Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, στο έργο του Συμποσιακά Β’, πραγματεύεται διάφορα Φιλοσοφικά και μη ζητήματα, στο 4ον Βιβλίο: στο «Πρόβλημα» Στ’ (671e – 672c) και στο με τίτλο «Τίς ὁ παρ’ Ἰουδαίοις θεός» λέγει πως:
«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος, ο Σύμμαχος είπε: «Επομένως, Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου Θεό, τον Διόνυσο του Ευοί, που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στη μανία τους, τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον;». Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε: «Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό είναι ρητά και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην Τριετηρική Παντέλεια, ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, τη στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στον οίνο και τα δώρα του Θεού, αν τούτοι μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να σου τα πω«. Καθώς όλοι τον καλούσαν και τον παρακαλούσαν να μιλήσει, είπε: «Πρώτα απ’ όλα ο καιρός (εποχή) και ο τρόπος της μεγίστης και τελειοτάτης εορτής τους, ταιριάζει στον Διόνυσο. Πράγματι, όταν τηρούν τη λεγόμενη νηστεία, πάνω στην κορύφωση του τρύγου, στρώνουν τραπέζια με κάθε είδους φρούτα κάτω από σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως από κλήματα και κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα της εορτής ονομάζουν σκηνή. Λίγες μέρες αργότερα εορτάζουν άλλη εορτή, που δεν την ονομάζουν με αινίγματα αλλά την αποκαλούν ξεκάθαρα «του Βάκχου». Υπάρχει επίσης σε αυτούς και εορτή που γίνεται λιτανεία με κλαδιά και θύρσους, κατά την οποίο, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στο ιερό. Αφού μπουν δεν ξέρουμε τι κάνουν, κατά πάσα πιθανότητα όμως τα όσα γίνονται είναι βακχικά: και σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιούν για να καλέσουν τον Θεό, όπως ακριβώς οι Αργείοι στα Διονύσια, και άλλοι προχωρούν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τους οποίους τους αποκαλούν Λευίτες, και το όνομα προέρχεται είτε από το «Λύσιος» ή πιο πιθανό, από το «Εύιος». Αλλά και η εορτή των Σαββάτων δεν είναι θαρρώ τελείως άσχετη με τον Διόνυσο, διότι ακόμα και σήμερα πολλοί αποκαλούν τους Βάκχους, Σάβους και αυτή είναι η φωνή τους όταν τελούν τις οργιαστικές τελετές προς τιμή του Θεού, κάτι για το οποίο μπορεί να βρει επιβεβαίωση στον Δημοσθένη και στον Μέναδρο και δεν θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι το όνομα είναι πεποιημένο από ένα είδους παράκρουση (σόβησιν) που κατέχει τους βακχεύοντες. Οι ίδιοι, εξ άλλου, μαρτυρούν υπέρ της παράδοσης αυτής, όταν εορτάζουν τα Σάββατα, όπου κυρίως καλεί ο ένας τον άλλον να πίνει και να μεθάει, και έχουν έθιμο, όταν τους εμποδίζει κάποια ανώτερη βία, να γεύονται τουλάχιστον σε κάθε περίπτωση οίνο άκρατο. Τούτα βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν είναι παρά πιθανοφανή. Ισχυρότατη διάψευση όμως για όσους έχουν αντίθετη γνώμη είναι ο αρχιερέας, ο οποίος πηγαίνει μπροστά στις εορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σε χρυσοποίκιλτο δέρμα ελαφιού (νεβρίδα χρυσόπαστον), φορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ενώ πολλά κουδουνάκια κρέμονται από τα ρούχα του, που ηχούν όταν βαδίζει, όπως ακριβώς και σε εμάς∙ παράγονται επίσης θόρυβοι κατά τα νυκτέλια και ονομάζονται χαλκόκροτοι οι παραμάνες τροφοί του Θεού∙ αλλά και ο σκαλισμένος θύρσος που βλέπουμε στα πλάγια του Ναού και τα τύμπανα, τα οποία βέβαια ταιριάζουν σε κανέναν άλλον από τους Θεούς περισσότερο παρά στον Διόνυσο. Επίσης, δεν κάνουν βέβαια προσφορές με μέλι στις ιερουργίες, επειδή θεωρείται ότι καταστρέφει τον οίνο ανακατεμένο μαζί του, αλλά αυτό χρησιμοποιούνταν στις σπονδές ως ποτό, προτού φανεί το αμπέλι. Επίσης, μέχρι σήμερα όσοι από τους βαρβάρους δεν φτιάχνουν οίνο πίνουν μελίτειον (υδρομέλι), μειώνοντας τη γλυκύτητά του με ρίζες που έχουν τη στυφή γεύση του οίνου, ενώ οι Έλληνες το ίδιο αυτό μείγμα προσφέρουν ως νηφάλιες σπονδές και μελίσπονδα (νερό, γάλα και μέλι), επειδή θεωρούν ότι η φύση του μελιού είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς του οίνου. Για το ότι αυτές είναι οι πίστεις τους (των Ιουδαίων δηλαδή) ενδεικτικό σημείο όχι ασήμαντο είναι και το ότι ανάμεσα στις πολλές τιμωρίες που εφαρμόζουν μία είναι κυρίως η πιο ατιμωτική, η οποία απαγορεύει στους τιμωρούμενους να πίνουν οίνο για όσο χρόνο ορίσει αυτός που επιβάλλει την τιμωρία.»[1]
Στο δε προηγούμενο «Πρόβλημα» Ε’ (669e-671e) όταν εξετάζοντας γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό («Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶνῃ»), λέγεται από τον Πλούταρχο ότι οι Ιουδαίοι ταυτίζουν τον Διόνυσο των Ελλήνων με τον Άδωνη της δικής τους θρησκείας (671b) : «εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ᾽ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν,».
