Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (834-868)

τὰ πρῶτα μέν νυν πίτυλος Ἀργείου δορὸς
835 ἐρρήξαθ᾽ ἡμᾶς, εἶτ᾽ ἐχώρησαν πάλιν.
τὸ δεύτερον δὲ ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί,
ἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ στάς, ἐκαρτέρει μάχη·
πολλοὶ δ᾽ ἔπιπτον. ἦν δὲ †τοῦ κελεύσματος†
Ὦ τὰς Ἀθήνας—Ὦ τὸν Ἀργείων γύην
840 σπείροντες—οὐκ ἀρήξετ᾽ αἰσχύνην πόλει;
μόλις δὲ πάντα δρῶντες οὐκ ἄτερ πόνων
ἐτρεψάμεσθ᾽ Ἀργεῖον ἐς φυγὴν δόρυ.
κἀνταῦθ᾽ ὁ πρέσβυς Ὕλλον ἐξορμώμενον
ἰδών, ὀρέξας ἱκέτευσε δεξιὰν
845 Ἰόλαος ἐμβῆσαί νιν ἵππειον δίφρον.
λαβὼν δὲ χερσὶν ἡνίας Εὐρυσθέως
πώλοις ἐπεῖχε. τἀπὸ τοῦδ᾽ ἤδη κλύων
λέγοιμ᾽ ἂν ἄλλων, δεῦρό γ᾽ αὐτὸς εἰσιδών.
Παλληνίδος γὰρ σεμνὸν ἐκπερῶν πάγον
850 δίας Ἀθάνας, ἅρμ᾽ ἰδὼν Εὐρυσθέως,
ἠράσαθ᾽ Ἥβηι Ζηνί θ᾽ ἡμέραν μίαν
νέος γενέσθαι κἀποτείσασθαι δίκην
ἐχθρούς. κλύειν δὴ θαύματος πάρεστί σοι·
δισσὼ γὰρ ἀστέρ᾽ ἱππικοῖς ἐπὶ ζυγοῖς
855 σταθέντ᾽ ἔκρυψαν ἅρμα λυγαίωι νέφει·
σὸν δὴ λέγουσι παῖδά γ᾽ οἱ σοφώτεροι
Ἥβην θ᾽· ὁ δ᾽ ὄρφνης ἐκ δυσαιθρίου νέων
βραχιόνων ἔδειξεν ἡβητὴν τύπον.
αἱρεῖ δ᾽ ὁ κλεινὸς Ἰόλεως Εὐρυσθέως
860 τέτρωρον ἅρμα πρὸς πέτραις Σκιρωνίσιν,
δεσμοῖς τε δήσας χεῖρας ἀκροθίνιον
κάλλιστον ἥκει τὸν στρατηλάτην ἄγων
τὸν ὄλβιον πάροιθε. τῆι δὲ νῦν τύχηι
βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν,
865 τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
ΧΟ. ὦ Ζεῦ τροπαῖε, νῦν ἐμοὶ δεινοῦ φόβου
ἐλεύθερον πάρεστιν ἦμαρ εἰσιδεῖν.

***
Και στην αρχήν οι Αργίτες με τα δόρατά τους
μας ετσακίσαν τη γραμμή· κι ύστερα πίσω
γυρίσαν· μα στη δεύτερην επίθεσή τους,
πόδι με πόδι αντικρισμένοι κι άντρας με άντρα
αντιστεκόμενοι, βαστάξαμε στη μάχη·
και πολλοί πέφταν κι άκουγες δυο κραξές μόνο·
«Ω της Αθήνας τέκνα, ω τέκνα του Άργους, σώστε
840 από το ντρόπιασμα την πόλη σας!» Και τέλος
τα δυνατά όλα βάζοντας, με πολύν κόπο
κάναμε τον Αργίτικο στρατό να φύγει.
Τότε κοιτάζοντας ο γέροντας τον Ύλλο
να ρίχνεται, τον παρακάλειε με απλωμένο
το δεξί χέρι να τον ανεβάσει απάνω
στο καλάλογο άρμα του. Και τα γκέμι᾽ αρπώντας
ορμάει να φτάσει τα πουλάρια του Ευρυσθέα.
Τα κατοπινά έχοντάς τα ακουσμέν᾽ απ᾽ άλλον
θα σου τα διηγηθώ — ως εδώ μονάχος τά ειδα.
Απ᾽ της Παλλήνης τον ιερό βράχο περνώντας,
στην Αθηνά αφιερωμένον, μόλις είδε
850 πέρα τ᾽ άρμα του Ευρυσθέα, στον Δία και στην Ήβη
ευχήθηκε για μιαν ημέρα νιος να γίνει
κι απ᾽ τους οχτρούς την πάσα εκδίκηση να λάβει!
Εδώ θ᾽ ακούσεις ένα θάμα: στων αλόγων
τον ζυγό στάθηκαν δυο αστέρια και σε μαύρο
σύγνεφο το άρμα κρύψανε· κι οι σοφοί λέγουν
πως ήταν η Ήβη κι ο δικός σου ο γιος· κι ο Ιόλαος
μέσ᾽ από το θαμπό σκοτάδι έδειξε νέων
βραχιονιών τύπο εφηβικό. Και πιάνει το άρμα
860 του Ευρυσθέα το τετράλογο στις Σκιρωνίδες
πέτρες· και δένοντάς του με σκοινιά τα χέρια
λαμπρότατο λάφυρο σέρνει τον πρωτάρχο
τον πολυευτυχισμένον πριν. Η τωρινή του
τύχη ολοφάνερα κηρύχνει και μαθαίνει
τους θνητούς όλους πως δεν πρέπει να ζηλεύουν
εκειόν που ευτυχισμένος φαίνεται πριν δούμε
τον θάνατό του· τι λιγοήμερ᾽ είναι η τύχη!
ΧΟΡ. Ω Ζευ τροπαίε, μου δίνεται πια να αντικρίσω
μετά απ᾽ τον φόβο τον φριχτό λεύτερη μέρα.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.3.2. Οι πρώτοι μεγάλοι κούροι και ο ρόλος της Νάξου

Κάτι άλλο που φαίνεται ότι έκανε μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες ήταν οι επιβλητικές διαστάσεις των κτισμάτων και των αγαλμάτων που είδαν και θαύμασαν στην Αίγυπτο. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι ανάμεσα στους πρωιμότερους κούρους που μας σώζονται συναντούμε και τους μεγαλύτερους. Η ικανότητα που απέκτησαν οι Έλληνες τεχνίτες μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, να κατασκευάζουν και να στήνουν μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα πρέπει να γέμισε τους σύγχρονούς τους με περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει πιο πολύ για τους Ναξίους, που είχαν πλουτίσει σημαντικά από το εμπόριο και είχαν στο νησί τους λατομεία μαρμάρου. Η άρχουσα τάξη του νησιού, οι πλούσιοι που ονομάζονταν παχέες ("χοντροί"), είχε τη δυνατότητα να αφιερώνει μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα στο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, το σημαντικότερο ιερό των Ιώνων. Ανάμεσα στα αναθήματα αυτά ξεχωρίζει ένας τεράστιος μαρμάρινος κούρος με ύψος λίγο μεγαλύτερο από 9 m, ο κολοσσός των Ναξίων, όπως επικράτησε να λέγεται, που εικονίζει πιθανότατα τον Απόλλωνα. Το άγαλμα, του οποίου σώζονται σήμερα δύο μεγάλα θραύσματα από τον κορμό και τους γοφούς, χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ. και είναι ένα μνημείο του πλούτου αλλά και της τεχνικής ικανότητας των Ναξίων. Στη βάση του διαβάζεται ως σήμερα μια επιγραφή που λέει ότι το άγαλμα και η βάση έχουν γίνει από την ίδια πέτρα. Με αυτό τον τρόπο εκφράζεται η περηφάνια των κατασκευαστών, που κατάφεραν να αποσπάσουν από το λατομείο, να μεταφέρουν και να κατεργαστούν με εξαιρετικό τρόπο έναν τέτοιο τεράστιο όγκο μαρμάρου. Πόσο καμάρωναν οι Νάξιοι γλύπτες της εποχής εκείνης για τη δουλειά τους μας το δείχνει η βάση ενός μικρού σχετικά κούρου από ναξιώτικο μάρμαρο στη Δήλο, στην οποία είναι χαραγμένη μια επιγραφή που λέει σε πρώτο πρόσωπο, σαν να μιλάει το ίδιο το άγαλμα: «Ο Ευθυκαρτίδης με αφιέρωσε ο Νάξιος, που με έφτιαξε».
 
Όλα δείχνουν ότι η συμβολή των Κυκλάδων, και ειδικά της Νάξου και των τεχνιτών της, στην ανάπτυξη της μνημειακής πλαστικής στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν πολύ μεγάλη. Στη Νάξο συναντούμε τα πρώτα μεγάλα λατομεία μαρμάρου, όπου οι γλύπτες αναζητούσαν το υλικό για τα έργα τους. Η πρώτη κατεργασία των αγαλμάτων γινόταν στο λατομείο. Με τον τρόπο αυτό ελαττωνόταν ο όγκος και κυρίως το βάρος των γλυπτών που έπρεπε να μεταφερθούν, και επιπλέον οι τεχνίτες είχαν τη δυνατότητα να ανακαλύψουν τυχόν ελαττώματα του υλικού, που μπορούσαν να δημιουργήσουν ρωγμές σε ένα άγαλμα και να το καταστρέψουν. Αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος που κάποια γλυπτά έμειναν μισοδουλεμένα στα λατομεία, σιωπηλοί μάρτυρες του τρόπου εργασίας των γλυπτών της αρχαϊκής εποχής. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ένα άγαλμα του πρώτου τετάρτου του 6ου αιώνα, που κείτεται ως σήμερα σε ένα αρχαίο λατομείο στη θέση Απόλλωνας, κοντά στη βόρεια ακτή της Νάξου. Δεν πρόκειται για κούρο, αλλά για άγαλμα του μεγάλου θεού της Νάξου, του Διονύσου, που εικονίζεται γενειοφόρος και ντυμένος με ιμάτιο. Σε πιο προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας βρίσκεται ένα σύγχρονο περίπου μεγάλο άγαλμα όρθιου νέου άνδρα από τη Θάσο, αποικία των Πάριων, που κρατάει ένα κριάρι (γι᾽ αυτό ονομάζεται Κριοφόρος) και εικονίζει πιθανότατα τον θεό Ερμή. Το άγαλμα αυτό είχε μεταφερθεί μισοτελειωμένο στην πόλη της Θάσου, όπου επρόκειτο να στηθεί. Πριν όμως ολοκληρωθεί η επεξεργασία του, ο γλύπτης ανακάλυψε ότι το μάρμαρο είχε ελαττώματα και εγκατέλειψε το έργο.
 
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, την εποχή που άρχισε να δημιουργείται η μνημειακή πλαστική (στο δεύτερο μισό του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.), έρχονταν στα λατομεία της Νάξου γλύπτες από όλη την Ελλάδα, αναζητώντας μάρμαρο για να κατασκευάσουν τα έργα τους. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το νησί αυτό έγινε από νωρίς τόπος συνάντησης καλλιτεχνών, που είχαν έτσι την ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις και εμπειρίες. Αλλά το μάρμαρο της Νάξου είναι χοντρόκοκκο και σχετικά κακής ποιότητας. Έτσι από τα μέσα του 6ου αιώνα και έπειτα οι γλύπτες αρχίζουν πλέον να προτιμούν το παριανό μάρμαρο. Τα λατομεία της Πάρου βρίσκονται αρκετά μακριά από τη θάλασσα και η εκμετάλλευσή τους ήταν πιο δαπανηρή· το μάρμαρό τους όμως (ιδιαίτερα αυτό που εξορυσσόταν από βαθιές στοές σκαμμένες στην πλαγιά του βουνού με τη βοήθεια λυχναριών και ονομαζόταν λυχνίτης λίθος) ήταν εξαιρετικής ποιότητας, με λαμπερό λευκό χρώμα.

Εξερευνώντας τον κόσμο του Κάφκα

Ο καφκικός κόσμος είναι ένα συνονθύλευμα επιρροών που τον καθιστούν τόσο σύνθετο όσο και ξεχωριστό. Επηρεασμένος από το Μοντερνισμό ο Κάφκα ασπάστηκε την έμφαση στην αμεσότητα. Επηρεασμένος από το Γερμανικό Εξπρεσιονισμό άντλησε τον αλληγορικό τρόπο έκφρασης όπως επίσης το ενδιαφέρον για τις εμμονές της ανθρώπινης φύσης καθώς και για τις ψυχικές επιπτώσεις της σύγκρουσης των γενεών. Όλα αυτά αποκτούν στο έργο του ένα ιδιαίτερο βάθος που δε συναντά κανείς αλλού και που μάλιστα οφείλεται στην προσωπική ένταση με την οποία επεξεργάζεται τα θέματά του.

Ως οπαδός του Μοντερνισμού, το έργο του παρέχει ένα δυσοίωνο απολογισμό για το τι συμβαίνει όταν το υποκείμενο απογυμνώνεται από τις παραδοσιακές προσδιοριστικές κατηγορίες της προσωπικής ταυτότητας. Μάλιστα διερευνά το αδιέξοδο εκείνων που έχουν καμφθεί ως προσωπικότητες σε τέτοιο βαθμό που να μην αναγνωρίζονται πια ως άτομα. Η έλλειψη ταυτότητας, η μοναξιά, η απουσία σχέσεων, η εξορία -κυριολεκτική ή μεταφορική- χαρακτηρίζουν τους ήρωές του, οι οποίοι άλλες φορές δεν έχουν καν όνομα ή ονομάζονται απλώς «Κ». κι άρα δε μπορούν να οριστούν ως προς τη χρονική ή τη γεωγραφική τους ύπαρξη. Όμως αυτό κάθε άλλο πάρα τυχαίο είναι, διότι ο Κάφκα μιλάει στον άνθρωπο γενικά, σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξαρτήτως γλώσσας, τόπου και συνόρων.

Ο κόσμος του δομείται γύρω από τη σύγκρουση ανάμεσα σε μια ασφυκτικά καταπιεστική καθημερινότητα και στον ενδόμυχο πόνο όσων αισθάνονται παγιδευμένοι σ’ αυτήν. Παγιδευμένοι και φυλακισμένοι στη ζωή τους. Βρίσκονται λοιπόν σε απόγνωση, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο συγγραφέας. Ένας συγγραφέας λοιπόν, του οποίου το όνομα θα γινόταν επιθετικός προσδιορισμός, λειτουργεί σαν ένα είδος προφήτη, δίνοντας όνομα σε εμπειρίες που το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει στον καθένα. Έτσι ο καφκικός χαρακτηρισμός έχει αποκτήσει την έννοια του παράξενου, του μυστηριώδους, ίσως να έχει γίνει ένας όρος οικουμενικός, για να χαρακτηρίσουμε κάτι πολύ οικείο κι ωστόσο ξένο για ‘μας. Άλλωστε όπως έχει γράψει κι ο Γάλλος Νομπελίστας Αντρέ Ζιντ στο ημερολόγιό του, «το άγχος που αναδύεται διαβάζοντας Κάφκα, είναι, κάποιες φορές, σχεδόν τόσο αφόρητο που δε γίνεται να μη λες αδιάκοπα, από μέσα σου, αυτός ο κυνηγημένος άνθρωπος είμαι εγώ;».

