Κατά κοινή παραδοχή, ο Άνταμ Σμιθ είναι ιδρυτής της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, η οποία αποτελεί τη βάση της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης. Ο Πλούτος των Εθνών, το magnum opus του Σκοτσέζου διανοητή, είναι το βιβλίο με τη μεγαλύτερη απήχηση σε θέματα οικονομικής θεωρίας και πολιτικής από οποιοδήποτε άλλο οικονομικό σύγγραμμα Συγκαταλέγεται δε στα μεγάλα βιβλία που συγκλόνισαν ή άλλαξαν τον κόσμο, όχι επειδή έκανε κάποια σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη ή επειδή ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο. Στην πραγματικότητα, όλες οι βασικές έννοιες που χρησιμοποιεί ο Σμιθ είναι δάνειες και υπάρχουν διάσπαρτες στα κείμενα προγενέστερων ή σύγχρονων φιλοσόφων και οικονομολόγων του 17ου και του 18ου αιώνα, στους οποίους μάλιστα παραπέμπει. Είναι, όμως, πρωτότυπος και αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τις έννοιες αυτές. Δεν τις χρησιμοποιεί αποσπασματικά, αλλά συγκροτεί ένα ενιαίο και συνεκτικό θεωρητικό πλαίσιο για να περιγράφει και να ερμηνεύσει στην ολότητά του τον συγκλονιστικό και συναρπαστικό καινούριο κόσμο που παρατηρεί να αναδύεται γύρω του. Τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της επερχόμενης κοινωνικής και βιομηχανικής επανάστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η συμβολή του Σμιθ στην οικονομική και κοινωνική θεωρία είναι τεράστια, επαναστατική.
Θεωρητικός του ελεύθερου εμπορίου
Για λόγους ακρίβειας, βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Σμιθ δεν είναι θεωρητικός του βιομηχανικού καπιταλισμού. Είναι πρωτίστως θεωρητικός του ελεύθερου εμπορίου και των αυτορρυθμίζόμενων αγορών της προβιομηχανικής εποχής. Ο ίδιος μάλιστα δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λέξη «Καπιταλισμός». Από τη στιγμή όμως που το καπιταλιστικό σύστημα προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εκτεταμένου συστήματος αγορών το οποίο καλύπτει όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής ζωής, νομιμοποιείται κανείς να υποστηρίξει ότι ο Άνταμ Σμιθ είναι ο πρώτος μεγάλος θεωρητικός του Καπιταλισμού. Πουθενά, ωστόσο, στις σελίδες του βιβλίου δεν υπερασπίζεται άμεσα και ρητά τα συμφέροντα της αστικής τάξης ή οποιοσδήποτε άλλης κοινωνικής τάξης, με εξαίρεση τα συμφέροντα των καταναλωτών. Το μόνο που τον ενδιαφέρει, είναι να εντοπίσει τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση του πλούτου της κοινωνίας ως σύνολο, πιστεύοντας ακράδαντα ότι με τον τρόπο αυτό βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση όλων των κοινωνικών τάξεων. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, επικρίνει δριμύτατα, ακόμη και με ακραίους χαρακτηρισμούς («απάνθρωπη αρπακτικότητα») την ακόρεστη απληστία πολλών επιχειρηματιών, που συχνά συνωμοτούν εναντίον των μισθωτών ή εκμεταλλεύονται την πολιτική επιρροή τους για να διαμορφώσουν υπερβολικά υψηλές τιμές εις βάρος των καταναλωτών.
Οι επικρίσεις, όμως, αυτές δεν εμπόδισαν τη δυναμικά ανερχόμενη αστική τάξη να κάνει «σημαία» της τον Πλούτο των Εθνών, για τον απλούστατο λόγο ότι το βιβλίο αυτό τεκμηριώνει θεωρητικά και επιστημονικά το βασικό οικονομικό αίτημα των επιχειρηματιών, που δεν ήταν άλλο από την ανεμπόδιστη διενέργεια του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου, μέσα από την ελεύθερη επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος (laissez-faire, laissez-passer).
Στους προ-νεωτερικούς χρόνους, από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Άγιο θωμά τον Ακινάτη, ο προσωπικός πλουτισμός εθεωρείτο ηθικά και κοινωνικά επιλήψιμος. Με τον Πλούτο των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ έρχεται να εξαγνίσει το κέρδος και να άρει το στίγμα. Η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος στις οικονομικές συναλλαγές όχι μόνο δεν οδηγεί σε οικονομικό χάος, αλλά, αντίθετα, προάγει το γενικό συμφέρον και την κοινωνική ευημερία. Δεν αποτελεί ηθικό μειονέκτημα, αλλά κοινωνική αρετή! Πρόκειται για μεγαλειώδη θεωρητική σύλληψη, που προσδίδει τεράστιο ηθικό και κοινωνικό κύρος στους επιχειρηματίες της εποχής του, οι οποίοι από περιφρονημένοι παρίες μετατρέπονται σε βασικούς στυλοβάτες της κοινωνίας. Η κοινωνική αυτή αναβάθμιση νομιμοποιεί και το επαναστατικό εγχείρημα της ανατροπής του παλαιού καθεστώτος. Παράλληλα, στοιχειοθετεί και τον ιστορικά προοδευτικό χαρακτήρα της αναδυόμενης νέας τάξης πραγμάτων, αφού η υποτιθέμενη αρμονική σύνθεση των αντιτιθέμενων ατομικών συμφερόντων κατά την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας είναι ο ασφαλέστερος και ταχύτερος δρόμος για κοινωνική πρόοδο. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Πλούτος των Εθνών αποτελεί τη Βίβλο του παλαιού και του σύγχρονου καπιταλισμού. Και αυτό αντικειμενικά, πέρα από τα καλά ή κακά αισθήματα που έτρεψε ο συγγραφέας για τους επιχειρηματίες της εποχής του.
Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίεs του Πλούτου των Εθνών. Η ακαδημαϊκή και κοινωνική καταξίωση
Ο Άνταμ Σμιθ γεννήθηκε στο Κερκώλντυ, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Σκοτίας, το 1723. Από μικρός έδειξε ότι είχε έφεση στα γράμματα και γενικά διέθετε όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές για να γίνει ένας σπουδαίος καθηγητής. Η μειονεκτική φυσική διάπλαση και η ασθενική του κράση δεν του επέτρεπαν να ασχοληθεί με αθλητικές ή άλλου είδους δυναμικές δραστηριότητες, όπως κάνουν συνήθως τα περισσότερα παιδιά νεαρής ηλικίας. Η μόνη διέξοδος για τον νεαρό Σμιθ ήταν τα βιβλία, που πολύ γρήγορα έγιναν το πάθος του («Είμαι εραστής των βιβλίων», εξομολογήθηκε αργότερα σε κάποιον φίλο του).
Γεννήθηκε ορφανός από πατέρα και σε ηλικία τεσσάρων ετών είχε μια ασυνήθιστη περιπέτεια, με αίσιο, ευτυχώς, τέλος: είχε πέσει θύμα απαγωγής πλανόδιων Τσιγγάνων! Σε πολύ νεαρή ηλικία έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, γνωστής τότε κοιτίδας του σκοτσέζικου Διαφωτισμού. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Γλασκόβη και μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απ’ όπου δεν φαίνεται να απεκόμισε ιδιαίτερα καλές εντυπώσεις για τις συνθήκες σπουδών. Έπειτα από έξι χρόνια τελείωσε τις σπουδές στην Οξφόρδη και επέστρεψε στη γενέθλια πόλη. Σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών εξελέγη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, καταλαμβάνοντας την έδρα Λογικής και Ηθικής Φιλοσοφίας, ενώ αργότερα έγινε και κοσμήτορας της σχολής.
Πολύ γρήγορα, έγινε γνωστός για τις διδακτικές ικανότητές του, την ιδιορρυθμία του, αλλά και για την απίστευτη αφηρημάδα του. Καρπός της πολύχρονης καριέρας του στη Γλασκόβη ήταν το πρώτο από τα δύο μεγάλα έργα που δημοσίευσε εν ζωή, η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων (1759). Το βιβλίο αυτό τον έκανε γνωστό και αξιοσέβαστο στους φιλοσοφικούς κύκλους της εποχής του. Αργότερα, δέχτηκε πρόταση να αναλάβει την πνευματική καθοδήγησα ενός νεαρού ευγενούς, με αντάλλαγμα έναν ικανοποιητικό μισθό και μια εφ’ όρου ζωής σύνταξη. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, συνόδευσε τον νεαρό δούκα σε μια περιοδεία στη Γαλλία και στην Ελβετία, για να τον μυήσει στους κύκλους των διανοουμένων της ηπειρωτικής Ευρώπης. Στους δεκαοκτώ μήνες που διήρκεσε αυτό το ταξίδι, είχε την ευκαιρία να συναντήσει γνωστούς φιλοσόφους και οικονομολόγους της εποχής εκείνης, όπως τον Ντ’ Αλαμπέρ (D’ Alembert), τον Τυργκό (Turgot), τον Βολταίρ (Voltaire) και τον Φρανσουά Κενέ (Frangois Quesnay). Η περιοδεία διεκόπη αιφνινιδίως για λόγους ανωτέρας βίας και ο Σμιθ επέστρεψε στην πατρίδα του το 1766. Η σύνταξη που πήρε, του εξασφάλισε άπειρο ελεύθερο χρόνο, τον οποίο διέθεσε εξ ολοκλήρου για τη συγγραφή του δεύτερου μεγάλου βιβλίου του, που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, του Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών (1776). Κατά περίεργα ειρωνεία της τύχης, ύστερα από δύο χρόνια, ο θεμελιωτής της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς διορίστηκε διευθυντής του τελωνείου του Εδιμβούργου!