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ούτε λίγο ούτε πολύ πως στα μυστήρια του «Τριετηρικού Διονύσου» στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» διδασκόταν ότι ο θεός των Ιουδαίων Άδωνις είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο – δηλ. ο Άδωνης των Ιουδαίων και ο Διόνυσος των Ελλήνων είναι μια και η αυτή θεότητα!
Στην συνέχεια δε του Πλουταρχεικού κειμένου αναπτύσσονται μόνο όσα από τα χαρακτηριστικά της λατρείας του Ιουδαϊκού θεού επιτρεπόταν να ανακοινωθούν και που όπως αναφέρεται στο κείμενο είναι σχεδόν ίδια με τα αντίστοιχα της λατρείας του Διονύσου στην Ελλάδα.
Πέραν αυτών στο θέμα τούτο, στις αντιστοιχίσεις των Αιγυπτίων θεών, των Ελλήνων θεών και των Ρωμαίων θεών με τον θεό των Ιουδαίων, έχει αναφερθεί και ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του «Περί μηνών, (De Mensibus) 4.53»:
«(53.) Ὅτι πολλὴ τοῖς θεολόγοις διαφωνὴ περὶ τοῦ παρ’ Ἑβραίων τιμωμένου θεοῦ καὶ γέγονε καὶ ἔστιν· Αἰγύπτιοι γὰρ καὶ πρῶτος Ἑρμῆς Ὄσιριν τὸν ὄντα θεολογοῦσιν αὐτόν, περὶ οὗ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ λέγει· ‘τί τὸ ὂν μὲν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, τί δὲ τὸ γινόμενον, ὂν δὲ οὐδέποτε;’ Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν· Λίβιος δὲ ἐν τῇ καθόλου Ῥωμαϊκῇ ἱστορίᾳ ἄγνωστον τὸν ἐκεῖ τιμώμενόν φησι· τούτῳ δὲ ἀκολούθως ὁ Λούκανος ἀδήλου θεοῦ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν εἶναι λέγει, ὁ δὲ Νουμήνιος ἀκοινώνητον αὐτὸν καὶ πατέρα πάντων τῶν θεῶν εἶναι λέγει, ἀπαξιοῦντα κοινωνεῖν αὐτῷ τῆς τιμῆς τινα· καὶ Ἰουλιανὸς δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτε πρὸς Πέρσας ἐστρατεύετο, γράφων Ἰουδαίοις οὕτω φησίν· ‘ἀνεγείρω γὰρ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν ναὸν τοῦ ὑψίστου θεοῦ’· δι’ ἣν αἰτίαν καί τινες τῶν ἀπαιδεύτων, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν περιτομὴν Κρόνον αὐτὸν εἶναι νομίζουσιν· ὑψηλότερος γάρ φασι τῶν πλανήτων ὁ Κρόνος· οὐ συνορῶντες ὅτι ἡ περιτομὴ σύμβολόν ἐστι τοῦ καθαρμοῦ τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὡς τοῖς μυστικοῖς τῶν Ἑβραίων δοκεῖ, ὅτι δὲ οὐ Κρονία τελετὴ ἡ περιτομή· καὶ Ἀράβων οἱ λεγόμενοι Σκηνῖται ἐπὶ τοῦ τρισκαιδεκάτου ἐνιαυτοῦ τοὺς ἑαυτῶν παῖδας περιτέμνουσιν ὡς Ὠριγένης λέγει, καίτοι Ἀστάρτην ἀλλ’ οὐ Κρόνον τιμῶντες· καὶ Αἰθίοπες δὲ τὰς κόγχας τῶν γονάτων τῶν νέων σιδηρῷ καυστικῷ σφραγίζουσι τῷ Ἀπόλλωνι. ὁ μέντοι Πορφύριος ἐν τῷ ὑπομνήματι τῶν λογίων τὸν δὶς ἐπέκεινα τουτέστι τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν τὸν παρὰ Ἰουδαίων τιμώμενον εἶναι ἀξιοῖ, ὃν ὁ Χαλδαῖος δεύτερον ἀπὸ τοῦ ἅπαξ ἐπέκεινα, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, θεολογεῖ. οἱ μέντοι περὶἸάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν· ὁ δὲ Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῇ Φοινίκων γλώσσῃ, ὥς φησιν Ἑρέννιος. καὶ Σαβαὼθ δὲ πολλαχοῦ λέγεται, οἷον ὁ ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ πόλους, τουτέστιν ὁ δημιουργός».