Αυτοί είναι οι ήρωες του Κάφκα. Κι αυτός είναι ο κόσμος του. Μια πληγή, μια ενοχή, μια παράνοια. Μια συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Διότι πώς αλλιώς είναι ικανή να ορισθεί μια ύπαρξη που από τη στιγμή που γεννάται η μόνη αλήθεια που γνωρίζει -και προσπαθεί να αποφύγει- είναι εκείνη του τέλους; Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ο άνθρωπος που υπάρχει για να ικανοποιεί τις κοινωνικές συμβάσεις που άλλοι του έχουν επιβάλλει; Πώς αλλιώς μπορεί να ειπωθεί εκείνος που μια στιγμή πριν πλησιάσει την αλήθεια του, φοβάται και κρύβεται από τον εαυτό του; Κι εκείνος; Εκείνος που γνωρίζει την αλήθεια και δεν τολμά να την πει για να μην πληγώσει όλους τους άλλους; Εκείνος πώς αλλιώς είναι δυνατόν να οριστεί αν όχι καφκικός;

Ένας είναι ο κόσμος του Κάφκα. Ο κόσμος μας. Κι οι ήρωες του είναι όλοι ανώνυμοι για να μπορούν να γίνουν όλοι επώνυμοι. Να γίνουν εσύ, εγώ. Να γίνουν εκείνος ο άνθρωπος που σε εξυπηρέτησε χθες το πρωί στην εφορία που βιαζόσουν και είπες πως ο τεμπέλης, άσκοπα, χρονοτριβούσε. Πού να φανταζόσουν τότε πως για ‘κεινον εσύ, ίσως να’ σαι ένας ακόμα κόμπος στον λαιμό του. Πού να φανταζόσουν τότε πως όλα όσα τον κατηγόρησες είναι εκείνα που προσπαθεί να αλλάξει; Θα τον πίστευες αν σου έλεγε πως, αυτή η καρέκλα στην οποία κάθεται, δεν είναι καθόλου αναπαυτική; Θα τον πίστευες αν σου έλεγε πως αυτή η καρέκλα τον έχει παγιδεύσει και θέλει, λαχταρά για την ακρίβεια, κάπως, με κάποιο τρόπο να γλιτώσει από το εφιαλτικά ασφυκτικό, καθημερινά ολόιδιο πρόγραμμά του;

Κι εσύ; Για τον δικό σου μυστικό καταπιεστικό κόσμο θα του έλεγες; Εσύ, τι αντέχεις να κάνεις; Και πιο πολύ από όλα τι φοβάσαι; Την ασφυξία της σταθερότητας που σου προκαλεί η καθημερινότητά σου ή το αβέβαιο μέλλον και την αναμονή μιας επιβράβευσης, μέσα σ’ έναν άχρονο χρόνο, που μπορεί να μην έρθει ποτέ;

Μάταιη η αναζήτηση. Η λογική δε θα δώσει καμία εξήγηση για τη δεινή σου θέση. Μα αν κάτι πρέπει να κρατήσεις από τον καφκικό μας κόσμο για να διατηρηθείς ακέραιος και ζωντανός μέσα σε αυτόν είναι η διαδικασία που περιγράφει στο βιβλίο του «Μεταμόρφωση», ο ίδιος ο Κάφκα στο οποίο συνοψίζεται πολύ συμπυκνωμένα στη φράση: «Μεταμορφώσου και γίνε».

Διότι πάρα την απαισιοδοξία του κόσμου αυτού και τη ματαιότητα της ύπαρξής μας, πάντα υπάρχει τρόπος να αλλάζεις, να μεταμορφώνεσαι, να αναγεννιέσαι.

Ο έρωτας μας απελευθερώνει από το αναμάσημα του φτωχικού μας "εγώ"

Όταν ερωτευόμαστε, τα πράγματα γίνονται ανάγλυφα, κι εμείς ενσαρκωνόμαστε πάλι μέσα στον αδιαφανή κόσμο, που τον ανακαλύπτουμε τώρα πλουσιότερο, πυκνότερο από ό,τι υποψιαζόμασταν.

Ο έρωτας μας αποζημιώνει για την έλλειψη νοήματος της ζωής -γι’ αυτό, όταν αποτυγχάνει, η έλλειψη νοήματος μας καταβάλλει.

Μόνος νιώθω άδειος και ταυτόχρονα κορεσμένος: αν είμαι μόνος, περισσεύω. Στην τρομερή στιγμή του χωρισμού, αυτό το «εγώ» που είχα ευχηθεί να βάλω σε παρένθεση γυρίζει πίσω σ’ εμένα σαν μπούμερανγκ, μαζί με ανώφελες έγνοιες.

Και να΄μαι πάλι φορτωμένος μ’ ένα νεκρό βάρος: σηκώνομαι, πλένομαι, τρέφομαι, υπομένω την παραφροσύνη του εσωτερικού μου μονολόγου, σκοτώνω την ώρα, περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα. Αυτό το κενό είναι υπερπλήρες.

«Τα μεγάλα, αδυσώπητα πάθη συνδέονται με το ότι κάποιος φαντάζεται ότι βλέπει το πιο κρυφό «εγώ”» του να τον κατασκοπεύει πίσω από τα μάτια του άλλου», γράφει ο Ρόμπερτ Μουζίλ. Αλλά το μυστικό αυτού του «εγώ» έγκειται στο ότι το έχει κατασκευάσει ολοκληρωτικά ο άλλος, μέσω της έκστασης και του ενθουσιασμού που μας έχει προκαλέσει: ανήκουστη απόλαυση του να σ’ αγαπούν, δηλαδή να σε σώζουν από την ύπαρξή σου.

Ο έρωτας έχει γεννητική ικανότητα, εκκολάπτει και δημιουργεί κάτι που υπήρχε μόνο σε λανθάνουσα κατάσταση. Μας απελευθερώνει από το αναμάσημα του φτωχικού μας «εγώ» που συνιστά το προσωπικό μας βάθος. Και μας προσφέρει ένα άλλο, πλουσιότερο, που μας ενδυναμώνει και μας κάνει ικανούς για μεγάλα πράγματα.

Ανοιχτός Νους, Υπερβατισμός & Πολεμικές Τέχνες

Μπορούν άραγε να αναπτυχθούν οι Ψυχικές Δυνάμεις του ανθρώπου μέσα από την Ανατολική Φιλοσοφία και τις Πολεμικές τέχνες; Έχουμε μιλήσει πολύ για τον υπερβατισμό και τη συνειδητότητα. Άλλωστε είναι ένα από τα θέματα που μας απασχολούν. Είναι όμως ένα θέμα της Νέας Εποχής (New Age), κάτι νέο ή προϋπήρχε; Οι ψυχικές δυνάμεις του νου είναι μόνο μια φαντασία; Συνήθως, έχουμε την ροπή -και λογικά γίνεται αυτό- να βλέπουμε τα πράγματα από την σκοπιά της δυτικής σκέψης και του δυτικού τρόπου ζωής. Μπορεί γεωγραφικά να ζούμε σε μια χώρα που βρίσκεται στο μεταίχμιο της Δύσης και της Ανατολής, όμως πέρα από κάθε ανατολικά χαρακτηριστικά, η αλήθεια είναι πως απλώς βρισκόμαστε «πιο ανατολικά από τις χώρες της Δύσης».

Η ανατολική σκέψη και φιλοσοφία είναι πολύ διαφορετικά από την δική μας οπτική για τον κόσμο. Ο δυτικός πολιτισμός είναι βασισμένος προπάντων στην ελευθερία. Η ανατολική σκέψη είναι πολύ διαφορετική.

Η συνειδητότητα, ο υπερβατισμός, ακόμα και ψυχικές δυνάμεις μπορούν να αποκτηθούν κατά τη διάρκεια της ζωής, δεν θεωρούνται μεταφυσικά, μπορούν να γίνουν κτήμα του ανθρώπου. Υπάρχουν αρκετά ονόματα που έχουν μείνει από την Ανατολή, πέρα τον δύο ίσως πιο γνωστών, του Κουμφούκιου και του Βούδα. Για το άρθρο αυτό θα χρησιμοποιήσω ιαπωνικά ονόματα, αν και στον πνευματικό ιαπωνικό χώρο είναι παραδοχή πως «όλα έχουν έρθει από την Κίνα». Η παράδοση της Ιαπωνίας είναι μια παραλλαγή των κινεζικών παραδόσεων και αντιλήψεων, ιδίως όταν θέλουμε να μιλήσουμε για πνευματισμό.

Στο θέμα μας λοιπόν, όλο ξεκινάνε από τον Άνθρωπο. Στην ανατολική σκέψη την ύψιστη θέση κατέχει αυτός που ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες. Οι πολεμικές τέχνες βέβαια είναι και πάλι μόνο ένας Δρόμος από τους πολλούς που υπάρχουν. Όποιος κι αν είναι ο Δρόμος, ο προορισμός είναι ο ίδιος. Ο προορισμός αυτός είναι όλα τα παραπάνω που αναφέραμε.

Στο έργο Fudochi Shinmyo Roku γραμμένο τον 16ο αιώνα από έναν δάσκαλο του Ζεν, τον Τακουάν Σόχο, μας δίνεται το πνεύμα των πολεμικών τεχνών, από την οπτική του ιδίου. Η κυριότερη εικόνα και ο τελικός στόχος είναι αυτός της θεάς του ελέους, Σέντζου Κάννον (ή αλλιώς η θεότητα Αβαλοκιτεσβαρα για τον ινδουισμό). Η Σέντζου Κάννον είναι η θεά με τα χίλια χέρια.

Η φιλοσοφική ερμηνεία πίσω από τα χίλια χέρια της θεότητας, είναι και ο ύψιστος στόχος στις πολεμικές τέχνες, η επίτευξη του οποίου δείχνει πως έχει επέλθει η πνευματικότητα και επομένως ο υπερβατισμός του ανθρώπινου νου.

-Που πρέπει να βρίσκεται ο νους; ρώτησε ο μαθητής του Τακουάν

-Δεν πρέπει να βρίσκεται πουθενά, απάντησε εκείνος.

Ο νους πρέπει να διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα και να απλώνεται τελείως αδέσμευτος. Όταν σκέφτεσαι κάτι τότε ο νους κολλάει. Τον έχεις εγκλωβίσει σε αυτό το σκέφτεσαι. Μπορεί το πρώτο βήμα -όχι μόνο των πολεμικών τεχνών, να είναι η συγκέντρωση, όμως η συγκέντρωση για την ανατολική φιλοσοφία είναι το κλουβί του νου και του πνεύματος. Ακόμα κι αν σκέφτεσαι πως δεν πρέπει να σκέφτεσαι, σκέφτεσαι το τίποτα. Ο Νους πάλι είναι κολλημένος. Εάν ο Νους δεν κολλάει κάπου τότε είναι ελεύθερος και μπορεί να σκεφτεί τα πάντα.

Αυτή είναι κ η ερμηνεία της θεότητας. Αν η θεά σκεφτόταν τι να κάνει με το ένα της χέρι τότε αυτόματα θα μπλόκαρε τη λειτουργία των υπόλοιπων χεριών της. Ο Νους της Σεντζου Κανον όμως είναι ανοιχτός και κατευθύνει και τα χίλια χέρια το ίδιο φυσικά, μιας και το πνεύμα της βρίσκεται παντού.

Για τις πολεμικές τέχνες αυτή η φιλοσοφία ήταν η κορώνα, μιας και η τελειότητα ερχόταν μόνο με την επίτευξη της πνευματικότητας, της συνεδητότητας και της κατοχής του Νου. Το σώμα προπονούνταν για να μπορεί να ανταπεξέλθει σε ότι ο Νους ήθελε. Όμως τα αντανακλαστικά, η ταχύτητα, η δύναμη, όλα χρησιμοποιούνταν από τον Νου. Όχι τον συγκεντρωμένο στον αντίπαλο, όχι τον συγκεντρωμένο στο κατάνα του αντιπάλου, στις κινήσεις του ή στις στρατηγικές σκέψεις προς την επίτευξη της νίκης. Ο Νους ο ελεύθερος ήξερε ήδη ποιες κινήσεις έπρεπε να γίνουν, είχε υπολογίσει ήδη ό,τι έπρεπε να υπολογιστεί, ήξερε ήδη μιας και είχε δει ήδη. Όλα ήταν εκεί μπροστά στα μάτια του και απλά περίμεναν την στιγμή να πραγματοποιηθούν.

Κάποιος θα πει ότι η παραπάνω περιγραφή μοιάζει με κατάληψη του σώματος από κάτι, ή ότι ο άνθρωπος είναι έρμαιο του Νου. Ίσως μάλιστα να υπάρχει και μία ομοιότητα με τα λόγια του Κρόουλι. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο κάθε Νους είναι ο άνθρωπος.

«Το πνεύμα αποκαλύπτεται, όταν ο Νους δεν σταματά πουθενά.»

Αυτή η φιλοσοφία ήταν μέρος του μυστικού νινζούτσου, το οποίο εξίσου φημολογείται πως ήρθε από τα βάθη της Κίνας. Οι τεχνικές είναι διαφορετικές ανάλογα με την ειδίκευση της κάθε φυλής. Όμως ο ανώτατος βαθμός συνειδητότητας προσέδιδε κάποιες δυνάμεις που από πολλούς θεωρούνται «μαγικές» ή υπερφυσικές.

Υπάρχουν πολλές τεχνικές για τις οποίες ξέρουμε κάποια λίγα πράγματα. Όπως είπα, στις πολεμικές τέχνες και στην ανατολική φιλοσοφία το σώμα συνδυάζεται με το πνεύμα και το Νου’ δεν υπάρχει δυισμός όπως στην δυτική σκέψη. Έτσι ο ελεύθερος Νους συνδυαζόταν με την τεχνική χαραγκέι που επέτρεπε σε κάποιον να έχει επίγνωση της κατάστασης γύρω του, εκτός του σώματος του, ακόμα και στο σκοτάδι. Η θεωρία λέει πως ο συνδυασμός τεχνικής και ελεύθερου Νου χαρτογραφούσε στον εγκέφαλο το περιβάλλον γύρω του ανθρώπου. Κάποιος «αισθανόταν» το περιβάλλον γύρω και ό,τι το απάρτιζε, κάποιος «έβλεπε» τα πάντα.

Οι τεχνικές, όπως και οι δυνατότητες είναι πάρα πολλές και σας έδωσα μόνο μια ιδέα από τις «μαγικές» δυνάμεις των πολεμικών τεχνών. Ο Δρόμος προς τον Ακλόνητο Νου είναι μεγάλος και ειδικά εάν πάρουμε υπόψιν μας τις πηγές από τους δασκάλους αυτούς, κάποιος έπρεπε να αφιερώσει όλη του τη ζωή στην εξάσκηση, στην προσευχή, ώστε να γίνει μέρος του Όλου. Η γενική ιδέα μέσω της οπτικής του Τακουάν ήταν αυτή. Φυσικά, ίσως μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε τα λόγια αυτά, ίσως σε κάποιους να φαίνονται παράδοξα. Όμως υπάρχουν αναφορές «μαγικών πρακτικών» -και όχι μόνο από νίνζα- στην Άπω Ανατολή.

Όταν δεις πως αυτό που κάνεις και είσαι γυρνάει σε σένα, τότε θα καταλάβεις πως δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι άλλοι

Κατά βάση όλοι είμαστε βαμπιριστές σε αυτό το πεδίο, μας αρέσει δε μας αρέσει. Αν δεν προσφέρουμε συνειδητά και κατ’ επιλογή, όπως είχε πει και ο Mr. Smith στον Μορφέα (Μάτριξ Ι), δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένας ιός που συνεχώς πολλαπλασιάζεται. Σαν τις ακρίδες που περνάνε πάνω από την εύφορη γη και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.

Για να επιβιώσουμε σε όλα τα επίπεδα (σωματικά, συναισθηματικά, ψυχικά, πνευματικά), από την στιγμή που ερχόμαστε καταναλώνουμε συνεχώς:

– Αέρα / οξυγόνο

– Νερό

– Τροφές, ζωικές και φυτικές

– Ήλιο

– Αιθέρα

– Γνώση

– Συναισθήματα

– Προσοχή

– Χρόνο

Αφήνοντας πίσω μας σκουπίδια και υποπροϊόντα. Αυτό γίνεται και σαν αυτοματισμός / υποσυνείδητα, αλλά και συνειδητά για τους εκπαιδευμένους μιας όχι τόσο “φωτεινής” μεριάς.

