900 ΗΛ. αἰσχύνομαι μέν, βούλομαι δ᾽ εἰπεῖν ὅμως.
ΟΡ. τί χρῆμα; λέξον· ὡς φόβου γ᾽ ἔξωθεν εἶ.
ΗΛ. νεκροὺς ὑβρίζειν, μή μέ τις φθόνωι βάληι.
ΟΡ. οὐκ ἔστιν οὐδεὶς ὅστις ἂν μέμψαιτό σε.
ΗΛ. δυσάρεστος ἡμῶν καὶ φιλόψογος πόλις.
905 ΟΡ. λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις, σύγγον᾽· ἀσπόνδοισι γὰρ
νόμοισιν ἔχθραν τῶιδε συμβεβλήκαμεν.
ΗΛ. εἶἑν· τίν᾽ ἀρχὴν πρῶτά σ᾽ ἐξείπω κακῶν,
ποίας τελευτάς; τίνα μέσον τάξω λόγον;
καὶ μὴν δι᾽ ὄρθρων γ᾽ οὔποτ᾽ ἐξελίμπανον
910 θρυλοῦσ᾽ ἅ γ᾽ εἰπεῖν ἤθελον κατ᾽ ὄμμα σόν,
εἰ δὴ γενοίμην δειμάτων ἐλευθέρα
τῶν πρόσθε. νῦν οὖν ἔσμεν· ἀποδώσω δέ σοι
ἐκεῖν᾽ ἅ σε ζῶντ᾽ ἤθελον λέξαι κακά.
ἀπώλεσάς με κὠρφανὴν φίλου πατρὸς
915 καὶ τόνδ᾽ ἔθηκας, οὐδὲν ἠδικημένος,
κἄγημας αἰσχρῶς μητέρ᾽ ἄνδρα τ᾽ ἔκτανες
στρατηλατοῦνθ᾽ Ἕλλησιν, οὐκ ἐλθὼν Φρύγας.
ἐς τοῦτο δ᾽ ἦλθες ἀμαθίας ὥστ᾽ ἤλπισας
ὡς ἐς σὲ μὲν δὴ μητέρ᾽ οὐχ ἕξεις κακὴν
920 γήμας, ἐμοῦ δὲ πατρὸς ἠδίκει λέχη.
ἴστω δ᾽, ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του
κρυπταῖσιν εὐναῖς εἶτ᾽ ἀναγκασθῆι λαβεῖν,
δύστηνός ἐστιν, εἰ δοκεῖ τὸ σωφρονεῖν
ἐκεῖ μὲν αὐτὴν οὐκ ἔχειν, παρ᾽ οἷ δ᾽ ἔχειν.
925 ἄλγιστα δ᾽ ὤικεις, οὐ δοκῶν οἰκεῖν κακῶς·
ἤιδησθα γὰρ δῆτ᾽ ἀνόσιον γήμας γάμον,
μήτηρ δὲ σ᾽ ἄνδρα δυσσεβῆ κεκτημένη.
ἄμφω πονηρὼ δ᾽ ὄντ᾽ ἀνηιρεῖσθον τύχην
κείνη τε τὴν σὴν καὶ σὺ τοὐκείνης κακόν.
930 πᾶσιν δ᾽ ἐν Ἀργείοισιν ἤκουες τάδε·
Ὁ τῆς γυναικός, οὐχὶ τἀνδρὸς ἡ γυνή.
καίτοι τόδ᾽ αἰσχρόν, προστατεῖν γε δωμάτων
γυναῖκα, μὴ τὸν ἄνδρα· κἀκείνους στυγῶ
τοὺς παῖδας, ὅστις τοῦ μὲν ἄρσενος πατρὸς
935 οὐκ ὠνόμασται, τῆς δὲ μητρὸς ἐν πόλει.
ἐπίσημα γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη
τἀνδρὸς μὲν οὐδείς, τῶν δὲ θηλειῶν λόγος.
ὃ δ᾽ ἠπάτα σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα,
ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων·
940 τὰ δ᾽ οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι χρόνον.
ἡ γὰρ φύσις βέβαιος, οὐ τὰ χρήματα.
ἡ μὲν γὰρ αἰεὶ παραμένουσ᾽ αἴρει κακά·
ὁ δ᾽ ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν
ἐξέπτατ᾽ οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.
