάλας του μουρμουρίζοντας πατερμά και κυριελέϊσα, και μ’ επήγε σε άλλην αίθουσαν γεμάτην τόσο από κούκκαλα κάθε είδους, οπού εφαινότουνε Κουκκαλαποθήκη Κοιμητηρίου μάλλον, παρά Βασιλική Αίθουσα.
Εκεί δεν ήσαν μόνον ανθρώπινα κούκκαλα. Εκεί ήσαν και χτηνών άγια τέτοια. Εκεί τέσσερα πόδια γαϊδάρου, αποδιδόμενα εις τον γάϊδαρον οπού εκαβαλίκεψε ο Χριστός, όταν εμβήκε στα Ιεροσόλυμα μετά βαΐων και κλάδων. Εκεί η μύτη του κοκόρου που ελάλησε όταν ο Πέτρος αρνήθηκε τον Χριστόν μας. Εκεί το δόντι του γουρουνιού που υπεραγαπούσε ο Άγιος Αντώνιος. Εκεί κάρες άλλες ανθρώπινες. Εκεί χέρια, εκεί πόδια. Εκεί καπνιά από κακάβι όπου ψηνόμενοι ή βραζόμενοι ετραγουδούσαν κ’ εχόρευαν οι παίδες. (Οι δυσπιστούντες εις το θαύμα τούτο, λέγουν ότι δεν ήταν χορός, αλλά πηδήματα, εξαιτίας οπού η φωτιά τους έκαιε τση πατούσες).
Εκεί ένα φτερό από τη φτερούγα του Αγγέλου, που εστάλθηκε να πη το χαίρε της Παναγίας… Εκείνο τέλος πάντων ήθελε πει κανείς, ήτον ένα Αρχαιολογικόν Μουσείον Χριστιανικής Μυθολογίας.
Μια μέρα που η Αυτοκράτειρα γονυπετής επροσεύχετο εις το κούκκαλο της κνήμης ενός Αγίου, ο Αρχιδιάκος περνώντας από εμπρός μου, έντεσε η μανίκα του στο κατακλείδι μου, και μ’ έρριξε κάτου και μόσπασε ένα λίγο κούκκαλο. Η Αυτοκράτειρα τότες όλη έντρομη δια το δ υ σ τ ύ χ η μ α, σχεδόν ολιγοθυμούσε! Εστρυροκοπήθηκε πολλές φορές, έκλαψε, κ’ εκαταδίκασε τον Αρχιδιάκο σε τριάντα μέρες νηστεία και προσευχή, και τριακόσια κυριελέϊσα ενώπιόν μου την κάθε μέρα.
Ο δυστυχής ο Αρχιδιάκος εχτελούσε ακριβώς την καταδίκην του καθημερινώς ενώπιόν μου με τα τριακόσια του κυριελέϊσα, και με άλλες τόσες μετάνοιες. Μα μίαν ημέρα έχασε την υπομονή, και, μέσα στα κυριελέϊσα, μου ξαμόνει ένα τέτοιο φάσκελο, με τόση δύναμη, και με τόση μάνητα, που το δάκτυλό του το χοντρό εμπήκε όλο μέσα στο κούφιο μάτι μου, και μ’ εσήκωσε ψηλά, και μ’ εξαναγύρισε απάνου στο ταυλί που ευρισκόμουνα.!
Ασέβεια! Θα πείτε. Μα οι παπάδες δεν πιστεύουν τίποτα. Οι καϋμένοι, έχουνε τα δίκηα τους…
Εγώ επικράθηκα δια την χυδαίαν εκείνην προσβολήν οπού μου έκαμε ο Αρχιδιάκος. Και είδα δειλίαν εις τον χοντροειδή εκείνον εξυβριστήν, οπού έβριζε άψυχα ανθρώπινα λείψανα. Επάσχιζα δε να διασκεδάζω με τα άλλα συντροφικά μου κούκκαλα γνωριζόμενος μα αυτά, και διηγούμενοι καθένας τες ιστορίες μας.