Παίρνοντας αυτό σαν βάση και δεδομένο, έχουμε την επιλογή να παραμείνουμε στην παρασιτική φύση της επιβίωσης και κατασκευής μας, ή, να μεταβούμε σε μία άλλη ανώτερη μορφή ύπαρξης. Εκείνη, της δημιουργίας και της προσφοράς. Και μιας και στο σύνολο όλοι μένουμε στην ίδια στρογγυλή γειτονιά, είναι προς όφελός μας να ξεκινήσουμε να δίνουμε πίσω και να αναβαθμίζουμε αυτό που έχουμε. Είτε που μας “δόθηκε”, είτε που “βρήκαμε”. Να μπούμε δηλαδή συνειδητά στις ανώτερες λειτουργίες αυτής της στολής που μεταφέρει το είναι μας, προτού καταναλώσουμε και την γειτονιά, και τους εαυτούς μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το ερώτημα από ‘δω και πέρα λοιπόν που προκύπτει είναι, ποιος άνθρωπος θέλεις να είσαι:

– Εκείνος που καταστρέφει και καταναλώνει το οξυγόνο, ή εκείνος που φυτεύει ένα δέντρο;
– Εκείνος που μολύνει το σώμα και την ψυχή του με ουσίες και σκέψεις, ή εκείνος που τους δίνει το καλύτερο καύσιμο;
– Εκείνος που αφήνει τις γόπες του στην παραλία, ή εκείνος που μαζεύει τις δικές του κι άλλες πέντε;
– Εκείνος που αφήνει τα σκουπίδια του και τα τρώνε τα περιστέρια κι οι θαλάσσιες χελώνες, ή εκείνος που μαζεύει τα δικά του και δυο τρία που θα βρει στη θάλασσα;
– Εκείνος που σκοτώνει για το χόμπυ και την πλάκα, ή εκείνος που κυνηγάει για να φάει;
– Εκείνος που κάνει θρύψαλα καρδιές, ή εκείνος που ενώνει τα σπασμένα τους κομμάτια;
– Εκείνος που τραυματίζει τα παιδιά, ή εκείνος που τα γιατρεύει;
– Εκείνος που κοροϊδεύει ό,τι δει στον συνάνθρωπο επειδή έχει πλάκα, ή εκείνος που δέχεται κατανοεί και προστατεύει;
– Εκείνος που συσσωρεύει γνώση πλούτο και δήθεν επιτεύγματα για να τα δείχνει και να κινείται σαν παγώνι, ή εκείνος που φροντίζει για την συλλογική ανάπτυξη κινούμενος ακόμα και σαν το ήσυχο λιοντάρι;
– Εκείνος που μια ζωή φουσκώνει ένα εγώ, ή εκείνος που δουλεύει για ένα “εμείς”;
– Εκείνος που ψάχνει τις διαφορές κι αυτά που μας χωρίζουν, ή εκείνος που ψάχνει τα κοινά κι αυτά που μας ενώνουν;
– Εκείνος που κρίνει και καταστρέφει, ή εκείνος που συντονίζεται με ό,τι του ταιριάζει και αξιοποιεί την ενέργειά του δημιουργικά;
– Εκείνος που βολεύεται και παρασιτεί, ή εκείνος που ξεβολεύεται και παράγει και δημιουργεί;
– Εκείνος που λέει “έτσι έμαθα” ή “έτσι κάνουν όλοι”, ή εκείνος που λέει “θα κάνω εγώ τη διαφορά”;
– Εκείνος που θα αρκεστεί στο “φταίνε οι άλλοι, ο κόσμος κι ο καιρός”, ή εκείνος που θα πάρει όλη τη δύναμη πίσω και θα πει “θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ με όλα όσα έχω”;
– Εκείνος που καταναλώνει και απολαμβάνει ό,τι υπάρχει διαθέσιμο, ή εκείνος που ενώ απολαμβάνει, φροντίζει, να αφήσει, κάτι, πίσω του;

Καλή η επιβίωση, καλή η εμπειρία, καλή κι η ηδονή, καλή και η απόλαυση. Καλό και το εγώ, ως ένα Χ σημείο. Μετά από την ύλη, μετά από όλα όσα σε έφεραν εδώ σ’ αυτό το σήμερα, ποιός άνθρωπος έγινες; Ποιος άνθρωπος είσαι; Αλλά και πιο σημαντικό, ποιος άνθρωπος θέλεις να είσαι;

Σαν καταλάβεις πως αυτό που επιλέγεις να κάνεις και να είσαι, το κάνεις για ‘σένα, και αργά ή γρήγορα, γυρνάει σε ‘σένα, τότε θα καταλάβεις και πως δεν έχει καμία σημασία το τι κάνουν, το τι θα πουν και το τι πιστεύουν οι άλλοι. Το παράδοξο είναι, πως ενώ ο δεύτερος άνθρωπος στο μακροπρόθεσμο, αποκτά ευλογία και ευδαιμονία, παραμένει συνήθως στον ρόλο του πρώτου.

Αν υπάρχει “μετά”, η χρυσή τομή στο κλάσμα “κατανάλωσα” προς “πρόσφερα” θα χρωματίσει την μετάβαση αλλά και το ταξίδι. Αλλά και άνευ μετάβασης, το αποτέλεσμα είναι προς όφελος τόσο ημών, όσο και των επόμενων παιδιών κάπου και κάποτε με κάποιους, σ’ ένα καλύτερο απ’ όλες τις απόψεις αύριο. Ό,τι έγινε έγινε, από εδώ και πέρα. Σκέψου συλλογικά – Δράσε ατομικά.

Πάμε να τ’ αλλάξουμε;

Όσο αφήνεις το παρελθόν να σε στοιχειώνει, τόσο λιγότερο θα απολαμβάνεις τη ζωή σου

Όταν σκεφτόμαστε συνεχώς πράγματα από το παρελθόν μας, είτε αναπολώντας τα, είτε αναθεωρώντας τα, εγκλωβιζόμαστε σε μία παγίδα που μας κρατάει πίσω. Δεν δίνουμε αξία στο παρόν μας και έτσι δεν μπορούμε να χαρούμε τις εμπειρίες που βιώνουμε καθημερινά.

Η ζωή δεν είναι ένα ημερολόγιο γεγονότων που χρειάζεται ξεφύλλισμα από έναν παθητικό αναγνώστη, αλλά μία αρένα δραστηριοτήτων που πάντα έχει κάτι να μας τραβήξει το ενδιαφέρον. Το βέλος της ζωής δεν δείχνει ποτέ προς τα πίσω, δείχνει πάντα μπροστά. Έτσι, είναι ανώφελο κάποιος να κολλάει τη σκέψη του στο παρελθόν ή στο μέλλον σα να μην υπάρχει το “εδώ” και το “τώρα”.

Φυσικά, οι αναμνήσεις είναι εγγενές μέρος της ζωής και συχνά αναπόφευκτες. Είναι ένας τρόπος να μένουμε κοντά στα πρόσωπα που αγαπάμε και σε όσα είμαστε παθιασμένοι. Είναι το συστατικό της προσωπικής μας ταυτότητας και του χαρακτήρα μας. Είναι οι ρίζες βαθιά μέσα στον πυρήνα του εαυτού μας.
“Τό χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και τo αύριο, τo όνειρο του σήμερα” -Kahlil Gibran-
Οι μνήμες είναι συχνά κάτι το απατηλό μιας και είναι φτιατσιδωμένες από τα γεγονότα του παρόντος και έτσι πέφτουν στη φάκα του νου. Η διαφορά ανάμεσα στις ψεύτικες και τις γνήσιες αναμνήσεις μοιάζει με τον τρόπο που ξεχωρίζουν τα φο-μπιζού από τα πραγματικά κοσμήματα, τα φο-μπιζού μοιάζουν αληθινά επειδή αστράφτουν πιο έντονα.

Η μνήμη μοιάζει με ένα όχι τόσο έξυπνο σκύλο που όταν του πετάξεις ένα ραβδί θα σου φέρει ένα διαφορετικό που βρίσκεται πιο δίπλα.
“Να ζείτε την κάθε μέρα της ζωής σας”

Η ζωή θα ήταν αδύνατη αν θυμόμασταν όλα όσα μας έχουν συμβεί


Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν σε μία συνέντευξή του στο παρελθόν είχε ερωτηθεί τι κάνει όταν του έρχεται μία νέα ιδέα. Αν για παράδειγμα την καταγράφει σε ένα χαρτί ή σε κάποιο συγκεκριμένο σημειωματάριο. Απάντησε αποφασιστικά πως «Όταν έχω μια νέα καταπληκτική ιδέα, δεν τη ξεχνώ εύκολα». Και αυτή είναι η αλήθεια. Όταν κάτι μας συγκινεί σχεδόν αδύνατο να το ξεχάσουμε.
Έτσι, θυμόμαστε όσα είναι πραγματικά σημαντικά για μας και μας συναρπάζουν, γιατί ενεργοποιούνται οι περιοχές και οι νευρωνικές συνδέσεις του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση αυτής της μνήμης.

Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ο εγκέφαλος διατηρεί έντονα αναμνήσεις που θα πρέπει να ξεχάσουμε, γιατί δεν μας κάνουν καλό. Και ακριβώς αυτή η σήμανση συγκεκριμένων αναμνήσεων που επιθυμούμε να σβήσουμε είναι ο μηχανισμός που τις κρατά ζωντανές στο μυαλό μας.

Όπως πρεσβεύει και η μέθοδος της αντίστροφης ψυχολογίας, η διαδικασία της λήθης ξεκινά όταν αντίστοιχες καινούργιες μνήμες αντικαθιστούν τις παλιές μη επιθυμητές. Έτσι στο τέλος, όταν το μυαλό ανακτά μνήμες του παρελθόντος, έχει κάτι πιο φρέσκο να φέρει μπροστά μας!

“Πρέπει να ζούμε στο παρόν, να αναβαθμίζουμε τον εαυτό μας σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται μπροστά μας, να κερδίζουμε την αιωνιότητα κάθε στιγμή. Μόνο οι ανόητοι κάθονται στο νησί που κρύβει το θησαυρό κοιτώντας από μακριά άλλες παραλίες. Όπως δεν υπάρχουν άλλα νησιά για μας, έτσι υπάρχει μόνο μία ζωή που καλούμαστε να ζήσουμε.”

Η ανάμνηση μοιάζει με άρωμα που κρατά για πολύ


Οι απολαύσεις είναι λουλούδια που ανθίζουν όταν ζούμε τη ζωή μας, την παίρνουμε στα χέρια μας και τη γευόμαστε. Οι ευχάριστες αναμνήσεις είναι εκείνες που συνέβησαν τις στιγμές που έπρεπε και που δεν ξεχείλωσαν πέρα από τα όριά τους μη αφήνοντας να γευτούμε καινούργιες στιγμές.

Δεν θυμόμαστε γεγονότα στην ολότητά τους παρά μόνο συγκεκριμένες στιγμές, γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει να έχουμε βιώματα και εμπειρίες ξανά και ξανά. Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται στις αναμνήσεις που συνεχίζουμε να κάνουμε και επιλέγουμε να κρατάμε. Μερικές φορές είναι δύσκολο να τολμήσουμε νέες εμπειρίες, ειδικά αν είμαστε κολλημένοι και περιχαρακωμένοι στη ζώνη άνεσης μας. Ωστόσο, αν θέλουμε να έχουμε ευχάριστες αναμνήσεις θα πρέπει να ζούμε μία έντονη ζωή.

Μολονότι, έχουμε ένα απτό και ικανό φυσικό σώμα και με τις αισθήσεις μας μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με το εξωτερικό κόσμο και να τον καθορίσουμε όπως θέλουμε, εγκλωβιζόμαστε σε όσα μας λέει το μυαλό μας και η εσωτερική μας φωνή. Παρ’ όλο αυτό, θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. Είτε Θα περάσουμε τη ζωή μας αναμασώντας όσα μας συνέβησαν στο παρελθόν και ενθυμούμενοι τις άσχημες εμπειρίες που είχαμε, είτε θα πάρουμε τον έλεγχο της ζωής μας, θα ζήσουμε νέες εμπειρίες και φυσικά θα ελέγξουμε τα συναισθήματά μας. Μόνο αν τολμήσουμε κάτι τέτοιο, θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την ύπαρξή μας.

Το κλειδί για να βιώνουμε περισσότερο είναι να σκεφτόμαστε και να αναπολούμε το παρελθόν λιγότερο και να περιορίζουμε τις προσδοκίες που περιμένουμε να υλοποιηθούν στο μέλλον. Να αποδεχτούμε αυτά που έχουμε στο εδώ και στο τώρα και τίποτα περισσότερο. Να ζούμε τις στιγμές μας εμποδίζοντας τους εαυτούς μας να αποπροσανατολιστούν από τις παγίδες που βάζει το μυαλό.

Εν τέλει, ο προορισμός μας είναι να ζήσουμε, όμως καταλήγουμε να ζούμε ελάχιστα. Είναι η ώρα να αντιστρέψουμε αυτόν τον κανόνα. Η ευτυχία δεν βρίσκεται σε άλλο τόπο και χρόνο, αλλά στο παρόν στο εδώ και στο τώρα. θυμάστε πάντα.

Κ. Kαβάφη: Όσο μπορείς

Oι παραινέσεις που απευθύνει ο Καβάφης αναφέρονται τόσο στον εαυτό του όσο και σε κάθε αποδέκτη του ποιήματος και υποδεικνύουν μια ηθική στάση και μια μετρημένη κοινωνική ζωή. Το ποίημα γράφτηκε το 1913.
 
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική
”.
 
Κωνσταντίνος Kαβάφης, Από τα Ποιήματα 1897-1933

ΣΑΡΤΡ: Ο άνθρωπος εκλέγοντας την εικόνα του εαυτού του εκλέγει συγχρόνως και την εικόνα όλης της ανθρωπότητας, την εικόνα της κοινωνίας

Το πρώτο διάβημα του υπαρξισμού είναι να καταστήσει τον κάθε άνθρωπο κάτοχο αυτού που είναι και να ακουμπήσει πάνω του την πλήρη ευθύνη της ύπαρξής του. Και όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, δεν εννοούμε πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη, την περιορισμένη ατομικότητά του, αλλά πως είναι υπεύθυνος για όλους τους ανθρώπους.

Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος εκλέγει τον εαυτό του, εννοούμε ότι καθένας από μας διαλέγεται αυτό που είναι, αλλά επίσης ότι εκλέγοντας τον εαυτό του, εκλέγει ταυτόχρονα και όλους τους ανθρώπους. Πραγματικά, δεν υπάρχει έστω και μια απ’ τις πράξεις μας που, δημιουργώντας τον άνθρωπο που θέλουμε να είμαστε, δεν δημιουργεί ταυτόχρονα μια εικόνα του ανθρώπου γενικά, όπως θεωρούμε ότι πρέπει να είναι. Εκλέγοντας να είμαστε τούτο ή το άλλο, επιβεβαιώνουμε ταυτόχρονα την αξία αυτού που εκλέγουμε, γιατί δεν μπορούμε ποτέ να εκλέξουμε το κακό- αυτό που εκλέγουμε, θεωρούμε πως είναι  πάντα το καλό, και τίποτα δεν μπορεί να είναι καλό για μας χωρίς να είναι και για όλους τους άλλους.

Έτσι, η ευθύνη μας είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, γιατί δεσμεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αν, για παράδειγμα, είμαι εργάτης κι αποφασίσω να προσχωρήσω σ’ ένα χριστιανικό συνδικάτο κι όχι να γίνω κομμουνιστής, αν μ’ αυτή την προσχώρηση θέλω να δείξω πως, κατά τη γνώμη μου, η εγκαρτέρηση είναι στο βάθος η λύση που ταιριάζει στον άνθρωπο και πως το βασίλειο του ανθρώπου δεν βρίσκεται πάνω στη γη, δεν δεσμεύω μόνο τον εαυτό μου, την ατομική μου περίπτωση: το διάβημά μου δέσμευσε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Κι αν θέλω, πάλι, γεγονός πιο ατομικό, να παντρευτώ, ν’ αποκτήσω παιδιά, ακόμα κι όταν ο γάμος αυτός εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο απ’ την οικονομική μου κατάσταση, ή απ’ το πάθος μου, ή απ’ την επιθυμία μου, δεσμεύω με την πράξη μου όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά κι όλη την ανθρωπότητα στο δρόμο της μονογαμίας. Έτσι, είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου και για όλους και δημιουργώ μια ορισμένη εικόνα του ανθρώπου που διαλέγω εκλέγοντας, λοιπόν, τον εαυτό μου, εκλέγω τον άνθρωπο.

