Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (116.1-120.1)

116. ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΝΟΣΩΝ [116.1] ἰατρὸς ἐκκομιζομένῳ τινὶ τῶν οἰκείων ἐπακολουθῶν ἔλεγε πρὸς τοὺς προπέμποντας ὡς, οὗτος ὁ ἄνθρωπος εἰ οἴνου ἀπείχετο καὶ κλυστῆρι ἐκέχρητο, οὐκ ἂν ἀπέθανε. τούτων δέ τις ὑποτυχὼν ἔφη· «ὦ οὗτος, ἀλλ᾽ οὐ νῦν σε ἔδει ταῦτα λέγειν, ὅτε οὐδὲν ὄφελός ἐστι, τότε δὲ αὐτῷ παραινεῖν, ὅτε καὶ χρῆσθαι ἠδύνατο».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τοῖς φίλοις παρὰ τὰς χρείας τὰς βοηθείας παρέχεσθαι, ἀλλὰ μὴ μετὰ τὴν τῶν πραγμάτων ἀπόγνωσιν κατειρωνεύεσθαι.

117. ΙΞΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΑΣΠΙΣ
[117.1] ἰξευτὴς ἀναλαβὼν ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν. θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη. καὶ δὴ συνάψας εἰς μῆκος τοὺς καλάμους ἀτενὲς ἔβλεπεν ὅλος ὢν πρὸς τὸν ἀέρα τὸν νοῦν. τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας, ἥτις ἐπιστραφεῖσα †δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν. ὁ δὲ λειποψυχῶν ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «ἄθλιος ἔγωγε, ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον».
οὕτως οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλὰς ῥάπτοντες φθάνουσιν αὐτοὶ συμφοραῖς περιπίπτοντες.

118. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[118.1] καρκίνος ἀναβὰς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐπί τινος αἰγιαλοῦ ἐνέμετο. ἀλώπηξ δὲ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν [ἀποροῦσα τροφῆς], προσδραμοῦσα συνέλαβεν αὐτόν. ὁ δὲ μέλλων καταβιβρώσκεσθαι ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι θαλάσσιος ὢν χερσαῖος ἠβουλήθην γενέσθαι».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰ οἰκεῖα καταλιπόντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.

119. ΚΑΜΗΛΟΣ ΚΑΙ ΖΕΥΣ
[119.1] κάμηλος θεασαμένη ταῦρον ἐπὶ τοῖς κέρασιν ἀγαλλόμενον φθονήσασα αὐτῷ ἠβουλήθη καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐφικέσθαι. διόπερ παραγενομένη πρὸς τὸν Δία τούτου ἐδέετο, ὅπως αὐτῇ κέρατα προσνείμῃ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῆς, εἴγε μὴ ἀρκεῖται τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τῇ ἰσχύι, ἀλλὰ καὶ περισσοτέρων ἐπιθυμεῖ, οὐ μόνον αὐτῇ κέρατα οὐ προσέθηκεν, ἀλλὰ καὶ μέρος τι τῶν ὤτων ἀφείλετο.
οὕτω πολλοὶ διὰ πλεονεξίαν τοῖς ἄλλοις ἐποφθαλμιῶντες λανθάνουσι καὶ τῶν ἰδίων στερούμενοι.

120. ΚΑΣΤΩΡ
[120.1] κάστωρ ἐστὶ ζῷον τετράπουν ἐν λίμνῃ νεμόμενον. τούτου λέγεται τὰ αἰδοῖα εἴς τινας θεραπείας χρήσιμα εἶναι. καὶ δὴ εἴποτέ τις αὐτὸν θεασάμενος διώκει [ἐκτέμνειν βουλόμενος], εἰδώς, τίνος χάριν διώκεται, μέχρι μέν τινος φεύγει τῇ τῶν ποδῶν ταχύτητι χρώμενος πρὸς τὸ ὁλόκληρον ἑαυτὸν διαφυλάξαι. ἐπειδὰν δὲ περικατάληπτος γένηται, ἀποκόπτων τὰ ἑαυτοῦ αἰδοῖα ῥίπτει καὶ οὕτω τῆς σωτηρίας αὐτοῦ περιγίνεται.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ φρόνιμοι ὑπὲρ τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας οὐδένα λόγον τῶν χρημάτων ποιοῦνται.

***
116. Ο γιατρός και ο ασθενής.
[116.1] Ήταν ένας γιατρός που ακολουθούσε το φέρετρο κάποιου συγγενή του, καθώς τον πήγαιναν να τον κηδέψουν. Λοιπόν, αυτός όλη την ώρα έβγαζε λόγους στους άλλους που συνόδευαν το ξόδι, διακηρύσσοντας πως ο μακαρίτης θα είχε γλιτώσει τον θάνατο αν έκοβε το ποτό και έκανε τακτικά το κλύσμα του. Με τα πολλά, κάποιος του έβαλε φρένο και τον συνέτισε: «Βρε σιχαμένε, τί κάθεσαι και τα λες όλα αυτά τώρα που δεν ωφελεί πια; Τότε έπρεπε να δίνεις τις οδηγίες, όσο ο άνθρωπος ήταν ζωντανός και μπορούσε να τις ακολουθήσει».
Το δίδαγμα του μύθου: Στους φίλους μας πρέπει να προσφέρουμε τη βοήθειά μας όταν τη χρειάζονται, όχι να τους περιγελούμε όταν πια έχουν χάσει κάθε ελπίδα.

117. Ο κυνηγός και ο αστρίτης.
[117.1] Ήταν ένας κυνηγός που πήρε τις ξόβεργες και τις παγίδες του και βγήκε να πάει κυνήγι. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πήρε το μάτι του μια τσίχλα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλό δέντρο, και το έβαλε σκοπό να την τσακώσει. Βάλθηκε λοιπόν να συναρμολογεί τις ξόβεργες, τη μία πίσω από την άλλη, για να φτιάξει ένα μακρύ στέλεχος. Και φυσικά όλη αυτή την ώρα είχε αδιάκοπα στραμμένη την προσοχή του ψηλά προς τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, έτσι όπως κοίταζε συνέχεια προς τα πάνω, δεν πρόσεξε και πάτησε έναν αστρίτη που κοιμόταν εκεί μπροστά στα πόδια του. Το φίδι σήκωσε αμέσως κεφάλι και τον δάγκωσε, εξαπολύοντας το δηλητήριό του. Καθώς λοιπόν ο άνθρωπος ξεψυχούσε, συλλογίστηκε από μέσα του: «Τί γκαντεμιά, που να πάρει — άλλον πήγαινα να τσακώσω, και προτού το καταλάβω με γράπωσε εμένα ο χάρος».
Έτσι συμβαίνει στον κόσμο: Όσοι καταστρώνουν πλεκτάνες ενάντια σε άλλους, καμιά φορά πέφτουν οι ίδιοι πρωτύτερα στη δυστυχία.

118. Ο κάβουρας και η αλεπού.
[118.1] Ήταν μια φορά ένας κάβουρας που βγήκε από τη θάλασσα και έψαχνε τροφή στην ακρογιαλιά. Τον πρόσεξε τότε η αλεπού, που ψοφούσε της πείνας, και ευθύς όρμησε τρεχάτη καταπάνω του και τον άρπαξε. Καθώς ετοιμαζόταν να τον ροκανίσει, εκείνος σκέφτηκε: «Καλά να πάθω! Τί γύρευα να κάνω τον στεριανό, όντας θαλασσινός;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι αφήνουν τις ασχολίες που ξέρουν και καταπιάνονται με πράγματα που δεν τους ταιριάζουν, είναι φυσικό να αποτύχουν.

119. Η καμήλα και ο Δίας.
[119.1] Μια φορά και έναν καιρό η καμήλα αντιλήφθηκε πόσο υπερηφανευόταν ο ταύρος για τα κέρατά του και ζήλεψε. Έβαλε στον νου της, που λέτε, να πετύχει και αυτή το ίδιο. Μια και δυο, λοιπόν, πήγε στον Δία και τον παρακαλούσε να της χαρίσει και αυτής κέρατα. Ο θεός όμως αγανάκτησε με την αχαριστία της: ακούς εκεί, να μην της φτάνουν το σώμα της το πελώριο και όλη η δύναμη που έχει, παρά να γυρεύει και άλλα! Γι᾽ αυτό όχι μόνο δεν της έβαλε τα κέρατα, αλλά αντίθετα της έκοψε κιόλας ένα μέρος από τα αυτιά της.
Το ίδιο παθαίνουν πολλοί: Εποφθαλμιούν με τόση απληστία τα πράγματα των άλλων, που δεν καταλαβαίνουν ότι χάνουν τα δικά τους.

120. Ο κάστορας.
[120.1] Ο κάστορας, ως γνωστόν, είναι τετράποδο ζώο που ζει στις λίμνες. Λένε πως τα γεννητικά του όργανα είναι χρήσιμα για κάποιες θεραπείες. Έτσι, αν καμιά φορά τον εντοπίσει κανείς και τον πάρει στο κυνήγι, ο κάστορας καταλαβαίνει για ποιόν σκοπό γυρεύουν να τον πιάσουν. Όσο τον παίρνει, λοιπόν, τρέχει να ξεφύγει με όλη τη δύναμη των ποδιών του, προκειμένου να διαφυλάξει το σώμα του ακέραιο. Αν όμως τον προφτάσουν και τον περικυκλώσουν, κόβει τα γεννητικά του όργανα και τα πετάει στους διώκτες του, και με αυτό το τέχνασμα εξασφαλίζει τη σωτηρία του.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι μυαλωμένοι, προκειμένου να διασφαλίσουν την προσωπική τους σωτηρία, δεν λογαριάζουν καθόλου τα χρήματα.

Επικούρεια Ηθική του βίου

Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το πεπερασμένο αυτής στιγμάτισε την πορεία του ανθρώπου και χρωμάτισε με έντονο τρόπο τον πολιτισμό του. Το άτομο, μοναχικός διαβάτης δίπλα σε ένα πλήθος συνανθρώπων, στην αέναη προσπάθειά του να ξεπεράσει την ατέλειά του και το φόβο του θανάτου αναζητά στιγμές αποφόρτισης όλων των βασανιστικών αισθημάτων του. Νιώθει, δηλαδή, βαθιά την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα και να βιώσει μέσα από αυτές το αίσθημα του κυρίαρχου. Η αναζήτηση, λοιπόν, της δύναμης και της σιγουριάς τον οδηγεί ενίοτε σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και ευεξίας. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και φαντάζει ως κινούμενος στόχος. Εννοιολογικά ορίζεται ως ευτυχία και ο νοηματικός της προσδιορισμός από τη φύση του είναι δυσχερής

Εκείνο, όμως, που διαχρονικά προβλημάτισε τους φιλοσόφους ήταν ο τρόπος κατάκτησής της. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακήρυξε πως απώτατος στόχος κάθε ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο η «ευδαιμονία» συνίσταται στην ομορφιά και την τελειότητα της ύπαρξης καθεαυτήν. Η καθεαυτή, δηλαδή, ευδαιμονία του ανθρώπου είναι η αρετή. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αφού ο άνθρωπος ωθείται από τη φυσική ορμή του να σχηματίσει κοινωνίες («άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»).