Ο Σμιθ ήταν ανύπαντρος και ζούσε με τη μητέρα του. Είχε την τύχη να γνωρίσει την ακαδημαϊκή και κοινωνική καταξίωση όσο ακόμα ζούσε, καθώς ο Πλούτος των Εθνών είχε ήδη μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Βέβαια, χρειάστηκε να περάσει ένας τουλάχιστον αιώνας για να αποκτήσει την τεράστια απήχηση και επιρροή που είχε στην οικονομική επιστήμη. Πέθανε το 1790, σε ηλικία 67 ετών. Στην επιτύμβια στήλη του αναγράφεται ότι εκεί κείται η σορός του συγγραφέα του Πλούτου των Εθνών…
Η πηγή του πραγματικού πλούτου
Για τον Άνταμ Σμιθ, ο πλούτος ενός έθνους δεν πρέπει να ταυτίζεται με το χρήμα και τα πολύτιμα μέταλλα που υπάρχουν στα κρατικά θησαυροφυλάκια (κάτι που πίστευαν οι μερκαντιλιστές αντίπαλοί του). Ο πραγματικός πλούτος αποτελείται από το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει ετησίως η κοινωνία, αυτό που σήμερα οι οικονομολόγοι ονομάζουν «Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν» (ΑΕΠ). Πηγή αυτού του πλούτου είναι η ανθρώπινη εργασία και όχι η γεωργία, όπως υποστήριζε ο φυσιοκράτης φίλος του, Φρανσουά Κενέ (Frangois Quesnay). Κατά συνέπεια, ο πλούτος και η ευημερία μιας κοινωνίας εξαρτώνται από την παραγωγικότητα της εργασίας. Για να αυξηθεί ο πλούτος, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, πρέπει να αυξηθούν ο καταμερισμός εργασίας και η εξειδίκευση. Όσο μεγαλύτερος είναι ο καταμερισμός και λεπτομερέστερη η εξειδίκευση τόσο απλούστερη και ευκολότερη γίνεται η εργασία, και άρα τόσο περισσότερο βελτιώνεται η παραγωγικότητα των εργαζομένων. Για του λόγου το αληθές, αναφέρει το παράδειγμα μιας παραγωγικής μονάδας που κατασκευάζει καρφίτσες και εφαρμόζει τον καταμερισμό εργασίας και την εξειδίκευση, και, ως εκ τούτου, επιτυγχάνει εντυπωσιακά υψηλότερη παραγωγικότητα.
Η άποψη ότι η αύξηση της παραγωγικότητας και του κοινωνικού πλούτου μέσα από την επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος δεν βελτιώνει μόνο το βιοτικό επίπεδο των πλουσίων, αλλά και των φτωχών τάξεων, είναι ρηξικέλευθα για τα δεδομένα της εποχής του. Θεμελιώνει την ιδέα αυτού που θα αποκαλούσαμε σήμερα «οικονομική δυναμική» ή «οικονομική ανάπτυξα», την οποία μάλιστα αντιλαμβάνεται ως παίγνιο θετικού αθροίσματος, μια διαδικασία δηλαδή από την οποία όλοι μπορούν να βγουν κερδισμένοι. Για να αντιληφθούμε πόσο ανατρεπτική ήταν η ιδέα αυτή, αρκεί να τονίσουμε ότι το πρόβλημα που απασχολούσε τις κυρίαρχες τάξεις της εποχής του ήταν πώς θα διατηρήσουν τους μισθούς καθηλωμένους σε αρκούντως χαμηλά επίπεδα, ώστε να είναι υποχρεωμένοι οι μισθωτοί να εργάζονται. Η διατήρηση της φτώχειας των πολλών εθεωρείτο απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαιώνιση του πλούτου των ολίγων. Εξίσου επαναστατική ήταν και η ιδέα της ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος, στο βαθμό που η εργασία άρχισε να μετατρέπεται σε συντελεστή παραγωγής και αποτελούσε αντικείμενο προσφοράς και ζήτησης στη νεοσύστατη αγορά εργασίας. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, το επάγγελμα ήταν οικογενειακή υπόθεση, αφού τα παιδιά ακολουθούσαν υποχρεωτικά το επάγγελμα του πατέρα.
Εν αρχή ήσαν ο καταμερισμός εργασίας και η αγορά
Ο καταμερισμός εργασίας κατέχει περίοπτη θέση στο θεωρητικό οικοδόμημα του Σμιθ. Τον χρησιμοποιεί, μάλιστα, και ως εφαλτήριο για το βασικό θεωρητικό του εγχείρημα: τη διατύπωση μιας οικονομικής ερμηνείας της κοινωνικής ζωής, θεωρεί ότι ο καταμερισμός εργασίας είναι αποτέλεσμα της φυσικής ροπής που έχει ο άνθρωπος να διαπραγματεύεται, να εμπορεύεται και να ανταλλάσσει διάφορα πράγματα. Όταν κάποια στιγμή ο καταμερισμός αυτός επεκταθεί στο σύνολο της οικονομίας, τότε κάθε άνθρωπος -επειδή εξειδικεύεται και δεν μπορεί πια να παράγει μόνος του όλη την γκάμα των αγαθών που χρειάζεται- «ζει μέσω της ανταλλαγής ή, κατά κάποιο τρόπο, γίνεται έμπορος, και η ίδια η κοινωνία εξελίσσεται σε μια εμπορική κοινωνία». Οι εμπορικές συναλλαγές διεξάγονται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Η αγορά συνιστά το μεγάλο «όραμα» του Σμιθ για την κοινωνία Είναι ο μηχανισμός που μεγιστοποιεί τον πλούτο των εθνών και την κοινωνική ευημερία, με την προϋπόθεση ότι οι συναλλασσόμενοι αφήνονται ελεύθεροι να επιδιώξουν το προσωπικό τους συμφέρον. Έχει διπλή αναλυτική υπόσταση. Αφενός είναι μια πραγματικότητα που πιστοποιείται μέσα από την προσεκτική εμπειρική παρατήρηση και αφετέρου ένα ιδανικό πρότυπο προς το οποίο πρέπει να ωθείται π κοινωνία μέσω της οικονομικής πολιτικής. Από αυτή την άποψη, η ανάλυση της αγοράς είναι ταυτόχρονα οντολογική και δεοντολογική.
