Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (1-8)

Για την αφορμή της διαμάχης μεταξύ Δημοσθένη και Αισχίνη και για το γενικότερο πλαίσιο βλ. τον λόγο του Δημοσθένη Περὶ τοῦ στεφάνου.

Ο Αισχίνης προσέβαλε την πρόταση του Κτησιφώντα να στεφανωθεί ο Δημοσθένης στο θέατρο του Διονύσου με χρυσό στεφάνι για τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους, αλλά ηττήθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στη Μικρά Ασία και στη Ρόδο, όπου παραδίδεται ότι δίδασκε ρητορική.

Στα κείμενα ο ρήτορας επιχειρεί να αποδείξει ότι ο Δημοσθένης, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, δεν είναι δημοτικός (φιλόδημος, "δημοκρατικός"). Με τρόπο αρκετά σχηματοποιημένο ο Αισχίνης αναφέρει ένα-ένα τα χαρακτηριστικά του δημοτικοῦ και υποστηρίζει ότι στην περίπτωση του Δημοσθένη αυτά δεν υπάρχουν.

---------------------
[1] Τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τὴν παράταξιν ὅση γεγένηται, καὶ τὰς κατὰ τὴν ἀγορὰν δεήσεις, αἷς κέχρηνταί τινες ὑπὲρ τοῦ τὰ μέτρια καὶ τὰ συνήθη μὴ γίγνεσθαι ἐν τῇ πόλει· ἐγὼ δὲ πεπιστευκὼς ἥκω πρῶτον μὲν τοῖς θεοῖς, δεύτερον δὲ τοῖς νόμοις καὶ ὑμῖν, ἡγούμενος οὐδεμίαν παρασκευὴν μεῖζον ἰσχύειν παρ᾽ ὑμῖν τῶν νόμων καὶ τῶν δικαίων.

[2] Ἐβουλόμην μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ τὴν βουλὴν τοὺς πεντακοσίους καὶ τὰς ἐκκλησίας ὑπὸ τῶν ἐφεστηκότων ὀρθῶς διοικεῖσθαι, καὶ τοὺς νόμους οὓς ἐνομοθέτησεν ὁ Σόλων περὶ τῆς τῶν ῥητόρων εὐκοσμίας ἰσχύειν, ἵνα ἐξῆν πρῶτον μὲν τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν πολιτῶν, ὥσπερ οἱ νόμοι προστάττουσι, σωφρόνως ἐπὶ τὸ βῆμα παρελθόντι ἄνευ θορύβου καὶ ταραχῆς ἐξ ἐμπειρίας τὰ βέλτιστα τῇ πόλει συμβουλεύειν, δεύτερον δ᾽ ἤδη καὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν τὸν βουλόμενον καθ᾽ ἡλικίαν χωρὶς καὶ ἐν μέρει περὶ ἑκάστου γνώμην ἀποφαίνεσθαι· οὕτω γὰρ ἄν μοι δοκεῖ ἥ τε πόλις ἄριστα διοικεῖσθαι, αἵ τε κρίσεις ἐλάχισται γίγνεσθαι.

[3] Ἐπειδὴ δὲ πάντα τὰ πρότερον ὡμολογημένα καλῶς ἔχειν νυνὶ καταλέλυται, καὶ γράφουσί τε τινὲς ῥᾳδίως παρανόμους γνώμας, καὶ ταῦτα ἕτεροί τινες τὰ ψηφίσματα ἐπιψηφίζουσιν, οὐκ ἐκ τοῦ δικαιοτάτου τρόπου λαχόντες προεδρεύειν, ἀλλ᾽ ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι, ἂν δέ τις τῶν ἄλλων βουλευτῶν ὄντως λάχῃ κληρούμενος προεδρεύειν, καὶ τὰς ὑμετέρας χειροτονίας ὀρθῶς ἀναγορεύῃ, τοῦτον οἱ τὴν πολιτείαν οὐκέτι κοινήν, ἀλλ᾽ ἤδη ἰδίαν αὑτῶν ἡγούμενοι, ἀπειλοῦσιν εἰσαγγελεῖν, καταδουλούμενοι τοὺς ἰδιώτας καὶ δυναστείας ἑαυτοῖς περιποιούμενοι,

[4] καὶ τὰς κρίσεις τὰς μὲν ἐκ τῶν νόμων καταλελύκασι, τὰς δ᾽ ἐκ τῶν ψηφισμάτων μετ᾽ ὀργῆς κρίνουσιν, σεσίγηται μὲν τὸ κάλλιστον καὶ σωφρονέστατον κήρυγμα τῶν ἐν τῇ πόλει· «τίς ἀγορεύειν βούλεται τῶν ὑπὲρ πεντήκοντα ἔτη γεγονότων, καὶ πάλιν ἐν μέρει τῶν ἄλλων Ἀθηναίων;» τῆς δὲ τῶν ῥητόρων ἀκοσμίας οὐκέτι κρατεῖν δύνανται οὔθ᾽ οἱ νόμοι οὔθ᾽ οἱ πρυτάνεις οὔθ᾽ οἱ πρόεδροι οὔθ᾽ ἡ προεδρεύουσα φυλή, τὸ δέκατον μέρος τῆς πόλεως.

[5] Τούτων δ᾽ ἐχόντων οὕτως, καὶ τῶν καιρῶν ὄντων τῇ πόλει τοιούτων ὁποίους τινὰς αὐτοὺς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε εἶναι, ἓν ὑπολείπεται μέρος τῆς πολιτείας, εἴ τι κἀγὼ τυγχάνω γιγνώσκων, αἱ τῶν παρανόμων γραφαί. Εἰ δὲ καὶ ταύτας καταλύσετε ἢ τοῖς καταλύουσιν ἐπιτρέψετε, προλέγω ὑμῖν ὅτι λήσετε κατὰ μικρὸν τῆς πολιτείας τισὶ παραχωρήσαντες.

[6] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τρεῖς εἰσὶ πολιτεῖαι παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις, τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία, διοικοῦνται δ᾽ αἱ μὲν τυραννίδες καὶ ὀλιγαρχίαι τοῖς τρόποις τῶν ἐφεστηκότων, αἱ δὲ πόλεις αἱ δημοκρατούμεναι τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις. Μηδεὶς οὖν ὑμῶν τοῦτ᾽ ἀγνοείτω, ἀλλὰ σαφῶς ἕκαστος ἐπιστάσθω ὅτι ὅταν εἰσίῃ εἰς δικαστήριον γραφὴν παρανόμων δικάσων, ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ μέλλει τὴν ψῆφον φέρειν περὶ τῆς ἑαυτοῦ παρρησίας. Διόπερ καὶ ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν δικαστῶν ὅρκῳ, «ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους,» ἐκεῖνό γε εὖ εἰδὼς ὅτι ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει, σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία.

[7] Ἃ χρὴ διαμνημονεύοντας ὑμᾶς μισεῖν τοὺς τὰ παράνομα γράφοντας, καὶ μηδὲν ἡγεῖσθαι μικρὸν εἶναι τῶν τοιούτων ἀδικημάτων, ἀλλ᾽ ἕκαστον ὑπερμέγεθες, καὶ τοῦθ᾽ ὑμῶν τὸ δίκαιον μηδένα ‹ἐᾶν› ἀνθρώπων ἐξαιρεῖσθαι, μήτε τὰς τῶν στρατηγῶν συνηγορίας, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν, μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις, οὓς ἀναβιβαζόμενοί τινες ἐκφεύγουσιν ἐκ τῶν δικαστηρίων, παράνομον πολιτείαν πολιτευόμενοι· ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν ὑμῶν ἕκαστος αἰσχυνθείη τὴν τάξιν λιπεῖν, ἣν ἂν ταχθῇ ἐν τῷ πολέμῳ, οὕτω καὶ νῦν αἰσχύνθητε ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἣν τέταχθε ὑπὸ τῶν νόμων φύλακες τῆς δημοκρατίας τήνδε τὴν ἡμέραν.

[8] Κἀκεῖνο δὲ χρὴ διαμνημονεύειν, ὅτι νυνὶ πάντες οἱ πολῖται παρακαταθέμενοι τὴν πόλιν ὑμῖν καὶ τὴν πολιτείαν διαπιστεύσαντες, οἱ μὲν πάρεισι καὶ ἐπακούουσι τῆσδε τῆς κρίσεως, οἱ δὲ ἄπεισιν ἐπὶ τῶν ἰδίων ἔργων· οὓς αἰσχυνόμενοι καὶ τῶν ὅρκων οὓς ὠμόσατε μεμνημένοι καὶ τῶν νόμων, ἐὰν ἐξελέγξω Κτησιφῶντα καὶ παράνομα γεγραφότα καὶ ψευδῆ καὶ ἀσύμφορα τῇ πόλει, λύετε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὰς παρανόμους γνώμας, βεβαιοῦτε τῇ πόλει τὴν δημοκρατίαν, κολάζετε τοὺς ὑπεναντίως τοῖς νόμοις καὶ τῷ συμφέροντι τῷ ὑμετέρῳ πολιτευομένους. Κἂν ταύτην ἔχοντες τὴν διάνοιαν ἀκούητε τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι λόγων, εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ δίκαια καὶ εὔορκα καὶ συμφέροντα ὑμῖν αὐτοῖς ψηφιεῖσθε καὶ πάσῃ τῇ πόλει.

***
[1] Πολίτες Αθηναίοι, βλέπετε σε ποιο βαθμό είναι οργανωμένοι οι πολιτικοί μου αντίπαλοι και πόση δύναμη έχουν παρατάξει. Βλέπετε επίσης και τις παρακλήσεις στην αγορά, που έχουν καθιερώσει μερικοί, προκειμένου να εμποδίσουν τη συνήθη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης στην πόλη. Εγώ όμως έχω έρθει εδώ, έχοντας εμπιστοσύνη πρωτίστως στους θεούς και κατά δεύτερο λόγο στους νόμους και σε σας, γιατί νομίζω ότι καμιά ραδιουργία δεν έχει εδώ σε σας μεγαλύτερη δύναμη από τους νόμους και τα δίκαια.