Είδαμε λοιπόν σχετικά με τον παρά των Ιουδαίων τιμώμενο θεό αφενός ότι :
«Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν»
αφετέρου ότι:
«οἱ μέντοι περὶ Ἰάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν».
Επιπλέον ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός στις «Επιστολές» του λέγει περί του θεού των Ιουδαίων:
«Επειδή βλέπω την μεγάλη αδιαφορία μας προς τους θεούς και αναλογίζομαι ότι το σύνολο της ευλάβειας που οφείλουμε στις ανώτερες δυνάμεις έχει παραμεριστεί από μια ακάθαρτη και χυδαία μαλθακότητα, από καιρό τώρα δεν έχω πάψει να θρηνώ μέσα μου για όλα αυτά, την στιγμή που [αναφέρεται στους οπαδούς της ιουδαϊκής θρησκείας] είναι τόσο αφοσιωμένοι σε αυτή, ώστε προτιμούν να πεθάνουν γι’αυτήν, προτιμούν να ανέχονται την φτώχεια και την πείνα, παρά να φάνε χοιρινό ή άλλο κρέας που δεν στραγγίστηκε το αίμα του αμέσως. Εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι προς τους Θεούς ώστε λησμονούμε τα πάτρια και αγνοούμε ακόμη και το ότι κάποτε επιβλήθηκε κάποιος θεσμός. Πάντως εκείνοι είναι εν μέρει θεοσεβείς, αφού εκείνον που τιμούν […]είναι αληθινά παντοδύναμος και αγαθότατος και επιτροπεύει τον αισθητό κόσμο, θεός που, όπως γνωρίζω καλά, θεραπεύουμε και εμείς με άλλα ονόματα. Επομένως, μου φαίνεται φυσικό να μην παραβαίνουν στους νόμους του. Μοναδικό τους αμάρτημα είναι πως δεν θεραπεύουν και τους άλλους Θεούς και αρέσκονται μόνο σε αυτό τον Θεό, επειδή φαντάζονται ότι οι άλλοι Θεοί αρμόζουν μόνο σε μας από όλους τους λαούς, και παρασύρθηκαν σε αυτή την ύβρη από την βαρβαρική αλαζονεία τους».[2]
Όμως ο Πρόκλος, στα «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 9-35», λέγει πως:
«τις ποιητικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες προάγουν (χορηγούν) στο σύμπαν, τις αποκαλούμε τέχνες δημιουργικές, νοητικές, γεννητικές και τελεσιουργούς [=τελειοποιητικές]. Μάλιστα οι θεολόγοι των Ελλήνων μέσω αυτών υποδείχνουν τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς αναφέρουν ότι οι Κύκλωπες είναι αίτιοι της τεχνικής ποιήσεως (δημιουργίας), αυτοί είναι που δίδαξαν τον Δία, την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά, ανάμεσα στις άλλες τέχνες ξεχωριστά προστατεύει την υφαντική και ότι ο Ήφαιστος είναι έφορος της μεταλουργίας. Η δε υφαντική αρχίζει από την δέσποινα Αθηνά («γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες να υφαίνει τον ιστό, και της υφαντικής τα έργα να πετυχαίνει» λέγεται στο ορφικό απόσπασμα Νο.135) και προχωρά στην ζωογόνο της Κόρης σειρά (καθώς αυτή, που μένει άνω, και όλος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνει τον διάκοσμο της ζωής) και δέχεται την μέθεξη [=συμμετοχή] πάντων των εγκόσμιων θεών (καθώς ο ένας δημιουργός ορίζει στους νέους δημιουργούς να υφαίνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό είδος ζωής) και τελειώνει με τους της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η ομηρική Κίρκη, η οποία υφαίνει “τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν”[3] και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον». Οι θεολόγοι των Ελλήνων, λοιπόν, συγκαταλέγουν την Κίρκη σε τούτες τις υφάντρες, ωστόσο, καταπώς λένε, παρουσιάζουν “χρυσή” την νοητική και άχραντη ουσία της[4], άυλη και αμιγή προς την γένεσιν, λέγοντας επίσης ότι το έργο της διακρίνει τα “ἑστῶτα” από τα κινούμενα και τα χωρίζει κατά την θεϊκή ετερότητα.» [5]
Με άλλα λόγια λοιπόν ο θεός των Ιουδαίων είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο, Θεός ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής δημιουργίας και μονάδα των εγκοσμίων θεών, αυτός ο Θεός ως μονάδα βρίσκεται στην αμέσως προηγούμενη τάξη από αυτήν των εγκοσμίων θεών, δηλαδή στους υπερκόσμιους θεούς: ο Διόνυσος είναι υπερκόσμιος θεός.
Ακριβολογώντας ο Πρόκλος, στο έργο του «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, 1. 7 – 9» και «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 167.1», μας λέγει ότι τα τρία είδη πολιτειών ανάγονται στις τρείς μορφές δημιουργίας, σε αυτές του Διός, του Διονύσου και του Άδωνη [εἰς τὴν Δίιον, εἰς τὴν Διονυσιακήν, εἰς τὴν Ἀδωνιακήν] (διότι κάθε πολιτικός τείνει στο να αποτελεί απεικόνιση ενός δημιουργού : εκείνος που κάνει τα πάντα κοινά είναι απεικόνιση του δημιουργού των όλων. Εκείνος που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον. Εκείνος, τέλος, που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά).