Όπως και κάθε άλλο φιλόσοφο της εποχής του, τον απασχολεί η συγκρότηση της κοινωνίας, δεδομένου ότι θεωρεί τον άνθρωπο κοινωνικό ον. Στο ερώτημα, όμως, πώς προκύπτει η ιεραρχικά δομημένη πολιτική κοινωνία, απαντά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ενώ οι άλλοι θεωρούν ότι είναι αποτέλεσμα θεϊκής βούλησης ή συνειδητής ανθρώπινης βούλησης («κοινωνικό συμβόλαιο»), αυτός υποστηρίζει πως προκύπτει από την αυθόρμητη φυσική διαδικασία του καταμερισμού εργασίας και των αγορών. Δεν μπαίνει όμως στον κόπο να μας εξηγήσει για ποιο λόγο η διαδικασία αυτή είναι φυσική και αυθόρμητη, θέτει το ζήτημα με εντελώς αξιωματικό τρόπο: εν αρχή ήσαν ο καταμερισμός εργασίας και η αγορά… Και όμως, θα αρκούσε μια πιο διεισδυτική ματιά στο «κίνημα των απαλλοτριώσεων» και των «περιφράξεων» της εποχής του, που μετέτρεπε την κοινόχρηστη γη σε ατομική ιδιοκτησία, για να αντιληφθεί ότι ο καταμερισμός εργασίας και η αγορά είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών. Χωρίς γη, οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να αναζητήσουν αλλού δουλειά και έτσι γη και εργασία μετατράπηκαν σε συντελεστές παραγωγής με τη σημερινή έννοια του όρου. Άρχισαν, δηλαδή, σιγά σιγά να πωλούνται και να αγοράζονται στις νεοσύστατες αγορές γης και εργασίας. Επομένως, η αγορά ως σύστημα εμπορικών συναλλαγών είναι «κοινωνική κατασκευή», κοινωνικός θεσμός. Δεν έχει τίποτα το φυσικό και το αυθόρμητο. Η ιστορία του Καπιταλισμού δείχνει ότι η οικονομία της ελεύθερης αγοράς δεν αποτελεί αυθόρμητη φυσική εξέλιξη, αλλά προϊόν πολιτικού σχεδίου που υλοποιείται μέσα από συνειδητές και συστηματικές κρατικές παρεμβάσεις. Άρα, το βασικό θεωρητικό εγχείρημα του Σμιθ, να διατυπώσει μια οικονομική ερμηνεία της κοινωνίας, μένει μετέωρο. Η ανθρώπινη ιστορία δείχνει ότι η οικονομία εντάσσεται πάντοτε σε ένα ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, από το οποίο και εξαρτάται – όχι το αντίστροφο.
Το «αόρατο χέρι», θρύλος στην οικονομική βιβλιογραφία
Ο μηχανισμός που αλληλοεξουδετερώνει τα αντικρουόμενα ατομικά συμφέροντα των συναλλασσομένων στο πλαίσιο της αγοράς είναι ο ανταγωνισμός. Ο ανταγωνισμός είναι εκείνος που εξασφαλίζει ότι η αγορά θα εφοδιάσει την κοινωνία με τα αγαθά που επιθυμεί, στις ποσότητες που τα επιθυμεί, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός απαλλάσσει τους καταναλωτές και το κοινωνικό σύνολο από υπερβολικά κόστη και περιττές προσόδους. Για να επιτευχθούν όλα αυτά, δεν χρειάζεται κρατική παρέμβαση. Η ελεύθερη αγορά αυτορυθμίζεται διά μέσου του μηχανισμού των τιμών. Μοιάζει να καθοδηγείται από ένα «αόρατο χέρι», που εναρμονίζει τα ανατιθέμενα συμφέροντα, αποτρέπει το οικονομικό χάος και μεγιστοποιεί τον πλούτο της κοινωνίας. Το «αόρατο χέρι» έγινε θρύλος στην οικονομικά βιβλιογραφία και οι παραπομπές σε αυτό είναι άπειρες. Για τους υπέρμαχους του οικονομικού φιλελευθερισμού, το «αόρατο χέρι» είναι π πεμπτουσία της θεωρίας του Σμιθ και χρησιμοποιείται ως «αιχμή του δόρατος» στη μάχη κατά του κρατικού παρεμβατισμού. Το περίεργο όμως είναι ότι στον Πλούτο των Εθνών υπάρχει μία και μοναδική αναφορά στο «αόρατο χέρι», και μάλιστα όχι στο σημείο όπου ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικό τη λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού. Σημειωτέον δε ότι η λεκτική αυτή παρομοίωση δεν είναι καν πατέντα του Σμιθ, αφού χρησιμοποιείται κατά κόρον ιδίως σε λογοτεχνικά κείμενα της εποχής του. Διατυπώθηκε, μάλιστα, η άποψη ότι η αναφορά του στο «αόρατο χέρι» γίνεται με καθαρά σκωπτική διάθεση. Ένα, πάντως, είναι βέβαιο: ο ίδιος ο Σμιθ δεν φαίνεται να προσδίδει στον όρο αυτό την κομβική αναλυτική υπόσταση και τη σημασία που του προσδίδουν οι πολύ μεταγενέστεροι ερμηνευτές του. Διότι, αν όντως ήθελε να το κάνει, θα φρόντιζε τουλάχιστον να το εντάξει οργανικά στον φυσικό του χώρο, δηλαδή στην ανάλυση της αγοράς και του ανταγωνισμού, ώστε να καταδείξει άμεσα τον καθοριστικό ρόλο που υποτίθεται ότι διαδραματίζει.