[2] Θα ευχόμουν, Αθηναίοι, οι συνεδριάσεις, τόσο της Βουλής των Πεντακοσίων όσο και της Εκκλησίας του Δήμου, να διευθύνονταν σωστά από τα προεδρεία τους και να ίσχυαν οι νόμοι που θέσπισε ο Σόλων για την ευπρεπή εμφάνιση των ομιλητών. Έτσι, θα μπορούσε να ανέβαινε στο βήμα πρώτα ο πιο ηλικιωμένος πολίτης, όπως ορίζουν οι νόμοι, με ευπρέπεια, χωρίς αποδοκιμασίες και φωνασκίες, και να έδινε με την πείρα του τις καλύτερες συμβουλές στην πόλη· στη συνέχεια, όποιος ήθελε από τους άλλους πολίτες, ο καθένας με τη σειρά του και σύμφωνα με την ηλικία του, να μπορούσε να εξέφραζε τη γνώμη του για το καθένα από τα επιμέρους ζητήματα. Με τον τρόπο αυτόν και η πόλη, κατά τη γνώμη μου, θα διοικούνταν άριστα και οι δίκες θα περιορίζονταν στο ελάχιστο.

[3] Επειδή όμως όλοι οι κανονισμοί, που παλαιότερα κατά κοινή ομολογία θεωρούνταν σωστοί, έχουν τώρα καταργηθεί, υπάρχουν κάποιοι που δεν το έχουν για τίποτε να υποβάλλουν παράνομα ψηφίσματα και κάποιοι άλλοι να τα θέτουν σε ψηφοφορία· άνθρωποι που έτυχε να προεδρεύουν όχι με νόμιμο τρόπο, αλλά που θρονιάστηκαν στη θέση αυτή με ίντριγκες· αν μάλιστα τύχει να προεδρεύει κανονικά κάποιος από τους άλλους βουλευτές και γνωστοποιεί δημόσια και κανονικά τις αποφάσεις σας, απειλείται με βαρύτατη καταγγελία από ανθρώπους που θεωρούν το πολίτευμα όχι πια κοινό κτήμα των πολιτών αλλά αποκλειστικά δικό τους. Έτσι, με την τρομοκρατία κάνουν υποχείριά τους απλούς πολίτες και αποκτούν οι ίδιοι μεγάλη πολιτική δύναμη.

[4] Επίσης, έχουν καταργήσει τις νόμιμες διαδικασίες των δικαστηρίων και κρίνουν τα ψηφίσματα με εμπάθεια. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχει πάψει να ακούγεται το πριν από τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ωραιότατο και πλέον λογικό κήρυγμα της πόλης: «Ποιος από τους άνω των πενήντα ετών πολίτης θέλει να ανεβεί στο βήμα και να μιλήσει στον λαό και κατόπιν και κάθε άλλος Αθηναίος με τη σειρά του;» Αλλά και την απρεπή εμφάνιση των ομιλητών δεν μπορούν πια να συγκρατήσουν ούτε οι νόμοι ούτε οι πρυτάνεις ούτε οι πρόεδροι ούτε η προεδρεύουσα φυλή, το ένα δέκατο της πόλης.

[5] Ενώ λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα και οι περιστάσεις για την πόλη είναι κρίσιμες, πράγμα που διαπιστώνετε και εσείς, ένας μόνο από τους θεσμούς του πολιτεύματος παραμένει σε ισχύ, αν τυχαίνει να γνωρίζω και εγώ κάτι, η δυνατότητα να καταγγέλλει κανείς αυτούς που εισηγούνται παράνομα ψηφίσματα. Αν όμως καταργήσετε και τον θεσμό αυτόν ή επιτρέψετε να κάνουν αυτό σε όσους το επιδιώκουν, σας προειδοποιώ ότι, χωρίς να το αντιληφθείτε, θα έχετε εκχωρήσει λίγο λίγο την πολιτική εξουσία σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων.

[6] Γνωρίζετε πολύ καλά, Αθηναίοι, ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τριών ειδών πολιτεύματα, το δικτατορικό, το ολιγαρχικό και το δημοκρατικό. Οι πόλεις που έχουν δικτατορικό και ολιγαρχικό καθεστώς διοικούνται σύμφωνα με τις διαθέσεις των κυβερνώντων, ενώ οι δημοκρατικές πόλεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Κανείς λοιπόν από σας ας μην αγνοεί αυτό, αλλά ας γνωρίζει καλά ο καθένας σας ότι, όταν μπαίνει στο δικαστήριο καταγγελία για πρόταση παράνομου ψηφίσματος, την ημέρα αυτή πρόκειται να δώσει την ψήφο του για την ελευθερία να εκφράζει τη γνώμη του. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που ο νομοθέτης έθεσε στην αρχή του όρκου των δικαστών «θα ψηφίσω σύμφωνα με τους νόμους», επειδή γνώριζε καλά ότι, όταν εφαρμόζονται οι νόμοι, διασφαλίζεται και η δημοκρατία.

[7] Αυτά έχοντας πάντα στον νου σας, επιβάλλεται να μισείτε όσους προτείνουν παράνομα ψηφίσματα και να μη θεωρείτε ασήμαντο κανένα από αυτού του είδους τα αδικήματα· αντίθετα, να θεωρείτε το καθένα από αυτά ως την πιο σοβαρή παράβαση. Να μην επιτρέπετε σε κανέναν να σας αφαιρέσει το δικαίωμα αυτό· ούτε να αφήνετε να παρεμβαίνουν οι στρατηγοί, που εδώ και πολύν καιρό συνεργάζονται με κάποιους ρήτορες και λυμαίνονται το πολίτευμα· μήτε να επιτρέπετε τις αιτήσεις των ξένων, που κάποιοι φέρνουν εδώ και αποφεύγουν τα δικαστήρια, παρόλο που η πολιτική τους δραστηριότητα είναι παράνομη. Αλλ᾽ όπως ακριβώς ο καθένας σας θα ντρεπόταν να εγκαταλείψει τη θέση στην οποία θα τασσόταν στον πόλεμο, έτσι και τώρα ντραπείτε να εγκαταλείψετε τη θέση του θεματοφύλακα της δημοκρατίας, που σας εμπιστεύθηκαν οι νόμοι τη σημερινή ημέρα.

[8] Δεν πρέπει επίσης ποτέ να ξεχνάτε ότι σήμερα όλοι οι πολίτες έχουν παραδώσει σε σας προς φύλαξη την πόλη και σας εμπιστεύθηκαν το πολίτευμα· κάποιοι μάλιστα είναι παρόντες και παρακολουθούν τη διεξαγωγή της δίκης, κάποιοι άλλοι απουσιάζουν στις προσωπικές τους εργασίες. Αυτούς σεβόμενοι και ενθυμούμενοι τους όρκους που έχετε δώσει και τους νόμους, εάν αποδείξω ότι ο Κτησιφών υπέβαλε ψήφισμα παράνομο, αντίθετο προς την αλήθεια και ασύμφορο προς την πόλη, ακυρώστε, Αθηναίοι, την παράνομη αυτή εισήγηση, σταθεροποιήστε τη δημοκρατία στην πόλη και τιμωρήστε όσους αναπτύσσουν πολιτική δραστηριότητα αντίθετη προς τον νόμο, προς την πόλη και προς το συμφέρον σας. Αν ακούσετε με τέτοια διάθεση τους λόγους που πρόκειται να ειπωθούν, είμαι βέβαιος ότι η απόφασή σας θα είναι δίκαιη και σύμφωνη προς τους όρκους και τα συμφέροντα τόσο τα προσωπικά σας όσο και της πόλης στο σύνολό της.

Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύ­τερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος. Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών —περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου—, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυ­ρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποι­κοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια —πράγμα ανακριβές, όμως.
 
        Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε­λούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστα­τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.    
 
        Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».   
 
 
 
 
 
 
 
 
Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλι­σης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.
 
        Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο­τικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό­τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν' απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδο­νές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλο­ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο­ρεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί­νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ­κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυ­χισμένο.       
    
           Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυ­χισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του —όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος— θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο­κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ' έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά­ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι­διά ... και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και κατα­λάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ­όντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικα­νοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο­ρούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή­συχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.
 
        Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμη­τικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.
 
        Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδι­αίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνη­ση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βού­λησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφο­ροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκ­κλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».
 
        Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν δια­λυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας —ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως—, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβό­μαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι —ανύπαρκτο, τελικώς— θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» —ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμα­στε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.
 
        Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.

Από την «πόρνη Βαβυλώνα» στην «πολιτεία θεού»

Αποτέλεσμα εικόνας για św augustyn z hipponyTο διανοητικό κατασκεύασμα του Αυγουστίνου (Aurelius Augustinus, 354-430 μ.Χ.) περί της «πολιτείας θεού» (civitas dei). Εννοείται ότι όλη η πολιτική θεολογία των χριστιανών αναπτυσσόταν σε αντιπαράθεση με τον Ελληνικό Κόσμο που είχε χαρακτηριστεί ως civitas diaboli, δηλαδή «πολιτεία του διαβόλου» (Ευσέβιος Καισαρείας). Ο οποίος Αυγουστίνος (άγιος της καθολικής και της ορθόδοξης εκκλησίας) περιπλανήθηκε αρχικά σε διάφορες θρησκείες, μέχρι που συναντήθηκε με τον κρατικοποιημένο χριστιανισμό και βολεύτηκε επαγγελματικά, την εποχή που διώκονταν στρατιωτικά οι αιρετικοί και αλλόπιστοι.

Οι εκκλησιαστικοί «πατέρες» διάβαζαν τα κείμενα των ευαγγελίων και των επιστολών του Παύλου και δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τι εννοούσαν οι συζητητές και οι ρήτορες με διάφορες φράσεις τους. Άρχιζαν λοιπόν να επινοούν ιστορίες που έβγαιναν μέσα από τη μεταγενέστερη δική τους εποχή και νόμιζαν ότι έτσι συμπλήρωναν αυτά που δεν γίνονταν κατανοητά για την εποχή που ειπώθηκαν… Συμπλήρωναν και ερμήνευαν τον πάνσοφο και παντογνώστη θεό τους, δηλαδή!