Αυτός που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά είναι ο Άδωνης, ενώ αυτός που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά, είναι η μονάδα της μερικής (2ης) δημιουργίας, η μονάδα/βασιλέας των εγκόσμιων πλατωνικών “νέων θεών”, ο Φιλοσοφικά ονομαζόμενος Εγκόσμιος Νους ή Θεολογικο-μυθολογικά αναφερόμενος Διόνυσος!
Ο τελευταίος δηλ., στην αναφορά του Πρόκλου είναι ο θεός Άδωνις ή εγκόσμιος Διόνυσος.
Για αυτόν ο Πρόκλος, στο «Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 180.1 – 180.6», λέγει πως ο Πλάτων τον εγκόσμιο Διόνυσο τον συμπαράταξε με την εγκόσμια Αφροδίτη επειδή τον ερωτεύτηκε και έπλασε ως είδωλο (απεικόνισή) του τον πολύ-τιμημένο ανάμεσα στους Κίλικες και τους Κυπρίους άνθρωπο Άδωνη.
Η πρώτη δημιουργία, λοιπόν, είναι η δημιουργία των όλων και Δημιουργός είναι ο Ζευς – εξ ου και ο Πρόκλος, στο έργο του «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182», μας λέγει πως ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του.
Η δεύτερη δε δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών και Δημιουργός είναι ο Διόνυσος. Εποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος, ως θερμός και υγρός, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος. Εξ ου και ο Πρόκλος, στο «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 167.6 – 167.11», λέγει πως «καὶ ὁ μὲν Ἅιδης τὴν χθονίαν ὅλην συνέχει ζωήν, ὁ δὲ Διόνυσος τὴν ὑγρὰν καὶ θερμὴν ἐπιτροπεύει γένεσιν, ἧς καὶ ὁ οἶνος σύμβολον ὑγρὸς ὢν καὶ θερμός». Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσελήνιου περιοχής και Δημιουργός είναι ο θεος Άδωνις ή εγκόσμιος Διόνυσος. Στην βαθμίδα δε του θεού Άδωνη ανήκουν, αυτός δηλ. είναι η μονάδα τους, οι της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεοί ανάμεσα στους οποίους, λέγει ο Πρόκλος στα «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 9-35», είναι και η ομηρική Κίρκη η οποία υφαίνει «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν» και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον».
Πέραν αυτών ο Ερμείας, στα «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 260.14 – 160.16» λέγει πως ο Πλάτων «καλεῖ, ἐπειδὴ τῶν ἐν γῇ φυομένων καὶ ἀποβιωσκομένων ὁ δεσπότης Ἄδωνις ἐφέστηκε, πᾶσα δὲ ἡ γένεσις καὶ φθορὰ ἡ περὶ ἡμᾶς κήποις ἔοικε».
Δηλ. αφενός πάσα η γύρω μας γένεσις και η φθορά αυτής ονομάζεται «κήποι» (του θεού Άδωνη ή εγκόσμιου Διόνυσου), αφετέρου κατά την διάρκεια της εν τη γενέσει ζωής μας, όταν δηλ είμαστε ένσαρκα όντα, τρεφόμαστε από την γύρω μας φύση και κυρίως από όσα φύονται/ γεννιούνται εντός τη γης.
Άλλωστε όπως λέγει ο Δαμάσκιος, στο «Σχόλια στον Φαίδωνα, 378.1 – 378.9 », ««Τί δὲ δὴ τὰ Κάδμου, πῶς ἱλασόμεθα;» ἢ Κάδμος μὲν ὁ ὑποσέληνος κόσμος ὡς Διονυσιακός· διὸ καὶ Ἁρμονίᾳ σύνεστι τῇ θεῷ καὶ τῶν τεττάρων Βακχῶν πατήρ. δηλοῖ δὲ καὶ ὁ Πείσανδρος [frg. 21] θεολογῶν τὰ κατὰ Κάδμον ἐν τῷ μύθῳ ἐν ᾧ φησιν τὸν Κάδμον ὑποτίθεσθαι τῷ Διί, πῶς ἂν καταγωνίσαιτο τὸν Τυφῶνα. αἱ δὲ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα Διονυσιακὰ ποιοῦσιν, Σεμέλη μὲν τὸ πῦρ, Ἀγαύη δὲ τὴν γῆν διασπῶσα τὰ οἰκεῖα γεννήματα, Ἰνὼ δὲ τὸ ὕδωρ ἐνάλιος οὖσα, καὶ Αὐτονόη δὲ τὸν ἀέρα ἡ λοιπή. «ἱλάσκεται» δὲ τὸν Κάδμον ἀποδεικνὺς τὴν ψυχὴν πάμπαν ἀθάνατον καὶ τόδε τὸ πᾶν οὐ θνητῶν μόνων οὐσιῶν οὐδὲ μακραιώνων δεκτικόν, ἀλλὰ καὶ παντάπασιν ἀθανάτων».
