[145] Δεύτερον δὲ καὶ πολὺ τούτου μεῖζον ἀδίκημα ἠδίκησεν ὅτι τὸ βουλευτήριον τὸ τῆς πόλεως καὶ τὴν δημοκρατίαν ἄρδην ἔλαθεν ὑφελόμενος, καὶ μετήνεγκεν εἰς Θήβας εἰς τὴν Καδμείαν, τὴν κοινωνίαν τῶν πράξεων τοῖς βοιωτάρχαις συνθέμενος· καὶ τηλικαύτην αὐτὸς αὑτῷ δυναστείαν κατεσκεύασεν ὥστ᾽ ἤδη παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα πρεσβεύσειν μὲν ἔφη ὅποι ἂν αὑτῷ δοκῇ,
[146] κἂν μὴ ὑμεῖς ἐκπέμπητε, εἰ δέ τις αὐτῷ τῶν στρατηγῶν ἀντείποι, καταδουλούμενος τοὺς ἄρχοντας καὶ συνεθίζων μηδὲν αὑτῷ ἀντιλέγειν, διαδικασίαν ἔφη γράψειν τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον· πλείω γὰρ ὑμᾶς ἀγαθὰ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ ἔφη ἀπὸ τοῦ βήματος πεπονθέναι ἢ ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐκ τοῦ στρατηγίου. Μισθοφορῶν δ᾽ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, καὶ τὰ στρατιωτικὰ χρήματα κλέπτων, καὶ τοὺς μυρίους ξένους ἐκμισθώσας Ἀμφισσεῦσι, πολλὰ διαμαρτυρομένου καὶ σχετλιάζοντος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐμοῦ, προσέμειξε φέρων ἀναρπασθέντων τῶν ξένων τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει.
[147] Τί γὰρ ἂν οἴεσθε Φίλιππον ἐν τοῖς τότε καιροῖς εὔξασθαι; οὐ χωρὶς μὲν πρὸς τὴν πολιτικὴν δύναμιν, χωρὶς δ᾽ ἐν Ἀμφίσσῃ πρὸς τοὺς ξένους διαγωνίσασθαι, ἀθύμους δὲ τοὺς Ἕλληνας λαβεῖν τηλικαύτης πληγῆς προγεγενημένης; καὶ τηλικούτων κακῶν αἴτιος γενόμενος Δημοσθένης οὐκ ἀγαπᾷ εἰ μὴ δίκην δέδωκεν, ἀλλ᾽ εἰ μὴ καὶ χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθήσεται, ἀγανακτεῖ· οὐδ᾽ ἱκανόν ἐστιν αὐτῷ ἐναντίον ὑμῶν κηρύττεσθαι, ἀλλ᾽ εἰ μὴ τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον ἀναρρηθήσεται, τοῦτ᾽ ἀγανακτεῖ. Οὕτως ὡς ἔοικε πονηρὰ φύσις, μεγάλης ἐξουσίας ἐπιλαβομένη, δημοσίας ἀπεργάζεται συμφοράς.