945 ἃ δ᾽ ἐς γυναῖκας (παρθένωι γὰρ οὐ καλὸν
λέγειν) σιωπῶ, γνωρίμως δ᾽ αἰνίξομαι.
ὕβριζες, ὡς δὴ βασιλικοὺς ἔχων δόμους
κάλλει τ᾽ ἀραρώς. ἀλλ᾽ ἔμοιγ᾽ εἴη πόσις
μὴ παρθενωπὸς ἀλλὰ τἀνδρείου τρόπου.
950 τὰ γὰρ τέκν᾽ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται,
τὰ δ᾽ εὐπρεπῆ δὴ κόσμος ἐν χοροῖς μόνον.
ἔρρ᾽, οὐδὲν εἰδὼς ὧν ἐφευρεθεὶς χρόνωι
δίκην δέδωκας. ὧδέ τις κακοῦργος ὢν
μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ᾽ ἐὰν δράμηι καλῶς
955 νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέρας
γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψηι βίου.
***
900 ΗΛΕ. Διστάζω, ωστόσο θέλω να το πω.
ΟΡΕ. Τί πράμα; Μίλα, φόβος δεν υπάρχει.
ΗΛΕ. Μην πουν πως ατιμάζω τους νεκρούς.
ΟΡΕ. Κανένας δεν θα πει κακό για σένα.
ΗΛΕ. Κακόβουλή ᾽ναι η πόλη, δεν μας στέργει.
ΟΡΕ. Λέγε, αδερφή μου, ό,τι θελήσεις· έχθρα
θανάσιμη μας χώριζε με τούτον.
ΗΛΕ. Καλά. Ποιά κατηγόρια να διαλέξω
πρώτη να ξεστομίσω, ποιά στο τέλος
να πω, και ποιά λόγια μου να βάλω
στη μέση; Όμως δεν έπαψα ποτέ μου
την κάθε αυγή να σιγολέω εκείνα
910 που θα ᾽θελα να τα φωνάξω μπρος σου,
αν ήμουν λεύτερη από τους παλιούς μου
φόβους. Τώρα είμαι· κι όλες σου τις πράξεις
τις άτιμες απάνω σου θα ρίξω,
όσες ποθούσα να σου πω όταν ζούσες.
Μ᾽ αφάνισες κι ορφάνεψες εμένα
κι αυτόν από πατέρα αγαπημένο,
χωρίς να σ᾽ αδικήσουμε καθόλου.
Έκανες γάμο ανόσιο με τη μάνα μου,
της σκότωσες τον άντρα, των Ελλήνων
τον στρατηλάτη, εσύ που δεν επήγες
να πολεμήσεις με τους Τρωαδίτες.
Φάνηκες τόσο ανέμυαλος σαν πήρες
920 τη μάνα μου κι ατίμαζες το στρώμα
του γονιού μου, λογαριάζοντας πως θα ᾽ταν
πιστή σε σένα. Όμως καθένας πρέπει
να ξέρει αυτό: πως άμα ξεπλανέψει
ξένη γυναίκα με κρυφές αγάπες
κι ύστερα αναγκαστεί να τηνε πάρει,
είναι δυστυχισμένος αν λογιάζει
πως θα ᾽ναι φρόνιμη μ᾽ εκείνον, όταν
δεν ήταν με τον πρώτο της τον άντρα.
Μέσα στις συμφορές εκατοικούσες
κι ανυποψίαστος νόμιζες πως ήσουν
ευτυχισμένος. Βέβαια το ᾽ξερες πως είχες
ανόσιο γάμο κάνει, το ᾽ξερε κι η μάνα
πως είχε πάρει άνομον άντρα. Οι δυο σας,
όντας κακοί, κρύβατ᾽ ο ένας του άλλου
τη δυστυχία· εκείνη τη δική σου
κι εσύ πάλι τη δικιά της. Οι Αργίτες
930 έλεγαν όλοι: «Της κυράς ο άντρας, κι όχι
ο αφέντης της γυναίκας». Μες στο σπίτι,
αν κυβερνά η γυναίκα κι όχι ο άντρας,
είναι ντροπή μεγάλη. Εγώ αποστρέφομαι
τα τέκνα αυτά που δεν τα ονοματίζουν
απ᾽ τον πατέρα τους μέσα στην πόλη,
αλλά απ᾽ τη μάνα τους. Γιατί άμα πάρει
καλύτερη απ᾽ αυτόν κανείς γυναίκα
κι από λαμπρότερη γενιά, καθόλου
γι᾽ αυτόν δεν θα μιλούν, παρά για κείνη.