Όλες αυτές οι κατασκευές, από την πρωτοχριστιανική εποχή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, αποτελούν τη λεγόμενη «ακαδημαϊκή θεολογία», με την οποία προσαρμόζεται κάθε φορά η χριστιανική θρησκεία στις νεότερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις – χωρίς να συμμετέχουν σ' αυτές τις επινοήσεις οι παλαιότεροι. Αν μπορούσε να δει ο Αυγουστίνος με τι ασχολούνται οι σημερινοί θεολόγοι (π.χ. "το εκκλησιαστικό έγκλημα της εισόδου κτήνους σε ιερό ναό"!!), θα τράβαγε τα γένια του από τη φρίκη, αλλά θα συμφωνούσε ασμένως που κατάφεραν οι πνευματικοί απόγονοί του να διατηρήσουν τη συναλληλία με όλους τους κρατικούς μηχανισμούς και την αποκλειστική διαχείριση ενός γεμάτου ταμείου.

Όταν ο ρωμαϊκός στρατός επέβαλε το χριστιανισμό ως «μοναδική και αληθινή θρησκεία» στην αυτοκρατορία, κορόιδευαν οι χριστιανοί -από τον πατριάρχη μέχρι τον άπλυτο καλόγερο στη Μέση Ανατολή και στη Μικρά Ασία- τους εθνικούς ότι δεν υπάρχουν οι θεοί τους, αφού δεν κάνουν τίποτα για να σώσουν τα ιερά, τους ναούς και τις βιβλιοθήκες. Μέχρι τότε χαρακτηριζόταν το ρωμαϊκό κράτος από τους χριστιανούς «πόρνη Βαβυλώνα», έχοντας υιοθετήσει την ανάμνηση των Ιουδαίων στην υποδούλωσή τους στο βαβυλωνιακό κράτος. Με την κρατικοποίηση όμως του χριστιανισμού ανακηρύχθηκε η αυτοκρατορία σε «πολιτεία θεού επί Γης» (civitas dei terrena)!

Υπήρχε και το απόσπασμα -αν δεν προστέθηκε επί τούτου εκείνη την εποχή- από επιστολή του Παύλου: 1 Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν· 2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήψονται (προς Ρωμαίους 13.1), Έτσι, όλα ήταν δεμένα και δικαιολογημένα! Μια διαχρονική δήλωση υποτέλειας που αξιοποιήθηκε όλους τους αιώνες από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό σε βάρος των επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων. Στην Ανατολή γνωρίζουμε τις πατρικές νουθεσίες των πατριαρχών υπέρ του θεόσταλτου Οθωμανού σουλτάνου κ.ά.

Έτσι πορεύτηκαν επί αρκετές δεκαετίες τα πράγματα, μέχρι που οι πολιτικές και πολεμικές εξελίξεις έφεραν ανακατατάξεις, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε. Το έτος 410 διαλύθηκε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος από τον (χριστιανό) Αλάριχο (Alaric, Alarich, ~370-410 μ.Χ.) και ο Αυγουστίνος που ζούσε στη σημερινή Λιβύη, έμεινε μετέωρος με την πολιτική θεολογία του, υφιστάμενος και τις λοιδορίες των εθνικών ότι ο χριστιανικός θεός δεν βοηθάει πια το «κράτος του». Η ιστορία είχε εκδικηθεί τους αλαζόνες!

Εννοείται, όσοι κατέχουν την εξουσία ποτέ δεν συνετίζονται! Συνεχίζουν την ίδια πρακτική, αφού διάγουν με ξένο χρήμα αρχοντικό βίο, μέχρι οριστικής δικαίωσης! Έτσι, ο Αυγουστίνος επινόησε, για να βγει από το αδιέξοδο, την «πολιτεία του θεού στον ουρανό» (civitas dei caelestis) και όχι πλέον στη Γη. Με αυτή την επινόηση ακύρωσε και τους «πατέρες» που διέδιδαν το προσωπικό ενδιαφέρον του θεού για την αυτοκρατορία, αλλά ποιος προσέχει στην αναμπουμπούλα τέτοιες λεπτομέρειες;

Πέρα απ’ το πολιτικό σκέλος, υπήρχε όμως και το εσωτερικό πρόβλημα του εκκλησιαστικού μηχανισμού: οι φτωχοί, οι κατακτημένοι και οι δούλοι που διατηρούσαν την ελπίδα ότι στο κράτος θεού θα «γυρίσει ο τροχός…», μάθαιναν τώρα ότι το «γύρισμα του τροχού» προοριζόταν πλέον να συμβεί στο «κράτος θεού», στην άλλη ζωή… και τρέχα γύρευε!

Ο Αυγουστίνος, ανεπάγγελτος και αργόσχολος επίσκοπος ων, δεν ανέπτυξε τις ιδεοληψίες του σε 1-2 παραγράφους, όπως γράφτηκαν αυτές πιο πάνω. Γέμισε 22 (είκοσι δύο) ολόκληρα βιβλία! Άμα είσαι «εκκλησιαστικός πατέρας», μπορείς και μουτζουρώνεις χαρτιά (τότε παπύρους) χωρίς αναστολές και περιορισμούς!

Η πολιτεία στη Γη που περιγράφει ο Αυγουστίνος, είναι μεν εξουσία τάξης με το θέλημα θεού, αλλά συχνά ελέγχεται αυτό από αμαρτωλές και αθεϊστικές δυνάμεις. Η θεϊκή πολιτεία όμως που συναρμολογεί στο μυαλό του, θα έχει απόλυτη τάξη και υποταγή στους θείους κανόνες και μπλα μπλα μπλα… αυτά που μαθαίνουμε υποχρεωτικά στο σχολείο για παραδείσους και κολάσεις.

Αυτές οι νέες ιδέες του Αυγουστίνου διατηρήθηκαν ως τελευταία λέξη του θεού δια γραφίδος του ταπεινού δούλου του όλο το Μεσαίωνα. Με την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Λούθηρου τροποποιήθηκε όμως σε κάποιο βαθμό αυτή η πολιτική θεολογία και έκτοτε, με το Διαφωτισμό και την εξέλιξη των επιστημών, περιορίστηκε αυτή στις ιδεοληψίες του ποιμνίου και ως πηγή εσόδων των -ρασοφόρων και μη- επαγγελματιών της πίστης.

Με την ευκαιρία αυτού του έργου σε 22 βιβλία, ασχολείται ο Αυγουστίνος και με τους Έλληνες φιλοσόφους, από την «πολιτεία του διαβόλου» – μόνιμο βάρος και εφιάλτης στο μυαλό των χριστιανών πατέρων! Καταγράφει τις διαφορές μεταξύ επικουρισμού και στωικισμού αφενός και της θεοπληξίας του πλατωνισμού αφετέρου και δίνει το προβάδισμα στον Πλάτωνα, από τον οποίο αντέγραψαν οι χριστιανοί τις ιδέες περί ψυχής μετά θάνατον κτλ.

Από εδώ προκύπτει και η εξήγηση, γιατί διασώθηκαν πάρα πολλά, ίσως όλα, τα έργα του Πλάτωνα, ενώ εξαφανίστηκαν για πολλούς αιώνες τα έργα των Επικούρειων και των Στωικών. Επίσης εξηγείται, γιατί στην ελληνική σχολική εκπαίδευση αποσιωπούνται σχεδόν οι Επικούρειοι, Στωικοί και Κυνικοί, ενώ γιγαντώνεται η σημασία του ολιγαρχικού και αστρολάτρη Πλάτωνα.

Ο κύκλος της ζωής για τον άνθρωπο. Ζωή η Βίος;

«Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις», υποστήριζε ο Αντισθένης. Και είναι γεγονός πως η Ελληνική γλώσσα έχει την μοναδική ιδιότητα να αποκαλύπτει την φύση και τις ιδιότητες των πραγμάτων τις οποίες ορίζει μέσα από τις λεκτικές περιγραφές.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η λέξη ζωή ή βίος. Λέξεις εξαιρετικά σημαντικές, καθώς περιγράφουν το ύψιστο δώρο της φύσεως, την δυνατότητα της ύπαρξης. Δίχως αυτό το δώρο, οι γραμμές τις οποίες αυτή την στιγμή διαβάζετε, ούτε θα είχαν ποτέ γραφεί, ούτε θα μπορούσαν να ποτέ να διαβαστούν. Στην Ελληνική γλώσσα χρησιμοποιούμε δύο λέξεις για να περιγράψουμε την έννοια της γέννησης και της υπάρξεως, «Ζωή» και «Βίος». Ας δούμε τι μπορούν να μας αποκαλύψουν σχετικά, έκαστη εξ αυτών.

Μυθολογικά σύμφωνα με την Θεογονία του Ησιόδου η Βία ήταν θεότητα, θυγατέρα της Στυγός και του Πάλλαντα. Αδέλφια της ήταν το Κράτος, ο Ζήλος και η Νίκη : 

«H Στύγα, σμίγοντας με τον Πάλλαντα μες στο παλάτι της, / κόρη του Ωκεανού, φέρνει στον κόσμο, / καλλίσφυρη τη Νίκη και τον Ζήλο, το Κράτος και τη Βία, / τέκνα επιφανή - δεν μένουν απ' τον Δία μακριά, / δεν κάθονται και δεν κυκλοφορούν μονάχοι, / αν ο θεός δεν τους ηγεμονεύει. Κι ο Δίας την τίμησε, της χάρισε δώρα που ξεχωρίζουν· / την όρισε να γίνει ο μέγας όρκος των θεών, / και τα παιδιά της να μείνουν οι παντοτινοί του συνοδοί / εις τον αιώνα.»

Σύμφωνα μάλιστα με τον Αισχύλο, η Βία με τα αδέλφια της διέταξαν τον Ήφαιστο να αλυσοδεθεί ο Προμηθέας, στον Καύκασο. Από την λέξη Βία, προέρχεται η λέξη Βίος, καθώς η ζωή είναι ένας μόχθος, ένας διαρκής πόλεμος ενάντια στις αντιξοότητες. Από την βίαιη στιγμή της μεγάλης έκρηξης και την κοσμογέννεση, έως την αγωνιώδη και τρομακτική στιγμή της εξόδου από την μήτρα και τα μητρικά υγρά και την έναρξη της ατομικής ζωής, όπου χάνουμε την προστασία της μακάριας μητρικής παράδεισος κατάστασης. Σύμφωνα με τον Όμηρο, « βίος» ή αλλιώς «βιοτή» ονομάζεται, διότι ο άνθρωπος από τη στιγμή της γεννήσεως του, ζει με βία και ανάγκη».