Εκεί σιμά μου είχα γειτόνισσα μίαν άλλην κάρα, την οποίαν η Αυτοκράτειρα ελάτρευε, ως Κ ά ρ α ν Α γ ί α ς
μ ε γ α λ ο μ ά ρ τ υ ρ ο ς Π α ρ α σ κ ε υ ή ς. – Αγία μου, της είπα, συστέλλομαι να ευρίσκομαι τόσον αναξίως θεμένος εγώ ο μηδαμινός, εις τας ιδίας τιμάς με την αγιωσύνην σου.
Βρε, λέει, γκιαούρη, εγώ δεν είμαι Αγία. Εγώ είμαι ο Μόρος, οπού εσκότωσε το Μάρκο Μπότσαρη.
Εγώ στη στιγμή εσάστησα! Μα έπειτα σκεφτόμενος, πως, ως κ’ εγώ εκεί μέσα έπαιζα το πρόσωπο του Αγίου Ιωάννου, είδα ότι όλο εκείνο ήτανε μία κωμωδία, μία μπαιγνιοκωμωδία, που εδιασκέδαζε ίσια – ίσια με τη μπαιγνιοσύνη της. Το πράγμα μου εφάνηκε παράξενο και νόστιμο. Κ’ εβάλθηκα να ρωτήσω τα τέσσερα γαϊδουρόποδα, αν πραγματικώς ήτανε και τα τέσσερα στον γάϊδαρον εκείνον οπού εκαβαλίκεψε ο Χριστός.
Επειδή, μετά τα προηγούμενα, άρχισα να υποφτεύομαι σε όλα.
Ούτε τα τέσσερα, ούτε κανένα από εμάς. Είπαν τα γαϊδουρόποδα. Εμείς ανήκουμε σε τέσσαρους χωριστούς γαϊδάρους, από τους οποίους κανείς δεν έλαβε την τιμή να καβαλικευθή από τον Χριστόν. Αλλά δεν είναι δια τούτο που ήθελε θεωρηθούμε ως αναξιοτιμότερα από τα άλλα όσα εδώ μέσα ανθρώπινα κούκκαλα. Εμείς εδουλέψαμε όλη μας τη ζωή, και με τον ιδρώτα του προσώπου μας εφάγαμε το άχυρό μας, δια να είμασθε χρήσιμοι στον κόσμον, όπου εγεννηθήκαμε. Ενώ σεις αλαζόνες, κούφοι, και κακόποιοι άνθρωποι, ζήτε με τους κόπους μας, αχαριστείτε εις ημάς τους ευεργέτες σας, και τα πράγματα δια τα οποία επαίρεσθε είναι ως επί το πλείστον ανόσια. Κορυφόνετε δια την αναισχυντία σας όταν, αποθνήσκοντες, αυτοχειροτονείσθε ημίθεοι, και λατρεύεσθε ανάμεσό σας!…
Μιλείτε έτσι, τους είπε μία σιμοτινή Αγία Σιαγόνα, επειδή δεν είσθε τα αληθινά πόδια του Αγίου εκείνου Όνου, τον οποίον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εκαβαλίκεψε. Τα αληθινά εκείνα άγια πόδια, τα οποία εγώ πάντοτε εφύλαξα εις την εκκλησία μου, ήθελε μιλήσουνε πολύ διαφορετικά, επειδή τω όντι άγια εκείνα, και θαύματα εκάμανε όχι ολίγα, και ιατρείες εις άλλα πόδια ζώων και ανθρώπων εκάμανε. Αλλά σεις δεν γνωρίζεται…
