[42] Ἀλλὰ μὴν ὁπηνίκα καὶ πεποιηκὼς ἃ κατηγορῶ καὶ ὕβρει πεποιηκὼς φαίνεται, τοὺς νόμους ἤδη δεῖ σκοπεῖν, ὦ ἄνδρες δικασταί· κατὰ γὰρ τούτους δικάσειν ὀμωμόκατε. καὶ θεωρεῖθ᾽ ὅσῳ μείζονος ὀργῆς καὶ ζημίας ἀξιοῦσι τοὺς ἑκουσίως καὶ δι᾽ ὕβριν πλημμελοῦντας τῶν ἄλλως πως ἐξαμαρτανόντων.
[43] πρῶτον μὲν τοίνυν οἱ περὶ τῆς βλάβης οὗτοι νόμοι πάντες, ἵν᾽ ἐκ τούτων ἄρξωμαι, ἂν μὲν ἑκὼν βλάψῃ, διπλοῦν, ἂν δ᾽ ἄκων, ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν. εἰκότως· ὁ μὲν γὰρ παθὼν πανταχοῦ βοηθείας δίκαιος τυγχάνειν, τῷ δράσαντι δ᾽ οὐκ ἴσην τὴν ὀργήν, ἄν θ᾽ ἑκὼν ἄν τ᾽ ἄκων, ἔταξ᾽ ὁ νόμος. ἔπειθ᾽ οἱ φονικοὶ τοὺς μὲν ἐκ προνοίας ἀποκτιννύντας θανάτῳ καὶ ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦσι, τοὺς δ᾽ ἀκουσίως αἰδέσεως καὶ φιλανθρωπίας πολλῆς ἠξίωσαν.
[44] οὐ μόνον δ᾽ ἐπὶ τούτων τοῖς ἐκ προαιρέσεως ὑβρισταῖς χαλεποὺς ὄντας ἰδεῖν ἔστι τοὺς νόμους, ἀλλὰ καὶ ἐφ᾽ ἁπάντων. τί γὰρ δή ποτ᾽, ἄν τις ὀφλὼν δίκην μὴ ἐκτίνῃ, οὐκέτ᾽ ἐποίησ᾽ ὁ νόμος τὴν ἐξούλην ἰδίαν, ἀλλὰ προστιμᾶν ἐπέταξε τῷ δημοσίῳ; καὶ πάλιν τί δή ποτ᾽, ἂν μὲν ἑκὼν παρ᾽ ἑκόντος τις λάβῃ τάλαντον ἓν ἢ δύ᾽ ἢ δέκα καὶ ταῦτ᾽ ἀποστερήσῃ, οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, ἂν δὲ μικροῦ πάνυ τιμήματος ἄξιόν τις λάβῃ, βίᾳ δὲ τοῦτ᾽ ἀφέληται, τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ;
[45] ὅτι πάνθ᾽ ὅσα τις βιαζόμενος πράττει κοίν᾽ ἀδικήματα καὶ κατὰ τῶν ἔξω τοῦ πράγματος ὄντων ἡγεῖθ᾽ ὁ νομοθέτης· τὴν μὲν γὰρ ἰσχὺν ὀλίγων, τοὺς δὲ νόμους ἁπάντων εἶναι, καὶ τὸν μὲν πεισθέντ᾽ ἰδίας, τὸν δὲ βιασθέντα δημοσίας δεῖσθαι βοηθείας. διόπερ καὶ τῆς ὕβρεως αὐτῆς τὰς μὲν γραφὰς ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ, τὸ δὲ τίμημ᾽ ἐποίησεν ὅλον δημόσιον· τὴν γὰρ πόλιν ἡγεῖτ᾽ ἀδικεῖν, οὐ τὸν παθόντα μόνον, τὸν ὑβρίζειν ἐπιχειροῦντα, καὶ δίκην ἱκανὴν τὴν τιμωρίαν εἶναι τῷ παθόντι, χρήματα δ᾽ οὐ προσήκειν τῶν τοιούτων ἐφ᾽ ἑαυτῷ λαμβάνειν.