Ο ενάρετος, επομένως, άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τέλεια κοινωνία, την πόλη – κράτος. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, έδωσε στην Ευτυχία κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η ευδαιμονία και η αυτοεκπλήρωση δεν μπορούν να βιωθούν έξω από την κοινωνία και μόνο με την προσωπική απομόνωση. Σε κάθε βίωμα ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης ανιχνεύει κοινωνικό και πολιτικό χρώμα. Γι’ αυτό και βασικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι η αποστολή του κράτους είναι να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και την ευδαιμονία του πολίτη.

Στην αριστοτελική, όμως, θεώρηση της ευδαιμονίας – ευτυχίας αντιτάχτηκαν οι φιλόσοφοι των Ελληνιστικών χρόνων (Κυνικοί, Σκεπτικοί, Επικούρειος, Στωϊκοί). Οι παραπάνω φιλόσοφοι ανέδειξαν τον προσωπικό χαρακτήρα της ευτυχίας που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαδικασίες αποφυγής των δοκιμασιών της ζωής. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης βρίσκονται στην κατάρρευση της πόλης – κράτους και στην αδυναμία του πολίτη να αντλήσει την ευδαιμονία του από την ασφάλεια που παραδοσιακά του παρείχε η πολιτεία με τους θεσμούς και τους νόμους της. Την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων – κρατών την ακολούθησε ο προσωπικός δρόμος της επιβίωσης και της νοηματοδότησης της ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο φυσικό ήταν να αναδειχθεί ως πρότυπο ζωής και ατομική αξία ο άνθρωπος – ιδιώτης. Η ανεξαρτησία και η ευτυχία συναρτάται πλέον από την απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Στην θέση της πολιτικής μπαίνει πλέον ο κοσμοπολιτισμός, αφού και οι γενικότερες συνθήκες ευνοούσαν κάτι τέτοιο.

Σε μια εποχή, λοιπόν, κατά την οποία η δημόσια ζωή ήταν απρόβλεπτη και ρευστή ο Επίκουρος πρότεινε την αναζήτηση της ευδαιμονίας στην προσωπική τους ζωή. Για τον Επίκουρο η ηδονή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πράξης κάθε ανθρώπου. Τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή, αλλά η αποφυγή του πόνου (άλγος). Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που πρότεινε ο Επίκουρος ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας ήταν η αποχή από την πολιτική. Η συμπύκνωση αυτής της θέσης βρήκε έκφραση στο γνωστό «Λάθε βιώσας» (ζήσε απαρατήρητος).

Η εμβληματική αυτή θέση – φράση εμπεριέχει την αποδέσμευση του ατόμου από προγενέστερα ιδανικά και αξίες, όπως η επιδίωξη της υστεροφημίας. Για τον Επίκουρο η ευτυχία καθίσταται εφικτή όχι μόνο μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου αλλά κι από την εκούσια διαφυγή του στον προσωπικό χώρο. Με άλλα λόγια το «Λάθε βιώσας» προκρίνει μια απόδραση από την πολιτική και την πόλη. «Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος» (Επίκουρος).  

Η θέση του Επίκουρου «Λάθε βιώσας» βρήκε δικαίωση σε μια άλλη εμβληματική φράση του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Η κοινωνία και οι «άλλοι» στενεύουν την ελευθερία του ανθρώπου, περιορίζουν την αυτονομία του και υποσκάπτουν την αυτοβουλία και το αυτεξούσιό του. Η καθημερινότητα και ο κοινωνικός συγχρωτισμός δημιουργούν ανελεύθερες συμβάσεις που αποδομούν τα βάθρα της εσωτερικής πληρότητας, δηλαδή, της ευτυχίας «πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής» (Επίκουρος).

Ο «άνθρωπος» σύμφωνα με το Επικούρειο σύνθημα «Λάθε βιώσας» προηγείται οντολογικά και αξιολογικά του «πολίτη». Γιατί δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος, άρα και ευτυχισμένος όταν η ζωή σου εξαρτάται από τη γνώμη των πολλών και από την εξουσία του ενός (πολιτικού ηγεμόνα). Βέβαια, ο Επίκουρος δεν πρόβαλε ως κοινωνική αρετή τον ατομικισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα να υπάρχει ο άνθρωπος ανεξάρτητος από το άγχος να αρέσει στους πολλούς κι από το φόβο της εξουσίας των πολιτικών «ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς».

Η επικούρεια ευδαιμονία αρνείται την ευτυχία και την ασφάλεια της αγέλης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις μέσα από τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της ομοιομορφίας. Για τον Επίκουρο το πρόσωπο του ανθρώπου στην πόλη χάνεται και εκείνο που κυριαρχεί είναι η ανωνυμία και η επιθυμία για υποταγή. Τα ομοιόμορφα ανθρωπάκια του Γαϊτη και το σκηνικό που κατέγραψε ο Όργουελ («1984») δικαιώνουν πανηγυρικά το «λάθε βιώσας». Γιατί ο μαζάνθρωπος δεν είναι ούτε πολίτης, ούτε άνθρωπος.

Βέβαια η Επικούρεια Ηθική του βίου, όπως εκφράστηκε από το «Λάθε βιώσας», συνιστούσε πράγμα αδιανόητο για τους Έλληνες της κλασικής εποχής, όπου η συμμετοχή στα κοινά αποτελούσε κοινωνική αξία και ατομική αρετή. Το «Λάθε βιώσας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Περικλή για τον «απράγμονα». Ειδικότερα, ο Περικλής στον Επιτάφιό του θεωρούσε επιβεβλημένη τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά και αποδοκίμαζε εμφαντικά την πολιτική απάθεια «Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια….˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για τον κλασικό άνθρωπο η πολιτική συμμετοχή συνιστούσε χρέος και όχι μόνο δικαίωμα. Η ιδιώτευση και η αποχή από τα κοινά ήταν κατακριτέα ως στάση ζωής και επέφερε τιμωρία «άτιμον είναι». 

Δυο κόσμοι, λοιπόν, διαφορετικοί, αφού εξέφρασαν νέες ανάγκες ζωής που επέβαλαν τα νέα πολιτικά δεδομένα της Ελληνιστικής περιόδου. Εξάλλου, τα ερωτήματα για την ευτυχία, την πολιτική, την κοινωνία και την Ηθική τίθενται καθημερινά και χρήζουν απαντήσεων που να αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μπορεί η ζωή μας να είναι μέσα στο πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτοκαταργηθούμε ως ατομικές οντότητες που αναζητούν μέσα από προσωπικές στρατηγικές και διαδρομές την ευδαιμονία.

«Το ευδαίμον και το μακάριον ου χρημάτων πλήθος ουδέ πραγμάτων όγκος, ουδ’ αρχαί τινες έχουσιν, ουδέ δυνάμεις, αλλά αλυπία και πραότης παθών και διάθεσις ψυχής το κατά φύσιν ορίζουσα».

Απωθημένο

Απωθημένο, πληθυντικός αριθμός απωθημένα… Ουσιαστικό, ορισμός στο λεξικό: καταπιεσμένα συναισθήματα που παραμένουν στο υποσυνείδητο, αυτά που θέλεις και δεν μπορείς να τα έχεις, το ανολοκλήρωτο, σαν μια ταινία που ήθελες να δεις και έμεινε στη μέση… Μη πραγματοποιημένα όνειρα, επιθυμίες, έρωτες, πράγματα που θα ήθελες να πεις και δεν είπες, πράματα που ήθελες να κάνεις και δεν έκανες, καταστάσεις που θα ήθελες να ζήσεις και δεν έζησες η έστω έζησες αλλά δεν τις χόρτασες, γιατί όλα ήταν μια στιγμή, μια στιγμούλα μικρή χαμένη στο χρόνο, ικανή να σε στοιχειώνει κάθε φορά που η μνήμη αποφασίζει να την επανεμφανίσει σαν φιλμ μέσα στον εγκέφαλό σου, για λίγο… Αλλά αυτό το λίγο εσένα σου έμεινε απωθημένο, ένας ανικανοποίητος πόθος.

Κάπου διάβασα τα μεγαλύτερα απωθημένα δεν είναι αυτά που δεν έζησες ποτέ, αλλά αυτά από τα οποία πήρες μια μικρή γεύση, πόση αλήθεια κρύβει αυτή η μικρή πρόταση. Όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί κάποια στιγμή τι θα είχε γίνει αν... Αυτά το μεγάλα ΑΝ, που η μνήμη δεν σε αφήνει να ξεχάσεις, κρύβονται υπόγεια και μυστικά, θαμμένα μέσα μας, στα υπόγεια του μυαλού μας. Και ξαφνικά σαν boomerang, με την πρώτη ευκαιρία γυρίζουν πίσω, ανεβαίνουν στην επιφάνεια για να σε στοιχειώσουν, και έτσι ξεκινάς να κάνεις φαύλους κύκλους γύρω από αυτά, άπειρα αναπάντητα ερωτήματα γεννιούνται και συνήθως οδηγούν πάντα σε αδιέξοδο. Τι θα είχε γίνει αν…

Συμπέρασμα: τα απωθημένα είναι επικίνδυνα και τρέφονται κυρίως απ’ τη μνήμη. Υπάρχουν πολλών ειδών απωθημένα, αυτά που είναι από χέρι και φόβο χαμένα και έτσι με αυτά έρχεται η στιγμή που λες εντάξει, δεν τόλμησα αρκετά, ή φοβήθηκα και κατά κάποιο τρόπο συμβιβάζεσαι. Υπάρχουν όμως και απωθημένα που οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθούν , ίσως γιατί δεν υπήρξαν οι κατάλληλες ευκαιρίες, ίσως γιατί δεν έκλεισαν σωστά κάποιοι κύκλοι, δεν ολοκληρώθηκαν για πολλούς και διάφορους λόγους… Έλα όμως που αυτά πονάνε περισσότερο από τα άλλα, γιατί εκεί γίνεται το εξής μέσα σου: αρχίζει να δημιουργείται ένας μύθος, μια φαντασίωση όπου τον εν λόγω απωθημένο αρχίζει να αγγίζει την τελειότητα και σκέφτεσαι ενδεχομένως ότι θα μπορούσε να σου προσφέρει κάτι καλύτερο από αυτό που ζεις τώρα, ακόμα χειρότερα, αν η πραγματικότητά σου είναι κόλαση, εσύ θα ζεις στο παραμύθι του «αν γινότανε όλα θα άλλαζαν». Μάταια θα προσπαθείς να προσποιηθείς ότι δεν είναι εκεί, να το προσπεράσεις, να το απαρνηθείς, να το ξεχάσεις, να το ξεπεράσεις κλπ., κλπ. Καλό θα ήταν να μην υπήρχαν τα απωθημένα ή τουλάχιστον να μην αφήναμε απωθημένα.