Ως εκ τούτου η Ινώ, όπως και οι υπόλοιπες κόρες, είναι τα υποσελήνια 4 στοιχεία του υποσελήνιου Κόσμου ή Κάδμου, του οποίου «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν» υφαίνει η Κίρκη, αλλά ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον» ή Κάδμο : η ωδές της είναι η Αρμονία, η κόρη, κατά τη Θεογονία του Ησιόδου, του Άρεως και της Αφροδίτης.
Σχετικώς ο Ολυμπιόδωρος «Σχόλια στον του Πλάτωνος Γοργία, 44.3.1 – 44.4.7» μας λέγει:
In Platonis Gorgiam commentaria 44.3.1 ` to In Platonis Gorgiam commentaria 44.4.7 ἰστέον ὅτι οἱ ἱστορικοὶ πολλὰ μυθώδη ὡς ἱστορίας λέγουσιν. οὕτως γοῦν φασὶν αὐτόχθονας εἶναι τοὺς Ἀθηναίους· καὶ μὴν μυθῶδες καὶ παντελῶς ἀνόητον. μῦθος γάρ ἐστιν ὅτι, ὅτε ὁ ῞Ηφαιστος ἀπέτεμεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός, ἐξῆλθεν ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ ἤρξατο διώκειν αὐτὴν ὁ ῞Ηφαιστος ὡς θέλων μιγῆναι, εἶτα μὴ καταλαβὼν ἀπεσπέρμαινεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐγένετο ὁ Ἐριχθόνιος, ἐξ οὗ οἱ Ἀττικοί. ἰδοὺ οὖν ὅτι ταῦτα ὡς ἱστορίας οἱ ἱστορικοὶ παραλαμβάνουσιν, ἔδει δὲ κατὰ Πλάτωνα αὐτόχθονας εἰπεῖν. λέγει γὰρ αὐτὸς ὅτι «εἴπωμεν τοὺς ἐν <τῇ> πόλει αὐτόχθονας ψευσάμενοι Φοινικικόν τι» (ἔστι δὲ Φοινικικὸν τὸ τοῦ Κάδμου, ὅτι ἔσπειρεν ὀδόντας δράκοντος καὶ ἀνῆλθον)· «ὀδόντας οὖν ἂν θρέψωμεν τοὺς ἀνθρώπους ψευσώμεθα, καὶ εἴπωμεν αὐτοὺς αὐτόχθονας, ἵνα μὴ μόνον ὡς θρεψαμένην εὐεργετήσωσι τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐνεγκαμένην, καὶ μὴ ὡς ξένοι πολιτεύσωνται». οὐ δεῖ οὖν τὰ μυθώδη παραδέχεσθαι, ἀλλ᾽ εἰδέναι ὅτι δράκων μέν ἐστιν ἡ μερικὴ τῶν ψυχῶν ζωή (ὥσπερ γὰρ οὗτος ἀποδύεσθαι τὸ γῆρας λέγεται, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τῷ ἀεὶ ἔρχεσθαι εἰς τὴν γένεσιν νεάζει), γῆ δέ ἐστι τὸ περίγειον τῆς ψυχῆς φρόνημα, ὀδόντες δὲ τὸ μεριστὸν τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ τοῖς ὀδοῦσι μερίζομεν τὴν τροφὴν καὶ καταλεαίνομεν.
Δηλαδή στον μύθο του Κάδμου και της από αυτόν δημιουργίας της Βοιωτία Θήβας:
Ο Δράκων = η μερική των ψυχών ζωή.
Ο γη = το περίγειο της ψυχής φρόνημα
Τα δόντια δράκου = το μεριστό της ζωής
Οπότε κατανοούμε ότι ο μύθος του Κάδμου περιγράφει την δημιουργία των υποσελήνιων όντων.
Ο Κάδμος σκότωσε ένα δράκοντα που φυλούσε μια πηγή γειτονικά της Θήβας. Ο δράκοντας όμως ήταν γιος του Άρη και της Νύμφης Τέλφουσας κι έτσι ο Κάδμος υποχρεώθηκε να υπηρετήσει ως δούλος τον Άρη για ένα χρόνο. Με συμβουλή της Αθηνάς ο Κάδμος έσπειρε τα μισά δόντια του δράκου σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν «σπαρτοί» : οι Ουδαίος, Χθόνιος, Πέλωρ, Υπερήνωρ και Εχίων. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας.