[46] καὶ τοσαύτῃ γ᾽ ἐχρήσαθ᾽ ὑπερβολῇ, ὥστε κἂν εἰς δοῦλον ὑβρίζῃ τις, ὁμοίως ἔδωκεν ὑπὲρ τούτου γραφήν. οὐ γὰρ ὅστις ὁ πάσχων ᾤετο δεῖν σκοπεῖν, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμ᾽ ὁποῖόν τι τὸ γιγνόμενον· ἐπειδὴ δ᾽ εὗρεν οὐκ ἐπιτήδειον, μήτε πρὸς δοῦλον μήθ᾽ ὅλως ἐξεῖναι πράττειν ἐπέτρεψεν. οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν πάντων οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον, οὐδ᾽ ἐφ᾽ ὅτῳ μᾶλλον ὑμῖν ὀργίζεσθαι προσήκει. ἀνάγνωθι δ᾽ αὐτόν μοι λαβὼν τὸν τῆς ὕβρεως νόμον· οὐδὲν γὰρ οἷον ἀκούειν αὐτοῦ τοῦ νόμου.
ΝΟΜΟΣ.
[47] Ἐάν τις ὑβρίζῃ εἴς τινα, ἢ παῖδα ἢ γυναῖκα ἢ ἄνδρα, τῶν ἐλευθέρων ἢ τῶν δούλων, ἢ παράνομόν τι ποιήσῃ εἰς τούτων τινά, γραφέσθω πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ὁ βουλόμενος Ἀθηναίων οἷς ἔξεστιν, οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν ἡλιαίαν τριάκοντα ἡμερῶν ἀφ᾽ ἧς ἂν γραφῇ, ἐὰν μή τι δημόσιον κωλύῃ, εἰ δὲ μή, ὅταν ᾖ πρῶτον οἷόν τε. ὅτου δ᾽ ἂν καταγνῷ ἡ ἡλιαία, τιμάτω περὶ αὐτοῦ παραχρῆμα, ὅτου ἂν δοκῇ ἄξιος εἶναι παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι. ὅσοι δ᾽ ἂν γράφωνται γραφὰς ἰδίας κατὰ τὸν νόμον, ἐάν τις μὴ ἐπεξέλθῃ ἢ ἐπεξιὼν μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, ἀποτεισάτω χιλίας δραχμὰς τῷ δημοσίῳ. ἐὰν δὲ ἀργυρίου τιμηθῇ τῆς ὕβρεως, δεδέσθω, ἐὰν ἐλεύθερον ὑβρίσῃ, μέχρι ἂν ἐκτείσῃ.
[48] Ἀκούετ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦ νόμου τῆς φιλανθρωπίας, ὃς οὐδὲ τοὺς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῖ. τί οὖν πρὸς θεῶν; εἴ τις εἰς τοὺς βαρβάρους ἐνεγκὼν τὸν νόμον τοῦτον, παρ᾽ ὧν τὰ ἀνδράποδ᾽ εἰς τοὺς Ἕλληνας κομίζεται, ἐπαινῶν ὑμᾶς καὶ διεξιὼν περὶ τῆς πόλεως εἴποι πρὸς αὐτοὺς ὅτι
[49] «εἰσὶν Ἕλληνές τινες ἄνθρωποι οὕτως ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους ὥστε πόλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν ἠδικημένοι, καὶ φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς, ὅμως οὐδ᾽ ὅσων ἂν τιμὴν καταθέντες δούλους κτήσωνται, οὐδὲ τούτους ὑβρίζειν ἀξιοῦσιν, ἀλλὰ νόμον δημοσίᾳ τὸν ταῦτα κωλύσοντα τέθεινται τουτονὶ καὶ πολλοὺς ἤδη παραβάντας τὸν νόμον τοῦτον ἐζημιώκασιν θανάτῳ»,
[50] εἰ ταῦτ᾽ ἀκούσειαν καὶ συνεῖεν οἱ βάρβαροι, οὐκ ἂν οἴεσθε δημοσίᾳ πάντας ὑμᾶς προξένους αὑτῶν ποιήσασθαι; τὸν τοίνυν οὐ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν μόνον εὐδοκιμοῦντα νόμον, ἀλλὰ καὶ παρὰ τοῖς βαρβάροις εὖ δόξαντ᾽ ἂν ἔχειν, σκοπεῖσθ᾽ ὁ παραβὰς ἥντινα δοὺς δίκην ἀξίαν ἔσται δεδωκώς.