Διαβάζοντας ένα βιβλίο τελευταία βρήκα αυτό το κομμάτι: «Απ' τις αγάπες, η πρώτη κατέχει την πιο ζηλευτή θέση στη μνήμη, όπως μια παλιά αξιοσέβαστη ευνοούμενη. Οι άλλες πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, σημαιοστολισμένες και πρόθυμες, σαν τις φτηνές ερωμένες που τους αρκεί να τις διαλέξεις για τη νύχτα. Σου εύχομαι να μην τη συναντήσεις ποτέ, γιατί μες στη σαγήνη της μπορεί και να βουλιάξεις και να περάσει τότε ολόκληρη η ζωή σαν όνειρο. Τη λένε "αγάπη του διαβόλου" ή αλλιώς ανεκπλήρωτη. Οι αγάπες του διαβόλου λοιπόν, ή αλλιώς ανεκπλήρωτες, είναι οι χειρότερες από όλες , και ένα από τα μεγαλύτερα και επώδυνα απωθημένα, αποδεδειγμένο και επιστημονικώς. Μελέτες λένε ότι στον εγκέφαλο του ατόμου που βιώνει τον ανεκπλήρωτο έρωτα διεγείρονται οι ίδιες περιοχές με εκείνες που διεγείρονται με το σωματικό πόνο π.χ. ο πόνος που προκαλείται από ένα έγκαυμα. Ο ανεκπλήρωτος ερωτάς, λοιπόν, καίει το άτομο που τον βιώνει. Ακόμα και αν προσπαθήσεις να τον θάψεις, αυτός ο έρωτας δεν θα εξαφανιστεί, κάθε φορά που θα αποφασίζεις να βάλεις μια τελεία, εκείνος θα βάζει ένα κόμμα και ούτω καθεξής. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας δεν απομυθοποιείτε ποτέ, δεν φθείρεται από την πραγματικότητα. Το μυαλό θυμάται πάντα αυτά που πέρασε μαζί του ως ιδανικά, ίσως για αυτό είναι τόσο δύσκολο να ξεχάσεις ένα απωθημένο, είναι σπάνιες οι φορές που το απωθημένο απομυθοποιείται στα μάτια μας, γιατί πάντα θα υπάρχει υποσυνείδητα αυτό το αν… Τα άτομα που υπήρξαν στην ζωή μας για λίγο ή πολύ και δεν ζήσαμε ό,τι θέλαμε μαζί τους, που έφυγαν και ίσως να άφησαν αναπάντητα ερωτήματα, όπως τι πήγε στραβά, πού και γιατί φταίξαμε, μετατράπηκαν σε απωθημένα και η μνήμη, κύριος λόγος τον θλίψεών μας τους κρατάει εκεί και υπενθυμίζει ότι όλα ήταν τέλεια και ας μην ήταν. Για κάποιο περίεργο λόγο εμείς αλλιώς τα θυμόμαστε και έτσι αυτού του είδους τα απωθημένα σπάνια απομυθοποιούνται, επειδή η μνήμη μας τα τελειοποιεί. Γιατί όμως βλέπουμε κάποιον σαν ιδανικό, από τη στιγμή που ξέρουμε πως δεν είναι για μας; Περίεργα όντα οι άνθρωποι.

Συμπέρασμα: τα άτομα - απωθημένα είναι σαν τους λεκέδες, όσο και αν τους τρίβεις δεν φεύγουν και εσύ νοσταλγείς στιγμές απόλυτης φρεσκάδας και καθαριότητας ξανά, κάπου το ξανάκουσα αυτό… Αυτόματα το αντικείμενο του πόθου, ο ανεκπλήρωτος αυτός έρωτας μετατρέπεται σε κρυπτονίτη και εσύ κάτι σαν τον superman, αποδυναμώνεσαι κάθε φορά που το βλέπεις, η συμπεριφορά σου, οι αντιδράσεις σου μαζί του θα διαφέρουν σημαντικά από τον αληθινό σου χαρακτήρα. Κάθε φορά που θα το συναντάς μπροστά σου, θα είσαι ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα που προσπαθεί να πάρει λίγη χαρά μέσα από τον πόνο του (χωρίς να υποψιαστεί το απωθημένο τίποτα), καμιά φόρα αυτό επηρεάζει ακόμα και τις διαπροσωπικές σου σχέσεις, ξεσπάσματα θυμού, υπερβολικές συμπεριφορές, ασυνεννοησία, το απωθημένο σε εμποδίζει να ωριμάσεις συναισθηματικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς ένας τέτοιος έρωτας κατέχει πάντα την πρώτη θέση στην καρδιά και δεν έχει ημερομηνία λήξης, ίσως επειδή πάντα στο μυαλό μας θα είναι το ιδανικό, το παραμύθι που έμεινε στη μέση, χωρίς όμως το ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Αφήσαμε λοιπόν το παραμύθι στη μέση, ξεχάσαμε ότι ο κακός ο λύκος έφαγε την κοκκινοσκουφίτσα, δεν είδαμε ούτε τους δράκους, ούτε τις μάγισσες, πήγαμε κατευθείαν στο τέλος, στο έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Στην περίπτωση του απωθημένου όμως δεν υπάρχει το ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα, δυστυχώς εμείς επιλέγουμε να το κρατάμε σαν τη μαγεία ενός παραμυθιού, αψεγάδιαστο και παρόλο που στην ζωή υπάρχουν πολλοί κακοί λύκοι και μάγισσες, εμείς παραμένουμε και επιμένουμε να θυμόμαστε ότι αν το παραμύθι μας τελικά είχε τέλος θα ζούσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.

Μα δεν έχουν όλα τα παραμύθια καλό τέλος στην πραγματική ζωή, όταν ήμασταν παιδιά συνήθως είχαν και έτσι πρέπει, τουλάχιστον στα παραμύθια. Τι θα γινόταν όμως αν οι ιστορίες των ηρώων των παραμυθιών συνεχίζονταν; Θα είχαν καλή συνέχεια ή μήπως οι πριγκίπισσες των παραμυθιών δεν θα ήταν τόσο ευτυχισμένες όσο τις αφήσαμε;

Λένε πως οι πιο δυνατοί έρωτες είναι οι ανεκπλήρωτοι, ίσως αν σκέφτεσαι ότι καλύτερα να ζήσεις κάτι παρά να μην το ζήσεις ποτέ, ίσως έτσι τελικά το απωθημένο να εκπληρώνεται…

Όπως εσύ, όπως εγώ, όπως όλοι μας…

Να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά που ο εγωισμός σου, οι φόβοι και τα απωθημένα σου ακουμπούν πάνω του σκληρά. Κάθε φορά που το βλέμμα σου τον ξεγυμνώνει επικριτικά, με κακεντρέχεια ή με συναισθηματική αδιαφορία.

Κάθε άνθρωπος που συναντάς, κουβαλά στους ώμους του τη ζωή του. Μια ζωή που μέσα της έχει παλέψει, έχει νικήσει κι έχει χάσει. Μετρά ήττες και νίκες, κι ας μην ξέρεις πόσο πολύτιμα του είναι αυτά που έχει κερδίσει κι αυτά που έχει χάσει. Οφείλεις, όμως, να σεβαστείς τις μάχες που έχει δώσει. Τα δάκρυα που έχει χύσει. Τα γόνατά του που έχουν ματώσει για να μπορέσει να σταθεί όρθιος.

Κάθε άνθρωπος που συναντάς, κουβαλά μέσα του τη δική του πληγή. Μια πληγή που τον πονά τις μέρες που η ζωή του βρέχει δυσκολίες και προβλήματα. Μια πληγή που αιμορραγεί κάθε φορά που οι μνήμη του χτυπά απρόσκλητη την πόρτα. Κι αν δεν μπορείς αυτήν του την πληγή να τη γιατρέψεις με δυο λόγια όμορφα, με ένα χάδι απαλό, μην τη σκαλίζεις απρόσεκτα και βιαστικά με τα λόγια ή τις πράξεις σου.

Κάθε άνθρωπος που συναντάς έχει κρυμμένη μια μικρή ελπίδα στο μανίκι του. Μαζί μ’ ένα χαμόγελο για να τη συντροφεύει. Μην του τσαλαπατάς την ελπίδα που σου φανερώνει, αν δεν είναι αυτή που σου ταιριάζει. Μην του στερείς το χαμόγελο που έχει για προσάναμμα στη μέρα του. Απόθεσέ τα πίσω στο χέρι του ευγενικά και τράβηξε τον δρόμο σου.

Και να ξέρεις πως κάθε άνθρωπος που συναντάς, είναι ένας μικρός θησαυρός στα μάτια που τον αγαπάνε. Στα μάτια που γεμίζουν φως απλά γιατί υπάρχει. Κι αν αυτός ο θησαυρός εσένα δε σου κάνει, μην τον ξεπουλήσεις φτηνά στις αγορές του κόσμου. Μην τον εξευτελίσεις ρίχνοντας πάνω του φτηνά αισθήματα και κάλπικα συναισθήματα.

Στη θέση αυτού του ανθρώπου έρχεσαι κι εσύ κάθε μέρα στα δικά σου συναπαντήματα. Κοίταξέ τον στα μάτια και δες μέσα τους τη δική σου αντανάκλαση. Θα αναγνωρίσεις τις δικές σου πληγές, τους δικούς σου φόβους, τη δική σου ελπίδα. Κι ας έχουν άλλο όνομα οι νίκες και οι ήττες του. Κι ας έχουν άλλο όνομα τα όνειρά του.

Αυτός ο άνθρωπος έχει την ίδια με σένα λαχτάρα για ζωή. Στέκεται μπροστά της, όπως κι εσύ, γυμνός, ευάλωτος κι εκτεθειμένος. Έτοιμος να ορμήξει μέσα της και να τη διεκδικήσει. Αν δε θέλεις, αν δεν μπορείς ή αν δεν αντέχεις να γίνεις κομμάτι από τις στιγμές του, προσπάθησε, τουλάχιστον, να ρίχνεις πάνω του το βλέμμα σου με σεβασμό και με κατανόηση.

Γιατί βλέπω πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι μ’ όλο που διαθέτουν πάρα πολλά χρήματα, θεωρούν τον εαυτό τους τόσο φτωχό

ΞΕΝΟΦΩΝ, Συμπόσιον ΙΙΙ 8
Τί γάρ σύ, εἶπεν [ὁ Καλλίας], ἐπί τίνι μέγα φρονεῖς, ὦ Ἀντίσθενες; Ἐπί πλούτω, ἔφη.Ὁ μέν δή Ἑρμογένης ἀνήρετο εἰ πολύ εἴη αὐτῶ ἀργύριον. Ὁ δέ ἀπώμοσε μηδέ ὀβολόν. Ἀλλά γῆν πολλήν κέκτησαι; Ἴσως ἄν, ἔφη, Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανή γένοιτο ἐγκονίσασθαι.
Και συ λοιπόν, Αντισθένη, είπε ο Καλλίας, για ποιο πράγμα καυχιέσαι; “Για τον πλούτο μου”, είπε αυτός. Τότε ο Ερμογένης τον ρώτησε αν είχε πολλά χρήματα, κι εκείνος πήρε όρκο πως δεν είχε ούτε δεκάρα. “Μήπως έχεις πολύ καλλιεργήσιμη γη;” “Όση θα ήταν αρκετή για να κυλιστεί [πριν από την πάλη] τούτος εδώ ο Αυτόλυκος”, είπε ο Αντισθένης.