Ο άνθρωπος που εκλέγει και δεσμεύει και που έχει τη συναίσθηση πως δεν είναι μόνο αυτό που διάλεξε να είναι, αλλά κι ο νομοθέτης που εκλέγει ταυτόχρονα για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν είναι δυνατό να ξεφύγει απ’ το συναίσθημα της πλήρους και βαθιάς του ευθύνης.

Βέβαια, πολλοί άνθρωποι δεν είναι καθόλου αγχώδεις ισχυριζόμαστε, όμως, πως απλούστατα κρύβουν το άγχος τους απ’ τον εαυτό τους, προσπαθούν να του ξεφύγουν – βέβαια πολλοί πιστεύουν πως ενεργώντας δεν δεσμεύουν παρά τον εαυτό τους κι όταν τους λέει κανείς: μα αν όλος ο κόσμος έκανε το ίδιο; σηκώνουν τους ώμους και απαντούν: όλος ο κόσμος δεν κάνει το ίδιο. Ωστόσο, πρέπει πραγματικά ν’ αναρωτιέται κανείς: τι θα συνέβαινε αν όλος ο κόσμος έκανε το ίδιο;

JEAN-PAUL SARTRE, Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Από τα περί ισότητας τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υλοποιείται στην πραγματικότητα

Το μόνο σίγουρο είναι πως από τα περί ισότητας τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υλοποιείται στην πραγματικότητα. Υποτίθεται ότι διακηρύξαμε τα ίσα δικαιώματα επειδή δεν αντέχαμε την ανισότητα των δυνάμεων της κοινωνίας. Εντάξει, οι διακρίσεις καταγωγής καταργήθηκαν. Πώς μπορούν όμως να καταργηθούν κι εκείνες που έχουν να κάνουν με την ανωτερότητα των φυσικών ικανοτήτων; Δεν υπάρχει τρόπος! Κι όμως είναι αρκετές για να αποκαταστήσουν προνόμια, για να υψώσουν μεταξύ των ανθρώπων φράγματα, τόσο αξεπέραστα όσο και αυτά τα οποία χώριζαν κάποτε τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Σήμερα ο καθένας στη γραμμή εκκίνησης μπορεί να πάρει τη θέση που είναι εκ φύσεως ικανός να πάρει. Έτσι, άλλοι καταφέρνουν και εξυψώνονται από τη δουλειά και τα ταλέντα τους στα υψηλότερα στρώματα, άλλοι δεν μπορούν να κατακτήσουν κάτι παραπάνω παρά μόνο τις μεσαίες θέσεις του μεγάλου όχλου κι άλλοι, που έτυχε να γεννηθούν σε οικογένειες των υψηλών στρωμάτων, επειδή δεν έχουν ταλέντα σε συνδυασμό με ανάλογη εργατικότητα, κατρακυλούν στα τελευταία στρώματα της κοινωνίας, στα οποία και είναι αναγκασμένοι να παραμείνουν για όλη τους τη ζωή.

Τι συμπέρασμα λοιπόν μπορεί να βγάλει κανείς; Ότι όλα βρίσκονται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί υπάρχουν ισχυρά ένστικτα, που εξαιτίας τους οι άνθρωποι δέχονται να υφίστανται τα πάντα και να σκύβουν το κεφάλι. Ο κάθε άνθρωπος μεμονωμένα και, κατ’ επέκτασιν, οι πολλές και διαφορετικές ομάδες που απαρτίζουν την κοινωνία έλκονται προς τα πάνω ή μένουν προσκολλημένοι στην κατάντια στην οποία γεννήθηκαν από δυνάμεις έλξης και βαρύτητας, των οποίων οι αρχές βρίσκονται μέσα στην ψυχή τούς κι από τις οποίες δεν μπορούν να γλιτώσουν.

Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σύμφωνα με το αν ο καθένας είναι πλασμένος να επιβάλλει ή να υφίσταται. Πρώτα υποτασσόμαστε στον εαυτό μας και στη συνέχεια στους άλλους. Πάντα ανάλογα με το βαθμό ψυχικής δύναμης, η οποία υπάρχει εκ γενετής μέσα τους. Αυτή είναι εκείνη που κυριαρχεί και, ό,τι και να κάνουν, αυτή είναι που τους καθορίζει τη θέση τους στην κοινωνία.

Η πραγματικότητα που περιγράφεται πιο πάνω εμπεριέχει, ασφαλώς, ένα είδος μοιρολατρίας, η οποία έχει να κάνει με την κατανομή της εξυπνάδας και της αντοχής καθώς και των άλλων κοινωνικά ενεργών πλεονεκτημάτων του χαρακτήρα ανάμεσα στους ανθρώπους, κατανομή που έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την εκάστοτε ιδιοτροπία της τύχης.

■ Η δύναμη, η περιουσία, η κοινωνική θέση, η φήμη και η δόξα είναι σε ανεπάρκεια. Δεν μπορούν να τα κατέχουν παρά μόνο οι λίγοι κι εκλεκτοί.
■ Το ξεκίνημα της ζωής του κάθε ανθρώπου δεν είναι παρά μια λοταρία στην οποία λίγοι μόνο αριθμοί κερδίζουν. Οι κερδισμένοι έχουν πολύ περισσότερα φυσικά εφόδια για να παραγκωνίσουν τους υπόλοιπους.
■ Το κράμα των ανθρώπων της κοινωνίας μοιάζει με τα πλήθη που συνωστίζονται σε πολύ μικρούς δημόσιους χώρους και προσπαθούν να μη μείνουν απ’ έξω. Αυτοί που δεν έχουν πολύ δυνατά πλευρά για ν’ αντέξουν την πίεση συνθλίβονται ή αυτοί που το κεφάλι τους δεν ξεπερνά πολύ το μέσο ύψος στο πλήθος για να μπορούν να αναπνεύσουν, πνίγονται.
■ Στο παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων, οτιδήποτε είναι ασθενές αναπόφευκτα ισοπεδώνεται. Αυτός είναι ο νόμος της μάχης, κι αυτό στην εποχή μας είναι η μεγαλύτερη αλήθεια.
■ Στα πόδια των κατακτητών του, ο άνθρωπος που έχει πια πέσει είναι ένα τίποτα, ένα συνηθισμένο πτώμα κάποιου που είναι φυσικό να χαθεί στο πεδίο της μάχης.
■ Οι ιαχές του πλήθους πνίγουν τους αναστεναγμούς του ηττημένου και η κυρίαρχη ιαχή ανάμεσα στο πλήθος είναι: Επιτυχία! Στόχοι!
■ Επιτυχία! Στόχοι! Οι λέξεις αυτές καθορίζουν ολόκληρο τον πολιτισμό. Η τελευταία λέξη της σύγχρονης κοινωνικής φιλοσοφίας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το να αναζητάς τρόπους για να πετύχεις.
■ Το δρόμο προς την Επιτυχία δεν γίνεται να σ’ τον δείξει άλλος. Είναι δρόμος απόλυτα προσωπικός. Πρέπει να τον βρεις μόνος σου. Το μόνο που μπορεί να σε καθοδηγήσει για να τον βρεις είναι τα εξής αξιώματα, που έχουν προκύψει από την εμπειρία:
■ Τα μυστικά της ζωής δεν είναι κάτι που μαθαίνεται θεωρητικά.
■ Όταν μάθουμε τη ζωή είναι ανοησία να προσπαθήσουμε να την μάθουμε και σε άλλους. Η διδασκαλία μας δεν πρόκειται να τους χρησιμεύσει σε τίποτα.
■ Αυτοί που κάθονται και πολυψάχνουν θεωρητικά τη ζωή είναι αυτοί οι οποίοι λιγότερο επιτυχημένοι.
■ Δε μπορούμε να κρίνουμε τους ανθρώπους από αυτά τα οποία φαίνονται, αφού όσα φαίνονται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δε μπορούμε να τους κρίνουμε με βάση αυτά που λένε, αφού δεν λένε αυτά τα οποία σκέφτονται. Κι ακόμα κι αν ήταν ειλικρινείς, δεν θα μπορούσαμε να τους πιστέψουμε, αφού κι αυτοί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν αρκετά τον εαυτό τους για να μπορέσουν να μας διαβεβαιώσουν πως πάντα θα συμβαδίζουν τα λόγια και τις πράξεις τους.

H. - D. Thoreau: Δεν χρειάζονται χρήματα για να αγοράσει κανείς τα απαραίτητα της ψυχής

Όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή σας, αντιμετωπίστε την και ζήστε τη. Μην την αποφεύγετε, μην τη βρίζετε. Είναι λιγότερο άθλια απ’ όσο είστε εσείς οι ίδιοι. Όσο πιο πλούσιοι γίνεστε, τόσο πιο φτωχή μοιάζει. Εκείνος που ψάχνει διαρκώς για ελαττώματα, τα βρίσκει, ακόμα και στον παράδεισο.

Αγαπάτε τη ζωή σας, κι ας είναι φτωχική. Μπορείτε να περάσετε κάποιες ευχάριστες, συνταρακτικές, ένδοξες ώρες ακόμη και στον οίκο των απόρων. Το ηλιοβασίλεμα καθρεφτίζεται στα τζάμια του οίκου των απόρων με το ίδιο θάμπος με το οποίο καθρεφτίζεται και στα παράθυρα της έπαυλης. Το χιόνι λιώνει μπροστά σε κάθε πόρτα την ίδια μέρα της άνοιξης. Ένας ήρεμος νους μπορεί να ζήσει το ίδιο ικανοποιημένος και με το ίδιο ευχάριστες σκέψεις στο φτωχοκομείο και στο παλάτι. Οι άποροι της μικρής μας πόλης συχνά μου φαίνεται σαν να ζουν τις πιο ανεξάρτητες ζωές απ’ όλους. Ίσως απλά να είναι αρκετά μεγαλόψυχοι ώστε να μπορούν να δέχονται την ελεημοσύνη των άλλων χωρίς να ενοχλούνται. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταδέχονται να ζουν με έξοδα του δήμου. Πολύ συχνά όμως καταδέχονται μια χαρά να ζουν με ανέντιμα μέσα, πράγμα που κανονικά θα έπρεπε να θεωρείται πιο επαίσχυντο.

Καλλιεργείτε τη φτώχεια σαν βότανο σε περιβόλι, σαν φασκόμηλο. Μην μπαίνετε και πολύ στον κόπο να αποκτάτε καινούργια πράγματα, είτε για ρούχα πρόκειται είτε για φίλους. Επισκευάστε τα παλιά· επιστρέψτε σ’ αυτά. Δεν αλλάζουν τα πράγματα, εμείς αλλάζουμε. Πουλήστε τα ρούχα σας και κρατήστε τις σκέψεις σας. Μην αναζητάτε με τόσο άγχος να αναπτυχθείτε, να δεχτείτε όσο το δυνατόν περισσότερες επιδράσεις, να γίνετε ένα όργανο που πάνω του θα παίζουν οι άλλοι. Όλα αυτά δεν είναι παρά κατασπατάληση της ενέργειάς σας και περισπασμοί. Η ταπεινοφροσύνη, όπως η σκοτεινιά, αποκαλύπτει τα ουράνια φώτα. Ο περιττός πλούτος μονάχα περιττά πράγματα μπορεί να αγοράσει. Δε χρειάζονται χρήματα για να αγοράσει κανείς τα απαραίτητα της ψυχής.

Οι γείτονες μου διηγούνται τις περιπέτειες τους με διάσημους κυρίους και κυρίες, με προσωπικότητες που συναντούν στα δείπνα. Εμένα όμως όλα αυτά με αφήνουν το ίδιο αδιάφορο όσο και το περιεχόμενο των εφημερίδων. Το ενδιαφέρον και οι συζητήσεις αυτού του είδους επικεντρώνονται κυρίως στην εμφάνιση και στους τρόπους. Όμως η κότα πάντα μένει κότα, όπως κι αν την ντύσεις. Μου μιλούν για την Καλιφόρνια και το Τέξας, για την Αγγλία και τις Ινδίες, για τον Εντιμότατο Κύριο Τάδε από την Τζώρτζια ή τη Μασαχουσέτη, για όλα αυτά τα παροδικά και φευγαλέα φαινόμενα, ώσπου μου ’ρχεται να πηδήξω από το παράθυρο στην αυλή και να το βάλω στα πόδια, όπως εκείνος ο Μαμελούκος μπέης που γλίτωσε τη σφαγή πηδώντας από το παράθυρο στο άλογό του. Νιώθω χαρά όταν έρχομαι σε ισορροπία – όχι όταν περπατώ με επισημότητα και με συγχρονισμένο βήμα στις παρελάσεις, αλλά όταν καταφέρνω και βαδίζω μαζί με το Χτίστη του σύμπαντος – όχι όταν ζω στον αεικίνητο, νευρικό, φουριόζικο και κοινότοπο Δέκατο Ένατο Αιώνα, αλλά όταν στέκομαι ή κάθομαι σκεπτικός και τον βλέπω να περνά. Μα τι γιορτάζουν τέλος πάντων οι άνθρωποι;

Από την αγάπη, από το χρήμα και τη δόξα προτιμώ την αλήθεια. Κάθισα κάποτε σ’ ένα τραπέζι στο οποίο τα φαγητά και τα κρασιά έρεαν σε αφθονία και όπου όλοι οι συνδαιτυμόνες συμπεριφέρονταν με δουλοπρέπεια, ενώ απουσίαζαν παντελώς η ειλικρίνεια και η αλήθεια. Έφυγα πεινασμένος από το αφιλόξενο εκείνο δείπνο. Η συντροφιά ήταν τόσο ψυχρή όσο τα παγωτά που πρόσφεραν για επιδόρπιο. Δε χρειαζόταν πάγος για να τα παγώσουν. Μου μιλούσαν για την ηλικία των κρασιών και για τη φήμη της κάθε σοδειάς, όμως εγώ είχα στο μυαλό μου ένα πιο παλιό, ή πιο νέο, και πιο καθαρό κρασί, μιας σοδειάς πολύ πιο ένδοξης, που οι οικοδεσπότες μου δεν το είχαν κι ούτε μπορούσαν να το αγοράσουν. Το ύφος, η οικία, η έκταση του οικοπέδου και η «διασκέδαση» δε μου λένε τίποτα. Πέρασα να επισκεφτώ το βασιλιά, αλλά με έβαλε και περίμενα στον προθάλαμό του και συμπεριφέρθηκε σαν να μην ήταν ικανός να προσφέρει φιλοξενία. Υπήρχε ένας άνθρωπος στη γειτονιά μου που ζούσε μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου. Οι τρόποι του ήταν στ’ αλήθεια αντάξιοι ενός βασιλιά. Καλύτερα να είχα πάει να επισκεφτώ εκείνον.

Henry D. Thoreau, Walden ή Η ζωή στο δάσος

Ανθρώπινη Απανθρωποποίηση

Κατά παρά φύσιν ζην.
 
«Γεννήθηκα το 2000, έζησα πάντα την ζωή μου με την τεχνολογία, δεν υπήρχε καμία στιγμή χωρίς αυτήν». Ετσι ξεκινά η ιστορία του Kai Landre, ο οποίος ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Βαρκελώνη για να εξηγήσει την απόφασή του να γίνει cyborg.
 