Και με το λίγο σου μυαλό είχες πέσει
σε μια μεγάλη πλάνη: για σπουδαίος
περνούσες μ᾽ όση δύναμη σου δίναν
τα πλούτη. Μα τα χρήματα είναι κάτι
940 που δεν μπορείς πολύν καιρό να το ᾽χεις.
Το φυσικό του ανθρώπου είναι μονάχα
σταθερό κι όχι ο πλούτος· γιατί εκείνο,
μαζί μας πάντα μένοντας, νικάει
τις συμφορές. Η άνομη ευτυχία
σε φαύλους όταν πάει, φτερουγίζει
μακριά απ᾽ τα σπιτικά τους, αφού μόνο
λίγο καιρόν ανθίσει. Δεν μιλάω
για τα φερσίματά σου στις γυναίκες
— δεν πρέπει να τα λέει μια παρθένα·
μα σκεπαστά που θα τα πω, θα γίνουν
ευκολονόητα πάλι. Τις ατίμαζες,
γιατί ᾽χες, λέει, βασιλικά παλάτια
κι ήσουνα κι όμορφος. Εγώ τον άντρα μου
δεν τονε θέλω με θωριά παρθένας,
αλλά πραγματικό άντρα. Τέτοιων τα παιδιά
950 τον Άρη υπηρετούν, τα καλοκαμωμένα
για τους χορούς στολίδια είναι μονάχα.
Χάσου λοιπόν, γιατί ανόητος φάνηκες
κι ήρθε ο καιρός αυτά να τα πληρώσεις.
Κάθε κακούργος σαν αυτόν, κι αν πάει
καλά στο πρώτο βήμα, ας μη νομίζει
πως τη δικαιοσύνη έχει νικήσει,
προτού να φτάσει στης ζωής το τέρμα.
ΟΡ. τί χρῆμα; λέξον· ὡς φόβου γ᾽ ἔξωθεν εἶ.
ΗΛ. νεκροὺς ὑβρίζειν, μή μέ τις φθόνωι βάληι.
ΟΡ. οὐκ ἔστιν οὐδεὶς ὅστις ἂν μέμψαιτό σε.
ΗΛ. δυσάρεστος ἡμῶν καὶ φιλόψογος πόλις.
905 ΟΡ. λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις, σύγγον᾽· ἀσπόνδοισι γὰρ
νόμοισιν ἔχθραν τῶιδε συμβεβλήκαμεν.
ΗΛ. εἶἑν· τίν᾽ ἀρχὴν πρῶτά σ᾽ ἐξείπω κακῶν,
ποίας τελευτάς; τίνα μέσον τάξω λόγον;
καὶ μὴν δι᾽ ὄρθρων γ᾽ οὔποτ᾽ ἐξελίμπανον
910 θρυλοῦσ᾽ ἅ γ᾽ εἰπεῖν ἤθελον κατ᾽ ὄμμα σόν,
εἰ δὴ γενοίμην δειμάτων ἐλευθέρα
τῶν πρόσθε. νῦν οὖν ἔσμεν· ἀποδώσω δέ σοι
ἐκεῖν᾽ ἅ σε ζῶντ᾽ ἤθελον λέξαι κακά.
ἀπώλεσάς με κὠρφανὴν φίλου πατρὸς
915 καὶ τόνδ᾽ ἔθηκας, οὐδὲν ἠδικημένος,
κἄγημας αἰσχρῶς μητέρ᾽ ἄνδρα τ᾽ ἔκτανες
στρατηλατοῦνθ᾽ Ἕλλησιν, οὐκ ἐλθὼν Φρύγας.
ἐς τοῦτο δ᾽ ἦλθες ἀμαθίας ὥστ᾽ ἤλπισας
ὡς ἐς σὲ μὲν δὴ μητέρ᾽ οὐχ ἕξεις κακὴν
920 γήμας, ἐμοῦ δὲ πατρὸς ἠδίκει λέχη.