ΞΕΝΟΦΩΝ, Συμπόσιο IV 34 – 44.

Έλα λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, λέγε μας πάλι πώς συμβαίνει, Αντισθένη, ενώ έχεις τόσο μικρή περιουσία, να καυχιέσαι για πλούτο.

“Διότι είμαι της γνώμης, φίλοι, ότι τον πλούτο και την φτώχεια οι άνθρωποι δεν τα έχουν στο σπίτι αλλά στην ψυχή τους. Γιατί βλέπω πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι μ’ όλο που διαθέτουν πάρα πολλά χρήματα, θεωρούν τον εαυτό τους τόσο φτωχό, ώστε καταβάλλουν κάθε προσπάθεια και διακινδυνεύουν τα πάντα προκειμένου να αποκτήσουν περισσότερα· και ξέρω και αδέλφια που αν και κληρονόμησαν ίσα μερίδια ωστόσο ο ένας από αυτούς έχει όσα του χρειάζονται για να ζει και επιπλέον κάποιο περίσσευμα, ενώ ο άλλος στερείται τα πάντα.

Ακούω επίσης για κάποιους τυράννους πως έχουν τέτοια δίψα για λεφτά, ώστε κάνουν πράγματα πολύ χειρότερα κι από τους πιο απένταρους. Γιατί, φυσικά, είναι η ανέχεια που κάνει άλλους να κλέβουν, άλλους να γίνονται διαρρήκτες, άλλους να γίνονται σωματέμποροι· ενώ υπάρχουν κι ορισμένοι τύραννοι που καταστρέφουν ολόκληρες οικογένειες, σκοτώνουν αμέτρητους ανθρώπους, συχνά μάλιστα υποδουλώνουν κι ολόκληρες πολιτείες για τα λεφτά. Αυτούς εγώ τους οικτείρω, και πάρα πολύ, για την πολύ βαριά τους αρρώστια. Μου δίνουν την εντύπωση πως έχουν πάθει ότι κι ένας άνθρωπος με μεγάλη περιουσία, ο οποίος αν και τρώει πολύ, δεν χορταίνει ποτέ.

Όσο για μένα έχω τόσα που κι εγώ ο ίδιος με δυσκολία τα βρίσκω· ωστόσο υπάρχουν αρκετά για να τρώγω ώστε να μην πεινάω και να πίνω ώστε να μην διψώ και να είμαι ντυμένος ώστε όταν είμαι έξω να μην τρέμω από το κρύο περισσότερο απ’ ότι τούτος εδώ ο πάμπλουτος Καλλίας.

Κι όταν βρεθώ στο σπίτι, οι τοίχοι μού φαίνονται σαν πολύ ζεστά ρούχα, τα ταβάνια σαν πολύ χοντρά πανωφόρια, κι η κρεβατόστρωσή μου είναι τόσο επαρκής που δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αν καμιά φορά το σώμα μου νιώσει την ανάγκη να πλαγιάσει με γυναίκα, αρκούμαι σε τέτοιον βαθμό σε ό,τι υπάρχει μπροστά μου, ώστε σ’ όποιες πηγαίνω με γλυκοφιλούν, γιατί κανένας άλλος δεν θέλει να τις πλησιάσει.

Κι όλα αυτά μου φαίνονται έτσι γλυκά, που κάνοντάς τα δεν θα μπορούσα να ευχηθώ να δοκιμάσω μεγαλύτερη χαρά αλλά μάλλον μικρότερη· τόσο πολύ έχω την εντύπωση πως ορισμένα από αυτά είναι πιο ευχάριστα κι απ’ ό,τι θα με συνέφερε. Αλλά πιο σημαντικό κτήμα μέσα στα πλούτη μου θεωρώ τούτο: ότι αν μου αφαιρούσε κάποιος κι αυτά που έχω τώρα, δεν βλέπω να είναι καμιά δουλειά τόσο εξευτελιστική που να μην μου εξασφαλίζει αρκετή τροφή.

Γιατί όποτε νιώσω την ανάγκη να απολαύσω κάτι, δεν παίρνω από την αγορά ακριβά πράγματα – έρχονται, βλέπεις, πανάκριβα – αλλά τα βγάζω μέσα από την ψυχή μου. Κι υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ως προς την ηδονή, όταν αγγίζω κάτι, αφού πρώτα περιμένω να νιώσω την ανάγκη γι’ αυτό, απ’ ότι όταν δοκιμάζω κάποιο ακριβό πράγμα, έτσι επειδή έτυχε – όπως τώρα δα που πίνω αυτό το θασίτικο κρασί χωρίς να αισθάνομαι δίψα.

Αλήθεια όμως, είναι φυσικό, όσοι έχουν προσανατολιστεί περισσότερο στη λιτότητα παρά στα πολλά λεφτά, να είναι πιο δίκαιοι άνθρωποι. Γιατί όσοι πιστεύουν ότι αυτά που οι ίδιοι έχουν είναι με το παραπάνω αρκετά, ελάχιστα ορέγονται όσα έχουν οι άλλοι.

Κι αξίζει ακόμη να καταλάβει κανείς ότι ένας τέτοιος πλούτος κάνει τους ανθρώπους γενναιόδωρους. Γιατί και τούτος εδώ ο Σωκράτης, στον οποίο οφείλω αυτό τον πλούτο, μου πρόσφερε μια βοήθεια όχι περιορισμένη και με μέτρο, αλλά ό,τι μπορούσα να το κρατήσω μου το έδινε· κι εγώ τώρα δεν φθονώ κανέναν, αλλά τον θησαυρό που έχω στην ψυχή μου τον δείχνω σ’ όλους τους φίλους και τον προσφέρω σ’ όποιον τον θέλει.

Και το πιο περίκομψο κτήμα μου: το βλέπετε πως πάντα έχω ελεύθερο χρόνο, ώστε και να βλέπω όσα αξίζουν να τα βλέπει κανείς, και να ακούω όσα αξίζουν να τα ακούει και – πράγμα που εγώ το θεωρώ πολύτιμο – να περνώ απερίσπαστος την ημέρα μου μαζί με τον Σωκράτη.

Κι αυτός πάλι δεν θαυμάζει όσους έχουν πολύ χρυσάφι, αλλά συναναστρέφεται αυτούς που του είναι αρεστοί”.

Αυτά είπε ο Αντισθένης.

Κάποια αστέρια του Γαλαξία εκδιώχθηκαν από εισβολείς νάνους γαλαξίες

Μια νέα μελέτη αποκάλυψε ότι μια ομάδα άστρων του Γαλαξία μας σχηματίστηκε μέσα στον ίδιο τον Γαλαξία και δεν είχαν εισβάλει σε αυτόν απέξω. Σύμφωνα με αυτήν μια συγκεκριμένη ομάδα άστρων που βρίσκονται στο εξωτερικό φωτοστέφανο (άλως) του Γαλαξία, άρχισαν στην πραγματικότητα τη ζωή τους μέσα στον κεντρικό δίσκο του Γαλαξία. Αυτό σημαίνει ότι δεν προήλθαν από άλλους γαλαξίες. Όπως και ο ήλιος μας, η πλειοψηφία των άστρων του Γαλαξία βρίσκεται στον κεντρικό δίσκο του γαλαξία, αλλά ένα μικρότερο μέρος των άστρων απλώνεται στην άλω του γαλαξία. Αυτά τα αστέρια δεν είναι διασκορπισμένα τυχαία αλλά υπάρχουν σε ομάδες ως αστρικές δομές.
Οι επιστήμονες πίστευαν ότι μερικές από αυτές τις αστρικές δομές δεν προέρχονται από τον ίδιο τον Γαλαξία, αλλά είναι τα υπολείμματα μικρότερων γαλαξιών που έχουν καταρρεύσει και έχουν απορροφηθεί από τον δικό μας. Αλλά η τελευταία μελέτη επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια ομάδα άστρων η οποία βρίσκεται στο φωτοστέφανο (άλω) του Γαλαξία μας και που προέρχεται από τον ίδιο τον Γαλαξία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτά τα αστέρια βγήκαν από τον κεντρικό δίσκο, όταν ένας νάνος γαλαξίας εισέβαλε στον Γαλαξία μας και έφτασε μέσα στον γαλαξιακό δίσκο.
 
Ο Judy Cohen, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech) αυτός ο τύπος της γαλαξιακής διέλευσης προκαλεί ταλαντώσεις ή κύματα που εκδιώκουν αστέρια από το δίσκο, είτε πάνω είτε κάτω από αυτόν, ανάλογα με την κατεύθυνση στην οποία κινείται η διαταραχή της μάζας. Ο Judy Cohen ονομάζει αυτό το φαινόμενο ως γαλαξιακή έξωση.
 
Για τη μελέτη, οι επιστήμονες παρατήρησαν τα 14 αστέρια που βρίσκονται μέσα σε δύο αστρικές δομές και ανέλυσαν τις ιδιότητές τους. Τα ονόματα αυτών των δύο αστρικών δομών είναι Triangulum-Andromeda (Tri-And) και το  A13 αστρικό συμπύκνωμα. Αυτές οι δύο αστρικές δομές βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές του επίπεδου κεντρικού δίσκου του Γαλαξία και περιστρέφονται γύρω από το κέντρο του.
 
Και τα δύο είναι πολύ έξω από τη γαλαξιακή τροχιά του Ήλιου, μεταξύ 50.000 και 65.000 έτη φωτός από το κέντρο του Γαλαξία. Το A13 είναι περίπου 15.000 έτη φωτός πάνω από το γαλαξιακό επίπεδο, ενώ το TriAnd είναι 16.000 έτη φωτός κάτω από το επίπεδο.
 
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τη χημική σύνθεση αυτών των δύο αστρικών δομών με τη βοήθεια φασματικών οργάνων των τηλεσκόπιων Keck και του VLT. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι τα αστέρια της άλω από το Triangulum-Andromeda και A13 πράγματι σχετίζονται με τους γονικούς πληθυσμούς από τον λεπτό εσωτερικό δίσκο του Γαλαξία. 
 
Μετά τη συλλογή των φασμάτων των 14 άστρων οι αστρονόμοι μέτρησαν τις αφθονίες (ποσότητες) των στοιχείων βαρύτερων από το υδρογόνο και το ήλιο. Τα αστέρια στο αστρικό φωτοστέφανο είναι συνήθως φτωχά σε βαρέα στοιχεία. Αλλά τα 14 αστέρια που μελέτησε η ομάδα ήταν εκπληκτικά πλούσια σε βαρέα στοιχεία, περισσότερο παρόμοια με το δίσκο του γαλαξία από το φωτοστέφανο.
Επιπλέον, οι αφθονίες των βαρέων στοιχείων των αστέγων δομών TriAnd και A13 ήταν παρόμοιες μεταξύ τους, παρόλο που χωρίζονται από περίπου 30.000 έτη φωτός, οι δύο ομάδες φαίνεται να έχουν κοινή προέλευση.
 