Πόλεμος «πατήρ πάντων», έλεγε ο Ηράκλειτος. Στον κύκλο της ζωής, τα ζώα σκοτώνουν είτε ως νεαροί εκπαιδευόμενοι κυνηγοί, είτε ως αναγκαιότητα. Ο Άνθρωπος επίσης, αγωνίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων, να ξεπεράσει τους φυσικούς κινδύνους και θηρευτές του, να σκοτώσει για να τραφεί ο ίδιος, αλλά και για να τιθασεύσει και να νικήσει το ζώο μέσα του, το οποίο όχι λόγο κάποιας ανώτερης ανάγκης, αλλά λόγο μοχθηρότητας και μισαλλοδοξίας τον ωθεί στο να επιδιώκει το κακό του συνανθρώπου του. Αυτός, είναι ο μεγαλύτερος πόλεμος των ανθρώπων και είναι καθαρά εσωτερικός. Η μεγαλύτερη νίκη από όλες, είναι να νικήσουμε να γνωρίσουμε τον ευατό μας, αποβάλλοντας τα ζωώδη ένστικτα και πάθη μας.

Σύμφωνα με τον Ολυμπιόδωρο, στο «Εις Πλάτωνος Γοργία υπόμνημα», 47.6.7 – 47.6.16:

«Oι φιλόσοφοι τον ανθρώπινο βίο τον απεικονίζουν με τη θάλασσα, επειδή είναι ταραχώδης, γόνιμος (προέρχεται δηλαδή στη γένεση), αλμυρός και επίπονος. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι οι νήσοι λέγεται ότι αναδύθηκαν από τη θάλασσα. Την δε πολιτεία που αναδύθηκε από τη ζωή και τη γένεση, την καλούν νήσους των Μακάρων. Αυτό ακριβώς είναι και το Ηλύσιο πεδίο. Και για αυτό ο Ηρακλής τον τελευταίο άθλο του, τον πραγματοποίησε στην περιοχή των Εσπερίδων που σημαίνει ότι αγωνίστηκε κατά του σκοτεινού και γήινου βίου, και μετά από αυτό έζησε στην ημέρα, που είναι η αλήθεια και το φως»

Σύμφωνα με τον Άμμώνιο τον Γραμματικό:

«Βιούν καί ζήν διαφέρει... Ζωή μέν γάρ λέγεται είναι χρήσις ψυχής, βίος δέ όλίγη ζωή». Αύτό σημαίνει πως η ένοια της ζωής, προυποθέτει την έννοια της αιώνιας ψυχής, ενώ η ένοια του βίου, την περιορισμένη «ζωή».

Θέση που συμφωνεί με τις Ορφικές, Πυθαγόρειες, Πλατωνικές πεποιθήσεις σύμφωνα με τις οποίες, η ανθρώπινη ψυχή ως τμήμα της συμπαντικής ψυχής και του συμπαντικού όλου, είναι αθάνατη ενώ το σώμα το «δεσμωτήριον της ψυχής». Όταν έλθει λοιπόν ή στιγμή για κάθε ατομική ψυχή να εισέλθει στην μήτρα της μητέρας που έχει επιλέξει, τότε ή αιώνια ψυχή θα εισέρθει στο δεσμωτήριο, δηλαδή το σώμα. Στο δεσμωτήριο όμως κανείς δεν εισέρχεται οικειοθελώς , αλλά πάντοτε διά της βίας. Ή διαδικασία είναι σύλληψις, βία, δεσμωτήριον. Η ατομική ψυχή τότε ως Νάρκισσος αγαπά την ύλη και δεσμεύεται στην ύλη, πίνοντας από την πηγή της λήθης ξεχνώντας την Θεϊκή της καταγωγή.

Το διάστημα λοιπόν κατά το οποίον ή συμπαντική ψυχή εισέρχεται διά της βίας ως διαιρούμενη και ατομική στο σώμα, και έως ότου απελευθερωθεί πάλι με τον θάνατο, ονομάζεται βίος, και ό άνθρωπος «βιοί», ζει δηλαδή το διάστημα, πού ή ψυχή του είναι φυλακισμένη.

Ο Απολλώνιος ο Τυαννεύς μας αποκαλύπτει σχετικά (Επιστολή νη΄ στον Βαλέριο, Περί ζωής και θανάτου):

«Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γένεση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Η τροπή της ουσίας σε φύση θεωρείται γένεση, ενώ η τροπή της φύσεως σε ουσία κατά τα αυτά θεωρείται θάνατος. Ούτε γεννιέται αληθινά κάτι ούτε φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια γίνεται φανερό και ύστερα γίνεται αόρατο· και το μεν πρώτο συμβαίνει λόγω παχύτητος της ύλης, το δε δεύτερο λόγω λεπτότητος της ουσίας, η οποία είναι πάντα ίδια και απλώς διαφέρει κατά την κίνηση και την στάση. Διότι αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν γίνεται από κάπου έξω, αλλά το μεν όλον μεταβάλλεται στα μέρη, τα δε μέρη στο όλον λόγω της ενότητος του παντός».

Η μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοι μας για να κατακτήσουν την αυτογνωσία και την ευδαιμονία, κατά την διάρκεια της ζωής τους, ήταν η Φιλοσοφία.

Αναφέρει σχετικά ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς Ηθικούς 11.169) :

«Η φιλοσοφία είναι ενέργεια που με λόγους και διαλογισμούς προξενεί την ευδαιμονία, όπως έλεγε ο Επίκουρος», αλλά και Επικούριος Διογένης ο Οινοανδέας μας αποκαλύπτει:

 «Εμείς στραφήκαμε προς αυτή την πράξη, το να φιλοσοφούμε, για να ευδαιμονήσουμε έχοντας πρώτα κατακτήσει το σκοπό της ζωής όπως μας τον θέτει η ίδια η φύση. Τη σοφία δεν γίνεται να τη μεταδώσουμε παντού για το λόγο ότι δεν είναι όλοι σε θέση να την δεχτούν. Αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι δυνατό, τότε αληθινά ο τρόπος ζωής των θεών θα περάσει στους ανθρώπους. Γιατί τα πάντα θα ‘ναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλαλληλία και δεν θα ‘χουμε ανάγκη από τείχη ή νόμους ή όλα εκείνα που μηχανευόμαστε ο ένας για τον άλλον.»

Η Νίκη ως αδελφή της βίας θα καταφέρει να υπερισχύσει, όταν τόσο σε συλλογικό επίπεδο (Κράτος), όσο και σε ατομικό, πρυτανεύσει το λογικό στο παράλογο, όταν παύσει η Βία, και πρυτανεύσει η ζωή. Είναι η στιγμή εκείνη που ο Προμηθέας τότε θα αποδεσμευτεί από τα δεσμά του.

Έως τότε όμως η ανθρωπότητα ως σύνολο θα είναι καταδικασμένη στο μαρτύριο του Σίσυφου ο οποίος καταδικάστηκε από τους Θεούς να κυλά ασταμάτητα έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού, από όπου η τεράστια πέτρα, διαρκώς κατρακυλά στη βάση της, λίγο πριν φτάσει στην κορυφή. Ο Σίσυφος αποτελεί επίσης μία επαναστατική μορφή αντίστοιχη του Προμηθέως.

Ο Σίσυφος ουσιαστικά - ανάμεσα στα άλλα- , αντιπροσωπεύει τη διαχρονική προσπάθεια της ανθρωπότητας σε μία ατέρμονη, επίπονη, ανοδική και εξελικτική να κουβαλά τον «βράχο» το δικό της βαρύ φορτίο δηλαδή, το οποίο με πολύ κόπο προσπάθεια το σπρώχνει προς την κορυφή. Το εάν καταφέρει ποτέ να το κατορθώσει θα το δείξει ο χρόνος...

Η Αλήθεια και η φύση της σκέψης

Η Πραγματικότητα μπορεί να Βιωθεί μόνο με την Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει, στο Απόλυτο Παρόν, Εδώ, Τώρα, κι όχι μέσα από άλλες γνωστικές διαδικασίες, όπως η σκέψη ή η έμμεση πληροφόρηση. Η σκέψη δεν αποτελεί άμεση γνωστική διαδικασία, δεν είναι άμεση επαφή με το πραγματικό που είναι και το αληθινό. Η σκέψη είναι μια έμμεση διαδικασία που συλλαμβάνει κι εκφράζει ένα «νόημα» για την πραγματικότητα και τα πράγματα. Το «νόημα» που εκφράζεται αποκτά περιεχόμενο κι αξία όχι από αυτό το ίδιο που «λέγεται» αλλά από την συσχέτισή του με αυτό στο οποίο αναφέρεται, με το «αντικείμενο». Ολόκληρη η σκέψη, κάθε σκέψη, κάθε νοητική σύλληψη-έκφραση, έχει αυτόν τον έμμεσο χαρακτήρα αφού μιλά για ένα αντικείμενο που είναι «μακριά», απέναντι.

Η σκέψη, από την φύση της, σαν αναπαραστατική διαδικασία, δεν ενώνει με το αντικείμενο αλλά απλά αναφέρεται σε αυτό, «μιλά» για αυτό, και δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει αυτό το χάσμα, δεν μπορεί ποτέ να γίνει άμεση γνώση, επαφή με το πραγματικό, που είναι βιωματική εμπειρία του πράγματος. Αυτό σημαίνει ότι όταν σκεφτόμαστε βρισκόμαστε στην αναπαραστατική τεχνητή πραγματικότητα της σκέψης κι όχι στην ζωντανή πραγματικότητα. Ό,τι κι αν συλλάβουμε με την σκέψη, την Αλήθεια, την Πραγματικότητα, θα μένει πάντα διαχωρισμένο από εμάς, δεν μπορούμε να το βιώσουμε με αυτόν τον τρόπο (όχι με την σκέψη), γιατί αυτό που συλλαμβάνουμε είναι η εικόνα, το «νόημα», όχι το πραγματικό.