Κυριολεκτικά μιλώντας, ένα cyborg είναι ένας άνθρωπος που ενσωματώνει -εισάγει στο σώμα του- τεχνητές συσκευές ή μηχανές. Και μ’ αυτόν τον ορισμό, ακόμη και ένας άνθρωπος με βηματοδότη πληροί τις προϋποθέσεις. Αλλά για τον Landre, παιδί της νέας τάξης πραγμάτων, το cyborg σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό. Επέλεξε να συνδεθεί μόνιμα μ’ ένα μηχάνημα γιατί, λέει, τον κάνει «να αισθάνεται πληρέστερα τον εαυτό του». Γνωρίζει φυσικά ότι οι συνάνθρωποι του αυτή του την πρακτική την βλέπουν τουλάχιστον ως παράδοξο και διανοητική παρεκτροπή.
 
Τo 1974 ο Αμερικανός φιλόσοφος Thomas Nagel δημοσίευσε το δημοφιλές του άρθρο με τίτλο «Πώς είναι να είσαι νυχτερίδα;» επιχειρώντας να αναδείξει το πρόβλημα του βιώματος της υποκειμενικής εμπειρίας και της αντίληψης της πραγματικότητας, σε σχέση με το πρόβλημα της αναγωγής της «συνείδησης» σε αμιγώς υλική βάση. Ο Nagel ανέφερε ότι ένας νοήμων οργανισμός βρίσκεται σε αυτή την νοητική κατάσταση που ονομάζεται συνείδηση, όταν έχει αυτήν την ιδιαίτερη αίσθηση του «πώς είναι να είσαι» αυτός ο συγκεκριμένος οργανισμός.
 
Πως είναι να είσαι δηλαδή νυχτερίδα, σκύλος ή άνθρωπος; Το να εξετάσει κανείς τα νοητικά φαινόμενα αποκλειστικά και μόνο στην νευρωνική τους βάση, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του το βίωμα της υποκειμενικής εμπειρίας, είναι θεμελιώδες σφάλμα των επιστημόνων της νόησης. Παρά τις διαφωνίες με τον Nagel για την επάρκεια του επιχειρήματός του σχετικά με τον προσδιορισμό της φύσης της συνείδησης, λιγότεροι είναι αυτοί που διαφωνούν με την ίδια την υποκειμενική εμπειρία, τον τρόπο δηλαδή που βιώνει ο κάθε οργανισμός μια ορισμένη νοητική κατάσταση.
 
Το ερώτημα «Πως είναι να είσαι μηχανή;» αναφέρεται  στην υποκειμενική εμπειρία κάποιου νοήμονος οργανισμού, που συμβαίνει να είναι μια σκεπτόμενη μηχανή, αποτελούμενη από τσιπάκια, τρανζίστορ, καλώδια, αισθητήρες κτλ. Εν πρώτοις υποθέτω ότι η υποκειμενική εμπειρία του να είναι κάποιος μηχανή, θα είναι διαφορετική της υποκειμενικής εμπειρίας του να είναι κανείς άνθρωπος και συνεπώς ένας άνθρωπος δεν μπορεί να «βιώνει» τον κόσμο όπως μια μηχανή, ή μια μηχανή δεν μπορεί να «βιώνει» τον κόσμο όπως ένας άνθρωπος. 'Οσο κι αν ακούγεται παράξενο όμως, αυτή η λογικοφανής απάντηση δεν είναι η κυρίαρχη, στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την νοητική διαδικασία όσοι εργάζονται πάνω στο πρόβλημα της σύγκλισης της ανθρώπινης νόησης και της τεχνητής νοημοσύνης. Αντιθέτως θεωρούν ότι αν δυο μηχανές παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα (την ίδια νοητική κατάσταση) είναι μεταξύ τους ισοδύναμες, ανεξάρτητα από το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες –αν είναι δηλαδή μια μηχανή από άνθρακα (όπως είναι ο άνθρωπος) ή μια μηχανή από πυρίτιο (όπως ο υπολογιστής).
 
Αυτή η προσπάθεια προσομοίωσης της μηχανής από άνθρακα  με μια μηχανή από πυρίτιο, αποτελεί το σημαντικό εύρημα που αναδεικνύεται ξανά και ξανά στην έρευνα του Ιρλανδού δημοσιογράφου και συγγραφέα Mark Ο’ Connell, στο νέο του βιβλίο με τίτλο: Ο Άνθρωπος του Μέλλοντος (To Be a Machine) με υπότιτλο: «Η προσπάθεια να επιμηκύνουμε την ζωή μας και να λύσουμε το πρόβλημα του θανάτου.» Ο O Connell πραγματοποιεί ένα πολύ ενδιαφέρον οδοιπορικό στον κόσμο της τεχνολογίας αιχμής, επισκεπτόμενος συνέδρια, πανεπιστήμια, εταιρείες κρυογονικής, εργαστήρια ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης αλλά και μυστηριώδη «υπόγεια».
 
Συναντά μηχανικούς, νευροεπιστήμονες, φιλοσόφους, βιολόγους, επενδυτές, βιοχάκερς, cyborgs, πολιτικούς, κατεψυγμένους «ασθενείς», γεροντολόγους, μελλοντολόγους, προφήτες και τσαρλατάνους σε μια προσπάθειά του να καταλάβει και να περιγράψει τι είναι αυτό που ενώνει τόσο ετερόκλητους ανθρώπους κάτω από την κοινή τεμπέλα του τρανσουμανισμού αλλά ταυτόχρονα (και κυρίως) πραγματοποιεί μια διαδρομή στην μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί την θνητότητα και να ζήσει αιώνια.
 
Λέγοντας τρανσουμανισμός είναι μια τάξη ζωής που επιδιώκει την συνέχιση και την επιτάχυνση της εξέλιξης και της ευφυούς ζωής πέρα από την σημερινή ανθρώπινη μορφή και τους ανθρώπινους περιορισμούς μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθοδηγούμενη από αρχές και αξίες που προωθούν την ζωή. – Max More (1990)
 
Ο Max More δίνει τον αρχικό ορισμό του τρανσουμανισμού λέγοντας ότι είναι τα εξής:
 
«Το πνευματικό και πολιτισμικό κίνημα που επιβεβαιώνει την δυνατότητα και την επιθυμία να βελτιωθεί θεμελιωδώς η ανθρώπινη κατάσταση μέσω εφαρμοσμένης αιτιολόγησης, ιδίως με την ανάπτυξη και την καθιέρωση ευρέως διαθέσιμων τεχνολογιών για την εξάλειψη της γήρανσης και την αξιοποίηση των ανθρώπινων πνευματικών, σωματικών και ψυχολογικών ικανοτήτων. Η μελέτη των επιπτώσεων, υποσχέσεων και πιθανού κινδύνου τεχνολογιών που θα μας επιτρέψουν να ξεπεράσουμε τους θεμελιώδεις ανθρώπινους περιορισμούς και τη σχετική μελέτη των δεοντολογικών ζητημάτων που εμπλέκονται στην ανάπτυξη και τη χρήση τέτοιων τεχνολογιών.»
 
Απευθείας από την Ελληνική ιστορία έχουμε τον Δαίδαλο, τον ευφυέστατο εφευρέτη και μηχανολόγο, που φτιάχνει φτερά από πούπουλα και κερί που δίνουν σ’ έναν άνθρωπο την ικανότητα να πετάει σαν πουλί. Φτιάχνει δύο σετ, για να διαφύγει από την αιχμαλωσία του στην Κρήτη μαζί με το γιό του, 'Ικαρο. Αν και το γεγονός της υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων τους αποκτώντας την ικανότητα της πτήσης, τους επιτρέπει να κάνουν ακριβώς αυτό, ο Ίκαρος, γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό και απερισκεψία, παρακούει τις οδηγίες του πατέρα του και προσπαθεί να φτάσει τον 'Ηλιο, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα η θερμότητα του Ηλίου να λιώσει το κερί που συγκρατεί τα φτερά στο σκελετό τους και να πέσει βρίσκοντας το θάνατο. Μια ιστορία που προειδοποιεί για την κατάχρηση της τεχνολογίας και την άνοη χρήση της.
 
Σήμερα, ο τρανσουμανισμός είναι συχνό φαινόμενο στην επιστημονική φαντασία και πιο ειδικά στο υποείδος του cyberpunk. Χαρακτήρες που υφίστανται σωματικές βελτιώσεις, αμφισβητούν την ανθρωπιά τους, διερωτώμενοι τι έχουν γίνει, ανταγωνιστές μετατρέπουν τους εαυτούς τους σε βιολογικά ή μηχανικά εκτρώματα, προσπαθώντας να σβήσουν την ακόρεστη δίψα τους για παραπάνω δύναμη και εξουσία, ενώ ήρωες ξεπέφτουν στην σκοτεινή πλευρά όταν υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους, λιώνοντας τα φτερά τους όταν κυνηγούν τον 'Ηλιο.
 
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που φοβούνται να σταματήσουν να είναι άνθρωποι, οπότε αυτό κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να απομακρυνθούν από την τεχνολογία. Πιστεύουν ότι η τεχνολογία δεν ανήκει στην ανθρώπινη φύση. Το θεωρώ μέρος της εξέλιξής μας, καθώς δημιουργήσαμε την τεχνολογία. Βγήκε από το μυαλό μας.» αναφέρει Kai Landre.
 
Ο Landre σκοπεύει να εγκαταστήσει στον εαυτό του ένα σύστημα δικού του σχεδιασμού, μια συσκευή που ανιχνεύει τις αόρατες κοσμικές ακτίνες που μας περιβάλλουν. Η συσκευή που θα εμφυτευτεί στο χέρι του ανιχνεύει και μετατρέπει αυτές τις ακτίνες σε μουσικές νότες, τις οποίες ο Landre έχει χαρτογραφήσει στις διάφορες συχνότητες των ακτίνων. Μετατρέπει αυτές τις νότες σε δονήσεις ενός συνόλου μεταλλικών ράβδων που μια μέρα θα εμφυτευτούν με ασύρματη σύνδεση στην επιφάνεια του κρανίου του.
 
«Η αγωγιμότητα των οστών μου επιτρέπει να ακούω τις κοσμικές ακτίνες μέσα στο μυαλό μου χωρίς να χρειάζεται να αφαιρέσω μια από τις άλλες αισθήσεις μου, που είναι υγιής», εξήγησε. Ο Landre, μοιράστηκε πρόσφατα την μουσική που παίζει στο μυαλό του σε μια συναυλία. «Μόλις εμφυτευτούν οι συσκευές, στο σώμα μου η διατήρηση του φορτισμένου συστήματος θα είναι ένα απλό θέμα ηλεκτρικής επαγωγής. Αντί να βγάζω τις συσκευές περιοδικά για να τις συνδέσω, όπως πρέπει να κάνω τώρα. Θα χρεώνω τον εαυτό μου ενώ κοιμάμαι» είπε.
 
Ο Kai Landre μίλησε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϋ, τον Ιανουάριο του 2020 σε ένα συνέδριο με φοιτητές για το δυστοπικό -για τον άνθρωπο- μηχανιστικό μέλλον. Το συνέδριο περιελάμβανε ομιλίες σχετικά με στρατηγικές αξιοποίησης της μηχανικής μάθησης και την πρόληψη των κακών επιπτώσεων της γήρανσης. Η κλίμακα αυτών των αυταπατών του μέλλοντος είναι μεγάλη, τα οφέλη για τον άνθρωπο είναι ανύπαρκτα και οι επιπτώσεις τρομακτικές. Αναρωτιέμαι αν τέτοιες ευρείες τεχνολογικές μετατροπές μπορούν να εφαρμοστούν σε όλους με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια; Ρητορική η ερώτηση. 'Οχι φυσικά.
 
Η ομιλία του Landre, σ’ όλη την μηχανιστική τεχνολογική της εστίαση, περιέγραψε ένα ταξίδι στον βόρβορο του ανθρώπινου πλάσματος. Ο ίδιος είναι μέρος ενός μικρού πληρώματος «μετανθρωπιστών» που θέλουν να ξεφύγουν από το βάρος της ύπαρξης αυτού που αποκαλείται ανθρώπινο. Σε καλούν λοιπόν, να πετάξεις το «βάρος» του να είσαι άνθρωπος και να γίνεις μηχάνημα.
 
Προφανώς, ο Landre προπαγανδίζει με μαεστρία την φρικτή ιστορία του με το κοινό και θέλει να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ να προβάλλει την διαδικασία εμφύτευσης, όταν αυτή πραγματοποιηθεί στην αποθήκη της Βαρκελώνης που φιλοξενεί το Ιδρυμα Cyborg. Ωστόσο, η αλληλεπίδρασή του με την τεχνολογία είναι οικεία – επειδή αυτό που συλλέγει η συσκευή του για κοσμικές ακτίνες λέει πως θα διατηρηθεί από το σώμα του (σε αντίθεση με την αποθήκευση στο λεγόμενο σύννεφο). Λέει ότι επέλεξε αυτό το μονοπάτι, τον μηχανικό τρόπο να αισθανθεί τον κόσμο, για να απαντήσει στην λαχτάρα του για πτήση στο διάστημα, κατά την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, όπου εκφοβίστηκε. «Η πρόσδεση σε μηχανήματα απαιτεί εξαιρετικά βήματα, αλλά για μένα, είναι πιο ενοχλητικό να περιορίζεται ο άνθρωπος σε πέντε αισθήσεις» είπε.
 
Με την έξαρση της τεχνολογίας πέρα από τα όρια μιας απλής χρήσης, έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στο κατά πόσον οι νέες τεχνολογίες βοηθούν ή βλάπτουν, εάν ο χρόνος που περνάς μπροστά στην οθόνη αμβλύνει τον εγκέφαλό ή τον διεγείρει; Αν η ικανότητά να συνδέεσαι συνεχώς κι αδιαλείπτως, προβάλλοντας δημόσια απόλυτα προσωπικές στιγμές, με τους άλλους μέσω των κοινωνικών μέσων μαζικής αποβλάκωσης σε κάνει λυπημένο, ανήσυχο και θυμωμένο ή ενδυναμωμένο κι ευτυχή; Αν η ώθηση να δημιουργηθούν νέα μαραφέτια που θα σε ελέγχουν και θα σε κρατούν μακριά από το να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει είναι καλό για σένα λες; Ρητορικές φυσικά οι ερωτήσεις και προφανείς οι απαντήσεις. Αν θέλεις να δεις πόση ζημιά σου κάνουν τα «μαύρα κουτιά» κάθε είδους και διάστασης, πέταξε τα από το περιβάλλον σου και θα αισθανθείς την διαφορά. Εκτός κι αν είσαι τόσο εθισμένος που δεν μπορείς ούτε να διανοηθείς να το κάνεις. Έτσι δικαιολογείς τον εθισμό και την εξάρτηση σου από τις «κοινωνικές καταβόθρες» όπως ακριβώς οι ναρκομανείς και οι αλκοολικοί.
 
Σκέψου (αν μπορείς) οι τεράστιες πολυεθνικές εγκληματικές κλίκες Silicon Valley, είναι κακοήθεις δυνάμεις. Αν πιστεύεις ότι αυτά που σου δίνουν δωρεάν είναι για το καλό σου, τότε είσαι πιο κάτω στην κλίμακα της βλακείας απ’ όσο μπορώ να φανταστώ.
 
Φυσικά και δεν είναι οι ιστοσελίδες ή τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή γραπτών μηνυμάτων από μόνα τους το πρόβλημα. Είναι ο συγκεντρωτισμός αυτών των τεχνολογιών και τα προφανή κίνητρα των απίστευτα εγωπαθών ηγετών τους να κυριαρχούν, να γίνουν πιο ισχυροί. Με απλά λόγια είναι η εγκληματική κλίκα της «Mystery Babylon» και η παγκόσμια κλίμακα της που απαιτείται να σε προβληματίζει.
 