Άλλωστε:
Scholia in Iliadem 2.494.49 ` to Scholia in Iliadem 2.494.91 Η Βοιωτία τὸ πρότερον Ἀονία ἐκαλεῖτο, ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ Ἀόνων. Μετωνομάσθη δὲ Βοιωτία κατὰ μέν τινας, ἀπὸ Βοιωτοῦ υἱοῦ Ἰτώνου, ἢ Ποσειδῶνος, καὶ Ἄρνης. Ἔτι δὲ Βοιωτοὶ τιμῶσι τὸν προπάτορα αὐτῶν, Βοιωτὸν, υἱὸν Ποσειδῶνος. Καθ᾽ ἑτέρους δὲ, ἀπὸ τῆς ἐλαθείσης κατὰ πυθόχρηστον ὑπὸ Κάδμου βοός. Εὐρώπης γὰρ τῆς Φοίνικος θυγατρὸς ἐκ Σιδῶνος ὑπὸ Διὸς ἁρπαγείσης, Κάδμος ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς, κατὰ ζήτησιν πεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς, ὡς οὐχ᾽ εὑρήκει αὐτὴν, ἧκεν εἰς Δελφοὺς πρὸς τὸν θεόν. Ὁ δὲ θεὸς εἶπεν αὐτῷ, περὶ μὲν Εὐρώπης μὴ πολυπραγμονεῖν, χρῆσθαι δὲ καθοδηγῷ βοΐ, καὶ πόλιν ἐκεῖ κτίζειν, ἔνθα ἂν αὐτὴ εἰς τὰ δεξιὰ πέσῃ καμοῦσα. Τοιοῦτον λαβὼν χρησμὸν, διὰ Φωκέων ἐπορεύετο. Εἶτα, βοῒ συντυχὼν παρὰ τοῖς Πελάγονος βουκολίοις, ταύτῃ πορευομένῃ κατόπιν εἵπετο. Ἡ δὲ διεξιοῦσα πᾶσαν Βοιωτίαν, ὀκνήσασα ἀνεκλίθη, ἔνθα νῦν ἡ πόλις εἰσὶ Θῆβαι. Βουλόμενος δὲ Ἀθηνᾷ τὴν βοῦν κατα θῦσαι, πέμπει τινὰς τῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ ληψομένους χέρνιβα ἀπὸ τῆς Ἀρητιάδος κρήνης. Ὁ δὲ φρουρῶν τὴν κρήνην δράκων, ὃν Ἄρεος ἔλεγον εἶναι, τοὺς πλείονας τῶν πεμφθέντων διέφθειρεν. Ἀγανακτήσας δὲ Κάδμος, κτείνει τὸν δράκοντα· καὶ, τῆς Ἀθηνᾶς αὐτῷ ὑποθεμένης, τοὺς τούτου ὀδόντας σπείρει. ἀφ᾽ ὧν ἐγένοντο οἱ γηγενεῖς. Ὀργισθέντος δὲ Ἄρεος, καὶ μέλλοντος Κάδμον ἀναιρεῖν, ἐκώλυσεν ὁ Ζεύς. καὶ Ἁρμονίαν αὐτῷ συνῴκισε τὴν Ἄρεος καὶ Ἀφροδίτης. πρότερον δὲ ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς ἀναιρέσεως τοῦ δράκοντος ἐνιαυτὸν θητεῦσαι. ἐν δὲ τῷ γάμῳ Μούσας ᾆσαι, καὶ τῶν θεῶν ἕκα στον Ἁρμονίᾳ δῶρον δοῦναι. Ἱστορεῖ Ἑλλάνικος ἐν Βοιωτιακοῖς, καὶ Ἀπολλόδωρος.
Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica 251.5 ` to Scholia in Apollonii Rhodii Argonautica 252.2 περὶ τῆς Κάδμου εἰς Θήβας παρουσίας Λυσίμαχος ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν Θηβαϊκῶν παραδόξων (v. sch. a) ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ἐν α Φορωνίδος (4 fg 1 a J.), ἱστορῶν, ὅτι καὶ τοὺς ὀδόντας ἔσπειρε τοῦ δράκοντος κατὰ Ἄρεως βούλησιν καὶ ἐγένοντο ε ἄνδρες ἔνοπλοι, Οὐδαῖος, Χθόνιος, Πέλωρ, Ὑπερήνωρ, Ἐχίων. ὁ δὲ Ἀπολλώνιος πολλοὺς οἴεται καὶ ἄλλους <καὶ> ἀλλήλοις πεπολεμηκέναι. ἐν δὲ τῇ γ †Μουσαῖος Τιτανογραφίᾳ† (2 B 1 Diel Kranz) λέγεται, ὡς Κάδμος ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐπορεύετο προκαθηγου μένης αὐτῷ τῆς βοός. Ἱππίας δὲ ὁ Ἠλεῖος ἐν Ἐθνῶν ὀνομασίαις (6 fg 1 J.) φησὶν ἔθνος τι καλεῖσθαι Σπαρτούς, καὶ ὁμοίως Ἀτρόμητος. Φερεκύδης δὲ ἐν τῇ ε οὕτω φησίν (3 fg 22a J.)· «ἐπεὶ δὲ Κάδμος κατῳκίσθη ἐν Θήβῃσιν, Ἄρης διδοῖ αὐτῷ καὶ Ἀθηναίη τοῦ ὄφιος τοὺς ἡμίσεις ὀδόντας, τοὺς δὲ ἡμίσεις Αἰήτῃ. καὶ ὁ Κάδμος αὐτίκα σπείρει αὐτοὺς εἰς τὴν ἄρουραν Ἄρεως κελεύσαντος, καὶ αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι. ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν. οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ᾽ ἑαυτῶν βάλλεσθαι, κρατέουσιν ἀλλήλους καὶ θνήσκουσιν πλὴν ε ἀνδρῶν, Οὐδαίου καὶ Χθονίου καὶ Ἐχίονος καὶ Πέλωρος καὶ Ὑπερήνορος, καὶ αὐτοὺς Κάδμος ποιεῖται πολίτας».