***
[42] Τώρα όμως που φάνηκε ότι και έκαμε όσα του κατηγορώ και τα έκαμε με πρόθεση να προσβάλει, είναι χρέος σας, κύριοι δικαστές, να λάβετε υπόψη σας τους νόμους, γιατί σύμφωνα με αυτούς έχετε ορκισθεί ότι θα δικάσετε. Παρατηρήστε επίσης ότι η νομοθεσία κρίνει άξιους μεγαλύτερης οργής και τιμωρίας όσους κάνουν αδικήματα εσκεμμένα και με πρόθεση να προσβάλλουν από εκείνους που σφάλλουν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Πρώτα όλοι οι νόμοι που αφορούν ζημιές —για να αρχίσω από αυτούς— επιβάλλουν να καταβάλλεται διπλάσιο πρόστιμο, αν η ζημιά προκληθεί εκούσια, και απλό, αν προσκληθεί ακούσια.
[43] Εύλογα, γιατί το θύμα σε κάθε περίπτωση έχει το δικαίωμα να βοηθηθεί, ενώ για τον δράστη δεν όρισε ο νόμος να αντιμετωπίζεται με την ίδια οργή, αν η πράξη του είναι εκούσια ή ακούσια. Οι νόμοι έπειτα που αφορούν φόνους τιμωρούν όσους φονεύουν εκ προμελέτης με θάνατο, ισόβια εξορία και δήμευση της περιουσίας, ενώ όσους φονεύουν ακούσια, τους κρίνουν άξιους μεγάλης συμπάθειας και φιλανθρωπίας.
[44] Όχι μόνο σε αυτές, αλλά σε όλες γενικά τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι οι νόμοι είναι αυστηροί για όσους προσβάλλουν εκ προμελέτης. Για ποιόν όμως λόγο, όταν κάποιος που καταδικάσθηκε δεν πληρώσει τη χρηματική ποινή, ο νόμος δεν ορίζει πια την αγωγή εξώσεως ιδιωτική υπόθεση, αλλά επιβάλλει επιπλέον πρόστιμο σε όφελος του δημοσίου; Και πάλι γιατί τέλος πάντων, αν κάποιος δανεισθεί από έναν άλλο με κοινή συμφωνία ένα, δύο ή δέκα τάλαντα χωρίς να επιστρέψει τα χρήματα, δεν έχει καμία σχέση με το δημόσιο, ενώ όποιος αφαιρέσει με βία ακόμη και μικρής αξίας αντικείμενο, υποχρεώνεται από τον νόμο να πληρώσει στο δημόσιο πρόστιμο ίσο με εκείνο που θα όφειλε σε ιδιώτη;
[45] Γιατί ο νομοθέτης θεωρούσε κάθε πράξη βίας ως δημόσιο αδίκημα, το οποίο στρέφεται και εναντίον όσων δεν συνδέονται με την υπόθεση· πίστευε ότι η δύναμη ανήκει σε λίγους, ενώ οι νόμοι είναι κτήμα όλων των πολιτών, και εκείνος που έκαμε μία συμφωνία χρειάζεται ιδιωτική, ενώ εκείνος που ήταν θύμα βίας χρειάζεται δημόσια βοήθεια. Γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε το επιθυμεί να καταθέσει δημόσια καταγγελία για βίαιη προσβολή, αλλά καθορίζει η χρηματική ποινή να καταβάλλεται όλη στο δημόσιο ταμείο· γιατί ο νομοθέτης πίστευε ότι όποιος επιχειρεί προσβολές αδικεί, εκτός από το θύμα, και την πόλη, και ότι η τιμωρία του ενόχου είναι αρκετή ικανοποίηση για το θύμα, που δεν πρέπει να απαιτεί για τον εαυτό του χρηματική αποζημίωση για τέτοια αδικήματα.