Στο απομνημόνευμα της για τις πρώτες μέρες του Boy Kings και του Facebook, η Kate Losse υπενθυμίζει ότι αυτή η απάνθρωπη προσπάθεια μηχανικού ελέγχου είναι τεράστια απειλή για τον άνθρωπο. «Η κλιμάκωση, σύντομα ανακάλυψα, πως είναι το φετίχ της κοιλάδας, και κάτι για το οποίο οι μηχανικοί μπορούν να μιλούν για ώρες. Τα πράγματα είναι είτε επεκτάσιμα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βοηθήσουν τον ιστότοπο (fb) ν’ αναπτυχθεί γρήγορα κι επ’ αόριστον, ή χωρίς κλιμάκωση, δηλαδή συρρίκνωση. Πράγμα που σήμαινε ότι η ελλιπής δυνατότητα παγκόσμιας επέκτασης έπρεπε ν’ αποκοπεί και ν’ ακυρωθεί γρήγορα, επειδή δεν θα οδηγούσε σε μεγάλη, αυτοματοποιημένη ταχύτητα και παγκόσμιο μέγεθος. Το παγκόσμιο μέγεθος συνήθως σημαίνει κάτι, όπως, «προσωπική επαφή με πελάτες, που δεν μπορεί ν’ αυτοματοποιηθεί». Αυτή είναι μια αμυδρή υπενθύμιση της προ-βιομηχανικής εποχής, της ανθρώπινης εργασίας που δεν μπορούσε να προγραμματιστεί από μακριά.»
 
Οι ψηφιακές τεχνολογίες καθιστούν την παγκόσμια κλίμακα εφικτή με τρόπους που είναι αδιανόητοι – παύεις να θυμάσαι εντελώς, απλώς σκέφτονται οι μηχανές για σένα, δεν χρειάζεται να ψάχνεις για οτιδήποτε, το έχεις έτοιμο στην μηχανή του χεριού σου. Οσονούπω και μέσα στο σώμα σου. Σε παρακολουθεί αδιάλειπτα και σκέφτεται αντί για σένα.
 
Το Cyborg δεν είναι απλώς μιά αφελής παιδική αυταπάτη (αν κι έτσι το παρουσιάζουν) που συσχετίζει κάποιος με τους cyborgs, αλλά, στην πραγματικότητα, υπήρξαν εδώ και καιρό κριτικοί που είδαν τους cyborgs να προσφέρουν έναν νέο τρόπο ζωής. 'Οχι περισσότερο καλό, αλλά διαφορετικά κακό. Ο ίδιος ο όρος εφευρέθηκε το 1960 ως μέρος μιας συζήτησης σχετικά με τον καλύτερο τρόπο εξερεύνησης του διαστήματος. Αντί να κατακτά το έδαφος και να επιβάλλει γήινες συνθήκες – «terraforming» – η ιδέα ήταν να ενσωματώσει μηχανές και ναρκωτικά για να κάνει τους ανθρώπους να προσαρμοστούν σε μια Νέα Πραγματικότητα. Πόσες φορές άκουσες τελευταία να γίνεται λόγος για την «Νέα Πραγματικότητα» μετά την καταισχύνη του «μένουμε σπίτι» και του «μένουμε ασφαλείς» για την προπαγάνδα του κορόιδου. Σκέψου ότι για να φτάσει η ανθρωπότητα στα σημερινά χάλια χρειάστηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ψυχροί και θερμοί. Απαιτούνται δραματοποιήσεις (φόβος) και δημόσιες τελετουργίες (πόλεμος) για να στρώσουν το παιχνίδι κατά κείθε που θέλουν οι Ελίτ.
 
Η Donna Haraway, στο μανιφέστο του Cyborg, είδε τα μηχανήματα και την τεχνολογία να προσφέρουν την ευκαιρία στις γυναίκες, ιδίως, να πατήσουν το κουμπί επαναφοράς στην ανθρώπινη ζωή, όπως το γνωρίζουμε.
 
Ο Landre βρίσκεται σταθερά στο στρατόπεδο που βλέπει τους cyborgs να ξανασκέφτονται (με τι άραγε) τι σημαίνει να είσαι ζωντανός. Βλέπουν μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να ταιριάξουν με την φύση, σε αντίθεση με την κατάκτησή της. Λένε «αντί να εγκαταστήσουμε φώτα σε όλο τον φυσικό κόσμο, τι γίνεται αν έχουμε πετύχει την νυχτερινή όραση που έχουν ήδη πολλά ζώα; Τι γίνεται αν θα μπορούσαμε να καλύψουμε τον εαυτό μας ή να προσαρμόσουμε τους μεταβολισμούς μας ώστε να απαιτεί λιγότερη θερμότητα; Η πρόθεσή μας δεν ήταν ποτέ να είμαστε υπεράνθρωποι ή να είμαστε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο», είπε. Ας γίνουμε λοιπόν, όλοι μηχανήματα για την χαρά των μηχανιστών του πλανήτη. Άλλωστε και τις μηχανές αν τις ρωτήσεις θα σου πως είναι «ζωντανές».
 
Ο Λάντρ είπε ότι «συνάντησε ένα νέο cyborg μετά την ομιλία του στο Πρίνστον. Μια γυναίκα, του είπε ότι ένιωθε πάντα συνδεδεμένη με την φύση και το δάσος και ήθελε έναν τρόπο να συνδεθεί μαζί τους περισσότερο, για να τα αισθανθεί. Δεν δημιουργεί κάτι που δεν πιστεύεις ότι είναι μέρος σου. Αντίθετα, δημιουργεί κάτι που πάντα ήθελες να έχεις.» Δηλ. αν από πάντα ήθελες να είσαι δέντρο, κάκτος, ή σκουληκαντέρα π.χ. τώρα μπορείς να γίνεις αρκεί να ταιριάξεις στο σώμα σου μερικά καλώδια.
 
Το ίδιο το θέμα δεν είναι νέο, η παράνοια κάνει θραύση στις πολιτισμένες κοινωνίες των αγελαίων ανθρωπόζων και υπάρχουν ήδη αρκετοί υποστηρικτές αυτού του αποκαλούμενου μετα-φιλοσοφικού βδελύγματος στην Δύση. Από το «A Cyborg Manifesto» της Donna Haraway που γράφτηκε το 1985, μέχρι την έγκριση ενός νομοσχεδίου για τα δικαιώματα των cyborg που πρότεινε ο ακτιβιστής του κυβερνοχώρου Rich MacKinnon το 2016 στο Συνέδριο SXSW στο 'Ωστιν του Τέξας, το οποίο έγινε γνωστό ως το Cyborg Bill of Rights v1.0, αυτό το είδος κατάμαυρης υποκουλτούρας το προωθούν ύπουλα και ισχυρίζονται προπαγανδιστικά ότι είναι «μία από τις τάσεις στον σύγχρονο κόσμο» ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που ενδιαφέρονται να πάψουν να είναι άνθρωποι και να γίνουν …νυχτερίδες. Αλλά ως γνωστόν, με την προπαγάνδα μπορούν να κάνουν θαύματα.
 
Ο Neil Harbisson έγινε το πρώτο επίσημο cyborg το 2004.
 
Γεννημένος με μια συγγενή διαταραχή που δεν μπορούσε να διακρίνει το χρώμα, ο Harbisson βρήκε έναν τρόπο για να λύσει το πρόβλημα. Σύνδεσε μια συσκευή στο κεφάλι του που μετατρέπει το χρωματικό φάσμα σε ήχους. Με την βοήθεια αυτών των ήχων, άρχισε να διακρίνει τα χρώματα και μια συσκευή όπως μια μικρή κεραία ήταν στερεωμένη στο κεφάλι του. Αυτό το «πρόσωπο με την κεραία» έγινε διάσημο σε όλον τον κόσμο και είναι ένα παράδειγμα, για το πώς η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους με περιορισμένες δυνατότητες ή αναπηρίες. Αφήνοντας κατά μέρος ιατρικές παρεμβάσεις όπως η σύγχρονη υπερ-τεχνολογική προσθετική, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να αντισταθμίσουν τις χαμένες ή ελλείπουσες δυνατότητες, οι «μετανθρωπιστές» αντιπροσωπεύουν μια πιο επιθετική ομάδα ανθρώπων, των οποίων οι στόχοι δεν έχουν καθοριστεί και των οποίων οι πιθανές ενέργειες είναι ασαφείς, για να χωράει κάθε μορφής προπαγάνδα όταν ξεδιπλωθεί το πρότζεκτ στις μεγάλες ανθρωπόμαζες.
 
Ενώ ο Landre βρίσκει «ενοχλητικό να περιορίζεται μόνο σε πέντε αισθήσεις» κι εξετάζει πόσο καλό θα ήταν να έχουμε νυχτερινή όραση σαν της γάτας, άλλοι θέλουν να βιώσουν κάτι πιο εξαιρετικό. Οι άνθρωποι που είναι ενθουσιασμένοι από αρχαίους μύθους και θρύλους, καθώς και σύγχρονες ταινίες φαντασίας και ιστορίες (για να μην αναφέρω απόκρυφες αιρέσεις, μαύρες στοές και λαγούμια), χάνουν την όποια επαφή έχουν με την πραγματικότητα γρηγορότερα, ενώ βασίζονται όλο και περισσότερο στις νέες τεχνολογίες για να ζήσουν μια μηχανιστική ζωή.
 
Ενα τέτοιο παράδειγμα προέρχεται από την Κορέα, όπου μια γυναίκα που ονομάζεται Jang Ji-sung, ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει σετ εικονικής πραγματικότητας για να επικοινωνήσει με την κόρη της, η οποία είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν. Κρίνοντας από τα σχόλια της Jang Ji-sung μετά την εμπειρία της με την εικονική πραγματικότητα, της άρεσε η εμπειρία. Ωστόσο, ο αντίκτυπος δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί. Αλλά κοντά στον (ανύπαρκτο) νου και η γνώση.
 
Αναμφίβολα, υπάρχει κάτι σκοτεινό κι ενοχλητικό σε αυτές τις υποκοσμικές ιστορίες. Το μεταμοντέρνο μυαλό, πιθανότατα θα δεχτεί απλώς τους «μετανθρωπιστές» ως δεδομένο, αλλά πώς θα θεωρηθεί από την άποψη της παράδοσης το ζήτημα; Ενώ οι πιο έξυπνοι στοχαστές της σύγχρονης εποχής, προειδοποίησαν ενάντια σε τέτοιες παγίδες (Martin Heidegger για την τεχνολογία), οι θρησκευτικοί συγγραφείς και οι διδασκαλίες τους είναι ακόμη πιο αυστηροί στους ορισμούς τους.
 
Ο καθολικός καθηγητής Gabriel Marcel για παράδειγμα, αναφέρθηκε στον «Τεχνολογικό άνθρωπο ως «έναν» ενώ η ίδια η τεχνολογία είναι το αποτέλεσμα της υποβάθμισης όσον αφορά την δημιουργικότητα. Το «ένα» είναι επίσης το αποτέλεσμα της υποβάθμισης. Αναγνωρίζοντας τον, τον δημιουργούμε, επιτρέποντας έτσι στην υποβάθμιση να επηρεάσει την εμφάνιση της πραγματικότητας. Και ποιος αυτές τις μέρες, δεν αναγνωρίζει τις καινοτομίες της κυβερνοτραπεζικής, της τηλευγείας και άλλων επιτευγμάτων της τεχνολογίας; Ενας κόσμος όπου η τεχνολογία είναι υψίστης σημασίας, είναι ένας κόσμος που δίνεται στην επιθυμία και τον φόβο, επειδή κάθε τεχνολογία είναι εκεί για να εξυπηρετήσει κάποια επιθυμία ή κάποιον φόβο. (Οπως ακριβώς κάνει και η εκκλησιαστική παράδοση τόσα χρόνια) Ως εκ τούτου, ο θρίαμβος της τεχνολογίας καταστρέφει τους πυλώνες του χριστιανισμού – την απόρριψη της πίστης και της ελπίδας τουλάχιστον. Αντικαθίστανται διακριτικά από κάποιο είδος τεχνολογικού προσομοιώματος, που βασίζεται είτε σε ένα νέο είδος παραίσθησης είτε στην χειραγώγηση φυσιολογικών ερεθισμάτων που θα αυξήσουν τις αισθήσεις, αλλά είναι απίθανο να αντικαταστήσουν το βάθος της πνευματικής σύνδεσης ενός ατόμου με τον θεό. Η ελευθερία επιλογής ανήκει στο άτομο.»
 
Είναι τουλάχιστον αστείο να μιλάει για «ελευθερία επιλογής» ο τσοπάνης στο μαντρί για τα πρόβατα και είναι αναμενόμενο πως θα στραφεί ενάντια σε όποιον πάει να του πάρει τα σφαχτάρια του.

Ποιητικό «κατά φύσιν ζην»
 
Ο εξαιρετικά ώριμος Heidegger, προβληματίζεται με σαφήνεια για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις και τα δημιουργήματα των ανθρώπων. Η ανεξέλεγκτη «πρόοδος» ή εξέλιξη της τεχνολογίας, την καθιστά αντικείμενο κριτικής αλλά πρωτίστως αντικείμενο οντολογικής ανάλυσης.
 
Το πρόβλημα για τον Heidegger, όταν μιλάμε για την «τεχνολογία» είναι ότι επικεντρωνόμαστε σ’ αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία με την καθημερινή έννοια και αγνοούμε την ΟΥΣΙΑ της τεχνολογίας. Ο δάσκαλος του Heidegger, Husserl, εισηγητής της φαινομενολογίας, εξηγεί ότι «για να γνωρίσουμε τα πράγματα δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε όσα αντιλαμβανόμαστε με την εμπειρία μέσω των αισθήσεων, αλλά επέχοντας και μέσω της φαινομενολογικής αναγωγής, γνωρίζουμε την ουσία των πραγμάτων.»
 
Η ΟΥΣΙΑ αυτή δεν έχει για τον Heidegger μεταφυσικό χαρακτήρα, αλλά προσδιορίζει μια κεντρική σημασία από την οποία εξαρτώνται οι σχέσεις που αναπτύσσει το κάθε όν με όλα τα υπόλοιπα.
 
Θα μπορούσαμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι η τεχνολογία είναι ένα μέσο για την επίτευξη των ανθρώπινων -ακόμη και μη ανθρώπινων- σκοπών. Το αυτοκίνητο είναι μέσο για να πάμε στη δουλεία μας, το τηλέφωνο μέσο για να επικοινωνήσουμε, ο υπολογιστής μέσο για να συλλέξουμε πληροφορίες ή να σελιδοποιήσουμε ένα κείμενο, κοκ. Με αυτή την έννοια η τεχνολογία είναι μια παθητική κατάσταση (αντικειμένων ή τεχνικών) η οποία χειραγωγείται απολύτως και ενεργοποιείται μόνον από τον άνθρωπο. Πόσο βέβαιο όμως είναι αυτό;
 
Σύμφωνα με τον Heidegger (1977) αυτή η ρηχή αντίληψη του ανθρώπου για την τεχνολογία, είναι ένα θεμελιώδες λάθος. Αντιλαμβανόμενοι την τεχνολογία σαν κάτι ουδέτερο, παραδίδονται σ’ αυτήν με τον χειρότερο τρόπο. Αντίθετα, η ΟΥΣΙΑ της τεχνολογίας ενδέχεται να απέχει πολύ από τον οργανικό της χαρακτήρα που βρίσκεται στον ανθρώπινο έλεγχο. Πρόκειται λέει ο Heidegger, για μια αυτόνομη δραστηριότητα, μέσα στην οποία οι άνθρωποι οργανώνονται. Θεωρώντας ότι η τεχνολογία αποτελεί ένα «μέσον» προς κάποιο σκοπό, τα πάντα εξαρτώνται από το πως εμείς θα την χειραγωγήσουμε με τον καλύτερο τρόπο. Αν όμως η τεχνολογία έχει μια αυτόνομα αναπτυσσόμενη υπόσταση, πως εμείς μπορούμε να την έχουμε υπό τον έλεγχό μας;
 
Για να μπορέσουμε να δούμε ποια πράγματι είναι η ουσία της τεχνολογίας, ο Heidegger προτείνει να υποθέσουμε ότι ο οργανικός χαρακτήρας της ως μέσο, παρ’ ότι σωστός, δεν είναι αληθής. Η έρευνά μας μπορεί να γίνει εξετάζοντας το νόημα του «οργανικού χαρακτήρα» αλλά και την έννοια της λέξης τεχνολογία. Προσεγγίζοντας τον οργανικό χαρακτήρα μέσα από την αιτιότητα και τον φιλοσοφικό διαχωρισμό σε υλικά, ειδικά, τελικά και ποιητικά αίτια, ο Heidegger σημειώνει ότι όλα (και τα τέσσερα δηλαδή) είναι απαραίτητα, για τον προσδιορισμό ενός όντος. Δηλαδή ένα ον πρέπει να είναι φτιαγμένο από ένα υλικό, να ανήκει σε ένα είδος να έχει μια αρχική, ποιητική αιτία και να κατευθύνεται προς ένα τελικό σκοπό.
 