[148] Τρίτον δὲ καὶ τῶν προειρημένων μέγιστόν ἐστιν ὃ μέλλω λέγειν. Φιλίππου γὰρ οὐ καταφρονοῦντος τῶν Ἑλλήνων, οὐδ᾽ ἀγνοοῦντος, οὐ γὰρ ἦν ἀσύνετος, ὅτι περὶ τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν ἐν ἡμέρας μικρῷ μέρει διαγωνιεῖται, καὶ διὰ ταῦτα βουλομένου ποιήσασθαι εἰρήνην καὶ πρεσβείας ἀποστέλλειν μέλλοντος, καὶ τῶν ἀρχόντων τῶν ἐν Θήβαις φοβουμένων τὸν ἐπιόντα κίνδυνον, εἰκότως· οὐ γὰρ ῥήτωρ ἀστράτευτος καὶ λιπὼν τὴν τάξιν αὐτοὺς ἐνουθέτησεν, ἀλλ᾽ ὁ Φωκικὸς πόλεμος δεκέτης γεγονὼς ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε·
[149] τούτων ἐχόντων οὕτως αἰσθόμενος Δημοσθένης, καὶ τοὺς βοιωτάρχας ὑποπτεύσας μέλλειν εἰρήνην ἰδίᾳ ποιεῖσθαι, χρυσίον ἄνευ αὑτοῦ παρὰ Φιλίππου λαβόντας, ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας, ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ᾽ ὡς δεῖ ποιεῖσθαι πρὸς Φίλιππον εἰρήνην οὔθ᾽ ὡς οὐ δεῖ, ἀλλ᾽ ὡς ᾤετο κήρυγμά τι τοῦτο τοῖς Βοιωτάρχαις προκηρύττων, ἀναφέρειν αὐτῷ τὰ μέρη τῶν λημμάτων, διώμνυτο τὴν Ἀθηνᾶν,
[150] ἣν ὡς ἔοικε Φειδίας ἐνεργολαβεῖν ἠργάσατο καὶ ἐνεπιορκεῖν Δημοσθένει, ἦ μήν, εἴ τις ἐρεῖ ὡς χρὴ πρὸς Φίλιππον εἰρήνην ποιήσασθαι, ἀπάξειν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν, ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, ὃς ἐπὶ τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμου, ὡς λέγεται, τὴν πόλιν ἀπώλεσεν. Ὡς δ᾽ οὐ προσεῖχον αὐτῷ οἱ ἄρχοντες οἱ ἐν ταῖς Θήβαις, ἀλλὰ καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας, ἵνα βουλεύσησθε περὶ τῆς εἰρήνης,
[151] ἐνταῦθ᾽ ἤδη παντάπασιν ἔκφρων ἐγένετο, καὶ παρελθὼν ἐπὶ τὸ βῆμα προδότας τῶν Ἑλλήνων τοὺς βοιωτάρχας ἀπεκάλει, καὶ γράψειν ἔφη ψήφισμα ὁ τοῖς πολεμίοις οὐδεπώποτ᾽ ἀντιβλέψας, πέμπειν ὑμᾶς πρέσβεις εἰς Θήβας αἰτήσοντας Θηβαίους δίοδον ἐπὶ Φίλιππον. Ὑπεραισχυνθέντες δὲ οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ μὲν τῆς εἰρήνης ἀπετράποντο, ἐπὶ δὲ τὴν παράταξιν ὥρμησαν.
***
[145] Δεύτερο και πολύ σοβαρότερο σφάλμα που έχει κάνει είναι ότι υφάρπαξε εντελώς, χωρίς να το αντιληφθείτε, την έδρα της Βουλής και τις δημοκρατικές διαδικασίες και τα μετέφερε στη Θήβα, στην Καδμεία, αφού συμφώνησε με τους Βοιωτάρχες για κοινή πολιτική. Έτσι, εξασφάλισε για τον εαυτό του τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε ανέβηκε στο βήμα και δήλωσε ότι θα πήγαινε ως αντιπρόσωπος όπου ο ίδιος θα έκρινε, έστω κι αν εσείς δεν τον στέλνατε.
[146] Και κάθε φορά που κάποιος από τους στρατηγούς τού έφερνε αντίρρηση, τρομοκρατώντας τους άρχοντες και καθιερώνοντας την τακτική να μην του φέρουν καμιάν αντίρρηση, έλεγε ότι θα νικούσε δικαστική δίωξη εξ ονόματος των πολιτικών εναντίον των στρατιωτικών. Γιατί ισχυριζόταν ότι περισσότερα καλά σας έχει κάνει ο ίδιος από το βήμα παρά το στρατηγείο. Παίρνοντας μισθό για κενές θέσεις στον μισθοφορικό στρατό, κλέβοντας χρήματα του στρατού και εκμισθώνοντας τους δέκα χιλιάδες μισθοφόρους για τους Αμφισσείς, παρά τις δικές μου διαμαρτυρίες και τα παράπονα στις συνελεύσεις, κατέστησε αναπόφευκτα άμεσο τον κίνδυνο για την πόλη, που, καθώς της στέρησε τους μισθοφόρους, βρέθηκε στρατιωτικά απροετοίμαστη.