Μπα, Δέσποτά μου, που δε γνωρίζουμε. Του είπε ένα από εκείνα. Εγώ την αγιωσύνη σου σε γνωρίζω πολύ καλά, επειδή εγώ είμαι το πισινό πόδι εκείνου που μιά φορά ήτανε γάϊδαρό σου. Και θυμώμαι που μ’ έκοψες από το γάϊδαρό σου, όταν εψόφησε. Και μ’ εξήρανες, και μ’ έβαλες εις το θυσιαστήριο της εκκλησίας σου, με κεριά αναμμένα, με θυμιάματα, με καντήλια… και είχες εμπόριον από πόδια γαϊδουρίσια, που τα έκοβες την νύχτα από τους ψόφιους γαϊδάρους του χωριού, και έπειτα τα επούλησες εις τον έξω κόσμο, για πόδια του Αγίου Όνου… και μας έφερνες εις τα σπίτια του χωριού, και μας εφιλούσανε οι χωριάτισσες, κ’ εσταυροκοπηώντανε ενώπιόν μας… και σου εδίνανε λάδι για το καντήλι μας, και, και, και…
Μα τότε η Αγία Σιαγόνα έτριξε τα δόντια της, και,
- Αχάριστε, του λέει, γαϊδουρόποδα! Και ειν’ έτσι που μου πληρώνεις την ευγνωμοσύνη που μου χρωστάς;! Αλλά βλέπω ότι έδωσα τους μαργαρίτας μου εις τους χοίρους, πασχίζοντας να σας υψώσω εις Άγιον Όνον, και να σας κάμω να κατοικείτε Αυτοκρατορικά Ανάχτορα.
Έχε λέ’ , υπομονή δέσποτά μου, επειδή οι πεθαμένοι τα λένε όλα καθώς εσταθήκανε, χωρίς φόβο, χωρίς πάθος.
Μα εκείνες τις ημέρες μας επλησιάζανε οι Γάλλοι. Και οι Μοσκοβίτες είχανε σχεδιάσει να κάψουν τη Μόσκα! Χρεία λοιπόν τα πολυτιμότερα πράγματα να έβγουνε από το Κρεμλίνο, να κρυφθούνε, ν’ αφανισθούνε μέσα σε υπόγεια. Και από τα πολυτιμότατα ήμαστε εμείς τα Άγια Λείψανα. Έτσι ο Αρχιδιάκος έλαβε διαταγή να επιστατήση εις την μετακόμισήν μας.
Η διαταγή εκείνη ήλθε ξάφνου, και έπρεπε να εχτελεσθή αμέσως. Μια τέτοια επιφόρτιση, μια τέτοια εργολαβία, ήτανε μεγάλη τύχη δια τον Αρχιδιάκο. Η Καλιφορνία του ανοιγότουνε διάπλατη, κ’ εβανότουνε στη διάθεσή του. Στην αναστάτωση εκείνη και στη σκοτούρα, ημπορούσε να ωφεληθή πολλά εν ασφαλεία του. και έβλεπε τον εαυτό του σαν Πρωθυπουργό της Ελλάδος σε προετιμασία πολέμου, με πίστωση να δανισθή εκατομμύρια…
Αυτός ήδη με είχε κρυφά πραγματευμένη και συβασμένη με μιαν Κυρίαν της Αυλής, με την οποίαν είχε συμφωνήσει να με κλέψη, και να με πουλήση εις αυτήν. Ώστε η αναστάτωση της μετακομίσεως, του ήρχετο πολύ πρόσφορη. Και όμως το πεπρωμένο, δι’ όσο τουλάχιστον απέβλεπε εμέ, είχε διατάξει αλλοιώς τα πράμματα.
Ο αχθοφόρος οπού μαζύ με άλλα έφερνε κ’ εμέ στο κρυφό υπόγειον, είχε ένα παιδάκι που έδινε μεγάλην ενόχληση στην οικογένεια με τα κλάϋματά του, και με τις φωνές του. Εστοχάστηκε λοιπόν να κλέψη εμέ. Όταν μ’ επήγε σπήτι του, η γυναίκα του ευχαριστημένη πολύ δια το σκιάχτρο, μ’ επαρουσίασε ευθύς εις το παιδάκι της. – Τη βλέπεις; Του είπε. Όντις κλαις, σε τρώει. Το παιδάκι έμεινε έντρομο και άφωνο, έκλεισε τα ματάκια του, τα εσφάλισε καλά με τους δυο του μικρούς γρόθους κ’ εγύρισε κ’ εκοιμήθηκε.