ἴστω δ᾽, ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του
κρυπταῖσιν εὐναῖς εἶτ᾽ ἀναγκασθῆι λαβεῖν,
δύστηνός ἐστιν, εἰ δοκεῖ τὸ σωφρονεῖν
ἐκεῖ μὲν αὐτὴν οὐκ ἔχειν, παρ᾽ οἷ δ᾽ ἔχειν.
925 ἄλγιστα δ᾽ ὤικεις, οὐ δοκῶν οἰκεῖν κακῶς·
ἤιδησθα γὰρ δῆτ᾽ ἀνόσιον γήμας γάμον,
μήτηρ δὲ σ᾽ ἄνδρα δυσσεβῆ κεκτημένη.
ἄμφω πονηρὼ δ᾽ ὄντ᾽ ἀνηιρεῖσθον τύχην
κείνη τε τὴν σὴν καὶ σὺ τοὐκείνης κακόν.
930 πᾶσιν δ᾽ ἐν Ἀργείοισιν ἤκουες τάδε·
Ὁ τῆς γυναικός, οὐχὶ τἀνδρὸς ἡ γυνή.
καίτοι τόδ᾽ αἰσχρόν, προστατεῖν γε δωμάτων
γυναῖκα, μὴ τὸν ἄνδρα· κἀκείνους στυγῶ
τοὺς παῖδας, ὅστις τοῦ μὲν ἄρσενος πατρὸς
935 οὐκ ὠνόμασται, τῆς δὲ μητρὸς ἐν πόλει.
ἐπίσημα γὰρ γήμαντι καὶ μείζω λέχη
τἀνδρὸς μὲν οὐδείς, τῶν δὲ θηλειῶν λόγος.
ὃ δ᾽ ἠπάτα σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα,
ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων·
940 τὰ δ᾽ οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι χρόνον.
ἡ γὰρ φύσις βέβαιος, οὐ τὰ χρήματα.
ἡ μὲν γὰρ αἰεὶ παραμένουσ᾽ αἴρει κακά·
ὁ δ᾽ ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν
ἐξέπτατ᾽ οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.
945 ἃ δ᾽ ἐς γυναῖκας (παρθένωι γὰρ οὐ καλὸν
λέγειν) σιωπῶ, γνωρίμως δ᾽ αἰνίξομαι.
ὕβριζες, ὡς δὴ βασιλικοὺς ἔχων δόμους
κάλλει τ᾽ ἀραρώς. ἀλλ᾽ ἔμοιγ᾽ εἴη πόσις
μὴ παρθενωπὸς ἀλλὰ τἀνδρείου τρόπου.
950 τὰ γὰρ τέκν᾽ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται,
τὰ δ᾽ εὐπρεπῆ δὴ κόσμος ἐν χοροῖς μόνον.
ἔρρ᾽, οὐδὲν εἰδὼς ὧν ἐφευρεθεὶς χρόνωι
δίκην δέδωκας. ὧδέ τις κακοῦργος ὢν
μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ᾽ ἐὰν δράμηι καλῶς
955 νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέρας
γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψηι βίου.
***
900 ΗΛΕ. Διστάζω, ωστόσο θέλω να το πω.
ΟΡΕ. Τί πράμα; Μίλα, φόβος δεν υπάρχει.
ΗΛΕ. Μην πουν πως ατιμάζω τους νεκρούς.
ΟΡΕ. Κανένας δεν θα πει κακό για σένα.
ΗΛΕ. Κακόβουλή ᾽ναι η πόλη, δεν μας στέργει.
ΟΡΕ. Λέγε, αδερφή μου, ό,τι θελήσεις· έχθρα
θανάσιμη μας χώριζε με τούτον.
ΗΛΕ. Καλά. Ποιά κατηγόρια να διαλέξω
πρώτη να ξεστομίσω, ποιά στο τέλος
να πω, και ποιά λόγια μου να βάλω
στη μέση; Όμως δεν έπαψα ποτέ μου
την κάθε αυγή να σιγολέω εκείνα
910 που θα ᾽θελα να τα φωνάξω μπρος σου,
αν ήμουν λεύτερη από τους παλιούς μου
φόβους. Τώρα είμαι· κι όλες σου τις πράξεις
τις άτιμες απάνω σου θα ρίξω,
όσες ποθούσα να σου πω όταν ζούσες.