[147] Τι πιστεύετε ότι θα ευχόταν εκείνο τον καιρό ο Φίλιππος; Δεν θα ευχόταν να αντιμετωπίσει χωριστά τις δυνάμεις της πόλης και χωριστά τους μισθοφόρους στην Άμφισσα και να βρει τους Έλληνες αποθαρρημένους, εάν είχε προηγηθεί ένα τόσο μεγάλο χτύπημα; Αλλά ο Δημοσθένης, παρόλο που έγινε αίτιος τόσο μεγάλων κακών, δεν είναι ευχαριστημένος που δεν έχει τιμωρηθεί, αλλά αγανακτεί, εάν δεν τιμηθεί και με χρυσό στεφάνι. Ούτε και του είναι αρκετό, αν η ανακήρυξη γίνει ενώπιόν σας, αλλά εκείνο που τον κάνει να αγανακτεί είναι μήπως δεν ανακηρυχθεί μπροστά στους Έλληνες. Όπως φαίνεται, όταν ένας παλιοχαρακτήρας αποκτήσει μεγάλη εξουσία, προκαλεί συμφορές σε όλους τους πολίτες.
[148] Το τρίτο και πιο μεγάλο σφάλμα του Δημοσθένη από όσα έχουν προαναφερθεί είναι αυτό που σκοπεύω να αναφέρω στη συνέχεια. Καθώς ο Φίλιππος δεν περιφρονούσε τους Έλληνες ούτε και αγνοούσε —γιατί δεν ήταν άμυαλος— ότι μέσα σε μικρό διάστημα μιας ημέρας θα διακινδύνευε για τα αγαθά που είχε, γι᾽ αυτό ήθελε να κάνει ειρήνη και ετοιμαζόταν να στείλει πρέσβεις. Οι άρχοντες της Θήβας φοβούνταν τον επερχόμενο κίνδυνο· δικαιολογημένα. Γιατί αυτούς δεν τους συμβούλευε αστράτευτος και λιποτάκτης ρήτορας αλλά ο Φωκικός πόλεμος, που κράτησε δέκα χρόνια και τους έδωσε ένα μάθημα που δεν πρόκειται να το ξεχάσουν.
[149] Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Δημοσθένης αντιλήφθηκε τα πάντα και υποψιάστηκε ότι οι ηγέτες των Θηβαίων σκόπευαν να κάνουν χωριστή ειρήνη και είχαν πάρει χρήματα από τον Φίλιππο εν αγνοία του, θεωρώντας πως του ήταν αδύνατο να ζει, αν έχανε κάποια δωροδοκία, στη διάρκεια της Εκκλησίας του Δήμου, ενώ κανένας δεν έλεγε ούτε πως πρέπει ούτε ότι δεν πρέπει να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, αυτός ανέβηκε στο βήμα. Και τότε, θέλοντας να προειδοποιήσει τους Βοιωτάρχες, όπως πίστευε, να δώσουν και σ᾽ αυτόν το μερίδιο από τα χρήματα, ορκιζόταν στην Αθηνά
[150] —σαν να είχε φτιάξει, όπως φαίνεται, το άγαλμά της ο Φειδίας για να χρηματίζεται και να επιορκεί στο όνομά της ο Δημοσθένης— πως, εάν θα υποστηρίξει κάποιος ότι έπρεπε να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, θα τον άρπαζε από τα μαλλιά και θα τον έσερνε στη φυλακή. Κατά το παράδειγμα του Κλεοφώντα, που στον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων κατέστρεψε, όπως λένε, την πόλη. Καθώς όμως οι ηγέτες της Θήβας όχι μόνο δεν του έδιναν σημασία αλλά και γύρισαν πίσω τους στρατιώτες σας που είχαν βγει προς ενίσχυσή τους, με τη δικαιολογία να σκεφτείτε για την ειρήνη,
[151] τότε πια ο Δημοσθένης έγινε έξω φρενών και, αφού ανέβηκε στο βήμα, αποκαλούσε τους Βοιωτάρχες προδότες των Ελλήνων· και, αυτός που δεν τόλμησε ποτέ να αντικρίσει στο πρόσωπο τους εχθρούς στη μάχη, είπε ότι θα προωθούσε ψήφισμα να στείλετε αντιπροσώπους στη Θήβα, για να ζητήσουν δικαίωμα διόδου του στρατού σας από τη Βοιωτία για την εκστρατεία εναντίον του Φιλίππου. Επειδή οι ηγέτες της Θήβας ένιωσαν μεγάλη ντροπή, μήπως φανούν ότι ήταν πράγματι προδότες των Ελλήνων, εγκατέλειψαν την ιδέα της ειρήνης και ρίχτηκαν στον πόλεμο.