[46] Έφθασε (ο νομοθέτης) σε τόσο υπερβολικά μέτρα ώστε έδωσε το δικαίωμα δημόσιας καταγγελίας ακόμη και όταν προσβάλλεται βίαια ένας δούλος. Κατά την άποψή του δεν έπρεπε να εξετάζεται ποιό είναι το θύμα, αλλά ποιό είναι το αδίκημα· αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βίαιη προσβολή είναι αδικαιολόγητη πράξη, την απαγόρευσε ακόμη και για τους δούλους και γενικά σε κάθε περίπτωση. Γιατί κανένα, μα κανένα αδίκημα, Αθηναίοι, δεν είναι πιο ανυπόφορο από τη βίαιη προσβολή και κανένα δεν αξίζει την οργή σας όσο αυτή. Πάρε, παρακαλώ, και διάβασε τον νόμο για την προσβολή· τίποτε δεν είναι τόσο πειστικό όσο το να ακούγεται ο ίδιος ο νόμος.
ΝΟΜΟΣ
[47] Αν κάποιος προσβάλει βίαια έναν άλλον, παιδί ή γυναίκα ή άνδρα, ελεύθερο ή δούλο, ή κάμει μία παράνομη πράξη σε βάρος κάποιου από αυτούς, οποιοσδήποτε Αθηναίος θέλει και έχει το δικαίωμα, μπορεί να τον καταγγείλει στους θεσμοθέτες· αν δεν υπάρχει δημόσιο κώλυμα, αυτοί έχουν καθήκον να φέρουν την υπόθεση στην Ηλιαία μέσα σε τριάντα μέρες από την κατάθεση της καταγγελίας· αλλιώς η υπόθεση να εκδικάζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Όποιον καταδικάσει η Ηλιαία πρέπει να του ορίσει απευθείας τη σωματική ή τη χρηματική ποινή η οποία θα κριθεί ότι του αξίζει. Αν κάποιος από εκείνους οι οποίοι υποβάλλουν σύμφωνα με τον νόμο δημόσιες καταγγελίες για ιδιωτική τους υπόθεση εγκαταλείψει τη δίωξη ή δεν λάβει κατά τη δίκη το ένα πέμπτο των ψήφων, οφείλει να πληρώσει χίλιες δραχμές στο δημόσιο. Αν το θύμα της βίαιης προσβολής είναι ελεύθερος πολίτης και ο ένοχος καταδικασθεί σε καταβολή προστίμου, να φυλακίζεται μέχρι να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό.
[48] Ακούσατε, Αθηναίοι, το φιλάνθρωπο πνεύμα του νόμου αυτού, ο οποίος δεν επιτρέπει να προσβάλλονται ούτε και οι δούλοι. Στο όνομα των θεών, σας ερωτώ: αν κάποιος φέρει τον νόμο αυτό στα βαρβαρικά έθνη, απ᾽ όπου οι Έλληνες προμηθεύονται δούλους, και, ενώ εγκωμιάζει και περιγράφει διεξοδικά την πόλη μας, τους πει:
[49] «Υπάρχουν μερικοί Έλληνες, που έχουν τόσο ήμερο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα, ώστε, παρά τις πολλές συμφορές που τους έχετε προξενήσει και την εκ φύσεως πατροπαράδοτη έχθρα τους για σας, δεν δέχονται να προσβάλλονται ούτε και οι άνθρωποι τους οποίους έχουν αγοράσει και κρατούν ως σκλάβους τους· αντίθετα, έχουν θεσπίσει επίσημα αυτόν τον νόμο που εμποδίζει τις βιαιότητες και σε πολλούς παραβάτες του έχουν ήδη επιβάλει την ποινή του θανάτου».