Για κάμποσον καιρόν εξακολούθησα να ησυχάζω και ν’ αποκοιμάω το παιδάκι τρομάζοντάς το. Αλλά η εξακολουθινή ενέργεια του σκιάχτρου απάνου στη φαντασία και στα νεύρα του νηπίου εκείνου, έφερε τέλος πάντων και το αναπόφευχτο αποτέλεσμά της. Αφού το αλάλιασε και το ανάγκεψε, στο ύστερο το εσκότωσε, κάνοντάς το να πεθάνη με σπασμούς και σκληρό θάνατο. Ούτε που ήθελ’ είν’ επιθυμητό να ζήση, επειδή ήθελε αξήνει βλάκας. Αν οι μητέρες είχανε νου, ωφελούντο από τούτο μου το ανέγδοτο.
Εντοσούτω ο Αρχιδιάκος, αφού δεν ηύρε πλέον την κάραν του Αγίου Ιωάννου δεν τάχασε. Έκλεψε και αυτός, άλλην, λατρευομένην εις το Κρεμλίνον ως Κ ά ρ α τ η ς Α γ ί α ς μ ε γ α λ ο μ ά ρ τ υ ρ ος Μ α ρ ί ν η ς, αλλά πραγματικώς ενός φίλου μου φανατικού Μηδενιστή, που είχε πειραθεί να δολοφονήση τον Αυτοκράτορα. Τούτης εξεκόλλησε την επιγραφή, και έβαλε Κάρα του Ιωάννου του αποκεφαλιστού.
Την κάραν τούτην πουλημένην εις την Κυρίαν της Αυλής, η Κυρία εκείνη την επλήρωσε εις τον Αρχιδιάκο, μέρος με πολύτιμους αδάμαντας, και μέρος με χρήματα. Έδωσαν δε αμοιβαίαν υπόσχεσην και όρκον, να βαστάξουν μυστικήν την εν λόγω υπόθεσην, εις την οποίαν συνενοχούντο. Αλλά, ουδέν εστί κεκαλυμμένον, ο ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν, ο ου γνωσθήσεται.
Η γυναίκα του αχθοφόρου, αφού απέθανε το παιδάκι της, δεν μ’ εχρειαζότουνα πλέον, και μ’ έρριξε σε μια λιθιά στο προαύλιο του σπητιού της. Εκεί έμεινα κάποσον καιρό, όταν μίαν αυγή χάραμμα ήλθε μία Κίσσα, μ’ εσήκωσε στα πόδια της, και μ’ επήγε και με απίθωσε στο καμπαναριό της Μητροπόλεως Ανάληψης.
Εγώ εξακολουθούσα να φέρνω στο κρανίο μου την επιγραφή που είχε μου βάλουνε στο Κρεμλίνο. Έτσι, όταν ο κωδωνοκρούστης ήλθε και με ηύρε εκεί απάνου, βλέποντας την επιγραφή, έμεινε έχπληκτος! Δεν ετόλμησε να μ’ αγγίξει. Κατέβηκε τρεχάτος τη σκάλα του κωδωνοστασίου, εφώναξε σαν έξωτου εαυτού του στους ιερείς το θαύμα, και οι ιερείς εκείνοι, βαλόντες τα επιτραχήλιά τους, και τα φελόνια τους, και με τα θυμιατά στο χέρι, ήλθανε και μ’ επήρανε, και μ’ εκατεβάσανε ψάλλοντες και θυμιατίζοντές με.