[146] κἂν μὴ ὑμεῖς ἐκπέμπητε, εἰ δέ τις αὐτῷ τῶν στρατηγῶν ἀντείποι, καταδουλούμενος τοὺς ἄρχοντας καὶ συνεθίζων μηδὲν αὑτῷ ἀντιλέγειν, διαδικασίαν ἔφη γράψειν τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον· πλείω γὰρ ὑμᾶς ἀγαθὰ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ ἔφη ἀπὸ τοῦ βήματος πεπονθέναι ἢ ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐκ τοῦ στρατηγίου. Μισθοφορῶν δ᾽ ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, καὶ τὰ στρατιωτικὰ χρήματα κλέπτων, καὶ τοὺς μυρίους ξένους ἐκμισθώσας Ἀμφισσεῦσι, πολλὰ διαμαρτυρομένου καὶ σχετλιάζοντος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐμοῦ, προσέμειξε φέρων ἀναρπασθέντων τῶν ξένων τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει.
[147] Τί γὰρ ἂν οἴεσθε Φίλιππον ἐν τοῖς τότε καιροῖς εὔξασθαι; οὐ χωρὶς μὲν πρὸς τὴν πολιτικὴν δύναμιν, χωρὶς δ᾽ ἐν Ἀμφίσσῃ πρὸς τοὺς ξένους διαγωνίσασθαι, ἀθύμους δὲ τοὺς Ἕλληνας λαβεῖν τηλικαύτης πληγῆς προγεγενημένης; καὶ τηλικούτων κακῶν αἴτιος γενόμενος Δημοσθένης οὐκ ἀγαπᾷ εἰ μὴ δίκην δέδωκεν, ἀλλ᾽ εἰ μὴ καὶ χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθήσεται, ἀγανακτεῖ· οὐδ᾽ ἱκανόν ἐστιν αὐτῷ ἐναντίον ὑμῶν κηρύττεσθαι, ἀλλ᾽ εἰ μὴ τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον ἀναρρηθήσεται, τοῦτ᾽ ἀγανακτεῖ. Οὕτως ὡς ἔοικε πονηρὰ φύσις, μεγάλης ἐξουσίας ἐπιλαβομένη, δημοσίας ἀπεργάζεται συμφοράς.
[148] Τρίτον δὲ καὶ τῶν προειρημένων μέγιστόν ἐστιν ὃ μέλλω λέγειν. Φιλίππου γὰρ οὐ καταφρονοῦντος τῶν Ἑλλήνων, οὐδ᾽ ἀγνοοῦντος, οὐ γὰρ ἦν ἀσύνετος, ὅτι περὶ τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν ἐν ἡμέρας μικρῷ μέρει διαγωνιεῖται, καὶ διὰ ταῦτα βουλομένου ποιήσασθαι εἰρήνην καὶ πρεσβείας ἀποστέλλειν μέλλοντος, καὶ τῶν ἀρχόντων τῶν ἐν Θήβαις φοβουμένων τὸν ἐπιόντα κίνδυνον, εἰκότως· οὐ γὰρ ῥήτωρ ἀστράτευτος καὶ λιπὼν τὴν τάξιν αὐτοὺς ἐνουθέτησεν, ἀλλ᾽ ὁ Φωκικὸς πόλεμος δεκέτης γεγονὼς ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε·
[149] τούτων ἐχόντων οὕτως αἰσθόμενος Δημοσθένης, καὶ τοὺς βοιωτάρχας ὑποπτεύσας μέλλειν εἰρήνην ἰδίᾳ ποιεῖσθαι, χρυσίον ἄνευ αὑτοῦ παρὰ Φιλίππου λαβόντας, ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας, ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ᾽ ὡς δεῖ ποιεῖσθαι πρὸς Φίλιππον εἰρήνην οὔθ᾽ ὡς οὐ δεῖ, ἀλλ᾽ ὡς ᾤετο κήρυγμά τι τοῦτο τοῖς Βοιωτάρχαις προκηρύττων, ἀναφέρειν αὐτῷ τὰ μέρη τῶν λημμάτων, διώμνυτο τὴν Ἀθηνᾶν,