Πρώτα φιλόσοφος και μετά οικονομολόγος
Αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, είναι ότι ο Σμιθ είναι πρώτα απ’ όλα φιλόσοφος και μετά οικονομολόγος. Όπως και οι άλλοι μεγάλοι φιλελεύθεροι της κλασικής εποχής, αναλύει τα οικονομικά φαινόμενα υπό το πρίσμα μιας πολύ ευρύτερης οπτικής, χρησιμοποιώντας έννοιες που συχνά προέρχονται από το χώρο της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η Πολιτική Οικονομία είναι παρακλάδι της ηθικής φιλοσοφίας του σκοτικού Διαφωτισμού που διακονεί ο Σμιθ. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον Πλούτο των Εθνών, πρέπει να δούμε με ποιον ακριβώς τρόπο συνδέεται με το άλλο μεγάλο (φιλοσοφικό) βιβλίο του συγγραφέα, τη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων. Το ερώτημα που θέτει σε αυτό – γνωστό στους φιλοσοφικούς κύκλους της εποχής του και ως «Πρόβλημα του Άνταμ Σμιθ»-, είναι για ποιο λόγο ο άνθρωπος, ένα κατά βάση ιδιοτελές ον, αναπτύσσει μια σειρά από ηθικά συναισθήματα και κοινωνικές αρετές, όπως η εντιμότητα, η καλοσύνη, η φιλία, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η ευσπλαχνία, η γενναιοδωρία και, πάνω απ’ όλα, η δικαιοσύνη, τα οποία κωδικοποιεί με τον όρο «συμπάθεια». Τα συναισθήματα αυτά αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον, που υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά όρια μιας άκρατης ατομιστικής ιδιοτέλειας και νοιάζεται πραγματικά για τον συνάνθρωπό του.
Εκ πρώτης όψεως, η αντίφαση είναι έκδηλη: ο μεν Πλούτος των Εθνών εκθειάζει το προσωπικό συμφέρον (self-interest), δηλαδή την αγάπη για τον εαυτό μας, η δε Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων υμνεί τη «συμπάθεια» (sympathy), δηλαδή την αγάπη για τον πλησίον. Για να λυθεί ο γρίφος, πρέπει να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ των δύο βιβλίων. Κατά τη γνώμη μου, η ορθή προσέγγιση είναι να εντάξουμε τον Πλούτο των Εθνών στο ευρύτερο πλαίσιο της Θεωρίας των Ηθικών Συναισθημάτων. Ο Σμιθ πιστεύει ακράδαντα ότι ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώκει το προσωπικό συμφέρον, στη βάση όμως των ηθικών αξιών, των εθίμων, των συνηθειών και των κανόνων συμπεριφοράς που επικρατούν στην κοινωνία όπου ζει και εργάζεται. Οι ηθικές και πολιτισμικές αυτές αξίες αποτελούν τον συνεκτικό ιστό των εμπορικών συναλλαγών και διαμορφώνουν το κλίμα εμπιστοσύνης που χρειάζεται για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Με το σεβασμό, μάλιστα, αυτών των αρχών στις καθημερινές εμπορικές συναλλαγές, οι αγορές συμβάλλουν έμπρακτα στην παγίωση και στην περαιτέρω διάχυσή τους στην κοινωνία. Αν η ιδιοτέλεια υπερβεί τα καθιερωμένα όρια και αρχίσει να παραβιάζει αυτές τις αρχές, τότε εκλείπει π εμπιστοσύνη και οι αγορές καταρρέουν. Άρα, η επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος υπόκειται σε σαφείς ηθικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς. Η αχαλίνωτη ιδιοτέλεια δεν είναι κοινωνική αρετή, αλλά παράγοντας αποσταθεροποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας. Γι’ αυτό απαιτούνται έλεγχος και ρύθμιση των αγορών, ώστε να διασφαλίζεται το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης, χωρίς το οποίο οι αγορές αδυνατούν να λειτουργήσουν.
Από τον μετριοπαθή οικονομικό άνθρωπο στον σκληροπυρηνικό homo economicus
Η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη του 20ού αιώνα υποβάθμισε ή αγνόησε πλήρως τη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων. Με τον τρόπο όμως αυτό, εκρίζωσε την οικονομία της αγοράς από το συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε μια ακραία εκδοχή οικονομικού φιλελευθερισμού, που είναι άδικο να αποδίδεται στον Άνταμ Σμιθ. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα η Πολιτική Οικονομία άλλαξε όνομα και συρρικνώθηκε. Έγινε απλώς «Οικονομική» (Economics). Η διολίσθηση από τον μετριοπαθή οικονομικό άνθρωπο του Σμιθ στον σκληροπυρηνικό homo economicus της σημερινής οικονομικής επιστήμης είναι εντυπωσιακή. Από την επιδίωξη ενός γενικού και αόριστου προσωπικού συμφέροντος, περάσαμε σταδιακά στη μεγιστοποίηση του κέρδους, για να φθάσουμε εν τέλει σε ένα μεταμοντέρνο μανιφέστο πλεονεξίας και αχαλίνωτης ιδιοτέλειας («Greed is good!» – «Η απληστία είναι καλή!»). Μερικοί «φιλελεύθεροι» έχουν φθάσει στο σημείο να αναρωτιούνται ευθέως τι το κακό έχουν η ασύστολη κερδοσκοπία και η μανία τού υπερβολικού κέρδους. Βέβαια, η στάση αυτή είναι συνεπής προς την ιδεολογία τους, αφού στο αναλυτικό πλαίσιο που υιοθετούν, η έννοια της κερδοσκοπίας και του υπερβολικού κέρδους είναι ανύπαρκτη και ανυπόστατη. Διατείνονται εν γένει ότι μια κοινωνία, για να είναι υγιής και ισχυρή, πρέπει να αφήνεται εντελώς ελεύθερη να λειτουργεί και να εξελίσσεται μέσα από διαδικασίες φυσικής επιλογής, που εξασφαλίζουν την επιβίωση των πιο ισχυρών, των πιο ανταγωνιστικών.