Τα τέσσερα αίτια μας αποκαλύπτουν το «τόδε τι», την ιδιότητα του όντος να είναι αυτό που είναι κι όχι κάτι άλλο. Η ιδιότητα του όντος που είναι αυτό που είναι, είναι εγγενής κατά την δημιουργία του, η οποία εμπεριέχει εν σπέρματι το «τι ήταν να είναι», δηλαδή την ΟΥΣΙΑ του όντος. Υπό αυτό το πρίσμα, αλλά και αναλύοντας ετυμολογικά την ίδια την λέξη τέχνη, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία (ή καθ’ έκαστο τεχνολογικό επίτευγμα) «ήταν να είναι» «μέσο», για την εκπλήρωση ανθρώπινων σκοπών. Τόσο οι τέχνες όσο και οι καλές τέχνες είχαν πάντα μια «φυσική» συμπληρωματική σχέση δίπλα στον άνθρωπο.
 
Το έργο τέχνης είναι για τον Heidegger ένα άνοιγμα ένας τρόπος να δούμε την αλήθεια
 
Η τετράδα Γη- Ουρανός- Θνητοί- Θεοί, καθορίζουν το έργο τέχνης αποκαλύπτοντας μυστικά στον κόσμο του ανθρώπου. Μέσα από την ουσία της τέχνης ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτε άλλο από το φανερώνει την διαρκώς επαναλαμβανόμενη, Νιτσεϊκή, βούληση για δύναμη (Heidegger, 1961). Το έργο τέχνης είναι ένα πράγμα και έχει κάποιες ιδιότητες, οι οποίες συμβάλλουν στο να μας αποκαλύπτουν τον κόσμο! Αντίστοιχα, ιδιότητες έχουν και τα έργα της τεχνικής. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Όμως τα πράγματα της τεχνολογίας, τα εργαλεία, έπρεπε να έχουν εργαλειακό χαρακτήρα. Αυτός ο εργαλειακός, δηλαδή ο χρηστικός, τους χαρακτήρας, θα έπρεπε να τα καθιστά πάντα διαθέσιμα, εν όψη της χρήσης τους. Η διαθεσιμότητα και η χρηστικότητα τους όμως δεν αποτελούν την ουσία των εργαλείων και κατά συνέπεια την ουσία της τεχνολογίας. Για τον Heidegger η ουσιαστική φύση του εργαλείου πληρούται, όταν μπροστά στο εργαλείο αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη σ’ αυτό.
 
Ομως είναι αυτός ο τόπος που αντιλαμβανόμαστε την τεχνολογία τους δυο τελευταίους αιώνες; Διαπιστώνουμε εύκολα, ότι η τεχνολογία εξελίχθηκε με τρόπο τέτοιο ώστε τελικά επιβλήθηκε βίαια στη φύση και στον άνθρωπο, με συνέπεια ο άνθρωπος να έχει χάσει τον έλεγχο των εργαλείων του.
 
Τα πρώτα στάδια αυτής της επιθετικής εξέλιξης έγιναν ορατά με την υπερεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Η εκμετάλλευση και η αποθήκευση ενέργειας, ανεξάρτητα από τις ανθρώπινες ανάγκες, ήταν το πρώτο βήμα για να διαφοροποιηθεί ο ρόλος της τεχνολογίας σε σχέση με τον αρχικό σκοπό της. Στην οντολογία του ο Heidegger, αναφέρει ξεκάθαρα ότι τα «πρόχειρα» όντα βρίσκονται σε εγγύτητα, διαθέσιμα να τα χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος. Υπό το πρίσμα της τεχνολογίας, σήμερα, στην τεχνολογική εποχή, όλα τα όντα μέσα στον κόσμο, θεωρούνται εργαλεία, ή αποθέματα προς χρήση. Έτσι, βλέπουμε τους φυσικούς πόρους να βρίσκονται ως «σε αναμονή αποθέματα» με αποτέλεσμα τα φυσικά όντα να χάσουν την φυσική τους σημασία. Το ποτάμι δίπλα στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, για παράδειγμα, δεν νοείται σαν ποτάμι αλλά σαν πηγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, το δάσος δεν νοείται σαν δάσος αλλά σαν πρώτη ύλη για ξύλο ή για χαρτί κ.ο.κ. Οι τεράστιες ανάγκες που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη τεχνολογική «πρόοδος» παρασέρνουν τα πάντα και τα καθιστούν αναλώσιμα.
 
Αν κάτι αποτελεί χαρακτηριστικό της σύγχρονης υπερφυσικής τεχνολογικής ανάπτυξης, αυτό είναι η ιδιότητα της «παγίδευσης».
 
Η ΟΥΣΙΑ λοιπόν της τεχνολογίας σήμερα, κατά τον Heidegger είναι η «παγίδευση», ο «εγκλωβισμός» (πλαισιοθέτηση).
 
Η τεχνολογία είναι μια διαδικασία που κυριαρχεί στον κόσμο και έχει πραγματικά μεγάλες δυνατότητες. Η μια της πλευρά σχετίζεται με τα πραγματικά επιτεύγματα και η άλλη με μια βαθιά συναισθηματική ικανοποίηση.
 
Η τεχνολογία διαμορφώνει και εν τέλει καθορίζει την ανθρώπινη μοίρα.
 
Βλέποντας την τεχνολογία ως «παγίδευση» εννοούμε ότι η ανθρώπινη ζωή εξαρτάται στο σύνολό της από αυτήν.
 
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να προσπερνούν το ερώτημα για το Είναι, που οδηγεί στην θέαση της ουσίας των όντων και έχουν την ροπή να βλέπουν τα πράγματα μέσα από παραμορφωτικούς φακούς. Ο Heidegger βλέπει την ιστορία ως μια πορεία, κατά την διάρκεια της οποίας τα όντα γίνονται φανερά, αποκαλύπτονται στον άνθρωπο με διαφορετικούς και καινούριους κάθε φορά τρόπους. Δηλαδή σε κάθε ιστορική εποχή το «τι είναι πραγματικότητα» γίνεται αντιληπτό με διαφορετικό τρόπο. Τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα τον καθορίζει κάθε φορά ένα πρίσμα, ένα φίλτρο μέσα από το οποίο ο άνθρωπος εγκλωβισμένος αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
 
Στην αρχαία Ελλάδα η αντίληψη των πραγμάτων γίνονταν υπό το πρίσμα της φύσης. Τα πάντα ήταν φυσικά όντα και η ουσία των πραγμάτων αποκαλύπτονταν μέσα από την φύση (ακόμα και η τέχνη είναι μίμηση της φύσης). Στον μεσαίωνα, το παραμορφωτικό πρίσμα της φύσης αντικαταστάθηκε από την θεϊκή παρουσία. Τα πάντα, έγιναν πλάσματα του θεού και υπό τον πλήρη έλεγχό του. Στην εποχή του διαφωτισμού ο φακός «εγκλώβισε» τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα όντα στην δύναμη της γνώσης και την δύναμη του ανθρώπου. Το όραμα του Bacon για την χειραγώγηση της φύσης από τον άνθρωπο δήλωνε τον τρόπο, που ο άνθρωπος βίωνε την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος έγινε το οντολογικό κέντρο και αντικατέστησε τον θεό του μεσαίωνα και την φύση των αρχαίων Ελλήνων.
 
Η πορεία της ιστορίας εξελίσσεται και οδηγεί στην βιομηχανική, την καπιταλιστική κι εν τέλει στην τεχνολογική εποχή. Η τεχνολογία αποτελεί το νέο παραμορφωτικό πρίσμα που «εγκλωβίζει» την ανθρώπινη νόηση. Υπό αυτό το αποκαλυπτικό πλαίσιο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το σύμπαν, οργανώνεται μέσα σε αυτό και θέτει σε κίνηση όλα όσα χρειάζεται για να πραγματώσουν τον σκοπό του.
 
Η χειραγώγηση λοιπόν, της τεχνολογίας από τον άνθρωπο είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι αυτός, ενταγμένος σε αυτό το παραμορφωτικό πλαίσιο, ρυθμίζει την ζωή του και συντονίζεται σύμφωνα με τον τρόπο αντιλαμβάνεται. Κι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται είναι ανάλογος με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Για να το καταλάβεις αυτό καλύτερα, σκέψου τον τρόπο που άλλαξε την ζωή σου η κινητή τηλεφωνία. Κι ακόμα, την εξάρτηση που έχεις στις μετακινήσεις σου από το αυτοκίνητο, ή την υπέρ-παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ. Η πραγματικότητα σήμερα είναι ταυτόσημη με μια τηλεοπτική αναμετάδοση.
 
Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι η ανθρώπινη ύπαρξη να χάνει την μοναδικότητά της και να εγκλωβίζεται μέσα στο πλαίσιο που καθορίζει ένας «παραμορφωτικός φακός». Με αυτή την έννοια η τεχνολογία αποκτά ύπαρξη, δηλαδή εξ-ίσταται, αφού ξεπερνά το Είναι της και μεταβάλλεται εξελικτικά.
 
Στο «Είναι και ο Χρόνος» το Dasein ήταν εκείνο που καθόριζε τη χρήση των όντων που βρίσκονταν διαθέσιμα, δηλαδή πρό-χειρα. Τα εργαλεία πριν ακόμα χρησιμοποιηθούν ήταν χρησιμοποιήσιμα. Στην ώριμη σκέψη του Heidegger αυτό δεν ισχύει πια. Η ανεξέλεγκτη τεχνολογία δεν καθορίζεται από το Dasein αλλά το καθορίζει. Το εργαλείο καθορίζει τον άνθρωπο. Πρόκειται για μια αντιστροφή δηλαδή του Dasein το οποίο δεν καθορίζει το συμβάν, αλλά καθορίζεται από αυτό.
 
… και τι χρειάζονται οι ποιητές
σε ώρα ανάγκης;
 
Εγκλωβισμένοι της ραγδαίας και ανεξέλεγκτης τεχνολογικής εξέλιξης οι άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν την πλάνη στην οποία έχουν περιπέσει. Κι εδώ για τον Heidegger χρειάζονται οι ποιητές !
 
Με επιρροές από τον Hölderlin, ο Heidegger αναζητά την λύση για την αφύπνιση από τον τεχνολογικό εφιάλτη στο «κατά φύσιν ζην».
 
Όταν ο Heidegger μιλάει για την φύση, την εννοεί όπως οι αρχαίοι Έλληνες και καθόλου όπως οι σύγχρονοι δυτικοί. Η φύση για τους Έλληνες είναι όλα όσα βρίσκονται ανάμεσα στον ουρανό την γη, τους θεούς και τους ανθρώπους. Είναι το Είναι των όντων. Είναι η Δύναμη των όντων να αναφαίνονται, να εξελίσσονται, να παρουσιάζονται. Αντίθετα το σύγχρονο ανθρωπόζωο αντιλαμβάνεται την φύση μηχανιστικά με την έννοια που προσέδωσε στον δυτικό κόσμο η λατινική λέξη natura. Οπου στην natura προϋποτίθεται ένας γεννήτορας, μια δημιουργός αιτία, ενώ στην φύση, αυτό που «ξεφυτρώνει» εμπεριέχει την αιτία του.
 
Το ποιητικό πράττειν που συνοψίζεται εύστοχα στο στιχάκι του Hölderlin:
 
….«γεμάτος αξίες,
αλλά ποιητικά κατοικεί
ο άνθρωπος σε τούτη τη γη»…
 
Είναι αυτό που χαρακτηρίζει την Χαϊντεγκεριανή οπτική, για την ποιητική περιβαλλοντική ηθική.
 
«Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος στην γη» σημαίνει, ότι η ύπαρξη του όντος, είναι σε συμφωνία με τον αποκαλυπτικό ρόλο της φύσης και όχι με το ρόλο της ως διαθέσιμο απόθεμα. Είναι «δώρο κι όχι ανταμοιβή». Αντίστοιχα με την ποιητική γλώσσα, που είναι απελευθερωμένη από την δεσμευτική λογική, το ποιητικό «κατά φύσιν ζην» είναι απελευθερωμένο από την καθημερινή ευτέλεια, που παγιδεύει την λογική, σκοποθετική ύπαρξη.
 
Αποβάλλοντας τον παραμορφωτικό φακό της τεχνολογίας βρίσκεις το νόημα του πραγματικού τόπου.
 
Τα ονόματα που δίνει ο Heidegger στον πραγματικό τόπο είναι, ξέφωτο, παρουσία, τόπος, Είναι, κ.α.
 
Η ποίηση και η τέχνη λέει ο Heidegger δημιουργούν χώρους. Όπως όταν μέσα στο δάσος ανοίγω μονοπάτια δημιουργώντας ελεύθερο χώρο, έτσι για να βρεις την ουσία του χώρου έχεις μια μικρή έξοδο κινδύνου, την ποιητική γλώσσα και τον ποιητικό τρόπο να κατοικείς στην γη.
 
Για να παραμείνει ο άνθρωπος, άνθρωπος, πρέπει να διατηρήσει τα οντολογικά του χαρακτηριστικά.
 
Ο οικολογικός άνθρωπος οφείλει να δημιουργεί χώρους θέασης, ξέφωτα που του αποκαλύπτουν την ουσία των όντων. Τα ξέφωτα αυτά επανακαθορίζουν τις αξίες και τον βοηθούν να απαλλαγεί από τους παραμορφωτικούς φακούς που καθιστούν τον ίδιο και την φύση ως διαθέσιμο, προς κατανάλωση, απόθεμα. Έτσι θα γλυτώσει από τον βούρκο των cyborgs και το χαντζάρι του χασάπη.

Ηράκλειτος - Ευριπίδης: το παράλογο θεών και ανθρώπων

Το αγεφύρωτο χάσμα: ανάμεσα στον λογισμό και τον παραλογισμό

§1 Ηράκλειτος

Β 5
«καθαίρονται δ᾽ ἄλλως αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο. μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τίς μιν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα. καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὔδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσιν».

Εξαγνίζονται [από το αίμα] με καθαρμούς και μολύνονται με άλλο αίμα, σαν κάποιον που βούτηξε στη λάσπη και μετά προσπαθεί να ξεπλυθεί με λάσπη. Για τρελό θα τον έπαιρνε, αν κανείς τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Και στ’ αγάλματα τούτα προσεύχονται, σαν κάποιον που θα ήθελε να συνομιλήσει με τους τοίχους/με τους ναούς, χωρίς να έχει ιδέα τι είναι οι θεοί και οι ήρωες.