[50] Αν οι βάρβαροι άκουγαν και καταλάβαιναν τα λόγια αυτά, δεν νομίζετε ότι όλους θα σας ανακήρυσσαν επίσημα προξένους τους; Σκεφτείτε λοιπόν ποιά τιμωρία θα αξίζει να επιβληθεί στον παραβάτη του νόμου αυτού, τον οποίο δεν τιμούν μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι βάρβαροι θα τον είχαν σε υπόληψη.
[43] πρῶτον μὲν τοίνυν οἱ περὶ τῆς βλάβης οὗτοι νόμοι πάντες, ἵν᾽ ἐκ τούτων ἄρξωμαι, ἂν μὲν ἑκὼν βλάψῃ, διπλοῦν, ἂν δ᾽ ἄκων, ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν. εἰκότως· ὁ μὲν γὰρ παθὼν πανταχοῦ βοηθείας δίκαιος τυγχάνειν, τῷ δράσαντι δ᾽ οὐκ ἴσην τὴν ὀργήν, ἄν θ᾽ ἑκὼν ἄν τ᾽ ἄκων, ἔταξ᾽ ὁ νόμος. ἔπειθ᾽ οἱ φονικοὶ τοὺς μὲν ἐκ προνοίας ἀποκτιννύντας θανάτῳ καὶ ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦσι, τοὺς δ᾽ ἀκουσίως αἰδέσεως καὶ φιλανθρωπίας πολλῆς ἠξίωσαν.
[44] οὐ μόνον δ᾽ ἐπὶ τούτων τοῖς ἐκ προαιρέσεως ὑβρισταῖς χαλεποὺς ὄντας ἰδεῖν ἔστι τοὺς νόμους, ἀλλὰ καὶ ἐφ᾽ ἁπάντων. τί γὰρ δή ποτ᾽, ἄν τις ὀφλὼν δίκην μὴ ἐκτίνῃ, οὐκέτ᾽ ἐποίησ᾽ ὁ νόμος τὴν ἐξούλην ἰδίαν, ἀλλὰ προστιμᾶν ἐπέταξε τῷ δημοσίῳ; καὶ πάλιν τί δή ποτ᾽, ἂν μὲν ἑκὼν παρ᾽ ἑκόντος τις λάβῃ τάλαντον ἓν ἢ δύ᾽ ἢ δέκα καὶ ταῦτ᾽ ἀποστερήσῃ, οὐδὲν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ἐστίν, ἂν δὲ μικροῦ πάνυ τιμήματος ἄξιόν τις λάβῃ, βίᾳ δὲ τοῦτ᾽ ἀφέληται, τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ;
[45] ὅτι πάνθ᾽ ὅσα τις βιαζόμενος πράττει κοίν᾽ ἀδικήματα καὶ κατὰ τῶν ἔξω τοῦ πράγματος ὄντων ἡγεῖθ᾽ ὁ νομοθέτης· τὴν μὲν γὰρ ἰσχὺν ὀλίγων, τοὺς δὲ νόμους ἁπάντων εἶναι, καὶ τὸν μὲν πεισθέντ᾽ ἰδίας, τὸν δὲ βιασθέντα δημοσίας δεῖσθαι βοηθείας. διόπερ καὶ τῆς ὕβρεως αὐτῆς τὰς μὲν γραφὰς ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ, τὸ δὲ τίμημ᾽ ἐποίησεν ὅλον δημόσιον· τὴν γὰρ πόλιν ἡγεῖτ᾽ ἀδικεῖν, οὐ τὸν παθόντα μόνον, τὸν ὑβρίζειν ἐπιχειροῦντα, καὶ δίκην ἱκανὴν τὴν τιμωρίαν εἶναι τῷ παθόντι, χρήματα δ᾽ οὐ προσήκειν τῶν τοιούτων ἐφ᾽ ἑαυτῷ λαμβάνειν.