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός, όμως, δεν είναι φιλελευθερισμός. Μπορεί να στηριχθεί στον Μάντεβιλ (Mandeville) ή στον Σπένσερ (Spencer), όχι όμως στον Σμιθ. Αλλά, αφού στρεφόμαστε στη φύση και στο ζωικό βασίλειο για να ανακαλύψουμε πρότυπα συμπεριφοράς κατάλληλα να εξασφαλίσουν την επιζητούμενη οικονομική και κοινωνική τάξη, τουλάχιστον ας μπούμε στον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στα πορίσματα της σύγχρονης βιολογίας, που είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά. θα διαπιστώσουμε τότε ότι η επιβίωση των ειδών (ιδίως των ανώτερων θηλαστικών, στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος) μέσα από εξελικτικές διαδικασίες φυσικής επιλογής δεν εξαρτάται μόνο από την ανταγωνιστική ικανότητα των μεμονωμένων ατόμων, αλλά και από το ομαδικό πνεύμα που επιδεικνύουν, την ικανότητα αρμονικής συνεργασίας και συντονισμού των ενεργειών τους και την ικανότητα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Όλα τα ζωικά είδη είναι κοινωνικά όντα και επιβιώνουν μόνο στο πλαίσιο της αγέλης – ποτέ ατομικά. Ο υπερβολικός ατομισμός και η άκρατη ιδιοτέλεια είναι παράγοντες που διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση. Η άποψη ότι η οικονομική και κοινωνική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδυσώπητη μάχη ανταγωνισμού και αλληλοεξόντωσης είναι καθαρός παραλογισμός. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Η οικονομική ευημερία και η επιβίωση μιας κοινωνίας εξαρτώνται από την ικανότητά της να χαλιναγωγεί και να τιθασεύει ή, ακόμη καλύτερα, να υπερβαίνει την ολέθρια αυτή μορφή ανταγωνισμού, ενισχύοντας τους μηχανισμούς συνεργασίας και συλλογικής δράσης.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μονοδιάστατου οικονομικού φιλελευθερισμού της εποχής μας είναι η πλήρης απόρριψη του κράτους. Αλλά για τους φιλοσόφους του κλασικού φιλελευθερισμού δεν νοούνται κοινωνία χωρίς κράτος, ελευθερία χωρίς κράτος. Το κράτος είναι ο εγγυητής των ατομικών ελευθεριών. Παρεμβαίνει για να εναρμονίσει τα ανατιθέμενα προσωπικά συμφέροντα, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο κανόνων και ρυθμίσεων που επιτρέπει στους πολίτες να απολαμβάνουν έμπρακτα τις ατομικές ελευθερίες τους. Ο Φιλελευθερισμός είναι κατά βάση μια πολιτική φιλοσοφία, που αντιλαμβάνεται την οικονομική ελευθερία ως απαραίτητο συστατικό της ευρύτερης ανθρώπινης ελευθερίας στο πλαίσιο μιας ιεραρχικά δομημένης πολιτικής κοινωνίας. Ωστόσο, ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) και ο Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich Hayek) επεχείρησαν την ανασύσταση του κλασικού Φιλελευθερισμού, χρησιμοποιώντας ως βάση τον Σμιθ και δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην οικονομική έναντι της πολιτικής ελευθερίας. Οδήγησαν στα έσχατα όρια τη λογική της οικονομικής κοινωνίας, της κοινωνίας της αγοράς, όπου οι οικονομικές προτεραιότητες είναι αυτές που κατ’ αποκλειστικότητα υπαγορεύουν τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού.
Ο Φρίντμαν θεωρεί ότι οι πολιτικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία στηρίζεται στον κανόνα της πλειοψηφίας, δεν μπορούν εξ ορισμού να διασφαλίσουν τις ατομικές ελευθερίες, τουλάχιστον μιας μερίδας πολιτών (της μειοψηφίας). Μόνο η αγορά είναι σε θέση να εναρμονίσει τα αντικρουόμενα ατομικά συμφέροντα, με τρόπο που να διασφαλίζει στο έπακρο τις ατομικές ελευθερίες όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Στην κοινωνία της απόλυτης ελευθερίας που οραματίζεται, η αγορά έχει υποκαταστήσει όλους τους πολιτικούς θεσμούς σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε μια τέτοια προοπτική, το κράτος αντιμετωπίζεται ως κατάλοιπο της Ιστορίας που πρέπει να εκλείψει το γρηγορότερο δυνατόν, επειδή παντού και πάντοτε οι παρεμβάσεις του περιορίζουν την ανθρώπινη ελευθερία. Αντίθετα, ο Χάγιεκ (Hayek) δεν αποδέχεται μια αγορά πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, αλλά περιορίζει το ρόλο της στην οικονομική σφαίρα. Παρ’ όλα αυτά, η «παράδοση», στην οποία επιφυλάσσει το ρόλο του διαμορφωτή των κοινωνικών σχέσεων (ήθη, έθιμα, πρότυπα συμπεριφοράς και λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες πολιτισμικής προέλευσης), έχει χαρακτηριστικά οιονεί αγοράς. Είναι μια εντελώς «αυθόρμητη» διαδικασία, υπό την έννοια ότι δεν προκύπτει από κάποιο συνειδητό ανθρώπινο σχέδιο που θέτει συγκεκριμένους προς επίτευξη στόχους, κάτι δηλαδή σαν κοινωνικό alter ego του «αόρατου χεριού» της αγοράς.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, οι στυλοβάτες του σύγχρονου (οικονομικού) φιλελευθερισμού εμφορούνται από δύο κοινές και στενά αλληλένδετες αντιλήψεις. Πρώτον, νιώθουν απέχθεια για κάθε είδους «κοινωνική κατασκευή» (ο όρος υποδηλώνει θεσμούς που προκύπτουν μέσα από διαδικασίες κοινωνικού και πολιτικού σχεδιασμού, με συνειδητή έλλογη δράση των ανθρώπων). Δεύτερον, έχουν μια χαρακτηριστική αντικρατιστική ιδεολογία, που αγγίζει τα όρια του παροξυσμού. Αυτός ακριβώς ο φιλελευθερισμός ήταν που ενέπνευσε τους σφοδρούς πολέμιους του κρατικού παρεμβατισμού τα τελευταία τριάντα χρόνια, πυροδοτώντας ένα έξαλλο κίνημα κατασυκοφάντησης της πολιτικής και των πολιτικών, ιδιαίτερα στις αγγλοσαξονικές χώρες.