Η τιμή εκείνη, έπειτ’ από τη δειλίαση που υπόφερα στο σπήτι εκεινής της χυδαίας, εστάθηκε σαν ένα βάλσαμον εις τα παθήματά μου, ικανοποιούμενος έτσι, και ξαναβρισκόμενος εις τες πρώτες μου δόξες. Μη δε με κατηγορήσετε δια τούτο. Προσκυνά και δόξες και λιβάνια και κολακείες κ’ εγκώμια ριμμένα καταπρόσωπον, είναι πράμματα επιταυτού εφευρεμένα δια τες κούφιες Κάρες. Και όταν μας λείψουνε, μας λείπει μόνο το φυσικό μας παραγιόμισμα.
Περνώντες ανάμεσα στο συναγμένο πλήθος γονυπετείς εσταυροκοπούντο, κ’ εδέοντο σ’ εμέ ως εις τον Θεόν, μ’ έφερναν με παράταξη μεγάλη, και μ’ έθεσαν απάνου στην Αγία Τράπεζα, περιβάλλοντές με με λαμπάδες και ευωδικά θυμιάματα.
Ωστόσο διεδόθη με ηλεκτρικήν ταχύτητα σ’ όλην εκείνην τη Μεγαλόπολην ότι ο Άγιος, όστις δια πνευματικάς βέβαια αιτίας ανελήφθη, επέστρεψεν ήδη αυθορμήτως, και ήλθεν εις την Μητροπολιτικήν Εκκλησίαν.
Η αναστάτωση τότε των κατοίκων ήτον απερίγραφτη, και η Μητροπολιτική εκείνη εκκλησία δεν εχωρούσε πλέον το στιβασμένο πλήθος. Οι καμπάνες όλες της Μόσκας εσημαίναν αδιακόπως μηνύοντας χαρά και αγαλλίαση. Και η Κυβέρνηση απέναντι τοιούτου θαύματος, εδιόρησε παράκλησες εις όλες τες εκκλησίες.
Ο τόπος όλος εχαίρετο δια την ξαναπόχτησην της Αγίας Κάρας. Όταν η Κυρία εκείνη, που με διαμαντικά και με χρήματά της είχε αγοράσει την άλλη κάρα του ιδίου Αγίου, έκραξε στο σπήτι της τον Άγιον Αρχιδιάκο ναν της εξηγήση τη συνύπαρξη των δύο καρών του αυτού Αγίου.
Ή η μία, έλεγε, ή η άλλη, θαν ψεύτικη. Και κάποιος καλόγηρος ή παπάς άλλος θαν έκαμε το ανουσιούργημα να!..
Α, Κυρία μου, λέγει ο Αρχιδιάκονος, δι’ αγάπην Θεού μη γινόμεθα ιεροκατήγοροι. Μη μεμφόμεθα ιερωμένα πρόσωπα (Κάθε ρασοφόρος, παπάς ή καλόγηρος, ή ό,τι άλλο λέγουσι ιερωμένο πρόσωπο. Και καθό ιερωμένο πρόσωπο, του επιτρέπεται σιωπηλώς να ανοσιουργή! Απαγορεύεται δε πάσα μομφή κατ’ αυτού, έστω και πασιγνώστως ο πλέον διεφθαρμένος της κοινωνίας! Η μπεγνιοσύνη τούτη του ποιμνίου βασίζεται εις την ριζικήν άλλη μπαιγνιοσύνη, του ότι πρέπει να κρύβωμε τη διαφθορά του ιερατείου μας, δια να μη μας περιγελούν και καταφρονούν οι αλλόθρησκοι! Πράγμα τπύτο που καλώς γνωρίζοντές το οι αλλόθρησκοι, μας περιγελούν και καταφρονούν, ως και δια τούτο). Οι ιεροκατήγοροι πλημμυρίζουνε σήμερα την κοινωνία μας, και ζητούν να ανατρέψουν την αγίαν Θρησκείαν μας, την οποίαν μόνη η τυφλή πίστη των Ορθοδόξων Χριστιανών δύναται να σώση.