Ποια είναι λοιπόν η προέλευσή τους; Ένας αστροφυσικός πιστεύει ότι ένα πιθανό σενάριο είναι ότι ένας μεγάλος κατεστραμμένος σήμερα νάνος γαλαξίας, γνωστός ως Τοξότης, προήλθε από τον Γαλαξία μας κάπου 5 έως 9 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Αυτός μπορεί ακόμα να παρατηρηθεί ως ορατά ρεύματα μέσα στο γαλαξιακό φωτοστέφανο. Σύμφωνα με την προσομοίωση των υπολογιστών, μια τέτοια αλληλεπίδραση θα είχε διαταράξει το δίσκο του Γαλαξία μας, στέλνοντας ομάδες από αστέρια πάνω και κάτω από το γαλαξιακό επίπεδο. 

Επιστήμονες εντόπισαν πιθανώς το πρώτο άστρο και τον πρώτο πλανήτη του Σύμπαντος

Ο στόλος των διαστημικών τηλεσκοπίων και τα πανίσχυρα επίγεια τηλεσκόπια ανακαλύπτουν τον τελευταίο καιρό πανάρχαια άστρα, πλανήτες και γαλαξίες. Ανάμεσά τους βρίσκονται ίσως και οι πρώτοι «εκπρόσωποί» τους στο Σύμπαν
.
O πρώτος γαλαξίας;
Τα διαστημικά τηλεσκόπια Hubble και Spitzer είχαν εντοπίσει πριν από λίγο καιρό έναν μακρινό γαλαξία που ονομάστηκε EGS-zs8-1. Ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Πασκάλ Οεσκ του Πανεπιστημίου Γέιλ έκανε πρόσφατα νέες παρατηρήσεις στον Γαλαξία με επίγεια τηλεσκόπια όπως το Keck στη Χαβάη.
Οι ερευνητές κατάφεραν να υπολογίσουν με ακρίβεια τη θέση του. Οπως αναφέρουν στο άρθρο τους στην επιθεώρηση «Astrophysical Research Letters», ο γαλαξίας αυτός βρίσκεται σε απόσταση 13,1 δισ. ετών φωτός από εμάς και είναι ο πιο μακρινός και ταυτόχρονα ο αρχαιότερος που έχει εντοπιστεί ως σήμερα.
Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία, το Σύμπαν γεννήθηκε πριν από περίπου 13,8 δισ. έτη και η πρώτη περίοδος της ύπαρξής του έχει ονομαστεί «κοσμικός Μεσαίωνας» επειδή ήταν ένας σκοτεινός κρύος κόσμος.
Χρειάστηκαν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια έτη μέχρι οι χημικές και άλλες κοσμικές διεργασίες στο βρεφικό Σύμπαν να οδηγήσουν στη γέννηση των πρώτων άστρων και στον σχηματισμό των πρώτων γαλαξιών.
Ο EGS-zs8-1 είναι ένας φωτεινός γαλαξίας που, σύμφωνα με τους ερευνητές, «γεννούσε» άστρα με ταχύτητα περίπου 80 φορές μεγαλύτερη από τον δικό μας. Η νέα ανακάλυψη επιβεβαιώνει προηγούμενες παρατηρήσεις ότι στο νεαρό ακόμη Σύμπαν υπήρχαν ήδη μεγάλοι γαλαξίες, γεγονός που δημιουργεί νέα ερωτήματα τα οποία καλούνται να απαντήσουν οι επιστήμονες.

Ο Αδάμ των άστρων
Αστρονόμοι στην Αυστραλία εντόπισαν στον Γαλαξία μας ένα άστρο που είναι το αρχαιότερο που έχει ποτέ βρεθεί ως σήμερα στο Σύμπαν. Το άστρο έχει ηλικία σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη του Σύμπαντος και η ανακάλυψή του θα προσφέρει νέα δεδομένα για το πώς ήταν το Σύμπαν στη βρεφική του ηλικία, καθώς και σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξή του.
Το άστρο εντόπισε ομάδα αστρονόμων της Σχολής Αστρονομίας και Αστροφυσικής του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου στην Καμπέρα. Αν και θα πίστευε κάποιος ότι ένα τέτοιας ηλικίας άστρο θα βρισκόταν στις εσχατιές του Σύμπαντος σε κάποιον πανάρχαιο γαλαξία, εν τούτοις αυτό βρίσκεται στον Γαλαξία μας στην κοντινή απόσταση των έξι χιλιάδων ετών φωτός από τη Γη.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι το άστρο που εντόπισαν έχει ηλικία 13,6 δισ. έτη, γεγονός που σημαίνει ότι γεννήθηκε αμέσως μετά τη γέννηση του Σύμπαντος. Τα προηγούμενα άστρα που κατείχαν ως τώρα το ρεκόρ των αρχαιότερων στο Σύμπαν είχαν ηλικία περίπου 13,2 δισ. ετών. Το άστρο έλαβε την κωδική ονομασία SMSS J031300.36-670839.3 και η ανακάλυψη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature».

Πλανήτες-μαθουσάλες
Ομάδα αστρονόμων του Πανεπιστημίου του Μπέρμπιγχαμ στη Βρετανία ανακάλυψε ένα πανάρχαιο πλανητικό σύστημα στον Γαλαξία μας που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Οι ερευνητές μελετώντας δεδομένα του διαστημικού τηλεσκοπίου Kepler εντόπισαν την παρουσία πέντε πλανητών γύρω από το άστρο KOI-3158 που βρίσκεται σε απόσταση 117 ετών φωτός από εμάς στον αστερισμό της Λύρας.
Το άστρο αυτό είχε υποδειχθεί από το Kepler ως υποψήφιο να διαθέτει πλανήτες αλλά ως σήμερα δεν είχε υπάρξει επιβεβαίωση για αυτό το ενδεχόμενο.
Οι ερευνητές εντόπισαν την παρουσία πέντε βραχωδών πλανητών να κινούνται γύρω από το άστρο αλλά σε αρκετά κοντινή απόσταση από αυτό, γεγονός που τους καθιστά πιθανότατα αφιλόξενους για τη ζωή.
Η ανακάλυψη είναι εξαιρετικά σημαντική για τρεις λόγους. Κατά πρώτον, δεν έχει ως σήμερα εντοπιστεί ένα πλανητικό σύστημα που να διαθέτει τόσο μεγάλο αριθμό βραχωδών πλανητών και επιπλέον δεν έχει εντοπιστεί, ακόμη τουλάχιστον, ένας πλανήτης αερίων.
Δεύτερος σημαντικός λόγος είναι η ηλικία του εν λόγω πλανητικού συστήματος. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι η ηλικία των πλανητών είναι πέριξ των 11 δισ. ετών. Αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω σύστημα είναι αν όχι το αρχαιότερο, πάντως από τα αρχαιότερα του Γαλαξία μας, πιθανώς και από τα αρχαιότερα ολόκληρου του Σύμπαντος.
Το τρίτο ενδιαφέρον δεδομένο είναι ότι ένας πλανήτης εκ των πέντε έχει παρόμοιο μέγεθος με αυτό της Γης και οι υπόλοιποι μικρότερο.
Αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς, σημαίνει ότι πλανήτες με μέγεθος σαν της Γης (που θεωρούνται ιδανικοί για την ανάπτυξη ζωής) είχαν αρχίσει να σχηματίζονται πολύ νωρίς ενώ ως σήμερα πιστευόταν ότι οι πλανήτες μικρού μεγέθους άργησαν να κάνουν εμφάνισή τους.
Η παρουσία πλανητών με μέγεθος σαν αυτό της Γης οδηγεί τους ειδικούς στην εκτίμηση ότι η ζωή πιθανότατα έκανε την εμφάνισή της στο Σύμπαν πολύ νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε.

Η αέναα εξελισσόμενη φύση του ανθρώπου

Πώς προέκυψε εξελικτικά η ευπροσάρμοστη στο οικολογικό περιβάλλον και ευέλικτη στις κοινωνικές αλλαγές «φύση» των ανθρώπων, οι «αρετές» της οποίας εκδηλώνονται με τη μοναδική, σε όλο το ζωικό βασίλειο, δημιουργικότητα και καταστροφικότητα του είδους μας;

Σ’ ένα τόσο επισφαλές ζήτημα όπως είναι η προέλευση της ανθρώπινης φύσης, η μόνη βεβαιότητα που έχουμε είναι ότι οι επιστημονικές μας γνώσεις σχετικά με τις απαρχές και την προϊστορία του ανθρώπινου είδους έχουν αυξηθεί θεαματικά· γεγονός που καθιστά λιγότερο αινιγματική την εξελικτική εξήγηση της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας και ταυτόχρονα πολύ πιο θολή την εικόνα που έχουμε, σήμερα, για το μέλλον της.
 
Πράγματι, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν, με δεδομένες τις νέες βιοτεχνολογικές μας δυνατότητες, θα αποφασίσουμε να υπερβούμε τεχνολογικά τα μέχρι σήμερα απαραβίαστα βιολογικά μας όρια, δημιουργώντας πληθυσμούς υπερανθρώπων και υπανθρώπων. Σήμερα, όμως, θα εξετάσουμε τις καλά επιβεβαιωμένες εξελικτικές διαδικασίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση των τυπικών γνωρισμάτων της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.
 