Ο Σμιθ, όμως, δεν ήταν ποτέ υπέρμαχος ενός τόσο ακραίου οικονομικού Φιλελευθερισμού. Παραβλέποντας το φιλοσοφικό έργο του, όχι απλώς τον συρρικνώνουμε, αλλά τον ακρωτηριάζουμε. Αντίθετα, αν εντάξουμε τον Πλούτο των Εθνών στο ευρύτερο πλαίσιο της Θεωρίαν των Ηθικών Συναισθημάτων, εύκολα θα αντιληφθούμε ότι ποτέ δεν αντιμετώπισε το κράτος ως αντίπαλο που πρέπει πάση θυσία να εξολοθρεύσει. Δεν τον απασχολούσε μόνο η αποτελεσματικότητα της οικονομίας (αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ανταγωνιστικότητα»). Καταλάβαινε πολύ καλά ότι η αγορά από τη φύση της δεν είναι σε θέση να λύσει ορισμένα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Γι’ αυτό τασσόταν αναφανδόν υπέρ της πλήρους κρατικής χρηματοδότησης του στρατού, της αστυνομίας, της Δικαιοσύνης και της Παιδείας, σε όλο της το φάσμα. Ήταν, επίσης, υπέρμαχος της προοδευτικής φορολογίας, της θέσπισης κανονισμών εργασίας προς όφελος των μισθωτών και όχι των εργοδοτών, ενώ ενδιαφερόταν και για την καταπολέμηση της φτώχειας ή την αξιοπρεπή και δίκαιη αμοιβή των μισθωτών, με το σκεπτικό ότι αυτοί παράγουν τον κοινωνικό πλούτο.
Γενικά, ο Σμιθ αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα αγαθών, τα οποία από τη φύση τους είναι δημόσια και πρέπει να τα παρέχει το κράτος. Με σημερινούς όρους, σε έναν τέτοιο κατάλογο δημόσιων αγαθών θα μπορούσαμε εύκολα να συμπεριλάβουμε όλα τα δημόσια έργα και τις υποδομές που χρηματοδοτούνται από τα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων (δρόμοι, γέφυρες, λιμάνια, σιδηρόδρομοι, αεροδρόμια, συγκοινωνίες, προστασία του περιβάλλοντος, επιστημονική έρευνα κ.λπ.). Ο λόγος για τον οποίο δεν κάνει οποιαδήποτε ευθεία αναφορά στο κοινωνικό κράτος είναι ότι στην εποχή του δεν υπήρχε κοινωνικό κράτος. Η θεωρία της «συμπάθειας», ωστόσο, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που συνόψιζα ο όρος «κοινωνικό κράτος».
Ιδανική στιγμή για να ξαναδιαβάσουμε τον Πλούτο των Εθνών
Πολλοί θεωρούν ότι η πρόσφατη διεθνής πιστωτική κρίση είναι πρωτίστως κρίση των ανεξέλεγκτων χρηματοοικονομικών αγορών. Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η σημερινή «κρίση του αιώνα» οδηγεί σε θεωρητική και ιδεολογική υποστολή του Άνταμ Σμιθ και του Πλούτου των Εθνών. Είδαμε ότι η απάντηση είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση του πώς αντιμετωπίζει κανείς τους «δίδυμους πύργους» της θεωρίας του Σμιθ. Η σωστή, όπως τονίσαμε, προσέγγιση είναι να ενταχθεί ο Πλούτος των Εθνών στο ευρύτερο φόντο της Θεωρίας των Ηθικών Συναισθημάτων. Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν περήφανος για το φιλοσοφικό κυρίως έργο του. Πολλές φορές, όμως, δεν μετράει τόσο η γνώμη του συγγραφέα όσο η υποδοχή και η μεταχείριση του έργου του από τους αναγνώστες. Η κρατούσα άποψη, που προέκυψε μέσα από μια μακροχρόνια διαδικασία… φυσικής επιλογής(Ι), προέκρινε την ουσιαστική αποσύνδεση των δύο έργων και την αποκλειστική ενασχόληση με τη μελέτη του Πλούτου των Εθνών. Η επιλογή αυτή οδήγησε στις στρεβλώσεις της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και του σημερινού (οικονομικού) φιλελευθερισμού των Φρίντμαν (Friedman) και Χάγιεκ (Hayek). Δεν είναι όμως η πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών που ένα βιβλίο αυτονομείται από τον δημιουργό του, αποκτά δική του ζωή και ακολουθεί μια εντελώς ανεξάρτητη πορεία, πέρα και πάνω από τις προθέσεις του. Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι άμοιρος ευθυνών και ο ίδιος ο συγγραφέας, που δεν φρόντισε να άρει την (υπαρκτή) Μεγάλη Αντίφαση, αλλά την άφησε να αιωρείται ανενόχλητη πάνω από το έργο του. Σε κάθε περίπτωση, το εγχείρημα μιας οικονο- μικήε ερμηνείας του τρόπου συγκρότησης των κοινωνιών είναι εν πρώτοις «έργο Σμιθ» και συνιστά απάντηση στις θεωρίες του «κοινωνικού συμβολαίου». Ο Φρίντμαν και ο Χάγιεκ δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να πάρουν την ιδέα αυτή και να την επεκτείνουν αυθαίρετα στα έσχατα όριά της.