[46] καὶ τοσαύτῃ γ᾽ ἐχρήσαθ᾽ ὑπερβολῇ, ὥστε κἂν εἰς δοῦλον ὑβρίζῃ τις, ὁμοίως ἔδωκεν ὑπὲρ τούτου γραφήν. οὐ γὰρ ὅστις ὁ πάσχων ᾤετο δεῖν σκοπεῖν, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμ᾽ ὁποῖόν τι τὸ γιγνόμενον· ἐπειδὴ δ᾽ εὗρεν οὐκ ἐπιτήδειον, μήτε πρὸς δοῦλον μήθ᾽ ὅλως ἐξεῖναι πράττειν ἐπέτρεψεν. οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν πάντων οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον, οὐδ᾽ ἐφ᾽ ὅτῳ μᾶλλον ὑμῖν ὀργίζεσθαι προσήκει. ἀνάγνωθι δ᾽ αὐτόν μοι λαβὼν τὸν τῆς ὕβρεως νόμον· οὐδὲν γὰρ οἷον ἀκούειν αὐτοῦ τοῦ νόμου.
ΝΟΜΟΣ.
[47] Ἐάν τις ὑβρίζῃ εἴς τινα, ἢ παῖδα ἢ γυναῖκα ἢ ἄνδρα, τῶν ἐλευθέρων ἢ τῶν δούλων, ἢ παράνομόν τι ποιήσῃ εἰς τούτων τινά, γραφέσθω πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ὁ βουλόμενος Ἀθηναίων οἷς ἔξεστιν, οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν ἡλιαίαν τριάκοντα ἡμερῶν ἀφ᾽ ἧς ἂν γραφῇ, ἐὰν μή τι δημόσιον κωλύῃ, εἰ δὲ μή, ὅταν ᾖ πρῶτον οἷόν τε. ὅτου δ᾽ ἂν καταγνῷ ἡ ἡλιαία, τιμάτω περὶ αὐτοῦ παραχρῆμα, ὅτου ἂν δοκῇ ἄξιος εἶναι παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι. ὅσοι δ᾽ ἂν γράφωνται γραφὰς ἰδίας κατὰ τὸν νόμον, ἐάν τις μὴ ἐπεξέλθῃ ἢ ἐπεξιὼν μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, ἀποτεισάτω χιλίας δραχμὰς τῷ δημοσίῳ. ἐὰν δὲ ἀργυρίου τιμηθῇ τῆς ὕβρεως, δεδέσθω, ἐὰν ἐλεύθερον ὑβρίσῃ, μέχρι ἂν ἐκτείσῃ.
[48] Ἀκούετ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦ νόμου τῆς φιλανθρωπίας, ὃς οὐδὲ τοὺς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῖ. τί οὖν πρὸς θεῶν; εἴ τις εἰς τοὺς βαρβάρους ἐνεγκὼν τὸν νόμον τοῦτον, παρ᾽ ὧν τὰ ἀνδράποδ᾽ εἰς τοὺς Ἕλληνας κομίζεται, ἐπαινῶν ὑμᾶς καὶ διεξιὼν περὶ τῆς πόλεως εἴποι πρὸς αὐτοὺς ὅτι
[49] «εἰσὶν Ἕλληνές τινες ἄνθρωποι οὕτως ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους ὥστε πόλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν ἠδικημένοι, καὶ φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς, ὅμως οὐδ᾽ ὅσων ἂν τιμὴν καταθέντες δούλους κτήσωνται, οὐδὲ τούτους ὑβρίζειν ἀξιοῦσιν, ἀλλὰ νόμον δημοσίᾳ τὸν ταῦτα κωλύσοντα τέθεινται τουτονὶ καὶ πολλοὺς ἤδη παραβάντας τὸν νόμον τοῦτον ἐζημιώκασιν θανάτῳ»,
[50] εἰ ταῦτ᾽ ἀκούσειαν καὶ συνεῖεν οἱ βάρβαροι, οὐκ ἂν οἴεσθε δημοσίᾳ πάντας ὑμᾶς προξένους αὑτῶν ποιήσασθαι; τὸν τοίνυν οὐ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν μόνον εὐδοκιμοῦντα νόμον, ἀλλὰ καὶ παρὰ τοῖς βαρβάροις εὖ δόξαντ᾽ ἂν ἔχειν, σκοπεῖσθ᾽ ὁ παραβὰς ἥντινα δοὺς δίκην ἀξίαν ἔσται δεδωκώς.