Η λειτουργία της διανόησης, της σκέψης, μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν θεωρητική εξέταση που θα καθοδηγήσει την πρακτική εφαρμογή στον εξωτερικό κόσμο, αλλά αυτή η λειτουργία είναι τελείως άχρηστη όταν στρεφόμαστε εσωτερικά και θέλουμε να την εφαρμόσουμε στο Εσωτερικό Άγνωστο που Υπάρχει πέρα από την σκέψη, γιατί το Άγνωστο είναι Κάτι τελείως Αφηρημένο, Χωρίς Ιδιότητες. Είναι Κατάσταση Ύπαρξης κι όχι συγκεκριμένο αντικείμενο. Εισχωρώντας στον Χώρο του Αγνώστου πρέπει να μάθουμε να Είμαστε Διαφορετικοί, εμείς οι ίδιοι κι όχι (όπως στον κόσμο της δυαδικότητας) να προσεγγίσουμε ένα αντικείμενο. Με άλλα λόγια πρέπει να το Βιώσουμε Αυτό, να έχουμε βιωματική επαφή μαζί Του.

Για αυτό κι η Οδός που Οδηγεί στο Πραγματικό, στο Αληθινό, πηγαίνει πέρα από την σκέψη, πέρα από την λειτουργία της σκέψης, δηλαδή της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας που μιλά για το αντικείμενο, στην άμεση επαφή με το αντικείμενο, με αυτό που συμβαίνει πραγματικά, μέσα στην οποία (επαφή) διαλύεται κάθε «απόσταση», κάθε διαχωρισμός. Η Άμεση Επαφή με το Πραγματικό προϋποθέτει ακριβώς το ξεπέρασμα της έμμεσης γνωστικής διαδικασίας και της αυταπάτης ενός ξεχωριστού εαυτού (και της δυαδικότητας που συνεπάγεται αυτός ο «διαχωρισμός») και του εικονικού κόσμου που δημιουργούν αυτές οι διαδικασίες.

Η Αλήθεια Είναι Έξω από την σκέψη. Η σκέψη μπορεί να μιλά όσο θέλει για την Αλήθειας αλλά ποτέ δεν μπορεί να την προσεγγίσει, γιατί ποτέ το φανταστικό, το τεχνητό, το ψεύτικο, δεν μπορεί να γίνει Αληθινό.

Όταν χανόμαστε μέσα στη σχέση

Πολλοί άνθρωποι απορούν, όταν, ενώ νιώθουν πως αγαπούν και αγαπιούνται μέσα στη σχέση τους, ταυτόχρονα νιώθουν ανεξήγητα συναισθήματα άγχους, θυμού, θλίψης, αγωνίας και τάσης για απομόνωση, με ταυτόχρονη ενοχή για όλα αυτά, αφού ο «άλλος» δίνει τόσα πολλά.
 
Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της συγχώνευσης. Ο όρος «συγχώνευση» περιγράφει μια κατάσταση μέσα στη σχέση, όπου τα εμπλεκόμενα   άτομα, στερούνται προσωπικών ορίων και βιώνουν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου, χάνοντας φυσικά τον ίδιο τον εαυτό τους.
  • Σε μια συγχωνευτική σχέση, τα προσωπικά όρια είναι διάτρητα, κι οι άνθρωποι προσδιορίζονται περισσότερο από τη σχέση, παρά από την ατομικότητά τους.
Εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για να νιώθουν ότι είναι καλοί, υγιείς, αξιόλογοι ή πλήρεις αλλά το κάνουν μ’ έναν εντελώς ανθυγιεινό, σε ψυχικό επίπεδο, τρόπο. Όλη η αντίληψη για τον εαυτό τους περνάει μέσα από το άλλο πρόσωπο, προσδιορίζεται από το άλλο πρόσωπο και χάνουν την ατομικότητά τους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους, οι οποίες εκπληρώνονται μόνο μέσα από τη σχέση.
 
Πολλές φορές, όταν ερωτώνται «τι σου αρέσει εσένα, τι θέλεις, τι ονειρεύεσαι κλπ» η απάντηση είναι είτε «δεν ξέρω….» είτε «Θα ήθελα αυτό αλλά ο/η (………). Έχει αντίρρηση/ με χρειάζεται για να….» και διάφορες άλλες αιτίες που τους στερούν από τις δικές τους επιθυμίες, μια και βιώνουν τον εαυτό τους αποκλειστικά μέσα από τη σχέση με τον άλλον.
 
Σημάδι πολύ μεγάλης συγχώνευσης είναι και το να μην έχει κανείς ιδέα για το τι είναι αυτό που θέλει, ονειρεύεται ή επιθυμεί για τον εαυτό του. Τα συναισθήματα κενού ή θυμού και θλίψης που παράγονται μέσα σ’ αυτού του είδους τις σχέσεις, φαντάζουν ανεξήγητα κι επικίνδυνα, κι όσο εντείνεται αυτό τόσο εντείνεται κι η αγωνία κι η τάση να προσκολληθεί κανείς ακόμα περισσότερο στον άλλον, να χαθεί μέσα στη σχέση, τις ανάγκες τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του άλλου, δημιουργώντας έτσι έναν αέναο φαύλο κύκλο, όπου η δυσφορία εντείνεται.
 
Συνήθως, οι άνθρωποι που βρίσκονται σε συγχωνευτικές σχέσεις, δυσφορούν έντονα όταν έρχονται σ’ επαφή με τα δικά τους, ατομικά συναισθηματικά προβλήματα, γιατί τότε βιώνουν ανησυχία, ντροπή κι ενοχή. Φοβούνται ν’ αντιμετωπίσουν τις δικές τους αδυναμίες και ν’ αναγνωρίσουν τις δικές τους ελλείψεις, γιατί πλήττεται έντονα η αυτοεκτίμησή τους.
 
Το εύκολο είναι να ζήσουν μέσα από τον άλλον, με το πρόσχημα της αγάπης.
 
Η πραγματική απελευθέρωση όμως βρίσκεται στο να μπορεί κανείς να σταθεί με σθένος απέναντι στον εαυτό του και ν’ αναγνωρίσει τις αδυναμίες κι ελλείψεις του, έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει κάτι υγιές πλέον για αυτά τα θέματα, και να γίνει ψυχικά αυτόνομος κι αυτάρκης.
 
Αποτέλεσμα αυτού φυσικά, είναι και το να κάνει υγιείς σχέσεις, όπου αυτό που θα χαρακτηρίζει τη σχέση, δεν θα είναι η εξαρτητικότητα και τα δεσμά, αλλά η ελευθερία κι η ισοτιμία.
 
Μερικά από τα σημάδια μιας συγχωνευτικής σχέσης είναι
  1. Αδιαφορούμε και παραμελούμε τις άλλες σχέσεις μας, γιατί νιώθουμε άγχος όταν είμαστε μακριά από τον άλλον.
  2. Η ευτυχία ή η ευχαρίστησή μας, εξαρτάται απολύτως από τη σχέση.
  3. H αυτοεκτίμησή μας, κρέμεται από τη συγκεκριμένη σχέση.
  4. Όταν υπάρχει κάποια διαφωνία μέσα στη σχέση, νιώθουμε μεγάλη αγωνία και φόβο, και θέλουμε απελπισμένα διορθώσουμε άμεσα τα πράγματα από το φόβο της απώλειας της σχέσης.
  5. Όταν είμαστε μακριά από τον άλλον, ή δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε για κάποιο διάστημα, τότε νιώθουμε αφόρητο αίσθημα κενού, και φτάνουμε να κάνουμε παράλογες σκέψεις προκειμένου ν’ αποκτήσουμε άμεσα επικοινωνία ή να βρεθούμε κοντά του.
  6. Απορροφούμε και βιώνουμε τα συναισθήματά τους, σαν να είναι δικά μας και κάνουμε τα πάντα για να τους αποφορτίσουμε από τα δυσάρεστα συναισθήματα, γιατί έτσι θ’ αποφορτιστούμε κι εμείς.
Όλα τα παραπάνω, καμία σχέση δεν έχουν με την υγιή αγάπη, την ενσυναίσθηση ή τη συναισθηματική σύνδεση με τον άλλον. Η συγχώνευση έχει απώλεια της αίσθησης του εαυτού, εξάρτηση και δεσμά.
 
Πολλές φορές, άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε οικογένειες με συγχωνευτική σχέση, κάνουν τέτοιου είδους σχέση και με τους/τις συντρόφους τους και όταν ακούσουν κάποια προτροπή για μεγαλύτερη αυτονομία ή για χώρο για τις δικές τους επιθυμίες, νομίζουν πως έτσι θα προδώσουν ή θα εγκαταλείψουν το άλλο, το τόσο σημαντικό πρόσωπο. Κι όμως η  υγιής σχέση ανθίζει και ενδυναμώνεται, μέσα από μια θέση αυτονομίας, ισοτιμίας κι ελευθερίας.
 
Δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος τα πάντα μαζί με τον άλλον, για να δείξει την αγάπη του. Μπορεί να έχει φίλους και δικό του κύκλο, χωρίς αυτό να απειλεί τη σχέση. Μπορεί ν’ αγαπάει αλλά και ταυτόχρονα να μένει και μόνος με τον εαυτό του.
 
Η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περνάμε «δεμένοι» κι αιχμάλωτοι μέσα σε μια μη υγιή σχέση. Ακόμα κι αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος σχετίζεσθαι που γνωρίζουμε, με την κατάλληλη βοήθεια και θεραπευτική υποστήριξη, μπορούμε ν’ ανακτήσουμε την αυτονομία και τη διαφορετικότητά μας. Οι σχέσεις μας μπορεί να εκπληρώνουν ή να μην εκπληρώνουν πάντα τις ανάγκες μας, αλλά σίγουρα δεν θα είναι αυτό που προσδιορίζει την ύπαρξή μας και την αξία μας.

Να ενεργείς σαν να είναι αδύνατο να αποτύχεις

Τα περισσότερα από τα πράγματα που μας πάνε στραβά, είναι πράγματα για τα οποία φέρουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Είτε δράσαμε εν θερμώ, είτε παραιτηθήκαμε από το σχέδιό μας πριν την ώρα του, είτε δεν πιστέψαμε, τελικά, στη νίκη μας – στον εαυτό μας. Κάποιες φορές, υπάρχουν πράγματα που πάνε στραβά επειδή αναιρούμε επιλογές που έχουμε κάνει, πριν καν τις εφαρμόσουμε. Άλλες πάλι δεν επιλέγουμε…καν. Κάπου εκεί, μπλέκονται η αναποφασιστικότητα με την αναβλητικότητα και την αδράνεια και, μετά, αναρωτιόμαστε τι πήγε λάθος…

Ο επιθετικός σκέφτεται πώς θα επιτεθεί, όχι πως θα αμυνθεί.
Αφού καταλάβαμε ότι μέσα στην αποτυχία ζούμε και υπάρχουμε, τώρα έχουμε την ευκαιρία να αποδείξουμε ότι «δεν έγινε και τίποτε αν αποτύχουμε». Επομένως, ρίχνουμε το βάρος στο πώς θα πετύχουμε. Εστιάζουμε λοιπόν σε αυτά που έχουμε σχεδιάσει εμείς να κάνουμε και τους φόβους μήπως και συμβεί το ένα ή το άλλο, δεν τους περιφρονούμε, αλλά τους βάζουμε στη γωνία. Κοιτάμε τη δική μας…δουλειά και αφήνουμε και τα υπόλοιπα να κάνουν τη δική τους. Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε καταφέρει κάτι που αγγίζει τα όρια της μαγείας. Έχουμε αποδεχτεί την ύπαρξη της αποτυχίας αλλά δεν…τη δεχόμαστε. Η δράση, έχει ανάγκη από «επιθετικότητα». Δεν μπορείς να πηγαίνεις συνεχώς με 20χλμ/ώρα όταν σου δίνεται η δυνατότητα να πηγαίνεις με 80χλμ/ώρα. Οι συνεχείς αμφιβολίες, καταρρακώνουν την πίστη σου στο σχέδιό σου και σε αναγκάζουν να εφαρμόσεις ένα «σταμάτα-ξεκίνα».

Θυσίες και δυσκολίες.
Ένα σχέδιο υπηρετεί έναν στόχο. Ο στόχος για να επιτευχθεί, θέλει θυσίες. Μην κοροϊδέψεις ποτέ τον εαυτό σου ότι μπορεί να βρει σχέδιο που δεν θα χρειαστεί θυσίες. Αν αυτό νομίζεις ότι το βρήκες, ακόμη και αν όλα υλοποιηθούν, στο άμεσο μέλλον θα δεις ότι έχτισες ουρανοξύστη σε κινούμενη άμμο…Δίνεις ή αφήνεις κάτι για να πάρεις και να αγγίξεις κάτι άλλο. Κάποιος που ξέρει τη «νοοτροπία της νίκης» γνωρίζει πως η αποτυχία κρύβεται στο «εύκολο» και στο «δωρεάν». Να έχουμε υπόψιν μας τι έρχεται από τύχη και ατυχία και τι έρχεται από προσπάθεια. Αν στηριχθείς σε κάτι που τυχαία σου ήρθε και το θεωρήσεις «επίτευγμά σου», τότε κάτι πάει λάθος. Αν όλα αυτά τα έχεις στο νου σου, τότε έχεις καταφέρει χωρίς άγχος να δρας σα να μην υπάρχει το ενδεχόμενο της αποτυχίας και έτσι, αν αυτή έρθει, μετά να μπορείς να προσπαθήσεις πάλι, χωρίς να νιώθεις ηττημένος…

Με ένα σχέδιο κερδίζεις, με το ίδιο χάνεις.
Δε γίνεται να μην το επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου. Πρέπει να σου γίνει συνήθεια. Η αποτυχία είναι μέσα μας. Είναι το αποτέλεσμα αυτού που λέμε «άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε». Η αποτυχία είναι πιο πιθανή από την επιτυχία. Ο Αριστοτέλης, πατέρας της λογικής, έλεγε πως το «καλό» γίνεται με έναν τρόπο, ενώ το «κακό», με πολλούς. Η παραδοχή αυτή, όχι μόνο θα βγάλει άγχος από τους ώμους σου αλλά θα σε κάνει και πιο ώριμο για τους αγώνες που θέλεις να αναλάβεις. Επειδή ξέρουμε ότι η αποτυχία καραδοκεί, κάνουμε σχέδια. Δουλειά του σχεδίου, είναι να σε προφυλάξει από κακοτοπιές. Αυτός είναι και ο λόγος που θα σου πάρει αρκετή ώρα να το σκεφτείς. Από εκεί και μετά, υπάρχουν μόνο δύο πράγματα. Δράση και αποφασιστικότητα. Αν έχεις σκεφτεί καλά το σχέδιο και ξέρεις τι έχεις να αντιμετωπίσεις (έστω στο περίπου…) τότε πρέπει να έχεις πίστη σε αυτό. Είναι άλλο πράγμα η ευελιξία που θα χρειαστεί στην πορεία και άλλο να αλλάζεις σχέδια στην αρχή ή στη μέση της διαδρομής. Αυτό λέγεται πανικός. Με αυτό θα κερδίσεις και με αυτό, θα χάσεις.

Αστραπές κατευθύνονται με ακτίνες λέιζερ

Η ιδέα της χρησιμοποίησης ενός ισχυρού λέιζερ για να δημιουργήσει ένα κανάλι χαμηλής αντίστασης μέσα από την ατμόσφαιρα – ένα εικονικό αλεξικέραυνο – ανδρώθηκε στη δεκαετία του 1990. Τα λέιζερ που αναπτύχθηκαν τότε θα μπορούσαν να δημιουργήσουν παλμούς με ισχύ τρισεκατομμύρια βατ για εκατομμυριοστά του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου. Οι παλμοί που δημιουργούνται είναι τόσο έντονοι που αποσπούν τα ηλεκτρόνια από τα μόρια του αέρα, σχηματίζοντας κανάλια από ιονισμένο αέρα κατά μήκος του διαδρομή της δέσμης. Αυτά τα μονοπάτια ονομάζονται νημάτια, τα οποία διατήρησαν μεν ιονισμένο τον αέρα πολύ χρόνο μετά το πέρασμα του λέιζερ, αλλά δεν κατάφεραν να προκαλέσουν ή να κατευθύνουν κεραυνό.
 
Δεν μιμείται βεβαίως την δράση του Δία, αλλά τουλάχιστον δεν είναι και εντελώς μύθος. Λέιζερ έχουν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά για να προκαλέσουν και να εκτρέψουν κεραυνούς.

  • Το 2017, μια ομάδα με επικεφαλής τον André Mysyrowicz του εργαστηρίου της εφαρμοσμένης οπτικής στο ENSTA ParisTech στη Γαλλία, πήρε ένα μεγάλο λέιζερ στο Νέο Μεξικό για πειράματα πεδίου με τα σύννεφα. Η ομάδα διαπίστωσε τότε ότι οι δέσμες του λέιζερ αύξησαν την ηλεκτρική δραστηριότητα στα σύννεφα, αλλά δεν προκαλούν κεραυνούς.
  • Τώρα η ίδια ομάδα έχει φτάσει σε δύο ορόσημα στην πορεία προς την αντικεραυνική προστασία με ένα πιο συμπαγές λέιζερ. Σε ένα πείραμα σε ένα στρατιωτικό εργαστήριο στην Τουλούζη της Γαλλίας, έφτιαξαν μία εκκένωση υψηλής τάσης με δύο πιθανούς στόχους, περίπου, κάπου 2.5 μέτρα μακριά. Με κλειστό το λέιζερ, η τεχνητή αστραπή χτύπησε το κοντινό στόχο. Αλλά με το λέιζερ, δημιουργήθηκε μία ‘δίοδος’ προς τον μακρινό στόχο, η εκφόρτιση πήγε τελικά εκεί πού προγραμματίστηκε.
  • Σε ένα δεύτερο πείραμα, η ομάδα του Mysyrowicz στόχευσε την ακτίνα του λέιζερ 50 μέτρα από το εργαστήριο. Όμως σε αυτή την περίπτωση η αστραπή έμοιαζε περισσότερο με την αστραπή στον πραγματικό κόσμο, λέει ο Jérôme Kasparian στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. «Στα σύννεφα δεν υπάρχει στην πράξη ένα ηλεκτρόδιο που να μπορείτε να το αγγίξετε," λέει. Όμως στον πραγματικό κόσμο, προσθέτει, οι στόχοι είναι πολύ πιο μακρινοί.

Δημιουργήθηκε νέο λέιζερ με περιοδικούς ‘σκοτεινούς παλμούς’ που χρησιμοποιεί κβαντικές κουκίδες

Κανονικά, όταν σκέφτεστε ένα λέιζερ θυμάστε ακτίνες του φωτός σαν την εικόνα. Η λέξη λέιζερ παραπέμπει σε ενίσχυση του φωτός όχι σε σκοτάδι. Γι αυτό κι ένα λέιζερ που δεν παράγει φως κανονικά θα ήταν μια σκέτη αποτυχία.

Όμως αυτό δεν ισχύει πλέον – ερευνητές έχουν αναπτύξει αυτό που λέγεται λέιζερ “σκοτεινού παλμού", που χρησιμοποιεί αντίθετα από το κανονικό λέιζερ μη φωτεινούς παλμούς. Με ένα τόσο περίεργο όνομα όπως αυτό, θα σκεφτόσαστε ότι το λέιζερ σκοτεινών παλμών θα ανοίγει τρύπες σε δεξαμενές. Στην πραγματικότητα, είναι εκπληκτικά ήπιο.

Οι επιστήμονες που το ανακάλυψαν, από το Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας (NIST) καθώς και του Πανεπιστημίου στο Boulder, λένε ότι επειδή οι σκοτεινοί παλμοί του λέιζερ αυτού ή daser (από τα αρχικά ), διασκορπίζονται λιγότερο εύκολα σε σχέση με τους συμβατικούς φωτεινούς παλμούς, γι αυτό και τα σκοτεινά λέιζερ μπορεί να έχουν μελλοντικές εφαρμογές στις τηλεπικοινωνίες ή σε υπολογιστές που βρίσκονται σε δικτύωση. Άλλοι όμως ερευνητές θεωρούν απίθανο ότι θα έχουν ποτέ ευρεία εφαρμογή.

Επίσης, ένα πλεονέκτημα τους είναι ότι οι σκοτεινοί παλμοί έχουν μικρό και ακριβές μήκος κύματος, με λιγότερη διάρκεια από ένα παραδοσιακό λέιζερ, αλλά με μεγαλύτερη σταθερότητα.

Οι Αμερικανοί ειδικοί επιστήμονες έφτιαξαν το λέιζερ αυτό με εκατομμύρια κβαντικές κουκίδες, οι οποίες αντί να παράγουν παλμούς φωτός, εκπέμπουν στην πραγματικότητα παλμούς πυκνού σκοταδιού..