Ούτως ή άλλως, όμως, η παγκόσμια οικονομική κρίση, με τη θεαματική επιστροφή του κράτους και την ενεργό ανάμιξή του στην οικονομία, δημιουργεί ρωγμές σε ολόκληρο το οικοδόμημα του φιλελευθερισμού (οικονομικού και πολιτικού). Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι ότι εδράζεται σε μια πολύ στενή αντίληψη της ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία μάλιστα ορίζει με αρνητικό τρόπο ως αρχή τής «μη-παρέμβασης» (non-intervention). Από την αρχή αυτή πηγάζει και η πλήρης άρνηση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην οικονομία. Οι μόνες θεμιτές κρατικές παρεμβάσεις για τους νεοφιλελεύθερους είναι αυτές που στην ουσία επεκτείνουν την αγορά, συρρικνώνουν το κράτος και περιορίζουν τη δυνατότητά του να παρεμβαίνει (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πολιτική των «μεταρρυθμίσεων» των τελευταίων δεκαετιών, που έχει μοναδικό στόχο την απελευθέρωση των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις και τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας). Αλλά και στον πολιτικό Φιλελευθερισμό η έννοια τής ελευθερίας παραμένει ιδιαιτέρως στενή και προβληματική. Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους περιορίζεται κυρίως στη θέσπιση κανόνων δικαίου, που εξασφαλίζουν την τυπική ισότητα όλων των πολιτών έναντι του νόμου (κράτος δικαίου). Έτσι, όμως, δεν επιτυγχάνεται και ουσιαστική ισότητα, δεδομένου ότι ο καταμερισμός εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων δημιουργούν σχέσεις κυριαρχίας που οδηγούν ντε φάκτο σε σοβαρές κοινωνικές ανισότητες (ανισότητα ευκαιριών και ανισότητα αποτελεσμάτων), περιορίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία της πλειονότητας των πολιτών. Η φιλελεύθερη αντίληψη για την ελευθερία είναι πολύ φτωχή και μονοδιάστατη. Δεν εμπεριέχει το στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, υπό την έννοια της ουσιαστικής ισότητας. Αλλά η ουσιαστική ισότητα στις κοινωνικές σχέσεις είναι βασικό συστατικό της ανθρώπινης ελευθερίας. Η κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα (όχι μόνο με την τυπική, αλλά και με την ουσιαστική έννοια του όρου) δεν είναι απλώς οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης ελευθερίας. Είναι το κυριότερο συστατικό της. Με τον τρόπο, όμως, αυτό αλλάζει εντελώς η αντίληψή μας για το περιεχόμενο της ελευθερίας. Η ελευθερία δεν εξασφαλίζεται με τον περιορισμό των παρεμβάσεων στις ανθρώπινες σχέσεις. Η ελευθερία εξασφαλίζεται με την εξάλειψη της κυριαρχίας των δυνατών επί των αδυνάτων. Η ελευθερία γίνεται αντιληπτή ως «μη-επικυριαρχία» (non-domination). Η επίτευξή της προϋποθέτει τη συστηματική παρέμβαση του κράτους σε όλα τα πεδία όπου μπορούν να εμφανιστούν κοινωνικές ανισότητες. Η ελευθερία δεν επιτυγχάνεται με μείωση, αλλά με αύξηση των κρατικών παρεμβάσεων, που επιπροσθέτως αλλάζουν περιεχόμενο και στόχευση. Οι παρεμβάσεις δεν αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων, αλλά γίνονται με γνώμονα το γενικό συμφέρον της κοινωνίας. Όπως αντιλαμβάνεσθε, πρόκειται για μια ελευθερία που υπερβαίνει τα στενά όρια του κλασικού φιλελευθερισμού. Πηγάζει από τη ρωμαϊκή παράδοση του ρεπουμπλικανισμού (res publica) και είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα υπό το πρίσμα των σημερινών εξελίξεων.
Η κρίση είναι πάντα περίοδος περισυλλογής. Πολλώ δε μάλλον η σημερινή, που δεν είχε μόνο οδυνηρές επιπτώσεις στην οικονομική πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής, αλλά ανέτρεψε εκ βάθρων και τις καθιερωμένες αντιλήψεις σε θέματα μακροοικονομικής θεωρίας και πολιτικής. Η στιγμή είναι ιδανική για να ξαναδιαβάσουμε την Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών και όλους τους κλασικούς της οικονομικής επιστήμης, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς και τις ιδεολογικές παρωπίδες της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και του νέου οικονομικού φιλελευθερισμού. Η προσφορά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό των μεγάλων βιβλίων που άλλαξαν την εικόνα και την πορεία του κόσμου είναι πραγματικά αξιέπαινη.