[150] ἣν ὡς ἔοικε Φειδίας ἐνεργολαβεῖν ἠργάσατο καὶ ἐνεπιορκεῖν Δημοσθένει, ἦ μήν, εἴ τις ἐρεῖ ὡς χρὴ πρὸς Φίλιππον εἰρήνην ποιήσασθαι, ἀπάξειν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν, ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, ὃς ἐπὶ τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμου, ὡς λέγεται, τὴν πόλιν ἀπώλεσεν. Ὡς δ᾽ οὐ προσεῖχον αὐτῷ οἱ ἄρχοντες οἱ ἐν ταῖς Θήβαις, ἀλλὰ καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας, ἵνα βουλεύσησθε περὶ τῆς εἰρήνης,
[151] ἐνταῦθ᾽ ἤδη παντάπασιν ἔκφρων ἐγένετο, καὶ παρελθὼν ἐπὶ τὸ βῆμα προδότας τῶν Ἑλλήνων τοὺς βοιωτάρχας ἀπεκάλει, καὶ γράψειν ἔφη ψήφισμα ὁ τοῖς πολεμίοις οὐδεπώποτ᾽ ἀντιβλέψας, πέμπειν ὑμᾶς πρέσβεις εἰς Θήβας αἰτήσοντας Θηβαίους δίοδον ἐπὶ Φίλιππον. Ὑπεραισχυνθέντες δὲ οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ μὲν τῆς εἰρήνης ἀπετράποντο, ἐπὶ δὲ τὴν παράταξιν ὥρμησαν.
***
[145] Δεύτερο και πολύ σοβαρότερο σφάλμα που έχει κάνει είναι ότι υφάρπαξε εντελώς, χωρίς να το αντιληφθείτε, την έδρα της Βουλής και τις δημοκρατικές διαδικασίες και τα μετέφερε στη Θήβα, στην Καδμεία, αφού συμφώνησε με τους Βοιωτάρχες για κοινή πολιτική. Έτσι, εξασφάλισε για τον εαυτό του τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε ανέβηκε στο βήμα και δήλωσε ότι θα πήγαινε ως αντιπρόσωπος όπου ο ίδιος θα έκρινε, έστω κι αν εσείς δεν τον στέλνατε.
[146] Και κάθε φορά που κάποιος από τους στρατηγούς τού έφερνε αντίρρηση, τρομοκρατώντας τους άρχοντες και καθιερώνοντας την τακτική να μην του φέρουν καμιάν αντίρρηση, έλεγε ότι θα νικούσε δικαστική δίωξη εξ ονόματος των πολιτικών εναντίον των στρατιωτικών. Γιατί ισχυριζόταν ότι περισσότερα καλά σας έχει κάνει ο ίδιος από το βήμα παρά το στρατηγείο. Παίρνοντας μισθό για κενές θέσεις στον μισθοφορικό στρατό, κλέβοντας χρήματα του στρατού και εκμισθώνοντας τους δέκα χιλιάδες μισθοφόρους για τους Αμφισσείς, παρά τις δικές μου διαμαρτυρίες και τα παράπονα στις συνελεύσεις, κατέστησε αναπόφευκτα άμεσο τον κίνδυνο για την πόλη, που, καθώς της στέρησε τους μισθοφόρους, βρέθηκε στρατιωτικά απροετοίμαστη.