***
[42] Τώρα όμως που φάνηκε ότι και έκαμε όσα του κατηγορώ και τα έκαμε με πρόθεση να προσβάλει, είναι χρέος σας, κύριοι δικαστές, να λάβετε υπόψη σας τους νόμους, γιατί σύμφωνα με αυτούς έχετε ορκισθεί ότι θα δικάσετε. Παρατηρήστε επίσης ότι η νομοθεσία κρίνει άξιους μεγαλύτερης οργής και τιμωρίας όσους κάνουν αδικήματα εσκεμμένα και με πρόθεση να προσβάλλουν από εκείνους που σφάλλουν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Πρώτα όλοι οι νόμοι που αφορούν ζημιές —για να αρχίσω από αυτούς— επιβάλλουν να καταβάλλεται διπλάσιο πρόστιμο, αν η ζημιά προκληθεί εκούσια, και απλό, αν προσκληθεί ακούσια.
[43] Εύλογα, γιατί το θύμα σε κάθε περίπτωση έχει το δικαίωμα να βοηθηθεί, ενώ για τον δράστη δεν όρισε ο νόμος να αντιμετωπίζεται με την ίδια οργή, αν η πράξη του είναι εκούσια ή ακούσια. Οι νόμοι έπειτα που αφορούν φόνους τιμωρούν όσους φονεύουν εκ προμελέτης με θάνατο, ισόβια εξορία και δήμευση της περιουσίας, ενώ όσους φονεύουν ακούσια, τους κρίνουν άξιους μεγάλης συμπάθειας και φιλανθρωπίας.
[44] Όχι μόνο σε αυτές, αλλά σε όλες γενικά τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι οι νόμοι είναι αυστηροί για όσους προσβάλλουν εκ προμελέτης. Για ποιόν όμως λόγο, όταν κάποιος που καταδικάσθηκε δεν πληρώσει τη χρηματική ποινή, ο νόμος δεν ορίζει πια την αγωγή εξώσεως ιδιωτική υπόθεση, αλλά επιβάλλει επιπλέον πρόστιμο σε όφελος του δημοσίου; Και πάλι γιατί τέλος πάντων, αν κάποιος δανεισθεί από έναν άλλο με κοινή συμφωνία ένα, δύο ή δέκα τάλαντα χωρίς να επιστρέψει τα χρήματα, δεν έχει καμία σχέση με το δημόσιο, ενώ όποιος αφαιρέσει με βία ακόμη και μικρής αξίας αντικείμενο, υποχρεώνεται από τον νόμο να πληρώσει στο δημόσιο πρόστιμο ίσο με εκείνο που θα όφειλε σε ιδιώτη;
[45] Γιατί ο νομοθέτης θεωρούσε κάθε πράξη βίας ως δημόσιο αδίκημα, το οποίο στρέφεται και εναντίον όσων δεν συνδέονται με την υπόθεση· πίστευε ότι η δύναμη ανήκει σε λίγους, ενώ οι νόμοι είναι κτήμα όλων των πολιτών, και εκείνος που έκαμε μία συμφωνία χρειάζεται ιδιωτική, ενώ εκείνος που ήταν θύμα βίας χρειάζεται δημόσια βοήθεια. Γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε το επιθυμεί να καταθέσει δημόσια καταγγελία για βίαιη προσβολή, αλλά καθορίζει η χρηματική ποινή να καταβάλλεται όλη στο δημόσιο ταμείο· γιατί ο νομοθέτης πίστευε ότι όποιος επιχειρεί προσβολές αδικεί, εκτός από το θύμα, και την πόλη, και ότι η τιμωρία του ενόχου είναι αρκετή ικανοποίηση για το θύμα, που δεν πρέπει να απαιτεί για τον εαυτό του χρηματική αποζημίωση για τέτοια αδικήματα.