Όπως ήταν αναμενόμενο η νέα εφεύρεση έχει ονομαστεί "λέιζερ σκοτεινού παλμού". Λειτουργεί χρησιμοποιώντας εξαιρετικά έξυπνες κβαντικές κουκίδες, που σε αντίθεση με τις συνηθισμένες κβαντικές κουκίδες είναι κατασκευασμένες από "νανοδομημένα ημιαγωγικά υλικά”, που φτιάχνονται σε ειδικά εργαστήρια.

Οι κβαντικές κουκίδες είναι γνωστές για την ασυνήθιστη συμπεριφορά τους, δήλωσαν οι επιστήμονες. Όταν περνάει ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από αυτές τις κουκίδες, τα έξυπνα νανο-υλικά τις αναγκάζουν να συμπεριφέρονται σαν να είναι μεμονωμένα άτομα και ως εκ τούτου όλες τους εκπέμπουν φως με την ίδια συχνότητα και ταυτόχρονα – γι αυτό και εκπέμπεται μια σύμφωνη δέσμη φωτός λέιζερ.

Όμως αυτό δεν είναι και το έξυπνο τμήμα της νέας συσκευής. Το έξυπνο μέρος είναι το εξής:

Το νέο λέιζερ εξαρτάται από την ασυνήθιστη δυναμική ενέργεια των κβαντικών κουκίδων, που έχει ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση σκοτεινών παλμών. Αφού εκπέμψουν το έντονο σύμφωνο φως τους, οι κβαντικές κουκίδες ξανακερδίζουν ενέργεια από το εσωτερικό πολύ γρήγορα (σε περίπου 1 τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου ή picoseconds, αλλά με βραδύτερους ρυθμούς (περίπου κατά 200 picoseconds) από τις εισροές ενέργειας που προέρχονται έξω από τις κβαντικές κουκίδες στην κοιλότητα του λέιζερ.

Τι δημιουργεί αυτό λοιπόν;

Περιοδικούς παλμούς που ταλαντεύονται ανάμεσα στο “on”, όπου παράγεται το κανονικό φως του λέιζερ, και στο "off", όταν η ποσότητα του φωτός είναι δραματικά μειωμένη κατά περίπου 70 τοις εκατό.

Με λίγα λόγια οι σκοτεινοί παλμοί συνίστανται από απότομες μειώσεις της έντασης (γι αυτό και λέγεται σκοτεινό λέιζερ) σε μια κατά τα άλλα συνεχή ακτίνα φωτός, κάτι που αποτελεί ουσιαστικά το ακριβώς αντίθετο των φωτεινών εκπομπών ενός συμβατικού λέιζερ.

Από μόνο του αυτό δεν θα ήταν εντυπωσιακό, αλλά το λέιζερ των σκοτεινών παλμών γίνεται για λίγο σκοτεινό και στη συνέχεια σε μόλις 90 picoseconds ξαναγίνεται φωτεινό. Καθώς ο σκοτεινός παλμός μπορεί να μετρηθεί, το λέιζερ είναι επομένως ένα μέσο μέτρησης του χρόνου με μεγάλη ακρίβεια.

Οι ερευνητές δούλευαν εδώ και 20 περίπου χρόνια πάνω στην ιδέα ενός σκοτεινού λέιζερ (soliton lasers), αλλά μέχρι τώρα αυτά τα λέιζερ είχαν αποδειχτεί δύσκολα στη δημιουργία και στην χρήση τους. Όμως το νέο σκοτεινό λέιζερ φαίνεται να ξεπερνά αυτά τα προβλήματα.

Η ανακάλυψη αυτή είχε επικεφαλής τον Richard Mirin του NIST και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Optics Express.

Κόμποι από φως

Μια ομάδα Βρετανών φυσικών κατόρθωσαν, για πρώτη φορά, να “δέσουν” το φως σε κόμπους. Το αξιοσημείωτο επίτευγμα, που κατέστη εφικτό χάρη στον έλεγχο του φωτός με την χρήση ολογραμμάτων, ανοίγει το δρόμο για νέα επίπεδα ακρίβειας στην τεχνολογία των λέιζερ, με εφαρμογές από την μέτρηση της ταχύτητας στο κυκλοφοριακό δίκτυο μέχρι την μέτρηση του ύψους διαφόρων αντικειμένων.

Η ανακάλυψη έγινε από ερευνητές των πανεπιστημίων του Μπρίστολ, του Σαουθάμπτον και της Γλασκώβης υπό τον δρα Mark Dennis. Τέτοιου είδους κόμποι μέχρι τώρα είχαν περιγραφεί μόνο με μαθηματικά, αλλά για πρώτη φορά οι φυσικοί μπόρεσαν να υλοποιήσουν την αφηρημένη θεωρία στην πράξη.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, σε μια ακτίνα φωτός, η ροή του φωτός μέσα από το χώρο είναι παρόμοια με αυτή του νερού που κυλάει σε ένα ποτάμι. Αν και το φως συχνά ρέει σε ευθεία γραμμή (π.χ. από ένα φακό), μπορεί επίσης να ρέει σε στροβίλους και δίνες, σχηματίζοντας γραμμές στο χώρο, τους λεγόμενους «οπτικούς στροβίλους». Κατά μήκος αυτών των γραμμών, η ένταση του φωτός είναι μηδενική (μαύρο). Σύμφωνα με τον δρα Mark Dennis, «ολόγυρά μας το φως είναι γεμάτο από αυτές τις σκοτεινές γραμμές, αλλά εμείς δεν μπορούμε να τις δούμε».

Οι ερευνητές κατάφεραν να δημιουργήσουν κόμπους σε αυτούς τους «οπτικούς στροβίλους», χρησιμοποιώντας ολογράμματα για να κατευθύνουν τη ροή του φωτός. Η όλη τεχνική αναμένεται να εφαρμοστεί πρακτικά στα λέιζερ του μέλλοντος.

Φιλοσοφία και Ευδαιμονία

Είναι δυνατή η αναζήτηση της ευτυχίας;

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις:

Το ανθρώπινο άτομο είναι και δεν είναι μόνο στον κόσμο. Είναι μόνο, ακόμη κι αν περιβάλλεται από πλήθος ανθρώπων, όταν βρίσκεται σε ηθικό δίλημμα, όταν πρόκειται να πάρει μεγάλες αποφάσεις και κυρίως όταν πρέπει να αναλάβει δράση με συγκεκριμένους στόχους. Επίσης είναι μόνο εντός μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας, όπου τα πάντα υπακούουν σε έναν παγερό υπολογισμό και το ίδιο τείνει να λησμονήσει τον εαυτό του αναλίσκοντας τα επιτηδεύματά του και αναλισκόμενος μέσα σε τούτα. Σε όλες όμως αυτές και σε παρόμοιες άλλες περιπτώσεις συμβαίνει να μην είναι και μόνο, όταν είναι παρούσα η συμβολή και των άλλων, δηλαδή του φιλικού, του οικογενειακού, του σχολικού, του πνευματικού, του επαγγελματικού περιβάλλοντος· αλλά και αυτή η παρουσία εξαντλείται αντικειμενικά κάποτε σε ανιδιοτελείς και ορθόφρονες συχνά νουθεσίες ή πιθανόν και σε άλλες μορφές αλληλεγγύης, πέραν των οποίων το άτομο βρίσκεται και πάλι μόνο. Τι συμβαίνει εδώ;

Αυτό το ίδιο εν-ίσταται, ενόσω εξ-ίσταται και αντίστροφα: εν-ίσταται με την έννοια ότι ίσταται εντός εαυτού· είναι εγκλεισμένο στην υποκειμενικότητά του, αποξενωμένο από τον κόσμο· ταυτόχρονα, η μέριμνα που διαποτίζει την ύπαρξή του και αποτελεί τον έσχατο προσδιορισμό του το ενεργοποιεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξ-ίσταται: να ίσταται εκτός εαυτού, να είναι δηλαδή εξωτερική ύπαρξη και να διανοίγεται διαρκώς προς τον κόσμο.

Η διάνοιξη τούτη το κάνει να βρίσκεται πάντοτε, όπως λέει ο Heidegger, πιο μπροστά από τον εαυτό του και να διακινδυνεύει το Είναι του μέσα σε μια πολυκύμαντη ζωή. Αυτό το κλείσιμο-άνοιγμα το διατηρεί σε μια πορεία διάρκειας, κατά την οποία δεν μπορεί αντικειμενικά να συμφιλιωθεί με μια στιγμή ή μια συνθήκη του παρελθόντος ή ακόμη με καταστάσεις του παρόντος και του μέλλοντος, π.χ. με την προοπτική του επαγγέλματος, αλλά συνταράσσεται από τις αστραπές του ένδον και του έξω κόσμου. Ο πρώτος κόσμος που βρίσκεται μέσα του είναι απέραντος ωκεανός με θυμωμένους Ποσειδώνες, με ανεξερεύνητους βυθούς, με αδιόρατες δυνάμεις που συμπλέκονται και όχι λιγότερο ανταγωνίζονται μεταξύ τους· αυτός ο κόσμος είναι το ίδιο περίπλοκος και μυστηριώδης όπως και ο εξωτερικός κόσμος. Το πρόβλημα της ζωής συνεπώς απαιτεί από τον άνθρωπο να κρατά πάντοτε ανοικτό τον ορίζοντα του πνεύματος και να διατηρεί ακούραστη την ψυχή στη σύντονη προσπάθειά της για επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις της. Η δογματική προσήλωση σε μονομερείς επιλογές, σε λογικές των αριθμών, σε ιδεολογικές εξαρτήσεις, σε κακότροπες ιδεοληψίες του κλείνουν τα μάτια στις αντιθέσεις της ζωής· του αποκοιμίζουν τη συνείδηση και τον μετατρέπουν σε έρμαιο των εσωτερικών του αντιφάσεων, σε ένα ακροσφαλές και εύθραυστο ον.