Μ᾽ αφάνισες κι ορφάνεψες εμένα
κι αυτόν από πατέρα αγαπημένο,
χωρίς να σ᾽ αδικήσουμε καθόλου.
Έκανες γάμο ανόσιο με τη μάνα μου,
της σκότωσες τον άντρα, των Ελλήνων
τον στρατηλάτη, εσύ που δεν επήγες
να πολεμήσεις με τους Τρωαδίτες.
Φάνηκες τόσο ανέμυαλος σαν πήρες
920 τη μάνα μου κι ατίμαζες το στρώμα
του γονιού μου, λογαριάζοντας πως θα ᾽ταν
πιστή σε σένα. Όμως καθένας πρέπει
να ξέρει αυτό: πως άμα ξεπλανέψει
ξένη γυναίκα με κρυφές αγάπες
κι ύστερα αναγκαστεί να τηνε πάρει,
είναι δυστυχισμένος αν λογιάζει
πως θα ᾽ναι φρόνιμη μ᾽ εκείνον, όταν
δεν ήταν με τον πρώτο της τον άντρα.
Μέσα στις συμφορές εκατοικούσες
κι ανυποψίαστος νόμιζες πως ήσουν
ευτυχισμένος. Βέβαια το ᾽ξερες πως είχες
ανόσιο γάμο κάνει, το ᾽ξερε κι η μάνα
πως είχε πάρει άνομον άντρα. Οι δυο σας,
όντας κακοί, κρύβατ᾽ ο ένας του άλλου
τη δυστυχία· εκείνη τη δική σου
κι εσύ πάλι τη δικιά της. Οι Αργίτες
930 έλεγαν όλοι: «Της κυράς ο άντρας, κι όχι
ο αφέντης της γυναίκας». Μες στο σπίτι,
αν κυβερνά η γυναίκα κι όχι ο άντρας,
είναι ντροπή μεγάλη. Εγώ αποστρέφομαι
τα τέκνα αυτά που δεν τα ονοματίζουν
απ᾽ τον πατέρα τους μέσα στην πόλη,
αλλά απ᾽ τη μάνα τους. Γιατί άμα πάρει
καλύτερη απ᾽ αυτόν κανείς γυναίκα
κι από λαμπρότερη γενιά, καθόλου
γι᾽ αυτόν δεν θα μιλούν, παρά για κείνη.
Και με το λίγο σου μυαλό είχες πέσει
σε μια μεγάλη πλάνη: για σπουδαίος
περνούσες μ᾽ όση δύναμη σου δίναν
τα πλούτη. Μα τα χρήματα είναι κάτι
940 που δεν μπορείς πολύν καιρό να το ᾽χεις.
Το φυσικό του ανθρώπου είναι μονάχα
σταθερό κι όχι ο πλούτος· γιατί εκείνο,
μαζί μας πάντα μένοντας, νικάει
τις συμφορές. Η άνομη ευτυχία
σε φαύλους όταν πάει, φτερουγίζει
μακριά απ᾽ τα σπιτικά τους, αφού μόνο
λίγο καιρόν ανθίσει. Δεν μιλάω
για τα φερσίματά σου στις γυναίκες
— δεν πρέπει να τα λέει μια παρθένα·
μα σκεπαστά που θα τα πω, θα γίνουν
ευκολονόητα πάλι. Τις ατίμαζες,
γιατί ᾽χες, λέει, βασιλικά παλάτια
κι ήσουνα κι όμορφος. Εγώ τον άντρα μου
δεν τονε θέλω με θωριά παρθένας,
αλλά πραγματικό άντρα. Τέτοιων τα παιδιά
950 τον Άρη υπηρετούν, τα καλοκαμωμένα
για τους χορούς στολίδια είναι μονάχα.
Χάσου λοιπόν, γιατί ανόητος φάνηκες
κι ήρθε ο καιρός αυτά να τα πληρώσεις.
Κάθε κακούργος σαν αυτόν, κι αν πάει
καλά στο πρώτο βήμα, ας μη νομίζει
πως τη δικαιοσύνη έχει νικήσει,
προτού να φτάσει στης ζωής το τέρμα.