Το σκότωμα του Δράκου από τον Κάδμο, με εντολή της Αθηνάς, είναι ο τεμαχισμός της μερικής ζωής των ψυχών και η ένωσής της με το σώμα, που η ψυχή πέρνει εκ της επιλογής βίου, αλώστε ο δράκων ήταν γιός του Άρεως.
Ο Άρης όμως είναι αυτός που ακτινοβολεί στις σωματικές φύσεις την ισχύ, τη δύναμη και τη στερεότητα, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Κρατύλο, 407.d”. (Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 97.6 – 98.24».)
Η δε μητέρα του ήταν η νύμφη Τέλφουσα.
Όμως:
In Platonis Phaedrum scholia 32.11 ` to In Platonis Phaedrum scholia 32.14 Νύμφαι δέ εἰσιν ἔφοροι θεαὶ τῆς παλιγγενεσίας ὑπουργοὶ τοῦ ἐκ Σεμέλης Διονύσου· διὸ καὶ παρὰ τῷ ὕδατί εἰσι, τουτέστι τῇ γενέσει ἐπιβε βήκασιν. Αὐτὸς δὲ ὁ Διόνυσος τῆς παλιγγενεσίας ἐπάρχει παντὸς τοῦ αἰσθητοῦ.
-------------------------------
[1] Quaestiones convivales 671.C.5 ` to Quaestiones convivales 672.C.4 Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος «ἆρ᾽» ἔφη «σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, «εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον» (Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;» ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών «ἔα τοῦτον» εἶπεν· «ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.» Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων «πρῶτον μέν» ἔφη «τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τρα πέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγ μέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦ σιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελ θόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους (18, 260) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου (fr. 1060), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομ ποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσ ῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουρ γίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελί τειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·
[2]«Ὁρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεούς, ἅπασαν δὲ εὐλάβειαν τὴν εἰς τοὺς κρείττονας ἀπε ληλαμένην ὑπὸ τῆς ἀκαθάρτου καὶ χυδαίας τρυφῆς, ἀεὶ μὲν οὖν ὠδυράμην ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν τὰ τοιαῦτα, τοὺς μὲν ·····ων····είας σχολῇ προσέχοντας οὕτω διαπύρους ὡς αἱρεῖ σθαι μὲν ὑπὲρ αὐτῆς θάνατον, ἀνέχεσθαι δὲ πᾶσαν ἔνδειαν καὶ λιμόν, ὑείων ὅπως μὴ γεύσαιντο μηδὲ κρέως του μὴ παρα χρῆμα ἀποθλιβέντος, ἡμᾶς δὲ οὕτω ῥᾳθύμως τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακειμένους, ὥστε ἐπιλελῆσθαι μὲν τῶν πατρίων, ἀγνοεῖν δὲ λοιπὸν εἰ καὶ ἐτάχθη πώποτέ τι τοιοῦτον. Ἀλλ᾽ οὗτοι μὲν ἐν μέρει θεοσεβεῖς ὄντες, ἐπείπερ ὃν τιμῶσι …, ἀλλ᾽ ἀληθῶς ὄντα δυνατώτατον καὶ ἀγαθώτατον, ὃς ἐπι τροπεύει τὸν αἰσθητὸν κόσμον, ὅνπερ εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ ἡμεῖς ἄλλοις θεραπεύομεν ὀνόμασιν, εἰκότα μοι δοκοῦσι ποιεῖν τοὺς νόμους μὴ παραβαίνοντες, ἐκεῖνο δὲ μόνον ἁμαρ τάνειν, ὅτι μὴ καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀρέσκοντες τούτῳ μάλιστα τῷ θεῷ, θεραπεύουσιν, ἀλλ᾽ ἡμῖν οἴονται τοῖς ἔθνε σιν ἀποκεκληρῶσθαι μόνοις αὐτούς, ἀλαζονείᾳ βαρβαρικῇ πρὸς ταυτηνὶ τὴν ἀπόνοιαν ἐπαρθέντες.»
(Βλ., Ιουλιανός «Επιστολές»89a.46 – 89a.64)
[3] Εξ ου και ο Όμηρος μας αναφέρει στην Οδύσσειας, ραψωδία Κ΄, σ. 348 – 351, ότι:
«Υπηρέτριες στα μέγαρα κατεπονούντο
τέσσερεις, που το δώμα υπηρετούσαν.
Και γεννήθηκαν από κρήνες και από άλση
και από ιερούς ποταμούς, που στην θάλασσα προρρέουν. –
ἀμφίπολοι δ᾽ ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.
γίνονται δ᾽ ἄρα ταί γ᾽ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ ἀλσέων
ἔκ θ᾽ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι».
[4] Βλ. Οδύσσεια, ραψωδία Κ’, σ. 222 – 223 :
«ιστό πηγαινοφέρνοντας μέγαν, αθάνατο,
τέτοια που θεών λεπτά και χαρίεντα και αγλαά έργα γίνονται –
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον,
οἷα θεάων λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται».