‘Η πώς προέκυψαν τα ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά
Η δυσκολία μας να περιγράψουμε την ανθρώπινη φύση οφείλεται αφενός στην υποβάθμιση των βιολογικών προϋποθέσεων της ύπαρξής μας και αφετέρου στον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξαν από την αρχή –και εξακολουθούν να παίζουν– οι διαρκώς μεταβαλλόμενοι περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που, από κοινού με τις βιολογικές προδιαγραφές του είδους μας, συνδιαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος κάθε ιστορική εποχή.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ιδιαίτερη φύση των ανθρώπων καθορίζεται αποκλειστικά από τους λίγο-πολύ τυχαίους «εξωγενείς» κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες και άρα δεν υπάρχουν σαφείς προδιαγραφές ή και εγγενή βιολογικά όρια στην ανθρώπινη εξέλιξη.
Πώς, όμως, προέκυψαν οι κοινές μας βιολογικές προδιαγραφές και τα μοναδικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου (Homo sapiens);
Μια επιστημονικά έγκυρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να αναζητηθεί όχι στις μυθικές και μη επιβεβαιώσιμες, εξ ορισμού, διηγήσεις περί θεϊκής δημιουργίας, αλλά στη ζωική καταγωγή της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή στην αποκλειστικά εξελικτική εξήγηση της προέλευσής μας.
Και, όπως θα δούμε, οι νέες τεχνικές της βιολογικής αρχαιολογίας οδήγησαν πράγματι σε εντυπωσιακές παλαιοανθρωπολογικές ανακαλύψεις που μας επιτρέπουν να κατανοούμε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν το πώς εξελίχθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος και μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν «σύγχρονο» και «νοήμονα».
Επιπρόσθετα, όμως, αυτές οι ανακαλύψεις μάς αποκαλύπτουν ότι η μεγάλη εξελικτική εποποιία που οδήγησε δήθεν γραμμικά στον σύγχρονο άνθρωπο πρέπει μάλλον να γραφτεί εξαρχής: η επικρατέστερη, μέχρι πρόσφατα, νεωτερική αντίληψη περί της συσσωρευτικής «προόδου» και της γραμμικής εξέλιξης από ένα απλούστερο ζωικό είδος προς ένα πολυπλοκότερο είδος ανθρώπου δεν επιβεβαιώνεται από τα νέα παλαιοντολογικά ευρήματα.
Στη μακροχρόνια και δυστυχώς ανεπαρκώς τεκμηριωμένη από παλαιοντολογικά ευρήματα ιστορία του ανθρώπινου γένους υπάρχουν δύο τουλάχιστον καίριες «στιγμές», κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν τα πιο αποφασιστικά, και ταυτόχρονα τα πιο αινιγματικά εξελικτικά άλματα της ανθρωπογένεσης.
Το πρώτο άλμα έλαβε χώρα στην Αφρική πριν από περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια και σηματοδοτεί το πέρασμα από τους ανθρωποειδείς πιθήκους, δηλαδή από τους ανθρωπίδες στους πρωτανθρώπους (Homo erectus).
Οι πρώτοι ανθρωπίδες εμφανίσθηκαν πριν από 6-7 εκατομμύρια χρόνια και ήταν δίποδα σπονδυλωτά που διατηρούσαν την πιθηκοειδή ικανότητά τους για δεντροαναρρίχηση.
Ωστόσο, αυτό το πρώτο εξελικτικό άλμα περιλαμβάνει όχι μόνο την όρθια βάδιση, με όλες τις ανατομικές μεταβολές που αυτή συνεπάγεται, αλλά και τη σταδιακή διόγκωση του εγκεφάλου που, όπως αποδείχτηκε, θα επιφέρει πολύ πιο συγκλονιστικές αλλαγές στην ανατομία, τη φυσιολογία και κυρίως τη συμπεριφορά τους.
Το δεύτερο αποφασιστικό βήμα συνέβη πριν από περίπου 200 χιλιάδες χρόνια και οδήγησε στην εμφάνιση, πάντα στην Αφρική, των πρώτων σύγχρονων ανθρώπων.
Ομως, η δυναμική είσοδος του ανατομικά σύγχρονου ανθρώπου (Homo sapiens) στην ιστορία του πλανήτη θα αρχίσει μόνο μετά την έξοδό του από την Αφρική.
Ερωτήματα όπως «πότε», «από πού» και «πώς» ακριβώς άρχισε ο εποικισμός του πλανήτη από το είδος μας αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια αντικείμενο σφοδρότατων διενέξεων μεταξύ των ειδικών.
Δύο είναι τα επικρατέστερα, σήμερα, εναλλακτικά σενάρια της εξέλιξης του σύγχρονου ανθρώπου: το «μονοτοπικό» και το «πολυτοπικό».
Σύμφωνα με το μονοτοπικό μοντέλο προέλευσης, όλα τα μεταγενέστερα είδη του γένους άνθρωπος ήταν το προϊόν μιας σχεδόν γραμμικής εξέλιξης του αρχαϊκού ανθρωπίδη (Homo erectus) που, ενώ εμφανίστηκε στην Αφρική, κατόπιν εξαπλώθηκε αρχικά στον Παλαιό και πολύ αργότερα στον Νέο Κόσμο.
Η εξέλιξη από τον αρχικό Homo erectus στον σύγχρονο Homo sapiens περιγράφεται από το μονοτοπικό μοντέλο, το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό και ως «μοντέλο προέλευσης από την Αφρική» (Out of Africa).
Εναλλακτικά, το πολυτοπικό μοντέλο υποστηρίζει ότι μετά τη διασπορά του Homo erectus εκτός Αφρικής, ο σύγχρονος άνθρωπος προήλθε από την κατά τόπους και παράλληλη εξέλιξη αυτών των πρώτων αποικιστών της Ευρασίας. Αρα οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν προήλθαν ούτε εμφανίστηκαν αποκλειστικά στην Αφρική, αλλά εξελίχθηκαν σε ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο.
Το διαθέσιμο σήμερα αρχείο των απολιθωμάτων, καθώς και κάποιες γενετικές αναλύσεις αφενός του μιτοχονδριακού DNA των γυναικών και αφετέρου του χρωμοσώματος Υ των ανδρών, φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τη μονοτοπική εξήγηση της κοινής αφρικανικής προέλευσης όλων των σύγχρονων ανθρώπων.
Λιγότερο σαφές είναι το πώς μπορεί να εξηγηθεί, με δεδομένη την κοινή καταγωγή των πολυάριθμων ανθρώπινων ειδών που ζούσαν τότε, η τελική επικράτηση του είδους μας.
 
Τι απέγιναν οι Νεάντερταλ;
Για να εξηγήσουν την τεράστια εξελικτική επιτυχία και την τελική επικράτηση του Homo sapiens σε σχέση με τα άλλα ανθρώπινα είδη που υπήρχαν τότε, οι ειδικοί έχουν προτείνει δύο εντελώς διαφορετικά εξηγητικά μοντέλα.
Σύμφωνα με τη θεωρία της «Αφρικανικής Αντικατάστασης», οι σύγχρονοι άνθρωποι εξελίχθηκαν αρχικά στην Αφρική πριν από 200 χιλιάδες χρόνια. Από εκεί διασκορπίστηκαν σταδιακά –με πολλά μικρά μεταναστευτικά ρεύματα– και εποίκισαν ολόκληρο τον Παλαιό Κόσμο.
Σε αυτή την πορεία του ο σύγχρονος άνθρωπος αντικατέστησε ή ίσως εξολόθρευσε τους προϋπάρχοντες και λιγότερο εξελιγμένους ανθρώπινους πληθυσμούς, όπως για παράδειγμα τους ανθρώπους Νεάντερταλ (Homo Neanderthalensis).
Συνεπώς, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είχε υποτίθεται καμία επαφή ή σχέση με τους αρχαϊκούς πληθυσμούς που συνάντησε στη μεγαλειώδη πορεία της επέκτασής του σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ενα εναλλακτικό, λιγότερο επιθετικό και «αιμοδιψές», μοντέλο εξήγησης είναι αυτό της βιολογικής «Αφομοίωσης» (assimilation model).
Η εξέλιξη και η τελική επικράτηση του σύγχρονου ανθρώπου δεν έγινε ως εκ θαύματος σε εξελικτικό κενό, χωρίς επιμιξίες με τους προϋπάρχοντες δήθεν «πρωτόγονους» πληθυσμούς.
Οποτε οι Homo sapiens μετανάστευσαν εκτός Αφρικής και συναντήθηκαν με άλλα ανθρώπινα είδη αφομοίωσαν εν μέρει τους αρχαιότερους και λιγότερο δυναμικούς πληθυσμούς που ζούσαν ήδη εκτός Αφρικής.
Το μοντέλο της γενετικής-πολιτισμικής αφομοίωσης επιβεβαιώνεται και από μια πολύ ενδιαφέρουσα ευρωπαϊκή έρευνα, που αφορά στην πλήρη χαρτογράφηση του απολιθωμένου γονιδιώματος των πιο στενών βιολογικά συγγενών μας, των ανθρώπων του Νεάντερταλ.
Οι Νεαντερτάλιοι διαφοροποιήθηκαν από τους Homo sapiens πριν από τουλάχιστον 500.000 χρόνια και έκτοτε τα δύο είδη ανθρώπων εξελίχτηκαν παράλληλα.
Ομως πριν από περίπου 40 χιλιάδες χρόνια οι Νεάντερταλ εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, μολονότι αυτοί οι πολύ στενοί συγγενείς μας διέθεταν κάποια νοημοσύνη, έφτιαχναν εργαλεία και πιθανά επικοινωνούσαν μέσω κάποιας υποτυπώδους μορφής λόγου.
Εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών τους θεωρήθηκαν εσφαλμένα ως οι άμεσοι πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου.
Αυτό όμως διαψεύδεται από τις πολυετείς έρευνες του κορυφαίου παλαιογενετιστή Svante Paabo, διευθυντή του Εργαστηρίου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ στη Λιψία.
Το 2009, αυτός ο Σουηδός ερευνητής παρουσίασε την πρώτη αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος ενός Νεάντερταλ που έζησε πριν από 38 χιλιάδες χρόνια.
Μέχρι την οριστική εξαφάνισή τους οι Νεάντερταλ συνυπήρξαν με τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας, τους Homo sapiens, στην Ευρώπη και τη δυτική Ασία (πριν από περίπου 35-45 χιλιάδες χρόνια).
Οι επιστήμονες επί χρόνια προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα αν επρόκειτο για μια απλή συμβίωση ή αν μεταξύ των δύο ειδών είχαν αναπτυχθεί πιο «στενές» σχέσεις.
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έδωσε η γονιδιακή παλαιοανθρωπολογική έρευνα, το «Πρόγραμμα Αποκρυπτογράφησης του Γονιδιώματος των Νεάντερταλ» (Neanderthal Genome Project) του Svante Paabo και χάρη στα νέα γονιδιακά δεδομένα γνωρίζουμε πια ότι είμαστε κατά τι… Νεάντερταλ, τουλάχιστον από γενετικής απόψεως.