Ο θεός να με φυλάξη, είπεν η Κυρία, από του να γένω ιεροκατήγορη, και να μεμφθώ αδίκως ιερωμένα πρόσωπα. Και μόνον ερωτώ την αγιωσύνη σου, – Ο Άγιος Ιωάννης, είχε δύο κεφαλές; Όσο ζούσε είχε μία. Αλλ’ όταν απέθανε, κατά θείαν παραχώρηση, έλαβε διάφορες. Και τούτο, Κυρία μου, είναι ιστορική αλήθεια.
Δεν εννοώ!
Ιδού. Αποθαμένος ο Άγιος, έγινε μεγάλη, και παγκόσμια ζήτηση δια τα οστά του. Και μόλον οπού ο επικατάρατος Ιουλιανός εξέθαψε το λείψανο του Αγίου, το έκαυσε, και εσκόρπισε την σκόνην εις τον αέρα. Μόλον τούτο, θεία παραχωρήσει, οι σκόνες εκείνες συνήλθαν πάλιν εις το αυτό, και εσχημάτισαν τότε διάφορα ζεύγη οστέων, και μάλιστα Καρών, δέκα ή δώδεκα τον αριθμόν, μία από τας οποίας…
Κ’ εκείνη που μου επούλησες;
Βεβαίως.
Τότε παρακαλώ, άγιε Αρχιδιάκο, να έλθεις μαζί μου στην άλλη κάμαρα.
Στην άλλη κάμαρα τον επροσμένανε τα δύο αδέλφια της Κυρίας εκείνης, παιδιά δυναμόχερα, κ’ ελεύθερα από δεισιδαιμονίες και πρόληψες. Τούτα ήδη είχε ειπούν εις την αδελφήν τους, ότι την απατούσε ο ασυνείδητος Αρχιδιάκος, πουλώντας της αντί πολυτίμων λίθων και χρημάτων, κούκκαλα καμμιάς αξίας. Αλλά η αδελφή τους δεν έδωσε ακρόασην εις τα λόγια τους. Έτσι εκείνοι εζητούσαν την περίσταση να εκδικηθούνε τιμωρώντες τουλάχιστον τον Αρχιδιάκο.
Έτσι όταν είδαν την αδελφή τους ανανοημένη και ορόθυμη να τους παραδώση τον Αρχιδιάκο, και ήδη τους τον έφερνε στα χέρια τους, τον εδεχθήκανε μ’ ένα τέτοιο γροθοκόπημα στο ι ε ρ ω μ έ ν ο π ρ ό ς ω π ο, που δεν έβλεπε την πόρτα να έβγη. Την εύρηκε όμως, και φεύγοντας τρεχάτος, ο Άγιος Αρχιδιάκος τους εξάμωσ’ ένα γενναίο φάσκελο και ανελήφθηκε!…
Αλλά ενώ η συνάδελφή μου Κάρα, στο σπήτι της Κυρίας εκείνης έπεφτε σε ανυποληψίαν, η φήμη η δική μου εξεναντίας εις την Μητρόπολην της Μόσκας υψωνότουνε στα Ουράνια. Η εκκλησία γεμάτη πάντα προσκυνητάς μου! Λαμπρά καντήλια και τορτσόνια και θυμιάματα ολόγυρά μου! Ιερείς τόσοι που ενδυμένοι τες ιερές στολές τους εν πλήρει παρατάξει με ελατρεύανε! Οι καμπάνες της Μόσκας όλης να σημαίνουνε χαρμόσυνα προς τιμήν μου. Οι παράκλησες οπού μου εγενόντανε στη Μητρόπολη, και στες άλλες εκκλησίες του τόπου για να διώξω τους Γάλλους…
Όλες τούτες οι δόξες οπού μ’ εθεοποιούσανε, ενεργούσανε τόσο δυνατά στη φαντασία μου, που άρχισα να πιστεύω πως τω όντι μου επρέπανε. Και να θεωρούμε σαν κάτι τι πραγματικώς υπεράνθρωπο.