[5] in Cra 53.1 ` to in Cra 53.47 Ὅτι τῶν μὲν ἐνταῦθα τεχνητῶν (p 389b-c ) διωρισμένας αἰτίας καὶ παραδείγματα ἀπολείπειν οὐκ ἀνεκτόν· τὰ γὰρ ἐκείνων ἀποτελέσματα οὐσίαι τέ εἰσιν καὶ μέτρα οἰκεῖα καὶ τὴν εἰς τὸ πᾶν ἀναφορὰν ἔχει καὶ διὰ τῆς φύσεως πρόεισι, τὰ δὲ τεχνητὰ πάντα καὶ ἀνούσιά ἐστιν καὶ πρὸς τὰς ἡμετέρας χρείας καὶ περιστάσεις παντοίως μεταβάλλεται καὶ ὅρον οὐδένα ἔχει τῶν μερῶν ἢ τῆς ἐν αὐτοῖς θέσεως, καὶ διέστηκε τῶν φύσει συνισταμένων. εἰ δέ τις αὐτὰς τὰς ποιητικὰς καὶ γονίμους δυνάμεις τῶν θεῶν, ἃς εἰς τὸ πᾶν προάγουσι, τέχνας προσαγορεύοι δημιουργικὰς καὶ νοερὰς καὶ γεννητικὰς καὶ τελεσιουργούς, οὐκ ἂν οὐδ᾽ ἡμεῖς ἀποδοκιμάσαιμεν τὴν τοιαύτην προσηγορίαν, ἐπεὶ καὶ τοὺς θεολόγους εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους, καὶ τοὺς μὲν Κύκλωπας ἁπάσης τεχνικῆς ποιήσεως αἰτίους λέγοντας, οἳ καὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν ῞Ηφαιστον ἐδίδαξαν, τὴν δ᾽ Ἀθηνᾶν τῶν τ᾽ ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόντως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ᾽ ῞Ηφαιστον ἄλλης ἰδίως ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς (<ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων ἱστὸν ὑφήνασθαι, ταλασήια τ᾽ ἔργα πινύσσειν> (Orph. frg 135) φησὶν <Ὀρφεύς>), προϊοῦσαν δ᾽ εἰς τὴν ζωογόνον τῆς Κόρης σειρὰν (καὶ γὰρ αὕτη καὶ πᾶς αὐτῆς ὁ χορὸς ἄνω μενούσης ὑφαίνειν λέγονται (Orph. frg 211) τὸν διάκοσμον τῆς ζωῆς), μετεχομένην δὲ ὑπὸ πάντων τῶν ἐν κόσμῳ θεῶν (καὶ γὰρ ὁ εἷς δημιουργὸς τοῖς νέοις δημιουργοῖς προσυφαίνειν τῷ <ἀθανάτῳ> παρακελεύεται (Tim. p 41d) τὸ <θνητὸν> εἶδος τῆς ζωῆς), περατουμένην δ᾽ εἰς τοὺς τῆς γενέσεως προστάτας θεούς, ὧν ἐστιν καὶ ἡ παρ᾽ Ὁμήρῳ Κίρκη πᾶσαν ὑφαίνουσα τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν καὶ ἅμα ταῖς ᾠδαῖς ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον. ἐν ταύταις οὖν ταῖς ὑφαντικαῖς καὶ ἡ Κίρκη ὑπὸ τῶν θεολόγων παραλαμβάνεται, <χρυσῆ> μέντοι, καθάπερ φασίν, ἐνδεικνύμενοι τὴν νοερὰν αὐτῆς καὶ ἄχραντον οὐσίαν καὶ ἄυλον καὶ ἀμιγῆ πρὸς τὴν γένεσιν, καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς διακρίνειν τὰ ἑστῶτα τῶν κινουμένων καὶ χωρίζειν κατὰ τὴν ἑτερότητα τὴν θείαν. εἴ τις οὖν, ὅπερ ἔλεγον, κατὰ ταύτας τὰς ἀναλογίας ἐκπεριτρέχων τὰς μὲν τῶν θεῶν δυνάμεις αἰτίας ἐπονομάζοι τῶν τεχνῶν τούτων, τὰ δ᾽ ἀποτελέσματα αὐτῶν ἐκλάμψεις τῶν δυνάμεων τούτων δι᾽ ὅλου τοῦ κόσμου φοιτώσας, ὀρθῶς ἂν λέγοι. δεῖ γὰρ οὐ τὴν παρ᾽ ἡμῖν μόνον ὑφαντικὴν τῆς Ἀθηνᾶς ἐξάπτειν, ἀλλὰ πρὸ ταύτης τὴν διὰ τῆς φύσεως ἐνεργοῦσαν καὶ συνάπτουσαν τὰ μὲν γενητὰ τοῖς ἀιδίοις, τὰ δὲ θνητὰ τοῖς ἀθανάτοις, τὰ δὲ σώματα τοῖς ἀσωμάτοις, τὰ δ᾽ αἰσθητὰ τοῖς νοεροῖς, καὶ τὴν τεκτονικὴν ὅλην ἐν ταῖς φύσεσι πρῶτον θεωρεῖν καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστην τεχνῶν·