Καμιά πεποίθηση και καμιά ιδέα δεν έχει αξία, όταν δεν προέρχεται από την βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας και δεν διακρίνεται για την εσωτερική της διαύγεια· όταν απουσιάζει το φωτεινό συναίσθημα, η άδολη ενατένιση κάθε υψηλού και ωραίου, η αυτονομία της γνώσης και η φρόνηση· όταν ο ίδιος ο άνθρωπος εν τέλει γίνεται σκλάβος των περιττών του επιθυμιών και αξιοθρήνητο θύμα του ίδιου του εαυτού. Ο Επίκουρος ονομάζει αυτές τις επιθυμίες μη φυσικές και μη αναγκαίες. Θεωρεί ότι δεν αξίζει ο άνθρωπος να ταλαιπωρείται με τέτοιες ματαιότητες, γιατί δύσκολα τις εκπληρώνει και ακόμα πιο δύσκολα τις διατηρεί. Η ευτυχία είναι πραγματικά παρούσα εκεί, όπου ο καθένας ανοίγει με τις δικές του δυνάμεις δρόμους στη ζωή, όπου καθιστά αίρεση βίου, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Αριστοτέλη, το ευ πράττειν. Το τελευταίο τούτο είναι που στις αδόκητες μεταλλαγές του βίου, στις ανελέητες συμφορές τον μαθαίνει να μην παρεκκλίνει από τη σταθερή του πορεία, να μην παραδίδει τον εαυτό του στα χέρια της τυφλής Τύχης. Τον μαθαίνει επίσης, για το ένα ή το άλλο πρόβλημα της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις του, να μην περιμένει έτοιμες λύσεις έξωθεν. Οποιαδήποτε λύση χάνει την αξία της, γίνεται ατελέσφορη και πάντοτε αντιδεοντολογική, όταν κατατίθεται ως οριστική και δέουσα απάντηση. Τέτοιες λύσεις αποκλείουν από τον ορίζοντα του ανθρώπου τον βαθύτερο προβληματισμό, την εσωτερική διεργασία, τις ισχυρές εμβιώσεις, το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης.

Β. Κείμενα:

Ι. «[ο Σωκράτης] ήταν αυτάρκης και σεμνός. Όταν κάποτε ο Αλκιβιάδης, όπως υποστηρίζει η Παμφίλη στο έβδομο κεφάλαιο των “Υπομνημάτων”, του παραχώρησε μια μεγάλη περιοχή για να χτίσει σπίτι, του είπε: “Ακόμη κι αν είχα ανάγκη από παπούτσια και μου έδινες δέρματα για να τα φτιάξω, θα ήμουν καταγέλαστος αν τα έπαιρνα”. Συχνά, όταν έβλεπε πόσα πολλά πράγματα πουλιούνται, έλεγε προς τον εαυτό του: “πόσα πράγματα δεν χρειάζομαι”» (Διογένης Λαέρτιος: Σωκράτης, ΙΙ 25).

ΙΙ. «Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος. Ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο όταν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της» (Επίκουρος).


ΙΙΙ. «Ας μην προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, μα να φιλοσοφούμε πραγματικά. Δεν έχουμε ανάγκη να φαινόμαστε υγιείς αλλά να είμαστε στ’ αλήθεια υγιείς» (Επίκουρος).

ΙV. «Να γελάμε και να φιλοσοφούμε ταυτόχρονα και να φροντίζουμε το νοικοκυριό μας και να χειριζόμαστε τις ιδιωτικές μας υποθέσεις, χωρίς να πάψουμε να κηρύσσουμε τα διδάγματα της ορθής φιλοσοφίας» (Επίκουρος).

V. «Οι άνθρωποι σπαταλούν πολλές φορές τη ζωή τους σε πολλές και άσχετες ασχολίες και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή περνάει. Άλλος κατέχεται από ακόρεστη απληστία, που τον κάνει να εργάζεται εξαντλητικά. Άλλος παραλύει από απραξία και αδράνεια, άλλος βασανίζεται από αυθαίρετες κρίσεις άλλων για το πρόσωπό του, άλλος βασανίζεται από τις επιτυχίες του διπλανού του. Έτσι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή του ήρεμα. Τα ελαττώματά του τον πνίγουν από παντού. Πρέπει να βλέπουμε την ωραία πλευρά των πραγμάτων και να μπορούμε να κρίνουμε κατά το δυνατόν σωστά» (Επίκουρος).

VΙI. «Το πάθος αξίζει καλύτερα από τη στωικότητα και την υποκρισία· να’ σαι ειλικρινής, ακόμα και στο κακό, είναι καλύτερα παρά να χάνεις τον εαυτό σου μέσα στην ηθικότητα της παράδοσης. Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να διαλέξει να είναι καλός ή κακός, μα ο μη ελεύθερος είναι ντροπή για τη φύση και δεν του λαχαίνει καμιά παρηγοριά ούτε ουράνια ούτε γήινη, τέλος, όποιος θέλει να γίνει ελεύθερος μόνο με τα δικά του μέσα μπορεί να γίνει, η ελευθερία δεν πέφτει ποτέ απ’ τον ουρανό στα χέρια κανενός από θαύμα» (Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση).

Πλάτων: η αξία της φιλοσοφίας στην άμεση ζωή

Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής

· Η φιλοσοφική πράξη του Σωκράτη έδινε προτεραιότητα στη συγκεκριμένη γνώση του αγαθού που ενδιάθετα συνδέεται με τη σαφή κατανόηση των πραγμάτων και υπαγορεύει έναν δίκαιο τρόπο ζωής.
· Η αρετή έτσι είναι γνώση και υπερέχει των άλλων επί μέρους μορφών γνώσης, διότι είναι γνώση του αγαθού, προς το οποίο πρέπει να αποβλέπει κάθε άλλη γνώση.
· Το αγαθό δυνάμει ενυπάρχει στην ψυχή μας και δεν ταυτίζεται με τα υλικά αγαθά. Η πραγμάτωσή του, επομένως, είναι ίδιον της ανθρώπινης ύπαρξης και η φιλοσοφία έχει αποστολή να της μεταδίδει την επιθυμία αυτής της πραγμάτωσης και να διαμορφώνει συνειδήσεις που μπορούν να πορεύονται προς αυτό.
· Η πορεία προς το αγαθό είναι ένα μονοπάτι, που εύκολα υποδεικνύει κανείς αλλά δύσκολα το ακολουθεί.
· Σε τέτοιες υποδείξεις χωρίς αντίστοιχη εφαρμογή από τους ίδιους, σήμερα κυρίως, αναλώνονται όλοι εκείνοι που ηθικολογούν ασύστολα από καθέδρας: τραπεζορήτορες οικονομικών-συνδικαλιστικών συμφερόντων, γραμματοκύφωνες σκοταδιστικών αμφιθεάτρων, παραφουσκωμένοι βάτραχοι της πολιτικής (Μαρξ).
· Για τον αληθινό φιλόσοφο, η ως άνω πορεία συνιστά στάση ζωής: δεν οδηγεί σε κάποια σοφία με το σύγχρονο νόημα της συσσωρευμένης πληροφορίας ή της στείρας εξειδίκευσης.
· Η πορεία αυτή είναι και δεν είναι μοναχική. Είναι μοναχική, επειδή ο πραγματικός φιλόσοφος δεν ανήκει ούτε στον κόσμο της μωρίας ούτε στον κόσμο της «σοφίας», πολύ περισσότερο δεν ταυτίζεται με εξουσιαστικούς μηχανισμούς.
· Η αληθινή του παρουσία διαβαθμίζεται σε σχέση με τον δικό του φιλοσοφικό τρόπο ζωής, τον οποίο μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να κατακτά. Γι’ αυτό και είναι μοναδικός.
· Είναι τόσο μοναδικός, ώστε συχνά να συγκεντρώνει πάνω του την εχθρότητα των πολιτικά ισχυρών αλλά πνευματικά ανόητων.
· Ταυτόχρονα όμως η ως άνω πορεία δεν είναι μοναχική, αλλά διαλογική και παιδευτική. Ο Πλάτων στο Συμπόσιο παρουσιάζει το φιλόσοφο να είναι ο γονιμοποιός έρως: ομιλεί με ευγλωττία για την αρετή και για το τι πρέπει να απασχολεί τον ανώτερο άνθρωπο.
· Η φιλοσοφία, έτσι όπως την κατανοεί ο φιλόσοφος, καλλιεργεί τους ανθρώπους με τρόπο που να διαλέγονται με και για την ουσία των πραγμάτων, να εγκολπώνονται την ιδέα του αγαθού.
· Αυτή η ιδέα μας επιτρέπει να μην διασκορπιζόμαστε στο επί μέρους, στο μεταβλητό, στο εφήμερο, αλλά να σκεφτόμαστε το βαθύ, το καθολικό, το αδιάψευστο.
· Μέσα από τον διαλεκτικό λόγο αποκαθιστά ανάμεσα στους συνομιλητές μια πνευματική επικοινωνία, που είναι συνάμα εμβάθυνση στην ανιδιοτέλεια της σκέψης και πρακτικά μεταστρέφει ολόκληρη την ψυχή σε ανώτερες συγκινήσεις και σε αναλλοίωτες μορφές ζωής.
· Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Πλάτων διατυπώνει μια νέα αντίληψη για τη ζωή της φιλοσοφίας, η οποία θα επηρεάσει έμμεσα ή άμεσα το σύνολο της ιστορίας και της ζωής της σκέψης.
· Η ζωή της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς μια θεωρητική ενασχόληση με ιδέες και έννοιες αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση μιας κατά φρόνηση ζωής.
· Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πνευματικής κοινότητας, ο καθημερινός άνθρωπος έλκεται προς ένα αισθητικό-ηθικό πράττειν, που η αλήθεια του κρίνεται από τη σωστή σύλληψη του σκοπού και από τη φρόνηση, με την οποία επιλέγει τις μεθόδους για την επίτευξη του σκοπού.
· Στην Πολιτεία ο Πλάτων τονίζει την αναγκαιότητα της ενότητας φιλοσοφικού λόγου και φιλοσοφικής ζωής. Η αλήθεια του φιλοσοφικού λόγου έγκειται σε τούτο: να απελευθερώνει τις συνειδήσεις από τα δεσμά της αλλότριας εξουσίας.
· Η συνέχεια και συνέπεια της σκέψης οφείλει να αποδεικνύεται στην άμεση πράξη της φιλοσοφικής ζωής. Δεν αρκεί π.χ. κανείς να ομιλεί περί δικαιοσύνης, ισότητας κ.λπ., αλλά χρειάζεται πρωτίστως ο ίδιος να πράττει δίκαια και αληθινά.
· Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στους καιρούς μας, προκειμένου να αποκαλύπτονται οι έμποροι καιροσκοπικών ιδεολογιών και οι κάθε λογής «μισθοφόροι και πραιτωριανοί».