Οι φαντασίες μπαίνουν εύκολα στα κούφια κρανία, επειδή στην είσοδο δεν είναι θυρωρός, και μέσα βρίσκουν ευρυχωρία.
Μ’ αλλοίμονο! Δεν μου ήταν πεπρωμένο να χαρώ δια πολύν καιρό την αποθέωσή μου. Οι κακηωρισμένοι Γάλλοι, οι ασεβείς εκείνοι περιπαίχται των Καρών, λίγο έπειτα μπασμένοι στη Μόσκα, επεριχειλήσανε σ’ όλα τα μέρη, κ’ εφέρανε παντού αναστάτωση και την ιεροσυλία.
Όταν μέσα στην Μητρόπολη με είδαν εμέ βαλμένη σε τόσες δόξες, εκάμανε φρικώδη χασμόγελα! Εβάλανε χέρια ιερόσυλα απάνω μου. Ένας με εχάϊδευε περιπαιχτικά. Άλλος μου εφύσα τον καπνό του τσιγάρου του, κ’ εγέλα. Άλλος μ’ ερώτα τι κάνει ο αναδεξιμιός μου ο Χριστός. Άλλος μ’ εσυχαιρότουνε για την κουμπαριά μου με τον Θεόν, κι άλλος άλλα. Στο ύστερο μ’ επήρανε και μ’ εστήσανε στη μέση της Εκκλησιάς, απάνου σ’ ένα τετράποδο, κ’ εφέραν’ έναν αργιλέ, και μου εβάλανε το μποκίνο στο στόμα μου, κ’ εφενόμουνα σα να καπνίζω τον αργιλέ μου. Με τούτο, χασμογελώντες, εφύγανε.
Αλλά μου επέπρωντο και άλλα. Επειδή, ευθύς έπειτα ήλθαν άλλοι στρατιώτες Γάλλοι, οι οποίοι βλέποντές με σ’ εκείνην τη γελοία θέση, με τον αργιλέ μου στη μέση της Εκκλησίας, ενομίσανε πως οι Ρώσοι τιμούν τους Αγίους τους σ’ εκείνον τον τόπο! Και η έχπληξή τους δια τη νομιζομένη χτηνωδία των Ρώσων δεν είχε όρια. Έφεραν ευθύς και μ’ εφωτογραφίσανε καθώς ευρισκόμουνα με τον αργιλέ μου. Και τες φωτογραφίες εκείνες τες εστείλανε στη Γαλλία, γράφοντες ότι – οι Γάλλοι στο έμβασμά τους εις την Μόσκα, ευρήκανε τες εκκλησιές και τη θρησκεία σ’ εκείνην τη χτηνώδη κατάσταση…
Και πάλιν έπειτ’ από τούτους ήλθαν άλλοι, οι οποίοι αφού εχασμογέλασαν κ’ εκείνοι, μ’ εσηκώσανε μεόλο το τετράποδο, και μ’ εβγάλαν έξω να με γυρίσουνε στη χώρα εις είδος παρωδικής λιτανείας. Αλλά μόλις έφθασαν έξω από την πόρτα της εκκλησίας εγώ εκύλησα κ’ έπεσα. Εκείνοι όμως, εις τη μέθη της αταξίας τους, δεν ανανοηθήκανε πως έπεσα, κ’ εξακολουθήσανε την περιπαιχτική τους λιτανεία, τρέχοντες και φωνάζοντες εν θριάμβω, νομίζοντες να μ’ έχουν εις το τετράποδο.
Εμέ ωστόσο, μόλις πεσομένη, με άρπαξε ο σκύλος σας, και μ’ έφερ’ εδώ σ’ εσάς, όπου, προς ώρας, παύει η ιστορία μου.