[46] Έφθασε (ο νομοθέτης) σε τόσο υπερβολικά μέτρα ώστε έδωσε το δικαίωμα δημόσιας καταγγελίας ακόμη και όταν προσβάλλεται βίαια ένας δούλος. Κατά την άποψή του δεν έπρεπε να εξετάζεται ποιό είναι το θύμα, αλλά ποιό είναι το αδίκημα· αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βίαιη προσβολή είναι αδικαιολόγητη πράξη, την απαγόρευσε ακόμη και για τους δούλους και γενικά σε κάθε περίπτωση. Γιατί κανένα, μα κανένα αδίκημα, Αθηναίοι, δεν είναι πιο ανυπόφορο από τη βίαιη προσβολή και κανένα δεν αξίζει την οργή σας όσο αυτή. Πάρε, παρακαλώ, και διάβασε τον νόμο για την προσβολή· τίποτε δεν είναι τόσο πειστικό όσο το να ακούγεται ο ίδιος ο νόμος.
ΝΟΜΟΣ
[47] Αν κάποιος προσβάλει βίαια έναν άλλον, παιδί ή γυναίκα ή άνδρα, ελεύθερο ή δούλο, ή κάμει μία παράνομη πράξη σε βάρος κάποιου από αυτούς, οποιοσδήποτε Αθηναίος θέλει και έχει το δικαίωμα, μπορεί να τον καταγγείλει στους θεσμοθέτες· αν δεν υπάρχει δημόσιο κώλυμα, αυτοί έχουν καθήκον να φέρουν την υπόθεση στην Ηλιαία μέσα σε τριάντα μέρες από την κατάθεση της καταγγελίας· αλλιώς η υπόθεση να εκδικάζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Όποιον καταδικάσει η Ηλιαία πρέπει να του ορίσει απευθείας τη σωματική ή τη χρηματική ποινή η οποία θα κριθεί ότι του αξίζει. Αν κάποιος από εκείνους οι οποίοι υποβάλλουν σύμφωνα με τον νόμο δημόσιες καταγγελίες για ιδιωτική τους υπόθεση εγκαταλείψει τη δίωξη ή δεν λάβει κατά τη δίκη το ένα πέμπτο των ψήφων, οφείλει να πληρώσει χίλιες δραχμές στο δημόσιο. Αν το θύμα της βίαιης προσβολής είναι ελεύθερος πολίτης και ο ένοχος καταδικασθεί σε καταβολή προστίμου, να φυλακίζεται μέχρι να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό.
[48] Ακούσατε, Αθηναίοι, το φιλάνθρωπο πνεύμα του νόμου αυτού, ο οποίος δεν επιτρέπει να προσβάλλονται ούτε και οι δούλοι. Στο όνομα των θεών, σας ερωτώ: αν κάποιος φέρει τον νόμο αυτό στα βαρβαρικά έθνη, απ᾽ όπου οι Έλληνες προμηθεύονται δούλους, και, ενώ εγκωμιάζει και περιγράφει διεξοδικά την πόλη μας, τους πει:
[49] «Υπάρχουν μερικοί Έλληνες, που έχουν τόσο ήμερο και φιλάνθρωπο χαρακτήρα, ώστε, παρά τις πολλές συμφορές που τους έχετε προξενήσει και την εκ φύσεως πατροπαράδοτη έχθρα τους για σας, δεν δέχονται να προσβάλλονται ούτε και οι άνθρωποι τους οποίους έχουν αγοράσει και κρατούν ως σκλάβους τους· αντίθετα, έχουν θεσπίσει επίσημα αυτόν τον νόμο που εμποδίζει τις βιαιότητες και σε πολλούς παραβάτες του έχουν ήδη επιβάλει την ποινή του θανάτου».
[50] Αν οι βάρβαροι άκουγαν και καταλάβαιναν τα λόγια αυτά, δεν νομίζετε ότι όλους θα σας ανακήρυσσαν επίσημα προξένους τους; Σκεφτείτε λοιπόν ποιά τιμωρία θα αξίζει να επιβληθεί στον παραβάτη του νόμου αυτού, τον οποίο δεν τιμούν μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι βάρβαροι θα τον είχαν σε υπόληψη.