[147] Τι πιστεύετε ότι θα ευχόταν εκείνο τον καιρό ο Φίλιππος; Δεν θα ευχόταν να αντιμετωπίσει χωριστά τις δυνάμεις της πόλης και χωριστά τους μισθοφόρους στην Άμφισσα και να βρει τους Έλληνες αποθαρρημένους, εάν είχε προηγηθεί ένα τόσο μεγάλο χτύπημα; Αλλά ο Δημοσθένης, παρόλο που έγινε αίτιος τόσο μεγάλων κακών, δεν είναι ευχαριστημένος που δεν έχει τιμωρηθεί, αλλά αγανακτεί, εάν δεν τιμηθεί και με χρυσό στεφάνι. Ούτε και του είναι αρκετό, αν η ανακήρυξη γίνει ενώπιόν σας, αλλά εκείνο που τον κάνει να αγανακτεί είναι μήπως δεν ανακηρυχθεί μπροστά στους Έλληνες. Όπως φαίνεται, όταν ένας παλιοχαρακτήρας αποκτήσει μεγάλη εξουσία, προκαλεί συμφορές σε όλους τους πολίτες.
[148] Το τρίτο και πιο μεγάλο σφάλμα του Δημοσθένη από όσα έχουν προαναφερθεί είναι αυτό που σκοπεύω να αναφέρω στη συνέχεια. Καθώς ο Φίλιππος δεν περιφρονούσε τους Έλληνες ούτε και αγνοούσε —γιατί δεν ήταν άμυαλος— ότι μέσα σε μικρό διάστημα μιας ημέρας θα διακινδύνευε για τα αγαθά που είχε, γι᾽ αυτό ήθελε να κάνει ειρήνη και ετοιμαζόταν να στείλει πρέσβεις. Οι άρχοντες της Θήβας φοβούνταν τον επερχόμενο κίνδυνο· δικαιολογημένα. Γιατί αυτούς δεν τους συμβούλευε αστράτευτος και λιποτάκτης ρήτορας αλλά ο Φωκικός πόλεμος, που κράτησε δέκα χρόνια και τους έδωσε ένα μάθημα που δεν πρόκειται να το ξεχάσουν.
[149] Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Δημοσθένης αντιλήφθηκε τα πάντα και υποψιάστηκε ότι οι ηγέτες των Θηβαίων σκόπευαν να κάνουν χωριστή ειρήνη και είχαν πάρει χρήματα από τον Φίλιππο εν αγνοία του, θεωρώντας πως του ήταν αδύνατο να ζει, αν έχανε κάποια δωροδοκία, στη διάρκεια της Εκκλησίας του Δήμου, ενώ κανένας δεν έλεγε ούτε πως πρέπει ούτε ότι δεν πρέπει να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, αυτός ανέβηκε στο βήμα. Και τότε, θέλοντας να προειδοποιήσει τους Βοιωτάρχες, όπως πίστευε, να δώσουν και σ᾽ αυτόν το μερίδιο από τα χρήματα, ορκιζόταν στην Αθηνά
[150] —σαν να είχε φτιάξει, όπως φαίνεται, το άγαλμά της ο Φειδίας για να χρηματίζεται και να επιορκεί στο όνομά της ο Δημοσθένης— πως, εάν θα υποστηρίξει κάποιος ότι έπρεπε να κάνουμε ειρήνη με τον Φίλιππο, θα τον άρπαζε από τα μαλλιά και θα τον έσερνε στη φυλακή. Κατά το παράδειγμα του Κλεοφώντα, που στον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων κατέστρεψε, όπως λένε, την πόλη. Καθώς όμως οι ηγέτες της Θήβας όχι μόνο δεν του έδιναν σημασία αλλά και γύρισαν πίσω τους στρατιώτες σας που είχαν βγει προς ενίσχυσή τους, με τη δικαιολογία να σκεφτείτε για την ειρήνη,
[151] τότε πια ο Δημοσθένης έγινε έξω φρενών και, αφού ανέβηκε στο βήμα, αποκαλούσε τους Βοιωτάρχες προδότες των Ελλήνων· και, αυτός που δεν τόλμησε ποτέ να αντικρίσει στο πρόσωπο τους εχθρούς στη μάχη, είπε ότι θα προωθούσε ψήφισμα να στείλετε αντιπροσώπους στη Θήβα, για να ζητήσουν δικαίωμα διόδου του στρατού σας από τη Βοιωτία για την εκστρατεία εναντίον του Φιλίππου. Επειδή οι ηγέτες της Θήβας ένιωσαν μεγάλη ντροπή, μήπως φανούν ότι ήταν πράγματι προδότες των Ελλήνων, εγκατέλειψαν την ιδέα της ειρήνης και ρίχτηκαν στον πόλεμο.