Η αρχαιολογία του… νου
Υπάρχουν, άραγε, πειστικές παλαιοντολογικές ή και αρχαιολογικές ενδείξεις, που να πιστοποιούν με σχετική βεβαιότητα την παρουσία ή όχι τυπικά ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων κατά το προϊστορικό μας παρελθόν;
Διαφορετικοί ερευνητές έχουν υιοθετήσει, κατά καιρούς, τα πιο διαφορετικά εμπειρικά τεκμήρια: από το οργανωμένο κυνήγι με όπλα μέχρι τον εποικισμό άγνωστων περιοχών και από τη χρήση νέων υλικών και εργαλείων μέχρι την ταφή νεκρών (με ή χωρίς νεκρικές προσφορές) και τη δημιουργία τέχνης.
Τέτοιες ομαδικές δραστηριότητες και συλλογικές συμπεριφορές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας υποτυπώδους κοινωνικής ζωής, κάτι βρίσκουμε και σε πολύ απλούστερα είδη ζώων, αλλά επειδή υποδεικνύουν την ύπαρξη κοινωνικής ζωής που βασίζεται στην ατομική συνείδηση και τον έναρθρο λόγο, δύο τυπικά και ιδιαιτέρως αναπτυγμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Η ευρύτερη αποδοχή από την επιστημονική κοινότητα της προκλητικής ιδέας ότι η βιολογική εξέλιξη δεν αφορά μόνο τα υλικά σώματα αλλά και τις «άυλες» νοητικές ή ψυχικές ικανότητές μας ως είδος, θα αποτελέσει την προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός νέου διεπιστημονικού κλάδου, της «γνωσιακής-νοητικής αρχαιολογίας».
Ο «γνωσιακός-νοητικός αρχαιολόγος» δεν αρκείται στη χρονολόγηση και την ταξινόμηση ενός προϊστορικού τεκμηρίου, π.χ. ενός λίθινου εργαλείου, αλλά μελετά αυτά τα απολιθωμένα χειροτεχνήματα για να κατανοήσει τις νοητικές και τις ανατομικές ικανότητες του χειροτεχνουργού.
Για παράδειγμα, αναλύοντας τον τρόπο λάξευσης ενός λίθινου εργαλείου ή μελετώντας τη συμβολική περιπλοκότητα μιας προϊστορικής βραχογραφίας, μπορεί να συναγάγει πολύτιμες πληροφορίες για τις αφαιρετικές ή συνειδησιακές ικανότητες του πρωτόγονου τεχνίτη.
Μέχρι πρόσφατα, το ευρύτερα αποδεκτό μοντέλο εξήγησης για το πώς εμφανίσθηκαν οι πολύπλοκες νοητικές ικανότητες του σύγχρονου ανθρώπου ήταν αυτό του απότομου, σχεδόν «μαγικού» άλματος προς τα εμπρός, δηλαδή μέσω μιας ριζικής βιοψυχολογικής αλλαγής, που όπως εικάζανε συνέβη πριν από περίπου 40 χιλιάδες χρόνια.
Πράγματι, μια τέτοια μεγάλη βιοπολιτισμική αλλαγή καταγράφεται στην κεντρική Ευρώπη και σχετίζεται με την ομαδική μετανάστευση ανθρώπων με τα δικά μας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (άνθρωποι Κρο Μανιόν) από την Εγγύς Ανατολή.
Κάπως έτσι επιχειρούσαν να εξηγήσουν την απότομη αλλά μαζική εμφάνιση των εκπληκτικών βραχογραφιών και των συμμετρικών εργαλείων από πέτρα και κόκαλα, καθώς και την ανακάλυψη τάφων με κτερίσματα.
Παλαιοντολογικά ευρήματα που μαρτυρούν την ανάπτυξη όχι μόνο μιας ανώτερης τεχνολογίας αλλά και μιας συνειδητής κοινωνικής ζωής, δύο ικανότητες που προϋποθέτουν την ύπαρξη περιπλοκών εγκεφαλικών δομών.
Υπάρχουν όμως και άλλες, εναλλακτικές ερμηνείες για τα ίδια εμπειρικά δεδομένα και στην προκειμένη περίπτωση για τα ίδια παλαιοντολογικά ευρήματα.
Ενα τέτοιο εναλλακτικό εξελικτικό μοντέλο υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καμία ριζική αλλαγή ή βιολογικό «άλμα» από τους ανθρωπίδες στο σύγχρονο άνθρωπο, αλλά μια σταδιακή βιολογική εξέλιξη που ξεκίνησε στην Αφρική πριν από περίπου 400 χιλιάδες χρόνια.
Εκεί εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε, συνυπάρχοντας με τους πιο εξελιγμένους ανθρωπίδες, ο σύγχρονος άνθρωπος και από εκεί μετανάστευσε σε όλο σχεδόν τον πλανήτη (Out of Africa).
Αυτό το εναλλακτικό μοντέλο στη δήθεν «Μεγάλη Εκρηξη» των νοητικών φαινομένων στην Ευρώπη υποστηρίζει ότι οι εγκεφαλικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς (προφορικός λόγος, αφαιρετική-συμβολική σκέψη, τεχνογνωσία) ήταν πιθανότατα κοινές σε όλους τους τότε ανθρώπινους πληθυσμούς, δηλαδή στα διαφορετικά ανθρώπινα είδη που υπήρχαν πριν από τουλάχιστον 300 χιλιάδες χρόνια.
Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η βιολογική ανάγκη εμφάνισης ή επανεμφάνισης αυτών των κοινών νοητικών δυνατοτήτων εξαρτάται αφενός από τις τοπικές κλιματικές ή γεωγραφικές συνθήκες και αφετέρου από τις πολιτισμικές και, ενδεχομένως, τις γενετικές ανταλλαγές μεταξύ των διαφορετικών ανθρώπινων πληθυσμών.
Επομένως, όλα τα ανθρώπινα είδη υπήρξαν, εκ φύσεως, κοινωνικά θηλαστικά που εξελίχθηκαν με έναν απρόσμενο αλλά απολύτως φυσικό τρόπο.
Ισως το πιο ιδιαίτερο και πλέον ανεπτυγμένο χαρακτηριστικό της εξέλιξης του σύγχρονου ανθρώπου είναι η εντυπωσιακά ταχύτατη προσαρμογή του στην πολιτισμική εξέλιξη που προέκυψε από την ανάπτυξη των ιδιαίτερων βιολογικών του δυνατοτήτων.
Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι αν, με δεδομένες τις πολύ πρόσφατες βιοτεχνολογικές μας δυνατότητες, θα επιλέξουμε ή, ενδεχομένως, θα αναγκαστούμε να υπερβούμε τεχνολογικά τη μέχρι σήμερα απαραβίαστη βιολογική μας ταυτότητα, δημιουργώντας –βάσει σχεδίου και συνειδητά– πληθυσμούς υπερανθρώπων και υπανθρώπων...

Ο Αριστοτέλης, η μεσότητα και ο τελικός ορισμός της αρετής

Το αδιαχώριστο της μεσότητας και της αρετής τίθεται από τον Αριστοτέλη με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρετή αν δεν τεθεί στη βάση της μεσότητας. Οι δύο έννοιες είναι τόσο αξεδιάλυτα συνυφασμένες που είναι αδύνατο να γίνει αναφορά στη μια, χωρίς, έστω και ασυνείδητα, να μην υπολογίζεται και η άλλη. Για να το πούμε αλλιώς, αρετή χωρίς τη συνδρομή της μεσότητας δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά και, αντιστρόφως, μεσότητα που δεν οδηγεί στην αρετή δεν υφίσταται.
 
Και βέβαια, δεν πρέπει να συγχέεται η μεσότητα με τη μετριότητα. Η μετριότητα αφορά το σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στο άριστο και το κακό, ενώ το μέσον έχει να κάνει μόνο με το άριστο. Δεν ακολουθεί κανείς τη μεσότητα για να γίνει μέτριος, αλλά άριστος. Σε τελική ανάλυση, αυτό που διερευνάται ως αρετή είναι η υπερβολή του καλού (το άριστο), η οποία όμως θα επιτευχθεί ακολουθώντας το μέσο δρόμο.
 
Κι ακριβώς επειδή η μεσότητα έχει την έννοια του τρόπου (δρόμου) για να κατακτήσει κανείς την αρετή κι όχι του αυτοσκοπού (δεν έχει νόημα να προσπαθεί κανείς να ακολουθεί το μέσο για να είναι μέτριος) ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «Διαιρώντας κάτι που έχει για γνωρίσματά του τη συνέχεια και τη διαιρετότητα μπορούμε να έχουμε ή δύο άνισα μεταξύ τους μέρη (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) ή δύο ίσα μέρη, και αυτό είτε σε σχέση με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση προς εμάς». (1106a 6, 28-30).
 
Η διαίρεση «σε σχέση με το ίδιο το πράγμα» αφορά τον τρόπο που μπορεί να διαμοιράσει κανείς τα αντικείμενα. Γι’ αυτό και η επεξήγηση: «Όταν λέω “μέσον σε σχέση με το πράγμα”, εννοώ “αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα”· αυτό, φυσικά, είναι ένα, και το ίδιο για όλους». (1106a 6, 31-33).
 
Πράγματι, όταν μοιράζει κανείς οτιδήποτε άψυχο (που βέβαια ενδείκνυται για μοιρασιά), το μέσον δεν είναι παρά ο αριθμός που ισαπέχει από τα δύο άκρα: «Παράδειγμα: Αν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσον σε σχέση με το πράγμα λέμε πως είναι το έξι, αφού αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων. Αυτό βέβαια είναι το μέσον όπως το διδάσκει η αριθμητική». (1106a 6, 35-38).
 
Με λίγα λόγια, το μέσον «σε σχέση με το πράγμα» είναι το ένα και μοναδικό μέσον που τίθεται αδιαπραγμάτευτα από την αριθμητική. Είναι δηλαδή το αντικειμενικό μέσον που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Ανάμεσα στους αριθμούς δύο και δέκα το μέσον είναι το έξι γιατί απέχει εξίσου (κατά τέσσερις μονάδες) από τα δύο άκρα (δύο – δέκα). Όταν όμως γίνεται λόγος για τους ανθρώπους (κι αυτό είναι το ζητούμενο, αφού η αρετή δεν αφορά τα πράγματα), η μεσότητα είναι παράλογο να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο: «όταν, πάλι, λέω “μέσον σε σχέση προς εμάς”, εννοώ “αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο”, κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους». (1106a 6, 34).
 
Και για να γίνει πιο σαφής ο Αριστοτέλης θα φέρει ως παράδειγμα τις μερίδες του φαγητού: «αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα “μερίδες” και λίγο το να φάει δύο, δε θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι “μερίδες”, γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι’ αυτόν που θα τη φάει ή λίγη: λίγη για έναν Μίλωνα*, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση». (1106b 6, 1-5).
 
(*Mεγάλος αθλητής από τον Κρότωνα, τη γνωστή ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία. Έζησε τον 6ο αι. π.Χ. Η αρχαιότητα μιλούσε με θαυμασμό για τη μεγάλη του δύναμη).
 
Η διαπίστωση ότι το «μέσον σε σχέση προς εμάς δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους» είναι η κατάδειξη του υποκειμενικού μέσου, το οποίο και αρμόζει όταν μιλάμε για ανθρώπους. Το ότι το έξι είναι το αντικειμενικό μέσο ανάμεσα στο δύο και το δέκα δε σημαίνει ότι τους αφορά όλους, καθώς άλλο ο Μίλωνας κι άλλο κάποιος που δεν έχει εμπειρία στις γυμναστικές ασκήσεις.
 
Κι εδώ δεν πρέπει να σταθεί κανείς μόνο στον εύστοχο τρόπο που αποδίδει ο Αριστοτέλης την έννοια υποκειμενικός («προς εμάς») και αντικειμενικός («σε σχέση προς το πράγμα»), οι οποίες δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα και κλήθηκε να τις αποδώσει χωρίς γλωσσικό υπόβαθρο, αλλά στην εξίσου εύστοχη απόδοση της μεσότητας ως δρόμο για να κατακτήσει κανείς το άριστο. Γιατί λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπου, για τα οποία κανένας αριθμητικός υπολογισμός δεν μπορεί να είναι αρκετός.
 
Η αυτογνωσία, η λογική, η ελεύθερη βούληση και η γνώση είναι παράγοντες που καθορίζουν αποφασιστικά τη δυνατότητα του ανθρώπου να βρει και να επιλέξει το δικό του υποκειμενικό μέσο, ώστε να οδηγηθεί στο άριστο. Κι αυτά σηματοδοτούν και την προσωπική του ευθύνη. Πρέπει κανείς να γνωρίζει τον εαυτό του για να κάνει τις σωστές επιλογές, καθώς, αν νομίζει ότι είναι Μίλωνας χωρίς πράγματι να είναι, δε θα τραφεί σωστά και, τελικά, θα βλάψει τον εαυτό του. Η αναφορά στον προπονητή είναι η επίκληση στην εμπειρία που διασφαλίζει τη γνώση. Και πέρα απ’ αυτό, ο προπονητής, ως ειδήμων, δεν μπορεί παρά να είναι και εκπρόσωπος της λογικής. Η λογική είναι ο παράγοντας που θα περιορίσει τα όρια της υποκειμενικότητας. Γιατί η υποκειμενικότητα χωρίς πλαίσιο ενδέχεται να ταυτιστεί με την ασυδοσία.
 