§2 Ερμηνεία ‒ κατανόηση:

Ι. Ποιοι επιζητούν μια τέτοιου είδους κάθαρση; Οι πολλοί, που δεν είναι μυημένοι στον καθολικό Λόγο και ζουν λες κι έχουν ιδιωτική σκέψη (απ. 2). Έτσι αρέσκονται στις ψευδαισθήσεις ενός εξαγνισμού, ήτοι μιας λατρείας του θείου, η οποία δεν έχει κανένα έρεισμα στο Λόγο παρά μόνο σχετίζεται με τα είδωλα, με τα αγάλματα των παραδοσιακών θεών. Μοιάζουν με εκείνους που προσπαθούν να ξεπλύνουν τη λάσπη τους με λάσπη. Τούτη η μέθοδος ή ο τρόπος μας θυμίζει, στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής, τους πολιτικούς τεντιμπόηδες και τυχοδιώκτες της καθεστωτικής «αριστεράς», που στη συμφεροντολογική τους σύμπνοια με τα γνωστά παραμάγαζα της ακροδεξιάς, έχουν καθιδρύσει στην Ελλάδα το πιο βρώμικο σύστημα φασιστικής εξουσίας από τότε που δημιουργήθηκε το νεοελληνικό κράτος και ξεπλένουν, κάθε φορά, τον δικό τους οντολογικό βούρκο με βούρκο: είναι παράφρονες και ζητούν, μέσα από την παραφροσύνη τους, λογισμό από τους άλλους στα μέτρα αυτής της παραφροσύνης· δηλαδή ζητούν από τους άλλους να νομιμοποιούν την εν λόγω παραφροσύνη ως τον ύψιστο στοχασμό της κοινωνίας και της πολιτείας.

ΙΙ. Είναι τρελό, μας λέει ο Ηράκλειτος, οι άνθρωποι να σκέφτονται ότι μπορούν να ευχαριστήσουν, κατ’ αυτό τον τρόπο, τους θεούς. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια παραφροσύνη, που δεν είναι άσχετη με το ότι και οι ίδιοι οι θεοί, όπως τους φαντάζονται οι άνθρωποι, δηλαδή ανθρωπομορφικά, είναι άφρονες και παράφρονες σαν αυτούς. Οι άνθρωποι και οι θεοί τους βρίσκονται πολύ μακριά από το θείο, το οποίο μπορεί να συλληφθεί μόνο σε εναρμόνιση με τον καθολικό Λόγο.

§3 Ευριπίδης

Ι. Μια τέτοια παραφροσύνη των θεών της κλασσικής εποχής φέρνει στο φως ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Ταύροις (στ. 380-390), όπου η Ιφιγένεια παρουσιάζεται να συμμερίζεται τον ορθό Λόγο ενάντια στον παραλογισμό των καθημερινών φαντασιώσεων των θνητών:

«Της θεάς μας τα καμώματα δεν μου αρέσουν·
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει φόνου αίμα
ή και λεχώνα ή πεθαμένο,
τον διώχνει απ’ το βωμό της ως μολυσμένο·
αυτήν θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν.
Αδύνατο η Λητώ, του Δία η γυναίκα
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λένε για τα δείπνα του Τάνταλου,
πως δήθεν οι θεοί γευτήκανε τις σάρκες
του παιδιού του, πιστεύω· οι ντόπιοι πάλι
θαρρώ πως είναι αιμοχαρείς και ζητούν
στη θεά να αποδώσουν τ’ άγρια ένστικτά τους·
κανένας θεός δεν πιστεύω πως είναι κακός


Ο παραλογισμός, η παραφροσύνη των θεών της λαϊκής θρησκείας, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο αλλά και τον Ευριπίδη, αντανακλά το παραλήρημα και τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων, ελλείψει πνευματικής καλλιέργειας, ακόμη και τη σκληρότητά τους, τη μοχθηρία τους.

ΙΙ. Δεδομένου ότι αυτό που κυβερνά, κατά τον Ηράκλειτο και τον Ευριπίδη, τον κόσμο είναι ο στοχαστικός Λόγος, ό,τι ο Λόγος διακρίνει στη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά και των θεών, που οι ίδιοι κατασκευάζουν/φαντάζονται, είναι άλογο. Τούτο το άλογο δεν είναι το διαλεκτικά αντίθετο προς τον Λόγο, έτσι ώστε να συνάπτεται στο φιλοσοφικό παιγνίδι της ενότητας των αντιθέσεων, παρά ένα μηδέν , ένα τίποτα, κάτι το άκυρο.

ΙΙΙ. Καθώς το άλογο είναι ένα τίποτα, η πίστη σ’ αυτούς ή εκείνους τους θεούς ‒ή σε επίπεδο πολιτικής: σ’ αυτούς ή εκείνους τους πολιτικούς‒ δεν προσφέρει τίποτα θετικό, καμιά δυνατότητα εύρεσης της αλήθειας παρά μόνο αυταπάτες και στο τέλος καταστροφή. Ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν να επιδείξουν πολλές συμπεριφορές τέτοιας υφής, οι οποίες όχι μόνο είναι ένα τίποτα αλλά και ενεργά αρνητικές: επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα. Οι πολλοί έτσι μετατρέπονται σε έναν βάρβαρο όχλο, που στο όνομα των ειδώλων του: θρησκευτικών, πολιτικών κ.λπ. σκοτώνουν και σκοτώνονται. Αυτή είναι η μοίρα του δουλόφρονου πλήθους.

ΠΛΑΤΩΝ: Ἴων (530a-531b)

Η ποιητική είναι τέχνη ή αποτέλεσμα θεϊκής έμπνευσης;

[530a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τὸν Ἴωνα χαίρειν. πόθεν τὰ νῦν ἡμῖν ἐπιδεδήμηκας; ἢ οἴκοθεν ἐξ Ἐφέσου;
ΙΩΝ. Οὐδαμῶς, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ἐξ Ἐπιδαύρου ἐκ τῶν Ἀσκληπιείων.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Μῶν καὶ ῥαψῳδῶν ἀγῶνα τιθέασιν τῷ θεῷ οἱ Ἐπιδαύριοι;
ΙΩΝ. Πάνυ γε, καὶ τῆς ἄλλης γε μουσικῆς.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί οὖν; ἠγωνίζου τι ἡμῖν; καὶ πῶς τι ἠγωνίσω;
[530b] ΙΩΝ. Τὰ πρῶτα τῶν ἄθλων ἠνεγκάμεθα, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εὖ λέγεις· ἄγε δὴ ὅπως καὶ τὰ Παναθήναια νικήσομεν.
ΙΩΝ. Ἀλλ᾽ ἔσται ταῦτα, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ μὴν πολλάκις γε ἐζήλωσα ὑμᾶς τοὺς ῥαψῳδούς, ὦ Ἴων, τῆς τέχνης· τὸ γὰρ ἅμα μὲν τὸ σῶμα κεκοσμῆσθαι ἀεὶ πρέπον ὑμῶν εἶναι τῇ τέχνῃ καὶ ὡς καλλίστοις φαίνεσθαι, ἅμα δὲ ἀναγκαῖον εἶναι ἔν τε ἄλλοις ποιηταῖς διατρίβειν πολλοῖς καὶ ἀγαθοῖς καὶ δὴ καὶ μάλιστα ἐν Ὁμήρῳ, τῷ ἀρίστῳ καὶ θειοτάτῳ τῶν ποιητῶν, καὶ τὴν τούτου [530c] διάνοιαν ἐκμανθάνειν, μὴ μόνον τὰ ἔπη, ζηλωτόν ἐστιν. οὐ γὰρ ἂν γένοιτό ποτε ἀγαθὸς ῥαψῳδός, εἰ μὴ συνείη τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ. τὸν γὰρ ῥαψῳδὸν ἑρμηνέα δεῖ τοῦ ποιητοῦ τῆς διανοίας γίγνεσθαι τοῖς ἀκούουσι· τοῦτο δὲ καλῶς ποιεῖν μὴ γιγνώσκοντα ὅτι λέγει ὁ ποιητὴς ἀδύνατον. ταῦτα οὖν πάντα ἄξια ζηλοῦσθαι.
ΙΩΝ. Ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες· ἐμοὶ γοῦν τοῦτο πλεῖστον ἔργον παρέσχεν τῆς τέχνης, καὶ οἶμαι κάλλιστα ἀνθρώπων λέγειν περὶ Ὁμήρου, ὡς οὔτε Μητρόδωρος ὁ [530d] Λαμψακηνὸς οὔτε Στησίμβροτος ὁ Θάσιος οὔτε Γλαύκων οὔτε ἄλλος οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἔσχεν εἰπεῖν οὕτω πολλὰς καὶ καλὰς διανοίας περὶ Ὁμήρου ὅσας ἐγώ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εὖ λέγεις, ὦ Ἴων· δῆλον γὰρ ὅτι οὐ φθονήσεις μοι ἐπιδεῖξαι.
ΙΩΝ. Καὶ μὴν ἄξιόν γε ἀκοῦσαι, ὦ Σώκρατες, ὡς εὖ κεκόσμηκα τὸν Ὅμηρον· ὥστε οἶμαι ὑπὸ Ὁμηριδῶν ἄξιος εἶναι χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθῆναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ μὴν ἐγὼ ἔτι ποιήσομαι σχολὴν ἀκροάσασθαί [531a] σου, νῦν δέ μοι τοσόνδε ἀπόκριναι· πότερον περὶ Ὁμήρου μόνον δεινὸς εἶ ἢ καὶ περὶ Ἡσιόδου καὶ Ἀρχιλόχου;
ΙΩΝ. Οὐδαμῶς, ἀλλὰ περὶ Ὁμήρου μόνον· ἱκανὸν γάρ μοι δοκεῖ εἶναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἔστι δὲ περὶ ὅτου Ὅμηρός τε καὶ Ἡσίοδος ταὐτὰ λέγετον;
ΙΩΝ. Οἶμαι ἔγωγε καὶ πολλά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πότερον οὖν περὶ τούτων κάλλιον ἂν ἐξηγήσαιο ἃ Ὅμηρος λέγει ἢ ἃ Ἡσίοδος;
ΙΩΝ. Ὁμοίως ἂν περί γε τούτων, ὦ [531b] Σώκρατες, περὶ ὧν ταὐτὰ λέγουσιν.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί δὲ ὧν πέρι μὴ ταὐτὰ λέγουσιν; οἷον περὶ μαντικῆς λέγει τι Ὅμηρός τε καὶ Ἡσίοδος.
ΙΩΝ. Πάνυ γε.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί οὖν; ὅσα τε ὁμοίως καὶ ὅσα διαφόρως περὶ μαντικῆς λέγετον τὼ ποιητὰ τούτω, πότερον σὺ κάλλιον ἂν ἐξηγήσαιο ἢ τῶν μάντεών τις τῶν ἀγαθῶν;
ΙΩΝ. Τῶν μάντεων.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἰ δὲ σὺ ἦσθα μάντις, οὐκ, εἴπερ περὶ τῶν ὁμοίως λεγομένων οἷός τ᾽ ἦσθα ἐξηγήσασθαι, καὶ περὶ τῶν διαφόρως λεγομένων ἠπίστω ἂν ἐξηγεῖσθαι;
ΙΩΝ. Δῆλον ὅτι.

***
[530a] ΣΩ. Καλώς τον Ίωνα! Πούθε μας έρχεσαι τούτη τη φορά; Από την πατρίδα σου μήπως, την Έφεσο;
ΙΩΝ. Α, όχι, Σωκράτη· από την Επίδαυρο έρχομαι, από τις γιορτές του Ασκληπιού.
ΣΩ. Ώστε λοιπόν οι Επιδαύριοι οργανώνουν τώρα και αγώνα ραψωδών προς τιμήν του θεού;
ΙΩΝ. Βεβαιότατα, και μάλιστα και για τις άλλες τέχνες.
ΣΩ. Λοιπόν τί; Έλαβες μήπως μέρος κι εσύ; Πώς μας τα πήγες;
[530b] ΙΩΝ.Το πρώτο βραβείο πήραμε, Σωκράτη
ΣΩ. Υπέροχα! Εμπρός λοιπόν, να πάρουμε και τα Παναθήναια.
ΙΩΝ. Κι αυτό θα γίνει, αν θέλει ο θεός.
ΣΩ. Στο λόγο μου, Ίωνα, πολλές φορές σας ζήλεψα εσάς τους ραψωδούς για την τέχνη σας. Από τη μια η εμφάνισή σας, στολισμένοι πάντα όπως απαιτεί η τέχνη, κι όσο γίνεται πιο όμορφοι, κι από την άλλη η υποχρέωση να καταπιάνεστε με πολλούς και καλούς ποιητές, πρώτα πρώτα με τον Όμηρο, τον μεγαλύτερο και τον πιο θεϊκό απ᾽ όλους τους ποιητές, και [530c] να μαθαίνετε στην εντέλεια τα νοήματά του, όχι μόνο τα λόγια του — ε, αυτά όλα είναι στ᾽ αλήθεια αξιοζήλευτα· γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κανείς καλός ραψωδός, αν δεν κατανοούσε πέρα για πέρα όσα λέει ο ποιητής. Ο ραψωδός, βλέπεις, οφείλει να είναι, για όσους τον ακούνε, ο ερμηνευτής του πνεύματος του ποιητή· κι αυτό είναι αδύνατον να το κατορθώσει κάποιος που δεν γνωρίζει τί λέει ο ποιητής. Αυτά λοιπόν όλα είναι αξιοζήλευτα.
ΙΩΝ. Σωστά τα λες, Σωκράτη. Για μένα τουλάχιστον αυτό είναι το πιο κοπιαστικό στη δουλειά μου, αλλά νομίζω ότι τελικά μπορώ να μιλώ καλύτερα απ᾽ όλους τους ανθρώπους για τον Όμηρο· ούτε ο Μητρόδωρος [530d] ο Λαμψακηνός, ούτε ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, ούτε ο Γλαύκων, ούτε άλλος κανένας ίσαμε τώρα μπόρεσε να πει τόσο πολλά και όμορφα πράγματα για τον Όμηρο, όσα εγώ.
ΣΩ. Τέλεια, Ίωνα· είναι φανερό ότι δεν θα αρνηθείς να μου δείξεις την τέχνη σου.
ΙΩΝ. Αληθινά, Σωκράτη, αξίζει να ακούσεις πόσο όμορφα παρουσιάζω τον Όμηρο· τόσο που νομίζω ότι αξίζω να με στεφανώσουν οι Ομηρίδες με χρυσό στεφάνι.
ΣΩ. Χωρίς άλλο θα μου δοθεί κάποια στιγμή η ευκαιρία να σε ακούσω· [531a] προς το παρόν όμως απάντησέ μου μονάχα σε τούτο: στον Όμηρο μόνο είσαι τόσο καλός ή και στον Ησίοδο και στον Αρχίλοχο;
ΙΩΝ. Καθόλου· μόνο στον Όμηρο. Και νομίζω πως αυτό είναι αρκετό.
ΣΩ. Υπάρχουν θέματα για τα οποία και ο Όμηρος και ο Ησίοδος λένε τα ίδια πράγματα;
ΙΩΝ. Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν, και μάλιστα πολλά.
ΣΩ. Εσύ ποιά από αυτά θα μπορούσες να ερμηνεύσεις καλύτερα: αυτά που λέει ο Όμηρος ή αυτά που λέει ο Ησίοδος;
ΙΩΝ. Το ίδιο καλά και τα δύο, [531b] Σωκράτη, όσον αφορά βέβαια αυτά για τα οποία και οι δύο λένε τα ίδια πράγματα.
ΣΩ. Για όσα όμως δεν λένε τα ίδια; Λόγου χάριν για τη μαντική, λέει κάτι ο Όμηρος, λέει και ο Ησίοδος.
ΙΩΝ. Βεβαιότατα.
ΣΩ. Λοιπόν; Όσα όμοια και όσα διαφορετικά λένε για τη μαντική αυτοί οι δύο ποιητές ποιός θα τα εξηγούσε καλύτερα: εσύ ή ένας μάντης, από τους καλούς;
ΙΩΝ. Ένας μάντης.
ΣΩ. Κι αν εσύ ήσουν μάντης και μπορούσες να ερμηνεύσεις αυτά στα οποία λένε τα ίδια πράγματα, δεν θα ᾽ξερες να ερμηνεύσεις κι εκείνα, στα οποία λένε πράγματα διαφορετικά;
ΙΩΝ. Προφανώς.