Και η μεσότητα, ως άριστο, έχει να κάνει με όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η τέχνη είναι περίπτωση αρκούντως ενδεικτική, αφού κι εκεί η μεσότητα θα αναδείξει το σπουδαίο έργο: «εξού και ο λόγος που συνοδεύει όλα τα πετυχημένα έργα, πως τίποτε δεν έχουμε να προσθέσουμε σ’ αυτά ή να τους αφαιρέσουμε, δεδομένου ότι η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν το σωστό, ενώ η μεσότητα το διασώζει – και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, με το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό». (1106b 6, 11-15).
 
Η μεσότητα προτείνεται ως ισορροπία που εξουδετερώνει τους κινδύνους των δύο άκρων. Ένα βαρυφορτωμένο έργο δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο πομπώδες κλείνοντας προς το μέρος της υπερβολής, ενώ ένα ανεπαρκές – φτωχό τείνει προς την έλλειψη, αφού θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει ανολοκλήρωτο.
 
Για τον Αριστοτέλη και η φύση και οι τέχνες και η αρετή καθοδηγούνται από την αρχή της μεσότητας. Όταν, όμως, γίνεται λόγος για την αρετή του ανθρώπου πρέπει να ληφθούν υπόψη εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από οτιδήποτε άλλο: τα συναισθήματα και οι πράξεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που, σ’ αυτή την περίπτωση, η αρετή δεν μπορεί παρά να έχει ηθικό περιεχόμενο: «Φυσικά, μιλώ για την ηθική αρετή, γιατί αυτή είναι που αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις: σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και το μέσον». (1106b 6, 17-19).
 
Ο Αριστοτέλης για μια ακόμη φορά καταδεικνύει τη σημασία των συναισθημάτων για την κατάκτηση της αρετής, πράγμα που καθιστά σαφές ότι οι προηγούμενες τοποθετήσεις του «κανένας δε μας επαινεί ούτε μας ψέγει κατά τα πάθη» (1105b 5, 35-36) και «ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες είναι πάθη, αφού κανένας δε μας λέει καλούς ή κακούς κατά τα πάθη» (1105b 5, 32-34) αφορούσαν τα συναισθήματα καθαυτά, όπως έχουν δοθεί από τη φύση, ενώ η αρετή αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να τα δαμάσει θέτοντάς τα στα όρια της μεσότητας. Και προς ενίσχυση αυτών θα φέρει αρκετά παραδείγματα συναισθηματικών εκδηλώσεων τονίζοντας τη σπουδαιότητα της μεσότητας στην αναζήτηση της αρετής: «Παραδείγματος χάριν μπορεί κανείς να φοβηθεί ή να δείξει θάρρος, να επιθυμήσει, να οργισθεί ή να σπλαχνιστεί, γενικά να νιώσει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό, και ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δύο αυτά είναι καλό». (1106b 6, 20-23).
 
Με άλλα λόγια, τα συναισθήματα είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου και είναι αδύνατο να τα αρνηθεί κανείς. Αν κάποιος στερείται συναισθημάτων, βρίσκεται στο άκρο της έλλειψης και είναι αδύνατο να φτάσει στην αρετή, όπως κι αυτός που τα βιώνει με τρόπο έντονο, που μπορεί να φτάσει στο ανεξέλεγκτο, επειδή κινείται προς το πλευρό της υπερβολής. Η μεσότητα στα πάθη είναι που θα φέρει την ψυχική ισορροπία και τη νηφαλιότητα στις πράξεις, που τελικά θα οδηγήσουν στην ευτυχία. Τα συναισθήματα που είναι καθαρά αρνητικά και που πρέπει να τα καταπολεμά κανείς, όπως η ζηλοτυπία, ο φθόνος ή το μίσος, δε λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα στιγμή. Αυτό που καταδεικνύεται εδώ είναι η αναγκαιότητα του μέτρου στα συναισθήματα που πρέπει να νιώθει κανείς.
 
Κι αφού η μεσότητα είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ορθότητα όλων των συναισθηματικών αποχρώσεων, ο Αριστοτέλης προχωρά στην απόδοση των επιμέρους χαρακτηριστικών της: «να τα αισθανθεί όλα αυτά τη στιγμή που πρέπει, ενσχέσει με τα πράγματα που πρέπει, ενσχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο, το μέσον και το άριστο – αυτό το δεύτερο έχει, βέβαια, άμεση σχέση με την αρετή». (1106b 6, 23-25).
 
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καθορίζονται από τον Αριστοτέλη και οι πράξεις καταδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το αδιάσπαστο που έχουν με τα συναισθήματα: «Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μέσον – η αρετή αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις». (1106b 6, 25-27).
 
Ο συσχετισμός των συναισθηματικών εντάσεων με το πρέπει είναι η σημασία του κοινωνικού περίγυρου, που λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη. Το δεοντολογικό στοιχείο κάθε συμπεριφοράς είναι συνυφασμένο με την κοινωνική νοοτροπία στην οποία εντάσσεται. Η στιγμή που πρέπει, οι άνθρωποι που πρέπει, η αιτία που πρέπει και ο τρόπος που πρέπει είναι το πλαίσιο της αρετής που δεν μπορεί παρά να έχει κοινωνική διάσταση. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την καταπιεστική εκδοχή της συνύπαρξης που επιβάλλει κανόνες, αλλά για την ορθότητα των πράξεων που αποκομμένες από το περιβάλλον στερούνται νοήματος.
 
Σε τελική ανάλυση, η ηθική αρετή αφορά τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα που εναρμονίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό δε σημαίνει την υποταγή ή τον ακρωτηριασμό του ατόμου στο όνομα της συνύπαρξης, αφού ούτε η οργή ούτε η προσωπική επιθυμία αποκλείονται. Όταν κάποιος αδικείται είναι σωστό να οργιστεί και να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν ή του αξίζουν. Κι όταν κάποιος διαπιστώσει μια εσφαλμένη κοινωνική αντίληψη πρέπει να έχει το θάρρος να την καταστήσει σαφή. Αν χρειαστεί, οφείλει να παλέψει για τις ιδέες του.
 
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται στον κούφιο καθωσπρεπισμό της κοινωνικής μίμησης, αλλά στα όρια της συμπεριφοράς, την οποία θα καθορίσουν τα συναισθήματα, ώστε να είναι κοινωνικώς αποδεκτή προάγοντας τη συνύπαρξη. Ο ανεξέλεγκτος θυμός, η ανεξέλεγκτη επιθυμία, το ανεξέλεγκτο θάρρος (που γίνεται θράσος) δεν μπορούν να έχουν αποδοχή από το σύνολο, γιατί θα οδηγήσουν σε ακραίες συμπεριφορές. Και οι ακραίες συμπεριφορές δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την ομαλότητα ούτε με τη γαλήνη.
 
Κι επειδή το μέσον στη συμπεριφορά είναι μόνο ένα σημείο, σε αντίθεση με τα άπειρα που τείνουν προς τα δύο άκρα, η εύρεση και η επίτευξη της μεσότητας είναι δύσκολο πράγμα: «Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι, να αποτύχεις στο στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)». (1106b 6, 31-35). Και προς ενίσχυση αυτού ο Αριστοτέλης θα παραθέσει και τον άγνωστης προέλευσης λαϊκό στίχο «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους» (1106b 6, 38), κάτι ανάλογο με το δικό μας «ο διάολος έχει πολλά ποδάρια».
 
Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης είναι έτοιμος να παραθέσει τον τελικό ορισμό της αρετής, ο οποίος οφείλει να εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις που έχουν ως τώρα αναφερθεί: «Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το “σε σχέση προς εμάς”· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική – πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος». (1106b 6, 40 και 1107a 6, 1-2).
 
Η επιμονή στην έξη είναι το τελικό ξεκαθάρισμα ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά αποτελεί συνήθεια (εθισμό) που συντελείται μέσω των επαναλαμβανόμενων πράξεων και γίνεται μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Η ελεύθερη επιλογή είναι η απόδειξη ότι η αρετή είναι αδύνατο να ασκηθεί καταπιεστικά. Πρέπει το άτομο να θέλει να την ασκήσει κι αυτός είναι ο ρόλος του συναισθήματος, που κατευθύνει την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς η άσκηση της αρετής, αν δε συνοδεύεται από την ευχαρίστηση είναι αδύνατο να γίνει μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Γι’ αυτό πρέπει από τη μικρή ηλικία να δέχεται κανείς εκείνη τη διαπαιδαγώγηση που θα συνδυάζει τα θετικά συναισθήματα με τις θετικές πράξεις. Και βέβαια, από τη στιγμή που επιλέγει κανείς ελεύθερα, οφείλει να αποδεχτεί και τις συνέπειες, καθώς φέρει την ευθύνη των επιλογών του.
 
Από κει και πέρα η μεσότητα παίζει ρόλο καθοριστικό στην αναζήτηση της αρετής και μάλιστα η μεσότητα η υποκειμενική («σε σχέση με μας»), που προϋποθέτει την αυτογνωσία, ώστε να μπορεί κανείς να παίρνει τις σωστές αποφάσεις για τον εαυτό του. Τα όρια της υποκειμενικής μεσότητας περιορίζονται από τη λογική, καθώς η δίχως όριο υποκειμενικότητα υπάρχει κίνδυνος να ταυτιστεί με την αυθαιρεσία.
 
Ο Αριστοτέλης δίνει τόσο μεγάλη βαρύτητα στη λογική, που αναφέρει σαφώς τη λογική «που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος». Ο φρόνιμος, ο συνετός, δηλαδή ο σοφός αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αξία της αρχαιότητας και επικαλείται από τον Αριστοτέλη ακριβώς για να τονιστεί η σημασία της λογικής στον καθορισμό του υποκειμενικού μέσου. Δε μιλάμε, δηλαδή, για τη λογική του κάθε ανθρώπου, αλλά για την αυστηρότερη εκδοχή της, την εκδοχή που εξασφαλίζει την ύψιστη ποιότητα.
 
Η κατάκτηση της αρετής, ως κατάκτηση της ευτυχίας, είναι η παρακαταθήκη του Αριστοτέλη στο σύγχρονο άνθρωπο για να ευημερήσει. Οι σωστές συνήθειες, η ελευθερία, η αυτογνωσία, η μεσότητα και η λογική είναι σε θέση να προσφέρουν στον άνθρωπο το νόημα της ζωής που είναι ευτυχία. Το τελικό συμπέρασμα είναι απολύτως προφανές: «Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί». (1107a 6, 6-8).
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια